Άρθρα

Ο ρόλος του αμερικάνικου «Ταμείου για την Δημοκρατία» στις κινητοποιήσεις της Λευκορωσίας

Στις 24 Αυγούστου 2020, παγκόσμιοι ηγέτες και «ακτιβιστές για τα πολιτικά δικαιώματα» συγκεντρώθηκαν στο Kalinowski Forum στο Πανεπιστήμιο του Vilnius, με στόχο να συνομιλήσουν για το πώς θα «υποστηρίξουν  όσους αγωνίζονται για την ελευθερία στη Λευκορωσία». Στην παρέμβασή του, ο πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος για τη Δημοκρατία (NED), Καρλ Γκέρσμαν, έκανε λόγο για ένα «εξαιρετικό φιλοδημοκρατικό κίνημα που προσπαθεί να αλλάξει το μέλλον της Λευκορωσίας»:

«Πρέπει να επιβεβαιώσουμε εκ νέου τα θεμελιώδη δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης και την ελευθερία της ενημέρωσης. Οι συνεχιζόμενες διακοπές πληροφόρησης στη Λευκορωσία, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης των υπηρεσιών εκτύπωσης σε ανεξάρτητες εφημερίδες και του μπλοκαρίσματος δεκάδων ιστοσελίδων, πρέπει να σταματήσουν χωρίς καθυστέρηση. Όλα αυτά είναι απαραίτητα για την επούλωση του έθνους».

Ο πρόεδρος του NED προέτρεψε επίσης την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, τον τερματισμό της κακομεταχείρισης όσων βρίσκονται υπό κράτηση, καθώς επίσης και την απόδοση ευθυνών στους ενόχους. Οι συμμετέχοντες του συνεδρίου κάλεσαν να αναλάβει δράση η «διεθνής κοινότητα», ώστε να επιβάλλει «νέες και διαφανείς προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές» στη Λευκορωσία, οι οποίες θα υποστηρίζουν τα «δημοκρατικά πρότυπα», και για να καθιερώσουν μια «αμερόληπτη, διεθνή αποστολή για τη μεσολάβηση της τρέχουσας πολιτικής κρίσης». Τονίστηκε επίσης η ανάγκη για συνεχή στήριξη των μη κυβερνητικών οργανώσεων, των δημοσιογράφων και άλλων που «εργάζονται ακούραστα για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών»:

«Ο Λουκασένκο και οι φίλοι του απλά δεν μπορούν να επιστρέψουν στις δουλειές τους ως συνήθως μετά από αυτό το λευκορωσικό καλοκαίρι αλληλεγγύης. Πίστευαν ότι με την απελευθέρωση της τρομοκρατίας θα σταματούσαν τις διαμαρτυρίες και πως ο φόβος θα παραλύσει τον λαό. Αλλά έκαναν λάθος. Πρέπει τώρα να παραδεχθούν την ήττα και να εγκαταλείψουν τη σκηνή. Πρέπει να φύγουν. Πρέπει να υπάρξουν νέες εκλογές, ελεύθερες και δημοκρατικές».

«Ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ρωσίας»

Την ώρα που τα ιμπεριαλιστικά φόρα δρομολογούν ένα πορτοκαλί πραξικόπημα τύπου Μαϊντάν στην Λευκορωσία, με την ενεργό συμμετοχή του Αμερικάνικου Ιδρύματος για την Δημοκρατία (NED), o επικεφαλής της οργάνωσης  που υποστηρίζεται από το αμερικάνικο Κογκρέσο, κατήγγειλε τις «ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ρωσίας», λέγοντας πως «ο Λουκασένκο επέτρεψε να ξεκινήσει σταδιακά μια διαδικασία ήπιας λευκορωσοποίησης», καθώς «ακούσια απελευθέρωσε μια διαδικασία εθνικής αφύπνισης που έχει τώρα οδηγήσει στην άνοδο ενός νέου κυρίαρχου έθνους που έχει το δικαίωμα να καθορίζει το μέλλον του ανεξάρτητα από γεωπολιτικές πιέσεις και ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες».

Την ώρα που λένε τα παραπάνω, η επικεφαλής της λευκορώσικης αντιπολίτευσης Σβετλάνα Τικανόφσκαγια, παραδέχεται πως ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Stephen Biegun έχει ορκιστεί να βοηθήσει την αντιπολίτευση: «Ο Biegun με διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος και ο Αμερικανικός λαός, θα κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να μας στηρίξουν και να μας βοηθήσουν σε αυτή την κατάσταση».

Ύμνοι στην αντικομμουνιστική ημέρα μνήμης 

Ο εκπρόσωπος του NED έκανε ειδική αναφορά στην ανιστόρητη ταύτιση ναζισμού-κομμουνισμού μέσω της «Ευρωπαϊκής ημέρας μνήμης των θυμάτων του σταλινισμού και του ναζισμού»:

«Δεν είναι άνευ σημασίας — καθώς τιμούμε την Ημέρα της Μαύρης Κορδέλας, την επέτειο του Συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν, και θυμόμαστε την απαράμιλλη σφαγή που εξαπέλυσαν – ότι η Λευκορωσία, η καρδιά των αιματοβαμμένων εδαφών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σήμερα το επίκεντρο του παγκόσμιου αγώνα για τη δημοκρατία. Είθε η νέα γέννηση της ελευθερίας στη Λευκορωσία να αποκαταστήσει την ελπίδα των ανθρώπων παντού ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα μεγαλύτερα εμπόδια, και ότι η κυβέρνηση, από και για τον λαό δεν πρόκειται να χαθεί από αυτήν τη γη.».

Όσο οι ιμπεριαλιστές εξισώνουν τον φασισμό με όσους μπήκαν στην κεφαλή του αντιφασιστικού αγώνα, τα φερέφωνά τους καλούν σε ριζοσπαστικοποίηση των συγκεντρώσεων, με το Atlantic Council να δηλώνει ευθαρσώς πως η πορτοκαλί εξέγερση «παραείναι βελούδινη για να νικήσει»:

«Σε αντίθεση με τα γεγονότα στο Κίεβο την περίοδο 2013-14, δεν υπάρχει κανένα μαχητικό πλεονέκτημα στις διαδηλώσεις. Πράγματι, αυτή η επανάσταση είναι τόσο βελούδινη που μερικές φορές αισθάνεται θετικά υπνηλία. Προς το καλύτερο ή το χειρότερο, υπάρχει μια εμφανής απουσία των σκληρών και φανατικών νεαρών ανδρών, ικανών να κάνουν τους φιλελεύθερους να νιώσουν άβολα ή να ηγηθούν της αντίστασης αν και όταν το αυταρχικό κράτος αποφασίσει να αναπτύξει δύναμη(…) Με τη Ρωσία να στέκεται τώρα σταθερά πίσω από τον Λουκασένκο, οι φωτογενείς συγκεντρώσεις και η δράση για απεργία δεν θα είναι αρκετές για να επιφέρουν ιστορική αλλαγή».

Πιο ωμά, ο Ουκρανός τηλεοπτικός παρουσιαστής και γνωστός νεοναζί Ostap Drozdov, δηλώνει πως «πρέπει να θέσουμε με κάποιον τρόπο το ζήτημα της διακοπής της σύνδεσης με όλα τα σοβιετικά στοιχεία», καλώντας τους διαδηλωτές στην Λευκορωσία να γκρεμίσουν τα αγάλματα του Λένιν, καθώς ο «εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας δεν μπορεί να λάβει χώρα κάτω από την σκιά των αγαλμάτων του Λένιν». «Εάν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων σας, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εδώ και σχεδόν ένα μήνα τώρα, δεν έχετε γκρεμίσει αυτόν τον φαλακρό συφιλιδικό ηλίθιο, τότε είστε άχρηστοι», δήλωσε σε βίντεο.

Ουκρανία: Το φασιστικό κίνημα γκρεμίζει το άγαλμα του Λένιν στην πλατεία Μαϊντάν

Ουκρανία: Το φασιστικό κίνημα γκρεμίζει το άγαλμα του Λένιν στην πλατεία Μαϊντάν

Η «επανάσταση των τζίν» 

Μετά την ανατροπή του Μιλόσεβιτς, όπου το NED χρηματοδότησε τους «δημοκρατικούς ακτιβιστές» της οργάνωσης Otpor, οι υποστηρικτές της οργάνωσης επινόησαν το ρητό «σήμερα ο Μιλόσεβιτς…αύριο ο Λουκασένκο». Οι ηγέτες των οργανώσεων νέων της αντιπολίτευσης της Λευκορωσίας συναντιούνται με βετεράνους της Otpor από το 2001, με τον Αμερικάνο πρέσβη στην Λευκορωσία Michael Kozak να οργανώνει την αποστολή νέων ηγετών της αντιπολίτευσης στη Βαλτική. Από τις συναντήσεις αυτές προέκυψε η οργάνωση Zubr, κατά τα πρότυπα της Otpor.

Tο 2004, η κυβέρνηση Lukasenko κατατάχθηκε από την υπουργό Εξωτερικών Rice, ως ένα από τα έξι «φυλάκια τυραννίας», μαζί με τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν, την Κούβα, τη Βιρμανία και τη Ζιμπάμπουε. Την ίδια χρονιά ο George W. Bush υπέγραψε το Νόμο για τη Δημοκρατία της Λευκορωσίας, τον οποίο εισήγαγε ο βουλευτής Christopher Smith, παρέχοντας εκατομμύρια δολάρια σε ομάδες της αντιπολίτευσης στη Λευκορωσία μέσω του Εθνικού Ιδρύματος για τη Δημοκρατία. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές του 2004 ήταν οι πρώτες εκλογές μετά τη γεωργιανή «επανάσταση». Πρόκειται για το έτος που ξεσπά στην Ουκρανία η πρώτη «πορτοκαλί επανάσταση», με την υποστήριξη του NED.

Στις προεδρικές εκλογές του 2006, έκαναν την εμφάνιση τους οι πρώτες κινητοποιήσεις με κύριο σύμβολο τις σημαίες των Λευκορώσων εθνικιστών και τα μπλου-τζιν. Η οργάνωση Zubr πρωταγωνίστησε στην αποτυχημένη «επανάσταση των τζιν», δηλώνοντας πως η οργάνωση χρηματοδοτείται από «από τους φίλους μας, στη Λευκορωσία και εκτός Λευκορωσίας», με τις χρηματοδοτήσεις από το εξωτερικό παραμένουν ασαφείς.

Πιο κατατοπιστικός  υπήρξε ο Barys Garetzky, αναπληρωτής αρχηγός του Μετώπου Malady, που συμμετείχε σε κοινές δράσεις με το Zubr: «Εδώ και πέντε χρόνια συνεργαζόμαστε στενά με τους Σουηδούς Σοσιαλδημοκράτες […] Μέσω της Ουκρανίας, έχουμε μεγάλα σχέδια για συνεργασία με το Ίδρυμα Σόρος, το οποίο ενδιαφέρεται για την καμπάνια ‘Αρκετά!’. Το Ίδρυμα Σόρος έχει βοηθήσει στη συγκέντρωση πολλών οργανώσεων νεολαίας, καλύπτοντας ολόκληρη τη Λευκορωσία».

Στόχοι της εθνικιστικής Zubr είναι η «ένωση και εκπαίδευση των νέων βάσει της λευκορωσικής εθνικής ιδέας, των χριστιανοδημοκρατικών αρχών, μιας κοινωνίας των πολιτών που βασίζεται στα θεμέλια της δημοκρατίας και των ελεύθερων αγορών και στην ανάπτυξη μιας πνευματικά και σωματικά ισχυρής γενιάς». Η οργάνωση το 2015 εγκαινίασε μια αθλητική «πατριωτική» λέσχη με την ονομασία «Πολεμιστής», με τα νεαρά μέλη της να εκπαιδεύονται στα όπλα. Αντίστοιχα, το Μέτωπο Malady έχει συμμετάσχει σε επιθέσεις κατά κομμουνιστών και σοβιετικών μνημείων, ενώ μέλη του πήραν μέρος στο φασιστικό κίνημα του Μαϊντάν στην Ουκρανία.

Ο Protasevich, ηγετικό μέλος του Malady που πρωτοστατεί στις σημερινές κινητοποιήσεις στην Λευκορωσία, συμμετέχει στην καταστροφή ενός αγάλματος του Λένιν στο Μαϊντάν.

Το NED υποστήριξε ενεργά τις οργανώσεις νέων που συμμετείχαν στην «επανάσταση των τζιν», όπως το πολωνικό Δημοκρατικό Κέντρο Ανατολικής Ευρώπης (IDEE). Η Μαρίνα Σουμπίνα της αμερικανικής πρεσβείας στο Μινσκ έλεγε απλώς ότι «η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει ένα ευρύ φάσμα ομάδων νέων και πιστεύει ότι η ανάπτυξη δημοκρατικών αξιών μεταξύ των νέων αποτελεί προτεραιότητα της αμερικανικής κυβερνητικής βοήθειας». H Κοντολίζα Ράις συνταντήθηκε την ίδια περίοδο με εκπροσώπους του Zubr.

Στην πόλη Λίντα, περίπου 175 χιλιόμετρα από το Μινσκ, νεαροί ακτιβιστές βανδάλισαν το άγαλμα Λένιν της πόλης με κόκκινο χρώμα, κατά την 99η επέτειο από της Επανάστασης των Μπολσεβίκων

Στην πόλη Λίντα, περίπου 175 χιλιόμετρα από το Μινσκ, νεαροί ακτιβιστές βανδάλισαν το άγαλμα Λένιν της πόλης με κόκκινο χρώμα, κατά την 99η επέτειο από της Επανάστασης των Μπολσεβίκων

Το NED συνεχίζει να αποσταθεροποιεί την Λευκορωσία

Σε έγγραφο που αφορά την χρηματοδότηση του Εθνικού Ταμείου για την Δημοκρατία από το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, αποκαλύπτεται ο ρόλος του Ταμείου σε μια σειρά επιχειρήσεις «αλλαγής καθεστώτος», μεταξύ αυτών και στην Λευκορωσία. Μάλιστα σύμφωνα με το ντοκουμέντο:

«Η χρηματοδότηση για το οικονομικό έτος 2014 θα επικεντρωθεί στις επερχόμενες εκλογές στις χώρες προτεραιότητας της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Στην Ουκρανία, το NED θα βοηθήσει ένα ευρύ φάσμα ΜΚΟ, πολιτικών κομμάτων, συνδικαλιστικών ενώσεων, επιχειρηματικών ενώσεων και ανεξάρτητων ΜΜΕ, εν όψει των εκλογών του 2015. Το NED, ο ηγετικός χορηγός των ΗΠΑ στη Λευκορωσία, θα εκμεταλλευτεί την πολιτική και οικονομική κρίση της χώρας και θα ενθαρρύνει τη δημοκρατική αντιπολίτευση να ενωθεί, να αγωνιστεί για μεταρρυθμίσεις και να προωθήσει τη δημοκρατική αλλαγή γύρω από τις εκλογές του 2015».

Τον Απρίλη του 2018 ο Protasevich από την οργάνωση Malady ταξίδευσε στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τη σελίδα του στο Facebook, άρχισε να εργάζεται για το ραδιοφωνικό σταθμό Euroradio που υποστηρίζει η USAID στη Λευκορωσία.

Οντότητες που υποστηρίζουν την Euroradio.fm, πρώην εργοδότη του Roman Protasevich της Nexta, συμπεριλαμβανομένου του USAID και του Πολωνικού Ιδρύματος Αλληλεγγύης. Πηγή: http://euroradio.fm/

Οντότητες που υποστηρίζουν την Euroradio.fm, πρώην εργοδότη του Roman Protasevich της Nexta, συμπεριλαμβανομένου του USAID και του Πολωνικού Ιδρύματος Αλληλεγγύης. Πηγή: http://euroradio.fm/

Μόνο την χρονιά που μας πέρασε το Εθνικό Ταμείο για την Δημοκρατία χρηματοδότησε τουλάχιστον 34 προγράμματα και οργανισμούς στη Λευκορωσία, δαπανώντας συνολικά τρία εκατομμύρια δολάρια.

Ο πρώην Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, Γουέσλεϊ Κλάρκ, δήλωσε σε συνέντευξή του:

«Στην απίθανη περίπτωση που αποχωρήσει ο Λουκασένκο, οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα πρέπει να προσφέρουν ανθρωπιστική, οικονομική και ποικίλη νομική και πολιτική βοήθεια μέσω οργανισμών όπως το Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία. Μια προσφορά για ένταξη στο ΝΑΤΟ θα ήταν τόσο πρόωρη όσο και αποσταθεροποιητική».

Στο παραπάνω πλαίσιο το NED και τα άλλα ιμπεριαλιστικά ιδρύματα, έρχονται να παίξουν το ρόλο του δούρειου ίππου στα πλαίσια του υβριδικού πολέμου του ευρωατλαντικού άξονα, όπως εύστοχα έχει χαρακτηρίσει το Ταμείο ο συγγραφέας Γουίλιαμ Μπλούμ.

Πηγή: Kommon

Ο Μέγας Αναπροσανατολισμός: Ο Λίβανος κοιτάει ανατολικά

Το κακόγουστο déjà vu που φέτος ζω στην Χώρα των Κέδρων κορυφώνεται αυτές τις μέρες.

Άρχισε δειλά-δειλά με τις τεράστιες διαδηλώσεις εν μέσω κρίσης χρέους τον περασμένο Οκτώβρη. Συνέχισε όταν επιβλήθηκαν άτυπα capital controls. Γιγαντώθηκε με τις ουρές στα ΑΤΜ και τις μολότοφ στις τράπεζες πριν τον κορονοϊό.

Κάποια στιγμή επεκτάθηκε και σε δημόσια πρόσωπα. Π.χ. ένας επιφανής αριστερός οικονομικός δημοσιογράφος, ο Μohammad Ζbeeb, θύμιζε μετεμψύχωση Βαρουφάκη. Ίδια καράφλα, ίδια καφρίλα εναντίον του.

Σήμερα το déjà vu είναι η καθημερινότητα μου. Μισθοί σε ελεύθερη πτώση, η ανεργία και η ακρίβεια σκαρφαλώνουν, το ΔΝΤ προ των πυλών με ακονισμένα μαχαίρια.

Οι ΗΠΑ βάζουν όρους για να έρθει το ΔΝΤ: να κόψει η χώρα όλους τους δεσμούς με Συρία, ενώ κάτι γραφικοί διαδηλώνουν ενάντια στα όπλα της Χεζμπολάχ πετώντας την μπάλα στην εξέδρα – μόνο το aperol στο χέρι τους λείπει.

Είναι η λιβανέζικη εκδοχή του “Mένουμε Eυρώπη”. Με την διαφορά ότι εδώ πολλοί, παρά πολλοί, θέλουν να… πάνε Ανατολή.

Η γεωπολιτική-οικονομικη στροφή της χώρας προς τα ανατολικά (Συρία, Ιράκ, Ιράν και στο βάθος Κίνα), μόλις κατατέθηκε ως πρόταση στο τραπέζι από τα χείλη του Χασάν Νασράλα, του γενικού γραμματέα της Χεζμπολάχ.

“Δεν χρειαζόμαστε τους Αμερικανούς. Ο κόσμος είναι μεγάλος, ο κόσμος είναι ανοιχτός, υπάρχουν πολλοί και κάλοι φίλοι” είπε ο Νασράλα, ως άλλος Ανδρέας.

Στα σοβαρά όμως: Ο “Μέγας Αναπροσανατολισμός” της χώρας φαίνεται πως είναι η απάντηση του αυτό-ονομαζομενου “Άξονα της Αντίστασης” απέναντι στον οικονομικό πόλεμο που διεξάγουν ανοιχτά πια οι ΗΠΑ.

Αυτές άλλωστε έδειξε ο Νασράλα πίσω από την εξαφάνιση των δολαρίων στην αγορά, γεγονός που στέλνει τις τιμές και την λαϊκή αγανάκτηση στα ύψη.

Και αν αυτό μένει ακόμα να αποδειχθεί, οι ΗΠΑ μόλις επέβαλλαν αβάσταχτες οικονομικές κυρώσεις στην Συρία και σε όσους συνεργάζονται μαζί της – με την υπερψήφιση του Caesar Αct από το αμερικανικό Κογκρέσο.

Η Συρία, ακόμα και θανάσιμα τραυματισμένη, είναι καίριος σιτοβολώνας, βασική πηγή αγροτικών και φαρμακευτικών προϊόντων και το μοναδικό ανοικτό χερσαίο σύνορο του Λιβάνου.

Οι κυρώσεις έχουν ήδη καταρρακώσει την οικονομία της Συρίας, η φτώχεια απλώνεται παντού, απειλώντας να αποτελειώσει ό,τι άφησε όρθιο ο πόλεμος.

Ο Καίσαρας της Αυτοκρατορίας δείχνει τα δόντια του, έτοιμος να τα βυθίσει στις σάρκες άλλης μιας αραβικής χώρας.

Για να την σώσει από τον γκρεμό θέλει λάφυρο στο ΔΝΤ την κρατική περιουσία και δώρο στο Ισραήλ τα όπλα της αντίστασης.

Κραδαίνοντας κυρώσεις, θέτει τον Λίβανο σε αναγκαστικό δίλημμα.

Είτε υποταγή στο δυτικό γεωπολιτικό στρατόπεδο είτε οικονομικός πόλεμος, και πιθανή ρότα προς εμφύλιο πόλεμο.

Οι Λιβανέζοι μετά το τέλος του εμφυλίου το 1990 ζουν με τον φόβο του κάθε μέρα. Στις μνήμες, στα μπαούλα, ακόμα και στο κοινοβούλιο βλέπουν παλιούς πολεμάρχους με γραβάτες.

Το φάντασμα του εμφυλίου απλώνεται πάνω από την χώρα, ειδικά κάθε φορά που η γεωπολιτική μέγγενη σφίγγει, επαναφέροντας το εκβιαστικό δίλημμα μεταξύ Δύσης (και των συμμάχων της στον Νότο, βλ. Ισραήλ και Σαουδική Αραβία) ή Ανατολής (και των συμμάχων της στον Βορρά, βλ. Ρωσία).

Αυτό το δίλημμα δεν τίθεται και από τους δύο πόλους ισόμετρα, ωστόσο.

Δεν πρόκειται για δυο άλογα που τραβούν πεισμωμένα το ένα προς την Δύση, το άλλο προς την Ανατολή.

Το δίλημμα στον Λίβανο δεν τίθεται από το Ιράν, την Συρία, την Κίνα – που ζητούν συνεργασία, όχι αποκλειστικότητα.

Το δίλημμα “ή με εμάς ή εναντίον μας” μπαίνει μόνο από αυτούς που διαφημίζουν την δημοκρατία ως υπέρτατο εξαγωγικό τους αγαθό.

Από αυτούς των οποίων οι ιδρυτικές αρχές είναι η ελευθερία και η ισότητα…

Από αυτούς των οποίων το μήνυμα στους ιθαγενείς της Μέσης Ανατολής είναι “καθολική υποταγή ή καταστροφικός πόλεμος”.

Και αν προς τις αυτοχθονικές αραβικές μάζες το δίλημμα μπαίνει με ανοιχτά αποικιοκρατικούς όρους, δεν συμβαίνει το ίδιο προς τις ελίτ τους και σε χώρες πάνω στο γεωπολιτικό-γεωγραφικό σύνορο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Εκεί το δίλημμα μπαίνει με ορούς οριενταλισμού, αυτού του εξευγενισμένου ιού της αποικιοκρατίας.

Ο νοητός οριενταλιστικός μεσημβρινός παρουσιάζεται σήμερα ως πολιτισμικό σύνορο μεταξύ της “πεφωτισμένης Δύσης” και της “βάρβαρης Ανατολής”.

Αρχίζει ενίοτε από Ελσίνκι, περνάει από Βαρσοβία και Βιέννη, κατεβαίνει Βελιγράδι και Σοφία, διασχίζει τα Σκόπια, διχαλιάζει μεταξύ Ισταμπούλ και Αθήνας και μετά ανοίγεται προς Λευκωσία και Βυρητό.

Οι αναλογίες με το αποικιοκρατικής έμπνευσης “σύνορο πολιτισμού” (frontier) κατά την εξάπλωση του ευρωπαϊκού εποικισμού της αμερικανικής ηπείρου είναι αυταπόδεικτες για τα θύματα, αλλά ανύπαρκτες για τους φανατικούς καταναλωτές του.

Τι και αν αυτά τα ρατσιστικά ψευτοδιλήμματα τα βάζει σχεδόν πάντα η πεφωτισμένη Δύση;

Τι και αν σε αυτά χώρες, όπως η Τουρκία απαντούν με πολύπλοκη και πολύπλευρη αναψηλάφηση της ταυτότητας τους, την οποία οι μετα-αποικιοκρατες βαφτίζουν ως ένα άλλο δίλημμα (πχ. κεμαλικοι ή νεο-οθωμανοί);

Τι και αν στα θολά νερά του οριενταλιστικού συνόρου ψαρεύουν αβέρτα και οι προοδευτικοί της Ευρώπης και της Ελλάδας, προβάλλοντας ανάκατα το Ιράν, το ISIS και τους Ταλιμπάν ως απόλυτα μεγέθη στον παγκόσμιο μετρητή βαρβαρότητας και ανελευθερίας;

Αυτό που συμβαίνει σήμερα στον Λίβανο, δεν συμβαίνει μόνο στον Λίβανο.

Συμβαίνει σε κάθε μέρος που βρίσκεται πάνω στο νοητό, μεταφερόμενο σύνορο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Αυτό μπορεί να βρίσκεται στο κέντρο της Βυρητού, στο μετρό του Παρισιού, στα παράλια της Λέσβου, στο μυαλό όλων μας, όπου και αν βρισκόμαστε, όσο μακριά κι αν πήγαμε για να ξεφύγουμε από το δίλημμα και την πίεση να απαντηθεί έτσι ή αλλιώς.

Σκέφτομαι τελικά ότι το déjà vu που ζω σήμερα είναι η νέμεση απέναντι στην ύβρη που επιτέλεσα κάμποσα χρόνια πριν. Όταν, κυνηγημένος από την απόλυτα καταφατική αποδοχή του διλήμματος στην χώρα όπου γεννήθηκα, βρήκα καταφύγιο στον Λίβανο.

Τώρα το δίλημμα με βρήκε και εδώ. Κανένα καταφύγιο. Ο Μέγας Αναπροσανατολισμός εμπρός μας.

Η “ώρα του Τσέρνομπιλ” για τον Τραμπ: Οι ΗΠΑ ίσως πάψουν να είναι η απόλυτη υπερδύναμη στον κόσμο και να μην επανέλθουν

Οι ΗΠΑ ίσως και να φτάνουν στο δικό τους “Τσέρνομπιλ”, καθώς αποτυγχάνουν να ηγηθούν στη μάχη κατά της επιδημίας του κορωνοϊού. Όπως συνέβη και με το πυρηνικό ατύχημα στη Σοβιετική Ένωση το 1986, η κατακλυσμιαία καταστροφή εκθέτει συστημικές αποτυχίες που έχουν ήδη αποδυναμώσει την αμερικανική ηγεμονία στον πλανήτη. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της πανδημίας, κανείς δεν αναζητά σήμερα μία λύση την κρίση από την Ουάσινγκτον.

Η πτώση της αμερικανικής επιρροής έγινε ορατή αυτήν την εβδομάδα στις τηλεδιασκέψεις των ηγετών του πλανήτη, στις οποίες η διπλωματική στρατηγική των ΗΠΑ αναλώθηκε σε μία αποτυχημένη προσπάθεια να πείσουν τους υπόλοιπους να υπογράψουν ένα κοινό ανακοινωθέν που αναφερόταν στον “ιό της Wuhan”, πράγμα που αποτελούσε μέρος μίας καμπάνιας ενοχοποίησης της Κίνας για την επιδημία του κορωνοϊού. Η δαιμονοποίηση των άλλων ως αντιπερισπασμός για τις προσωπικές του αποτυχίες αποτελεί βασικό στοιχείο της πολιτικής τακτικής του Τραμπ. Ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής του Άρκανσας, Τομ Κότον, δήλωσε στο ίδιο μοτίβο ότι “η Κίνα εξαπέλυσε αυτήν την επιδημία στον κόσμο και η Κίνα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ευθύνες”.

Η αποτυχία των ΗΠΑ εκτείνεται όμως πέρα από το τοξικό πολιτικό στυλ του Τραμπ: η αμερικανική κυριαρχία στον πλανήτη από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει τις ρίζες της στην μοναδική ικανότητα των ΗΠΑ να διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους μέσω της πειθούς ή της απειλής ή της χρήσης βίας. Όμως η αποτυχία της Ουάσινγκτον να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στον Covid-19 καταδεικνύει ότι αυτό δεν ισχύει πλέον και αποκρυσταλλώνεται η αντίληψη ότι αυτή ακριβώς η αμερικανική ικανότητα εξανεμίζεται. Αυτή η αλλαγή στάσης είναι σημαντική, καθώς οι υπερδυνάμεις, όπως η Βρετανική Αυτοκρατορία παλιότερα, η Σοβιετική Ένωση στο πρόσφατο παρελθόν και οι ΗΠΑ σήμερα, στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό και σε μία ορισμένη “μπλόφα”. Δεν τις παίρνει να θέτουν υπό αμφισβήτηση το προφίλ της απόλυτης υπερδύναμης πολύ συχνά, καθώς δεν μπορούν να εμφανίζονται ως ηττημένες: η μεγαλοποιημένη εικόνα της βρετανικής ισχύος κατέρρευσε παταγωδώς μετά την κρίση του Σουέζ το 1956 και το ίδιο συνέβη και με τη Σοβιετική Ένωση στην περίπτωση του πολέμου του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980.

Η κρίση του κορωνοϊού είναι το αντίστοιχο της κρίσης του Σουέζ και του Αφγανιστάν για την Αμερική του Τραμπ. Στην πραγματικότητα, οι κρίσεις αυτές φαίνονται μικρές μπροστά στην κρίση του κορωνοϊού, η οποία θα έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις, καθώς κάθε χώρα του πλανήτη είναι ένα πιθανό θύμα της κρίσης αυτής και αισθάνεται την απειλή. Μπροστά σε αυτήν την πραγματικά μεγάλη κρίση, η αποτυχία της κυβέρνησης του Τραμπ να διοικήσει να υπευθυνότητα, αποδεικνύεται εξαιρετικά επιζήμια για την θέση των ΗΠΑ στον πλανήτη.

Η πτώση των ΗΠΑ συνήθως αντιμετωπίζεται ως το αντίστοιχο αποτέλεσμα της ανόδου της Κίνας – και η Κίνα έχει πράγματι, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, επιτύχει να ελέγξει την επιδημία στο έδαφός της. Οι Κινέζοι είναι αυτοί που στέλνουν αναπνευστήρες και ιατρικό προσωπικό στην Ιταλία καθώς και μάσκες στην Αφρική. Οι Ιταλοί σημειώνουν ότι οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. αγνόησαν στο σύνολό τους την απελπισμένη έκκληση της Ιταλίας για ιατρικό εξοπλισμό και ότι η Κίνα ήταν η μόνη χώρα που ανταποκρίθηκε. Μέσω μίας κινεζικής φιλανθρωπικής δράσης στάλθηκαν 300.000 μάσκες στο Βέλγιο μέσα σε ένα κοντέινερ που έγραφε απ’ έξω το σύνθημα “Ισχύς εν τη ενώσει” στα γαλλικά, τα φλαμανδικά και τα κινέζικα.

Τέτοιες πρακτικές άσκησης “ελαφράς” επιρροής, ίσως έχουν περιορισμένα αποτελέσματα μέχρι η κρίση αυτή να τελειώσει, όμως είναι πιθανό να έχουν μακροχρόνια αποτελέσματα. Πάντως, όσο διαρκεί η κρίση, το μήνυμα που εκπέμπεται προς τα έξω είναι ότι η Κίνα μπορεί να παρέχει απαραίτητο εξοπλισμό και τεχνογνωσία και ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν. Αυτές οι αλλαγές στην αντίληψη των πραγμάτων δεν εξαφανίζονται εν μία νυκτί.

Οι προφητείες που ήθελαν τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε κατάσταση παρακμής έχουν υπάρξει πάμπολλες ακόμη και από την εποχή που οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν ως η παγκόσμια υπερδύναμη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όμως η προαναγγελθείσα πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας αναβαλλόταν συνεχώς ή έβλεπε τις άλλες μεγάλες δυνάμεις να παρακμάζουν με μεγαλύτερη ταχύτητα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Σοβιετική Ένωση. Οι επικριτές των θεωριών που θέλουν τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε πτωτική πορεία επισημαίνουν ότι, ενώ οι ΗΠΑ δεν κυριαρχούν πλέον στην παγκόσμια οικονομία στο βαθμό που το έκαναν παλιότερα, έχουν ακόμη 800 στρατιωτικές βάσεις ανά τον κόσμο και έναν στρατιωτικό προϋπολογισμό 748 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Όμως η αδυναμία του αμερικανικού στρατού να αξιοποιήσει την τεχνολογική του υπεροχή για να κερδίσει τους πολέμους στη Σομαλία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ έχει καταδείξει πόσο λίγο απέδωσαν οι γιγαντιαίες στρατιωτικές δαπάνες.

