Άρθρα

Η συναυλία του ΚΚΕ για τον Ξαρχάκο προκαλεί τη θλίψη και κρύβει την ανεπάρκεια

Όχι επειδή ο Ξαρχάκος ανήκει στη Δεξιά – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Αλλά επειδή το ΚΚΕ τείνει να μετατραπεί σε όμιλο πολιτιστικής υπενθύμισης των περασμένων αγώνων του λαού μας. Και τίποτα παραπάνω. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: Επειδή το ΚΚΕ (αλλά και το σύνολο της Αριστεράς) σήμερα δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω, επιλέγει να μας θυμίζει απλώς τα περασμένα μεγαλεία. 

Από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι τις συναυλίες για τον Μητροπάνο και τον Μικρούτσικο, το ΚΚΕ οργανώνει μια ρετρό, νοσταλγική, ακίνδυνη εκδρομή στο παρελθόν. Αν συνοδευόταν από μια πολιτική και ιδεολογική, σύγχρονη και επικίνδυνη (για την αστική τάξη) παρουσία, αυτή η επιστροφή θα ήταν χρήσιμη. Θα αναδείκνυε συνέχειες, αναφορές και ρίζες. Όμως δεν είναι. Και όχι μόνο δεν είναι χρήσιμη αλλά είναι νανουριστική, στενάχωρη και θλιβερή. 

Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι ένα κόμμα δεν πρέπει να έχει πολιτιστική πρόταση. Ούτε φυσικά όσοι λένε ότι ένα κόμμα μπορεί να τιμά μόνο τους συνοδοιπόρους του. Το πρόβλημα ξεκινά όταν υποκαθίσταται η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τον αντίπαλο στο σήμερα, από τις νοσταλγικές και ασφαλείς προσφυγές στο πολιτισμικό χθες. 

Τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι πλέον ο μακράν μαζικότερος πολιτιστικός θεσμός της χώρας. Αριστεροί από όλα τα ρεύματα, προοδευτικοί και δημοκράτες, ακόμα και ανανήψαντες που έχουν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα, επισκέπτονται το Πάρκο Τρίτση, περιδιαβαίνουν ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες, θυμούνται την εποχή που ο Θεοδωράκης ξεσήκωνε τα πλήθη, την εποχή που το ΚΚΕ απειλούσε το σύστημα, την εποχή που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κρεμλίνο και η Αριστερά πυρπολούσε τις καρδιές των νέων και των εργατών. 

Μια πικρή νοσταλγία μας κατακλύζει, όσους υπήρξαμε ή και υπάρχουμε στην Αριστερά, για τότε που όλοι, μα όλοι, πίστευαν ότι ο κόσμος αλλάζει. Καλύπτουμε έτσι την πίκρα για σήμερα, που ούτε καν η Αριστερά δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 

Μένουμε λοιπόν με την ανάμνηση για αυτά που είχαμε και αυτά που χάσαμε παλιότερα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ανικανότητας και ανημπόριας στο σήμερα. Γιατί να αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες του παρόντος, ειδικά όταν αυτές απαιτούν βαθιές αυτοκριτικές και εκ βάθρων ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς, και να μην καταφύγουμε στην ασφάλεια και στη θαλπωρή του ένδοξου παρελθόντος;

Αυτό υπηρετούν οι συναυλίες του ΚΚΕ  και αυτό δεν είναι προσφορά ούτε στην Αριστερά, ούτε στον πολιτισμό, ούτε στην ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο η συναυλία όσο και το ίδιο το ΚΚΕ, χειροκροτήθηκαν από την ΕΦΣΥΝ μέχρι τη LIFO και τον …Χωμενίδη.  

Τραγουδάμε με συγκίνηση τη Δραπετσώνα του Μίκη και το Κάντε υπομονή του Ξαρχάκου, γιατί αυτό είναι το συλλογικό ηρωικό μας παρελθόν, λείπει όμως η Αριστερά που θα κάνει τον ουρανό πιο γαλανό, και τη λεμονιά να ανθίσει στη γειτονιά.

Το να συγκινείται ο αριστερός κόσμος από τέτοιες συναυλίες είναι φυσιολογικό. Και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το ενοσοποιήσει.  

Το να χρησιμοποιείται όμως, συνειδητά και σκόπιμα, αυτή η πολιτιστική κατάδυση στο παρελθόν, ως προκάλυμμα καπνού για την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια στο σήμερα, είναι θλιβερό.

Γιατί είναι βολικότερος ο θάνατος του Γλύξμπουργκ από τον θάνατο του 6χρονου;

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Ο Γλύξμπουργκ και η κηδεία του κυριαρχούν στην επικαιρότητα ως εύκολη και σε ένα βαθμό ανέξοδη αντιπαράθεση. Η Δεξιά δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίσει τις εκλεκτικές συγγένειες που διατηρεί ακόμα και σήμερα με τη μοναρχία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εξιλεωθεί στον κεντρώο χώρο τον οποίο ψύχρανε με το  σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χοντροκομμένη απόπειρα συγκάλυψής του, ενώ η Αριστερά υπενθυμίζει τα δεινά που σώρευσε στον τόπο η δυναστεία. 

Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια βολική πολιτική συζήτηση. Κυρίως για την Αριστερά. 

