Άρθρα

Η καπιταλιστική πανδημία, ο κορωνοϊός και η οικονομική κρίση

Η πανδημία του κορωνοϊού είναι ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας και ο ανθρώπινος πόνος που προκαλείται από την εξάπλωση του ιού θα είναι τεράστιος. Αν επηρεάσει μαζικά τις χώρες του παγκόσμιου νότου με τα πολύ εύθραυστα συστήματα δημόσιας υγείας που υποσκάπτονται εδώ και 40 χρόνια από νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ο αριθμός των νεκρών θα είναι μεγάλος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την κρίσιμη κατάσταση στο Ιράν, θύμα του αποκλεισμού που επιβάλλει η Ουάσιγκτον, αποκλεισμός που περιλαμβάνει φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό.

Με πρόσχημα την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής λιτότητας για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, κυβερνήσεις και σημαντικοί διεθνείς οργανισμοί – όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και διάφορες περιφερειακές τράπεζες όπως η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης – εφάρμοσαν παντού πολιτικές που διέλυσαν τα εθνικά συστήματα δημόσιας υγείας: απολύσεις στον ιατρικό τομέα, επισφαλής εργασία στην υγεία, κλείσιμο μονάδων υγείας, αύξηση του κόστους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και των τιμών των φαρμάκων, αποεπένδυση σε υποδομές και εξοπλισμό, ιδιωτικοποίηση διαφόρων τομέων υγείας, περικοπές των δημόσιων επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη θεραπειών προς όφελος των μεγάλων ιδιωτικών φαρμακευτικών ομίλων…

Αυτό ισχύει τόσο για την Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, όσο και για χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, τη Ρωσία και άλλες πρώην δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ, την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Και προφανώς αφορά και ευρωπαϊκές χώρες όπως την Ιταλία, την Γαλλία ή την Ελλάδα. Επιπλέον, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου 89 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν καμία ουσιαστική ασφάλεια υγείας, όπως φωνάζει ο Σάντερς, τι θα συμβεί;

Τα κυριότερα μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις επικεντρώνονται στα ποσοστά θνησιμότητας ανά ηλικιακή ομάδα, αλλά αποφεύγουν πολύ προσεκτικά κάθε ταξική αναφορά, το πώς η θνησιμότητα της πανδημίας θα επηρεάσει τους ανθρώπους ανάλογα με το εισόδημα και τον πλούτο τους και, ως εκ τούτου, την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν. Η καραντίνα και η πρόσβαση στην υγεία για άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών, έχει άμεση σχέση με το αν είναι κανείς πλούσιος ή φτωχός.

Θα υπάρξει επίσης διαχωρισμός μεταξύ εκείνων των χωρών που, παρά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, διατήρησαν σε καλή κατάσταση τα δημόσια συστήματα υγείας τους και σε εκείνες που επέμειναν στην υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών τους.

Η χρηματιστηριακή αγορά και η χρηματοπιστωτική κρίση

Ενώ κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και κυβερνήσεις διαρκώς ισχυρίζονται ότι η κρίση των χρηματιστηρίων προκαλείται από την πανδημία του κορονοϊού, τόνισα επανειλημμένα ότι εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης υπάρχουν και ότι ο κορωνοϊός είναι η απλώς σπίθα ή η αφορμή της κρίση των χρηματιστηρίων, όχι η αιτία[1]. Αν και κάποιοι το είδαν αυτό ως προσπάθεια να αρνηθώ τη σημασία του κορωνοϊού, επιμένω στη θέση μου. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει εδώ και αρκετά χρόνια γεμίσει με τεράστιες ποσότητες επισφαλών προϊόντων και ήταν προφανές ότι μια σπίθα θα μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξη: δεν ήμασταν σίγουροι για τον ακριβή χρόνο και την αιτία, αλλά ξέραμε ότι θα έρθει. Έτσι, κάτι έπρεπε να γίνει για να αποφευχθεί, κάτι που τελικά δεν έγινε ποτέ. Πολλοί συντάκτες της ριζοσπαστικής αριστεράς έγραψαν για την κρίση αυτή, συμπεριλαμβανομένων των Michael Roberts[2], Robert Brenner[3], François Chesnais[4] και Michel Husson[5]. Από το 2017, έχω γράψει επίσης τακτικά σε σχέση με το θέμα[6]. Με το CADTM[7] και με άλλους δείξαμε πως η ριζοσπαστική ρήξη με τον καπιταλισμό είναι αναγκαία.

Ένα πρώτο σοβαρό χρηματιστηριακό σοκ συνέβη το Δεκέμβριο του 2018 στη Wall Street, όταν υπό την πίεση μιας χούφτας μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών και της διοίκησης του Donald Trump, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε για άλλη μια φορά να μειώνει τα επιτόκια της, στάση που επικροτήθηκε από τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες που κυριαρχούν στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η φρενίτιδα της αύξησης των χρηματιστηριακών αξιών πήρε και πάλι μπρος και μεγάλες εταιρείες άρχισαν να αγοράζουν τις δικές τους μετοχές στο χρηματιστήριο για να ενισχύσουν το φαινόμενο. Αξιοποιώντας την πτώση των επιτοκίων, μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες αύξησαν το χρέος τους και μεγάλα επενδυτικά ταμεία αύξησαν τις εξαγορές όλων των ειδών, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών επιχειρήσεων, προσφεύγοντας σε χρέη.

Ξανά στη Wall Street, από τον Σεπτέμβριο του 2019 υπήρξε μια πολύ μεγάλη κρίση ρευστότητας σε μια χρηματοπιστωτική αγορά που ήταν ήδη κορεσμένη με ρευστότητα. Μια κρίση ρευστότητας ενώ υπάρχει πληθώρα ρευστότητας, μοιάζει παράδοξο.  Ήταν μια σοβαρή κρίση και το ομοσπονδιακό αποθεματικό ταμείο παρενέβη με μια ένεση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αποτρέψει την κατάρρευση των αγορών. Επίσης, διατήρησε στον ισολογισμό του πάνω από 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια τοξικών δομημένων προϊόντων (MBS) που είχε αγοράσει από τράπεζες το 2008 και το 2009, επειδή ήταν ορθώς πεπεισμένο, ότι εάν είχαν διατεθεί στη αγορά δευτερογενούς χρέους, οι τιμές τους θα κατέρρεαν και θα οδηγούσαν σε μια μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση και τραπεζική κατάρρευση. Η Fed δεν ενήργησε για να υπερασπιστεί τα γενικά συμφέροντα του πληθυσμού, αλλά για να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, του πλουσιότερου 1% της κοινωνίας. Η ΕΚΤ και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ελβετία, Κίνα…) έχουν εφαρμόσει στο παρελθόν λίγο πολύ την ίδια πολιτική και φέρουν πολύ σημαντική ευθύνη για τη συσσώρευση τοξικών παραγόντων στον χρηματοπιστωτικό τομέα[8].

Υπήρξε τεράστια αύξηση στη δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου και σε κάθε οικονομική κρίση ένα μεγάλο μέρος αυτού του πλασματικού κεφαλαίου πρέπει να «εξαφανιστεί», επειδή είναι μέρος της κανονικής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Το πλασματικό κεφάλαιο είναι μια μορφή κεφαλαίου που αναπτύσσεται αποκλειστικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα, χωρίς πραγματική σχέση με την παραγωγή. Είναι πλασματικό, υπό την έννοια ότι δεν βασίζεται άμεσα στην παραγωγή υλικών και την άμεση εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης. Όπως λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Jean-Marie Harribey , μέλος της ATTAC, «οι φούσκες εκρήγνυνται, όταν το χάσμα μεταξύ πραγματωμένης αξίας και υποσχόμενης αξίας γίνεται υπερβολικό και ορισμένοι κερδοσκόποι καταλαβαίνουν, ότι οι υποσχέσεις κερδοφόρας ρευστοποίησης δεν μπορούν να τηρηθούν για όλους. Με άλλα λόγια, όταν τα οικονομικά κέρδη του κεφαλαίου δεν μπορούν ποτέ να πραγματωθούν λόγω έλλειψης επαρκούς υπεραξίας στην παραγωγή »[9].

Επιμένω ότι η πανδημία δεν είναι η πραγματική και βαθιά ριζωμένη αιτία της κρίσης των χρηματιστηρίων που ξέσπασε την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου 2020 και εξακολουθεί από τότε. Αυτή η πανδημία είναι ο πυροκροτητής, ο σπινθήρας. Άλλες σοβαρές εξελίξεις διαφορετικής φύσης θα μπορούσαν να είχαν επίσης αποτελέσει το σπινθήρα, όπως η εκδήλωση ενός πολέμου μεταξύ Ουάσινγκτον και Ιράν ή η άμεση στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα. Για την επακόλουθη χρηματιστηριακή κρίση θα έφταιγε στην περίπτωση ο πόλεμος και οι συνέπειές του. Ομοίως, θα έλεγα ότι ο πόλεμος αυτός, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν χωρίς αμφιβολία πολύ σοβαρές, θα ήταν η αφορμή και όχι η αιτία. Επομένως, ακόμη και αν υπάρχει μια αναμφισβήτητη σύνδεση μεταξύ των δύο φαινομένων, την κρίση της χρηματιστηριακής αγοράς και την πανδημία του κορωνοϊού, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταδικάζουμε τις απλοϊκές και χειριστικές εξηγήσεις που ρίχνουν όλο το βάρος της ευθύνης στον κορονοϊό. Αυτή η μυστικιστική σχεδόν εξήγηση είναι ένα τέχνασμα που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης (του 99% ) από τον ρόλο που διαδραματίζουν οι πολιτικές που εξυπηρετούν το συμφέρον των μεγάλων επιχειρήσεων σε πλανητική κλίμακα και την συνενοχή των κυβερνήσεων.

Η κρίση στην παραγωγή προηγήθηκε της πανδημίας του κορωνοϊού

Δεν είναι μόνο αυτό. Όχι μόνο η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν λανθάνουσα εδώ και αρκετά χρόνια – η συνεχής αύξηση των τιμών των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ήταν πολύ σαφής δείκτης  – αλλά είχε ξεκινήσει μια κρίση στον τομέα παραγωγής πολύ πριν από τη διάδοση του ιού Covid19 τον Δεκέμβριο του 2019, πριν από το κλείσιμο των εργοστασίων στην Κίνα τον Ιανουάριο του 2020 και πριν από την κρίση της χρηματιστηριακής αγοράς στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020.

Το 2019 άρχισε μια κρίση υπερπαραγωγής αγαθών ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία, με μαζική πτώση των πωλήσεων αυτοκινήτων στην Κίνα, την Ινδία, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και αλλού. Αυτό οδήγησε σε μείωση της παραγωγής αυτοκινήτων. Υπήρξε επίσης υπερπαραγωγή στη γερμανική βιομηχανία εργαλειομηχανών και βιομηχανικού εξοπλισμού – ένας από τους τρεις κορυφαίους παραγωγούς στον κόσμο στον τομέα αυτό. Υπήρξε μια πολύ απότομη μείωση της κινεζικής βιομηχανικής ανάπτυξης, η οποία είχε σοβαρές συνέπειες για τις χώρες που εξάγουν εξοπλισμό, αυτοκίνητα και πρώτες ύλες στην Κίνα. Το δεύτερο εξάμηνο του 2019  ο βιομηχανικός τομέας στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Νότια Αφρική, την Αργεντινή και αλλού και ο κατασκευαστικός τομέας στις Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν σε ύφεση.

Η εξέλιξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης από τις 3 Μαρτίου και έπειτα

Ας θυμηθούμε ότι κατά την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου, τα σημαντικότερα χρηματιστήρια του κόσμου στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία, παρουσίασαν μια πολύ σημαντική πτώση μεταξύ 9,5% και 12% – η χειρότερη εβδομάδα από τον Οκτώβριο του 2008.

Το πιάνω λοιπόν ξανά από εκεί που το άφησα, από τις 4 Μαρτίου του 2020, την επόμενη που η Fed αποφάσισε να μειώσει το βασικό της επιτόκιο κατά 0,5% .

Οι κεντρικές τράπεζες – πυρομανείς πυροσβέστες

Στις 3 Μαρτίου 2020, η Fed αποφάσισε να καθορίσει το βασικό της επιτόκιο από 1% έως 1,25%, μειωμένο κατά 0,50% που αποτελεί και τη μεγαλύτερη τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα η Fed μείωνε το επιτόκιο της κατά 0,25%. Αντιμέτωπη με τη συνεχιζόμενη πτώση των χρηματιστηρίων και, ιδιαίτερα, των αποθεμάτων των τραπεζών, οι οποίες βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώχευσης, η Fed αποφάσισε στις 15 Μαρτίου να προβεί σε περαιτέρω μείωση του επιτοκίου της, ακόμα μεγαλύτερη σε σχέση με την προηγούμενη. Αυτή τη φορά η μείωση άγγιξε το 1%. Ως εκ τούτου, από τις 15 Μαρτίου το νέο βασικό επιτόκιο της Fed κυμαίνεται μεταξύ 0 και 0,25%. Επομένως, οι τράπεζες ενθαρρύνονται προς αύξηση του χρέους.

Η Fed όχι μόνο μείωσε τα επιτόκια της, αλλά άρχισε να ενισχύει την διατραπεζική αγορά με ένα τεράστιο ποσό δολαρίων, καθώς οι τράπεζες διστάζουν να προχωρήσουν σε αλληλοδανεισμό,  αφού δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Ο πρόεδρος της Fed δήλωσε ότι τις επόμενες εβδομάδες έχει προγραμματιστεί η εισφορά άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων σε ρευστότητα που προορίζεται για βραχυπρόθεσμες αγορές, συμπεριλαμβανομένων συμφωνιών επαναγοράς όπου έχει ήδη παρέμβει μαζικά μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019. Η αγορά των συμφωνιών επαναγοράς αναφέρεται στον μηχανισμό με τον οποίο οι τράπεζες χρηματοδοτούν τον εαυτό τους για ένα σύντομο χρονικό διάστημα: πωλούν κινητές αξίες που κατέχουν και δεσμεύονται να τις επαναγοράσουν το γρηγορότερο. Για παράδειγμα, καταθέτουν αξιόγραφα του Δημοσίου των ΗΠΑ ή εταιρικά ομόλογα με πιστοληπτική ικανότητα AAA για 24 ώρες σε συναλλαγές επαναγοράς, δηλαδή ως εγγύηση για το δανεισμό τους. Σε αντάλλαγμα για αυτούς τους τίτλους, λαμβάνουν μετρητά με επιτόκιο κοντά ή ίσο με το βασικό επιτόκιο που ορίστηκε από την Fed, το οποίο, όπως μόλις παρατηρήσαμε, ήταν κοντά στο 1% από τις 3 Μαρτίου 2020 και 0% από τις 15 Μαρτίου 2020.

Οι τράπεζες που επιθυμούν να μην μειώσουν τον όγκο των δανείων τους στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να λάβουν ουσιαστική χρηματοδότηση από την ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο -0,75%. Αυτό σημαίνει ότι αμείβονται και επιδοτούνται όταν δανείζονται από την ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ της Christine Lagarde, με βασικό επιτόκιο 0%, ανακοίνωσε στις 12 Μαρτίου 2020 ότι θα αυξήσει τόσο τις αγορές ιδιωτικών τίτλων, δηάδή ομολόγων και δομημένων προϊόντων, όσο και εκείνες δημόσιων χρηματοπιστωτικών τίτλων, δηλαδή χρεογράφων. Θα αυξήσει επίσης τον όγκο των φθηνών μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δανείων που χορηγούνται στις τράπεζες.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, την Κυριακή 15 Μαρτίου η Fed, πανικόβλητη γι’ αυτό που είχε συμβεί την προηγούμενη εβδομάδα, συγκάλεσε βιαστικά τη διευθύνουσα επιτροπή της και χωρίς να περιμένει την προγραμματισμένη συνάντηση, έριξε το επιτόκιο της κάτω από το 0% (ο βασικός συντελεστής κυμαίνεται από 0% έως 0,25%). Ανακοίνωσε επίσης ότι πρόκειται να αρχίσει να αγοράζει ξανά δομημένα προϊόντα από τις τράπεζες, τα περίφημα MBS (Mortage Backed Securities), τα οποία ήταν στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης 2007-2008. Ανέφερε δε ότι θα αγοράσει δομημένα προϊόντα αξίας 200 δις δολλαρίων.

Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε τις τεράστιες πωλήσεις μετοχών στα χρηματιστήρια: όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου υποχώρησαν τη Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020. Η πτώση στη Wall Street έφθασε σε ένα νέο ρεκόρ ημέρας: – 12%. Στις 18 Μαρτίου συνεχίστηκε η μαζική πώληση μετοχών.

Οι χρηματιστηριακές αγορές συνέχισαν να πέφτουν

Αρκετές μαύρες μέρες, δηλαδή αρκετές συντριβές στην αγορά μετοχών, πραγματοποιήθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του Φεβρουαρίου και το πρώτο εξάμηνο του Μαρτίου του 2020, παρά τις τεράστιες παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο του πλανήτη, στη Δύση και στην Ανατολή.

Οι συναλλαγές ήταν κυριολεκτικά χαοτικές. Σε πολλές περιπτώσεις τις τελευταίες εβδομάδες, διακόπηκαν οι συνεδρίες για 15 έως 30 λεπτά, σε μια προσπάθεια να σταματήσουν οι ολοένα και μεγαλύτερες πωλήσεις και να αποφευχθεί η καταστροφή. Αυτές οι διακοπές έλαβαν χώρα επανειλημμένα στη Wall Street, στη Βραζιλία, στην Ινδία και στην Ευρώπη, μέχρι που κάποιοι σχολιαστές αναρωτιούνταν γιατί οι αρχές δεν κλείνουν τα χρηματιστήρια[10].

Την Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020, μια από τις πιο σκοτεινές ημέρες του τελευταίου διαστήματος, η πτώση ήταν εντυπωσιακή: – 12,28% στο Παρίσι, – 10,87% στο Λονδίνο, – 11,43% στη Φρανκφούρτη, – 14,21% στις Βρυξέλλες και στο Μιλάνο – 16,92 %! Στη Ν. Υόρκη, ο Dow Jones έχασε -9,99%, ο Nasdaq – 9,43% και ο S&P500 – 9,51%. Οι χρηματιστηριακές αγορές της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής σημείωσαν επίσης απώλειες.

Την Δευτέρα 16 Μαρτίου, παρά την απόφαση της Fed να μειώσει το επιτόκιο της, συνεχίστηκε η μαζική πώληση μετοχών: στη Νέα Υόρκη, ο S&P500 μειώθηκε κατά 12%. Η βραζιλιάνικη χρηματιστηριακή αγορά μειώθηκε κατά 13%. Οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές υποχώρησαν για άλλη μια φορά: το Λονδίνο έχασε 4%, το Παρίσι και η Φρανκφούρτη έχασαν περισσότερο από 5%, το Μιλάνο – 6%, οι Βρυξέλλες – 7%, η Μαδρίτη – 8%. Σε Ασία-Ειρηνικό: ο Nikkei στο Τόκιο έπεσε κατά 2,5%, τα κινεζικά χρηματιστήρια έχασαν μεταξύ 3 και 4%, το ινδικό χρηματιστήριο υποχώρησε 8%, το χρηματιστήριο της Αυστραλίας έχασε 9,5%. Η συρρίκνωση συνεχίζεται.

Σε λιγότερο από ένα μήνα, μεταξύ 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου, τα χρηματιστήρια υποβλήθηκαν σε μια πραγματική εκκαθάριση: στη Ν. Υόρκη, ο Dow Jones Industrial Average έχασε 32%, ο S&P500 των 500 κορυφαίων εταιρειών έχασε το 24% της αξίας του. Στο Λονδίνο, ο δείκτης FTSE μειώθηκε κατά 31%, στη Φρανκφούρτη, ο δείκτης DAX μειώθηκε κατά 37%! Στις Βρυξέλλες, ο BEL20 υποχώρησε κατά 41%. Το CAC40 έχασε 36,5%. Το χρηματιστήριο της Μαδρίτης (IBEX 35) έχασε 38%, το χρηματιστήριο της Λισσαβόνας (PSI20) έχασε 31,5%. Η βραζιλιάνικη χρηματιστηριακή αγορά έχασε 28% και η χρηματιστηριακή αγορά του Μπουένος Άιρες έχασε περισσότερο από 30%. Το ινδικό χρηματιστήριο έχασε 25,5%. Το χρηματιστήριο της Νότιας Αφρικής (JSE) έχασε το 35%. Ο RTS, το Χρηματιστήριο της Μόσχας έχασε 40%. Ο BIST100 της Τουρκίας υποχώρησε κατά 28%. Στο Τόκιο, ο Nikkei έχασε το 28%. Στο Χονγκ Κονγκ, το Hang Seng έχασε το 21%. Στο Σίδνεϊ, ο ASX της Αυστραλίας έχει μειωθεί κατά 26%. Μόνο το Χρηματιστήριο της Σαγκάης εμφανίζει περιορισμένες απώλειες: -7%. Αν το χρηματιστήριο της Σαγκάης βαίνει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο χρηματιστήριο στον κόσμο, οφείλεται στην υποστήριξη που παρέχεται μέσω κυβερνητικών διαταγών από κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις και δημόσιους πόρους. Δόθηκε εντολή να αγοράζονται συστηματικά μετοχές στο χρηματιστήριο εν μέσω κρίσης του κορονοϊού και την ώρα που άλλοι πουλούσαν.

Συνοπτικά, μεταξύ 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου, όλα τα χρηματιστήρια παγκοσμίως υπέστησαν πολύ σημαντικές απώλειες, συγκρίσιμες ή και μεγαλύτερες από εκείνες των προηγούμενων μεγάλων κρίσεων το 1929, το 1987 και το 2008.

Ποσοστιαία εξέλιξη του βασικού όγκου των χρηματιστηριακών συναλλαγών ανάμεσα 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου 2020

Ποσοστιαία εξέλιξη του βασικού όγκου των χρηματιστηριακών συναλλαγών ανάμεσα 17 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου 2020

Ποιος ξεφορτώνεται το απόθεμα;

Στις κυριότερες χρηματιστηριακές αγορές κυριαρχούν περίπου εκατό μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, οι μέτοχοί τω οποίων αποτελούν μέρος του 1% ή και του 0,1%. Αυτές οι μεγάλες ιδιωτικές ομάδες παίζουν ένα ρόλο στην ενεργοποίηση της κρίσης της χρηματιστηριακής αγοράς και στη εξάπλωσή της.

