Άρθρα

Και ο γιαλός είναι στραβός, και στραβά αρμενίζουμε

Και ο γιαλός είναι στραβός και στραβά αρμενίζουμε…

Είναι σαφές ότι μετά το 2015 το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και η αξιοπιστία της Αριστεράς στα τάρταρα. Μακάρι το πρόβλημα να ήταν μόνο οι ψευδαισθήσεις που προκάλεσε σε ισχυρή μερίδα αριστερών ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την περίπτωση η διατυμπανιζόμενη «επιβεβαίωση» του ΚΚΕ θα άνοιγε ένα νέο κύκλο αγωνιστικής ανάτασης. Όμως το μόνο που άνοιξε είναι η εκλογική τακτική του Περισσού που υποδέχεται πλέον κάθε μετανοήσαντα αμαρτωλό προς άγραν ψήφων. Το πρόβλημα δεν ήταν –σκέτα- οι αυταπάτες. Ήταν η συνολική και δομική αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει διαφορετικό λόγο, σχέδιο, πρακτική από τον ΣΥΡΙΖΑ. Που είχε ως κατάληξη είτε το πολιτικό μοναστήρι, είτε τις σειρήνες του κυβερνητισμού. Και σε αυτή την αδυναμία βασικό ρόλο έπαιξε το ΚΚΕ (που σήμερα παριστάνει την αναμάρτητη και αμόλυντη δύναμη) αλλά και όλες οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην κομμουνιστική Αριστερά.

Η εποχή της εθνικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα το 2010 δεν απαιτούσε πολιτική απόσυρση και business as usual. Δεν απαιτούσε παθητική αναμονή της διαφαινόμενης από νωρίς ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ, με την απατηλή προσδοκία να αλλάξει την επόμενη μέρα, θετικά, ο συσχετισμός δύναμης. Δεν απαιτούσε προσχώρηση στη λογική «το μοναστήρι να είναι καλά».

Σήμερα εμπεδώνεται σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας ο μονόδρομος του «δεν υπάρχει εναλλακτική» και εθίζεται η εργαζόμενη κοινωνία στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες. Συρρικνώνονται διαρκώς οι όροι μιας ιδεολογικής, πολιτικής και κινηματικής σύγκρουσης με το σύστημα.

Όσοι σήμερα δεν προσχωρούν στον ατιμωτικό κουτσογιωργακισμό του 21ου αιώνα «Ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ να μην έρθει ο Κούλης», βρίσκονται σε αμηχανία.

Ένα μέρος επιλέγει την εύκολη λύση της εκλογικής στήριξης στο ΚΚΕ. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που το 2015 κατηγορούσαν –αν δεν κατήγγειλαν ή χλεύαζαν- όλους όσους δεν στηρίζαμε ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο πάθος που μας έλεγαν τότε ότι «όλο το παιχνίδι παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ», ότι «είναι ανοικτό το διακύβευμα», ότι «δεν πρόκειται ο Τσίπρας να υποχωρήσει», σήμερα, ανανήψαντες, βλέπουν το φως το αληθινό. Με το ίδιο πάθος που τότε στήριζαν ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα ψηφίζουν ΚΚΕ. Και τότε έκαναν λάθος, και σήμερα κάνουν λάθος. Και θα κάνουν λάθος και αύριο γιατί εθίζονται στις εύκολες λύσεις και στην ανάθεση. Το 2015 εύκολη λύση ήταν οι ζητωκραυγές για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας το ρεύμα, αναθεματίζοντας μια άλλη, δύσκολη πορεία συγκρότησης ενός μετώπου διεξόδου από το ευρωατλαντικό πλαίσιο. Σήμερα εύκολη λύση είναι το εκλογικό απάγκιο στο ΚΚΕ, αναθεματίζοντας όσους δεν καταλαβαίνουν ότι «ο Περισσός τα έλεγε» και «τουλάχιστον δεν πρόδωσε». Αύριο θα είναι κάτι άλλο. Με την ίδια βεβαιότητα, κατηγορηματικότητα, αφέλεια, ευκολία. Δυστυχώς όμως, και για αυτούς και για όλους μας, εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.

Ένα άλλο μέρος επιλέγει την παθητική αναμονή. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο κομμάτι του αγωνιστικού δυναμικού που δεν προσχωρεί στη νεοφιλελεύθερη Αριστερά. Δεν συγκινείται – δικαίως- από κανέναν. Θα δώσει μια ψήφο ανοχής, οίκτου ή ελεημοσύνης στην υπαρκτή Αριστερά (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ή ακόμα και σε σχήματα όπως του Βαρουφάκη ή της Κωνσταντοπούλου, χωρίς την παραμικρή όμως ελπίδα ότι κάτι θετικό μπορεί να προκύψει. Διαδικασίες ενότητας ή μετωπικής συγκρότησης αυτού του χώρου, δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Προσκρούουν στη γενική αναξιοπιστία, στις επανειλημμένες εκκλήσεις χωρίς αποτέλεσμα, στις προσχηματικές προτάσεις. Τόσο, που ακούγονται φαιδρές οι πρωτοβουλίες ένθεν κακείθεν για διάλογο και ενότητα. Θεωρητικά, την επόμενη μέρα των κακών εκλογικών αποτελεσμάτων, θα μπορούσε να ανοίξει με άλλους, θετικούς όρους, η συζήτηση. Είναι όμως πιθανό, ακόμη και τότε, το φτύσιμο να εκληφθεί ως βροχή.

Η κατάσταση θυμίζει τον Μπέκετ: Περιμένουμε κάποιον ή κάτι που θα έρθει να μας σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Σαν τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν προσμένουμε τον άγνωστο σωτήρα, αυτός όμως δεν εμφανίζεται. Ακόμα και όταν η αυλαία πέφτει, παραμένουμε στις θέσεις μας γιατί δεν αποφασίζουμε καν να φύγουμε. Περιμένουμε τον Γκοντό.

Η κοινή λογική θα έλεγε ότι σε ένα τέτοιο τοπίο μεταξύ παραίτησης, απογοήτευσης και χαμηλών προσδοκιών η Αριστερά θα άνοιγε τη διαδικασία για το ποια πολιτική είναι αυτή που μπορεί να κάνει πράξη το «ούτε ΣΥΡΙΖΑ – ούτε ΝΔ». Επειδή όμως η σχέση του χώρου με την κοινή λογική δεν είναι και η καλύτερη, συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο: Δηλητηριώδης τακτική περαιτέρω αποδιάρθρωσης με ζητούμενο την εκλογική καταγραφή εκάστου καταστήματος.

Ξεκινάμε από τις προσχηματικές προτάσεις για τις ευρωεκλογές.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει πρόταση για τις ευρωεκλογές προς χώρους που αποσκίρτησαν το 2015 από το ΣΥΡΙΖΑ. Ως εδώ καλά. Περιλαμβάνει βέβαια στους αποδέκτες της πρότασής της δυνάμεις που δεν έχουν την καλύτερη σχέση με την πολιτική γραμμή της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ευρώ (Δικτύωση, Δίκτυο, ΟΝΡΑ, ΑΡΚ κλπ), και που επιπλέον δεν έχουν αποσαφηνίσει κατηγορηματικά και χωρίς αμφιβολία τη σχέση τους με έναν μετεκλογικά αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως με αυτή την τολμηρότατη για τα δεδομένα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απεύθυνση, αποκλείεται η ΛΑΕ. Η οποία, ότι και να της καταλογίσει κανείς, ούτε βλέπει θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ούτε αφήνει περιθώρια συμμαχιών με τον αυριανό ΣΥΡΙΖΑ. Οι σκοπιμότητες της συγκεκριμένης πρότασης βγάζουν μάτι.

Η ΛΑΕ από την άλλη, αφού ανακοίνωσε ψηφοδέλτιο, εκλογική διακήρυξη, υποψήφιους ευρωβουλευτές, κατέθεσε δημόσια μια ακόμα πρόταση για μέτωπο. Με την ευρηματική μάλιστα διατύπωση του Π. Λαφαζάνη ότι «βάζει την υπογραφή του σε λευκό χαρτί». Εδώ η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά. Θεωρητικά, εάν σε ενδιαφέρει οποιαδήποτε μορφή μετωπικής συμπόρευσης, εξαντλείς κάθε τέτοια δυνατότητα, ανοικτά, δημόσια, πιέζοντας, δίνοντας χώρο, υποστέλλοντας κομματικά λάβαρα και προσωπικές φιλοδοξίες και ενεργοποιώντας διαδικασίες. Όχι αφού έχεις ανακοινώσει ψηφοδέλτια και εκλογικά κατεβάσματα, αλλά πολύ νωρίτερα, έξω και πέρα από εκλογικές σκοπιμότητες που επίσης βγάζουν μάτι.

Στις δε αυτοδιοικητικές, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Εκεί η μεν ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιλέγει όχι απλά τη μοναχική πορεία και κάθοδο αλλά και τη διάσπαση του εαυτού της, καθώς σε σειρά κεντρικών δήμων, δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατεβαίνουν τουλάχιστον σε δύο ανταγωνιστικά ψηφοδέλτια (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα).  Δίπλα σε αυτά συγκροτούνται και άλλα δημοτικά σχήματα από τη ΛΑΕ ή και άλλους σχηματισμούς. Ο λόγος; Ηγεμονισμοί και αλληλοαποκλεισμοί δυνάμεων που κατά τ’  άλλα κλίνουν σε όλους τους τόνους την έρμη την εργατική δημοκρατία. Αποκορύφωμα της τελευταίας η διάλυση συνεδρίασης περιφερειακού σχήματος που αποφάσιζε κατά πλειοψηφία συμπόρευση με άλλες δυνάμεις. Και όλα αυτά όταν τα αυτοδιοικητικά σχήματα αυτής της Αριστεράς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, λειτουργούν λίγο πριν τις εκλογές και πέφτουν σε χειμερία νάρκη αμέσως μετά. Καμία αντίληψη για κινήματα γειτονιάς, όλα για την εκλογική καταγραφή, πάντα όμως στο όνομα των κινημάτων και της επίκλησης της «επαναστατικής» αριστεράς κόντρα στο ρεφορμισμό.

Καπέλα, εκβιασμοί, αποκλεισμοί, σεντόνια αναλύσεων με μόνο στόχο την κατά μόνας εκλογική καταγραφή. Κυριολεκτικά, πρόκειται για την αποθέωση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Η γενική γραμμή είναι «κατεβαίνω στις εκλογές μόνος μου και άρα υπάρχω ως οργάνωση/σχήμα/μέτωπο». Η πεμπτουσία της αστικής πολιτικής γίνεται πρακτική αυτού του χώρου, τροφοδοτώντας κι άλλο την αναξιοπιστία. Κάνοντας πρακτικά τους τροχονόμους της παραίτησης, είτε προς ΣΥΡΙΖΑ, είτε προς ΚΚΕ.

Γίνεται όλο και πιο σαφές, αν και είναι πικρό: Αυτός ο χώρος, παρά τους αξιόλογους συντρόφους και αγωνιστές, ως πολιτικός χώρος και πολιτική πρακτική δεν μπορεί να συμβάλλει θετικά. Αποτελεί πολιτικο-ιδεολογικά ένα μικρό ΚΚΕ.

