Άρθρα

Η κοινωνία δεν έδωσε λευκή επιταγή σε κανέναν, για κανέναν πραξικοπηματισμό

Η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να καταθέσει εν μέσω πανδημίας και απαγόρευσης κυκλοφορίας δύο νομοσχέδια που φέρνουν ριζικές αλλαγές στην εκπαίδευση και στην περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί νέο ρεκόρ αντιδημοκρατικής μεθόδευσης. Έχουμε δει και στο παρελθόν, ιδίως κατά τη δεκαετία της μνημονιακής λαίλαπας, τις σοβαρές επιπτώσεις που έχει στο δημοκρατικό διάλογο και τον κοινοβουλευτισμό η μανία του νεοφιλελευθερισμού: από τα «κατεπείγοντα» μνημόνια, που δεν διαβάζονταν ούτε από τους ίδιους τους βουλευτές μέχρι τα ανοιγμένα κεφάλια των διαδηλωτών, τα πάντα δικαιολογούνταν προκειμένου να ξεπουληθεί φτηνά αυτή η χώρα και να πληγούν τα εργασιακά δικαιώματα. Όμως η σημερινή επιλογή της κυβέρνησης εγκαινιάζει μία νέα φάση στην αντιδημοκρατική κατρακύλα. Αυτή τη φορά η υγεινομική κρίση έχει περιορίσει το δικαίωμα στη συνάθροιση, τη διαμαρτυρία, την απεργία. Και η κυβέρνηση είναι έκθετη γιατί επιλέγει σε μια περίοδο περιορισμού αυτών των δικαιωμάτων να φέρνει προς ψήφιση αυτά τα δύο νομοσχέδια που προκαλούν αντιδράσεις και απαιτούν –τουλάχιστον σε μια δημοκρατική χώρα- ομαλούς όρους διεξαγωγής του διαλόγου και της αντιπαράθεσης.

Για την ουσία των δύο νομοθετημάτων μπορεί κανείς να τοποθετηθεί αναλυτικότερα. Στεκόμαστε όμως στο σοβαρό ζήτημα δημοκρατικής νομιμότητας και πολιτικής ηθικής. Ας μας απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, γιατί καταθέτουν νομοσχέδιο για την παιδεία και την περιβαλλοντική αδειοδότηση, αφού όπως λένε, «έχουμε πόλεμο»; Ποιές συγκεκριμένες ανάγκες του πολέμου αυτού έρχεται να καλύψει η ψήφιση αυτών των νομοσχεδίων; Υπάρχει άραγε προηγούμενο κυβέρνησης που εν μέσω «πολέμου» νομοθετούσε για το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή για τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων; Ποια ανάγκη φέρνει τα νομοσχέδια αυτά σήμερα και όχι μετά από ένα μήνα; Ή μήπως η επιτακτική ανάγκη σήμερα είναι να αλλάξει (για μια ακόμα φορά) το εξεταστικό σύστημα στο Λύκειο, αντί να αλλάξει επιτέλους η κατάσταση υποστελέχωσης των νοσοκομείων και των πρωτοβάθμιων μονάδων υγείας;

Η απάντηση είναι προφανής. Η κυβέρνηση επιθυμεί να εκμεταλλευτεί την κοινωνική συναίνεση γύρω από τα υγειονομικά μέτρα για να περάσει νομοσχέδια που υπό κανονικές συνθήκες θα αντιμετώπιζαν αντιστάσεις. Μικρές ή μεγάλες, αποτελεσματικές ή όχι δεν έχει σημασία. Θα μπορούσε όμως να ορθωθεί αντίλογος. Στην απόπειρά της αυτή, η κυβέρνηση έχει σύμμαχο και τα συστημικά ΜΜΕ που αποσιωπούν τις αντίθετες φωνές και δίνουν βήμα αποκλειστικά στις κυβερνητικές εξαγγελίες. Έπιασαν τόπο τα 11 εκατομμύρια, δεν υπάρχει αμφιβολία.

Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι «με αυτό το πρόγραμμα μας εξέλεξε ο λαός» είναι εντελώς κούφιο και παραπλανητικό. Τα σχέδιά της για την παιδεία αποδοκιμάζονται από μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας, το δε νομοθετικό τερατούργημα για το περιβάλλον έχει ήδη ξεσηκώσει αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων, κομμάτων, εργαζομένων. Γνώριζαν από το φθινόπωρο, όταν είχαν γίνει γνωστές οι προθέσεις τις κυβέρνησης, πως η επαναφορά των ρυθμίσεων του Αρβανιτόπουλου, όπως η τράπεζα θεμάτων και η αξιολόγηση, βρίσκει απέναντι μαθητές και εκπαιδευτικούς. Γνωρίζουν πολύ καλά τις διαμαρτυρίες των περιβαλλοντικών οργανώσεων για τον ευτελισμό της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, την μετατροπή της χώρας σε απέραντο πεδίο εξορύξεων πετρελαίου, αλλά και τις ενστάσεις των εργαζομένων στην ενέργεια για τη βίαιη απολιγνητοποίηση.

