Άρθρα

Το κίνημα για τις ελεύθερες παραλίες πρέπει να λοιδορηθεί και να εξευτελιστεί ως “κίνημα της πετσέτας”. Γιατί;

Το όνομα “κίνημα της πετσέτας” ως δια μαγείας κυριάρχησε στα ΜΜΕ για να χαρακτηρίσει όσους διαμαρτύρονται για την ασυδοσία των επιχειρηματιών, την ένοχη σιωπή κράτους, αστυνομίας και αυτοδιοίκησης και την καταπάτηση του Συντάγματος και των νόμων. 

Έτσι, το σοβαρό ζητούμενο, που είναι οι “ελεύθερες παραλίες”, κατ’ εφαρμογή του Συντάγματος που ορίζει ρητά ότι οι αιγιαλοί και οι παραλίες είναι δημόσια αγαθά, εκτός συναλλαγής και κοινόχρηστα, αντικαθίσταται από ένα δευτερεύον έως και γελοίο ζητούμενο που είναι να αντικατασταθεί η ξαπλώστρα από την πετσέτα. 

Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η σημασία και η κρισιμότητα του αιτήματος για εφαρμογή του Συντάγματος και ελεύθερη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στις παραλίες. 

Επιπλέον όμως, στήνεται και ένα εξαιρετικό βολικό δίπολο ανάμεσα σε όσους προτιμούν τις ξαπλώστρες και την τουριστική εκμετάλλευση και όσους προτιμούν τις παρθένες παραλίες και τις πετσέτες τους. 

Μόνο που το δίπολο δεν είναι αυτό. Δεν είναι από τη μία οι ξαπλώστρες και από την άλλη οι πετσέτες. 

Το δίπολο είναι ανάμεσα στη νομιμότητα και στην παρανομία. Είναι ανάμεσα στην εφαρμογή του Συντάγματος και στην τσαλαπάτησή του. Γιατί ο νεοφιλελευθερισμός και οι υποστηρικτές του είναι γενικώς με τη νομιμότητα, αλλά μόνο όσο αυτή δεν είναι εμπόδιο στην απρόσκοπτη επιχειρηματική αυθαιρεσία.

Το δίπολο δηλαδή είναι ανάμεσα σε όσα το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν ως “κοινά αγαθά” και προστατεύουν τη δημόσια χρήση τους από τη μία, και στην κρατικοδίαιτη, γαλάζια και μαφιόζικη επιχειρηματικότητα από την άλλη. 

Μόνο που αν τεθεί έτσι, θα είναι προφανές το τι θα στηρίξει η κοινωνία. 

Και κάτι ακόμα:

Το κίνημα για τις ελεύθερες παραλίες, (όπως αυτό έχει επιλέξει να προσδιορίζει τον εαυτό του), δηλώνει εμμέσως αλλά σαφώς ότι οι παραλίες δεν είναι ελεύθερες. Υπενθυμίζει δηλαδή ότι το Σύνταγμα παραβιάζεται σε πλήρη γνώση του κράτους και των οργάνων του. Υπενθύμιση την οποία τα ΜΜΕ αποφάσισαν να κρύψουν κάτω από το τραπέζι της συζήτησης. 

Ο Δαμιανός Γαβαλάς, από την Κίνηση Πολιτών Πάρου για Ελεύθερες Παραλίες, συνοψίζει εξαιρετικά με σημερινή του ανάρτηση τους λόγους για τους οποίους το κίνημα για ελεύθερες παραλίες μετονομάστηκε από τα ΜΜΕ σε “κίνημα της πετσέτας”. 

Γιατί ΔΕΝ είμαστε το «κίνημα της πετσέτας»

Πρώτον, γιατί έχουμε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και του να ονοματίζουμε εμείς τη συλλογικότητά μας.

Δεύτερον, γιατί το «Κίνηση Πολιτών Πάρου για Ελεύθερες Παραλίες» προσδιορίζει επακριβώς την ταυτότητα και το σκοπό μας.

Η ταμπέλα «κίνημα της πετσέτας» δε χρησιμοποιήθηκε τυχαία ούτε άδολα. Δεν επιλέχθηκε, απλώς, επειδή «γράφει». Η λέξη «πετσέτα» έρχεται να προσδώσει ένα στοιχείο γραφικότητας στην προσπάθειά μας: «πετσετάκηδες εναντίον ξαπλωστράκηδων». Εμείς όμως θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν είμαστε γραφικοί. Χαρούμενοι ναι. Γραφικοί όχι. Δεν είμαστε, λοιπόν, κίνημα πετσέτας.

