Άρθρα

Ρώμη, 60 χρόνια μετά: Ομολογούν ότι η ΕΕ απέτυχε αλλά η επίθεση σε λαούς και εργαζόμενους συνεχίζεται.

Ανακοίνωση της Παρέμβασης.

Η επετειακή σύνοδος κορυφής, για τα 60 χρόνια από την πρώτη διακήρυξη της Ρώμης που εκκινούσε το ευρωενωσιακό εγχείρημα, δεν είχε ιδιαίτερες εκπλήξεις. Σε μια Ένωση που τρίζει συθέμελα και βρίσκεται σε μια διαρκή και κλιμακούμενη κρίση, υπαρξιακή και προσανατολισμού, με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία (Μ. Βρετανία) να έχει μόλις δηλώσει αποχώρηση και το πιο προχωρημένο πρότζεκτ, το ευρώ, να χαρακτηρίζεται προ μηνών ως μη βιώσιμο, η νέα διακήρυξη της Ρώμης δεν είχε τίποτα να πει. Για την ακρίβεια είπε «προχωράμε όπως πριν», με ότι σημαίνει αυτό για τα επόμενα επεισόδια κρίσης του εγχειρήματος αλλά και για τον όλο και διευρυνόμενο ευρωσκεπτικισμό στους λαούς της Ευρώπης.

Ήταν μια κλασική σύνοδος κορυφής με τη γνωστή «δημιουργικά ασαφή» γλώσσα για τα δικαιώματα των λαών και των εργαζομένων, αλλά με απόλυτη σαφήνεια για τη διασφάλιση των συμφερόντων των πολυεθνικών, των τραπεζών και των ισχυρών κρατών. Και ήταν και μια κλασική σύνοδος κορυφής όσον αφορά και τον Έλληνα πρωθυπουργό που έκανε στην αρχή τους συνήθεις λεονταρισμούς, για τη διατύπωση για τα εργασιακά δικαιώματα, για να ακολουθήσει η γνωστή κωλοτούμπα από τον κορυφαίο του είδους.«Οικοδομήσαμε μια μοναδική Ένωση με κοινά θεσμικά όργανα»
αναφέρει η διακήρυξη. Τα θεσμικά όργανα του διακοσμητικού ευρωκοινοβουλίου, του ESM(δηλαδή μιας ιδιωτικής εταιρείας) ή του γραφείου του Γερμανού Υπ. Οικονομικών -όπως είναι στην ουσία του το Eurogroup; Είναι κοινό μυστικό ότι η ΕΕ είναι η πλέον αντιδημοκρατική Ένωση κρατών. Με υπερεξουσίες στους λομπίστες των Βρυξελλών και στους έχοντες την οικονομική δύναμη, στις πολυεθνικές και τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Και είναι γνωστό ότι ο ευρωσκεπτικισμός έχει στο στόχαστρό του την έλλειψη δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας και την υποκατάσταση των όποιων αστικών δημοκρατικών θεσμών από μια αδιαφανή ευρωπαίκή γραφειοκρατία στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο.

«…και ισχυρές αξίες, μια κοινότητα ειρήνης, ελευθερίας, δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου, μια σημαντική οικονομική δύναμη με ασύγκριτα επίπεδα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας».
Οι κοινωνικές κατακτήσεις και το κοινωνικό κράτος είναι αποτέλεσμα της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης υπό τη σκιά και απειλή του τότε σοσιαλιστικού μπλοκ και ενός μαζικού, μαχητικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Τις τελευταίες 3 δεκαετίες κάθε βήμα που κάνει το ευρωενωσιακό εγχείρημα σημαίνει και ένα ακόμα χτύπημα στο κράτος δικαίου και στην κοινωνική προστασία. Σήμερα στην Ευρώπη επεκτείνονται η ανεργία, η μερική απασχόληση, η ιδιωτικοποίηση υγείας-παιδείας, τα minijobsκαι ο κατάλογος είναι μακρύς. Από τη συνθήκη του Μάαστριχτ έως τις συνθήκες της Λισαβόνας και το σύμφωνο σταθερότητας η ΕΕ είναι μια πορεία αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών κατακτήσεων.

«Το κάθε κράτος μόνο του, θα είχε περιθωριοποιηθεί από την παγκόσμια δυναμική. Μόνο αν είμαστε ενωμένοι μπορούμε να επηρεάσουμε τη δυναμική αυτή και να προστατεύσουμε τα κοινά μας συμφέροντα και αξίες. Θα προχωρούμε ενωμένοι, με διαφορετικούς ρυθμούς και ένταση όπου χρειάζεται, αλλά πάντα προς την ίδια κατεύθυνση, όπως έχουμε κάνει και στο παρελθόν, τηρώντας τις Συνθήκες…».
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πολλά κράτη περιθωριοποιήθηκαν μέσα από το κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο. Με ποιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Ακόμα και ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες όπως η Γαλλία μπήκαν σε δεύτερη μοίρα, σε σχέση με το βάρος που είχαν πριν δεκαετίες στη διαμόρφωση της ΕΕ. Ειδικά τα τελευταία 7-8 χρόνια η Γερμανία ξαναγίνεται ο ισχυρός ιμπεριαλισμός της Ευρώπης με παγκόσμια δυναμική. Η ψαλίδα διερύνεται, δεν κλείνει.

Όσο για το αν η ΕΕ «θα προχωρά ενωμένη, με διαφορετικούς ρυθμούς και ένταση όπου χρειάζεται»;
Στην πραγματικότητα δρομολογείται και ενδεχομένως θα θεσμοθετηθεί ο διαχωρισμός σε ευρωπαική περιφέρεια και σε ευρωπαικό κέντρο με προφανείς τις σχέσεις κυριαρχίας του κέντρου απέναντι στην περιφέρεια. Σχέσεις υπαρκτές και διακριτές και σήμερα που για τη χώρα μας σημαίνουν σκληρή επιτροπεία και απώλεια της όποιας λαικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Δεν γνωρίζουμε ποιο ακριβώς παζάρι έγινε στη συνάντηση των 4 μεγάλων χωρών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) και ποιοι ζητούν τι. Η ΕΕ από την αρχή ήταν ένα σχέδιο διαδοχικών «προσεγγίσεων». Θα κινούμαστε διαρκώς προς τη στενότερη συνεργασία, έλεγαν οι τότε θεμελιωτές της Ε.Ε, σαν ένα ποδήλατο για να μην πέσουμε. Και ως εκ τούτου πάντα ήταν πολλών ταχυτήτων (κάποιες χώρες είναι στο ευρώ, κάποιες στη Σένγκεν, κάποιες εφαρμόζουν το optout, δηλαδή τις εξαιρέσεις από κάποιους κανόνες κοκ). Σήμερα και μετά το Brexitτο σχέδιο φαίνεται να έχει φτάσει στα όρια του και αν έχει κάποια σημασία η δήλωση περί Ευρώπης πολλών ταχυτήτων αυτή αφορά την για πρώτη φορά εγκατάλειψη του στόχου για συνεχή περαιτέρω ενοποίηση (πχ τι απέγινε η τραπεζική ενοποίηση;) μέχρι τη δημιουργία μιας ενιαίας ομοσπονδίας. Αν μείνει εκεί που είναι όμως η Ε.Ε. θα τροφοδοτεί τις φυγόκεντρες δυνάμεις και το ποδήλατο που δε θα κινείται θα πέσει. Το ίδιο θα γίνει όμως και αν προχωρήσει σε μια πιο βίαιη ενοποίηση. Το υπαρξιακό πρόβλημα της Ε.Ε. δε λύνεται και απλά μετατίθεται. Το ευρωπαϊκό σχέδιο ξέμεινε από καύσιμα ή καλύτερα τα καύσιμά του προέρχονται απο τα λάφυρα του κοινωνικού-ταξικου πολέμου που διεξάγεται απέναντι στους εργαζόμενους και τα πολυπληθή μικρομεσαία στρώματα που απορρίπτονται και φτωχοποιούνται διαρκώς.

Η διακήρυξη των 60 χρόνων δεν απαντά και δεν θα μπορούσε άλλωστε να απαντήσει στο ερώτημα του αν και για πόσα χρόνια είναι βιώσιμη η ΕΕ.

Οι υπενθυμίσεις της ανάγκης τήρησης των συνθηκών και των κανόνων και οι συνεχείς αναφορές σε όλο το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο οπλοστάσιο (ενιαία αγορά, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, διεύρυνση εταιρικών σχέσεων, ελεύθερο εμπόριο, σταθερό και ισχυρότερο ενιαίο νόμισμα, παγκοσμιοποίηση, κατάρτιση για τους νέους και ελεύθερη μετακίνηση σε όλη την ΕΕ κ.α.), μαζί με την πλήρη απουσία αναφορών και δεσμεύσεων πάνω στο δημοκρατικό έλλειμμα και στο κοινωνικό πρόβλημα απλά επιβεβαιώνουν ότι η ΕΕ θα συνεχίσει στο ίδιο νεοφιλελεύθερο, αντεργατικό, αντιδημοκρατικό πλαίσιο και προσανατολισμό.

Οι δε αναφορές για την αμυντική βιομηχανία, τις παγκόσμιες πολιτικές για το κλίμα και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, είναι κάποιες αμήχανες αναφορές μπροστά στην εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και την απαίτησή του να βάλουν περισσότερα λεφτά οι Ευρωπαίοι για το ΝΑΤΟ.

Καμία απόφαση δεν έχει παρθεί στην ΕΕ για την υπέρβαση της υπαρξιακής της κρίσης. Οι αντικομμουνιστικές κορώνες του Τουσκ που δήλωσε ευτυχής που ζει σε ένα τέτοιο «δημοκρατικό παράδεισο», οι συνεχείς αναφορές ότι λόγω της ΕΕ δεν έχουμε 60 χρόνια τώρα πόλεμο και ο απολογητικός απολογισμός της ΕΕ από τον Γιούνκερ, (που έφτασε να μαλώνει τους Ευρωπαίους πολίτες για την ευρωσκεπτικιστική τους αχαριστία χωρίς να κοιτάνε τους Αφρικανούς που θέλουν την Ευρώπη), δείχνει ότι τα παλαιότερα συνθήματα και οράματα για σύγκλιση, συνοχή, ευημερία έχουν αντικατασταθεί από την καταστροφολογία και την απολογητική. Ποια άλλη ομολογία της αποτυχίας χρειάζεται;

Το πραγματικό ζήτημα για τους εργαζόμενους και για τους λαούς είναι ότι το «προχωράμε όπως πριν», σημαίνει περισσότερη λιτότητα, λιγότερη δημοκρατία, μεγαλύτερη επίθεση στους εργαζόμενους και για τα επόμενα χρόνια. Είναι άραγε τυχαία η ανάπτυξη του αντισυστημικού ενστίκτου απο τους ολοένα και περισσότερο «χαμένους» της ευρωπαϊκής μεγάλης ιδέας; Απέναντι στην άρχουσα παραταξη του «μενουμε ευρώπη» σχηματίζεται διαρκώς η μεγάλη παράταξη των «χαμένων» η παράταξη που δεν έχει μαζική πολιτική έκφραση σήμερα αλλά σωστά στοχοποιεί την ευρωζώνη και την ΕΕ. Αυτη είναι και η αισιόδοξη -απο την ανάποδη- πλευρά της διακήρυξης για τα 60 χρόνια. Όσο αυτοί θα προχωράνε όπως πριν, τόσο ο θυμός και η δυσαρέσκεια για την ευρωζώνη και την ΕΕ θα αναπτύσσεται και θα αναζητά ριζοσπαστικές διεξόδους. Από αυτή την άποψη η ευρωζώνη και η ΕΕ δεν είναι βιώσιμες, δεν έχουν μέλλον. Όσο πιο γρήγορα έρθει το τέλος, τόσο το καλύτερο για τις νέες γενιές και τους εργαζομένους.

Είναι ο συσχετισμός δύναμης, όχι η οικονομία!

Σχόλιο της Παρέμβασης για τη στάση της αριστεράς γύρω από το ερώτημα του ευρώ.

1. Η εδώ και μήνες εμπλοκή του ελληνικού προγράμματος, οι κάθε μέρα και επιπλέον απαιτήσεις των δανειστών και ο ψίθυρος ότι το πρόγραμμα «δε βγαίνει» εκτός κι αν αποστραγγίξουν τη χώρα έως τέλους και ότι τελικά το φως στο τούνελ όλο και απομακρύνεται, επανέφερε το ερώτημα ευρώ και μνημόνιο ή εθνικό νόμισμα ξανά στο προσκήνιο. Ένα εν δυνάμει κοινωνικό ρεύμα υπέρ του εθνικού νομίσματος, ως ο κρίσιμος κρίκος για την απελευθέρωση από τα μνημονιακά προγράμματα των δανειστών, είναι φανερό τόσο στις δημοσκοπήσεις όσο και στις οργισμένες αντιδράσεις των δυναμικών παραγόντων του αστισμού (ΜΜΕ και δημοσιογράφοι «πρώτης γραμμής», ΣΕΒ, αστικά κόμματα), ακόμα και στις εν συγχύσει δηλώσεις -και μετά μετάνοιες- στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (Ξυδάκης). Το φάντασμα της δραχμής επανήλθε και το σύστημα έτρεξε να το ξορκίσει. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο κοινωνικό ρεύμα ενστικτωδώς καταλαβαίνει οτι ο αντίπαλος ειναι το ευρωσύστημα, το ευρωπρόγραμμα και οι κυβερνησεις και τα καθεστωτα που το εφαρμόζουν.

2. Ενώ το μέτωπο του ευρώ έκανε την εμφάνισή του, με τη γνωστή καταστροφολογία, το αντίπαλο μέτωπο – για άλλη μια φορά – δε σχηματίστηκε και δε σχηματίζεται. Ο ΓΓ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπας έκανε την ανεκδιήγητη δήλωση αποφεύγοντας για αλλη μια φορά τα άμεσα καθήκοντα και τα άμεσα αιτήματα «δεν μας ενδιαφέρει αν είναι ευρώ ή δραχμή» αφού το ερώτημα (μόνιμο και διαρκές απο την εποχή του 1917) είναι σοσιαλισμός ή καπιταλισμός. Ο Λένιν μάλλον με “ρεφορμιστικά” αιτήματα για ψωμί και ειρήνη καθοδήγησε την επανάσταση. Η δε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις του τροτσκιστικού κυρίως χώρου, αφιέρωσαν πολύ περισσότερο χρόνο, μελάνι και φαιά ουσία να αποδομήσουν τα επιχειρήματα των Μαριόλη – Λαπαβίτσα και της ΛΑΕ για την έξοδο από την ευρωζώνη, σε σχέση με το να αποδομήσουν τα επιχειρήματα των ΣΕΒ, Διαμαντοπούλου, Προτοσάλτε, ΜΜΕ και των γνωστών λακέδων του ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΥΡΩΠΗ για το ότι η μόνη λύση είναι η παραμονή στο ευρώ. Αυτη η Αριστερά είναι εθισμένη στη διαμόρφωση των μικροσυσχετισμών στο χώρο της και απευθύνεται βασικά -αν όχι αποκλειστικά- στον κόσμο της Αριστεράς και όχι στο λαό. Έχουμε μια Αριστερά που ούτε καν θέτει το ερώτημα για το ποια είναι τα καθήκοντά της μπροστά στο ρεύμα κατά του ευρώ, μπροστά στην τρομοκρατία της αστικής τάξης. Η κριτική στη γραμμή – άποψη – μελέτη εξόδου απο την ευρωζώνη ήταν από όλες τις πλευρές παρόμοια. Είναι οικονομισμός και βασίζεται σε μια νέα συμφωνία-συμβόλαιο μεταξύ εργασίας-κεφαλαίου, για να μπορεί να «βγουν τα νούμερα» και οι προβλέψεις της μελέτης, και άρα δεν είναι εφικτή πολιτικά, αν δεν είναι και φιλοαστική. Σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με τις δυνάμεις αυτές, απουσιάζει η ταξική πάλη – για άλλους απουσιάζει μια ανάλυση για το τι θα φέρουν οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις μιας εξόδου από το ευρώ – σίγουρα όμως λείπει και ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικής αλλαγής και εργατικής εξουσίας, ως το μόνο «εφικτό» πολιτικά. Ο πούρος αντικαπιταλισμός πάντα αναζητά καθαρά σχήματα για την πολιτική του. Τέτοια όμως δεν υπήρξαν ποτέ στη ταξική πάλη και στην ιστορία.Το επίδικο πάντα ήταν ο συσχετισμός δύναμης και πως τον αλλάζεις. Πώς δηλαδή κατακτάς την ηγεμονία. Και εδώ υπάρχει ενα κοινωνικό ρεύμα που είναι πολιτικά ορφανό αλλά και βαλλόμενο απο την αστική ταξη και την πολιτική της.

3. Η μελέτη των Μαριόλη-Λαπαβίτσα, γύρω από την οποία έγινε αρκετός θόρυβος, αποτελεί μια προσπάθεια να απαντηθούν – με τεχνικούς και οικονομικούς όρους – ερωτήματα και προβλήματα που αφορούν α) την έξοδο από την ευρωζώνη και τη διαχείριση της μετάβασης στο εθνικό νόμισμα, β) το αναπτυξιακό και παραγωγικό μοντέλο της χώρας με το νέο νόμισμα. Είναι προφανές ότι η ταξική πάλη, ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, οι γεωπολιτικές αλλαγές, οι εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη θα αναγκάσουν σε τροποποιήσεις και θα φέρουν νέα ερωτήματα προς απάντηση. Όμως από τη μια οι βασικοί άξονες δεν θα ανατραπούν, από την άλλη το μέγεθος των τροποποιήσεων αφορά πολύ περισσότερο τα συνθήματα (γιατί πρόγραμμα δεν έχουμε δει) που θέτουν κατευθείαν τον πήχη στην ταυτόχρονη έξοδο από ευρώ και ΕΕ, ή στην ταυτόχρονη με τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα κατάληψη των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη, ή ακόμα περισσότερο αντιφατικά που θέτουν την έξοδο από την ΕΕ εδώ και τώρα, αλλά απορρίπτουν μια λαϊκή κυβέρνηση που θα υλοποιήσει κάτι τέτοιο! Νομίζουμε περισσεύει η σύγχυση και η σκοπιμότητα όσων με οικονομικούς όρους προσπαθούν να απαντήσουν σε ένα πολιτικό πρόβλημα.

4. Το πρόβλημα είναι πολιτικό και αφορά την εκτίμηση για το χαρακτήρα της κρίσης και την εκτίμηση για την πολιτική πάλη και το συσχετισμό δύναμης. Βρισκόμαστε εδώ και 9 χρόνια σε ένα παρατεταμένο επεισόδιο μιας δομικής κρίσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (το 2008 είχαμε ένα επεισόδιο στο χρηματοπιστωτικό τομέα με αρχή τις ΗΠΑ, σήμερα βλέπουμε ένα επεισόδιο στο πολιτικό σύστημα πάλι στις ΗΠΑ), όπου το πιο προχωρημένο πείραμα της «παγκοσμιοποίησης», η ευρωζώνη, ανέδειξε της εκρηκτικές αντιφάσεις της και μετακύλισε την κρίση της στις χώρες της περιφέρειας, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα η οποία έτσι κι αλλιώς έπασχε χρόνια από ένα στρεβλό και παρασιτικό μοντέλο ανάπτυξης. Το ζήτημα του ευρώ επομένως δεν αφορά ένα οικονομικό ή τεχνικό ζήτημα αλλά αφορά τον κρίκο, το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο οικοδομείται και διαμορφώνεται ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των δυνάμεων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των λαϊκών (εργαζόμενων και μικρομεσαίων στρωμάτων) δυνάμεων, για το ποιος τελικά θα πληρώσει αυτήν την κρίση. Αυτά φαίνεται να τα έχει καταλάβει η αστική τάξη στη χώρα μας και σχηματίζει το μέτωπο της, δεν τα έχουν καταλάβει οι δυνάμεις του δικού μας «στρατοπέδου». Η συγκέντρωση δυνάμεων και το μέτωπο με βασικό ζήτημα την έξοδο από την ευρωζώνη έχει να κάνει με το πρόβλημα α) πως θα αντιπαλέψουμε αποτελεσματικά την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές-δανειστές καθώς με όπλο το ευρώ καθυποτάζουν λαϊκές συνειδήσεις, τρομοκρατούν το λαό και εμπεδώνουν τη μοιρολατρία ότι θα ζήσει εσαεί με μνημόνια ως υπόδουλος των δανειστών, β) πως θα συγκεντρώσουμε δυνάμεις πάνω στον αποφασιστικό κρίκο σε έναν άσχημο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό, ακριβώς για να τροποποιήσουμε αυτόν τον συσχετισμό προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Και επειδή είμαστε σε έτος επετείων, από την επαναστατική διαδικασία στη Ρωσία από το 1905 μέχρι το Φλεβάρη και τον Οκτώβρη, μέχρι το Μπολιβαριανό πείραμα στη Βενεζουέλα το 1998 (όπου η λέξη σοσιαλισμός ακούστηκε 7 χρόνια μετά – ίσως κακώς και αργοπορημένα αλλά το αναφέρουμε για να κατανοηθεί η διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής) το βασικό ερώτημα πάντα για τα κεντρικά συνθήματα και τη γραμμή ήταν ο συσχετισμός δύναμης. Γιατί σωστός είναι ο στόχος της λαϊκής εξουσίας και του σοσιαλισμού αλλά καλό είναι οι δυνάμεις που φλυαρουν σχετικά να υποδείξουν και το δρόμο προς τα εκεί όταν το κίνημα είναι σε κατάσταση αποσύνθεσης και οι δυνάμεις της αριστεράς – και μάλιστα της επαναστατικής – είναι περιθωριοποιημένες.

5. Το ερώτημα του μετώπου ξαναέρχεται αλλά λύση εύκολη δε θα έχουμε. Το ΚΚΕ δεν ομιλεί με κανέναν, η Ανταρσυα θέλει μέτωπο αλά ΚΚΕ γύρω από τον εαυτό της (αφού ξεκαθαρίζει προκαταβολικά ότι δεν απευθύνεται στο ΚΚΕ και τη ΛΑΕ), άρα για ποιο μέτωπο μιλάμε που θα εκμεταλλευτεί το ρεύμα κατά του ευρώ για να αλλάξει ή τουλάχιστον να συγκρατήσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ των λαϊκών δυνάμεων; Για να υπάρχει πιθανότητα έκφρασης του αντιευρώ ρεύματος χρειάζεται πολιτική και προγραμματική αξιοπιστία στο πρόγραμμα και επιχειρήματα που να απαντούν πρώτα και κύρια στην τρομοκρατία της αντίπαλης πλευράς με την οποία νομιμοποιούν το 4ο μνημόνιο και επιχειρήματα που να αποκαλύπτουν τη γύμνια της αστικής τάξης. Χρειάζονται όμως και νέες κινήσεις και πρωτοβουλίες, νέες μορφές συλλογικότητας και πρόσωπα μακριά από τις μικροπολιτικές για το ποιος θα είναι ο αρχηγός, χρειάζεται σε τελική ανάλυση μετωπικη λογική και πρακτική που να υπηρετεί το λαό μακριά απο κομματικές και ατομικές ιδιοτέλειες.

Ο αρχιτέκτονας του ευρώ εξομολογείται

Ο Χανς Τιτμαγερ ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank επέβλεψε τη μετάβαση στο ευρώ και είναι αυτονόητο πως συνέβαλε καθοριστικά στην ΟΝΕ. Πέθανε στις 28 Δεκέμβρη του 2016. Το antapocrisis αναδημοσιεύει την απομαγνητοφώνηση μιας ομιλίας του Pierre Bourdieu που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί πολλές συζητήσεις στη Γερμανία και δόθηκε στις γαλλο-γερμανικές πολιτιστικές συναντήσεις στο Φράιμπουργκ τον Οκτώβριο του 1996.

