Άρθρα

Η δημόσια υγεία είναι κοινωνικό αγαθό και όχι ατομικό δικαίωμα

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η βολική και σκόπιμη ανάδειξη της αντίθεσης ορθολογιστών – σκοταδιστών με αφορμή τον εμβολιασμό, δεν μπορεί να κρύψει τις ευθύνες της κυβέρνησης και του συστήματος που υπηρετεί. Για την αρνητική εξέλιξη της πανδημίας, για τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, για την οριακή κατάσταση του συστήματος υγείας, υπάρχουν ευθύνες με ονοματεπώνυμο. Την ίδια στιγμή, οι προοδευτικοί άνθρωποι, η Αριστερά, και ειδικά το κομμουνιστικό κίνημα, δεν μπορεί να μην αντιπαρατίθεται με τον ατομισμό και την εγωκεντρική ιδεολογία, ειδικά όταν αυτή συμπορεύεται με σκοταδιστικές και συνωμοσιολογικές θεωρίες.

Τα πρόσφατα αντιεμβολιαστικά συλλαλητήρια δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Το δικαίωμα στον μη εμβολιασμό δεν αποτελεί γενικώς δημοκρατικό δικαίωμα, όπως δεν αποτελούσε δημοκρατικό δικαίωμα η μη χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους το χειμώνα. Δεν συνιστά προοδευτική τοποθέτηση η άποψη ότι δεν χρειάζονται μέτρα περιορισμού μιας επικίνδυνης πανδημίας, αλλά ότι έπρεπε αυτή να αφεθεί ανενόχλητη να «κάνει τον κύκλο της». Το ότι τα μέτρα περιορισμού έγιναν η αποκλειστική πολιτική της κυβέρνησης και ότι κάποια εξ αυτών δεν είχαν καμία λογική, δεν συνεπάγεται ότι οι πολιτικές περιορισμού του ιού ήταν συλλήβδην αντιδημοκρατική εκτροπή και βιοπολιτικό πείραμα.

Η ιδιωτικοποίηση είναι στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης. Όχι μόνο επειδή τα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται σε μηχανισμό κερδοφορίας για το κεφάλαιο, αλλά και επειδή καταργεί την κοινωνία και τη συλλογικότητα στο όνομα του ατόμου που ιδιωτεύει. Το ιδιωτικό δικαίωμα συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον, η ατομική επιλογή αντιπαρατίθεται με την κοινωνική συνείδηση. Αυτό ισχύει γενικά, ισχύει και στο ζήτημα της δημόσιας υγείας και του εμβολιασμού.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αφού αρνήθηκε να ενισχύσει το σύστημα δημόσιας υγείας, πρόληψης και ελέγχου της πανδημίας, αφού απέτυχε να οργανώσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο και σύστημα εμβολιασμού του πληθυσμού, επιδίδεται στην ενοχοποίηση τρίτων και στην αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Φορτώνει την ευθύνη για την εξέλιξη της πανδημίας στις ατομικές επιλογές των ανεμβολίαστων. Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας εκκόλαψε την αμφιβολία και τις αντιεπιστημονικές απόψεις για την αντιμετώπιση του Covid, συχνά με τη βοήθεια της επιτροπής Ειδικών, εμφανίζοντας τις πολιτικές της επιλογές ως αντικειμενικές και επιστημονικές εισηγήσεις.

Αντί να αναλάβει την ευθύνη της να πείσει την κοινωνία, να υλοποιήσει μια εκστρατεία ενημέρωσης και γνώσης, να μιλήσει ψύχραιμα, πειστικά και ενωτικά, οργανώνει διχαστικά διλήμματα εκ του πονηρού.

Αντί να επιμείνει στον εμβολιασμό των ηλικιωμένων, όπου η Ελλάδα καταγράφει τα χειρότερα ποσοστά στην Ευρώπη, επιχειρεί χυδαία να εξαγοράσει την εκλογική συμπεριφορά της νεολαίας τάζοντας 150 ευρώ μαζί με τον εμβολιασμό.

Αντί να χρησιμοποιήσει κάθε πόρο του κρατικού μηχανισμού για να προωθήσει τον εμβολιασμό, συγκρουόμενη αποφασιστικά με τις εστίες του σκοταδισμού (θρησκευτικού και εθνικιστικού), απειλεί με κυρώσεις τους ανεμβολίαστους.

