Το κράτος δικαίου δεν εκβιάζεται, η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, η δημοκρατία δεν εκδικείται και άλλα ωραία παραμύθια
Η κυβέρνηση δεν πρέπει απλώς να ικανοποιήσει το αίτημα του Κουφοντίνα να μεταχθεί από μια φυλακή σε μια άλλη, ως ο νόμος ορίζει. Πρέπει να σκεφτεί σοβαρά την αποφυλάκισή του. Πριν αρχίσουν να βαράνε οι σειρήνες της αντιτρομοκρατικής και οι συναγερμοί της πρεσβείας, οφείλουμε να διευκρινίσουμε αν είμαστε με το μέρος αυτών που θέλουν να κλείσει οριστικά ο κύκλος της ένοπλης βίας στην Ελλάδα ή όχι.
Γιατί αν θέλουμε ο κύκλος που επιχειρησιακά τουλάχιστον έκλεισε το 2002 να κλείσει και πολιτικά και η κοινωνία να κάνει οριστικά τους λογαριασμούς της με αυτή τη μορφή τρομοκρατίας (δυστυχώς, άλλες μορφές της, ζουν και βασιλεύουν), απαιτείται αντίστοιχη πολιτική βούληση. Η οποία θα διαμορφώσει και αντίστοιχη βούληση στις δικαστικές αποφάσεις. Γιατί κακά τα ψέματα, μεγάλα παιδιά είμαστε, τα περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης ισχύουν μόνο στα σχολικά εγχειρίδια.
Αν θέλουμε να κλείσει ο κύκλος της τρομοκρατίας, δεν αρκεί να πεθάνει ο Γιωτόπουλος στον Κορυδαλλό από βαθιά γεράματα ή ο Κουφοντίνας από ασιτία.
Τουναντίον. Είναι μάλλον πιθανότερο αν πεθάνει ο Κουφοντίνας ο κύκλος της ελληνικής τρομοκρατίας να μην κλείσει ποτέ. Όχι επειδή δεν το θέλησε ο Κουφοντίνας. Αλλά επειδή δεν το θέλησε η κυβέρνηση, η πρεσβεία και το βαθύ κράτος.
Γράφαμε σε προηγούμενο σχόλιο:
Κάθε ευρωπαϊκή χώρα που έζησε τραυματικά το κύμα της ένοπλης βίας, από τη Γαλλία μέχρι την Ισπανία και από τη Γερμανία μέχρι την Ιταλία, έχει πάρει προ πολλού την πρωτοβουλία να κλείσει τον κύκλο της ένοπλης τρομοκρατίας. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δεν κυριαρχούν πλέον στην πολιτική συζήτηση της Ιταλίας, και ας μετρούν στα θύματά τους έναν δολοφονημένο πρωθυπουργό, έχοντας τριπλάσια θύματα και πολλαπλάσια δράση από την 17 Νοέμβρη. Ο ίδιος ο εκτελεστής του Άλντο Μόρο, καταδικάστηκε μεν έξι φορές ισόβια, αλλά είκοσι χρόνια μετά τη δολοφονία και δεκαπέντε μόλις χρόνια μετά τη δίκη, το 1998, πήρε χάρη, δουλεύει έξω από τη φυλακή και επιστρέφει σε αυτήν τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα. Ο κύκλος της ένοπλης βίας στην Ιταλία έκλεισε πολιτικά. Και μάλιστα έκλεισε, περιορίζοντας και τις ποινές.
Αυτά συνέβησαν στην Ιταλία.
Με αμνηστίες, αποφυλακίσεις, πολιτικές υπερβάσεις, το κατά πολύ μαζικότερο από την Ελλάδα φαινόμενο της ένοπλης πάλης και των Ερυθρών Ταξιαρχιών χωνεύτηκε ιστορικά και παρέμεινε έκτοτε ως υπενθύμιση των αδιεξόδων του επαναστατικού κινήματος.
Ακόμα και στη χώρα που αντιμετώπισε με τον σκληρότερο δυνατό τρόπο την τρομοκρατία και έγινε υπόδειγμα άκαμπτης στάσης, τη Δυτική Γερμανία, με την εξαίρεση της πρώτης γενιάς της RAF που εξοντώθηκε στα κελιά της, οι πολλές δεκάδες καταδικασμένοι για δολοφονίες, ληστείες και βομβιστικές επιθέσεις, στην πορεία αποφυλακίστηκαν. Η RAF διαλύθηκε το 1998 και 13 χρόνια μετά, το 2011 αποφυλακίστηκε το τελευταίο μέλος της. Είχαν αποφυλακιστεί το 2007 και το 2008, εντελώς αμετανόητα, τα ηγετικά της στελέχη.
Στην Ελλάδα είχαμε τέτοια βούληση από τη μεριά του πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης;
Το ανάποδο.
Ακόμα και πολλά χρόνια μετά την εξάρθρωση της 17Ν, όταν πλέον η ελληνική τρομοκρατία δεν απασχολούσε ούτε τον τελευταίο κλητήρα της CIA, η αντιδραστική Δεξιά και το ακόμα πιο αντιδραστικό ακραίο Κέντρο θυμούνται κάθε τρεις και λίγο να κάνουν μία ακόμα αναφορά τάχα τιμής ή μνήμης στα θύματα, με ξέχειλη όμως τη φτηνή εργαλειακή της χρήση για τις πολιτικές τους σκοπιμότητες.