O Τραμπ δεν ξεκίνησε νέους πολέμους παρά την επιθετική ρητορική του, όμως έχει αξιοποιήσει την δύναμη του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών περισσότερο από αυτήν του Πενταγώνου. Μέσω της επιβολής ασφυκτικών οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν και της απειλής για οικονομικό πόλεμο σε άλλες χώρες, έχει καταστήσει εμφανή το βαθμό του αμερικανικού ελέγχου στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Όμως τα παραπάνω επιχειρήματα σχετικά με την άνοδο ή την πτώση των ΗΠΑ ως οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης παραβλέπουν ένα σημαντικό σημείο που κανονικά θα έπρεπε να θεωρείται προφανές. Η πραγματική πτώση των ΗΠΑ ως παγκόσμιας υπερδύναμης, όπως αυτή αποτυπώνεται παραδειγματικά στην κρίση του κορωνοϊού, δεν έχει τόσο να κάνει με τα όπλα ή το χρήμα, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τον ίδιο τον Τραμπ, που αποτελεί τόσο σύμπτωμα όσο και αιτία της αμερικανικής παρακμής.

Με απλά λόγια, οι ΗΠΑ δεν είναι πια μία χώρα που ο υπόλοιπος κόσμος θέλει να μιμηθεί, και εάν το κάνουν, οι μιμητές τείνουν συνήθως να είναι αυταρχικοί και εθνικιστές δημαγωγοί ή δικτάτορες. Ο θαυμασμός τους είναι καλοδεχούμενος για τις ΗΠΑ: παρατηρήστε τον εναγκαλισμό του Τραμπ με τον Ινδό εθνικιστή πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι και την προσπάθεια του να καλλιεργήσει μία νέα γενιά αυταρχικών ηγετών, όπως ο Κιμ στη Βόρεια Κορέα και ο Διάδοχος του Στέμματος Μοχάμεντ στη Σαουδική Αραβία.

Τόσο οι δημοκρατικοί όσο και οι απολυταρχικοί κυβερνώντες θα ενισχυθούν, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, από την πανδημία, καθώς σε καιρούς οξείας κρίσης οι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν τις κυβερνήσεις τους ως σωτήρες που ξέρουν τι να κάνουν.

Όμως, δημαγωγοί όπως ο Τραμπ και οι αντίστοιχοι με αυτόν ανά τον κόσμο, σπανίως αποδεικνύονται ικανοί να διαχειριστούν μία πραγματική κρίση, καθώς έχουν ανέλθει στην εξουσία εκμεταλλευόμενοι τα εθνικά και ακραία αισθήματα μίσους, μετατρέποντας τους πολιτικούς τους αντιπάλους σε αποδιοπομπαίους τράγους και μεγενθύνοντας τα δικά τους “μυθικά” επιτεύγματα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του παραπάνω φαινομένου είναι ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας, Μπολσονάρο, που κατηγορεί τους πολιτικούς αντιπάλους του και τα μήντια ότι “εξαπατούν” τους Βραζιλιάνους σχετικά με τους κινδύνους του κορωνοϊού. Η ολιγωρία της κυβέρνησης ως προς την εφαρμογή οποιουδήποτε περιοριστικού της κυκλοφορίας μέτρου είναι τέτοια, ώστε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, σε τρεις τουλάχιστον φτωχογειτονιές οι μόνοι που ανακοίνωσαν και επέβαλαν απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 8 το βράδυ ήταν τα τοπικά καρτέλ των ναρκωτικών (σ.μτφ. Το άρθρο γράφτηκε πριν το “φιλικό πραξικόπημα” του στρατού στις 4/4/2020).

O Τραμπ πάντα διέπρεπε στο να εκμεταλλεύεται και να παροξύνει τους διαχωρισμούς εντός της αμερικανικής κοινωνίας, παρέχοντας απλοϊκές “λύσεις” σε φαντασιακές κρίσεις, όπως ήταν το χτίσιμο του περίφημου τείχους, προκειμένου να σταματήσει η είσοδος μεταναστών από την Κεντρική Αμερική στις ΗΠΑ. Τώρα όμως που βρίσκεται αντιμέτωπος με μία πραγματική κρίση ποντάρει στο ότι αυτή θα είναι σύντομη σε διάρκεια και λιγότερο οξεία από όσο εκτιμούν οι ειδικοί. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την δημοτικότητά του να αυξάνεται, πιθανότατα επειδή οι φοβισμένοι άνθρωποι προτιμούν να ακούν καλά νέα, παρά δυσάρεστα. Μέχρι στιγμής, οι χειρότερες εξάρσεις του ιού έχουν εντοπιστεί στη Νέα Υόρκη, τη Βοστόνη και άλλες πόλεις, στις οποίες ο Τραμπ δεν είχε ποτέ πολλούς υποστηρικτές. Εάν όμως ο ιός εξαπλωθεί με την ίδια δριμύτητα στο Τέξας και στη Φλόριντα, τότε η αφοσίωση ακόμη και του πυρήνα των υποστηρικτών του Τραμπ ίσως να εξανεμιστεί.

Ο λόγος που οι ΗΠΑ είναι πιο αδύναμες ως χώρα είναι επειδή σε επίπεδο κατεστημένου έχουν διαιρεθεί και αυτοί οι διχασμοί θα βαθαίνουν όσο ο Τραμπ βρίσκεται στην εξουσία. Μέχρι στιγμής, έχει αποφύγει την πρόκληση σοβαρών διεθνών κρίσεων και οι κακοί του χειρισμοί στην επιδημία του κορωνοϊού δείχνουν ότι σοφά δεν το έπραξε. Πολώνει μία ήδη διχασμένη κοινωνία και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος της παρακμής των ΗΠΑ.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: antapocrisis

Αυτοκρατορία και Πλήθος

Ο Σαμίρ Αμίν γράφει για τις θεωρίες που διατύπωσαν οι Νέγκρι και Χαρντ στα βιβλία τους “Αυτοκρατορία” και “Πλήθος”. Στέκεται κριτικά απέναντί τους από τη σκοπιά της μαρξιστικής κριτικής στον ιμπεριαλισμό, αποδομώντας τη μεταμοντέρνα και ιδεαλιστική τοποθέτηση περί “αυτοκρατορίας”, η οποία αγνοεί σκόπιμα την έννοια και την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού, υποβιβάζοντάς τον σε αποικιοκρατία. Δημοσιεύτηκε το 2005, την εποχή που η σύγχυση για τη παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού ήταν κυρίαρχη. Ο Σαμίρ Αμίν θεωρεί ότι το κεφάλαιο δρα υπερεθνικά, όμως ο έλεγχός του ασκείται σε εθνικό επίπεδο και η ανάγκη κρατικών συγκροτήσεων που να το στηρίζουν, εξακολουθεί να ισχύει. Κριτικάρει τη θέση των Χαρντ και Νέγκρι για ανάδυση των “υποκειμενικοτήτων” του πλήθους στη θέση των κοινωνικών τάξεων, όπως και τη συνολική πολιτική κουλτούρα του αμερικανικού φιλελευθερισμού που διαπνέει το έργο τους και αποδομεί τις βασικές θέσεις της Αυτοκρατορίας (“ο ιμπεριαλισμός είναι ξεπερασμένος”) και του Πλήθους (“το άτομο έχει γίνει υποκείμενο της ιστορίας”).

Μεταϊμπεριαλιστική αυτοκρατορία ή ανανεωμένη επέκταση του ιμπεριαλισμού;

Οι Michael Hardt και Antonio Negri επέλεξαν να ονομάσουν το σημερινό παγκόσμιο σύστημα “Αυτοκρατορία”.* Η επιλογή αυτού του όρου αποσκοπεί στη διάκριση των βασικών συστατικών χαρακτηριστικών του από εκείνα που ορίζουν τον “ιμπεριαλισμό”. Ο ιμπεριαλισμός σε αυτόν τον ορισμό περιορίζεται στην αυστηρά πολιτική του διάσταση, δηλαδή στην επέκταση της επίσημης εξουσίας ενός κράτους πέρα από τα σύνορά του, συγχέοντας έτσι τον ιμπεριαλισμό με την αποικιοκρατία. Επομένως, ο αποικιοκρατισμός δεν υφίσταται πλέον, ούτε ο ιμπεριαλισμός. Αυτή η κούφια πρόταση ικανοποιεί τον κοινό αμερικανικό ιδεολογικό λόγο, σύμφωνα με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά κράτη, δεν φιλοδοξούσαν ποτέ να σχηματίσουν μια αποικιακή αυτοκρατορία προς όφελός τους και επομένως δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι “ιμπεριαλιστικές” (και επομένως δεν είναι σήμερα πια ούτε χθες, όπως μας υπενθυμίζει ο Μπους). Η ιστορική υλιστική παράδοση προτείνει μια πολύ διαφορετική ανάλυση του σύγχρονου κόσμου, με επίκεντρο τον εντοπισμό των προϋποθέσεων για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, ιδιαίτερα των κυρίαρχων τμημάτων του. Μεταφερόμενη σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανάλυση αυτή καθιστά έτσι δυνατή την ανακάλυψη των μηχανισμών που παράγουν την πόλωση του πλούτου και της εξουσίας και κατασκευάζουν την πολιτική οικονομία του ιμπεριαλισμού.

Οι Hardt και Negri αγνοούν επιμελώς κάθε ανάλυση που έχει γραφτεί σχετικά, όχι μόνο από μαρξιστές αλλά και από άλλες σχολές της πολιτικής οικονομίας. Αντ’ αυτού, αναλαμβάνουν τον νομικισμό ενός Maruice Duverger ή τη χυδαία πολιτική επιστήμη του αγγλοσαξονικού εμπειρισμού. Έτσι, ο “ιμπεριαλισμός” γίνεται ένα κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονται στο χώρο και στο χρόνο διάφορες “αυτοκρατορίες”, όπως η ρωμαϊκή, η οθωμανική, η βρετανική ή γαλλική αποικιακή, η αυστροουγγρική, η ρωσική και η σοβιετική. Η αναπόφευκτη κατάρρευση αυτών των αυτοκρατοριών σχετίζεται με “ανάλογες αιτίες”. Αυτό είναι πολύ πιο κοντά σε μια επιφανειακή δημοσιογραφία παρά σε οποιαδήποτε σοβαρή ανάγνωση της ιστορίας. Αλλά και πάλι, ικανοποιούν την τρέχουσα μόδα (μετά την “πτώση του τείχους του Βερολίνου”).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού και του παγκόσμιου συστήματος κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας περιλάμβανε ποιοτικούς μετασχηματισμούς σε όλους τους τομείς. Άλλο πράγμα είναι όμως να ενστερνίζεται κανείς τον κυρίαρχο λόγο σύμφωνα με τον οποίο η “επιστημονική και τεχνολογική” επανάσταση θα παράγει, από μόνη της, μορφές οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης του πλανήτη που “ξεπερνούν” εκείνες που συνδέονταν, μέχρι πρόσφατα, με την υπεράσπιση των “εθνικών συμφερόντων” και, επιπλέον να θεωρεί ότι αυτή η εξέλιξη θα είναι “θετική”. Ο λόγος αυτός προχωρεί στη βάση σοβαρών απλουστεύσεων. Τα κυρίαρχα τμήματα του κεφαλαίου λειτουργούν πράγματι στον υπερεθνικό χώρο του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά ο έλεγχος αυτών των τμημάτων παραμένει στα χέρια χρηματοπιστωτικών ομίλων που εξακολουθούν να είναι έντονα “εθνικοί” (δηλαδή, με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Γερμανία, αλλά όχι ακόμη σε μια “Ευρώπη” που δεν υπάρχει ως τέτοια σε αυτό το επίπεδο). Επιπλέον, η οικονομική αναπαραγωγή του συστήματος είναι, σήμερα όπως και χθες, αδιανόητη χωρίς την παράλληλη εφαρμογή των “πολιτικών” που διαμορφώνουν τις παραλλαγές του. Η καπιταλιστική οικονομία δεν υφίσταται χωρίς “κράτος”, παρά μόνο στην ιδεολογική και κενή Βίβλο του φιλελευθερισμού. Δεν υπάρχει ακόμη κανένα υπερεθνικό, “παγκόσμιο” κράτος. Τα πραγματικά ερωτήματα, που αποφεύγονται από τον κυρίαρχο λόγο της παγκοσμιοποίησης, αφορούν τις αντιφάσεις μεταξύ των λογικών της παγκοσμιοποιημένης συσσώρευσης των κυρίαρχων τμημάτων του κεντρικού καπιταλισμού (των “ολιγοπωλίων”) και εκείνων που διέπουν την “πολιτική” του συστήματος.

Το σύστημα των Hardt και Negri, που παρουσιάζεται με τον ευχάριστα ηχηρό όρο “Αυτοκρατορία”, ξεκινά, λοιπόν, από το αφελές όραμα της παγκοσμιοποίησης που προσφέρει ο κυρίαρχος λόγος. Σύμφωνα με αυτό το όραμα, η υπερεθνικοποίηση έχει ήδη καταργήσει τον ιμπεριαλισμό (και τον ιμπεριαλισμό σε σύγκρουση), αντικαθιστώντας τον με ένα σύστημα στο οποίο το κέντρο είναι ταυτόχρονα πουθενά και παντού. Η αντίθεση κέντρου/περιφέρειας (που ορίζει την ιμπεριαλιστική σχέση) έχει ήδη “ξεπεραστεί”. Οι Hardt και Negri επαναλαμβάνουν εδώ τον κοινότοπο λόγο, σύμφωνα με τον οποίο, εφόσον υπάρχει ένας “πρώτος κόσμος” “πλούτου” στον “τρίτο κόσμο” και ένας “τρίτος κόσμος” φτώχειας στον πρώτο, δεν έχει νόημα να αντιπαραθέσουμε τον πρώτο και τον τρίτο κόσμο μεταξύ τους. Σίγουρα υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί στην Ινδία, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού όλοι μας εξακολουθούμε να ζούμε σε κοινωνίες με ταξική διαίρεση, ενταγμένες στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Σημαίνει αυτό ότι οι κοινωνικοί σχηματισμοί της Ινδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πανομοιότυποι; Μήπως η διάκριση μεταξύ του ενεργού ρόλου ορισμένων στη διαμόρφωση του κόσμου και του παθητικού ρόλου άλλων, οι οποίοι μπορούν μόνο να “προσαρμοστούν” στις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, δεν έχει κανένα νόημα; Στην πραγματικότητα, η διάκριση αυτή είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Στην προηγούμενη φάση της σύγχρονης ιστορίας (1945-1980), οι σχέσεις ισχύος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών και των κυριαρχούμενων χωρών ήταν τέτοιες που η “ανάπτυξη” της περιφέρειας ήταν στην ημερήσια διάταξη, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο οι τελευταίες να διεκδικήσουν τον εαυτό τους ως ενεργό παράγοντα στο μετασχηματισμό του κόσμου. Σήμερα οι σχέσεις αυτές έχουν αλλάξει δραματικά υπέρ του κυρίαρχου κεφαλαίου. Ο λόγος της ανάπτυξης έχει εξαφανιστεί και έχει αντικατασταθεί από αυτόν της “προσαρμογής”. Με άλλα λόγια, το σημερινό παγκόσμιο σύστημα (η “Αυτοκρατορία”) δεν είναι λιγότερο ιμπεριαλιστικό αλλά περισσότερο ιμπεριαλιστικό από το προηγούμενο!

Οι Hardt και Negri θα το είχαν αντιληφθεί αυτό αν είχαν λάβει υπόψη τους μόνο όσα έχουν γράψει οι εκπρόσωποι του κυρίαρχου κεφαλαίου. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, δεν το έχουν κάνει καθόλου αυτό. Ωστόσο, όλα τα μεγάλα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου (Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι) δεν κρύβουν τους στόχους του σχεδίου τους: να μονοπωλήσουν την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του πλανήτη, προκειμένου να συνεχίσουν τον σπάταλο τρόπο ζωής τους, ακόμη και αν αυτό γίνεται εις βάρος άλλων λαών- να εμποδίσουν οποιαδήποτε μεγάλη ή μεσαίου μεγέθους δύναμη να γίνει ανταγωνιστής ικανός να αντισταθεί στις εντολές της Ουάσιγκτον- και να επιτύχουν αυτούς τους στόχους με στρατιωτικό έλεγχο του πλανήτη.

Οι Hardt και Negri έχουν απλώς υιοθετήσει τον σημερινό διάλογο στον οποίο, αφού ο “εθνικισμός” και ο “κομμουνισμός” έχουν ηττηθεί οριστικά, η επιστροφή ενός παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού συνιστά αντικειμενική πρόοδο. Οι “ανεπάρκειες” του συστήματος, αν υπάρχουν, μπορούν να διορθωθούν μόνο μέσα από τη λογική του ίδιου του συστήματος και όχι με την καταπολέμησή του. Έτσι, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους για τους οποίους ο Negri προσχώρησε στις τάξεις της ατλαντικής Ευρώπης και κάλεσε να στηρίξει το σχέδιό της για ένα υπερφιλελεύθερο σύνταγμα υποταγμένο στην Ουάσιγκτον. Αλλά η πραγματική ιστορία του “εθνικισμού” και του “κομμουνισμού” δεν έχει καμία σχέση με όσα λέει γι’ αυτήν η φιλελεύθερη προπαγάνδα. Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί που εμπνεύστηκαν από τον εθνικισμό και τον κομμουνισμό σε τρεις δεκαετίες στο κράτος πρόνοιας των δυτικών σοσιαλδημοκρατιών, στις χώρες του πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού και στις εμπειρίες του ριζοσπαστικού εθνικολαϊκισμού στον τρίτο κόσμο ανάγκασαν το κεφάλαιο να κάνει προσαρμογές στις κοινωνικές απαιτήσεις που προκύπτουν από τη λογική της δικής του κυριαρχίας και απώθησαν τις φιλοδοξίες του ιμπεριαλισμού. Αυτοί οι μετασχηματισμοί ήταν τεράστιοι και σε μεγάλο βαθμό θετικοί, παρά τα όρια που επέβαλε ο ανεπαρκώς ριζοσπαστικός χαρακτήρας των εν λόγω εγχειρημάτων. Η (προσωρινή) επιστροφή του φιλελευθερισμού που κατέστη δυνατή λόγω της διάβρωσης και στη συνέχεια της κατάρρευσης των σχεδίων της προηγούμενης περιόδου της σύγχρονης ιστορίας δεν είναι ένα “βήμα προς τα εμπρός”, αλλά ένα αδιέξοδο.

Τα αληθινά ερωτήματα που αφορούν τον σύγχρονο κόσμο μπορούν να διατυπωθούν μόνο με την εγκατάλειψη του φιλελεύθερου λόγου των Hardt και Negri. Για τα ζητήματα αυτά έχουν παραχθεί σημαντικές και, φυσικά, ποικίλες θέσεις, μεταξύ άλλων από την οπτική γωνία ενός ανανεωμένου ιστορικού υλισμού, τον οποίο οι Hardt και Negri αγνοούν. Θα αρκεστώ εδώ στο να υπενθυμίσω τις γενικές γραμμές των θέσεων που έχω προτείνει για το θέμα. Στο παρελθόν, ο ιμπεριαλισμός εμφανιζόταν ως η διαρκής σύγκρουση μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (στον πληθυντικό). Ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός του ολιγοπωλιακού κεφαλαίου έχει πλέον οδηγήσει στην εμφάνιση ενός “συλλογικού” ιμπεριαλισμού της τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία). Από αυτή την άποψη, τα κυρίαρχα τμήματα του κεφαλαίου μοιράζονται κοινά συμφέροντα στη διαχείριση των κερδών τους από αυτό το νέο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Όμως η ενιαία πολιτική διαχείριση αυτού του συστήματος έρχεται αντιμέτωπη με την πολλαπλότητα των κρατών. Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της τριάδας δεν έχουν να κάνουν με την απόκλιση των συμφερόντων μεταξύ των κυρίαρχων ολιγοπωλιακών κεφαλαίων, αλλά με την ποικιλομορφία των συμφερόντων που εκπροσωπούν τα κράτη. Έχω συνοψίσει αυτή την αντίφαση σε μια φράση: η οικονομία ενώνει τους εταίρους του ιμπεριαλιστικού συστήματος, η πολιτική διχάζει τα ενδιαφερόμενα έθνη.

Το πλήθος-κατασκευή της δημοκρατίας ή αναπαραγωγή της ηγεμονίας του κεφαλαίου;

Η φιλελεύθερη ιδεολογία που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό τοποθετεί το άτομο στο προσκήνιο. Δεν έχει σημασία ότι στην ιστορική του κατασκευή κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού το εν λόγω άτομο έπρεπε να είναι ένας μορφωμένος και κάτοχος ιδιοκτησίας, ένας αστός ικανός, ως εκ τούτου, να κάνει ελεύθερη χρήση της Λογικής. Αυτό ήταν μια άφθαρτη απελευθερωτική πρόοδος. Ως κίνημα πέρα από τον καπιταλισμό, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να εκληφθεί ως επιστροφή στο παρελθόν, ως άρνηση του ατόμου. Η αστική δημοκρατία, παρά τα στενά όρια στα οποία την περικλείει ο καπιταλισμός, δεν είναι “τυπική”, αλλά αρκετά πραγματική, έστω και αν παραμένει ατελής. Ο σοσιαλισμός θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός. Προσθέτω όμως σε αυτή τη φράση το απαραίτητο συμπλήρωμα της: δεν θα υπάρξει πλέον δημοκρατική πρόοδος χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο καπιταλισμός. Η δημοκρατία και η κοινωνική πρόοδος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Οι πραγματικά υπάρχοντες σοσιαλισμοί του παρελθόντος σίγουρα δεν σεβάστηκαν αυτή την απαίτηση και νόμιζαν ότι μπορούσαν να επιτύχουν πρόοδο χωρίς δημοκρατία ή με τόσο λίγη δημοκρατία, όσο στον ίδιο τον καπιταλισμό. Αλλά είναι επίσης απαραίτητο να προσθέσουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των υπερασπιστών της δημοκρατίας σήμερα δεν είναι σχεδόν καθόλου πιο απαιτητική και πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι δυνατή χωρίς ορατή κοινωνική πρόοδο, πόσο μάλλον χωρίς να αμφισβητεί τις αρχές του καπιταλισμού. Αφήνουν πίσω τους ο Hardt και ο Negri αυτή την κατηγορία της φιλελεύθερης δημοκρατίας;

Η ατομικιστική βάση της φιλελεύθερης ιδεολογίας καθιερώνει το άτομο ως υποκείμενο της ιστορίας σε τελευταία ανάλυση. Αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι αληθινός, ούτε για την ιστορία των προηγούμενων συστημάτων (τα οποία σύμφωνα με τον ορισμό του Διαφωτισμού αγνοούσαν το άτομο) ούτε καν για την ιστορία του καπιταλισμού, ο οποίος είναι ένα σύστημα που βασίζεται στη σύγκρουση μεταξύ των τάξεων, των πραγματικών υποκειμένων αυτού του κεφαλαίου της ιστορίας. Αλλά το άτομο θα μπορούσε να γίνει υποκείμενο της ιστορίας σε έναν μελλοντικό προηγμένο σοσιαλισμό.

Οι Hardt και Negri πιστεύουν ότι έχουμε φτάσει σε αυτή την ιστορική καμπή, ότι οι τάξεις (μαζί με τα έθνη ή τους λαούς) δεν είναι πλέον τα υποκείμενα της ιστορίας. Αντίθετα, το άτομο έχει γίνει (ή βρίσκεται στη διαδικασία να γίνει). Αυτό το σημείο καμπής δίνει το έναυσμα για τη διαμόρφωση αυτού που ονομάζουν “πλήθος”, το οποίο ορίζεται από την άποψη της “ολότητας των παραγωγικών και δημιουργικών υποκειμενικοτήτων”.

Γιατί και πώς θα μπορούσε να υπάρξει αυτό το σημείο καμπής; Τα κείμενα των Hardt και Negri είναι αρκετά ασαφή ως προς αυτά τα ερωτήματα. Μιλούν για τη μετάβαση στον “γνωστικό καπιταλισμό” ή την ανάδυση της “άυλης παραγωγής”, τη νέα “δικτυωμένη” κοινωνία ή την “αποεδαφοποίηση”. Κάνουν αναφορά στις προτάσεις του Φουκώ σχετικά με τη μετάβαση από την πειθαρχική κοινωνία στην κοινωνία του ελέγχου. Ό,τι έχει ειπωθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια, είτε καλό είτε κακό, ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός, είτε αδιαμφισβήτητο επειδή είναι κοινότοπο είτε έντονα συζητήσιμο, ρίχνεται αθρόα σε ένα μεγάλο καζάνι για την προετοιμασία του μέλλοντος. Μια συλλογή των σημερινών μόδων δεν οδηγεί εύκολα σε πεποίθηση. Η ομοιότητα με τις θέσεις που διατύπωσε ο Manuel Castells σχετικά με τη “δικτυωμένη κοινωνία” και με τις ιδέες που εκλαϊκεύτηκαν από τον Jeremy Rifkin, τον Robert B. Reich και άλλους Αμερικανούς εκλαϊκευτές είναι τέτοια που δικαιούται κανείς να θέσει το ερώτημα: τι νέο και σημαντικό υπάρχει σε όλο αυτό το συνονθύλευμα ιδεών;

Θα προτείνω στη συνέχεια μια άλλη υπόθεση για να εξηγήσω την επινόηση του εν λόγω “πλήθους”. Η στιγμή μας είναι μια στιγμή ήττας για τα ισχυρά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα που διαμόρφωσαν τον εικοστό αιώνα (εργατικά, σοσιαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα). Η απώλεια προοπτικής που συνεπάγεται κάθε ήττα οδηγεί σε εφήμερη αναταραχή και στην πληθώρα αναθεωρητικών προτάσεων που αφενός νομιμοποιούν αυτή την αναταραχή και αφετέρου γεννούν την πεποίθηση ότι αποτελεί ένα “αποτελεσματικό” μέσο για τη “μεταμόρφωση του κόσμου” (ακόμη και χωρίς να το θέλει), με την καλή έννοια του όρου εξάλλου. Μόνο σταδιακά μπορεί κανείς να παγιώσει νέες διατυπώσεις που να είναι και συνεκτικές και αποτελεσματικές, παίρνοντας αποστάσεις από το παρελθόν, αντί να προτείνει μια “ανακατασκευή” του, και ενσωματώνοντας αποτελεσματικά τις νέες πραγματικότητες που παράγει η κοινωνική εξέλιξη σε όλες τις διαστάσεις της. Τέτοιες συμβολές, αμφισβητήσιμες και ποικίλες, σίγουρα υπάρχουν. Δεν συμπεριλαμβάνω τον λόγο των Hardt και Negri μεταξύ αυτών.

Οι προτάσεις που αντλούν οι Hardt και Negri από τον λόγο τους για το “πλήθος” μαρτυρούν, ακόμη και στην ίδια τη διατύπωσή τους, το αδιέξοδο στο οποίο έχουν παγιδευτεί. Η πρώτη από αυτές τις προτάσεις αφορά τη δημοκρατία που, για πρώτη φορά στην ιστορία, βρίσκεται υποτίθεται στα πρόθυρα να γίνει μια πραγματική δυνατότητα σε παγκόσμια κλίμακα. Επιπλέον, το πλήθος ορίζεται ως η “συστατική” δύναμη της δημοκρατίας. Πρόκειται για μια θαυμάσια αφελή πρόταση. Κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση; Πέρα από μερικές επιφανειακές εμφανίσεις (μερικές εκλογές εδώ ή εκεί), οι οποίες προφανώς ικανοποιούν τις φιλελεύθερες δυνάμεις (ιδίως την Ουάσιγκτον), η δημοκρατία -τόσο η αναγκαία όσο και η δυνατή- βρίσκεται σε κρίση. Απειλείται να χάσει τη νομιμοποίησή της προς όφελος των θρησκευτικών ή εθνοτικών φονταμενταλισμών (δεν θεωρώ τα εθνοκρατικά καθεστώτα της πρώην Γιουγκοσλαβίας δημοκρατική πρόοδο!). Οι εκλογές που ανατρέπουν την εξουσία μιας εγκληματικής συμμορίας (π.χ. μιας που βρίσκεται στην υπηρεσία της ρωσικής απολυταρχίας) για να την αντικαταστήσουν με μια άλλη (που χρηματοδοτείται από τη CIA!) αποτελούν πρόοδο για τη δημοκρατία ή μια χειραγωγημένη φάρσα; Δεν είναι η εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού σχεδίου για τον έλεγχο του πλανήτη η αιτία των μετωπικών επιθέσεων που μειώνουν τα βασικά δημοκρατικά δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες; Η φιλελεύθερη συναίνεση στην Ευρώπη, γύρω από την οποία έχουν ενωθεί οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς και της Αριστεράς, δεν βρίσκεται σε διαδικασία απονομιμοποίησης των εκλογικών διαδικασιών; Οι Hardt και Negri σιωπούν για όλα αυτά τα ερωτήματα.

Η δεύτερη πρόταση αφορά την “ποικιλομορφία του πλήθους”. Αλλά οι μορφές και τα περιεχόμενα που ορίζουν τα (ποικίλα) συστατικά του πλήθους προσδιορίζονται ελάχιστα, όπως και οι δυνάμεις που παράγουν ή/και μειώνουν αυτή την ποικιλομορφία. Κατά συνέπεια, σημαντικές αντιφάσεις διατρέχουν όλα τα κείμενα των Hardt και Negri. Για παράδειγμα, η σημερινή παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με αυτούς, υποτίθεται ότι μειώνει τις “διαφορές” μεταξύ κέντρων και περιφερειών (διαφορετικά αυτή η παγκοσμιοποίηση θα παρέμενε ιμπεριαλιστική). Ο πραγματικός κόσμος εξελίσσεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση τονίζοντας τις “διαφορές” και κατασκευάζοντας απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα. Η διαφορετικότητα μέσα στις τοπικές συνιστώσες του συστήματος που αναφέρουν οι Hardt και Negri (στην πραγματικότητα μόνο στις κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης) είναι από μόνη της “διαφορετικής” φύσης: υπάρχουν (μερικές φορές, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες) εθνοτικές ή παρα-εθνοτικές “κοινότητες”, υπάρχουν διαφορετικές θρησκευτικές ή γλωσσικές περιοχές, υπάρχουν επίσης τάξεις, ίσως (!), τις οποίες θα ήταν καλό να επαναπροσδιορίσουμε με βάση τον μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας! Ακόμα και όταν όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις έχουν παραταχθεί, δεν έχει ειπωθεί τίποτε το ιδιαίτερο. Πώς αρθρώνονται μεταξύ τους στην παραγωγή, την αναπαραγωγή και τον μετασχηματισμό των κοινωνικών συστημάτων; Είναι αδύνατο να απαντήσουμε σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα χωρίς να εννοιολογήσουμε αυτό που ονομάζω “πολιτικές κουλτούρες”. Υπάρχουν σοβαρές και θετικές συνεισφορές και σε αυτούς τους τομείς. Σίγουρα, είναι συζητήσιμες, αλλά δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι Hardt και Negri δεν έχουν συνεισφέρει τίποτα εδώ που μπορεί κανείς να αναφέρει προς υποστήριξη της θέσης τους.

Η αντιστροφή που καθιερώνει το άτομο ως υποκείμενο της ιστορίας και το πλήθος ως συστατική δύναμη του δημοκρατικού της προτάγματος είναι μια “ιδεαλιστική” εφεύρεση. Υποθέτει ότι μια αντιστροφή έχει συμβεί στον κόσμο των ιδεών χωρίς μετασχηματισμό των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν υπαινίσσομαι εδώ ότι οι ιδέες είναι πάντα μόνο παθητικές αντανακλάσεις της πραγματικότητας. Έχω αναπτύξει την αντίθετη άποψη, που βασίζεται στην αναγνώριση της αυτονομίας των “περιπτώσεων”. Οι ιδέες μπορεί να είναι μπροστά από την εποχή τους. Το ερώτημα εδώ δεν αφορά αυτή τη γενική πρόταση. Αφορά τις μεταμοντέρνες ιδέες που είναι στη μόδα σήμερα (συμπεριλαμβανομένων των ιδεών των ίδιων των Hardt και Negri): είναι μπροστά από την εποχή τους; Ή μήπως είναι απλώς η αφελής, συγκεχυμένη και αντιφατική έκφραση της πραγματικότητας της στιγμής, μιας στιγμής ήττας που δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί; Υπό αυτές τις συνθήκες το “πλήθος” μπορεί να γίνει μια συστατική πραγματικότητα αναποφάσιστων, ποικίλων και ασύνδετων “διαφορετικοτήτων”. Μπορεί να αποκτήσει την εντύπωση ότι δρα ως “πραγματική δύναμη” (μια ισχυρή εκλογική πλειοψηφία, για παράδειγμα). Αλλά αυτό δεν είναι παρά εφήμερο, προορισμένο να δώσει τη θέση του σε μια αντιφατική αρθρωμένη δομή, όπως πάντα στην ιστορία. Σε μερικά χρόνια, η σελίδα του “πλήθους” θα έχει πιθανότατα γυρίσει, όπως συνέβη με τον εργατισμό (opéraïsme) της δεκαετίας του 1970 και για τον ίδιο λόγο: την εμμονή στο μερικό και το εφήμερο, όπως σημειώνει ο Atilio Boron στο Empire and Imperialism (Zed Books, 2005).

Η πολιτική κουλτούρα που ξεχωρίζει πίσω από τον λόγο των Hardt και Negri είναι αυτή του αμερικανικού φιλελευθερισμού. Αυτή η πολιτική κουλτούρα θεωρεί την Αμερικανική Επανάσταση και το Σύνταγμα που υιοθετήθηκε τότε ως το αποφασιστικό γεγονός για το άνοιγμα της νεωτερικότητας. Η Hannah Arendt, πηγή έμπνευσης για τους Hardt και Negri, γράφει ότι η επανάσταση αυτή ανοίγει την εποχή της “απεριόριστης αναζήτησης της πολιτικής ελευθερίας”. Σήμερα, η ανάδυση του πλήθους, της συστατικής δύναμης μιας δημοκρατίας που “είναι δυνατή για πρώτη φορά σε παγκόσμια κλίμακα”, επισφραγίζει τη (θετική) νίκη της “αμερικανοποίησης του κόσμου”.