Μεταξύ αυτών είναι περίπου τριάντα μεγάλες τράπεζες, μια δωδεκάδα μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των BlackRock, Vanguard, State Street και Pimco, οι GAAF – Google, Apple, Amazon, Facebook – μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα, μια ντουζίνα μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, μερικά μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία…

Αυτή η χούφτα δισεκατομμυριούχων και τα κεντρικά γραφεία των εταιρειών τους είναι πολύ διασυνδεδεμένα, λόγω των συστηματικών συνδιαχειρίσεων: μια τράπεζα μπορεί να είναι μέτοχος σε βιομηχανικές εταιρείες και αντίστροφα και επενδυτικά ταμεία όπως η BlackRock κατέχουν μετοχές σε όλες τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Συνειδητοποίησαν στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020 ότι το πάρτι πρόκειται να τελειώσει σύντομα και ότι ήρθε η ώρα να αποκομίσουν κέρδος από αυτά που είχαν καταβάλει τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια για την αγορά μετοχών και την κορύφωση του πάρτι νωρίτερα το 2020. Άρχισαν τις πωλήσεις, εξασφαλίζοντας στην αρχή πολύ καλές τιμές. Στη συνέχεια, όλοι οι κύριοι μέτοχοι και όλοι οι παίκτες στις χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν να πωλούν, κερδίζοντας στην αρχή, πιέζοντας όμως την τιμή πώλησης των μετοχών, που έπεσε κάτω από το επίπεδο προ φούσκας. Εν τω μεταξύ, ο μεγαλύτερος και ο γρηγορότερος αποκόμισε σημαντικά κέρδη.

Το σημαντικό για έναν μεγάλο μέτοχο είναι να πουλήσει όταν η τιμή δεν έχει μειωθεί ακόμη και  για να πουλήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα χρησιμοποιούν ένα λογισμικό προγραμματισμένο να πουλά μόλις η κίνηση των τιμών φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο. Μέρες με σημαντική πτώση ακολουθούνται την επόμενη μέρα από ανάκαμψη, επειδή εκείνοι που πούλησαν την προηγούμενη μέρα στην αρχή της πτώσης, μπορεί να πιστεύουν ότι αξίζει να αγοράσουν μετοχές σε τιμή 5% ή 10%, ή ακόμα και 20% χαμηλότερη από την την τιμή στην οποία πούλησαν την προηγούμενη μέρα.

Αυτό εξηγεί τη διαδοχή των μαύρων ημερών από ημέρες με ανάκαμψη. Το σίγουρο είναι ότι παρά τα στιγμιαία ριμπάουντ, η γενική τάση είναι προς μια πραγματική εκκαθάριση. Η φούσκα της χρηματιστηριακής αγοράς ξεσπάει μπροστά στα μάτια μας.

Η πτώση των χρηματιστηριακών αγορών ήταν τόσο μεγάλη που, τελικά, οι μεγάλες ομάδες που ξεκίνησαν τη διαδικασία των μαζικών πωλήσεων βλέπουν τα περιουσιακά τους στοιχεία να συρρικνώνονται. Μπορεί να έχουν κερδίσει κερδοσκοπώντας προς τα κάτω και στη συνέχεια προς τα πάνω, αλλά σε αυτό το στάδιο της κρίσης η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων τους έχει μειωθεί δραματικά. Οι Financial Times παρέχουν εκτιμήσεις για τα τρία μεγαλύτερα επενδυτικά ταμεία, BlackRock, Vanguard και State Street, η αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων των οποίων εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε λιγότερο από ένα μήνα[11]. Τα 2,8 τρις δολάρια είναι 10% περισσότερο από το ετήσιο ΑΕΠ της Γαλλίας. Σύμφωνα με την Financial Times, ενώ στις αρχές του έτους τα περιουσιακά στοιχεία που κατείχε η BlackRock ανήλθαν στο αστρονομικό μέγεθος των 7,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η απότομη πτώση των χρηματιστηρίων τα μείωσε κατά $ 1,4 τρισεκατομμύρια. Επιπλέον, η χρηματιστηριακή αξία της BlackRock μειώθηκε κατά 28% σε ένα μήνα. Τα περιουσιακά στοιχεία της Vanguard ανήλθαν σε 6,2 τρισεκατομμύρια δολάρια και μειώθηκαν κατά 800 δισ. δολάρια μεταξύ Φεβρουαρίου και 15 Μαρτίου 2020.

-Τέλος πρώτου μέρους-


[1]     http://www.cadtm.org/No-the-coronavirus-is-not-responsible-for-the-fall-of-stock-prices

[2] https://thenextrecession.wordpress.com/

[3] https://blubrry.com/jacobin/31593687/jacobin-radio-w-suzi-weissman-robert- brenner-on-the-economy /

[4] https://en.wikipedia.org/wiki/Fran%C3%A7ois_Chesnais

[5] http://hussonet.free.fr/english.htm

[6] Βλ. http://www.cadtm.org/Dancing-on-the-Volcano ή http://www.cadtm.org/Sooner-or-later-there-will-be-a

[7] Επιτροπή για την ακύρωση του χρέους του Τρίτου Κόσμου

[8] Βλ. Άρθρο μου το Μάρτιο του 2019: http://www.cadtm.org/The-Economic-Crisis-and-the-Central-Banks

[9] Jean-Marie Harribey, “La baudruche du capital fictif,  lecture du Capita fictif de Cédric Durand”, Les Possibles, αριθ. 6 – Printemps 2015: https://france.attac.org/nos-publications/les-possibles/numero -6-printemps-2015 / συζητήσεις / άρθρο / la-baudruche-du-capital-fictif

[10] The Telegraph, “Shutting down stock markets for three months would give everyone a much-needed break”, https://www.telegraph.co.uk/business/2020/03/17/shutting-stock-markets-three-months-would-give-everyone-much/

[11] Financial Times, https://www.ft.com/content/438854a8-63b0-11ea-a6cd-df28cc3c6a68 που δημοσιεύθηκε στις 15 Μαρτίου 2020

Πηγή: Monthly Review Online

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Σχετικά με τη “χρηματιστικοποίηση” του καπιταλισμού

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τον όρο “χρηματιστικοποποίηση” και το κατά πόσον αυτός εκφράζει μια νέα πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού εξελίχθηκε ανάμεσα στο περιοδικό Monthly Review και τον οικονομολόγο Michael Roberts. Με αφορμή την αντιπαράθεση για την πατρότητα του όρου, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Αριστερά και ο μαρξισμός πρέπει να διεκδικήσουν τον όρο και να τον χρησιμοποιούν στις αναλύσεις τους. Ο Roberts υποστηρίζει ότι αυτό οδηγεί σε ρεφορμιστικές καταλήξεις καθώς η χρηματιστικοποίηση με την τρέχουσα και κυρίαρχη ερμηνεία του όρου σημαίνει ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής διόγκωσης και των κακών χειρισμών και όχι εγγενές πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος. Από την άλλη, οι εκδότες του Monthly Review απαντούν ότι η χρηματιστικοποίηση είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να την αγνοεί όποιος θέλει να ερμηνεύσει τον σύγχρονο κόσμο και δεν είναι καθόλου ανταγωνιστική με τη μαρξιστική θεωρία της αξίας, αντίθετα, η χρηματοπιστωτική έκρηξη έρχεται ως αποτέλεσμα της “μη αναστρέψιμης” κρίσης του καπιταλισμού. Παραθέτουμε τα σημειώματα και των δύο πλευρών.

Σχετικά με τη Χρηματιστικοποίηση

Του Michael Roberts.

Στις “Σημειώσεις από τους συντάκτες” του τεύχους Ιανουαρίου 2019 του Monthly Review, οι συντάκτες σχολίασαν μια ανάρτησή μου στο ιστολόγιο που αφορούσε τον όρο χρηματιστικοποίηση και το κατά πόσον αποτελεί μια ουσιαστική και χρήσιμη περιγραφή ή υπόθεση για τον σύγχρονο καπιταλισμό. Ενώ οι συντάκτες δεν ασχολήθηκαν με τα επιχειρήματά μου για το θέμα αυτό, με έβαλαν στο στόχαστρο επειδή ισχυρίστηκα ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τη μη μαρξίστρια κοινωνιολόγο Greta Krippner. Υπολόγισαν ότι ο όρος πηγαίνει πολύ πιο πίσω και στην πραγματικότητα αποτελεί “μέρος μιας μακράς και διακεκριμένης σοσιαλιστικής παράδοσης της κριτικής του χρηματιστικού κεφαλαίου”. Πράγματι, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μέρος της μαρξιστικής ανάλυσης του καπιταλισμού, ιδίως με “παλαιότερες χρήσεις της έννοιας από μαρξιστές θεωρητικούς, συμπεριλαμβανομένων των Harry Magdoff και Paul M. Sweezy -των συντακτών του Monthly Review, οι οποίοι πέρασαν δεκαετίες αναλύοντας πώς η χρηματιστικοποίηση προέκυψε από μια στάσιμη μονοπωλιακή καπιταλιστική οικονομία”.

Λοιπόν, παραδέχομαι ότι η γενική ιδέα του ότι η χρηματιστικοποίηση έρχεται να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την οικονομία υπήρχε ήδη πριν από την Κρίπνερ, αλλά όχι μόνο στη μαρξική ανάλυση. Η ιδέα ήταν ήδη παρούσα στην κυρίαρχη οικονομική επιστήμη, αλλά η συγκεκριμένη έννοια της χρηματιστικοποίησης δεν είχε ακόμη διατυπωθεί. Επιπλέον, εντός του μαρξισμού -ακόμη και στο Χρηματοοικονομικό Κεφάλαιο του Rudolf Hilferding και στις όψιμες παρατηρήσεις του Sweezy- κανείς δεν αμφισβήτησε ότι τα χρηματοπιστωτικά κέρδη προέρχονται από την υπεραξία και ότι οι χρηματοπιστωτικές αναταράξεις είχαν τις ρίζες τους στη σφαίρα της παραγωγής. Αυτό άρχισε να αλλάζει, όπως με ακρίβεια επισημαίνει η Krippner, με το βιβλίο του David Harvey Condition of Postmodernity (Blackwell Publishers, 1989), στο οποίο ο Harvey παρατήρησε ότι αν υπάρχει κάποια καινοτομία στον καπιταλισμό μετά το 1973, αυτή δεν βρίσκεται στις αγορές εργασίας ή προϊόντων, αλλά στη χρηματιστικοποίηση. Αργότερα, ο Giovanni Arrighi στο The Long Twentieth Century (Verso Books, 1994) παρατήρησε ότι οι καπιταλιστικές οικονομίες ανακυκλώνονταν τακτικά μεταξύ φάσεων στις οποίες τα κέρδη συσσωρεύονταν κυρίως μέσω της υλικής παραγωγής και φάσεων στις οποίες τα κέρδη συσσωρεύονταν μέσω χρηματοπιστωτικών καναλιών.

Η Κρίπνερ ήταν ίσως η πρώτη που όρισε την έννοια της χρηματιστικοποίησης υποστηριζόμενη από “τυποποιημένα γεγονότα”, όπως η άνοδος της σκιώδους τραπεζικής, των παραγώγων, της αξίας των μετοχών και της υπερχρέωσης των ιδιωτικών νοικοκυριών. Αυτά τα σύγχρονα στοιχεία έλειπαν από τους Arrighi και Sweezy, και είναι αυτά τα γεγονότα που χρησιμοποιούνται από τους mainstream και μετακεϋνσιανούς οικονομολόγους για να προωθήσουν τον όρο χρηματιστικοποίηση. Συνεπώς, δεν είμαι πεπεισμένος ότι ο μαρξισμός μπορεί να διεκδικήσει την ιδιοκτησία της έκφρασης.

Ακόμα πιο σημαντικό: Θα έπρεπεο μαρξισμός να διεκδικήσει την ιδιοκτησία του όρου “χρηματιστικοποίηση”; Η χρηματιστικοποίηση μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Αν η χρηματιστικοποίηση είναι απλώς μια περιγραφή της τεράστιας αύξησης του χρηματοπιστωτικού τομέα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε πολλές (αλλά όχι σε όλες) τις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες και, μαζί με αυτήν, της αύξησης του μεριδίου των κερδών που πηγαίνουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τότε είναι ενδεχομένως ένας κατάλληλος όρος. Αν η χρηματιστικοποίηση σημαίνει ότι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που βασίζεται στις τράπεζες και τις ασφάλειες έχει πλέον συγχωνευθεί με το μη χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο μέσω της σκιώδους τραπεζικής και των χρηματοπιστωτικών λειτουργιών των μεγάλων επιχειρήσεων, τότε αυτό είναι επίσης ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς ανάλυση.

Αλλά η χρηματιστικοποίηση χρησιμοποιείται τώρα κυρίως ως όρος για να κατηγοριοποιήσει ένα εντελώς νέο στάδιο του καπιταλισμού, στο οποίο τα κέρδη προέρχονται κυρίως όχι από την εκμετάλλευση στην παραγωγή, αλλά από τη χρηματιστική απαλλοτρίωση (που μοιάζει με τοκογλυφία) στην κυκλοφορία. Είναι πλέον η χρηματιστικοποίηση που κυριαρχεί, έτσι ώστε ο καπιταλισμός να γίνεται όλο και πιο αντιπαραγωγικός. Οι κρίσεις είναι επομένως το αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής αστάθειας και της απερισκεψίας και όχι κάποιας υποκείμενης αντίφασης μεταξύ κέρδους και παραγωγής. Η χρηματιστικοποίηση-και όχι το κεφάλαιο, όπως αναγνώρισε ο Μαρξ πριν από 150 χρόνια- είναι πλέον ο εχθρός της εργασίας. Αν αυτό είναι το νόημα της χρηματιστικοποίησης (και νομίζω ότι είναι το κυρίαρχο νόημα μεταξύ πολλών), τότε δεν νομίζω ότι ο μαρξισμός μπορεί και πρέπει να διεκδικεί την ιδιοκτησία του όρου. Οδηγεί στην εγκατάλειψη της εργασιακής θεωρίας της αξίας, σε μια λανθασμένη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού και, νομίζω, τελικά σε ρεφορμιστικές πολιτικές.

Το σημαντικό ερώτημα που πρέπει να εξετάσουμε είναι αν η χρηματιστικοποίηση μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τη συσσώρευση κεφαλαίου και τις αντιφάσεις της στον σύγχρονο καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, ή αν, αντίθετα, είναι πραγματικά αυτό που ο Σταύρος Μαυρουδέας αποκαλεί “ένα επεξηγηματικό αδιέξοδο”.

Πηγή: Monthly Review

Η κριτική της χρηματιστικοποίησης

Απάντηση στον Michael Roberts από την εκδοτική ομάδα του Monthly Review

Συμφωνούμε με τον Michael Roberts ότι στους μαρξιστές δεν “ανήκει η έκφραση” χρηματιστικοποίηση. Διαφωνούμε, ωστόσο, όσον αφορά τη σημασία του πραγματικού ιστορικού φαινομένου που αντιπροσωπεύει η χρηματιστικοποίηση και την αναγκαιότητα της κριτικής της στην ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού.

Στις “Σημειώσεις των συντακτών” στο τεύχος Ιανουαρίου του MR, σχολιάσαμε εν συντομία το λάθος στην ανάρτηση του Michael Roberts στο ιστολόγιο της 27ης Νοεμβρίου 2018, στην οποία ισχυριζόταν ότι ο όρος χρηματιστικοποίηση προήλθε από τη φιλελεύθερη κοινωνιολόγο Greta Krippner το 2005. Επισημάναμε ότι στην πραγματικότητα επινοήθηκε περισσότερο από μια δεκαετία νωρίτερα, το 1993, από τον συντηρητικό πολιτικό αναλυτή που μετατράπηκε σε κριτικό (και πρώην σύμβουλο του Ρίτσαρντ Νίξον) Κέβιν Φίλιπς, και υιοθετήθηκε λίγο αργότερα από τους θεωρητικούς της Αριστεράς, οι οποίοι είχαν αναλάβει αρκετά νωρίτερα ηγετικό ρόλο στην ανάλυση της πραγματικότητας της χρηματιστικοποίησης. Πριν από τη δεκαετία του 1990, η τάση της χρηματιστικοποίησης αναφερόταν γενικά ως “χρηματοπιστωτική έκρηξη”, αντιπροσωπεύοντας μια μακροχρόνια μετατόπιση από την παραγωγή στη χρηματοδότηση στο πλαίσιο της συνολικής οικονομίας, όπως αναλύεται στο βιβλίο των Harry Magdoff και Paul M. Sweezy Stagnation and the Financial Explosion του 1987 (Monthly Review Press). Τονίζοντας την κεντρική σημασία αυτών των αλλαγών στη λειτουργία του καπιταλισμού, ο Sweezy αναφέρθηκε στη “χρηματιστικοποίηση της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου” στο τεύχος Σεπτεμβρίου 1997 του MR.

Όταν η Krippner έγραψε το 2011 το βιβλίο της Capitalizing on Crisis (Harvard University Press), αναφέρθηκε σε αυτές τις προηγούμενες μαρξικές αναλύσεις που είχαν επηρεάσει τις απόψεις της. Ωστόσο, ο Roberts, επιμένοντας στην απόλυτη πρωτοτυπία της Krippner, λέει ότι σε αντίθεση με τους μαρξιστές και τους μη μαρξιστές θεωρητικούς που προηγήθηκαν, “ήταν ίσως η πρώτη που όρισε την έννοια της χρηματιστικοποίησης υποστηριζόμενη από “τυποποιημένα γεγονότα”, όπως η άνοδος της σκιώδους τραπεζικής, τα παράγωγα, η αξία των μετόχων και η υπερχρέωση των ιδιωτικών νοικοκυριών”.

Δυστυχώς, και αυτό είναι εσφαλμένο. Όλα αυτά τα φαινόμενα είχαν επανειλημμένα τεθεί θεωρητικά και εμπειρικά σε προηγούμενες έρευνες για τη χρηματιστικοποίηση από πολυάριθμους θεωρητικούς, μαρξιστές και μη μαρξιστές. Ωστόσο, μετά τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2007-9, υπήρξε μια τάση στο πλαίσιο της φιλελεύθερης ανάλυσης να δίνεται έμφαση στα δέντρα, δηλαδή στους διάφορους κερδοσκοπικούς μηχανισμούς, και όχι στο δάσος, δηλαδή στην ανάπτυξη της χρηματιστικοποίησης σε σχέση με την παραγωγή. Ο λόγος για αυτή την έμφαση στα δέντρα και όχι στο δάσος είναι ότι, στη σύγχρονη καπιταλιστική ιδεολογία, η χρηματιστικοποίηση δεν μπορεί να τεθεί σοβαρά υπό αμφισβήτηση, δεδομένου ότι αποτελεί μέρος ολόκληρης της αρχιτεκτονικής της συσσώρευσης. Στην καλύτερη περίπτωση, η χρηματιστικοποίηση, όπως στο έργο του Krippner, ανάγεται σε μια κυκλική διαδικασία που βασίζεται σε μετατοπίσεις στη ρύθμιση και τη μη ρύθμιση, υποβαθμίζοντας τις υποκείμενες τάσεις και την παγίδα στασιμότητας-χρηματιστικοποίησης. Αντίθετα, αυτό που διακρίνει τη μαρξική θεωρία από αυτή την άποψη είναι ακριβώς η ανάλυση της σχέσης της χρηματιστικοποίησης με τη στασιμότητα των επενδύσεων/συσσώρευσης.

Εδώ είναι που προκύπτουν οι κύριες διαφορές μας με τον Roberts. Ισχυρίζεται ότι,

η χρηματιστικοποίηση χρησιμοποιείται τώρα κυρίως ως όρος για να κατηγοριοποιήσει ένα εντελώς νέο στάδιο στον καπιταλισμό, στο οποίο τα κέρδη προέρχονται κυρίως όχι από την εκμετάλλευση στην παραγωγή, αλλά από την χρηματιστική απαλλοτρίωση (που μοιάζει με τοκογλυφία) στην κυκλοφορία. Είναι τώρα η χρηματιστικοποίηση που κυριαρχεί, έτσι ώστε ο καπιταλισμός να γίνεται όλο και πιο μη παραγωγικός….. Αν αυτή είναι η έννοια της χρηματιστικοποίησης (και νομίζω ότι είναι η κυρίαρχη έννοια μεταξύ πολλών), τότε δεν νομίζω ότι ο μαρξισμός μπορεί και πρέπει να διεκδικεί τον όρο. Οδηγεί στην εγκατάλειψη της εργασιακής θεωρίας της αξίας, σε μια λανθασμένη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του σύγχρονου καπιταλισμού και, νομίζω, τελικά σε ρεφορμιστικές πολιτικές.

Θεωρούμε ότι μια τέτοια θέση είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Δεδομένης της κυριαρχίας της φιλελεύθερης ιδεολογίας, οι φιλελεύθερες αντιλήψεις για φαινόμενα όπως η δημοκρατία, ο καπιταλισμός, η τάξη, το μονοπώλιο, η οικολογική κρίση, ακόμη και ο σοσιαλισμός είναι πιθανό να είναι ηγεμονικές και μπορούν να εκτοπιστούν μόνο από κριτικές που δείχνουν τη μερική φύση των αντιλήψεών τους και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Η κριτική ανάλυση δύσκολα μπορεί να απορρίψει συλλήβδην τέτοιες έννοιες στο βαθμό που αναφέρονται σε πραγματικά φαινόμενα, όσο διαστρεβλωμένες και αν είναι στις φιλελεύθερες αναλύσεις. Το ίδιο ισχύει και για την έννοια της χρηματιστικοποίησης. Στο βαθμό που αποτελεί κεντρικό φαινόμενο της εποχής μας, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής. Η αναγνώριση της πραγματικότητας της χρηματιστικοποίησης δεν έρχεται σε αντίθεση με την εργασιακή θεωρία της αξίας, καθώς η τελευταία είναι απαραίτητη για την κατανόηση των νόμων κίνησης του καπιταλισμού, τόσο γενικά όσο και σε σχέση με το μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στην εποχή μας – το οποίο, κατά την άποψή μας, δεν αποτελεί ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού όπως τον αντιλαμβάνεται η μαρξική θεωρία, αλλά απλώς μια νέα φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Η εστίαση στην απαλλοτρίωση των περιουσιακών στοιχείων (κέρδος από αλλοτρίωση) που παίζει τόσο κεντρικό ρόλο στο σημερινό μονοπωλιακό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν έρχεται σε αντίθεση με τη θεωρία του Μαρξ για την εκμετάλλευση: τόσο η εκμετάλλευση όσο και η απαλλοτρίωση υπήρχαν σε διαλεκτική ένταση στην ανάλυσή του. Ούτε η κριτική της χρηματιστικοποίησης με μαρξικούς όρους οδηγεί αναπόφευκτα σε ρεφορμιστικές πολιτικές, αφού συνδέεται με αυτό που οι Magdoff και Sweezy ονόμασαν “μη αναστρέψιμη κρίση” του καπιταλισμού, η οποία είναι όλο και πιο εμφανής στην εποχή μας και για την οποία η επανάσταση είναι η μόνη λύση. Μια δεκαετία μετά τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση, κάθε ανάλυση που δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της χρηματιστικοποίησης θα απέχει, κατά την άποψή μας, από την ενασχόληση με το καπιταλιστικό παρόν ως αναγκαία βάση για την τελική υπέρβασή του: την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών.