Ήταν είναι και θα είναι πάντα χρήσιμη η ανάδειξη των μεγάλων διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Ειδικά στη χώρα που ζούμε, είναι απολύτως αναγκαία η υπενθύμιση της διαίρεσης των Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στους κατακτητές και στους τυράννους και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και έγιναν τύραννοι. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μας κατά τον περασμένο αιώνα.  

Οι εκκλήσεις “να αφήσουμε πίσω τα παλιά” προσπαθούν να κρύψουν ότι η ιστορία προχωρά όταν η κοινωνία διαιρείται σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και οπισθοχωρεί οταν οι καταπιεζόμενοι ανεμίζουν τα λάβαρα των καταπιεστών. Σήμερα ζούμε το δεύτερο, αλλά παλιότερα συνέβαινε και το πρώτο. 

Το πραγματικό ερώτημα που θέτει ο θάνατος του Γλύξμπουργκ δεν είναι πώς ακριβώς θα ταφεί ο τελευταίος εστεμμένος μιας καταστροφικής για τη χώρα και τη δημοκρατία δυναστείας, αλλά το πώς οι καταπιεζόμενοι θα συγκροτήσουν εαυτόν και θα διαμορφώσουν το δικό τους στρατόπεδο. 

Λίγες μέρες πριν πεθάνει στα 82 του χρόνια ο έκπτωτος μονάρχης, ένα παιδί 6 χρονών από τα Γρεβενά έπαθε ανακοπή καρδιάς. Αναζητήθηκε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι. Αποφασίστηκε η διακομιδή του στην Πάτρα (!) στο Νοσοκομείο του Ρίου. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χάλασε στο δρόμο και περίμενε να έρθει …άλλο ασθενοφόρο. Όταν τελικά βρέθηκε κρεβάτι για το παιδί, ο χρόνος που χάθηκε ήταν πλέον μοιραίος. Ο 6χρονος πέθανε, και οι γονείς δώρισαν τα όργανά του.

Αν υπήρχε ντροπή και φιλότιμο, αυτή η ιστορία έπρεπε να οδηγήσει τον ακροδεξιό υπουργό Υγείας (που κλαίει και οδύρεται για τον Γλύξμπουργκ), όχι σε παραίτηση, αλλά σε ατιμωτική αποπομπή. Και ολόκληρη την κυβέρνηση να καθίσταται υπόλογη για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες που έχει το να χάνεται η ζωή ενός παιδιού. Όχι επειδή έτσι ήταν γραφτό, ούτε επειδή ιατρικά ήταν αναπότρεπτο, αλλά επειδή οι πολιτικές προτεραιότητες οδήγησαν στο να μην υπάρχει διαθέσιμη παιδική κλίνη ΜΕΘ σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Η πολιτική που εφαρμόζεται σκότωσε ένα παιδί. 

Αν αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη, τότε τι είναι; 

Το πώς και το γιατί του θανάτου του 6χρονου παιδιού είναι λιγότερο βολικό ζήτημα για μια Αριστερά που τρώει από τις δόξες και τις μάχες του παρελθόντος, ζει από τα έτοιμα της Εθνικής Αντίστασης, της εποποιίας του 40, των αγώνων ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, τον αντιδικτατορικό αγώνα. 

Άλλωστε η διάλυση της δημόσιας υγείας είναι έργο δεκαετιών και το υπηρέτησαν, όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά πάντως το υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και ειδικά οι μνημονιακές. Επί μνημονίων μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, επί μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε η υγεία, επί μνημονίων έκλεισαν νοσοκομεία. Και επί μνημονίων δεν κυβερνούσε μόνο ο Μητσοτάκης. 

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ξανά το έξοχο πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο, με τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης. Εκεί, η παρέα των νέων του ΕΑΜ τραγουδά “το χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, Δημοκρατία και όχι Βασιλιά”. Το απόσπασμα μας συγκινεί και μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον αγώνα ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Πράγματι, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, αλλά ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, που τότε το γράψαμε;

Υπενθυμίζει η Αριστερά το δημοψήφισμα του ‘74 που έλυσε το πολιτειακό, αλλά κρύβει το δημοψήφισμα του 2015. Γιατί το πρώτο το σεβάστηκαν όλοι (βόλεψε και την άρχουσα τάξη), αλλά το δεύτερο δεν το σεβάστηκε κανείς. Ούτε αυτοί που το έχασαν και χωρίς ντροπή βγήκαν αμέσως μετά ως τιμητές της λαϊκής ετυμηγορίας, ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι το κέρδισαν, αλλά κακοποίησαν, αλλοίωσαν, εξευτέλισαν την καταγεγραμμένη βούληση του ελληνικού λαού, υπογράφοντας τα εντελώς ανάποδα μια εβδομάδα μετά. Ούτε φυσικά όσοι προτιμούν να απέχουν από κάθε μάχη που θα μπορούσε να εξελιχθεί επικίνδυνα για το σύστημα. 

Η κατάδυση στο παρελθόν, έχει νόημα ως διαρκής υπενθύμιση ότι κατά τον εικοστό αιώνα τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού βρέθηκαν με τη σωστή και δίκαιη μεριά της ιστορίας, με την πλευρά των στρατιωτικά ηττημένων αλλά πολιτικά και ηθικά νικητών, και δοκίμασαν στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία της Δεξιάς, του Παλατιού, των ΗΠΑ και του φασισμού.