Η συσπείρωση στον αμερικανικό φιλελευθερισμό συνοδεύεται αναγκαστικά από την υποτίμηση των διαφορετικών διαδρομών των άλλων εθνών, ιδίως της “παλιάς Ευρώπης”, όπως διατυπώνει η Χάνα Άρεντ όταν αντιπαραβάλλει την Αμερικανική Επανάσταση στον “περιορισμένο αγώνα κατά της φτώχειας και της ανισότητας” στον οποίο ανάγει τη Γαλλική Επανάσταση. Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όλες οι μεγάλες επαναστάσεις της σύγχρονης εποχής (η γαλλική, η ρωσική και η κινεζική) έπρεπε να υποτιμηθούν. Είχαν εξ αρχής μολυνθεί από την “ολοκληρωτική τους τάση”, σύμφωνα με τον αμερικανικό φιλελεύθερο λόγο που έγινε η αιχμή του δόρατος της αντεπανάστασης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποκλειστική επιβίωση του “αμερικανικού μοντέλου”, του οποίου η πρωτοποριακή επανάσταση και το σύνταγμα δεν αμφισβήτησαν καμία από τις αναγκαιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σήμαινε ότι η κληρονομιά εκείνων των επαναστάσεων που είχαν όντως αμφισβητήσει τις καπιταλιστικές ανάγκες (όπως συνέβαινε, αρχής γενομένης από τη ριζοσπαστικοποίηση των Ιακωβίνων στη Γαλλική Επανάσταση) αποκηρύχθηκε. Η καταγγελία της Γαλλικής Επανάστασης (Φρανσουά Φουρέ), ο κοινότοπος αντισοβιετισμός και οι κατηγορίες κατά του μαοϊσμού αποτελούν μερικά από τα σημαντικότερα σημεία αυτής της αντεπανάστασης στην πολιτική κουλτούρα.

Σε αυτόν τον τομέα οι Hardt και Negri παραμένουν εντελώς σιωπηλοί. Αγνοούν συστηματικά όλη την κριτική βιβλιογραφία (ένα μεγάλο μέρος της άλλωστε από τις Ηνωμένες Πολιτείες) για την Αμερικανική Επανάσταση, η οποία διαπίστωσε εδώ και πολύ καιρό ότι το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών κατασκευάστηκε συστηματικά για να αποκλείσει κάθε κίνδυνο “λαϊκής” παρέκκλισης. Η επιτυχία με αυτή την έννοια είναι πραγματική, προκαλώντας τον φθόνο όλων των Ευρωπαίων αντιδραστικών που δεν το κατάφεραν ποτέ (ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν είπε ότι το Σύνταγμα του υπερφιλελεύθερου ευρωπαϊκού σχεδίου ήταν “τόσο καλό” όσο το Σύνταγμα των ΗΠΑ!).

Οι “προσδοκίες” του πλήθους που καθιερώθηκαν ως η συστατική δύναμη του μέλλοντος περιορίζονται σε πολύ λίγα πράγματα: ελευθερία, ιδίως για μετανάστευση, και το δικαίωμα σε ένα κοινωνικά εγγυημένο εισόδημα. Με την αναμφισβήτητη φροντίδα να μην τολμήσει να βγει έξω από όσα επιτρέπει ο αμερικανικός φιλελευθερισμός, το σχέδιο αγνοεί σκόπιμα όλα όσα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κληρονομιά του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, ιδίως την ισότητα που απορρίπτεται από την πολιτική κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς στη μετασχηματιστική δύναμη μιας αναδυόμενης παγκόσμιας (και ευρωπαϊκής) ιδιότητας του πολίτη, ενώ οι πολιτικές που εφαρμόζονται στερούν θεμελιωδώς την αποτελεσματικότητα της ιδιότητας του πολίτη.

Η οικοδόμηση μιας πραγματικής εναλλακτικής λύσης στο σύγχρονο σύστημα του παγκοσμιοποιημένου φιλελεύθερου καπιταλισμού περιλαμβάνει και άλλες απαιτήσεις, ιδίως την αναγνώριση της γιγαντιαίας ποικιλίας των αναγκών και των προσδοκιών των λαϊκών τάξεων σε όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, οι Hardt και Negri αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία στο να φανταστούν τις κοινωνίες της περιφέρειας (85% του ανθρώπινου πληθυσμού). Οι συζητήσεις σχετικά με την τακτική και τη στρατηγική οικοδόμησης μιας δημοκρατικής και προοδευτικής εναλλακτικής λύσης που θα ήταν αποτελεσματική στις συγκεκριμένες και ιδιαίτερες συνθήκες των διαφόρων χωρών και περιοχών του κόσμου δεν φαίνεται να τους ενδιαφέρουν ποτέ. Θα επέτρεπε η “δημοκρατία” που προωθείται από την παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών να υπερβούμε μια εκλογική φάρσα όπως αυτή στην Ουκρανία, για παράδειγμα; Μπορεί κανείς να αναγάγει τα δικαιώματα των “φτωχών” που κατοικούν στον πλανήτη στο δικαίωμα να “μεταναστεύουν” στη χλιδάτη Δύση; Ένα κοινωνικά εγγυημένο εισόδημα μπορεί να είναι ένα δικαιολογημένο αίτημα. Αλλά μπορεί κανείς να έχει την αφέλεια να πιστεύει ότι η υιοθέτησή του θα καταργήσει την καπιταλιστική σχέση, η οποία επιτρέπει στο κεφάλαιο να απασχολεί την εργασία (και, κατά συνέπεια, να την εκμεταλλεύεται και να την καταπιέζει), προς όφελος του εργαζόμενου, ο οποίος θα είναι από εκεί και πέρα σε θέση να χρησιμοποιεί ελεύθερα το κεφάλαιο και έτσι να μπορεί να επιβεβαιώσει τις δυνατότητες της δημιουργικότητάς του;

Η αναγωγή του υποκειμένου της ιστορίας στο “άτομο” και η συνένωση αυτών των ατόμων σε ένα “πλήθος” απαλλάσσουν από τα πραγματικά ερωτήματα που αφορούν την ανασυγκρότηση υποκειμένων της ιστορίας που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της εποχής μας. Θα μπορούσε κανείς να επισημάνει πολλές άλλες σημαντικές συνεισφορές για να αντιταχθεί στη σιωπή των Hardt και Negri πάνω σε αυτό το θέμα. Αναμφίβολα, οι ιστορικοί σοσιαλισμοί και οι κομμουνισμοί είχαν την τάση να αναγάγουν το μείζον υποκείμενο της σύγχρονης ιστορίας στην “εργατική τάξη”. Επιπλέον, αυτή είναι μια μομφή που θα μπορούσε να απευθύνεται στον Νέγκρι του εργατισμού. Στον αντίποδα, πρότεινα μια ανάλυση του υποκειμένου της ιστορίας που διαμορφώνεται από συγκεκριμένα κοινωνικά μπλοκ ικανά, σε διαδοχικές φάσεις λαϊκών αγώνων, να μετασχηματίσουν αποτελεσματικά τους κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης προς όφελος των κυριαρχούμενων τάξεων και λαών.

Στην παρούσα φάση, η ανάληψη της πρόκλησης σημαίνει ότι προχωρά κανείς στη διαμόρφωση δημοκρατικών, λαϊκών και εθνικών ηγεμονικών μπλοκ, ικανών να υπερνικήσουν τις εξουσίες που ασκούν τόσο τα ηγεμονικά ιμπεριαλιστικά μπλοκ όσο και τα ηγεμονικά μπλοκ των κομπραδόρων. Ο σχηματισμός τέτοιων μπλοκ λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένες συνθήκες που διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα, έτσι ώστε κανένα γενικό μοντέλο (είτε στο στυλ του “πλήθους” είτε κάποιο άλλο) δεν έχει νόημα. Σε αυτή την προοπτική, ο συνδυασμός των δημοκρατικών προόδων και της κοινωνικής προόδου θα αποτελέσει μέρος της μακράς μετάβασης στον παγκόσμιο σοσιαλισμό, όπως ακριβώς η επιβεβαίωση της αυτονομίας των λαών, των εθνών και των κρατών θα καταστήσει δυνατή την αντικατάσταση της μονομερούς παγκοσμιοποίησης που επιβάλλει το κυρίαρχο κεφάλαιο (την οποία η Αυτοκρατορία υμνεί!) από μια παγκοσμιοποίηση με διαπραγμάτευση και έτσι θα αποδομήσει σταδιακά το σημερινό ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η εμβάθυνση των συζητήσεων πάνω σε αυτά τα πραγματικά ζητήματα είναι, χωρίς αμφιβολία, πολύ πιο ελπιδοφόρα από την συνέχιση της εξέτασης του τι θα μπορούσε να είναι το “πλήθος”.

Είναι η πολιτική κουλτούρα της αυτοκρατορίας και του πλήθους αντάξια της πρόκλησης;

Η μόδα σήμερα είναι ο “κουλτουραλισμός”, ένα όραμα της ανθρώπινης πολλαπλότητας που θεμελιώνεται σε κάποιες υποτιθέμενες πολιτισμικές αναλλοίωτες, ιδιαίτερα θρησκευτικές και εθνοτικές. Η ανάπτυξη του “κοινοτισμού” και η πρόσκληση για την αναγνώριση της “πολυπολιτισμικότητας” είναι προϊόντα αυτού του οράματος της ιστορίας. Ένα τέτοιο όραμα δεν είναι αυτό της ιστορικής υλιστικής παράδοσης, η οποία επιχειρεί να αρθρώσει τους ταξικούς αγώνες της σύγχρονης εποχής με τις μορφές και τις συνθήκες συμμετοχής των λαών που πλήττονται από το σύστημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Οι αναλύσεις που παράγονται στο πλαίσιο αυτών των ερωτημάτων καθιστούν δυνατή την κατανόηση της ποικιλίας των δρόμων που διανύουν τα διάφορα έθνη και τον εντοπισμό της ιδιαιτερότητας των αντιφάσεων που υπάρχουν στο εσωτερικό των εν λόγω κοινωνιών και στο επίπεδο του παγκόσμιου συστήματος. Οι αναλύσεις αυτές, λοιπόν, περιστρέφονται γύρω από αυτό που ονομάζω διαμόρφωση των πολιτικών πολιτισμών των λαών του σύγχρονου κόσμου.

Το ερώτημα που θέτω εδώ αφορά την πολιτική κουλτούρα που διέπει τα γραπτά των Hardt και Negri. Ανήκει στην παράδοση του ιστορικού υλισμού ή στην παράδοση του κουλτουραλισμού; Στο βιβλίο μου The Liberal Virus (Monthly Review Press, 2004) πρότεινα μια ανάγνωση δύο διαδρομών “ευρωπαϊκής”, από τη μια πλευρά, και αμερικανικής, από την άλλη, που διαμορφώνουν τις πολιτικές κουλτούρες των εν λόγω λαών. Θα υπενθυμίσω εδώ μόνο πολύ συνοπτικά τις γενικές γραμμές του επιχειρήματός μου.

Η διαμόρφωση της πολιτικής κουλτούρας της ευρωπαϊκής ηπείρου είναι το προϊόν μιας διαδοχής διαμορφωτικών μεγάλων στιγμών: του Διαφωτισμού και της εφεύρεσης της νεωτερικότητας, της Γαλλικής Επανάστασης, της ανάπτυξης του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος και της ανάδυσης του μαρξισμού και της Ρωσικής Επανάστασης. Αυτή η διαδοχή των εξελίξεων δεν εξασφάλισε βεβαίως ότι οι διαδοχικές “αριστερές” που παρήγαγαν αυτές οι στιγμές θα αναλάμβαναν την πολιτική διαχείριση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Διαμόρφωσε όμως την αντίθεση Δεξιάς/Αριστεράς στην ήπειρο. Η θριαμβευτική αντεπανάσταση επέβαλε αποκαταστάσεις (μετά τη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση), υποχώρηση από την κοσμικότητα, συμβιβασμούς με τις αριστοκρατίες και τις εκκλησίες και προκλήσεις για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Παρακίνησε με επιτυχία τους ενδιαφερόμενους λαούς να υποστηρίξουν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια του κυρίαρχου κεφαλαίου και, για το σκοπό αυτό, κινητοποίησε τις σοβινιστικές εθνικιστικές ιδεολογίες που γνώρισαν τη μεγαλύτερη δόξα τους την παραμονή του 1914.

Η διαδοχή των στιγμών που συνθέτουν την πολιτική κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι εντελώς διαφορετική. Οι στιγμές αυτές είναι: η εγκαθίδρυση στη Νέα Αγγλία των αντιδιαφωτιστικών προτεσταντικών αιρέσεων- ο έλεγχος της Αμερικανικής Επανάστασης από την αποικιακή αστική τάξη, ιδίως από την κυρίαρχη δουλοκτητική της παράταξη- η συμμαχία του λαού με αυτή την αστική τάξη, η οποία θεμελιώθηκε στην επέκταση των συνόρων που, με τη σειρά της, οδήγησε στη γενοκτονία των Ινδιάνων- και η διαδοχή των μεταναστευτικών κυμάτων που ματαίωσαν την ωρίμανση μιας σοσιαλιστικής πολιτικής συνείδησης και την αντικατέστησαν με τον “κοινοτισμό”. Αυτή η διαδοχή των γεγονότων χαρακτηρίζεται έντονα από τη μόνιμη κυριαρχία της δεξιάς, η οποία κατέστησε τις Ηνωμένες Πολιτείες την πιο “σίγουρη” χώρα για το ξεδίπλωμα του καπιταλισμού.

Σήμερα μια από τις μεγάλες μάχες που θα κρίνουν το μέλλον της ανθρωπότητας στρέφεται γύρω από την “αμερικανοποίηση” της Ευρώπης. Στόχος της είναι να καταστρέψει την ευρωπαϊκή πολιτιστική και πολιτική κληρονομιά και να την αντικαταστήσει με εκείνη που κυριαρχεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η υπεραντιδραστική επιλογή είναι αυτή των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη σήμερα και έχει βρει μια τέλεια μετάφραση στο σχέδιο του ευρωπαϊκού συντάγματος. Η άλλη μάχη είναι αυτή μεταξύ του “Βορρά” του κυρίαρχου κεφαλαίου και του “Νότου”, του 85% της ανθρωπότητας που είναι τα θύματα του ιμπεριαλιστικού σχεδίου της τριάδας. Οι Hardt και Negri αγνοούν το διακύβευμα αυτών των δύο αποφασιστικών μαχών.

Ο κακώς μελετημένος έπαινος που κάνουν για την αμερικανική “δημοκρατία” έρχεται σε έντονη αντίθεση με τα γραπτά αναλυτών που ασκούν κριτική στη βορειοαμερικανική κοινωνία, τα οποία απορρίπτονται εκ των προτέρων επειδή ο “αντιαμερικανισμός” τους τους αποκλείει (στα μάτια ποιου; του αμερικανικού κατεστημένου;). Θα αναφέρω εδώ μόνο το βιβλίο του Anatol Lieven America Right or Wrong: An Anatomy of American Nationalism (Oxford University Press, 2004) του οποίου τα συμπεράσματα συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα δικά μου, παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές και επιστημονικές αφετηρίες μας. Ο Lieven συνδέει την αμερικανική δημοκρατική παράδοση (την πραγματικότητα της οποίας κανείς δεν θα αμφισβητούσε) με τις σκοταδιστικές καταβολές της χώρας (οι οποίες διαιωνίζονται και αναπαράγονται από διαδοχικά κύματα μεταναστών). Η αμερικανική κοινωνία από αυτή την άποψη καταλήγει να μοιάζει πολύ περισσότερο με το Πακιστάν παρά με τη Μεγάλη Βρετανία. Επιπλέον, η πολιτική κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι προϊόν της κατάκτησης της Δύσης (η οποία οδηγεί στο να θεωρούνται όλοι οι άλλοι λαοί “ερυθρόδερμοι” που έχουν δικαίωμα να ζουν μόνο υπό τον όρο να μην εμποδίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες). Το νέο ιμπεριαλιστικό σχέδιο της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ απαιτεί την αναζωπύρωση ενός επιθετικού εθνικισμού, ο οποίος γίνεται στο εξής η κυρίαρχη ιδεολογία και θυμίζει την Ευρώπη του 1914 και όχι την Ευρώπη του σήμερα. Σε κάθε επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι “μπροστά” από την “παλιά Ευρώπη”, αλλά έναν αιώνα πίσω. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το “αμερικανικό μοντέλο” ευνοείται από τη Δεξιά και δυστυχώς από τμήματα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων των Hardt και Negri, που έχουν κερδηθεί από τον φιλελευθερισμό στην παρούσα φάση.

Πέρα από τις δύο θέσεις της Αυτοκρατορίας (“ο ιμπεριαλισμός είναι ξεπερασμένος”) και του Πλήθους (“το άτομο έχει γίνει υποκείμενο της ιστορίας”), ο λόγος των Hardt και Negri παρουσιάζει έναν τόνο παραίτησης. Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην υποταγή στις ανάγκες της τρέχουσας φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Θα μπορέσει κανείς να καταπολεμήσει τις βλαβερές συνέπειές της μόνο αν ενσωματωθεί σε αυτήν. Αυτός είναι ο λόγος της στιγμής της ήττας μας, μιας στιγμής που δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί. Αυτός είναι ο λόγος της σοσιαλδημοκρατίας που νικήθηκε από τον φιλελευθερισμό, των φιλοευρωπαίων που νικήθηκαν από τον ατλαντισμό. Η αναγέννηση μιας αριστεράς που αξίζει το όνομά της, ικανής να εμπνεύσει και να υλοποιήσει την πρόοδο προς όφελος των ανθρώπων, απαιτεί μια ριζική ρήξη με τέτοιου είδους λόγους.

Σημειώσεις

*Michael Hardt και Antonio Negri, Empire (Cambridge: Harvard University Press, 2000) και Multitude: (Νέα Υόρκη: Penguin, 2004). Οι συγγραφείς αυτοί δεν αντιμετωπίζουν ευθέως έναν μεγάλο αριθμό θεμελιωδών ζητημάτων του “τι είναι νέο” στον καπιταλισμό, όπως αυτά που αφορούν τον “γνωστικό” ή χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, την οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής και τη γεωπολιτική. Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν τους κατηγορώ γι’ αυτό, αλλά μόνο για το ότι έχουν βγάλει αδικαιολόγητα συμπεράσματα προς υποστήριξη των ιδεών τους από αυτές τις μη εξετασμένες νέες εξελίξεις. Υπάρχουν πολύ διαφορετικές αναγνώσεις των εν λόγω μετασχηματισμών, τις οποίες θα συζητήσω σε άλλες περιπτώσεις. Η Αυτοκρατορία γράφτηκε πριν από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, γεγονός που δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την αποδοχή από τους Hardt και Negri του χυδαίου προπαγανδιστικού λόγου της Ουάσινγκτον, που ισχυρίζεται ότι επεμβαίνει μόνο κατόπιν λαϊκής απαίτησης, για ανθρωπιστικούς λόγους, για την υπεράσπιση της δημοκρατίας -χωρίς να λαμβάνει στο ελάχιστο υπόψη τα ιδιοτελή υλικά συμφέροντα!

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Αντιπολεμική ανακοίνωση για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή

Η δολοφονία του Ιρανού αξιωματούχου Κασέμ Σουλεϊμανί και άλλων Ιρακινών και Ιρανών στην πρόσφατη αεροπορική επιδρομή στο Ιράκ, η κυνική ανάληψη ευθύνης από τις ΗΠΑ και οι νέες  απειλές Τραμπ για 52 χτυπήματα στο έδαφος του Ιράν, ριψοκινδυνεύουν μια χωρίς επιστροφή ανάφλεξη του πολέμου, ανοίγοντας τις πύλες της κολάσεως για την περιοχή και τους λαούς του κόσμου. Μπροστά στο νέο σχέδιο των ΗΠΑ για την αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή και ενδεχόμενη σύγκρουση μεγάλης κλίμακας σε μια περίοδο όξυνσης των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων με κίνδυνο χρήσης πυρηνικών και άλλων μη συμβατικών όπλων, οφείλουμε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση και να αναλάβουμε αντίστοιχες πρωτοβουλίες.

Είναι η στιγμή να ενώσουμε τη φωνή μας με τα  αντιπολεμικά κινήματα σε όλη τη γη, να καταδικάσουμε τις εγκληματικές ενέργειες των ΗΠΑ και να απαιτήσουμε την αποχώρηση των δυνάμεών τους από τη Μέση Ανατολή.  Ένας τέτοιος αντιπολεμικός προσανατολισμός στην Ελλάδα σημαίνει την εναντίωσή μας στις αμερικανονατοϊκές στρατιωτικές βάσεις, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η περσινή χρησιμοποίηση της Σούδας ως εφαλτήριο για στρατιωτικό χτύπημα στη Συρία και η αναβάθμιση της σε βάση που οι Αμερικάνοι «σταυροφόροι» θα χρησιμοποιούν κατά το δοκούν χωρίς καμία τυπική έγκριση, οι πρόσφατες συμφωνίες για νέες αμερικανονατοϊκές βάσεις και η τοποθέτηση πυρηνικών στον Άραξο δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εφησυχασμού.

Η ενεργή συμμετοχή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ευρωατλαντικού άξονα, η πιο αναβαθμισμένη από ποτέ συνεργασία με το Ισραήλ, κράτος-δολοφόνο και άμεσο συνεργάτη των ΗΠΑ που προωθεί τους πιο φιλοπόλεμους σχεδιασμούς στη Μέση Ανατολή, η πρόσφατη υπογραφή για τον αγωγό East Med και οι αντίστοιχες συμφωνίες με την χούντα της Αιγύπτου, αποτελούν σοβαρούς κινδύνους για την ειρήνη του λαού μας και των λαών της περιοχής, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη και την επικίνδυνη και επιζήμια και για τους δύο λαούς όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Μάλιστα, μέσα σε αυτή την έξαρση της αμερικάνικης επιθετικότητας, αποτελεί πρόκληση η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ.  Θα συμβάλουμε από κοινού ούτως ώστε οι μαζικοί φορείς, με την πλατύτερη δυνατή συσπείρωση, να ορθώσουν ένα τοίχος αντίστασης και να απαιτήσουν:

ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΡΑΝ-ΙΡΑΚ. ΕΞΩ ΟΙ ΗΠΑ ΑΠΟ Μ. ΑΝΑΤΟΛΗ

ΚΑΜΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΥΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΣ

ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΑΠΕΜΠΛΟΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΑΞΟΝΑ ΗΠΑ –IΣΡΑΗΛ- ΑΙΓΥΠΤΟΥ.

ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ – ΟΧΙ ΣΤΟΥΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥΣ

 

Αναμέτρηση,  ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, Αριστερό Ρεύμα, ΔΕΑ, Ιντιφάντα – Αντιμπεριαλιστικό Μέτωπο, κ.ο. Ανασύνταξη, Κρίση και Κριτική, Κ-σχέδιο, ΛΑΕ, Πανελλαδικός Αντιπολεμικός Κινημαντικός Συντονισμός, Παρέμβαση, Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική και Διεθνιστική Αριστερά, Samidoun-Δίκτυο Αλληλεγγύης Παλαιστίνιων Κρατουμένων

Η αμερικανική επιθετικότητα θα ενταθεί – έξω οι βάσεις -καμία διευκόλυνση της Ελλάδας στις ΗΠΑ

Τα ξημερώματα της Παρασκευής αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, στην οποία σκοτώθηκε ο επικεφαλής της «Δύναμης Κουντς» των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, Κασέμ Σουλεϊμανί. Η ενέργεια αυτή βάζει κυριολεκτικά μπουρλότο στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο.

Οι ΗΠΑ, μέσω δηλώσεων του Τραμπ, ισχυρίζονται ότι προχώρησαν σε αυτήν την ενέργεια για να αναχαιτίσουν την διευρυνόμενη ιρανική επιρροή στο Ιράκ, μέσω φιλοϊρανικών οργανώσεων (Καταΐμπ Χεζμπολάχ, Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης). Το «δικαίωμα» των ΗΠΑ να δολοφονούν αξιωματούχους άλλης χώρας σε ξένο έδαφος, συνιστά τον ορισμό του κράτους – τρομοκράτη, εξευτελίζει κάθε έννοια «δικαίου», ξεσκεπάζει την υποκρισία του ΟΗΕ, επιβάλλει ως μοναδική λογική και ηθική την ωμή δύναμη του παγκόσμιου προβοκάτορα, των ΗΠΑ. Αυτό το νέο πλαίσιο «διεθνούς δικαίου», το έχει αποδεχτεί και η Ε.Ε. – η οποία συνέστησε… αυτοσυγκράτηση από όλες τις πλευρές- και βέβαια υπερθεμάτισε ο άλλος περιφερειακός τρομοκράτης και κρατικός δολοφόνος, το Ισραήλ!

Ο αντιπερισπασμός από τις αντιπαραθέσεις εντός του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος είναι υπαρκτός αλλά δεν είναι το κύριο στοιχείο. Οι ΗΠΑ έχουν μια ενιαία στρατηγική (ο Τραμπ την εκφράζει με τη δική του λογική και τακτική) και αφορά τη διαρκή επιβεβαίωση ότι δεν αμφισβητείται η παγκόσμια ηγεμονία τους. Στην οικονομία και στην τεχνολογία η ηγεμονία αυτή κλονίζεται από την Κίνα. Προσπάθειες ανατροπών μη αρεστών καθεστώτων (Βενεζουέλα, Συρία) αποτυγχάνουν. Το γόητρο της Ρωσίας στη Μ. Ανατολή διευρύνεται σταθερά και συστηματικά. Κάθε προσπάθεια εγκαθίδρυσης φιλοαμερικανικών καθεστώτων στη Μ. Ανατολή βρίσκει εμπόδια στον άξονα της Αντίστασης και σε φιλοιρανικές δυνάμεις (Συρία, Ιράκ, Υεμένη). Οι ΗΠΑ απέναντι σε αυτήν την κατάσταση γίνονται πιο επιθετικές. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Είναι εντυπωσιακή η αφωνία της ελληνικής κυβέρνησης όσον αφορά μια τέτοια ωμή παραβίαση κάθε έννοιας δικαίου. Όπως και εντυπωσιακά υποκριτικοί οι ψίθυροι καταδίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Και η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η κυβέρνηση Τσίπρα αναδείχθηκαν στους πιστότερους συμμάχους των ΗΠΑ, έχοντας κάνει τη χώρα χυδαίο παρακολούθημα των αμερικανικών σχεδιασμών. Αμφότεροι πανηγύριζαν το μεσημέρι της ίδιας μέρας, μαζί με το Ισραήλ για τον αγωγό EastMed, μια επιλογή που καμία πρακτική αξία δεν έχει, πέρα από την εμπλοκή μας σε γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που μας βάζουν κι εμάς – και ειδικά τις περιοχές που στρατοπεδεύουν αμερικανικές δυνάμεις όπως τα Χανιά, η Λάρισα, ο Άραξος – στο μάτι του κυκλώνα των «ασσύμετρων απειλών».

Το επιχείρημα ότι οι παραπάνω βάσεις και εκδουλεύσεις είναι απαραίτητες για να μας βλέπουν οι ΗΠΑ με καλό μάτι, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, έχει καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος. Οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ξεκάθαρα ότι δε θα αναμειχθούν σε τυχόν επεισόδιο. Το μόνο που φέρνουν αυτές οι εκδουλεύσεις είναι να βρεθούμε μπλεγμένοι σε αντιπαραθέσεις μεταξύ Ισραήλ-Τουρκίας-Ιράν και άλλων περιφερειακών ανταγωνισμών, μέσα στο γενικό φόντο της έντασης της αμερικανικής επιθετικότητας.

Κάθε προοδευτικός, κάθε λογικός άνθρωπος πρέπει να απαιτήσει εδώ και τώρα:

  • Να κλείσουν οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα
  • Κανένα αεροπλανοφόρο, κανέναν αεροπλάνο, καμία διευκόλυνση για στρωτιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή και εναντίον του Ιράν!

Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

1. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαχρονικά όπως και η σημερινή όξυνση με αφορμή το «μνημόνιο Τουρκίας Λιβύης» καθορίζονται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον τουρκικό επεκτατισμό και αναθεωρητισμό, τον ελληνικό υποχωρητισμό. Αυτά, στο σύνολό τους, συγκροτούν το πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Η όξυνση στις σχέσεις των δύο χωρών καθορίζεται από αυτό το πλαίσιο και δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο σε σύγκρουση με αυτό.

2. Η ιμπεριαλιστική πολιτική, κυρίαρχα των ΗΠΑ και δευτερευόντως της ΕΕ, χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» ρίχνοντας το βάρος χρησιμοποιώντας πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά. Η κυρίαρχη παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπαράγει χαμηλής έντασης συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις και επιτρέπει στρατιωτικά επεισόδια με κορυφαίο στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την εισβολή, κατοχή και εποικισμό της μισής σχεδόν Κύπρου από την Τουρκία. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επιδιαιτητεύει, μοιράζει ρόλους, διατηρεί εστίες έντασης, τις ενεργοποιεί κατά περίσταση, υιοθετεί κράτη και καθεστώτα, «συνετίζει» άλλα. Παρά τη σημερινή κρίση ισχύος και προσανατολισμού, οι ΗΠΑ καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, και βεβαίως και στα ελληνοτουρκικά. Υπό τις επιδιώξεις, τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών εξελίσσονται οι κρίσεις, τα επεισόδια, οι εντάσεις και οι συμφωνίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή όξυνση στο θέμα του καθορισμού των ΑΟΖ γίνεται μετά την ορμητική εισβολή των πολυεθνικών της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο για να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων, αλλά και την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης για το σχεδιασμό των νέων αγωγών ενέργειας που θα ανεξαρτητοποιήσουν τη ροή ενέργειας στην Ευρώπη από τη ρωσική πολιτική.

3. Η Τουρκία αποτελεί μια αναθεωρητική, επεκτατική δύναμη στην περιοχή, καθώς αμφισβητεί συνθήκες και σύνορα. Κάθε λίγα χρόνια προβάλει νέες απαιτήσεις, επιχειρώντας να αντιστοιχίσει μια ανερχόμενη πληθυσμιακά και γεωπολιτικά Τουρκία στον νέο της ρόλο. Αυτές οι νέες απαιτήσεις ξεκινούν στα όρια ή εκτός του διεθνούς δικαίου, επιβάλλονται όμως στην πράξη, καθώς δεν αναιρούνται, δεν αποσύρονται, δημιουργούν εκ των πραγμάτων νέα δεδομένα. Η Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο τόσο για τους τουρκογενείς πληθυσμούς εκτός συνόρων, όσο και ευρύτερα για τους μουσουλμάνους. Με κάθε ευκαιρία διατρανώνει την πρόθεσή της να αναθεωρήσει τα καθιερωμένα σύνορα και τις αποδεκτές διευθετήσεις, ενώ δεν έχει πρόβλημα να εισβάλει σε άλλα κράτη (από την Κύπρο το 1974 ως Αττίλας, μέχρι τη Συρία πιο πρόσφατα και πιο εκλεπτυσμένα), υπό τις ευλογίες ή την ανοχή του ιμπεριαλισμού. Τα τελευταία χρόνια η ηγεσία Ερντογάν –χωρίς καμιά αντιπαράθεση από τους κεμαλιστές αλλά και με την αφωνία της τούρκικης αριστεράς– έχει επιταχύνει αυτή την τάση του τουρκικού κατεστημένου, παρά τα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η ηγεσία της Τουρκίας με τη θεωρία της γαλάζιας πατρίδας, επιχειρεί να ανακτήσει έναν ευρύτερο «ζωτικό χώρο» και να αναδειχθεί ως η σημαντικότερη περιφερειακή δύναμη. Αυτό το δόγμα επιβάλει διαρκώς νέες προκλήσεις, απαιτήσεις, αναθεωρήσεις και κάνει τις πολιτικές κατευνασμού αναποτελεσματικές και αδιέξοδες.

