Άρθρα

Η 1η Διεθνής και η Παρισινή Κομμούνα

«Στο πεδίο των ιδεών, η Κομμούνα είναι κόρη της Διεθνούς έστω και αν η Διεθνής δεν κούνησε ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για να την υποκινήσει.»

Φρίντριχ Έγκελς

Η δημιουργία της «Διεθνούς Ένωσης των Εργατών» (που έμεινε γνωστή σαν 1η Διεθνής) αποφασίστηκε το Σεπτέμβρη του 1864, στη διάρκεια ενός παγκόσμιου εργατικού συνεδρίου, που είχαν οργανώσει στο Λονδίνο τα βρετανικά Τρέιντ Γιούνιονς.

Το πρώτο συνέδριό της πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1866 στη Γενεύη. Συμμετείχαν 60 αντιπρόσωποι από τη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Τα δύο ιδρυτικά ιδεολογικά της ρεύματα ήταν οι «μουτουαλιστές» (Γάλλοι και Ελβετοί οπαδοί του Προυντόν) και οι «κολλεκτιβιστές» (Άγγλοι και Γερμανοί). Κεντρικές διεκδικήσεις στο πρόγραμμα που ψηφίστηκε ήταν η μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας στις 8 ώρες και το καθολικό εκλογικό δικαίωμα.

Σε ένα γράμμα προς τον Κούγκελμαν, αμέσως μετά το Συνέδριο της Γενεύης, ο Μαρξ  καταχεριάζει τους Γάλλους αντιπροσώπους του συνεδρίου της Γενεύης:

«Οι κύριοι παριζιάνοι είχαν το κεφάλι γεμάτο από κούφιες προυντονικές φράσεις…. Περιφρονούν κάθε επαναστατική δράση που ξεπετιέται κατ’ ευθείαν από την πάλη των τάξεων, κάθε συγκεντρωτικό κοινωνικό κίνημα, άρα επίσης πραγματοποιήσιμο με πολιτικά μέσα (για παράδειγμα τη νόμιμη μείωση των ορών εργασίας) με πρόσχημα την ελευθερία, τον αντικυβερνητισμό ή τον αντιαυταρχικό ατομισμό. Αυτοί οι κύριοι που εδώ και 16 χρόνια υπέστησαν και υφίστανται ήσυχα τον πιο αχρείο δεσποτισμό, εγκωμιάζουν στην πραγματικότητα μια κοινή αστική οικονομία, πασπαλισμένη με προυντονικό ιδεαλισμό.»

Κατά τα τρία πρώτα χρόνια της δράσης της Διεθνούς, υποχωρεί ραγδαία ο προυντονισμός, κυρίως λόγω των συντηρητικών έως αντιδραστικών πλευρών του, όπως η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα απέναντι στις μαζικές εργατικές απεργίες και η αντίληψη για το ρόλο της γυναίκας, που δεν πρέπει να εργάζεται αλλά να παραμένει στο σπίτι – θεμέλιο της οικογένειας. (Η προυντονική αντίληψη για τη θέση της γυναίκας αποτυπώθηκε και στις αποφάσεις του Συνεδρίου της Γενεύης, μία από τις διεκδικήσεις του οποίου ήταν η απαγόρευση της παιδικής και της γυναικείας εργασίας). Εις βάρος του προυντονισμού, κερδίζουν έδαφος οι ιδέες κυρίως του Μπακούνιν και δευτερευόντως του Μαρξ. Ο Μπακούνιν είχε προσχωρήσει στη Διεθνή (όπου ενέταξε την «Κοινωνική Δημοκρατική Συμμαχία» του) το 1868, με μια επιστολή του προς τον Μαρξ στην οποία χαρακτήριζε τον εαυτό του «μαθητή» του Γερμανού επαναστάτη.

Κατά τη διάρκεια του 4ου Συνεδρίου, που έγινε στη Βασιλεία το Σεπτέμβρη του 1869, και με βάση τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών, οι ομαδοποιήσεις των αντιπροσώπων και ο μεταξύ τους συσχετισμός δυνάμεων διαμορφώνεται ως εξής: Πάνω από το 60% υποστηρίζει αντικρατικές-κολλεκτιβιστικές προτάσεις μπακουνικής έμπνευσης. Πάνω από το 30% υποστηρίζει τις λεγόμενες «μαρξιστικές»-κολλεκτιβιστικές προτάσεις, ενώ οι προυντονικές απόψεις ουσιαστικά περιθωριοποιούνται, αποσπώντας λίγο πάνω από το 5%, αν και εξακολουθούν να έχουν μεγάλη επιρροή στο Γαλλικό Τμήμα. Οι δύο πρώτες τάσεις συμπίπτουν στην απόφαση για κοινωνικοποίηση της γης, ενώ ομόφωνα αποφασίζεται η οργάνωση των εργατών σε «ενώσεις αντίστασης» (συνδικάτα).

Μετά το Συνέδριο της Βασιλείας αρχίζει η ανοιχτή πολιτική και ιδεολογική διαπάλη μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν η οποία θα οδηγήσει τελικά στην οριστική διάσπαση της Διεθνούς κατά τη διάρκεια του 8ου Συνεδρίου, στη Χάγη, το 1872. Το κρίσιμο σημείο αντιπαράθεσης μαρξιστών-μπακουνιστών, εκείνη την εποχή, ήταν μια θέση που ο Μαρξ είχε επιβάλλει στην απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Λωζάννης, σύμφωνα με την οποία, «Η κοινωνική χειραφέτηση των εργατών, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πολιτική τους χειραφέτηση».

Κατά τους μαρξιστές, το προλεταριάτο οφείλει να παρεμβαίνει στην πολιτική διαπάλη (με τους δικούς του όρους), να κάνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο εθνικής πολιτικής και να προτείνει εργατικές υποψηφιότητες τις οποίες θα αξιοποιεί αποκλειστικά για τη δραστηριοποίηση της εργατικής μάζας. Η πολιτική αποχή είναι ολέθρια. Αντίθετα, για τους μπακουνιστές, κάθε συμμετοχή της εργατικής τάξης στην αστική κυβερνητική πολιτική δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από την παγίωση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και την παράλυση της σοσιαλιστικής επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου. Η κοινωνία μπορεί να μετασχηματιστεί μόνο με τη φεντεραλιστική οργάνωση των εργατών, έξω από κάθε κυβερνητική πολιτική και όχι μέσω εθνικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων.

Το πέμπτο Συνέδριο της Διεθνούς προγραμματίζεται να γίνει στο Παρίσι το Σεπτέμβρη του 1870. Θα το προλάβει ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος, η πολιορκία του Παρισιού και η εξέγερση της Κομμούνας.

Το Γαλλικό Τμήμα της Διεθνούς συγκροτήθηκε (νόμιμα) το 1864 και είχε οργανώσεις στο Παρίσι, τη Λυών και τη Ρουέν. Οι μπλανκιστές δεν συμμετέχουν καταλογίζοντάς του συμβιβαστική τακτική και αναβλητικότητα για την επανάσταση. Ο Εντουάρ Βαγιάν και ο Βικτόρ Ντυβάλ, στελέχη της Διεθνούς, ήταν μπλανκιστές αλλά έγιναν τέτοιοι ενώ ανήκαν ήδη στη Διεθνή. Για τη μπλανκίστρια Λουΐζ Μισέλ υπάρχει ένα σημείωμα της αστυνομίας (που την είχε υπό παρακολούθηση), σύμφωνα με το οποίο εντάχθηκε στη Διεθνή το 1869, αλλά καμία άλλη ένδειξη δεν το επιβεβαιώνει.

Το 1868 το αυτοκρατορικό καθεστώς θέτει εκτός νόμου τη δράση της Διεθνούς στη Γαλλία. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το Σεπτέμβρη του 1870, θα βρει το Τμήμα του Παρισιού σε άσχημη κατάσταση, λόγω της δίχρονης παρανομίας, των διώξεων αλλά και εσωτερικών ιδεολογικών συγκρούσεων. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο, που αποκαλύπτει την κατάσταση που επικρατούσε, είναι η υπόθεση Τουλαίν. Ο Ανρύ Τουλαίν, μαχητικός προυντονιστής, ιστορικό στέλεχος της Διεθνούς, αντιπρόσωπος στο ιδρυτικό Συνέδριό της, είναι ο μοναδικός βουλευτής που εκλέγει η Διεθνής στις εκλογές του 8 Φλεβάρη. Καταδικάζει την εξέγερση κατά του Θιέρσου, αρνείται να παραιτηθεί από την Εθνοσυνέλευση των «χωρικών», όπως έκαναν όλοι οι άλλοι αριστεροί βουλευτές, και περνά στην ανοικτή προδοσία, καταλήγοντας στις Βερσαλλίες. (Το Ομοσπονδιακό Γραφείο θα αποφασίσει, ομόφωνα, τη διαγραφή του στις 12 Απρίλη.)

Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς στο Λονδίνο είναι, πριν το ξέσπασμα της εξέγερσης, αρνητικό απέναντι σε μια εργατική επανάσταση στο Παρίσι. Η σοβαρότερη αναστολή, τουλάχιστον της μαρξιστικής ομάδας, οφείλεται στην πασιφανή έλλειψη μιας επαρκούς επαναστατικής ηγεσίας. Με τον πραξικοπηματισμό του Μπλανκί υπάρχει ήδη ανοιχτή διαπάλη.

Σε ένα γράμμα στις 11 Φλεβάρη του 1870 ο Έγκελς απευθύνεται στον Μαρξ, επισημαίνοντας την απουσία ηγεσίας στο Γαλλικό προλεταριάτο: «Οι “σοβαροί” ηγέτες είναι υπερβολικά σοβαροί. Είναι πράγματι παράξενο. Η προμήθεια μυαλών, με την οποία το προλεταριάτο εφοδίαζε μάλιστα και άλλες τάξεις, φαίνεται ότι έχει στερέψει και μάλιστα σε όλη τη χώρα. Φαίνεται ότι στο εξής οι εργάτες πρέπει όλο και περισσότερο να κάνουν τα πράγματα μόνοι τους.»

Στις 8 Αυγούστου του 1870, λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, ο Μαρξ σε γράμμα του στον Έγκελς αναρωτιέται αν το Γαλλικό προλεταριάτο είναι προετοιμασμένο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που θα έβαζε μια επερχόμενη επανάσταση: «Αν μια επανάσταση ξεσπάσει στο Παρίσι, το ερώτημα είναι αν υπάρχουν ηγέτες για να προβάλλουν μια σοβαρή αντίσταση στους Πρώσους. Να μην κρύβουμε ότι τα 20 χρόνια της βοναπαρτιστικής φάρσας έχουν τσακίσει το ηθικό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να στηριζόμαστε μόνο στον επαναστατικό ηρωισμό. Τι σκέφτεσαι;»

Στις 1 Μάρτη συνεδριάζει το Ομοσπονδιακό Γραφείο της Διεθνούς στο Παρίσι. Ο Βαρλέν εισηγείται την ένταξη όλων των μελών της Διεθνούς στα τάγματα της Εθνοφρουράς και την επιδίωξη εκλογής όσο το δυνατόν περισσότερων στελεχών της στην Κεντρική Επιτροπή. Ο Φράνκελ (πιο συντεταγμένος με τη «γραμμή» της Διεθνούς) διαφωνεί. Τελικά παίρνεται μια ενδιάμεση απόφαση, να συμμετάσχει μια ολιγομελής ομάδα τεσσάρων στελεχών της στην Κ.Ε. Αποτελείται από τους Βαρλέν, Μπαμπίκ, Ασσί και Αλαβουάν. Η αμφιταλάντευση απέναντι στη δράση της Εθνοφρουράς, εξηγεί το γεγονός ότι, η συμμετοχή των Διεθνιστών στα γεγονότα της 18ης Μαρτίου είναι ανύπαρκτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, περιθωριακή.

Στις 24 Μάρτη, η στάση αυτή αλλάζει ριζικά, όταν μια κοινή συνεδρίαση των Εργατικών Ενώσεων και του Ομοσπονδιακού Γραφείου της Διεθνούς αποφασίζει να ενισχύσει με κάθε τρόπο την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς. Έχει μεσολαβήσει ένα γράμμα των Μπακούνιν-Γκιγιώμ, που χαρακτηρίζει την εξέγερση στο Παρίσι «αρχή της παγκόσμιας κοινωνικής επανάστασης» και το οποίο ασκεί σημαντική επιρροή, παρ’ όλο που ο Βαρλέν διαφωνεί ριζικά με αυτή την εκτίμηση για τα γεγονότα.

Από εκείνη τη στιγμή, οι Διεθνιστές ρίχνουν το κύριο βάρος της δραστηριότητάς τους στο να προσδώσουν στην Κομμούνα ένα κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η επιλογή των δύο κορυφαίων στελεχών τους, του Βαρλέν και του Φράνκελ να αναλάβουν Επίτροποι Οικονομικών και Εργασίας-Βιομηχανίας, αντίστοιχα, είναι αποκαλυπτική.

Αντίθετα με την επιφυλακτικότητά τους προς την Κ.Ε. της Εθνοφρουράς, οι Διεθνιστές συμμετείχαν (και μάλιστα πρωτοστάτησαν στην ίδρυσή της) στην «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων», όργανο καθαρά πιο «πολιτικό». Μάλιστα του παραχώρησαν, σαν προσωρινή έδρα, τα γραφεία του Ομοσπονδιακού Γραφείου της Διεθνούς, Ρυ ντε Κορντερί.

15 στελέχη της Διεθνούς εκλέγονται στο Συμβούλιο της Κομμούνας και είναι οι εισηγητές των περισσότερων αποφάσεών του που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών, τη δημιουργία κοοπερατίβων, και την αναμόρφωση της Παιδείας. Μειοψηφούν στην ψηφοφορία για το διάταγμα για τους ομήρους, χαρακτηρίζοντάς το «μιλιταριστική ιδέα πρωσικής προέλευσης». Στις 1 Μάη διαφωνούν ριζικά με τη δημιουργία της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας και συγκροτούν μαζί με 10 ακόμα ανεξάρτητους τη «μειοψηφία». Οι Βαγιάν και Φράνκελ, διαχώρισαν τη θέση τους και ψήφισαν υπέρ της δημιουργίας της Επιτροπής. Ο Φράνκελ όμως, λίγες μέρες μετά, θα συνταχθεί με τη μειοψηφία. Στις 20 Μάη πάντως, μια έκτακτη σύγκλιση του Ομοσπονδιακού Γραφείου, απευθύνει έκκληση προς όλα τα μέλη της Διεθνούς να δώσουν όλες τις δυνάμεις τους για τη διατήρηση της ενότητας της Κομμούνας, η οποία είχε απειληθεί άμεσα (μετά τη δημοσίευση της «Διακήρυξης της Μειοψηφίας» στην Κραυγή του Λαού).

Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς στο Λονδίνο παρακολουθούσε στενά τη δράση της Κομμούνας. Είχε επαφή με τους εργάτες Ντυπόν και Σεραγιέ οι οποίοι, με τη στήριξη της Διεθνούς, εκλέχτηκαν μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας κατά τις συμπληρωματικές εκλογές στις 16 Απρίλη. Ο Φράνκελ έστελνε συχνά αναφορές, ενώ στις 6 Απρίλη καταφέρνει να φθάσει στο Παρίσι, με εντολή της Διεθνούς, ο Λαφάργκ και να παραμείνει για μερικές ημέρες παίρνοντας, δια ζώσης, πληροφορίες για τις εξελίξεις.

Ο ίδιος ο Μαρξ έχει συχνότατη αλληλογραφία με τους Βαγιάν, Βαρλέν, Βερμορέλ και τον (μετέπειτα γαμπρό του) Λονγκέ, δίνοντας τη γνώμη και τις συμβουλές του. Στις 12 Μάη, σαν ένας άνθρωπος που η ψυχή και το μυαλό του βρίσκεται στο Παρίσι, θα γράψει στον Κούγκελμαν: «Η Παρισινή εξέγερση, έστω και αν ηττηθεί από τους λύκους, τα γουρούνια και τα σκυλιά της παλιάς κοινωνίας, είναι το πιο δοξασμένο κατόρθωμα του κόμματός μας.»

Ελάχιστα από τα γράμματα του Μαρξ προς τους Κομμουνάρους διασώθηκαν. Άλλα γραπτά του όμως δίνουν πληροφορίες για το περιεχόμενο αυτών των γραμμάτων. Από τις 11 Μάη είχε πληροφορήσει την Κομμούνα για τις μυστικές συνομιλίες Φαβρ- Μπίσμαρκ στη Φρανκφούρτη, όπου ο δεύτερος άναψε το πράσινο φως στους Βερσαγιέζους να περάσουν από τις πρωσικές γραμμές και να επιτεθούν και από τα βόρεια στο Παρίσι. Είχε συμβουλεύσει την οχύρωση της Μονμάρτης από βορρά. Είχε δώσει συμβουλές για το χειρισμό ανθρώπων του Συμβουλίου (Πιά, Γκρουσσέ, Βεζινιέ) που θεωρούσε επικίνδυνους. Είχε ζητήσει την άμεση αποστολή στο Λονδίνο κάποιων επιβαρυντικών ντοκουμέντων για το στρατό των Βερσαλλιών. Εξέφραζε συχνά τη λύπη του που οι περισσότερες γνώμες του δεν εισακούονται.

Στον πρόλογο που έγραψε ο Λένιν στην έκδοση των γραμμάτων του Μαρξ προς στον Κούγκελμαν, ο ηγέτης των μπολσεβίκων θα συνοψίσει τη στάση του Μαρξ απέναντι την Κομμούνα:

«Ο Μαρξ, που το Σεπτέμβρη χαρακτήριζε την εξέγερση τρέλα, βλέποντας τον Απρίλη του 1871 την κυβέρνηση των λαϊκών μαζών την θεωρεί, με την ακραία προσοχή του ανθρώπου που συμμετέχει στα μεγάλα κινήματα, σαν μια πρόοδο του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.[   ]

[…] Αλλά όταν οι μάζες ξεσηκώθηκαν, ο Μαρξ θέλει να βαδίσει μαζί τους, να διδαχτεί ταυτόχρονα με αυτές στην πορεία του αγώνα και όχι να δώσει γραφειοκρατικά μαθήματα. Κατανοεί ότι κάθε απόπειρα να προεξοφλήσει, με τέλεια ακρίβεια, τις πιθανότητες επιτυχίας του αγώνα, θα ήταν τσαρλατανισμός ή αθεράπευτη σχολαστικότητα. Βάζει πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι η εργατική τάξη δημιουργεί ηρωικά, με αυταπάρνηση και πρωτοβουλία, την ιστορία του κόσμου. Ο Μαρξ έβλεπε την ιστορία από την οπτική γωνία αυτών που την δημιουργούν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να προεξοφλούν υποχρεωτικά τις πιθανότητες επιτυχίας και όχι από την οπτική γωνία του μικροαστού διανοούμενου που έρχεται να κάνει επίπληξη: “θα ήταν εύκολο να προβλεφθεί … δεν θα έπρεπε να παρθεί τέτοιο ρίσκο”…[…]

[…] Ο Μαρξ μπορούσε να διακρίνει επίσης ότι υπάρχουν στιγμές στην ιστορία, όπου ένας απεγνωσμένος αγώνας των μαζών, έστω για ένα στόχο χαμένο εκ των προτέρων, είναι απαραίτητος για τη διαπαιδαγώγηση των ίδιων των μαζών και την προετοιμασία τους για τον επόμενο νικηφόρο αγώνα.»

Η παλιά γραφειοκρατική – στρατιωτική μηχανή πρέπει να τσακιστεί!

Το παρακάτω «διάσημο» απόσπασμα του Μαρξ προέρχεται από γράμμα του στον Λούντβιχ Κούγκελμαν στις 12 Απρίλη του 1871, μεσούσης της Κομμούνας. Ο Μαρξ διατυπώνει την κλασική πλέον φράση για «τσάκισμα» της παλιάς γραφειοκρατικής – στρατιωτικής μηχανής και όχι για «πέρασμά της από το ένα χέρι στο άλλο». Εκφράζει επίσης τον προβληματισμό του για τους «καλοκάγαθους» παριζιάνους συντρόφους που αντί να ανατρέψουν χωρίς δισταγμούς την κυβέρνηση που έφερε τους Πρώσους έξω από το Παρίσι, είχαν ενδοιασμούς συνείδησης ενάντια σε αυτούς που λίγους μήνες μετά οργάνωσαν τη σφαγή τους.

Αν θα κοιτάξεις το τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου «Η 18η Μπρυμαίρ», θα δεις ότι σαν κατοπινή προσπάθεια της Γαλλικής Επανάστασης κηρύχνω: να μην περάσει τη γραφειοκρατική – στρατιωτική μηχανή απ’ το ένα χέρι στο άλλο, όπως γινόταν ως τώρα, αλλά να την τσακίσει (zerbrechen), και τέτοιος ακριβώς είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης στην ήπειρο.

Τέτοια ακριβώς είναι και η προσπάθεια των ηρωικών κομματικών συντρόφων μας του Παρισιού.

Τι ελαστικότητα, τι ιστορική πρωτοβουλία, τι ικανότητα αυτοθυσίας έχουν αυτοί οι παριζιάνοι!

Ύστερα από έξι μηνών λιμοκτονία και καταστροφή, που προκλήθηκε περισσότερο από την εσωτερική προδοσία παρά απ’ τον εξωτερικό εχθρό, ξεσηκώνονται κάτω από τις πρωσικές ξιφολόγχες, σαν να μην είχε γίνει ποτέ πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία και σαν να μη βρισκόταν ακόμα ο εχθρός μπροστά στις πύλες του Παρισιού.

Η ιστορία δεν έχει όμοιο παράδειγμα παρόμοιου μεγαλείου!