Του Pierre Bourdieu, Κοινωνιολόγου, καθηγητή στο College de France.

Μια συνέντευξη αποκαλύπτει έναν κόσμο ολόκληρο. Όταν ο Τύπος μεταφέρει τα λόγια αυτών που «λαμβάνουν τις αποφάσεις», των οποίων κάθε εξομολόγηση μπορεί να κλονίσει νομίσματα, δεν δίνουμε πάντα σημασία στο τεράστιο ποσό όσων δεν λέγονται και όσων υπονοούνται στο λόγο τους. Οπλισμένοι με την «ανεξαρτησία» τους, κεκτημένη μέσω της πολιτικής εξουσίας, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών έχουν πλέον τη δύναμη να αλλάξουν την πορεία των εθνών. Ποιο είναι το όραμά τους για την κοινωνία; Και, για παράδειγμα, ποιό είναι αυτό του κ Hans Tietmeyer, του μεγάλου αρχιτέκτονα του ευρώ;

Έχοντας διαβάσει στο αεροπλάνο τη συνέντευξη του Προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Hans Tietmeyer, που παρουσιάζεται ως ο «αρχιερέας του γερμανικού μάρκου» – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο – θα ήθελα να επιδοθώ σ’ ένα είδος ερμηνευτικής ανάλυσης κατάλληλο για τα ιερά κείμενα: «η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και για την –εδώ είναι η λέξη κλειδί– εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ελέγχουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς».

Δηλαδή – θα γίνει πιο σαφής στις παρακάτω φράσεις – να ταφεί το συντομότερο δυνατόν το κράτος πρόνοιας και, μεταξύ άλλων, τις δαπανηρές κοινωνικές και πολιτιστικές πολιτικές, για τον καθησυχασμό των επενδυτών που θα προτιμούσαν την προσωπική ενασχόληση – με τις δικές τους πολιτιστικές επενδύσεις. Είμαι βέβαιος ότι όλοι αυτοί αγαπούν τη ρομαντική μουσική και την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική και είμαι πεπεισμένος, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τον πρόεδρο της Bundesbank ότι, στον ελεύθερό του χρόνο, όπως και ο διευθυντής της Τράπεζας της Γαλλίας Jean-Claude Trichet, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με τη φιλανθρωπία.

«Είναι συνεπώς αναγκαίος, ο έλεγχος των δημόσιων προϋπολογισμών, η μείωση του επιπέδου των φόρων για να υπάρξει ένα βιώσιμο επίπεδο μακροπρόθεσμα.»

Τι καταλαβαίνουμε εδώ: Ότι πρέπει να μειωθούν οι φόροι των επενδυτών μέχρι να γίνουν υποφερτοί από αυτούς, ώστε να μην ενθαρρύνονται να μεταφέρουν αλλού τις επενδύσεις τους. Συνεχίζοντας το διάβασμα: «Πρέπει να (…) μεταρρυθμίσουμε το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας». Δηλαδή, δις επαναλαμβάνει, να ταφεί το κράτος πρόνοιας και οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας, η επιτυχία των οποίων είναι πολύ πιθανό να καταστρέψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να προκαλέσει νόμιμη δυσπιστία, εφ’ όσον είναι βέβαιοι ότι τα οικονομικά τους κεκτημένα – αφού μιλάμε για κοινωνικές κατακτήσεις, μπορούμε άνετα να μιλήσουμε και για οικονομικά οφέλη – δηλαδή τα κεφάλαιά τους, δεν είναι συμβατά με τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων και ότι αυτά τα οικονομικά οφέλη θα πρέπει φυσικά να διαφυλαχθούν με κάθε κόστος , ακόμη και καταστρέφοντας τα πενιχρά οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελλόντων πολιτών της Ευρώπης, αυτούς τους οποίους, τον Δεκέμβριο του 1995, περιγράφαμε ως «έχοντες», ως «προνομιούχους».

Ο Hans Tietmeyer είναι πεπεισμένος ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις των επενδυτών, δηλαδή τα οικονομικά τους κέρδη, δεν θα επιβιώσουν μιας διαιώνισης του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Αυτό, λοιπόν, είναι το σύστημα που θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί επειγόντως, επειδή τα οικονομικά κέρδη των επενδυτών δεν μπορούν να περιμένουν. Και ο Hans Tietmeyer, ύψιστος στοχαστής, που συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση της γερμανικής φιλοσοφίας στον ιδεαλισμό, συνεχίζει:

«Πρέπει, συνεπώς, να ελεγχθούν οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι ν’ αποκτήσουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε – (αυτό το “έτσι ώστε” θα άξιζε ένα μακροσκελές σχόλιο) – να έχουμε μια νέα φάση ανάπτυξης (…) η οποία δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο αν εμείς κάνουμε μια προσπάθεια – το «εμείς κάνουμε» είναι μαγευτικό – για ευελιξία στην αγορά εργασίας.»

Μια απειλή παρόμοια με εκβιασμό

Να ‘μαστε. Τα μεγάλα λόγια έπεσαν στο τραπέζι, και ο Hans Tietmeyer δίνει ένα θαυμάσιο παράδειγμα της ευφημιστικής ρητορικής που επικρατεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο ευφημισμός είναι απαραίτητος για να αυξηθεί με βιώσιμο τρόπο η εμπιστοσύνη των επενδυτών – η οποία, όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό, είναι το άλφα και το ωμέγα του συνόλου του οικονομικού συστήματος, το θεμέλιο και ο απώτερος στόχος, το Τέλος της Ευρώπης του μέλλοντος – αποφεύγοντας, συνάμα, να προκαλέσει τη δυσπιστία και την απελπισία των εργαζομένων, οι οποίοι, παρ ‘όλα αυτά, πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν, αν θέλουμε να έχουμε αυτή τη νέα φάση της ανάπτυξης. Επειδή από αυτούς αναμένεται αυτή η προσπάθεια, αν και ο κ Hans Tietmeyer, σίγουρα μετρ του ευφημισμού, λέει επίσης: «(Θα μπορούμε να) καταργήσουμε τις δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».

Θεσπέσια ρητορική της εργασίας, η οποία μπορεί να μεταφραστεί και ως: «Κουράγιο εργαζόμενοι! Όλοι μαζί κάνουμε την προσπάθεια ευελιξίας που απαιτείται από εσάς!».

Αντί να θέσει, ατάραχος, μια ερώτηση σχετικά με την εξωτερική ισοτιμία του ευρώ, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να έχει ζητήσει από τον κ Hans Tietmeyer την έννοια που δίνει στις λέξεις-κλειδιά της ξύλινης γλώσσας των επενδυτών: «ακαμψία στην αγορά εργασίας» και « ευελιξία στην αγορά εργασίας.» Οι εργαζόμενοι, πάλι, θα καταλάβαιναν αμέσως: νυχτερινή εργασία, εργασία τα σαββατοκύριακα, ακανόνιστα χρονοδιαγράμματα, αυξημένη πίεση, άγχος, κ.λπ.

Βλέπουμε ότι το «στην αγορά εργασίας» λειτουργεί ως ένα είδος ομηρικού επιθέτου που μπορεί να συνδεθεί με ένα εύρος λέξεων, και θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, για να μετρήσει την ευελιξία της γλώσσας του Hans Tietmeyer, να μιλήσει για παράδειγμα για την ευελιξία ή την ακαμψία στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η παραδοξότητα αυτής της χρήσης στην ξύλινη γλώσσα του Hans Tietmeyer επιτρέπει την υπόθεση ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία στο μυαλό του, για τη “διάλυση της δυσκαμψίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές» ή την «πραγματοποίηση μιας προσπάθειας για την ευελιξία στις χρηματοπιστωτικές αγορές». Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι, σε αντίθεση με ό, τι μπορεί να προτείνει το «εμείς» του «αν κάνουμε μια προσπάθεια» του Hans Tietmeyer, μόνο από τους εργαζόμενους ζητείται αυτή η προσπάθεια ευελιξίας και σε αυτούς επίσης απευθύνεται η απειλή, εκβιασμός σχεδόν, το οποίο εμπεριέχεται στη φράση: «έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».

Με λίγα λόγια: απαρνηθείτε τα κοινωνικά σας οφέλη σήμερα, για να αποφευχθεί η καταστροφή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, στο όνομα της ανάπτυξης που θα μας φέρει το αύριο. Μία πολύ γνωστή λογική στους εργαζόμενους στους οποίους απευθύνεται, οι οποίοι, για να χαρακτηρίσουν την πολιτική συμμετοχή που τους πρόσφερε στο παρελθόν ο γκωλισμός, έλεγαν: «Μπορείτε να μου δώσετε το ρολόι σας, και θα σας δώσω το χρόνο».

Ας διαβάσουμε για τελευταία φορά τα λόγια του Hans Tietmeyer

«Η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη και για την εμπιστοσύνη των επενδυτών, πρέπει συνεπώς … (παρατηρήσετε το” συνεπώς “) … να ελέγχονται οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι να υπάρξει ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση της ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια για ευελιξία στις αγορές εργασίας»

Εάν ένα τόσο εξαιρετικό κείμενο, τόσο εξαιρετικά εξαιρετικό, ήταν ικανό να περάσει απαρατήρητο και να γνωρίσει τη μοίρα των καθημερινών λεγόμενων των καθημερινών φυλλάδων, οι οποίες απορρίπτονται σαν τα νεκρά φύλλα, είναι γιατί ήταν τέλεια προσαρμοσμένα στον «ορίζοντα αναμονής» για τη συντριπτική πλειοψηφία των καθημερινών αναγνωστών εφημερίδων που είμαστε. Αλλά αυτός ο ορίζοντας είναι προϊόν της κοινωνικής εργασίας. Αν τα λόγια της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer περνάνε τόσο εύκολα είναι γιατί λέγονται παντού. Βρίσκονται παντού, σε κάθε στόμα. Τρέχουν σαν κοινός τόπος, τα δεχόμαστε χωρίς δισταγμό, όπως ένα νόμισμα, ένα σταθερό και ισχυρό νόμισμα, βεβαίως, τόσο σταθερό όσο και αξιόπιστο, πιστευτό, όπως το γερμανικό μάρκο, “Βιώσιμη ανάπτυξη”, “εμπιστοσύνη των επενδυτών”, “δημόσιοι προϋπολογισμοί”, “σύστημα κοινωνικής πρόνοιας”, “ακαμψία”, “αγορά εργασίας”, “ευελιξία”, στα οποία θα έπρεπε να προστεθούν, “παγκοσμιοποίηση”, “πρόσθετη ευελιξία”, “μείωση των επιτοκίων “- χωρίς να προσδιορίζεται ποια από αυτά – “ανταγωνιστικότητα”, “παραγωγικότητα” κ.λπ.

Αυτή η καθολική πίστη, η οποία δεν προκύπτει καθόλου από μόνη της, πως εξαπλώθηκε; Μια σειρά κοινωνιολόγων, Βρετανών και Γάλλων κυρίως, σε μια σειρά από βιβλία και άρθρα, έχουν ανακατασκευάσει την αλυσίδα σύμφωνα με την οποία παράγεται και μεταδίδεται αυτός ο νεοφιλελεύθερος λόγος, τα οποία έχουν γίνει ιδεολογία, μια αδιαμφισβήτητη και αδιάσειστη πραγματικότητα. Με μια σειρά ολόκληρη αναλύσεων των κειμένων, των τόπων δημοσίευσης, των χαρακτηριστικών των συγγραφέων αυτών των ομιλιών, των συμποσίων στα οποία συγκεντρώνονται για να τα παράξουν κλπ, φάνηκε πως, στη Βρετανία και τη Γαλλία, έχει πραγματοποιηθεί μια σταθερή δουλειά, με τη συμμετοχή διανοουμένων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, σε περιοδικά που έχουν σταδιακά επιβληθεί ως έγκυρα, για να καθιερωθεί ως δεδομένο ένα νεοφιλελεύθερο όραμα που, στην ουσία, ντύνει με οικονομικές εκλογικεύσεις τις πιο κλασικές απαιτήσεις της συντηρητικής σκέψης όλων των εποχών και όλων των χωρών.

Η ικανοποίηση που προέρχεται από τη μοιρολατρία

Αυτός ο λόγος οικονομικής αίγλης δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει πέρα ​​από τον κύκλο των υποστηρικτών του παρά μόνο με τη συνεργασία ενός πλήθους ανθρώπων, πολιτικών, δημοσιογράφων, απλών πολιτών, οι οποίοι έχουν ένα φαινομενικά επαρκές υπόβαθρο στην οικονομία για να μπορούν να συμμετάσχουν στην γενικευμένη κυκλοφορία κακώς βαθμονομημένων λέξεων της οικονομικής βαρβαρότητας. Ένα παράδειγμα αυτής της συνεργασίας είναι οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου αυτού που, κατά κάποιο τρόπο, ξεπερνάει τις προσδοκίες του Hans Tietmeyer: είναι τόσο γνώστης εκ των προτέρων των απαντήσεων, που θα μπορούσε να τις δώσει ο ίδιος. Είναι μέσα από κάποιες τέτοιες παθητικές συνενοχές που σταδιακά ήρθε να επιβληθεί το επονομαζόμενο νεοφιλελεύθερο όραμα, στην πραγματικότητα συντηρητικό, που βασίζεται σε μια πίστη άλλης εποχής στο ιστορικό αναπόφευκτο, το οποίο βασίζεται στην υπεροχή των παραγωγικών δυνάμεων. Και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου έχουν περάσει εύκολα από μια μαρξιστική μοιρολατρία σε μία νεοφιλελεύθερη μοιρολατρία: και στις δύο περιπτώσεις, ο οικονομισμός αποποιείται των ευθυνών και αποστρατεύει, ακυρώνοντας την πολιτική και επιβάλλοντας μια σειρά από αδιαμφισβήτητους στόχους, τη μέγιστη ανάπτυξη, την επιτακτική ανάγκη ανταγωνιστικότητας, την επιτακτική ανάγκη της παραγωγικότητας, και ως εκ τούτου ένα ανθρώπινο ιδεώδες, που θα μπορούσε να ονομαστεί το ιδανικό του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε το νεοφιλελεύθερο όραμα, χωρίς να αποδεχόμαστε όλα αυτά που το συνοδεύουν, τον τρόπο ζωής του γιάπη, τη βασιλεία του ορθολογικού υπολογισμού ή του κυνισμού, τον αγώνα δρόμου για το χρήμα ως καθολικό μοντέλο. Η αντίληψη του προέδρου της Bundesbank ως υπόδειγμα σκέψης, δείχνει την αποδοχή μιας τέτοιας φιλοσοφίας.

Αυτό που μπορεί να εκπλήξει είναι ότι το μοιρολατρικό αυτό μήνυμα δίνεται ως μήνυμα απελευθέρωσης, με μια σειρά από λεξιλογικά παιχνίδια γύρω από την ιδέα της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, της απορρύθμισης, κλπ, μέσα από μια σειρά ευφημισμών, ή διπλού παιχνιδιού με τις λέξεις – της μεταρρύθμισης για παράδειγμα – η οποία έχει ως στόχο να παρουσιάσει την παλινόρθωση ως επανάσταση, σύμφωνα με τη λογική όλων των συντηρητικών επαναστάσεων.

Εάν αυτή η συμβολική δράση ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε να γίνει μια καθολική πεποίθηση είναι εν μέρει μέσω μιας συστηματικής και οργανωμένης χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης.

Αυτή η συλλογική εργασία τείνει να παράγει μια σειρά ολόκληρη από μυθολογίες, «βασικές ιδέες» που δουλεύουν και σε ωθούν να δουλέψεις, επειδή χειρίζονται τις πεποιθήσεις: είναι για παράδειγμα ο μύθος της «παγκοσμιοποίησης» και οι αναπόφευκτες επιπτώσεις του στις εθνικές οικονομίες ή ο μύθος των νεοφιλελεύθερων «θαυμάτων» αμερικάνικων ή αγγλικών. Στη μυθολογία σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα μειωθούν στις ΗΠΑ, μπορεί κανείς να αντιτάξει το έργο ενός κοινωνιολόγου, του M. Loïc Wacquant, το οποίο δείχνει ότι στις ΗΠΑ το «φιλανθρωπικό κράτος», βασισμένο σε μια ηθικολογική αντίληψη της φτώχειας, τείνει να χωριστεί σε ένα κράτος πρόνοιας που εξασφαλίζει τη μικρότερη δυνατή ασφάλιση για τις μεσαίες τάξεις και ένα κράτος όλο και πιο κατασταλτικό για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της βίας που συνδέεται με τις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης της συντριπτικής μάζας του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου του μαύρου. Έτσι, η πολιτεία της Καλιφόρνια, η οποία για κάποια χρονική περίοδο παρουσιαζόταν από ορισμένους Γάλλους κοινωνιολόγους ως παράδεισος όλων των ελευθεριών, ξοδεύει τώρα για τις φυλακές της ένα σημαντικά υψηλότερο προϋπολογισμό απ’ ότι για όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που υπάρχουν στην πολιτεία, παρότι αυτά είναι από τα πιο αναγνωρισμένα ιδρύματα του πλανήτη.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, που μας λένε κάθε μέρα ότι έχει λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, ενώ στην πραγματικότητα έχει αυξηθεί η επισφαλής εργασία, και οι Βρετανοί εργαζόμενοι ανακαλύπτουν με το φθόνο τα κοινωνικά επιτεύγματα που ακόμα επιβιώνουν στη Γαλλία. Αυτό, παραδόξως, την ίδια στιγμή που λέγεται στους Γάλλους σε ποιο βαθμό οι εργαζόμενοι στη Βρετανία είναι ευχαριστημένοι με την ατυχία τους.

Ίσως είμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου υποστροφής του κράτους το οποίο συγκροτήθηκε ιστορικά με τη διαδοχική συγκέντρωση της φυσικής δύναμης (αστυνομίας και στρατού), του πολιτιστικού κεφαλαίου (το σύστημα μέτρησης για παράδειγμα) και του συμβολικού κεφαλαίου. Μία από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας, η οποία δεν είναι παρά η μάσκα της παλιάς συντηρητικής φιλοσοφίας, είναι να οδηγήσει σε μια υποχώρηση του κράτους προς την ελάχιστή του κατάσταση, απολύτως συνεπή με το ιδανικό των Κυρίαρχων, κοινώς ελαχιστοποιημένο μόνο στις δυνάμεις καταστολής, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των δαπανών για την αστυνομία.

Εμπιστοσύνη της αγοράς ή εμπιστοσύνη του λαού;

Ας επιστρέψουμε τελικά στη φράση-κλειδί της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer, την «εμπιστοσύνη της αγοράς». Έχει το πλεονέκτημα να φέρνει στο φως την ιστορική επιλογή, ενώπιον της οποίας έχουν τοποθετηθεί όλες οι εξουσίες: μεταξύ της εμπιστοσύνης των αγορών και της εμπιστοσύνης του λαού, πρέπει να επιλέξουμε. Η πολιτική η οποία έχει ως στόχο να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, χάνει την εμπιστοσύνη του λαού.

Σε μια πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη στάση των ερωτούμενων απέναντι στους πολιτικούς, τα δύο τρίτα τους θεωρούν ανίκανους ν’ ακούσουν και να λάβουν υπ’ όψιν αυτό που οι σκέφτονται Γάλλοι, κατηγορία ιδιαίτερα συχνή μεταξύ των υποστηρικτών του Εθνικού Μετώπου (FN) – του οποίου επίσης αποδοκιμάζουμε την ακαταμάχητη άνοδο, ξεχνώντας για μια στιγμή για να κάνουμε τη σύνδεση μεταξύ Εθνικού Μετώπου και ΔΝΤ.

Πρέπει να συσχετίσουμε την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των επενδυτών – την οποία θα πρέπει να σώσουμε με κάθε κόστος – με τη δυσπιστία των πολιτών. Η οικονομία είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μια αφηρημένη επιστήμη βασισμένη στον απολύτως αδικαιολόγητο διαχωρισμό μεταξύ του οικονομικού και του κοινωνικού, το οποίο και καθορίζει τον οικονομισμό. Αυτός ο διαχωρισμός είναι η αρχή της αποτυχίας της κάθε πολιτικής που δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο σκοπό εκτός από την προστασία της «οικονομικής τάξης και της σταθερότητας», δηλαδή, του γερμανικού μάρκου, αυτού του νέου απόλυτου το οποίο ο κ Hans Tietmeyer εξυπηρετεί…

Πηγή: Le Monde Diplomatique
Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη

Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε.

ΕΕ: Το ΟΧΙ των λαών θα βρει το στόχο

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για τα 25 χρόνια από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Πρόσφατα συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από τη Σύνοδο του Μάαστριχτ (9 Δεκεμβρίου 1991), ενώ στις 7 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται άλλα τόσα από την υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης. Η ΕΕ γιορτάζει λοιπόν. Γιουνκέρ, Σουλτς και Ντάισελμπλουμ συναντήθηκαν στο Μάαστριχτ για να τιμήσουν την επέτειο. Στις δηλώσεις τους όμως, τη θέση των πάλαι ποτέ «πανηγυρικών» περί σύγκλισης, ευημερίας και ισότητας, παίρνει ο μονόδρομος, ο φόβος και η προειδοποίηση – απειλη. Αυτή είναι η σύγχρονη συνεκτική ουσία της ΕΕ. Η αποτυχία του ευρω-οικοδομήματος και ο συνακόλουθος ευρω-σκεπτικισμός ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σε κάθε συζήτηση για το παρόν ή το μέλλον της ΕΕ.

Ας θυμηθούμε το Μάαστριχτ

1. Η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της ΕΕ. Στην ομώνυμη κωμόπολη της Ολλανδίας, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΟΚ, των 12 τότε κρατών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), συνομολόγησαν τη μετεξέλιξη της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Από τότε ακολούθησαν δύο διευρύνσεις, προς την ΕΕ των 15 και προς την ΕΕ των 27 αντίστοιχα.

2. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεμελιώθηκε πάνω στις τέσσερεις «ελευθερίες». Την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και του εργατικού δυναμικού. Το θεμέλιο της ΕΕ δεν είναι ουδέτερο ή επιδεκτικό τροποποιήσεων/αναθεωρήσεων: είναι ο καθαρός νεοφιλελευθερισμός.

3. Βασικό συστατικό της Συνθήκης του Μάαστριχτ αποτέλεσε το «πρόγραμμα σύγκλισης», βάσει κριτηρίων που έπρεπε να πληρούν τα κράτη: περιορισμός του πληθωρισμού στο 4 – 5%, μείωση των ελλειμμάτων του Δημοσίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 3%, περιορισμός του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60%.

4. Υποτιθέμενοι στόχοι: η εγκαθίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας των οργάνων, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των οργάνων, η ανάπτυξη της κοινωνικής διάστασης της Κοινότητας, η θέσπιση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.