Μετατρέπει ένα κοινωνικό ζήτημα και μια συλλογική πρόκληση σε ανταγωνιστικές ατομικές πρακτικές. Αυτό συνιστά έγκλημα, το ίδιο σοβαρό με την επιχείρηση διάλυσης της δημόσιας υγείας σε όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξυπηρετείται από το δίλημμα σκοταδιστές – ορθολογιστές, ακριβώς όπως η αξιωματική αντιπολίτευση βολεύεται από το ψάρεμα που κάνουν στελέχη της στα θολά νερά της συνωμοσιολογίας.

Ο λόγος είναι ότι τέτοια διλήμματα, από τη μια τσουβαλιάζουν συλλήβδην τους ανεμβολίαστους ως αρνητές του ιού και ψεκασμένους, από την άλλη όμως κρύβουν τις πραγματικές αιτίες της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης: Απουσία συστηματικής ενημέρωσης, αντιφατικά μηνύματα, καθυστερήσεις στην προμήθεια εμβολίων λόγω δεσμεύσεων από τις συμφωνίες της ΕΕ, άρνηση αντιπαράθεσης με την εκκλησία και το σκοταδισμό, εξύμνηση της ατομικής «επιλογής» και «ελευθερίας», πολιτικές σκοπιμότητες που τροφοδοτούν – αντί να μειώνουν – τη δυσπιστία, ειδικά σε κοινωνικά στρώματα χαμηλότερου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου.

Η εμβολιαστική εκστρατεία και η ανάγκη καθολικού εμβολιασμού υπονομεύεται από την απόπειρα της κυβέρνησης να οξύνει την αντίθεση εμβολιασμένων – ανεμβολίαστων ώστε να απεκδυθεί των δικών της ευθυνών. Το ίδιο υπονομευτική είναι η αντιμετώπιση της υπαρκτής λαϊκής δυσπιστίας απέναντι στα εμβόλια με όρους μικροκομματικούς και συμφεροντολογικούς σε όφελος της κυβέρνησης, και όχι με τρόπο που να εξηγεί, να ερμηνεύει, να πείθει, να αλλάζει το συσχετισμό σε όφελος του εμβολιασμού.

Είναι ωστόσο προφανές ότι η δημόσια υγεία δεν μπορεί να διαμορφώνεται από το άθροισμα των ατομικών επιλογών, αλλά από τη συντεταγμένη βούληση της οργανωμένης κοινωνίας. Εξατομικεύοντας και ιδιωτικοποιώντας τόσο τον εμβολιασμό όσο και το σύστημα υγείας συνολικότερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελεί την μία όψη του νομίσματος της ατομικότητας, της ιδιοτέλειας, της ιδιώτευσης. Η άλλη όψη είναι αυτή του ατομικού δικαιώματος και της αυτοδιάθεσης που αγνοεί τα παραδεκτά επιστημονικά δεδομένα και επιμένει να αναπαράγει σκοταδιστικές, αντιδραστικές, μυθομανείς δοξασίες.

Η μάχη για τον εμβολιασμό είναι σημαντική. Η Αριστερά, το λαϊκό κίνημα και οι προοδευτικοί άνθρωποι θεωρούν τον καθολικό εμβολιασμό απαραίτητο όπλο, τμήμα του αγώνα για τη δημόσια υγεία και ειδικά για την πρόληψη. Είναι μέρος της ουμανιστικής ιδεολογίας που βλέπει την κοινωνία ως σύνολο σχέσεων και όχι ως άθροισμα ατόμων.

Μια κυβέρνηση, μια πολιτική και μια ιδεολογία που εξυμνεί το θατσερικό δόγμα «δεν υπάρχει κοινωνία και κοινωνικές τάξεις, αλλά τα άτομα και οι οικογένειές τους» δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πανδημία σε όφελος της δημόσιας υγείας. Διαχειρίζεται αναποτελεσματικά τον εμβολιασμό, απεκδύεται των ευθυνών της, εξατομικεύει τις δυσκολίες του εγχειρήματος, ιδιωτικοποιεί τις δημόσιες ευθύνες, εργαλειοποιεί τον εμβολιασμό για τις πολιτικές της σκοπιμότητες.

Και μένει να απειλεί με ποινές και τιμωρητικές πρακτικές όσους δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί, στήνοντάς τους στον τοίχο, ως μοναδικούς υπεύθυνους για τον συνεχιζόμενο υγειονομικό κίνδυνο.