4. Η Ελλάδα παθητικά αναμένει να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ επειδή παριστάνει την αταλάντευτη δυτικόφιλη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή. Ο συγκεκριμένος ρόλος της ελληνικής άρχουσας τάξης δεν είναι συγκυριακός. Προκύπτει διαχρονικά από τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού και οξύνθηκε με τη σχετική υποβάθμισή του την τελευταία δεκαετία. Η παθητική αναμονή του ελληνικού αστισμού να ελεηθεί από τις ΗΠΑ και την ΕΕ στα εθνικά ζητήματα επειδή είναι πειθήνιος στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές, έχει ως αποτέλεσμα τη στρατηγική του κατευνασμού, των διαρκών υποχωρήσεων σε διαδοχικές καινούριες απαιτήσεις της Τουρκίας, την επίκληση του διεθνούς δικαίου, τη διπλωματία των ατελέσφορων ψηφισμάτων στους διεθνείς οργανισμούς. Η συμφωνία του Ελσίνκι που πανηγυρίστηκε ως μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη ήταν έκφραση αυτής της στρατηγικής: Ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, έστω και αν τελεί σχεδόν το μισό τμήμα της υπό κατοχή, υποψηφιότητα της Τουρκίας με τις φρούδες ελπίδες να τη «συνετίσει» η ΕΕ, αποδοχή ενός συνόλου «συνοριακών διαφορών» Ελλάδας – Τουρκίας που ολοένα αυξάνονται. Από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και μετά, μετράμε την διαφορά για την υφαλοκρηπίδα κατά τη δεκαετία του ’70, την αμφισβήτηση των χωρικών υδάτων κατά τη δεκαετία του ’80, το γκριζάρισμα του Αιγαίου και των βραχονησίδων τη δεκαετία του ’90 και σήμερα την ανακήρυξη τουρκικής ΑΟΖ που περνά πάνω από την Κρήτη. Κάθε φορά οι τουρκικές διεκδικήσεις αυξάνονται και η ελληνική απάντηση είναι οι αφελείς προσδοκίες ότι θα «καθαρίσουν» η ΕΕ ή οι ΗΠΑ, ενώ στην πραγματικότητα γίνεται ντε φάκτο αποδοχή νέων, επιπλέον «συνοριακών διαφορών». Ως κατάληξη της συγκεκριμένης στρατηγικής διαμορφώνεται η προσφυγή στη Χάγη, αλλά πλέον, κάθε νέα δεκαετία, το περιεχόμενο της προσφυγής στα Διεθνή Δικαστήρια δεν είναι μόνο ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας (όπως ήταν η αρχική ελληνική θέση), αλλά το σύνολο των τουρκικών αμφισβητήσεων. Και όσο κι αν η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο θεωρώντας ότι είναι με το μέρος της, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων δεν είναι ποτέ πλήρης δικαίωση για κάποιον από τους προσφεύγοντες. Η πίτα θα μοιραστεί, τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού απαιτούν συνεκμετάλλευση και η συνεκμετάλλευση σημαίνει συγκυριαρχία. Επειδή το κόστος μιας τέτοιας κατάληξης θα ήταν ακριβό, ο ελληνικός αστισμός συχνά επέλεγε τη στρατηγική της μη λύσης, της διαιώνισης στον χρόνο, της αναβολής, της κληροδότησης των χειρότερων στους επόμενους. Αυτή ήταν και είναι η μόνη αντιπαράθεση ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και στις κατά καιρούς κυβερνήσεις Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα, Μητσοτάκη. Σε κάθε περίπτωση όμως, το πλαίσιο ήταν και παραμένει κοινά αποδεκτό.

5. Η ανατροπή αυτού του πλαισίου, δηλαδή, και της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής, και του τουρκικού αναθεωρητισμού, και της ελληνικής υποχωρητικότητας και ανάθεσης σε ΕΕ και ΗΠΑ, είναι όρος για την ειρηνική, ομαλή, αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη των λαών της περιοχής, της Ελλάδας και της Τουρκίας.. Δεν υπάρχει διαφορετικός δρόμος πέρα από την συνολική ανατροπή πολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών, που θα ανοίξουν τον δρόμο στην ειρήνη και στη συνεργασία των λαών, χωρίς κινδύνους θερμών επεισοδίων και πολεμικών αναμετρήσεων. Οι επιμέρους «προτάσεις» και στρατηγικές της ελληνικής πολιτικής τάξης, όσο παραμένουν σε αυτό το πλαίσιο και όσο δεν αναμετρώνται με κάθε μία παράμετρό του, θα αποτελούν ανακύκλωση των αδιεξόδων. Ο ελληνικός αστισμός στο σύνολό του, επανέρχεται στην από χρόνια εκφρασμένη λογική της συνεκμετάλλευσης και επομένως της συγκυριαρχίας. Είναι η ιστορική συνέχεια της φράσης «η Κύπρος είναι μακριά» και κάθε φωνής που ισορροπούσε τις εθνικιστικές υστερίες στο εσωτερικό προς όφελος του χυδαίου αστικού πραγματισμού. Η ελληνική άρχουσα τάξη τροφοδότησε συχνά στο παρελθόν εθνικιστικές ρητορείες που όμως ποτέ δεν συγκρότησαν εξωτερική πολιτική και εθνική στρατηγική. Ήταν απλά προς εσωτερική κατανάλωση. Η συμφωνημένη στρατηγική του ελληνικού αστισμού ήταν ο κατευνασμός, η υποχώρηση, η αναμονή από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις «ισχυρές συμμαχίες» της χώρας. Επιμέρους έκφραση αυτής της καθολικά αποδεκτής αστικής στρατηγικής είναι η εξ αριστερών κοσμοπολίτικη τοποθέτηση ενάντια στους εθνικισμούς εκατέρωθεν του Αιγαίου, που μεταφράζει σε πολιτική στρατηγική τις πατριδοκάπηλες ρητορείες της ελληνικής αστικής τάξης και δεν βλέπει καθόλου τις αναθεωρητικές απαιτήσεις της Άγκυρας. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν υπάρχει απλώς ένας ισοβαρής ανταγωνισμός αστικών τάξεων. Πρώτον, δεν είναι ισοβαρής και δεύτερον –και ίσως σημαντικότερο– δεν έχει απολύτως κανένα νόημα αν αποκοπεί από το ευρύτερο ευρωατλαντικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται κρίσεις, εντάσεις και συμφωνίες.

6. Η επαναφορά του ελληνικού αστισμού στη λογική της συνεκμετάλλευσης και συγκυριαρχίας σε όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, έρχεται μετά την κατάρρευση των αφελέστατων προσδοκιών ότι θα είναι συνδαιτημόνας σε ένα πλούσιο τραπέζι κερδών από το οποίο θα έχει αποκλειστεί η Τουρκία. Την τελευταία δεκαετία, η κρίση στα ανατολικά της Τουρκίας (επέμβαση και πόλεμος στη Συρία, Κουρδικό κλπ) και η προσωρινή όξυνση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ δημιούργησαν την αυταπάτη και ότι η γειτονική χώρα είναι υπό διάλυση, βρίσκεται στη μέγγενη των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και επομένως η «σοφότερη» επιλογή για την Ελλάδα είναι να προσδεθεί ασφυκτικότερα από ποτέ στον ευρωατλαντικό άξονα. Η ελληνική αστική τάξη στα χρόνια των μνημονίων θεώρησε ότι τόσο η γεωπολιτική θέση της χώρας, όσο και η συγκυρία στην Ανατολική Μεσόγειο, επιβάλει την κατάργηση οποιουδήποτε ίχνους πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Έγινε δόγμα η πρόσδεση της χώρας σε κάθε τριμερή και κάθε άξονα που δουλεύει για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, με την αφελή προσδοκία ότι την ώρα του λογαριασμού, η Ελλάδα θα προσμετρήσει κέρδη. Η υπόθεση ήταν ότι η Τουρκία που όρθωσε το ανάστημά της στις ΗΠΑ και λοξοκοίταξε και προς τη Ρωσία θα πλήρωνε ακριβά, ενώ η Ελλάδα θα ευνοούνταν, τόσο μέσω γεωπολιτικής αναβάθμισης απέναντι στο «κενό» (που νόμιζαν ότι) θα άφηνε η Τουρκία στην περιοχή, όσο και μέσω των πολυπόθητων επενδύσεων για την εκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ή ακόμα και με χάρες για τα δάνεια του ΔΝΤ. Οι ευσεβείς πόθοι για μια πληθωρική ελληνική ΑΟΖ που συνορεύει με Κύπρο και Αίγυπτο και αποκλείει την Τουρκία, ήταν απότοκο αυτής της προσδοκίας. Φυσικά αξίζει να σημειωθεί ότι η διαφορά στην πολιτική των δύο χωρών και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ανταγωνισμό δύο ισοβαρών αστικών τάξεων, αποκρυσταλλώνεται και στο γεγονός ότι η ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου ή και η ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, δεν ανακηρύχθηκε ποτέ, υπό το φόβο της τουρκικής αντίδρασης. Δεν δημοσιοποιήθηκαν καν συντεταγμένες. Σε αντίθεση με την ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης η οποία ανακηρύχθηκε και κατατέθηκε στον ΟΗΕ και περνά κυριολεκτικά πάνω από τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη.

7. Η ιστορία εκτυλίχτηκε διαφορετικά από τα αφελή σχήματα μιας εξαρτημένης από τον ιμπεριαλισμό αστικής τάξης. Οι ΗΠΑ βγήκαν σχετικά αποδυναμωμένες από την εμπλοκή τους στη Συρία, έχοντας ισχυρά εσωτερικά προβλήματα στο σύστημα εξουσίας τους. Η Τουρκία στην κρίση της Συρίας έπαιξε σε πολλά ταμπλό, δεν θεωρήθηκε «δεδομένη» και «βολική», φτάνοντας συχνά σε οριακό σημείο με τις ΗΠΑ και την ιδιότυπη ηγεσία τους. Η Ελλάδα από την άλλη, κατέληξε να έχει διαρρήξει δεσμούς και σχέσεις με οποιονδήποτε στην περιοχή δεν είναι πιστός υποτελής στους Αμερικανούς. Η ολοσχερής, τυφλή, μονομερής πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ δεν άφησε και δεν αφήνει κανένα περιθώριο πολυδιάστατης και ανεξάρτητης πολιτικής σε όφελος της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Σε αντίθεση με τη γειτονική χώρα που τελικά αντάλλαξε ακριβά την (σίγουρη) παραμονή της στο νατοϊκό στρατόπεδο με πλήθος διεκδικήσεων σε όλες τις κατευθύνσεις, η Ελλάδα θεωρείται (και είναι) απολύτως δεδομένη, πάντα υπάκουη, πάντα ασφυκτικά δεμένη στον ευρωατλαντικό άξονα, χωρίς καν υποψία διαφωνίας ή διαμαρτυρίας σε όφελος των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων. Στην πολιτική αυτή της ελληνικής άρχουσας τάξης, ομονόησαν όλες οι κυβερνήσεις των μνημονίων με εξέχουσα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Α. Τσίπρα που έκανε την Ελλάδα περισσότερο από ποτέ πειθήνιο όργανο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Από τη Συμφωνία των Πρεσπών, μέχρι το κάλεσμα να γεμίσει η Ελλάδα αμερικανικές βάσεις, η ελληνική αστική πολιτική, και με αυτήν, και με την προηγούμενη κυβέρνηση, είναι μονοσήμαντα, τυφλά και άκριτα προσκολλημένη στην εξυπηρέτηση των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Η σημερινή κατάληξη με την συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, οι πανικόβλητες αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η προσφυγή στην ΕΕ ως βρεγμένη γάτα, οι επικλήσεις στο διεθνές δίκαιο και η ολική επαναφορά της γραμμής Σημίτη – Μπακογιάννη για συνεκμετάλλευση και συγκυριαρχία, με συνεπικουρία του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει απλώς ότι το να γίνεις Χατζηαβάτης του ιμπεριαλισμού δεν διασφαλίζει τίποτα πέρα από τον αυτοεξευτελισμό σου.

8. Επί της ουσίας, η ανακήρυξη ΑΟΖ εκ μέρους της Τουρκίας και της Λιβύης που αγνοεί όχι απλά το Καστελόριζο, αλλά την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, είναι πράξη επιθετική και επεκτατική, υπονομευτική κάθε απόπειρας ομαλής και ειρηνικής εξέλιξης. Από την άλλη, είναι προφανές ότι η ελληνική πρόθεση αναγνώρισης πλήρους επήρειας του Καστελόριζου στη διαμόρφωση των ΑΟΖ καθώς και ο περιορισμός της Τουρκίας, ήταν ανεδαφικές ονειρώξεις που δεν θα έστεκαν στα διεθνή δικαστήρια. Η διαχείριση που επιλέγει σήμερα η ελληνική αστική τάξη ενόψει των τουρκικών απαιτήσεων, είναι να επισείσει τον φόβο του πολέμου, των θερμών επεισοδίων και της στρατιωτικής εμπλοκής για να προχωρήσει κατά δόσεις σε «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου. Η ζύμωση, οι διεργασίες, η προετοιμασία της κοινής γνώμης, η επανεμφάνιση Σημίτη, η συναίνεση που διαμορφώνεται ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, δείχνουν «Χάγη» και επομένως μοίρασμα και συγκυριαρχία. Είτε με προηγούμενη επανέναρξη συνομιλιών, είτε με απευθείας προσφυγή, είτε με εκ των προτέρων αναγνώριση ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας στο Αιγαίο, είτε με αποδοχή των αποφάσεων του διεθνούς δικαστηρίου, η κοινή συνισταμένη του αστικού πολιτικού συστήματος είναι η συγκυριαρχία και η συνεκμετάλλευση υπό την επιστασία (και κερδοφορία) των αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών. Το πρόβλημα σε αυτή τη στρατηγική είναι ότι η συγκυριαρχία, πέρα από τα προφανή προβλήματα, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου και τροφοδοτεί την όρεξη για μια ευρύτερη ρευστοποίηση και διαδοχικές αναθεωρήσεις. Τα σύνορα, η εθνική ακεραιότητα, τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν είναι ιδεολογική κατασκευή. Αποτελούν ιστορική δημιουργία. Ορίζουν συσχετισμούς, διαμορφώνουν πραγματικότητες, παράγουν υλικά αποτελέσματα. Το να παριστάνει κανείς τη στρουθοκάμηλο λέγοντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν είναι λύση. Δεν είναι λύση επίσης η προσφυγή σε πολεμοκάπηλες και επικίνδυνες για τους λαούς και τη νεολαία πολιτικές. Ενίοτε οι οξύνσεις οδηγούν σε πολεμικά επεισόδια και μάλιστα ακριβά σε φόρο αίματος. Δεν είναι λύση τέλος, η υπέρβαση των διλημμάτων από περιβαλλοντική και ενεργειακά εναλλακτική σκοπιά, καθώς –αν και το ζήτημα των περιβαλλοντικών κινδύνων είναι σημαντικότατο– οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνονται με αφορμή και όχι μοναδική αιτία την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Η γραμμή της μη εκμετάλλευσης μετατοπίζει απλώς την καυτή πατάτα, παρόλο που σήμερα, υπό αυτούς τους συσχετισμούς, κανείς λαός της περιοχής δεν έχει συμφέρον από το να μετατραπεί η Ανατολική Μεσόγειος σε πεδίο εξορύξεων.

9. Το συμφέρον του ελληνικού λαού και των λαών της περιοχής, άρα και το καθήκον της Αριστεράς, είναι να αποτραπεί κάθε πολεμική περιπέτεια και στρατιωτική εμπλοκή, να μην ρευστοποιηθεί η εθνική κυριαρχία, να μην επιτραπεί η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, να μην δικαιωθεί ο αναθεωρητισμός, να μην τροφοδοτηθούν νέες διεκδικήσεις και επιθετικές ενέργειες, να μην βαθύνει η ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση. Η παραπάνω εξίσωση όμως δεν έχει λύση στο παρόν πλαίσιο. Το πλαίσιο που ορίζεται από την ιμπεριαλιστική εμπλοκή, τον αναθεωρητισμό σε σύνορα και κυριαρχικά δικαιώματα, την υποτέλεια στις ΗΠΑ και την ΕΕ, δεν επιτρέπει τη μόνιμη, ομαλή και ειρηνική λύση του προβλήματος. Η έξοδος από αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο είναι η μοναδική λύση. Απαιτεί όμως κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς, φιλολαϊκές ανατροπές, αντιμπεριαλιστικό και διεθνιστικό αγώνα. Πράγματα δηλαδή που προκαλούν αναφυλαξία στην αστική πολιτική τάξη. Και κατευθύνσεις που οφείλουν να συγκροτήσουν μια αδύναμη σήμερα, αναξιόπιστη και σε σύγχυση (και για αυτό το θέμα) Αριστερά. Δεν γίνεται η Ελλάδα να είναι ο πρόθυμος αυτόχειρας με συμφωνίες για πλεονάσματα και λιτότητα για 40 χρόνια, για τα συμφέροντα των δανειστών. Να είναι πρόθυμη αποθήκη ψυχών της Ευρώπης στη διαχείριση του μεταναστευτικού, ο διαμεσολαβητής για την ένταξη των δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ, ο καλύτερος πελάτης των εμπόρων όπλων των ευρωατλαντικών συμφερόντων. Και ενώ είναι όλα αυτά, Μέρκελ, Πάιατ και λοιποί «σύμμαχοι» δηλώνουν “no comment” στο πρόσφατο μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι η εμμονή στον ευρωατλαντισμό συσσωρεύει νέα αδιέξοδα; Το λαϊκό κίνημα πρέπει να απαιτήσει «να σταματήσουμε να είμαστε το οικόπεδο ΗΠΑ-ΕΕ», «κυρίαρχη πολιτική – βέτο σε όργανα ΕΕ και ΝΑΤΟ», «καμία αναμονή από τους ψεύτικούς φίλους μας», «καμία εμπιστοσύνη στις πολυεθνικές εξορύξεων και στους ιμπερια-ληστές – έξω τώρα από τις ελληνικές θάλασσες»», «καταγγελία του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης», «εφαρμογή δικαιώματος για ανακήρυξη ΑΟΖ, με βάση το διεθνές δίκαιο».

Χωρίς κόμματα, μέτωπα και κινήματα αντιιμπεριαλιστικά και υπέρ της φιλίας των λαών και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, δεν μπορεί να υπάρξει και να κυριαρχήσει μια ανεξάρτητη πολυδιαστατη και φιλειρηνική πολιτική.

Και έχει αποδειχθεί στην ιστορία του 20ου αιώνα ότι τέτοια κινήματα μπορούν να οργανωθούν μόνο από το κίνημα που αμφισβητεί το σύστημα στο σύνολό του, αναγνωρίζει τον ιμπεριαλισμό ως τον βασικό εχθρό των λαών, κάνει συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης γύρω από τα εθνικά ζητήματα

Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση στη θεωρία του ιμπεριαλισμού

Το παρακάτω κείμενο του John Smith αποτελεί την εισήγηση που έκανε στο 16o Συνέδριο Ιστορικού Υλισμού (HM 2019). Το αναδημοσιεύουμε από το kordatos.org σε μετάφραση Δ. Περδίκη. Ο John Smith είναι από τους πιο βασικούς εκπροσώπους της άποψης ότι ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση (μέσω των χαμηλών μισθών) της εργατικής δύναμης της παγκόσμιας Περιφέρειας από τα καπιταλιστικά μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών. Έχει ιδιαίτερη σημασία η αντιπαράθεσή του με την άποψη πολλών σύγχρονων μαρξιστών της Δύσης οι οποίοι θεωρούν απλώς ότι οι μισθολογικές διαφορές είναι διαφορές παραγωγικότητας και δεν αντανακλούν κάποια ειδική, στοχευμένη υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των αναπτυσσόμενων χωρών. Αρνούνται δηλαδή την ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση επικαλούμενοι την υψηλότερη παραγωγικότητα των εργατών στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Πρόκειται για μια άρνηση του ιμπεριαλισμού από τη μεριά ενός “καθαρού” αλλά απλοϊκού μαρξισμού που βλέπει τον σύγχρονο καπιταλισμό ως ένα διαυγές και καθαρό δίπολο κεφαλαίου – εργασίας.

Ο ιμπεριαλισμός και οι αρνητές του

«Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα δόγμα αλλά μια κίνηση· προχωρά εκκινώντας όχι από αρχές, αλλά από γεγονότα» (Engels, 1977, σ. 291).[1] Ευρείες διεθνείς διαφορές στον βαθμό εκμετάλλευσης, η τεράστια παγκόσμια στροφή της παραγωγής και του κέντρου βαρύτητας της βιομηχανικής εργατικής τάξης σε χώρες και περιοχές όπου η εκμετάλλευση είναι πιο έντονη, η δραματικά αυξημένη εξάρτηση εταιρειών που εδρεύουν σε ιμπεριαλιστικές χώρες (και παρομοίως της ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης στις χώρες αυτές) από τα εισοδήματα αυτής της εκμετάλλευσης – αυτά είναι τα πιο σημαντικά γεγονότα του αποκαλούμενου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από όπου πρέπει να εκκινήσουμε.

Ακραίοι βαθμοί εκμετάλλευσης στα εργοστάσια ρούχων στο Μπαγκλαντές, στις κινέζικες γραμμές παραγωγής, σε φυτείες τσαγιού και καφέ και αλλού – πολύ υψηλότεροι από αυτούς που υπομένουν γενικώς οι εργάτες στις ιμπεριαλιστικές χώρες – είναι ένα χειροπιαστό, άμεσα παρατηρήσιμο γεγονός, το οποίο ζουν καθημερινά στη σάρκα τους εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες σε χαμηλόμισθες χώρες. Δε χρειαζόμαστε μια θεωρία για να το γνωρίζουμε αυτό, χρειάζεται απλά να αφαιρέσουμε τις παρωπίδες και να ανοίξουμε τα μάτια μας. Αλλά χρειαζόμαστε όντως μια θεωρία αν πρόκειται να κατανοήσουμε αυτό που βλέπουμε και να επεξεργαστούμε τις συνέπειες που απορρέουν από αυτό.

Αυτό δεν αντιφάσκει με τη θεμελιώδη παραδοχή του μαρξικού νόμου της αξίας ότι η μορφή του μισθού αποκρύβει την εγγενώς εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη, ή την αρχή της υλιστικής διαλεκτικής ότι η αντίθεση μεταξύ ουσίας και φαινομένου είναι ένας νόμος όλων των δυναμικών συστημάτων που περιέχουν αντιθέσεις.[2] Αυτό που κάνει τον ιμπεριαλισμό και την υπερεκμετάλλευση άμεσα ορατά – ακόμη και αν αυτό που είναι ορατό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου – είναι ακριβώς η συστηματική παραβίαση της ισότητας μεταξύ των προλετάριων, και, σε αντιστοιχία με αυτήν, η συστηματική παραβίαση του νόμου της αξίας.

Στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής, ακόμη περισσότερο από προηγούμενα στάδια της ιμπεριαλιστικής εξέλιξης του καπιταλισμού, οι εργάτες δεν είναι εξίσου κινητικοί και δεν είναι εξίσου ελεύθεροι να πωλήσουν την εργασιακή τους δύναμη στον υψηλότερο πλειοδότη. Η αφαίρεση των εμποδίων στη διασυνοριακή ροή εμπορευμάτων και κεφαλαίου έδωσε ώθηση στη μετανάστευση της παραγωγής σε χαμηλόμισθες χώρες, αλλά τα στρατιωτικοποιημένα σύνορα και η αυξανόμενη ξενοφοβία είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα στη μετανάστευση εργατών από τις χώρες αυτές – όχι σταματώντας την τελείως, αλλά αναχαιτίζοντας τη ροή της, και ενισχύοντας το ευάλωτο, δευτεροκλασάτο στάτους των μεταναστών. Κι έτσι, εργοστάσια περνάνε ελεύθερα τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού και περνάνε με ευκολία διά των τειχών του Ευρωπαϊκού Οχυρού, όπως κάνουν και τα εμπορεύματα που παράγονται σε αυτά και οι καπιταλιστές στους οποίους ανήκουν, αλλά τα ανθρώπινα όντα που εργάζονται σε αυτά δεν έχουν κανένα δικαίωμα περάσματος. Αυτή είναι μια παρωδία παγκοσμιοποίησης – ένας κόσμος χωρίς σύνορα για τα πάντα και για τους πάντες εκτός των εργαζόμενων ανθρώπων.

Οι παγκόσμιες μισθολογικές διαφορές μεταξύ ιμπεριαλιστικών και «αναπτυσσόμενων» χωρών, συνήθως μεγαλύτερες του 10:1, και ποτέ λιγότερο από 3:1, σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της κατάπνιξης της ελεύθερης κινητικότητας της εργασίας, παρέχουν μια διαστρεβλωμένη αντανάκλαση των παγκόσμιων διαφορών στον βαθμό εκμετάλλευσης (με απλά λόγια, τον λόγο μεταξύ της αξίας που παράγουν οι εργάτες και αυτού που πληρώνονται σε μισθούς). Η μεγάλης κλίμακας μεταφορά της παραγωγής σε χαμηλόμισθες χώρες στο τέταρτο του αιώνα που οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική κρίση, οδηγούμενη από το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ (Σ.τ.Μ, global labour arbitrage), δηλ. τη μείωση του παραγωγικού κόστους και της αύξησης των κερδών αντικαθιστώντας σχετικά υψηλά αμειβόμενους εργάτες εντός της χώρας με χαμηλόμισθους εργάτες στο εξωτερικό, μια όλο και πιο δημοφιλής στρατηγική, σηματοδοτεί ότι τα κέρδη των εταιρειών που εδράζονται στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στην Ιαπωνία, η αξία όλων των ειδών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν από αυτά τα κέρδη, και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών αυτών των εθνών, έχουν εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους υψηλούς βαθμούς εκμετάλλευσης των εργατών σε χαμηλόμισθα έθνη. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πρέπει επομένως να αναγνωριστεί ως ένα νέο, ιμπεριαλιστικό στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπου ο ιμπεριαλισμός ορίζεται από την οικονομική του ουσία: την εκμετάλλευση της Νότιας ζωντανής εργασίας από τους Βόρειους καπιταλιστές.

Αντί για το ξεπέρασμα του ιμπεριαλισμού και τη σύγκλιση μεταξύ «αναπτυγμένων» και αιωνίως «αναπτυσσόμενων» χωρών, ο ιμπεριαλισμός σήμερα εκδηλώνεται ως ένα παγκόσμιο σύστημα ρατσισμού τύπου απαρτχάιντ, εθνικής καταπίεσης, πολιτιστικής ταπείνωσης, στρατιωτικοποίησης και κρατικής βίας, που μετατρέπει σε κοροϊδία το τυπικό στάτους τους ως ελεύθεροι πολίτες του έθνους τους και του κόσμου, και έχει μετατρέψει τις χώρες τους σε αποθέματα υπερεκμεταλλευόμενης εργασιακής δύναμης για τις διεθνικές εταιρείες και τους προμηθευτές τους από την οποία μπορούν να τρέφονται.

Τίποτα από αυτά δεν κρύβεται. Ο απογυμνωμένος εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού – απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ήταν ακριβώς αυτό – γυμνός, αποκαλυμμένος, εμφανής στον καθένα που έχει μάτια να δει· έτσι είναι και με τον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό του 21ου αιώνα. Η συστηματική παραβίαση της ισότητας μεταξύ προλετάριων επιδρά βαθέως στην παγκόσμια λειτουργία του νόμου της αξίας – πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, δεδομένου ότι οι αξιακές σχέσεις είναι κοινωνικές σχέσεις; Η συστηματική παραβίαση της ισότητας μεταξύ των προλετάριων είναι αδιαμφισβήτητη, και το ίδιο συμβαίνει και με τους αποκλίνοντες βαθμούς εκμετάλλευσης που αναγκαστικά απορρέουν από αυτήν. Ακόμη κι έτσι, πολλοί μαρξιστές δογματικά επιμένουν ότι οι αξιακές σχέσεις της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας είναι ταυτόσημες με αυτές στην εξιδανικευμένη αγορά που αναλύθηκε από τον Μαρξ στην έρευνά του για μια «γενική θεωρία» του κεφαλαίου, και ότι καμία από τις απλοποιητικές παραδοχές που έκανε δε χρειάζεται να χαλαρώσει.[3]

Η μαρξική θεωρία παρέχει τα ουσιαστικά κλειδιά που χρειάζονται για να αποκαλύψει την εκμεταλλευτική και ανταγωνιστική σχέση που κείται κρυμμένη πίσω από την επιφάνεια του φαινομένου της ελευθερίας και ισότητας μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Αλλά αυτό που έχουμε εδώ είναι μια διεστραμμένη αντιστροφή αυτού: η χρήση της μαρξικής θεωρίας όχι για να αποκαλύψει αυτό που είναι κρυμμένο, αλλά για να αποκρύψει αυτό που είναι ευρέως ορατό σε κάθε απαίδευτο μεν, μη προκατειλημμένο δε, παρατηρητή.

Η μαρξιστική άρνηση του ιμπεριαλισμού έρχεται σε διαφορετικές γεύσεις. Ο William Robinsonκαι ο David Harvey ανοιχτά δηλώνουν ότι η εποχή του ιμπεριαλισμού έχει τελειώσει και ότι ο όρος είναι παρωχημένος. Πολλοί άλλοι αποφεύγουν το θέμα όσο μπορούν, και όταν δεν μπορούν να αναφερθούν στον ιμπεριαλισμό με το όνομά του, προτιμώντας ανώδυνους ευφημισμούς όπως «κέντρο και περιφέρεια» ή «αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες», όπως για παράδειγμα ο Robert Brenner, για τον οποίο η παγκόσμια στροφή της παραγωγής σε χαμηλόμισθες χώρες σήμανε «τεράστιες, αν και συχνά περιττές, προσθήκες παραγωγικής ικανότητας στην παγκόσμια αγορά, που τείνει να συμπιέζει τις παγκόσμιες τιμές και κέρδη» (Brenner, 2009, σ. 9) – αλλά όχι μια νέα πηγή υπερκερδών για τις αμερικάνικες και ευρωπαϊκές διεθνικές εταιρείες (Σ.τ.Μ, TNCsTransNational Companies).

Και υπάρχουν και αυτοί που συνεχίζουν να περιγράφουν την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία και τις ηγετικές εταιρείες και έθνη ως ιμπεριαλιστικά, αλλά αρνούνται τη συσχέτιση ή ακόμη και την ύπαρξη των διεθνών διαφορών στον βαθμό εκμετάλλευσης. Ο Παγκόσμιος Ταξικός Πόλεμος, ένα άρθρο στο περιοδικό Καταλύτης (Σ.τ.Μ., Catalyst), είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα από την τελευταία από αυτές τις τάσεις. Σε αυτό, η Ramaa Vasudevan, ασκεί κριτική σε δύο πρόσφατα βιβλία, μεταξύ των οποίων το ένα δικό μου (Smith, 2016), επειδή αναγνωρίζουν την επικαιρότητα της υπερεκμετάλλευσης και διότι ψάχνουν μια θεωρητική έννοια γι’ αυτήν.[4]

Με τα δικά της λόγια,

Ένα επιχείρημα που έχει τεθεί πρόσφατα… ότι οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες εξάγουν ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη υποβάλλοντας τους εργάτες της περιφέρειας σε υπερεκμετάλλευση. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σε αυτές τις διατυπώσεις συστηματικά υποβάλλει τους εργάτες στις ΗΠΑ και τους εργάτες στο Μπαγκλαντές, την Κίνα, και το Μεξικό σε διαφορετικούς βαθμούς εκμετάλλευσης. Ο εργάτης στις ΗΠΑ αντιμετωπίζει έναν χαμηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης, και αυτός ο χαμηλότερος βαθμός επαφίεται στην υπερεκμετάλλευση εργατών στις άλλες χώρες. Αντί για εργάτες ανά τον κόσμο που να βρίσκουν έναν κοινό σκοπό ενάντια στη σφαγή του κεφαλαίου, αυτά τα επιχειρήματα θέτουν τους εργάτες στις ΗΠΑ και τους εργάτες στην περιφέρεια σε δομικά διαχωρισμένες θέσεις, και επίσης εμπλέκουν τους εργάτες στις ΗΠΑ στους μηχανισμούς των ιμπεριαλιστικών προσόδων (Vasudevan, 2019, σ. 112).

Πέραν της ανακρίβειας (τα «εμπλέκουν σε», «δομικά διαχωρισμένες», και «μηχανισμούς ιμπεριαλιστικών προσόδων», επιδέχονται διαφορετικών ερμηνειών), παίρνοντας τις «ΗΠΑ» ως να σημαίνει «ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες», με την επισήμανση ότι «εργάτες στο Μπαγκλαντές, στην Κίνα» κοκ αναφέρεται συγκεκριμένα στο περίπου μισό δισεκατομμύριο αυτών που δουλεύουν σε χαμηλόμισθες βαθμίδες παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, και με την προσθήκη ότι αυτή η παγκόσμια επανάληψη του διαίρει και βασίλευε έχει πολύ διαφορετική δυναμική σε καιρούς κρίσης, όπως τώρα, αυτό λίγο-πολύ συνοψίζει την οπτική μου. Τι φέρνει ως αντεπιχείρημα σε αυτό;

Καθώς το επιχειρηματικό κεφάλαιο του οποίου ηγούνται οι ΗΠΑ εξαπλώνεται και σφίγγει το δίκτυο ελέγχου του πέραν των συνόρων και άμεσα ή έμμεσα εκμεταλλεύεται χαμηλόμισθους εργάτες στη Λατινική Αμερική, την Ασία, και την Αφρική, έχει στη διάθεσή του ένα σημαντικό ευρύτερο απόθεμα εργασίας από το οποίο μπορεί να εξαχθεί και να αξιωθεί υπεραξία. Η πρόσβαση σε αυτό το απέραντο και αυξανόμενο παγκόσμιο απόθεμα εργασίας, και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ εργατών σε αυτό το απόθεμα, επιτρέπει το επιχειρηματικό κεφάλαιο των ΗΠΑ να αυξάνει τον συνολικό βαθμό εκμετάλλευσης. Αυτή είναι η πραγματική σημασία της παγκόσμιας εξάπλωσης του επιχειρηματικού κεφαλαίου των ΗΠΑ και του παγκόσμιου εργασιακού αρμπιτράζ. (ο.π., σ. 130).

Τι είναι ο «συνολικός βαθμός εκμετάλλευσης»; Εννοεί τον παγκόσμιο μέσο όρο; Αν ναι, τότε υπονοείται ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης διαφέρει ανά τον κόσμο. Ή εννοεί ότι υπάρχει μόνο ένας «συνολικός βαθμός εκμετάλλευσης», και ότι οποιεσδήποτε αποκλίσεις από αυτόν είναι μικροσκοπικές και ασήμαντες; Η Vasudevan αποφεύγει αυτές τις προφανείς ερωτήσεις αν και το επόμενο απόσπασμα υποδεικνύει ότι πιστεύει στη δεύτερη επιλογή:

Οι υποστηριχτές της θέσης της υπερεκμετάλλευσης έχουν απόλυτο δίκαιο σε όσον αφορά στην απόλυτη υποβάθμιση των ζωών και νοικοκυριών των εργαζόμενων ανθρώπων στην περιφέρεια. Είναι επίσης σωστοί στο να έλκουν την προσοχή στην επίπτωση της επέκτασης του παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας στην υπηρεσία του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Αλλά η πραγματική σημασία της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου είναι ότι έχει ενισχύσει την υψηλότατη αύξηση του παγκόσμιου βαθμού εκμετάλλευσης (ο.π., σ. 135).