Πηγή: Monthly Review

“Δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο χωρίς να αλλάξεις τις ιδέες σου”, συνέντευξη του David Harvey

[Σημείωση των Συντακτών του Left East: Η πρωτότυπη συνέντευξη έγινε από τους εγκαταστημένους στην Κωνσταντινούπολη Ιμρέ Αμέζ και Γκαγιέ Γκιουνάι, στο πλαίσιο των γυρισμάτων ενός ντοκιμαντέρ για την παγκόσμια οικονομία. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην τουρκική γλώσσα το Δεκέμβριο του 2016, στην τουρκική έκδοση του Express Magazine. Περιλαμβάνει μία βαθιά ανάλυση των δυνατοτήτων κινητοποίησης που έχει σήμερα η Αριστερά, εντός του συγκεκριμένου αυτού κοινωνικού σχηματισμού που έκανε την εκλογή του Trump δυνατή].

1. Οι αρχαίοι πολιτισμοί στο Μάτσου Πίτσου, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και αλλού επίσης υπέφεραν επίσης από κοινωνικές ανισότητες, εκμετάλλευση και μια εμμονή με την κατασκευή κτισμάτων, που ως στόχο είχαν την επίδειξη του πλούτου τους. Οι Μάγια και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν επίσης την παραγόμενη στις κοινωνίες τους υπεραξία για να κατασκευάζουν μαυσωλεία και πυραμίδες. Οπότε, τι έχει αλλάξει σήμερα;

David Harvey (DH): Νομίζω πως η διαφορά έγκειται στο ότι το κεφάλαιο σήμερα συστηματικά παράγει πλεονάσματα. Παράγει πλεονάσματα χρηματικού κεφαλαίου, παράγει πλεονάσματα εμπορευμάτων, οπότε [αποδεικνύεται ότι] δεν απαιτείται πολιτική οργάνωση για να γίνει αυτό. Το πρόβλημα, από μια πολιτική οπτική γωνία, είναι πώς να απορροφήσουμε όλα αυτά τα πλεονάσματα που παράγονται και τα πλεονάσματα εργασίας και τα πλεονάσματα κεφαλαίου και τα πλεονάσματα ύλης και εμπορευμάτων κ.λπ. Ένα μέρος της επιχειρηματολογίας μου είναι ότι ολοένα και περισσότερο, η απορρόφηση αυτού του πλεονάσματος που συνοδεύει την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, επενδύεται στην οικοδομική ανάπτυξη των πόλεων. Θα έλεγα ότι περίπου το ¼ της ανάπτυξης σε όλον τον κόσμο σχετίζεται αυτή τη στιγμή κατά κάποιον τρόπο με την αστικοποίηση. Σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου, όπως η Κίνα, τα στοιχεία που έχουμε δείχουν για παράδειγμα ότι 25% της ανάπτυξης προκύπτει μόνο από την οικοδόμηση κατοικιών. Και περίπου 50% προκύπτει από την οικοδόμηση πόλεων και την κατασκευή υποδομών που συνδέουν και εξυπηρετούν τις πόλεις, όπως δρόμων, σιδηροδρομικών δικτύων υψηλής ταχύτητας, συστημάτων ύδρευσης κ.λπ. Οπότε, θα εκτιμούσα ότι περίπου το 50% της κινεζικής οικονομίας είναι πράγματι αφιερωμένο στην αστικοποίηση.

2. Όταν αναφέρεστε στο ¼ της οικονομικής ανάπτυξης, υπάρχει μία διαφορά μεταξύ ανάπτυξης και συσσώρευσης. Όταν λέμε ότι το ¼ της οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται στις πόλεις, πώς συνδέονται τα τρία κυκλώματα ροών κεφαλαίου (νομισματικό κύκλωμα, κύκλωμα εμπορευμάτων, παραγωγικό κύκλωμα);

harvei2

From D. Harvey’s “The urban process under capitalism: a framework for analysis” (IJURR, 1978)

DH: Νομίζω πως η παραγωγή δεν παράγει αξία αν δεν υπάρχει κάποιος να καταναλώσει αυτό που παράγεται. Συνεπώς υπάρχει μια σχέση μεταξύ της παραγωγής κεφαλαίου και της πραγμάτωσης του κεφαλαίου στην αγορά. Τώρα, η πραγμάτωση του κεφαλαίου συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό μέσα από την αστικοποίηση. Είναι οι άνθρωποι που αγοράζουν σπίτια και αγαθά και η καλλιέργεια ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Σκεφτείτε για παράδειγμα πως η «προαστειοποίηση» στις ΗΠΑ καλλιεργεί ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και μετά οι άνθρωποι, προκειμένου να ζήσουν στα προάστεια χρειάζονται ένα αυτοκίνητο, αυτοκινητόδρομους, σπίτια ενός συγκεκριμένου τύπου, εμπορικά κέντρα, μηχανές του γκαζόν, χρειάζονται ένα σωρό πράγματα συνυφασμένα με αυτόν τον τρόπο ζωής. Το κεφάλαιο, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό παράγει νέες ανάγκες μέσω της κατασκευής νέων τύπων περιβάλλοντος, στους οποίους οι άνθρωποι θα πρέπει να προσαρμώσουν την κατανάλωσή τους προκειμένου να επιβιώσουν. Υπάρχει λοιπόν σχέση μεταξύ της παραγωγής και της πώλησης, αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «πραγμάτωση του κεφαλαίου». Και υπάρχει μια πολιτική σχετικά με την πραγμάτωση κεφαλαίου, με αποτέλεσμα στην ιστορία του καπιταλισμού να βρίσκει κανείς την παραγωγή νέων επιθυμιών και αναγκών, που αποτέλεσε κεντρική πτυχή της ουσίας του καπιταλισμού. Αν δεν παράγεις νέες επιθυμίες και ανάγκες, δεν έχεις νέες αγορές κι αν δεν έχεις νέες αγορές, τότε η παραγωγή δεν μπορεί να συνεχίσει να διευρύνεται με τον ίδιο τρόπο. Τώρα, η πραγμάτωση του κεφαλαίου σημαίνει τη μετατροπή του από την μορφή του εμπορεύματος στη μορφή του χρήματος.

Και μετά το χρήμα διανέμεται. Οπότε, το ποιός παίρνει τότε το χρήμα έχει επίσης ένα συγκεκριμένο αντίκτυπο. Μέρος του χρήματος περιέρχεται στις τράπεζες, που παίρνουν το χρήμα και το επιστρέφουν στην παραγωγή. Τότε ολοκληρώνεται η διαδικασία της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, όπου τα τρία αυτά κυκλώματα ροής κεφαλαίου, τα οποία αναφέρατε, ενσωματώνονται το ένα στο άλλο και το καθένα από αυτά παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο να ανακατευθύνει τις ροές του κεφαλαίου προς την αστικοποίηση. Παραδείγματος χάριν, ελεύθερο χρήμα βρίσκεται στις τράπεζες και θα πρέπει να αποφασίσουν τι θα το κάνουν. Αναζητούν ανθρώπους να το δανειστούν για συγκεκριμένα σχέδια. Όμως, όλο και περισσότερο, παρατηρούμε ότι οι τράπεζες είναι ιδιαίτερα προσανατολισμένες στο να κατευθύνουν το χρήμα στην παραγωγή αστικοποίησης και στην πραγματοποίηση της αστικοποίησης. Έτσι, παρατηρούμε ότι οι τράπεζες χρηματοδοτούν το παραγόμενο προϊόν την ίδια στιγμή που χρηματοδοτούν στεγαστικά δάνεια που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αγοράζουν το παραγόμενο προϊόν. Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες αρχίζουν να παίζουν καίριο ρόλο στην κατεύθυνση χρηματικού κεφαλαίου στην διαδικασία της αστικοποίησης.

3. Ποια είναι η επίδραση του νεοφιλελευθερισμού πάνω σε αυτήν την εικόνα; Τι έχει αλλάξει από τη δεκαετία του ’70 σε αυτόν το μηχανισμό, που επιτάχυνε τη διαδικασία;

atlanta 768x454

Atlanta hosted the Summer Olympics in 1996. The Atlanta-Fulton County Stadium was used for baseball, but was demolished in 1997. Thespacewasturnedinto 4,000 parkingspaces. (REUTERSPhotography)

DH: Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πραγματικά μακροοικονομική αλλαγή στη φιλοσοφική βάση που καλλιεργεί ο καπιταλισμός προκειμένου να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του. Συνεπώς, η ουσία του νεοφιλελευθερισμού έγκειται σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας «προσωπικής ευθύνης», με αποτέλεσμα η ταξική αλληλεγγύη που διατηρούνταν στις κοινωνίες μέσα από τα συνδικάτα και τα λοιπά να έχει στην ουσία καταστραφεί τα τελευταία 30 με 40 χρόνια. Αλλά ταυτόχρονα με αυτό, όλο και περισσότερα χρήματα κατευθύνονται στη διαδικασία αστικοποίησης. Και συγκεκριμένα βλέπουμε κάθε πτυχή της αστικοποίησης που έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο αστικό θέαμα. Και το πλεονέκτημα του αστικού θεάματος είναι ότι καταναλώνεται ταχέως. Έχεις μία Ολυμπιάδα και μετά, πολύ σύντομα έχεις μια άλλη Ολυμπιάδα. Και όλα αυτά είναι μια πολύ εφήμερη κατανάλωση. Αν το κεφάλαιο κατασκεύαζε μόνο πράγματα που να διαρκούν για 100 χρόνια θα είχε πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Συνεπώς, επικεντρώνει όλο και περισσότερο την προσοχή του στο να παράγει κάτι εφήμερο, χωρίς μεγάλη διάρκεια, αναλώσιμο στη στιγμή, ώστε παράγει προϊόντα που είναι ακαριαία αναλώσιμα και φυσικά το θέαμα είναι ένα προϊόν στιγμιαίας κατανάλωσης. Η παραγωγή του δεν είναι στιγμιαία, αλλά η κατανάλωσή του είναι. Η αστικοποίηση λοιπόν, έχει γίνει όλο και πιο πολύ όχημα για την καλλιέργεια του θεάματος.

4. Η αλλαγή που είδαμε τη δεκαετία του 1970, την οποία πολλοί άνθρωποι αποδίδουν στην πετρελαϊκή κρίση, αλλά εσείς λέτε ότι ήταν κάτι περισσότερο από αυτό, ότι προϋπήρχε μια κρίση ιδιοκτησίας …τι μπορούμε να μάθουμε από την ιστορία της αστικής κρίσης και τις αλλαγές της δεκαετίας του ’70;

DH: Στις μελέτες μου για την αστικοποίηση και την ιστορία του καπιταλισμού, αυτό που βλέπετε ξανά και ξανά είναι ότι μια κατάσταση ξεσπάει εκεί που τα πλεονάσματα που παράγονται από το κεφάλαιο δυσκολεύονται πολύ να βρουν έναν χώρο για κερδοφόρα δραστηριότητα. Έτσι λοιπόν, όταν μια υπάρχει μια τέτοιου είδους κατάσταση, όλο και περισσότερο από το πλεόνασμα τείνει να επενδύεται σε μακροχρόνια σχέδια στον τομέα του δομημένου περιβάλλοντος και συγκεκριμένα της αστικοποίησης. Τώρα, το πλεονέκτημα με τα μακροχρόνια σχέδια είναι ότι δεν γνωρίζεις αν θα είναι βιώσιμα μέχρι 5, 10 χρόνια αργότερα. Οπότε, απορροφάς πολύ από το πλεόνασμα, αλλά δεν γνωρίζεις εάν θα είναι κερδοφόρο ή αν πρόκειται να συμβάλλει στην παραγωγικότητα παρά μόνο κάποιο καιρό αργότερα.
Έπειτα, αυτό που συχνά συμβαίνει είναι ότι η μετακίνηση σε τέτοιου είδους επενδύσεις είναι πάντα κερδοσκοπική. Και η κερδοσκοπία απογεινώνεται και πολύ συχνά παρουσιάζεται λες και αυτό που συμβαίνει είναι πολύ καλό, οπότε όλο και περισσότερο χρήμα επενδύεται σε αυτό και ξαφνικά υπάρχει υπερπαραγωγή δομημένου περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα είναι η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων ή ο τερματισμός της διεύρυνσής της. Για παράδειγμα, στην Κίνα πρόσφατα, τα τελευταία 2-3 χρόνια, υπάρχει μια τεράστια έκρηξη της αστικοποίησης, η οποία όμως είχε ένα ιδιαίτερα σοβαρό σταμάτημα και ως αποτέλεσμα η κινεζική οικονομία έχει αρκετά σκαμπανευάσματα τα τελευταία 2-3 χρόνια, πράγμα που έχει παγκόσμια επίδραση, επειδή τα πλεονάσματα δεν μπορούν πια να απορροφηθούν στα κινέζικα σχέδια αστικοποίησης και έτσι πολλές χώρες που εφοδιάζουν την Κίνα με πρώτες ύλες για την κατασκευή σπιτιών ή υποδομών έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν οικομικές δυσκολίες. Αυτό, λοιπόν, που παρατηρεί κανείς ξανά και ξανά είναι μία «κυματοειδής» κίνηση μία ροής κεφαλαίου σε ένα μέρος, έπειτα καταρρέει, επιστρέφει σε άλλες ασχολίες και μετά ξανανεβαίνει. Οπότε, παρατηρούμε αυτά τα «μεγάλα κύματα»,μερικές φορές υπήρχαν ακόμα και στο 19ο αιώνα αυτές οι περίοδοι που αποκαλούνταν «οικοδομικοί κύκλοι» και ήταν διάρκειας 17-18 χρόνων, οπότε μπορούσε να δει κανείς αυτές τις μακροχρόνιες τάσεις να εξελίσσονται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

harvei3

Ένα από τα χαρακτηριστικά που έγιναν κυρίαρχα ήταν ο βαθμός στον οποίο το κεφάλαιο και η τάξη των καπιταλιστών επιτίθεντο στις δυνάμεις της εργασίας από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά και τελικά κατάφεραν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να τσακίσουν την ισχύ του εργατικού κινήματος. Στο βαθμό που το πέτυχαν αυτό, σήμαινε ότι οι μισθοί μειώνονταν και το μέρισμα της εργατικής τάξης στο εθνικό εισόδημα άρχιζε να ελαττώνεται. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, το αποτέλεσμα είναι ότι η οικονομική ζήτηση αρχίζει να μειώνεται, καθώς οι εργαζόμενοι έχουν όλο και λιγότερα χρήματα για να ξοδέψουν σε αγαθά και υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός προβλήματος πραγμάτωσης της αξίας στην αγορά. Το κεφάλαιο, λοιπόν, βρέθηκε αντιμέτωπο με το εξής δίλημμα: πώς να διατηρήσει ζωντανή την οικονομία την ίδια στιγμή που μείωνε το μισθολογικό κόστος. ‘Ελυσε το πρόβλημα με το να πει σε όλους: «πάρτε τις δικές σας πιστωτικές κάρτες!». ‘Ετσι, σκαρφίστηκε την κουλτούρα των ΑΤΜ και της πιστωτικής κάρτας. Και η οικονομία του χρέους υπήρξε όντως πολύ σημαντική στην επίλυση αυτής της αντίθεσης. Επιλύοντας, όμως, αυτήν την αντίθεση, δημιούργησε μιαν άλλη αντίθεση, που ήταν το αυξανόμενο χρέος. Όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληυθυσμού υπερχρεωνόταν, οι κυβερνήσεις υπερχρεώνονταν, με αποτέλεσμα, όταν φτάσαμε στο 2008 το χρέος να έχει γίνει τόσο σημαντικό και τόσο δύσκολα διαχειρίσιμο, ώστε επήλθε μια έκρηξη κρίσεων, που περιστρέφονται εν μέρει γύρω από το γεγονός ότι το χρέος κατέστη μη βιώσιμο, ιδιαίτερα στην αγορά ακινήτων, ιδιαίτερα στον τομέα της αστικοποίησης.

5.Κάτι ακόμη συνέβη τη δεκαετία του ’70, καθώς πριν το 1973 όλο το χρήμα έπρεπε να καλύπτεται από απόθεμα χρυσού. Αυτό άλλαξε το 1973. Ήταν αυτή η αρχή του πλασματικού χρήματος;

harvei4

DH: Στην πραγματικότητα ο χρυσός δεν έχει υπάρξει σοβαρό στοιχείο στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα μετά το 1939. Είχε έναν ονομαστικό ρόλο από το 1939 μέχρι το 1973, οπότε και εγκαταλείφθηκε εντελώς ο κανόνας του χρυσού. Όμως, μετά το 1973 έγινε εμφανές ότι οι κύριοι παράγοντες για τη σταθεροποίηση του νομισματικού συστήματος θα ήταν οι παγκόσμιες κεντρικές τράπεζες. Βλέπετε βέβαια ότι το FederalReserve [κεντρικό τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ] και η Τράπεζα της Αγγλίας και η Bundesbank στη Γερμανία γίνονται πολύ σημαντικές, υποκατέστησαν το ρόλο του κανόνα του χρυσού. Αυτό που κατανοήσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήταν ότι, αν δεν εφάρμοζαν πολύ σκληρή πειθαρχία, θα υπήρχε τεράστιος πληθωρισμός. Υπήρξε ένα τεράστιο κύμα πληθωρισμού στις ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 που άγγιξε το 19-20%. Αμέσως ακολούθησαν τριγμοί στο πιστωτικό σύστημα, καθώς το ύψος των επιτοκίων ανέβαινε παράλληλα με τον πληθωρισμό. Εργατικό δυναμικό έμεινε άνεργο, με αποτέλεσμα την κρίση τα πρώτα χρόνια του ’80. Έτσι προέκυψε ξανά ο προβληματισμός: πού πηγαίνει όλο το πλεονάζον χρήμα, που λιμνάζει στην παγκόσμια οικονομία; Τότε ξεκίνησαν να το δανείζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Έτσι, αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Βραζιλία, το Μεξικό, ακόμα και η Πολωνία άρχιζαν να δανείζονται πάρα πολύ. Κι αυτό έγινε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του τρόπου που ξεκίνησε να λειτουργεί η νεοφιλελεύθερη οικονομία στη δεκαετία του ’80. Ήταν μια οικονομία βασισμένη στο χρέος που ωθούνταν πάρα πολύ. Και πάλι, επαφίεται εξολοκλήρου στην τακτική και την πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών το τι συμβαίνει στο σύστημα προσφοράς χρήματος.

Ένα αξιοσημείωτο γεγονός συνέβη στο διάστημα 1973-75, η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων κι έπειτα επηρέασε τη χρεοκωπία του δήμου της Νέας Υόρκης, που τότε είχε το 10ο μεγαλύτερο δημόσιο προϋπολογισμό στον κόσμο. Και δεν ήταν μόνο η Νέα Υόρκη, καθώς και άλλες πόλεις των ΗΠΑ γνώρισαν παρόμοια οικονομική δυσπραγία. Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία ήταν το πρόβλημα της επίλυσης της κρίσης του προϋπολογισμού. Στο παρελθόν, όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε συνήθως πλήττονταν οι επενδυτές. Έτσι, δεν θα ήταν μόνο η πολιτεία της Νέας Υόρκης που θα πληττόταν, αλλά και οι επενδυτές. Τα δεινά της κρίσης μοιράζονταν οι επενδυτές, που έχαναν κάποια από τα χρήματά τους, και ο πληθυσμός που έχανε μέρος των παροχών.

harvei5

Όμως, αυτό που έγινε στην περίπτωση της Νέας Υόρκης αρχικά, ήταν ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να τους διασώσει οικονομικά. Σε δεύτερο χρόνο, η φιλοσοφία που προέκυψε από αυτό ήταν ότι οι επενδυτές δεν πρέπει να χάνουν τίποτα απολύτως. Τώρα, αν οι επενδυτές μπορούν να επενδύουν ελεύθερα και να μην ευθύνονται αν η επένδυση αποτύχει ούτε να έχουν απώλειες, τότε δεν υπάρχει κανένα απολύτως ρίσκο που να συνδέεται με την επένδυση. Οπότε προέκυψε αυτό που αποκαλούνταν «ηθικός κίνδυνος» στο οικομικό σύστημα, που σήμαινε ότι η κακή συμπεριφορά εντός του οικονομικού συστήματος δεν τιμωρούνταν ποτέ, καθώς το κράτος πάντα θα διέσωζε όσους παραβίαζαν τους κανόνες. Έτσι, προέκυψε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό σύστημα, που δεν θα ήταν ποτέ υπόλογο για τίποτα. Αυτό το έχουμε δει ξανά και ξανά να συμβαίνει. Ακόμα και πολύ πρόσφατα στη Λατινική Αμερική είδαμε αυτά τα hedgefunds που δεν υποχωρούν και επιμένουν ότι η Αργεντινή πρέπει να αποπληρώσει το σύνολο του χρέους της και ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουν κανενός είδους κούρεμα στην αξία των ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους. Βλέπουμε πολλές πλευρές αυτής της κοροϊδίας. Τώρα που το Πουέρτο Ρίκο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, διεξάγεται μια μεγάλη καμπάνια για να μην διασωθεί. Επειδή τα hedgefunds υφίστανται κάποια απώλεια όταν προσφέρουν πακέτα διάσωσης. Δεν είναι, λοιπόν, προετοιμασμένα να το κάνουν. Ένα, λοιπόν, από τα χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης περιόδου είναι ότι ο ηθικός κίνδυνος μπήκε στο παιχνίδι και οι κεφαλαιούχοι ποτέ δεν θα χάνουν τα χρήματά τους σε ό,τι κι αν επενδύσουν.