Αν υποκύψουν, δεν θα φταίει για αυτό τίποτα άλλο, από την «καλοκαγαθία» τους. Έπρεπε να βαδίσουν αμέσως ενάντια στις Βερσαλλίες, μόλις ο Βινουά, και ύστερα το αντιδραστικό τμήμα της ίδιας της παρισινής εθνοφυλακής είχαν αδειάσει τη γωνιά.

Άφησαν να τους ξεφύγει η κατάλληλη στιγμή από ενδοιασμούς συνείδησης.

Δε θέλανε να αρχίσουν τον εμφύλιο πόλεμο, σα να μην τον είχε κιόλας αρχίσει ο Θιέρσος, το τερατώδικο αυτό έκτρωμα, με την απόπειρά του να αφοπλίσει το Παρίσι!

Δεύτερο λάθος: Η Κεντρική Επιτροπή παραιτήθηκε πολύ νωρίς από την εξουσία της για να κάνει τόπο στην Κομμούνα. Πάλι από πάρα πολύ «έντιμους» ενδοιασμούς! Όπως και να ‘ναι, αυτή η τωρινή εξέγερση του Παρισιού — ακόμα κι αν υποκύψει στους λύκους, τα γουρούνια και τα παλιόσκυλα της παλιάς κοινωνίας — είναι το πιο ένδοξο κατόρθωμα του κόμματός μας υστέρα από την παρισινή εξέγερση του Ιούνη.

Ας συγκρίνει κάνεις μ’ αυτούς τους παρισινούς πού κάνουν έφοδο ακόμα και στον ουρανό, τους δούλους της γερμανο – πρωσικής ιερής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τις μεταθανάτιες μασκαράτες της, πού μυρίζουν στρατώνα, εκκλησία, επαρχιώτικη αριστοκρατία και πάνω απ’ όλα φιλισταϊσμό.

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία – Εισαγωγή

Ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε την εισαγωγή στο έργο του Μαρξ “Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία” με αφορμή την εικοστή επέτειο της Κομμούνας το 1891. Στην εισαγωγή του αυτή ο Ένγκελς, δεν αρκέστηκε μόνο στο να υπογραμμίσει την ιστορική σημασία της Παρισινής Κομμούνας και να καταδείξει τη θεωρητική συμβολή του Μαρξ στην εκτίμησή της, αλλά έκανε και αρκετές σημαντικές επισημάνσεις για την ιστορία της και τους πρωταγωνιστές της.

…Στις 28 του Μάη, μπροστά στην υπεροχή των δυνάμεων του εχθρού, υπέκυψαν στις πλαγιές της Μπελβίλ οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας και μόλις δυο μέρες ύστερα, στις 30 του Μάη, ο Μαρξ διάβασε μπροστά στο γενικό συμβούλιο την εργασία του όπου περιγράφεται η ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού με σύντομες, δυνατές, μα τόσο αδρές και πριν απ’ όλα τόσο αληθινές γραμμές, που δεν τις έφτασε ξανά κανένας σ’ όλη την άφθονη φιλολογία που γράφτηκε γύρω απ’ αυτό το θέμα.

Επίπεδο ανάπτυξης

Χάρη στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γαλλίας από το 1789, διαμορφώθηκε εδώ και πενήντα χρόνια μια τέτοια κατάσταση στο Παρίσι, που καμιά επανάσταση δεν μπορούσε να ξεσπάσει σ’ αυτό χωρίς να πάρει προλεταριακό χαρακτήρα, έτσι που το προλεταριάτο που είχε κερδίσει τη νίκη με το αίμα του, εμφανίστηκε ύστερα από τη νίκη με τις δικές του διεκδικήσεις. Αυτές οι διεκδικήσεις ήταν λίγο πολύ ακαθόριστες, ακόμα και μπερδεμένες, ανάλογα με τον κάθε φορά βαθμό ανάπτυξης των παρισινών εργατών. Τελικά όμως όλες έτειναν προς την κατάργηση της ταξικής αντίθεσης ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και στους εργάτες. Είναι αλήθεια ότι δεν ήξεραν πως έπρεπε να γίνει αυτό, ωστόσο αυτή η διεκδίκηση, όσο ακαθόριστα κι αν ήταν ακόμα διατυπωμένη, έκλεινε μέσα της μια απειλή για το κοινωνικό καθεστώς που υπήρχε. Οι εργάτες που την πρόβαλαν ήταν ακόμη οπλισμένοι. Γι’ αυτό, για τους αστούς που κρατούσαν το τιμόνι του κράτους, πρωταρχική προσταγή ήταν να αφοπλιστούν οι εργάτες. Κι έτσι, ύστερα από κάθε επανάσταση που κέρδιζαν οι εργάτες, ξεσπάει ένας νέος αγώνας που τελειώνει με την ήττα των εργατών.

Μάχες στα οδοφράγματα της Επανάστασης του 1848

Αυτό συνέβηκε για πρώτη φορά στα 1848. Οι φιλελεύθεροι αστοί της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης οργάνωναν συμπόσια για να πετύχουν την εκλογική μεταρρύθμιση που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία του κόμματός τους. Στον αγώνα τους με την κυβέρνηση αναγκάζονταν όλο και πιο πολύ να κάνουν έκκληση στο λαό, κι υποχρεώνονταν βαθμιαία να δίνουν το προβάδισμα στα ριζοσπαστικά και δημοκρατικά στρώματα της αστικής τάξης και των μικροαστών. Μα πίσω απ’ αυτούς βρίσκονταν οι επαναστάτες εργάτες, κι οι εργάτες αυτοί είχαν αποχτήσει από το 1830 πολύ μεγαλύτερη πολιτική αυτοτέλεια απ’ ό,τι το εποπτεύονταν οι αστοί κι οι δημοκρατικοί ακόμα. Τη στιγμή της κρίσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, οι εργάτες άρχισαν τη μάχη στους δρόμους. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος εξαφανίστηκε και μαζί του εξαφανίστηκε και η εκλογική μεταρρύθμιση, στη θέση της ξεπρόβαλε η δημοκρατία και μάλιστα μια δημοκρατία που οι ίδιοι νικητές εργάτες τη χαρακτήρισαν «κοινωνική» δημοκρατία, ωστόσο κανένας δεν είχε ξεκαθαρίσει τι σήμαινε αυτή η κοινωνική δημοκρατία, ούτε κι οι ίδιοι οι εργάτες. Όμως τώρα είχαν όπλα και αποτελούσαν μια δύναμη μέσα στο κράτος. Γι’ αυτό οι αστοί δημοκράτες που βρίσκονταν στην εξουσία, μόλις ένιωσαν λίγο πολύ στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια τους ο πρώτος σκοπός που επιδίωξαν ήταν ν’ αφοπλίσουν τους εργάτες. Αυτό έγινε στην εξέγερση του Ιούνη του 1848, στην οποία τους έσπρωξαν με την άμεση αθέτηση του λόγου τους, με ανοιχτό χλευασμό και την απόπειρα να εξορίσουν τους άνεργους σε μια απόμακρη επαρχία. Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να έχει συντριπτική υπεροχή δυνάμεων. Ύστερα από ηρωικό αγώνα, που κράτησε πέντε μέρες, οι εργάτες νικήθηκαν. Και τότες επακολούθησε μια σφαγή των άοπλων αιχμαλώτων, που παρόμοια δεν είχε γίνει από την εποχή των εμφύλιων πολέμων που προετοίμασαν την πτώση της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Ήταν η πρώτη φορά που η αστική τάξη έδειχνε σε τι σημείο έξαλλης σκληρότητας μπορεί να φτάσει στην εκδίκησή της, μόλις τολμήσει το προλεταριάτο να ορθωθεί απέναντί της σαν ξεχωριστή τάξη με τις δικές του διεκδικήσεις και τα δικά του συμφέροντα. Κι όμως, το 1848 δεν ήταν παρά παιχνιδάκι μπροστά στη λύσα της αστικής τάξης το 1871.

Η δεύτερη αυτοκρατορία

Η τιμωρία ακολουθούσε κατά πόδι. Αν το προλεταριάτο δεν μπορούσε ακόμα να κυβερνήσει τη Γαλλία, η αστική τάξη δεν μπορούσε πια να την κυβερνά. Τουλάχιστον όχι τότε, που στην πλειοψηφία της ήταν ακόμα μοναρχική κι ήταν χωρισμένη σε τρία δυναστικά κόμματα και σ’ ένα τέταρτο, δημοκρατικό. Οι εσωτερικές της διαμάχες έδωσαν τη δυνατότητα στον τυχοδιώχτη Λουδοβίκο Βοναπάρτη να πάρει στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξουσίας – το στρατό, την αστυνομία, το διοικητικό μηχανισμό – και στις 2 του Δεκέμβρη 1851, να τινάξει στον αέρα το τελευταίο φρούριο της αστικής τάξης, την εθνοσυνέλευση. Άρχισε η δεύτερη αυτοκρατορία, η εκμετάλλευση της Γαλλίας από μια σπείρα πολιτικούς και οικονομικούς τυχοδιώχτες, μα σύγχρονα άρχισε και μια βιομηχανική ανάπτυξη, που ποτέ δεν ήταν δυνατή στο στενόκαρδο και φοβισμένο σύστημα του Λουδοβίκου Φιλίππου, κάτω από την αποκλειστική κυριαρχία μονάχα μιας μικρής μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης αφαίρεσε την πολιτική εξουσία από τους κεφαλαιοκράτες με το πρόσχημα ότι θα τους προστατέψει αυτούς, τους αστούς, από τους εργάτες, και από την άλλη, ότι θα προστατέψει τους εργάτες από τους αστούς. Σε αντάλλαγμα όμως η κυριαρχία του ευνόησε την κερδοσκοπία και τη βιομηχανική δραστηριότητα, με μία λέξη, την ανάπτυξη και τον πλουτισμό ολόκληρης της αστικής τάξης, σε πρωτάκουστο ως τα τότε βαθμό. Είναι αλήθεια ότι σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό αναπτύχθηκε η διαφθορά και η μαζική κλεψιά που κέντρο της ήταν η αυτοκρατορική αυλή, που έβγαζε μεγάλα ποσοστά απ’ αυτόν τον πλουτισμό.

Μα η δεύτερη αυτοκρατορία ήταν μια έκκληση στο γαλλικό εθνικισμό, ήταν η διεκδίκηση των συνόρων της πρώτης αυτοκρατορίας που χάθηκαν το 1814, τουλάχιστον των συνόρων της πρώτης δημοκρατίας. Μια γαλλική αυτοκρατορία, μέσα στα σύνορα της παλιάς μοναρχίας και μάλιστα μέσα στα πιο κουτσουρεμένα ακόμη σύνορα του 1815 – δεν ήταν δυνατό να κρατηθεί πολύν καιρό. Απ’ αυτό βγήκε η ανάγκη να χάνει από καιρό σε καιρό πολέμους και η ανάγκη για επέχταση των συνόρων. Καμιά όμως συνοριακή επέκταση δε θάμπωνε τόσο τη φαντασία των Γάλλων εθνικιστών, όσο η επέχταση προς τη γερμανική αριστερή όχθη του Ρήνου. Ένα τετραγωνικό μίλι στο Ρήνο είχε γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από δέκα στις Άλπεις ή οπουδήποτε αλλού. Με τη δεύτερη αυτοκρατορία η διεκδίκηση ν’ αποδοθεί ξανά στη Γαλλία η αριστερή όχθη του Ρήνου, είτε μεμιάς, είτε τμηματικά, δεν ήταν παρά ζήτημα χρόνου. Η ώρα έφτασε με τον πρωσο-αυστριακό πόλεμο του 1866. Οταν ο Βοναπάρτης είδε ότι γελάστηκε και από τον Βίσμαρκ και εξαιτίας της δικής του υπερπανούργας δισταχτικής πολιτικής και δεν πήρε την «εδαφική αποζημίωση» που περίμενε, δεν του έμεινε άλλο τίποτα παρά να κάνει πόλεμο, που ξέσπασε το 1870 και που τον οδήγησε πρώτα στο Σεντάν κι από κει στη Βίλχελμσχέε.

Σαν χάρτινος Πύργος

Αναπόφευκτη συνεπεία ήταν η επανάσταση του Παρισιού στις 4 του Σεπτέμβρη 1870. Η αυτοκρατορία σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος κι ανακηρύχτηκε πάλι η δημοκρατία. Ο εχθρός όμως βρισκόταν έξω από τις πύλες του Παρισιού, οι στρατιές της αυτοκρατορίας είτε ήταν κυκλωμένες στο Μετς χωρίς ελπίδα να ξεφύγουν, ή κρατιούνταν αιχμάλωτες στη Γερμανία. Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση ο λαός επέτρεψε στους βουλευτές του Παρισιού του προηγούμενου νομοθετικού σώματος να εμφανιστούν σαν «κυβέρνηση εθνικής άμυνας». Και το δέχτηκε αυτό τόσο πιο εύκολα που για το σκοπό της άμυνας όλοι οι ικανοί να κρατούν όπλα Παρισινοί είχαν καταταχθεί τώρα στην εθνοφυλακή κι ήταν οπλισμένοι, κι έτσι τώρα οι εργάτες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία. Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει σε σύγκρουση η αντίθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση, που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από αστούς, και στο οπλισμένο προλεταριάτο. Στις 31 του Οχτώβρη εργατικά τάγματα κατέλαβαν με έφοδο το δημαρχείο και πιάσανε μερικά από τα μέλη της κυβέρνησης. Η προδοσία, η άμεση αθέτηση του λόγου της από την κυβέρνηση και η παρέμβαση μερικών μικροαστικών ταγμάτων τους απελευθέρωσαν ξανά και οι εργάτες για να μην ανάψουν τον εμφύλιο πόλεμο μέσα σε μια πόλη πολιορκημένη από ξένες στρατιωτικές δυνάμεις, άφησαν στη θέση της την παλιά κυβέρνηση.

31 Οκτώβρη 1870: Επαναστατημένες μονάδες της Εθνοφυλακής καταλαμβάνουν το κέντρο του Παρισιού

Τέλος, στις 28 του Γενάρη 1871, συνθηκολόγησε το πεινασμένο Παρίσι. Συνθηκολόγησε όμως με τιμές άγνωστες ως τότε στην Ιστορία των πολέμων. Τα φρούρια παραδόθηκαν, η οχυρωματική γραμμή που περιέβαλε το Παρίσι αφοπλίστηκε, ο ταχτικός στρατός και η κινητή φρουρά παράδωσαν τα όπλα τους και θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου. Η εθνοφυλακή όμως κράτησε τα όπλα και τα κανόνια της κι έκλεισε μόνο ανακωχή με τους νικητές. Οι ίδιοι οι νικητές δεν τόλμησαν να μπουν θριαμβευτικά στο Παρίσι. Το μόνο που τόλμησαν να καταλάβουν ήταν μια μικρή γωνιά του Παρισιού, που κι αυτή αποτελούνταν κατά ένα μέρος από δημόσια πάρκα. Κι αυτά μόνο για λίγες μέρες! Και σ’ όλο αυτό το διάστημα αυτοί, που 131 ολόκληρες μέρες κράτησαν περικυκλωμένο το Παρίσι, βρέθηκαν οι ίδιοι περικυκλωμένοι απ’ τους οπλισμένους εργάτες του Παρισιού που πρόσεχαν καλά να μην περάσει κανένας «Πρώσος» τα στενά όρια της γωνιάς που είχε παραχωρηθεί στους ξένους καταχτητές. Τέτοιος ήταν ο σεβασμός που εμπνέανε οι εργάτες του Παρισιού στο στρατό, που μπροστά του είχαν καταθέσει τα όπλα όλες οι στρατιές της αυτοκρατορίας. Και οι Πρώσοι γιούνκερς που είχαν έρθει να εκδικηθούν στην εστία της επανάστασης, αναγκάστηκαν να σταθούν με σεβασμό και να χαιρετίσουν τούτη ακριβώς την ένοπλη επανάσταση.

Η ώρα της Κομμούνας

Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι εργάτες του Παρισιού περιορίστηκαν να ζητούν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα. Τώρα όμως, που με τη συνθηκολόγηση του Παρισιού είχε γίνει ειρήνη, τώρα ο Θιέρσος, ο νέος αρχηγός της κυβέρνησης αναγκάστηκε να καταλάβει ότι η κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων – των μεγάλων γαιοκτημόνων και των κεφαλαιούχων – θα βρισκόταν σε αδιάκοπο κίνδυνο όσο οι εργάτες του Παρισιού κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους. Η πρώτη του πράξη ήταν η απόπειρα να τους αφοπλίσει. Στις 18 του Μάρτη έστειλε δυνάμεις του ταχτικού στρατού με τη διαταγή να αρπάξουν το πυροβολικό που ανήκε στην εθνοφυλακή, το πυροβολικό που είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και που είχε πληρωθεί με δημόσιο έρανο. Η απόπειρα απότυχε, το Παρίσι ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος για να αντισταθεί.

Έτσι κηρύχτηκε ο πόλεμος ανάμεσα στο Παρίσι και τη γαλλική κυβέρνηση, που είχε την έδρα της στις Βερσαλλίες. Στις 26 του Μάρτη έγιναν οι εκλογές της Κομμούνας του Παρισιού και στις 28 την ανακήρυξαν. Η Κεντρική Επιτροπή της εθνοφυλακής που είχε ασκήσει ως τότε την εξουσία, υπέβαλε την παραίτησή της στην Κομμούνα, αφού πρώτα κατάργησε με διάταγμα τη σκανδαλώδη «αστυνομία ηθών» του Παρισιού. Στις 30, η Κομμούνα κατάργησε τη στρατιωτική θητεία και τον ταχτικό στρατό και ανακήρυξε σα μοναδική ένοπλη δύναμη την εθνοφυλακή, στην οποία θα ανήκαν όλοι οι πολίτες οι ικανοί να κρατούν όπλα. Χάρισε όλα τα νοίκια για τις κατοικίες από τον Οχτώβρη του 1870 ως τον Απρίλη του 1871, συμψηφίζοντας στα ενοίκια της περιόδου που θ’ ακολουθούσε τα ποσά που είχαν ήδη πληρωθεί και ανάστειλε κάθε πώληση ενεχύρων στο δημαρχιακό ενεχυροδανειστήριο. Την ίδια μέρα επικυρώθηκε η εκλογή των ξένων υπηκόων στην Κομμούνα, γιατί «η σημαία της Κομμούνας είναι σημαία της παγκόσμιας δημοκρατίας». Την 1η του Απρίλη αποφασίστηκε, ο μεγαλύτερος μισθός οποιουδήποτε υπαλλήλου της Κομμούνας, συνεπώς και των ίδιων των μελών της, να μην ξεπερνάει τις 6.000 φράγκα (4.800 μάρκα). Την επόμενη μέρα ψηφίστηκε το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και για την κατάργηση όλων των κρατικών επιχορηγήσεων για θρησκευτικούς σκοπούς, καθώς και για τη μετατροπή όλων των εκκλησιαστικών χτημάτων σε εθνική ιδιοχτησία. Ύστερα απ’ αυτό διατάχθηκε στις 8 του Απρίλη, κι εφαρμόστηκε σιγά – σιγά, η απομάκρυνση απ’ τα σχολειά όλων των θρησκευτικών συμβόλων και εικόνων, και η κατάργηση όλων των θρησκευτικών δογμάτων και προσευχών – με μια λέξη «καθετί που ανάγεται στη σφαίρα τις ατομικής συνείδησης». Μπροστά στις καθημερινές εκτελέσεις αγωνιστών της Κομμούνας που πιάνονταν αιχμάλωτοι από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών, εκδόθηκε στις 5 του Απρίλη ένα διάταγμα για τη σύλληψη ομήρων, που ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε. Στις 6 του Απρίλη το 137 τάγμα της εθνοφυλακής έβγαλε τη λαιμητόμο και την έκαψε δημόσια μέσα σε λαϊκό αλαλαγμό. Στις 12 του Απρίλη, η Κομμούνα αποφάσισε να κατεδαφίσει τη στήλη της νίκης στην Πλατεία της Βαντόμ, που είναι χυμένη από το μέταλλο των κανονιών που είχε κυριεύσει ο Ναπολέοντας ύστερα από τον πόλεμο του 1809, γιατί αποτελούσε σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς. Το διάταγμα αυτό εκτελέστηκε στις 16 του Μάη. Στις 16 του Απρίλη η Κομμούνα διάταξε μια στατιστική απογραφή των εργοστασίων που τα είχαν κλείσει οι εργοστασιάρχες και την επεξεργασία σχεδίων για τη λειτουργία αυτών των εργοστασίων από τους εργάτες που εργάζονταν πριν σ’ αυτά και που τώρα θα οργανώνονταν σε συνεργατικούς συνεταιρισμούς καθώς και για την οργάνωση αυτών των συνεργατικών συνεταιρισμών σε μια μεγάλη Ένωση. Στις 20 του Απρίλη, η Κομμούνα κατάργησε τη νυχτερινή δουλειά για τους αρτεργάτες, καθώς και τα γραφεία εξεύρεσης εργασίας που από τον καιρό της δεύτερης αυτοκρατορίας τα διαχειρίζονταν μονοπωλιακά ορισμένα υποκείμενα – πρώτης γραμμής εκμεταλλευτές των εργατών – που τα είχε διορίσει η αστυνομία. Τα γραφεία αυτά μεταβιβάστηκαν στα δημαρχεία των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 του Απρίλη η Κομμούνα διάταξε το κλείσιμο των ενεχυροδανειστηρίων που αποτελούσαν μια ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, κι έρχονταν σ’ αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλειάς τους και με το δικαίωμα να παίρνουν πιστώσεις. Στις 5 του Μάη αποφάσισε να κατεδαφίσει το παρεκκλήσι που είχε χτιστεί σαν εξιλέωση για την εκτέλεση του Λουδοβίκου XVI.