Εκτός από τις κοινωνικές αντιδράσεις που δεν εκφράζονται λόγω των περιοριστικών μέτρων, δεν λειτουργεί ούτε ο κοινοβουλευτικός διάλογος. Καταθέτουν νομοσχέδια σε μία Βουλή που λειτουργεί με λιγότερους από 50 βουλευτές, ενώ εμπαίζουν ανοιχτά τους ενδιαφερόμενους κοινωνικούς φορείς, που καλούνται να τοποθετηθούν μέσω skype. Χαρακτηριστικά, το νομοσχέδιο που κατατέθηκε προς ψήφιση  για το περιβάλλον περιέχει 130 άρθρα, ενώ η πρόταση διαβούλευσης προς δημόσιους φορείς περιείχε 66. Αυτό σημαίνει ότι 64 άρθρα δεν είδαν ποτέ το φώς της δημόσιας διαβούλευσης και συζήτησης. Η δημοσιότητα, όμως, ενός νομοσχεδίου κατά το στάδιο της διαβούλευσης του, δεν αποτελεί κάποια «τεχνική» λεπτομέρεια: αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου. Πού είναι οι λαλίστατοι συνταγματολόγοι να μιλήσουν για αυτή την ωμή παραβίαση;

Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η δημόσια διαβούλευση συνιστά κοινωνικό έλεγχο. Ο κοινωνικός έλεγχος μπορεί να γίνει μόνο από ενεργά κινήματα και συμμετοχή των κοινωνικών στρωμάτων που επηρεάζονται από τις νομοθετικές ρυθμίσεις μιας κυβέρνησης. Ωστόσο ακόμα και το γεγονός ότι η θεσμοθετημένη διαβούλευση περικόπτεται, είναι ενδεικτική των κυβερνητικών φιλοδοξιών.

Ο έλεγχος απαιτεί γνώση, και η γνώση απαιτεί δημοσιότητα και χρόνο να διαμορφωθούν προτάσεις. Το ότι αυτά εξαφανίζονται δεν αποτελεί ευλογία: αποτελεί σταδιακό ρίζωμα ενός αντικοινοβουλευτικού πραξικοπηματισμού στην πολιτική ζωή, που έκανε την εντυπωσιακή εμφάνισή του στα μνημονιακά κοινοβούλια που ψήφιζαν συμφωνίες και προγράμματα χωρίς καν να τα διαβάζουν και συνεχίζεται και σήμερα.

Αν αυτή είναι η κανονικότητά σας, είναι βαθιά αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική.

Κατά μία δε καθόλου παράδοξη ειρωνεία, τα δύο νομοσχέδια ενσωματώνουν στις ρυθμίσεις τους την ίδια ακριβώς αντιδημοκρατική λογική και εμπεδώνουν σε απτές μορφές αυτήν την πραξικοπηματική διάθεση.

Το νομοσχέδιο για την παιδεία εισάγει ενιαίο ψηφοδέλτιο και ηλεκτρονική ψηφοφορία για την εκλογή των Πρυτάνεων.

Το νομοσχέδιο για τον «εκσυγχρονισμό» της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αφαιρεί από Δημόσιο, δημοτικά συμβούλια και ΟΤΑ κάθε προηγούμενη αρμοδιότητα αδειοδότησης εξορύξεων σε εδάφη ιδιοκτησίας τους. Εξαφανίζει πρακτικά την οποιαδήποτε ελεγκτική και αδειοδοτική δραστηριότητα των αρμόδιων τεχνικών υπηρεσιών, θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή των εργαζομένων από τις επισφαλείς και άρπα-κόλλα εγκαταστάσεις. Εκχωρεί σε ιδιωτικές εταιρίες και επιχειρήσεις την εκπόνηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει δηλαδή.

Η υποκρισία περισσεύει: η υγειονομική απειλή του ιού πράγματι ανέδειξε ότι είναι απαραίτητα κάποια βασικά αντανακλαστικά. Αντανακλαστικά που αφορούν τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, του εθνικού πλούτου, τον χειρισμό των δημόσιων πραγμάτων.

Η κυβέρνηση με χυδαίο τρόπο επιχειρεί να «καβαλήσει το άρμα» της συναίνεσης που προέκυψε από την καλή πορεία της επιδημίας στη χώρα, για να υλοποιήσει σειρά πολιτικών που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τις ανάγκες που αναδείχτηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο.

Όλοι μαζί, σημαίνει πως όλοι συμμετέχουμε στο δημόσιο διάλογο. Προστασία της ζωής δεν σημαίνει χωρίς όρους αποκλεισμό στο σπίτι, αλλά και εξασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου σε μία αλόγιστη οικονομική δραστηριότητα που εξελίσσεται χωρίς φραγμό σε άνθρωπο και περιβάλλον.