Δεν αρκεί όμως για να συγκροτήσει τα σημερινά στρατόπεδα. Οι γραμμές τους χάνονται, οι διαχωρισμοί αλλοιώνονται και “κοινοί τόποι” εφευρίσκονται (του ευρωατλαντισμού, της αγοράς, της συναίνεσης και της σύνεσης).

Τότε, ήταν η παράταξη του βασιλιά, η Δεξιά με την ακροδεξιά, αλλά τη συνέδραμε στις κρίσιμες στιγμές και το κέντρο. Ορθώθηκαν δύο Ελλάδες, η μία απέναντι στην άλλη. Η Ελλάδα της υποτέλειας, του ευτελισμού, της εξάρτησης, των πατρώνων από τη μιά και η Ελλάδα της ανεξαρτησίας, της λαοκρατίας, της δικαιοσύνης από την άλλη. Από τη μια η Δεξιά με τους όμορους κύκλους και τα συγκοινωνούντα δοχεία της (κεντρώος ήταν ο αρχιαποστάτης του ‘65) και από την άλλη η Αριστερά. 

Σήμερα η Αριστερά λείπει. Υπάρχουν μέλη, φίλοι και οπαδοί της, αλλά δεν υπάρχει δύναμη, δεν υπάρχει συγκρότηση, δεν υπάρχει στρατόπεδο και στρατός που να δίνει μάχες και να φιλοδοξεί να τις κερδίσει.  

Ο θάνατος του 6χρονου μας υπενθυμίζει πολύ περισσότερο από τον θάνατο του Γλύξμπουργκ ότι Αριστερά δεν είναι η παράταξη που θυμίζει τους αγώνες του παρελθόντος, αλλά η παράταξη που έρχεται από το παρελθόν και έχει μέλλον, παλεύοντας για να καλυτερεύσουν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Η Αριστερά αντλεί από το παρελθόν αλλά ανασαίνει στο παρόν. Εμπνέεται από τους αγώνες του εικοστού αιώνα αλλά θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί μόνο στους αγώνες του σήμερα. 

Αυτή η άβολη αλήθεια χάνεται στο βολικό πεδίο του αντιμοναρχισμού, της ιστορίας των αγώνων του 60 και του 70, των δαφνών του παρελθόντος. 

Ας μιλήσουμε λοιπόν περισσότερο για τον θάνατο του 6χρονου και λιγότερο για τον θάνατο του Γλύξμπουργκ. 

Τι θα έγραφε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Νεοελληνική Γλώσσα αν έδινε Πανελλήνιες Εξετάσεις;

Το ερώτημα είναι εντελώς υποθετικό. Καταρχήν επειδή η ευρύτερη οικογένεια Μητσοτάκη ουδεμία σχέση έχει με τις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Το κυβερνών σόι και η άρχουσα τάξη δεν έχουν ανάγκη εξετάσεων – η αριστεία ρέει στο αίμα τους. Δεν έχουν χρεία συνωστισμού με τους κοινούς θνητούς για μια θέση στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Τους περιμένει με ανοιχτές αγκάλες το Χάρβαρντ και το Γέιλ. Λόγω ονόματος, περιουσίας, ισχύος και διασυνδέσεων, όλοι μα όλοι οι γόνοι θα αποφοιτούν ντε φάκτο από τα κλασάτα ιδρύματα του εξωτερικού, κι ας είναι «αχαΐρευτοι» – κατά την ευφυή διατύπωση της Μαρίκας Μητσοτάκη για τον εγγονό της.

Το κείμενο του Ραϋμόνδου Αλβανού που κλήθηκαν να σχολιάσουν οι εξεταζόμενοι μαθητές στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας πριν μία εβδομάδα μιλά για την αξία της ιστορίας. 

Για την αξία της ιστορίας έχει ήδη τοποθετηθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας για τη δολοφονία Λαμπράκη: “Το παιδί των 17 ετών δεν το ενδιαφέρει τι έγινε το 1963”. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τοποθετείται λίγο χειρότερα από τους φοιτητές του Ραϋμόνδου Αλβανού οι οποίοι, σύμφωνα με το απόσπασμα που παρατέθηκε στις εξετάσεις, του έλεγαν: «Γιατί, κύριε, να πρέπει να μαθαίνουμε ιστορία; Εμείς κοιτάμε μπροστά. Κοιτάμε στο μέλλον». 

Βέβαια οι φοιτητές του κ. Αλβανού είναι παιδαρέλια που σήμερα σπουδάζουν, μαθαίνουν, και ίσως θα προβληματιστούν, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης είναι αριστούχος Κοινωνικών Επιστημών του Χάρβαρντ. Το να παπαγαλίζει αντι-ιστορικές κοινοτυπίες για την ιστορία, δεν περιποιεί τιμή ούτε για το Χάρβαρντ, ούτε για τις Κοινωνικές Επιστήμες. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης – αν ήθελε να είναι συνεπής με τα πιστεύω του – θα ισχυριζόταν στο υποθετικό γραπτό του ότι η ιστορία δεν έχει καμιά σημασία. 