6. Το ξεκίνημα του νεοφιλελευθερισμού στη Νέα Υόρκη και οι ιδιωτικοποιήσεις και το κίνημα της Wall Street ενάντια στα συνδικάτα εκείνη την περίοδο στη Νέα Υόρκη… Είχαν όλα αυτά κάποια ειδική σχέση με την αγορά ακινήτων;

DH: Υπήρχε μια ειδική σχέση παγκοσμίως. Διότι, αυτό που συνέβη μετά το 1982, λίγο μετά από αυτό, ήταν η κατάρρευση και η διάσωση της Νέας Υόρκης, που τελικά διασώθηκε από το κράτος. Οι πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έγιναν, σαν αποτέλεσμα, οι πολιτικές που είχαν εφαρμοστεί πειραματικά στην χρεοκοπία της Ν.Υόρκης, που σημαίνει ότι το Δ.Ν.Τ. θα έβρισκε μία χώρα που ήταν χρεωμένη, που θα είχε ανάγκη τη βοήθειά του, έπειτα θα έλεγε «λοιπόν, πρέπει να υποστείτε όλες τις επιπτώσεις, ώστε να μην υποφέρουν οι επενδυτικές τράπεζες στη Ν. Υόρκη». Η πρώτη φορά που συνέβη αυτό ήταν στο Μεξικό. Έτσι, το 1982 υπήρξε διαρθρωτική αναπροσαρμογή στο Μεξικό, το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού μειώθηκε κατά 25% μέσα σε 3 χρόνια για να αποπληρωθεί το χρέος. Και οι επενδυτικές τράπεζες υπέστησαν εξαιρετικά μικρή ζημιά. Αυτό που προκλήθηκε τότε σαν αποτέλεσμα ήταν ότι επετράπη να ρέει χρήμα στις αγορές ακινήτων με τεράστια ευκολία. Έτσι, στη δεκαετία του ’80 είχαμε μια ροή χρήματος να καταλήγει στις αγορές ακινήτων. Κι έπειτα, την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων το 1988. Και στη δεκαετία του ’90 η αγορά ακινήτων στη Σουηδία αντιμετώπισε προβλήματα και ξεκίνησαν να διαφαίνονται προβλήματα και στην αγορά ακινήτων της ΝΑ Ασίας. Στις ΗΠΑ, μετά την κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς το 2001, υπήρχε πολύ πλεονάζον χρήμα και οι άνθρωποι έψαχναν πού να το επενδύσουν. Το FederalReserve μείωσε τα επιτόκια και έκανε πολύ δελεαστικό το να επενδυθούν απλά στην αστικοποίηση και να χτιστούν κατοικίες και τα λοιπά. Αυτή είναι η αιτία που το χρήμα έρρευσε με τόσο μαζικό τρόπο στην αγορά ακινήτων από το 2001 και μετά και φυσικά τόσο πολύ χρήμα κατέληξε εκεί ώστε επήλθε, όπως προαναφέρθηκε, η κρίση του 2007-2008. Η ιστορία αυτή, είναι λοιπόν μια συνεχής ιστορία πλεονάζοντος χρήματος που επενδύεται στις αγορές ακινήτων, συχνά με την ενθάρρυνση δημόσιων πολιτικών και κρατικών ενισχύσεων, και έπειτα παίρνει υπερβολική διάσταση και επέρχεται μια κρίση.

Γνωρίζεις ότι θα επέλθει κρίση στην αγορά ακινήτων. Το ενδιαφέρον είναι ότι από το 2007-08 πολύ χρήμα επενδύεται ακόμη στις αγορές ακινήτων. Κατευθύνθηκε, βέβαια, στηνΚίνα. Πολύ μαζικά στην Κίνα.

harvei6

Composite House Sales Price Index (June 2007=100) in Turkey (Source: Reidin- Gayrimenkul Bilgi Servisi)

Αλλά υπάρχουν κι άλλες χώρες που συνέβη το ίδιο. Στην Τουρκία, για παράδειγμα, υπήρξε πολύ μεγάλη επένδυση στην ανάπτυξη ιδιοκτησίας και στα κτήρια του Οργανισμού Διαχείρισης Οικιστικής Ανάπτυξης της Τουρκίας (TOKI). Αστικοποίηση, μεγάλα αστικά σχέδια, κατασκευή της νέας γέφυρας του Βοσπόρου, κατασκευή νέου αεροδρομίου. Όλα αυτά ήταν μια τυπική απάντηση στην ερώτηση «πού θα επενδύσουμε τα πλεονάσματα». Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία επέδειξε πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αυτά τα χρόνια, όπως και η Κίνα. Πιο πρόσφατα βέβαια παρατηρείται υπερανάπτυξη και δυσκολίες στην αγορά ακινήτων και η τουρκική οικονομία αρχίζει να υποχωρεί. Το ίδιο και η οικονομία της Κίνας. Συνεπώς, αυτές είναι οι εξελίξεις που βλέπουμε να συμβαίνουν παγκοσμίως. Κι όμως τώρα η αγορά ακινήτων σε μεγάλες πόλεις, όπως το Λονδίνο, η Ν.Υόρκη, η Σανγκάη και κάθε πρωτεύουσα που γνωρίζω στη Λατινική Αμερική έχει εκτοξευθεί.

Κι αν δείτε τι συμβαίνει στα κράτη του Κόλπου, στο Ντουμπάι, το Κατάρ κ.λπ., βλέπετε ότι η οικοδόμηση συνεχίζεται εκεί και τεράστιο ποσό πλεονάζοντος κεφαλαίου καταλήγει σε τρελά σχέδια αστικής ανάπτυξης. Αν παρατηρήσετε την αστικοποίηση στο Ντουμπάι, είναι αρκετά γελοία. Αυτό είναι το κομμάτι του κόσμου που αναζητά απεγνωσμένα ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης που θα απορροφήσει πολλούς ανθρώπους και τις παραγωγικές τους δραστηριότητες και το μόνο που μπορούν να σκεφτούν είναι να χτίζουν εκείνους τους τερατώδεις ουρανοξύστες, με πίστες για σκι μέσα στα ξενοδοχεία και άλλα παρόμοια. Αυτό εννοώ λοιπόν όταν λέω ότι έχουμε πια φτάσει στο παρανοϊκό στάδιο της αστικοποίησης, όπου δεν κατασκευάζουμε πραγματικά κάτι, δεν κατασκευάζουμε πόλεις για να ζήσουν οι άνθρωποι. Κατασκευάζουμε πόλεις για να επενδύσουν οι άνθρωποι. Και υπάρχει τεράστια διαφορά, κατά την άποψή μου, στις δομές της αστικοποίησης σήμερα σε σχέση με τις δομές που υπήρχαν τις δεκαετίες του ΄60-΄70, για παράδειγμα, που δινόταν πολύ μεγαλύτερη σημασία στην κατασκευή πόλεων όπου θα ζούσαν οι άνθρωποι, όχι στην κατασκευή πόλεων όπου θα επένδυαν. Φυσικά, οι επενδυτές είναι υπερβολικά πλούσιοι και αυτό που βλέπουμε στην ουσία είναι μια έκρηξη στην αγορά ακινήτων, επειδή οι υπερβολικά πλούσιοι δεν μπορούν να σκεφτούν άλλο μέρος να αποθέσουν τα χρήματά τους και πολλοί τα αποθέτουν στην ιδιωτική περιουσία.

Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμη. Εδώ, στη Ν.Υόρκη έχουμε μία κρίση προσιτής οικονομικά στέγασης. Περίπου το μισό του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 30.000$ ετησίως. Κι όμως, υπάρχει τεράστια οικοδομική έκρηξη εδώ και αφορά στο σύνολό της την κατασκευή πολυτελών ρετιρέ για τους εξαιρετικά πλούσιους. Οι εξαιρετικά πλούσιοι έρχονται από όλον τον κόσμο για να αγοράσουν περιουσία στη Ν.Υόρκη. Οι κατασκευαστές περνούν υπέροχα, υπάρχει μαζική ανάπτυξη, αλλά αν προσπαθούσε κανείς να προσφέρει προσιτή οικονομικά στέγαση σε αυτούς που βγάζουν 30.000$ το χρόνο, αυτό θα σήμαινε ότι το ανώτατο ενοίκιο που θα μπορούσαν να πληρώνουν θα ήταν 800-1000$ το μήνα. Στην πραγματικότητα, όμως, οι μόνοι που μπορούν να ζήσουν με αυτό το ποσό είναι οι φοιτητές, που καταφέρνουν να βρουν ένα δωμάτιο με 800$. Αυτό μπορεί να βρει κανείς με 800$ το μήνα.

Για μια τετραμελή οικογένεια που προσπαθεί να ζήσει με 30.000$, αυτή είναι μια τρομακτική κρίση ανεύρεσης οικονομικά προσιτής στέγης. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τρόπος για το καπιταλιστικό σύστημα να οργανώσει την προσφορά της στέγασης εκείνης που χρειάζεται ο πληθυσμός. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις ΗΠΑ, ισχύει παγκοσμίως. Σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη που γνωρίζω υπάρχει μια κρίση οικονομικά προσιτής κατοικίας και την ίδια στιγμή υπάρχουν τεράστια κατασκευαστικά σχέδια, διαμερίσματα για τους πολύ πλούσιους και πολύ συχνά σχεδόν κανείς δεν ζει σε αυτά, επειδή κατά βάση αποτελούν έναν τρόπο για να αποθηκεύουν τον πλούτο τους οι πλούσιοι. Σε πολλά μέρη του κόσμου το ίδιο κάνει και η μεσαία τάξη. Το έχω δει στη Ραμάλα, το έχω δει και στην Τουρκία. Είναι, συνεπώς, ένα από τα παγκόσμια προβλήματα αυτή τη στιγμή.

harvei7

7. Στο βιβλίο σας «Μια Σύντομη Ιστορία του Νεοφιλελευθερισμού», ένα διάγραμμα τράβηξε την προσοχή μου. Δείχνει το μερίδιο του εθνικού πλούτου που κατείχε το 0.1% των πλουσιότερων του πληθυσμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατείχαν περίπου το 12% του ΑΕΠ. Και μέσα από τους δύο παγκόσμιους πολέμους το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε περίπου 2.5%. Από το 1945 μέχρι τη δεκαετία του ’70 παρέμεινε σχετικά σταθερό και από το ’70 και μετά άρχισε να ανεβαίνει ξανά με μεγάλους ρυθμούς. Δεν γνωρίζω το σημερινό ποσοστό, αλλά δεν θα με εξέπληττε αν είχε επανέλθει στο 12%. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτό το διάγραμμα;

DH: Πρώτα από όλα, ευθύνεται η πολιτική επίθεση που εξαπολύθηκε στη δεκαετία του ΄70 ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί. Διότι μόνο μέσα από το τσάκισμα των δυνάμεων της εργασίας θα μπορούσε να κανείς να κερδίσει εξουσία πάνω στους πολιτικούς θεσμούς, εξουσία που θα γεννούσε μια Μάργκαρετ Θάτσερ κι έναν Ρόναλντ Ρίγκαν, οι οποίοι ευνόησαν τόσο πολύ τις ανώτερες τάξεις, ώστε όταν ανήλθε στην εξουσία ο Ρίγκαν το ανώτατο ποσοστό φορολογίας ήταν περίπου 80% και το μείωσε στο 32%. Συνεπώς, η αιτία είναι απλά η μείωση της φορολογίας. Και ιστορικά υποτίθεται πως η φορολογία πρέπει να είναι προοδευτική, να αναδιανέμει πλούτο από τους πλουσιότερους στους πιο φτωχούς. Όμως, από το ’70 και μετά οι φορολογικές πολιτικές που εφαρμόζονται από τις κυβερνήσεις, ακόμα και από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, έγιναν σταδιακά αντιστρόφως προοδευτικές, που σημαίνει ότι παίρνουν πλούτο από τους πολύ φτωχούς και τον συγκεντρώνουν στις ανώτερες τάξεις. Η θεωρητική βάση σε αυτό είναι ότι αν δώσεις πολύ πλούτο στις ανώτερες τάξεις, αυτές θα τον κατευθύνουν στην οικονομική ανάπτυξη. Αλλά όπως προείπα, δεν το κάνουν. Απλά παίρνουν τα χρήματα, τα επενδύουν σε αγαθά και κερδοσκοπούν σε σχέση με την αξία τον αγαθών αυτών. Κερδοσκοπούν στο χρηματιστήριο, κερδοσκοπούν στις αγορές γης, εμπορευμάτων, στη στέγαση και την ιδιοκτησία και σε όλους τους σχετικούς τομείς. Έτσι, δημιουργείται μία όλο και πιο κερδοσκοπική οικονομία.

Στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα από τα στοιχεία εκείνα που είχαν τεράστια επίδραση στον τρόπο που λειτουργούν οι ανώτερες τάξεις. Την ίδια στιγμή συγκεντώνουν όλο και περισσότερο πλούτο· σήμερα βλέπουμε τέτοιες καταστάσεις όχι μόνο σε αυτή τη χώρα αλλά και αλλού· όπου ισχύει αυτό μια ολιγαρχία ελέγχει την πολιτική διαδικασία, τη δικαιοσύνη, τα μίντια και ως αποτέλεσμα δεν υπάρχει σχεδόν καμία αντίθεση σε όσα επιθυμούν να κάνουν. Και δεν φημίζονται για τη μεγάλη κατανόησή τους για τις συνθήκες ζωής των κατώτερων τάξεων. Εδώ έρχεται η νεοφιλελεύθερη ηθική και λέει «είστε φτωχοί γιατί δεν επενδύσατε στα ταλέντα σας όπως εγώ. Εγώ πηγαίνω στα καλύτερα σχολεία, αγοράζω την καλύτερη εκπαίδευση». Γίνομαι ειρωνικός τώρα, αλλά σε γενικές γραμμές δεν έχουν καμία απολύτως συμπόνια για τον φτωχό πληθυσμό. Έχουν οργανώσει ένα πολιτικό σύστημα που αναδιανέμει πλούτο από τους φτωχούς στους πλούσιους.

Για παράδειγμα στην στεγαστική κρίση, την απώλεια περιουσίας μεταξύ των φτωχών πληθυσμών αυτής της χώρας, κυρίως των Ισπανόφονων και των Αφροαμερικανών, που έχασαν περίπου τα 2/3 των περιουσιών τους μέσα σε 1 χρόνο το 2007-08. Πού πήγαν όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία; Τους τα κατέσχεσαν, τους πέταξαν από τα σπίτια τους, μεγάλα hedgefunds έρχονται και αγοράζουν τα σπίτια τους για ψίχουλα. Τώρα τα μισθώνουν. Πρόκειται για μια τεράστια μεταφορά πλούτου από το ένα μέρος του πληθυσμού στο άλλο. Κι αυτό συνέβαινε για 2-3 χρόνια κι ακόμη συμβαίνει. Με αυτόν τον τρόπο λειτουγεί η οικονομία. Λειτουργεί για να παράγει ακόμη μεγαλύτερο πλούτο για την ολιγαρχία.

Βλέποντας λοιπόν το γράφημα, δείχνει ότι από τη δεκαετία του ΄70 και μετά ο πλούτος κινείται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το μέρισμα στον εθνικό πλούτο κινείται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα συνεχίσει να κινείται έτσι αν δεν υπάρξει κάποια πολιτική διαδικασία που να το σταματήσει. Σταμάτησε το 1939, στη δεκαετία του ’30 εν μέρει από τον Ρούσβελτ, αλλά όχι με ισχυρό τρόπο. Σταμάτησε εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της ισχύος της εργατικής τάξης μετά από αυτόν. Συνεπώς, είχαμε ένα μεσοδιάστημα που απειλήθηκε η εξουσία της τάξης των καπιταλιστών μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα, η τάξη των καπιταλιστών ασκεί σχεδόν απόλυτη εξουσία, ολοκληρωτική ηγεμονία και το κάνει αυτό ακόμα και σε κάποιες από τις χώρες που εντάχθηκαν πρόσφατα στο καπιταλιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, εντάσσεται η Ρωσία και λίγο μετά βλέπουμε μερικούς ολιγάρχες ναι ελέγχουν κατά βάση ολόκληρη την οικονομία. Εντάσσεται η Κίνα. Νομίζω πως σήμερα στην Κίνα υπάρχουν τόσοι δισεκατομμυριούχοι όσοι και στις ΗΠΑ. Επαναλαμβάνω, το πρόβλημα της διανομής του πλούτου αποτελεί σήμερα παγκόσμιο ζητούμενο, καθώς υπάρχει για παράδειγμα ένας τεράστιος αριθμός ανερχόμενων δισεκατομμυριούχων στην Ινδία, την Κίνα κ.ά. Το Μεξικό έχει περισσότερους δισεκατομμυριούχους από τη Σαουδική Αραβία. Συνεπώς, δεν υπάρχει πλέον μια τάξη δισεκατομμυριούχων που βρίσκεται στις ΗΠΑ και σε κάποια τμήματα της Ευρώπης. Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο και μάλιστα υπάρχει μια παγκόσμια ολιγαρχία που αναδύεται σε τούτη ακριβώς την εποχή.

harvei8

8. Αυτό που πραγματικά με ελκύει όταν διαβάζω τα βιβλία σας, είναι ότι δεν κάνετε απλώς μια στείρα ανάλυση, αλλά αναζητάτε και μια λύση για αυτήν την κατάσταση. Τι είδους εργαλεία μπορούμε να δώσουμε στους ανθρώπους που βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο παγιδευμένοι μέσα σε όλο αυτό το σύστημα, για να μπορέσουν να δώσουν ένα νόημα στις δομές, στις φυσικές δομές όπου ζουν, όπως η πόλη;

DH: Δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστέυουν ότι οι ιδέες καθαυτές μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Πιστεύω όμως ότι δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο, αν δεν αλλάξεις τις ιδέες σου. Συνεπώς, θα έλεγα ότι ένα από τα καθήκοντα σε αυτήν τη συγκυρία θα ήταν να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να κατανοήσουν τη φύση αυτής της κοινωνίας που παράγει έναν κόσμο δυσαρέσκειας, απογοήτευσης και αγανάκτησης. Κατ’ εμέ η προσπάθεια δημιουργίας ενός πλαισίου κατανόησης, εντός του οποίου οι άνθρωποι θα μπορούν να εντοπίσουν ποια είναι η φύση του προβλήματος, αποτελεί σημαντικό μέρος του πολιτικού αγώνα. Αυτό που βλέπουμε σήμερα γύρω μας είναι πολλές λανθασμένες αντιλήψεις. Αν λοιπόν υπάρχει απογοήτευση, ευθύνονται δήθεν οι μετανάστες ή ευθύνονται οι φτωχοί ή ευθύνεται ο οποιοσδήποτε πέρα από το κεφάλαιο.

Το κεφάλαιο έχει περίτεχνους τρόπους να απομακρύνει την ένταση από το ίδιο και να την στρέφει κάπου αλλού. Στο βαθμό που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης, ελέγχει την πολιτική, ελέγχει το δημόσιο διάλογο και μπορεί να ξεφύγει. Υπάρχει, λοιπόν, ένας μεγάλος αγώνας που πρέπει να δοθεί από όσους ενδιαφέρονται να αλλάξουν τα πράγματα ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση. Αυτό θα σήμαινε αγώνα ακόμα και μέσα στα πανεπιστήμια, καθώς αυτά καταλαμβάνονται όλο και περισσότερο από νεοφιλελεύθερες, επιχειρηματικές αντιλήψεις. Και θα πρέπει να έχουμε μια κριτική απέναντι σ’ αυτές τις αντιλήψεις και νομίζω πρέπει να την προετοιμάσουμε.

Πιστεύω, ακόμη, ότι το κεφάλαιο δεν πρόκεται να αυτοκαταστραφεί. Υπάρχει μια διαστρεβλωμένη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ πίστευε ότι η πτώση του κεφαλαίου θα ερχόταν ως αποτέλεσμα των ίδιων των εσωτερικών του αντιθέσεων. Δεν το πιστεύω καθόλου αυτό. Πιστεύω ότι πρέπει να του ασκηθεί πίεση, ότι χρειάζεται ισχυρή κοινωνική και πολιτική οργάνωση για να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε πορεία και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα επαναστατικό κίνημα που θα αλλάξει ριζικά την καθημερινή ζωή και θα ξεριζώσει την πηγή των προβλημάτων και πολλή από τη δυσαρέσκεια που υπάρχει σήμερα.

9. Διαφέρετε, δηλαδή, από την κλασική μαρξιστική οπτική με την έννοια ότι δεν εστιάζετε μόνο στην παραγωγική πλευρά της δημιουργίας της υπεραξίας, αλλά μελετάτε και άλλες πτυχές που είναι πιο συνυφασμένες με την αστική ζωή.

DH: Αποδέχομαι τη θεμελιώδη πρόταση του Μαρξ που είναι ότι η αξία δημιουργείται στην παραγωγή και πουθενά αλλού. Αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πού δημιουργείται η αξία και στο πού πραγματώνεται. Και αυτό που υποστήριζε ο Μαρξ ήδη στο τέλος του πρώτου τμήματος του Κεφαλαίου ήταν: Αν ένας καπιταλιστής παράγει ένα εμπόρευμα που κανείς δεν θέλει, χρειάζεται ή επιθυμεί, τότε δεν υπάρχει αξία.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η πολιτική που διασφαλίζει ότι οι άνθρωποι επιθυμούν και χρειάζονται εμπορεύματα είναι απολύτως θεμελιώδης για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Που σημαίνει ότι η ιστορία του καπιταλισμού αφορά σε μεγάλο βαθμό την δημιουργία, την αδιάκοπη δημιουργία νέων επιθυμιών και αναγκών. Αυτό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο να ορίσουμε τι κάνει τελικά η ζωή στην πόλη. Αυτό που κάνει είναι να οργανώνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες. Και το κάνει αυτό με τέτοιο τρόπο, ώστε στην πραγματικότητα οι άνθρωποι να μην έχουν επιλογή. Για παράδειγμα, μπορεί να μην θέλω, να μην χρειάζομαι ή να μην λαχταρώ ένα αυτοκίνητο, αλλά εάν το μόνο μέρος που μπορώ να ζήσω είναι ένα προάστειο, τότε υποχρεώνομαι να έχω αυτοκίνητο. Και δεν πρέπει να έχω μόνο αυτοκίνητο, αλλά και ένα σπίτι συγκεκριμένου τύπου. Έτσι, ορίζεται στην πραγματικότητα ολόκληρος ο τρόπος ζωής, κι αυτό βρίσκεται σε συνέπεια με αυτό που ο Μαρξ θα αποκαλούσε «ορθολογική κατανάλωση». Αυτό δεν είναι ορθολογικό απαραίτητα από τη σκοπιά των ανθρώπων, αλλά από τη σκοπιά της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Τώρα, αυτή η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή της αξίας και την πραγμάτωσή της είναι νομίζω πολύ σημαντική, επειδή η πραγμάτωση της αξίας βρίσκεται συχνά στα χέρια των μεταπρατών καπιταλιστών. Οι μεταπράτες καπιταλιστές μπορούν να πάρουν λίγη από την αξία που παράγεται από τους παραγωγούς και να την πραγματώσουν για τους ευατούς τους στην αγορά. Έτσι, αν δείτε για παράδειγμα έναν υπολογιστή, έναν υπολογιστή της Apple, παράγεται στη Σεντζέν. Η Foxconn, που παράγει τον υπολογιστή της Apple, παίρνει περίπου το 3% ποσοστό κέρδους. Η Apple που πουλάει τον υπολογιστή παίρνει 27% ποσοστό κέρδους. Αυτό που βλέπουμε είναι μια μεταφορά της αξίας από το σημείο παραγωγής της στο σημείο πραγμάτωσής της. Κι αν παρατηρήσετε τη δομή της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα, θα δείτε ότι όλες αυτές οι εταιρίες, όπως η Wallmart, η IKEA κ.λπ. είναι όλες μεταπρατικές καπιταλιστικές εταιρίες. Οι Waltons είναι οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο αυτή τη στιγμή και δεν παράγουν τίποτα. Ιδιοποιούνται απλώς την αξία στο σημείο της πραγμάτωσής της. Και μπορούν να πιέσουν απίστευτα τους παραγωγούς να μειώσουν τους μισθούς, ώστε να δημιουργήσουν εξαιρετικά αποτελεσματικά και χαμηλού κόστους παραγωγικά συστήματα, στην πραγματικότητα για να δημιουργήσουν ένα εμπόρευμα που να μπορεί να πουληθεί στις ΗΠΑ με τεράστιο κέρδος. Ο Μαρξ αναφέρεται στον τρόπο με το οποίο η παραγωγή και η πραγμάτωση της αξίας πρέπει να ιδώνονται σε μια διαλεκτική ενότητα. Και η διαφωνία μου έγκειται στο ότι πολύ άνθρωποι επικεντρώνονται στην παραγωγή της αξίας, σαν να μην είχε σημασία η πραγμάτωσή της ή σαν να ήταν δευτερεύον ζήτημα. Όμως δεν είναι. Είναι απόλυτα θεμελιώδες ζήτημα.