Με άλλα λόγια, είτε οι εργάτες στα εργοστάσια ρούχων του Μπαγκλαντές ή στις κινέζικες γραμμές παραγωγής υπόκεινται σε υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης από ότι οι εργάτες στις ιμπεριαλιστικές χώρες, είτε όχι, δεν έχει καμία σημασία, θα πρέπει να εξαιρεθεί από κάθε θεώρηση. Δε θα πρέπει καν να κάνουμε ερωτήσεις γι’ αυτό, καθώς αυτό θα ήταν ως «να βάζουμε τα συμφέροντα των χαμηλόμισθων εργατών στην περιφέρεια ενάντια σε αυτά αυτών στις ΗΠΑ» (ο.π., σ. 110).[5]

Αυτό είναι ένα περίεργο επιχείρημα. Με την ίδια λογική, δε θα έπρεπε να διερευνούμε την ανισότητα των φύλων, από φόβο μη βάλουμε τα συμφέροντα των γυναικών σε αντίθεση με αυτά των ανδρών, ούτε τις ρατσιστικές διακρίσεις – ακόμη και αν η παραβίαση της ισότητας μεταξύ των εργατών ως αποτέλεσμα του ιμπεριαλιστικού διαίρει και βασίλευε, όπως αντανακλάται στις διαφορές στην τιμή της εργασιακής δύναμης, είναι πολύ πιο σοβαρή από αυτήν που αποτελεί αποτέλεσμα του ρατσισμού και της καταπίεσης των γυναικών εντός των χωρών (και ο ρατσισμός, φυσικά, είναι θεμελιωδώς μια έκφραση του ιμπεριαλισμού).[6]

Παρά τους φόβους της, η αναγνώριση αυτών των γεγονότων δεν σημαίνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι αδύνατη στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, και σε άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες, και ούτε αντιφάσκουν με την οπτική ότι οι εργάτες σε όλα τα μέρη του κόσμου είναι κλειδωμένοι σε έναν «παγκόσμιο αγώνα προς τον πάτο». Τέτοια συμπεράσματα, που όντως έχουν βγει από κάποιους που αναγνωρίζουν τα γεγονότα αυτά (πχ Cope, 2019, Amin 2018) είναι υπερβολικά απαισιόδοξα για τρεις λόγους: αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν το βάθος της τρέχουσας κρίσης του καπιταλισμού, ακόμη στα αρχικά της στάδια, της πιο βαθιάς κρίσης στην ιστορία του, και τις δυνητικές συνέπειες και επιπτώσεις οι οποίες απορρέουν από αυτήν· αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν πως κατά τις πρόσφατες δεκαετίες η εργατική τάξη εντός των ιμπεριαλιστικών χωρών έχει μετασχηματιστεί από τη μετανάστευση και τα μαζική εισροή των γυναικών στις γραμμές της· και υποτιμούν τη δυνατότητα για επαναστατικές εξελίξεις στα νότια έθνη να λειτουργήσουν ως καταλύτες για την ανάδυση επαναστατικού διεθνισμού εντός των ιμπεριαλιστικών χωρών. Αλλά η αναγνώριση των γεγονότων αυτών όντως μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο επαναστατικός δρόμος είναι τόσο δύσκολος, και γιατί η αυθόρμητη οικονομική πάλη – η απόπειρα των εργατών να αμυνθούν ή να βελτιώσουν τη θέση τους εντός του καπιταλισμού αντί για να διεξάγουν πολιτική πάλη για να τον ανατρέψουν – «οδηγεί ακριβώς στην υποταγή στην αστική ιδεολογία», όπως ο Λένιν επιχειρηματολογούσε στο Τι να κάνουμε;[7].

Αστικές εναντίον μαρξιστικών θεωρήσεων της παραγωγικότητας

Η άρνηση του ιμπεριαλισμού εκ μέρους της Vasudevan διαφέρει από αυτές των συν-στοχαζόμενών της από μια σημαντική άποψη. Ενώ αυτή αποφεύγει να εκφράσει μια γνώμη για το αν υψηλότεροι βαθμοί εκμετάλλευσης είναι κυρίαρχοι στις χαμηλόμισθες χώρες ή όχι, άλλοι δεν είναι τόσο ντροπαλοί.

Ο Nigel Harris (Harris, 1986, σσ. 119-20) εξέφρασε την ομόφωνη γνώμη των μαρξιστών αντιπάλων της θεωρίας της εξάρτησης όπως ακολουθεί[8]:

«Όλων των άλλων παραγόντων ίσων, όσο υψηλότερη η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο υψηλότερο το εισόδημα που πληρώνεται στον εργάτη (καθώς τα έξοδα αναπαραγωγής του ή της είναι υψηλότερα) και τόσο περισσότερο εκμεταλλευόμενος είναι – δηλ., τόσο μεγαλύτερο το μερίδιο του προϊόντος του εργάτη [που] σφετερίζεται ο εργοδότης».

Αναπτύσσοντας περαιτέρω το παραπάνω, ο Alex Callinicos, ισχυρίστηκε ότι

Ένας υψηλά αμειβόμενος εργάτης μπορεί να είναι αρκετά πιο εκμεταλλευόμενος από ότι ένας χαμηλά αμειβόμενος εργάτης, διότι ο πρώτος παράγει, σχετικά με τους μισθούς του, ένα μεγαλύτερο ποσό υπεραξίας από ότι ο δεύτερος. Υπάρχει όντως λόγος για να πιστεύει κανείς ότι οι γενικά υψηλότεροι μισθοί που πληρώνονται στους Δυτικούς εργάτες αντανακλούν τα μεγαλύτερα κόστη της αναπαραγωγής τους· αλλά η δαπάνη ειδικά στην εκπαίδευση και στην πρακτική που αποτελεί μέρος αυτού του κόστους δημιουργεί ένα περισσότερο ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, το οποίο είναι επομένως πιο παραγωγικό και πιο εκμεταλλευόμενο από ότι τα αντίστοιχα του Τρίτου Κόσμου [Callinicos (1992)].[9]

Μιας και όλοι εκτός από τους υψηλότερα αμειβόμενους εργάτες δαπανούν ολόκληρους τους μισθούς τους για καταναλωτικά αγαθά, «μισθός» και «κόστος αναπαραγωγής» είναι συνώνυμα· το ένα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγηθεί το άλλο. Αυτό το μέρος του επιχειρήματός του είναι μια ταυτολογία που δεν εξηγεί τίποτα. Αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο κόστος της εκπαίδευσης και της πρακτικής εντός του συνολικού κόστους αναπαραγωγής των εργατών στις ιμπεριαλιστικές χώρες.[10] Η επίπτωση αυτού στην ικανότητα αυτών των εργατών να παράγουν υπεραξία είναι τόσο μεγάλη, ισχυρίζεται, ώστε χρειάζονται λιγότερο χρόνο για να αντικαταστήσουν πολύ περισσότερη αξία από την εργατική τους δύναμη, από ότι λιγότερο παραγωγικοί και χειρότερα αμειβόμενοι εργάτες σε χαμηλόμισθες χώρες, και επομένως είναι πιο εκμεταλλευόμενοι. Ακόμη κι έτσι, είναι δύσκολο να εμβαθύνει κανείς στο γιατί οι εργάτες σε γραμμές συναρμολόγησης, οι νοσοκόμες, οι οδηγοί φορτηγών, κοκ, στις ΗΠΑ και στο ΗΒ θα πρέπει να είναι τόσο πιο ειδικευμένοι από τους μεξικάνους και κινέζους ομόλογούς τους. Αυτός και οι συν-αυτώ πρέπει να συλλογιστούν τη σοφία του Μαρξ:

Η διάκριση μεταξύ υψηλότερης και απλής εργασίας, ειδικευμένης εργασίας και ανειδίκευτης εργασίας, οφείλεται εν μέρει σε καθαρή ψευδαίσθηση, ή, το λιγότερο, σε διακρίσεις που έχουν πάψει εδώ και καιρό να είναι πραγματικές, και επιβιώνουν μόνο χάρις σε μια εθνική σύμβαση· και εν μέρει στην κατάσταση αδυναμίας ενός τμήματος της εργατικής τάξης, μια κατάσταση που τους εμποδίζει να απαιτήσουν εξίσου με τους υπόλοιπους την αξία της εργατικής τους δύναμης (Marx, [1894] 1991, σ. 242).

Όπως θα δούμε, τα επιχειρήματα του Callinicos βασίζονται σε μια υποβόσκουσα σύγχυση μεταξύ διαφορετικών ορισμών σχετικών με την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία της παραγωγικότητας, και στη συνεπαγόμενη αναπαραγωγή, με μαρξιστικό μανδύα, μιας αστικής θεώρησης της παραγωγικότητας – η οποία εξυπηρετεί ως θεμέλιος λίθος για απόπειρες, στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας, για την άρνηση όχι μόνο της σπουδαιότητας της υπερεκμετάλλευσης σε χαμηλόμισθες βαθμίδες παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, αλλά ακόμη και της ύπαρξής της. Το αποτέλεσμα είναι να κανονικοποιούνται γκροτέσκες μισθολογικές διαφορές, οι οποίες μετατρέπονται σε φυσικές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης – όχι ένας τόπος επεκτανόμενης υπερεκμετάλλευσης, όχι κάτι με σπουδαιότητα για την πάλη για ταξική ενότητα· και να αποκλείεται η δυνατότητα οι μετά τον Β’ ΠΠ υψηλότεροι μισθοί, συντάξεις, δωρεάν φροντίδα υγείας, κοκ, να είναι, τουλάχιστον εν μέρει, το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, εντός και εκτός, αναγκάζοντας τους καπιταλιστές στις ιμπεριαλιστικές χώρες να κάνουν παραχωρήσεις – αλλά αυτό θα συνεπάγονταν ένα χαμηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης από ότι σε εκείνες τις χώρες όπου οι οικονομικοί αγώνες των εργατών απαντώνται με πολυβόλα όπλα και στρατιωτικές δικτατορίες.

Η έμφαση που δίνει ο Callinicos στην ειδικευμένη εργασία έχει τις διανοητικές της ρίζες στην εργασία του Michael Kidron, ενός από τους ιδρυτές της «Διεθνούς Σοσιαλιστικής Τάσης» που υποστηρίζεται από τον Callinicos και τον Harris. Ο Kidron (1974, σ. 100) ισχυρίστηκε

Αν υπάρχει μια εξαιρετική διαφορά μεταξύ [Βρετανών και Ινδών εργατών] βρίσκεται στους διαφορετικούς βαθμούς στους οποίους είναι πολιτιστικά εμπλουτισμένοι. Ο μέσος Βρετανός εργάτης μπορεί να αναμένει κανείς να διαβάζει και να οδηγεί· αυτός ή αυτή θα είναι κανονικά ικανός/ή να χειριστεί ένα μεγάλο εύρος εργαλείων και εννοιών και να ανταποκρίνεται σε ένα μεγάλο εύρος διεγέρσεων στη βάση περισσότερο της γνώσης παρά της προσωπικής εμπειρίας. Ο Ινδός εργάτης δε θα…
Το κόστος διατήρησής τους – εν τέλει της αξίας τους – οφείλει να αντανακλά αυτή τη διαφορά. Για παράδειγμα, ένας οδηγός λεωφορείου δεν τολμά και δεν διαπράττει την πρακτική του να κοιμάται στο τιμόνι και πρέπει επομένως να μπορεί να εξασφαλίσει ξεκούραση στο σπίτι και ένα σπίτι στο οποίο να ξεκουράζεται· ο οδηγός ενός κάρου τολμά και συχνά όντως γέρνει και αποκοιμάται, οπότε και η κατοικία του είναι λιγότερη σημαντική για τον εργοδότη του… και ο μισθός του δε θα χρειάζεται να περιέχει ένα τόσο μεγάλο συστατικό μέρος για κατοικία. Τυχόν νέες προσλήψεις σε ένα εργοστάσιο στη Βρετανία πρέπει να είναι ικανοί να διαβάσουν, και επομένως οι μισθοί των γονιών τους πρέπει να περιέχουν ένα συστατικό μέρος για υποστήριξη του παιδιού και για εκπαίδευση. Τα νέα χέρια στους μύλους στην Ινδία δε χρειάζεται, και συνήθως, δε διαβάζουν, έτσι η πίεση στους μισθούς των γονιών τους είναι λιγότερη, κοκ, κοκ.

Το επιχείρημα του Kidron δεν είναι μόνο απεχθής σωβινισμός (ειδικά ο ισχυρισμός του ότι οι Ινδοί εργάτες, σε αντίθεση με τους Βρετανούς εργάτες, είναι ανίκανοι να σκεφτούν με έννοιες), είναι επίσης ανοησία. Οι Ινδοί οδηγοί φορτηγού δικαιολογημένα χρειάζονται να είναι πιο πολύ σε ετοιμότητα και επιδέξιοι από τους αντίστοιχους Βρετανούς- διότι είναι πιο πιθανό να χρειαστεί να αποφύγουν κάρα και λακκούβες καθώς μεταφέρουν τα φορτία τους. Τα ινδικά «χέρια στους μύλους» είναι πιθανόν να έχουν πιο πολλά παιδιά και μια εκτενή οικογένεια να υποστηρίξουν, και ο μισθός τους θα πρέπει να καλύπτει τη φροντίδα υγείας και την εκπαίδευση, σε αντίθεση με τη Βρετανία, όπου αυτές οι υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν από το κράτος.[11]

Οι περισσότερες προσπάθειες να αρνηθούν την ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση επικαλούμενοι την υψηλότερη παραγωγικότητα των εργατών στις ιμπεριαλιστικές χώρες δίνουν έμφαση όχι στην ειδίκευση της εργασίας αλλά στα πιο προηγμένα και εντάσεως κεφαλαίου μέσα παραγωγής (τα οποία συνήθως συνοδεύονται από αποειδίκευση), όπως για παράδειγμα ο Charles Bettelheim, ο οποίος στην κριτική του στην Άνιση Ανταλλαγή του Αργύρη Εμμανουήλ (Bettelheim, 1972, σ. 302), ισχυρίστηκε ότι «όσο περισσότερο ανεπτυγμένες είναι οι παραγωγικές δυνάμεις, τόσο περισσότερο είναι εκμεταλλευόμενοι οι προλετάριοι». Αυτή η άποψη έχει επαναληφθεί αμέτρητες φορές από δηλωμένους μαρξιστές, όπως για παράδειγμα ο Claudio Katz, που έγραψε «το ποσοστό υπεραξίας είναι υψηλότερο στο κέντρο. Εκεί, συγκεντρώνονται οι πιο σημαντικές επενδύσεις και παράγεται το μεγαλύτερο ποσό υπεραξίας… το μέγεθος της υπεραξίας που απαλλοτριώνεται είναι εμφανώς ανώτερο στις πιο παραγωγικές οικονομίες του κέντρου» (Katz, 2017, σ. 10).[12]

Καταρχήν, αυτή η ευρέως διαδεδομένη άποψη υποσκάπτεται από ένα απλό γεγονός. Τα αγαθά που καταναλώνονται από τους εργάτες του Βορρά δεν παράγονται πλέον μόνο ή κυρίως στον Βορρά· σε έναν όλο και αυξανόμενο βαθμό, παράγονται από χαμηλόμισθη εργασία στον Παγκόσμιο Νότο. Η δικιά τους παραγωγικότητα, οι δικοί τους μισθοί καθορίζουν σημαντικά και ουσιαστικά την αξία του καλαθιού καταναλωτικών αγαθών που αναπαράγει την εργασιακή δύναμη στις ιμπεριαλιστικές χώρες, και επομένως την αξία της εργασιακής αυτής δύναμης.

Αλλά αυτό αφορά μόνο την αξία της εργασιακής δύναμης, ‘μ’, τον παρανομαστή στον λόγο υ/μ, στον απατηλά απλό μαρξικό τύπο του βαθμού εκμετάλλευσης. Η αξία που παράγεται από αυτήν την εργασιακή δύναμη, όταν το ‘μ’ έχει αφαιρεθεί, παρέχει το ‘υ’, την υπερεργασία, τον αριθμητή. Όταν στρεφόμαστε για να εξετάσουμε αυτό το στοιχείο στην εξίσωση, ανακαλύπτουμε ότι η άποψη των Callinicos, Bettelheim, Katz κ.α. υποφέρει από ένα ακόμη βαθύτερο πρόβλημα: βασίζεται σε μια αστική έννοια της παραγωγικότητας, η οποία είναι αντιθετική προς τη μαρξική θεωρία της αξίας.

Ο Μαρξ προσμετρούσε ανάμεσα στις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ΄τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας, ανάλογα με το αν εκφράζεται στην αξία χρήσης ή στην ανταλλακτική αξία’ (Marx, [1867] 1987, σ. 407).[13] Αντίστοιχος με τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας είναι ο διπλός χαρακτήρας της παραγωγικότητας της εργασίας: ο γενικός ορισμός της παραγωγικότητας της εργασίας, αληθινός για κάθε ανθρώπινη κοινωνία σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής της, είναι η ποσότητα αξιών χρήσης που μπορούν να παραχθούν από μια μέρα ή εβδομάδα ζωντανής εργασίας. Αλλά για τους καπιταλιστές η παραγωγή αξιών χρήσης είναι ένα μέσο για έναν πολύ διαφορετικό σκοπό, την παραγωγή ανταλλακτικής αξίας. Από αυτό απορρέει μια τελείως διαφορετική και ουσιαστικά αστική έννοια και μέτρο της παραγωγικότητας: πόσο αυξάνει μια ώρα, μέρα ή εβδομάδα κτλ. εργασίας την «προστιθέμενη αξία» της εταιρείας (την αξία αγοράς του προϊόντος της εταιρείας μείον την αξία αγοράς όλων των εισαγόμενων υλικών).

Η προστιθέμενη αξία είναι η βάση των πρότυπων στατιστικών του ΑΕΠ, της παραγωγικότητας και πολλών άλλων. Η έννοια της προστιθέμενης αξίας – η αξία ενός εμπορεύματος είναι ίση με το συνολικό κόστος των συστατικών εισαγόμενων υλικών συν την ‘προστιθέμενη αξία’ της εταιρείας, δηλ. την προσαύξηση επί του κόστους παραγωγής του – προσομοιάζει στενά στη μαρξική έννοια της τιμής παραγωγής, για την οποία ο Μαρξ λέει

Αυτοί οι ίδιοι οι οικονομολόγοι που αντιτίθεται στον καθορισμό της εμπορευματικής αξίας από τον εργάσιμο χρόνο, από την ποσότητα εργασίας που εμπεριέχεται στο εμπόρευμα, πάντα μιλούν για τις τιμές παραγωγής ως τα κέντρα γύρω από τα οποία οι τιμές αγοράς διακυμαίνονται. Μπορούν να το επιτρέψουν αυτό στον εαυτό τους διότι η τιμή παραγωγής είναι …[μια] εκ πρώτης όψεως άλογη μορφή της εμπορευματικής αξίας, μια μορφή που εμφανίζεται στον ανταγωνισμό και είναι άρα παρούσα στη συνείδηση του χυδαίου καπιταλιστή και, επομένως, επίσης σε αυτήν του χυδαίου οικονομολόγου. (Marx, [1894] 1991, σ. 300).

Οι τιμές καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων είναι «εκ πρώτης όψεως άλογες» διότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων για κέρδη έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές παραγωγής να απέχουν από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, και έτσι, αποκρύβουν ότι αυτός είναι το περιεχόμενο της εμπορευματικής αξίας. Τα στατιστικά που βασίζονται στην προστιθέμενη αξία ή στις τιμές παραγωγής δεν αποκαλύπτουν την αξία και υπεραξία που παράγεται σε οποιαδήποτε εταιρεία, κλάδο (αν παράγεται, ανακαλώντας ότι κάποιες/οι εταιρείες/κλάδοι ασχολούνται με μη παραγωγικές δραστηριότητες) ή έθνος – αντίθετα, αυτό που αποκαλύπτεται στον ανταγωνισμό και μετριέται στη στατιστική επί του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας είναι οι μετασχηματισμένες αξίες, οι άλογες αξίες.

Υπάρχει μια πλατιά και πλούσια βιβλιογραφία επί των προσπαθειών να καθορισθεί η μάζα και το ποσοστό υπεραξίας χρησιμοποιώντας δεδομένα που αποτελούνται από προστιθέμενη αξία, ή για να χρησιμοποιηθεί η τελευταία ως προσέγγιση της πρώτης, προκειμένου να υπολογιστεί το ποσοστό κέρδους και το ποσοστό υπεραξίας, αλλά όλες αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Η επιτυχία τους ή μη είναι αρκετά εκτός της εμβέλειας αυτού του κεφαλαίου αλλά από τη μέχρι τώρα συζήτηση μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για μια τέτοια κίνηση από ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης στη συγκεκριμένη πραγματικότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης παραγωγής απαιτεί, μεταξύ άλλων, μια αυστηρή κριτική της προστιθέμενης αξίας και του φετιχισμού των τιμών παραγωγής, τον οποίο αυτή η έννοια φέρει εντός της, προκειμένου να αποκαλυφθεί αυτό, που στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αποκρύβεται από τα δεδομένα του ΑΕΠ, της παραγωγικότητας και του εμπορίου (βλ. Η ψευδαίσθηση του ΑΕΠ, Smith, 2012).

Η παραγωγικότητα, δηλ. η παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας, ορίζεται από τα χυδαία οικονομικά ως η προστιθέμενη αξία ανά εργάτη. Η μαρξιστική έννοια της παραγωγικότητας αντιτίθεται ριζικά προς αυτήν. Ως μια εισαγωγή, βοηθάει να αναλογιστούμε το γεγονός ότι, μετρούμενη με όρους αξιών χρήσης, οι εργάτες είναι απείρως πιο παραγωγικοί σήμερα, από ότι, ας πούμε, πριν από 100 χρόνια. Αλλά με όρους ανταλλακτικής αξίας, καμία σύγκριση απολύτως δεν μπορεί να γίνει μεταξύ του σήμερα και του πριν 100 χρόνια, μιας και τα προϊόντα της σημερινής ζωντανής εργασίας μπορούν να συγκριθούν μόνο στην πραγματικότητα με άλλα προϊόντα της σημερινής ζωντανής εργασίας.

Η υψηλότερη σύνθεση κεφαλαίου αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας – για αξίες χρήσης, αλλά αυτό δεν συσχετίζεται καθόλου με την παραγωγή ανταλλακτικής αξίας, η οποία πέφτει στον βαθμό που η ζωντανή εργασία αυτοματοποιείται (αφήνω στην άκρη για αργότερα την ειδική περίπτωση ατομικών κεφαλαίων που κατέχουν ένα προσωρινό μονοπώλιο επί μιας πιο προηγμένης παραγωγικής τεχνικής). Αυτό είναι το αντίθετο από αυτό που πιστεύουν ο Callinicos και ο Katz· ότι οι εργάτες σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας (δηλ. εντάσεως κεφαλαίου) της βιομηχανίας επομένως παράγουν περισσότερη αξία – και είναι επομένως πιο εκμεταλλευόμενοι από ότι οι εργάτες σε βιομηχανίες χαμηλής τεχνολογίας. Ο Μαρξ, από την άλλη, «υποθέτω ότι το επίπεδο της εκμετάλλευσης της εργασίας, ή το ποσοστό υπεραξίας, είναι το ίδιο …[σε] κεφάλαια τα οποία θέτουν σε κίνηση άνισες ποσότητες ζωντανής εργασίας [δηλ. είτε είναι εντάσεως κεφαλαίου είτε εντάσεως εργασίας]»· μια υπόθεση, η οποία θεμελιώνεται στον «ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες, και σε μια εξίσωση η οποία λαμβάνει χώρα από τη συνεχή τους μετακίνηση μεταξύ της μιας σφαίρας παραγωγής και μιας άλλης» (Marx, [1894] 1991, σ. 275).

Η φαινομενική υψηλότερη παραγωγικότητα των εργατών σε παραγωγικούς κλάδους εντάσεως κεφαλαίου είναι μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται από μεταφορές αξίας από παραγωγικούς κλάδους εντάσεως εργασίας. Αυτό που ο καπιταλιστής θεωρεί ως κέρδη που με μαγικό τρόπο εμφανίζονται μέσα από τη νεκρή εργασία, δηλ. από τις μηχανές και τα άλλα εισαγόμενα υλικά, είναι στην πραγματικότητα αξία που δημιουργείται από ζωντανή εργασία που απασχολείται από αντίπαλους καπιταλιστές με χαμηλότερες οργανικές συνθέσεις. Όταν οι μαρξιστές επιχειρηματολογούν για το αντίθετο, ότι οι εργάτες σε βιομηχανίες εντάσεως κεφαλαίου παράγουν περισσότερη αξία από αυτούς σε βιομηχανίες εντάσεως εργασίες, όπως κάνουν οι αντίπαλοι της θεωρίας της εξάρτησης με τους οποίους ασχολούμαστε εδώ, σκέφτονται με αστικές έννοιες, άσχετα από το κατά πόσο ντύνονται με μαρξιστική πολυλογία.

Υποθέτοντας εργασιακή δύναμη μέσης έντασης και ότι πληρώνεται με τον ίδιο μισθό, και αφήνοντας έξω το θέμα της ειδικευμένης ή πολύπλοκης εργασίας, η παραγόμενη νέα αξία που παράγεται από μια συγκεκριμένη ποσότητα αυτής είναι απολύτως ανεξάρτητη από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου το οποίο θέτει σε κίνηση. Αυτό σημαίνει, ξανά υποθέτοντας και ότι οι εργασίες είναι μέσης έντασης και ότι πληρώνονται με τον ίδιο μισθό, ότι ο ψήστης χάμπουργκερ που στέκεται στον χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων ενός εργοστασίου χάλυβα παράγει την ίδια αξία στον ίδιο χρόνο με τον εργάτη που σφυρηλατεί τον χάλυβα εντός αυτού του εργοστασίου.

Τέλος, για να καταλήξουμε αυτή τη συζήτηση των αστικών εναντίων των μαρξιστικών θεωρήσεων της παραγωγικότητας, ας φανταστούμε τώρα ότι, λόγω της ανώτερης οργάνωσης του συνδικάτου των εργατών χάλυβα, ή λόγω φυλής και/ή της καταπίεσης των νέων που ασκείται στον εργάτη του ταχυφαγείου, ο εργάτης του χάλυβα λαμβάνει έναν υψηλότερο μισθό από τον εργάτη που παράγει το γεύμα του. Με όλες στις άλλες υποθέσεις στη θέση τους, ο εργάτης του ταχυφαγείου υπομένει έναν υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης. Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι στοιχειώδη στον οποιοδήποτε εντρυφεί στις βασικές αρχές του μαρξικού νόμου της αξίας. Τότε γιατί τόσοι πολλοί μαρξιστές έχουν τέτοια δυσκολία να καταλάβουν τι συμβαίνει όταν οι εργάτες που παράγουν την κατανάλωση των εργατών μας του χάλυβα εντοπίζονται όχι στον χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων του χαλυβουργείου αλλά σε μια άλλη χώρα; Συζητήσαμε ήδη έναν παράγοντα που συμβάλει σε αυτό: τον φετιχισμό της προστιθέμενης αξίας και τις παραχωρήσεις προς τις αστικές θεωρήσεις της αξίας που αυτή συνεπάγεται. Ένας άλλος, στον οποίο στρεφόμαστε τώρα, είναι λάθη και παραλείψεις στο σπουδαίο έργο του Μαρξ.

Ιμπεριαλισμός και το Κεφάλαιο του Μαρξ

Ο Μαρξ, σε συνέχεια του τελευταίου παραθέματος, είπε «στη θεωρία, υποθέτουμε ότι οι νόμοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αναπτύσσονται στην καθαρή τους μορφή. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι μόνο μια προσέγγιση· αλλά η προσέγγιση είναι τόσο πιο ακριβής, όσο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναπτύσσεται και όσο λιγότερο νοθεύεται από επιβιώσεις προηγούμενων οικονομικών συνθηκών με τις οποίες συγχωνεύεται.»

Ειδικότερα, ο Μαρξ ασχολήθηκε με την απόκλιση των μισθών ως ένα αποτέλεσμα προσωρινών ή συμπτωματικών παραγόντων τους οποίους το κεφάλαιο και η εργασία, όντας σε αδιάκοπή κίνηση, θα διάβρωναν με τον καιρό, και τους οποίους θα μπορούσε με ασφάλεια να αποκλείσει από την ανάλυση, όπως έκανε καθαρό στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου: «Όσο σημαντική και αν είναι η μελέτη των τριβών [τοπικών φραγμών που εμποδίζουν την εξίσωση των μισθών] για οποιαδήποτε ειδική μελέτη των μισθών, εξακολουθούν να είναι συμπτωματικές και μη ουσιαστικές όσον αφορά τη γενική διερεύνηση της καπιταλιστικής παραγωγής και επομένως μπορούν να αγνοηθούν.» (Marx, [1867] 1976, σ. 656).

Γνωρίζουμε τώρα ότι ο Μαρξ ήταν λάθος γι’ αυτό. Αυτές οι προσωρινές τριβές αποδείχτηκαν οτιδήποτε άλλο παρά προσωρινές. Στον σημερινό ιμπεριαλιστικό κόσμο, η συνθήκη της ισότητας ανάμεσα στους εργάτες παραβιάζεται βαθύτατα και σοκαριστικά· και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός δεν έχει παραγάγει καμία μετρήσιμη πρόοδο στην κατεύθυνση της εξίσωσης των πραγματικών μισθών.[14] Έγραψε δυναμικά για το γιατί ο ιμπεριαλισμός ήταν μια αναγκαία συνθήκη για την άνοδο του καπιταλισμού, αλλά απέτυχε να προβλέψει πως η ιμπεριαλιστική εξέλιξη του καπιταλισμού θα είχε ως αποτέλεσμα η καταπίεση των εθνών να γίνει μια ενδογενής ιδιότητα της ίδιας της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Όπως τόνισε ο Andy Higginbottom,

Η σχέση της μισθωτής εργασίας δεν είναι μόνο μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αλλά μεταξύ βόρειου κεφαλαίου και νότιας εργασίας. Με αυτή την έννοια, η ταξική εκμετάλλευση και η ρατσιστική ή εθνική καταπίεση έχουν συντηχθεί… Η εργατική τάξη των καταπιεσμένων εθνών/ του Τρίτου Κόσμου/παγκόσμιου Νότου αμείβεται συστηματικά κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης των καταπιεστικών εθνών/του Πρώτου Κόσμου/παγκόσμιου Βορρά. Αυτό δεν συμβαίνει διότι η νότια εργατική τάξη παράγει λιγότερη αξία, αλλά επειδή είναι πιο καταπιεσμένη και εκμεταλλευόμενη (Higginbottom, 2011, σ. 284).

Εδώ βρίσκεται ο θεμελιώδης λόγος για τον οποίο το Κεφάλαιο του Μαρξ δεν περιέχει μια θεωρία υπερεκμετάλλευσης, ή (το οποίο είναι το ίδιο πράγμα) μια θεωρία του ιμπεριαλισμού· το κενό αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο ή κυρίως στη βάση μιας απόφασης να αφήσει αυτά τα θέματα σε έναν τόμο του Κεφαλαίου που ποτέ δεν κατάφερε να γράψει. Το εάν ή όχι θα μπορούσε ο Μαρξ να έχει προβλέψει αυτό το ποιοτικά νέο στάδιο στην εξέλιξη της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας είναι ανοιχτό προς συζήτηση. Η εξαιρετική σημασία της συμβολής του Ruy Mauro Marini στη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού έγκειται, εν μέρει, στην παρατήρησή του ότι, κατά τη διάρκεια της ζωής του Καρλ Μαρξ, οι εισαγωγές φτηνότερων τροφίμων και άλλων καταναλωτικών ειδών, παραγμένων από υπερεκμεταλλευόμενη εργασία στις αποικίες και νεο-αποικίες της Βρετανίας, βοήθησαν να αυξηθεί η σχετική υπεραξία εντός της ίδιας της Βρετανίας, μειώνοντας τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο χωρίς το χαμήλωμα των επιπέδων κατανάλωσης. Ο Higginbottom σημειώνει ότι

ο Marini τοποθετεί την αναγκαιότητα της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, δηλ. πριν την εμφάνιση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού ως ένα παγκόσμιο σύστημα όπως απεικονίζεται από τον Λένιν. Η μετάβαση στην Αγγλία από την παραγωγή που κυριαρχείται από μεθόδους απόλυτης υπεραξίας σε αυτές της σχετικής υπεραξίας εξαρτήθηκε από τις φτηνές εισαγωγές όπως και από τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα… Η εργασία του Marini δείχνει ότι ο Μαρξ δεν ήταν σωστός σε κάθε σημείο, ακόμη και στη δική του εποχή (Higginbottom, 2014, σ. 31-32).[15]

Μια συγκεκριμένη έννοια της υπερεκμετάλλευσης δεν μπορεί να βρεθεί στο μεγαλειώδες έργο του Μαρξ· αυτό το άφησε για τις μελλοντικές γενιές. Μισή ντουζίνα γενεών αργότερα το κενό παραμένει, και έχει γίνει απαίσιο. Τόσο η επιτακτική ανάγκη για μια τέτοια έννοια και η δυνατότητα γι’ αυτήν τίθεται από την εξέλιξη του ίδιου του ιμπεριαλισμού, ειδικότερα τον πολλαπλασιασμό των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Η θέση της στο κέντρο μιας μαρξιστικής θεωρίας αυτού που ο John Bellamy Foster αποκάλεσε Ύστερο Ιμπεριαλισμό (Foster, 2019) θα καθορίσει με κρίσιμο τρόπο το εάν η αναγέννηση του μαρξισμού – στην οποία βασίζεται το μέλλον της ανθρωπότητας- μένει να πραγματοποιηθεί. Ναι! Είναι τόσο σημαντική!