Το γεγονός ότι όλος, περίπου, ο δυτικός κόσμος απέτυχε εξίσου, επιβεβαιώνει ότι το σύστημα που υπηρετεί αυτή η κυβέρνηση δε μπορεί να προστατεύσει τη δημόσια υγεία.

Ένα τέτοιο σύστημα και μια τέτοια κυβέρνηση είναι ακατάλληλη για να αντιμετωπίσει την πανδημία, είναι ανίκανη να προασπίσει τη δημόσια υγεία, είναι επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο.

Από τον Χομπς στο παγκόσμιο λοκ νταουν: Γιατί χρειάζεται να κοιτάξουμε προσεκτικά την Κίνα και το πείραμα του Covid-19

Στον Λεβιάθαν (1651) ο Χομπς μας ταξιδεύει στην εποχή που ονομάζει «φυσική κατάσταση». Κλειδί στο επιχείρημά του είναι ότι η φυσική κατάσταση, λόγω έλλειψης κεντρικής εξουσίας που να κρατά τους ανθρώπους σε τάξη, θα καταλήγει στην πάλη, στον πόλεμο και «το χειρότερο απ’ όλα, στον συνεχή φόβο και στον κίνδυνο του βίαιου θανάτου. Και η ζωή του ανθρώπου θα ήταν μοναχική, φτωχή, μοχθηρή και σύντομη». Έτσι, οδηγούμενοι από τον φόβο και την απέχθεια για αυτό το χάος, οι άνθρωποι δημιουργούν κυβερνήσεις που μπορούν να τους εξασφαλίσουν συγκεκριμένα δικαιώματα με αντάλλαγμα την αρχή του εξουσιαστή, του Λεβιάθαν. Ο Χομπς πιστεύει πως η κοινωνία και η φύση, ως ανεξέλεγκτα στοιχεία, καθιστούν αναγκαία την θυσία μερικών από τα ατομικά δικαιώματα των ανθρώπων, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ισχυρή, κεντρική εξουσία που έχει ως βασικό της ρόλο την διατήρηση της ειρήνης. Αυτή η συμφωνία διακυβέρνησης είναι αυτό που οι πολιτικοί φιλόσοφοι ονομάζουν «κοινωνικο συμβόλαιο» και σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνυπάρξουν στην κοινωνία με βάση ορισμένους ηθικούς και πολιτικούς κανόνες συμπεριφοράς, προκειμένου να αποφύγουν αυτό που ο Χομπς περιγράφει ως «διαρκή πόλεμο κάθε ανθρώπου ενάντια στον γείτονά του».

Από την εποχή των θεωριών των κοινωνικών συμβολαίων του Χομπς και του Λοκ, οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να κατανοήσουν γιατί ένα ορθολογικό υποκείμενο θα συναινούσε εθελοντικά στο να εγκαταλείψει την ελευθερία του με αντάλλαγμα την πολιτική τάξη. Δεν υπάρχει καλύτερη ευκαιρία να δούμε πως μια τέτοια ανταλλαγή ελευθερίας και ασφάλειας είναι αναγκαία, καθώς ο Covid-19 απειλεί τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ηλικιωμένων και ομάδων υψηλού κινδύνου.

Πολλοί από μας στη δύση, όμως, είμαστε ανίκανοι να υπακούσουμε στον νόμο και να τηρήσουμε το δικό μας μέρος του κοινωνικού συμβολαίου. Μάθαμε για την σοβαρότητα του ιού μέσω των μιντιακών αναφορών του Guardian τον Φεβρουάριο που έγραψε για «Δρακόντεια μέτρα του Πεκίνου για να τεθεί υπό έλεγχο η εξάπλωση του ιού» και πως οι «Ιταλικές αρχές επιβάλλουν δρακόντεια μέτρα». Πιο πρόσφατες αναφορές των μέσων ομοίως χρησιμοποιούν τον όρο «δρακόντεια» για να αναφερθούν σε κάτι κυρίως πολιτικό παρά πρακτικό. Σε τελική ανάλυση, οι περισσότεροι επιδημιολόγοι συμφωνούν πως για να ξεφορτωθούμε τον κορονοϊό πρέπει να γίνουμε ιδιαίτερα αυστηροί στο πώς εφαρμόζουμε την κοινωνική αποστασιοποίηση και το λοκ νταουν. Υπάρχει άλλος τρόπος να νικήσουμε μια παγκόσμια πανδημία που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες εκλεπτυσμένων κύκλων διαλογισμού;