Έτσι από τις 18 του Μάρτη πρόβαλε καθαρά και έντονα ο ταξικός χαρακτήρας του παρισινού κινήματος που, με τον πόλεμο ενάντια στην ξενική επέμβαση, είχε ως τώρα απωθηθεί στο βάθος της σκηνής. Και μια και στην Κομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα. Είτε ψήφιζε μεταρρυθμίσεις, που η δημοκρατική αστική τάξη τις είχε παραλείψει μόνο από δειλία, που αποτελούσαν όμως απαραίτητη βάση για τη λεύτερη δράση της εργατικής τάξης, όπως η εφαρμογή της αρχής ότι η θρησκεία είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση των ατόμων στη σχέση τους προς το κράτος, είτε έπαιρνε αποφάσεις που εξυπηρετούσαν άμεσα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και που μερικά έθιγαν βαθιά το παλιό κοινωνικό καθεστώς. Για την πραγματοποίηση όμως όλων αυτών μέσα σε μια πολιορκημένη πόλη μπορούσαν να γίνουν το πολύ – πολύ τα πρώτα μόνο βήματα. Άλλωστε από τις αρχές του Μάη όλες τις δυνάμεις τους τις απορροφούσε ο αγώνας ενάντια στα στρατεύματα που συγκέντρωνε όλο και σε μεγαλύτερο αριθμό η κυβέρνηση των Βερσαλλιών.

Οι αιματηρές συγκρούσεις

Στις 7 του Απρίλη, τα στρατεύματα των Βερσαλλιών είχαν καταλάβει το πέρασμα του Σηκουάνα στο Νεγί στο δυτικό μέτωπο του Παρισιού, αντίθετα όμως, στις 11 του Απρίλη σε μια επίθεση του στρατηγού Εντ στο νότιο μέτωπο αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες. Το Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς και μάλιστα από τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία το βομβαρδισμό της ίδιας αυτής πόλης από τους Πρώσους. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους Γάλλους στρατιώτες που είχε αιχμαλωτίσει στο Σεντάν και στο Μετς, για να ξανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους. Η βαθμιαία επιστροφή αυτών των στρατευμάτων έδωσε από τις αρχές του Μάη αποφασιστική υπεροχή στις δυνάμεις των Βερσαλλιών. Αυτό φάνηκε κιόλας στις 23 του Απρίλη, όταν ο Θιέρσος διέκοψε τις διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή, που πρότεινε η Κομμούνα, του αρχιεπισκόπου του Παρισιού και πολλών άλλων παπάδων που κρατιόνταν όμηροι στο Παρίσι, με μόνο τον Μπλανκί, που είχε εκλεγεί δυο φορές στην Κομμούνα, μα ήταν φυλακισμένος στο Κλερβό. Φάνηκε ακόμα περισσότερο στην αλλαγμένη γλώσσα του Θιέρσου. Ως τότε ήταν συγκρατημένος και διφορούμενος, τώρα έγινε ξαφνικά αυθάδης, απειλητικός, βάναυσος. Στις 3 του Μάη οι Βερσαλλιέροι κατέλαβαν το οχυρό του Μουλέν Σακέ, στο νότιο μέτωπο, στις 9 το φρούριο του Ισσί που καταστράφηκε ολότελα απ’ το κανονίδι και στις 14 το φρούριο της Βανβ. Στο δυτικό μέτωπο προχωρούσαν σιγά – σιγά κυριεύοντας τα πολυάριθμα χωριά και τα χτίρια που απλώνονταν ως τα τείχη της πόλης, ώσπου έφτασαν στην κύρια οχυρωματική γραμμή. Στις 21 με προδοσία και από αμέλεια του φυλακίου της εθνοφρουράς στο σημείο αυτό, κατάφεραν να μπουν μέσα στην πόλη. Οι Πρώσοι που κρατούσαν τα βορινά και ανατολικά οχυρά επέτρεψαν στα στρατεύματα των Βερσαλλιών να περάσουν μέσα από την απαγορευμένη, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, ζώνη στο βορινό μέρος της πόλης, κι έτσι να προχωρήσουν και να επιτεθούν σ’ ευρύ μέτωπο που οι Παρισινοί πίστευαν πως καλυπτόταν από τους όρους της ανακωχής και για το λόγο αυτό το φρουρούσαν μόνο με μικρές δυνάμεις. Αυτό είχε σαν συνέπεια να προβληθεί μικρή μόνον αντίσταση στο δυτικό μισό τμήμα του Παρισιού, στις καθαυτό πλούσιες συνοικίες της πόλης. Οσο τα στρατεύματα του εισβολέα πλησίαζαν στο ανατολικό τμήμα του Παρισιού, στην καθαυτό εργατούπολη, τόσο η αντίσταση δυνάμωνε και γινόταν πιο πεισματική. Μόνο ύστερα από οχταήμερο αγώνα υπέκυψαν στα υψώματα της Μπελβίλ και του Μενιλμοντάν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας και τότε έφτασε στο αποκορύφωμά της η σφαγή των άοπλων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η σφαγή που μάνιαζε όλη τη βδομάδα σε διαρκώς αυξανόμενη έκταση. Το τουφέκι δε σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι’ αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά κατά εκατοντάδες με τα πολυβόλα. Ο «Τοίχος των Ομοσπόνδων» στο νεκροταφείο του Περ-Λασέζ, όπου έγινε η τελευταία μαζική σφαγή, ορθώνεται ακόμα σήμερα, βουβή μα εύγλωττη μαρτυρία για τη λύσσα που είναι ικανή να φθάσει η κυρίαρχη τάξη, μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να παλέψει για το δίκιο του. Ύστερα, όταν αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να τους σφάξουν όλους, άρχισαν να χάνουν μαζικές συλλήψεις, να τουφεκίζουν τα θύματα που διάλεγαν αυθαίρετα μέσα από τις γραμμές των αιχμαλώτων και να μεταφέρνουν τους υπόλοιπους σε μεγάλα στρατόπεδα, όπου περίμεναν να δικαστούν από στρατοδικεία. Τα πρωσικά στρατεύματα που περικύκλωναν το βορινό τμήμα του Παρισιού είχαν διαταγή να μην αφήσουν κανένα φυγάδα να περάσει, μα οι αξιωματικοί έκαναν συχνά στραβά μάτια, όταν οι φαντάροι άκουγαν περισσότερο το πρόσταγμα του ανθρωπισμού από τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου. Ιδιαίτερη τιμή ανήκει στο σαξονικό σώμα στρατού που φέρθηκε με πολύ ανθρωπισμό κι άφησε να περάσουν πολλοί που ήταν ολοφάνερο ότι ήταν μαχητές της Κομμούνας.

Διδάγματα από τις παραλείψεις

Αν σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, ρίξουμε μια ματιά πίσω στη δράση και στην ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού του 1871, θα δούμε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε μερικές προσθήκες στην περιγραφή της που γίνεται στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία».

Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία, τους μπλανκιστές που επικρατούσαν και στην Κεντρική Επιτροπή της εθνοφυλακής, και σε μια μειοψηφία: μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Οι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε την εποχή εκείνη σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό και προλεταριακό ένστικτο. Λίγοι μόνον είχαν αποχτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια αρχών, χάρη στο Βαγιάν που γνώριζε το γερμανικό επιστημονικό σοσιαλισμό. Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι στον οικονομικό τομέα η Κομμούνα παρέλειψε αρκετά πράγματα, που κατά τη σημερινή μας αντίληψη, έπρεπε να τα είχε κάνει. Δυσκολότερα βέβαια από όλα μπορεί να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Κομμούνα στάθηκε ευλαβικά με ιερό σεβασμό μπροστά στις πόρτες της τράπεζας της Γαλλίας. Αυτό ήταν επίσης σοβαρό πολιτικό λάθος. Η τράπεζα στα χέρια της Κομμούνας – αυτό θα άξιζε περισσότερο από δέκα χιλιάδες ομήρους, θα σήμαινε την πίεση που θα ασκούσε στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών ολόκληρη η αστική τάξη για να κλείσει ειρήνη με την Κομμούνα. Πιο αξιοθαύμαστα όμως ακόμα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Κομμούνα, μ’ όλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές. Φυσικά οι προυντονιστές ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές της πράξεις και παραλείψεις. Και στις δυο περιπτώσεις η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε – όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί – να κάνουν και οι δυο το αντίθετο απ’ ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.

Ο Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του βιοτέχνη μάστορα, μισούσε την οργάνωση με θετικό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι περικλείνει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι απ’ τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και βλαβερή, γιατί αποτελεί ένα είδος δεσμών στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα καθαρά στείρο και οχληρό δόγμα που βρίσκεται σε διάσταση, τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την οικονομία της εργασίας, ότι τα μειονεκτήματά της μεγάλωναν γρηγορότερα από τα πλεονεκτήματά της, ότι απέναντι σ’ αυτήν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της δουλειάς, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις. Μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις – όπως τις αποκαλεί ο Προυντόν – της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως οι σιδηρόδρομοι, έχει θέση η οργάνωση των εργατών (βλέπε: «Idee generale de la revolution», 3eme etude. «Γενική ιδέα της επανάστασης», 3η μελέτη).

Στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, σ’ αυτό το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει ν’ αποτελεί εξαίρεση που το πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση, με λίγα λόγια, μια οργάνωση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο», τελικά θα έπρεπε να καταλήξει στον κομμουνισμό, δηλ. ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Και γι’ αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Σήμερα η σχολή αυτή έχει εξαφανιστεί από τους γαλλικούς εργατικούς κύκλους. Τώρα σ’ αυτούς επικρατεί αναντίρρητα η θεωρία του Μαρξ, όχι λιγότερο ανάμεσα στους ποσιμπιλιστές2, απ’ ό,τι ανάμεσα στους «μαρξιστές». Μόνο ανάμεσα στη «ριζοσπαστική» αστική τάξη υπάρχουν ακόμα προυντονιστές.

Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας κι ενωμένοι με την αυστηρή πειθαρχία που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν, ξεκινούσαν από την άποψη, ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή, όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους μα ακόμα, και με μια δραστήρια και ανελέητη δράση να το κρατήσουν τόσο, ώσπου να κατορθώσουν να τραβήξουν τη μάζα του λαού στην επανάσταση και να τη συσπειρώσουν γύρω από την καθοδηγητική μικρή ομάδα. Για το σκοπό αυτό χρειαζόταν πριν απ’ όλα αυστηρότατη δικτατορική συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης. Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία από όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι, μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργούνταν πραγματικά από το ίδιο το έθνος. Και ίσα-ίσα η καταπιεστική δύναμη της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης – στρατός, πολιτική αστυνομία και γραφειοκρατία – που είχε δημιουργήσει ο Ναπολέων στα 1798 και που από τότε την παραλάβαινε, σαν βολικό όργανο κάθε καινούρια κυβέρνηση και τη χρησιμοποιούσε ενάντια στους αντιπάλους της, ακριβώς αυτή η δύναμη έπρεπε παντού να πέσει όπως είχε κιόλας γκρεμιστεί στο Παρίσι.

Η Κομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία, δεν μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή, ότι η εργατική αυτή τάξη, για να μην ξαναχάσει την κυριαρχία που μόλις έχει καταχτήσει, πρέπει, από τη μια να παραμερίσει όλη την παλιά καταπιεστική μηχανή που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της, κι από την άλλη να εξασφαλίσει τον εαυτό της από τους ίδιους της τους βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι, δίχως καμιά εξαίρεση, μπορούν ανακληθούν σ’ οποιαδήποτε στιγμή. Ποια ήταν η χαρακτηριστική ιδιομορφία του ως τα τώρα κράτους; Για την εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της δουλειάς. Τα όργανα όμως αυτά που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, εξυπηρετώντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, όπως το βλέπουμε λ.χ., όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία. Πουθενά οι «πολιτικοί» δεν αποτελούν ένα πιο ξεχωριστό και πιο ισχυρό τμήμα του έθνους, όσο ακριβώς στη Βόρεια Αμερική. Εδώ το καθένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική, προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νομοθετικής συνέλευσης τόσο της ομοσπονδίας όσο και των ξεχωριστών πολιτειών ή που ζουν από τη ζύμωση που κάνουν για το κόμμα τους και που όταν το κόμμα τους νικήσει, ανταμείβονται με θέσεις. Είναι γνωστό πως οι Αμερικάνοι τριάντα χρόνια τώρα προσπαθούν ν’ αποτινάξουν το ζυγό αυτό που έγινε αφόρητος και πως, παρ’ όλα αυτά, βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βάλτο της διαφθοράς. Ακριβώς στην Αμερική μπορούμε να δούμε καλύτερα πώς συντελείται αυτή η ανεξαρτητοποίηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία που αρχικά ήταν προορισμένη να γίνει απλό όργανό της. Εδώ δεν υπάρχει καμιά δυναστεία, δεν υπάρχουν ευγενείς, ούτε μόνιμος στρατός, εκτός από τους λίγους άνδρες για την επίβλεψη των Ινδιάνων, δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία με μόνιμες θέσεις ή με δικαίωμα σύνταξης. Κι όμως, έχουμε εδώ δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, ενώ το έθνος είναι ανίσχυρο μπροστά στους δυο μεγάλους αυτούς συνασπισμούς των πολιτικών, που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, μα που στην πραγματικότητα το εξουσιάζουν και το καταληστεύουν.

Ενάντια σ’ αυτή τη μετατροπή του κράτους και των κρατικών οργάνων από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, μια μετατροπή που είναι αναπόφευκτη σ’ όλα τα ως τα τώρα κράτη, η Κομμούνα χρησιμοποίησε δυο αλάνθαστα μέσα. Πρώτα, σ’ όλες τις θέσεις – διοικητικές δικαστικές και εκπαιδευτικές – έβαλε υπαλλήλους εκλεγμένους με βάση την καθολική ψηφοφορία όλων των ενδιαφερόμενων, και μάλιστα με το δικαίωμα των ίδιων των ενδιαφερόμενων ν’ ανακαλούν τον αντιπρόσωπό τους οποιαδήποτε στιγμή. Και δεύτερο, πλήρωνε στους υπαλλήλους της, στους ανώτερους και στους κατώτερους, μονάχα το μισθό που έπαιρναν οι άλλοι εργάτες. Ο μεγαλύτερος μισθός, που γενικά πλήρωνε η Κομμούνα, ήταν 6.000 φράγκα. Έτσι μπήκε ένα σίγουρο εμπόδιο στη θεσιθηρία και στον αριβισμό, ακόμα και χωρίς τις δεσμευτικές εντολές που έπαιρναν, χώρια απ’ όλα τ’ άλλα, οι αντιπρόσωποι στα αντιπροσωπευτικά σώματα.

Η δικτατορία του προλεταριάτου…

Αυτό το τσάκισμα της παλιάς κρατικής εξουσίας και η αντικατάστασή της από μια καινούρια, αληθινά δημοκρατική εξουσία, περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του «Εμφυλίου Πολέμου». Ήταν όμως απαραίτητο να σταματήσουμε εδώ με συντομία για άλλη μια φορά σ’ ορισμένα χαρακτηριστικά του, γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονία για το κράτος πέρασε από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης, κι ακόμα και σε πολλούς εργάτες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική άποψη, το κράτος είναι η «πραγματοποίηση της Ιδέας» ή η βασιλεία του θεού πάνω στη γη, μεταφρασμένη σε φιλοσοφική γλώσσα, το πεδίο όπου η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Κι από δω πηγάζει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το καθετί που συνδέεται με το κράτος, ένας σεβασμός που ριζώνει τόσο πιο εύκολα, όσο έχουμε συνηθίσει απ’ τα πιο μικρά μας χρόνια να φανταζόμαστε ότι όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα που είναι κοινά για ολόκληρη την κοινωνία, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνταν ως τώρα, δηλαδή από το κράτος και τα καλοδιορισμένα όργανά του. Και οι άνθρωποι φαντάζονται ότι κάνουν κιόλας ένα εξαιρετικά τολμηρό βήμα προς τα μπρος όταν απολυτρώνονται από την πίστη στην κληρονομική μοναρχία κι ορκίζονται στο όνομα της αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ’ ό,τι γίνεται στη μοναρχία! Και στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό που κληροδοτείται στο προλεταριάτο, που νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκαμε η Κομμούνα δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να πετάξει όλα αυτά τα παλιοπράγματα που αποτελούν το κράτος.

Τον τελευταίο καιρό, το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.

18 Μάρτη – 28 Μάη 1871: Το Χρονικό της Κομμούνας

Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος – Η καταστροφή του Σεντάν

Τα γεγονότα της Κομμούνας διαδραματίζονται μέσα στο πλαίσιο του γαλλοπρωσικού πολέμου του 1870-71, που φέρνει αντιμέτωπους τη 2η Γαλλική Αυτοκρατορία, υπό τον Ναπολέοντα III, και τον Βορειογερμανικό Σύνδεσμο, συνασπισμό γερμανικών βασιλείων, υπό τον Πρώσο Καγκελάριο Μπίσμαρκ.

Κύρια αιτία του πολέμου είναι η, υπό πρωσική ηγεμονία, προσπάθεια δημιουργίας ενιαίου Γερμανικού κράτους. Η ενοποίηση μοιάζει αναπόφευκτη συνέπεια της αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης των γερμανικών κρατιδίων, στηριγμένης στη βιομηχανία. Το πρώτο βήμα της είχε γίνει το 1867 με τη δημιουργία του «Βορειογερμανικού Συνδέσμου».

“Στους υπερασπιστές του Βερντέν”, Πολιορκία του 1870

Ο πόλεμος αυτός εξυπηρετούσε τους πάντες, εκτός από αυτούς που θα υφίσταντο τα δεινά του: τους Γάλλους και τους Γερμανούς εργαζόμενους.

Εξυπηρετούσε πρώτα τη Γαλλική Μπουρζουαζία που έβλεπε, πανικόβλητη, να δημιουργείται στην άλλη όχθη του Ρήνου, μια πληθυσμιακή και οικονομική υπερδύναμη που θα ανέτρεπε τις ισορροπίες στην Ευρώπη και ήθελε με κάθε τρόπο να ανακόψει την πορεία της Γερμανικής Ενοποίησης.

Εξυπηρετούσε τη Αυτοκρατορική Αυλή του Ναπολέοντα: Η έξαψη του Γαλλικού Σωβινισμού, με σημαία τη διεκδίκηση από τη Γαλλία των συνόρων της 1ης Αυτοκρατορίας που είχαν χαθεί το 1814 ή τουλάχιστον αυτών της 1ης Δημοκρατίας, θα τον διευκόλυνε να συντρίψει το ανερχόμενο εργατικό κίνημα που απειλούσε (μέσα σε μια μεγάλη οικονομική κρίση) με μια τρίτη, νικηφόρα αυτή τη φορά, επανάσταση, μετά τις ήττες του 1831 και του 1848.

Εξυπηρετούσε τέλος τον Μπίσμαρκ και την Πρωσική μπουρζουαζία, που αναζητούσε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τη γερμανική ενοποίηση, επιβάλλοντάς την, «εν θερμώ» και στα απρόθυμα κρατίδια, να προσαρτήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, και να εξασθενίσει τη Γαλλία και πολιτικοστρατιωτικά, αφού οικονομικά την είχε ήδη προσπεράσει.

Με αφορμή την υποψηφιότητα του Πρώσου πρίγκιπα Λεοπόλδου για το χηρεύοντα θρόνο της Ισπανίας, που για τους Γάλλους είναι Casus Belli, οι δύο Ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις, σαν έτοιμες από καιρό, ρίχνονται στην ανθρωποσφαγή στις 2 Αυγούστου του 1870.

Ο πόλεμος εξελίσσεται σε καταστροφή για τους Γάλλους. Στις 2 Σεπτέμβρη στο Σεντάν υφίστανται μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες της ιστορίας τους. Η περικυκλωμένη στρατιά του Μακ-Μαόν συνθηκολογεί και 90.000 Γάλλοι στρατιώτες συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο αυτοκράτορας!

Ο Ναπολέων Γ’ (αριστερά) αιχμάλωτος του Μπίσμαρκ (δεξιά)

Το εργατικό κίνημα στο Παρίσι είχε αγωνιστεί ενάντια στον πόλεμο. Στις 12 Ιουλίου τα μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών στο Παρίσι δημοσιεύουν ένα μανιφέστο «Προς τους εργάτες όλων των χωρών» το οποίο συνυπογράφουν δεκάδες εργατικές οργανώσεις και όπου καταγγέλλει τον πόλεμο. Οργανώνει αρκετές εργατικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις.

Από τις πρώτες ήττες του Γαλλικού στρατού, ξεσπούν εκδηλώσεις λαϊκής οργής στο Παρίσι. Μάλιστα, στις 14 Αυγούστου ένοπλοι πολιτοφύλακες του Μπλανκί επιχειρούν κατάληψη δημοσίων κτιρίων της πόλης ελπίζοντας να πυροδοτήσουν γενική εξέγερση. Η απόπειρα αποτυγχάνει (ο Μπλανκί θα καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο), αλλά το Παρίσι βράζει. Η ταπείνωση στο Σεντάν θα κινητοποιήσει και την αστική αντιμοναρχική αντιπολίτευση.