Εμείς, φυσικά, έχουμε το μεγάλο πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης. Προς υπεράσπιση του Μαρξ, αν όχι προς πλήρη απαλλαγή του, θα πρέπει να ανακαλέσουμε μια θεμελιώδη προϋπόθεση της υλιστικής διαλεκτικής: δεν μπορεί να υπάρξει μια συγκεκριμένη έννοια ενός συστήματος αλληλεπίδρασης η οποία δεν είναι η ίδια απολύτως συγκεκριμένη και ανεπτυγμένη. Όπως ο Καρλ Μαρξ δε θα μπορούσε να έχει γράψει το Κεφάλαιο πριν να υπάρξει η ώριμη, ολοκληρωμένα εξελιγμένη μορφή του καπιταλισμού με την άνοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Αγγλία, έτσι και είναι μη λογικό να περιμένει κανείς να βρει στα γραπτά του, ή σε αυτά του Λένιν και άλλων που γράφανε κατά τον καιρό της γέννησης του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που να είναι ικανή να εξηγήσει την ολοκληρωμένα εξελιγμένη σύγχρονη μορφή του. Ο Μαρξ όχι μόνο παρείχε τα θεωρητικά θεμέλια για μια θεωρία της ιμπεριαλιστικής μορφής του νόμου της αξίας, αλλά παρείχε και άφθονες ενδείξεις και ιδέες που δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση – παρόλο που οι σημερινοί “μαρξιστές” αρνητές του ιμπεριαλισμού δίνουν τόση προσοχή σε αυτά όσο και οι σημερινοί “Χριστιανοί” στα λόγια του Ιησού για τα εμπόδια στο δρόμο των πλουσίων για την είσοδό τους στο βασίλειο των ουρανών. Αυτή η αναλογία είναι κατάλληλη – οι μαρξιστές μας αρνητές του ιμπεριαλισμού συμπεριφέρονται στο Κεφάλαιο σαν σε ένα ιερό κείμενο, αλλά αγνοούν ότι δεν βρίσκουν βολικό σε αυτό.

Στον Τόμο Ι του Κεφαλαίου, ο Μαρξ ανέλυσε σε μεγάλο βάθος και λεπτομέρεια δύο τρόπους με τους οποίους οι καπιταλιστές πασχίζουν να αυξήσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης. Ο ένας είναι επιμηκύνοντας την εργάσιμη μέρα, επομένως αυξάνοντας την απόλυτη υπεραξία· και ο άλλος είναι η αύξηση της σχετικής υπεραξίας αυξάνοντας την παραγωγικότητα των εργατών που παράγουν καταναλωτικά αγαθά, και επομένως μειώνοντας τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο. Σε πολυάριθμα σημεία περιγράφει εν συντομία έναν τρίτο, όπως στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο “Η Έννοια της Σχετικής Υπεραξίας”, όπου γράφει: “Η διάρκεια της υπερεργασίας …[θα μπορούσε να επεκταθεί] και μόνο σπρώχνοντας τον μισθό του εργάτη κάτω από την αξία της εργασιακής του δύναμης… Παρόλο τον σημαντικό ρόλο που παίζει αυτή η μέθοδος στην πράξη, αποκλειόμαστε από τη θεώρησή της εδώ εξ’ αιτίας της παραδοχής μας ότι όλα τα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης, αγοράζονται και πωλούνται σε ολόκληρη την αξία τους” (Marx, [1867] 1976, σ. 430-431).

Το σπρώξιμο της αξίας του εργάτη κάτω από την αξία της εργασιακής του δύναμης – αυτό είναι υπερεκμετάλλευση, σύμφωνα με ένα στενό ορισμό αυτής, καθώς υποθέτει μια εξιδανικευμένη, ενιαία οικονομία όπου η εργασιακή δύναμη έχει μια μοναδική αξία – αναφέρεται ξανά δύο κεφάλαια αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης των συνεπειών για τους εργάτες όταν “οι μηχανές …βαθμιαία αποκτούν τον έλεγχο ολόκληρου του πεδίου της παραγωγής”, με αποτέλεσμα “ένα τμήμα της εργατικής τάξης …που καθίσταται περιττό από τις μηχανές… να πλημμυρίζει την αγορά εργασίας, και να κάνει την τιμή της εργασιακής δύναμης να πέφτει κάτω από την αξία της” (ο.π., σ. 557). Εδώ ο Μαρξ μιλάει για την περιοδική, κλαδική ανεργία που ανακύπτει από τη μηχανοποίηση ενός νέου κλάδου της βιομηχανίας, αλλά η συνάφεια με τη σύγχρονη εποχή ελάχιστα χρειάζεται να ειπωθεί ρητά. Ένα τεράστιο τμήμα της εργατικής τάξης στον Παγκόσμιο Νότο κατέστη πλεονασματικό από την ανικανότητα των σύγχρονων παραγωγικών μεθόδων να απορροφήσουν αρκετή εργασία για να εμποδίσουν την αύξηση της ανεργίας, και αυτό από μόνο του, πριν λάβουμε ακόμη υπόψη τη βίαιη καταπίεση της ελεύθερης κινητικότητας της εργασίας και τα πολύ σκληρότερα καθεστώτα εργασίας και πολιτικής καταπίεσης που κυριαρχούν σε χαμηλόμισθες χώρες, ασκεί μια πανίσχυρη δύναμη προκαλώντας την πτώση της τιμής της εργασιακής τους δύναμης κάτω από την αξίας της. Ακόμη και πριν εδραιώσουμε την ακριβή σύνδεση μεταξύ του μισθού, της αξίας της εργασιακής δύναμης, και του βαθμού εκμετάλλευσης, αυτό ήδη συνιστά εκ πρώτης όψεως ένδειξη ότι η αξία της εργασιακής δύναμης έχει πιεστεί προς τα κάτω πολύ πιο βίαια στα Νότια από ότι στα Βόρεια έθνη, τόσο ώστε να εξαναγκάσει σε μια σταθερά χαμηλότερη αξία της εργασιακής δύναμης αυτούς τους εργάτες. Αποτελεί επίσης ισχυρότατη ένδειξη το ότι οι μισθολογικές διαφορές καθορίζονται, κατά μεγάλο μέρος, από παράγοντες που είναι αρκετά ανεξάρτητοι από την παραγωγικότητα των εργατών όταν εργάζονται, όπως η απουσία κοινωνικής ασφάλειας, η δομική ανεργία, και τα καταπιεστικά καθεστώτα εργασίας.

Όχι μόνο ο Μαρξ δεν άφησε στην άκρη τη μείωση των μισθών κάτω από την αξία τους, αλλά έκανε κα μια περαιτέρω αφαίρεση, η οποία αν και αναγκαία για τη γενική ανάλυσή του κεφαλαίου, πρέπει επίσης να τη χαλαρώσουμε για να αναλύσουμε το τρέχον στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού: “Η διάκριση μεταξύ ποσοστών υπεραξίας σε διαφορετικές χώρες και επομένως μεταξύ διαφορετικών επιπέδων εκμετάλλευσης της εργασίας είναι τελείως έξω από το πεδίο της τρέχουσας διερεύνησης” (Marx, K. [1894] (1991), σ. 242). Επομένως, δύο στοιχεία που είναι κρίσιμα για μια θεωρία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού – οι διεθνείς διαφορές στην αξία της εργασιακής δύναμης και στον βαθμό εκμετάλλευσης- είχαν ρητώς αποκλεισθεί από τον Μαρξ για τη γενική θεωρία του όπως την επεξεργάστηκε στο Κεφάλαιο. Ο Anwar Shaikh ήταν επομένως λάθος στον ισχυρισμό του ότι “η ανάπτυξη του νόμου της αξίας στο Κεφάλαιο περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την επέκτασή του στις διεθνείς ανταλλαγές” (Shaikh, 1980, p. 208).

Βαθμός εκμετάλλευσης· ποσοστό υπεραξίας.

Σε όλο το παρόν δοκίμιο, ο “βαθμός εκμετάλλευσης” είναι συνώνυμος και εναλλάξιμος με το “ποσοστό υπεραξίας”. Αλλά αυτή η ταυτότητα ισχύει μόνο σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης· με άλλα λόγια, μόνο εάν κάνουμε κάποιες σημαντικές απλοποιήσεις.

Πρώτον, απαιτείται να εξαιρέσουμε τη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας. Όλα τα εμπορεύματα που καταναλώνονται κατά τη χρήση τους σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την κυκλοφορία τίτλων ιδιοκτησίας και με την προστασία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας – συμπεριλαμβανομένης της ζωντανής εργασίας – είναι κόστη παραγωγής, είναι επιπλέον έξοδα (Σ.τ.Μ.overheads)· τα κόστη τους βαρύνουν τους καπιταλιστές στη σφαίρα της παραγωγής, καταναλώνοντας μέρος της υπεραξίας τους, μειώνοντας τα κέρδη τους. Αυτές οι λειτουργίες, όσο αναγκαίες και να είναι για την καπιταλιστική κοινωνία, είναι κοινωνικές μορφές κατανάλωσης, αφαιρούν από τη συνολική μάζα του πλούτου (δηλ. το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, τη συνολική μάζα των εμπορευματοποιημένων αξιών χρήσης), σε αντίθεση με τα κεφάλαια στη σφαίρα της παραγωγής, τα οποία προσθέτουν σε αυτόν.

Μιας και οι φρουροί ασφαλείας, οι υπάλληλοι τραπεζών, οι δικηγόροι και άλλοι μη παραγωγικοί εργάτες δεν παράγουν ούτε αξία, ούτε υπεραξία δεν είναι πρέπον σε αυτές τις περιπτώσεις να μιλάμε για ποσοστό υπεραξίας. Ωστόσο, η εργάσιμη μέρα τους εξακολουθεί να διαιρείται σε αναγκαία εργασία – ο χρόνος που απαιτείται για να αντικατασταθεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που ενσωματώνεται στο καλάθι των αγαθών που καταναλώνουν (δηλ. η αξία της εργασιακής τους δύναμης, “μ”) – και σε υπερεργασία (το ποσό για το οποίο η εργάσιμη μέρα τους υπερβαίνει το “μ”). Με άλλα λόγια, αυτοί οι εργάτες -εκτός αυτών που λαμβάνουν υπερμισθό – είναι εκμεταλλευόμενοι· αυτή η συνθήκη δεν εξαρτάται από αν η υπερεργασία τους χρησιμοποιείται σε παραγωγικές ή μη παραγωγικές δραστηριότητες, ή ακόμη και αν σπαταλάται. Μη παραγωγικές δραστηριότητες – δηλ. δραστηριότητες που σχετίζονται με την κυκλοφορία τίτλων ιδιοκτησίας (από τη διαφήμιση στα χρηματοπιστωτικά ή στην ασφάλεια (Σ.τ.Μ.security)) αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής οικονομίας. Αφαιρούν από τη συνολική μάζα της υπεραξίας που εξάγεται από τη ζωντανή εργασία που απασχολούν οι καπιταλιστές στην παραγωγή, δηλ. στη γεωργία και βιομηχανία με την ευρεία έννοια, μειώνοντας τη μάζα της υπεραξίας που είναι διαθέσιμη για αναδιανομή ως κέρδος σε όλες του τις μορφές.

Δεύτερον, το “ποσοστό υπεραξίας” έχει νόημα μόνο για τη ζωντανή εργασία που απασχολείται από έναν καπιταλιστή για την παραγωγή εμπορευμάτων, είτε διότι έχει αγοράσει αυτήν τη ζωντανή εργασία για κάποιο μισθό, είτε διότι του ανήκει ο εργαζόμενος[16], όπως στην καπιταλιστική απασχόληση σκλάβων (Higginbottom, 2018). Αυτοαπασχολούμενοι εργάτες δεν παράγουν υπεραξία· αν λαμβάνουν λιγότερη αξία από το προϊόν τους, τότε υπόκεινται σε άνιση ανταλλαγή. Καπιταλιστικά απασχολούμενοι εργάτες αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στις ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά αυτό δεν ισχύει στις περισσότερες χώρες στην Αφρική, στην Ασία, και στη Λατινική Αμερική. Όπως σημειώνει ο Paul Sweezy,

Ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι και πάντα ήταν πολύ υψηλότερος στην περιφέρεια από ότι στο κέντρο. Στο κέντρο, ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι για όλους τους πρακτικούς σκοπούς ίδιος με το ποσοστό υπεραξίας.[17] Αυτό δεν ισχύει στην περιφέρεια, όπου μόνο ένα μικρό κομμάτι του εργατικού δυναμικού απασχολείται ως μισθωτοί εργάτες στην καπιταλιστική βιομηχανία, με ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι να υπόκειται σε άμεση και έμμεση εκμετάλλευση από τους γαιοκτήμονες, τους εμπόρους, και τους σφετεριστές, ειδικά στην επαρχία αλλά επίσης και στις πόλεις. Εδώ όλο ή το περισσότερο από το υπερπροϊόν που αποσπάται από τους εργάτες που δεν απασχολούνται στην καπιταλιστική βιομηχανία εμπορευματοποιείται και αναμειγνύεται αδιακρίτως με την καπιταλιστικά παραγόμενη υπεραξία. Σε αυτές τις συνθήκες μπορούμε να μιλήσουμε για έναν κοινωνικό βαθμό εκμετάλλευσης αλλά δε θα πρέπει να συγχέουμε την έννοια αυτή με το ποσοστό υπεραξίας στη συνήθη του έννοια (Sweezy, 1981, σ. 76).

Στη συνέχεια, λέει (σε ένα επιχείρημα που έχει πολλά κοινά με τη θέση του Marini) ότι ο υψηλότερος βαθμός εκμετάλλευσης στα υποκείμενα έθνη επιτρέπει στις “τοπικές κυβερνώσες τάξεις και τις συμμαχικές τους ελίτ να ζουν σε ένα επίπεδο συμβατό με αυτό των αστικών τάξεων του κέντρου, ενώ την ίδια στιγμή καθιστούν δυνατή μια μαζική ροή χρηματικοποιημένου υπερπροϊόντος (με τη μορφή κέρδους, τόκου, προσόδων, δικαιωμάτων, κοκ) από την περιφέρεια στο κέντρο.” Προσθέτει συνοψίζοντας μαζί πολλά σε μικρό χώρο, ότι,

Το αντίστοιχο του πολύ υψηλού (και συχνά αυξανόμενου) βαθμού εκμετάλλευσης στην περιφέρεια είναι ένα χαμηλό (και στο χρόνο σχετικά σταθερό) ποσοστό υπεραξίας στο κέντρο. Υπάρχουν δυο βασικοί και αμοιβαία σχετιζόμενοι λόγοι γι’ αυτό. Από τη μια πλευρά, η εργατική τάξη στο κέντρο είναι πιο ανεπτυγμένη και σε καλύτερη θέση να οργανωθεί και να παλέψει για τα δικά της συμφέροντα. Από την άλλη, οι αστικές τάξεις του κέντρου μαθαίνουν διά της ιστορικής τους εμπειρίας ότι η κατάσταση που επιτρέπει το βιοτικό επίπεδο του προλεταριάτου να ανέρχεται με το πέρασμα του χρόνου (ένα σταθερό ποσοστό υπεραξίας συνδυασμένο με μια αυξανόμενη παραγωγικότητα) δεν είναι μόνο λειτουργική αλλά ακόμη και απαραίτητη για τη λειτουργία του συστήματος στο σύνολό του.

Γραμμένα σχεδόν πριν τέσσερις δεκαετίες, αυτά τα λόγια άντεξαν στη βάσανο του χρόνου, με την αναγκαία προσθήκη ότι η στρατηγική της σταθεροποίησης περιέχει εντός της τους σπόρους της αστάθειας, που σημαίνει, νέες ιδιάζουσες σε αυτήν αντιθέσεις.

Μονοπώλιο και υπερεκμετάλλευση

Πριν μπούμε βαθύτερα στη φύση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ιμπεριαλιστικής υπερεκμετάλλευσης, είναι χρήσιμο να αναλογιστούμε πως αυτές οι δύο στενά σχετιζόμενες κατηγορίες συνδέονται με ένα άλλο ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού: το μονοπώλιο. Το μονοπώλιο είναι εγγεγραμμένο στο γενετικό υλικό (Σ.τ.Μ.DNA) του καπιταλισμού – οι ατομικοί καπιταλιστές δεν πασχίζουν τόσο πολύ να ανταγωνιστούν αλλά να βρουν έναν τρόπο να αποφύγουν τον ανταγωνισμό, να αποκτήσουν ένα προβάδισμα επί των αντιπάλων τους, να ασκήσουν κάποια μορφή μονοπωλίου που θα τους δώσει υψηλότερα κέρδη του μέσου. Ο νόμος της αξίας,- ο οποίος, στην απλούστερή του μορφή, εξηγεί ότι τα εμπορεύματα αγοράζονται και πωλούνται ελεύθερα στην αξία τους – είναι το αποτέλεσμα των αδιάκοπων προσπαθειών των ατομικών καπιταλιστών να παραβιάσουν τον νόμο αυτόν. Η άγρια παρόρμησή τους μπορεί να συγκρατηθεί μόνο από μια εξωτερική δύναμη, εξ’ ου και η αναγκαιότητα για το κράτος και ένα σύστημα νόμων ανεξάρτητων από τους ατομικούς καπιταλιστές- εξ’ ου, επίσης, και οι ασταμάτητες προσπάθειες των ατομικών καπιταλιστών και ομάδων καπιταλιστών να υπεκφύγουν αυτών των νόμων ή να θέσουν την ισχύ του κράτους στην υπηρεσία τους προκειμένου να κερδίσουν ένα πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους.

Το μονοπώλιο παίρνει πολλές μορφές. Κάποιες αποτελούν μέρος της παραγωγής, δηλ. τεχνολογικές καινοτομίες που επιτρέπουν έναν ατομικό καπιταλιστή να παράγει ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα πιο αποδοτικά από ότι άλλοι· άλλα [Σ.τ.Μ., αποτελούν μέρος] της διανομής (εμπορικά σήματα και άλλες μορφές μονοπωλίου στην αγορά, όπως φραγμοί για νέους εισερχόμενους σε αυτήν, έλεγχος του κράτους, προνομιακή πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες, κτλ)·όλες μπορεί να είναι προσωρινές ή μακράς διάρκειας. Σε κάθε περίπτωση μονοπωλίου αντιστοιχεί μια πρόσοδος, ένα μη κερδισμένο εισόδημα, ένα υπερκέρδος για το μονοπώλιο [Σ.τ.Μ., κεφάλαιο/καπιταλιστή] εις βάρος των κερδών των υπολοίπων. Το μονοπώλιο, επομένως, αναδιανέμει υπεραξία μεταξύ των κεφαλαίων, αλλά δεν προσθέτει σε αυτήν.

Αυτό είναι αλήθεια ακόμη και για τις τεχνολογικές καινοτομίες που μειώνουν την ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών των εργατών – μόνο όταν αυτή η καινοτομία γενικεύεται, δηλ. όταν σταματά να μονοπωλείται από έναν ατομικό καπιταλιστή, με άλλα λόγια όταν σταματά να είναι μια καινοτομία, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και μια αντίστοιχη αύξηση στο ποσοστό υπεραξίας – και μόνο όταν κανένα από αυτά τα κέρδη δεν τα καρπώνονται οι εργάτες μέσω υψηλότερων πραγματικών μισθών.

Ενώ το μονοπώλιο αφορά αποκλειστικά τη διανομή της υπεραξίας, η εκμετάλλευση αφορά την εξαγωγή της. Και όπως κάθε καπιταλιστής ονειρεύεται να γίνει ένας μονοπωλητής, έτσι και είναι στο γενετικό υλικό κάθε καπιταλιστή το να ψάχνει τρόπους να μεγιστοποιήσει την εξαγωγή της υπεραξίας. Όπως είδαμε ήδη, στο Κεφάλαιο ο Μαρξ αναλύει λεπτομερώς δύο τρόπους με τους οποίους οι καπιταλιστές το κάνουν αυτό – επεκτείνοντας στην εργάσιμη μέρα πέραν του “αναγκαίου εργάσιμου χρόνου”, δηλ. του χρόνου που χρειάζεται για να αντικατασταθούν οι αξίες που καταναλώνονται από την εργάτρια/-η και την οικογένειά της/του – τον οποίο [Σ.τ.Μ., τρόπο] ο Μαρξ αποκάλεσε απόλυτη υπεραξία· και μεταβάλλοντας τον λόγο μεταξύ αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και του χρόνου υπερεργασίας εντός μιας αμετάβλητης εργάσιμης μέρας διά προόδων της παραγωγικότητας που φτηναίνουν τα καταναλωτικά αγαθά – τον οποίο [Σ.τ.Μ., τρόπο] ο Μαρξ αποκάλεσε σχετική υπεραξία. Και οι δυο είναι τελείως διαφορετικοί από τη μείωση του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου “ωθώντας τον μισθό του εργάτη κάτω από την αξία της εργασιακής του δύναμης” (βλ. παραπάνω το υπόλοιπο του παραθέματος) – [Σ.τ.Μ., που είναι] ο πρότυπος ορισμός της υπερεκμετάλλευσης, ο οποίος θα τεθεί σε κριτική αργότερα σε αυτό το δοκίμιο.

Προκύπτει από τα παραπάνω ότι η ιμπεριαλιστική πρόσοδος και η ιμπεριαλιστική υπερεκμετάλλευση είναι διαφορετικές έννοιες ακόμη και αν στην πραγματικότητα συνδέονται στενά. Ο Samir Amin ήταν επομένως λάθος στο ότι τις συγχέει: “το ορατό μέρος της ιμπεριαλιστικής προσόδου… ανακύπτει από τη βαθμιαία κλιμάκωση των τιμών της εργασιακής δύναμης… Το μη ορατό μέρος της προσόδου [ανακύπτει από] την πρόσβαση στους φυσικούς πόρους του πλανήτη” (Samir Amin, 2018, σ. 110).

Μπορούμε να θέσουμε τώρα τα συστατικά στοιχεία του καπιταλισμού – μονοπώλιο/ανταγωνισμός και εκμετάλλευση/υπερεκμετάλλευση – μαζί. Κάθε καπιταλιστής ονειρεύεται να γίνει μονοπωλητής, αλλά για τους καπιταλιστές του Βιετνάμ, της Καμπότζης, του Μεξικό και άλλων νότιων εθνών τα όνειρα παραμένουν ακριβώς αυτό, όνειρα· δεν έχουν άλλη επιλογή από το να βασίζονται αποκλειστικά στην εξαγωγή υπεραξίας από τους δικούς τους εργάτες με το να τους υπερεκμεταλλεύονται έως και πέραν των ορίων τους – ή μάλλον, να χορταίνουν από ότι μένει αφού οι μονοπωλητές και οι ιμπεριαλιστές πάρουν το δικό τους μερίδιο (η Κίνα είναι μια εξαιρετικά σημαντική αλλά μέχρι στιγμής μερική εξαίρεση σε αυτό, και γι’ αυτό είναι σε τροχιά σύγκρουσης με εξέχουσες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κυρίως την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ). Αντιθέτως, το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει την επιλογή του να μοιραστεί κάποιες από τις μονοπωλιακές προσόδους και τις ιμπεριαλιστικές προσόδους με τους δικούς του εργάτες – για να εξαγοράσει την κοινωνική ειρήνη και να διευρύνει την αγορά για τα εμπορεύματά τους, μαζί με τα μέσα για τη χρηματοδότηση της κρατικής δαπάνης για σκληρή και ήπια δύναμη, προκειμένου να ενισχύσει την κυριαρχία επί των υποκείμενων εθνών.

Αν οι μαρξικές έννοιες της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας είναι ανεπαρκείς για να εξηγήσουν τις πραγματικότητες της εκμετάλλευσης στα σύγχρονα παγκόσμια παραγωγικά δίκτυα, τι άλλο χρειαζόμαστε; Με μια φράση – μια θεωρητική έννοια της υπερεκμετάλλευσης. Αλλά πριν να μπορέσουμε να συλλάβουμε την έννοια της υπερεκμετάλλευσης, χρειαζόμαστε μια βαθύτερη, πλουσιότερη έννοια της εκμετάλλευσης.

O Walter Daum, στη συμβολή του στη δημόσια συζήτηση για την κληρονομιά του Γκουαγιανέζου επαναστάτη Walter Rodney, προτείνει μια διάκριση μεταξύ απόλυτης υπερεκμετάλλευσης και σχετικής υπερεκμετάλλευσης (Daum W., 2020):

Προκειμένου να δείξει τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των Αφρικανών εργατών, ο Rodney παρουσίασε αρκετά παραδείγματα. Ένα ήταν ότι οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες καπιταλιστές πλήρωναν τους Αφρικανούς λιγότερο από έναν μισθό επιβίωσης, «έναν μισθό συνήθως ανεπαρκή για να διατηρήσει τον εργάτη φυσικά ζωντανό». Σε μαρξιστικούς όρους, αυτό σήμαινε ότι οι Αφρικανοί εργάτες πληρώνοντας λιγότερο από την αξία της εργασιακής τους δύναμης. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως απόλυτη υπερεκμετάλλευση. Ο Rodney επίσης παρουσίασε περιπτώσεις εργατών που υπόκειντο σε έναν βαθμό εκμετάλλευσης σημαντικά υψηλότερο από ότι… αλλού· αυτό μπορεί να ονομαστεί σχετική υπερεκμετάλλευση.

Αναφέρει τη σπουδαία εργασία του Rodney, Πως η Ευρώπη Υποανέπτυξε την Αφρική (Σ.τ.Μ.How Europe Underdeveloped Africa), για να δώσει ένα ιδιαίτερα έντονο παράδειγμα αυτού: μια ναυτιλιακή εταιρεία το 1955 στην οποία οι Αμερικάνοι εργάτες στις αποβάθρες πληρώνονταν πέντε φορές τους μισθούς των Αφρικανών εργατών για «την ίδια ποσότητα φορτίου που φορτώνονταν και εκφορτώνονταν στις δύο άκρες» (Rodney W., [1972] 1981).

Στο εξής, ακολουθώντας τον Daum, θα χρησιμοποιήσω αυτούς τους όρους: απόλυτη υπερεκμετάλλευση σημαίνει την πληρωμή μισθών κάτω από το ελάχιστο που απαιτείται για να διατηρήσει μια/έναν εργάτρια/η και την οικογένειά της/ου ζωντανούς. Σχετική υπερεκμετάλλευση σημαίνει έναν βαθμό εκμετάλλευσης που είναι πάνω από τον επικρατούντα βαθμό εκμετάλλευση στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Κανένας από αυτούς δεν αντιστοιχεί επακριβώς στην έννοια που παρουσιάζεται από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο, η οποία αποτελεί τον τυπικό ορισμό της υπερεκμετάλλευσης στη μαρξιστική βιβλιογραφία από τότε: «η πληρωμή μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης», μιας και το αποτέλεσμα της απλουστευτικής υπόθεσης του Μαρξ μιας μοναδικής αξίας της εργασιακής δύναμης είναι το να συγχέει τους δύο ορισμούς.

Και οι δύο ορισμοί εγείρουν πολλές θεωρητικές και μεθοδολογικές ερωτήσεις που θα τύχουν διερεύνησης σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος σε ότι ακολουθεί. Στην πορεία της συζήτησης, θα γίνει ακόμη πιο καθαρό γιατί αυτή η πρωταρχική διάκριση είναι αναγκαία. Μια παρατήρηση μπορεί να γίνει εξ’ αρχής. Η αξίας της εργασιακής δύναμης δίνεται από το κόστος της παραγωγής της, ή μάλλον, ακριβέστερα, από την ποσότητα της υλοποιημένης εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί επαρκής κατανάλωση αγαθών για να διατηρήσει την/ον εργάτρια/η και την οικογένειά της/ου ζωντανούς. Αυτή είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, και από το πως αυτή η μέρα διαιρείται σε αναγκαία εργασία και υπερεργασία. Με άλλα λόγια, είναι ανεξάρτητη από τον βαθμό εκμετάλλευσης. Από την άλλη πλευρά, η σχετική υπερεκμετάλλευση σημαίνει έναν υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης από αυτόν που απολαμβάνει ο μέσος εργάτης σε μια ιμπεριαλιστική χώρα.

Για να διευκρινίσουμε τη διάκριση μεταξύ των δύο, είναι δυνατό να φανταστούμε έναν εργάτη που υπομένει απόλυτη υπερεκμετάλλευση του οποίου η εργασιακή δύναμη υπόκειται σε εκμετάλλευση σε χαμηλότερο βαθμό από τον μέσο εργάτη σε μια ιμπεριαλιστική χώρα. Αυτό θα ήταν δυνατό αν η ποιότητα της εργασίας που εκτελείται από τον απόλυτα υπερεκμεταλλευόμενο εργάτη είναι τόσο ελαχιστοποιημένη λόγω των στερήσεων, που παίρνει περισσότερο να αντικαταστήσει την αξία της εργασιακής του δύναμης από ότι για τον μέσο εργάτη σε μια ιμπεριαλιστική χώρα. Πρέπει να δοθεί έμφαση στο ότι δε μιλάμε εδώ για διαφορές στην παραγωγικότητα με την αστική έννοια, της προστιθέμενης αξίας, αλλά για τη δαπάνη απλής εργασιακής δύναμης κανονικής έντασης.

Η μαρξική θεωρία της εκμετάλλευσης (Ι) – η αξία της εργασιακής δύναμης

Ο φαινομενικώς απλός τύπος του βαθμού εκμετάλλευσης, υ/μ, είναι, εξετάζοντάς το εγγύτερα, οτιδήποτε εκτός από απλός. Η αξία της εργασιακής δύναμης και η αξία που παράγεται από αυτή είναι μακράν πιο διαφορετικές από ότι συνήθως θεωρείται. Το γεγονός ότι τόσο ο αριθμητής όσο και ο παρανομαστής του υ/μ μπορούν να εκφραστούν ως απλοί αριθμοί, ο καθένας εκφράζοντας τα δύο μέρη της ίδιας εργάσιμης μέρας -με το βαθμό εκμετάλλευσης να δίνεται από τον απλό λόγο μεταξύ τους- οδηγεί ορισμένους να ξεχάσουν ακριβώς το πόσο πολύ διαφορετικοί είναι ο ένας από τον άλλο στην πραγματικότητα. Αυτό γίνεται καθαρό όταν ρωτάμε δύο στοιχειώδεις ερωτήσεις. Τι καθορίζει την αξία της εργασιακής δύναμης; Τι καθορίζει πόση αξία παράγεται από την εργασιακή δύναμη;

Παίρνοντας αυτές τις ερωτήσεις με τη σειρά, οι καθοριστικοί παράγοντες της αξίας της εργασιακής δύναμης μπορούν να αποσταχθούν σε εφτά στοιχεία:

1) Η γονιμότητα της φύσης, δηλ. η έτοιμη διαθεσιμότητα τροφίμων, οικοδομικών υλικών· και η φιλοξενία της – η ανάγκη για προστασία εναντίον των στοιχείων της κοκ. Για παράδειγμα, αν παίρνει περισσότερο χρόνο να πιάσει κανείς ψάρια, η αξία της εργασιακής δύναμης που εξαρτάται από αυτά για τη διατήρησή της πρέπει να αυξηθεί αν τα επίπεδα κατανάλωσης πρόκειται να παραμείνουν τα ίδια.

2) Η αναλογία αξιών χρήσης που απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και παρέχεται ελεύθερα από την οικιακή εργασία, τη μη-καπιταλιστική οικονομία κοκ.

3) Η παραγωγικότητα της εργασίας σε κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας που παράγουν αγαθά που καταναλώνουν οι εργάτες.

4) Η επίπτωση της υπερεκμετάλλευσης σε αυτούς τους κλάδους.

5) Το μέγεθος της αποκαλούμενης “ηθικής και ιστορικής” συνιστώσας της αξίας της εργασιακής δύναμης, δηλ. τον βαθμό στον οποίο η ταξική πάλη και η γενική κοινωνική εξέλιξη (διαφορετικοί τρόποι να πει κανείς το ίδιο πράγμα) έχει ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση νέων αναγκών σε αυτές που είναι αναγκαίες για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης.

6) Ο μέσος βαθμός πολυπλοκότητας/ειδίκευσης της εργασίας εντός μιας εθνικής οικονομίας. Αυτό σχετίζεται στενά με την παραγωγική της δομή, αλλά επίσης σχετίζεται με το “ηθικό και ιστορικό” στοιχείο που αναφέρθηκε παραπάνω.

7) Η ένταση της καταπίεσης και υποδούλωσης των εργατών σε μια δεδομένη εθνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της αγριότητας της εργοδοτικής/κρατικής καταστολής, του βαθμού της ενότητας/διάσπασης της εργατικής τάξης, της δομικής σπάνης ή υπεραφθονίας της εργασιακής δύναμης, συνοριακούς ελέγχους που περιορίζουν την ελεύθερη κινητικότητα της εργασίας.

Καθένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της αξίας της εργασιακής δύναμης απαιτεί ένα κεφάλαιο από μόνος του, και καθένας προσφέρεται για εμπειρική έρευνα όπως και για θεωρητικό αναστοχασμό. Εδώ έχουμε χώρο μόνο για μια πιο σύντομη συζήτηση.