Ειδικά όταν αυτή η ιστορία προδίδει σε κάθε της σελίδα ότι για έναν και πλέον αιώνα, υπήρξαν δύο Ελλάδες. Η Ελλάδα των Λαμπράκηδων και η Ελλάδα των Μητσοτάκηδων. Η δεύτερη Ελλάδα θέλει να σβήσει την πρώτη. Για αυτό και απαξιώνει όχι μόνο το τι έγινε το 1963 αλλά και το τι έγινε το 1940 – 44, το 1946 – 49, το 1952, το 1967, το 1973 κοκ. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο υποθετικό γραπτό του για τις Πανελλήνιες δεν θα ισχυριζόταν ότι η Ιστορία είναι αναγκαία για να καταλάβουμε το σήμερα. 

Για αυτόν, η ιστορία είναι απλώς το δίκαιο των νικητών. Πόσες φορές δεν έχει τονίσει ότι ο ίδιος, το σόι του, το κόμμα του και η τάξη του, είναι “με τη σωστή πλευρά της ιστορίας”;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο υποθετικό γραπτό του για τις Πανελλήνιες θα ισχυριζόταν ότι η Ιστορία είναι αναγκαία μόνο για να νομιμοποιεί τις σημερινές επιλογές της άρχουσας τάξης. 

Όχι για να θυμίζει τις αμαρτίες της – και αυτές είναι πολλές και απαράγραπτες. 

Όχι για να θυμίζει το μεγαλείο των αγώνων των απλών ανθρώπων και του λαού. 

Όχι για να θυμίζει στιγμές συλλογικής και αγωνιστικής ανάτασης. 

Η ιστορία είναι χρήσιμη ως ντεκόρ για τα σόου της κυρίας Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη για τα 200 χρόνια από την επανάσταση.

Είναι χρήσιμη ως τελική κρίση, ως θεολογικού τύπου τελεσιδικία για τη νίκη της αντεπανάστασης έναντι της επανάστασης, και ας είναι αυτή η νίκη στην πραγματικότητα προσωρινή. 

Αυτή είναι η μόνη χρησιμότητα της Ιστορίας για έναν Μητσοτάκη και για τους ομοίους του. 

Και αυτά θα έγραφε – αν ήταν ειλικρινής – και αν έδινε Πανελλήνιες εξετάσεις ο ίδιος ή ο επόμενος γόνος. 

Και τα δύο αν όμως, δεν πρόκειται να συμβούν.

Ο Ραϋμόνδος νίκησε τον Παπανούτσο; Βαριά ήττα της Νεολληνικής γλώσσας.

Ορισμένοι φιλόλογοι δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους για τα φετινά θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας – Λογοτεχνίας και για την επιλογή ενός κειμένου του Ραυμόνδου Αλβανού με τον τίτλο – πέτρα του σκανδάλου – λόγω της εσφαλμένης «ενδεικτικής απάντησης» της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων- «Γιατί να μαθαίνουμε ιστορία;».  Κάποιοι αναφέρθηκαν και στο «τέλος της εποχής Παπανούτσου»!

Ας μη χαθούμε στις επιμέρους εικόνες, αλλά να εστιάσουμε στη γενική.

Η γενική εικόνα για τα θέματα της Ν. Γλώσσας – Λογοτεχνίας δε διαφέρει από αυτή που κυριαρχεί την  τελευταία εικοσαετία με τον «νέο» τρόπο εξέτασης και τις πρόσφατες οριακές «μεταμοντέρνες» αλλαγές των τριών τελευταίων χρόνων.

Ο Ραϋμόνδος νίκησε τον Παπανούτσο;

Αναφορικά με το κείμενο του Ραϋμόνδου Αλβανού – παρόλο που δεν είμαι γνώστης του έργου του– αλλά μένοντας στο περιεχόμενο του κειμένου και ανεξάρτητα από την ιδεολογικόπολιτική ταυτότητα του συγγραφέα,  με μια προσεκτική ανάγνωση,  θα διαπιστώσουμε ότι αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία και μια συντηρητική αντίληψη περί ιστορικής γνώσης.

Παραθέτω μερικά αποσπάσματα με υπογραμμίσεις δικές μου: «όλοι μας είμαστε προϊόντα της ιστορίας. Ό,τι έχουμε στο μυαλό μας έρχεται από τους προηγούμενους από εμάς. ως μελλοντικοί νεκροί που αναπόφευκτα είμαστε όλοι μας. Η γνώση του παρελθόντος είναι απαραίτητη για την κατανόηση του παρόντος. Μαθαίνουμε ιστορία για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και να σκεφτούμε πού θέλουμε να πάμε…»

Αυτό το «μας»  και το «εμείς»  δεν είναι παρά μια ουδέτερη, αταξική αντίληψη περί κοινωνίας. Ο Ραϋμόνδος δεν διαφοροποιείται κατ΄ ελάχιστο με τον Παπανούτσο και άλλους αστούς δοκιμιογράφους και συγγραφείς. Όλοι είμαστε ένα ομοιογενές, διαταξικό σύνολο, όπου οι υπάρχουσες κοινωνικές τάξεις και στρώματα (αστοί, εργάτες, αγρότες κ.ά.) με διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα και αντιθέσεις – συγκρούσεις έχουν εξαφανιστεί. Ανάλογα και η (ιστορική) γνώση είναι ουδέτερη ιδεολογικά και αταξική, όπως η παράδοση και ο «εθνικός πολιτισμός»