Είμαστε κίνημα ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ. Είμαστε μια ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ (και όχι πελατών) που υπερασπίζεται κοινωνικά δικαιώματα και ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ. Που υπερασπίζεται τα ΚΟΙΝΑ ΑΓΑΘΑ και το δικαίωμα των πολιτών σε αυτά. Θεμελιώδη αγαθά, όπως ο δημόσιος και κοινόχρηστος χώρος. Με εμβληματικό πεδίο τις παραλίες, του χώρου δηλαδή όπου ο σύγχρονος άνθρωπος συναντά και προσκυνά το φυσικό περιβάλλον.

Η πλειονότητα των ΜΜΕ έχουν αλλεργία στις λέξεις «Πολίτης» και «Ελευθερία». Ας τους υπενθυμίζουμε ότι δεν είναι κακές λέξεις.

Υ.Γ: Ο τίτλος «Κίνημα της πετσέτας» εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε πρωινή εκπομπή της ΕΡΤ1 την Τρίτη 1/8. Η παρουσιάστρια έκανε σαρδάμ λέγοντας κάτι σαν «Είναι σε εξέλιξη ένα κίνημα, το κίνημα για τις Ελ… εεε…  το Κίνημα της Πετσέτας». Παρότι τα -προσκεκλημένα στην εκπομπή- μέλη μας έσπευσαν να τη διορθώσουν, από τη στιγμή εκείνη ο τίτλος υιοθετήθηκε και διαδόθηκε αστραπιαία στη μεγάλη πλειονότητα των ΜΜΕ.

Ιδιωτικοποίηση του νερού. Η μητέρα των μαχών(;)

Η κυβέρνηση κατεβάζει στη Βουλή νομοσχέδιο που ανοίγει το δρόμο στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Ουσιαστικά μεταθέτει την αρμοδιότητα εποπτείας υδάτων και αποβλήτων στην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Η ΡΑΕ και γενικότερα οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, σκοπό έχουν να ρυθμίσουν μια οικονομική δραστηριότητα που συνιστά αγορά απελευθερωμένης δημόσιας υπηρεσίας ή αγαθού.  Αποτελεί ηλίου φαεινότερον, παρά τις κυβερνητικές διαψεύσεις, ότι το νομοσχέδιο ξεκλειδώνει την απελευθέρωση του νερού. Με άλλα λόγια, η ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου αγαθού ή υπηρεσίας ξεκινά με την ένταξη του σε μια Ανεξάρτητη Αρχή.

Το γεγονός ότι το νομοσχέδιο θα πάει προς ψήφιση εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων του λαού για το έγκλημα στα Τέμπη, φανερώνει χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, δύο πράγματα.

Το πρώτο καταδεικνύει το απύθμενο μίσος της κυβερνώσας παράταξης με ό,τι έχει απομείνει στη σφαίρα του κρατικού και του δημόσιου, είτε είναι αγαθό, είτε υπηρεσία, που παρά την χρόνια απαξίωση του, μέσω της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης, της κατασυκοφάντισης του και της σχεδιασμένης υπανάπτυξης του σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, οι (νεοφιλεύθερες) κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να ιδιωτικοποιήσουν.

Το δεύτερο φανερώνει για ακόμη μια φορά το βάθος της εξάρτησης των κυβερνώντων από την ολιγαρχία, ντόπια και ξένη, η οποία πραγματώνεται  απευθείας και ανερυθρίαστα με την πρώτη, και μέσω Ε.Ε. και Αμερικανών (με περισσή υποτέλεια), με την δεύτερη. Γιατί δεν φτάνει μόνο να έχεις το αντίστοιχο θράσος και την κατάλληλη ιδεοληψία προκειμένου να ιδιωτικοποιείς το νερό εν μέσω λαϊκού αναβρασμού, λόγω του εγκλήματος των Τεμπών, το οποίο συνέβη ακριβώς λόγω της ιδιωτικοποίησης και της απαξίωσης του δημόσιου (σιδηρόδρομου). Πρέπει να το χρωστάς κιόλας. Είναι ξεκάθαρο ότι η υπερψήφιση του νομοσχεδίου αποτελεί προϊόν πρότερης σύναψης συμβολαίου και ένα από τα τελευταία χρωστούμενα από πλευράς κυβέρνησης, πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, κατά την οποιά η ατζέντα πρέπει να αλλάξει.