Πράγματι όλη αυτή η κουβέντα περί «δρακόντειων μέτρων» για τον έλεγχο της εξάπλωσης του κορονοϊού με ανάγκασε κατά την πέμπτη εβδομάδα του εγκλεισμού μου, να σκεφτώ γιατί τόσο πολλά ασιατικά κράτη τα κατάφεραν και εμείς εδώ στην Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, όχι. Δεν είναι μόνο οι «covidiots» [1]  που βρίσκονται σε αφθονία στα σόσιαλ μίντια και στα προφίλ αυτών που δηλώνουν περήφανοι «covidiots» και γλείφουν ράφια σουπερμάρκετ, τουαλέτες και χερούλια λεωφορείων. Ούτε οι τουρίστες που περνούν τις εαρινές διακοπές τους στη Φλόριντα παρά την κατάσταση της επιδημίας. Αντιμετωπίζουμε μια διαγενεακή απόρριψη των αρχών που εκλέξαμε για να προσέχουν την φυσική ασφάλεια όλων μας. Και όμως ο ρόλος μας στο κοινωνικό συμβόλαιο είναι να υπακούουμε στο νόμο, αλλά οι δυτικοί αποτυγχάνουν παταγωδώς.

Μπροστά στην πανδημία, για την πιθανότητα της οποίας οι επιστήμονες μας είχαν προειδοποιήσει εδώ και δεκαετίες και για την οποία η Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες υπήρξαν πιο προετοιμασμένες λόγω της επιδημίας του SARS το 2002-2003, τα δυτικέ ΜΜΕ ασχολήθηκαν με το να σχολιάζουν ποιές από τις χώρες αυτές έχουν ξεπεράσει τα όρια καταπάτησης της ανθρώπινης ελευθερίας και της λειτουργίας της αγοράς. Αλλά ενώ αναρωτιόμαστε στη δύση με το γιατί βάζουμε την ατομική ελευθερία πάνω από την επιβίωση όλων, η κινεζική κυβέρνηση και κοινωνία το κατάλαβαν γρήγορα, όπως κατάλαβαν και την ανάγκη για λοκ ντάουν και να ακολουθήσουν τις εντολές. Ένας βασικός λόγος γιατί η χώρα δείχνει να έχει νικήσει τον κορωνοϊό μέχρι τώρα – μαζί με τους ελέγχους, τα τεστ θερμοκρασίας, τις νέες κλινικές – είναι επειδή οι κάτοικοι της ανατολικής Ασίας γνωρίζουν πως να ακολουθούν κανόνες για πολλούς λόγους.

Πρώτον, οι Κινέζοι είναι χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα: στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Σε μέρη σαν τη Σιγκαπούρη και την Ταϊβάν πολλοί είναι και μετανάστες. Και στις δύο περιπτώσεις οι ιστορίες επιβίωσης και δυσπραγίας αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της κουλτούρας τους, ιστορίες, αν όχι των γονιών, τότε των παππούδων που αντιμετώπισαν πολλά οικονομικά εμπόδια κατά τη μετανάστευσή τους σε άλλες περιοχές. Έτσι, η κοινωνική νοοτροπία της κινεζικής κουλτούρας θυσιάζει τα ατομικά θέλω για το καλό της κοινωνίας, κατανοώντας ότι οι άλλοι έχουν υποφέρει τις ίδιες δυσκολίες. Εκεί όπου η Θάτσερ έκανε κυρίαρχο το «δεν υπάρχουν κοινωνίες», η κινεζική κοινωνία λειτουργεί με την αρχή της περιορισμένης αξίας του ατόμου.