Μόνο που δεν είναι έτσι, γιατί η παράδοση, ο «εθνικός πολιτισμός» χαρακτηρίζεται από έναν πολιτιστικό δυισμό, δηλαδή την παράδοση και τον πολιτισμό της κυρίαρχης τάξης και τη λαϊκή παράδοση,  τον πολιτισμό των κυριαρχούμενων τάξεων και στρωμάτων. Σε αυτή την μονόδρομη ιδεολογικά κατεύθυνση και το κείμενο της Κικής Δημουλά με τίτλο «Θυμάμαι, άρα ζω;» που μου φέρνει στον νου αντιπαραθετικά το φιλοσοφικό μήνυμα του Αλμπέρ Καμί «Εξεγείρομαι, άρα υπάρχουμε».

Δε χρειάζονται περισσότερα. Οι επιλογές των κειμένων υποτάσσονται  στο στόχο της ιδεολογικής χειραγώγησης των υποψηφίων, ανεξάρτητα αν φέτος έσπασε η «παράδοση» των τελευταίων χρόνων να επιλέγονται από συγκεκριμένες συστημικές εφημερίδες «ΤΟ ΒΗΜΑ» και την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ».

Μόνο το 2003 υπήρχε μια σημαντική εξαίρεση. Το κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη, «Η Άνοδος της Ασηµαντότητας», όπου εκτός των άλλων είχε «πέσει» και το παρακάτω θέμα: Να αναπτύξετε µε 80-100 λέξεις το νόηµα της παρακάτω άποψης του συγγραφέα: «Η ανάπτυξη, βέβαια, των ανθρώπων αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροϊόντων θα απαιτούσε µιαν άλλη οργάνωση της εργασίας, η οποία θα έπρεπε να παύσει να είναι αγγαρεία και να γίνει πεδίο προβολής των ικανοτήτων του ανθρώπου».

Φαντάζεστε τη Νίκη Κεραμέως με ταγάρι;

Τι να απαντήσουν οι υποψήφιοι και τι να διορθώσουν οι βαθμολογητές στην ερώτηση για το ταγάρι; Πόση «σοφία», άραγε κρύβει η ερώτηση που επιδιώκει να βάλει τους υποψηφίους «στη θέση της αφηγήτριας»; Τι να απαντήσουν τα παιδιά που δεν ξέρουν καν τη λέξη ταγάρι, άσχετα από την επεξήγηση που δόθηκε. Βέβαια μην πείτε στους ιεροεξεταστές ότι η Νίκη Κεραμέως και οι ομοϊδεάτες – ισσές της δε θα κρατούσαν ποτέ «ταγάρι» που είναι ιδεολογικοπολιτικά χρωματισμένο και ό,τι αυτό συμβολίζει. Άλλωστε η Νίκης Κεραμέως και οι όμοιοι – ες της δε σπουδάζουν στο ελληνικό πανεπιστήμιο είναι οι γόνοι της κυρίαρχης τάξης που βαφτίζει το ταξικό συμφέρον της «εθνικό» και κάθε προσπάθεια υποταγής, εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων  «σωτηρία της πατρίδος» Αυτό θα ήταν μια αιρετική, «εκτός θέματος» απάντηση».

Οι «κοτσάνες» της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων

Πανελλαδικές εξετάσεις στη Νεοελληνική Γλώσσα Λογοτεχνία, χωρίς γκάφες ή κοτσάνες γίνεται;

Δυστυχώς για υποψηφίους, κυρίως, αλλά και βαθμολογητές οι «κοτσάνες» δεν έλειψαν.

Πρώτη και χαρακτηριστική η ενδεικτική απάντηση της ΚΕΕ για το ερώτημα Β2α που αφορούσε τον τίτλο του κειμένου. Σύμφωνα με την ενδεικτική απάντηση το ερώτημα «Γιατί μαθαίνουμε Ιστορία;» είναι ρητορικό. Φυσικά ακόμα και ένας μέτρια προετοιμασμένος υποψήφιος εύκολα διαπιστώνει ότι το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Όσο και αν οι διάφοροι «σοφοί», ακόλουθοι της ΚΕΕ καταφεύγουν σε διάφορα αποσπάσματα και βιβλιογραφία για να μας πείσουν για το αντίθετο στηρίζοντας την άποψη της ΚΕΕ. Τουλάχιστον από αυτά που γράφουν τα σχολικά βιβλία και τα οποία θα πρέπει να παίρνουν υπόψη τους οι θεματοθέτες δεν αποδεικνύεται ότι το ερώτημα είναι ρητορικό, άσχετα αν το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά αποτελεί μια ενδεικτική λεπτομέρεια  ότι η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων ελάχιστη ή και καθόλου σχέση έχει με τη σχολική πραγματικότητα με αποτέλεσμα οι γκάφες και οι «κοτσάνες» στις εξετάσεις να είναι επαναλαμβανόμενες.