Ωστόσο, το βασικό ζήτημα που πρέπει να απασχολεί κάθε σκεπτόμενο κάτοικο της χώρας είναι αν και με ποιο τρόπο μπορεί να σταματήσει η «απελευθέρωση» του υπέρτατου αγαθού, που θα σημάνει την «φυλάκιση» του στο χρηματιστήριο τιμολόγησης, την κατακόρυφη πτώση της ποιότητας του και την τρομακτική άνοδο της τιμής του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ασκήσει καμία ουσιαστική αντιπολίτευση, όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν θέλει και δεν τον «παίρνει».  Όπως ακριβώς (δεν) έκανε και στην τραγωδία των Τεμπών. Γιατί όταν έχεις τη φωλιά σου λερωμένη, αναγκαστικά κρατάς τη μπάλα χαμηλά. Τόσο, όσο ύψος σου δίνεται από την πολιτική που εφαρμόζεις, εντός και εκτός Ελλάδας. Αν έχεις ιδιωτικοποιήσει την ενέργεια κάνοντάς την χρηματιστηριακό προϊόν (2018), με ποια αξιοπιστία θα οργανώσεις τον αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού; Αν έχεις μεταφέρει την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο (2016), καθιστώντας τις δημόσιες επιχειρήσεις εν δυνάμει βορά του πολυεθνικoύ κερδοσκοπικού κεφαλαίου, με ποιο ηθικό κύρος θα ζητήσεις να μην ενταχθεί το νερό στη ΡΑΕ Πώς μπορεί να μιλήσει ενάντια στην ιδιωτικοποίηση αυτός που αποφάσισε τη λεγόμενη ΚΥΑ τιμολόγησης νερού (2017) η οποία άφηνε ελεύθερη την τιμολόγηση στους παρόχους νερού, αγνοώντας κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες και η οποία κατέπεσε ως αντισυνταγματική στο ΣτΕ λίγους μήνες πριν; Πάλι τότε φορείς και εργαζόμενοι προειδοποιούσαν (Σωματεία εργαζομένων εταιριών ύδρευσης, δημοψήφισμα για το νερό, κ.α.), αλλά, όπως και πριν το  έγκλημα στα Τέμπη, υπήρχε και τότε μια κυβέρνηση που τους αγνοούσε.

Όσον αφορά το ΚΚΕ, ως κόμμα που αναφέρεται στο λαό και στους εργαζόμενους, θα έπρεπε να είναι στα κάγκελα με αφορμή το νομοσχέδιο, ιδίως μέσα στη συγκυρία του εγκλήματος των Τεμπών, των λαϊκών κινητοποιήσεων και της μεγάλης λαϊκής εναντίωσης σε κυρίαρχες πλευρές του νεοφιλελευθερισμού. Θα έπρεπε να σημάνει γενικό συναγερμό και να καλέσει το λαό σε ανυποχώρητο αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, παίρνοντας σαφείς και ξεκάθαρες πρωτοβουλίες συγκρότησης του αντισυστημικού ρεύματος των τελευταίων ημερών. Αντ’ αυτού, η εκλογική εργαλειοποίηση των κινημάτων αποτελεί προτεραιότητα και η εδώ και χρόνια απόσυρση από το αναγκαίο που είναι η συγκρότηση λαϊκού μετώπου που μπορεί να απειλήσει πραγματικά και όχι εικονικά το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, είναι πλέον τελείως εμφανής.