Για την δύσκολη κατάσταση και τον στραβό γιαλό ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε πολλά. Το να μην αρμενίζουμε όμως στραβά είναι απολύτως υποκειμενική επιλογή και απόφαση. Έχει κόστος, απαιτεί ρήξεις, ξεβολέματα και ανατροπές, αλλά κάθε μέρα που περνά προσθέτει επιπλέον αρνητικό φορτίο.

Το ΚΚΕ και τα κίτρινα γιλέκα

Το ΚΚΕ και τα κίτρινα γιλέκα

Διανύουμε μια περίοδο όπου το λαϊκό, το εργατικό και γενικά το ανταγωνιστικό στο σύστημα κίνημα βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση. Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με τα απόνερα της κατάρρευσης του ΄89-΄91 και της συνακόλουθης αστικής εφόρμησης για εμπέδωση του αντικομμουνισμού και του καπιταλιστικού μονοδρόμου. Ενώ η κρίση σε διεθνές επίπεδο χτυπάει κόκκινο και το αίτημα μιας διαφορετικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης θα έπρεπε να είναι στην ημερήσια διάταξη, οι αντιδράσεις είναι υποτυπώδεις, αναιμικές, πρωτόλειες. Σε πλανητικό επίπεδο καταγράφεται μια εκκωφαντική αναντιστοιχία μεταξύ αναγκών και ανταπόκρισης του οργανωμένου υποκειμενικού παράγοντα.

Στα πλαίσια αυτά, έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που στέκεται και αξιολογεί κανείς κινήματα όπως αυτό των “κίτρινων γιλέκων” στη Γαλλία. Το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” έχει απασχολήσει αρκετά τη διεθνή και εγχώρια επικαιρότητα. Συζητιέται σε καφενεία, σε χώρους εργασίας, σε τηλεοπτικά παράθυρα. Απασχολεί τους πολιτικούς φορείς, ιδίως τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς. Η οπτική γωνία και η στόχευση είναι συνήθως καθοριστικές για την άποψη που επιλέγει να υιοθετήσει και τη στάση που επιλέγει να τηρήσει ο καθένας. Ειδική αξία έχει όμως η τοποθέτηση της αριστεράς και ειδικά της κομμουνιστικής απέναντί του.

Αίσθηση προκαλεί η τοποθέτηση του ΚΚΕ για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Όχι γιατί δεν ήταν αναμενόμενη, αλλά γιατί είναι αμυντική, αβασάνιστη, συνομωσιολογική.  Διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη (Για ποιον … φωσφορίζουν τα «κίτρινα γιλέκα»;) ότι:

α. μάλλον το κίνημα των κίτρινων γιλέκων κατευθύνεται από τις ΗΠΑ ή τη Λεπέν (“το ζήτημα έχει και γεωπολιτικές προεκτάσεις, όπως προδίδει η συζήτηση γύρω από την εμπλοκή του πρώην συμβούλου του Αμερικανού Προέδρου Στιβ Μπάνον, που επιχειρεί να συντονίσει στην ΕΕ αστικές εθνικιστικές δυνάμεις, ανάμεσά τους και τον «Εθνικό Συναγερμό» της Λεπέν”, “τη στήριξή της στα κίτρινα γιλέκα εξέφρασε από την πρώτη στιγμή η Λεπέν”, “αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι στις διαδηλώσεις εμφανίζονται να παίζουν ρόλο νεοναζιστικά τάγματα εφόδου”).

β.  “τα κίτρινα γιλέκα θυμίζουν αρκετά τα λεγόμενα «κινήματα» των «αγανακτισμένων» και της «πλατείας», που κάθε άλλο παρά «αυθόρμητα» ήταν”. Τα κινήματα αυτά απολογίζονται στο πόδι ως “κινήματα που εκκολάφθηκαν σε συνθήκες ανόδου της λαϊκής δυσαρέσκειας για την αντιλαϊκή πολιτική και αξιοποιήθηκαν για να επιταχύνουν διεργασίες και ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα, σε Ισπανία, Ελλάδα και αλλού, εγκλωβίζοντας τελικά το λαό σε «εναλλακτικές» κομμένες και ραμμένες στις ανάγκες του κεφαλαίου”.

γ.  η κοινωνική τους σύνθεση συνιστά ασυγχώρητο παράπτωμα: “Στα «κίτρινα γιλέκα» ξεχωρίζει η συμμετοχή μικρομεσαίων στρωμάτων, ειδικά από την επαρχία και πολλών μικροεπιχειρηματιών”.

δ. το “κείμενο διεκδικήσεων” που κυκλοφόρησε αποτελεί απαύγασμα οπορτουνισμού και επαναστατικής μειοδοσίας.

Η τοποθέτηση του ΚΚΕ είναι επιεικώς απαράδεκτη. Ένα από τα πιο σημαντικά σύγχρονα κινήματα, που έχει στριμώξει την κυβέρνηση Μακρόν επί ένα μήνα και την αναγκάζει σε πολιτική αναδίπλωση, χρεώνεται ως “αμερικάνικος δάκτυλος”. Και αυτό ως θέση αρχής περισσότερο, παρά ως λογική αλληλουχία γεγονότων και συμπερασμάτων. Η φιλολογία γύρω από τον Στιβ Μπάνον θεωρείται αρκετή από το ΚΚΕ για να ξεμπερδεύει σχετικά με την προέλευση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Αν είναι έτσι όμως, κάθε κίνημα που θα ξεσπάει, θα έχει μια αντικειμενική λειτουργία υπέρ μιας ιμπαριαλιστικής χώρας και κατά μιας άλλης, άρα και “κομμουνιστικής” υφής κινήματα θα μπορούσε να τα χρέωνε στον ιμπαριαλισμό μια τέτοια μεθοδολογία.

Το ΚΚΕ σπεύδει να δικαιώσει την απελπισμένη προσπάθεια της Λεπέν να ψαρέψει σε θολά νερά και να οικειοποιηθεί το κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Ακόμα και οι Γάλλοι ναζί δε θα μπορούσαν να είναι τόσο αισιόδοξοι ως προς την αποτελεσματικότητα και το ρόλο που τους αποδίδει το ΚΚΕ στην εμφάνιση του νέου αυτού κινήματος. Ενός κινήματος που κάθε άλλο παρά αντιμεταναστευτική ρητορική έχει, ενώ το πρόγραμμά του είναι οι διεκδικήσεις των λαϊκών στρωμάτων, των όλο και φτωχότερων εργαζομένων.

Η ταξινόμηση μαζί με τους “αγανακτισμένους” της Αθήνας και τους “Podemos” της Ισπανίας θεωρείται κίνηση ματ από το ΚΚΕ, καθώς έχει φροντίσει να αποδομήσει τα δύο παραπάνω κινήματα, να τα χρεώσει ως αστικά δημιουργήματα, να τα κρίνει εκ του αποτελέσματος και εκ των κυβερνήσεων που τα ακολούθησαν. Όμως κινήματα που ξεσπούν στη σημερινή εποχή έχουν το σπέρμα του μισού, της ήττας, του ανολοκλήρωτου. Το πιο πιθανό είναι να τα διαχειριστεί και αξιοποιήσει ο αντίπαλος. Το εύκολο και ανέξοδο είναι να τα καταγγείλουμε. Το δύσκολο είναι να τα επενδύσουμε πολιτικά, να τα αγκαλιάσουμε, να τα καθοδηγήσουμε και να παίξουμε ρόλο ώστε να γίνουν νικηφόρα και μέρος μιας διαδικασίας υπέρβασης του σημερινού καταθλιπτικού συσχετισμού δυνάμεων. Μέχρι να αλλάξουν οι συσχετισμοί των δυνάμεων και να δημιουργηθούν σοβαρά αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να ξεσπούν κινήματα; Όταν ξεσπούν πρέπει να καταγγέλλονται ως προδοτικά; Όλα τα κινήματα αυτά ανήκουν στην αστική τάξη και τους αμερικάνους;

Τα κίτρινα γιλέκα δεν είναι ένα κίνημα που θα ρίξει τον καπιταλισμό. Ούτε ένα κίνημα που θα σφραγίσει τον 21ο αιώνα. Ούτε έχει κομμουνιστικό πρόσημο και ιδεολογία. Ούτε έχει αμιγώς εργατικά χαρακτηριστικά. Δεν καθοδηγείται από κάποια οργανωμένη δύναμη με επαναστατικό προσανατολισμό (αφού δε φαίνεται να υπάρχει κάποια τέτοια υπολογίσιμη δύναμη στη Γαλλία). Δε θα λύσει το πρόβλημα των λαών και της εργατικής τάξης στον 21ο αιώνα.

Δημιουργεί όμως αντικειμενικά μια αισιοδοξία σε όσους επιμένουν να τοποθετούνται απέναντι στον οδοστρωτήρα του καπιταλισμού, της ΕΕ, των αστικών μονοδρόμων. Σε όσους θεωρούν ότι η ιστορία δεν τέλειωσε το ΄91, αλλά πρέπει και πρόκειται να εκτυλιχθούν νέα και καθοριστικά επεισόδια της ταξικής πάλης που θα αλλάξουν τα σημερινά καταθλιπτικά τοπία υπέρ των εργαζομένων. Η αισιοδοξία ως τοποθέτηση (αλλά και ως ψυχολογία) είναι αναπόσπαστο συστατικό για όσους τοποθετούνται με την πλευρά της επανάστασης, του σοσιαλισμού, της ανατροπής του καπιταλισμού. Επιπλέον, τα κίτρινα γιλέκα συνιστούν ένα βασικό επιχείρημα για τους λαούς να αγωνίζονται. Τονώνουν την αισιοδοξία του αγώνα, σε καιρούς που ο αγώνας είναι ντεμοντέ, ηττημένος και μάταιος. “Ο αγώνας έχασε… για ακόμα μια φορά ζήτω ο αγώνας!”, φωνάζουν τα κίτρινα γιλέκα. Φέρνουν αντικειμενικά μια κινηματική ανάταση, ασχέτως του αν τελικά θα νικήσουν.

Κινήματα όπως των κίτρινων γιλέκων, των πλατειών στα 2010-2012 στην Ελλάδα ή των Podemos στην Ισπανία υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η ταξική πάλη είναι πάντοτε παρούσα. Δε διαγράφεται – δεν εξορίζεται από την κοινωνική και πολιτική σφαίρα, όσα διατάγματα και αναθέματα και να βγάλουν οι κονδυλοφόροι του συστήματος, όση απουσία – αδιαφορία – ανικανότητα – ανυπαρξία και να επιδείξει η αριστερά. Η ταξική πάλη, η λαϊκή οργή, η θέληση για συλλογική διεκδίκηση είναι παρούσες κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα που θέτουν τα κίτρινα γιλέκα.