Κανένας από αυτούς τους παράγοντες, ούτε καν ο πρώτος, δεν είναι καθαρά ενδογενής – ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τις συνέπειες για εκατοντάδες εκατομμύρια εργαζόμενου λαού ανά τον παγκόσμιο Νότο από την υπερβολική αλίευση από ιμπεριαλιστικούς αλιευτικούς στόλους, ή τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που προκαλεί ο ιμπεριαλισμός στη γονιμότητα και στη φιλοξενία της φύσης.

Ο δεύτερος παράγοντας που αναφέρθηκε, δηλ. η δύναμη της πατριαρχίας, το μέγεθος της μη-καπιταλιστικής οικονομίας κοκ είναι θεμελιωδώς μια συνέπεια του ιμπεριαλισμού· η “ανάπτυξη της υποανάπτυξης” που τον χαρακτηρίζει τονίζει την ανάγκη η θεωρία της αξίας να αγκαλιάσει τη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής, της οποίας η παραμέληση από την μαρξιστική πολιτική οικονομία σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την απροθυμία της τελευταίας να εγκαταλείψει τις απλουστεύσεις που έκανε ο Μαρξ προκειμένου να φτάσει στη “γενική θεωρία” του του κεφαλαίου.

Ο τρίτος παράγοντας έχει υποστεί έναν τεράστιο μετασχηματισμό κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, με τη μαζική μεταφορά των βιομηχανιών που παράγουν τα καταναλωτικά αγαθά των εργατών σε χαμηλόμισθες χώρες.

Τον τέταρτο παράγοντα πρέπει να τον θεωρήσουμε σε συνδυασμό με τον τρίτο – η αξία της εργασιακής δύναμης καθορίζεται όχι μόνο από την παραγωγικότητα των εργατών που απασχολούνται στην παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών, αλλά επίσης από τον βαθμό στον οποίο υπόκεινται σε υπερεκμετάλλευση. Η παραγωγή “sweatshop” φτηναίνει αυτά τα εμπορεύματα και χαμηλώνει την αξία της εργασιακής δύναμης που εξαρτάται από αυτά.

Ο πέμπτος παράγοντας, το “ηθικό και ιστορικό” στοιχείο, καθορίζεται από την ταξική πάλη, και αυτή λαμβάνει χώρα σε ένα εθνικό και σε ένα διεθνές επίπεδο. Αυτό που καταφέρνουν οι εργάτες να ενσωματώσουν στην αξία της εργασιακής τους δύναμης σε μια χώρα είναι το αποτέλεσμα της παγκόσμιας ταξικής πάλης, όχι μόνο της πάλης εντός της συγκεκριμένης χώρας. Για παράδειγμα, ήταν η άνοδος των αγώνων εθνικής απελευθέρωσης στις βρετανικές αποικίες και νεο-αποικίες – όχι μόνο το εγχώριο κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης – που έπεισε τους ιμπεριαλιστές κυριάρχους της να παραχωρήσουν δωρεάν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση στους εργάτες της Βρετανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο σκοπός τους δεν ήταν μόνο να εξειρηνεύσουν τους εργάτες με το να τους δώσουν αυτό που ζητούσαν, αλλά το να σφυρηλατήσουν ένα “κοινωνικό συμβόλαιο” με τους ηγέτες των συνδικάτων τους και το Εργατικό Κόμμα – και μέσω αυτού, να εξασφαλίσουν την ενεργή υποστήριξή τους για πολέμους ενάντια σε εξεγερμένους λαούς στις αποικίες και νεο-αποικίες. Από την άλλη πλευρά, αν και οι εργάτες εκτός των ιμπεριαλιστικών κρατών αποκλείστηκαν από το να απολαύσουν τέτοια κέρδη, ωστόσο ενσωματώθηκαν προοδευτικά σε αυτά που όλοι οι εργάτες θεωρούν ότι είναι τα δίκαιά τους, τα δικαιώματά τους.

Ο έκτος παράγοντας είναι επίσης συνάρτηση της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης: μια πολύ υψηλότερη αναλογία (αν και ακόμη μειοψηφία) της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών εθνών λειτουργεί ως πολύπλοκη/ειδικευμένη εργασία από ότι στον εξαρτημένο καπιταλισμό… αλλά πρέπει να θυμηθούμε επίσης την προειδοποίηση του Μαρξ ότι πολλή από τη διάκριση μεταξύ ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας βασίζεται σε μια “καθαρή ψευδαίσθηση” (βλ. σελ. 6 για το παράθεμα), όπως, π.χ., ανακάλυψαν οι γυναίκες που παλεύουν για ίση πληρωμή.

Ο έβδομος παράγοντας, συνολικά, εκφράζει τον βαθμό της εθνικής καταπίεσης που υπομένουν οι εργάτες ενός δοσμένου έθνους, δηλ., τον βαθμό στον οποίο παραβιάζεται η ισότητά τους με τους εργάτες σε άλλα μέρη του κόσμου. Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι στη νεοφιλελεύθερη εποχή αυτό έχει γίνει ο πιο σημαντικός παράγοντας όλων, και ότι είναι ένα καθοριστικός όρος κλειδί του τέταρτου παράγοντα, του οποίου η σημασία επίσης αυξήθηκε πάρα πολύ.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτήν τη λίστα των παραγόντων που καθορίζουν την αξία της εργασιακής δύναμης με αυτή που παρέχεται από τον Μαρξ:

Η αξία της εργασιακής δύναμης καθορίζεται από την αξία των μέσων συντήρησης που συνήθως απαιτούνται για τον μέσο εργάτη. Η ποσότητα των απαιτούμενων μέσων συντήρησης είναι δοσμένη σε κάθε συγκεκριμένη εποχή και σε κάθε συγκεκριμένη κοινωνία, και μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως ένα σταθερό μέγεθος. Αυτό που αλλάζει είναι η αξία αυτής της ποσότητας. Υπάρχουν, εξάλλου, δύο άλλοι παράγοντες που εισέρχονται στον καθορισμό της αξίας της εργασιακής δύναμης. Ο ένας είναι το κόστος ανάπτυξης αυτής της δύναμης, ο οποίος ποικίλει με τον τρόπο παραγωγής. Ο άλλος είναι η φυσική ποικιλία της εργασιακής δύναμης, η διαφορά μεταξύ της εργασιακής δύναμης των ανδρών και των γυναικών, των παιδιών και των ενηλίκων (Marx, [1867] 1976, σ. 655).

Από αυτό μπορούμε να εξάγουμε τέσσερις παράγοντες· η αντιστοίχισή τους με τους εφτά παράγοντες στη δική μου λίστα σημειώνεται σε παρενθέσεις στο τέλος καθενός από αυτούς:

  • η ποσότητα των μέσων συντήρησης που απαιτείται για τον μέσο εργάτη (1, 5, 6)
  • η αξία αυτής της ποσότητας (δηλ. η ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της) (3, 4, 7)
  • το κόστος ανάπτυξης της εργασιακής δύναμης (δηλ. τα έξοδα αναπαραγωγής της, συμπεριλαμβανομένων αυτών των εξαρτώμενων (Σ.τ.Μ. οικογενειακών) μελών των εργατών (2, 6)
  • η φυσική ποικιλία της εργασιακής δύναμης (δηλ. των ανδρών και γυναικών, παιδιών και ενηλίκων): αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί – αφήνω εκτός της εικόνας την εργασιακή δύναμη των παιδιών, και αντιτίθεμαι στο ότι υπάρχει οτιδήποτε “φυσικό” γύρω από την αξία της ανδρικής και γυναικείας εργασιακής δύναμης.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο λιστών αντανακλούν τις διαφορές στα επίπεδα αφαίρεσης που αναπτύσσονται από τον Μαρξ στην αναζήτησή του για μια “γενική θεωρία” του κεφαλαίου, και του σκοπού αυτής της εργασίας – μιας αξιακής θεωρίας του ιμπεριαλισμού· και επίσης αντανακλούν την εξέλιξη του καπιταλισμού στα 150 χρόνια από τότε που ο Μαρξ δημοσίευσε τον Τόμο 1 του Κεφαλαίου. Είναι καθαρό ότι πολλοί παράγοντες καθορίζουν την αξία της εργασιακής δύναμης και ότι το σχετικό τους βάρος αλλάζει σε μεγάλο βαθμό από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη και από τη μια χώρα στην άλλη· το οποίο στο σύνολό του υπογραμμίζει γιατί η έννοια της εκμετάλλευσης που χρησιμοποιούμε πρέπει να είναι συγκεκριμένη, ιστορικά ανανεωμένη και ενημερωμένη από την εμπειρική ανάλυση, κι όχι μόνο εύκολα ξεσηκωμένη από το Κεφάλαιο του Μαρξ και μηχανιστικά εφαρμοσμένη στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική πραγματικότητα ως αν οι μετασχηματισμοί του τελευταίου ενάμιση αιώνα να μη συνέβησαν ποτέ.

Η μαρξική θεωρία της εκμετάλλευσης (ΙΙ) – η αξία που παράγεται από την εργασιακή δύναμη

Στρεφόμαστε τώρα στο να θεωρήσουμε το άλλο στοιχείο στον τύπο του βαθμού εκμετάλλευσης, “υ”. Ο νόμος της αξίας βασίζεται σε μια θεμελιώδη αρχή: “η αξία που παράγει η εργασιακή δύναμη… εξαρτάται όχι από τη δική της αξία, αλλά από τη χρονική διάρκεια κατά την οποία δραστηριοποιείται” (Marx, [1867] 1976, σ. 679). Επιπλέον, όπως είδαμε παραπάνω, η αξία την οποία παράγει η εργασιακή δύναμη σε ένα δοσμένο χρόνο είναι επίσης απολύτως ανεξάρτητη από τη δική της αξία, από την παραγωγικότητά της, και από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου του οποίου αποτελεί μέρος. Ο Μαρξ επανειλημμένα τόνισε αυτή τη θεμελιώδη αρχή σε πολλά σημεία σε όλο το μεγαλειώδες του έργο, όπως για παράδειγμα

“μια εργάσιμη μέρα μιας δοσμένης διάρκειας πάντα δημιουργεί την ίδια ποσότητα αξίας, άσχετα από το πώς η παραγωγικότητα της εργασίας, και μαζί με αυτήν, η μάζα του προϊόντος και η τιμή κάθε μονάδας εμπορεύματος, μπορεί να ποικίλουν. Αν η αξία που δημιουργείται από μια εργάσιμη μέρα 12 ωρών είναι, ας πούμε, 6 πένες, τότε παρόλο που η μάζα των αξιών χρήσης που παράγονται ποικίλει με την παραγωγικότητα της εργασίας, η αξία που αναπαρίσταται σε 6 πένες απλά θα διασπείρεται σε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό εμπορευμάτων” (Marx, [1867] 1976, σσ. 656-7, δική μου η έμφαση).

Ποιοι άλλοι παράγοντες, εκτός της διάρκειας, υπεισέρχονται; Η ένταση της εργασίας είναι ένας – ένας εργάτης που εργάζεται διπλάσια γρηγορότερα από έναν άλλο θα παράγει διπλάσια αξία στον ίδιο χρόνο. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου καθαρό ότι οι εργάτες στις ιμπεριαλιστικές χώρες εργάζονται με μεγαλύτερη ένταση από αυτούς στις χαμηλόμισθες χώρες, και ότι ακόμη και αν το κάνουν αυτό, αυτό αντισταθμίζεται από την τάση της εργάσιμης μέρας και της εργάσιμης εβδομάδας να είναι πολύ πιο μακρές στις χαμηλόμισθες χώρες. Μπορούμε επομένως να το αφήσουμε αυτό έξω από την ανάλυσή μας, και να υποθέσουμε, όπως έκανε ο ίδιος ο Μαρξ στο παραπάνω παράθεμα, ότι όλη η ζωντανή εργασία δαπανάται με την ίδια ένταση.

Ένας άλλος (Σ.τ.Μ., παράγοντας) είναι ο βαθμός ειδίκευσης ή δεξιότητας, όπως συζητήθηκε παραπάνω αντικρούοντας τα επιχειρήματα των αρνητών του ιμπεριαλισμού. Για τους λόγους που δόθηκαν, μπορεί επίσης να εξαιρεθεί από τη “συγκεκριμένη καθολική έννοιά” μας (Ilyenkov, 1960, σσ. 84-88) της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η αξία που παράγεται από τη ζωντανή εργασία καθορίζεται εκ των υστέρων (Σ.τ.Μ., expost), όταν η αξία των εμπορευμάτων που παρήγαγε αυτή η εργασία πραγματοποιείται διά της πώλησής τους:

Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται όχι από την ποσότητα της εργασίας που πραγματικά αντικειμενοποιήθηκε σε αυτό, αλλά από την ποσότητα της ζωντανής εργασίας που είναι αναγκαία για να παραχθεί. Ένα εμπόρευμα αναπαριστά, ας πούμε, έξι εργάσιμες ώρες. Αν γίνει μια εφεύρεση με την οποία μπορεί να παραχθεί σε τρεις ώρες, η αξία, ακόμη και του εμπορεύματος που έχει ήδη παραχθεί, πέφτει κατά το ήμισυ (Marx, [1867] 1976, σσ. 676-7).

Αυτό είναι ένα σημαντικό και πολύπλοκο ζήτημα, ωστόσο μπορεί με ασφάλεια να αποκλειστεί από την παρούσα συζήτηση για δύο λόγους. Πρώτον, ενώ ο εκ των υστέρων καθορισμός της αξίας επηρεάζει το ποσοστό υπεραξίας και το ποσοστό κέρδους, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα στον βαθμό εκμετάλλευσης (μιας και η διαίρεση της εργάσιμης μέρας σε αναγκαία εργασία και υπεραξία είναι ανεπηρέαστη από το αν αυτή η εργασιακή δύναμη απασχολείται παραγωγικά ή όχι, από το εάν σπαταλάται, ή από το αν τα εμπορεύματα που παράγει πωλούνται ή όχι). Δεύτερον, εμπλέκεται μόνο στον βαθμό που η παραγωγικότητα της εργασίας προοδεύει· αυτό λαμβάνει χώρα περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα σε διαφορετικούς κλάδους της παραγωγής και σε διαφορετικές χώρες, και δεν είναι καθαρό εάν η παραγωγικότητα προοδεύει στις ιμπεριαλιστικές χώρες ταχύτερα από ότι αλλού – οι παραγωγικές υπεργολαβίες σε χαμηλόμισθες χώρες έχουν αποτελέσει μια όλο και πιο προτιμώμενη εναλλακτική για την αύξηση των κερδών από ότι η εγχώρια επένδυση σε νέα, πιο παραγωγική τεχνολογία.

Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη την ειδική περίπτωση εργατών που απασχολούνται από έναν ατομικό καπιταλιστή, ο οποίος κατέχει κάποια τεχνική ή τεχνολογική καινοτομία που του επιτρέπει να παράγει ένα εμπόρευμα πιο αποδοτικά, δηλ. πιο φτηνά, από ότι είναι η νόρμα ενός συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής. Ο Μαρξ λέει (ο.π., σ. 435) “Η εξαιρετικά παραγωγική εργασία λειτουργεί ως εντατικοποιημένη εργασία· δημιουργεί σε ίσες χρονικές περιόδους μεγαλύτερες αξίες από ότι η μέση κοινωνική εργασία του ίδιου είδους.” Εκ πρώτης όψεος, αυτό φαίνεται να αντιφάσκει με τη δήλωση του Μαρξ (ο.π., σ. 137) ότι “μεταβολές στην παραγωγικότητα δεν έχουν καμία απολύτως επίδραση στην ίδια την εργασία που αναπαρίσταται στην αξία… Η ίδια εργασία, επομένως, εκτελεσμένη για την ίδια χρονική διάρκεια, πάντοτε αποδίδει την ίδια ποσότητα αξίας, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε μεταβολές στην παραγωγικότητα”.

Η αντίθεση μεταξύ στις δύο δηλώσεις του Μαρξ είναι μόνο φαινομενική· στο πρώτο από αυτά τα παραθέματα, ο Μαρξ εστιάζει στα επίπεδα παραγωγικότητας τα σχετικά με την ατομική επιχείρηση ενώ στο δεύτερο από αυτά τα παραθέματα τα υποβάλλει αυτά σε αναλυτική αφαίρεση. Τα διαφορετικά ποσοστά υπεραξίας για τα οποία μιλάει ο Μαρξ στο πρώτο παράθεμα ασχολούνται αποκλειστικά με τις διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ ατομικών επιχειρήσεων εντός ενός κλάδου παραγωγής που παράγουν πανομοιότυπα εμπορεύματα αλλά σε διαφορετικές χρονικές διάρκειες. Το να μεταθέτει κανείς αυτές τις χαρακτηριστικές των ατομικών επιχειρήσεων διαφορές στην παραγωγικότητα σε διαφορές μεταξύ ολόκληρων κλάδων με διαφορετικές οργανικές συνθέσεις κεφαλαίου είναι ένα πολύ σημαντικό λάθος, μια θεμελιώδης παρανόηση της μαρξικής θεωρίας της αξίας – ωστόσο αυτό ακριβώς είναι που ισχυρίζονται οι μαρξιστές αρνητές του ιμπεριαλισμού· τόσο μεγάλος είναι ο ζήλος τους να “αποδείξουν” ότι οι εργάτες σε πιο ανεπτυγμένες βιομηχανίες εντάσεως κεφαλαίου παράγουν περισσότερη αξία ανά ώρα με τη ζωντανή τους εργασία, και ότι, κατ’ επέκταση, οι εργάτες σε πιο ανεπτυγμένα έθνη παράγουν περισσότερη αξία από ότι αυτοί σε υποανεπτυγμένα έθνη, και είναι επομένως το ίδιο εκμεταλλευόμενοι.

Η άνιση διανομή της υπεραξίας είναι μεταξύ καπιταλιστών “της ίδια δουλειάς”, δηλ. που παράγουν τα ίδια εμπορεύματα. Η αξία την οποία ο πιο παραγωγικός καπιταλιστής πραγματοποιεί κατά την πώληση συμπεριλαμβάνει ένα επιπλέον μερίδιο της υπεραξίας εις βάρος των ανταγωνιστών των οποίων η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη από ότι η μέση στον συγκεκριμένο κλάδο της παραγωγής.[18] Θα πρέπει να είναι καθαρό ότι αυτό αφορά μόνο ατομικούς καπιταλιστές σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους, και με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται ότι τα κεφάλαια σε κλάδους της παραγωγής με υψηλότερες οργανικές συνθέσεις έχουν ένα υψηλότερο ποσοστό υπεραξίας από ότι σε κλάδους παραγωγής με χαμηλότερες οργανικές συνθέσεις. Συζητώ αυτό το συναρπαστικό και σημαντικό θέμα περισσότερο σε βάθος στο Ο Ιμπεριαλισμός στον 21ο Αιώνα (Smith, 2016, σ. 241-244), καταλήγοντας ως εξής:

υποθέτοντας ότι εργασία μέσης έντασης και πολυπλοκότητας… όλη η εργασιακή δύναμη που δαπανάται από εργάτες που απασχολούνται σε λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια μετράει ισοδύναμα ως προς τη συνολική αξία, ακόμη και αν ένα δυσανάλογο μέρος αυτού το καρπώνονται οι πιο παραγωγικοί καπιταλιστές. Τα υπερκέρδη των πιο παραγωγικών καπιταλιστών πηγάζουν όχι από τους δικούς τους πιο παραγωγικούς εργάτες αλλά από την υπερεργασία που εξάγεται από εργάτες που απασχολούνται από τεχνολογικά καθυστερημένα κεφάλαια… Έτσι, η αξία που παράγεται από παραγωγικούς εργάτες σε μια δεδομένη χρονική διάρκεια είναι ανεξάρτητη από τη δική τους παραγωγικότητα, ακόμη και αν η προστιθέμενη αξία που καρπώνονται οι εργοδότες τους παραμένει εξαιρετικά εξαρτώμενη από αυτό. Αυτό είναι τόσο θεμελιώδες, που πρέπει να τύχει επανάληψης: ένας μεταλλεργάτης που λειτουργεί τεχνολογικά πιο εκλεπτυσμένα μηχανήματα όντως δεν παράγει περισσότερη ανταλλακτική αξία, απλά επιτρέπει τον καπιταλιστή εργοδότη του να καρπωθεί ένα μεγαλύτερο μερίδιο αυτής. Συνεπάγεται ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης – υποθέτοντας ίσους μισθούς, ένταση εργασίας, κοκ – δεν είναι υψηλότερος σε πιο παραγωγικά κεφάλαια από ότι σε λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια, όπως οι ευρω-μαρξιστές κριτικοί της θεωρίας της εξάρτησης ισχυρίζονται.

Στη βάση των παραπάνω απλουστεύσεων και αποσαφηνίσεων, γίνεται φανερό ότι κανένας από τους εφτά παράγοντες που καθορίζουν την αξία της εργασιακής δύναμης και που συζητήθηκαν παραπάνω δεν έχουν καμία επίπτωση στην αξία που παράγεται από αυτήν. Ακόμη και αν χαλαρώσουμε τις απλουστεύσεις και συμπεριλάβουμε την ένταση, την ειδίκευση και τον εκ των υστέρων καθορισμό της αξίας, είναι ξεκάθαρο ότι οι καθοριστικοί όροι του αριθμητή και ο παρανομαστής στον τύπο για τον βαθμό εκμετάλλευσης έχουν πολύ λίγο να κάνουν ο ένας με τον άλλον· ότι ο μικρός μας απλός τύπος, υ/μ, είναι πολύ πιο πολύπλοκος από ότι υποτίθεται γενικά, και ότι αναφορές στον βαθμό εκμετάλλευσης που δεν το παίρνουν αυτό υπόψη καταλλήλως παράγουν κακή επιστήμη.

Η μαρξική θεωρία της υπερεκμετάλλευσης

Νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιο είδαμε πολλά παραδείγματα της “συνεχούς σύμπλεξης της πληρωμής της εργασιακής δύναμης στην αξία της και χαμηλότερα από την αξία της σε ολόκληρο το Κεφάλαιο στο σύνολό του” (Osorio, 2018, σ. 166). Ο τρόπος που ο Μαρξ έθεσε το ερώτημα – “η μείωση των μισθών κάτω από την αξία τους” – συμμορφώνονταν με τη “γενική ανάλυση του κεφαλαίου”, στην οποία υπέθεσε μια μοναδική ενιαία οικονομία και τέλειο ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών και μεταξύ των εργατών, ως προϋπόθεση ώστε όλα τα εμπορεύματα να πωλούνται στην αξία τους,[19] και οι εργασιακές δυνάμεις να έχουν μία, μοναδική, αξία. Για να θεωρήσουμε την υπερεκμετάλλευση στο επίπεδο όχι του “κεφαλαίου γενικά” αλλά σε αυτό της σύγχρονης παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας απαιτείται μια σημαντική τροποποίηση στη διατύπωση του Μαρξ: στο παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι τόσο ζήτημα μισθών που είναι πάνω ή κάτω από μια κοινή, μοναδική αξία, αλλά της αξίας της εργασιακής δύναμης, και όχι μόνο του μισθού της, που πιέζεται προς τα κάτω σε κάποιες χώρες αλλά όχι σε άλλες.

Με άλλα λόγια, αυτό που είναι κρίσιμο δεν είναι τόσο το ότι η αξία της εργασιακής δύναμης παραβιάζεται από υπο-αποζημίωση (Σ.τ.Μ.underrenumeration, δηλ. χαμηλούς μισθούς), αλλά, όπως τονίστηκε στην αρχή αυτού του δοκιμίου, η παραβίαση της ισότητας των εργατών, μια παραβίαση που αντανακλάται στο ότι οι εργασιακές τους δυνάμεις έχουν διαφορετικές αξίες. Η απόπειρα του Katz να “διορθώσει” την έννοια του Marini επιβεβαιώνοντας ότι η εργασιακή δύναμη έχει διαφορετικές αξίες ανάλογα με το που κατοικεί, και ότι, εξαιτίας αυτού, “η έννοια της πληρωμής της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της θα έπρεπε να υποκατασταθεί από την υπο-αποζημίωση αυτού του πόρου” (Katz, 2017, σ. 10) δε μας πάει πουθενά. Πρώτον, αν δεχθούμε (όπως θα έπρεπε) ότι η αξία της εργασιακής δύναμης ποικίλει ευρέως ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες, η ερώτηση που θα πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί ποικίλει τόσο ευρέως; Δεύτερον, ο Katz ισχυρίζεται ότι αυτή η διόρθωση μετατρέπει την υπερεκμετάλλευση σε κάτι το έλασσον, ένα μη συστημικό φαινόμενο, το οποίο είναι εξίσου πιθανό να το συναντήσει κανείς στις χώρες του “κέντρου” όσο και σε αυτές της “περιφέρειας”.[20] Αλλά αυτό μπορεί να είναι αλήθεια μόνο αν συμφωνούμε με την πρόταση ότι “το μέγεθος της υπερεργασίας… είναι εμφανώς υψηλότερο στις πιο παραγωγικές οικονομίες του κέντρου” (ο.π., σ. 10). Αυτό είναι ταυτόσημο με το επιχείρημα που προωθείται από τους μαρξιστές αρνητές του ιμπεριαλισμού που συζητήθηκε νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιο, ένα επιχείρημα που βασίζεται στην σύγχυση μεταξύ των ορισμών της παραγωγικότητας που σχετίζονται με την αξία χρήσης από τη μια, και την ανταλλακτική αξία από την άλλη. Δεν είναι, με άλλα λόγια, τίποτα περισσότερο από αστικά οικονομικά μεταμφιεσμένα σε μαρξιστικά οικονομικά.

Όπως είδαμε, ο Μαρξ επανειλημμένα και ρητά εξαίρεσε τη συρρίκνωση των μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης από τη “γενική θεωρία” του του κεφαλαίου, δίνοντας έμφαση κάθε φορά στη σημασία αυτής στην πραγματική ζωή. Η μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης μειώνοντας τα επίπεδα κατανάλωσης (ή αυτό που είναι το ίδιο πράγμα, η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες όπου τα επίπεδα κατανάλωσης, και μαζί με αυτά, η αξία της εργασιακής δύναμης, είναι πολύ χαμηλότερη) είναι ένας διακριτός, τρίτος τρόπος για να αυξηθεί η υπεραξία,[21] και έχει αποκτήσει απίστευτη σημασία κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής, γινόμενη η κινητήρια δύναμη του μεγαλύτερου μετασχηματισμού της, το μοναδικό πιο σημαντικό μέσο αύξησης του ποσοστού υπεραξίας και αντιστάθμισης της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Η επανα-ανακάλυψη αυτής της τρίτης μορφής υπεραξίας είναι η πρωτοποριακή τομή που καθιστά δυνατό το να εφαρμοστούν οι δυναμικές, επιστημονικές έννοιες που περιέχονται στο Κεφάλαιο στη συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική πραγματικότητα, και έγινε από τον Andy Higginbottom σε ένα συνεδριακό άρθρο του 2009 υπό τον τίτλο Η Τρίτη Μορφή της Αύξησης της Υπεραξίας, στο οποίο έχτισε πάνω στην εργασία του Μαρίνι και την ανέπτυξε περαιτέρω σε μια σειρά από πρωτοποριακά άρθρα, κάποια από τα οποία παρατίθενται στο δοκίμιο αυτό. Στο άρθρο του του 2009 έλεγε, “ο Μαρξ συζητά τρεις διακριτούς τρόπους που το κεφάλαιο μπορεί να αυξήσει την υπεραξία, αλλά ονοματίζει μόνο δύο από αυτούς ως απόλυτη υπεραξία και σχετική υπεραξία. Τον τρίτο μηχανισμό, τη μείωση των μισθών κάτω από την αξία της εργασιακής δύναμης, ο Μαρξ τον αποδίδει στη σφαίρα του ανταγωνισμού και έξω από την ανάλυσή του.” Αναπτύσσει αυτήν την ιδέα σε επόμενα άρθρα, για παράδειγμα εκεί που, ασκώντας κριτική στο επικρατούσα ορθόδοξη ανάγνωση του Κεφαλαίου, λέει (Higginbottom, 2011, σ. 284):

Δεν είναι καθαρό … γιατί η επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας [απόλυτη υπεραξία]· και η έμμεση, ακούσια, και διαμεσολαβούμενη επίδραση της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας στην μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης [σχετική υπεραξία] ανήκουν στην εσωτερική φύση του κεφαλαίου, ενώ το να μειώνει το κεφάλαιο τους μισθούς άμεσα δεν ανήκει. Και οι τρεις μηχανισμοί αυξάνουν το ποσοστό της υπεραξίας… Η άμεση μείωση των μισθών [είναι] κρίσιμη για την ανάλυση του καπιταλισμού ως ιμπεριαλισμού και ως ένα παγκόσμιο σύστημα.

Η μονοπωλιακή παρόρμηση των καπιταλιστών, δηλ. η επιθυμία τους για να καρπωθούν υπεραξία εις βάρος των άλλων καπιταλιστών, μαζί με την ακόρεστη δίψα τους για υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, συνδυάζονται μαζί για να ορίσουν την έμφυτη, ακόρεστη ιμπεριαλιστική πορεία. Και τα δύο στοιχεία – μονοπώλιο και υπερεκμετάλλευση- είναι απολύτως ουσιαστικά για την έννοια του ιμπεριαλισμού· το να οριστεί ο ιμπεριαλισμός μόνο με όρους μονοπωλίου είναι μονόπλευρό, και επομένως λανθασμένο, και ξεχνά τον άλλον, συχνά επαναλαμβανόμενο, ορισμό του Λένιν: “η διαίρεση των εθνών σε καταπιεστές και καταπιεζόμενα [είναι] η ουσία του ιμπεριαλισμού” (Lenin, [1915] 1964, σ. 409), η οποία σήμερα εκφράζεται στη δομή απαρτχάιντ της παγκόσμιας εργασιακής δύναμης και την υπερεκμετάλλευση που προκαλεί.

Αν είναι έτσι, γιατί δεν είναι η υπερεκμετάλλευση στο κέντρο της λενινιστικής έννοιας του ιμπεριαλισμού όπως αναπτύσσεται στο Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (Lenin, [1916] 1964), μαζί με το μονοπώλιο;

Η σύντομη απάντηση είναι ότι είναι στο κέντρο, και θα τη βρεις αν την ψάξεις, αλλά είναι καλυμμένη, και για καλό λόγο. Όπως ισχυριστήκαμε παραπάνω, είναι μη λογικό να προσδοκά να βρει κανείς, στα γραπτά του Λένιν και άλλων που γράφανε κατά τη γέννηση του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που να είναι ικανή να εξηγήσει την ολοκληρωμένα ανεπτυγμένη σύγχρονη μορφή του. Έναν ολόκληρο αιώνα πριν, η σχέση μεταξύ ιμπεριαλιστικών και καταπιεσμένων εθνών είναι σε μεγάλο βαθμό μια σχέση μεταξύ καπιταλιστικών και προ-καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, σε έντονη αντίθεση με τον σημερινό κόσμο, στον οποίον οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις έχουν εγκαθιδρύσει σχεδόν απόλυτη κυριαρχία, και οι σχέσεις μεταξύ ιμπεριαλιστικών και καταπιεσμένων εθνών λαμβάνουν χώρα σχεδόν αποκλειστικά εντός της τροχιάς της σχέσης κεφαλαίου – εργασίας. Ο Λένιν δε θα μπορούσε να έχει συμπεριλάβει μια σύλληψη του πως παράγεται η αξία σε παγκοσμιοποιημένες παραγωγικές διαδικασίες, διότι η ύπαρξη αυτού του φαινομένου σε ευρεία κλίμακα ανήκει σε μια ύστερη φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού από ότι αυτή στην οποία ζούσε. Αυτές οι συγκυρίες είχαν ως αποτέλεσμα μια αναπόφευκτη αποσύνδεση, η οποία επιμένει μέχρι σήμερα, μεταξύ της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού και της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας (ωστόσο, δεν ήταν αναπόφευκτο αυτή η αποσύνδεση να επιμένει μέχρι σήμερα· γι’ αυτό έχουμε εμάς να κατηγορήσουμε).

Όπως είπε ο Λένιν στον πρόλογο της γαλλικής και γερμανικής έκδοσης της διάσημης μπροσούρας του για τον ιμπεριαλισμό (Lenin, [1921] (1964) σ. 193), “τεράστια υπερκέρδη” συσσωρεύονται σε “μια χούφτα… υπερβολικά πλούσιων και ισχυρών κρατών τα οποία λεηλατούν όλο τον υπόλοιπο κόσμο”. Αυτά τα υπερκέρδη προκύπτουν από το αυτοκρατορικό προνόμιο, από την μονοπωλιακή παραβίαση της ίσης ανταλλαγής. Τα ιμπεριαλιστικά υπερκέρδη μπορούν να πάρουν πολλές μορφές: από τη δουλεία και άλλες αχρείες μορφές εκβιασμού, καθαρής ληστείας και παρανομίας – ή από υπερεκμετάλλευση, στην οποία η ανταλλαγή που παραβιάζεται είναι αυτή που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία (διαμεσολαβούμενη από άμεσους εργοδότες, εθνικές αστικές τάξεις κοκ). Σε αυτήν την περίπτωση, η ισότητα που παραβιάζεται είναι η ισότητα μεταξύ προλετάριων, η κεντρική σημασία της οποίας τονίσθηκε στην αρχή αυτού του δοκιμίου.