Ελλείψει πολιτικού φορέα που θα αναλάβει σοβαρές πρωτοβουλίας οργάνωσης και κατεύθυνσης, το βάρος της ευθύνης μπαίνει στο λαό. Τα σωματεία εργαζομένων στις επιχειρήσεις ύδρευσης, θα μπορούσαν να αναλάβουν πλατιές πρωτοβουλίες  συγκρότησης κινημάτων υπεράσπισης του νερού. Η διαθεσιμότητα του κόσμου και η δυναμική που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα, όπως και η ευρεία τροποποίηση εμπεδωμένων κατά τη μνημονιακή περίοδο αντιλήψεων, πρέπει να δώσει τη θέση του στο σταμάτημα του κατήφορου, στην αντιστροφή της ιδιωτικολαγνείας, στην ήττα πλευρών του νεοφιλελεύθερου κράτους και της απαξίωσης του Δημοσίου. Δεν θα υπερασπιστούμε το νερό γιατί μας αρέσει  η τωρινή διαχείριση του με τα γνωστά προβλήματα (υπεράντληση, κατασπατάληση, έλλειψη ελέγχου) και δεν θέλουμε να αλλάξει. Θα υπερασπιστούμε το νερό γιατί αφορά την ίδια μας την ύπαρξη. Αν αντιλαμβανόμστε τη μαχή για το νερό τη μητέρα των μαχών και αν θέλουμε να είναι νικηφόρα.

Ο σιδηρόδρομος ως δημόσιο αγαθό και η ιδιωτική επιχείρηση ως λαθρεπιβάτης

Τι ζητήματα πολιτικής θέτει για την Αριστερά το δυστύχημα στα Τέμπη; Τι θέλουμε για τους σιδηροδρόμους στην Ελλάδα εκτός από την αυτονόητη απαίτηση ότι σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να χάνονται ανθρώπινες ζωές; Φαίνεται λοιπόν ότι είναι μάλλον αδύνατο να συμφωνήσουν όλοι στην Αριστερά στις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. 

Υπάρχουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο στόχος μας πρέπει να είναι η κρατικοποίηση του σιδηροδρόμου, με ή χωρίς αποζημίωση, με ή χωρίς εργατικό έλεγχο, και υπάρχουν άλλοι που πιστεύουν ότι στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικός δημόσιος χαρακτήρας των μεταφορών, τον οποίο μπορεί να διασφαλίσει μόνο μια ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας, επομένως στον σοσιαλισμό ή σε μια πορεία προς το σοσιαλισμό. 

Υπάρχουν και άλλοι, που εκκινούν από την ορθή διαπίστωση ότι ο δημόσιος χαρακτήρας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων είναι ένα κέλυφος νομικής ιδιοκτησίας κάτω από το οποίο υπάρχει η πραγματική ιδιοκτησία, που αυτή είναι ιδιωτική, για να καταλήξουν στην εκτίμηση ότι η μορφή ιδιοκτησίας τελικά δεν έχει σημασία ή έχει μικρή σημασία για τους κοινωνικούς αγώνες. 

Ίσως αυτή τη συζήτηση θα την βοηθούσε εάν χαράσσαμε ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χαρακτήρα της επιχείρησης δύο διαχωριστικές γραμμές που μάλλον περνούν κάπως απαρατήρητες.

Διαχωριστική γραμμή 1: Οι υπηρεσίες μεταφοράς, εμπόρευμα ή δημόσιο αγαθό; 

Το επιχείρημα ότι η δημόσια ιδιοκτησία είναι η νομική μορφή μιας κατά τα άλλα ιδιωτικής επιχείρησης, διότι οι κρατικές επιχειρήσεις αλώθηκαν «από τα μέσα» με τη λογική των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων (μείωση κόστους, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, εκτεταμένες υπεργολαβίες κλπ), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της επιχείρησης δεν μπορεί να ανήκει στις δικές μας διεκδικήσεις. 

Ο ισχυρισμός αυτός αγνοεί όμως ότι η ιδιωτική επιχείρηση παράγει εμπόρευμα ενώ η δημόσια επιχείρηση, όταν δεν είναι γιαλαντζί, παράγει δημόσιο αγαθό (με καπιταλισμό ή σοσιαλισμό αδιακρίτως).

Με άλλες δε προϋποθέσεις έχουμε πρόσβαση στο προϊόν της μεταφοράς που έχει γίνει εμπόρευμα και με άλλες προϋποθέσεις έχουμε πρόσβαση στο δημόσιο αγαθό, άλλους καταναγκασμούς επιβάλλει η παραγωγή υπεραξίας στους μισθωτούς και στην κοινωνία από την ιδιωτική επιχείρηση μεταφορών, και άλλους επιβάλλει η παραγωγή της μεταφοράς ως δημόσιο αγαθό, άλλες οι εργασιακές σχέσεις εδώ και άλλες εκεί, άλλη η δυνατότητα ανάπτυξης συνδικαλιστικών οργανώσεων, και ούτω καθεξής. 