Η «εθνική ενότητα» δεν συγκροτείται πάνω στα «καθήκοντα» του ξεπουλήματος της χώρας σε αρπακτικά ιδιώτες, της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και της διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης και κάθε δημοσίου αγαθού. Αντιμετώπιση της υγειονομικής απειλής δεν σημαίνει κατασπατάληση του Δημοσίου χρήματος σε ολόκληρο τον εσμό των διαπλεκόμενων καναλαρχών, ιδιωτών υγείας, ΚΕΚ, ενώ οι εργαζόμενοι και οι επαγγελματίες μένουν υπό την απειλή της ανεργίας και της κατακόρυφης μείωσης μισθών και εισοδημάτων.

Αν ένα πράγμα απέδειξε η πανδημία, είναι ότι ένας λαός αμέτοχος στα δημόσια πράγματα, χωρίς εξουσίες και λόγο, έχει άμεσες υγειονομικές επιπτώσεις. Το να διαλύεται ο δημόσιος τομέας και εκχωρούνται όλα στους ιδιώτες έχει άμεσες υγειονομικές επιπτώσεις.

Μία κοινωνία με σωστά αντανακλαστικά, ενεργή και υπεύθυνη, αντιμετώπισε την απειλή της πανδημίας. Μπορεί οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου να χτίζουν τις δικές τους παραστάσεις, αλλά αυτή η κοινωνία δεν έδωσε λευκή επιταγή σε κανέναν για κανέναν πραξικοπηματισμό.

Μπορεί σήμερα να «μένει σπίτι» για να αντέξει στην πίεση το σύστημα υγείας, όμως κανείς δεν πρέπει να την υποτιμά. Πολύ περισσότερο, να την προκαλεί.

Οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες διάλυσης του Δημοσίου και εκχώρησης των πάντων στο Ιδιωτικό κεφάλαιο, κατέρρευσαν μέσα σε μερικές εβδομάδες: Η πανδημία δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με το σύστημα Δημόσιας Υγείας.

Αυτό δεν ήταν απλά μονόδρομος και παρα φύση επιλογές για την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και προανάκρουσμα μίας ενεργής κοινωνίας που δεν θα υπόκειται πλέον άδολα σε πάσης φύσεως μεθοδεύσεις. Δεν ήρθαμε «όλοι πιο κοντά», όπως ισχυρίστηκε στο προχθεσινό του διάγγελμα ο Μητσοτάκης. Αντιθέτως, έγινε πιο κατανοητό το τεράστιο χάσμα που μας χωρίζει.

Ειρήνη Τσαλουχίδη, Δημήτρης Πλιακογιάννης

Η πρόταση κατάργησης της Κοινωνιολογίας δείχνει την καθυστέρηση της ελληνικής Δεξιάς

Από τον Κανελλόπουλο και τον Τσάτσο στην Κεραμέως και τον Γεωργιάδη

Σύμφωνα με πληροφορίες επίκειται σαρωτικό ν/σ εν μέσω κορωνοϊού για Α΄βαθμια-Β΄βάθμια Εκπαίδευση, πανελλήνιες κλπ. Δεν σχολιάζω σ’ αυτό το σημείωμα ούτε τη χρονική στιγμή, ούτε το σύνολο των προτάσεων, την εκ των πραγμάτων έλλειψη διαλόγου κλπ. Μένω στην πρόταση για αντικατάσταση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά (θυμάμαι τα στα όρια της αστειότητας από την άποψη του περιεχομένου και νοήματος 50 κείμενα των Λατινικών στη Γ΄ Λυκείου που μαθαίναμε με το σύστημα των Δεσμών-Γ΄ Δέσμη) , ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να εισάγεται και 5ο μάθημα για τις πανελλήνιες, το λεγόμενο «κόντρα μάθημα» (Ιστορία για τις σχολές Θετικού προσανατολισμού και Μαθηματικά για τις σχολές Ανθρωπιστικού προσανατολισμού).

Η κατάργηση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας αποτελεί υλοποίηση μιας εμμονικής αντίληψης κατά της Κοινωνιολογίας που υπάρχει στην ελληνική δεξιά ή σε (μεγάλο) τμήμα της, όπως χαρακτηριστικά εκφράστηκε πριν από αρκετούς μήνες από τον Άδωνι Γεωργιάδη με την περίφημη δήλωση για την Κοινωνιολογία που «κάνει τα παιδιά αριστερά»… Δυστυχώς η αντίληψη αυτή, φαίνεται να είναι κυρίαρχη στην κυβέρνηση της ΝΔ, αφού προτείνεται- αν τελικά επιβεβαιωθεί- η κατάργηση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας. Πρόκειται για αντίληψη είτε βαθύτατα συντηρητική, είτε ακραία νεοφιλελεύθερη. Σε κάθε περίπτωση η εμμονική αυτή αντίληψη δείχνει χαρακτηριστικά στοιχεία της πολιτικής καθυστέρησης της ελληνικής Δεξιάς σε σχέση με την Δεξιά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, μια στην ουσία αντι-ευρωπαϊκή Δεξιά, ασχέτως των “αντι-λαϊκιστικών” όρκων πίστης σε Βρυξέλλες-Βερολίνο. Η τάση αυτή αντανακλά την «ποιότητα» και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αστικής τάξης. Αυτά ακριβώς που με ενάργεια αποτυπώνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο περίφημο βιβλίο του «Ημερολόγιο Κατοχής».