Τα κινήματα αυτά έχουν περιορισμούς και όρια που δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν. Είναι και δεν είναι αυθόρμητα. Είναι αυθόρμητα καθώς δεν καθοδηγούνται από κάποιο πολιτικό κόμμα. Δεν είναι αυθόρμητα γιατί τίποτα δεν είναι τελείως ανεξάρτητο και ξεκομμένο από την πολιτική ζωή γενικά. Καθώς δεν υπάρχει διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ως καθοδηγητικό κέντρο για τους αγώνες των λαών και της εργατικής τάξης, ούτε σοβαρά αριστερά/κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις σε καμμιά χώρα, είναι φυσικό επόμενο κάθε κίνημα που ξεσπάει να είναι ανεπαρκές και θνησιγενές. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταγγέλλεται και να κατακεραυνώνεται; Πολύ περισσότερο να χρεώνεται στους πράκτορες του καπιταλισμού; Ή ακόμη χειρότερα στους φασίστες;

Φυσικά όταν γίνεται λόγος για ταξική πάλη, δεν είναι δυνατό να σημαίνει απλά και μόνο μια χυδαία, γραμμική και “εργαστηριακή” σύλληψη του στιλ “από εδώ οι εργάτες” και “από εκεί οι αστοί”. Ο Λένιν σημείωνε ότι όποιος περιμένει να δει μια καθαρή επανάσταση και δύο σαφώς οριοθετημένα και τακτοποιημένα στρατόπεδα “αστοί/προλετάριοι” δεν πρόκειται να τη δει ποτέ. Και ως τώρα η αλήθεια είναι κανείς δεν την έχει δει. Η πραγματική κίνηση είναι πάντα πιο πλούσια από τα σχέδια επί χάρτου και τα μανιφέστα. Επί του παρόντος το αντικείμενό μας δεν είναι η επανάσταση, αλλά πιο πρωτόλεια ζητήματα – καθήκοντα. Και στο επίπεδο αυτό όμως, αν το κριτήριό μας είναι η “καθαρότητα” που απορρίπτει τις “ανεπαρκείς κινηματικές συγκροτήσεις”, τότε δεν πρόκειται να γίνουν βήματα μπροστά.

Η απαιτητικότητά μας απέναντι στα κινήματα που ξεσπούν εν πολλοίς ερήμην την κομμουνιστικής αριστεράς δε μπορεί να είναι τόσο απόλυτη. Κυρίως επειδή η αριστερή/κομμουνιστική πολιτική και παρέμβαση είναι από ανίσχυρη έως απούσα διεθνώς. Για να είμαστε σοβαροί, πρέπει να τηρείται κάποιο μέτρο. Όσο πιο πολύ ανταποκρίνεται κανείς στα καθήκοντά του, τόσο πιο αυστηρός δικαιούται να είναι απέναντι στους άλλους. Αν η κομμουνιστική αριστερά είναι τόσο συνεπής, σοβαρή και αποτελεσματική σε σχέση με τα καθήκοντά της, τότε μπορεί να κατακεραυνώνει ανθρώπους ή κινήματα που “δε στέκονται στο ύψος που θα έπρεπε”. Αν όμως είναι κατά βάση απούσα, ανήμπορη, παραιτημένη και θεωρητικολογεί, τότε δεν έχει κανένα δικαίωμα να υψώνει τον πήχη των προσδοκιών στα ουράνια για τους άλλους. Επιεικής με τον εαυτό μας και αυστηροί με τους άλλους, είναι η σίγουρη συνταγή για την αποτυχία, τη γελοιοποίηση και τη γραφικότητα. Τότε κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά και με το δίκιο του.

Το ΚΚΕ έχει επιλέξει μια αδιέξοδη στάση. Να θεωρητικολογεί χωρίς τέλος και σε ό,τι αφορά στο πρακτικό πεδίο να αρκείται σε κινήσεις και συσπειρώσεις γύρω από τον εαυτό του, οι οποίες συσπειρώνουν κάτι ελάχιστα παραπάνω από τον εαυτό του. Να ορίζει ως βασική του προτεραιότητα το μονοπώλιο στο χώρο της αριστεράς και όχι το διεμβολισμό και την αποδυνάμωση του αντιπάλου. Να αναπαράγει το μηχανισμό του καθώς και ένα εκλογικό ποσοστό, χωρίς να πασχίζει για την έκφραση των αναγκών της εργατικής τάξης και του λαού. Να καταγγέλλει εύκολα και αφ’ υψηλού διάφορα ελπιδοφόρα κινήματα, χωρίς να κάνει το παραμικρό για τη συγκρότηση κινημάτων (πέρα από καρικατούρες κινήματος, όπου η στενή επιρροή του ΚΚΕ σε διάφορους εργασιακούς χώρους βαφτίζεται εργατικό κίνημα). Να αφήνει το λαό ανυπεράσπιστο στην εποχή της κρίσης και να μη θέτει ζήτημα εξουσίας, καθώς “δεν είμαστε έτοιμοι, οι συνθήκες δεν είναι ώριμες… κλπ”. Αν στην εποχή της κρίσης δεν είναι ώριμες οι συνθήκες, πότε θα είναι; Ποιος είναι ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης και του κόμματός της; Πότε πρέπει αυτός να εκπληρωθεί; Το μακρινό και αόριστο μέλλον έχει ένα πλεονέκτημα: δεν απαιτεί καμία συνέπεια – καμία λογοδοσία – κανέναν έλεγχο. Για αυτό ο Περισσός έχει βρει τη μόνιμη επωδό: δεν είναι ώριμες οι συνθήκες, άρα τα καθήκοντα παραπέμπονται. Άρα δεν πρόκειται να κάνω ποτέ κάτι και κανείς δεν πρόκειται να μου ζητήσει λογαριασμό για αυτό.

Η στάση αυτή είναι λανθασμένη και αναπαράγει το αδιέξοδο. Είναι στάση παθητικότητας και αναμονής. Αποδοχής του συσχετισμού δυνάμεων σαν να είναι κάτι το δεδομένο και το αμετακίνητο. Συνιστά άρνηση του ιστορικού ρόλου του κόμματος της εργατικής τάξης. Πρακτικά είναι φυγομαχία και παραίτηση, συνθηκολόγηση με τον ταξικό αντίπαλο. Απαιτείται μια εντελώς διαφορετική στάση. Ενεργητικής παρέμβασης στην ταξική πάλη. Αναμέτρησης με το καθήκον της τροποποίησης του συσχετισμού των δυνάμεων. Εμπλοκής με το πολιτικό προσκήνιο, μέσα από μια σειρά συμμαχιών και μετώπων με κατεύθυνση τη συγκέντρωση δυνάμεων που μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και πολλαπλασιαστικά σε διάφορα επίπεδα. Οργάνωσης του λαού. Ώσμωσης με τα νέα κινήματα που ξεδιπλώνονται στο έδαφος του πολιτικού κενού. Προσπάθειας τροφοδοσίας των κινημάτων αυτών με στοιχεία προγράμματος και ιδεολογίας και όχι εύκολης αναχώρησης από αυτά μέσω της χρέωσής τους στον ταξικό αντίπαλο. Ειλικρίνειας και αυτογνωσίας, που βλέπει στην ανεπάρκεια των σύγχρονων κινημάτων να καθρεφτίζεται η ανεπάρκεια της σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς. Αποφασιστικότητας, που θέτει το φιλόδοξο αλλά αναγκαίο καθήκον της συγκρότησης μια σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς. Μέσα από διαδικασίες συνάντησης δυνάμεων, σύνθεσης και υπέρβασης. Επαναστατικής πράξης και όχι επαναστατικής λογοκοπίας.

Ντροπή!

Σχόλιο του antapocrisis.

Η ενός λεπτού σιγή που σήμερα κράτησε η Βουλή στη μνήμη του Κατσίφα αποτελεί ντροπή για το ελληνικό Κοινοβούλιο, μεγαλύτερη ντροπή για τον ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα μεγαλύτερη ντροπή για το ΚΚΕ. Ακόμα χειρότερα αποτελεί καρφί στο φέρετρο των δημοκρατικών αξιών, καθώς η ελληνική Βουλή ομόφωνα και απερίφραστα στρώνει το έδαφος στην κοινωνική ακροδεξιά, στη μισαλλοδοξία και στον φανατισμό.

Η ανάδειξη σε εθνικό ήρωα ενός ανθρώπου, που εισέβαλε ένοπλος στην Αλβανία και άδειασε τρεις γεμιστήρες εναντίον αστυνομικών, επειδή θεωρεί ότι τα ελληνικά σύνορα εκτείνονται πολύ περισσότερο από τις αποδεκτές εδώ και έναν αιώνα συνθήκες, δεν είναι πλέον μόνο έργο των ΜΜΕ. Είναι επίσημη πολιτική θέση της Βουλής και σύσσωμων των κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Η νεοναζιστική ακροδεξιά και ο φασισμός γίνονται κανονικότητα. Η Χρυσή Αυγή βαρά το ταμπούρλο και στο ρυθμό της χορεύουν όλοι. Μα όλοι.

Από τον ΣΥΡΙΖΑ που επίτηδες αφήνει χώρο και χρόνο στη Χρυσή Αυγή μήπως και εκλογικά ζημιώσει τη ΝΔ, μέχρι το ΚΚΕ που με τους δύο παρόντες βουλευτές του δεν διαμαρτυρήθηκε για την εισήγηση της Ζαρούλια και την πρόταση Κακλαμάνη.

Η ιστορία άλλωστε με την Εκκλησία, το θέατρο του «εξορθολογισμού» αντί του διαχωρισμού των σχέσεων με το κράτος, καθώς και η πρωτοφανής υποχώρηση στις παράλογες διεκδικήσεις της ιεραρχίας για τα αμφισβητούμενα εκκλησιαστικά εδάφη, δείχνουν ότι ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τον παραμικρό ηθικό φραγμό. Μπορεί να κάνει τα πάντα για να κρατηθεί στην εξουσία. Χθες κολάκευε το χριστεπώνυμο ποίμνιο και τον εκλογικό στρατό της Εκκλησίας. Σήμερα κολακεύει τα ακροδεξιά ένστικτα. Μετά, ο Τσίπρας θα έχει το θράσος να καμώνεται ότι είναι διαφορετικός από τον Μητσοτάκη.

Ο Λαφαζάνης αφελώς πήγε στο κανάλι των ακροδεξιών και επί ημέρες έτρωγε ξύλο για την επιλογή του. Όλοι όσοι αποδέχτηκαν τη σημερινή Χρυσαυγίτικη φιέστα στη Βουλή, δυστυχώς αποδεικνύονται όχι αφελείς, αλλά επικίνδυνοι. Το δε ΚΚΕ, εάν υποτεθεί ότι διαχωρίζεται από τη συγκεκριμένη ενέργεια οφείλει να κάνει αυτοκριτική και να ζητήσει συγνώμη για τη στάση των δύο παρόντων βουλευτών του.

Η Αριστερά του εκλογικού κρετινισμού, η Αριστερά που θα κάνει τα πάντα για τις ψήφους, η Αριστερά που αντί να θέτει καθήκοντα και να παίρνει πρωτοβουλίες ανατροπής, υποτάσσεται στα καθυστερημένα ένστικτα μιας μερίδας της κοινωνίας πρέπει να τελειώσει για πάντα.

Για τη σημερινή στάση στη Βουλή, αρμόζει μόνο μία λέξη: Ντροπή.

Τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;

Την προηγούμενη Παρασκευή (2/3/2018) έγινε μια δυναμική και μαζική κινητοποίηση των ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών. Μετά από χρόνια και ενώ εδώ και οκτώ χρόνια οι διορισμοί είναι στο μηδέν. Η κινητοποίηση έγινε με το απόλυτα δίκαιο αίτημα του διορισμού μονίμων εκπαιδευτικών, αφού οι ίδιοι 20.000-25.000 συνάδελφοι αναπληρώνουν εδώ και 10-15 χρόνια τον εαυτό τους. Η κινητοποίηση οργανώθηκε από τα συντονιστικά αναπληρωτών, τις Παρεμβάσεις, το ΠΑΜΕ, το ΜΕΤΑ και άλλες μικρότερες αγωνιστικές και αριστερές δυνάμεις. Υπήρξε δηλαδή ένα ενιαίο μέτωπο στην πράξη. Οι μνημονιακές συνδικαλιστικές ηγεσίες στάθηκαν εχθρικά απέναντι στην κινητοποίηση και τη σαμποτάρισαν.