Η εξέγερση του Σεπτέμβρη

Στις 4 Σεπτέμβρη ένα μεγάλο πλήθος λαού εισβάλλει στο Παλαί Μπουρμπόν όπου συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση. Ο μπλανκιστής Γκρανζέ, εκπροσωπώντας το πλήθος, απαιτεί από τους βουλευτές την έκπτωση του Ναπολέοντα και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Παρά την αντίθεση της πλειοψηφίας, ο Γκαμπετά, υπό την πίεση του πλήθους, ανακοινώνει την καθαίρεση του αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα ο ίδιος, ακολουθούμενος από μια ομάδα αντιμοναρχικών βουλευτών ανακοινώνει, στο κατάμεστο από πολίτες Δημαρχείο, την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, τη συγκρότηση μιας προσωρινής κυβέρνησης «Εθνικής Άμυνας» και τη δημιουργία Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας, που έχει ήδη αρχίσει να απειλείται από τους Πρώσους.

Ο Λεόν Γκαμπετά ανακηρύσσει τη δημοκρατία.

Η προσωρινή κυβέρνηση κυριαρχείται από αστούς αντιμοναρχικούς (Φαβρ, Φερύ, Γκαμπετά, Πικάρ, κ.α.). Συμμετέχουν επίσης οι αριστεροί γιακωβίνοι, Ροσφόρ και Σιμόν. Ο Θιέρσος, μετριοπαθής αντιμοναρχικός, ιστορικός εκπρόσωπος της Δεξιάς της Ορλεάνης, αρνείται να συμμετάσχει.

Στην Εθνοφρουρά κατατάσσονται μαζικά εργάτες. Το ημερήσιο βοήθημα του 1.5 φράγκου που τους παρέχεται είναι κρίσιμο για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. Ανάμεσά τους, δεκάδες επαναστάτες.

Το επίπεδο οργάνωσης των λαϊκών στρωμάτων του Παρισιού ανεβαίνει κατακόρυφα. Με πρωτοβουλία μπλανκιστών, μελών της Διεθνούς των Εργατών και αντιμοναρχικών διανοούμενων, συνέρχονται λαϊκές συνελεύσεις ανά δημοτικό διαμέρισμα και δημιουργούν τις λεγόμενες «Επιτροπές Επαγρύπνησης». Κάθε μια, εκλέγει τέσσερεις αντιπροσώπους και έτσι συγκροτείται η «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων». Χρησιμοποιεί, σαν προσωρινή έδρα τα γραφεία της Διεθνούς των Εργατών στο Παρίσι.

Η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας αποτυγχάνει σε όλους τους τομείς. Στο στρατιωτικό πεδίο οι ήττες συνεχίζονται. Τέλος Σεπτέμβρη, οι Πρώσοι έχουν αρχίσει τον αποκλεισμό του Παρισιού και οι στερήσεις των κατοίκων του μετατρέπονται σε λιμό. Στο πολιτικό πεδίο οι αντιμοναρχικές διακηρύξεις της κυβέρνησης στρογγυλεύονται ή εξαφανίζονται τελείως, στο όνομα μιας πανεθνικής ενότητας που – το κυριότερο – δεν έχει πλέον στόχο την απελευθέρωση του γαλλικού εδάφους αλλά κάποια «αξιοπρεπή» συνθήκη ειρήνη με τους Πρώσους.

Το Παρισινό προλεταριάτο, εμφανίζεται σαν η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί του αγώνα για την εθνική απελευθέρωση. Στις 22 Σεπτέμβρη, η Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων ρίχνει, για πρώτη φορά, το σύνθημα:

«Η Κομμούνα, όπως το 1792, να σώσει την πόλη και την πατρίδα!»

Το φάντασμα της Κομμούνας κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του πάνω από το Παρίσι.

Από την κυβέρνηση του Σεπτέμβρη στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών

Οι ελπίδες –και ο ενθουσιασμός- που δημιούργησε η αποκατάσταση της Δημοκρατίας θα σβήσουν οριστικά το Γενάρη του 1871. Σημαντικά γεγονότα σηματοδοτούν αυτό το δραματικό τετράμηνο.

Στις 27 Οκτώβρη στο Μετς η στρατιά του Ρήνου, υπό το βοναπαρτιστή στρατηγό Μπαζέν, παραδίδεται, χωρίς μάχη, στους Πρώσους. 170.000 άνδρες (!) πέφτουν αιχμάλωτοι των Πρώσων.

Επαναστατημένες μονάδες της Εθνοφυλακής καταλαμβάνουν το Δημαρχείο (Hotel de Ville) του Παρισιού

Η προδοσία στο Μετς, ξεσηκώνει πάλι το Παρίσι. Στις 30 Οκτώβρη, δυνάμεις της Εθνοφρουράς, υπό τους Μπλανκί, Φλουράνς, Ντελεκλύζ αποκλείουν την Κυβέρνηση, που είναι υπό κατάρρευση, στο Δημαρχείο και συγκροτούν μια άτυπη επαναστατική επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν μεταξύ των άλλων και οι Ρανβιέ, Βαγιάν και Β. Ουγκώ. Αντί να λειτουργήσουν σαν ντε φάκτο επαναστατική εξουσία, αρχίζουν να διαπραγματεύονται με την πανικόβλητη και σε ομηρεία κυβέρνηση. Αποδέχονται, «το λόγο της τιμής της», να προκηρύξει άμεσα εκλογές για να παραδώσει την εξουσία, την απελευθερώνουν και αποχωρούν. (Οι Μαρξ και Έγκελς θα θεωρήσουν τραγικό λάθος των επαναστατών, που καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις, την μη ανατροπή της αιχμάλωτης Κυβέρνησης στις 30 Οκτώβρη).

Η Κυβέρνηση «τηρεί το λόγο» που είχε δώσει στους εξεγερμένους οργανώνοντας, στις 3 Νοέμβρη, ένα δημοψήφισμα-φάρσα με το ερώτημα αν ο λαός δέχεται ή όχι να συνεχίσει να εξασκεί τα καθήκοντά της. Μέσα σε μια πόλη εξουθενωμένη από τον πόλεμο, τον αποκλεισμό και την έλλειψη τροφίμων, οργιάζει η κυβερνητική προπαγάνδα ότι η αμφισβήτηση της Κυβέρνησης υποκινείται από τους Πρώσους. Το δημοψήφισμα δίνει ένα ποσοστό 90% υπέρ της Κυβέρνησης.

Η τελευταία, ενισχυμένη πλέον, τοποθετεί τον αντιδραστικό στρατηγό Τομά διοικητή της Εθνοφρουράς και οργανώνει εκλογές για νέο Δημοτικό Συμβούλιο, στις 5 Νοέμβρη. Από τα 20 Δημοτικά Διαμερίσματα, οι κυβερνητικοί κερδίζουν τα 12 και οι οπαδοί της Κομμούνας τα 8. Ο Τομά αρχίζει συλλήψεις και διώξεις επαναστατών. Συλλαμβάνεται ο Φλουράνς, ενώ ο Μπλανκί διαφεύγει, εγκαταλείπει το Παρίσι και κρύβεται κάπου στην κεντρική Γαλλία. Δεν θα μπορέσει να επιστρέψει, παρά 9 χρόνια αργότερα, λίγο πριν το θάνατό του, σε ένα διαφορετικό πλέον Παρίσι.

Από το Νοέμβρη μέχρι το Γενάρη η στρατιωτική κατάσταση εξακολουθεί να χειροτερεύει, ενώ στο αποκλεισμένο Παρίσι 3.600 άνθρωποι την εβδομάδα (κυρίως γέροι και παιδιά) πεθαίνουν από πείνα. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια της Εθνοφρουράς, υπό το στρατηγό Ντυκρό, να σπάσει τον αποκλεισμό στις 28 Νοέμβρη αποτυγχάνει.

Στις 6 Γενάρη οι τοίχοι του Παρισιού γεμίζουν από μια αφίσα της Κ.Ε. των 20 Διαμερισμάτων που καλεί σε ανατροπή της Κυβέρνησης, συνέχιση του πολέμου με όλα τα μέσα και καταλήγει με το σύνθημα «τόπο στο λαό, τόπο στην Κομμούνα». Έμεινε γνωστή σαν «η κόκκινη αφίσα» και συντάκτες της θεωρούνται οι Βαλές, Βαγιάν και Τριντόν.

Αντιπρόσωποι των 20 διαμερισμάτων του Παρισιού ζητούν: “Τόπο στο λαό , τόπο στην Κομμούνα”. Η διακήρυξη ξεκινά ως εξής: “Η κυβέρνηση που ανέλαβε στις 4 Σεπτέμβρη να οργανώσει την Εθνική Άμυνα, έχει ανταποκριθεί στα καθήκοντά της; Όχι!”

Στις 19 Γενάρη, νέα αποτυχημένη απόπειρα-αυτοκτονία να σπάσει ο αποκλεισμός, οδηγεί σε εκατόμβη με 5.000 νεκρούς εθνοφρουρούς.

Στις 21 και 22 Γενάρη, μεγάλες συγκεντρώσεις των επιτροπών επαγρύπνησης και ενόπλων εθνοφρουρών μπροστά στο Δημαρχείο απαιτούν, μεταξύ των άλλων την άμεση απελευθέρωση των κρατουμένων επαναστατών (μεταξύ των οποίων και ο Φλουράνς), τον εξοπλισμό της Εθνοφρουράς με βαριά όπλα και τη συνέχιση της αντίστασης. Οι κινητοποιήσεις καταλήγουν σε ένοπλη σύγκρουση με 30 νεκρούς.

Ο νέος στρατιωτικός διοικητής Παρισιού, στρατηγός Βινουά, οργανώνει πογκρόμ συλλήψεων στελεχών της Αριστεράς (μεταξύ των οποίων και ο Ντελεκλύζ), απαγορεύει τη λειτουργία όλων των επαναστατικών λεσχών και κλείνει 17 επαναστατικά έντυπα. Η κυβέρνηση αισθάνεται πλέον λυμένα τα χέρια για να προχωρήσει στην ουσιαστική παράδοση της πόλης στους Πρώσους.

Ο Μπίσμαρκ υπαγορεύει τους όρους παράδοσης στον Θιέρσο και στον Φαβρ.

Έτσι, στις 28 Γενάρη ο Φαβρ, υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας, υπογράφει στις Βερσαλλίες ανακωχή τριών εβδομάδων με τους Πρώσους, με πρόσχημα τη σωτηρία του Παρισιού από το λιμό. Οι Γάλλοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να οργανώσουν εθνικές εκλογές ώστε μια νομιμοποιημένη κυβέρνηση να διαπραγματευθεί τη συνθηκολόγηση. Παραδίδουν όλα τα οχυρά που περιβάλλουν το Παρίσι ενώ οι άνδρες τους αφοπλίζονται. Το Παρίσι θα πληρώσει 200 εκατομμύρια φράγκα σαν λύτρα (αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε ο Μπίσμαρκ) στους Πρώσους. Ο Φαβρ «κερδίζει» από τη διαπραγμάτευση το μη αφοπλισμό της Εθνοφρουράς, το μη αφοπλισμό μιας γαλλικής μεραρχίας που θα είναι επιφορτισμένη με τη δημόσια τάξη και τη χαλάρωση του αποκλεισμού της πόλης για μετακινήσεις ανθρώπων και αγαθών.

Δέκα μέρες νωρίτερα, στις 18 Γενάρη 1871, στο ανάκτορο των Βερσαλλιών που έχουν καταλάβει τα πρωσικά στρατεύματα, ο βασιλιάς της Πρωσίας Γουλιέλμος ανακηρύσσεται «Αυτοκράτορας της Γερμανίας». Είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της ενιαίας Γερμανίας.

Η Γερμανική κατοχή έχει απέναντί της δύο κατεχόμενα «έθνη»: Αφ’ ενός, το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, όπου οι Πρώσοι αποφεύγουν να επεκταθούν και όπου αναπτύσσεται ισχυρό φιλομοναρχικό ρεύμα. Ηγεμονεύεται από την αστική τάξη που στρατηγική της είναι η άμεση ειρήνη με τους Πρώσους, με οποιουσδήποτε όρους. Αφ’ ετέρου, το εργατικό και μικροαστικό Παρίσι, που απαιτεί τη συνέχιση της αντίστασης με κάθε μέσο, μέχρι το διώξιμο και του τελευταίου Πρώσου από τη χώρα.

Οι, προβλεπόμενες από τη συνθήκη ανακωχής, εκλογές γίνονται στις 8 Φλεβάρη και τα αποτελέσματά τους είναι αναμενόμενα: με το ένα τρίτο της χώρας υπό κατοχή, την αριστερά υπό διωγμό και το δημοψηφισματικό χαρακτήρα που καλλιεργήθηκε (ειρήνη ή πόλεμος) οι αντιδραστικοί θριαμβεύουν. Από τους 750 βουλευτές, οι 450 είναι μοναρχικοί διαφόρων τάσεων, ενώ οι μαχητικοί αντίπαλοι της συνθηκολόγησης δεν ξεπερνούν το 6%, ποσοστό που το φθάνουν κυρίως λόγω των ψήφων του Παρισιού. Η αντιδραστική Εθνοσυνέλευση έμεινε στην ιστορία σαν «η Εθνοσυνέλευση των χωρικών».

Σχηματίζεται κυβέρνηση, προϊόν συμβιβασμού μοναρχικών με μετριοπαθείς αντιμοναρχικούς και πρωθυπουργό τον Αδόλφο Θιέρσο, η οποία εγκαθίσταται στο Μπορντώ.

Η Κομμούνα προ των πυλών

Η Κυβέρνηση Θιέρσου κάνει το παν για να προκαλέσει το λαό του Παρισιού.

Απειλεί ότι το Παρίσι θα σταματήσει να είναι πρωτεύουσα (στις 10 Μάρτη η Εθνοσυνέλευση επιλέγει τις, υπό πρωσική κατοχή, Βερσαλίες, σαν έδρα της). Με το νόμο Ντυφώρ ξεπαγώνει τις υποχρεώσεις από ενοίκια ή χρέη, που είχαν παγώσει λόγω του πολέμου και οδηγεί 150.000 εργάτες και μικροβιοτέχνες στα πρόθυρα της έξωσης από σπίτια ή μαγαζιά. Επιβάλλει φόρο (φόρος Πουγιέ-Κερτιέ) επί κάθε αντιτύπου οποιασδήποτε έκδοσης. Τοποθετεί το μισητό Βινουά στη θέση του κυβερνήτη του Παρισιού και τον «αυτοκρατορικό χωροφύλακα» Βαλεντέν στη θέση του διοικητή της Αστυνομίας. Συμφωνεί με τους Πρώσους να παρελάσουν τα Πρωσικά στρατεύματα, ως θριαμβευτές, στα Ηλύσια Πεδία. Συλλαμβάνει το φυγόδικο Μπλανκί και τον φυλακίζει στο νησί-κάτεργο Φορ ντι Τορό στη Βρετάνη. Καταργεί το ημερήσιο βοήθημα στους άνδρες της Εθνοφρουράς.

Αδόλφος Θιέρσος: Ο πολιτικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης που θέλησε να παραδώσει το Παρίσι και το λαό του στον Πρώσο κατακτητή.

Κατά τον Μαρξ, οι προκλήσεις και η βιασύνη του Θιέρσου, εξηγούνται με την επιθυμία του να παραδώσει, στα γρήγορα, το Παρίσι στον Μπίσμαρκ. Αλλά ο σχεδιασμός του Πρώσου καγκελάριου ήταν διαφορετικός: ήθελε η ίδια η Γαλλική αστική τάξη να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Γι αυτό απέφυγε την εγκατάσταση των στρατευμάτων του στην πόλη. Πάντως, ο Θιέρσος πέτυχε ότι δεν είχε πετύχει η πολιορκία: τη συμμαχία του προλεταριάτου με την παρισινή μικρομπουρζουαζία.

Η Εθνοφρουρά, ενισχυμένη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, πλησίαζε τον αριθμό των 200.000 ανδρών και είχε στη διάθεσή της αξιόλογο εξοπλισμό. Ένα μέρος του (τα κανόνια) είχε αγοραστεί με έρανο μεταξύ των κατοίκων. Ο Θιέρσος απαιτεί τον αφοπλισμό της, παρ’ όλο που αυτό δεν προβλεπόταν από την ανακωχή. Η Εθνοφρουρά αρνείται κάθε σκέψη αφοπλισμού και στις 24 Φλεβάρη ανασυγκροτείται σε «Ομοσπονδία Ταγμάτων».

Στις 27 Φλεβάρη, λίγες μέρες πριν την προβλεπόμενη είσοδο των Πρώσων στην πόλη, η Εθνοφρουρά συλλέγει 237 κανόνια εγκαταλελειμμένα από το στρατό σε σημεία όπου θα κατελάμβαναν οι Πρώσοι, και τα μεταφέρει ανατολικά και βόρεια, στις εργατικές συνοικίες Μενιλμοντάν, Μπελβίλ, Βιλέτ και Μονμάρτη. Ταυτόχρονα σχεδιάζει ένοπλη αντίσταση κατά την είσοδο των Πρώσων από τα δυτικά, απόφαση που τελικά δεν υιοθετήθηκε.

Την 1η Μάρτη 30.000 Πρώσοι παρελαύνουν στα Ηλύσια Πεδία αλλά την επομένη αποχωρούν.

Στις 3 Μάρτη αντιπρόσωποι 200 ταγμάτων της Εθνοφρουράς ψηφίζουν το νέο καταστατικό της. Η Εθνοφρουρά μετονομάζεται σε «Δημοκρατική Ομοσπονδία της Εθνοφρουράς» και οι εθνοφρουροί είναι πλέον οι «ομόσπονδοι» (fédérés). Εκλέγεται μια Κεντρική και μια ολιγάριθμη Εκτελεστική Επιτροπή. Τα περισσότερα μέλη της είναι άπειροι και «ανώνυμοι» νεαροί επαναστάτες.

Στις 16 Μάρτη, ο Θιέρσος εγκαθίσταται στο Παρίσι για να … ειρηνεύσει την πόλη. Θα παραμείνει μόνο για 2 ημέρες.

Η έναρξη της εξέγερσης – η συγκρότηση της Κομμούνας

H σπίθα που θα προκαλέσει την έκρηξη ανάβει τη νύχτα της 17 του Μάρτη. Στρατιωτικά τμήματα εισβάλλουν στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού Μπελβίλ, Μενιλμοντάν και Μονμάρτη, παραβιάζουν τα οπλοστάσια της Εθνοφρουράς και παίρνουν τα 237 πυροβόλα που είχε συγκεντρώσει η Εθνοφρουρά. Στη Μονμάρτη η επιχείρηση, που είναι πρόχειρα οργανωμένη, καθυστερεί και συγκεντρώνεται πλήθος πολιτών και εθνοφρουρών που παρεμποδίζει τη μεταφορά των πυροβόλων. Ο στρατηγός Λεκόντ διατάζει τους στρατιώτες του να ανοίξουν πυρ κατά του πλήθους. Οι στρατιώτες αρνούνται, στασιάζουν και παραδίδουν τον Λεκόντ στους εθνοφρουρούς με τους οποίους συναδελφώνονται. Η είδηση προκαλεί ενθουσιασμό και νέες αυθόρμητες συγκεντρώσεις πολιτών και εθνοφρουρών που αρχίζουν να στήνουν οδοφράγματα για να παρεμποδίσουν την αρπαγή των πυροβόλων. Μέσα στο χάος, πολίτες συλλαμβάνουν και τον στρατηγό Τομά, κυβερνήτη του Παρισιού, που με πολιτικά συντονίζει την όλη επιχείρηση, τον οποίο παραδίδουν επίσης στους εθνοφρουρούς.

Ο Ζωρζ Κλεμανσώ, δήμαρχος του 18ου Διαμερίσματος (Μονμάρτη) και οι Θεόφιλος Φερρέ και Λουίζ Μισέλ, ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Επαγρύπνησης της Μονμάρτης, που είναι όλοι τους παρόντες στα γεγονότα, ζητούν από τους Εθνοφρουρούς να διασφαλίσουν τη ζωή των κρατούμενων στρατηγών. Κανείς δεν τους ακούει. Το πλήθος έχει αναγνωρίσει στα πρόσωπα των δύο συλληφθέντων στρατηγών τους υπεύθυνους του αιματοκυλίσματος της εξέγερσης του 1848. Οι δύο στρατηγοί τουφεκίζονται το ίδιο απόγευμα στη Ρυ ντε Ροζιέ, στη Μονμάρτη.

Ο Θιέρσος δίνει εντολή όλες οι μονάδες του στρατού να αποσυρθούν από το Παρίσι, ενώ ο ίδιος φαίνεται ότι το μόνο που τον απασχολεί είναι να σώσει τον εαυτό του. Η Κεντρική Επιτροπή, που έχει βρεθεί να τρέχει πίσω από τα γεγονότα, παρακολουθεί χωρίς να κάνει καμία κίνηση σύλληψης ή παρεμπόδισης των αξιωματικών και των ανώτατων αξιωματούχων, που με τα υπολείμματα των στρατιωτικών μονάδων, εγκαταλείπουν πανικόβλητοι την πόλη.

18 Μάρτη 1871: Η εξέγερση ξεκινά. Εθνοφύλακες καταλαμβάνουν οδόφραγμα στο Παρίσι.

Από τις 18 Μάρτη, όσες κυβερνητικές υπηρεσίες έχουν απομείνει στην πόλη μεταφέρονται στις Βερσαλλίες. Μοναδικός φορέας κρατικής εξουσίας στην πόλη είναι πλέον η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς. Χωρίς ακριβή συνείδηση του ρόλου της, αμήχανη, εκδίδει τρεις ανακοινώσεις: με την πρώτη ευχαριστεί το στρατό που δεν χτύπησε τους πολίτες, με τη δεύτερη καλεί το Γαλλικό Έθνος στην οικοδόμηση μιας Δημοκρατίας, «απαλλαγμένης από επεμβάσεις και εμφυλίους πολέμους». Με την τρίτη προκηρύσσει εκλογές στις 22 Μάρτη για την ανάδειξη νέου Δημοτικού Συμβουλίου στο οποίο βιάζεται να παραδώσει την εξουσία.

Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής με διακήρυξή της “Προς το λαό” καλεί σε εκλογές για το δημοτικό συμβούλιο του Παρισιού (19 Μαρτίου 1871)

«Μέσα στην απέχθειά της προς τον εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε ο Θιέρσος με τη νυχτερινή διάρρηξη στη Μονμάρτη, η Κ.Ε. διαπράττει αυτή τη φορά το καθοριστικό λάθος να μην βαδίσει στις εντελώς ανοχύρωτες Βερσαλλίες βάζοντας τέλος στις συνωμοσίες του Θιέρσου και των χωρικών του. Αντί γι’ αυτό, του επιτρέπει για άλλη μια φορά, να δοκιμάσει τη δύναμή του στις κάλπες» θα γράψει ο Μάρξ στο «Εμφύλιο Πόλεμο…»

Τελικά ο Θιέρσος αρνείται τη συμμετοχή στις εκλογές, τις οποίες μποϋκοτάρει. Μάλιστα, οι προσπάθειες να πειστούν οι κυβερνητικοί να συμμετάσχουν οδηγεί σε μια τετραήμερη αναβολή των εκλογών.

Μέσα στην εβδομάδα που ακολουθεί, περίπου 80 χιλιάδες παριζιάνοι των καλών συνοικιών (αστοί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ακραίοι μοναρχικοί) εγκαταλείπουν την πόλη.

Στις εκλογές, στις 26 Μάρτη, αντιπαρατίθενται δύο αντίπαλα ρεύματα:

  • Οι συμφιλιωτικοί, που εκφράζονται με τα σχήματα των «απερχόμενων δημάρχων» και των «ριζοσπαστών». Επιδιώκουν την επαναπροσέγγιση με τις Βερσαλλίες για μια κοινή στρατηγική αντιμετώπισης των Πρώσων.
  • Η Αριστερά που εκφράζεται από την «Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς», τη «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων» και πολλούς ανεξάρτητους.

Η συμμετοχή φτάνει το 48% από τους 485.000 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους και είναι μεγάλη στο εργατικό βορειοανατολικό Παρίσι και μικρή στις δυτικές συνοικίες. Η Αριστερά παίρνει 61 έδρες. Μία από αυτές, η έδρα του  Μπλανκί, που εκλέγεται πανηγυρικά επικεφαλής πολλών διαμερισμάτων, παραμένει κενή αφού ο κάτοχός της παραμένει φυλακισμένος στη Βρετάνη. Οι απερχόμενοι δήμαρχοι παίρνουν 15 έδρες, οι Ριζοσπάστες 4 έδρες, ενώ 12 έδρες παραμένουν αδιάθετες, λόγω μη συμπλήρωσης του εκλογικού μέτρου ή άλλων ατελειών του εκλογικού νόμου.

Την επομένη, οι 19 συμφιλιωτικοί σύμβουλοι παραιτούνται ομαδικά και αποχωρούν. Το συμβούλιο συμπληρώνεται από 10 ακόμη επιλαχόντες, ενώ στις 16 Απρίλη θα γίνουν συμπληρωματικές εκλογές (εν μέσω εμφυλίου πολέμου!) οπότε και συμπληρώνεται τελικά ο αριθμός 92.

Στις 28 Μάρτη ο μπλανκιστής Ρανβιέ, νεοεκλεγείς δήμαρχος του 20ού Διαμερίσματος (Μπελβίλ) ανακοινώνει, μπροστά σ’ ένα πλήθος 200.000 ατόμων, τη συγκρότηση του νέου Δημοτικού Συμβουλίου. Το νέο σώμα, σε ανάμνηση της Επαναστατικής Κομμούνας του 1792 που κυριαρχούνταν από τους Αβράκωτους, υπογράφει στο εξής τις αποφάσεις του σαν «Κομμούνα του Παρισιού».

Στις 28 Μάρτη ανακηρύσσεται η Κομμούνα μπροστά στο Δημαρχείο του Παρισιού

Από τα μέλη του Συμβουλίου, 25 είναι εργάτες, οι μισοί περίπου μέλη της Διεθνούς. 18 είναι μικρέμποροι ή μικροβιοτέχνες. Υπάρχουν ακόμη 12 δημοσιογράφοι.

Σχηματικά (αφού δεν υπήρχαν κόμματα) τρία είναι τα πολιτικά ρεύματα του Συμβουλίου της Κομμούνας.

Οι Διεθνιστές (στελέχη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών) είναι γύρω στους 15. Ανάμεσα τους οι Βαρλέν και Φράνκελ (αντιπρόσωποι της Διεθνούς στο Παρίσι) ο Μαλόν, ο Πεντύ, ο Λονγκέ (μετέπειτα γαμπρός του Μαρξ), ο Ντυβάλ, ο Βαγιάν (κατά τον Έγκελς ο μόνος εκ των ηγετών της Κομμούνας που το σοσιαλιστικό του όραμα δεν ήταν «από ένστικτο» αλλά είχε επιστημονικό υπόβαθρο).

Οι Μπλανκιστές, με πιο αναγνωρίσιμους τους Έντ, Ρανβιέ, Ριγκώ, Φερρέ, Φλουράνς.

Οι νεογιακωβίνοι, που αποτελούσαν και την πολυπληθέστερη ομάδα. Ήταν διανοούμενοι (κυρίως δημοσιογράφοι μαχητικών αντιμοναρχικών εντύπων). Άτυπος επί κεφαλής τους ο παλαίμαχος Σαρλ Ντελεκλύζ, που είχε γνωρίσει όλες τις φυλακές και τους τόπους εξορίας του αυτοκρατορικού καθεστώτος.

Υπήρχαν αρκετοί που θα χαρακτηριζόντουσαν «ανεξάρτητοι»: ο συγγραφέας Ζυλ Βαλές (εκδότης της Κραυγής του Λαού), ο ζωγράφος Κουρμπέ, ο δημοσιογράφος Βερμορέλ, ο Κλεμάν κ.α.

Η οριοθέτηση των τριών ρευμάτων είναι ασαφής. Για παράδειγμα, τα μέλη της Διεθνούς Βαγιάν και Ντυβάλ ήταν ταυτόχρονα και μαχητικοί μπλανκιστές. Ο μπλανκιστής Φλουράνς γνώριζε προσωπικά τον Μαρξ, από τον οποίο είχε επηρεαστεί, χωρίς όμως να έχει οργανική σχέση με τη Διεθνή. Ο ανεξάρτητος Βερμορέλ είχε συχνή επαφή με τον Έγκελς.

Μέσα από αυτό το ιδεολογικό μωσαϊκό θα προκύψουν, την 1η του Μάη, οριστικά πια τα δύο διακριτά πολιτικά ρεύματα της Κομμούνας: Η «πλειοψηφία» και η «μειοψηφία». Η πλειοψηφία αποφασίζει (με 45 ψήφους) τη δημιουργία μιας γιακωβίνικου τύπου «Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας», στα πρότυπα της ομώνυμης Επιτροπής του 1792. Θα αποτελέσει το εκτελεστικό όργανο της Κομμούνας, ουσιαστικά την κυβέρνησή της, κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα της ζωής της. Καταψηφίζει μια μειοψηφία 23 μελών.

  • Η πλειοψηφία, ηγεμονεύεται πολιτικά από τους Μπλανκιστές, και περιλαμβάνει ακόμα τους νεογιακωβίνους, δύο στελέχη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών και τους περισσότερους ανεξάρτητους.
  • Η μειοψηφία, προυντονιστικής επιρροής, αποτελείται από τα περισσότερα στελέχη της Διεθνούς και ανεξάρτητους.

Τα δύο πολιτικά ρεύματα αντιστάθηκαν ενωμένα στα οδοφράγματα κατά τη διάρκεια της ηρωικής αντίστασης στους Βερσαγιέζους.

Η Κομμούνα κυβερνά

Στις 29 Μάρτη καταργείται η στρατολόγηση στον Εθνικό Στρατό και αναγνωρίζεται η Εθνοφρουρά σαν η μόνη ένοπλη δύναμη που μπορεί να υπάρχει στο Παρίσι. Όλοι οι ικανοί πολίτες θεωρούνται μέλη της.

Η κόκκινη σημαία καθορίζεται σαν κρατικό έμβλημα της νέας εξουσίας και επαναφέρεται το Επαναστατικό Ημερολόγιο, που είχε καταργήσει η θερμιδοριανή αντεπανάσταση του 1794.

Την ίδια ημέρα διαγράφονται τα χρέη από ενοίκια και εμπορικές πράξεις που δημιουργήθηκαν από τον Οκτώβρη και μετά. Για τα υπόλοιπα καθορίζεται μια περίοδος 3 ετών για την αποπληρωμή τους.

Στις 3 Απρίλη, διαχωρίζεται πλήρως η Εκκλησία από το κράτος, καταργείται ο προϋπολογισμός για τη λατρεία και όλη η εκκλησιαστική περιουσία κηρύσσεται Δημόσια ιδιοκτησία.

Στις 12 Απρίλη, αποφασίζεται η κατεδάφιση της αυτοκρατορικής στήλης της Πλάς Βαντόμ, που η Κομμούνα χαρακτηρίζει «μνημείο βαρβαρότητας» και «διακήρυξη μιλιταρισμού».

Το άγαλμα του Ναπολέοντα στην πλατεία Vendome γκρεμίζεται

Στις 16 Απρίλη, οι βιοτεχνίες ή εργαστήρια που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους, που χαρακτηρίζονται λιποτάκτες, δημεύονται και προβλέπεται να αποδοθούν σε εργατικές κοοπερατίβες για να τα λειτουργήσουν. (Το μέτρο πρόλαβε να εφαρμοστεί για δύο μόνο επιχειρήσεις.)

Στις 20 Απρίλη, απαγορεύεται η νυχτερινή εργασία στα αρτοποιεία και καταργούνται τα ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας (στην πραγματικότητα ενοικίασης εργατών), που μέχρι τότε άνθιζαν και τα λυμαίνονταν πρόσωπα έμπιστα της Αστυνομίας.

Στις 25 Απρίλη, επιτάσσονται όλες οι κενές κατοικίες για τη στέγαση όσων τα σπίτια είχαν καταστραφεί από τους πρωσικούς βομβαρδισμούς. Το ψωμί μπαίνει σε διατίμηση. Δημιουργούνται δημοτικά μαγαζιά πώλησης πατάτας, δημοτικά κρεοπωλεία και δημοτικές καντίνες με συμβολικές τιμές αγοράς. Διανέμονται δωρεάν κουπόνια σίτισης σε όσους αδυνατούν να αγοράσουν τρόφιμα.

Με απόφαση της 28 Απρίλη, απαγορεύεται κάθε επιβολή προστίμου ή περικοπή μισθού σε εργαζόμενο οποιαδήποτε δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης.

Καθιερώνεται ο «ελεύθερος γάμος», με μόνες προϋποθέσεις ελάχιστη ηλικία 16 ετών για τις γυναίκες, 18 για τους άνδρες και αμοιβαία συμφωνία. Όλες οι συμβολαιογραφικές πράξεις (γάμος, διαθήκη, υιοθεσία κλπ) γίνονται δωρεάν.

Κλείνουν τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα – τα περισσότερα ανήκαν στην Καθολική Εκκλησία – και προγραμματίζεται μια μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το σχολείο είναι λαϊκό: απαγορεύεται η ανάρτηση οποιουδήποτε χριστιανικού συμβόλου, η ομαδική προσευχή, η εξομολόγηση των μαθητών. Η επαγγελματική εκπαίδευση γίνεται ισοδύναμη της Α΄Βάθμιας και, για πρώτη φορά, δημιουργούνται επαγγελματικές σχολές θηλέων. Ελάχιστες από τις μεταρρυθμίσεις πρόλαβαν να εφαρμοστούν.

Η Παρισινή Κομμούνα εξέφρασε για δύο μήνες τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων του Παρισιού

Τη διοίκηση των παλιών Υπουργείων έχουν αναλάβει επιτροπές, με επικεφαλής αντίστοιχους Επιτρόπους.

Επίτροπος Οικονομικών ήταν ο Ευγένιος Βαρλέν. Η Κομμούνα, για τις εννέα εβδομάδες που κυβέρνησε και στις οποίες, μεταξύ των άλλων είχε να συντηρήσει την Εθνοφρουρά, ξόδεψε 46 περίπου εκατομμύρια γαλλικά φράγκα. Μόνο τα 16,5 από αυτά τράβηξε από την Τράπεζα της Γαλλίας. Το υπόλοιπο ποσό εξασφαλίστηκε από άλλες πηγές και κυρίως από τα δημοτικά τέλη. Το ίδιο διάστημα, ο Θιέρσος πήρε από την ίδια Τράπεζα (που ήταν στα χέρια της Κομμούνας) 257 εκατομμύρια! Τα αποθέματα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας έμειναν ανέγγιχτα, από την Επαναστατική Κυβέρνηση!

Επίτροπος Ασφάλειας ήταν ο 25/χρονος μπλανκιστής Ραούλ Ριγκώ. Με βοηθό του το φίλο και συνομήλικό του Θεόφιλο Φερρέ έψαξαν τα αρχεία της Αυτοκρατορικής Αστυνομίας και ξήλωσαν όλο το τεράστιο δίκτυο χαφιέδων του παλιού καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια των 70 ημερών της κυβέρνησης της Κομμούνας, το ποινικό έγκλημα στο Παρίσι σχεδόν εξαφανίζεται.

Επίτροπος Παιδείας ήταν ο Βαγιάν.

Επίτροπος Εξωτερικών ο Πασκάλ-Γκρουσέ και αργότερα ο Βαλές.

Επίτροπος Εργασίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου ήταν ο Λεό Φράνκελ, που επειδή δεν ήταν Γάλλος πολίτης, η εκλογή του στο Συμβούλιο είχε επικυρωθεί με ειδική απόφαση της Κ.Ε. της Εθνοφρουράς που επικαλέστηκε λόγους διεθνισμού.

Από τη θέση του Επιτρόπου Πολέμου πέρασαν οι Έντ, Κλυζερέ και Ντελεκλύζ. Για ένα μικρό διάστημα η Κομμούνα εμπιστεύτηκε τη θέση στον Λουί Ροσέλ, νεαρό αξιωματικό καριέρας που προσχώρησε στην Επανάσταση, θεωρώντας την Κομμούνα τη μοναδική πατριωτική δύναμη του Έθνους. Ο Ροσέλ παραιτήθηκε γρήγορα, όταν διαπίστωσε ότι οι εισηγήσεις του για την ανασυγκρότηση της Εθνοφρουράς σε τακτικό στρατό αγνοούνταν και ότι το επίπεδο διοίκησης και πειθαρχίας της δεν άφηνε καμία ελπίδα στρατιωτικής νίκης.

Το Συμβούλιο ήταν ένα σώμα ταυτόχρονα νομοθετικό και εκτελεστικό. Για να διευκολυνθεί η εκτελεστική λειτουργία του είχε συγκροτήσει μια ολιγομελή Εκτελεστική Επιτροπή από τους Έντ, Τριντόν, Βαγιάν, Ντυβαλ, Πιά και Μπερζερέ. Από την 1η του Μάη αυτό το ρόλο αναλαμβάνει η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας.

Η διοικητική μηχανή της Κομμούνας αποτελείται από 10.000 υπαλλήλους, αντί για 60.000 που διατηρούσε το προηγούμενο καθεστώς.

Ο εμφύλιος πόλεμος

Στις 2 Απρίλη, οι Βερσαγιέζοι καταλαμβάνουν, με αιφνιδιαστική επιχείρηση, την Κουρμπεβουά απωθώντας την Εθνοφρουρά στο Νεϊγύ. Οι πέντε αιχμάλωτοι εθνοφρουροί εκτελούνται αμέσως από τους Βερσαγιέζους. Αρχίζει ο εμφύλιος.

Αρχικά ο στρατός του Θιέρσου αριθμεί 12.000 άνδρες. Σ’ αυτούς προστίθενται 50.000 οπλίτες 7/ετούς θητείας, κυρίως αγροτόπαιδα, που στρατολογούνται εσπευσμένα και περίπου 60.000 αιχμάλωτοι του Σεντάν και του Μετς που απελευθερώνονται από τον Μπίσμαρκ για να συνδράμουν την κατάπνιξη της Κομμούνας. Ανάμεσά τους ο στρατηγός Μακ-Μαόν, ταπεινωμένος στο Σεντάν και αιχμάλωτος στο Βισμπάντεν, που αναλαμβάνει διοικητής του στρατού των Βερσαλλιών.

Απρίλιος 1871: Ο εμφύλιος ξεκινά. Ο λαός του Παρισιού υπερασπίζει τις κατακτήσεις του ενάντια στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Οδόφραγμα στη Rue de Rivoli.

Η Εθνοφρουρά που θεωρητικά διαθέτει περίπου 190.000 άνδρες, έχει μια μάχιμη δύναμη που δεν ξεπερνά σε καμιά στιγμή τους 40.000. Το επίπεδο διοίκησης είναι χαμηλό και η πειθαρχία ανύπαρκτη. Τις ημέρες των μαχών μέσα στο Παρίσι, συχνό είναι το φαινόμενο εθνοφρουροί να επιλέγουν ατομικά το μέρος όπου θα αμυνθούν, αρνούμενοι να πολεμήσουν μακριά από τις συνοικίες τους. Οι αξιωματικοί εκλέγονται, με κριτήριο κυρίως τις πολιτικές απόψεις και όχι τη στρατιωτική γνώση και εμπειρία.

Εκτός από τα εγγενή προβλήματα, στη γρήγορη στρατιωτική ήττα της Κομμούνας συνέβαλε και το ότι, στα μέσα Μάη, ο Μπίσμαρκ επιτρέπει στο στρατό του Θιέρσου να επιτεθεί από τα Βόρεια και τα Ανατολικά. Οι κομμουνάροι είχαν την κύρια δύναμη πυρός τους στραμμένη προς τα νότια-νοτιοδυτικά, όπου αφ’ ενός βρίσκονταν η βάση του κυβερνητικού στρατού και αφ’ ετέρου οι αστικές συνοικίες ήταν ουδέτερες ή φιλικές προς τους εισβολείς.

Αμέσως μετά την επίθεση στην Κουρμπεβουά, ένα πλήθος 50.000 λαού συγκεντρώνεται μπροστά στο Δημαρχείο και με την κραυγή «Στις Βερσαλλίες», απαιτεί από την Κομμούνα άμεση επίθεση στο στρατό του Θιέρσου. Υπό την πίεση του πλήθους, χωρίς καμία σοβαρή προετοιμασία, χωρίς σχέδιο, χωρίς να είναι σαφές ποιος έχει το στρατιωτικό πρόσταγμα, η Εθνοφρουρά, υπό τους Εντ, Φλουράνς και Ντυβάλ, εξορμά, στις 3 Απρίλη, με στόχο τις Βερσαλλίες. Η επιχείρηση είναι καταστροφή. Ο Ντυβάλ συλλαμβάνεται στο Σατιγιόν και μεταφερόμενος στις Βερσαλλίες εκτελείται καθ’ οδόν, στο Πετί Κλαμάρ, με εντολή του Βινουά. Την ίδια μέρα, ο Φλουράνς, επίσης αιχμάλωτος στη Ρυέιγ, οδηγείται δεμένος στον επικεφαλής του αποσπάσματος της χωροφυλακής, κάποιον Ντεμαρέ, ο οποίος τον κομματιάζει με το σπαθί του!

Η απάντηση της Κομμούνας στις ωμότητες των Βερσαγιέζων έρχεται δύο μέρες μετά, με το «Διάταγμα για τους ομήρους»: προβλέπει τη σύλληψη και το χαρακτηρισμό ως «ομήρου του λαού του Παρισιού», οποιουδήποτε προσώπου κατηγορηθεί για συνεργασία με την Κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Επίσης για κάθε εκτέλεση αιχμαλώτων κομμουνάρων την άμεση εκτέλεση τριπλάσιου αριθμού κρατουμένων ομήρων που θα καθορίζονται με κλήρωση. Το διάταγμα προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό του Συμβουλίου της Κομμούνας. Δεν θα εφαρμοστεί, παρά πολύ αργότερα (και σε ασήμαντη κλίμακα) όταν οι Βερσαγιέζοι έχουν αρχίσει μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων.

Η καταστροφή της 3 Απρίλη οδηγεί την Κομμούνα σε κάποια μέτρα ανασυγκρότησης αλλά λειψά, και κυρίως καθυστερημένα. Η επιχείρηση στις Βερσαλλίες θα είναι η πρώτη και τελευταία επιθετική στρατιωτική κίνηση της Εθνοφρουράς. Έκτοτε μόνο αμύνεται.

Κομμουνάροι πίσω από οδόφραγμα

Μεσολαβούν τρεις εβδομάδες σποραδικών μαχών. Η πιο σημαντική γίνεται στις 11 Απρίλη, όταν η Εθνοφρουρά, υπό τον Εντ, αποκρούει μεγάλη επιχείρηση των κυβερνητικών από το νότο και τους προκαλεί σημαντικές απώλειες.

Οι Βερσαγιέζοι βομβαρδίζουν θέσεις της Εθνοφρουράς, στη δυτική είσοδο, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και θύματα μεταξύ των αμάχων. Οι βομβαρδισμοί επεκτείνονται βαθμιαία σε ολόκληρο το Παρίσι.

Την 1 Μάη η Κομμούνα τοποθετεί Επίτροπο Πολέμου τον Ροσέλ.

Στις 4 Μάη καταλαμβάνεται από τους Βερσαγιέζους, το οχυρό του Μουλέν-Σακέ στο Βιτρύ και ακολουθούν απίστευτες ωμότητες. Σε αντίποινα, οι κομμουνάροι συλλαμβάνουν το προσωπικό της γειτονικής Εκκλησιαστικής Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ, σαν συνεργούς των Βερσαγιέζων.