Η Κοινωνιολογία ως διακριτός κλάδος-αντικείμενο, εμφανίστηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου με την ίδρυση της Κοινωνιολογικής Εταιρείας το 1908 από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, επικεφαλής της ομάδας των Κοινωνιολόγων (Πετιμεζάς,Τριανταφυλλόπουλος, Δελμούζος, Αραβαντινός κ.α.) που αποτέλεσε τον πυρήνα της αριστερής τάσης του βενιζελισμού, ενός από τα πλέον προοδευτικά ρεύματα στη χώρα τον 20ο αιώνα. Αξίζει κάποιος να διαβάσει τη συλλογή κειμένων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου με τίτλο «Εθνικισμός και άλλα κείμενα» (επανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ευρασία 2009, με πρόλογο-εισαγωγή Αναστάση Πεπονή) και να διαπιστώσει την λεπτότητα και ακρίβεια της ανάλυσης, αλλά και την επικαιρότητά της σε κρίσιμα σύγχρονα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα όπως το εθνικό φαινόμενο.

Από τα πρώτα περιοδικά Κοινωνιολογικού περιεχομένου υπήρξε η «Επιθεώρηση των Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών» (ομάδα Κοινωνιολόγων), η «Πολιτική Επιθεώρηση» που εξέδιδε ο Ίωνας Δραγούμης, το «Αρχές Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» που εξέδιδε ο Δ. Καλτσουνάκης. Στο τελευταίο αυτό περιοδικό το 1925 δημοσίευσε την πρώτη του μελέτη κοινωνιολογικού περιεχομένου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος αν και από αντιβενιζελική οικογενειακή προέλευση ανέλαβε υφηγητής της έκτακτης έδρας της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1929 οπότε και εισήχθηκε για πρώτη φορά η Κοινωνιολογία στην ελληνική Γ΄ βάθμια εκπαίδευση. Το 1933 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εκλέγεται τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ από το 1929 και από κοινού με τους Θεοδωρακόπουλο, Τσαμαδό και Κων/νο Τσάτσο θα κυκλοφορήσουν το περιοδικό «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών». Αλλά και ο Κων/νος Τσάτσος στα χρόνια του Μεσοπολέμου θα διδάξει το μάθημα «Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων» τόσο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όσο και στην Πάντειο, μάθημα φιλοσοφικού και κοινωνιολογικού περιεχομένου. Η Κοινωνιολογία όπως και γενικότερα οι κοινωνικές επιστήμες (πλην Νομικής και Φιλοσοφικής) θα γνωρίσουν την υπανάπτυξη στις δύσκολες δεκαετίες που θα ακολουθήσουν.

Στο κλίμα της Μεταπολίτευσης θα επανέλθουν στο προσκήνιο και το 1984 θα ιδρυθεί το 1ο στην ιστορία του ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυτοτελές τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Στο επίπεδο της Β΄βάθμιας εκπαίδευσης το μάθημα της Κοινωνιολογίας επιχειρήθηκε να εισαχθεί με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των Γ. Παπανδρέου-Ακρίτα-Παπανούτσου, το 1964. Η χούντα καταργεί το μάθημα και το αντικαθιστά με μια προπαγάνδα κρατική το 1967-68, οπότε και η διδασκαλία του θα προκαλέσει αντιδικτατορικές εκδηλώσεις μαθητών σε ορισμένα σχολεία. Τελικά η χούντα θα εισάγει ένα βιβλίο κοινωνιολογίας του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου (μεσοπολεμικού κομμουνιστή που είχε από δεκαετίες προσχωρήσει στην -άκρα- δεξιά, μαζί με Σάββα Κωνσταντόπουλο, Γεωργαλά κ.α.).

Τη δεκαετία του ’80 το μάθημα της Κοινωνιολογίας εισήχθηκε εκ νέου στη Β΄ βάθμια εκπαίδευση ως μάθημα Πανελληνίων εξετάσεων (Δ΄ Δέσμη). Την ευθύνη του βιβλίου είχε ο καθηγητής Βασίλης Φίλιας, ένας εξαιρετικός και γνωστός κοινωνιολόγος. Το βιβλίο ήταν καλό, αλλά σε κάποια σημεία δύσκολο για μαθητές. Τη δεκαετία του ’90, αφού το βιβλίο αντικαταστάθηκε, σταδιακά στη συνέχεια το μάθημα υποβαθμίστηκε μέχρι την εκ νέου κατάργησή του.