Η συνέχεια θα έπρεπε να ήταν κλιμάκωση. Που σημαίνει -με βάση την κοινή λογική- ενιαίο μέτωπο-κοινή δράση των Παρεμβάσεων, του ΜΕΤΑ και του ΠΑΜΕ με τους αναπληρωτές για τη συνέχεια των κινητοποιήσεων.Αντί αυτού, και με βάση τη λογική του ΚΚΕ ότι ο μεγαλύτερος εχθρός είναι ο άλλος αριστερός, το ΠΑΜΕ βρήκε να διαχωριστεί από τις Παρεμβάσεις… στην ημερομηνία. Έτσι είχαμε δύο κινητοποιήσεις αντί για μία που ευνοούσε τη συγκέντρωση δύναμης. Η πρώτη έγινε την περασμένη Παρασκευή 9/3 στην οποία δεν συμμετείχαν πρακτικά οι ΔΟΕ, ΟΛΜΕ και ΠΑΜΕ και η δεύτερη την ερχόμενη Παρασκευή στις 16/3. Βέβαια, για τις 9 Μαρτίου πήρε απόφαση μια συνέλευση 800 αναπληρωτών και μονίμων στο υπό κατάληψη Υπουργείο Παιδείας. Το ΠΑΜΕ ισχυρίζεται ότι η απόφαση ήταν βιαστική και εν θερμώ, ουσιαστικά όμως η αγνόηση μιας απόφασης που πήρε μια τέτοια συνέλευση – καθώς και η συμμαχία και το κρύψιμο πίσω από τη συνδικαλιστική ηγεσία της ΔΟΕ ρίχνει νερό στο μύλο της διάσπασης του αγώνα και του μετώπου. Κανένα επιχείρημα περί βιαστικής απόφασης δεν δικαιολογεί τη διάσπαση του ενιαίου μετώπου αναπληρωτών και Αριστεράς.

Το ΚΚΕ στην υπηρεσία του κόμματος λοιπόν και όχι του κινήματος. Τι δυναμώνει το κόμμα; Η αποδυνάμωση των άλλων, άρα ας αποκλιμακωθεί το κίνημα για να μη φουσκώσουν οι …Παρεμβάσεις. Και μιλάμε για πραγματικό κίνημα χιλιάδων ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών, όχι για εικονικό κίνημα με τσαμπουκάδες επαγγελματικών στελεχών στα σκαλάκια της Βουλής και στα γραφεία της Αχτσιόγλου.

Τα παραπάνω αφιερώνονται σε φίλους που έχουν κοντή μνήμη και μπροστά στην ήττα, δυστοκία και διάλυση της Αριστεράς, θαμπώνονται τελευταία με το εικονικό κίνημα του ΚΚΕ. Όμως το ΚΚΕ δεν αλλάζει -ειδικά με τη γραμμή της τελευταίας δεκαπενταετίας. Στη νηνεμία θα φωνάζει και στη φουρτούνα θα λουφάζει. Το πραγματικό κίνημα θα το σαμποτάρει γιατί του χαλάει το μονοπώλιο στο μαγαζί. Και ένα κόμμα-μαγαζί, παρά τα σύμβολα, δεν είναι αγωνιστικό κομμουνιστικό κόμμα.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια διασπασμένη κινητοποίηση. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε τους όρους αν όχι να πετύχει τους στόχους της, τουλάχιστον να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και να δείξει ότι κάτι μπορεί να κινηθεί. Το τελικό δια ταύτα; Με τον ήλιο τα μπάζουμε, με τον ήλιο τα βγάζουμε, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν…

Για τη διακήρυξη του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια: Πράγματι, κόμμα «παντός καιρού»

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Το ΚΚΕ δημοσιοποίησε τη διακήρυξη για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του με τίτλο: «Το ΚΚΕ συμπληρώνει φέτος έναν αιώνα ιστορίας», θέλοντας να παρουσιάσει μια αδιάλειπτη 100χρονη πορεία στην ίδια ιδεολογία, στις ίδιες αρχές, με την ίδια φυσιογνωμία. Ομως, οι τίτλοι και τα σύμβολα δεν αποτελούν από μόνα τους στοιχεία ταυτότητας, δεν είναι αυτά που θα αποδείξουν τη συνέχεια ή την ασυνέχεια μιας ιστορικής πορείας.

2. Τα 100 χρόνια ΚΚΕ δεν είναι μια ενιαία περίοδος. Ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 η χώρα γνώρισε το ΚΚΕ του αγώνα, της θυσίας, του ηρωϊσμού. Που οικοδόμησε δεσμούς αίματος με το λαό και την εργατική τάξη. Που είχε στις τάξεις του ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η νεολαία της εποχής. Που οργάνωσε την Εθνική Αντίσταση στους ναζι – φασίστες κατακτητές. Που παρά τις ταλαντεύσεις και τα λάθη έδωσε μαθήματα αξιοπρέπειας και αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα ως το τέλος με τον ΔΣΕ. Που παρά την καθοδηγητική ανεπάρκεια η οποία έβαλε τη σφραγίδα της στην έκβαση των πραγμάτων, συντάχθηκε σταθερά με το στρατόπεδο της επανάστασης. Που ήταν τμήμα του διεθνούς κέντρου της Επανάστασης, της ΕΣΣΔ και του ΚΚΣΕ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 και μετά, η χώρα γνώρισε ένα άλλο ΚΚΕ. Που ήταν τμήμα του διεθνούς κέντρου της αναθεώρησης της Επανάστασης, της ΕΣΣΔ και του ΚΚΣΕ. Ένα ΚΚΕ που δε συνέχισε – δε δικαίωσε τον πρωτοπόρο ρόλο του ως το Κόμμα της εργατικής τάξης και της υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων, όπως υπήρξε μέχρι τότε και ιδιαίτερα στη δεκαετία του ΄40. Από εκεί και έπειτα, παρά τις όποιες αγωνιστικές ή και ηρωϊκές ακόμα μορφές που ανέδειξε, υπήρξε το Κόμμα της αναθεώρησης και της αποκήρυξης του επαναστατικού παρελθόντος του. Της διάλυσης των οργανώσεών του. Της πολιτικής ουράς του Κέντρου (στη δεκαετία του 60). Της προβοκατορολογίας κατά το Πολυτεχνείο αλλά και σε όλη τη δεκαετία του ΄70 (δεν ξεχνιούνται «οι 300 προβοκάτορες του Ρουφογάλη που κατέλαβαν το Πολυτεχνείο»). Του Κοινωνικού Συμβολαίου της μεταπολίτευσης (το «Καραμανλής ή τανκς» ήταν γραμμή και οχι απλά λόγος του Μ.Θεοδωράκη, παρά το γεγονός ότι τη διατύπωση του συνθήματος δεν τη χρεώνεται το ΚΚΕ). Της εκφρασμένης θεωρίας του χουντοαριστερισμού – εκ των πραγμάτων ενισχυτική στον αριστεροχουντισμό του Καραμανλή και του χτυπήματος κάθε εργατικού κινήματος που δε βρισκόταν κάτω από τον έλεγχό του κατά την ίδια περίοδο. Της επανέκδοσης της γραμμής ουράς του Κέντρου με το σύνθημα «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» (γραμμή ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων αλλαγής με το ΠΑΣΟΚ του Α.Παπανδρέου που θα είχε την πολιτική ηγεμονία). Του φιλο-ΕΟΚ κοινού πορίσματος ΚΚΕ-ΕΑΡ που ήταν η αρχή γέννησης του Συνασπισμού. Της συγκυβέρνησης πρώτα με την ΝΔ του Μητσοτάκη και πρωθυπουργό τον Τζανετακη και κατόπιν της οικουμενικής με ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Της ακραία αντιμετωπικής πολιτικής και της παραπομπής κάθε στόχου για το μακρινό μέλλον (κατά τις τελευταίες δεκαετίες). Αλήθεια, ενα συστημικό κόμμα καθόλη την διαρκεια της μεταπολίτευσης τι σχεση εχει με το επαναστατικό πνεύμα του ΚΚΕ των δεκαετιών του ’30 -’40 -’50; Τι σχέση εχει το ΚΚΕ της μεταπολίτευσης του Φλωράκη, του Γόντικα, της Παπαρήγα, με το ΚΚΕ του Ζαχαριάδη, του Σουκατζίδη, της Ηλέκτρας, του Μπελογιάννη; Η μοναδική σχέση βρίσκεται στην ονομασία και στα σύμβολα, τα οποία και δυσφημεί με τον χειρότερο τρόπο το σημερινό ΚΚΕ στα μάτια των εργαζόμενων μαζών και της νεολαίας.3. Φυσικά το ΚΚΕ, από την πλευρά του, παρουσιάζει ως αυταπόδεικτο ότι Οκτώβρης και ΚΚΕ πάνε παρέα. Είναι βολική και χρήσιμη μια παράσταση ιδιοκτησίας, μονοπωλίου της κληρονομιάς του Οκτώβρη και γενικά της επαναστατικής κληρονομιάς του παρελθόντος. Οι τίτλοι και τα μεγάλα λόγια περισσεύουν: “Το ΚΚΕ έρχεται από μακριά και πάει πολύ μακριά, γιατί η υπόθεση του προλεταριάτου, ο κομμουνισμός, είναι η πιο καθολικά ανθρώπινη, η βαθύτερη, η πιο πλατιά”. Πράγματι, η υπόθεση του Κομμουνισμού έρχεται από μακριά και πάει μακριά. Η υπόθεση όμως του ΚΚΕ δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η χωρίς τέλος πολυδιάσπαση στο χώρο της Κομμουνιστικής Αριστεράς, μαρτυρά μια τεράστια κρίση δεκαετιών στο χώρο αυτό και ειδικά στη μεγαλύτερη οργανωμένη του δύναμη, στο ΚΚΕ. Τυπικό δικαίωμα αναφοράς στον Οκτώβρη έχουν όλοι όσοι αναφέρονται στην Κομμουνιστική Αριστερά, όχι μόνο όποιος έχει το “χρίσμα” ή τις περισσότερες οργανωμένες δυνάμεις. Ουσιαστικό δικαίωμα αναφοράς στον Οκτώβρη έχουν όσοι υλοποιούν το επαναστατικό του πνεύμα με έμπρακτο τρόπο σήμερα, και εδώ ο κατάλογος στερεύει.