Η ακόρεστη δίψα των καπιταλιστών για υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, μαζί με τη μόνιμη επιθυμία τους να αποκομίσουν από εκεί που δεν έχουν σπείρει, να παραβιάσουν την ισότητα της ανταλλαγής μεταξύ ελεύθερων δρώντων, οδηγεί στην παρόρμηση του ιμπεριαλισμού, η οποία είναι ο λόγος για τον οποίο ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να αναχθεί στο μονοπώλιο, ή στην “υπερωρίμανση”/υπερτροφία του κεφαλαίου, ή σε κανένα από τα αποτελέσματά του. Το παγκόσμιο εργασιακό αρμπιτράζ (Σ.τ.Μ, global labour arbitrage) – η αντικατάσταση σχετικά υψηλά αμειβόμενων εργατών εγχωρίως με χαμηλά αμειβόμενους εργάτες στο εξωτερικό, η κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης και της παγκόσμιας στροφής της παραγωγής που έχει χαρακτηρίσει τη νεοφιλελεύθερη εποχή – είναι η καθαρότερη έκφραση αυτής της παρόρμησης.

Η υπερεκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας έπαιζε έναν ασήμαντο ρόλο στα αρχικά στάδια του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού, όταν η αυτοκρατορική λεηλασία εκδηλωνόταν μέσω της αρπακτικής εξόρυξης ορυκτών πόρων, συχνά με καταναγκαστική εργασία, μαζί με ποικίλες μορφές χρηματιστικής τοκογλυφίας και εκβιασμού. Η άνιση ανταλλαγή, δηλ. οι μειονεκτικοί και επιδεινωμένοι όροι εμπορίου των κύριων εμπορευματικών εξαγωγών του Νότου (με παρουσία ήδη, όπως σημείωσε ο Marini, από τα μέσα του 19ου αιώνα), απέκτησε εξέχουσα σημασία στη μακρά περίοδο που οδήγησε στη νεοφιλελεύθερη εποχή· συμβάλλοντας ισχυρά στο εκθετικά αυξανόμενο χρέος, το οποίο έγινε μια σημαντική και συνεχιζόμενη πηγή λεηλασίας από μόνο του· τελικά, η παγκοσμιοποίησης της παραγωγής, χαρακτηριστική της νεοφιλελεύθερης εποχής μετέτρεψε τη ζωντανή εργασία στο είδος προς καλλιέργεια, στον πόρο προς εξόρυξη. Και αυτή, κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής, έχει γίνει η κυρίαρχη μορφή ιμπεριαλιστικής λεηλασίας.

Αυτό φέρνει στο νου τη φωτισμένη ιδέα του Evald Ilyenkov, η οποία πάει έτη φωτός πέραν των κοινοτοπιών της “θεωρίας της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης” (η οποία, για πολλούς μαρξιστές αρνητές του ιμπεριαλισμού, εξυπηρετεί ως ένα άνοστο υποκατάστατο μια θεωρίας του ιμπεριαλισμού): “Πολύ συχνά… Η αυθεντικά αντικειμενική αιτία ενός φαινομένου εμφανίζεται στην επιφάνεια μιας ιστορικής διαδικασίας μετά από τις ίδιες της τις συνέπειες” (Ilyenkov, 1960, σ. 217).

Επίλογος

Η μονοπωλιακή παρόρμηση των καπιταλιστών, δηλ. η επιθυμία τους για να καρπωθούν υπεραξία εις βάρος των άλλων καπιταλιστών, μαζί με την ακόρεστη δίψα τους για υπερεκμεταλλευόμενη εργασία, συνδυάζονται μαζί για να ορίσουν την έμφυτη, ακόρεστη ιμπεριαλιστική πορεία του καπιταλισμού. Ο ιμπεριαλισμός και η υπερεκμετάλλευση είναι επομένως αδιαχώριστα συνδεδεμένοι. Μια θεωρία του ιμπεριαλισμού του 21ου αιώνα πρέπει να εξηγήσει πως η υπερεκμετάλλευση τροποποιεί την αξιακή σχέση. Μια θεωρία του ιμπεριαλισμού που δεν το κάνει, είναι άχρηστη, κενή, και είναι αναγκαστικά σε άρνηση του ιμπεριαλισμού, ακόμη και αν αυτοί που βρίσκονται σε άρνηση συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τον “ιμπεριαλισμό” ως έναν περιγραφικό όρο.


Αναφορές

Amin, S. (2018). Modern Imperialism, Monopoly Finance Capital, and Marx’s Law of Value. New York: Monthly Review Press.

Bettelheim, C. (1972). Some Theoretical Comments by Charles Bettelheim. pp. 271–322 in Unequal Exchange, A Study in the Imperialism of Trade, by Arghiri Emmanuel. London: NLB. Callinicos, A. (1992). Race and Class. International Socialism (2)55. https://www.marxists.org/history/etol/writers/callinicos/1992/xx/race-class.html

Callinicos, A. (2009), Imperialism and Global Political Economy (Cambridge: Polity Press)

Cope, Z. (2019). The Wealth of (Some) Nations. London: Pluto Press.

Harris, N. (1986). “Theories of Unequal Exchange,” International Socialism (2)33.

Engels, F. [1847] (1977). The Communists and Karl Heinzen, in Marx and Engels Collected Works, vol. 6. Moscow: Progress Publishers.

Higginbottom, A. (2009). The Third Form of Surplus Value Increase, paper presented at Historical Materialism Conference, London. https://www.academia.edu/11418979/Third_form_of_extraction_surplus_value.

Higginbottom, A. (2011). The System of Accumulation in South Africa: Theories of Imperialism and Capital. Économies et Sociétés, (45)2,261-288.

Higginbottom, A. (2014). Imperialist Rent in Practice and Theory. Globalizations (11)1, 23–33. https://www.researchgate.net/publication/263569325_’Imperialist_Rent’_in_Practice_and_Theory

Higginbottom, A. (2018). Enslaved African labour in the Americas: from primitive accumulation to manufacture with racial violence. Revista de Estudos e Pesquisas sobre as Américas (12)1. https://www.researchgate.net/publication/323583151_Enslaved_African_labour_in_the_Americas_from_primitive_accu mulation_to_manufacture_with_racial_violence

Ilyenkov, E. (1960). The Dialectic of the Abstract and the Concrete in Marx’s Capital. Moscow: Progress Publishers.

Katz, C. (2017). Aciertos y Problemas de la Superexplotación https://katz.lahaine.org/b2-img/ACIERTOSYPROBLEMASDELASUPEREXPLOTACIN.pdf.

Kidron, M. (1974). Black Reformism: the Theory of Unequal Exchange, in Capitalism and Theory, London: Pluto Press.

Lenin, V.I. [1902] (1978). What Is to Be Done?, [1902], Beijing: People’s Publishing House.

Lenin, V. I. [1915] 1964. The Revolutionary Proletariat and the Right of Nations to Self–Determination, in Collected Works, vol. 21, 407–11. Moscow: Progress Publishers.

Lenin, V. I. [1916] (1964). Imperialism, the Highest Stage of Capitalism, in Collected Works, vol. 22, 185–305. Moscow: Progress Publishers.

Lenin, V.I. [1921] (1964). Collected Works, Vol. 22, pp. 189-195. Moscow: Progress Publishers.

Mandel, E. (1975), Late Capitalism. London: NLB.

Marini, R.M. (1973). Dialéctica de la Dependencia. Mexico DF: Ediciones Era.

Marx, K. [1867] (1976), Capital, Volume 1. London: Penguin.

Marx, K. [1867] (1987). Marx to Engels. Collected Works, vol. 42. Moscow: Progress Publishers.

Marx, K. [1894] (1991), Capital, Volume 3. London: Penguin.

Osorio, J. (2018). Acerca de la superexplotación y el capitalismo dependiente. Cuadernos de Economía Crítica (4)8, 153-181.

Osorio, J. (2019). Cuestiones epistémicas en el análisis de la dependencia y del capitalismo dependiente. https://herramienta.com.ar/articulo.php?id=3006

Shaikh, A. (1980). The Laws of International Exchange. Growth, Profits and Property: Essays in the Revival of Political Economy, ed. Edward J. Nell, pp. 104–35. Cambridge: Cambridge University Press.

Smith, J. (2012). The GDP Illusion, in Monthly Review, (64)3, pp. 86-102 http://monthlyreview.org/2012/07/01/the-gdp- illusion

Smith, J. (2016). Imperialism in the Twenty-First Century – Globalisation, Super Exploitation, and Capitalism’s Final Crisis. New York: Monthly Review Press.

Sweezy, P.M. (1981). Four Lectures on Marxism. New York: Monthly Review Press Vasudevan, R. (2019). The Global Class War. Catalyst (3)1.

[1] Όλες οι εμφάσεις σε παρατιθέμενα αποσπάσματα προέρχονται από τις αρχικές πηγές, εκτός και αν δηλώνεται διαφορετικά.

[2] «Βλέπουμε τον ήλιο να «ανατέλλει» καθημερινά, να κάνει ένα ταξίδι γύρω από τη γη, και μετά να κρύβεται. Γνωρίζουμε, όχι από αυτό που βλέπουμε, αλλά μέσω της γνώσης, ότι δεν είναι ο ήλιος που περιστρέφεται γύρω από τη γη, αλλά το αντίθετο.» (Osorio, 2019, σ. 2).

[3] «Αυτό που είναι μια παραδοχή για τη ‘γενική ανάλυση του κεφαλαίου’, δηλ. στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής, εκλαμβάνεται από κάποια μαρξιστικά ρεύματα ως σιδερένιος νόμος… [ο οποίος] πρέπει να κυριαρχεί στον καπιταλισμό σε κάθε επίπεδο ανάλυσης, σε κάθε μέρος και τόπο, και σε όλες τις εποχές.» (Osorio, 2018, σ. 157).

[4] Το άλλο βιβλίο στο οποίο ασκεί κριτική η Vasudevan είναι το (Amin, 2018).

[5] Αυτό το παράθεμα είναι από την επιγραφή που προλογίζει το άρθρο της Vasudevan. Δεν είναι σαφές εάν τα λόγια αυτά είναι των εκδοτών του Καταλύτη ή της Vasudevan.

[6] Δεν είναι στις προθέσεις μου το να κάνω μια ρητορική σύγκριση μεταξύ της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και της καταπίεσης των γυναικών, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετρηθεί από την σχετική πρόσβαση σε υλικά αγαθά. Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες συμβάλουν τεράστια ποσά απλήρωτης οικιακής εργασίας – αλλά το σχετικό σημείο εδώ είναι ότι τα επίπεδα κατανάλωσης, η πρόσβαση στην υγεία και στην εκπαίδευση κοκ, εξαρτώνται πολύ περισσότερο από την εθνικότητα, από ότι από το φύλο.

[7] Ο Λένιν είπε, στη συνέχεια, «Το αυθόρμητο κίνημα της εργατικής τάξης είναι ο συντεχνιασμός (Σ.τ.Μ. trade unionism)… και συντεχνιασμός σημαίνει η ιδεολογική υποδούλωση των εργατών στην αστική τάξη. Επομένως, το καθήκον μας … είναι να αντιπαλέψουμε τον αυθορμητισμό, να εκτρέψουμε το κίνημα της εργατικής τάξης από τον αυθόρμητο συνδικαλιστή που πασχίζει να βρεθεί κάτω από το φτερό της αστικής τάξης, και να το φέρουμε κάτω από το φτερό της επαναστατικής Σοσιαλδημοκρατίας» (Lenin, [1902] 1978, σ. 50).

[8] «Εξάρτηση» είναι ένας ευφημισμός για τον ιμπεριαλισμό, μια παραχώρηση που γίνεται στην επιθυμία της εθνικής αστικής τάξης και των «εκσυγχρονιστικών ελίτ» των υποκείμενων εθνών για ανεξάρτητη καπιταλιστική ανάπτυξη, και στα κακώς ονομαζόμενα «κομμουνιστικά» κόμματα που έψαχναν να συνάψουν συμμαχία με αυτές σε αυτήν τη βάση. Ο όρος έχει τώρα περάσει στην ιστορία και δεν μπορεί να ξαναγραφτεί, αλλά μπορεί και όντως του δίνεται ένα νέο επαναστατικό περιεχόμενο, ειδικά στη ζωηρή και ταχέως εξαπλωνόμενη αναγέννηση του Μαρξισμού και της θεωρίας της εξάρτησης στη Λατινική Αμερική.

[9] Επέστρεψε εν συντομία σε αυτό το θέμα στο (Callinicos, 2009, σσ. 179–80), «Από την οπτική της μαρξικής θεωρίας της αξίας, το κρίσιμο λάθος [των θεωρητικών της εξάρτησης] είναι το ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη σημασία των υψηλών επιπέδων της παραγωγικότητας της εργασίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες.»

[10] Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ στις ιμπεριαλιστικές χώρες έχει πέσει περίπου στο 60%, ενώ η δαπάνη για την εκπαίδευση στο ΗΒ το 2019 καταναλώνει το 4% του ΑΕΠ, ή περίπου το 7% του ακαθάριστου εισοδήματος εργασίας. Αυτή η χονδρική προσέγγιση υποδεικνύει το σχετικό μέγεθος της εκπαίδευσης σε σχέση με το συνολικό κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. «Το μερίδιο εργασίας» λοξεύεται από τους υπερμισθούς που πληρώνονται στους Διευθύνοντες Συμβούλους των κορυφαίων εταιρειών· από την άλλη μεριά, η δαπάνη για την εκπαίδευση των εργατών αποτελεί μόνο ένα μέρος της συνολικής δαπάνης για την εκπαίδευση, οπότε και ο πραγματικός λόγος μεταξύ τους δε θα απομακρυνθεί πολύ από το 7%. Όσο για τα κόστη της πρακτικής… οι περισσότεροι εργάτες δεν κάνουν καμία πρακτική.

[11] Αυτά τα κέρδη είναι τώρα υπό σοβαρή απειλή, καθώς ο βρετανικός ιμπεριαλισμός βυθίζεται βαθύτερα σε κρίση και οι κυβερνήτες ψάχνουν να επιταχύνουν το σχίσιμο του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου.

[12] Ισχυρίστηκε ότι ο Marini «πάντα» συμφωνούσε με αυτό, και υποστηρίζει επίσης ότι «αυτή η διάγνωση είναι αποδεκτή επίσης από σύγχρονους υποστηριχτές της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης». Δυστυχώς, δεν στηρίζει αυτούς τους ισχυρισμούς με την παραμικρή παραπομπή από οποιαδήποτε από τις πηγές τις οποίες αναφέρει.

[13] Η πρόταση από την οποία προέρχεται αυτό είναι: ‘τα καλύτερα σημεία στο βιβλίο μου είναι 1) ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας, ανάλογα με το αν εκφράζεται στην αξία χρήσης ή στην ανταλλακτική αξία (όλη η κατανόηση των πραγμάτων εξαρτάται από αυτό)… 2) η επεξεργασία της υπεραξίας, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες μορφές της ως κέρδος, τόκος, γεωπρόσοδος, κοκ».

[14] Αντιθέτως, η διεθνής και εθνική διασπορά των μισθών έχει αυξηθεί στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Αν αφεθεί η Κίνα έξω από την εικόνα, δεν υπάρχουν παρά μόνο ελάχιστα στοιχεία για τη μισθολογική ή εισοδηματική σύγκλιση, και η υπόθεση της σύγκλισης αδυνατίζει περαιτέρω από την υπερβολική εξάρτηση σε δεδομένα γύρω από την παγκόσμια οικονομική κρίση, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης στις ιμπεριαλιστικές χώρες υποχώρησαν την ίδια στιγμή που ένας «εμπορικός υπερκύκλος», κερδοσκοπικά τροφοδοτούμενος, βελτίωσε προσωρινά τους όρους του εμπορίου και την οικονομική μεγέθυνση για μια επίδεση των τραυμάτων των νοτίων εθνών.

[15] Όπως σημείωσε η Amanda Latimer (2016, σ. 1142) «το έργο του Marini υπογραμμίζει [τον] μύθο ότι η στροφή στη σχετική υπεραξία στην Αγγλία ήταν στο σύνολό της το προϊόν εθνικής ταξικής πάλης.»

[16] Αναφέρομαι στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου στο αρσενικό γένος (Σ.τ.Μ., “he“), αντανακλώντας τη συντριπτική συγκέντρωση πλούτου και ισχύος στα χέρια των ανδρών και τη πιο γενική καταπίεση των γυναικών που είναι ενδογενής στον καπιταλισμό. Διαφορετικά, χρησιμοποιώ και τα δύο γένη (Σ.τ.Μ., “s/he“).

[17] Ο Sweezy παραβλέπει τη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας, μια διάκριση η οποία είναι πραγματικά πολύ πιο σημαντική σε ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες από ότι σε υποκείμενα έθνη.

[18] “Όταν ο Μαρξ δηλώνει ότι επιχειρήσεις που λειτουργούν με παραγωγικότητα μικρότερη της μέσης καρπώνονται μικρότερο από το μέσο κέρδος … όλο αυτό … σημαίνει ότι την αξία ή την υπεραξία που παράγεται από τους εργάτες τους την καρπώνονται στην αγορά επιχειρήσεις που λειτουργούν καλύτερα. Δε σημαίνει καθόλου ότι έχουν δημιουργήσει λιγότερη αξία ή υπεραξία από αυτήν που υποδεικνύεται από τον αριθμό των ωρών που εργάστηκαν” (Mandel, 1975, p. 101).

[19] Η’ μάλλον, να πωλούνται σε τιμές που αντιστοιχούν στην τροποποιημένη μορφή της αξίας τους που αποκάλεσε ο Μαρξ “τιμές παραγωγής” – τιμές σε συμφωνία με την εξίσωση του ποσοστού κέρδους ανάμεσα στα διαφορετικά κεφάλαια.

[20] Σε αυτή τη βάση, ο Claudio Katz ισχυρίστηκε ότι “η θεωρία της εξάρτησης δεν έχει καμία ανάγκη της έννοιας της υπερεκμετάλλευσης την οποία παρέλειψε ο Μαρξ” (Katz, 2017, σ. 15). Ο Jaime Osorio απάντησε ότι η προτεινόμενη από τον Katz “επαναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας της εξάρτησης δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κάλεσμα για την απόρριψή της” (Osorio, 2018, p. 179).

[21] Στο Η Διαλεκτικής της Εξάρτησης (Σ.τ.Μ. La Dialéctica de la Dependencia, πορτογαλικά) ο Μαρίνι ισχυρίζεται: “Η έννοια της υπερεκμετάλλευσης δεν είναι ταυτόσημη με αυτήν της απόλυτης υπεραξίας μιας και επίσης συμπεριλαμβάνει έναν τύπο παραγωγής σχετικής υπεραξίας – αυτόν που αντιστοιχεί σε μια αύξηση της έντασης της εργασίας.” Από την άλλη πλευρά, η μετατροπή μέρους των μισθών σε πηγή της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης δεν αναπαριστά κατά αυστηρό τρόπο μια μορφή παραγωγής απόλυτης υπεραξίας. Πάνω απ’ όλα, η υπερεκμετάλλευση ορίζεται κυρίως από τη μεγαλύτερη εκμετάλλευσης της “φυσικής ικανότητας” των εργατών, σε αντίθεση με την εκμετάλλευση που προκύπτει από μια αύξηση της παραγωγικότητάς τους, και τείνει κανονικά να εκφράζεται στο γεγονός ότι η εργασιακή δύναμη αμείβεται κάτω από την τρέχουσα αξία της. (Marini, 1973, σ. 92-93, μετάφραση του αρθρογράφου από τα πορτογαλικά).

Πηγή: kordatos.org

Μετάφραση – επιμέλεια: Διονύσης Περδίκης

Επιλεκτικές ευαισθησίες

Σε άρθρο της στο Liberal με τίτλο “Κοκαλέρο τέλος – προς μεγάλη λύπη του κυρίου Τσίπρα” η “έγκριτη” βουλευτής και δημοσιογράφος Σοφία Βούλτεψη μας έδωσε τα φώτα της για τα τεκταινόμενα τις τελευταίες εβδομάδες στη Βολιβία.

Λίγα πράγματα προς αποκατάσταση της αλήθειας και χωρίς την παραμικρή διάθεση αγιοποίησης του Μοράλες , τα λάθη του οποίου ως προς την αμφιλεγόμενη διεκδίκηση 4ης προεδρικής θητείας παρά την απαγόρευσή της από το δημοψήφισμα του 2016 καθώς και τη μη ανάδειξη διαδόχου του  στην προεδρία  του MAS  πιθανότατα θα πληρώνουν για καιρό οι ιθαγενείς και γενικά ο λαός της Βολιβίας με την παλινόρθωση της πιο φαιάς λευκής δεξιάς. Ο ακροδεξιός Λουίς Φερνάντο Καμάτσο είναι ο πραγματικός ηγέτης του νέου καθεστώτος.

Η Βολιβία μεταξύ 2005 και 2018 ήταν μεταξύ των 46 χωρών που είδαν τα ποσοστά ευτυχίας των πολιτών τους να αυξάνονται (έκθεση ευτυχίας του ΟΗΕ για το 2019) την ίδια στιγμή που η Ελλάδα ήταν 126η μεταξύ 132 χωρών.

Έφτασε να έχει ανάπτυξη έως και 6,8% (2013) για να πέσει το 2018 στο 4,2% λόγω κυρίως του άσχημου διεθνούς κλίματος.

Το ποσοστό φτώχειας από 60% το 2006 έπεσε στο 34,6% το 2018 και οι εισοδηματικές διαφορές (δείκτης GINI) μειώθηκαν από 0,60 σε 0,47. Και βέβαια οι ελευθερίες που κερδήθηκαν αυτά τα 14 χρόνια από τους Αϊμάρα, τους Κέτσουα και τις περίπου 30 ακόμα ιθαγενικές κοινότητες ήταν πρωτόγνωρες με κυριότερη την ελευθερία λατρείας της “Μητέρας-Γης” (Πατσαμάμα) για την οποία ο Καμάτσο φώναζε “η Βολιβία για το Χριστό – η Πατσαμάμα δεν θα ξαναμπεί στο προεδρικό μέγαρο”. Εξαιρετικό δείγμα δημοκρατικής ανεξιθρησκίας από το καθεστώς της κυρίας Ανιές, απέναντι σε ό,τι λατρεύει το 65% του λαού.

Αφού όμως η κυρία Βούλτεψη και το Liberal έχουν τόσο μεγάλη ευαισθησία για τη δημοκρατία στη Βολιβία, μήπως πρέπει η ίδια δημοσιογράφος στο ίδιο site να μας πληροφορήσει ελαφρώς και για την Ονδούρα;

To 2009 είχαμε ανατροπή του νόμιμου πρόεδρου Μανουέλ Σελάγια με αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα υπό την κάλυψη της τότε Υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον.

Στις εκλογές της 26/11/2017 ο συντηρητικός πρόεδρος Χουάν Ορλάντο Ερνάντες διεκδικεί δεύτερη θητεία, παρά τη ρητή απαγόρευση του Συντάγματος, με αμφιλεγόμενη απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου. Λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας με τα προσωρινά αποτελέσματα επί του 57% να δίνουν καθαρό προβάδισμα στον υποψήφιο της αντιπολίτευσης Σαλβαδόρ Νασράλα, διακόπτεται η καταμέτρηση. Το ανώτατο εκλογοδικείο, ανακοινώνει 8 μέρες μετά, το θαύμα του πολλαπλασιασμού των ψήφων του Ερνάντες, ο οποίος με 42,9% επανεκλέγεται. Χιλιάδες στους δρόμους, δεκάδες νεκροί, εκατοντάδες συλλήψεις, εξέγερση ακόμα και τμημάτων της αστυνομίας κατά των αρχών, και δύο χρόνια μετά αναγνωρισμένος από όλη τη δύση πρόεδρος της Ονδούρας παραμένει ο Χουάν Ορλάντο Ερνάντες. Και μια σημαντική υποσημείωση: Στην Ονδούρα το 60% του λαού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

Είναι τρομακτική η σκέψη τι θα λεγόταν από την κυρία Βούλτεψη, από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, αλλα και από άλλους «πνευματικούς» ανθρωπους της χώρας, αν στη Βενεζουέλα του σοσιαλιστή Μαδουρο είχαν γίνει το ένα δέκατο αυτών που έχουν συμβει τον τελευταίο μήνα στη Χιλή του δισεκατομμυριούχου νεοφιλελεύθερου Πινιέρα.

Μιλάμε για καταστολή και τρομοκρατία που όμοια της ίσως να ζήλευε και ο Πινοσέτ. Πιο πρόσφατα γεγονότα ο θάνατος 13 χρόνου στα οδοφράγματα, η δολοφονία δημοσιογράφου που είχε αρχείο με φωτογραφίες που καίγανε τον Πινιέρα, αλλα και το πλήθος των διαδηλωτών που εχουν χάσει το ένα τους μάτι από πλαστικές σφαίρες της αστυνομίας.

Για να καταλάβουμε το μέγεθος της φαιδρότητάς τους , στο περσινό πραξικόπημα ενάντια στον Μαδούρο, την ώρα που παρακρατικές ομάδες της αμερικανοκίνητης αντιπολίτευσης έκαιγαν ζωντανούς συνδικαλιστές και στελέχη της κυβέρνησης, τα ΜΜΕ της Δύσης τους προσμετρούσαν στους νεκρούς των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Και η σπουδή της Νέας Δημοκρατίας σαν νέα κυβέρνηση ήταν να αναγνωρίσει μέσα σε 48 ώρες, την πιο θλιβερή και αποτυχημένη μορφή πραξικοπηματία που εμφανίστηκε ποτέ, τον Γκουαϊδό. Από την πολλή εμπιστοσύνη στοπρόσωπό του, οι Γερμανοί ξανά μεταφέρουν την πρεσβεία τους στο Καράκας και στη νόμιμη κυβέρνηση, ενώ οι Αμερικανοί τον θεωρούν κουτσό άλογο.

Επιχείρηση Κόνδορας 2, με αμερικανικό πραξικόπημα στη Βολιβία

«Υπήρχε ένας αρχηγός του στρατού που ζήτησε την παραίτηση ενός προέδρου κι ένας αρχηγός αστυνομίας που στασίασε. Αυτό σε όλο τον κόσμο αποκαλείται στρατιωτικό πραξικόπημα». Τα συγκεκριμένα λόγια προέρχονται από το νεοκλεγέντα πρόεδρος της Αργεντινής Αλμπέρτο Φερνάντες και δεν είναι καθόλου μα καθόλου προφανή, ούτε περιττά.

Σε όλο τον κόσμο ακόμη και στην Ευρώπη, που κράτησε εμφανείς αποστάσεις από τον Τραμπ και τις μεθόδους του, καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια ώστε η πραξικοπηματική ανατροπή του Έβο Μοράλες από τη θέση του προέδρου της Βολιβίας να συγκαλυφθεί. Τα γεγονότα ωστόσο είναι αμείλικτα και βεβαιώνουν ότι από την Βολιβία ξεκίνησε η εφαρμογή μιας νέας «Επιχείρησης Κόνδορας», ανάλογης με αυτή που εφάρμοσε πάλι η Ουάσιγκτον, αρχής γενομένης από το 1968, ώστε να ανασχέσει στην αρχή την άνοδο αριστερών κυβερνήσεων και να τις ανατρέψει στη συνέχεια με τη βοήθεια στυγνών δικτατόρων, που άφησαν πίσω τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους αριστερούς και δημοκράτες.

Οι ανησυχίες της Ουάσιγκτον ξεκίνησαν όταν έβλεπε το ένα μετά το άλλο τα σχέδια της να ακυρώνονται: Στη Βενεζουέλα η ετοιμότητα του λαού και του στρατού έβαλαν στο συρτάρι το σχέδιο ανατροπής του εκλεγμένου προέδρου Νικολά Μαδούρο. Στον Ισημερινό ο εκλεκτός της πρόεδρος (και καταδότης του Τζουλιάν Ασάντζ) Λένιν Μορένο αναγκάστηκε να ανακαλέσει τα μέτρα του ΔΝΤ. Στη Χιλή ο ζάμπλουτος πρόεδρος Πινιέρα για πρώτη φορά από την πτώση της χούντας του Πινοτσέτ είναι αντιμέτωπος με ένα μαζικό, δημοκρατικό και ανυποχώρητο κίνημα που διεκδικεί πραγματικό εκδημοκρατισμό. Στην Αργεντινή ο νεοφιλελεύθερος Μαουρίτσιο Μάκρι αποχωρεί ταπεινωμένος κι ο περονιστής πρόεδρος έρχεται να συνεχίσει το πρόγραμμα της Κριστίνα Κίρχνερ. Αυτό το ντόμινο, που μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες έφερνε τους λαούς της Λατινικής Αμερικής στο προσκήνιο για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, έπρεπε να «κοπεί».

Η εκλογική επιτυχία του Έβο Μοράλες και του κόμματος του, Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS) στις εκλογές της 20η Οκτωβρίου ήταν αδιαμφισβήτητη. Κανένας παρατηρητής δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να επιτρέπει αμφιβολίες (κι ας μην βεβαιώνει) ότι υπήρχε η παραμικρή παραβίαση της εκλογικής διαδικασίας που οδήγησε τον Μοράλες, ο οποίος κυβερνάει τη Βολιβία από το 2006, να κερδίσει και αυτές τις εκλογές με 47,08% κι η δεξιά αντιπολίτευση του Κάρλος ντε Μέσα να κερδίσει ένα 36,51%. Οι μοναδικές διαμαρτυρίες που διατυπώθηκαν αφορούσαν τα υψηλότερα ποσοστά που κέρδιζε ο Μοράλες όσο περνούσε η ώρα και ενσωματώνονταν στο αποτέλεσμα τα εκλογικά τμήματα των απομακρυσμένων περιοχών των Άνδεων. Τι πιο φυσιολογικό… Ο νίκη του Μοράλες πριν 13 χρόνια έβαλε για πρώτη φορά τέρμα σε μια παραδοξότητα: Να κυβερνά τη Βολιβία η λευκή μειοψηφία, όταν ο πληθυσμός της σε ένα ποσοστό πάνω από 65% αποτελείται από ιθαγενείς, που ανέκαθεν ήταν θύματα μιας διπλής εκμετάλλευσης, χωρίς πολιτικά δικαιώματα, απόβλητοι ενός πολιτικού συστήματος το οποίο ήταν σχεδιασμένο για την λευκή μειοψηφία.

Ακόμη και ο χρόνος που επέλεξαν οι πραξικοπηματίες για να βάλουν σε κίνηση τα σχέδια τους επιβεβαιώνει την εκλογική νίκη του Μοράλες και δείχνει παράλληλα την βαθιά αποστροφή τους απέναντι στις δημοκρατικές διαδικασίες,. Καταλάβαιναν ότι αν ολοκληρώνονταν ομαλά οι εκλογές κι ανακηρυσσόταν πρόεδρο ο Μοράλες, όπως μπορούσε να συμβεί, θα όφειλαν να ανεχτούν την ήττα τους για μια θητεία ακόμη. Ο ίδιο άλλωστε ο πραξικοπηματίας Κάρλος ντε Μέσα, που είναι βαθιά μισητό πρόσωπο στους ιθαγενείς γιατί ήταν αντιπρόεδρος της Βολιβίας το 2003 όταν ο στρατός είχε σκοτώσει δεκάδες ιθαγενείς στον πόλεμο του φυσικού αερίου, είχε δηλώσει πώς δεν θα ανεχόταν κανένα άλλο αποτέλεσμα πέραν της δικής του επιτυχίας!

Υπήρχαν κι άλλες σοβαρότατες ενδείξεις που βεβαίωναν ότι η Δεξιά της Βολιβίας ετοιμαζόταν για πραξικόπημα. Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί πολύ πλούσιο υλικό που δείχνει ότι η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Λα Πας προετοίμαζε εδώ και χρόνια την ανατροπή του Μοράλες. Οι ένοπλες παρακρατικές συμμορίες της Βολιβιάνικης Δεξιάς πολλές μέρες πριν την 20η Οκτωβρίου τρομοκρατούσαν τους ιθαγενείς, προσπαθώντας να τους αποτρέψουν από την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος, κ.α.

Κι αν τα παραπάνω δεν αρκούν για να φανεί ότι στη Βολιβία καταστρατηγείται το δικαίωμα ενός λαού να αποφασίζει για το παρόν και το μέλλον του, ας κρατήσουμε ότι ο Μοράλες πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Βολιβία και αναζητήσει πολιτικό άσυλο στο Μεξικό για να αποφύγει τη σφαγή των ιθαγενών, πρότεινε μια νέα καταμέτρηση των ψήφων. Πρότεινε επίσης την προκήρυξη νέων εκλογών. Καμία ωστόσο από τις προτάσεις του δεν έγινε δεκτή γιατί οι νεοφιλελεύθεροι αμερικανοκίνητοι πραξικοπηματίες ήξεραν πώς δεν έχουν τη λαϊκή στήριξη. Δεν είχαν επίσης ούτε την έγκριση των κοινοβουλευτικών σωμάτων, μιας και την πλειοψηφία έχει το Κίνημα για το Σοσιαλισμό, με αποτέλεσμα η πραξικοπηματίας Τζανίνε Άνιες να αυτοανακηρυχθεί μόνη της πρόεδρος. Τα ύστερα του κόσμου… Η αναγνώρισή της από τις ΗΠΑ αμέσως μετά ήρθε να προσφέρει τη νομιμοποίηση που της λείπει, ενώ οι απειλές της Ουάσιγκτον προς Βενεζουέλα και Νικαράγουα ότι λίγο πολύ θα έχουν την τύχη της Βολιβίας δείχνει ότι υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στην «Επιχείρηση Κόνδορας 2» σε σχέση με την πρώτη «Επιχείρηση Κόνδορας». Τότε τουλάχιστον οι Αμερικανοί προσπαθούσαν να κρύψουν την εμπλοκή και τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο…

Πηγή: leonidasvatikiotis.wordpress.com