harvei9

Market share of major retail companies in the United States in 2015 . (© Statista 2016)

Κι αν θέλει κανείς να κατανοήσει τη δυναμική της αστικής ζωής σήμερα, πρέπει να καταλάβει τις πολιτικές πραγμάτωσης της αξίας κι ό,τι συμβαίνει σε αυτό το πεδίο, επειδή ένα τεράστιο ποσό αξίας αντλείται στο σημείο της πραγμάτωσής της συχνά από ανθρώπους που δεν κάνουν απολύτως τίποτα σχετικό με την παραγωγή. Παραδείγματος χάριν, ένα από τα πιο σκανδαλώδη πράγματα που πρόσφατα συναντήσαμε ήταν ότι ένα hedgefund ανέλαβε τη διαχείριση μιας φαρμακευτικής εταιρίας που πράγματι παράγει ένα φάρμακο για μια συγκεκριμένη ασθένεια. Το φάρμακο πουλιόταν για 12$ ανά χάπι. Αλλά το hedgefund ήρθε, ανέλαβε την εταιρία και είπε ότι «θα πουλάμε αυτό το φάρμακο για 750$ ανά χάπι». Οκ. Δεν υπάρχει τίποτα παράνομο σε αυτό. Αλλά αυτή είναι η ιδιοποίηση της αξίας μέσα από την μεταπρατική δραστηριότητα από τα hedgefunds, από όλους αυτούς τους πλούσιους τύπους που εισέρχονται στο σύστημα χωρίς να παράγουν απολύτως τίποτα. Στην πραγματικότητα, μπορούν να το κάνουν αυτό επειδή υπάρχει ένα μόνο φάρμακο αυτού του είδους, το κατέχουν και μπορούν να το κοστολογούν όσο θέλουν. Αυτό το πράγμα είναι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους ποια πράγματα τους προκαλούν αγανάκτηση, θα σου πουν πράγματα όπως «Είμαι πολύ οργισμένος με τον εκμισθωτή μου και το ποσό που πρέπει να πληρώνω για το νοίκι. Είμαι αγανακτισμένος και θυμωμένος με την τηλεφωνική εταιρία, για όλες τις επιπλέον χρεώσεις στα τηλέφωνα. Είμαι πολύ οργισμένος με τις τράπεζες και τις εταιρίες πιστωτικών καρτών που χρεώνουν επιπλέον κάποια πράγματα». Συνεπώς, περισσότερη δυσαρέσκεια εντοπίζεται στο σημείο της πραγμάτωσης της αξίας παρά στο πεδίο της παραγωγής της. Και αυτό το υποστηρίζω εδώ και αρκετό καιρό. Είναι πολύ δύσκολο να πείσω τους Μαρξιστές να το αποδεχθούν, λόγω τους δόγματος ότι με τον έναν τρόπο ή τον άλλο το μόνο σημείο που μετράει είναι η παραγωγή και οι ταξικές σχέσεις στην παραγωγή. Και λέω πως όχι, οι κοινωνικές σχέσεις στο σημείο της πραγμάτωσης της αξίας είναι εξίσου σημαντικές.

10. Επομένως, η οικοδόμηση ενός κινήματος με αστικές ρίζες συμπληρώνει αυτό το επιχείρημα…

DH: Λοιπόν, τυχαίνει επίσης αυτό το επιχείρημα να συναντά και το περιεχόμενο όλων των μεγάλων αγώνων που έχουν υπάρξει ανά τον πλανήτη τα τελευταία χρόνια. Τι ήταν το πάρκο του Γκεζί; Ήταν μια εξέγερση της εργατικής τάξης απέναντι στην τάξη των καπιταλιστών; Όχι, σχετιζόταν με τη δυσφορία της αστικής ζωής. Και οι εξεγέρσεις στη Βραζιλία το 2013, περίπου την ίδια περίοδο, όπου η βαθύτερη δυσαρέσκεια αφορούσε την ποιότητα της αστικής ζωής. Αν δείτε μερικά από τα μεγαλύτερα κινήματα που προέκυψαν τα τελευταία 15-20 χρόνια, επρόκειτο στην πραγματικότητα για κινήματα δυσαρέσκειας που βρίσκονταν σε αστικούς χώρους. Και η Αριστερά έχει ανάγκη ένα τρόπο θεώρησης για τη φύση όλης αυτής της δυσαρέσκειας, ώστε να μπορεί να την αντιμετωπίσει με ενοποιημένο τρόπο. Υπάρχει, λοιπόν, κάποιας μορφής συσχετισμός ανάμεσα στο σημείο που οργανώνεται η παραγωγή και στην οργάνωση που αφορά την πραγμάτωση της αξίας.

11. Η μορφή του αντικαπιταλιστικού αγώνα που οικοδομήθηκε στις δεκαετίες του ΄60-’70 από την εργατική τάξη επικεντρωνόταν, όπως είπατε, περισσότερο στην παραγωγή. Αλλά η νέα γενιά εξεγέρσεων είναι περισσότερο εστιασμένη σε αστικά ζητήματα. Πώς λοιπόν θα τις συνενώσουμε; Για παράδειγμα, στο πάρκο Γκεζί δυσκολευτήκαμε πολύ να φέρουμε τα συνδικάτα στον αγώνα. Αντιστρόφως, οι διαδηλωτές στο Γκεζί δεν ενδιαφέρονταν πολύ για τα συνδικάτα. Υπάρχει λοιπόν αυτή η αποσύνδεση.

DH: Το ερώτημα πώς να ενοποιήσουμε τους αγώνες που βρίσκονται στην πλευρά της παραγωγής με αυτούς που βρίσκονται στην πλευρά της πραγμάτωσης της αξίας υπήρχε εξαρχής. Αν δείτε για παράδειγμα κάτι όπως η Παρισινή Κομμούνα, προφανώς επρόκειτο τόσο για αστικό γεγονός όσο και για εργατικό γεγονός. Πάντα μου άρεσε το γεγονός ότι τα πρώτα δύο μέτρα που έλαβε η Παρισινή Κομμούνα ήταν, πρώτα, η αναστολή πληρωμής ενοικίων, που είναι κατά κάποιον τρόπο αστικό ζήτημα, και έπειτα η αναστολή της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία, που είναι περισσότερο εργατικό ζήτημα. Η Παρισινή Κομμούνα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, είχε πολύ σωστή αντίληψη για το πως αυτά τα δύο στοιχεία πάνε μαζί. Και νομίζω ότι δεν θα ήταν πολύ σωστό να πούμε ότι οι μεγάλοι αγώνες της εργατικής τάξης δεν ενσωμάτωναν κάτι που συνέβαινε στις κοινότητες γύρω της. Για παράδειγμα, οι πιο επιτυχημένες απεργίες στις ΗΠΑ στη δεκαετία του ’30 ήταν αυτές στις οποίες οι απεργοί εργάτες είχαν την αλληλεγγύη της κοινότητας. Έτσι, αν δείτε τις απεργίες στις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις στήριζε στην πραγματικότητα ολόκληρη η πόλη. Όταν αυτό συμβαίνει, είναι πολύ πιο ισχυρό από ότι η απεργία μόνη της. Έχουν υπάρξει, λοιπόν, στιγμές που έχει συντεθεί η ενότητα των δύο. Αυτό ακόμα συνήθως συμβαίνει. Υπήρξαν, όμως και στιγμές που στοιχεία εντός της εργατικής τάξης, ιδίως μέσα από τα συνδικάτα απέτυχαν σε αυτό. Είναι κάτι πολύ δύσκολο για τα συνδικάτα σήμερα. Λειτουργούν σήμερα τα συνδικάτα όντως για την προαγωγή των συμφερόντων ολόκληρης της εργατικής τάξης ή απλά για το συμφέρον των μελών τους σε έναν συγκεκριμένο κλάδο; Με άλλα λόγια, η συντεχνία των ανθρακορύχων, η συντεχνία των μεταλλορύχων ή κάτι παρόμοιο… Και όταν σκέφτονται με τέτοιους συντεχνιακούς όρους, συχνά δεν στηρίζουν τη μαζική δράση εντός της κοινότητας. Εκτός εάν πιεστούν κατά κάποιο τρόπο από πολιτικές δυνάμεις. Και υπάρχουν ορισμένα συνδικάτα που είναι βαθύτατα εχθρικά απέναντι στις ριζοσπαστικές ανασυνθέσεις που αφορούν μερικούς από εμάς. Για παράδειγμα, τα συνδικάτα στον κατασκευαστικό τομέα. Τα συνδικάτα στον κατασκευαστικό κλάδο λατρεύουν τα μεγάλα αναπτυξιακά σχέδια στα οποία πολλοί από εμάς ασκούμε δριμεία κριτική. Όταν, λοιπόν, εμφανιζόμαστε και διαδηλώνουμε ενάντια στη κατασκευή κάποιου τεράστιου project, εγκωμιάζουν τους καπιταλιστές και λένε: «Το χρειαζόμαστε πραγματικά αυτό». Κατά συνέπεια, τα συνδικάτα αποτελούν πολλές φορές πρόβλημα στη σχέση αυτήν.

Από την άλλη, το ίδιο ισχύει και για πολλές κοινωνικές οργανώσεις. Υπάρχουν πολύ ριζοσπαστικές κοινωνικές οργανώσεις, υπάρχουν όμως και οργανώσεις που είναι πολύ ελιτίστικες, πολύ μεγαλοαστικές, που απλά θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους εντός μίας περιφραγμένης κοινότητας. Δεν ισχύει δηλαδή ότι κάθε κοινωνική οργάνωση είναι καλή. Το ίδιο ισχύει και για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το ζήτημα είναι να βρούμε έναν τρόπο να συνενώσουμε αυτά τα δύο. Υποστηρίζω εδώ και καιρό χωρίς επιτυχία ότι θα πρέπει το συνδικαλιστικό κίνημα να δώσει μεγάλη σημασία στην οργάνωση σε επίπεδο πόλης. Και στην οργάνωση ολόκληρης της εργατικής τάξης σε μία πόλη κι όχι απλά της εργατικής τάξης σε διαφορετικούς κλάδους. Αν οργανωθεί στο επίπεδο της πόλης, τότε θα προκύψουν διαφορετικές πολιτικές, καθώς στο επίπεδο της πόλης το κίνημα θα έπρεπε να λάβει υπόψη του τις εργασιακές συνθήκες του συνόλου της εργατικής τάξης αντί για τις συνθήκες του στενού εκείνου τμήματός της, που αντιπροσωπεύει το συνδικάτο στην συγκεκριμένη βιομαχανία που παρεμβαίνει. Αυτό είναι λοιπόν για μένα ένα από τα προβλήματα που υπάρχουν στη μορφή της πολιτικής οργάνωσης που κληροδοτήθηκε στην Αριστερά. Πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε. Μπορούμε λοιπόν να συνδέσουμε τις οργανώσεις γειτονιάς με τις οργανώσεις των εργασιακών χώρων και από αυτό θα προκύψει ένα πολύ πιο ισχυρό σχήμα. Για του λόγου το αληθές, υπάρχουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα συγκεκριμένων αγώνων για τους οποίους μπορώ να μιλήσω, σε μέρη όπως το Λος Άντζελες, όπου η επιτυχία του αγώνα βασίστηκε κυρίαρχα σε αυτόν ακριβώς τον συνδυασμό: εργατικά συμφέροντα και κοινωνικά συμφέροντα.

12. Η αυτόνομη συγκρότηση περιοχών, γύρω από τοπικές διοικήσεις θεωρείται κάτι το πολύ επαναστατικό σε ορισμένους αριστερούς κύκλους. Από την άλλη, υπάρχει επίσης η τάση του κεφαλαίου να επωφελείται από τις ανταγωνιστικές περιοχές. Τι πιστεύεται για αυτήν την διττότητα;

DH: Νομίζω ότι αυτή η άνιση γεωγραφική ανάπτυξη είναι πάντοτε ένα όντως βασικό στοιχείο για την οργάνωση κάθε κοινωνίας, αλλά έχει επιταθεί από τη δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτό που παρατηρούμε είναι η ανάδυση ενός είδους πολιτικής γύρω από μια άνιση γεωγραφική ανάπτυξη. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σας είπα ότι η οργάνωση σε επίπεδο κοινότητας μπορεί να είναι καλή ή μπορεί να είναι κακή. Νομίζω λοιπόν πως ολόκληρος ο τρόπος σκέψης της Αριστεράς γύρω από την στρατηγική της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης μπορεί να είναι καλός ή να είναι κακός. Για να δώσω ένα παράδειγμα, είμαι υποστηρικτής του κινήματος αυτονόμησης στη Σκωτία, αλλά το υποστήριξα λόγω των πολιτικών που πρότεινε. Αυτό που ήθελαν ήταν να πάρουν διαζύγιο από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Λονδίνου και να οικοδομήσουν μια εναλλακτική δομή κοινωνικού κράτους. Το να αποκτήσουν την αυτονομία τους ήταν καίριο για ένα τέτοιο σχέδιο. Δεν υποστηρίζω την αυτονόμηση της Καταλονίας, επειδή αφορά την απεμπλοκή της από τις υποχρεώσεις της απέναντι στην υπόλοιπη Ισπανία. Είναι σε μεγάλο βαθμό συντηρητική και στην πραγματικότητα αυτο-μεγαλοποιείται, συνεπώς δεν την στηρίζω. Η άποψή μου σε αυτό το ζήτημα, είναι ότι αν η αυτονόμηση γίνεται στο όνομα του σωστού πράγματος, την στηρίζω. Αν η αυτονόμηση γίνεται στο όνομα λάθος πραγμάτων, δεν την στηρίζω. Το ίδιο αισθάνομαι, για παράδειγμα, και σε σχέση με την οργάνωση σε τοπικό επίπεδο. Στις ΗΠΑ και σε κάθε άλλο μέρος του κόσμου σήμερα, υπάρχουν πολλές περιχαρακωμένες κοινότητες που αυτοοργανώνονται και λένε «έχουμε κοινά» και καταχρώνται όλη την αριστερίζουσα ρητορεία για να αποκλείσουν όλους τους υπόλοιπους. Αυτό λοιπόν δεν το στηρίζω. Από την άλλη, νομίζω υπάρχουν τρόποι να δημιουργήσουμε ανομοιογενείς χώρους εντός της πόλης, που μπορούν να γίνουν κέντρα πολιτικής οργάνωσης και έπειτα να εξαπλωθούν. Με άλλα λόγια, η Αριστερά που έχει μια γεωπολιτική στρατηγική ή η οποία σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τη γεωγραφική περιοχή σαν βασικό στοιχείο της οργάνωσής της και να σχεδιάσει πώς θα το κάνει αυτό. Με αυτόν το τρόπο βλέπω το ζήτημα.

Τώρα, την περίπτωση των Κούρδων στη νοτιοανατολική Ανατολία την υποστηρίζω. Πιστεύω ότι έχει πολύ σημαντικές συνέπειες. Ο τρόπος διακυβέρνησης με τον οποίο πειραματίζονται είναι κάτι που αξίζει να ερευνήσουμε περαιτέρω. Η συνελευσιακή δομή, δεν γνωρίζω πόσο καλά λειτουργεί, αν λειτουργεί και καθόλου δεδομένης όλης της καταπίεσης από την τουρκική κυβέρνηση. Γνωρίζω ότι είναι κάτι σαν κι αυτό που έχει στηθεί στη Ροζάβα και το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Παρομοίως, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον αυτό που έκαναν οι Ζαπατίστας στο Μεξικό. Αλλά και πάλι, δεν μπορείς να λες «οκ, τέλειωσε το θέμα». Μέρος του προβλήματος με την Αριστερά σήμερα είναι ότι έχει την τάση να λέει: «Από τη στιγμή που έχουμε τη δική μας γωνιά στον πλανήτη και την οργανώσαμε όπως επιθυμούμε, θα αποσυνδεθούμε από τον υπόλοιπο κόσμο». Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις. Σαν τμήμα του αγώνα, παρόλα αυτά, ο γεωπολιτικός αγώνας θα πρέπει να σχεδιαστεί πολύ καλά. Προσφέρει, όντως, ένα μονοπάτι για ένα αντικαπιταλιστικό μέλλον;

13. Στο βιβλίο σας «Εξεγερμένες πόλεις» υποστηρίζετε ότι το δικαίωμα στην πόλη δεν πρέπει να θεωρείται ως δικαίωμα στην πόλη όπως την ξέρουμε. Θα πρέπει να το βλέπουμε ως δικαίωμα να ανακατασκευάσουμε την πόλη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπηρετεί το κεφάλαιο. Μπορείτε να το αναπτύξετε περισσότερο αυτό; Γράφετε ότι «είναι το δικαίωμα να ξαναχτίσουμε και να ξαναδημιουργήσουμε την πόλη ως ένα σοσιαλιστικό πολιτικό σώμα μέσα σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Μια εικόνα που εξαλείφει τη φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα, που θεραπεύει τις πληγές της καταστροφικής περιβαλλοντικής υποβάθμισης».

DH: Πιστεύω πολύ σε αυτήν την αντίληψη. Αν τριγυρίσεις τώρα στη Ν.Υόρκη, μπορείς να αναρωτηθείς «πώς θα μπορούσαμε να προσαρμόσουμε τα πάντα στη Ν.Υόρκη και να την μετατρέψουμε σε σοσιαλιστικό παράδεισο;». Λοιπόν, θα είναι πολύ δύσκλο καθώς η πόλη είναι οικοδομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην λειτουργεί καλά ως το εργοτάξιο ενός σοσιαλιστικού παραδείσου. Έχει δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε αναγνωρίζει τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας και κάθε λογής δομικούς θεσμούς. Τα κτήρια των πολύ πλούσιων ενάντια στα σπίτια της κοινωνικής στέγασης. Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να το αλλάξουμε αυτό, καθώς με τον ίδιο τρόπο που ο καπιταλισμός έχει κατασκευάει το μοντέλο εκείνο της πόλης που αρμόζει στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων, έτσι και ένα σοσιαλιστικό σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανοικοδόμηση της πόλης με τρόπους πιο ταιριαστούς με τις σοσιαλιστικές κοινωνικές σχέσεις, με τη σοσιαλιστική αναδιανομή του εισοδήματος, με τη σοσιαλιστική αντίληψη για το ποιες είναι οι επαρκείς ανάγκες… οι επιθυμίες και οι ανάγκες που αξίζουν να υπηρετούνται και να εκπληρώνονται. Κατ’εμέ αυτό σημαίνει να κατασκευάσουμε ξανά την πόλη. Και σήμερα νομίζω έχουμε φτιάξει πόλεις που είναι όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθούν και να μετατραπούν σε κάτι που θα είναι πολιτικά λειτουργικό. Αυτές οι συνελευσιακές μορφές διακυβέρνησης είναι, ας πούμε πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν σε μια πόλη σαν τη Ν.Υόρκη.

Παλιότερα οι κοινότητες είχαν κοινοτικά συμβούλια. Ακόμα τα έχουμε σε μια πολύ εξασθενημένη μορφή, αλλά στη δεκαετία του ’50 και του ’60 ήταν πολύ ισχυρά. Θα πρέπει, λοιπόν, να αλλάξουμε την πολιτική οργάνωση της πόλης, να αλλάξουμε το δομημένο περιβάλλον στην πόλη, θα πρέπει για παράδειγμα να δημιουργήσουμε νέους δημόσιους χώρους. Στη Ν.Υόρκη είναι πολύ δύσκολο να βρεις δημόσιους χώρους. Τυχαίνει μάλλον να βρισκόμαστε σε έναν τέτοιον χώρο και νομίζω ότι εδώ γύρω υπάρχουν μερικοί πολύ καλοί δημόσιοι χώροι. Αλλά συνολικά τέτοιου είδους χώροι, που μπορούν να θεωρηθούν κοινόχρηστοι για την πόλη, διαβρώνονται πολύ αποτελεσματικά. Χρειάζεται να ανακτήσουμε και να καταλάβουμε τμήματα της πόλης που τα έχει ιδιοποιηθεί το κεφάλαιο ή το καπιταλιστικό κράτος με τέτοιο τρόπο, ώστε οι άνθρωποι να μην μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν με έναν ανοιχτό και πολιτικό τρόπο. Το ερώτημα είναι κατ’ εμέ διττό. Πρώτον, τι είδους πόλη θέλουμε να έχουμε; Αλλά αυτό θα πρέπει νομίζω να ενταχθεί στο ερώτημα τι είδους άνθρωποι θέλουμε να γίνουμε; Γιατί το είδος της πόλης που κατασκευάζουμε λέει πολλά για το είδος του ανθρώπου που μπορούμε να γίνουμε. Τα προάστεια οικοδομούν ένα συγκεκριμένο τύπο χαρακτήρα. Πιστεύω ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τα προάστεια και να τα μετατρέψουμε σε κάτι ριζικά διαφορετικό, ώστε να αλλάξει ο χαρακτήρας αυτός και οι άνθρωποι να ασκηθούν στην κοινωνική υπευθυνότητα αντί στον εντελώς απομονωμένο ατομισμό αυτού του είδους που τώρα έχουμε.

harvei10

Νομίζω ότι βασίζεται πάρα πολύ στο πού βρίσκεται ο καθένας. Η κινεζική κυβέρνηση, ας πούμε, αντιμετώπισε το 2008-09 μια τεράστια κατάρρευση της βιομηχανίας εξαγωγών εξαιτίας της κατάρρευσης της καταναλωτικής αγοράς στις ΗΠΑ. Απέκτησαν έναν τεράστιο αριθμό ανέργων. Και σε εκείνη τη φάση το κομμουνιστικό κόμμα ήταν άκρως θορυβημένο για την αναστάτωση που επικρατούσε στον εργαζόμενο πληθυσμό. Οπότε, πήραν κατά βάση μια πολιτική απόφαση να ακολουθήσουν πολιτικές ραγδαίας αστικοποίησης. Επρόκειτο περί πολιτικής απόφασης. Στράφηκαν στις τράπεζες και τους έδωσαν εντολή να δανείσουν. Έπειτα στράφηκαν στους δήμους και τις περιφέρειες και τους είπαν «κατασκευάστε όσο περισσότερο μπορείτε, χτίστε πόλεις και απορροφήστε όσο περισσότερο εργατικό δυναμικό μπορείτε». Όλη η ανεργία που υπήρχε το 2009 απορροφήθηκε μέχρι το τέλος του έτους σε αυτό το τεράστιο σχέδιο αστικοποίησης. Αυτή ήταν συνεπώς μια πολιτική απόφαση διάσωσης του καπιταλισμού από τον ίδιο τον εαυτό του. Η απόφαση για αστικοποίηση στην Κίνα στην ουσία έσωσε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, καθώς ήταν το μοναδικό κέντρο ανάπτυξης στη διάρκεια εκείνων των ετών. Ήταν, επαναλαμβάνω, πολιτική απόφαση. Από την άλλη, εδώ στη Ν.Υόρκη, η αστικοποίηση είναι επίσης πολιτική απόφαση, αλλά η πολιτική είναι σε μεγάλο βαθμό υποδουλωμένη στη δύναμη του επενδυτή. Οι επενδυτές κατ’ουσίαν κυριαρχούν στην πολιτική και το πετυχαίνουν αυτό με συγκεκριμένο τρόπο. Για παράδειγμα, η περίφημη διάσωση των τραπεζών σε αυτή τη χώρα. Έδωσαν πολλά λεφτά στις τράπεζες και ουσιαστικά είπαν στους τραπεζίτες «ελπίζουμε να δώσετε δάνεια». Κι οι τραπεζίτες απάντησαν «δεν πρόκειται να δώσουμε δάνεια, δεν έχουμε όρεξη». Στην ουσία είπαν στον Ομπάμα «να πάει να χαθεί».