4. Η Διακήρυξη του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια υιοθετεί επί της αρχής μια περίεργη μεθοδολογία. Συμβιβάζει το “ενιαίο” της 100χρονης ιστορίας με μια “αυτοκριτική” (που προκύπτει από “μελέτη”) η οποία δεν αφήνει τίποτα όρθιο. 100 ένδοξα χρόνια, πολύς ηρωϊσμός, αλλά πολιτικά σχεδόν τα πάντα ήταν λάθος. Μόλις τώρα το Κόμμα αρχίζει να ωριμάζει κατά τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ. Από μια άποψη μπορεί να θεωρηθεί μια αφήγηση για έναν ζωντανό οργανισμό, σε εξέλιξη και κίνηση, που διαρκώς μετασχηματίζεται σε κάτι ανώτερο. Από μια άλλη, πιο πρακτική άποψη, απορρίπτονται εκ των υστέρων περίπου όλες οι ιστορικές περίοδοι του κόμματος. Επί της ουσίας, οι «αυτοκριτικές» για την επαναστατική περίοδο του ΚΚΕ δεν είναι παρά απόρροια και δικαιολόγηση της σημερινής τροτσκίζουσας φυσιογνωμίας και γραμμής του. Οι δε «αυτοκριτικές» για τη ρεβιζιονιστική αντεπαναστατική περίοδο, δεν είναι παρά στρογγυλέματα έτσι ώστε να μην αμφισβητείται η «αδιάλειπτη συνέχεια» του επαναστατικού ΚΚΕ, με το ρεβιζιονιστικό ΚΚΕ του Κολιγιάννη, το «εθνικά υπεύθυνο» ΚΚΕ της μεταπολίτευσης, το ΚΚΕ της περεστρόικας και της συγκυβέρνησης, το σημερινό «παντός καιρού». Αυτές οι «αυτοκριτικές» μάλλον θα προκαλούσαν θυμηδία, αν δεν βάραιναν τόσο οι συνέπειες δεκαετιών ρεβιζιονισμού για τη σημερινή κατάσταση του εργατικού και λαϊκού κινήματος ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά, για τη δυσφήμηση της έννοιας του κομμουνισμού, της αξίας του αγώνα για έναν άλλο κόσμο.

5. Αν όμως η ηγετική ομάδα του Περισσού θεωρεί ότι για 100 ολόκληρα χρόνια η γραμμή ήταν λάθος, αυτό είναι κάτι που ξεπερνάει μια “αυτοκριτική” στα πλαίσια του “εξελισσόμαστε”. Το Κόμμα αυτοεξορίζεται σε ένα διαρκές παρόν. Έτσι, σε 5 χρόνια τα σημερινά θα θεωρούνται εκ νέου εσφαλμένα και “παρεκκλίσεις” προς όφελος της “πιο ώριμης ωρίμανσης”. Θα αναθεωρηθούν και αυτά. Με αυτόν τον τρόπο η διαλεκτική αυτοκτονεί. Τα σημερινά σωστά, αύριο θα είναι λάθη. Η σχετικότητα των ζητημάτων και η διαλεκτική αντιμετώπιση είναι αναγκαία. Χωρίς όμως σταθερά σημεία, Κομμουνιστικό Κίνημα δε νοείται. Αν για 100 χρόνια η γραμμή ήταν λάθος, τότε πώς «παραμένει νέο, επαναστατική πρωτοπορία στον αγώνα για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό»; Πώς ζητάει να το εμπιστευθούν οι μάζες ως τη «μόνη ελπίδα»;

6. Το κείμενο της Διακήρυξης, κάτω από τον τίτλο “ορισμένες προβληματικές στρατηγικές επεξεργασίες σε διάφορες περιόδους”, χωρίς να διευκρινίζει ποιες ήταν αυτές οι προβληματικές στρατηγικές επεξεργασίες και σε ποιες ακριβώς περιόδους, τσουβαλιάζει την τοποθέτηση για τα Λαϊκά Μέτωπα και την πάλη ενάντια στο φασισμό με την «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» και τις Τζανετάκειες κυβερνήσεις. Χρεώνει τα “ολισθήματα” ή ολισθήματα αυτά στη διαμόρφωση από την ΚΔ μιας “στρατηγικής αντίληψης που έθετε ως στόχο μια ενδιάμεσου τύπου εξουσία ως μεταβατική για τη σοσιαλιστική εξουσία”. Έτσι:

α. Αποκηρύσσει πολιτικά την ΚΔ. Την περίοδο από την ένταξη στην ΚΔ και μετά. Πιο συγκεκριμένα, αποκηρρύσσει τη γραμμή κατά την έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.

β. Η Διακήρυξη χρεώνει τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, αλλά και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση “εθνικής ενότητας” υπό τον Παπανδρέου και πάλι στην παραπάνω στρατηγική αντίληψη. Οι ταλαντεύσεις και τα λάθη που οδήγησαν σ’ αυτές τις συμφωνίες σύμφωνα με τον Περισσό ήταν αποτέλεσμα εγκατάλειψης της εργατικής κατεύθυνσης. Ποια γραμμή όμως έφερε το τότε ΚΚΕ στην καθοδήγηση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα; Η τότε γραμμή που το ΚΚΕ σήμερα θεωρεί λαθεμένη (αντιφασιστικό μέτωπο, εθνοκοαπελευθερωτικός αγώνας, λαοκρατία). Η σημερινή γραμμή του ΚΚΕ, τότε εκφράστηκε από άλλες δυνάμεις (τροτσκιστικές), ήταν λάθος και ηττήθηκε.

γ. Ακολουθεί η ετεροχρονισμένη –πάνω από μισό αιώνα – “αυτοκριτικη” για τα γεγονότα του 1956 – 1958 (αποφάσεις 6ης και 8ης Ολομέλειας). Καταδικάζεται η ρεβιζιονιστική στροφή, η πολιτική της ΕΔΑ, η απόφαση για διάλυση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ. Βέβαια εδώ η ρεβιζιονιστική στροφή του ΚΚΣΕ, η ωμή επέμβαση των «αδελφών κομμάτων» στο ΚΚΕ βαφτίζεται “επιδράσεις των επιλογών στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα … που οδήγησαν σε μια πορεία παρεκκλίσεων”. Είναι δύσκολο να γράφτεί σε διακήρυξη “γίναμε τμήμα του Διεθνούς Ρεβιζιονισμού”. Πιο εύκολα γίνεται λόγος για “επιλογές” και “επιδράσεις” τους.

δ. Το 1968 θεωρείται ως η αναγέννηση του κόμματος. (Η “αυτοκριτική” δε λείπει και στα πλαίσιά της εξομοιώνεται η γραμμή των Λαϊκών Μετώπων με τη ρεβιζιονιστική θεωρία των σταδίων). Πως όμως επέζησε το Κόμμα; Με τι μετασχηματισμούς μετά το ’58 που διελυσε τις οργανώσεις; Τι έγραψε η δεκαετία ’58 – ’68 πάνω στο φυσιογνωμία του; Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης του ’68; Οι οπορτουνιστές ξανάκαναν επαναστατικό το ΚΚΕ από την ανάποδη;

ε. Μέρος της “αυτοκριτικής” αποτελούν και οι επιλογές της συγκρότησης του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου καθώς “και η λαθεμένη συμμετοχή του στο σχηματισμό των αστικών κυβερνήσεων Τζανετάκη (ΝΔ και Συνασπισμός) και Ζολώτα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός)”.

στ. “Στην περίοδο 1991 έως σήμερα, σε συνθήκες νίκης της αντεπανάστασης δημιουργήθηκαν πρόσθετες, νέες δυσκολίες και απαιτήσεις για το ΚΚΕ”. (Το ΚΚΕ θεωρεί ότι υπέστη μια “δεξιά” στροφή το 1958, μια “αριστερή” στροφή το 1968 και βρίσκεται – εν εξελίξει – μια “υπεραριστερή” στροφή από το 1995 και μετά. Που εγγυάται το παρόν και το μέλλον του. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;). Η σημερινή ηγεσία, που σήμερα διορθώνει τη γραμμή, πού ήταν στην συγκυβέρνηση Τζανετάκη ή στο κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ; Τι ψήφιζε και τι υπερασπιζόταν; Και τότε είχαν δίκιο και τώρα δίκιο έχουν; Τελικά ποιο είναι το κριτήριο της επαναστατικής αλήθειας; Υπάρχουν σταθερά σημεία; Ή τελικά η μόνη σταθερά είναι αυτό που συμφέρει κάθε φορά το μηχανισμό; Μια τέτοια αντιμετώπιση όμως του ρόλου και της έννοιας του κόμματος δεν έχει καμία σχέση με τον επαναστατικό μαρξισμό.

7. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναθεώρηση της εποχής ΄40-΄49, αναθεώρηση που έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια και εντείνεται, ενώ βασίζεται στη σημερινή πολιτική σκοπιμότητα. Καθότι είναι μια εποχή στην οποία οικοδομήθηκε το σθεναρό ιστορικό κεφάλαιο του ΚΚΕ στη χώρα μας. Από αυτό το κεφάλαιο τρέφεται και το σημερινό ΚΚΕ, παρότι δεν έχει καμία σχέση με το ΚΚΕ του ΄40-΄49.

8. Κοινός τόπος της σημερινής “αυτοκριτικής” – αναθεώρησης είναι η σκλήρυνση της γραμμής, και η καταδίκη των πιο μετωπικών τακτικών που υιοθετήθηκαν από το Κόμμα κατά το παρελθόν. Εδώ η αυτοκριτική είναι ισοπεδωτική. Στο ίδιο τσουβάλι μπαίνουν το ΕΑΜ, η ΕΔΑ, η κυβέρνηση Τζανετάκη. Ο λόγος δεν είναι κάποιου είδους “επιπολαιότητα”, αλλά συγκεκριμένη πολιτική στόχευση. Πρέπει να υποστηριχθεί με συνέπεια η πολιτική γραμμή απομόνωσης και άρνησης κάθε μετωπικής σκέψης, κίνησης στις σημερινές συνθήκες.

9. Η ιστορία και η μελέτη δεν είναι τόσο “ανεξάρτητες” διαδικασίες για ένα κόμμα με συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Η εκτίμηση – αυτοκριτική – πρόβλεψη είναι υποχρεωτικά συναρτήσεις του πολιτικού προγράμματος και του συσχετισμού δυνάμεων για ένα κόμμα. Το πρόβλημα είναι πως το συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα επί της ουσίας, ασχέτως διακηρύξεων και διατυπώσεων ή φιλιππικών, αποτελεί αποδοχή της κατάστασης, άρνηση κάθε σκέψης για σοβαρή αναμέτρηση με αυτήν. Στη βάση αυτή, το παρελθόν κόβεται και ράβεται στα μέτρα των σημερινών (υπεύθυνων) πολιτικών επιλογών της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ.