Επανήλθε τα τελευταία χρόνια ως μάθημα της Γ΄ Λυκείου για κατεύθυνση Ανθρωπιστικών Σπουδών. Τις μέρες αυτές του κατ’ οίκον περιορισμού, διάβασα προσεκτικά το βιβλίο της Κοινωνιολογίας Γ΄ Λυκείου (όπως και της Ιστορίας Γ΄ Λυκείου). Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό σχολικό βιβλίο, απολύτως κατανοητό, επιστημονικά γραμμένο, ισορροπημένο και χρήσιμο σε νέους ανθρώπους ηλικίας 17-18 χρονών. Ανοίγει ορίζοντες, για ατομική και συλλογική αυτογνωσία. Είναι πραγματικά κρίμα αντί να εμπλουτιστεί το υπάρχον βιβλίο της Κοινωνιολογίας (καθώς είναι γραμμένο στα μέσα της περασμένης δεκαετίας), να καταργηθεί το μάθημα της Κοινωνιολογίας της Γ΄ Λυκείου. Κρίμα για την εκπαίδευση και τους νέους πολίτες της ελληνικής κοινωνίας-δημοκρατίας.

Να μην περάσει η κατάργηση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας-Να ανακαλέσει την πρότασή του το Υπουργείο Παιδείας

Από τη σελίδα του συγγραφέα στο Facebook.

Σαν τον κλέφτη η κ. Κεραμέως;

Δημοσιεύματα, που δεν διαψεύδονται από το Υπουργείο Παιδείας, κάνουν λόγω για κατάθεση του πολυνομοσχεδίου για την Παιδεία, μέσα στο Πάσχα.

Το πολυνομοσχέδιο, μεταξύ άλλωνφέρεται ότι θα περιλαμβάνει:

Α. Επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων -πολλαπλές ενδοσχολικές εξετάσεις και εθνικό απολυτήριο
Β. Αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών- Επιμόρφωση
Γ. Πλαίσιο λειτουργίας και ίδρυση νέων Πειραματικών και Πρότυπων Σχολείων.
Δ. Νέες Θεματικές Ενότητες, στο Νηπιαγωγείο, Δημοτικό και Γυμνάσιο.
Ε. Ρυθμίσεις για τα ξενόγλωσσα τμήματα των ελληνικών Πανεπιστημίων, τα οποία εισάγουν τα δίδακτρα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα.

Αν επαληθευτούν τα δημοσιεύματα, πέρα από το αντιλαϊκό περιεχόμενο της πολιτικής του, το Υπουργείο εγκαινιάζει μια ανήθικη, αντιδημοκρατική, αλλά και από άποψη δημόσιας υγείας, επικίνδυνη πρακτική. 

Σε όλες αυτές τις ρυθμίσεις υπάρχουν αντιδράσεις και αντίλογος που δε θα μπορεί να ακουστεί, πέρα από τους τοίχους της Βουλής. Το Υπουργείο επιχειρεί, εν μέσω πανδημίας και απαγόρευσης κυκλοφορίας, να επαναφέρει ένα νομοθέτημα-τερατούργημα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το νόμο Αρσένη. Ένα νόμο που προβλέπει απανωτές εξετάσεις και ταξικά φίλτρα σε Α, Β, Γ λυκείου μέσω τράπεζας θεμάτων, μαζική εκδίωξη μαθητών από τη γενική στην τεχνική εκπαίδευση, γιγάντωση των φροντιστηρίων, ταξικό αποκλεισμό των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων από την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Γνωρίζει ότι μια σειρά από αυτές τις ρυθμίσεις δεν έχουν τη συναίνεση της εκπαιδευτικής κοινότητας και ότι αν ήταν ανοιχτά τα σχολεία δε θα είχαν τη συναίνεση και των γονέων, της νεολαίας και του λαού.  Οι πρώτες απόπειρες του Υπουργείου το Γενάρη-Φλεβάρη βρέθηκαν εξάλλου μπροστά σε μαθητικές κινητοποιήσεις οι οποίες ούτε εύκολα ελέγχονται ούτε εύκολα καταστέλλονται.