Στις 8 Μάη ο Θιέρσος απευθύνει τελεσίγραφο παράδοσης, που απορρίπτεται από την Κομμούνα.

Στις 9 Μάη βομβαρδίζεται το οχυρό του Ισσύ και εγκαταλείπεται από τους υπερασπιστές του. Την επομένη, η Εθνοφρουρά ανακαταλαμβάνει το οχυρό, το οποίο μάλιστα θα κρατήσει μέχρι τις 24 Μαΐου

Στις 10 Μάη παραιτείται ο Ροσέλ, απογοητευμένος από την αποδιοργάνωση της Εθνοφρουράς και την απόρριψη των προτάσεών του για την ανασυγκρότησή της σε τακτικό στρατό. Στελέχη της Κομμούνας τον κατηγορούν για προδοσία και τον παραπέμπουν σε στρατοδικείο. Η δίκη δεν θα γίνει ποτέ, αφού εν τω μεταξύ το Παρίσι θα καταληφθεί και ο Ροσέλ που αρνήθηκε να το εγκαταλείψει (υπομένοντας την καχυποψία των κομμουνάρων και την επιτήρησή του από την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας) θα πέσει σαν ήρωας στο εκτελεστικό απόσπασμα των Βερσαγιέζων. Τον Ροσέλ αντικαθιστά ο Σαρλ Ντελεκλύζ.

Στις 10 Μαΐου, υπογράφεται από τον Θιέρσο η συνθήκη της Φρανκφούρτης που τερματίζει το Γαλλογερμανικό πόλεμο. Η Γαλλία παραχωρεί το μεγαλύτερο μέρος της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Ενάμισι περίπου εκατομμύριο εκτάρια, που αντιστοιχούν σε 1.600.000 κατοίκους, 1700 δήμους και κοινότητες και το 20% των ορυχείων και της σιδηρουργίας της. Την επομένη η Κομμούνα καταγγέλλει την επαίσχυντη συνθήκη και κατεδαφίζει το σπίτι του Θιέρσου στο Παρίσι.

Στις 13 Μαΐου πέφτει, μετά από σκληρές μάχες το οχυρό της Ενθοφρουράς στη Βανβ, στα νότια του Παρισιού.

Στις 14 Μαΐου, η Κομμούνα προτείνει στις Βερσαλλίες την ανταλλαγή του αρχιεπισκόπου Νταρμπουά, που κρατά σαν όμηρο, με τον φυλακισμένο Μπλανκί. Ο Θιέρσος αρνείται.

Η σημαία της Κομμούνας

Στις 15 Μαΐου ξεσπά κρίση στο εσωτερικό της Κομμούνας. Στην «Κραυγή του Λαού», δημοσιεύεται η «Διακήρυξη της Μειοψηφίας», ένα μανιφέστο που υπογράφουν 22 μέλη του Συμβουλίου. Σε αυτό διατυπώνουν τη διαφωνία τους με «ακρότητες», όπως το διάταγμα για τους ομήρους, και καταγγέλλουν υπερβάσεις της νομιμότητας από την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας. Εμπνευστής του θεωρείται ο Βαλές.

Στις 18 Μάη, η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας κλείνει τις αντεπαναστατικές εφημερίδες, που μέχρι τότε κυκλοφορούσαν ελεύθερα.

Περιμένοντας την εισβολή των Βερσαγιέζων, εθνοφρουροί και πολίτες στήνουν οδοφράγματα. Περίπου 900 οδοφράγματα στήνονται στην πόλη με μεγάλη πυκνότητα στις εργατικές συνοικίες. Η διάταξή τους είναι άναρχη, χωρίς κεντρικό αμυντικό σχεδιασμό και χωρίς καμία πρόνοια για τον ανεφοδιασμό τους.

Η αιματοβαμμένη εβδομάδα

Την Κυριακή 21 Μαίου, οι Βερσαγιέζοι μπαίνουν στο Παρίσι από την Πορτ ντε Σαιν-Κλου. Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, υπήρξε προδοσία. Ο εργάτης Ντυκατέλ που είχε υπηρεσία στο 24ο φυλάκιο, στο Πουάν ντι Ζουρ, πέρασε τους Βερσαγιέζους από τις γραμμές των αμυνομένων. Ο Ντυκατέλ συνελήφθη την ίδια μέρα, αλλά λίγο πριν εκτελεστεί έφτασαν κυβερνητικά στρατεύματα και τον διέσωσαν. Λίγο καιρό αργότερα, και ενώ η Κομμούνα έχει συντριβεί, ο διευθυντής της Φιγκαρό Βιλμεζάν οργανώνει στην εφημερίδα του καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης του Ντυκατέλ, για την «υπηρεσία που προσέφερε στο έθνος», που του αποφέρει 125.000 γαλλικά φράγκα.

Η εβδομάδα 21 με 28 Μαΐου, που έμεινε στην ιστορία σαν «αιματοβαμμένη εβδομάδα», χαρακτηρίζεται από τον ηρωισμό των εξεγερμένων (εθνοφρουρών, γυναικών, ανήλικων παιδιών) που μάχονται απεγνωσμένα και πέφτουν ηρωικά στα οδοφράγματα. Δίπλα τους μάχονται και πέφτουν και οι ηγέτες τους.

Οι υπερασπιστές της Κομμούνας μέχονται ηρωικά μέχρι το τέλος.

Ο ηρωισμός των τελευταίων δεν αναιρεί τις ευθύνες τους για την ήττα. Η συγκρότηση ενός πολιτικοστρατιωτικού επιτελείου για το συντονισμό της άμυνας είναι έξω από την προβληματική τους, ακόμα και τη στιγμή που ο εχθρός είναι μέσα στην πόλη. Είναι γνωστό ότι στις 18 Μάη (τρεις ημέρες πριν την είσοδο των Βερσαγιέζων στο Παρίσι) ένα από τα … κρίσιμα θέματα στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Κομμούνας είναι ο αριθμός των τάξεων που θα έχει το Δημοτικό σχολείο! Ο Ντελεκλύζ, όταν πληροφορείται την είσοδο των Βερσαγιέζων στο Παρίσι και πιέζεται από τους εθνοφρουρούς να τους δώσει ένα σχέδιο άμυνας θα αναφωνήσει (σύμφωνα με τον Λισαγκαρέ): «Αρκετά με τον μιλιταρισμό! Τόπο στους μαχητές με τα γυμνά χέρια!». Έτσι αντιμετώπιζε την άμυνα, σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου, ο Επίτροπος Πολέμου! Το τέλος του (ουσιαστικά αυτοκτόνησε ξεπροβάλλοντας ακάλυπτος από ένα οδόφραγμα στην Πλας ντι Σατώ ντ’ ώ) αποκαλύπτει το πνεύμα που διακατείχε τους περισσότερους από τους ηγέτες της Κομμούνας, ειδικά τις τελευταίες μέρες.

Την Τρίτη, 23 Μάη, πέφτει η Μονμάρτη. 300 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μαντλέν. Σε αντίποινα, εθνοφρουροί εκτελούν στις φυλακές της Ροκέτ τον αρχιεπίσκοπο Νταρμπουά, τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Μπονζάν, τον εφημέριο της Μαντλέν Ντεγκερύ και 3 ακόμη ιησουίτες παπάδες. Είναι η πρώτη εφαρμογή του «διατάγματος για τους ομήρους». Προσπαθώντας να αναχαιτίσουν την προέλαση των εισβολέων, κομμουνάροι υψώνουν πύρινα φράγματα, πυρπολώντας οικοδομικά τετράγωνα. Καίγεται το Ανάκτορο του Κεραμικού και το Υπουργείο Οικονομικών.

Την Τετάρτη 24 Μάη, πέφτει η ευρύτερη περιοχή του Καρτιέ Λατέν. Ακολουθούν μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων στους Κήπους του Λουξεμβούργου. Καταστρέφονται από πυρκαγιές το Μέγαρο της Δικαιοσύνης και το κεντρικό κτίριο της Αστυνομίας. Μετά την πτώση του οδοφράγματος που υπεράσπιζε το Πάνθεον, συλλαμβάνεται από τους Βερσαγιέζους ο Ραούλ Ριγκώ, τον οποίο εκτελούν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Το σώμα του εκτίθεται στο πεζοδρόμιο της οδού Ρουαγιέ Κολλάρ, όπου μία αγέλη έξαλλων κυριών αναλαμβάνει τη γύμνωση και τη βεβήλωσή του. Ένα μήνα μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του, η Κυβέρνηση Θιέρσου δεν είχε πρόβλημα να τον καταδικάσει ερήμην σε θάνατο (!), γιατί υπήρχαν αμφιβολίες αν το εγκαταλελειμμένο στο πεζοδρόμιο και χωρίς κανένα ταυτότητας σώμα, ανήκε πράγματι στον Ριγκώ.

Στο νότο, ο κύριος θύλακας άμυνας είναι στη Μπυτ ω Κάιγ. Η Εθνοφρουρά, υπό τον πολωνό επαναστάτη Βαλερύ Βρομπλέφσκι δίνει τη μεγαλύτερη μάχη σε παράταξη μέσα στο Παρίσι, ενάντια σε 23.000 στρατιώτες υποστηριζόμενους από 50 κανόνια.

Στην Πλας ντ’ Ιταλί, εθνοφρουροί εκτελούν, 13 από τους κρατούμενους της Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ. Η έδρα της Κομμούνας μεταφέρεται στο Δημαρχείο του 11ου Διαμερίσματος. Ο Πεντύ, φρούραρχος του Δημαρχείου του Παρισιού, το πυρπολεί για να μην πέσει στα χέρια των εισβολέων.

Την Πέμπτη 25 Μάη, ο Θιέρσος σπεύδει να ανακοινώσει ότι το Παρίσι «εκτός από ένα μικρό μέρος του» έχει καταληφθεί. 424 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μονμάρτη και το Παρκ Μονσώ. Σε οδόφραγμα της Πλας ντι Σατώ ντ’ ώ πέφτει ο Ντελεκλύζ. Τρία χρόνια αργότερα, καλού κακού, καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο(!), γιατί υπήρχαν φήμες ότι είναι ζωντανός. Στο ίδιο οδόφραγμα, τραυματίζεται βαριά και συλλαμβάνεται ο Βερμορέλ. Οδηγείται στο στρατόπεδο του Σατορύ στις Βερσαλλίες, όπου εγκαταλείπεται αιμόφυρτος και αβοήθητος και πεθαίνει την επομένη. Όσα μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας δεν έχουν σκοτωθεί ή συλληφθεί, εγκαταλείπουν προσωρινά τα οδοφράγματα για να συνεδριάσουν στο δημαρχείο του 20ού Διαμερίσματος. Είναι η τελευταία συνεδρίαση. Στους παρόντες περιλαμβάνονται σίγουρα οι Ρανβιέ, Βαγιάν, Βαρλέν, Βαλές, Μαλόν, Ζουρντ και Τρινκέ.

Την Παρασκευή 26 Μάη, πέφτει το Φομπούρ Σαιν Αντουάν, στο 11ο Διαμέρισμα. Οι συνεχιζόμενες θηριωδίες των Βερσαγιέζων προκαλούν αιματηρή απάντηση των εθνοφρουρών της Μπελβίλ: στη Ρυ Αξό, εκτελούν 48 ομήρους (11 κληρικούς, 35 χωροφύλακες και 2 χαφιέδες της Αστυνομίας του Ναπολέοντα).

Το Σάββατο 27 Μάη, τα οδοφράγματα που αντιστέκονται ακόμα περιορίζονται στο 11ο και το 20ό Διαμέρισμα. Το απόγευμα πέφτουν οι λοφίσκοι  Σωμόν στη βόρεια Μπελβίλ.

Την Κυριακή 28 Μάη γράφεται ο επίλογος. Το πρωί καταδίδεται από έναν παπά και συλλαμβάνεται στη οδό Λαφαγέτ ο Βαρλέν. Τον περιφέρουν δεμένο στη Μονμάρτη και, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ένα εξαχρειωμένο πλήθος μοναρχικών τον κακοποιεί βάρβαρα. Στους βασανιστές του απαντά με ζητωκραυγές για την Κομμούνα. Ημιθανή και με βγαλμένο το ένα μάτι, τον σέρνουν στο σημείο της εκτέλεσης των στρατηγών όπου τον εκτελούν δεμένο σε μια καρέκλα, για να μην τον πυροβολήσουν ξαπλωμένο κατάχαμα. Ο λοχαγός Σίκρ, επικεφαλής των εκτελεστών, του παίρνει το ρολόι, ενώ οι υπόλοιποι μοιράζονται ότι βρήκαν στις τσέπες του. Λέγεται ότι ήταν 148 φράγκα. Αυτά ήταν τα χρήματα του Επιτρόπου Οικονομικών της Κομμούνας, που επί 2 μήνες διαχειριζόταν σημαντικά ποσά.

Στις 2 το απόγευμα πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα, στη Ρυ Ραμπονώ. Μια ώρα αργότερα, στην ανατολική πλευρά της μάντρας που περιβάλλει το κοιμητήριο Περ Λασαίζ, εκτελούνται ομαδικά οι τελευταίοι 147 κομμουνάροι, που έχουν συλληφθεί ένοπλοι. (Ένα τμήμα της μάντρας, ο «τοίχος των ομόσπονδων» – mur des fédérés αποτελεί σήμερα το μνημείο της Κομμούνας.)

Η σφαγή

Οι κομμουνάροι που έπεσαν στις μάχες από τις 2 Απρίλη μέχρι και τις 28 Μάη, υπολογίζονται σε 3.000 έως 4.000. Οι επίσημες απώλειες των κυβερνητικών είναι 877 άνδρες. Αλλά το μακελειό δεν είχε αρχίσει ακόμα.

Τα στρατεύματα των Βερσαλλιών επιδίδονται σε ένα πρωτοφανές δολοφονικό όργιο. Διαπρέπει ο διαβόητος για την ωμότητά του στρατηγός Ντε Γκαλιφέ, ένας από τους ατιμασμένους του Σεντάν, που μέχρι το τέλος της ζωής του θα αποδεχόταν με υπερηφάνεια τον τίτλο του «χασάπη της Κομμούνας».

Η αγριότητα ενάντια στους εξεγερμένους εργάτες του Παρισιού είναι πρωτοφανής. Οι σφαγές συνεχίζονται αδιακρίτως επί μία εβδομάδα. Η αστική τάξη θα ανακαταλάβει το Παρίσι μετά από δύο μήνες εργατικής εξουσίας.  

Οι ομαδικές εκτελέσεις, που είχαν ήδη αρχίσει κατά τη διάρκεια της αιματοβαμμένης εβδομάδας, γίνονται τώρα εκατοντάδες. Όποιος εργάτης συλλαμβάνεται οδηγείται αμέσως για εκτέλεση, αρκεί ο επικεφαλής αξιωματικός να ανιχνεύσει ίχνη μπαρουτιού στα χέρια του ή σημάδι από υποκόπανο όπλου στον ώμο του, «απόδειξη» ότι λίγο πριν ήταν ένοπλος. Αν οι προς εκτέλεση ξεπερνούν τους δέκα, χρησιμοποιούνται πολυβόλα αντί τουφέκια, για επιτάχυνση της διαδικασίας. Τα πτώματα στην αρχή ρίχνονται στη λίμνη Σωμόν και στο Σηκουάνα. Μετά, για λόγους υγιεινής, σε ομαδικούς τάφους. Για πολλά χρόνια (μέχρι και μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο!) αποκαλύπτονταν, τυχαία, ομαδικοί τάφοι κομμουνάρων. Μόνο στον ομαδικό τάφο που βρέθηκε το 1897, στη Σαρόν, μετρήθηκαν 800 σωροί κομμουνάρων!

Με βάση τα στοιχεία των δημοτικών υπηρεσιών, που προκύπτουν από ενταφιασμούς, ο αριθμός των δολοφονημένων, μετά τις 28 Μάη, ήταν 17.000. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότεροι. Μετριοπαθείς υπολογισμοί τον ανεβάζουν στους 25.000. Έτσι ο συνολικός αριθμός των νεκρών της Κομμούνας αγγίζει τους 30.000! (Η μεγάλη εξέγερση του 1848, είχε 3.000 νεκρούς.)

Οι συλληφθέντες φτάνουν τους 50.000 (σύμφωνα με τα στοιχεία των διωκτικών αρχών το 84% από αυτούς είναι εργάτες ή τεχνίτες) Κάθε φτωχοντυμένη ή απεριποίητη γυναίκα συλλαμβάνεται σαν «πετρολέζ» (πυρπολήτρια).

Από τον Μάη του 1871 μέχρι το Δεκέμβρη του 1874, λειτουργούν αδιάκοπα 24 έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία εκδίδουν 13.450 καταδικαστικές αποφάσεις.

  • 95 καταδικάστηκαν σε θάνατο. Εκτελέστηκαν οι 25. Ανάμεσά τους οι Φερρέ και Ροσέλ, στις 28 Νοέμβρη του 1871. Ο Φερρέ υπήρξε ο μοναδικός εκ των ηγετών της Κομμούνας που είχε το προνόμιο δίκης πριν οδηγηθεί στο απόσπασμα (στη δίκη του αρνήθηκε να απολογηθεί, δηλώνοντας ότι δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο των Βερσαγιέζων).
  • 251 καταδικάστηκαν σε πολυετή καταναγκαστικά έδρα.
  • 586 σε ισόβια ή πολύχρονη εξορία (κυρίως στη Νέα Καληδονία).
  • 606 σε φυλάκιση.
  • Οι υπόλοιποι σε μικρότερες ποινές.

Από τους κρατούμενους, 1.000 περίπου πεθαίνουν τις πρώτες ημέρες της κράτησής τους (από ασιτία ή ασθένεια λόγων των άθλιων συνθηκών υγιεινής) ή εκτελούνται σε «απόπειρες απόδρασης».

657 παιδιά βρέθηκαν αιχμάλωτα πολέμου των Βερσαγιέζων (43 από αυτά ήταν κάτω των 13 ετών!) 55 παιδιά στάλθηκαν σε αναμορφωτήρια ενώ εκατοντάδες άλλα, των οποίων οι γονείς σκοτώθηκαν, δολοφονήθηκαν ή φυλακίστηκαν, έμειναν στους δρόμους.

Το Παρίσι είναι για μερικά χρόνια μια πόλη κοινωνικά και παραγωγικά νεκρή, λόγω της ασύλληπτου μεγέθους ανθρωπιστικής καταστροφής. Λείπουν από την παραγωγή 100.000 εργάτες. Μερικοί κλάδοι (υποδηματοποιία, κατασκευή επίπλων) εξαφανίζονται τελείως, λόγω έλλειψης εργατών. Η αστική τάξη είχε την υπομονή να περιμένει την επόμενη γενιά προλετάριων για να επανέλθει η παραγωγή. Τώρα προείχε η θεραπεία της κοινωνίας από τη σοσιαλιστική μόλυνση. Ο Θιέρσος, αυτός ο «αιμοδιψής νάνος», είχε φέρει σε πέρας την δουλειά με πολύ καλύτερα αποτελέσματα από ότι θα είχε ο στρατός του Μπίσμαρκ.

Στη μνήμη της Κομμούνας

Έχουν περάσει σαράντα χρόνια απ’ την ανακήρυξη της παρισινής Κομμούνας. Σύμφωνα με την παράδοση, οι γάλλοι εργάτες τιμούν τη μνήμη των ανδρών και γυναικών της επανάστασης της 18ης Μάρτη 1871 με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Στο τέλος του Μάη θα ξανακαταθέσουν στεφάνια στους τάφους των Κομμουνάρων που εκτελέστηκαν, θύματα της φοβερής “Εβδομάδας του Μάη”, και πάνω απ’ τους τάφους τους θα ξαναορκιστούν να παλέψουν άκοπα μέχρις ότου θριαμβεύσουν οι ιδέες τους και εκπληρωθεί πλήρως ο σκοπός που κληρονόμησαν.

Γιατί τιμά τους άνδρες και τις γυναίκες της παρισινής Κομμούνας ως προγόνους του το προλεταριάτο, όχι μόνο στην Γαλλία αλλά και σε όλο τον κόσμο; Και ποιά είναι η κληρονομιά της Κομμούνας;

Η Κομμούνα αναδύθηκε αυθόρμητα. Δεν την προετοίμασε κανείς με οργανωμένο τρόπο. Ο αποτυχημένος πόλεμος με τη Γερμανία, οι στερήσεις στις οποίες περιήλθε ο λαός κατά την πολιορκία, η ανεργία μέσα στο προλεταριάτο και η καταστροφή των κατώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης· η οργή των μαζών ενάντια στις υψηλότερες τάξεις και ενάντια στις αρχές, που είχαν επιδείξει απόλυτη ανικανότητα, η ασαφής αίσθηση ανησυχίας μέσα στην εργατική τάξη, η οποία ήταν δυσαρεστημένη με την θέση της και αγωνιζόταν για ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα· η αντιδραστική σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης, η οποία ξύπνησε ανησυχίες για τη μοίρα της δημοκρατίας — όλα αυτά και πολλά άλλα συνδυάστηκαν για να οδηγήσουν τον πληθυσμό του Παρισιού σε επανάσταση στις 18 Μάρτη, πράγμα που, απροσδόκητα, έφερε την ισχύ στα χέρια της Εθνικής Φρουράς, στα χέρια της εργατικής τάξης και των μικροαστών που πήραν το μέρος της.