Ακόμη και στην δημόσια επιχείρηση στην οποία έχουν επιβληθεί ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, διατηρούνται σε κάποιο βαθμό τα χαρακτηριστικά της «καθαρής» δημόσιας επιχείρησης.

Το κυριότερο δε, είναι ότι η νομική ιδιοκτησία της, δεν είναι απλά και μόνο ένα αδρανές κέλυφος της ιδιωτικής, πραγματικής ιδιοκτησίας, διότι αυτή η νομική ιδιοκτησία μάς επιτρέπει, με τον κατάλληλο κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, να παρέμβουμε και να επαναφέρουμε το δημόσιο αγαθό στην θέση του εμπορεύματος, να απαλλάξουμε την δημόσια επιχείρηση από τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και τις άλλες συνθήκες που της έχουν επιβληθεί από τον νεοφιλελευθερισμό, ώστε να ξαναβρεί την μορφή που είχε πριν την επικράτησή του. Για την περίπτωση του σιδηροδρόμου αυτό σημαίνει ύπαρξη ενιαίου φορέα που έχει την νομική και πραγματική ιδιοκτησία της υποδομής όσο και της χρήσης της υποδομής. 

Αυτά είναι αδιανόητα για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και αυτό οφείλεται στην ιδιωτική μορφή ιδιοκτησίας που έχουν. Αντιθέτως, είναι εφικτά για τις δημόσιες επιχειρήσεις, όπως εξάλλου το δείχνει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού: ανόθευτο δημόσιο σύστημα υγείας, δημόσιος σιδηρόδρομος κλπ υπήρχαν στην μεταπολεμική Ευρώπη πριν τον νεοφιλελευθερισμό χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε τον σοσιαλισμό. Είναι δε αυτά εφικτά επειδή η νομική μορφή ιδιοκτησίας αυτών των επιχειρήσεων είναι δημόσια. Όσο για την πραγματική ιδιοκτησία, αποτελεί επίδικο αντικείμενο του κοινωνικού ανταγωνισμού μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. 

Διαχωριστική γραμμή 2: Η ιδιωτική επιχείρηση ως λαθρεπιβάτης των σιδηροδρόμων

Πέραν αυτών, ο σιδηρόδρομος έχει μια πολύ σημαντική ιδιομορφία: Η λειτουργία του προϋποθέτει την ύπαρξη δικτύου και άλλων υποδομών για την εγκατάσταση των οποίων, για την επέκτασή τους, την συντήρησή τους και τον εκσυγχρονισμό τους απαιτείται εξαιρετικά μεγάλο αρχικό πάγιο κεφάλαιο και συνεχείς επενδύσεις στην συνέχεια. Η αξιοποίηση αυτού του κεφαλαίου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί απευθείας από μια ιδιωτική επιχείρηση διότι η κερδοφορία της θα ήταν χαμηλότερη, και μάλιστα κατά πολύ, από την μέση κερδοφορία (διότι στο κλάσμα κέρδη/κεφάλαιο, ο παρονομαστής θα ήταν πολύ μεγάλος). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ιδιωτικοποιήσεις γίνονται με τον τρόπο που γνωρίζουμε (και ο οποίος ορίζεται από σχετική οδηγία της ΕΕ):

Η μεν δημόσια επιχείρηση επωμίζεται τις υποδομές, με όλο το κόστος που τις συνοδεύει και τις επενδύσεις που της αναλογούν, ενώ η ιδιωτική επιχείρηση κρατάει για τον εαυτό της το τμήμα εκείνο που φέρνει κέρδη, δηλαδή την εκμετάλλευση του δικτύου πληρώνοντας ενοίκιο στην δημόσια επιχείρηση. Ενοίκιο το οποίο είναι προφανώς ανεπαρκές για την συντήρηση του δικτύου, τον εκσυγχρονισμό του και την επέκτασή του. 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η εισροή δημόσιων πόρων στις δημόσιες επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις σιδηροδρομικές υποδομές, αυτός είναι και ο λόγος που οι επιχειρήσεις αυτές οδηγούνται στην υπερχρέωση. Πρόκειται για το πολύ παλιό και γνωστό κόλπο της ιδιωτικοποίησης των κερδών και της κοινωνικοποίησης των ζημιών σε νέα έκδοση για αφελείς. Υπάρχει λοιπόν αυτή η θεμελιακή ασυμμετρία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής επιχείρησης στους σιδηροδρόμους. Η ιδιωτική επιχείρηση είναι λαθρεπιβάτης των σιδηροδρόμων.