Δε χρειάζεται να σταθούμε καν σε θέματα ερωτήματα που αναπαράγουν όλες αυτές τις «μεταμοντέρνες μπούρδες» περί «υφολογικού αποτελέσματος» και άλλων «επικοινωνιακών» δαιμονίων. Πόσο σημαντικό για την πνευματική συγκρότηση των υποψηφίων είναι  να μάθουν τις «μεταμοντέρνες μπούρδες» και να ξεχωρίζουν το «ρητορικό ερώτημα» ή να διακρίνουν την προτρεπτική από την απορηματική υποτακτική και άλλα «μεταμοντέρνα» θέματα για τα οποία ξεσπά «εμφύλιος φιλολογικός πόλεμος», αλλά απαιτούν από τους υποψηφίους να έχουν γνώση;

Ούτως ή άλλως συνολικά η αντιεκπαιδευτική πολιτική στοχεύει στο σχολείο των δεξιοτήτων και όχι της ουσιαστικής γνώσης και γενικής παιδείας. Σε αυτό το πλαίσιο η ήττα της Νεοελληνικής Γλώσσας ως μάθημα χρόνο με το χρόνο γίνεται όλο και πιο βαριά, όλο και πιο οδυνηρή. Στόχος δεν είναι η σε βάθος κατανόηση και κριτική προσέγγιση των κειμένων η γλωσσική καλλιέργεια  των μαθητών παρά η ανάπτυξη κάποιων δεξιοτήτων και ασύνδετων αποσπασματικών γνώσεων.

Ενδεικτικό παράδειγμα η ερώτηση Β1 που παλαιότερα ήταν η ανάπτυξη ή σχολιασμός παραθέματος σε μια παράγραφο. Μας άφησε … χρόνους. Προέχει η άσκηση Σ – Λ ή πολλαπλής … αντιγραφής. Γιατί να μαθαίνουν οι μαθητές να γράφουν σωστά; Πολλοί βολεύονται με αυτό το Σ – Λ στο πλαίσιο της πολιτικής απομόρφωσης της νέας γενιάς. Αφήστε που διορθώνετα εύκολα και «αντικειμενικά». Άλλωστε υπάρχει και η εφαρμογή  «Βαθμολόγος». Σιγά – σιγά δε θα χρειάζονται και οι βαθμολογητές.

Άλλωστε η παραγωγή λόγου συρρικνώνεται παντοιοτρόπως. Από τις 500 – 600 λέξεις φτάσαμε στις 350 – 400. Με στόχο να μην εκφράζουν οι υποψήφιοι ελεύθερα τις προσωπικές τους απόψεις, αλλά να αναπαράγουν αυτές του κειμένου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παραγωγή λόγου το πρώτο ερώτημα διατυπώνεται ως εξής: «να εκφράσετε την άποψή σας για την αξία της ιστορικής γνώσης» (Η υπογράμμιση δική μου). Στις ενδεικτικές απαντήσεις η ΚΕΕ γράφει «οι μαθητές να αξιοποιήσουν δημιουργικά στοιχεία των κειμένων 1 και 2». Η αντίφαση είναι χαρακτηριστική και δείχνει ότι στόχος είναι η χειραγώγηση των υποψηφίων.

Τέτοιες επιλογές θεμάτων καταδυναστεύουν τις εξετάσεις και τη διδασκαλία του μαθήματος με αναχρονιστικές και συντηρητικές απόψεις αποστεώνοντας ακόμα περισσότερο το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας που υποφέρει στην προκρούστεια κλίνη της κυρίαρχης ιδεολογίας με επικίνδυνες περιπλοκές για την πνευματική συγκρότηση και την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών που υποτίθεται ότι είναι ο στόχος του.

Βαριά, λοιπόν, ήττα της Ν. Γλώσσας που αποτελεί προνομιακό μάθημα αναπαραγωγής και εμπέδωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Με αποτέλεσμα να  καταπνίγεται ο αυθορμητισμός και να εθίζονται οι μαθητές στην ανειλικρίνεια και την υποκρισία. Ακόμα περισσότερο ναρκώνεται η κριτική σκέψη και παθητικά γίνονται αποδεκτές οι υποτιθέμενες «αιώνιες και γενικού κύρους αλήθειες», ενώ παράλληλα διαμορφώνονται ανελεύθερες προσωπικότητες.

Ιερά εξέταση και πολυσέλιδοι κατάλογοι «ενδεικτικών απαντήσεων»Χειραγώγηση βαθμολογητών

Ειδικότερα για τους βαθμολογητές οι οδηγίες χειραγώγησης από το Υπουργείο διαμoρφώνουν ακόμα πιο ασφυκτικές συνθήκες. Από σήμερα 75.000 περίπου γραπτά θα περάσουν από την «Ιερά Εξέταση» της Κεντρικής Επιτροπής των Εξετάσεων. Πολυσέλιδοι κατάλογοι «ενδεικτικών απαντήσεων» λειτουργούν ως μέσα χειραγώγησης και αλλοτρίωσης των βαθμολογητών με σκοπό «την ομογενοποίηση της κρίσης», την «αντικειμενική βαθμολόγηση»,  αλλά και για να καλυφθούν αστοχίες ή ασάφειες στη διατύπωση των θεμάτων.