Ήταν ένα συμβάν χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, η εξουσία βρισκόταν κατά κανόνα στα χέρια των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, δηλαδή στα χέρια των έμπιστων πρακτόρων τους που απάρτιζαν την ούτως καλούμενη κυβέρνηση. Μετά την επανάσταση της 18ης Μάρτη, όταν η κυβέρνηση του κυρίου Thiers είχε φύγει απ’ το Παρίσι μαζί με το πεζικό της, την αστυνομία της και τους αξιωματούχους της, ο λαός έγινε κύριος της κατάστασης, και η εξουσία πέρασε στα χέρια του προλεταριάτου. Αλλά στη σύγχρονη κοινωνία, το προλεταριάτο, υποδουλωμένο οικονομικά στο κεφάλαιο, δεν μπορεί να κυριαρχήσει πολιτικά αν δεν σπάσει τις αλυσίδες που το δένουν με το κεφάλαιο. Για αυτό και το κίνημα της Κομμούνας ήταν αναγκασμένο να πάρει σοσιαλιστική απόχρωση, δηλαδή, να προσπαθήσει να ανατρέψει την αστική εξουσία, την εξουσία του κεφαλαίου, και να καταστρέψει τα ίδια τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνικής τάξης.

Στην αρχή, το κίνημα αυτό ήταν τρομερά ασαφές και συγκεχυμένο. Στις τάξεις του είχαν εισχωρήσει πατριώτες που ήλπιζαν η Κομμούνα να ανανεώσει τον πόλεμο με τους Γερμανούς και να τον φέρει σε πέρας με επιτυχία. Είχε την υποστήριξη των μικρομαγαζατόρων, που απειλούνταν με καταστροφή αν δεν προέκυπτε αναβολή πληρωμών για χρέη και ενοίκια (η κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει αυτή την αναβολή, αλλά οι μικρομαγαζάτορες την πήραν απ’ την Κομμούνα). Τέλος, είχε αρχικά την συμπάθεια των δημοκρατών αστών, που φοβόντουσαν ότι η αντιδραστική Εθνοσυνέλευση (οι “επαρχιώτες”, οι άγριοι γαιοκτήμονες), θα επανέφερε τη μοναρχία. Αλλά ήταν φυσικά οι εργάτες (και κυρίως οι τεχνίτες του Παρισιού), ανάμεσα στους οποίους είχε διενεργηθεί ενεργή σοσιαλιστική προπαγάνδα κατά τα τελευταία χρόνια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, και πολλοί απ’ τους οποίους ανήκαν μάλιστα και στην Διεθνή, που έπαιξαν τον κύριο ρόλο σ’ αυτό το κίνημα.

Μόνο οι εργάτες παρέμειναν πιστοί στην Κομμούνα ως το τέλος. Οι δημοκράτες αστοί και οι μικροαστοί διαχώρισαν γρήγορα τη θέση τους: οι πρώτοι φοβήθηκαν τον επαναστατικό-σοσιαλιστικό, προλεταριακό χαρακτήρα του κινήματος· οι δεύτεροι αποσχίσθηκαν όταν κατάλαβαν ότι ήταν καταδικασμένο σε αναπόφευκτη ήττα. Μόνο οι γάλλοι προλετάριοι στήριξαν την δική τους κυβέρνηση άφοβα και άκοπα, μόνο αυτοί πολέμησαν για αυτή και πέθαναν για αυτή — δηλαδή, για τον στόχο της χειραφέτησης της εργατικής τάξης, για ένα καλύτερο μέλλον για όλους τους ανθρώπους του μόχθου.

Εγκατελειμμένη από τους πρώην συμμάχους της και αφημένη χωρίς στήριξη, η Κομμούνα ήταν καταδικασμένη να ηττηθεί. Ολόκληρη η μπουρζουαζία της Γαλλίας, όλοι οι γαιοκτήμονες, οι μεσίτες, οι εργοστασιάρχες, όλοι οι ληστές, μεγάλοι και μικροί, όλοι οι εκμεταλλευτές, ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον της. Αυτή η αστική συμμαχία, με την στήριξη του Βίσμαρκ (ο οποίος αποδέσμευσε εκατό χιλιάδες γάλλους αιχμαλώτους πολέμου για να βοηθήσει την συντριβή του επαναστατικού Παρισιού) κατάφερε να ξεσηκώσει τους αμόρφωτους χωριάτες και μικροαστούς της επαρχίας ενάντια στο προλεταριάτο και να δημιουργήσει έναν χαλύβδινο δακτύλιο γύρω απ’ το μισό Παρίσι (το άλλο μισό πολιορκούνταν απ’ τον γερμανικό στρατό). Σε μερικές απ’ τις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας (τη Μασσαλία, τη Λυόν, το Σεντ Ετιέν, την Ντιζόν, κλπ), οι εργάτες προσπάθησαν επίσης να πάρουν την εξουσία, να ανακηρύξουν την Κομμούνα και να καταφθάσουν σε βοήθεια του Παρισιού. Αλλά οι προσπάθειες αυτές ήταν βραχύβιες. Το Παρίσι, που είχε πρωτοσηκώσει το λάβαρο της προλεταριακής εξέγερσης, αφέθηκε στις δικές του δυνάμεις και καταδικάστηκε στον βέβαιο όλεθρο.

Δύο τουλάχιστον συνθήκες είναι απαραίτητες για μια νικηφόρο κοινωνική επανάσταση: ο μεγάλος βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και ένα προλεταριάτο που να έχει επαρκή προετοιμασία για αυτή. Όμως το 1871 έλειπαν και οι δύο αυτές συνθήκες. Ο γαλλικός καπιταλισμός εξακολουθούσε να είναι φτωχά αναπτυγμένος, και η Γαλλία τον καιρό εκείνο ήταν κυρίως μικροαστική χώρα (τεχνίτες, χωρικοί, μαγαζάτορες, κλπ). Από την άλλη πλευρά, δεν υπήρχε εργατικό κόμμα, η εργατική τάξη δεν είχε περάσει μέσα από ένα μακροχρόνιο σχολείο πάλης και ήταν απροετοίμαστη, και δεν μπορούσε καν, ως επί το πλείστον, να δει μπροστά της τα καθήκοντά της και τις μεθόδους που ήταν απαραίτητες για να τα εκπληρώσει. Δεν υπήρχε σοβαρή πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου, ούτε ισχυρά συνδικάτα και συνεργατικές κοινότητες…

Όμως το βασικό πράγμα που η Κομμούνα δεν είχε ήταν χρόνος — δεν είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει την κατάσταση και να ξεκινήσει την εκπλήρωση του προγράμματός της. Δεν είχε καν χρόνο να ξεκινήσει να εργάζεται όταν η κυβέρνηση που εδραιώθηκε στις Βερσαλίες και που υποστηρίχτηκε από ολόκληρη την μπουρζουαζία άρχισε τις εχθροπραξίες σε βάρος του Παρισιού. Η Κομμούνα έπρεπε να επικεντρωθεί κυρίως στην αυτοάμυνα. Μέχρι το τέλος, στις 21-28 Μάη, δεν είχε τον χρόνο να σκεφτεί σοβαρά για οτιδήποτε άλλο.

Παρ’ όλα αυτά, παρά τις μη ευνοϊκές αυτές συνθήκες, παρά την σύντομή της ύπαρξη, η Κομμούνα κατάφερε να προάγει ορισμένα μέτρα τα οποία είναι επαρκή για να χαρακτηρίσουν την πραγματική της σημασία και τους στόχους της. Η Κομμούνα κατήργησε τον επαγγελματικό στρατό, αυτό το τυφλό όπλο στα χέρια της άρχουσας τάξης, και όπλισε όλο τον λαό. Διακήρυξε τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας, κατήργησε τις κρατικές πληρωμές στα θρησκευτικά σώματα (πχ, τους κρατικούς μισθούς για τους ιερείς), έκανε την λαϊκή εκπαίδευση καθαρά κοσμική, και με τον τρόπο αυτό κατάφερε ένα τεράστιο πλήγμα στους αστυνόμους με τα ράσα. Στην καθαρά κοινωνική σφαίρα, η Κομμούνα κατάφερε πολύ λίγα, αλλά και αυτά τα λίγα αποκαλύπτουν, παρ’ όλα αυτά, τον χαρακτήρα της ως λαϊκής εργατικής κυβέρνησης. Απαγορεύτηκε η νυχτερινή δουλειά στα αρτοποιεία· καταργήθηκε το σύστημα των προστίμων, το οποίο αντιπροσώπευε την νομιμοποιημένη ληστεία των εργατών. Τέλος, υπήρχε η διάσημη διαταγή όλα τα εργοστάσια και εργαστήρια που εγκαταλείφθηκαν ή έκλεισαν απ’ τους ιδιοκτήτες τους να παραδοθούν στον έλεγχο εργατικών ενώσεων ώστε να ξαναρχίσουν αυτές την εργασία. Επίσης, σαν για να δώσει έμφαση στον χαρακτήρα της ως πραγματικά δημοκρατικής, προλεταριακής κυβέρνησης, η Κομμούνα ανακήρυξε πως οι μισθοί όλων των αξιωματούχων της διοίκησης και της κυβέρνησης, ανεξαρτήτως βαθμού, δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τους φυσιολογικούς μισθούς ενός εργάτη, και σε καμία περίπτωση τα 6.000 φράγκα τον χρόνο (ή λιγότερα από 200 ρούβλια το μήνα).

Όλα αυτά τα μέτρα έδειξαν ξεκάθαρα ότι η Κομμούνα ήταν θανάσιμη απειλή για τον παλιό κόσμο που εδραιώθηκε στην υποδούλωση και την εκμετάλλευση του λαού. Για αυτό και η αστική κοινωνία δεν μπορούσε να ησυχάσει όσο η Κόκκινη Σημαία του προλεταριάτου κυμάτιζε πάνω στο Hotel de Ville του Παρισιού. Κι όταν οι οργανωμένες δυνάμεις της κυβέρνησης κατάφεραν τελικά να πάρουν το πάνω χέρι ενάντια στις φτωχά οργανωμένες δυνάμεις της επανάστασης, οι βοναπαρτιστές στρατηγοί που είχαν ηττηθεί απ’ τους Γερμανούς και που έδειξαν θάρρος μόνο στον πόλεμο ενάντια στους ηττημένους συμπατριώτες τους, αυτοί οι Γάλλοι Rennenkampf και Meller-Zakomelsky1, οργάνωσαν μια σφαγή τέτοια που το Παρίσι δεν είχε ξαναδεί. Σχεδόν 30.000 Παριζιάνοι εκτελέστηκαν απ’ το βάναυσο πεζικό, και περίπου 45.000 συνελήφθηκαν, πολλοί εκ των οποίων εκτελέστηκαν αργότερα, ενώ χιλιάδες άλλοι εκτοπίστηκαν ή εξορίστηκαν. Συνολικά, το Παρίσι έχασε περίπου 100.000 απ’ τους καλύτερους ανθρώπους του, περιλαμβανομένων ορισμένων απ’ τους καλύτερους εργάτες σε όλα τα επαγγέλματα.

Η μπουρζουαζία ήταν ικανοποιημένη. “Τώρα, τελειώσαμε με τον σοσιαλισμό για πολύ καιρό” είπε ο ηγέτης της, αυτός ο αιμοβόρος νάνος ονόματι Thiers, όταν αυτός και οι στρατηγοί του είχαν πνίξει στο αίμα το προλεταριάτο του Παρισιού. Αλλά τα αστικά κοράκια έκρωζαν μάταια. Λιγότερα από έξι χρόνια μετά την καταστολή της Κομμούνας, όταν πολλοί από τους υποστηρικτές της σάπιζαν στις φυλακές ή την εξορία, ξεπήδησε ένα νέο εργατικό κίνημα στη Γαλλία. Μια νέα σοσιαλιστική γενιά, που εμπλουτίστηκε από την εμπειρία των προγόνων της και δεν αποθαρρύνθηκε ούτε στο ελάχιστο απ’ την ήττα τους, ανέλαβε το λάβαρο που είχε πέσει απ’ τα χέρια των μαχητών για τον σκοπό της Κομμούνας, και το έφερε μπροστά με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Η δική της ιαχή της μάχης ήταν: “Ζήτω η σοσιαλιστική επανάσταση! Ζήτω η Κομμούνα!” Και σε λίγα χρόνια, το νέο εργατικό κόμμα και η καμπάνια αγκιτάτσιας που εξαπέλυσε εξανάγκασε την άρχουσα τάξη να ελευθερώσει τους Κομμουνάρους που συνέχιζαν να είναι φυλακισμένοι απ’ την κυβέρνηση.

Η μνήμη των μαχητών της Κομμούνας δεν τιμάται μόνο απ’ τους γάλλους εργάτες, αλλά από όλο το παγκόσμιο προλεταριάτο. Γιατί η Κομμούνα πάλεψε, όχι για έναν στόχο τοπικό ή στενά εθνικό, αλλά για τη χειραφέτηση όλης της ανθρωπότητας του μόχθου, όλων των ποδοπατημένων και καταπιεσμένων. Ως εξέχων μαχητής για την κοινωνική επανάσταση, η Κομμούνα έχει κερδίσει τη συμπάθεια οπουδήποτε στον κόσμο υπάρχει προλεταριάτο που υποφέρει και που αγωνίζεται. Το έπος της ζωής και του θανάτου της, η εικόνα μιας εργατικής κυβέρνησης η οποία κατέλαβε την πρωτεύουσα του κόσμου και την κράτησε για πάνω από δύο μήνες, το θέαμα της ηρωικής πάλης του προλεταριάτου και των μαρτυρίων που υπέστη μετά την ήττα του — όλα αυτά ανύψωσαν το ηθικό εκατομμυρίων εργατών, ενίσχυσαν τις ελπίδες τους και έφεραν την συμπάθειά τους με το μέρος του σοσιαλισμού. Ο κεραυνός του παρισινού κανονιού ξύπνησε τα πιο οπισθοδρομικά τμήματα του προλεταριάτου απ’ τον βαθύ τους ύπνο, και έδωσε παντού το έναυσμα για την ανάπτυξη της επαναστατικής σοσιαλιστικής προπαγάνδας. Για αυτό και ο σκοπός της Κομμούνας δεν πέθανε. Ζει ως τα σήμερα, μέσα στον καθένα μας.

Ο σκοπός της Κομμούνας είναι ο σκοπός της σοσιαλιστικής επανάστασης, ο σκοπός της πλήρους πολιτικής και οικονομικής χειραφέτησης των εργατών. Είναι ο σκοπός του παγκόσμιου προλεταριάτου. Και με αυτή την έννοια, είναι αθάνατος.

Σημειώσεις

  1. Στρατηγοί του τσάρου, διαβόητοι για τις βάναυσες κατασταλτικές τους πρακτικές κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905-1907 στη Ρωσία.

Πηγή: marxists.org

Τα διδάγματα της κομμούνας

Ύστερα από το πραξικόπημα που κατέληξε στην επανάσταση του 1848, η Γαλλία έπεσε για 48 χρόνια κάτω από το ζυγό του Ναπολέοντος. Το καθεστώς αυτό, όχι μονο οδήγησε τη χώρα στην οικονομική καταστροφή, μα και στην οικονομική ταπείνωση. Το προλεταριάτο που ξεσηκώθηκε ενάντια στο παλιό καθεστώς, είχε εκτελέσει δύο καθήκοντα: ένα εθνικό κι ένα κοινωνικό. Ελευθέρωσε τη Γαλλία από τη Γερμανική εισβολή και τους εργάτες από τον καπιταλισμό, εγκαθιστώντας το σοσιαλισμό. Το βασικό χαρακτηριστικό της Κομμούνας συνίσταται στο συνδιασμό των δύο αυτών καθηκόντων.

H μπουρζουαζία συνέστησε τότε μια κυβέρνηση «εθνικής αμύνης» και το προλεταριάτο υποχρώθηκε να αγωνιστεί κάτω από την καθοδήγησή της για εθνική ανεξαρτησία. Πραγματικά, επρόκειτο για μια κυβέρνηση «εθνικής προδοσίας» που θεωρούσε τον εαυτό της σαν κλημένη να παλαίψει κατά του προλεταριάτου του Παρισιού. Μα το προλεταριάτο δεν τα παρατηρούσε αυτά, στραβωμένο καθώς ήταν από πατριωτικές αυταπάτες. Η πατριωτική ιδέα έλκει ακόμη την καταγωγή της από τη Μεγάλη Επανάσταση του 18ου αιώνα. Σʼαυτή προσκολήθηκε το πνεύμα των σοσιαλιστών της Κομμούνας κι ο Μπλανκί π.χ. που αναμφισβήτητα ήταν επαναστάτης και θερμός οπαδός του σοσιαλισμού, δεν βρήκε καταλληλότερο όνομα για την εφημερίδα του από την αστική ιαχή: «Η πατρίδα κινδυνεύει!».

Το θανάσιμο σφάλμα των σοσιαλιστών βρισκόταν στην ένωση δυό αντίθετων σκοπών: του σοσιαλισμού και του πατριωτισμού. Το Σεπτέμβρη του 1870 κιόλας, στο Μανιφέστο της Διεθνούς ο Μαρξ τράβηξε την προσοχή του προλεταριάτου κατά της ψεύτικης εθνικής ιδέας. Συντελέσθηκαν μεγάλες αλλαγές από τη Μεγάλη Επανάσταση και δώθε, οι ταξικοί ανταγωνισμοί οξύνθηκαν, και η πάλη τότε κατά της αντίδρασης σʼ ολόκληρη την Ευρώπη αγκάλιαζε όλο το επαναστατικό έθνος, ενώ τώρα το προλεταριάτο δεν μπορεί πια να ενώσει τα συμφέροντά του με τα συμφέροντα των άλλων εχθρικών του τάξεων. Ας πάρει η μπουρζουαζία τις ευθύνες για την ταπείνωση του έθνους —το έργο του προλεταριάτου είναι να παλαίψει για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της δουλειάς από το ζυγό της μπουρζουαζίας.

Και πραγματικά, δεν άργησαν νʼαποκαλυφθούν οι πραγματικοί σκοποί του αστικού «πατριωτισμού». Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, αφού σύνηψε επαίσχυντη ειρήνη με τους Πρώσσους, καταπιάστηκε με το άμεσό της καθήκον: χτύπησε τον εξοπλισμό, τρομερό γιʼ αυτήν, του Προλεταριάτου του Παρισιού. Οι εργάτες απάντησαν προκυρρήσσοντας την Κομμούνα του Παρισιού και τον εμφύλιο πόλεμο.

Παρά το ότι το σοσιαλιστικό προλεταριάτο ήταν διαιρεμένο σε πολλές ομάδες, η Κομμούνα απετέλεσεν εξαίσιο παράδειγμα, για τον ομόφωνο τρόπο που το προλεταριάτο ξέρει να λύνει τα δημοκρατικά προβλήματα που η μπουρζουαζία μόνο να διακυρήξει ήξερε. Το προλεταριάτο αφού κατέλαβε την εξουσία, προχώρησε απλά και πραγματικά, χωρίς καμμιά πολυσχιδή νομοθεσία, στη δημοκρατικοποίηση του κοινωνικού καθεστώτος, κατάργησε τη γραφειοκρατία, πραγματοποίησε την εκλογή των αντιπροσώπων από το λαό.

Δύο όμως σφάλματα εκμηδένισαν τους καρπούς της λαμπρής αυτής νίκης. Το προλεταριάτο σταμάτησε στη μέση του δρόμου, αντί να προβή στην «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», άφησε να παρασυρθεί από το όνειρο της εγκαθίδρυσης μιας ανώτερης ισότητας στη χώρα, ενωμένη γύρω στο εθνικό της καθήκον. Ιδρύματα όπως οι τράπεζες π.χ. έμειναν άθικτα, η θεωρία των προυντονικών κυριαρχούσε ακόμη ανάμεσα στους σοσιαλιστές. Το δεύτερο σφάλμα βρισκόταν στην ανώτερη μεγαλοψυχία του προλεταριάτου. Έπρεπε να εκμηδενίσει τους εχθρούς του αντί να προσπθαθεί αν τους επηρρεάσει ηθικά, παραμέλησε τη σημασία της καθαρά στρατιωτικής δράσης στον εμφύλιο πόλεμο κι αντί να επιστέψει την παρισινή νίκη με μια ενεργητική επίθεση κατά των Βερσαλλιών, τραινάρισε το πράμα κι έδωσε τον καιρό στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών να συντάξει τις δυνάμεις της και να ετοιμάσει τη ματωμένη βδομάδα του Μάη.

Παρʼόλα όμως τα σφάλματά της η Κομμούνα είναι το μεγαλύτερο παράδειγμα του μεγαλύτερου προλεταριακού κινήματος του 19ου αιώνα. Ο Μαρξ έδωσε μεγάλη σημασία στην ιστορική σημασία της Κομμούνας. Αν κατά την προδοτική επίθεση των βερσαλλιέζικων ορδών κατά του προλεταριάτου του Παρισιού να το αφοπλίσουν, οι εργάτες άφησαν νʼαφοπλιστούν χωρίς μάχες, η ηθική κατάπτωση που θα προξενούσε μια τέτοια αδυναμία στους κόλπους του προλεταριακού κινήματος, θα είχε συνέπειες πολύ πιο οδυνηρές, από τις απώλειες που υπέστη ηεργατική τάξη κατά την πάλη, υπερασπίζοντας τα όπλα τους. Όσο μεγάλες κι αν είναι οι θυσίες τις Κομμούνας, ισοζυγίζονται από τη σημασία της για το γενικό αγώνα του προλεταριάτου. Εκδήλωσε το σοσιαλιστικό κίνημα στην Ευρώπη, έδειξε τη δύναμη του εμφυλίου πολέμου, διάλυσε τις πατριωτικές αυταπάτες και κατέρριψε την απλοϊκή πίστη προς τα εθνικά ιδανικά της μπουρζουαζίας. Η Κομμούνα δίδαξε το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο, να βάζει συγκεκριμένα τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Το μάθημα που πήρε το προλεταριάτο δε θα ξεχαστεί. Η εργατική τάξη θα το εκμεταλλευτεί, όπως το εκμεταλλεύτηκε κιόλας στην επανάσταση του Δεκέμβρη (1905).