Μετά τα ατελείωτα επικοινωνιακά και μικροπολιτικά παιχνίδια με τα τάμπλετ, την ύλη, τα ανύπαρκτα πλαίσια για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, έρχεται τώρα να νομοθετήσει σε βάρος των 15χρονων και των 16χρονων μαθητών που είναι κλεισμένοι στο σπίτι και πιεσμένοι ψυχολογικά, εδώ και ένα μήνα. Αλήθεια θα είναι ανεύθυνοι οι εκπαιδευτικοί ή οι μαθητές αν προσπαθήσουν να ακουστεί η φωνή τους; Ή το Υπουργείο που θυσιάζει την πειθαρχία και τους κόπους του ελληνικού λαού και της νεολαίας, για μικροπολιτικά οφέλη και να περάσει κυριολεκτικά νύχτα ένα νομοσχέδιο – πλήγμα στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση;

Καλούμε:

– Την κυβέρνηση να μην καταθέσει στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο με κλειστά τα σχολεία και τους μαθητές-εκπαιδευτικούς σε καραντίνα στο  σπίτι τους.

– Τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταγγείλουν αυτήν την αντιδημοκρατική, επικίνδυνη και ανήθικη πρακτική και να μη συμμετέχουν σε καμία σχετική κοινοβουλευτική διαδικασία.

– Τις ομοσπονδίες ΟΛΜΕ-ΔΟΕ-ΠΟΣΔΕΠ-ΟΙΕΛΕ να πάρουν θέση και να καταγγείλουν αυτήν την πρακτική. ΟΛΜΕ και ΔΟΕ να υιοθετήσουν τις αποφάσεις των εκπαιδευτικών σωματείων για απεργία-αποχή από κάθε διαδικασία αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης σχολικής μονάδας/εκπαιδευτικού.

– τα σωματεία να καλέσουν τους εκπαιδευτικούς σε ΑΠΟΧΗ από κάθε διαδικασία εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, μέχρι να αποσύρει το Υπουργείο το πολυνομοσχέδιο. Με διακηρυγμένο στόχο την κλιμάκωση προς τις πανελλαδικές εξετάσεις.

«Ζήτω το ΟΧΙ, υπερασπιστές του ΝΑΙ». Η ανιστόρητη αριστεία του μηνύματος Κεραμέως.

Το μήνυμα της Κεραμέως για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου αποτελεί μνημείο αμάθειας, αμορφωσιάς και αριστείας πληρωμένης με τα λεφτά και το όνομα του μπαμπά. Συνιστά επίσης κυνική δήλωση ότι την ιστορία την γράφουν κατά το δοκούν οι νικητές. Την παραχαράσσουν ξανά και ξανά, κατά τις τρέχουσες σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης, δηλαδή της τάξης που υπηρετούν.

Η Κεραμέως, στο καθιερωμένο μήνυμα του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας (δηλαδή σε επίσημο κείμενο και όχι σε προφορικό λόγο), ανακάλυψε ότι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο «στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Μετέτρεψε επίσης τον (μηδέποτε στη δήλωσή της αναφερθέντα) επιτιθέμενο ιταλικό φασισμό, από εισβολέα σε «κατακτητή».

Εάν ένας κοινός θνητός τριτοδεσμίτης του 1998 έκανε τα ίδια λάθη, δεν θα έβλεπε την Νομική Κομοτηνής ούτε με τα κιάλια. Όχι όμως η κυρία Κεραμέως. Όπως και οι όμοιοι της τάξης και των εισοδημάτων της, μπορούσε να προχωρήσει σε εξαιρετικές σπουδές στη Νομική της Σορβόννης και του Χάρβαρντ και να γίνει μία εκ των αρίστων, χωρίς να γνωρίζει -όπως απέδειξε- στοιχειωδώς ιστορία.

Άλλωστε, πόσοι και πόσοι απόφοιτοι λαμπρών Πανεπιστημίων και ακριβών Κολλεγίων, δεν είναι άριστοι κατά τους τίτλους σπουδών, αλλά στουρνάρια κατά τα υπόλοιπα; Πόσα και πόσα ονόματα της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ, δεν εξασφαλίζουν βαρύ και κορυφαίο πτυχίο, αφήνοντας ενεούς πρώην συμμαθητές τους; Όλοι αυτοί, με περισσό θράσος, επισείουν το λαμπρό πτυχίο τους στο χέρι, αποστομώνοντας και προσβάλλοντας καθημερινά τους ιθαγενείς, τους σπουδαχθέντες στην ημεδαπή, τους πτωχούς αποφοίτους ελληνικών πανεπιστημίων, ή πολύ περισσότερο τους μη έχοντες πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως στη δήλωση της Κεραμέως, δεν είναι η ασύγγνωστη -για Υπουργό Παιδείας- αμάθειά της, αλλά η κυνική της σκοπιμότητα. Και η αποτυχημένη προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στον χοντροκομμένο πατριωτισμό και στον μεταμοντέρνο αναθεωρητισμό.