Δεύτερον, που έρχεται να συμπληρώσει το πρώτο, στους κινέζους δεν αρέσει να μιλούν για δυσκολίες, όπως εξηγεί ο Hwee Yee Chua, κάτοικος της Σιγκαπούρης. Προτιμούν να επικεντρώνονται στις μελλοντικές υποσχέσεις πλουτισμού και ευτυχίας, συνεχίζει ο Chua, με το να ακολουθούν κανόνες στο τώρα. Για τους κατοίκους της ανατολικής Ασίας, το να υπομένει κανείς σήμερα είναι καλύτερο από το να λογαριάζεται με το παρελθόν, με έναν τέτοιο τρόπο που όταν εμφανίζονται καταστάσεις σαν τον SARS και τον COVID-2, η κουλτούρα τους ορίζει ότι όλοι πρέπει να «φάνε πίκρα». Το «τρώω πίκρα» αποτελεί κινεζικό ρητό που μεταφράζεται σε «χαμογέλα και προχώρα» ή «ξεπέρασέ το», διάλεξτε την μεταφορά που προτιμάτε. Ο Chua εξηγεί παραπέρα την ιδέα πίσω από την αντίληψη αυτή. «Είναι μια κινεζική παθογένεια. Εαν μπορεί κανείς να υποκαταστήσει την μνήμη της μιζέριας με το να ακολουθεί κανόνες στο σήμερα για να ξεφύγει στο μέλλον, τότε μπορεί να αρνείται το παρόν».

Ο Χομπς ήταν ξεκάθαρος πως χρειαζόμαστε τον «τρόμο κάποιας εξουσίας» για να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας, αλλιώς οι άνθρωποι δεν πρόκειται να τηρήσουν τον νόμο της αμοιβαιότητας. Πρέπει ίσως οι δυτικοί να μάθουν από τους Κινέζουν να «τρώνε πίκρα» και να εγκαταλείψουν το αντιπαραγωγικό τους αντανακλαστικό, να επιδεικνύουν τον εαυτό τους.

Ο κορωνοϊός έχει δείξει πως ο ατομισμός αυτή τη στιγμή της ιστορίας μας καταστρέφει και πως πρέπει να βασιστούμε στις κοινές μας προσπάθειες για να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή. Σε τελική ανάλυση, θα υπάρχει πάντα χρόνος να γλείψουμε τουαλέτες, καλυπτόμενοι από την ιδιωτικότητα του λογαριασμού μας στο Ιnstagram, όταν όλα αυτά τελειώσουν.

[1] Νεολογικός όρος που αναφέρεται στους αρνητές των περιοριστικών μέτρων κατά την πανδημία του κορωνοϊού ή σε αυτούς που συμπεριφέρονται αντικοινωνικά στην πανδημία.

Πηγή: CounterPunch

Μετάφραση: antapocrisis

Οι σαρανταπέντε νεκροί και ο εικοσιπεντάχρονος

Οι σαρανταπέντε νεκροί και ο εικοσιπεντάχρονος

Σαρανταπέντε νεκρούς γιατρούς και νοσηλευτές, μετρούσε μέχρι χθες η Ιταλία. Οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν περί τα μέσα Μάρτη να νοσηλεύουν ασθενείς χωρίς μέσα προστασίας. Ο γιατρός Ρομπέρτο Στέλλα, πριν πεθάνει, συνιστούσε στους συναδέλφους του: «Έχουμε ξεμείνει από μάσκες. Να είμαστε όμως προσεκτικοί και να συνεχίσουμε». Από την αρχή της κρίσης, έχουν νοσήσει περισσότεροι από 5.000 υγειονομικοί στη γειτονική χώρα, ειδικά όσοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των νοσοκομείων κατά τις πρώτες εβδομάδες.

Αυτή είναι η μία εικόνα.

Εικοσιπεντάχρονος, αφού επιστρέφει από την Αγγλία μαζί με την παρέα του, εν μέσω συνεχών εκκλήσεων από τις αρμόδιες αρχές και μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, αποφασίζει να πάει στη βίλα του, σε νησί του Αιγαίου. Παραμονές της απαγόρευσης της άσκοπης μετακίνησης (άρα και των εκδρομών σε επαρχία, νησιά ή εξοχικά), ο εικοσιπεντάχρονος και οι φίλοι του σπάνε την καραντίνα την οποία όφειλαν να είχαν κρατήσει ως προερχόμενοι από το εξωτερικό, και αποφάσισαν να πάνε στο νησί για να ξεσκάσουν.

Αυτή είναι η δεύτερη εικόνα.

Σημασία δεν έχουν ούτε οι λεπτομέρειες, ούτε τα ονόματα. Άλλωστε η ιστορία μας δεν έχει τίποτα το προσωπικό.

Σημασία έχει ότι ο εικοσιπεντάχρονος ήταν φορέας του ιού, και αφού πρόλαβε και κυκλοφόρησε στο νησί, όταν διαγνώστηκε θετικός, οργανώθηκε αεροδιακομιδή για να μεταφερθεί στην Αθήνα. Είναι γιος επιχειρηματία.