Αν όχι τώρα, πότε;

Να κρατικοποιηθεί, λοιπόν, ο σιδηρόδρομος, και να κρατικοποιηθεί πλήρως, στην υποδομή και στο μεταφορικό έργο, χωρίς αποζημίωση, και να εκκαθαριστούν οι λειτουργίες του από τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, και να γίνουν εν τέλει όλα όσα απαιτούνται για να παράγει μεταφορά επιβατών ως δημόσιο αγαθό και μεταφορά εμπορευμάτων ως πηγή εσόδων από τον επιχειρηματικό τομέα. Αν αυτά δεν μπορούμε να τα διεκδικούμε τώρα, που τίθεται σε αμφιβολία η ικανότητά της εξουσίας να εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, τότε πότε θα τα διεκδικήσουμε;

Πηγή: Commune

Το σκηνικό του τρόμου και του θανάτου είχε στηθεί πολύ νωρίτερα, με υπομονή και μεθοδικότητα

Μαύρη μέρα ξημέρωσε χτες στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Άλλη μια φορά που η αξία της ανθρώπινης ζωής βρέθηκε στον πάτο των προτεραιοτήτων μιας κάστας επικίνδυνης και αιμοβόρας που λυμαίνεται ό,τι έχει απομείνει σ αυτήν την δύστυχη χώρα με την ευγενική συνδρομή και παρακαταθήκη και της προηγούμενης κυβέρνησης της «πρώτης φοράς».

Σήμερα η οδύνη, η φρίκη και η οργή ξεχειλίζουν.

Στο πρόσωπο της Μάνας που μαθαίνει ότι δεν ακολουθούν άλλα λεωφορεία με επιζώντες από τη Λάρισα.

Στην αγωνία του πατέρα που περιμένει καρτερικά κάποια ενημέρωση από τις Αρχές η οποία δεν έρχεται ποτέ.

Στα ματωμένα πρόσωπα των φοιτητών που μόλις συνειδητοποιούν ότι γλίτωσαν από τύχη τον θάνατο επειδή απλώς βρίσκονταν στα πιο πίσω βαγόνια..

Στο πάγωμα ανθρώπων που αδυνατούμε να πιστέψουμε το αδιανόητο.

Ότι το πιο οικείο δρομολόγιο της ζωής μας μεταμορφώθηκε σε ναρκοπέδιο και μοίρασε απλόχερα το θάνατο σε νέους ανθρώπους που επέστρεφαν από αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο τους ταξίδι.

Το σκηνικό αυτό όμως του τρόμου και του θανάτου είχε στηθεί πολύ νωρίτερα με υπομονή και μεθοδικότητα.

Με την προοδευτική υποβάθμιση και απαξίωση του αρχαιότερου και κατεξοχήν λαϊκού μέσου μαζικής μεταφοράς, του τραίνου.

Με την δηλητηρίαση του δημοσίου διαλόγου με απόψεις του στιλ «έλα μωρέ τα τραίνα είναι απαρχαιωμένα, δε βλέπεις που περιμένουμε στο Δομοκό μια ώρα κάθε φορά για αλλαγή μηχανής» ή « δε γίνεται να χρειαζόμαστε 6 και 7 ώρες για Αθήνα – Θεσσαλονίκη, χρειάζεται μια εταιρία που θα εξορθολογήσει το σιδηροδρομικό δίκτυο..».

Με τον τεμαχισμό ή αλλιώς τη σαλαμοποίηση του πάλαι ποτέ κρατικού οργανισμού σιδηροδρόμων σε κερδοφόρο και ζημιογόνο μέρος.

Και φυσικά στο τέλος με το ξεπούλημα του οργανισμού στον ιταλικό κολοσσό.

Αυτή η σκηνοθεσία μόνο τρόμο και φρίκη θα μπορούσε να προκαλέσει σε μια μεσοπρόθεσμη οπτική. Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου και μίας συγκυρίας που θα ευνοούσε την πραγματοποίησή του. Τα σημάδια ήταν πάρα πολλά όλο το προηγούμενο διάστημα. Πληθώρα καταγγελιών και διαμαρτυριών από τους εργαζομένους. Ατυχήματα μικρής κλίμακας, εκτροχιασμοί, αδράνειες, καθυστερήσεις, απαρχαιωμένο δίκτυο. Και προειδοποιήσεις.