5. Συμπληρώθηκε από σειρά μεταγενέστερων συνθηκών (Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισαβόνα κλπ) που περιελάμβαναν σημαντικές ρυθμίσεις και επίδικα: σύμφωνο σταθερότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, συμφωνία Σένγκεν, ανταγωνιστικότητα ευρωενωσιακού κεφαλαίου, τρόπος λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και διαδικασία λήψης αποφάσεων, δικαστικό σύστημα.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω σήμερα;

Η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης συνταγής είχε δύο καταστροφικές συνέπειες: (α) τσάκισμα του κόσμου της εργασίας (β) τσάκισμα της ευρωπαϊκής περιφέρειας/ του ευρωπαϊκού “νότου”. Η κατάργηση του 8ώρου, η ελαστική/μερική απασχόληση, η απελευθέρωση των απολύσεων συναντούν την ανατίναξη ολόκληρων χωρών/περιοχών εξαιτίας της επέλασης της αγοράς, των πολυεθνικών, των ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών.

Η σημερινή δημοσιονομική επιβολή εδώ ακριβώς έχει την καταγωγή της. Στο πρόγραμμα σύγκλισης του Μάαστριχτ. Δεν είναι συγκυριακή. Είναι στρατηγική της ΕΕ, είναι καταστατική της αρχή. Συναντώντας την οικονομική κρίση, που εκφράστηκε και ως κρίση χρέους, η πολιτική της δημοσιονομικής επιβολής πήρε δρακόντειο χαρακτήρα. Ο Σόιμπλε δεν είναι “σκοτεινό κέντρο” όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός, είναι η ψυχή της ΕΕ, που είναι γερμανικής έμπνευσης φυσικά.

Λόγω του οξύτατου εντός ΕΕ ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη, στη σύνοδο του Μάαστριχτ δόθηκε προτεραιότητα στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) και τα ζητήματα της Πολιτικής Ενωσης παραπέμφθηκαν για αντιμετώπιση στο μέλλον. Υπογραμμίζεται έτσι εξαρχής ο “ουτοπικός” χαρακτήρας της Ένωσης με την πλήρη έννοια, διότι εμφανίζεται η παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία να προηγείται δηλαδή η οικονομική ενοποίηση της πολιτικής (που δεν έχει αποδειχθεί ποτέ), καθώς και η ενοποίηση διαφορετικών οικονομιών σε μία χωρίς ρυθμίσεις. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν, ενώ αναπτύσσονται ανειρήνευτες αντιθέσεις μεταξύ κεφαλαίων και κρατών. Η «υπαρκτή – εφικτή» ενοποίηση προέκυψε στη βάση των αρχών του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού καθώς και των στρατηγικών συμφερόντων πολιτικών και οικονομικών του τότε διευθυντηρίου Γαλλίας και Γερμανίας.

Αν πριν από 25 χρόνια υπήρχαν ορισμένοι που έκαναν λόγο για «γερμανική» ενοποίηση και «μεταμφιεσμένο μάρκο», σήμερα δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα αμφισβητήσει την αλήθεια της παραπάνω φράσης. Το σημερινό τερατούργημα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η Ε/Ζ, το σημερινό σιδερένιο κλουβί για εργαζόμενους και χώρες ολόκληρες, αποτέλεσε βασική προτεραιότητα της συνθήκης του Μάαστριχτ.

Είναι σαφές ότι οι σημερινές εξελίξεις τροχιοδρομήθηκαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Τότε όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δήλωνε εκστασιασμένο από τις «ευρωπαϊκές προοπτικές» και αγωνία έκδηλη μήπως φτάσουμε καθυστερημένα ή μήπως χάσουμε ακόμα το τρένο της ΕΕ.

Η στάση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ

Επειδή ορισμένα πράγματα δεν είναι τυχαία, ο Συνασπισμός, με τις όποιες διαφοροποιήσεις του (πχ καταψήφιση του ενός απο τους δύο ευρωβουλευτές του), το 1992 ψήφισε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, μαζί με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την Πολιτική Άνοιξη. Η Συνθήκη ψηφίστηκε στη Βουλή χωρίς οι βουλευτές να τη γνωρίζουν, αφού δεν τους δόθηκε το κείμενο, κανένα κρατικό όργανο δεν την έδωσε στη δημοσιότητα (θυμίζει κάτι;).

Σε συνθήκες κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, η απάτη της «Ευρώπης των λαών» έγινε το νέο όραμα για τον (ούτως ή άλλως ευρω – κομμουνιστικής καταγωγής) ΣΥΝ αλλά και για την ευρωπαϊκή αριστερά εν γένει. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, τουλάχιστον ως πλειοψηφική άποψη/ γραμμή του κόμματος. Τα αποτελέσματα της φανατικής αυτής προσκόλλησης τα ζούμε σήμερα με δραματικό τρόπο.

Μάαστριχτ και Ελλάδα

Για την Ελλάδα, ο νεοφιλελευθερισμός της ΕΟΚ/ΕΕ, όπως συνταγματοποιήθηκε ουσιαστικά στο Μάαστριχτ, οδήγησε σε περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, καταστροφή παραδοσιακών κλάδων και στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία, αύξηση του τομέα εμπορίου και υπηρεσιών, αύξηση των εισαγωγών εμπορευμάτων, εξαγορά επιχειρήσεων από τις πολυεθνικές. Βάθυνε και εκσυχρονίστηκε ο μεταπρατικός και εξαρτημένος χαρακτήρας της οικονομίας της Ελλάδας. Έφερε την απασχόληση στη θέση της εργασίας. Επένδυσε σε στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, τις μεγέθυνε στο έπακρο, έφερε τη χώρα στο γκρεμό.

Η έκρηξη της κρίσης ήταν η εκπυρσοκρότηση ενός όπλου που είχε οπλίσει 25 χρόνια πριν, αν όχι νωρίτερα, με προδιαγεγραμμένη τη συνέχεια. Η τράπουλα ήταν σημαδεμένη από τη στιγμή που δεν υπήρξε κανένα σοβαρό και μετρήσιμο αντίπαλο δέος που να αντιπαλέψει στα λόγια και στα έργα το Μάαστριχτ, την ΕΕ, την υποτέλεια της χώρας, τη θυσία του κόσμου της εργασίας. Αντίθετα, πολλά οικονομικά και πολιτικά επιτελεία δούλεψαν συστηματικά και με σθένος για τη σημερινή Ελλάδα της χρεοκοπίας, της επαιτείας στους δανειστές και της ανεργίας. Είναι αυτά τα επιτελεία που έπιναν και πίνουν νερό στο όνομα του «ανήκουμε στη Δύση/ανήκουμε στην ΕΕ».

Αποτυχία. Αποσκιρτήσεις που ξορκίζονται.

Το πρόβλημα της ΕΕ δεν είναι όμως η Ελλάδα. Είναι τα εγγενή της αδιέξοδα και αντιφάσεις, η ανισότητα – οριζόντια και κάθετη – που περικλείει και εντείνει καθημερινά. Είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, που εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση στον ευρωπαϊκό χώρο, λόγω της αρχιτεκτονικής της ΕΕ και ειδικά της Ευρω – ζώνης. Η ΕΕ δοκιμάζεται σκληρά. Η Μεγάλη Βρετανία αποχωρεί, η Ελλάδα και η Ιταλία ψηφίζουν ηχηρά ΟΧΙ σε δημοψηφίσματα με διαφορετικά ερωτήματα, αλλά με κοινό παρονομαστή, την οργή – απόγνωση για την επιδείνωση της θέσης τους, που σε μεγάλο βαθμό δε μπορεί παρά να χρεώνεται στα ιερατεία της ΕΕ. Η δυσαρέσκεια και ο ευρωσκεπτικισμός είναι έκδηλοι σε κάθε χώρα της ΕΕ, προπαντώς στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Το υποτιθέμενο «ιδεώδες» έχει ξεθωριάσει, δεν πείθει πια παρά ελάχιστους ιδεοληπτικούς ή μεροληπτούντες υπέρ των συμφερόντων ορισμένων ελίτ. Έτσι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την ημέρα της επετείου, αποφαίνεται πως «καμιά χώρα δε μπορεί να ακολουθήσει χωριστή πορεία». Νουθετεί: «εκείνοι που νομίζουν ότι είναι η ώρα να αποδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, να γίνει κομμάτια, να μας χωρίσουν (…) έχουν εντελώς άδικο», ενώ εκτιμά ότι «χωρίς την ΕΕ καμία χώρα-μέλος δεν είναι ικανή από μόνη της να έχει οποιοδήποτε πολιτικό βάρος στον κόσμο».

Κινήσεις αμφισβήτησης και αποδεσμεύσεις υπάρχουν και θα υπάρξουν με πιο έντονο τρόπο στο άμεσο μέλλον. Ζητούμενο είναι το πρόσημο αυτών των κινήσεων. Αν αφεθεί η αντι – ΕΕ πολιτική μονοπώλιο στην ακροδεξιά, τα λαϊκά στρώματα θα αναζητήσουν εκεί χώρο έκφρασης. Είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη, τη ζούμε τα τελευταία χρόνια, με μεγάλα περιθώρια κλιμάκωσης.

Η Αριστερά;

Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το «αντι – ΕΕ αίτημα» και την αντι – ΕΕ πολιτική με αυθεντικό – λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει τουλάχιστον 6 χρόνια να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά.      Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της αριστεράς.

Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιτισμό, στην αποδοχή του ΕΕ – μονοδρόμου, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρίκνωνε και τις φασίζουσες εθνικιστικές λαικίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και ευνόητο είναι πως θα δημιουργούσε καλύτερους όρους στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και των δυνάμεων του κεφαλαίου. Ο τέτοιος συσχετισμός που δημιουργείται μέσα απο μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαική κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα 2 τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Θα μπορούσε αυτές τις μέρες να έχει ανάγει σε πρώτο θέμα τη “μαύρη” επέτειο του Μάαστριχτ. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή στιγμή, για να ανοίξει μια συνολική συζήτηση/αντιπαράθεση για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό μας.

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική/συνεκτική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικό – πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.

No Euro International Forum: Συνεντεύξεις για την Ευρωζώνη και την κρίση

To No Euro International Forum πραγματοποιήθηκε από τις 16 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2016, στο Chianciano Terme της Ιταλίας. Πραγματοποιήθηκαν ομιλίες σχετικά με ζητήματα που αφορούν το οικοδόμημα της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.

Αναλυτικότερα, την διεθνή συνάντηση απασχόλησαν ζητήματα όπως:

Ευρωπαική Ένωση: γιατί δεν μπορεί να αναθεωρηθεί και πρέπει να διαλυθεί, Γερμανία: Οι πολλαπλές αντίθετες θέσεις στο εννιαίο νόμισμα, Η ισπανική αριστερά μπρος στην ΕΕ και το ευρώ, Ελλάδα: η δολοφονία ενός Έθνους-Κράτους, Αγγλία: Brexit, Γαλλία: Συμμαχίες για την αποπαγκοσμιοποίηση, Πώς να αντιδράσουμε στην απειλή μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, Ουκρανία και στάση της Ε.Ε. στον εμφύλιο, Ιταλία: ποιός θα καθοδηγήσει την έξοδο από το ευρώ, Βόρρεια και Ανατολική Ευρώπη: αντιστάσεις στην ευρω-γερμανική κυριαρχία, Λαϊκισμός, κατάρα ή ευχή για την δημοκρατική αλλαγή;, Ευρω-ολιγαρχία, εθνική κυριαρχία και δημοκρατία, Μεταναστευτικό και τέλος της Schengen.

Τέλος, την τελική ολομέλεια της συνάντησης την απασχόλησε το ζήτημα των “Στρατηγικών και συμμαχιών για την απελευθέρωση των λαών”

Το antapocrisis.gr βρέθηκε στο No Euro Interational Forum και συζήτησε με διάφορους συμμετέχοντες.

Παρακάτω θα δείτε 4 μικρές συνεντεύξεις από τον Marco Zanni (Ιταλός ευρωβουλευτής), τον Alexey Albu (Ουκρανός, στέλεχος του Borotva), τον Pedro Montes (γνωστός Ισπανός οικονομολόγος) και την Inge Höger (Γερμανίδα βουλεύτρια, μέλος του Die Linke).


 

Συζητάμε με τον Marco Zanni.

zanniΟ Marco Zanni γεννήθηκε το 1986 και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων με ειδίκευση στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Εργάστηκε σε τράπεζα και σήμερα ειναι ευρωβουλευτής της Ιταλίας, εκλεγμένος με το κίνημα των 5 αστέρων. Ανήκει σε εκείνη την πλευρά του κινήματος των 5 αστέρων που θεωρεί πως η Ε.Ε. δεν μεταρρυθμίζεται. Δεν τάσσεται δηλαδή μόνο υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρακολουθεί τα ζητήματα των οικονομικών και νομισματικών θεμάτων.

antapocrisis.gr: Ποιο θα μπορούσε να είναι το εναλλακτικό σχέδιο για την Ευρωπαϊκή Ένωση για χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ιταλία;

Marco Zanni: Μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετά το Brexit, είναι σαφές ότι το τέλος του σχεδίου της ΕΕ έχει αρχίσει. Έτσι, τώρα πρέπει να σκεφτούμε μια εναλλακτική λύση για την Ευρώπη, που είναι μια διαφορετική έννοια από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Λοιπόν, ποιο θα μπορούσε να είναι το μέλλον για να είναι κυρίαρχα κράτη, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και ούτω καθεξής στην Ευρώπη;

Νομίζω ότι το μόνο σχέδιο που είναι βιώσιμο, είναι να αποκατασταθεί η εθνική κυριαρχία των κρατών- μελών. Βασικά, η κυριαρχία σε δύο τομείς που είναι πολύ σημαντικοί για να διαχειριστούν μια κατάσταση κρίσης που υπάρχει μετά το 2008. Το πρώτο σημείο είναι να αποκατασταθεί η νομισματική κυριαρχία. Είναι πλέον σαφές ότι αυτό το φάρμακο, το φάρμακο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι βιώσιμο για όλα τα μέλη της Ευρωζώνης. Χρειαζόμαστε μια νομισματική πολιτική προσαρμοσμένη στις ειδικές ανάγκες των κρατών-μελών. Επειδή είμαστε διαφορετικά κράτη-μέλη, έχουμε διαφορετικούς μακροοικονομικούς δείκτες, διαφορετικό επίπεδο τιμών, πληθωρισμού, διαφορετικά επίπεδα του ΑΕΠ, διαφορετικά επίπεδα της ανεργίας, οπότε χρειαζόμαστε 19 διαφορετικές πολιτικές μέσα στην Ευρωζώνη. Έτσι, το πρώτο βήμα, για να δημιουργηθεί ένα εναλλακτικό σχέδιο για την Ευρώπη και για το εκάστοτε κράτος-μέλος, είναι να αποκατασταθεί η εθνική νομισματική πολιτική. Μετά, θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια εκ νέου ανάληψη της κυριαρχίας στις οικονομικές πολιτικές. Η λιτότητα στην Ευρώπη, όχι μόνο δεν λειτουργεί και δεν αποδίδει καλά αποτελέσματα, και η Ελλάδα είναι ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα αυτού, αλλά επιδεινώνεται όλο και περισσότερο η κατάσταση κρίσης των ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι, αποκαθιστώντας την οικονομική κυριαρχία θα μπορούμε να επιτρέψουμε στις χώρες και τις κυβερνήσεις να δαπανήσουν χρήματα για την αποκατάσταση της ανάπτυξης. Ο μόνος τρόπος που έχουμε για να αποκατασταθεί ένα μέρος της ανάπτυξης στο εσωτερικό των κρατών-μελών είναι ένα ευρύ πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Επειδή είναι πολύ υφεσιακό το οικονομικό περιβάλλον που ζούμε τώρα στην ΕΕ, ο ιδιωτικός τομέας, οι Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ)[1] και οι εταιρείες δεν είναι πρόθυμες να επενδύσουν χρήματα γιατί εάν υπάρχει ρευστότητα και αν έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν τα χρήματα σε νέα σχέδια, σε νέα προϊόντα, δεν θα τα επενδύσουν, διότι οι προοπτικές για το μέλλον είναι πολύ κακές. Δεν επενδύει κάποιος χρήματα αν ξέρει ότι στο μέλλον η εσωτερική ζήτηση θα είναι ακόμη πιο υφεσιακή σε σχέση με το σημερινό επίπεδο. Ο μόνος τρόπος για την αποκατάσταση της ανάπτυξης, για την τόνωση επίσης του ιδιωτικού τομέα, για να επενδύσουμε χρήματα σε έναν νέο παραγωγικό τομέα, σε νέα προϊόντα, σε νέα σχέδια είναι ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, στις υποδομές, στην έρευνα και ανάπτυξη, σε τολμηρά έργα. Διότι συνήθως οι ιδιώτες επενδυτές είναι συντηρητικοί και δεν θα επένδυαν σε τολμηρά έργα.

Έτσι θα πρέπει να μπορούμε να ξεπεράσουμε τα παράλογα κριτήρια του Μάαστριχτ σχετικά με το έλλειμα, τις απαγορεύσεις μεταξύ ελλείμματος και ΑΕΠ και την αντίληψη ότι το δημόσιο χρέος είναι κάτι επιβλαβές, ακριβώς επειδή πιστεύουμε πως είναι αναγκαίο το δημόσιο χρέος ώστε να μπορούν να γίνουν επενδύσεις να αποκατασταθεί η ανάπτυξη και η ευημερία των ανθρώπων, των πολιτών. Όχι μόνο είναι αναγκαίο το δημόσιο χρέος αλλά θα πρέπει να επανακτήσουμε και να κρατήσουμε μακριά από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς τον καθορισμό των επιτοκίων επί του δημοσίου χρέους. Διαφορετικά η Ευρώπη και ειδικότερα η ΕΕ θα καταρρεύσει άτακτα.

Έτσι, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να ξεπεράσουμε τους παράλογους κανόνες του Μάαστριχτ όσον αφορά το έλλειμμα, τις απαγορεύσεις μεταξύ ελλείμματος και αύξησης του ΑΕΠ, την ιδέα ότι το δημόσιο χρέος είναι κάτι είναι κακό. Πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε το δημόσιο χρέος, προκειμένου να πραγματοποιήσουν επενδύσεις , προκειμένου να οδηγήσουμε τις χώρες στην αποκατάσταση της ανάπτυξης και βελτίωσης της ζωής για τους πολίτες.

Χρειαζόμαστε το δημόσιο χρέος, χρειάζεται να το αποκαταστήσουμε και να κρατήσουμε μακριά από τα χέρια των αγορών τον καθορισμό του επιτοκίου του δημόσιου χρέους. Εάν δεν το κάνουμε, η Ευρώπη και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταρρεύσει με έναν μη ελεγχόμενο τρόπο. Έτσι, το εναλλακτικό σχέδιο για την Ευρώπη είναι να αποκαταστήσουμε την κυριαρχία στον οικονομικό τομέα, στην πραγματική οικονομία και πρωτίστως και ειδικά στον νομισματικό τομέα. Αν δεν το καταφέρουμε, θα είναι μια καταστροφή για τους ευρωπαίους πολίτες και για την έννοια της ευρωπαϊκής συνεργασίας που είναι κάτι διαφορετικό από το έργο και τους στόχους που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

antapocrisis.gr: Τι θα αλλάξει στην Ιταλία, ανάλογα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του Συντάγματος;

Marco Zanni: Aυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ορόσημο για το μέλλον, όχι μόνο της Ιταλίας αλλά και της ΕΕ και της παγκόσμιας συνθήκης, γιατί όπως ίσως γνωρίζετε, οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται πολύ για το τι θα συμβεί στην Ιταλία μετά το δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Αν επικρατήσει το «όχι», εάν οι Ιταλοί πολίτες αρνηθούν τη συνταγματική πρόταση μεταρρύθμισης από τον Ρέντσι και το Δημοκρατικό Κόμμα, θα υπάρξει πραγματική και μεγάλη πρόκληση για το ευρωπαϊκό σχέδιο, για την κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ καταρρέει και το «όχι» στο ιταλικό δημοψήφισμα θα είναι το τελικό χτύπημα στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αν λοιπόν υπερισχύσει το «όχι», θα υπάρξει κυβερνητική κρίση στην Ιταλία, ίσως ο πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι αποσυρθεί και τότε υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια.

Το πρώτο είναι ένα διακρατικό κόμμα που θα οδηγήσει τη χώρα μέχρι την προγραμματισμένη ημερομηνία για τις εθνικές εκλογές το 2018 και, δεν ξέρω ποια θα μπορούσαν να είναι τα αποτελέσματα, αλλά μάλλον σε αυτά τα χρόνια, μεταξύ 2017-2018, αυτή η κυβέρνηση, θα εργαστεί πάνω σε έναν εκλογικό νόμο για να πάμε σε εκλογές το 2018. Το άλλο σενάριο θα μπορούσε να είναι νέες εκλογές, πρόωρες εκλογές το 2017 και πιθανόν, μη κατεστημένα κόμματα στην Ιταλία να ανέβουν στην εξουσία. Εάν συμβεί αυτό στην τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης και τώρα τρίτη και στην ΕΕ, θα είναι μια πολύ πολύ σημαντική και ισχυρή πρόκληση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και νομίζω ότι μετά από κάτι τέτοιο, στα επόμενα δύο χρόνια το σχέδιο της ΕΕ θα καταρρεύσει. Και δεν ξέρω αν θα γίνει με ένα ελεγχόμενο, συντεταγμένο τρόπο, αλλά αυτό θα είναι το τέλος του σχεδίου της ΕΕ. Έτσι, αν είμαστε σε θέση, όπως είπα στην ομιλία μου στο συνέδριο, να δημιουργήσουμε ένα διακρατικό μέτωπο, για να οικοδομήσουμε το πλαίσιο για ένα νέο ευρωπαϊκό σχέδιο που βασίζεται σε κυρίαρχα και εθνικά κράτη, σε πραγματική και ισότιμη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, θα είναι ένας καλύτερος τρόπος για να διαχειριστούμε την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα πολύ καλός τρόπος για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ευρώπη, της ανάπτυξης και της θετικής πορείας για τις Ευρωπαϊκές χώρες και τους Ευρωπαίους πολίτες.

antapocrisis.gr: Η Ιταλία και η Ελλάδα βρίσκονται στο επίκεντρο προσφυγικής κρίσης. Τι πιστεύετε για τη συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας;

Marco Zanni: Διαφώνησα ως μέλος και συντονιστής της ομάδας μου στην επιτροπή προϋπολογισμού, εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επισκέφτηκα την Τουρκία τον Φεβρουάριο του 2016 και πιστεύω ότι, καταρχάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καμία πρόθεση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των προσφύγων, επειδή η μετανάστευση είναι λειτουργική στο σχέδιο της ΕΕ και του ευρώ.

Εάν έχουμε πολλούς ανθρώπους χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα που κατευθύνονται μαζικά στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, τότε υπάρχει μια τεράστια πίεση στους μισθούς των χωρών αυτών και αυτό είναι απολύτως λειτουργικό για το ευρωπαϊκό σχέδιο. Δεν υπάρχει πρόθεση για την Ευρωπαϊκή Ένωση να αμφισβητήσει πραγματικά το πρόβλημα της μετανάστευσης. Σχετικά με τη συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και Τουρκίας, όσον αφορά τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Διότι, όταν δίνεις χρήματα σε έναν δικτάτορα, όπως είναι ο Ερντογάν, προκειμένου να κρατήσει τους ανθρώπους έξω από τα σύνορά σου, αυτό είναι κάτι πραγματικά ανήθικο. Αν θέλουμε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε την προσφυγική κρίση, θα πρέπει να αποκαταστήσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στις χώρες από όπου έρχονται αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί αν ζεις καλά στην πατρίδα σου, δεν χρειάζεται να μεταναστεύσεις για κάτι καλύτερο στην Ευρώπη ή σε άλλες χώρες. Έτσι, αν μπορούμε να επανεξετάσουμε την εξωτερική πολιτική, όχι μόνο της ΕΕ, αλλά και του ΝΑΤΟ, της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, σε τρίτες χώρες, θα είναι μια καλή αρχή, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη μετανάστευση.