Από τη μια, η δήλωση της Υπουργού μοιάζει με διάγγελμα μεταπολεμικού γυμνασιάρχη επαρχιακής κωμόπολης που ξελαρυγγιάζεται για «το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην μακραίωνη ιστορία μας», «την έμφυτη τάση του λαού μας να αντιμετωπίζει θαρραλέα τις δυνάμεις, που τον απειλούν». Παρεμπιπτόντως, το κόμμα μετά το «τις δυνάμεις», δεν χρειάζεται. Αν η κυρία Κεραμέως ήταν απλώς μια καλή μαθήτρια στο Γυμνάσιο θα έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν βάζουμε ποτέ κόμμα πριν τις αναφορικές προσδιοριστικές προτάσεις. Δυστυχώς, είναι μία αριστεύσασα του Χάρβαρντ, οπότε πέραν της νεοελληνικής ιστορίας, ταλαιπωρεί και την νεοελληνική γραμματική. Αν πάλι δεν θυσίαζε χάριν του καθυστερημένου εκλογικού της ακροατηρίου τον ορθό λόγο του δυτικού πολιτισμού (με τον οποίο δεν μπορεί να μην ήρθε σε επαφή κατά τις σπουδές της), δεν θα μιλούσε αστοιχείωτα και σκοταδιστικά για «έμφυτη τάση». Οι λαοί διαμορφώνουν τάσεις, στάσεις και συμπεριφορές λόγω ιστορικών συνθηκών. Όχι λόγω DNA.

Από την άλλη, η δήλωση της Υπουργού επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία αφαιρώντας από την εξίσωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τον φασισμό και τον ναζισμό. Αντικαθίστανται βολικά από το μίσος και τη βία. Λες και τα περίπου 80 εκατομμύρια νεκρών οφείλονται γενικώς σε ανθρώπους και κράτη που ξαφνικά μισήθηκαν και ακόμα ξαφνικότερα κατέφυγαν στη βία.

Ο Νέος Λόγος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού αφαιρεί κάθε αναφορά στις ιδεολογίες, στις μαζικές κοινωνικές συγκρούσεις, στις τάξεις, στα έθνη και στα συλλογικά συμφέροντα, στις πολιτικές που γεννούν εγκλήματα και στις πολιτικές που γεννούν διεξόδους. Ο νέος άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να μάθει να χρεώνει τις μεγάλες συγκρούσεις του παρελθόντος σε ανθρώπινα πάθη και όχι σε ιστορικά διαμορφωμένες συνθήκες. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για τους ιεροκήρυκες της άρχουσας τάξης είναι αποτέλεσμα παράφρονων ανθρώπων, αποτέλεσμα του μίσους και της βίας, δεν είναι αποτέλεσμα ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών επιλογών.

Το πραγματικό πρόβλημα της Υπουργού δεν είναι να κατονομάσει το φασισμό. Σε διορθωτική της δήλωση μπορεί και να το κάνει. Ο στόχος της είναι να κατατάξει τον ναζισμό στην ίδια γενική συνομοταξία, στη συνομοταξία της βίας και του μίσους, με άλλες, εντελώς αντίθετες και πλήρως ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Για αυτό και η κουτοπόνηρα γενικόλογη, αντι-ιστορική, αναθεωρητική της αναφορά. Για αυτό και η εξοργιστική σύνδεση με τον σύγχρονο «λαϊκισμό», τεμπέλα την οποία οι καλοπληρωμένοι άριστοι κολλάνε σε καθετί που ξεφεύγει από τα δηλωμένα συμφέροντα της τάξης τους. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε για την εκατόμβη νεκρών που προκάλεσε ο ναζισμός και ο φασισμός. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε σήμερα, όταν οι φτωχοί και οι ριγμένοι διεκδικούν δικαιώματα και ονειρεύονται ανατροπές. Πάντα θα υπάρχει μια Κεραμέως που τολμά να συνδέει τον ναζισμό και τον φασισμό, με τις σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις. Και πάντα θα συμπληρώνεται από ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της Αυγής που θα μας καλεί να πολεμήσουμε ενάντια σε “κάθε φασισμό”, αναπαράγοντας το χυδαίο αντικομμουνιστικό οχετό για πολλούς φασισμούς διαφόρων χρωμάτων.

Η διαχρονική καούρα κάθε νεοφιλελεύθερου φελλού είναι να εξισώσει την αποκρουστικότερη μορφή που πήρε ο καπιταλισμός στον εικοστό αιώνα, δηλαδή τον ναζισμό, με τον θανάσιμο αντίπαλό του, τον κομμουνισμό. Η 28η Οκτωβρίου, για την ανεπίγνωστη Υπουργό είναι μια τέτοια, θαυμάσια ευκαιρία. Αντί να υπογραμμιστεί η ιστορική αλήθεια της αντιπαράθεσης σε μια τερατώδη ιδεολογία που συγκροτήθηκε και στηρίχτηκε από τον καπιταλισμό ως αντίπαλο δέος του κομμουνισμού, πετιούνται όλα στο μπλέντερ της βίας και του μίσους. Χωρίς ιδεολογικό και κοινωνικό πρόσημο, χωρίς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις, χωρίς πολιτικές και ιστορικές αιτίες.