Όποιος τολμήσει να μιλήσει όχι για αποφυλάκιση των τρομοκρατών, αλλά για τα δικαιώματά τους ως κρατουμένων, χαρακτηρίζεται αυτοστιγμεί τρομοκράτης ή συμπαθών. Στην πραγματικότητα έχουμε αναβίωση ενός ιδιότυπου Μακαρθισμού, ένα κυνήγι μαγισσών «συμπαθούντων» ή «συνοδοιπόρων» της τρομοκρατίας.
Έχουν φτάσει οι αναρχικοί να κατηγορούν το κράτος ότι δεν τηρεί τους νόμους του, την ώρα που η κυβέρνηση λανσάρει το δόγμα της κατά περίσταση εφαρμογής τους, ανάλογα με το αν ο κρατούμενος είναι της αρεσκείας της. Οι οπαδοί δε της μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης της κεντροδεξιάς θα ήθελαν τη θανατική ποινή για τον Κουφοντίνα για να μην τον «ταΐζουν» στη φυλακή.
Αν η πνευματική ηγεσία της χώρας δεν ήταν της ίδιας στάθμης με την πολιτική της ηγεσία, οι συνταγματολόγοι και οι νομικοί θα είχαν σκαρφαλώσει στα κεραμίδια για αυτόν τον αλά ελληνικά βιασμό του κατά τα άλλα απαραβίαστου «νομικού πολιτισμού».
Αυτό και μόνο αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της διαστροφής, του ηθικού πανικού που οικοδομείται επί χρόνια, της θυματοποίησης της άρχουσας τάξης, της ενοχοποίησης της διεκδίκησης συνταγματικών δικαιωμάτων.
Αυτή φυσικά είναι και η ποιότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Παριστάνει με ύφος χιλίων πιθήκων ότι διαφυλάσσει τα ιερά και τα όσια του διαφωτισμού, αλλά στην επόμενη στροφή της συγκυρίας κάνει την ισονομία χαρτί τουαλέτας. Θυμάται την Ευρώπη όταν είναι να εφαρμόσει μνημόνια, αλλά όταν είναι να εφαρμόσει νόμο που δικαιώνει ένα ήσσονος σημασίας αίτημα του οξαποδώ, γίνεται Τουρκία.
Διατρανώνει ότι το κράτος δεν εκβιάζεται όταν η Ελλάδα είναι ο παράδεισος των εκβιασμών. Από τις τράπεζες που εκβίαζαν για ρευστότητα, μέχρι τους εταίρους που εκβίαζαν για υποταγή, από τους δανειστές που εκβίαζαν για πτώχευση μέχρι την TUI που εκβίαζε για είσοδο τουριστών χωρίς ελέγχους. Το κράτος δεν εκβιάζεται μόνο όταν ο εκβιαστής είναι απεργός πείνας. Κατά τα άλλα εκβιάζεται, τεμαχίζεται, πωλείται, δανείζεται επί 200 χρόνια στον πάγκο του κρεοπωλείου.
Η δεξιά και το ακραίο κέντρο παπαγαλίζουν διαρκώς ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει κάνει ακόμα τους λογαριασμούς της με την τρομοκρατία.
Εννοούν στην πραγματικότητα ότι η τρομοκρατία δεν πρέπει επ’ ουδενί να λείψει από το δημόσιο διάλογο και την πολιτική αντιπαράθεση. Θρέφει την καθυστερημένη δεξιά, στριμώχνει τον ΣΥΡΙΖΑ, και -κυρίως- κρατά στον αφρό ένα συγκεκριμένο πολιτικό τζάκι που διαθέτει και πλείστους απογόνους να συνεχίσουν τη δυναστεία.
Τι καλύτερο εργαλείο έχουμε δηλαδή;
Περισσότερο όμως από αυτά, η διαρκής αναβίωση της αντιπαράθεσης κράτους – τρομοκρατίας, θρέφει τον θεσμικό εκτροχιασμό, τον αντιδημοκρατικό παροξυσμό, την επιλεκτική εφαρμογή των κανονισμών, την αμφισβήτηση της καθολικής ισχύος των νόμων.
Αποκαλύπτεται λοιπόν τι ισχύει για το «κράτος δικαίου», για τον «νομικό πολιτισμό», για το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Φανερώνεται ότι όλα όσα κυματίζουν ως ιερές και απαράβατες αξίες του δυτικού κόσμου είναι τρίχες κατσαρές. Είναι πέπλο αντικειμενικότητας για ένα ταξικό κράτος, μια ταξική και καθόλου τυφλή δικαιοσύνη που απονέμεται κατά περίσταση και ανάλογα των πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Αυτό να το θυμόμαστε όταν στο επόμενο κύμα της κοινωνικής διεκδίκησης και της λαϊκής οργής ο αστικός κόσμος θα κρώζει για σεβασμό στους θεσμούς.

Αρθρογραφεί στο antapocrisis για θέματα πολιτικής επικαιρότητας και Αριστεράς.