Ένα άλλο πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε είναι οι εμπορικές ροές των όπλων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Μέσης Ανατολής, Βόρεια και Κεντρική Αφρική και ούτω καθεξής. Η Ιταλία είναι ένας από τους κύριους εξαγωγείς όπλων στις χώρες αυτές. Είναι σαφές ότι από τη στιγμή που χρηματοδοτείς τους πολέμους, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να φεύγουν συνεχώς προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ή προς ένα ασφαλές λιμάνι, όπως φαίνεται η Ευρώπη σε αυτές τις χώρες.

Αυτά είναι δυο μόνο από τα βήματα που θα μπορούσαν πραγματικά να βάλουν ένα τέλος στην μεταναστευτική κρίση. Η οικονομική βοήθεια προς την Τουρκία είναι 3 δις ευρώ σε ένα μόνο χρόνο, προκειμένου να κρατήσει τους πρόσφυγες εντός της επικράτειάς της. Δεν νομίζω ότι αυτή η συμφωνία θα λειτουργήσει επειδή υπάρχουν εντάσεις μεταξύ της κυβέρνησης της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με το τέλος θεώρησης διαβατηρίου και ούτω καθεξής, και νομίζω ότι είναι ενδεικτικό αυτό που δήλωσε ο Ερντογάν στην αντιπροσωπεία μας στην Τουρκία, ότι «εμείς απλά χρειαζόμαστε τα χρήματα, μην ανησυχείτε στην ΕΕ σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει τα χρήματά αυτά. Αν θέλετε να δώσετε τα χρήματα μόνο στις ΜΚΟ και όχι στην τουρκική κυβέρνηση, στη συνέχεια, θα βάλουμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες σε βάρκες και θα στείλουμε αυτούς τους ανθρώπους στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Ιταλία και ούτω καθεξής. Ο Ερντογάν και η Τουρκία εκβιάζουν την ΕΕ. Οι ευρωπαϊκές χώρες και η καγκελάριος της Γερμανίας, κυρία Μέρκελ, αποφάσισε να διαπραγματευτεί με έναν δικτάτορα, χωρίς καμία δημοκρατική εντολή στο όνομα των ευρωπαίων πολιτών και τα κακά αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής, οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας θα επηρεάσουν όχι μόνο τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία, χώρες στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κρίση των προσφύγων, δεν υπάρχει καμία πραγματική πρόθεση να θέσει ένα τέλος σε αυτή την κρίση, επειδή είναι λειτουργική για το έργο που έχουν αναλάβει και εκτελούν.


[1] Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) αντιπροσωπεύουν το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων στην ΕΕ. Ο ορισμός των ΜΜΕ είναι σημαντικός για την πρόσβαση σε προγράμματα χρηματοδότησης και στήριξης της ΕΕ που στοχεύουν ειδικά σε αυτές τις επιχειρήσεις.


Συζητάμε με τον Alexey Albu.

alexey albuΟ Alexey Albu είναι ηγετικό στέλεχος του Borotva. Πρώην μελος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας, ήταν παρών στην μεγάλη σφαγή που διοργάνωσαν οι νεοναζί στο δημαρχείο της Οδησσού, στις 2 Μαΐου 2014, που είχε σαν αποτέλεσμα δεκάδες πολίτες να σφαγιαστούν και να απανθρακωθούν από την πυρπόληση του δημαρχείου. Αρκετοί από τους καλύτερούς του φίλους σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα.

antapocrisis.gr: Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστήριξε και υποστηρίζει ανοιχτά μια ακροδεξιά, ναζιστική κυβέρνηση στην Ουκρανία. Πώς εξηγείς αυτή τη στήριξη;

Alexey Albu: Η κυβέρνηση της Ουκρανίας είναι μια ακροδεξιά και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που χρησιμοποιεί το πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι μόνο ένα μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής διαδικασίας, επειδή η Ουκρανία αποτελούσε μακροχρόνια ένα μέρος του οικονομικού συστήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Μέχρι το 2014, η Ουκρανία είχε μια πολύ ισχυρή οικονομική σχέση με την Ρωσική Ομοσπονδία. Είναι εξαιρετικά κρίσιμο για το καπιταλιστικό σύστημα, για τις ΗΠΑ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, να σπάσει αυτή τη συμμαχία μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης, διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει πια αν υπάρχει και ένα ισχυρό οικονομικό κέντρο από την πλευρά της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτή η υποστήριξη των αντι-Ρώσων και της εθνικιστικής κυβέρνησης της Ουκρανίας είναι ένα μέρος του αγώνα εναντίον της Ρωσίας. Αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Το κύριο πρόβλημα είναι το καπιταλιστικό σύστημα και ο τρόπος άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Η Ρωσική Ομοσπονδία λειτουργεί βέβαια επίσης μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα και γι’ αυτό υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να λυθούν τα οικονομικά μας προβλήματα στη Ρωσική Ομοσπονδία και στην Ουκρανία. Μόνο αλλάζοντας το καπιταλιστικό σύστημα με ένα σοσιαλιστικό, μόνο αν επιστρέψουμε στον σχεδιασμό της οικονομίας.

Εάν η Ουκρανία και η Ρωσική Ομοσπονδία εθνικοποιήσουν τον παραγωγικό τομέα τους, νομίζω ότι μπορούν να λύσουν κάποια οικονομικά προβλήματα χωρίς να «βλάψουν» την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους γείτονες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει την ακροδεξιά κυβέρνηση της Ουκρανίας για να αποτραβήξει την Ουκρανία από τη Ρωσική Ομοσπονδία.

antapocrisis.gr: Σήμερα ποία είναι η κατάσταση για το Κομμουνιστικό κόμμα, τις αριστερές οργανώσεις, τους ακτιβιστές και όσους αντιτίθενται στην κυβέρνηση της Ουκρανίας;

Alexey Albu: Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, επειδή δεν υπάρχει πολιτικό υποκείμενο που να μπορεί να αγωνιστεί εναντίον της κυβέρνησης. Όλες οι αριστερές οργανώσεις διαλύθηκαν το 2014 και 2015, όλοι οι ακτιβιστές των οργανώσεων αυτών συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ή άφησαν την Ουκρανία για να αποφύγουν τη φυλακή. Αν κάποιος προσπαθήσει να δημιουργήσει μια τέτοια οργάνωση σήμερα, η κυβέρνηση δεν κάνει τα πάντα για να εμποδίσει την ανάπτυξή της. Για παράδειγμα, αν κάποιος προσπαθήσει να οργανώσει μια διαδήλωση, ακόμη και αν αυτό είναι τυπικά νόμιμο, η ουκρανική κυβέρνηση χρησιμοποιεί παρακρατικές ομάδες ακροδεξιών για να σταματήσει αυτές τις ενέργειες. Τυπικά είναι νόμιμη η δημιουργία μιας οργάνωσης, αλλά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε λέξεις όπως «κομμουνισμός», «δικτατορία» ή τα σύμβολα του κομμουνισμού αφού υπάρχει μια ειδική νομοθεσία ενάντια στην «κομμουνιστική προπαγάνδα».

Για παράδειγμα, αν πουλάς ένα βιβλίο του Μαρξ ή του Λένιν, η κυβέρνηση θα σε φυλακίσει. Είναι πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί κάποια οργάνωση ή κόμμα με τέτοιες αναφορές. Στην Ουκρανία η πιο ισχυρή αριστερή οργάνωση ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας. Ήταν ένα κόμμα του κοινοβουλίου με χιλιάδες κόσμο οργανωμένο και πολλές οργανώσεις σε όλη τη χώρα. Υπήρχαν πολλοί κομμουνιστές που συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες και στο κίνημα «Αντι-Μαϊντάν». Όταν η νέα εξουσία δήλωσε πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι αυτονομιστές και παράνομοι, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με τη νέα εξουσία. Διακίνησαν ένα εσωτερικό έγγραφο στο Κόμμα κατά των αποσχιστικών τάσεων στο εσωτερικό του κομμουνισμού κόμματος της Ουκρανίας και σε αυτό το έγγραφο, δήλωναν ότι όλοι όσοι υποστήριζαν το κίνημα αντι-Μαϊντάν, θα πρέπει να αποχωρίσουν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας. Πολλοί ακτιβιστές, για παράδειγμα, ο Μπόρις Λιτβίνοφ που ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας και μέλος του Κοινοβουλίου, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες στη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντόνετσκ.

Ήταν, επίσης, ένας από τους γραμματείς της Επιτροπής του του Ντόνετσκ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας που η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας διέγραψε για να δείξει ότι όλα είναι εντάξει στο εσωτερικό του κόμματος, ότι δεν υπάρχουν αποσχιστικές τάσεις, ότι δεν είναι ενάντια στη νέα εξουσία και ότι θα συνεχίσουν να είναι ένα νόμιμο κόμμα που δρα μέσα στο νομικό πλαίσιο.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με όσους υποστήριζαν το Μαϊντάν, ψήφισε να οριστεί ως υπηρεσιακός πρόεδρος ο Τουρτσίνοφ, ένας δεξιός νεοφιλελεύθερος πολιτικός, μετά την αποπομπή του εκλεγμένου Γιανουκόβιτς και μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ουσιαστικά το Κομμουνιστικό Κόμμα νομιμοποίησε ότι συνέβη τον Φεβρουάριο του 2014, νομιμοποίησε το πραξικόπημα. Θα έπρεπε να δηλώσουν πως «αυτό είναι παράνομο, πως δεν συμμετέχουν σε ένα ακροδεξιό και φασιστικό κοινοβούλιο, αλλά δεν το έκαναν. Νόμιζαν ότι μπορούν να κάνουν κάποια συμφωνία με τη νέα εξουσία και ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας θα μετέχει με το 3% στο κοινοβούλιο. Οι φασίστες χρησιμοποίησαν τους ηγέτες του κομμουνιστικού κόμματος, αφού ψήφισαν για τον Τουρτσίνοφ, δεν υποστήριξαν την εξέγερση στην Νοτιοανατολική Ουκρανία, διέγραψαν εκατοντάδες μέλη τους και δεν υποστήριξαν την Λαϊκή Δημοκρατία. Επιπλέον, όταν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος θέλησαν και πάλι να είναι βουλευτές, η νέα εξουσία έκανε τα πάντα για να το απαγορεύσει.

antapocrisis.gr: Σήμερα ζεις στο Ντονμπάς;

Alexey Albu: Zούσα στην Οδησσό από τη γέννησή μου. Στις 2 Μαΐου του 2014 ήμουν μέσα στο Κτίριο Των Συνδικάτων στην Οδησσό όπου οι φασίστες του Δεξιού Τομέα έκαψαν ζωντανούς δεκάδες ανθρώπους αλλά ήμουν τυχερός γι’ αυτό είμαι ζωντανός. Πολλοί από τους φίλους μου και τους συντρόφους σκοτώθηκαν εκεί και λίγες μέρες αργότερα, μετά από αυτή τη σφαγή, πήγα στην Κριμαία και στη συνέχεια πήγα στο Ντονμπάς. Έζησα στην Κριμαία περίπου δέκα μήνες, στη συνέχεια πήγα στο Ντονμπάς και σήμερα ζω στη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ.[1]

antapocrisis.gr: Ποια είναι η σημερινή κατάσταση εκεί;

Alexey Albu: Η κατάσταση είναι καλύτερη από τον Φεβρουάριο του 2014 ή από το 2015. Τώρα υπάρχει εξουσία, δεν είναι άναρχη η κατάσταση, ενώ προηγουμένως υπήρχαν πολλές διαφορετικές ομάδες οι οποίες δεν πάλευαν μόνο ενάντια στους φασίστες αλλά και μεταξύ τους. Τώρα έχουν δημιουργηθεί κρατικά ιδρύματα, πολλοί άνθρωποι έχουν μισθούς, οι ηλικιωμένοι έχουν σύνταξη. Άρχισαν να λειτουργούν πολλοί κρατικοί οργανισμοί.

Το κράτος έχει έναν προϋπολογισμό από την οικονομική βοήθεια, από τη βιομηχανία, τα εργοστάσια, συνδρομές απλών ανθρώπων αλλά και τη Ρωσική Ομοσπονδία που βοηθάει πολύ. Τώρα, μέσα στη Δημοκρατία δεν υπάρχει πόλεμος, ο πόλεμος είναι στην συνοριακή γραμμή και τα σύνορα όπου όλη την ώρα βομβαρδίζονται από την ουκρανική πλευρά με κάποιες περιόδους ανακωχής. Ο υπολογισμός του πληθυσμού είναι δύσκολος, επειδή πολλοί άνθρωποι έφυγαν και άλλοι ήρθαν, αλλά τώρα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ ζουν περίπου 500.000 άνθρωποι ή λίγο περισσότεροι. Στο Ντονέτσκ, ο πληθυσμός είναι 1.000.000 άτομα. Αλλά ίσως τώρα να είναι 500.000 λόγω των μετακινήσεων. Το κράτος μας δεν αναγνωρίζεται από τους άλλους, εκτός από τη Βόρεια Οσσετία, αλλά οι άνθρωποι του Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ θέλουν να αναγνωριστεί επίσημα ως κράτος από άλλες χώρες.


[1] Η Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ είναι κράτος, που κήρυξε την ανεξαρτησία του από την Ουκρανία στις 27 Απριλίου 2014 και αποτελεί ομόσπονδο τμήμα της αυτοαποκαλούμενης Ομοσπονδιακής Πολιτείας της Νέας Ρωσίας. Η ανακήρυξη πραγματοποιήθηκε στις 27 Απριλίου 2014 και επισημοποιήθηκε με το δημοψήφισμα που έγινε στις 11 Μαίου 2014. Το 89,07% ψήφισε υπέρ της αυτοδιάθεσης, το 10,19% ψήφισε κατά και το 0.74% λευκό.


Συζητάμε με τον Pedro Montes.

Pedro MontesΟ Pedro Montes είναι Ισπανός οικονομολόγος. Εργαζόταν στο Κέντρο Ερευνών της Τράπεζας της Ισπανίας. Συμμετέχει στους Podemos και είναι υπέρμαχος της εξόδου της Ισπανίας από την ευρωζώνη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της κίνησης Socialismo 21.

antapocrisis.gr: Θεωρείτε ότι υπήρχε εναλλακτική πορεία σχετικά με το δημοψήφισμα της 5 Ιουλίου στην Ελλάδα; Ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να έχει ακολουθήσει εναλλακτικό σχέδιο;

Pedro Montes: Η απάντηση που έχω σε αυτό είναι ότι οι ηγέτες τoυ ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν συνεπείς, εφ’ όσον από την αρχή που αντιμετώπισαν την Τρόικα, την ΕΕ και την κομισιόν δεν είχαν προετοιμάσει εναλλακτικό σχέδιο. Όταν κάποιος θεωρεί ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τόσο ισχυρές δυνάμεις όπως την Τρόικα, και η διαπραγμάτευση αυτή σκληραίνει, πρέπει να έχει εναλλακτική πρόταση. Και η βασική κατηγορία που μπορώ να απευθύνω στο ΣΥΡΙΖΑ και τις ευθύνες που του αναλογούσαν είναι η μη προετοιμασία εναλλακτικής πρότασης. Ακόμα χειρότερα, όταν στο δημοψήφισμα τέθηκε το ζήτημα του νομίσματος και φάνηκε ο δισταγμός των ηγετών που τελικά οδήγησε σε νέες σχέσεις με την ΕΕ, αυτό αποτέλεσε μεγάλη απογοήτευση για τις αριστερές δυνάμεις της Ευρώπης οι οποίες αντιμετώπιζαν με συμπάθεια το ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, και ταυτόχρονα ήταν κοντά στην θέσεις ρήξης με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Και αυτό μου φαίνεται το μεγαλύτερο λάθος που πραγματοποίησαν οι ηγέτες. Ποια ήταν η εναλλακτική; Είναι προφανές ότι αν στόχος είναι η ευθεία αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προετοιμασία ενός σχεδίου με εξέλιξη την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είναι απαραίτητη, αλλά μια έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ σημαίνει, ταυτόχρονα, την πρόβλεψη για δικό της νόμισμα. Με ξεκίνημα ένα νέο νόμισμα θα μπορούσε η Ελλάδα ν’ ασκήσει πολιτική πολύ διαφορετική από αυτή στην οποία έπρεπε να υποταχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, και το νόμισμα είναι απαραίτητη συνθήκη για άλλου τύπου πολιτική. Αυτή είναι η πιο αυστηρή μου κριτική προς αυτά που συνέβησαν με το ΣΥΡΙΖΑ . Στην πραγματικότητα, υπήρχε τόση υποστήριξη και συμπάθεια από κόσμο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου όταν συνέβησαν τα γεγονότα αυτά προσπάθησε να τα κατανοήσει και να τα εξηγήσει. Μπορούμε όμως να πούμε σε κάθε περίπτωση ότι ο πολιτικός ρόλος που έπαιξε δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός· ήταν μάλιστα και κάπως λυπηρός, διότι οδήγησε τις υπόλοιπες χώρες στο να σκέφτονται ότι αυτό το οποίο συνέβη στο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμβεί και σ εμάς.

antapocrisis.gr: Νομίζετε ότι αν οι Podemos ήταν κυβέρνηση της Ισπανίας θα είχαν ακολουθήσει ή θα ακολουθούσαν την ίδια πολιτική με το ΣΥΡΙΖΑ;

Pedro Montes: Άκου, το να πούμε ότι οι Podemos θα ακολουθούσαν την ίδια πολιτική με το ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν σαν να τους καταδικάζουμε χωρίς να έχουν ακόμα εγκληματήσει, διότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε με τι δυνάμεις ή με ποιά συμμαχία θα οδηγούνταν οι Podemos στην κυβέρνηση, και συνεπώς θα κάναμε μια εκτίμηση κάπως αβάσιμη αν λέγαμε ότι θα έκαναν το ίδιο με το ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογική αδυναμία του Podemos σχετικά με το ευρωπαϊκό θέμα είναι πολύ κοντά σε αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί θέλουν, και προφανώς ο κόσμος της Αριστεράς θέλει άλλου τύπου πολιτική, καλύτερο σύστημα υγείας, καλύτερα παιδεία, μεγαλύτερη φροντίδα στις μειονότητες, όλα αυτά τα οποία διαχρονικά αποζητά μια αριστερή δύναμη. Δεν φτάνει όμως απλά να τα θέλουν, αλλά είναι απαραίτητη η πάλη ενάντια στις πολιτικές οι οποίες τα εμποδίζουν και η ύπαρξη εναλλακτικού σχεδίου. Δεν μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε εξ’ αρχής ότι οι Podemos θα ακολουθήσουν την ίδια πολιτική με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπάρχει ο φόβος ότι δεν θα κάνουν κάτι ιδιαίτερα διαφορετικό, διότι οι Podemos δεν έχουν ξεκάθαρη θέση για τα ευρωπαϊκά θέματα. Ξέρουν αυτή τους την αδυναμία, αλλά επιπλέον θα ήταν απαραίτητο να έχουν κάποια συμφωνία μεταξύ τους πριν αποφασίσουν για κάποιο ποιο ριζοσπαστικό σχέδιο. Δεν θεωρώ ότι οι Podemos είναι ενιαίοι και προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο πεδίο, όπως άλλωστε συνέβη και στο ΣΥΡΙΖΑ. Διότι όταν μπαίνεις στο πεδίο της μάχης πρέπει να έχεις σχέδιο, να ξέρεις ότι μπορεί να σου επιτεθούν, να οδηγηθείς σε μονοπάτια που δεν έχεις ακριβώς προβλέψει, αλλά χρειάζεσαι σίγουρα εκ των προτέρων μια στρατηγική την οποία θα ακολουθήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έκανε και ούτε οι Podemos φαίνεται να το κάνουν. Τα προηγούμενα χρόνια οι Podemos είχαν καλύτερα ποσοστά και μεγαλύτερες πιθανότητες εκλογής, αλλά σήμερα η πολιτική κατάσταση στην Ισπανία είναι αρκετά δύσκολη. Συνεπώς αν οι Podemos συμμετείχαν σήμερα σε κάποια κυβέρνηση θα ήταν με μικρότερη δύναμη και συνεπώς μικρότερη δυνατότητα αντιπαράθεσης (με τις κυρίαρχες δυνάμεις).


Συζητάμε με την Inge Höger.

IngeΗ Inge Höger είναι Γερμανίδα βουλεύτρια από το 2006, μέλος του Die Linke. Τάσσεται εναντίον της ευρωζώνης ασκώντας έντονη κριτική στην στάση της Γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στο ελληνικό ζήτημα.

antapocrisis.gr:  Πως εξηγείτε την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία το τελευταίο διάστημα;

Inge Höger: Ο Γερμανικός λαός αισθάνεται όλο και λιγότερο ικανοποιημένος τόσο λόγω της πολιτικής των κυρίαρχων κομμάτων όσο και της ΕΕ, με τις συνθήκες απελευθέρωσης του εμπορίου, TTIP και CETA, με τα προβλήματα του γερμανικού λαού όπως η αυξημένη ανεργία, η φτώχεια. ‘Ισως όχι σε τέτοιο βαθμό όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στις χώρες του νότου για παράδειγμα, υπάρχει όμως ένας μεγάλο κομμάτι που αμείβεται με κατώτατο μισθό, 20% του πληθυσμού της Γερμανίας βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, υπάρχει παιδική φτώχεια. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία καταφέρνει να εκμεταλλευτεί αυτό το αίσθημα μη ικανοποίησης προς όφελός της, να παρουσιασθεί ως κόμμα διαμαρτυρίας και να πείσει με το σύνθημα «Ψηφίστε μας και εμείς θα διαμαρτυρηθούμε για σας στην κυβέρνησης».

antapocrisis.gr:  Γιατί όμως το κομμάτι αυτό του κόσμου δεν κινήθηκε αριστερά;

Inge Höger: Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι η Αριστερά (το κόμμα die Linke) δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να κεφαλαιοποιήσει τις αντιδράσεις. Δεν είναι όλος ο κόσμος ακροδεξιοί, φυσικά και υπάρχουν εθνικιστικού τύπου αντιδράσεις και αυτούς τους ανθρώπους δεν πρόκειται να τους κερδίσουμε. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε καταφέρει να πούμε ότι εμείς είμαστε η απάντηση στα κοινωνικά ερωτήματα, ότι παλεύουμε για κοινωνική δικαιοσύνη, για την υπεράσπιση του λαού. Εν μέρει γινόμαστε αντιληπτοί ως κομμάτι τους συστήματος, ως κομμάτι των καθεστωτικών κομμάτων. Είναι όμως δική μας δουλειά το να πείσουμε ότι εμείς είμαστε η αριστερά που παλεύει για κοινωνική δικαιοσύνη.