Ο διοικητικός μηχανισμός τη εκπαίδευσης και οι επιτροπές των εξετάσεων που στελεχώνονται με διαδικασίες αδιαφάνειας και πελατειακών σχέσεων επιδιώκουν να διαμορφώσουν στους βαθμολογητές μια διεκπεραιωτική λογική όσον αφορά τη βαθμολόγηση των γραπτών με αποτέλεσμα να πιέζονται να βαθμολογήσουν περισσότερα γραπτά και γρηγορότερα. Με πρόσχημα «την ομογενοποίηση της κρίσης» δίνονται οδηγίες που χειραγωγούν και αλλοτριώνουν τους βαθμολογητές, πολλές φορές, για να καλυφθούν αστοχίες ή ασάφειες στη διατύπωση των θεμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων συγκροτείται όχι από τους «άριστους», αλλά, κυρίως, από αρεστούς και υποτακτικούς στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας  και λειτουργεί  σε ένα πλαίσιο αδιαφάνειας με επίφαση το «αδιάβλητο» των εξετάσεων υλοποιώντας την «γραμμή», ακόμα και στην επιλογή των θεμάτων. Εύλογα για μια ακόμα χρονιά συγκεντρώνει τα πυρά της κριτικής και των αντιδράσεων της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Όσοι νομίζουν ότι εξετάσεις είναι τι να κάνουμε οι υποψήφιοι «πρέπει να βαθμολογηθούν αντικειμενικά» παραβλέπουν ότι οι εξετάσεις επιβάλλουν έναν ολοκληρωτικό έλεγχο στην εκπαιδευτική διαδικασία από το Δημοτικό κιόλας. Οι εξετάσεις γίνονται εργαλεία που μετατρέπουν τη διαδικασία της μόρφωσης σε εξάσκηση για το κυνήγι «χρήσιμων γνώσεων» που αποφέρουν βαθμούς. Σημασία έχει η παροχή «συνταγών επιτυχίας» για τη συλλογή μορίων. Οι μαθητές «μαθαίνουν» τις σχολικές γνώσεις, αρκετοί περνούν με επιτυχία τις εξετάσεις, αλλά δεν τις κατανοούν. Δεν μπορούν να συνδέσουν τις επιμέρους γνώσεις από τα διάφορα  μαθήματα προκειμένου να ερμηνεύσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν μέχρι το πανεπιστήμιο.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, όπου πρωταρχική σημασία έχει ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια «ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών», έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή τους και παρέμβαση σ ΄ όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας.

Πηγή: alfavita

Από τα Τάγματα Ασφαλείας στην πρωθυπουργική «ευτυχία»

«Δείξε μου τον σύμβουλό σου, να σου πω ποιος είσαι», έλεγαν κάποτε οι παλιοί. Το ξαναθυμηθήκαμε με την κυριακάτικη συνέντευξη του πρωθυπουργού στο «Βήμα», όπου το μοναδικό εν ζωή πρόσωπο στο οποίο παραπέμπει (κι αναφέρει ότι συμβουλεύεται) ο κ. Μητσοτάκης είναι ο «σημαντικός ιστορικός μας» (στην πραγματικότητα: πολιτικός επιστήμονας) Στάθης Καλύβας.

Οφείλουμε βέβαια ν’ αναγνωρίσουμε στον Κυριάκο μια οφθαλμοφανή έφεση στην αριστεία, σε σχέση τουλάχιστον με τον πατέρα του: αν εκείνος είχε ως επίσημο σύμβουλό του εξ Εσπερίας έναν απλό αστυνομικό ρεπόρτερ των «New York Times» (Νικ Γκέιτζ), τούτος εδώ συμβουλεύεται κοτζάμ καθηγητή της «Διακυβέρνησης» στην Οξφόρδη. Ποιος είναι όμως ακριβώς ο Στάθης Καλύβας;

Γεννημένος το 1964 και απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Αθηνών (1986), συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο (1993) μ’ ένα θέμα μάλλον άχρωμο: την «Ανοδο της Χριστιανοδημοκρατίας στην Ευρώπη». Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν και οι πρώιμες δημοσιεύσεις του. Ωσπου το 1997, ένα άρθρο του για την εκλογική αντοχή του ΠΑΣΟΚ προανήγγειλε τη δραστική μεταβολή των ενδιαφερόντων του, εντοπίζοντας το κλειδί αυτής της τελευταίας στις «άκρως ισχυρές πολιτικές ταυτότητες» που διαμορφώθηκαν από τα οδυνηρά συλλογικά βιώματα της Κατοχής, του Εμφυλίου και της δικτατορίας.

Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η έρευνά του για τη δεκαετία του 1940 στην Αργολίδα (1997-1999), με μια σύντομη συμπληρωματική βόλτα στην Αλμωπία (2000). Στο μεσοδιάστημα άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά της υπερατλαντικής ιεραρχίας: το 1997 ήταν ήδη σύμβουλος του Ιδρύματος Ωνάση στις ΗΠΑ και λίγο αργότερα σκιαγραφούνταν από τα «Νέα» (9/11/1999) σαν ένα από τα τέσσερα «πρόσωπα-κλειδιά στις νεοελληνικές σπουδές» εκεί.

Οσο αμφιλεγόμενος κι αν είναι ως επιστήμονας, ο (άτυπος) σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη διαπρέπει αναμφίβολα ως προπαγανδιστής ♦ Είτε ξεπλένει τα Τάγματα Ασφαλείας, είτε τη χούντα, είτε το μετεμφυλιακό παρακράτος, η συμβολή του στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας μιας ενιαίας Δεξιάς είναι αποφασιστική.