10. Και εδώ είναι η ουσία της σημερινής «αριστερής στροφής» του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ ήταν έως το 1991 μέρος ενός διεθνούς ρεβιζιονιστικού κέντρου με οδηγό το ΚΚΣΕ. Η σημερινή ηγεσία δε συγκρούστηκε ποτέ με την ηγεσία που οδήγησε το κομμουνιστικό κίνημα στη διάλυση και την ανυποληψία από επιλογή, για να «κρατηθεί το μαγαζί». Μετά το 1991 διεθνές κέντρο δεν υπήρξε και επιλέγεται βαθμιαία η κατεύθυνση της «σκλήρυνσης» για να αντέξει πάλι το κόμμα. Στις μετέπειτα πολιτικές ή οικονομικές κρίσεις ή κοινωνικές αναταραχές επιλέγεται ο νυν υπέρ πάντων αγώνας ενάντια στον οπορτουνισμό ως η κύρια κατεύθυνση και η αποχή του κόμματος από τον πολιτικό αγώνα. Πάλι κριτήριο είναι «να κρατηθεί το μαγαζί». Σήμερα το ΚΚΕ σηκώνει τους τόνους. Κάνει τσαμπουκάδες, «συγκρούεται» με την αστυνομία στα σκαλάκια της Βουλής, αντιγράφοντας την εξωκοινοβουλευτική αριστερά του ’90. Κλιμακώνει τώρα, που το λαϊκό φρόνημα είναι σε υποχώρηση και η πολιτική κρίση έχει τελειώσει, για να μαζέψει καμιά ψήφο από τους απογοητευμένους αριστερούς, ενώ απουσίαζε όταν το λαϊκό φρόνημα ήταν σε άνοδο και η πολιτική κρίση σοβούσε. Το ΚΚΕ είναι ένα βαθιά συστημικό κόμμα που όταν το σύστημα έχει πρόβλημα, απλά απουσιάζει η πολεμάει τους «οπορτουνιστές» (αριστερούς τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, δεξιούς αργότερα) και με μοναδική αρχή, «ότι συμφέρει το μηχανισμό».

11. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 το ΚΚΕ υιοθετεί μια εκδοχή νεο – τροτσκισμού. “Ο χαρακτήρας της επανάστασης σε κάθε καπιταλιστική χώρα καθορίζεται αντικειμενικά από τη βασική αντίθεση που καλείται να επιλύσει, την αντίθεση κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας, από το χαρακτήρα της εποχής σε διεθνές επίπεδο, της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ανεξάρτητα από τη θέση της χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα”. Η νέα αυτή πολιτική αντίληψη και πρακτική κλιμακώνεται. “Το ΚΚΕ έθεσε τα θεμέλια νέας στρατηγικής αντίληψης στο 15ο Συνέδριό του (1996) και την επεξεργάστηκε πιο ολοκληρωμένα στο νέο Πρόγραμμα που διαμόρφωσε στο 19ο Συνέδριό του (2013)”.

Σε συνθήκες που ο εξαρτημένος χαρακτήρας του ελληνικού κοινωνικο – οικονομικού σχηματισμού είναι πιο κραυγαλέος από ποτέ, με μνημόνια, επιτροπεία, κυβέρνηση των δανειστών, ο Περισσός ανακαλύπτει ότι όλες οι καπιταλιστικές χώρες είναι ίδιες, ΗΠΑ, Γερμανία, Ελλάδα, δεν υπάρχει ιμπεριαλισμός με την έννοια της οριζόντιας εκμετάλλευσης, δεν υπάρχει εξάρτηση, άρα ούτε και ανάγκη μετώπων. Υπάρχουν μόνο κεφάλαιο και εργασία, αστοί και προλετάριοι, κάθετη εκμετάλλευση, συνεπώς τα επαναστατικά καθήκοντα είναι τα ίδια σε κάθε χώρα, και τα πολιτικά καθήκοντα είναι “γενικού τύπου δουλειά για ωρίμανση των όρων και της εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό στο μακρινό μέλλον”.

12. Η σκληρή γραμμή αφορά πρώτα από όλα την άποψη για ένα κόμμα “παντός καιρού”, που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η αντοχή. Ακόμα λοιπόν και αν πολιτικά δεν κάνει τίποτα, θεωρείται θετικό το ισοζύγιο, απλά και μόνο επειδή αντέχει. Αφορά την άρνηση των συμμαχιών, των μετώπων, της συγκέντρωσης δυνάμεων. Αφορά την άρνηση παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αφορά τον αναχωρητισμό σε περιόδους κρίσης. Αφορά το διαχωρισμό με σινικά τείχη της στρατηγικής από την τακτική, στην ουσία την κατάργηση της τακτικής σαν έννοια, άρα και της άμεσης πολιτικής δράσης. Αφορά τον περιορισμό του κόμματος στο πεδίο της “γενικής ζύμωσης” στρατηγικών ζητημάτων. Αφορά τέλος τη συμπίεση μικρών – και θεωρητικά ανταγωνιστικών – πολιτικών σχηματισμών, δια της υιοθέτησης της πολιτικής τους (αντικαπιταλισμός, εργατική πλειοδοσία, υπερ – αριστερή “αυτοκριτική”, ενσωμάτωση της μ-λ κριτικής κλπ).

13. Όσο σκληραίνει η γραμμή, όσο πιο “επαναστατική” και “καθαρή” γίνεται, τόσο εμπεδώνεται η αποδοχή του “δε γίνεται τίποτα, τουλάχιστον σήμερα”. Εδώ έχουμε μια αντίφαση, που φτάνει τα όρια της παράνοιας: η λογική θα έλεγε ότι ένα όλο και πιο επναναστατικό κόμμα, φέρνει πιο κοντά την Επανάσταση. Ή εν πάσει περιπτώσει μια ισχυρή απάντηση στην κρίση, με όρους λαϊκού παράγοντα – τουλάχιστον σε συνθήκες άγριας συστημικής κρίσης. Όμως ο Περισσός δε νιώθει την ανάγκη να δώσει εξηγήσεις. Ένα είναι το κόμμα, 100 χρόνια ιστορία έχει, τώρα που είναι και υπό διάλυση ό,τι άλλο υπάρχει στην Αριστερά, έχουμε λευκό χαρτί.

14. Το εικονικό κίνημα καλά κρατεί με κινητοποιήσεις αυστηρά ελεγχόμενες από το κόμμα, προδιαγεγραμμένες από την αρχή ως το τέλος τους, φιέστες – κομματικές παρελάσεις και όχι κινήσεις μαζικής συλλογικής διεκδίκησης. Η προετοιμασία της εργατικής τάξης ως “ηγετικής δύναμης της σοσιαλιστικής επανάστασης” είναι το άλλοθι της πολιτικής αδράνειας, της έλλειψης κάθε απολογισμού, της αποφυγής κάθε υποχρέωσης λογοδοσίας επί των πεπραγμένων. Η προετοιμασία αυτή είναι αιώνια; Έχει όρους; Μετριέται κάπως; Προσδοκά σε αποτελέσματα; Ή “γενικά προετοιμάζουμε” και αυτό είναι αρκετό;

15. Ποιος είναι ο ιστορικός ρόλος του Κόμματος; Ειδικά σε περίοδο κρίσης και διάλυσης του κοινωνικού ιστού, πως μεταφράζεται πιο συγκεκριμένα; Ποια είναι τα ακριβή καθήκοντα ενός ΚΚ σήμερα; Αντί για απάντηση στα παραπάνω, ο ιστορικός ρόλος του συρρικνώνεται στη διάλυση ή απορρόφηση των απογοητευμένων συριζαίων και των μικρο-οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής και στη δικαίωση του στιλ “εμείς τα λέγαμε”. Είναι αρκετό το Κόμμα – Πρωτοπορία της εργατικής τάξης “να τα έλεγε” και απλά να “χαίρεται” που ο ανέτοιμος λαός δεν πίστεψε/ακολούθησε; Ο ιστορικός του ρόλος είναι απλά και μόνο να υπάρχει, να αντέχει και να μη διαλύεται; Δυστυχώς, η επίκληση των 100 χρόνων του παρελθόντος και η “επιβεβαίωση” δια της κατάντιας του ΣΥΡΙΖΑ επί του παρόντος, θα είναι το βασικό όπλο του ΚΚΕ. Στην κατεύθυνση αντοχής και μικροενίσχυσης, κατάκτησης του μονοπωλίου στην Αριστερά και συνέχισης της γνωστής πλέον “υπεύθυνης στάσης” που του αναγνωρίζεταί από όλο το πολιτικό και δημοσιογραφικό σύστημα της χώρας.

16. Τι θα σήμαινε άλλη αντίληψη για τον ιστορικό του ρόλο; Αν μη τι άλλο, σε δύο σημεία τομής της πρόσφατης ιστορίας, το 1974 και το 2010, να έπαιρνε το ρόλο της “επαναστατικής πρωτοπορίας”, όπως αναφέρει η διακήρυξη, και να πάσχιζε για την πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της σε συνθήκες που όλα, ή έστω πάρα πολλά, θα μπορούσαν να συμβούν. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν είναι όλες οι ιστορικές περίοδοι ίδιες. Κάποιες στιγμές αποτελούν ιστορικές ευκαιρίες για το Κομμουνιστικό Κίνημα. Η αδιαφορία και το “μια από τα ίδια” είναι αντίστοιχα, ιστορική ευθύνη. Το ΚΚΕ δε θέλησε να κάνει το παραμικρό σε αυτές τις δύο περιόδους από πολιτική άποψη.“Το ΚΚΕ αγωνίζεται καθημερινά για την ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα … ώστε σε συνθήκες κλονισμού της καπιταλιστικής εξουσίας να ανταποκριθεί στο καθήκον του ως καθοδηγήτριας δύναμης της νικηφόρας σοσιαλιστικής επανάστασης.” Πότε αναμένονται αυτές οι συνθήκες; Δεν ήταν ποτέ παρούσες στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση;

17. Το Κόμμα κάνει απολογισμό μόνο προς τον εαυτό του, όχι προς την περίοδο και τα καθήκοντα που αυτή θέτει. “Ως νέο στοιχείο των πολιτικών και γενικότερων εξελίξεων, το ΚΚΕ αντιμετώπισε αποφασιστικά τις πιέσεις για συμμετοχή ή στήριξη της αστικής διακυβέρνησης του οπορτουνιστικής καταγωγής κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, που ανήλθε στην κυβερνητική εξουσία το Φλεβάρη του 2015”. “Προέβλεψε έγκαιρα τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, την ανάδειξή του σε νέου στυλοβάτη του αστικού πολιτικού συστήματος και της καπιταλιστικής ανάπτυξης”. Όμως ένα Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι παρακολουθητής των εξελίξεων, ούτε δημοσιογράφος ή εκτιμητής. Είναι δύναμη κρούσης, παρέμβασης και τροποποίησης της πραγματικότητας προς όφελος του λαού. Και τέτοιο κόμμα είναι ζητούμενο σήμερα στην Ελλάδα.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ κατασκεύασε ενα κείμενο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της και στις ειδικές σκοπιμότητές της. Δεν είναι ούτε αυτοκριτική, ούτε εκτιμήσεις ενός αιώνα. Με τα μάτια του σήμερα αναστοχάζεται ταχα το παρελθόν, όμως η ηγεσία του ΚΚΕ θελει να αναθεωρήσει την ιστορία για λόγους σκοπιμότητας και απολογητικής υπέρ της σημερινής γραμμής του κόμματος. Δεν άκουσαν ή δε διάβασαν ποτέ και τίποτα για την αντιπαράθεση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του 60; Αντιπαράθεση που έγινε με βάση το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ και την λεγόμενη αποσταλινοποίηση, που εφερε στο προσκήνιο τις θεωρίες της ειρηνικής συνύπαρξης και του παλλαϊκού κρατους, που προνομιοποίησε το κερδος, που δημιούργησε μια νεα αστική τάξη στο εωτερικό της ΕΣΣΔ; Και καλά, η Κινα, το ΚΚΚ και ο Μάο ηταν μακριά απο την Ελλάδα. Δεν κατάλαβαν τίποτα από την αντιπαράθεση που έγινε στα ξερονήσια-τόπους εξορίας, στις ανατολικές χώρες με τους πολιτικούς πρόσφυγες σε όλη την Ελλάδα, από μέλη και στελέχη του, τόσο για το «νέο πνευμα» του Χρουτσώφ όσο και για την διάλυση των παράνομων οργανώσεων και την πολιτική της ΕΔΑ; Δεν θυμούνται τίποτα για τις διαγραφές και τις προβοκάτσιες που έγιναν τότε στα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ που κατόπιν σχημάτισαν τον κορμό του περιοδικού ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ και συγκρότησαν το μ-λ κίνημα στην Ελλάδα, που και κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης συνέχισαν την κριτική αντιπάραθεση και πλειστάκις τους αντιμετώπιζαν είτε με την θεωρία του χουντοαριστερισμού είτε με καταστολή και τραμπουκισμούς; Ξέχασαν ακομα πιο πρόσφατα τις κριτικές, τις αντιπαραθέσεις και τις διαγραφές μελών και στελεχών της ΚΝΕ και του ΚΚΕ που κατόπιν σχηματισαν το ΝΑΡ;