Τώρα, αν είσαι Κινέζος τραπεζίτης, δεν μπορείς να πεις στο κομμουνιστικό κόμμα και την κεντρική επιτροπή του «να πάει να χαθεί». Επειδή δεν συμφέρει. Στην ουσία, πρόκειται για μια διαφορετική πολιτική οργάνωση, καθώς στην Κίνα ισχύει ακόμη ότι η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τους μοχλούς της οικονομίας. Αντίθετα, στις ΗΠΑ τους ελέγχουν οι επενδυτές. Υπάρχει μια διάσημη δήλωση του Μπιλ Κλίντον, από την εποχή που ως νεοεκλεγείς συγκροτούσε το οικονομικό του επιτελείο και έπαιρνε συμβουλές για το πως να κινηθεί. Και στην ουσία είπε «Εννοείτε ότι θα πρέπει να σχεδιάσω την οικονομική μου πολιτική στα μέτρα μερικών γαμημένων ομολογιούχων επενδυτών;». Και η απάντηση όλων του των συμβούλων ήταν: «Ναι, αυτό πρέπει να κάνεις». Συνεπώς, η κυβέρνηση σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από τους επενδυτές ομολόγων. Έχουμε δει πολύ ενδιαφέροντες αγώνες ενάντια σε αυτό. Για παράδειγμα, ποιος ελέγχει τις πολιτικές που επιβάλλονται σήμερα στην Ελλάδα; Πρόκειται για αποφάσεις πολιτικών ή μήπως είναι οι επενδυτές σε ομόλογα που κάνουν κουμάντο; Σήμερα παγκοσμίως σε πάρα πολλές περιστάσεις οι επενδυτές ομολόγων είναι οι ισχυρότεροι παράγοντες της οικονομίας. Όμως, σε ορισμένα μέρη του κόσμου, στην Κίνα, ακόμη και στην Τουρκία και μερικές ακόμα χώρες (Σινγκαπούρη, Νότια Κορέα), το κράτος έχει πρωταρχικό ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι.

14. Ποιοι είναι αυτοί οι επενδυτές ομολόγων;

DH: Είναι οι μεγάλοι επενδυτές που επενδύουν στο χρηματιστήριο σε μετοχές και ομόλογα. Πρόκειται φυσικά για κυρίαρχες φιγούρες, όπως ο Warren Buffet σε αυτή τη χώρα. Κάποτε τον ρώτησαν «Υπάρχει ταξική πάλη;». Απάντησε «Φυσικά και υπάρχει ταξική πάλη και η τάξη μου κερδίζει». Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων προφανώς πολύ επιφανών, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στον τρόπο που λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία, όπως οι ιδιοκτήτες της Apple ή του Amazon. Αυτό είναι το νέο είδος μεγαλοαστικής εξουσίας που έχει αναδυθεί τα τελευταία 15-20 χρόνια και σε μεγάλο βαθμό ελέγχει τα πράγματα.

15. Υποστηρίζετε ότι το κεφάλαιο βρίσκεται σε πτώση και σε ένα σημείο καμπής. Υποστηρίζετε, ακόμη, ότι αυτές οι κυκλικές κρίσεις του κεφαλαίου είναι εξαιρετικές ευκαιρίες για αντικαπιταλιστικούς αγώνες. Τι μπορείτε να μας πείτε για την επόμενη κρίση και πού θα πρέπει να εστιάσουμε για να προωθήσουμε αυτόν τον αγώνα;

DH: Δεν έχω ιδέα από που θα προκύψει η επόμενη κρίση. Κάτι που ισχύει σήμερα για το κεφάλαιο είναι ότι είναι πολύ ασταθές, οι εξελίξεις είναι ταχύτατες. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις από πού θα προκύψει η επόμενη κρίση. Αλλά βάζω στοίχημα ότι όποια κι αν είναι η επόμενη κρίση, και κατά μία έννοια βρισκόμαστε πολύ κοντά της, πάντα θα υπάρχει ένα στοιχείο της που θα σχετίζεται με την αστική περιουσία. Πώς; Μπορεί να πρόκειται για μικρό ή μεγάλο συνθετικό στοιχείο της επόμενης κρίσης, ποιος ξέρει; Θα μπορούσε να είναι μια περισσότερο γεωπολιτική κρίση. Θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτά τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν πολύ γρήγορα. Πιστεύω, όμως, ότι η Αριστερά θα πρέπει να έχει μια πολύ συνεκτική πολιτική σήμερα. Έναν πολύ συνεκτικό τρόπο σκέψης. Πρόκειται για κάτι πολύ δύσκολο. Πιστεύω, όμως, ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα στην πολιτική είναι μια διάθεση να εξετάσουμε επιλογές και δυνατότητες που παλιότερα δεν υπήρχαν. Θα ήταν αδιανόητο πριν από 5-6 χρόνια για μια σημαντική προσωπικότητα να απευθύνεται σε μεγάλα κοινά και να υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε μια πολιτική επανάσταση σε αυτή τη χώρα. Ταυτόχρονα, βέβαια, έχουμε τέτοιο κόσμο και στη δεξιά, οπότε υπάρχει και μια δεξιά εκδοχή του φαινομένου, έχουμε μια σειρά από νεοφασιστικά κινήματα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Υπάρχει αυξανόμενος αυταρχισμός σε πολλά μέρη του πλανήτη: Τουρκία και Βραζιλία, Αυστρία και Ουγγαρία κ.λπ. Πολλές οι δυσκολίες αυτήν την περίοδο. Αλλά η πολιτική όπως την ξέρουμε είναι νεκρή αυτή τη στιγμή και πρέπει να δώσουμε μια μεγάλη μάχη για να ανανοηματοδοτήσουμε την έννοια του πολιτικού σχεδίου. Προσπαθώ πολύ να επιχειρηματολογήσω ότι αυτό θα πρέπει να είναι αντικαπιταλιστικό κι ότι θα πρέπει να έχουμε αντικαπιταλιστική στρατηγική. Είμαι μέρος μιας πολύ μικρής μειονότητας, όμως αυτό δεν με εμποδίζει να επιχειρηματολογώ. Νομίζω όμως ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι το κεφάλαιο δεν διανέμει τα αγαθά με τον τρόπο που θα έπρεπε. Ότι οι δουλειές που μπορεί κανείς να βρει είναι σκατοδουλειές, ότι οι συνθήκες ζωής στις πόλεις γίνονται διαρκώς πιο ανυπόφορες. Όλο και περισσότερα μποτιλιαρίσματα. Μεγαλύτερα δυσκολίας στη μετακίνηση, όλο και περισσότερη μόλυνση. Υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια. Πιστεύω ότι όλα αυτά πρέπει να γίνουν κτήμα μας. Στο βαθμό που οι άνθρωποι αρχίζουν να αναρωτιούνται γιατί όλη αυτή η δυστυχία στο μέσο μιας εποχής με τεράστιες τεχνολογικές δυνατότητες. Και εν μέσω όλων αυτών των υπαρκτών δυνατοτήτων, γιατί δεν οργανώνουμε τα πράγματα με έναν τρόπο που θα οδηγεί σε μια αξιοπρεπή διαβίωση και ένα αξιοπρεπές περιβάλλον για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού; Αυτό το απλό ερώτημα νομίζω πως μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στο να λειτουργήσουν εντελώς διαφορετικά στο πολιτικό επίπεδο.

16. Πώς βλέπετε τις προοπτικές των νεοαναδυόμενων νησίδων αλληλέγγυας οικονομίας; Θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απάντηση για ένα μη καπιταλιστικό μέλλον;

DH: Πολλά πράγματα που συμβαίνουν σε αυτήν την χώρα δεν είναι οργανωμένα εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχει ένας ολόκληρος –ένας πολύ μεγάλος- «μη καπιταλιστικός τομέας». Νομίζω ότι αυτός ο μη καπιταλιστικός τομέας μπορεί να διευρυνθεί και να αναπτυχθεί. Το είδος των κοινωνικών σχέσεων που πολλοί άνθρωποι αναζητούν μπορεί να εξελιχθεί μέσα από πειραματικούς σχηματισμούς. Έχω την τάση να λέω αυτόν τον καιρό «λοιπόν, κοιτάξτε πρέπει να πειραματιστούμε». Θα πρέπει να δοκιμάσουμε κάθε λογής πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς θα λειτουργήσει. Δεν θα με δείτε να λέω «ε, η αλληλέγγυη οικονομία, όχι αυτό θα αποτύχει, δεν έχει αξία». Τείνω να λέω ότι «Κοιτάξτε, πιστεύω ότι είναι καλό που οργανώνουμε τέτοιες δομές», ακόμα κι αν είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός για το κατά πόσο θα μας οδηγήσουν σε ένα αντικαπιταλιστικό μέλλον. Αλλά ας προχωρήσουμε κι ας δούμε τι μπορούμε να κερδίσουμε από τέτοια πειράματα. Από την άλλη, πιστεύω ότι χρειαζόμαστε κάποιας μορφής πολιτική οργάνωση- αν θα το αποκαλέσουμε κόμμα ή όχι, αυτό είναι άλλη συζήτηση. Και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει μεγάλη ισχύς εντός του κρατικού συστήματος, που θα πρέπει να κινητοποιηθεί και να οργανωθεί, ώστε κάποια από αυτά τα πειράματα που γίνονται από την πλευρά τις αριστεράς να μπορέσουν να γενικευθούν.

17. Ποια είναι η γνώμη σας για την άνοδο του Μπέρνι Σάντερς;

DH: Συμμετείχε απλώς σε μια προεκλογική καμπάνια ή χρησιμοποιούσε την πολιτική καμπάνια ως ένα μέσο για να κινητοποιήσει ένα κοινωνικό κίνημα; Επειδή έχουμε δει στο παρελθόν τον Jesse Jackson, τον Ralf Nader και άλλους παρόμοιους. Κινητοποιούν τον κόσμο ενόψει προεδρικών εκλογών κι όταν αυτό τελειώνει, εξαφανίζονται. Και το κίνημα εξαφανίζεται μαζί τους. Ήταν προφανές ότι ο Σάντερς δεν θα γινόταν πρόεδρος. Ίσως θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει το Δημοκρατικό Κόμμα σε ένα πολιτικό κόμμα με πραγματικό πολιτικό πρόγραμμα και να οικοδομήσει όντως ένα κοινωνικό κίνημα που θα κυριαρχήσει εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, κατά τον ίδιο τρόπο που η τάξη των καπιταλιστών κυριάρχησε εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στα τέλη του ’70 και άρχισε να το χρησιμοποιεί σαν όργανο της δικής της πολιτικής.

18. Κι έπειτα σας αποκαλούν ρεφορμιστή…

DH: Ναι, φυσικά και με αποκαλούν ρεφορμιστή όταν το λέω αυτό [γέλια]. Κατά την άποψή μου, σήμερα υπάρχει μηδενική επαναστατική προοπτική. Κι όπως μου είπε κάποτε ένας καλός φίλος, η διαφορά ανάμεσα σε έναν επαναστάτη κι έναν ρεφορμιστή είναι ότι μπορούν να κάνουν ακριβώς τα ίδια πράγματα και να συνεργάζονται 100% σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, κάνοντάς τα όμως με εντελώς διαφορετικά κίνητρα στο μυαλό τους.

19. Ενάντια στην κυρίαρχη άποψη, είπατε ότι ο Τραμπ είχε μεγάλες πιθανότητες να κερδίσει και επιβεβαιωθήκατε. [η συνέντευξη είχε γίνει το καλοκαίρι του 2016]

DH: Στο βιβλίο μου «Οι 17 αντιθέσεις και το τέλος του Καπιταλισμού», είχα γράψει για την αύξηση του φαινομένου που αποκαλούσα καθεστώς Παγκόσμιας Αποξένωσης και για τους κινδύνους που απέρρεαν από αυτό το πολιτικό καθεστώς. Η εποχή ήταν σε κάθε περίπτωση επικίνδυνη. Ο Τραμπ μπόρεσε να παρουσιαστεί σαν κάποιος που έβγαλε πολλά χρήματα από τις επιχειρήσεις και που ήταν έτοιμος να τα ξοδέψει προς όφελος όλων εκείνων των αποξενωμένων και δυσαρεστημέρων ανθρώπων, που δεν είχαν επωφεληθεί από τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος και που απεχθάνονταν την ισχύ των ελίτ, που άρμεγαν το σύστημα προς ίδιον όφελος. Η Κλίντον θα μπορούσε να περιγραφεί σαν κάποια που μπήκε στην πολιτική και έγινε μέρος της ελίτ, με σκοπό να βγάλει λεφτά και με το να βγάζει τα τελευταία χρόνια λόγους στη Goldman Sachs για 270.000$ ανά ομιλία δεν θα μπορούσε εμπνεύσει την εμπιστοσύνη ότι θα κάνει κάτι για το καλό των ανθρώπων. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους, ποιον θα διάλεγε ο μέσος, αλλά αποξενωμένος, εργάτης σε ένα μπαρ στην πόλη Muncie της Indiana;

20. Πόσο ρεαλιστικές είναι οι υποτιθέμενες θέσεις για την οικονομική πολιτική που έχει παρουσιάσει μέχρι στιγμής;

DH: Κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά θα κάνει ο Τραμπ. Χρειάζεται να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και ίσως να το κάνει μέσω ενός κεϋνσιανιστικού προγράμματος επενδύσεων στις υποδομές, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα, γεγονός που δεν θα ευχαριστήσει του Ρεπουμπλικανούς και πιθανώς να χρειαστεί την στήριξη των Δημοκρατικών για να το πράξει. Αν το σχέδιο είναι αρκετά μεγαλεπίβολο, μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Από την άλλη, ίσως να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα που θα είναι μια απάτη προς όφελος των επενδυτών στον τομέα των υποδομών, για να βγάλουν εύκολο χρήμα σε βάρος του κράτους. Δεν μπορεί να επαναφέρει στις ΗΠΑ θέσεις εργασίας μέσω του προστατευτισμού και της επιστροφής στα ορυκτά καύσιμα. Η μετανάστευση θα αποτελέσει μεγάλο ζήτημα, αλλά και πάλι το τι έχει πει και το τι θα πιθανώς θα κάνει είναι δύο διαφορετικά ζητήματα.

21. Πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον του αντικαπιταλιστικού αγώνα στις ΗΠΑ και παγκοσμίως υπό την προεδρεία του Τραμπ;

DH: Είναι μια ευκαιρία για την καθιέρωση ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού σχεδίου, αλλά φοβάμαι ότι αυτό δεν θα συμβεί αν τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον Τραμπ. Απολαμβάνει την προσοχή και είναι εξαιρετικός στο να στρέφει τη δυσαρέσκεια υπέρ του και προς πολιτικό του όφελος. Η Αριστερά θα πρέπει να τον αγνοήσει και οργανωθεί στην κατεύθυνση συγκρότησης μιας εναλλακτικής απέναντι στο κεφάλαιο, όχι απέναντι στον Τραμπ.

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Πηγή: LeftEast

“Η σύγχρονη αδυναμία μας. Το ελληνικό σύμπτωμα: χρέος, κρίση και η κρίση της Αριστεράς”

Ξεκινώ με μια αίσθηση, μια πρόσληψη, που πιθανώς είναι προσωπική, πιθανώς αδικαιολόγητη, την οποία ωστόσο διαμορφώνω με βάση τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου: μια αίσθηση γενικής πολιτικής αδυναμίας. Αυτό που σήμερα συμβαίνει στην Ελλάδα μοιάζει με συμπύκνωμα αυτής της αίσθησης.

Θαυμάζω βεβαίως την ευγλωττία του φίλου και συντρόφου μου Κώστα Δουζίνα, που στήριξε την δεδηλωμένη αισιοδοξία του με ακριβείς αναφορές σε όσα θεωρεί καινούργια πολιτικά στοιχεία της λαϊκής αντίστασης στην Ελλάδα, όπου διέκρινε επίσης την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Αλλά δεν πείστηκα.

Βεβαίως, το κουράγιο και η επινοητικότητα του προοδευτικού και αντιφασιστικού κινήματος όσον αφορά την τακτική προκαλεί ενθουσιασμό. Επιπλέον, τέτοιες αντιδράσεις είναι εξαιρετικά αναγκαίες. Είναι όμως κάτι καινούργιο; Καθόλου. Αποτελούν τα ίδια και απαράλλακτα στοιχεία κάθε πραγματικά μαζικού κινήματος: εξισωτισμός, δημοκρατία των πολλών, επινόηση συνθημάτων, γενναιότητα, ταχύτητα αντιδράσεων … Τα ίδια είδαμε και με την ίδια ενεργητικότητα –χαρούμενη και λίγο αγωνιώδη– τον Μάη του ’68 στη Γαλλία. Τα είδαμε πιο πρόσφατα στην Πλατεία Ταχρίρ της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υπήρχαν και στις εποχές του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ. […] Όμως τα νέα πολιτικά στοιχεία και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο είναι κάτι άλλο: η ζωτικότητά τους απαιτεί την ύπαρξη κινήματος, αλλά δεν μπορεί ποτέ να συγχέεται μ’ αυτό.

Ας ξεκινήσουμε όμως, προσωρινά, από μια άλλη αφετηρία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ μακρόχρονη ιστορία, πλανητικής σημασίας. Είναι μια χώρα η αντίσταση της οποίας σε διαδοχικά καταπιεστικά καθεστώτα και κατοχικές δυνάμεις έχει μια ιδιαίτερη ιστορική πυκνότητα. Είναι μια χώρα που το κομμουνιστικό κίνημα, και με τη μορφή του ένοπλου αγώνα, ήταν πολύ ισχυρό. Μια χώρα που η νεολαία της ακόμη και σήμερα δημιουργεί ένα παράδειγμα με τις μαζικές και πεισματικές εξεγέρσεις. Μια χώρα όπου οι κλασικές αντιδραστικές δυνάμεις αναμφίβολα είναι πολύ καλά οργανωμένες και όπου υπάρχουν επίσης μεγάλα και θαρραλέα λαϊκά κινήματα. Μια χώρα όπου υπάρχουν επίφοβες φασιστικές οργανώσεις, αλλά και ένα αριστερό κόμμα με μια φαινομενικά στέρεα εκλογικά και μαχητική βάση.

Κι όμως, ό,τι συμβαίνει σήμερα σ’ αυτή τη χώρα μοιάζει σαν να μην μπορεί να σταματήσει την ακραία κυριαρχία του αχαλίνωτου από τη δική του κρίση καπιταλισμού. Μοιάζει σαν να μην έχει η χώρα, υπό τη διεύθυνση των δουλικών κυβερνήσεων και της τρόικας, καμιά άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να ακολουθεί τα βάρβαρα αντιλαϊκά διατάγματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας. Πράγματι, όσον αφορά τα ζητήματα που τίθενται και τις ευρωπαϊκές “λύσεις” τους, το κίνημα αντίστασης μοιάζει περισσότερο να ακολουθεί μια τακτική καθυστέρησης παρά να γίνεται σημαιοφόρος μιας αυθεντικής πολιτικής εναλλακτικής λύσης.

Αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα των καιρών, που μας καλεί όχι μόνο να υποστηρίξουμε με όλη μας τη δύναμη τον θαρραλέο ελληνικό λαό, αλλά να στοχαστούμε από κοινού γύρω από ιδέες και πρακτικές ώστε αυτό το κουράγιο που επιδεικνύει να μην αχρηστευθεί από απελπισία.

Διότι αυτό που εντυπωσιάζει –στην Ελλάδα πάνω απ’ όλα αλλά και αλλού επίσης, ιδίως στη Γαλλία– είναι μια έκδηλη αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων να επιβάλουν ακόμη και την ελαχιστότατη υποχώρηση των οικονομικών και κρατικών εξουσιών που επιδιώκουν να υποτάξουν το λαό ανεπιφύλακτα στον νέο (αν και μακροχρόνιο επίσης, και θεμελιακό) νόμο του ακραιφνούς φιλελευθερισμού.

Όχι μόνο δεν έχουν σημειώσει κανένα προχώρημα οι προοδευτικές δυνάμεις, όχι μόνο δεν έχουν καταφέρει ακόμη και μια περιορισμένη επιτυχία, αλλά οι δυνάμεις του φασισμού επεκτάθηκαν και στη βάση του ψευδαισθητικού φόντου ενός ξενοφοβικού και ρατσιστικού εθνικισμού διεκδικούν σήμερα να γίνουν η ηγετική δύναμη αντίθεσης στα διατάγματα της ευρωπαϊκής διοίκησης.

Η αίσθησή μου είναι πως η βαθύτερη αιτία αυτής της αδυναμίας δεν είναι η αδράνεια του κόσμου, η έλλειψη κουράγιου ή το ότι οι περισσότεροι υποστηρίζουν τα “αναγκαία κακά”. Πολλές μαρτυρίες δείχνουν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για σθεναρή και μαζική λαϊκή αντίσταση στην Ελλάδα. Ακόμη και στη Γαλλία, με τις δράσεις κατά τη συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του Σαρκοζί … είδαμε ότι μεγάλα τμήματα του λαού επέδειξαν την ικανότητά τους για πεισματική αντίσταση και υιοθέτησαν τις γνωστές μορφές του κινηματικού κομμουνισμού , κυρίως τη χρήση μη συμβατικών μορφών απεργίας και συνελεύσεις που αφαίρεσαν την ηγεμονία από τον επίσημο συνδικαλισμό. Εντούτοις, από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν έχει εμφανιστεί σε μαζική κλίμακα νέα πολιτική σκέψη, ούτε έχει εμφανιστεί ένα νέο λεξιλόγιο από τη ρητορική της διαμαρτυρίας, και τα αφεντικά των συνδικάτων κατάφεραν τελικά να πείσουν τους πάντες ότι έπρεπε να περιμένουν τις … εκλογές.