Στην αριστερά και στο κόμμα Die Linke υπάρχουν διαφορετικές τάσεις και ένα κομμάτι της, κυρίως αυτό που βρίσκεται στα ανατολικογερμανικά κρατίδια, πιστεύει ιδιαίτερα ότι η όποια αλλαγή θα έρθει μέσα από τη συμμετοχή σε τοπικές κυβερνήσεις. Θέλουν εκ πρώτης να συγκυβερνήσουν και δεν βάζουν μπροστά τα κοινωνικά ερωτήματα. Σ’ αυτά ακριβώς τα κρατίδια, ενώ λάβαν μέρος στις κυβερνήσεις, δεν φέραν καμία αλλαγή για το λαό αλλά αντίθετα συμμετείχαν στην κοινωνική αποδόμηση, στο Βερολίνο για παράδειγμα και στο Μεκλεμβούργο- Δυτική Πομερανία. Εκεί χάθηκαν μαζικά ψηφοφόροι.

antapocrisis.gr:  Σχολιάζοντας τη γενικότερη πολιτική κατάσταση, ποια τακτική πιστεύετε ότι θα πρέπει να ακολουθήσει η Αριστερά (το κόμμα), εν όψει και των βουλευτικών εκλογών το υεπόμενου έτους;

Inge Höger: H τακτική της Αριστεράς για το επόμενο διάστημα βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση όμως πιστεύω ότι ακριβώς εξ’ αιτίας αυτής της εμπειρίας, το ότι χάσαμε μαζικά κόσμο, όχι ότι δεν έχουμε κερδίσει κανένα σε άλλα κρατίδια αλλά παρ’ όλα αυτά, κοιτώντας το πρόβλημα στη βάση, αυτό που πρέπει να αλλάξουμε είναι να σταματήσουμε να γινόμαστε αντιληπτοί ως κομμάτι του συστήματος αλλά να τοποθετήσουμε αρχικά ξεκάθαρα τον εαυτό μας στην αντιπολίτευση. Η αλλαγή ξεκινάει με το να αντιπολιτευτείς και αν θέλουμε να πετύχουμε θα πρέπει να σταθούμε απέναντι στους Χριστιανοδημοκράτες, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, που είναι όλοι τους υπαίτιοι για την κοινωνική αποδόμηση των τελευταίων. Είναι πολύ σημαντικό να το κάνουμε ξεκάθαρο στον κόσμο ότι είμαστε το μοναδικό κόμμα που παλεύει για την κοινωνική δικαιοσύνη και ότι δεν μας ενδιαφέρει μόνο το να βρισκόμαστε στην εξουσία.

Ως Αριστερά χρειαζόμαστε μια ξεκάθαρη στρατηγική κατά την οποία θα παρουσιαστούμε στον κόσμο ως κόμμα της αντιπολίτευσης, ως αντικαπιταλιστικό κόμμα, υπέρ της αλλαγής για τον λαό, ανεξάρτητο και χωρίς δεσμούς με το σύστημα, υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Μεταφράσεις: Ξένια Πηρούνια, Μαλβίνα Ανδρώνη, Νάσια Πλιακογιάννη

Σκέψεις σε ζητήματα στρατηγικής

Θα ήθελα πρωτ’απόλα να χαιρετήσω την πρωτοβουλία των συντρόφων του Κόκκινου Δικτύου και του RProject να οργανώσουν αυτό το 3ημερο. Χρειαζόταν πράγματι μια διεθνής συνάντηση για να συζητηθούν σε μεγαλύτερο βάθος τα διδάγματα από την ελληνική εμπειρία των τελευταίων ετών. Οσοι ζήσαμε ως συμμετέχοντες αυτά τα γεγονότα και, ακόμη περισσότερο, ας μου επιτραπεί εδώ μια πιο προσωπική αναφορά, όσοι ανήκουμε στον Ελληνισμό της Διασποράς, έχουμε συνείδηση ότι η σημασία και ο αντίκτυπός τους εκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της μικρής μας χώρας.

Από την αρχή της κρίσης και μέχρι το καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά από την πτώση της δικτατορίας στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής. Για εκατομύρια ανθρώπους, οι εικόνες των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων, και, κατόπιν, η ορμητική άνοδος ενός μέχρι πρότινος μικρού σχηματισμού της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την κατέστησαν συνώνυμο ελπίδας. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 φάνηκε να υλοποιεί μια πρωτοφανή για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης δυνατότητα. Στα ερείπια ενός χρεοκοπημένου παραδοσιακού πολιτικού κόσμου και στη δίνη της μεγαλύτερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που γνώρισε δυτικοευρωπαϊκή χώρα από τη δεκαετία του 1930, μια αριστερή δύναμη, προερχόμενη από την μήτρα του κομμουνιστικού κινήματος, κατάφερε να κατακτήσει αυτόνομα την κυβερνητική εξουσία με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ρήξης με τις πολιτικής λιτότητας και την κηδεμονία της Τρόϊκας.Η δυνατότητα αυτή ήταν ευθύς εξ’αρχής ασταθής, γεμάτη εσωτερικές αντιφάσεις, εν μέρει διαβρωμένη από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στο διάστημα που προηγήθηκε της ανόδου του στην κυβερνητική εξουσία. Οσοι είμαστε εντός του κόμματος, και ειδικότερα στην αριστερή του τάση, το ξέραμε αυτό από την αρχή. Παρ’όλα αυτά η δυνατότητα υπήρξε. Είναι κάτι που πρέπει να τονιστεί γιατί σήμερα, στην περίοδο αντίδρασης και ήττας που διανύουμε, το κυρίαρχο αφήγημα στοχεύει να καταστήσει ακατανόητη την προηγούμενη φάση, να την παρουσιάσει ως παθολογική, να γελοιοποιήσει όσους από τους πρωταγωνιστές της αρνήθηκαν την τελική παράδοση. Βασική επιδίωξη είναι να σβηστούν από τη συλλογική μνήμη τα γεγονότα αυτής της περιόδου, και πρωτ’ απ’ όλα το μεγάλο ΟΧΙ του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, που αποτελεί και την κορυφαία στιγμή αυτής της ιστορικής δυνατότητας. Κορυφαία αλλά και ταυτόχρονα ύστατη διότι μόλις μια βδομάδα μετά ακολούθησε η ατιμωτική συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που τον στήριξε.

Ο Βρετανός ιστορικός Πέρυ Αντερσον συνέκρινε αυτήν την συνθηκολόγηση με εκείνη του Αύγουστου του 1914, όταν όλα σχεδόν τα κόμματα του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος συναίνεσαν στον ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο και προσχώρησαν σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας. Ισως να είναι υπερβολική αυτή η σύγκριση. Το σίγουρο είναι όμως ότι αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα ορίζει το μεγαλύτερο τραύμα της ευρωπαϊκής και ίσως της διεθνούς Αριστεράς των τελευταίων δεκαετιών. Από συνώνυμο ελπίδας οι λέξεις «ΣΥΡΙΖΑ» και «Τσίπρας» έχουν γίνει κάτι το ακατανόμαστο, κάτι που πρέπει να κρυφτεί κάτω από το χαλί, ακόμη και απόαπό όσους επιμένουν να τους βρίσκουν δικαιολογίες και ελαφρυντικά. Οι Ισπανοί σύντροφοι των Αντικαπιταλίστας μπορούν να το επιβεβαιώσουν από τη δική εμπειρία.

Για να ξεπεραστεί αυτό το τραύμα ένας μόνος τρόπος υπάρχει: να ανοίξει μια συζήτηση σε βάθος για τα αίτια της συντριβής έτσι ώστε να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα και να αντικρουστεί με αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα το κυρίαρχο αφήγημα. Μια τέτοια συζήτηση αποτελεί φυσικά καθήκον των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς στην Ελλάδα. Αλλά όχι μόνο. Αφορά όλους τους αγωνιστές του που μοιράστηκαν την ελπίδα και που έχουν συνείδηση ότι η ελληνική εμπειρία τους αφορά άμεσα, και όχι μόνο για λόγους διεθνιστικής αλληλεγγύης, όσο αναγκαία και πολύτιμη κι αν είναι αυτή. Για να το πω διαφορετικά, όποια πολιτική δύναμη διακηρύσσει σήμερα ότι θέλει να ανατρέψει τις πολιτικές κοινωνικής διάλυσης και εντεινόμενου αυταρχισμού και δεν εξηγεί γιατί και πως δεν θα έχει την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα στερείται οποιασδήποτε αξιοπιστίας και θα έλεγα οποιασδήποτε σοβαρότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μοιάζει ρεαλιστική η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η ίδια η ύπαρξη μιας Αριστεράς άξιας αυτού του όρου εξαρτάται σε σημαντικό, ίσως σε αποφασιστικό βαθμό από την έκβαση αυτής της συζήτησης.

Από την πλευρά μου θα ήθελα διατυπώσω ως προσπάθεια συμβολής ορισμένες σκέψεις πάνω σε τρία σημεία:

Την χρεοκοπία του αριστερού ευρωπαϊσμού ως καθοριστική αιτία για την αποτυχία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ και τις συνέπειες που επιφέρει στον τρόπο που σκεφτόμαστε τη σχέση μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού και διεθνούς επιπέδου για την αντικαπιταλιστική στρατηγική.

Τα θέματα της αριστερής κυβέρνησης και τουμεταβατικού προγράμματος στο φως της εγχειρήματος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Και τέλος τις συνέπειες όλων αυτών σε ότι αφορά τη «μορφή κόμμα» επικεντρώνοντας σε ένα σημείο. Σε ποιό βαθμό μπορούμε να πούμε ότι απέτυχαν τα «πλατιά κόμματα» τύπου ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότεραποιοί είναι οι λόγοι της αποτυχίας του εγχειρήματοςτης εντός ΣΥΡΙΖΑ Αριστερής Πλατφόρμας;

Η χρεοκοπία του αριστερού ευρωπαϊσμού

Αρχίζω από το θέμα του αριστερού ευρωπαϊσμού. Τι εννοώ με αυτόν τον όρο; Ο αριστερός ευρωπαϊσμός ήταν και παραμένει η κυρίαρχη στρατηγική της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη και βασίζεται στην ιδέα ότι είναι αδύνατη μια ρήξη, ή τουλάχιστον μια ποιοτική μεταστροφή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών προς όφελος της εργασίας χωρίς μονομερείς ρήξεις με το πλαίσιο της ευρωζώνης και της ΕΕ. Στη θετική του εκδοχή, ο αριστερός ευρωπαϊσμός υποστηρίζειότι, ξεκινώντας από μια συγκεκριμένη χώρα, ένα τέτοιο εγχείρημα οδηγεί σε μια σταδιακή μεταστροφή του συσχετισμού δύναμης, την οποία υποβοηθεί η κρίση των ακολουθούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και οι αντιθέσεις που αυτές δημιουργούν στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε τελευταία ανάλυση το σκεπτικό προϋποθέτει τη δυνατότητα μεταρρύθμισης σε προοδευτική κατεύθυνση της ΕΕ. Στην αρνητική του εκδοχή εκδοχή, ο αριστερός ευρωπαϊσμός θεωρεί ότι οι μονομερείς ρήξεις, όπως η έξοδος από το ευρώ, οδηγούν σε εθνικές αναδιπλώσεις, που υποθάλπουν εθνικιστικά αντανακλαστικά και δημιουργούν ανυπέρβλητα προβλήματα στην χώρα που θα το αποτολμούσε και ειδικότερα στις εργαζόμενες τάξεις αυτής της χώρας.

Υπάρχει όμως και μια παραλλαγή του αριστερού ευρωπαϊσμού, που δεν παρουσιάζεται ως τέτοια στο βαθμό που θέλει ή μάλλον ήθελε να εμφανίζεται από ριζοσπαστική έως και επαναστατική. Η λογική της παρουσιάζεται ως κινηματική και το λεξιλόγιό της ταξικό. Η ουσία της θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής : το πρόβλημα δεν είναι η ΕΕ και ακόμη περισσότερο το ευρώ. Η σύγκρουση είναι καθαρά ταξική και πρέπει να απαντηθεί πρωτίστως σ’αυτό το έδαφος, τόσο εσωτερικά, με μέτρα υπέρ του κόσμου της εργασίας, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με όρους ανάπτυξης διεθνούς κινήματος.

Η σημασία της ελληνικής εμπειρίας έγκειται στο ότι όλες αυτές οι εκδοχές ευρωπαϊσμού τέθηκαν σε δοκιμασία με πραγματικούς όρους και όχι απλά θεωρητικά. Δοκιμάστηκαν και αποδείχθηκαν λαθεμένες στον πυρήνα τους και καταστροφικές στις συνέπειές τους. Η εξάμηνη εμπειρία της δήθεν «διαπραγμάτευσης», στην ουσία του ασύμετρου οικονομικού πολέμου που κύρηξαν οι θεσμοί της ΕΕ εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης, έδειξαν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ανεχθούν οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής από τις πολιτικές λιτότητας και άγριας εσωτερικής υποτίμησης. Εδειξαν επίσης ποιό είναι το αποτελεσματικότερο όπλο που διαθέτουν, και δεν είναι άλλο από το νόμισμα. Η απόφαση με την οποία η ΕΚΤ υποδέχθηκε το σχηματισμό αριστερής κυβέρνησης στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015, ήταν καταλυτικής σημασίας για την πορεία των εξελίξεων. Το πρώτο της – και καθοριστικό όπως αποδείχθηκε – αποτέλεσμα ήταν η ονομαζόμενη συμφωνία του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, που αποτέλεσε στην ουσία την πρώτη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που προανήγγειλε την δεύτερη και τελειωτική.

Ολα αυτά έδειξαν κάτι που ήταν απολύτως προφανές σε όσους, ανεξαρτήτως τοποθέτησης, είχαν μελετήσει με κάποια σοβαρότητα τη δομή της ΕΕ και της ευρωζώνης. Αυτοίείχαν συνείδηση ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει σχεδιασθεί ακριβώς για να καταστήσει αδύνατη οποιαδήποτε πρωτοβουλία εθνικής κυβέρνησης αποτολμήσει να έρθει σε ρήξη με τον συνταγματοποιημένο νεοφιλευθερισμό των ευρωπαϊκών συνθηκών και των πρόσφατων συμφώνων, που αυστηροποιούν ακόμη περισσότερο τους όρους της εφαρμογής τους. Η ιδέα μια «μεταρρυθμίσιμης» ΕΕ, τη στιγμή που για να αλλάξει ένα κόμμα από τος συνθήκες και τα σύμφωνα απαιτείται ομωφονία των κρατών-μελών, και δεν μιλάω καν για την εκτός κάθε πολιτικού ελέγχουν ΕΚΤ, είναι απλά κωμική. Η ΕΕ αποτελεί το «σιδερένιο κλουβί» του νεοφειλελευθερισμού ακριβώς γιατί μεταθέτει το πλαίσιο άσκησης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε ένα επίπεδο που ξεφεύγει από κάθε πολιτικό έλεγχο, έστω και αυτόν τον περιορισμένο που μπορούν να ασκήσουν αντιπροσωπευτικοί θεσμοί βασισμένοι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Η εμπειρία του πρώτου εξαμήνου έδειξε επίσης της αφλογιστία της ριζοσπαστικής εκδοχής του ευρωπαϊσμού, που στην ουσία αποσκοπεί στο να παρακάμψει το σκόπελο μεταθέτοντας τα επίδικα σε ένα φαντασιακό επίπεδο όπου υπάρχουν μόνο καθαρές ταξικές συγκρούσεις. Και τούτο γιατί παραγνωρίζει ότι τα Μνημόνια δεν αποτελούν μια συνηθισμένη ταξική νεοφιλελεύθερη πολιτική αλλά ένα καθεστώς που επιβάλλει μόνιμη επιτροπεία και σχέσεις εξάρτησης μεταξύ μιας χώρας, δηλαδή του εθνικού της κράτους και της βασικής οικονομικής της λειτουργίας, και των δανειστών της. Παραβλέπει την σημασία της κατάλυσηςβασικών όψεων της κυριαρχίας του εθνικού κράτουςαπό τους μνημονιακούς μηχανισμούς και το ρόλο του χρέους ως μηχανισμού στυγνής πολιτικής και οικομομικής επιβολής. Η εδραίωση του μνημονιακού καθεστώτος καταδεικνύει ότι, για μια ακόμη φορά, όταν η ελληνική αστική τάξη αισθάνεται να κλονίζεται, αναζητά την σωτηρία της στη στήριξη των κυρίαρχων τάξεων της Δύσης, ακόμη κι αν αυτή μεταφράζεται σε δραματική υποβάθμιση της θέσης της χώρας στο διεθνές σύστημα και σε εξευτελισμό της κυριαρχίας του εθνικού της κράτους.

Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι η ανατροπή των μνημονίων και η απελευθέρωση από τα δεσμά του χρέους δεν αποτελούν ταξικές επιλογές. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτές οι επιλογές που ορίζουν τα κεντρικά επίδικα της ταξικής αναμέτρησης στην συγκεκριμένη συγκυρία. Και δεν σημαίνει βεβαίως ότι η λαϊκή κινητοποίηση δεν αποτελεί καθοριστικής σημασίας παράγοντα. Αλλά για να γίνουν πραγματικότητα αυτά δεν αρκεί η ταξική καθαρότητα επιμέρους στόχων ή του λόγου που τους εκφέρει. Προϋπόθεση ενός τέτοιου σχεδίου είναι μια γενικότερη επιλογή σύγκρουσης με την ΕΕ και την εγχώρια ολιγαρχία. Σ’αυτή τη σύγκρουση δεν μπορεί να διαχωριστεί το εσωτερικό από το εξωτερικό μέτωπο, στα βαθμό που το μνημονιακό καθεστώς έχει πλέον απολύτως «εσωτερικευθεί» και μετατραπείσε βασικό πυλώνα των σχέσεων κυριαρχίας τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ των εθνικού σχηματισμού και των κυριάρχων τάξεων της ΕΕ.

Οι κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν αυθόρμητα τον Φεβρουάριο του 2015, όταν το κλίμα ήταν ακόμη συγκρουσιακό, και που διεκόψε απότομα η πρώτη συνθηκολόγηση της 20ης Φεβρουαρίου, έδειξαν ότι η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα σε συνθήκες αριστερής κυβέρνησης προϋποθέτει ότι την υιοθέτησημιας συγκρουσιακής γραμμής από τη ίδια την κυβέρνηση. Αυτό έδειξε σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακατολαϊκό κύμα που πυροδότησε η αναγγελία του δημοψηφίσματος και οδήγησε στο θρίαμβο του ΟΧΙ. Αυτή η νίκη, ακόμη κι αν προδόθηκε πάραυτα, αποτελεί αναμφίβολα την καλύτερη επιβεβαίωση της δυναμικής από τα κάτω που μπορεί να απελευθερώσει μια αριστερή κυβέρνηση όταν δείχνει διατεθειμένη να συγκρουστεί με την Ιερή Συμμαχία όλων των κυρίαρχων δυνάμεων εντός και εκτός της χώρας. Και φυσικά αυτόςείναι και ο μοναδικός δρόμοςγια την διεθνή επέκταση της ανατρεπτικής δυναμικής.

Η μνημονιακή υποταγή της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ολοκάθαρα ότι η παραμονή στης ευρωζώνη δεν έχει να κάνει οτιδήποτε με τον διεθνισμό, ή τουλάχιστον με τον δικό μας διεθνισμό, διότι υπάρχει βεβαίως ο διεθνισμός του κεφαλαίου, ασύγκριτα πιο ανεπτυμένος και εδραιωμένος από τον δικό μας.

Πρέπει επίσης να μπει φραγμός στην καταστροφική λογική σύμφωνα με την οποία τίποτε δεν γίνεται αν δεν ξεσηκωθούν περίπου ταυτόχρονα οι λαοί ή οι εργαζόμενες τάξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οταν δεν αποτελεί απλή δικαιολογία για την συνθηκολόγηση του Τσίπρα στο όνομα του «Δεν υπήρχε εναλλακτική», πρόκειται για μια πλήρη αντιστροφή της διεθνιστικής λογικής. Αυτό που χρειαζόταν και χρειάζεται και σήμερα, από τηνσκοπιά του διεθνισμού των υποτελών τάξεων, είναι να αναλάβει μια αριστερή κυβέρνηση την ευθύνη ενός Grexit έτσι ώστε να διεξαχθεί ως Lexit, ενταγμένο σε μια προοπτική ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αυτή είναι η κίνηση που μπορεί να απελευθερώσειμια απρόβλεπτων διαστάσεων δυναμική σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, και να ανοίξει τον δρόμο σε ντόμινο ανατροπών.

Ενα τελευταίο συμπερασματικό σημείο πάνω στο θέμα της Ευρώπης: ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε μια κυβέρνηση που προσπάθησε αρχικά να τηρήσει την λαϊκή εντολή ρήξης με τις πολιτικές λιτότητας υπήρξε αποκαλυπτικός για την φύση της ΕΕ όχι μόνο στα μάτια της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Με αυτήν την έννοια συνέβαλλε σε μια συντελούμενη εδώ και καιρό διαδικασία αποστασιοποίησης και απόρριψης της ΕΕ από ολόενα και ευρύτερα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οπως έδειξε και το Brexit, αυτή η διαδικασία οδηγεί σε τεκτονικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή πολιτική. Το ερώτημα που τίθεται είναι τι είδους πολιτικό πρόταγμα θα ηγεμονεύει σ’αυτή τη διαδικασία. Και εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι η τρέχουσα συγκυρία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Σ’αυτήν την κούρσα, όπως και πάλι δείχνει το Brexit, η ρατσιστική και εθνικιστική Δεξιά προπορεύεται αισθητά, βοηθούμενη από την έκδηλη πλέον ανυποληψία και ανημπόρια του αριστερού ευρωπαϊσμού οποιασδήποτε απόχρωσης. Η άρθρωση μιας αριστερής πρότασης ρήξης με την ΕΕ και τους μηχανισμούς της, καρδιά των οποίων είναι το ενιαίο νόμισμα, αποτελεί όρο για την ίδια την επιβίωση της Αριστεράς στην Ευρώπη. Αν γίνει αυτό κοινή συνείδηση τότε η ελληνική τραγωδία θα έχει χρησιμεύσει σε κάτι.

Το μεταβατικό πρόγραμμα σήμερα

Ρήξη λοιπόν με την ΕΕ και το ευρώ ως αναγκαίο στοιχείο ενός πολιτικού σχεδίου ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αναγκαίο αλλά προφανώς όχι επαρκές. Δεν είναι δυνατό για λόγους χρόνου και όχι μόνο να αναφερθώ σε όλες τις διαστάσεις ενός τέτοιου σχεδίου. Θα αρκεστώ σε τρεις παρατηρήσεις

1. Ποτέ δεν παρουσιάστηκε από την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα από την Αριστερή Πλατφόρμα το θέμα της εξόδου από το ευρώ μεμονωμένο αλλά πάντα ως μέρος μιας βασικής δέσμης μέτρων άμεσης εφαρμογής που όριζαν τις προϋποθέσεις της υλοποίησης του προγράμματος βάση του οποίου είχε κατακτηθεί η λαϊκή εντολή. Αυτά τα μέτρα περιελάμβαναν την άμεση διακοπή της αποπληρωμής του χρέους, με στόχο την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, την εθνικοποίηση των τραπεζών, και τον έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων. Ολα αυτά θα έπρεπε να συνοδεύονται με μέτρα μονομερούς εφαρμογής δεσμεύσεων όπως η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και η αποκατάσταση κατώτερου μισθού και σύνταξης. Αυτό ήταν ο πυρήνας ένος μεταβατικού πρόγραμματος, με στόχο την αντιστροφή του ταξικού συσχετισμού δύναμης και την ενεργοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

2. Ενα μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να περιορίζεται όμως σ’αυτό, ειδικά όταν αρθρώνεται με την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης. Δεν εννοώ μ’αυτό ένα είδος πλειοδοσίας στους στόχους, όπως προτείνει κατά κανόνα η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Ενας τέτοιος αντικαπιταλισμός είναι καταδικασμένος να παραμείνει άσφαιρος στο βαθμό που αφενός αποφεύγει να τοποθετηθεί στα πραγματικά επίδικα της συγκυρίας και αφετέρου υποδηλώνει έναν απεριόριστο βολονταρισμό, που θέτει στόχους αποκομμένους από την συνείδηση των μαζών και το επίπεδο των αγώνων και των μορφών οργάνωσής τους. Τι νόημα έχει για παράδειγμα η διεκδίκηση εδώ και τώρα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής όταν το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται στην σημερινή δραματική κατάσταση και η ιδέα μιας σοσιαλιστικής οικονομίας φαντάζει εντελώς εξωπραγματική για την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας;

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το μεταβατικό πρόγραμμα δεν πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που ανοίγουν πεδίο για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και επιβάλλουν μορφές κοινωνικού ελέγχου στην οικονομία, με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Ας το ξεκαθαρίσουμε όμως: η σοσιαλιστική κατεύθυνση σημαίνει ότι το μεταβατικόπρόγραμμα δεν μπορεί να είναι ένας κατάλογος άμεσων, συνδικαλιστικού τύπου διεκδικήσεων με στόχο την κατάργηση της λιτότητας. Είναι ένα πρόγραμμα με στόχο την ανάδειξη των εργαζόμενων τάξεων σε ηγετική δύναμη της κοινωνίας, ικανή να ασκήσει εξουσία και να οδηγήσει τον κοινωνικό σχηματισμό σε μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση.

3. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τα άμεσα μέτρα ρήξης με το Μνημονιακό πλαίσιο το μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να περιέχει στοιχεία ενός διαφορετικού οικονομικού μοντέλου, που να δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις στα θέματα που ανοίγουνται με την προοπτική ρήξης με την ΕΕ και το ευρώ και να χαράζει μια κατεύθυνση αλλαγής των παραγωγικών δομών και ταυτόχρονα των κοινωνικών σχέσεων.

Η Ελλάδα είναι σήμερα μια κατεστραμμένη χώρα, ιστορικό καθήκον των των δυνάμεων της εργασίας, του πολιτισμού και της επιστήμης είναι να την ανοικοδομήσουν σε νέες βάσεις. Το νέο μοντέλο ανοίγει λοιπόν θέματα όπως η παραγωγική ανασυγκρότηση, η περιφερειακή ανισότητα, το περιβάλλον, ο ρόλος της συμμετοχής της κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων. Ανοίγει επίσης θέματα που αφορούν την παιδεία και τον πολιτισμό, που αποτελούσαν κάποτε προνομιακό πεδίο για την Αριστερά και που σήμερα μαρτυρούν την πορεία αποπτώχευσής της.

Να τονίσω σ’αυτό το σημείο το εξής: σε μια μεγάλη σύγκρουση, που σηματοδοτεί μια ιστορική τομή στην πορεία μιας χώρας, κερδίζει τελικά αυτός που την κατανοεί ως ευκαιρία για να εφαρμοστεί ένα καινοτόμο σχέδιο και όχι αυτός που κινείται αμυντικά, καλλιεργώντας την αυταπάτη μιας επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι το μνημονιακό στρατόπεδο προπορεύεται σαφώς, και από την αρχή της περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό των ορίων του ΣΥΡΙΖΑ ότι, ακόμη και στις καλές του στιγμές, έλειψε ακριβώς αυτό το στοιχείο, το οραματικό και ταυτόχρονα συγκεκριμένο, που θα έδινε σάρκα και οστά στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Για να το πούμε διαφορετικά, ο προ-Ιουλίου 2015 ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να θέσει στις κοινωνικές δυνάμεις που τέθηκαν σε κίνηση από το 2010 και μετά ένα σχέδιο που να υπερβαίνει την υπεράσπιση κατακτήσεων που κατεδαφίστηκαν από τα Μνημόνια. Στην ουσία δεν επιχείρησε κανκάτι τέτοιο, δεν έδρασε ποτέ ως κόμμα ικανό να συμβάλλει στο μετασχηματισμό της συνείδησης των υποτελών τάξεων, να τους δώσει αυτοπεποίθηση στην ικανότητά τους να αλλάξουν σε βάθος την ζωή τους και την κοινωνία. Και ξέρουμε τώρα, είναι μέρος της εμπειρίας που έχουμε αποκτήσει, ότι αν λείπει αυτή η διάσταση, τότε λείπει και η υποκειμενική συγκρότηση που είναι σε θέση να σηκώσει μια αναμέτρηση σκληρής, μεγάλης έκτασης και διάρκειας.

«Πλατιά κόμματα» και στρατηγική αποσαφήνιση

Το τελευταίο σημείο που θέλω να αναπτύξω είναι ακριβώς το θέμα της πολιτικής συγκρότησης, με άλλα λόγια του κόμματος. Μια από τις αναμενόμενες αρνητικές επιπτώσεις της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αποστροφή από την πολιτική ενός ολόκληρου κόσμου που μετά από μια μακρόχρονη περίοδο υποχώρησης είχε αρχίσει να ανακτά την ελπίδα. Οψη αυτού του φαινομένου αποτελεί η έξαρση αντιπολιτικών στάσεων στον κόσμο του κινήματος, η απολυτοποίηση λογικών άμεσης δράσης, η αναδίπλωση σε επιμέρους ακτιβισμούς ή η αυταπάτη της απόδρασης σε χώρους που υποτίθεται ότι καταλύουν εδώ και τώρα τις εξουσιαστικές λογικές. Η κυριαρχία τέτοιων λογικών θα αποτελούσε σοβαρότατη οπισθοδρόμηση σε σχέση με τα όσα είχε κομίσει η ελληνική εμπειρία του 2010-2012 αλλά και η αντίστοιχη της Ισπανίας και άλλων χωρών, ειδικά στην Λατινική Αμερική. Θα σήμαινε ότι αγνοείται η ανάγκη συγκρότησης πολιτικών δυνάμεων που να επικοινωνούν με τις κινηματικές πρακτικές και, σε συνθήκες οξυμένης πολιτικής κρίσης, να μπορούν ναθέσουν ζήτημα εξουσίας.

Το ενδεχόμενο ενός τέτοιου πισωγυρίσματος αποτελεί βεβαίως σύμπτωμα και συνέπεια της ήττας, στην οποία τείνει να δώσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Γι αυτό και η αντιμετώπισή του προϋποθέτει μια σε βάθος ανάλυση των αιτιών της ήττας. Μια τέτοια ανάλυση δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την δική μας αποτυχία, την αποτυχία όσων προσπαθήσαμε εντός του ΣΥΡΙΖΑ να πάρουν διαφορετική πορεία τα πράγματα. Γιατί λοιπόν δεν κατάφερε η Αριστερή Πλατφόρμα (ΑΠ), η βασική και πιο συγκροτημένη από κάθε άποψη συνιστώσα της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία συμμετείχα και προσωπικά, να αποτρέψει την καταστροφή;

Θα συνοψίσω τις σκέψεις μου άνω σ’αυτό το ένα ερώτημα που με ταλάνισε ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο ως εξής. Η πρώτη και καθοριστική κατά τη γνώμη μου ήττα της ΑΠ ήταν η αδυναμία της να αντιστρέψει την πορεία μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ πριν ακόμη ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία. Η πορεία αυτή άρχισε το καλοκαίρι του 2012, μετά τις εκλογές που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και ουσιαστικά σε κυβέρνηση σε αναμονή. Τα βασικά της χαρακτηριστικά της ήταν η ενιοποίηση και η σχετική μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ με όρους όμως δημιουργίας μιας κατά βάση εκλογικής μηχανής, με αδυνατισμένες τις εσωτερικές πολιτικές λειτουργίες, με την επικράτηση ενός συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού μοντέλου οργάνωσης. Ενα τέτοιο κόμμα αποκτούσε εντεινόμενα αρχηγικά χαρακτηριστικά και μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί από πλήρως αυτονομημένα από τα μέλη και τα όργανα κέντρα λήψης των αποφάσεων, που αποκρυσταλλώθηκαν σε άτυπους κλειστούς κύκλους περιστρεφόμενους γύρω από τον αρχηγό. Η πορεία «κρατικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ, με άλλα λόγια η προληπτική του προσαρμογή στο καλούπι της διαχείρισης του αστικού κράτους και η αποστασιοποίησή του από μαζικές πρακτικές, είχε αρχίσει πολύ πριν την κατάληψη υπουργικών θώκων, η οποία απλά την επισφράγισε.

Μια τέτοιο μετάλλαξη αφαιρούσε ουσιαστικά το έδαφος κάτω από τα πόδια της αριστερής μειοψηφίας. Η μάχη εντός των τειχών και ειδικότερα εντός των οργάνων δεν μπορούσε παρά να δώσει περιορισμένα και μάλιστα διαρκώς μειούμενα αποτελέσματα στο βαθμό που το ίδιο το κόμμα είχε ως τέτοιο υποβαθμιστεί ως χώρος παραγωγής πολιτικής. Αν λοιπόν με τον όρο «πλατύ κόμμα» εννοούμε αυτήν την διαδικασία, είναι προφανές ότι η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι το μοντέλο έχει αποτύχει. Εάν όμως με τον όρο «πλατύ κόμμα» εννοούμε την δύσκολη, βασανιστική πορεία ανασύνθεσης διαφορετικών ρευμάτων και παραδόσεων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, θα έλεγα ότι η ελληνική εμπειρία δείχνει επίσης ότι ένας τέτοιος σχηματισμός είναι σε θέση να παρέμβει σε μια συγκυρία μεγάλων ανατροπών, σε αντίθεση με την περιχαρακωμένη μορφή πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης που συνεχίζουν να κομίζουν οι παραδοσιακές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ή τα εναπομείναντα κομμουνιστικά κόμματα.

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν συνίσταται νομίζω στην εφεύρεση μιας ριζικά νέας μορφής-κόμμα, η εμπειρία του Ποδέμος δείχνει εξ’άλλου ότι ακόμη και νέοι σχηματισμοί χωρίς οργανικούς δεσμούς με την ιστορική Αριστερά τείνουν πολύ γρήγορα να αναπαράγουν τις παθογένειες για τις οποίες έγινε προηγουμένως λόγος. Το ερώτημα θα έλεγα είναι να βγούν τα αναγκαία συμπεράσματα από την πρόσφατη εμπειρία έτσι ωστε να χαραχθούν εκ νέου οι διαχωριστικές γραμμές μέσα στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Να χαραχθούν εκεί που πραγματικά επιβάλλεται, στο έδαφος της σύγχρονης στρατηγικής για την κοινωνική ανατροπή και την κατάκτηση της ηγεμομίας των υποτελών.

Ας χρησιμεύσει τουλάχιστον σ’αυτό η ελληνική τραγωδία: ήρθε η ώρα να χωρίσει η ήρα από το στάρι.

* Πρόκειται για την εισήγηση του Στάθη Κουβελάκη, στο Διεθνές Τριήμερο που διοργάνωσε το Rproject, στη συζήτηση “Η Ευρώπη σε κρίση”.

Πηγή: Rproject

Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική: Βάθεμα και συνεχής διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας

… υπάρχει ένα μεγάλο γεγονός, που χαρακτηρίζει το 19ο αιώνα μας, ένα γεγονός που κανένα κόμμα δεν τολμά να το αρνηθεί. Από τη μία μεριά, γεννήθηκαν βιομηχανικές επιστημονικές δυνάμεις που δεν τις είχε ποτέ υποπτευθεί καμία εποχή από την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας. Από την άλλη μεριά υπάρχουν συμπτώματα κατάπτωσης που επισκιάζουν με το παραπάνω τις φρίκες που διηγούνται για τα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Στις μέρες μας το καθετί φαίνεται να εγκυμονεί το αντίθετό του. Οι μηχανές, οι προικισμένες με την θαυμάσια δύναμη να συντομεύουν και να κάνουν πιο καρποφόρα την ανθρώπινη εργασία, βλέπουμε να καταδικάζουν την τελευταία στην πείνα και την υπερεργασία. Οι καινούριες πηγές πλούτου, από κάποια παράδοξη κατάρα της μοίρας, μετατρέπονται πηγές της στέρησης. Οι νίκες της τεχνικής φαίνονται να εξαγοράζονται με το χάσιμο του χαρακτήρα. Στον ίδιο βαθμό που η ανθρωπότητα δαμάζει την φύση, ο άνθρωπος φαίνεται να σκλαβώνεται σε άλλους ανθρώπους ή στην ίδια του την ποταπότητα. Ακόμα και το καθαρό φως της επιστήμης φαίνεται να μη μπορεί να φωτίσει παραπάνω στο σκοτεινό φόντο της αμάθειας. Όλες οι εφευρέσεις και οι πρόοδοι μας φαίνονται να έχουν σαν αποτέλεσμα να προικίζουν τις υλικές δυνάμεις με διανοητική ζωή και να υποβιβάζουν την ανθρώπινη ζωή στο επίπεδο μιας υλικής δύναμης…

Καρλ Μαρξ

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η μεταφορά των βιομηχανικών μονάδων σε ζώνες χαμηλότερου εργατικού κόστους, οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν νέα δεδομένα στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, της εργασίας και της κοινωνίας.

Η “πλήρης απασχόληση” δεν αποτελεί παρά μία παλιά ανάμνηση για τους περισσότερους εργαζόμενους κι η οποία δεν εμφανίζεται πια σε κανένα πρόγραμμα καμίας ευρωπαϊκής κυβέρνησης ή κόμματος. Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη έχει μπει στο “κρεβάτι του Προκρούστη”, ενώ η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός παρουσιάζονται σαν φυσική και παραδεκτή κατάληξη μιας οικονομικής ανάπτυξης που επιβάλλουν οι ιθύνοντες του Διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο λεγόμενος κοινωνικός διάλογος αποτελεί μία στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης, για να εξασφαλίσει την όσο δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση για τα μέτρα που θα παρθούν στην πορεία σύγκλισης με στόχο την υπογραφή ενός νέου “κοινωνικού συμβολαίου”. Όμως, το να μιλάει κανείς με συνδικαλιστές, των οποίων η ευρύτητα της εκπροσώπησης και της κοινωνικής απήχησης είναι αμφίβολες, δε σημαίνει ότι μιλάει με τους εργαζόμενους, την κοινωνία. Αντίθετα, οι άνεργοι της Goodyear, της Softex κλπ, μαζί με αυτούς που θα επακολουθήσουν, τους νέους που είναι χωρίς δουλειά, όλοι αυτοί που κυνηγάνε το μεροκάματο από το πρωί μέχρι το βράδυ, συγκροτούν ένα κοινωνικό στρώμα που δεν εκπροσωπείται σε κανένα διάλογο και που χρόνια τώρα, αγνοείται προκλητικά από όλες τις κυβερνήσεις, τα κόμματα και τα συνδικάτα.

Η πορεία σύγκλισης των χώρων της ΕΕ επιβάλλει μία “νέα κοινωνική πολιτική”. Το σημείωμα που ακολουθεί πραγματεύεται την ανατίναξη στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή ολοκλήρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος”.

Η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική

Η οικονομική και κοινωνική κρίση που μαστίζει πάνω από μια 20ετία τις χώρες της ΕΕ προκαλεί αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής, όσο και στην αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος. Η κρίση της υπερσυσσώρευσης σημαίνει την αδυναμία του κεφαλαίου να πετύχει ικανοποιητικούς όρους επένδυσης που να προσφέρουν ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Η οικονομική μεγένθυση της μεταπολεμικής περιόδου – “τα 30 ένδοξα χρόνια του καπιταλισμού” – υποχωρεί και τη θέση της καταλαμβάνει η επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των χώρων της ΕΕ.

Η αναδιάρθρωση της οικονομίας των χώρων της Ευρώπης δεν αφορά μόνο τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και την ίδια τη φύση και τον ρόλο της εργασίας. Η ευλυγισία – ευελιξία του κεφαλαίου εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις : στην οργάνωση της παραγωγής με την επέκταση του ευλύγιστου εργαστηρίου, και δεύτερον, στη μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος με αιχμή τη συμπίεση της ζωντανής εργασίας.

Η μακροχρόνια ανεργία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, η αύξηση του ποσοστού της απόλυτης εξαθλίωσης και της φτώχειας, ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελούν ορισμένα από τα νέα χαρακτηριστικά του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, τα οποία είναι τα νέα δεδομένα της “μεταβιομηχανικής εποχής”.

Η κρίση του “ κράτους-πρόνοιας” – και, κατ’ επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης και πολιτικές – θέτει μία σειρά από ερωτήματα. Μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική στη μεταΜΑΑΣΤΡΙΧΤ εποχή; Ποιος θα ασχοληθεί με τα προβλήματα της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού; Ποιος θα αναλάβει το κόστος συντήρησης και ποιος θα κατορθώσει να αντιμετωπίσει τα προαναφερόμενα προβλήματα; Μήπως η νεοφιλελεύθερη πολιτική ή η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της; Μήπως η κρατική ή ιδιωτική κερδοσκοπική δραστηριότητα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης;

Αφού διάφορες πλευρές τίθεται το ζήτημα της κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ και της ανάληψης πρωτοβουλιών αντιμετώπισης των προβλημάτων της φτώχειας, της μακροχρόνιας ανεργίας κλπ. Η κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί τη λεγόμενη “κοινωνική αλληλεγγύη” για μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, επιστρέφοντας πολλές δεκαετίες πίσω, στην πρώτη περίοδο της κοινωνικής ασφάλισης, στα γνωστά “ταμεία αλληλοβοήθειας”. Όμως, κατά πόσο είναι δυνατή μία “νέα κοινωνική πολιτική” ανάλογη με αυτή του “κράτους-πρόνοιας” της μεταπολεμικής περιόδου σε μία περίοδο διεθνών οικονομικών, τεχνολογικών, κοινωνικών αλλαγών και ανακατατάξεων όπου το στοιχείο της δυαδικοποίησης των κοινωνιών καθίσταται εντονότερο παρά ποτέ, κι οι οποίες κοινωνικές πολιτικές για περιορισμό της κοινωνικής διχοτόμησης καθίστανται ολοένα και πιο αναποτελεσματικές!

Στη Διακυβερνητική Διάσκεψη των 15 της ΕΕ – που συγκλήθηκε τον Ιούνιο του ‘96 στην Φλωρεντία – οι ιθύνοντες αποφάσισαν να επανεκτιμήσουν τη στρατηγική τους για την απασχόληση και την ανεργία. Γιατί, η χαλάρωση στη εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης του Μάαστριχτ οδηγεί σε αποκλίσεις αφού τους στόχους και φυσικά δεν ψάχνουν να βρουν τρόπους για την εξάλειψη της ανεργίας, αλλά μοναδικό τους μέλημα είναι να αποφύγουν τις επερχόμενες κοινωνικής εκρήξεις. Στην ουσία πρόκειται για ένα “νέο κύμα” τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση της Λευκής Βίβλου, μιας πιο άγριας επίθεσης ενάντια στους λαούς της Ευρώπης.

Η Λευκή Βίβλος ήταν μία ιδιαίτερη στιγμή στην προσπάθεια για τη μέγιστη ευελιξία στην αγορά εργασίας : η δημιουργία μιας δεύτερης αγοράς εργασίας, με μειωμένο ή μεταβλητό ωράριο εργασίας, με μερική απασχόληση και με μειωμένες αμοιβές και κοινωνικής εισφορές. Μία “στιγμή” που εγκαινίασε την επίθεση του κεφαλαίου στη “νέα εποχή” και που υπαγορεύθηκε από τα σημαντικά προβλήματα στους βασικές καπιταλιστικές χώρες. Η όλη “φιλολογία” για το κόστος της κοινωνικής πολιτικής, το υψηλό εργατικό κόστος κλπ, όλα αυτά, βρίσκονται στην υπηρεσία του κεντρικού στόχου, που είναι, για άλλη μια φορά, η αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το “νέο κύμα” δεν μπορεί να εξαπολυθεί με την ωμότητα, τον κυνισμό και την “αναισθησία” άλλων εποχών, αλλά είναι απαραίτητο μαζί με τους εκβιασμούς να “χρυσωθεί το χάπι” και να παρουσιασθεί σαν εκδήλωση “κοινωνικής ευαισθησίας ή αλληλεγγύης” στη μάχη ενάντια στην ανεργία.

Το κείμενο που παρουσιάσθηκε στη συνοδό κορυφής της ΕΕ στη Φλωρεντία, τον Ιούνιο του ‘96, για συζήτηση, έχει τίτλο “Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” και κινείται σε 4 άξονες :

  • Τη σύνταξη νέων οικονομικών προγραμμάτων σύγκλισης
  • Την επιτάχυνση στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς
  • Αλλαγές στην αγορά εργασίας
  • Την υιοθέτηση νέων κατευθύνσεων για τα Διαρθρωτικά Ταμεία με προσανατολισμό δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Στο “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” υπάρχουν προτάσεις που αφορούν θέματα ανταγωνισμού, ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των εργαζομένων, αναπροσανατολισμός των Διαρθρωτικών Ταμείων κλπ. Όμως, αυτό που αναμένεται στο εγγύς μέλλον είναι η τελική επίθεση του Διευθυντηρίου της ΕΕ που δεν αφορά μόνο την καταπολέμηση της ανεργίας μέσω της εξάπλωσής της, δηλαδή να μοιραστεί σε περισσότερους εργαζόμενους και να γενικευθεί η υποαπασχόληση και η φτώχεια – με τις κλασικές πια υποσχέσεις για νέες θέσεις εργασίας, αλλά και την κατεδάφιση ολόκληρου του “μεταπολεμικού κοινωνικού οικοδομήματος” που θεωρείται κι ο μεγάλος ένοχος για τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Το “κράτος-πρόνοια” σαν μηχανισμός αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας επικεντρώνει τους στόχους του στη διατήρηση, αναπαραγωγή και ενίσχυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, παρεμβαίνει και ρυθμίζει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, συμβάλλοντας στην άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων. Αποτελεί μία συγκεκριμένη μορφή κράτους μία δεδομένη χρονική περίοδο, που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 1920 και μορφοποιήθηκε ολοκληρωμένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ την τελευταία 20ετία αποτελεί αντικείμενο σοβαρών αμφισβητήσεων. Ο ρόλος του “κράτους-πρόνοιας” αμφισβητείται όλο και περισσότερο και ταυτόχρονα υιοθετούνται πολιτικές που απονεκρώνουν τα όποια “επιτεύγματά” του και συρρικνώνονται δραστηριότητές του, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η κρίση και στην κοινωνική πολιτική.

Η κοινωνική πολιτική και ειδικότερα η κοινωνική ασφάλιση δεν αποτελούν απλές λειτουργίες του “κράτους-πρόνοιας” αλλά τα συστατικά μέρη του. Η γέννηση του, στις αρχές του 20ου αιώνα, συμπίπτει με τη βιομηχανική επανάσταση. Η ανάγκη εξεύρεσης εργασιών χεριών, αλλά και η αντίσταση των αγροτικών πληθυσμών να προλεταριοποιηθούν, αποτελούσαν εμπόδιο στην αναπαραγωγή και σταθεροποίηση του εργατικού δυναμικού.

Σε κάθε καθεστώς συσσώρευσης αντιστοιχεί ένας ορισμένος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής αλλά και ένας συγκεκριμένος τύπος μισθωτής σχέσης. Η ύπαρξη διαφορετικού τύπου μισθωτής σχέσης εκφράζει μία διαφορετική σχέση ανάμεσα στην κοινωνική ασφάλιση, την αναπαραγωγή και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, που ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής είναι σε κρίση, η μισθωτή σχέση διαφοροποιείται. Η οργάνωση της παραγωγής, η ιεράρχηση των ειδικεύσεων, η κινητικότητα των εργαζομένων, ο τρόπος καθορισμού των μισθών και ο τρόπος χρήσης του μισθού, που αποτελούν τα πέντε συστατικά στοιχεία του τόπου της μισθωτής σχέσης, έχουν υποστεί σημαντικές μεταβολές.