Η κριτική στην ΕΑΜική περίοδο σε αντίθεση με την περίοδο του ΔΣΕ αφορά στη δικαιολόγηση – μέσω της ιστορικής ήττας – της πολιτικής του σημερινού ΚΚΕ για τη δογματική άρνηση μετωπικής συμμαχιών και του προγράμματος μεταβατικών άμεσων διεκδικήσεων. Ενώ μάλιστα γίνεται λόγος για τις κοινωνικές συμμαχίες καθόλου δεν τις αντιστοιχεί και αρνείται τις πολιτικές συμμαχίες. Και όμως η γραμμή του ΕΑΜ ήταν αυτή που έδωσε την ηγεμονία στο τότε ΚΚΕ, που σε συνδυασμό με την αυτοθυσία των κομμουνιστών, δημιούργησε το μεγάλο και πολύτιμο ιστορικό φορτίο και το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς της Ελλάδας. Στην πρόσφατη ιστορία, στις δύο ιστορικές ευκαιρίες που δημιουργηθηκαν (η μια το ’74-’76 και η άλλη απο το 2010 έως το 2015) το ΚΚΕ δεν αναμετρήθηκε με το σύστημα και στη μεν πρώτη ενσωματώθηκε, ενώ στη δεύτερη αποσύρθηκε. Το ‘74 – ‘76 ο λαϊκός και νεολαΐστικος ριζοσπαστισμός απειλούσε το σύστημα και περίπου η «εξουσία περιφερότανε στους δρόμους». Το ΚΚΕ τότε επέλεξε να είναι το νομιμοποιημένο και υπεύθυνο κοινοβουλευτικό κόμμα του εθνικού κορμού στον ιδιότυπο και χρήσιμο για το σύστημα τρικομματισμό, που συμφωνήθηκε και οικοδομήθηκε για να προχωρήσουν ομαλά τα πράγματα στην μεταπολίτευση και να εξατμισθεί η ριζοσπαστικοποίηση. Επιδίωξε συμμαχίες με το ΠΑΣΟΚ στα όρια της πολιτικής επαιτείας, δημιουργώντας και την αίσθηση οτι το ΠΑΣΟΚ «μας τα πήρε όλα». Το 2010- 2015, μια πενταετία συνολικής πολιτικής και κομματικής κρίσης του συστήματος, όπου ο λαός ενστικτώδικα έκφραζε αντισυστημικά αισθήματα και πρακτικές, όπου ο βασικός πόλος του συστήματος (η ΕΕ και η ευρωζώνη) δε φόβισε τον λαό, αντίθετα τον εξόργισε (δημοψήφισμα 2015), το ΚΚΕ ήταν το «υπεύθυνο κόμμα» (έτσι χαρακτηριζόταν απο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κ.α.) που ούτε μέτωπα προσπάθησε να οικοδομήσει, ούτε την εργατική τάξη να ενώσει, ούτε σε κοινές διαδηλώσεις συμμετείχε (όπου χιλιάδες χιλιάδων εργαζόμενοι και νεολαίοι έψαχναν λύση στα άμεσα αιτήματα τους). Το ΚΚΕ έψαχνε την δικαίωση και όχι την λύση.

Για το ΚΚΕ το κόμμα είναι φετίχ, είναι πάνω απο όλα και για όλα. Η ταξική πάλη έχει εξορισθεί απο την διακήρυξη των 100 χρόνων του, αλλά το κόμμα βρίσκεται σε καθε παραγραφο της. Όλη η διακήρυξη διαπερνιέται απο αυτη την λογική. Κομμουνιστικό κόμμα και κομμουνιστής είσαι όταν πρώτα και κύρια υπηρετείς την εργατική τάξη και τους εκμεταλευόμενους, όταν υποστηρίζεις τα συμφέροντα των «απο κάτω», σε ανειρήνευτη σύγκρουση με τους κοινούς τους εχθρούς, όταν υποστηρίζεις τον λαό και την κυριαρχία του, την ανεξαρτησία του, τη χώρα του. Τελευταίο και σε συνδυασμό με τα δύο προηγούμενα βρίσκεται το καθήκον να υποστηρίζεις το κόμμα. Για το σημερινο ΚΚΕ και την ηγεσία του υπάρχει μόνο το κόμμα. Έτσι δημιουργούνται οι συνειδήσεις, αυτο διαπερνάει ολη την πολιτική του.

Το ΚΚΕ, η αριστερά και τα συλλαλητήρια της πατριδοκαπηλείας

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Το πατριδοκάπηλο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου τελειώσε. Ο βασικός κερδισμένος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και σε δεύτερο χρόνο η ακροδεξιά εντός και εκτός της ΝΔ. Μέρος του συστήματος (ΝΔ, ΜΜΕ) «έπαιξε» αυτό το συλλαλητήριο σε μια αντικυβερνητική κατεύθυνση και η αναδιάταξη στη δεξιά-ακροδεξιά παραμένει ερώτημα.

Η εναπομείνασα αριστερά και οι αριστεροί, μετράνε τις πληγές τις επόμενης μέρας. Όχι μόνο γιατί ένα πάλαι ποτέ σύμβολο της, ο Μίκης, μίλησε σαν εκπρόσωπος τύπου της ακροδεξιάς πτέρυγας της ΝΔ και νομιμοποίησε τους Ναζί. Αλλά κυρίως γιατί η συνολική της εικόνα, τις βδομάδες αυτές του «μακεδονικού», ήταν μια εικόνα μικροκομματικών επιδιώξεων και άστοχων τοποθετήσεων.

Άλλοι θεώρησαν ότι θα καβαλήσουν το κύμα της «πατριωτικής» έξαρσης για να ψαρέψουν σε θολά νερά, όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Άλλοι μεταξύ εθνικισμού και καιροσκοπισμού, οι οποίοι όπου βλέπουν κόσμο να κινείται βλέπουν θετικές διεργασίες (Καταλονία πριν 2 μήνες, πατριδοκάπηλα συλλαλητήρια σήμερα), όπως η ομάδα γύρω από την εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς. Χωρίς κανένα κριτήριο, αρχές, αξίες.

Άλλοι έγιναν πρόθυμη συνιστώσα του «αντιεθνικιστικού» μετώπου στο οποίο πρωτοστατεί η κυβέρνηση. Κάποιοι, έξω από κάθε κοινή λογική, πρωτοστάτησαν στο να εξαφανίσουν το υπαρκτό πρόβλημα του αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ-που είναι μια ειδική μορφή εθνικισμού-πρόβλημα που αναγνωρίζει όμως ο νυν πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ζάεφ.

Έλλειψε εκκωφαντικά μια αντιιμπεριαλιστική παρέμβαση και τοποθέτηση, σε ένα κατεξοχήν πρόβλημα ιμπεριαλιστικής προωθούμενης «λύσης». Και σε ένα τέτοιο καθήκον, ιστορικά και πολιτικά, η κομμουνιστική αριστερά έπρεπε να πρωτοστατήσει.

Η απλή, λογική, «αυτονόητη» ανάγκη, για μια πλατιά πρωτοβουλία με κεντρικά συνθήματα έξω τα ΝΑΤΟ από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια-καμία συμφωνία για χάρη του ΝΑΤΟ δεν τέθηκε.

Μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να καλέσει από παρεμβάσεις στις γειτονιές έως μια αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση, κάποιες μέρες πριν το συλλαλητήριο των πατριδοκάπηλων, στην πρεσβεία των ΗΠΑ, την «μήτρα» των λύσεων και το βασικό υπεύθυνο – όχι το μοναδικό – των προβλημάτων στην περιοχή.

Το «αντιφασιστικό» συλλαλητήριο του Σαββάτου, το οποίο κάλεσαν Ανταρσυα, ΛΑΕ και άλλες δυνάμεις, δεν ήταν κάτι τέτοιο. Από το βασικό σύνθημα έως την κατάληξη (γραφεία Χρυσής Αυγής) δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα. Ήταν ένα αντιφασιστικό συλλαλητήριο, ετεροκαθοριζοταν από τη δράση των χρυσαυγιτών, αντικειμενικά εντάσσονταν στη λογική του «αντιεθνικιστικού μετώπου», αφήνοντας έξω την βασική πλευρά της αντίθεσης, που είναι η κυβερνητική Νατοϊκή γραμμή για «συμβιβασμό και λύση».

Μια πρωτοβουλία που θα έδινε ένα ανεξάρτητο αντιιμπεριαλιστικό και πατριωτικό στίγμα της αριστεράς και θα εμπόδιζε την ταύτιση πατριωτισμού-εθνικισμού.

Μια πρωτοβουλία στην οποία θα τίθονταν οι βασικοί αντίπαλοι. Το ΝΑΤΟ, οι βάσεις του από τη Σούδα ώς την υπερ-βάση στο Κόσσοβο, τα κόμματα που το στηρίζουν, από το ΣΥΡΙΖΑ έως τη ΝΔ , την κεντροαριστερά και τη Χρυσή Αυγή.