Όλα όμως φωνές βοώντος εν τη ερήμω. Στην έρημο της αμείλικτης βαρβαρότητας και της αδηφάγου ανάγκης υπερσυσσώρευσης κερδών δεν χωρά καμία στάθμιση υπέρ άλλων αγαθών. Υπέρ της Ζωής. Υπέρ της λαϊκής ευημερίας. Υπέρ της μακροημέρευσης. Ξανά υπέρ της Ζωής.

Σε κάθε νέα συμφορά, η διαπίστωση αυτή πρέπει να μας γίνεται πιο διαυγής. Πιο τρομακτική. Πιο αφυπνιστική. Η μνήμη πρέπει να σταματήσει να έχει κοντά ποδάρια. Τα Τέμπη δεν ήταν φυσική καταστροφή. Δεν ήταν η κακιά η ώρα. Δεν ήταν το ένα τραγικό ανθρώπινο λάθος του εξιλαστηρίου θύματος.

Ήταν η ηχηρή κορύφωση μιας ενορχήστρωσης θανάτου.

Ήταν μια τραγωδία σοκαριστική που προειδοποιεί και βροντοφωνάζει ότι από τύχη δεν ήμασταν εμείς, εσύ, αυτή, αυτός, εγώ σ αυτό το τραίνο αλλά οι άνθρωποι που ταυτοποιούνται ακόμα στα νεκροτομεία.

 Γιατί στην ισοπεδωμένη, κατακρεουργημένη και ανυπεράσπιστη ελληνική κοινωνία, όπου εδώ και πάνω από μία δεκαετία συντελείται η μετάβαση από την περίοδο της μεταπολιτευτικής ψευτοευμάρειας στην εδραίωση μιας σύγχρονης ανταγωνιστικής, ατομιστικής και κανιβαλιστικής πραγματικότητας, δεν απολαμβάνουμε πια κανένα επίπεδο στοιχειώδους εγγυημένης διαβίωσης.

Τα υπολείμματα της δημόσιας υγείας πνέουν τα λοίσθια. Η Δημόσια εκπαίδευση επίσης. Η ενέργεια είναι εμπόρευμα και όχι αγαθό. Έτσι και οι μεταφορές εστιάζουν πια μόνο στην μεγέθυνση του δικτύου και της οικονομικής μεγέθυνσης και όχι στην ασφάλεια των επιβατών.

Σε ένα τέτοιο δυστοπικό φόντο, η επιβίωση κατ’ αρχάς και η αξιοπρεπής διαβίωση εν συνεχεία είναι τυχαία αριθμητικά μεγέθη που δεν συναρτώνται με κανέναν δείκτη ανθρώπινης παρέμβασης. Απόρροια της τύχης και όχι μιας ανθρωποκεντρικά δομημένης πολιτικής όπως θα ήταν το λογικό και το επιβεβλημένο. Σαν να ξαναγυρίσαμε δηλαδή 200 χρόνια πίσω.

Το ερώτημα είναι το εξής. Αυτή η κάστα που έχει κάνει μαριονέτες τις ζωές μας και μας έχει περιορίσει σε έναν ρόλο κομπάρσου στην δυστοπική της παράσταση, δείχνει συνεχώς ότι δεν έχει κανένα απολύτως ενδοιασμό να γεμίσει τα χέρια της με αίμα εάν αυτό είναι το προαπαιτούμενο  για τον πλουτισμό της. Το αποδεικνύει με τρομακτική συνέπεια. Εμείς οι κομπάρσοι θα αναβαθμίσουμε επιτέλους το ρόλο μας σε πρωταγωνιστικό; Θα προσπαθήσουμε να ξαναθέσουμε την ατζέντα μας στο τραπέζι; Θα βγούμε από την αφάνεια, την αυτολύπηση και την ύπνωση; Ή θα υπομένουμε μοιρολατρικά την συντελούμενη μπροστά μας αποκτήνωση και έκπτωση; Δεν είναι απλό το διακύβευμα. Είναι μεγάλο και Υψηλό. Αλλά ως γνωστόν, θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.