Νομίζω ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ότι οι περισσότεροι αγωνιστές πολλών πολιτικών κατηγοριών στέκονται σε μεγάλο βαθμό αμήχανοι αντί να προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους και να μετασχηματίσουν την τρέχουσα κατάσταση.

Μετά τα σαρωτικά κινήματα των δεκαετιών του 1960 και 1970, κληρονομήσαμε μια μακροχρόνια αντεπαναστατική περίοδο, οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτή η αντεπανάσταση έχει καταστρέψει σε βάθος την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη που κάποτε μπορούσαν να εμποτίζουν τη λαϊκή συνείδηση με τις πιο στοιχειώδεις λέξεις της πολιτικής της χειραφέτησης – λέξεις όπως, για να παραθέσω κάποιες τυχαία, “ταξικός αγώνας”, “γενική απεργία”, “επανάσταση”, “δημοκρατία των μαζών”, “εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση”, “παράνομη δράση”, “συμμαχία εργατών-φοιτητών”, “εθνική απελευθέρωση”, ”δικτατορία του λαού”, “προλεταριακό κόμμα” και πολλές άλλες. Η λέξη-κλειδί “κομμουνισμός”, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή από τις αρχές του 19 ου αιώνα, περιορίστηκε σε ένα είδος ιστορικού στίγματος, διότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η ιστορική αφήγηση την οποία δέχεται ακόμη και η προοδευτική κοινή γνώμη υπαγορεύεται πλήρως από τον αντίπαλο. Το ότι η εξίσωση “κομμουνισμός ίσον ολοκληρωτισμός” θα κατέληγε να εμφανιστεί ως κάτι το φυσικό και ομόφωνα αποδεκτό αποτελεί μια ένδειξη του βάθους της αποτυχίας των επαναστατών κατά τη δεκαετία του 1980. Βεβαίως, δεν μπορούμε επίσης να αποφύγουμε μια διεισδυτική και σοβαρή κριτική των σοσιαλιστικών κρατών και των κομμουνιστικών κομμάτων που πήραν την εξουσία, ιδίως στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά αυτή η κριτική πρέπει να είναι δική μας. Πρέπει να θρέφει τις δικές μας θεωρίες και πρακτικές , να τις βοηθά να αναπτυχθούν και να μην οδηγεί σε ένα είδος μελαγχολικής αποκήρυξης που πετάει και το μωρό μαζί με τα νερά. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια εκπληκτική κατάσταση: όσον αφορά ένα ιστορικό γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για εμάς, έχουμε υιοθετήσει, πρακτικά χωρίς περιορισμό, την άποψη του εχθρού. Και εκείνοι που δεν έχουν κάνει αυτό το πράγμα απλά επιμένουν στην παλιά θλιμμένη ρητορική, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε.

Από όλες τις νίκες των αντιπάλων μας, – στις γραμμές των οποίων θα πρέπει να κατατάξουμε τη νέα φρουρά των μαντρόσκυλων της σύγχρονης ιδεολογικής τάξης πραγμάτων που όλοι σχεδόν ήταν λιποτάκτες των κινημάτων του 1968–αυτή η συμβολική νίκη είναι η πιο σημαντική. Όχι μόνο επιτρέψαμε να δυσφημιστεί και να γελοιοποιηθεί το λεξιλόγιό μας , αν δεν χρησιμοποιείται απλά σαν εγκληματικό, αλλά και οι ίδιοι χρησιμοποιούμε τις αγαπημένες λέξεις των αντιπάλων σαν να ήταν δικές μας. Αυτό ισχύει ιδίως για την κατάσταση που μας ενδιαφέρει με τις λέξεις “δημοκρατία”, “οικονομία”, “Ευρώπη” και αρκετές άλλες. Ακόμη και το νόημα μάλλον ουδέτερων εκφράσεων, όπως ο “λαός” εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δημοσκοπήσεις και τα ΜΜΕ και ενσωματώνεται σε ανόητες φράσεις όπως “ο λαός πιστεύει ότι …”

Τις εποχές των παλιών κομμουνισμών, συνηθίζαμε να περιγελούμε αυτή που ονομάζαμε γλώσσα των χιλιοειπωμένων λέξεων, τη γλώσσα-κλισέ – τα άδεια λόγια και τα πομπώδη επίθετα.

Βεβαίως, βεβαίως. Όμως η ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας δηλώνει μια κοινή ιδέα. Η αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στις επιστήμες –και δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς ότι τα μαθηματικά είναι μια θαυμάσια γλώσσα-κλισέ– έχει να κάνει αποκλειστικά με το ότι σχηματοποιεί την επιστημονική ιδέα. Με την ικανότητα να σχηματοποιούμε γρήγορα την ανάλυση μιας κατάστασης και τις τακτικές συνέπειες αυτής της ανάλυσης. Αυτή η ικανότητα δεν είναι λιγότερο απαραίτητη στην πολιτική. Είναι ένα σημάδι στρατηγικής ζωτικότητας.

Σήμερα, μία από τις μεγάλες δυνάμεις της επίσημης δημοκρατικής ιδεολογίας είναι ακριβώς το ότι έχει στη διάθεσή της μια γλώσσα-κλισέ που την εκπέμπει κάθε μέσο και κάθε κυβέρνηση χωρίς εξαίρεση. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι όροι όπως “δημοκρατία” , “ελευθερίες”, “οικονομία της αγοράς”, “ανθρώπινα δικαιώματα”, “ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί”, “εθνική προσπάθεια”, “γαλλικός λαός”, “ανταγωνιστικότητα” “μεταρρυθμίσεις” κοκ δεν είναι τίποτε άλλο παρά στοιχεία μιας πανταχού παρούσας γλώσσας-κλισέ; Εμείς, οι αγωνιστές χωρίς στρατηγική χειραφέτησης, είμαστε (και ήμαστε επί αρκετό χρονικό διάστημα) οι πραγματικοί αφασικοί! Και δεν πρόκειται να μας σώσει η συμπαθητική και αναπόφευκτη γλώσσα της κινηματικής δημοκρατίας. “Κάτω αυτό ή εκείνο”, “Όλοι μαζί θα νικήσουμε”, “Έξω”, “αντίσταση!”, “το δικαίωμα στην εξέγερση” … Όλα αυτά είναι ικανά για να συσπειρώνουν στιγμιαία τις συλλογικές συγκινήσεις και , τακτικά, είναι πολύ χρήσιμα – αλλά αφήνουν παντελώς άλυτο το ζήτημα μιας ευανάγνωστης στρατηγικής. Είναι μια πολύ φτωχή γλώσσα για μια στρατηγικής σημασίας πραγμάτευση του μέλλοντος των πράξεων χειραφέτησης.

Βεβαίως το βασικό στοιχείο της πολιτικής επιτυχίας είναι η δύναμη της εξέγερσης, το εύρος και το θάρρος της. Αλλά επίσης βασικά στοιχεία είναι η πειθαρχία και η ικανότητα να προβαίνει σε διακηρύξεις – οι διακηρύξεις σχετίζονται με το θετικό στρατηγικό μέλλον και αυτό αποκαλύπτει μια νέα δυνατότητα που έχει μείνει αόρατη εν μέσω της προπαγάνδας των εχθρών. Αυτό θα όφειλαν να εκμαιεύσουν οι οργανωμένοι αγωνιστές ενός κινήματος από όσα λέγονται και γίνονται. Αυτό θα όφειλαν να μορφοποιήσουν και να το φέρουν στην ευρύτερη συζήτηση στη λαϊκή βάση του κινήματος. Γι’ αυτό και η ύπαρξη μεγάλων λαϊκών κινημάτων, αν και αποτελεί ένα μεγάλο ιστορικό φαινόμενο, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να διαμορφώσει πολιτικό όραμα. Εκείνο που δένει σφιχτά ένα κίνημα στη βάση των ατομικών συγκινήσεων είναι πάντα κάτι που έχει αρνητικό χαρακτήρα: είναι κάτι που προέρχεται από αφηρημένες αρνήσεις, όπως “κάτω ο καπιταλισμός” ή “να σταματήσουν οι απολύσεις” ή “όχι στη λιτότητα” ή “έξω η τρόικα” που δεν έχουν αυστηρά άλλο αποτέλεσμα παρά να συγκολλούν προσωρινά το κίνημα μέσω της αρνητικής αδυναμίας των συναισθημάτων του. Όσον αφορά δε πιο συγκεκριμένες αρνήσεις, εφόσον ο στόχος τους είναι ακριβής και συσπειρώνουν διαφορετικά στρώματα του πληθυσμού, όπως το “Κάτω ο Μουμπάρακ” κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, μπορούν όντως να επιτύχουν ένα αποτέλεσμα, αλλά δεν μπορούν να οικοδομήσουν την πολιτική αυτού του αποτελέσματος, όπως βλέπουμε σήμερα στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπου αντιδραστικά θρησκευτικά κόμματα δρέπουν τους καρπούς ενός κινήματος με το οποίο δεν έχουν πραγματική σχέση.

Διότι κάθε πολιτική είναι η οργανωμένη έκφραση αυτού που βεβαιώνει και προτείνει και όχι αυτού που αρνείται και απορρίπτει. Η πολιτική είναι μια ενεργή και οργανωμένη πεποίθηση, μια σκέψη εν δράσει που δείχνει τις μη ορατές δυνατότητες. Λέξεις κλειδιά όπως “αντίσταση!” είναι κατάλληλες να συνενώνουν άτομα, αλλά κινδυνεύουν να δημιουργήσουν μια συσπείρωση που δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο παρά ένα χαρούμενο και ενθουσιώδες μείγμα ιστορικής ύπαρξης και πολιτικής αδυναμίας, για να γίνει πικρός αναδιπλασιασμός και στείρα επανάληψη της αποτυχίας , αν ο εχθρός (που είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένος πολιτικά, ιδεολογικά και έχει κυβερνητική ισχύ) τελικά νικήσει.

Δεν είναι λοιπόν η μετάδοση της αρνητικής επιρροής της αντίστασης αυτό που πρέπει να ανακαλύψουμε, το στοιχείο που μας χρειάζεται για να επιβάλουμε μια σοβαρή υποχώρηση των αντιδραστικών δυνάμεων που σήμερα επιδιώκουν να αποσυνθέσουν κάθε μορφή σκέψης και δράσης που αρνείται να τις ακολουθήσει. Είναι μια κοινή ιδέα και η αυξανόμενη χρήση μιας ομογενοποιητικής γλώσσας.

Η αναδημιουργία μιας τέτοιας γλώσσας αποτελεί κρίσιμη επιταγή. Γι’ αυτό το σκοπό επιδίωξα να εισαγάγω ξανά, να επαναπροσδιορίσω και να αναδιοργανώσω όλα όσα αρθρώνονται με τη λέξη “κομμουνισμός”. Η λέξη “κομμουνισμός” υποδηλώνει τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, την αναλυτική παρατήρηση σύμφωνα με την οποία στις σύγχρονες κυρίαρχες κοινωνίες , η ελευθερία , με τον δημοκρατικό φετιχισμό της οποίας είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, στην πραγματικότητα διέπεται καθ’ ολοκληρίαν από την ιδιοκτησία. “Ελευθερία” δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελευθερία να αποκτάς κάθε εμπόρευμα χωρίς κανένα όριο και η δύναμη να κάνεις “ό,τι θέλεις” μετριέται αυστηρά με το βαθμό αυτής της δυνατότητας απόκτησης. Όποιος έχει χάσει τη δυνατότητα απόκτησης δεν έχει, λοιπόν, καμιά ελευθερία, όπως βλέπουμε καθαρά , π.χ., στους “αλήτες” που οι Άγγλοι φιλελεύθεροι εκτελούσαν με απαγχονισμό χωρίς κανένα δισταγμό. Γι’ αυτό ο Μαρξ στο “Μανιφέστο” διακηρύσσει ότι όλα τα μέτρα του κομμουνισμού μπορούν , με μια έννοια, να αναχθούν σε ένα: στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Δεύτερον, ο κομμουνισμός σηματοδοτεί την ιστορική υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ελευθερία δεν διέπεται αναγκαία από την ιδιοκτησία ούτε οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να διευθύνονται από μια ολιγαρχία ισχυρών επιχειρηματιών και των υπηρετών τους στην πολιτική, την αστυνομία, το στρατό και τα ΜΜΕ. Υπάρχει η δυνατότητα για μια κοινωνία που ο Μαρξ ονόμαζε “κοινωνία των ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών”, όπου η παραγωγική εργασία είναι συλλογική, όπου μπορεί να επιτευχθεί η κατάργηση των μεγάλων μη εξισωτικών αντιθέσεων (μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ πόλης και χωριού, μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ διευθυντών και εργαζομένων κ.λπ) και όπου οι αποφάσεις που αφορούν όλους είναι υπόθεση όλων. Θα έπρεπε να μεταχειριζόμαστε αυτή την εξισωτική δυνατότητα ως αρχή σκέψης και δράσης και να μην την αφήνουμε στην άκρη.

Τέλος, ο “κομμουνισμός” υπογραμμίζει την ανάγκη για ένα διεθνή πολιτικό οργανισμό. Αυτή η οργάνωση ξεκινά με τη συνάντηση ανάμεσα σε [θεωρητικές] αρχές και στην αποτελεσματική δράση των λαϊκών μαζών. Σ’ αυτή τη βάση προσπαθεί να θέσει σε κίνηση την επινοητική σκέψη των ανθρώπων, να οικοδομήσει, με έναν τρόπο ανόθευτο από τον υπάρχον καθεστώς, μια δύναμη εσωτερική σε κάθε δεδομένη κατάσταση. Ο στόχος αυτής της δύναμης είναι να έχει την ικανότητα να στρίβει το πραγματικό προς την κατεύθυνση που ορίζεται από το συνδυασμό των θεωρητικών αρχών με την ενεργή υποκειμενικότητα όλων όσοι έχουν τη θέληση να μετασχηματίσουν την δεδομένη κατάσταση.

Η λέξη “κομμουνισμός” ορίζει συνεπώς μια πλήρη διαδικασία με την οποία η ελευθερία απελευθερώνεται από τη μη εξισωτική υποταγή της στην ιδιοκτησία. Το ότι αυτή είναι μια λέξη που οι εχθροί μας την πολεμούν τόσο πεισματικά σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντέξουν αυτή τη διαδικασία που θα κατέστρεφε την ελευθερία τους, ο κανόνας της οποίας είναι άρρηκτα δεμένος με την ιδιοκτησία. Αν λοιπόν αυτό είναι που απεχθάνονται περισσότερο απ’ όλα οι εχθροί μας, εμείς οφείλουμε να αρχίσουμε ακριβώς από την ανακάλυψή του ξανά.

Μας έχουν φέρει άραγε αυτές οι λεκτικές ασκήσεις μακριά από την Ελλάδα και την συγκεκριμένη επείγουσα κατάστασή της; Ίσως. Ωστόσο η πολιτική είναι πάντα μια συνάντηση ανάμεσα στην επιστήμη των ιδεών και στην έκπληξη των περιστάσεων. Επιθυμία μου είναι να γίνει για όλους μας η Ελλάδα ο παγκόσμιος τόπος μιας τέτοιας συνάντησης.

Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου

Αποσπάσματα από άρθρο που έχει δημοσιευτεί στο Radical Philosophy (Σεπτέμβριος / Οκτώβριος 2013).

Μονοπωλιακός καπιταλισμός

Το παρακάτω άρθρο του Paul Sweezy γράφτηκε το 1987 και αναδημοσιεύτηκε το 2004 στο Monthly Review. Συνοψίζει τις βασικές θέσεις του Sweezy αλλά και ευρύτερα του ρεύματος που συγκροτήθηκε γύρω από το περιοδικό σχετικά με τον Μονοπωλιακό Καπιταλισμό. Ανεξάρτητα από επιφυλάξεις που μπορούν να διατυπωθούν το κείμενο έχει σημασία γιατί επιχειρεί να ερμηνεύσει τις κρίσεις και τη στασιμότητα του καπιταλισμού από την πλευρά της γιγάντωσης των μονοπωλίων.

Μεταξύ των μαρξιστών οικονομολόγων ο όρος “μονοπωλιακός καπιταλισμός” χρησιμοποιείται ευρέως για να υποδηλώσει το στάδιο του καπιταλισμού που χρονολογείται περίπου από το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα και φτάνει σε πλήρη ωριμότητα την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Κεφάλαιο του Μαρξ, όπως και η κλασική πολιτική οικονομία από τον Άνταμ Σμιθ έως τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, βασίστηκε στην υπόθεση ότι όλα τα εμπορεύματα παράγονται από βιομηχανίες που αποτελούνται από πολλές επιχειρήσεις, ή κεφάλαια στην ορολογία του Μαρξ, καθεμία από τις οποίες αντιπροσωπεύει ένα αμελητέο κλάσμα της συνολικής παραγωγής και όλες ανταποκρίνονται στα σήματα τιμών και κερδών που δημιουργούνται από τις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς. Σε αντίθεση με τους κλασικούς οικονομολόγους, ωστόσο, ο Μαρξ αναγνώρισε ότι μια τέτοια οικονομία ήταν εγγενώς ασταθής και παροδική. Ο τρόπος για να πετύχει κανείς σε μια ανταγωνιστική αγορά είναι να μειώσει το κόστος και να επεκτείνει την παραγωγή, μια διαδικασία που απαιτεί αδιάκοπη συσσώρευση κεφαλαίου σε ολοένα και νέες τεχνολογικές και οργανωτικές μορφές.

Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ:

“Η ανάπτυξη του κεφαλαίου θα πρέπει να είναι μια διαδικασία που θα πρέπει να δημιουργεί νέες και νέες μορφές κεφαλαίου, που θα πρέπει να δημιουργούν νέες και νέες μορφές παραγωγής: “Η μάχη του ανταγωνισμού δίνεται χαμηλώνοντας την τιμή των εμπορευμάτων. Η φτήνια των εμπορευμάτων εξαρτάται, ceteris paribus, από την παραγωγικότητα της εργασίας, και αυτή πάλι από την κλίμακα της παραγωγής. Επομένως, τα μεγαλύτερα κεφάλαια νικούν τα μικρότερα”.

Περαιτέρω, το πιστωτικό σύστημα, το οποίο

“αρχίζει ως ένας μετριοπαθής βοηθός της συσσώρευσης”, σύντομα “γίνεται ένα νέο και τρομερό όπλο στον ανταγωνισμό στον ανταγωνιστικό αγώνα, και τελικά μετατρέπεται σε έναν τεράστιο κοινωνικό μηχανισμό για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων”

(Μαρξ, 1894, κεφ. 27).

Δεν υπάρχει επομένως καμία αμφιβολία ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι ο καπιταλισμός είχε φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Κατά την άποψη αυτή, ωστόσο, το τέλος της ανταγωνιστικής εποχής δεν σηματοδοτούσε την αρχή ενός νέου σταδίου του καπιταλισμού, αλλά μάλλον την αρχή της μετάβασης στο νέο τρόπο παραγωγής που θα έπαιρνε τη θέση του καπιταλισμού. Μόνο κάπως αργότερα, όταν έγινε σαφές ότι ο καπιταλισμός απέχει πολύ από το να βρίσκεται στα τελευταία του στάδια, οι μαρξιστές, αναγνωρίζοντας ότι ένα νέο στάδιο είχε πράγματι φτάσει, ανέλαβαν να αναλύσουν τα κύρια χαρακτηριστικά του και τι θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό για τους “νόμους της κίνησης” του καπιταλισμού.

Πρωτοπόρος σε αυτή την προσπάθεια ήταν ο αυστριακός μαρξιστής Rudolf Hilferding, του οποίου το μεγάλο έργο Das Finanzkapital κυκλοφόρησε το 1910. Πρόδρομος ήταν και ο Αμερικανός οικονομολόγος Thorstein Veblen, του οποίου το βιβλίο The Theory of Business Enterprise (1904) ασχολήθηκε με πολλά από τα ίδια προβλήματα με εκείνα του Hilferding: χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ο ρόλος των τραπεζών στη συγκέντρωση του κεφαλαίου κ.λπ. Το έργο του Veblen, ωστόσο, ήταν προφανώς άγνωστο στον Hilferding, και κανένας από τους δύο συγγραφείς δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο στην κυρίαρχη οικονομική σκέψη στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου η εμφάνιση των εταιρειών και των συναφών νέων μορφών επιχειρηματικής δραστηριότητας και οργάνωσης, αν και αντικείμενο μιας τεράστιας περιγραφικής βιβλιογραφίας, αγνοήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την κυρίαρχη νεοκλασική ορθοδοξία.

Στους μαρξιστικούς κύκλους, ωστόσο, το έργο του Χίλφερντινγκ χαιρετίστηκε ως επανάσταση και η εξέχουσα θέση του στη μαρξιστική παράδοση εξασφαλίστηκε όταν ο Λένιν το υποστήριξε σθεναρά στην αρχή του έργου του Ιμπεριαλισμός, Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. “Το 1910”, έγραψε ο Λένιν, “εμφανίστηκε στη Βιέννη το έργο του Αυστριακού μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Οικονομικό Κεφάλαιο….Το έργο αυτό δίνει μια πολύ πολύτιμη θεωρητική ανάλυση της “1τελευταίας φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης”, όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου”.