Η ευελιξία – ευλυγισία χαρακτηρίζει το νέο καθεστώς ανάπτυξης και της μισθωτής σχέσης. Η ευλυγισία πλήττει την οργάνωση της εργασίας, επεκτείνει τις μορφές μερικές και εποχιακής απασχόλησης, αυξάνει την ευελιξία των μισθών και αλλάζει τον τρόπο καθορισμού τους. Από συλλογικές συμβάσεις ανάμεσα σε εργαζόμενους, κράτος, εργοδοσία, οδηγούμαστε σε διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο συγκεκριμένο εργοδότη και το συγκεκριμένο εργαζόμενο. Δηλαδή η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης πραγματοποιείται στο επίπεδο της επιχείρησης, όπως και η κοινωνική ασφάλιση σταδιακά συρρικνώνεται προς όφελος της ιδιωτικής.

Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διαμόρφωση μισθωτών πολλαπλών ταχυτήτων, με την κατηγορία των μισθωτών που συνεχώς διευρύνεται να χαρακτηρίζεται από τον ευέλικτο τύπο μισθωτής εργασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τόπου μισθωτής εργασίας είναι η μερική απασχόληση, η σύνδεση μισθού με παραγωγικότητα, η ερπετών έλλειψη παροχών κοινωνικής ασφάλισης κλπ. Η διάσπαση αυτή της μισθωτής εργασίας που παρατηρείται σήμερα στην παραγωγική διαδικασία επηρεάζει αρνητικά και την όποια κοινωνική ασφάλιση, ενισχύει ανισότητες που οι πολιτικές αντιμετώπισής τους επικεντρώνονται σε “λύσεις” μερικές και αποσπασματικές.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα, το “κράτος-πρόνοια” δεν υπήρξε με την μορφή που συναντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μία στοιχειώδης μορφή του παρουσιάσθηκε, πολύ αργότερα, μετά τη μεταπολίτευση. Το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, η περιορισμένη συγκέντρωση κεφαλαίου, το χαμηλό ποσοστό της μίσθωσης εργασίας, η οικογενειακή αλληλεγγύη εμπόδισαν την ανάπτυξή του. Σε ότι αφορά την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και της μισθωτής σχέσης, οι διαφορές είναι αρκετά σημαντικές σε σχέση με άλλες χώρες. Η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια, οι μισθωτοί αποτελούν μέχρι τις αρχές του ‘80 τη μειοψηφία του εργατικού δυναμικού και οι αμοιβές είναι καθηλωμένες μέχρι το ‘74 και γενικά αποσυνδεδεμένες από το κόστος ζωής και παραγωγικότητας. Στην Ελλάδα κυριαρχεί η μικρομεσαία επιχείρηση και η αυτοαπασχόληση σε σχέση με τη μισθωτή εργασία.

Η κοινωνική ασφάλιση αναπτύσσεται αποσπασματικά και δίχως σχεδιασμό. Αναπτύσσεται πολύ αργά σε σχέση με άλλες χώρες και δεν καλύπτει μέχρι το 1980 το σύνολο των εργαζομένων. Τα αίτια αυτής της καθυστέρησης θα πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας μεταπολεμικά, στις συνθήκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και στην έλλειψη του “κράτους-πρόνοιας”.

Οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία αποτελούνται από τα έξοδα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για συντάξεις, υγεία και πρόνοια. Οι κύριες πηγές των εσόδων είναι κυρίως οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και εργοδοτών. Σε ότι αφορά τις δαπάνες, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι δαπάνες για τη σύνταξη και ακολουθούν οι αντίστοιχες για ασθένεια.

Στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης, το ασφαλιστικό έχει ανακηρυχθεί σε πρωταρχικό πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ. Η αύξηση των ελλειμμάτων στον τομέα της ασφάλισης, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, θέτει ως στόχο για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με τη μείωση της κοινωνικής ασφάλισης. Η αυστηρή εφαρμογή της λιτότητας, η επεξεργασία νέων σκληρότερων πολιτικών “δημοσιονομικής πειθαρχίας”, η κατεδάφιση των κοινωνικών κατακτήσεων και εταιρειών δικαιωμάτων αποτελούν τα κύρια θέματα συζήτησης στη Διακυβερνητική Διάσκεψη.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, η μείωση των ελλειμμάτων αποτέλεσαν ένα από τα τρία κριτήρια για την επίτευξη των στόχων της σύγκλισης των χώρων της ΕΕ. Το δημογραφικό πρόβλημα (γήρανση, μετανάστες) προβάλλεται από τους ιθύνοντες σε πρωταρχικό παράγοντα της κρίσης, με αποτέλεσμα η μόνη δυνατή πηγή αύξησης των εσόδων να είναι η αύξηση των ασφαλίστρων και των ορίων συνταξιοδότησης. Η κοινωνική πολιτική θεωρείται κόστος και τροχοπέδη στη δυνατότητα ανταγωνισμού των χώρων της ΕΕ και για αυτό θα πρέπει να μειωθεί μέχρι την πλήρη κατάργησή της.

Στη δεκαετία του ‘80, το “κράτος-πρόνοια” θα εισέλθει σε περίοδο κρίσης. Η έμφαση που δίδεται στα διάφορα προγράμματα σύγκλισης είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενώ η όποια αναφορά σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής απουσιάζει παντελώς από τις αποφάσεις της ΕΕ. Οι φωνές που ακούγονται για τη δημιουργία του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου και οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στις Διακυβερνητικές συνδιασκέψεις έχουν στο στόχαστρο τις “συντεχνίες” που αρνούνται να δώσουν κάτι από τα ”κεκτημένα”υπέρ των “μη εξασφαλισμένων” και να επιχειρηθεί να παρουσιασθεί το ζήτημα σαν κόντρα “βολεμένων” και ανέργων, κι όλα αυτά με “κοινωνικό διάλογο”, “κοινωνική ευαισθησία”, προσκλήσεις για”νέα κοινωνικά συμβόλαια”.

Η Λευκή Βίβλος, όπως και το “Σύμφωνο Εμπιστοσύνης για την Απασχόληση” δεν αναφέρονται καθόλου σε κοινωνικά ζητήματα, αλλά αποσκοπούν κύρια στην απελευθέρωση των εμποδίων στην αγορά εργασίας. Γιατί, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί, η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται μόνο από το εργατικό κόστος. Η λογική των ιθυνόντων δεν οριοθετεί μόνο τον τρόπο που θα επιτευχθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά καθορίζει και ένα νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Η αύξηση της ανεργίας, η αύξηση του ποσοστού φτώχειας, το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα επιφέρουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, οδηγώντας προς μία “κοινωνία των ⅔”.

Από τα σημαντικότερα προβλήματα της “μεταβιομηχανικής κοινωνίας” είναι τι πρόβλημα της ανεργίας. Οι προοπτικές αντιμετώπισής του για το μέλλον δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες. Τα ποσοστά ανεργίας αυξάνουν συνεχώς, η “πλήρης απασχόληση” όπως αυτή υπήρξε την μεταπολεμική περίοδο συρρικνώνεται, ενώ η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δεν απαιτεί πλέον ολόκληρη την προσφερόμενη εργασία. Η ζωντανή εργασία αντικαθίστατο από τη νεκρά εργασία και η ανεργία εκτός από μόνιμο πλέον φαινόμενο, αποκτά και διαρθρωτικό χαρακτήρα. Στην τωρινή φάση συσσώρευσης, η χρήση των νέων τεχνολογιών αποτελεί σημαντικό παράγοντα αύξησης της παραγωγικότητας και όχι τόσο το φθηνό εργατικό κόστος. Η επίτευξη των κριτηρίων της ΟΝΕ θα επιφέρει το αμέσως επόμενο διάστημα σημαντικές αλλαγές – ειδικότερα στις νότιες χώρες της ΕΕ, στον τομέα της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής. Γιατί, χώρες σαν την Ελλάδα θα στηρίξουν όλη την προσπάθεια για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στη μείωση του εργατικού κόστους, υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο το ήδη χαμηλό επίπεδο των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών.

Η “επίλυση” του προβλήματος της ανεργίας αποτελεί έναν από τους “αόρατους στόχους” της ΟΝΕ, δηλαδή μέσω της επίτευξης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, της ευελιξίας των μισθών και της πλήρους κινητικότητας της παραγωγικής δύναμης. Οι επιπτώσεις από την ΟΝΕ στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα επιδεινωθούν τα επόμενα χρόνια στην πορεία προς τη σύγκλιση των κρατών-μελών. Η ανεργία θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και θα συμβάλει στο σταδιακό μετασχηματισμό της μορφής και του περιεχομένου των εργασιακών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, έχουν αυξηθεί οι θέσεις μερικής απασχόλησης.

Η επέκταση της μερικής απασχόλησης, μέσα από τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων σε συνθήκες “πλήρους απασχόλησης”, δημιουργεί πλέον τις προϋποθέσεις ύπαρξης εργαζόμενων πολλαπλών ταχυτήτων και, ενώ μέχρι σήμερα η φτώχεια συνέπιπτε με την έλλειψη εργασίας, στο άμεσο μέλλον θα συμπίπτει και με την ύπαρξη εργασίας μερικής απασχόλησης.

Η επίτευξη των κριτηρίων σύγκλισης θα επαυξήσει τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Η μακροχρόνια ανεργία, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση θα επιδράσουν αρνητικά και στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η οικοδόμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου σαν συμπλήρωμα του οικονομικού, στην πραγματικότητα σημαίνει αναπαραγωγή και συνεχή διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το “κράτος-πρόνοια” που αναπτύχθηκε σε μία συγκεκριμένη περίοδο ολοκλήρωσε τον κύκλο του. Σήμερα, σε διαφορετικές συνθήκες από αυτές των “30 ενδόξων χρόνων” του κεφαλαίου, διακρίνουμε μία νέα φάση οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών που χαρακτηρίζονται από τη διαμόρφωση νέων συνθηκών ανταγωνισμού μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τεχνολογικό πλαίσιο στην παραγωγική διαδικασία.η αύξηση της ανεργίας δεν οδηγεί στην προλεταριοποίηση μόνο ανειδίκευτους εργάτες αλλά και ειδικευμένους, επιστήμονες, ακόμα και στελέχη επιχειρήσεων. Η ανεργία μακράς διάρκειας, μετατρέπεται σε “ανεργία αποκλεισμού”, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο άνεργος περνάει οριστικά στο περιθώριο, οπότε και οι όποιες πολιτικής αδυνατούν να τον επανεντάξουν στην παραγωγή.

Η κοινωνική πρόνοια που διαμορφώθηκε στη βάση της μισθωτής εργασίας, της “πλήρους απασχόλησης” των 8ωρων εργασίας βρίσκεται “υπό διωγμό” και αμφισβήτηση. Στην εποχή μας, που χαρακτηρίζεται από οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές ανακατατάξεις, από την αύξηση της απόλυτης εξαθλίωσης, τη διεύρυνση της μακροχρόνιας ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, οι διαφοροποιήσεις δεν είναι μόνο ποσοτικές αλλά και ποιοτικές. Η αύξηση της ανεργίας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα κάποιων οικονομικών συγκυριών, αλλά κυρίως είναι το παράγωγο αποτέλεσμα του μετασχηματισμού στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και της ίδιας της εργασίας.

Η άποψη που προβάλλεται από Διεθνείς Οργανισμούς και υιοθετείται από εργοδοτικές ενώσεις και συνδικάτα υποταγμένα στο κεφάλαιο είναι το “μοίρασμα της εργασίας” μέσα από τη μείωση των ωρών εργασίας με παράλληλη μείωση των αποδοχών με στόχο την “καταπολέμηση” της ανεργίας μέσα από την εξάπλωσή της. Αποδεικνύεται ολοένα και πιο καθαρά, ότι η νέα ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στη αυγή του 21ου αιώνα είναι η διεύρυνση της δυαδικής κοινωνίας.

Το κείμενο γράφτηκε το Μάιο του 1997 στη Θεσσαλονίκη

Λετονία: 18ο μέλος της Ευρωζώνης. Φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση ως το σύγχρονο ευρωπαϊκό παράδειγμα

Από την 1/1/2014, η Λετονία είναι η 18η χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Οι πανηγυρισμοί του ευρωπαϊκού και του εγχώριου κατεστημένου κατανοητοί: σε μια εποχή που η Ευρωζώνη κλυδωνίζεται νομίζουν ότι μπορούν να επιδείξουν την επέκτασή της ως επιτυχία. Τους συνέδραμαν και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης με αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Λετονίας εν μέσω των διαβεβαιώσεων των “αγορών” ότι εφόσον εντάχθηκε στην Ευρωζώνη δεν ανησυχούν μήπως γνωρίσει υπαναχώρηση η δολοφονική λιτότητα που έχει επιβληθεί στον πληθυσμό. Παρόλο που ο αρχιτέκτονας της λιτότητας , πρωθυπουργός Β. Ντομπρόβνικς, αναγκάστηκε να παραιτηθεί ύστερα από κατάρρευση στέγης σούπερμαρκετ που σκότωσε 54 ανθρώπους στη Ρίγα, μια απώλεια εμπιστοσύνης δεν φαίνεται πιθανή, αναφέρει το BBC(2/1/2014). “Η Ευρωζώνη αποτελεί εγγύηση για την οικονομική πολιτική που θα ακολουθηθεί”. Ο Ντομπρόβνικς, που υπηρετεί ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, δήλωσε επ’ ευκαιρία ότι “η χώρα δεν πρέπει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της πολιτική” (France 24). Το μήνυμα ήταν σαφές. “Η λιτότητα θα συνεχιστεί”.

Οι Ευρωπαίοι και Λετονοί ιθύνοντες μπορεί να πανηγυρίζουν που η λετονική οικονομία σημειώνει θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 4% περίπου τα τελευταία δύο χρόνια, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι “η λιτότητα –η εσωτερική υποτίμηση– είναι αποτελεσματική”, αλλά την πραγματική αποτελεσματικότητα (και σκοπιμότητα) της εσωτερικής υποτίμησης τη δείχνει η κοινωνική κατάσταση : η επίσημη (για την ανεπίσημη ούτε λόγος) ανεργία κυμαίνεται στο 12% και είναι μόνο τόση διότι σε μια χώρα 1,8 εκατ. έχουν μεταναστεύσει 300.000 εργαζόμενοι, ενώ μόνο στη Ρίγα μοιράζονται 760.000 γεύματα σε συσσίτια. Ταυτόχρονα, σχεδόν αποσιωπάται ότι το 58% του πληθυσμού, που ως συνήθως τον έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, δεν εγκρίνει την υιοθέτηση του ευρώ. Μόνο ένας αναλυτής, ο Τιμ Ας, επικεφαλής του τμήματος αναδυόμενων αγορών της StandardBankτου Λονδίνου επισήμανε: “Ούτως ή άλλως, το ευρώ είναι σχέδιο των ελίτ”. Και η αμερικανική τριμηνιαία επιθεώρηση “TheNationalInterest” έδωσε το πραγματικό στίγμα, σημειώνοντας ότι η ένταξη της Λετονίας στην Ευρωζώνη “θα δώσει τη δυνατότητα στον εντυπωσιακό χρηματοπιστωτικό της τομέα να έχει εύκολη και απρόσκοπτη πρόσβαση στην υπόλοιπη ήπειρο”.

Τα μετασοβιετικά πειραματόζωα

Ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας και μελετητής των μετασοβιετικών οικονομιών, αφηγείται την ιστορία της Λετονίας, σε άρθρο του τον Φεβρουάριο του 2010 και ενώ η κρίση ακόμη μαινόταν (πηγή: GlobalResearch):

Η μελλοντική ένταξη στην Ευρωζώνη ήταν το βασικό πρόσχημα της Κεντρικής Τράπεζας της Λετονίας για τα επώδυνα μέτρα λιτότητας προκειμένου να διατηρηθεί η σύνδεση με το ευρώ. Η διατήρηση της σύνδεσης αυτής ανάλωσε τεράστια νομισματικά αποθεματικά που θα μπορούσαν να επενδυθούν στην εγχώρια οικονομία. [Αξίζει να σημειωθεί η τερατώδης ισοτιμία του λατς προς το ευρώ: 1 λατς = με 1,3 ευρώ, δηλαδή περίπου ίδια ισοτιμία της αγγλικής στερλίνας προς το ευρώ.]

Στη Δύση ουδείς θέτει το ερώτημα γιατί η Λετονία είχε αυτή τη μοίρα που είναι τυπική για όλες τις Βαλτικές χώρες και άλλες μετασοβιετικές οικονομίες … Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά από το 1991, το σοβιετικό σύστημα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως η μοναδική αιτία των προβλημάτων τους. Ούτε μπορεί να εξηγηθεί η κατάστασή τους με τη διαφθορά – μια κληρονομιά διάλυσης που επικράτησε την τελευταία σοβιετική περίοδο, η οποία μεγιστοποιήθηκε, εντάθηκε και ενθαρρύνθηκε σε βαθμό που να σχηματιστεί μια κλεπτοκρατία η οποία εξασφάλιζε μεγάλα οφέλη στους δυτικούς τραπεζίτες και επενδυτές. Οι δυτικοί νεοφιλελεύθεροι, η Ουάσιγκτον, οι Βρυξέλλες, χρηματιστικοποίησαν αυτές τις οικονομίες με τις “φιλικές προς τους επιχειρηματίες μεταρρυθμίσεις”.

Η κεντρική ιδέα των Δυτικών που κατέφθασαν στη Λετονία μετά το 1991 ήταν να δοθεί στις δυτικές τράπεζες, στους χρηματοπιστωτικούς επενδυτές και στους οικονομολόγους της “ελεύθερης αγοράς” η πλήρης δυνατότητα να σχεδιάσουν ολόκληρες οικονομίες του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Δημόσιες επιχειρήσεις μοιράστηκαν αφειδώς σε έμπιστους που τις πούλησαν στα γρήγορα σε δυτικούς επενδυτές και τοπικούς ολιγάρχες οι οποίοι μετέφεραν ασφαλώς χρήματα σε υπεράκτιες εταιρείες δυτικών “παραδείσων”. Εφαρμόστηκαν φορολογικά συστήματα τα οποία απάλλασσαν σχεδόν από τους φόρους τους πελάτες των δυτικών τραπεζών –τις εταιρείες ακινήτων και τα μονοπώλια φυσικών υποδομών—ώστε να πληρώνονται οι πρόσόδοί τους ως τόκος στις ξένες τράπεζες, αντί να φορολογούνται για να ανοικοδομηθεί η εγχώρια οικονομία.

Η Δυτική Ευρώπη έδωσε κίνητρα στις τράπεζές της να δημιουργήσουν πίστωση και να φορτώσουν αυτές τις οικονομίες με τόκους – σε ευρώ και άλλα σκληρά νομίσματα για την προστασία των τραπεζών– και υποσχέθηκε να τις βοηθήσει να ενταχθούν στο ευρώ με τις “κατάλληλες πολιτικές”. Οι γνωστές μεταρρυθμίσεις συνίσταντο στο πώς θα ρίξουν το φορολογικό βάρος από τις επιχειρήσεις και τις εταιρείες ακινήτων στους εργαζόμενους, όχι μόνο με τη μορφή του ενιαίου φόρου [κάτι που προτείνεται τώρα και στην Ελλάδα] , αλλά και με ένα είδος ενιαίου φόρου για τις “κοινωνικές υπηρεσίες” που σήμαινε ότι πλήρωναν οι εργαζόμενοι την περίθαλψη π.χ. ως χρήστες αντί να χρηματοδοτούνται η υγεία ή η παιδεία από τον κρατικό προϋπολογισμό με τη φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων. [Πρβλ. τα 25 ευρώ για επίσκεψη στα νοσοκομεία που επέβαλε το ελληνικό υπουργείο Υγείας από 1/1/14.]

Στη Λετονία, όπου δεν υπήρχε μεγάλη ιδιοκτησία δεν υπήρχε και φόρος μεγάλης ιδιοκτησίας. Ούτε και εφαρμόστηκε ποτέ. Αντιθέτως εφαρμόστηκε ο ενιαίος φόρος που τον πληρώνουν ως επί το πλείστον οι εργαζόμενοι και φτάνει σε πολλές περιπτώσεις το 59%. Όταν μια χώρα δεν φορολογεί τις εταιρείες ακινήτων, την άλλη μεγάλη ιδιοκτησία και τους πλούσιους, το φορολογικό βάρος πέφτει στους εργαζόμενους και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να έχουν τεράστιο κόστος και να μην μπορούν να σταθούν στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πραγματικότητα οι χώρες αυτές έγιναν ζώνες εξαγωγών για τα βιομηχανικά προϊόντα και τις τραπεζικές υπηρεσίες των ισχυρών χωρών της ΕΕ.

Ακόμη, οι χώρες αυτές που δεν είχαν καθόλου δημόσιο ή ιδιωτικό χρέος το 1991 φορτώθηκαν με χρέη σε σκληρό νόμισμα, και το μεγαλύτερο μέρος των δανείων δόθηκε με εγγυήσεις περιουσιακών στοιχείων που υπήρχαν από τη σοβιετική περίοδο και για να τροφοδοτήσει τη φούσκα ακινήτων. Έτσι, όταν ξέσπασε η κρίση, οι δυτικές τράπεζες απαίτησαν να πληρωθούν. Το λετονικό κράτος, προκειμένου να διατηρήσει τη σύνδεση του νομίσματός του, του λατς, με το ευρώ και να μη υποστούν απώλειες οι ξένες τράπεζες, εφάρμοσε όλο το πακέτο των μέτρων που επέβαλε η ΕΕ. Μόνο η διάσωση της τράπεζας Parex * κόστισε το 20% του προϋπολογισμού. Συνεπώς, h Λετονία βρέθηκε σε ανάγκη για δανεικά και η Κομισιόν έσπευσε να τη “βοηθήσει” με δάνειο 7,5 δισ. ευρώ και μέτοχο το ΔΝΤ, καθώς και με τη γνωστή στην Ελλάδα διαδικασία της εποπτείας και των αξιολογήσεων. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε πτώση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 25%, σε ανεργία 22%, σε μείωση μισθών και συντάξεων κατά 30% και σε απόλυση των μισών δημόσιων υπαλλήλων της χώρας, στο κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών, όσων είχαν απομείνει δηλαδή ύστερα από το ξήλωμα του εκτεταμένου συστήματος κοινωνικής αγαθών επί σοβιετικής εποχής.

Αυτό ήταν το πρότυπο που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες του Νότου. Τέτοιες πολιτικές δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν χωρίς μεγάλες ανατροπές, αν δεν υπήρχαν οι καταναγκαστικοί μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Γι’ αυτό εξάλλου και οι εγχώριες άρχουσες τάξεις εναπόθεσαν τμήμα της κυριαρχίας τους σ’ αυτούς τους υπερεθνικούς οργανισμούς.

Δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει πρόβλημα

Σήμερα, το ερώτημα που έθετε ο Χάντσον σε εκείνο το άρθρο του, αν δηλαδή αυτό που συνέβη στη Λετονία και σε άλλες μετασοβιετικές κοινωνίες ήταν μια πρόβα για τις υπόλοιπες χώρες, έχει ήδη απαντηθεί.