Στις 29/10/2001, ενάμιση μήνα μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το περιοδικό «New Yorker» θα τον προβάλει πάλι σαν υποδειγματικό ειδήμονα, οι έρευνες του οποίου μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Μεταξύ 2004 και 2018 θα διευθύνει έτσι το «Πρόγραμμα Τάξη – Σύγκρουση – Βία» του Γέιλ, μ’ έναν τουλάχιστον μεταδιδακτορικό υπότροφο ενσωματωμένο στο «Εκπαιδευτικό Κέντρο Αντιεξέγερσης» στο Αφγανιστάν (CTC-A).

Επιστήμη του 70%

Το πρώτο δείγμα της ερευνητικής δουλειάς του για την Ελλάδα, με τίτλο «Κόκκινος Τρόμος: αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής» (2000), ξεκινούσε με τη διακήρυξη πως «αποσκοπεί στην αμφισβήτηση μιας από τις κεντρικές, για την ακρίβεια ηγεμονικές, προσλήψεις στη μελέτη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου: ότι η Αριστερά υπήρξε το κύριο θύμα της βίας». Η βία του ΕΑΜ, ισχυριζόταν, υπήρξε πρωτογενής, ενώ εκείνη των Γερμανών και των συνεργατών τους δευτερογενής και κατ’ επέκταση αμυντική.

Η επικοινωνιακά εύστοχη εισαγωγή κάθε άλλο παρά δικαιωνόταν, ωστόσο, από το κείμενο που ακολουθούσε: τα συμπεράσματα του Καλύβα, πανελλαδικής υποτίθεται εμβέλειας, προέκυπταν από μια προβληματική καταμέτρηση των εκατέρωθεν θυμάτων σε 57 όλα κι όλα χωριά της άκρως συντηρητικής Αργολίδας, σε ενάμισι μόνο από τα τέσσερα χρόνια της Κατοχής.

Παρούσα ακόμη και μια χτυπητή ανατολίτικη λαθροχειρία, bonne pour l’Occident: ο ισχυρισμός του πως ανακάλυψε μια «μη καταγεγραμμένη», άγνωστη μέχρι τότε οικογενειακή εξολόθρευση δωσιλόγων από τον ΕΛΑΣ. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο φονικό μνημονεύεται ρητά στη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική βιβλιογραφία ‒ με το σημερινό όμως όνομα του επίμαχου χωριού (Μιδέα), αντί του προπολεμικού που άλλαξε το 1928 και προτίμησε να χρησιμοποιήσει ο Καλύβας (Γκέρμπεσι). Ποιος να το πάρει όμως είδηση στην αγγλόφωνη Εσπερία;

Οπως παραδέχθηκε ο ίδιος ενδοϋπηρεσιακά σε απολογιστικό κείμενό του το 2002, το «μοντέλο» που προκαταβολικά είχε επεξεργαστεί επιβεβαιώθηκε στην Αργολίδα μόλις κατά 70%· στην Αλμωπία, πάλι, διαψεύστηκε πλήρως. Οι ατυχίες αυτές ουδόλως κλόνισαν όμως τον επιστήμονά μας, που συνέχισε ακάθεκτος την ανοδική του πορεία, πουλώντας την ίδια πάντα, πολιτικά εξυπηρετική, πραμάτεια.

Ως διεθνώς αναγνωρισμένος παίκτης, δεν αισθανόταν άλλωστε υποχρεωμένος να στηρίζει τα πορίσματά του με κάποια εξαντλητική τεκμηρίωση: στο βασικό έργο του, ως πηγή των αριθμών που παραθέτει (για τα θύματα της εκατέρωθεν «βίας» σε κάθε φάση της δεκαετίας του 1940) επικαλείται λ.χ. μιαν απροσδιόριστη «ευρεία επισκόπηση των διαθέσιμων στοιχείων» («The Logic of Violence in Civil War», Κέμπριτζ 2006, σ. 249). Οποιος θέλει, τον πιστεύει.

Η συζητήσιμη επιστημονικότητα της δουλειάς του Καλύβα ουδόλως αναιρεί, ωστόσο, την πολιτική λειτουργικότητα και την επικοινωνιακή ευστοχία της, που τον καθιστούν έναν πρώτης τάξης προπαγανδιστή· λειτούργημα που, μεταξύ άλλων, ασκεί κάθε δεκαπενθήμερο από τις στήλες της «Καθημερινής». Είτε ξεπλένει τη χούντα (18/6/2017) είτε το προδικτατορικό «λεγόμενο παρακράτος» (7/3/2021), οι παρεμβάσεις του στοχεύουν συνήθως στον επαναπροσδιορισμό της συλλογικής ταυτότητας της σημερινής Δεξιάς. Αυτής που χωνεύει δημιουργικά την πάλαι ποτέ παπαδοπουλική ΕΠΕΝ και τη «σώφρονα Χρυσή Αυγή», αποφασισμένη να ξεμπερδέψει οριστικά με τις «παρενέργειες» (διάβαζε: τις δημοκρατικές κατακτήσεις) της επάρατης Μεταπολίτευσης.