Μια πρωτοβουλία για την οποία το ΚΚΕ, λόγω μαζικότητας και μόνο, είχε ευθύνες. Τι νόημα έχουν οι κομματικές παρελάσεις των χιλιάδων μελών όταν αυτός ο κόσμος δεν καλείται να αναλάβει δράση όταν αναπτύσσονται οι δυναμικές; Είναι γνωστή η ανθενωτική λογική του ΚΚΕ. Γιατί έστω δεν οργάνωσε ένα τέτοιο συλλαλητήριο; Δεν είναι πρόβλημα για το ΚΚΕ ότι ο συνολικός συσχετισμός αντιδραστικοποιείται με τα συλλαλητήρια των πατριδοκάπηλων; Περιμένει το ΚΚΕ από τον «αντικυβερνητικό» αγώνα του εσμού της δεξιάς-ακροδεξιάς να πάρει κάποιο (εκλογικό) κοκκαλάκι; Δε θέλει να συγκρουστεί-πάλι για χάριν των δημοσκοπήσεων- με το ρεύμα της «πατριωτικής» έξαρσης; Στο πρωτοσέλιδο της Κυριακής ο Ριζοσπάστης ονομάτιζε ως υπεύθυνο τα σχέδια ΗΠΑ-Ε.Ε. στην περιοχή και τους αλυτρωτισμούς. Σωστό, Όμως με πρωτοσέλιδα θα γίνει αποκάλυψη του ρόλου του ΝΑΤΟ, καταγγελία της κυβέρνησης, της ΝΔ και των πατριδοκάπηλων και απόσπαση κόσμου που αγωνιά και στον οποίο ψαρεύουν οι παραπάνω με θολά και εθνικιστικά συνθήματα;

Αλήθεια ποιος ο ρόλος και ο χαρακτήρας του ΚΚΕ στην ελληνική κοινωνία; Να «τα λέει» και να «έχει πάντα δίκιο»; Υπάρχουν άμεσα καθήκοντα κάθε φορά; Η δεν απασχολεί το ΚΚΕ πως χτίζονται οι συνειδήσεις και οι συσχετισμοί κάθε φορά; Πως φτιάχτηκε το μέτωπο των πατριδοκάπηλων από εθνικιστές έως τη ΝΔ και πρώην αριστερούς; Έπρεπε το ΚΚΕ να καλέσει κάθε αντιΝΑΤΟική-αντιιμπεριαλιστική φωνή και δύναμη για το δικό μας μέτωπο, σε κόντρα με τον κοσμοπολιτισμό και τον εθνικισμό; Η από θέση αρχής το ΚΚΕ δε θα συμμαχεί ποτέ, για κανένα θέμα και με κανέναν;

Το ΚΚΕ «γιορτάζει» τα 100 χρόνια του. Συχνά – πυκνά στελέχη του επικαλούνται την πολύχρονη πείρα του. Σίγουρα έχει την πείρα να αντιληφθεί τι θα σήμαινε ένα συλλαλητήριο αρκετών χιλιάδων διαδηλωτών στην πρεσβεία των ΗΠΑ με κεντρικά συνθήματα έξω τα ΝΑΤΟ από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια-καμία συμφωνία για χάρη του ΝΑΤΟ. Πως θα πίεζε από τον Άδωνι, έως και το Μίκη. Δεν του «ξέφυγε», ηθελημένα δεν το έπραξε. Με κριτήριο την κάλπη και το κόμμα-μαγαζί και όχι τον γενικό συσχετισμό και τη λεηλασία του κόσμου από τον εθνικισμό και τον κυβερνητικό κοσμοπολιτισμό.

Ποια κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ;

(Με αφορμή τις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στο πολυνομοσχέδιο)

Είναι σύνηθες η ψήφιση ενός μνημονιακού πολυνομοσχεδίου να φθείρει και να αδυνατίζει την κυβέρνηση. Στη ψήφιση του πολυνομοσχεδίου για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης το έως σήμερα σύνηθες δεν επιβεβαιώθηκε. Αντίθετα η κυβερνητική πλειοψηφία ενισχύθηκε, ασχέτως το αν αυτή η διεύρυνση αφορά ένα πολιτικά φαιδρό πρόσωπο που προέρχεται από ένα φαιδρό κόμμα.

Πολλά μπορούν να εξηγήσουν μια τέτοια εξέλιξη, όμως φαίνεται πως όλα λειτουργούν σε όφελος του Α. Τσίπρα και της κυβέρνησης του.Οι δανειστές δε σταματούν να τον στηρίζουν και να του κλείνουν το μάτι για κάποιες διευκολύνσεις στο μέλλον, αφού βγάζει τη δουλειά.

Η ΝΔ εκνευρίζεται και συγκροτεί έναν ακραία νεοφιλελεύθερο και αντικοινωνικό λόγο. Έτσι την αντιαπεργιακή ρύθμιση για το δραστικό περιορισμό της απεργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία τη βαφτίζει φιλοαπεργιακή και υπόσχεται ότι όταν γίνει κυβέρνηση θα βάλει τέτοιες προϋποθέσεις ώστε όχι μόνο να περιοριστεί δραστικά αλλά να είναι εντελώς αδύνατη. Βασικά απευθύνεται στους δανειστές και στην ντόπια ολιγαρχία, σχεδόν εκλιπαρώντας τους να σταματήσουν να στηρίζουν τον Τσίπρα και να μη ξεχνάνε ποιος είναι ο πολιτικός χώρος που ιστορικά τους έβγαζε τη δουλειά.

Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η ΝΔ να στηρίζει το αφήγημα της κυβέρνησης ότι εκτός από το κακό (ΣΥΡΙΖΑ), υπάρχει και το χειρότερο (ΝΔ) και ότι η παρούσα κυβέρνηση παλεύει να σώσει ότι μπορεί, ενώ οι άλλοι θα τα έδιναν όλα χωρίς συζήτηση. Αφήγημα ψευδές όμως, αφού το αποτέλεσμα της πολιτικής της κυβέρνησης είναι η ίδια, κοινή με τη ΝΔ, στρατηγική μεταφοράς πλούτου προς την ολιγαρχία και τους δανειστές, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, των πλειστηριασμών, της καθήλωσης μισθών και συντάξεων κοκ.

Τα παραπάνω ισχύουν, όπως ισχύει και το μεγάλο πρόβλημα των χαμηλών προσδοκιών του κόσμου, της έλλειψης ελπίδας και της ύφεσης του κινήματος, ειδικά μετά το καλοκαίρι του 2015. Σε αυτό προστέθηκε και η άλλη μια φορά ανοιχτά φιλοκυβερνητική-φιλοεργοδοτική στάση των ηγεσιών ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που μπροστά στο χτύπημα της απεργίας δεν… σκέφτηκαν να οργανώσουν απεργία.

Το πρόβλημα είναι πώς, σε μια κατάσταση σαν την παραπάνω, οργανώνεται η κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση, έτσι ώστε να φθαρεί η κυβέρνηση και η μνημονιακή παντοδυναμία, να κινηθούν μάζες, να ενταθεί η πίεση.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο πρόσφατος τρόπος κίνησης των οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς, για την αντίσταση στα μέτρα του πολυνομοσχεδίου είναι ακριβώς αυτό που δεν έπρεπε να γίνει. Όσον αφορά τη γραμμή αλλά και τις πρακτικές πρωτοβουλίες. Η αναγνώριση και η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι όρος για να σταματήσει η πορεία ύφεσης του κινήματος.

Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το γραφειοκρατικό συνδικαλισμό. Από τον Παναγόπουλο μέχρι τα «αριστερά» αντίγραφά του του στα Εργατικά Κέντρα Πειραιά και Αθήνας. Ή για την κατάντια του συνδικαλισμού τύπου ΟΛΜΕ (με σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-κεντροαριστεράς) που κάλεσαν σε στάση εργασίας τη μέρα ψήφισης του πολυνομοσχεδίου χωρίς αίτημα να αποσυρθεί η διάταξη για τις απεργίες ή το ίδιο το πολυνομοσχέδιο, αλλά με αιτήματα στην ουσία φιλοκυβερνητικά!!!

Το ερώτημα όμως δεν είναι τι κάνουν αυτοί, αλλά όσοι υποτίθεται είναι απέναντι σε αυτές τις πολιτικές. Και εδώ δε μπορούμε να συνεχίσουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Η βασική λογική στους φορείς της αριστεράς είναι η λογική του εικονικού κινήματος, όχι έστω ως παραδειγματισμός για την λαϊκή αφύπνιση, αλλά ως γραμμή επιβίωσης και μικροϊδιοκτησίας στο ηττημένο σώμα της αριστεράς.

Η βασική λογική και η γραμμή αφορά «το βάζω τις αντιδράσεις στην υπηρεσία της εκλογικής ενίσχυσης του ΚΚΕ» για την περίπτωση του ΚΚΕ. Για άλλους είναι ο διαγκωνισμός σε έναν μικρόκοσμο με το ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ δεν ενδιαφέρθηκε να οργανωθεί καμία απεργία. Μετά και τη ξεφτιλισμένη στάση ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, κάτι τέτοιο θα σήμαινε συντονισμό με τις δυνάμεις της ΛΑΕ και της Ανταρσυα, συγκέντρωση δυνάμεων και ορισμός μιας ημέρας για απεργία, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή του κόσμου. Αντί αυτού είχαμε μια απεργία την Παρασκευή που ανακοινώθηκε Τετάρτη αργά το βράδυ. Το αποτέλεσμα ήταν σύγχυση στον κόσμο, χάος για το πότε υπάρχει απεργία, 3 κινητοποιήσεις βασικά για τα μέλη της αριστεράς (Παρασκευή πρωί, Δευτέρα πρωί, Δευτέρα βράδυ), καμία πίεση στην κυβέρνηση. Στην ουσία το ΠΑΜΕ επιθυμεί τις άμαζες κινητοποιήσεις των κομματικών μελών, καθώς σε αυτές μπορεί να ηγεμονεύει, λόγω του μεγαλύτερου οργανωμένου όγκου του.

Τέλος και με 2-3 εικονικές – για τα ΜΜΕ – κινήσεις (υποτιθέμενη έφοδος στα σκαλιά της βουλής την Παρασκευή, υποτίθεται κατάληψη στο γραφείο της Αχτσιόγλου λίγες μέρες πριν) το ΚΚΕ δημιουργεί την εικονική πραγματικότητα ενός κινήματος που αντιστέκεται. Στην ουσία όμως δεν είναι κίνημα αλλά εργολαβική ανάθεση ενός κινήματος χαμηλών προσδοκιών και βασικά εκτόνωσης, μέχρι και την τελική εκτόνωση… στην κάλπη.

Το ΚΚΕ κάνει ότι κάνει (ακτιβισμούς για τα ΜΜΕ και αντιενωτική τακτική στο δρόμο που εμποδίζει τη συμμετοχή των μαζών) και δεν κάνει αυτά που είναι αυτονόητα (συντονισμό κόντρα στον Παναγόπουλο για την οργάνωση μιας ενωτικής απεργίας), πολύ υπολογισμένα. Για να μένει σαν επίγευση στο τέλος αυτό που περιέγραψε ο Καμπουράκης την Πέμπτη το πρωί στον realfmότι «πάλι καλά που υπάρχει το ΚΚΕ που αντιδράει»…

Ο ανταγωνισμός σε αυτή τη γραμμή εικονικού κινήματος, ανάθεσης και προβολής του μαγαζιού μου στα ΜΜΕ, δε μπορεί να γίνει με όρους εικονικού κινήματος για τη φωτογραφία από τις «συγκρούσεις» στα σκαλάκια της Βουλής ή βερμπαλισμού και διαγκωνισμού για το ποιος θα πει τις περισσότερες μέρες απεργίας σε μια κατάσταση που δεν είναι εύκολο να οργανωθεί μια σοβαρή απεργία. Στο διαγκωνισμό αυτό, το ΚΚΕ θα βγαίνει νικητής. Τέλος, η για πολλοστή φορά καλλιέργεια προσδοκιών ότι η κυβέρνηση θα πέσει (!!!) από τους πλειστηριασμούς ή από τις αντιαπεργιακές ρυθμίσεις δεν πείθουν κανένα. Περισσότερο επιτείνουν την αίσθηση ότι η όποια πολιτική παράγεται για τις ανάγκες της εικόνας, των ΜΜΕ, των likesκαι λιγότερο με βάση μια ανάγκη αλλαγής ενός δύσκολου συσχετισμού.

Έτοιμες και σίγουρες λύσεις δεν υπάρχουν. Πρέπει όμως να αλλάξουμε λογική και να γίνουμε και πιο λογικοί. Ξεκινώντας από έναν ειλικρινή απολογισμό των πρόσφατων κινητοποιήσεων και απαντώντας στο ερώτημα του τίτλου.