Πόσο εύκολα κάμποσοι άλλοι αριστεύσαντες του Χάρβαρντ, πριν δύο μήνες, συνέταξαν το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου που ταυτίζει τον ναζισμό με τον σοσιαλισμό, και τη χιτλερική Γερμανία με τη Σοβιετική Ένωση; Αυτοί δεν έκαναν το ίδιο λάθος στις χρονολογίες με την εν Ελλάδι αριστεύσασα. Αντίθετα, πιο πονηρά, «χρέωσαν» την ναζιστική εισβολή στην Πολωνία το 1939, στο σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ. «Ξέχασαν» τεχνηέντως ότι ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, η συμφωνία του Μονάχου αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τις φαρδιές πλατιές υπογραφές της Αγγλίας και της Γαλλίας στη ναζιστική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας. Θα ήθελαν, οι εν λόγω άριστοι, μια Σοβιετική Ένωση που αντί να ετοιμάζεται και να οχυρώνεται απέναντι στην ναζιστική προέλαση, να βάζει οικειοθελώς τη θηλειά του δήμιου στο λαιμό της.

Η δήλωση της Κεραμέως έχει μία ακόμα πλευρά, που δεν έχει επισημανθεί. Παραλείπει μια κακή λέξη. Μια λέξη που και μόνο η εκφορά της επιφέρει σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Τη λέξη «ΟΧΙ». Τη λέξη που ξορκίζουν οι υπηρετούντες τον φτηνό ρεαλισμό, την προσαρμογή σε κάθε απαίτηση, την υποταγή στο δίκαιο των ισχυρών. Έγκλημα καθοσιώσεως για την Κεραμέως και την τάξη που υπηρετεί, το να λέει κανείς ΟΧΙ. Πολύ περισσότερο, όταν λες ΟΧΙ παρά και ενάντια στους συσχετισμούς. Όταν το ΟΧΙ μοιάζει παράλογο, αυθάδες, προκλητικό. Όταν αγνοεί την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Όταν αμφισβητεί το πώς συνήθως γίνονται οι δουλειές και πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Όταν το ΟΧΙ διαταράσσει την αρμονία της κατεστημένης τάξης. Τότε το ΟΧΙ είναι λόγος να σαπίσουν λαοί και έθνη στην κόλαση.

Θα μπορούσε στα αλήθεια το μήνυμα της Κεραμέως για την 28η Οκτωβρίου να περιλαμβάνει αυτήν την απαράδεκτη λέξη;

Δεν μπορεί φυσικά καμιά Κεραμέως να καταφερθεί εναντίον του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου, αν και με την κεκτημένη λύσσα ενάντια στο ΟΧΙ του 2015, πολύ θα το ήθελε. Μπορεί όμως να το παραλείψει ή να το θάψει, με αφόρητες κοινοτοπίες για τον  «ατομικισμό και την αποξένωση που μαστίζουν την ανθρωπότητα», για την «αυταπάρνηση, τον αλτρουισμό και την αλληλεγγύη», για τη «διαδραστική σχέση με το παρελθόν». Η οποία «διαδραστική σχέση» μας επιτρέπει να βάζουμε το παρελθόν στην κλίνη του Προκρούστη και να κόβουμε ότι περισσεύει ή να τεντώνουμε ότι μας βολεύει.

Η σύγχρονη εποχή θέλει θετικές προτάσεις, θέλει συναινέσεις και συμβιβασμούς, θέλει πνεύμα κατάφασης και όχι άρνησης. Θέλει ΝΑΙ, δεν θέλει ΟΧΙ. Μας το είπαν σε όλους τους τόνους το 2015. Μας το υπογράμμισαν με τη μετέπειτα στάση τους ακόμα και αυτοί, που τότε, βρέθηκαν επικεφαλής του ΟΧΙ. Σύμπαντες οι κυβερνώντες μας δίδαξαν ότι οι λαοί οφείλουν να συμπαρατάσσονται και να υπακούουν, όχι να αντιπαρατίθενται και να αντιδρούν.

Οι άριστοι στην Ελλάδα το παλεύουν λυσσαλέα. Υπερασπίζουν το ΝΑΙ με όλους τους τρόπους. Κόβουν και ράβουν ακόμα και την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου για να παπαγαλίσουν ανοήτως τις σκοπιμότητές τους. Με την έπαρση που τους χαρακτηρίζει, νομίζουν ότι θα το πετύχουν. Η αμάθεια, η ρηχότητα και η επιπολαιότητά τους όμως, διαρκώς θα θυμίζει ότι οι υπηρετούντες την άρχουσα τάξη είναι πολύ λίγοι για να ξεριζώσουν τη συλλογική μνήμη των λαών.

Ζήτω το ΟΧΙ, και κάθε ΟΧΙ, κάθε λαού, που δεν βολεύεται με τα ΝΑΙ.