Όσον αφορά την οικονομική θεωρία με τη στενή έννοια, ο Λένιν πρόσθεσε ελάχιστα στο Χρηματοοικονομικό Κεφάλαιο, και εκ των υστέρων είναι προφανές ότι ο ίδιος ο Hilferding δεν κατάφερε να ενσωματώσει τα νέα φαινόμενα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στον πυρήνα της θεωρητικής δομής του Μαρξ (αξία, υπεραξία και κυρίως τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου). Στο κεφάλαιο 15 του βιβλίου του (“Ο καθορισμός των τιμών στο καπιταλιστικό μονοπώλιο, ιστορική τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου”) ο Χίλφερντινγκ, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει ορισμένα από αυτά τα προβλήματα, κατέληξε σε ένα πολύ εντυπωσιακό συμπέρασμα που από τότε συνδέθηκε με το όνομά του. Οι τιμές σε συνθήκες μονοπωλίου, σκέφτηκε, είναι απροσδιόριστες και συνεπώς ασταθείς. Κάθε φορά που η συγκέντρωση επιτρέπει στους καπιταλιστές να επιτύχουν υψηλότερα από το μέσο όρο κέρδη, οι προμηθευτές και οι πελάτες πιέζονται να δημιουργήσουν αντιπαραγωγικούς συνδυασμούς που θα τους επιτρέψουν να ιδιοποιηθούν μέρος των επιπλέον κερδών για τον εαυτό τους. Έτσι το μονοπώλιο εξαπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις από κάθε σημείο προέλευσης. Τότε τίθεται το ερώτημα σχετικά με τα όρια της “καρτελοποίησης” (ο όρος χρησιμοποιείται συνώνυμα με τη μονοπώληση). Ο Hilferding απαντά:

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι ότι δεν υπάρχει απόλυτο όριο στην καρτελοποίηση. Αυτό που υπάρχει μάλλον είναι μια τάση προς τη συνεχή εξάπλωση της καρτελοποίησης. Οι ανεξάρτητες βιομηχανίες, όπως είδαμε, πέφτουν όλο και περισσότερο υπό την κυριαρχία των καρτελοποιημένων βιομηχανιών, καταλήγοντας τελικά να προσαρτώνται από τις καρτελοποιημένες βιομηχανίες. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι τότε ένα γενικό καρτέλ. Ολόκληρη η καπιταλιστική παραγωγή ελέγχεται συνειδητά από ένα κέντρο που καθορίζει την ποσότητα της παραγωγής σε όλες τις σφαίρες της….Είναι η συνειδητά ελεγχόμενη κοινωνία σε ανταγωνιστική μορφή.

Υπάρχουν περισσότερα σχετικά με αυτό το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που θα είναι πλήρως μονοπωλιακή, αλλά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν. Τρία τέταρτα του αιώνα της μονοπωλιακής καπιταλιστικής ιστορίας έχουν δείξει ότι ενώ η τάση για συγκέντρωση είναι ισχυρή και επίμονη, δεν είναι σε καμία περίπτωση τόσο πανταχού παρούσα και συντριπτική όσο φανταζόταν ο Hilferding. Υπάρχουν ισχυρές αντίθετες τάσεις – η διάλυση των υφιστάμενων επιχειρήσεων και η ίδρυση νέων – οι οποίες ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να αποτρέψουν τον σχηματισμό οποιουδήποτε είδους που να πλησιάζει έστω και στο ελάχιστο το γενικό καρτέλ του Hilferding.

Τα πρώτα σημάδια σημαντικών νέων παρεκκλίσεων στη μαρξιστική οικονομική σκέψη άρχισαν να εμφανίζονται προς το τέλος του μεσοπολέμου, δηλαδή τις δεκαετίες του 1920 και 1930, αλλά στο σύνολό τους ήταν μια περίοδος κατά την οποία ο Ιμπεριαλισμός του Λένιν έγινε αποδεκτός ως η τελευταία λέξη για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και η άκαμπτη ορθοδοξία του σταλινισμού αποθάρρυνε τις προσπάθειες να διερευνηθούν οι μεταβαλλόμενες εξελίξεις στη δομή και τη λειτουργία των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών. Εν τω μεταξύ, οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι στη Δύση άρχισαν τελικά να αναλύουν τις μονοπωλιακές και ατελώς ανταγωνιστικές αγορές (ιδίως ο Edward Chamberlin και η Joan Robinson), αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα οι προσπάθειες αυτές περιορίζονταν στο επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων και κλάδων. Η αποκαλούμενη έτσι κεϋνσιανή επανάσταση που μεταμόρφωσε τη μακροοικονομική θεωρία τη δεκαετία του 1930 έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτη από αυτές τις εξελίξεις στη θεωρία των αγορών, συνεχίζοντας να βασίζεται στην πατροπαράδοτη υπόθεση του ατομικού ανταγωνισμού.

Στις δεκαετίες του 1940 και 1950 εμφανίστηκαν νέες τάσεις σκέψης στο γενικό πλαίσιο των μαρξικών οικονομικών. Αυτές είχαν τις ρίζες τους αφενός στη θεωρία του Μαρξ για τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό, η οποία, όπως είδαμε, αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Χίλφερντινγκ και τον Λένιν- και αφετέρου στα περίφημα Σχέδια Αναπαραγωγής του Μαρξ που παρουσιάστηκαν και αναλύθηκαν στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, τα οποία αποτέλεσαν το επίκεντρο μιας παρατεταμένης συζήτησης για τη φύση της καπιταλιστικής κρίσης στην οποία συμμετείχαν πολλοί από τους κορυφαίους μαρξιστές θεωρητικούς της περιόδου μεταξύ του θανάτου του Ένγκελς (1895) και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα εύσημα για την πρώτη προσπάθεια να συνδεθούν αυτά τα δύο σκέλη σκέψης σε μια επεξεργασμένη εκδοχή της μαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης ανήκουν στον Michal Kalecki, του οποίου τα δημοσιευμένα έργα στα πολωνικά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διατύπωσαν, σύμφωνα με την Joan Robinson και άλλους, τις βασικές αρχές της ταυτόχρονης κεϋνσιανής επανάστασης στη Δύση. Ο Kalecki είχε εισαχθεί στην οικονομική επιστήμη μέσω των έργων του Μαρξ και της μεγάλης Πολωνής μαρξίστριας Rosa Luxemburg, και κατά συνέπεια ήταν απαλλαγμένος από τις αναστολές και τις προκαταλήψεις που συνόδευαν μια εκπαίδευση στα νεοκλασικά οικονομικά. Μετακόμισε στην Αγγλία στα μέσα της δεκαετίας του 1930, μπαίνοντας στις έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις της περιόδου και κάνοντας τις δικές του ξεχωριστές συνεισφορές με βάση το προηγούμενο έργο του και το έργο του Κέινς και των οπαδών του στο Κέιμπριτζ, την Οξφόρδη και το London School of Economics. Τον Απρίλιο του 1938 ο Kalecki δημοσίευσε ένα άρθρο στο περιοδικό Econometrica (“The Distribution of the National Income”) το οποίο ανέδειξε τις διαφορές μεταξύ της προσέγγισής του και της προσέγγισης του Keynes, ιδίως όσον αφορά δύο κρίσιμα σημαντικά και στενά συνδεδεμένα θέματα, δηλαδή την ταξική κατανομή του εισοδήματος και το ρόλο των μονοπωλίων. Όσον αφορά το μονοπώλιο, ο Kalecki διατύπωσε στο τέλος του άρθρου του μια θέση που είχε βαθιές ρίζες στη σκέψη του και θα ήταν στο εξής κεντρική στο θεωρητικό του έργο:

Τα αποτελέσματα στα οποία καταλήγει το δοκίμιο αυτό έχουν μια γενικότερη πτυχή. Ένας κόσμος στον οποίο ο βαθμός του μονοπωλίου καθορίζει την κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι ένας κόσμος που απέχει πολύ από το πρότυπο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το µονοπώλιο φαίνεται να είναι βαθιά ριζωµένο στη φύση του καπιταλιστικού συστήµατος: ο ελεύθερος ανταγωνισµός, ως υπόθεση, µπορεί να είναι χρήσιµος στο πρώτο στάδιο ορισµένων ερευνών, αλλά ως περιγραφή του κανονικού σταδίου της καπιταλιστικής οικονοµίας είναι απλώς ένας µύθος.

Ένα περαιτέρω βήμα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των δύο κατευθύνσεων της σκέψης του Μαρξ -συγκέντρωση και συγκεντρωτισμός από τη μια πλευρά και θεωρία της κρίσης από την άλλη- σηματοδοτήθηκε από τη δημοσίευση το 1942 της Θεωρίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης του Paul M. Sweezy, η οποία περιείχε μια αρκετά ολοκληρωμένη ανασκόπηση της προπολεμικής ιστορίας της μαρξιστικής οικονομικής επιστήμης και ταυτόχρονα έκανε επεξηγηματική χρήση των εννοιών που εισήχθησαν στην κυρίαρχη θεωρία του μονοπωλίου και του ολιγοπωλίου κατά την προηγούμενη δεκαετία. Το βιβλίο αυτό, που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, είχε σημαντική επίδραση στη συστηματοποίηση της μελέτης και της ερμηνείας της μαρξικής οικονομικής θεωρίας.

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτεθεί ότι αυτές οι νέες τοποθετήσεις ήταν εντελώς θέμα θεωρητικής ανησυχίας. Εξίσου, αν όχι μεγαλύτερης σημασίας, ήταν οι αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του καπιταλισμού που είχαν προκύψει κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930. Από τη μία πλευρά, η παρακμή του ανταγωνισμού που άρχισε στα τέλη του 19ου αιώνα προχωρούσε με επιταχυνόμενο ρυθμό -όπως καταγράφεται στην κλασική μελέτη του Arthur R. Burns, The Decline of Competition: A Study of the Evolution of American Industry (1936)- και από την άλλη πλευρά η πρωτοφανής σοβαρότητα της ύφεσης της δεκαετίας του 1930 παρείχε δραματική απόδειξη της ανεπάρκειας των συμβατικών θεωριών του επιχειρηματικού κύκλου. Η κεϋνσιανή επανάσταση ήταν μια μερική απάντηση σε αυτή την πρόκληση, αλλά η νέα άνοδος των προηγμένων καπιταλιστικών οικονομιών κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο έκοψε την περαιτέρω ανάπτυξη της κριτικής ανάλυσης μεταξύ των κυρίαρχων οικονομολόγων, και αφέθηκε στους μαρξιστές να συνεχίσουν στις γραμμές που είχε πρωτοπορήσει ο Kalecki πριν από τον πόλεμο.

Ο Kalecki πέρασε τα χρόνια του πολέμου στο Ινστιτούτο Στατιστικής της Οξφόρδης, ο διευθυντής του οποίου, ο A. L. Bowley, είχε συγκεντρώσει μια διακεκριμένη ομάδα επιστημόνων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εμιγκρέδες από την κατεχόμενη Ευρώπη. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και ο Josef Steindl, ένας νεαρός Αυστριακός οικονομολόγος που δέχθηκε την επιρροή του Kalecki και ακολούθησε τα βήματά του. Αργότερα, ο Steindl (1985) αφηγήθηκε τα εξής: “Ο Steindl ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές του Kalecki, ο οποίος ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές του:

Μια φορά μίλησα με τον Kalecki για την κρίση του καπιταλισμού. Και οι δύο, όπως και οι περισσότεροι σοσιαλιστές, θεωρούσαμε δεδομένο ότι ο καπιταλισμός απειλούνταν από μια κρίση ύπαρξης, και θεωρούσαμε τη στασιμότητα της δεκαετίας του 1930 ως σύμπτωμα μιας τέτοιας μεγάλης κρίσης. Αλλά ο Kalecki δεν έβρισκε πειστικούς τους λόγους, που έδινε ο Μαρξ, για τους οποίους θα έπρεπε να αναπτυχθεί μια τέτοια κρίση- ταυτόχρονα δεν είχε μια δική του εξήγηση. Ακόμα δεν ξέρω, είπε, γιατί θα έπρεπε να υπάρξει κρίση του καπιταλισμού, και πρόσθεσε: Θα μπορούσε να έχει σχέση με το μονοπώλιο; Στη συνέχεια πρότεινε σε μένα και στο Ινστιτούτο, πριν φύγει από την Αγγλία, να ασχοληθώ με αυτό το πρόβλημα. Ήταν ένα πολύ μαρξιστικό πρόβλημα, αλλά οι μέθοδοί μου για την αντιμετώπισή του ήταν καλλεκιανές.

Η εργασία του Steindl για το θέμα αυτό ολοκληρώθηκε το 1949 και δημοσιεύθηκε το 1952 με τον τίτλο Maturity and Stagnation in American Capitalism (Ωριμότητα και στασιμότητα στον αμερικανικό καπιταλισμό). Αν και ελάχιστα παρατηρημένο από το επάγγελμα του οικονομολόγου την εποχή της δημοσίευσής του, το βιβλίο αυτό παρείχε ωστόσο έναν κρίσιμο σύνδεσμο μεταξύ των εμπειριών, εμπειρικών όσο και θεωρητικών, της δεκαετίας του 1930 και της ανάπτυξης μιας σχετικά στρογγυλεμένης θεωρίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, μια διαδικασία που έλαβε νέα ώθηση από την επιστροφή της στασιμότητας στον αμερικανικό (και παγκόσμιο) καπιταλισμό κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Το επόμενο σημαντικό έργο στην ευθεία γραμμή από τον Μαρξ μέσω του Kalecki και του Steindl ήταν το βιβλίο του Paul Baran, The Political Economy of Growth (1957), το οποίο παρουσίασε μια θεωρία της δυναμικής του μονοπωλιακού καπιταλισμού και άνοιξε μια νέα προοπτική για τη φύση της αλληλεπίδρασης μεταξύ αναπτυγμένων και υπανάπτυκτων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ακολούθησε το κοινό έργο των Baran και Sweezy, Monopoly Capital: An Essay on the American Economic and Social Order (1966), το οποίο ενσωμάτωσε ιδέες και από τα δύο προηγούμενα έργα τους και προσπάθησε να διαφωτίσει, σύμφωνα με τα λόγια της εισαγωγής τους, τον “μηχανισμό που συνδέει τα θεμέλια της κοινωνίας (στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού) με αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν πολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική υπερδομή της”. Η προσπάθειά τους, ωστόσο, εξακολουθούσε να υπολείπεται μιας ολοκληρωμένης θεωρίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού, καθώς παραμελούσε “ένα θέμα που κατέχει κεντρική θέση στη μελέτη του Μαρξ για τον καπιταλισμό”, δηλαδή τη συστηματική διερεύνηση “των συνεπειών που είχαν τα συγκεκριμένα είδη τεχνολογικών αλλαγών που χαρακτηρίζουν τη μονοπωλιακή καπιταλιστική περίοδο για τη φύση της εργασίας, τη σύνθεση (και τη διαφοροποίηση) της εργατικής τάξης, την ψυχολογία των εργατών, τις μορφές οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης κ.ο.κ.”. Μια πρωτοποριακή προσπάθεια να καλυφθεί αυτό το κενό στη θεωρία του μονοπωλιακού καπιταλισμού έγινε από τον Harry Braverman λίγα χρόνια αργότερα (Braverman, 1974), η οποία με τη σειρά της έκανε πολλά για να υποκινήσει την ανανέωση της έρευνας σχετικά με τις μεταβαλλόμενες τάσεις στις εργασιακές διαδικασίες και τις εργασιακές σχέσεις στα τέλη του εικοστού αιώνα.

Ο Μαρξ έγραφε στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου ότι “ο απώτερος στόχος αυτού του έργου είναι να αποκαλυφθεί ο οικονομικός νόμος κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας”. Αυτό που προέκυψε, το οποίο διατρέχει σαν κόκκινο νήμα ολόκληρο το έργο, θα μπορούσε ίσως καλύτερα να ονομαστεί θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Από ποια άποψη μπορούμε να πούμε ότι οι σύγχρονες θεωρίες του μονοπωλιακού καπιταλισμού τροποποιούν ή προσθέτουν στην ανάλυση του Μαρξ για τη διαδικασία συσσώρευσης;

Σε ό,τι αφορά τη μορφή, η θεωρία παραμένει βασικά αμετάβλητη, ενώ οι τροποποιήσεις στο περιεχόμενο είναι προς την κατεύθυνση να δοθεί ακόμη μεγαλύτερη έμφαση σε ορισμένες τάσεις που ο Μαρξ είχε ήδη αποδείξει ότι είναι εγγενείς στη διαδικασία συσσώρευσης. Αυτό ισχύει για τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό, και ακόμη πιο θεαματικά για τον ρόλο αυτού που ο Μαρξ ονόμασε πιστωτικό σύστημα, το οποίο έχει πλέον πάρει τερατώδεις διαστάσεις σε σύγκριση με τα μικρά ξεκινήματα της εποχής του. Επιπλέον, και ίσως το πιο σημαντικό, οι νέες θεωρίες προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πιο επιρρεπής από τον ανταγωνιστικό προκάτοχό του στη δημιουργία μη βιώσιμων ρυθμών συσσώρευσης, οδηγώντας σε κρίσεις, υφέσεις και παρατεταμένες περιόδους στασιμότητας.

Η συλλογιστική εδώ ακολουθεί μια γραμμή σκέψης που επανέρχεται στα γραπτά του Μαρξ, ιδίως στους ημιτελείς μεταγενέστερους τόμους του Κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων των θεωριών της υπεραξίας)- οι μεμονωμένοι καπιταλιστές προσπαθούν πάντα να αυξήσουν τη συσσώρευσή τους στο μέγιστο δυνατό βαθμό και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την τελική συνολική επίδραση στη ζήτηση της αυξανόμενης παραγωγής της διευρυνόμενης παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας. Ο Μαρξ το συνόψισε αυτό στη γνωστή φόρμουλα ότι “το πραγματικό εμπόδιο στην καπιταλιστική παραγωγή είναι το ίδιο το κεφάλαιο”. Το συμπέρασμα των νέων θεωριών είναι ότι η ευρεία εισαγωγή του μονοπωλίου ανεβάζει αυτό το εμπόδιο ακόμη πιο ψηλά. Αυτό το κάνει με τρεις τρόπους:

(1) Η μονοπωλιακή οργάνωση δίνει στο κεφάλαιο ένα πλεονέκτημα στην πάλη του με την εργασία, άρα τείνει να αυξήσει το ποσοστό της υπεραξίας και να καταστήσει δυνατό ένα υψηλότερο ποσοστό συσσώρευσης.

(2) Με τις μονοπωλιακές (ή ολιγοπωλιακές) τιμές να αντικαθιστούν τις ανταγωνιστικές τιμές, ένα ενιαίο ποσοστό κέρδους δίνει τη θέση του σε μια ιεραρχία ποσοστών κέρδους -το υψηλότερο στις πιο συγκεντρωμένες βιομηχανίες, το χαμηλότερο στις πιο ανταγωνιστικές. Αυτό σημαίνει ότι η κατανομή της υπεραξίας στρέφεται υπέρ των μεγαλύτερων μονάδων κεφαλαίου, οι οποίες χαρακτηριστικά συσσωρεύουν μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών τους από ό,τι οι μικρότερες μονάδες κεφαλαίου, καθιστώντας και πάλι δυνατό έναν υψηλότερο ρυθμό συσσώρευσης.

(3) Στην πλευρά της ζήτησης της εξίσωσης της συσσώρευσης, οι μονοπωλιακές βιομηχανίες υιοθετούν μια πολιτική επιβράδυνσης και προσεκτικής ρύθμισης της επέκτασης της παραγωγικής ικανότητας, προκειμένου να διατηρήσουν τα υψηλότερα ποσοστά κέρδους τους.

Μεταφρασμένες στη γλώσσα της κεϋνσιανής μακροοικονομικής θεωρίας, αυτές οι συνέπειες του μονοπωλίου σημαίνουν ότι το αποταμιευτικό δυναμικό του συστήματος αυξάνεται, ενώ οι ευκαιρίες για κερδοφόρες επενδύσεις μειώνονται. Επομένως, εφόσον τα άλλα πράγματα είναι ίσα, το επίπεδο του εισοδήματος και της απασχόλησης στον μονοπωλιακό καπιταλισμό είναι χαμηλότερο από ό,τι θα ήταν σε ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Για να μετατραπεί αυτή η διαπίστωση σε μια δυναμική θεωρία, είναι απαραίτητο να δούμε τη μονοπώληση (τη συγκέντρωση και τον συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου) ως μια συνεχή ιστορική διαδικασία. Στην αρχή της μετάβασης από το ανταγωνιστικό στο μονοπωλιακό στάδιο, η διαδικασία συσσώρευσης επηρεάζεται ελάχιστα. Όμως με την πάροδο του χρόνου ο αντίκτυπος αυξάνεται και τείνει αργά ή γρήγορα να γίνει κρίσιμος παράγοντας στη λειτουργία του συστήματος. Αυτό, σύμφωνα με τη μονοπωλιακή καπιταλιστική θεωρία, εξηγεί την παρατεταμένη στασιμότητα της δεκαετίας του 1930 καθώς και την επιστροφή της στασιμότητας στις δεκαετίες του 1970 και 1980 μετά την εξάντληση της μακράς άνθησης που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι πολύπλευρες επακόλουθες επιπτώσεις του.

Ούτε η κυρίαρχη οικονομική επιστήμη ούτε η παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία μπόρεσαν να προσφέρουν μια ικανοποιητική εξήγηση του φαινομένου της στασιμότητας που εμφανίστηκε όλο και πιο έντονα στην ιστορία του καπιταλιστικού κόσμου κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Είναι λοιπόν η ξεχωριστή συμβολή της μονοπωλιακής καπιταλιστικής θεωρίας στο να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα κατά μέτωπο και στην πορεία να έχει δημιουργήσει ένα πλούσιο σώμα βιβλιογραφίας που αντλεί και προσθέτει στο έργο των μεγάλων οικονομικών στοχαστών των τελευταίων 150 ετών. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα αυτής της βιβλιογραφίας, µαζί µε εισαγωγές και ερµηνείες των συντακτών, περιέχεται στο Foster and Szlajfer (1984).

Βιβλιογραφία

Baran, P. A. The Political Economy of Growth (Η πολιτική οικονομία της ανάπτυξης). Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1957.

Baran, P. A. και Sweezy, P. M. Monopoly Capital: Ένα δοκίμιο για την αμερικανική οικονομική και κοινωνική τάξη. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1966.

Braverman, H. Labor and Monopoly Capital: Η υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό αιώνα. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1974.

Burns, A. R. The Decline of Competition (Η παρακμή του ανταγωνισμού): Μια μελέτη της εξέλιξης της αμερικανικής βιομηχανίας. Νέα Υόρκη: McGraw-Hill, 1936.

Foster, J. B. and Szlajfer, H., eds. The Faltering Economy: The Problem of Accumulation Under Monopoly Capitalism. Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1984.

Hilferding, R. Das Finanzkapital (1910) Trans. M. Watnick και S. Gordon ως Finance Capital, εκδ. T. Bottomore. London: London: Routledge & Kegan Paul, 1981.

Ka1ecki, M. “The Distribution of the National Income”, Econometrica, Απρίλιος 1938.

Λένιν, Β. Ι. Ο ιμπεριαλισμός, το ανώτατο κράτος του κεφαλαιο1ισμού. 1917.

Μαρξ, Κ. Τόμος 1. Μόσχα: Progress Publishers, 1867.

Μαρξ, Κ. Τόμος 2: Progress Publishers, 1885.

Μαρξ, Κ. Τόμος 3: Progress Publishers, 1894.

Steindl, J. Ωριμότητα και στασιμότητα στον αμερικανικό καπιταλισμό. Οξφόρδη: Blackwell, 1952.

Steindl, J. “The Present State of Economics”, Monthly Review, Φεβρουάριος 1985.

Sweezy, P. M. The The Theory of Capitalist Development (Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης). Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1942.

Sweezy, P. M., 1966. Βλέπε Baran και Sweezy, 1966.

Veblen, T. The The Theory of Business Enterprise. Νέα Υόρκη: Charles Scribners’ Sons, 1904.