Πηγή: marxists.org

Louise Michel, όπως επαναστάτρια

Έχει ένα ύφος σκληρό και θλιμμένο, ένα ανάστημα αξιοπρεπές μέσα στα ζαρωμένα ρούχα της φυλακισμένης, μαλλιά που πέφτουν άτακτα αριστερά και δεξιά από ένα μέτωπο ψηλό και κυρτωμένο. Με καθαρή και δυνατή φωνή δασκάλας, απευθύνεται επιθετικά στους δικαστές της: «Αυτό που ζητάω από εσάς, είναι ο στύλος του Satory [χώρος κράτησης των Κομμουνάρων στις Βερσαλλίες], όπου ήδη έπεσαν τ’ αδέρφια μας﮲ πρέπει να με απομονώσετε από την κοινωνία. Σας είπαν να το κάνετε. Σωστά λοιπόν, έχουν δίκιο. Εφόσον φαίνεται ότι κάθε καρδιά που μάχεται για την ελευθερία, δεν δικαιούται σήμερα παρά μόνο λίγα σκάγια, το ίδιο ζητάω και για εμένα». Ντροπή στο συμβούλιο του πολέμου. Δεν προέβλεψε την εκτέλεση για τις γυναίκες, τραυματιοφορείς ή νοσοκόμες. Το Δεκέμβριο του 1871 η Κομμούνα έχει ηττηθεί εδώ κι επτά μήνες, η τάξη επανήλθε – η εξέγερση κατεστάλη, η μπουρζουαζία συνήλθε από την τρομάρα της μπροστά στη λαϊκή εξέγερση. Ο στρατός τα κατάφερε ώστε ποτάμια να κυλίσει το αίμα στο Παρίσι: περίπου 10.000 νεκροί, σκοτωμένοι στις μάχες ή ντουφεκισμένοι δίχως κρίση, τόσο αυτοί που πήραν τα όπλα όσο κι εκείνοι που δεν τα πήραν, με βάση απλές υποψίες. Οι αξιωματικοί διέθεταν λίστες για να επιβεβαιώσουν τους αρχηγούς της Κομμούνας, ευθύς τους συλλάμβαναν, τους κόλλαγαν συχνά σ’ έναν τοίχο και το εκτελεστικό απόσπασμα τους γάζωνε. Ένας αξιωματικός διαπιστώνει ότι συνέλαβε δυο Παριζιάνους με το ίδιο επίθετο, που διέθετε καλή θέση στη μαύρη λίστα. Από τους δυο συνονόματους, ποιος να’ ναι ο σωστός; Ζητά οδηγίες. «Ντουφεκίστε και τους δυο» λέει η εντολή «έτσι θα είμαστε σίγουροι».

Για να εξορκίσουν την αποτυχία, θα τραγουδήσουν αργότερα: «Μα η Κομμούνα δεν πέθανε Nicolas». Σαφώς. Ζει μες στις καρδιές αλλά συνάμα δολοφονήθηκε από τους Βερσαγιέζους, που έπνιξαν το φόβο των αστών μέσα στο αίμα του εργάτη. Ο καιρός των κερασιών είναι εξεγερμένος: το χαρούμενο αηδόνι κι ο κατεργάρης κότσυφας κελαηδούν έναν πένθιμο σκοπό. Στο Satory, όπου και εγκλείστηκε, η Louise Michel είδε την εκτέλεση των συλληφθέντων αρχηγών, μεταξύ αυτών και του Théophile Ferré, ενός νεαρού επαναστάτη με διόπτρες, με τον οποίο εκείνη ήταν κρυφά ερωτευμένη. Οι φίλοι της σκοτώθηκαν, το εργατικό κίνημα αποκεφαλίστηκε, η Louise είναι αποκαρδιωμένη από την τραγωδία αλλά παραμένει όρθια μες στην δυστυχία, βέβαιη πως τα ιδανικά θα επιβιώσουν της σφαγής.

Η Ζαν ντ’ Αρκ με τη μαύρη σημαία

Υπέρμαχη της ισότητας, δεν αποδέχεται το να μπουν οι γυναίκες στο περιθώριο ακόμα και αναφορικά με την καταστολή. Αν μετέχουν στην εξέγερση, οφείλουν να μετέχουν και στη θυσία. Έτσι λοιπόν διαμαρτύρεται﮲ όχι δεν ήταν μόνο διασώστρια: τραυματίζεται από σφαίρα με τη στολή της Εθνοφρουράς, μάχιμη στο 61ο σύνταγμα της Μονμάρτης, παρούσα σε όλα τα σημεία των επιθέσεων. Κρίνοντας λοιπόν το συμβούλιο του πολέμου ότι τυχόν εκ νέου εκτελέσεις θα προκαλούσαν σκάνδαλο, ιδίως εκείνη μιας γυναίκας, αρκείται σε εκτοπισμό, με κάθειρξη σε οχυρό. Πρόκειται για τη Νέα Καληδονία[i], στην άλλη πλευρά του κόσμου, αρκετά μακριά για να απομακρυνθεί το φάντασμα της κοινωνικής επανάστασης, στον αντίποδα της ελευθερίας.

Από αυτό το στιγμιότυπο, απ’ τη ρομαντική της διακήρυξη, ηρωική κι απελπισμένη, η Louise Michel, η «Ερυθρά Παρθένος», η «Φλογερή Επαναστάτρια», η «ηγέτιδα της Κομμούνας», αναρχική και φεμινίστρια, η «Ζαν ντ’ Αρκ με τη μαύρη σημαία» θα μείνει στη μνήμη του εργατικού κινήματος. Για εκείνην η ισότητα δεν γνωρίζει διαχωρισμούς. Σ’ όλη της τη ζωή πολεμά για την υπόθεση των ταπεινών, των γυναικών όπως και των εργατών ή του εποικισμού της Καληδονίας, φιλελεύθερη, διεθνίστρια, σοσιαλίστρια κι ελευθεριακή, στη Μονμάρτη όπως και στη γενέθλια γη της Haute-Marne μέχρι και στη Nouméa. Είναι η γυναίκα σύμβολο για όλες τις γυναίκες, η ηρωίδα της εξέγερσης για όλους τους εξεγερμένους.

Αυτή την άρνηση της εξουσίας κι αυτόν τον έρωτα για την ελευθερία, τα έμαθε σε ένα κάστρο. Η Louise Michelle είναι η κόρη μιας υπηρέτριας που δούλευε στο σκοτεινό αρχοντικό της Vroncourt-la-Côte, στο λιτό κέντρο της Haute-Marne. Και ποιος ήταν ο πατέρας της; Ο γιός του πυργοδεσπότη, Laurent Demahis, ή ίσως ο Etienne-Charles, ο ίδιος ο πυργοδεσπότης, αυτό δεν το γνωρίζουμε μιας και οι δυο τους ήταν ύποπτοι για σχέσεις με τις υπηρέτριες. Η οικογένεια των Demahis, σε κάθε περίπτωση, αναθρέφει τη Louise σαν παιδί ή εγγόνι της, παιδί χαϊδεμένο και άρτια μορφωμένο. Οπαδοί του Διαφωτισμού, «πεφωτισμένοι» αριστοκράτες και επικεντρωμένοι στις αρχές του 1789. Στο παιδί του έρωτα ενσταλάζουν τον έρωτα για την ελευθερία και τον Λόγο, ωθώντας την να διαβάσει Βολτέρο, Ρουσσώ και τους Εγκυκλοπαιδιστές μακριά από τις προκαταλήψεις της τάξης τους και τις περιοριστικές ιδέες της Παλινόρθωσης του Λουδοβίκου – Φίλιππου. Όμως η αδικία την προλαβαίνει. Με το θάνατο των παππούδων της το 1850, η ιδιοκτησία πωλείται. Και σαν τον Candide[ii] που με μια κλωτσιά βρισκόταν από το ένα ωραίο κάστρο στο επόμενο, μητέρα και κόρη πρέπει να φύγουν, επιστρέφοντας στην πρότερη θέση των υπηρετριών δίχως τίτλο και χρήματα. H Louise πρέπει να εργαστεί. Ωστόσο έχει κουλτούρα﮲ παρακολουθεί μαθήματα για να γίνει δασκάλα. Το ίδιο διάστημα, ερωτευμένη με τα βιβλία, τρέφει το όνειρο μιας λογοτεχνικής καριέρας. Δίχως βοήθεια κι υποστήριξη στέλνει τα κείμενα της στον μεγάλο Βίκτωρα Ουγκώ, που της απαντά. Γνωρίζονται στο Παρίσι. Την γοήτευσε; Κανείς δεν ξέρει, αν και η Louise φιγουράρει στο καρνέ του Ουγκώ που κατέθετε τις γυναικοδουλειές του. Σε κάθε περίπτωση αυτή είναι η αρχή μιας μεγάλης φιλίας, επιστολικής κυρίως, ανάμεσα στο γίγαντα των γραμμάτων και το «δυσδιάκριτο βαθύ μπλε» [η φράση ανήκει στην ίδια τη Louise Michel] που σκουραίνει δίχως χαλάρωση του χαρτιού της εύστοχης και συνάμα αβέβαιης γραφής της, παράγοντας διαρκώς διηγήματα, ποιήματα, λίβελλους και φιλιππικούς.

Δρα κατά τη βούληση της

To 1853 αρνείται να δώσει πολιτικό όρκο στον Ναπολέοντα τον 3ο, που ανήλθε στο χρόνο μόνο ένα χρόνο νωρίτερα στραγγαλίζοντας τη Γαλλική Δημοκρατία. Εγκαταλείπει τη δημόσια εκπαίδευση και πετυχαίνει να ανοίξει ένα «ελεύθερο σχολείο» στο Audeloncourt, όχι μακριά από το γενέθλιο της κάστρο. Για εκείνη η γνώση είναι ο στυλοβάτης της ισότητας. Το σχολείο της απευθύνεται σε όλους, τα κορίτσια και τα αγόρια λαμβάνουν την ίδια εκπαίδευση, που αποσκοπεί στην αφύπνιση του κριτικού πνεύματος μαζί με τη μετάδοση των γνώσεων. Οι επόπτες της εκπαίδευσης ανησυχούν αλλά η αφοσίωση της είναι τέτοια που την αφήνουν να δράσει κατά τη βούληση της. Το 1856 πηγαίνει στο Παρίσι, ανοίγει ένα δεύτερο σχολείο και δοκιμάζεται στην ποίηση. Εκεί ακριβώς γνωρίζει τους υπέροχους ανθούς του επαναστατικού Παρισιού: τον Jules Vallès, τον Raoul Rigault και τον Emile Eudes. Φιλελεύθερη κι εξεγερμένη απέναντι στην εργατική αθλιότητα – μιας και μιλάμε για την εποχή της απίστευτης βιομηχανικής ανάπτυξης, των 12 ωρών εργασίας, των μισθών της μιζέριας, των τρωγλών και των φοβερών εξεγέρσεων, σχολαστικός απεικονιστής των οποίων θα γίνει ο Ζολά – γίνεται μπλανκίστρια[iii], αφιερωμένη στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην εξέγερση που υποδαυλίζεται από σκοτεινούς συνωμότες με μακριές γενειάδες. Το 1856 ιδρύει ένα ακόμη σχολείο στη Μονμάρτη και γνωρίζει τον Clemenceau, τον γιατρό των φτωχών αλλά και δήμαρχο του διαμερίσματος, με τον οποίο διατηρεί μια δυνατή φιλία παρά τις πολιτικές τους διαφωνίες.

Το καλοκαίρι του 1870 ο Ναπολέων ο 3ος μπαίνει ασύνετα σε πόλεμο εναντίον της Πρωσίας του Βίσμαρκ. Πρόκειται για την άτακτη φυγή του γαλλικού στρατού, που λιανίστηκε από τους στρατιώτες του Guillaume του 1ου. Οι Πρώσοι παγιδεύουν στο Sedan έναν άρρωστο αυτοκράτορα, που δεν διέθετε τη στρατιωτική ιδιοφυία του θείου του. Στις 4 Σεπτεμβρίου διακηρύσσεται η Δημοκρατία, στις 19 ο πρωσικός στρατός ξεκινά την πολιορκία του Παρισιού, το οποίο αντιστέκεται ηρωικά. Η Louise Michel είναι πρόεδρος της επιτροπής επαγρύπνησης των γυναικών της Μονμάρτης. Με τη βοήθεια του Clemenceau οργανώνει ένα συσσίτιο για τα φτωχά παιδιά και αφιερώνεται ψυχή και σώματι στην άμυνα της πόλης, που μαστίζεται από την πείνα. Στις 18 Ιανουαρίου 1871, μέγιστη ταπείνωση, η Γερμανική Αυτοκρατορία ανακηρύσσεται στην Αίθουσα των Κρυστάλλων των Βερσαλλιών. Στις 28 η προσωρινή κυβέρνηση υπογράφει ανακωχή και στις 8 Φεβρουαρίου οι εκλογές για εθνοσυνέλευση καθορίζουν μια μοναρχική πλειοψηφία «υπέρ της ειρήνης», την ίδια ώρα που οι εκπρόσωποι του Παρισιού, προερχόμενοι από την παράταξη του σοσιαλισμού και του ανυποχώρητου φιλελευθερισμού, τάσσονται «υπέρ του πολέμου».

Η νέα βουλή αποφασίζει να διαπραγματευτεί με τους Πρώσους και τοποθετεί βοναπαρτιστές σε θέσεις-κλειδιά της πρωτεύουσας, απαγορεύοντας τις επαναστατικές εφημερίδες, και πρώτα απ’ όλα τη Φωνή του Λαού του Vallès. Ο λαός του Παρισιού, εξοργισμένος, δονείται από το πρόταγμα ενός «αριστερού πατριωτισμού» και απορρίπτει τη συνέλευση των Βερσαλλιών. Το βράδυ της 17ης Μαρτίου, όταν ο Θιέρσος διατάζει την εθνοφρουρά να ξαναπάρει τα κανόνια που βρίσκονται στη Μονμάρτη, ξεκινά η εξέγερση. H Louise Michel βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των γυναικών που εναντιώνονται στη μεταφορά των κανονιών και συγκεντρώνουν στρατεύματα για την εξέγερση. Το ανατολικό Παρίσι ξεχύνεται στα οδοφράγματα, ο Θιέρσος καταφεύγει στις Βερσαλλίες, μια «Κομμούνα του Παρισιού» ανακηρύσσεται στις 26 Μαρτίου, στα χνάρια εκείνης που ανέτρεψε το βασιλιά το 1792. Αποτελούμενη από φιλελεύθερους, σοσιαλιστές και μπλανκιστές, επίγονος των Ορεινών του 1793, η Κομμούνα πραγματοποιεί διάφορες κοινωνικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, στα πλαίσια ενός πνεύματος ημι-ιακωβίνικου και ημι-φιλελεύθερου, κυρίως όμως αναλαμβάνει την άμυνα του Παρισιού, που περικυκλώνεται από τους Βερσαγιέζους.

Η Louise Michel υποστηρίζει τους πιο ριζοσπαστικούς από τους Κομμουνάρους. Μάταια αυτό-προτείνεται να δολοφονήσει τον Θιέρσο στις Βερσαλλίες, θέλει τα ομόσπονδα στρατεύματα να μετακινηθούν άμεσα εναντίον της Εθνοσυνέλευσης. Επιδοκιμάζει την εκτέλεση των αιχμαλώτων – θρησκευόμενων στην πλειοψηφία τους – κατ’ εντολή του μπλανκιστή φίλου της Ferré, όταν τα στρατεύματα των Βερσαγιέζων μπαίνουν στο Παρίσι από την πύλη του Saint-Cloud, γεγονός που θα εξυπηρετήσει ευρύτατα την προπαγάνδα του Θιέρσου, την ίδια ώρα που οι βιαιοπραγίες της κυβέρνησης είναι απείρως περισσότερες. Πολεμά στην πρώτη γραμμή με τη στολή της Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση του δυτικού Παρισιού. Διαφεύγει της σύλληψης κατά την «Ματωμένη Εβδομάδα», αλλά όταν οι Βερσαγιέζοι φυλακίζουν τη μητέρα της, παραδίδεται με αντάλλαγμα την ελευθερία εκείνης. Καταδικασμένη από το συμβούλιο του πολέμου και φυλακισμένη στην Auberive, επιβιβάζεται τελικά στο κατάστρωμα της Virginie στις 24 Αυγούστου 1873 μαζί με άλλους επιζήσαντες της Κομμούνας, όπως ο Henri Rochefort, χειμαρρώδης λογομάχος, η Nathalie Lemel, αγωνίστρια του φεμινισμού, φίλη του Varlen και μια από τις πρώτες συνδικαλιστικές εκπροσώπους της Γαλλίας.

Ρηξικέλευθη και ευγενική

Στη Νέα Καληδονία περνά δυο χρόνια κρατούμενη σε φρούριο. Διαβάζει Μπακούνιν, Κροπότκιν και προσκολλάται στις ιδέες της αναρχίας, τηρώντας αρκετά κριτική στάση απέναντι στις απολυταρχικές τάσεις της Κομμούνας. Υπό την πίεση των ριζοσπαστών φιλελευθέρων, η ποινή της μεταβάλλεται σε απλή εξορία. Εγκαθίσταται ως δασκάλα στο δυτικό κόλπο της Καληδονίας, και ανοίγει ένα σχολείο για τους ιθαγενείς, υποστηρίζοντας τα αιτήματα τους. Τον Ιούλιο του 1880 η καμπάνια του Ουγκώ και των ριζοσπαστών για την αμνηστία πετυχαίνει. Η Louise Michel, της οποίας η ιστορία παρατέθηκε ήδη σε μεγάλο εύρος, φτάνει στη Διέππη στις 9 Νοεμβρίου κι έπειτα στο  Saint-Lazare, όπου και την υποδέχεται ένα ενθουσιώδες πλήθος. Μια καινούρια ζωή ξεκινά. Λαϊκό είδωλο, οργώνει ακατάπαυστα τη χώρα για να μεταδώσει τον επαναστατικό λόγο, αποθεώνοντας την εργατική εξέγερση και την γυναικεία χειραφέτηση, ριζοσπαστική από αυτές τις όψεις μα συνάμα ευγενική και φιλική απέναντι στα υπόλοιπα φιλελεύθερα ρεύματα, πάντα φίλη του Ουγκώ και του Clemenceau.

Φυλακίζεται κι απελευθερώνεται ξανά. Ένας φανατικός, ο Lucas, την πυροβολεί δυο φορές στο κεφάλι – η μια σφαίρα θα μείνει για πάντα κολλημένη στο κρανίο της. Ζητά την αθώωση του και την πετυχαίνει. Ταξιδεύει στο Λονδίνο, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Αλγερία, αγγελιοφόρος του παρελθόντος της Κομμούνας και του σοσιαλιστικού μέλλοντος. Πεθαίνει στη Μασσαλία τον Ιανουάριο του 1905, αφοσιωμένη στο καθήκον, την ίδια ώρα που οι επιμέρους επίγονοι της Κομμούνας ενώνονται υπό την αιγίδα του Ζαν Ζωρές[iv].

Ο Ουγκώ της αφιερώνει ένα ποίημα, το Viro Major (υπέρτερη από άνθρωπο/άνδρα), φέρνοντας στη μνήμη την έκκληση της απέναντι στους δικαστές του συμβουλίου του πολέμου, που της χάρισε την δόξα:

Έχοντας αντικρύσει μεγάλο μακελειό κι αμάχη,

το λαό σταυρωμένο και το Παρίσι σ’ άθλια γωνιά.

[….]

Κουρασμένη στα βάσανα, τους αγώνες και τα όνειρα

έλεγες: «Σκότωσα» κι ήθελες να πεθάνεις

[….]

Κι όσοι σαν εμέ σ’ έχουν για αδύναμη

καμωμένη δίχως ηρωϊσμούς και αρετή

ξέρουν ότι στην ερώτηση: «Από που έρχεσαι;»

θ’ απαντούσες: «Έρχομαι απ’ το φεγγάρι του πόνου».

Αυτοί που ξέρουν τους γλυκούς και μυστηριακούς σου στίχους,

τις μέρες και τις νύχτες σου, φροντίδες και δάκρυα δοσμένα σε όλους,

την αυταπάρνηση σου να προστατέψεις τους άλλους

[….]

παρά τη θανατερή κι ορθή φωνή σου να σε κατηγορεί

μέσα απ’ τη Μέδουσα έβλεπαν έναν άγγελο να λάμπει…

Δίπλα σ’ αυτό, αντί διαθήκης, κι αυτό το απλό adagio δια χειρός της Louise, σ’ εκείνους που πιστεύουν ακόμα στο αύριο:

Καθένας ψάχνει να βρει το δρόμο του – κι εμείς το ίδιο,

έχοντας κατά νου πως η μέρα που θα βασιλεύει η ελευθερία, έρχεται

και τότε η ανθρωπότητα θα είναι ευτυχισμένη.


[i] Νέα Καληδονία: υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας στον Ειρηνικό Ωκεανό

[ii] Candide: έργο του Γάλλου φιλόσοφου και Διαφωτιστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ

[iii] Μπλανκιστές: ρεύμα του ουτοπικού σοσιαλισμού (19ος αιώνας) που υποστήριζε ότι η επανάσταση είναι νομοτελειακά έργο μιας μειοψηφίας συνωμοτών

[iv] Ζαν Ζωρές: Γάλλος σοσιαλιστής (1859-1914), η συνεπής φιλειρηνική του στάση στα πρόθυρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) στάθηκε η αιτία να δολοφονηθεί

 

Πηγή: Liberation

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κολοκυθάς