Δεν μπορεί κανείς να μην κάνει τον σχετικό συνειρμό για την 40χρονη μητέρα τριών παιδιών, που δίχως οικογενειακό γιατρό και με σύσταση από τον ΕΟΔΥ να κάτσει σπίτι της, κατέληξε από την ίωση. Δεν οργανώθηκε καμιά διακομιδή σε νοσοκομείο.

Μάλλον δεν είχε μπαμπά επιχειρηματία, σίγουρα δεν έσπασε καμιά καραντίνα, ούτε θέλησε να πάει να ξεσκάσει σε κάνα νησί. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε και βίλα.

Αφήνουμε εδώ τους συνειρμούς για την 40χρονη και τις ταξικές διακρίσεις, που αφού υπάρχουν παντού, υπάρχουν και στην πανδημία. Να συστήσουμε ωστόσο σε όσους σωστά επιμένουν ότι δεν υπάρχουν διακρίσεις στον ιό, να δουν τις διακρίσεις που υπάρχουν στην αντιμετώπισή του. Κάτι τέτοιο θα έκανε καλό στην Ιατρική ως ολιστική επιστήμη.

Ας επανέλθουμε στις δύο εικόνες. Των 45 νεκρών γιατρών και νοσηλευτών και του εικοσιπεντάχρονου.

Γιατί αυτές οι δύο εικόνες ορίζουν δύο κόσμους.

Ο πρώτος κόσμος είναι αυτός της προσφοράς και της αυτοθυσίας. Ο δεύτερος κόσμος είναι αυτός της αδιαφορίας και του εγωισμού. Συνήθως ο πρώτος κόσμος συνδυάζεται με ένα βαθύ αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Ο δεύτερος κόσμος συνδυάζεται με ατομική ανευθυνότητα που συχνά μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους άλλους.

Ο ένας κόσμος είναι συνήθως σιωπηλός. Δεν θα βγει να φωνάξει για το ρόλο του, τη δουλειά του, τα αποτελέσματά του. Στον πρώτο κόσμο ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των μέχρι χθες απαξιωμένων γιατρών και νοσηλευτών. Σήμερα εισπράττουν το χειροκρότημα, αλλά αύριο, αν η κατάσταση μείνει ως έχει, θα είναι πάλι ο σάκος του μποξ για το διαλυμένο και καταταλαιπωρημένο ΕΣΥ. Οι πολιτικοί, όταν περάσει η μπόρα, θα τους βρουν ίσως τεμπέληδες, ίσως πλεονάζοντες, ίσως αχρείαστους.

Ο δεύτερος κόσμος είναι συνήθως φωνακλάδικος. Θα επικαλεστεί το ατομικό του δικαίωμα στα πάντα. Και θα το υποστηρίξει, συνήθως με την οικονομική του δυνατότητα, ή τις πολιτικές του γνωριμίες. Στον δεύτερο κόσμο για παράδειγμα ανήκει ο κάτοχος της Πόρσε ή της Κορβέτ που πατάει το γκάζι κι όποιον πάρει ο χάρος. Ή αυτός που για χάρη του θα πέσουν τα τηλέφωνα των υψηλά ιστάμενων για κρεββάτι εντατικής, για χαρτί ψυχιάτρου, για ευνοϊκή μεταχείριση.

Μία από τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι ότι μαθαίνουμε όλο και περισσότερο να ξεχωρίζουμε τους δύο κόσμους. Είναι δύο διαφορετικοί εντελώς κόσμοι, έστω και αν συνυπάρχουν στην κοινωνία. Και είναι καλό να τους διακρίνουμε όλο και περισσότερο.

Και μία άλλη επίπτωση είναι ότι όσοι συνήθως εκπροσωπούν τον δεύτερο κόσμο, αυτές τις μέρες είναι αναγκασμένοι να συμμορφώνονται με τις κοινωνικές απαιτήσεις. Αύριο θα ξαναγυρίσουν στην παλιά τους τέχνη κόσκινο, αλλά αυτό είναι και λίγο ζήτημα δικό μας.

ΥΓ. Η στήλη εύχεται ειλικρινά γρήγορη ανάρρωση στον εικοσιπεντάχρονο. Το ζήτημα δεν είναι προσωπικό. Είναι βαθιά ιδεολογικό.