Όμως έθετε και άλλο ένα ερώτημα: γιατί δεν υπήρξε λαϊκή αντίδραση;

Ο ίδιος σε ένα άλλο άρθρο του, το 2013, απαντά:

No People, No Problem’: the Great Latvian Exodus”. (Δεν υπάρχουν άνθρωποι, δεν υπάρχει πρόβλημα: η μεγάλη έξοδος των Λετονών.)

Η Λετονία το 1991 είχε πληθυσμό 2,7 εκατ. και ρυθμό γεννήσεων που αναπλήρωναν τη φυσική μείωση λόγω θανάτων. Το 2010 είχε 1,8 εκατ. και ο αριθμός αυτός αμφισβητείται από πολλούς, εφόσον η κυβέρνηση καταγράφει ως μόνιμους κατοίκους ακόμη και όσους επισκέπτονται τη χώρα για να δουν συγγενείς, ενώ οι γεννήσεις έχουν μειωθεί κατακόρυφα. Από το 2004 που εντάχθηκε στην ΕΕ, η Λετονία έχασε το 10% του πληθυσμού της. Η μετανάστευση εντάθηκε στα χρόνια της κρίσης 2008-2010, όταν έφυγε το πιο μορφωμένο και παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού. Ύστερα από κάποιες λαϊκές αντιδράσεις στα μέτρα λιτότητας, οι Λετονοί πήραν των οματιών τους και έφυγαν, καθώς η οικονομία συντριβόταν και η κυβέρνηση εφάρμοζε όλο και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας.

Οι οπαδοί της λιτότητας θριαμβολογούν ότι στη Λετονία έχουν πραγματοποιηθεί δύο εκλογικές αναμετρήσεις και θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει την οικονομική της πολιτική. Όμως, εκτός του ότι στις χώρες που διοικούνται ουσιαστικά από διεθνείς οργανισμούς του κεφαλαίου, όπως η Ευρωζώνη/ΕΕ, εφαρμόζεται κατά βάση η ίδια πολιτική, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κομμάτων και των κυβερνήσεων, κάτι που επιβεβαίωσε και η περίπτωση της Κύπρου, αποκρύπτουν βασικά στοιχεία που εξηγούν γιατί η πολιτική ελίτ της Λετονίας κατάφερε να παραμείνει σταθερή τα τελευταία 20 χρόνια. Ο πληθυσμός της Λετονίας έγινε έρμαιο μιας εθνοτικής αντιπαράθεσης μεταξύ γηγενών και Ρώσων που εν μέρει έχει πραγματική βάση, αλλά κυρίως αποτέλεσε μέσο χειραγώγησης. Έτσι οι δύο εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις, πριν και μετά από την κρίση του 2008-2010, περιστράφηκαν γύρω από εθνοτικά ζητήματα. Η πολιτική της λιτότητας συνδέθηκε κυρίως με τα εθνοτικά λετονικά κόμματα, ενώ οι πιο χαλαρές δημοσιονομικές πολιτικές με τα εθνοτικά ρωσικά κόμματα. Οι δύο εθνοτικές ομάδες έχουν εσωτερικές διαιρέσεις όσον αφορά την οικονομική πολιτική, αλλά το γενικό πλαίσιο της εθνοτικής αντιπαράθεσης διασφάλισε ότι τα υπέρ της της λιτότητας κόμματα θα επικρατούσαν σε μια χώρα όπου ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού νιώθει αντιπάθεια για τους Ρώσους. Με την κατάλληλη ώθηση βεβαίως εκ μέρους της ΕΕ, όπως είδαμε πρόσφατα και στην Ουκρανία.

Από μια άποψη λοιπόν, η Λετονία είναι όντως μια ιδανική χώρα της ευρωζωνικής περιφέρειας, το παράδειγμα προς μίμηση που προβάλλουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι: Οι τράπεζες, οι κερδοσκόποι και τα πλυντήρια χρήματος αλωνίζουν, τα μερίσματα και οι εταιρείες ακινήτων δεν φορολογούνται, οι πρώτες ύλες μεταφέρονται στις πλούσιες σκανδιναβικές χώρες, στελέχη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος διευθύνουν βασικά τραπεζικά ιδρύματα, το χρήμα μπαινοβγαίνει ανενόχλητο, ο πληθυσμός ζει με ελάχιστα ευρώ και τρέφεται σε συσσίτια , το μορφωμένο και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό μεταναστεύει, τα συνδικάτα είναι αποδυναμωμένα, η εργασιακή και κοινωνική προστασία ανύπαρκτη, η κοινωνία σπαράσσεται από εθνοτικές διαφορές. Ο καλύτερος από όλους τους δυνατούς κόσμους για τους ισχυρούς της ΕΕ.

Το ευρωπαϊκό Mezzogiorno

Αν, όμως, η Λετονία διαφημίζεται από τους ιθύνοντες της Ευρωζώνης ως η χώρα-υπόδειγμα που επιβραβεύεται με την πανηγυρική της είσοδο σ’ αυτήν, τι είδους ανάπτυξη και τι είδους πρότυπο συνεργασίας χωρών προωθούν; Η απάντηση έχει μεγάλη σημασία γιατί δεν αφορά μόνο τους χειρισμούς σε περίοδο κρίσης, αλλά και τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις, ακόμη κι αν δεχθεί κανείς ότι στις χώρες της κρίσης κάποια στιγμή θα παρατηρηθούν ρυθμοί ανάκαμψης, όπως συνέβη στη Λετονία.**

Την απάντηση τη δίνει ο Μάρκο Τζιούλι, ερευνητής στο Madariaga – College of Europe Foundation που προωθεί την έρευνα για το ρόλο της ΕΕ, ένας καθ’ όλα ευρωπαϊστής, σε άρθρο του στο SocialEuropeJournal (2/10/2013), όπου πραγματεύεται την είσοδο της Λετονίας στην Ευρωζώνη.

Το γεγονός ότι η Λετονία εντάσσεται στην Ευρωζώνη ως “ζωντανή διαφήμιση της λιτότητας” “, γράφει, “δείχνει … ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση σκόπιμα δρομολογεί το μετασχηματισμό της σε ένα μπλοκ πλεονασματικών χωρών με τη συντριβή της εσωτερικής ζήτησης . Το λετονικό μοντέλο λιτότητας αντιπροσωπεύει μια οικονομία εξαγωγική, χαμηλής ειδίκευσης και χαμηλών μισθών, δομικά επηρεασμένη από τη δημογραφική μείωση και τη χαμηλή παραγωγικότητα. Τόσο η Λετονία όσο και οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης μετατρέπονται σε εφεδρικό εργατικό δυναμικό που θα επιτρέπει στο βιομηχανικό πυρήνα της Ευρωζώνης να διατηρεί περιορισμένους τους μισθούς και να συγκρατεί μια οικονομική μεγέθυνση με πλεονάσματα, δημιουργούν, με άλλα λόγια, ένα ευρωπαϊκό Mezzogiorno (περιοχή οικονομικής, κοινωνικής καθυστέρησης και φτώχειας όπου αλωνίζουν οι μαφίες)”.

Σημειώσεις

* Η τελετή ένταξης στο ευρώ έγινε στην τοποθεσία που άρχισε η κρίση της Λετονίας το 2008, στην πρώην έδρα της τράπεζας Parexπου κατέρρευσε και τώρα είναι η έδρα της τράπεζας Citatele, η οποία πήρε το τμήμα της Parex για το οποίο εγγυήθηκε το λετονικό κράτος, την ανακεφαλαιοποίησε και της παρέσχε ρευστότητα με την ευλογία της Κομισιόν (ανακοίνωση Τύπου: “State aid: Commission clears restructuring of Latvian bank Parex” 15/9/2010). Σ’ όλη αυτή τη συναλλαγή ενεπλάκη και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) που υποτίθεται ότι αγόρασε το 25% των μετοχών. Η Parex είναι μια μεγάλη αμαρτία όπως και όλο το τραπεζικό σύστημα της Λετονίας, το οποίο συγκρότησαν οι Δυτικοί μετά το 1991. Η υπόθεση της τράπεζας Parex αξίζει μια πιο εκτενή αναφορά γιατί αποκαλύπτει το ρόλο της ΕΤΑΑ και των αρχών των Βρυξελλών, καθώς και πολλών άλλων επιτροπών κεφαλαιαγοράς, όπως π.χ. της βρετανικής, αλλά και το ρόλο διεθνών ΜΜΕ στη συγκάλυψη τραπεζικών απατών, όταν εμπλέκονται “μεγάλοι” όπως η ΕΤΑΑ. Το μπλογκ Lawless Latviaσημειώνει: “Η εγκληματική επίθεση της ΕΤΑΑ εναντίον των λαών της Ανατ. Ευρώπης διεξάγεται εδώ και δύο δεκαετίες χωρίς ορατό τέλος. Στη δεκαετία του 1990, η ΕΤΑΑ χρηματοδότησε πολλές εγκληματικές τράπεζες στη Ρωσία με χρήματα των φορολογουμένων. Το 2009, η ΕΤΑΑ συγκάλυψε την απάτη στην τράπεζα Parexμε απατηλή αγορά μετοχών και τώρα με τη βοήθεια της [βρετανικής] εταιρείας συμβούλων Deloitte εξαπολύει εγκληματική επίθεση στο λαό της Λιθουανίας… Η ΕΤΑΑ αγόρασε μετοχές της Parex με μια μυστική συμφωνία να πουλήσει αυτά τα σκουπίδια στη λετονική κυβέρνηση, ο σκοπός ήταν να εξαπατήσει….”.

Την 1/3/2013, η εφημερίδα “The Lithuanian Tribune” δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο αναφέρονταν τα εξής σχετικά με μια έρευνα για το ρόλο της ΕΤΑΑ: “οι εκδότες δύο μεγάλων διεθνών ειδησεογραφικών ομίλων ανέθεσαν σε δημοσιογράφους να γράψουν σχετικά ρεπορτάζ. Είχε νόημα να ασχοληθούν τα ΜΜΕ, επειδή η ΕΤΑΑ χρηματοδοτείται από φορολογούμενους 61 χωρών και η Parexείχε προκαλέσει την οικονομική κατάρρευση μιας χώρας-μέλους της ΕΕ. Και οι δύο δημοσιογράφοι συγκέντρωσαν καινούργια στοιχεία που στήριζαν τα παλιότερα. Όμως, οι εκδότες αρνήθηκαν να τα δημοσιεύσουν”.

Το άρθρο αναφέρει ότι τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί περιλάμβαναν μια έκθεση της εταιρείας Nomuraπου είχε διαρρεύσει και ύστερα από πιέσεις της λετονικής κυβέρνησης και της ΕΤΑΑ ο ιστότοπος [http://www.kargins.com/] που την είχε ανεβάσει έκλεισε. Το ότι η ΕΤΑΑ είχε δαπανήσει εκατ. ευρώ αγοράζοντας μετοχές-σκουπίδια. Και το ότι η ΕΤΑΑ πήρε μετοχές της Citadeleενώ οι άλλοι μέτοχοι της μειοψηφίας της Parexδεν πήραν. Η εφημερίδα σημειώνει ότι όλα αυτά δείχνουν ότι πιθανώς όλες οι συναλλαγές της ΕΤΑΑ στην Ανατ. Ευρώπη και στην Κεντρική Ασία περιλάμβαναν δικαιώματα προαίρεσης μετοχών προς μελλοντική πώληση και άρα ήταν ένα είδος απάτης. Και αναρωτιέται ο συντάκτης: μήπως γι΄ αυτό η ΕΤΑΑ χρηματοδοτεί επανειλημμένα σκανδαλώδη προγράμματα με διαβόητους εταίρους σε όλη την περιοχή;

Το μπλογκ Lawless Latvia σημειώνει επίσης: “η βρετανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνώριζε για τις απάτες και το ξέπλυμα χρήματος της Parex επί πολλά χρόνια και επέλεξε να μην κάνει τίποτε παρόλο που η Parex δανειζόταν εκατοντάδες εκατ. ευρώ στο Λονδίνο. Αυτά τα χρήματα εξαφανίστηκαν και τα δάνεια αποπληρώθηκαν από τη λετονική κυβέρνηση με δανεικά χρήματα”.

Οι όροι γι’ αυτά τα δάνεια που πήρε η κυβέρνηση της Λετονίας επέφεραν την ύφεση, την ανεργία και την κοινωνική κατάρρευση.

**Αξίζει τον κόπο να γίνει μια σύντομη αναφορά στην αποκαλούμενη ανάκαμψη της Λετονίας. Αυτή προήλθε κυρίως από τον τραπεζικό (υπεράκτιο) τομέα που προσελκύει και διοχετεύει τη φυγή κεφαλαίων και εμπλέκεται σε πλήθος κερδοσκοπικών απατών. (Στη Λετονία το 48,9% των καταθέσεων ανήκει σε μη κατοίκους της χώρας, σε σύγκριση με το 43% της Ελβετίας –του διαχρονικού παραδείσου φορολογικής απάτης– και με το 37% της Κύπρου). Η λετονική κυβέρνηση, με τη στήριξη της Κομισιόν, υπερασπίστηκε τον υπεράκτιο τραπεζικό τομέα με κάθε τίμημα, επιβάλλοντας μεταξύ άλλων σκληρή λιτότητα στον πληθυσμόΕπίσης, η άμεση αντίδραση της Λετονίας στην κρίση ήταν η μαζική κοπή δασών που είχε κληρονομήσει από τη σοβιετική περίοδο, όταν έγινε εκτεταμένη αναδάσωση αγροτικών γαιών. Η αύξηση των εξαγωγών σ’ αυτό τον τομέα απεικονίζει την απογύμνωση της χώρας από περιουσιακά στοιχεία, όπως ακριβώς έγινε στη μετασοβιετική περίοδο, προκαλώντας μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή (παίρνοντας υπόψη το βόρειο πλάτος της Λετονίας, χρειάζονται 50-100 χρόνια για να αναπληρωθούν τα κομμένα δέντρα) και στερώντας τη χώρα από ένα σημαντικό πόρο. Ταυτόχρονα, το ότι η Λετονία αποβιομηχανίστηκε τα τελευταία 20 χρόνια σημαίνει ότι σχεδόν κάθε αμελητέα αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής εκφράζεται ποσοστιαία πολύ μεγάλη. Είναι όπως το παλιό ανέκδοτο με την κατά 100% αύξηση παραγωγής αλβανικών υποβρυχίων, που από 1 έγιναν 2….

(τα στοιχεία από M. Hudson, “Latvia’s Economic Disaster as a Neoliberal Success Story: A Model for Europe and the US?”, 3/1/2013, και από το “The National Interest”).

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει…

Υπάρχει μια διελκυστίνδα στη συζήτηση που γίνεται περί δύο άκρων που βοηθάει το κυβερνητικό στρατόπεδο. Και αυτή έχει να κάνει με το ότι οι δύο βασικοί παίκτες του επικοινωνιακού παιχνιδιού, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να κρυφτούν γύρω από έναν κατά φαντασίαν μεσαίο χώρο, ένα υποτιθέμενο παλιότερο συνταγματικό πλαίσιο των «ήρεμων» χρόνων της μεταπολίτευσης, όπου στα θεμέλια του έγραφε τις φράσεις Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Κοινοβούλιο ως εγγυητής των Κοινωνικών Συμβολαίων, Αγορά. Όπου τα κοινωνικά κινήματα ή τα συνδικάτα ήταν «θεσμοί της δημοκρατίας» και γινόταν παραχωρήσεις σε διεκδικήσεις τους, επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή τους και όχι την καταστολή τους. Ξεχνιέται όμως ότι τώρα τα κινήματα αντιμετωπίζονται ως άκρο, ως εχθρός λαός, ως εν δυνάμει φυτώρια τρομοκρατών.

Κατηγορεί η ΝΔ, με ασφαλίτικη λογική, το ΣΥΡΙΖΑ ότι γειτνιάζει με βίαια κινήματα, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η ΝΔ είναι αυτή που γειτνιάζει με το άκρο της ΧΑ. Επιμένει η ΝΔ ότι η βία είναι μονοπώλιο του (μνημονιακού) κράτους, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ με γενικόλογη υπεράσπιση της δημοκρατίας και κατηγορεί τη ΝΔ για διχαστική λογική. Έτσι η συζήτηση για τα δύο άκρα και τη βία γίνεται με τους κυβερνητικούς πολιτικούς, ιδεολογικούς αλλά και επικοινωνιακούς όρους. Με όρους μεσαίου χώρου, σεβασμού της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής ομαλότητας, σεβασμού του αστικού πολιτικού παιχνιδιού με όρους κομμάτων, δηλώσεων, γκάλοπ, επικοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη μοναδική ευκαιρία που είχαν να μιλήσουν οι «μάζες» στο δρόμο, γύρω από τις συλλήψεις των Χρυσαυγιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε από προβοκάτσιες μέχρι αστοχία στο να βγει η αντιφασιστική πορεία από το Σύνταγμα και να κατευθυνθεί στη Μεσογείων, στα γραφεία των ναζί.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα όμως δεν είναι μια επικοινωνιακή συζήτηση. Είναι μια συζήτηση που έχει ιδεολογικές, ιστορικές και τελικά πολιτικές παραμέτρους.

Η προσπάθεια που ξεκίνησε από αντιδραστικούς ιστορικούς και επισημοποιήθηκε-θεσμοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (των τραπεζιτών για να μη ξεχνιόμαστε), περί καταδίκης του φασισμού ταυτόχρονα με τον κομμουνισμό σαν τις δύο όψεις του ίδιου ολοκληρωτισμού έχει ξεκάθαρο στόχο. Και αυτός είναι να σβηστεί από τις μνήμες των λαών η τεράστια αντιφασιστική – και γενικά προοδευτική – προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος και να ταυτιστεί με το αποκρουστικό πρόσωπο του Χιτλερισμού. Να αποκρουστεί ως βίαιο κάθε μελλοντικό κίνημα μαζών, όπως ήταν το κομμουνιστικό κίνημα, και να θεωρείται «νόμιμο» μόνο το στημένο κοινοβουλευτικό πλαίσιο μεταξύ κομμάτων, ΜΜΕ, επιχειρηματικών κύκλων.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα λοιπόν, προϋπήρξε των πολιτικών αναγκαιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Το θέμα είναι ότι η αριστερά έχει πικρή εμπειρία, απ’ όσες φορές προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν είναι ακραία, όποτε προσπάθησε να κατευνάσει το θηρίο, να αποδείξει ότι αξιακά είναι εναντίον της βίας και μόνο σαν αυτοάμυνα μπορεί να την αποδεχθεί. Το πλήρωσε μια φορά μετά τον πόλεμο. Όταν η δεξιά έβριζε τους ήρωες της εθνικής αντίστασης κομμουνιστοσυμμορίτες, εαμοβούλγαρους, προδοτες του έθνους. Η απάντηση της Αριστεράς ήταν η επίδειξη υπευθυνότητας, σύνεσης, δημοκρατικής νομιμότητας, εθνικής ενότητας. Και εισέπραξε την ωμή επίθεση των Άγγλων, οι οποίοι έκαναν σαφές ότι εθνική ενότητα με μια Αριστερά που διεκδικεί τη λαοκρατία δεν θα υπάρξει. Αργότερα, στα καλέσματα για ομαλότητα και δημοκρατία η Αριστερά εισέπραττε πογκρόμ βίας από τους δεξιούς παρακρατικούς, πρώην συνεργάτες των Ναζί και μετέπειτα εγγυητές της αστικής ομαλότητας και Αμερικάνικης επικυριαρχίας.

Ίδια πικρή είναι και η πείρα όταν η αριστερά περιόριζε την ταυτότητά της στο «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», του μετεμφυλιακού κράτους για να αποδείξει ότι θα αποτελέσει παράγοντα ομαλότητας, εισπράττοντας νεκρούς, διώξεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις, και τελικά έπεσε απροετοίμαστη μπροστά στη μέγιστη κλιμάκωση του «μονοπωλίου της βίας τους κράτους» που ήταν η χούντα.

Οι προσπάθειες κατευνασμού δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικές.

Σήμερα; Μπορεί να αντιμετωπιστεί η θεωρία των δύο άκρων με την επιστημονική – ηθική επίκληση ότι είναι ανιστόρητη; Μπορεί να αντιμετωπιστούν οι αφόρητες πιέσεις προς την αριστερά με μια διελκυστίνδα διεκδίκησης του μεσαίου χώρου; Με ανταγωνισμό μεταξύ δεξιάς και αριστεράς για το ποιος εγγυάται περισσότερο την ομαλότητα, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τον κοινοβουλευτισμό; Μήπως και το ποιος έχει την πιο πειστική πρόταση προς τους δανειστές για την βιωσιμότητα του χρέους (όπως είχε βεβαιώσει σχετικά ο Α. Τσίπρας το καλοκαίρι);

Κάθε πολιτική βασίζεται σε κάποια ιδεολογικά θεμέλια. Οι σύμβουλοι του Πρωθυπουργού έχουν τέτοια θεμέλια. Κάποιοι εξ αυτών είναι και ιδιαίτερα διαβασμένοι για τα αντίστοιχα θεμέλια της αριστεράς. Ένας τέτοιος είναι ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, πρώην στέλεχος της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς και νυν ακροδεξιός.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά που είναι εγκλωβισμένη στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι, δεν μπορεί να κάνει αριστερή πολιτική.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά μόνο με κινήματα μαζών, μόνο με μεγάλα μαζικά λαϊκά κινήματα στο δρόμο και στους χώρους εργασίας, σπουδών και διαβίωσης μπορεί να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ της, γιατί ακριβώς είναι η δύναμη που υπερασπίζεται την κοινωνική πλειοψηφία, τον κόσμο της εργασίας που είναι οι μη έχοντες χρήμα και μέσα εξουσίας.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι τέτοια κινήματα μαζών αντιμετωπίζονται με το «κρατικό μονοπώλιο στη βία». Με τις ορδές των ΜΑΤ, των ΔΙΑΣ και όλων αυτών των νέων μιλιταριστικών αστυνομικών σωμάτων καταστολής του λαού. Η πλατεία Συντάγματος και το καλοκαίρι του 2011 δεν είναι μακριά.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει ότι το όργιο παραπληροφόρησης και ΜΜΕ, εκβιασμών των ψηφοφόρων, εκβιασμών από την Τρόικα, πελατειακών δεσμών, χρηματοδότησης από την επιχειρηματική ελίτ και καλπονοθευτικών νόμων που ονομάζεται ελληνική μνημονιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το πεδίο τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αριστερά, ακόμα και αν σε υποτιθέμενες εκλογές βγει πρώτη, θα είναι εγκλωβισμένη.

Η Αριστερά πρέπει να μιλήσει καθαρά. Αγωνίζεται για την ισότητα και την δικαιοσύνη. Και αναγνωρίζει τη νομιμότητα που πηγάζει από αυτήν. Η ευρω-μνημονιακή νομιμότητα και ομαλότητα διευρύνει εκρηκτικά την αδικία και την ανισότητα. Η αριστερά ως εκ τούτου είναι εκτός ευρω-μνημονιακού τόξου. Και καλεί και οργανώνει συγχρόνως το ξήλωμα, με κοινοβουλευτικό αλλά κυρίως με μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα στο δρόμο, στους χώρους δουλειάς και στις πλατείες.

Είναι σωστό ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που κουρελιάζει το Σύνταγμα. Η Αριστερά όμως δεν υπερασπίζεται απλά το Σύνταγμα ως πλαίσιο κοινοβουλευτικής εναλλαγής, αλλά ως ελάχιστη βάση λαϊκών δικαιωμάτων και προστασίας του λαού απέναντι στην εξουσία. Δεν μένει όμως εκεί. Διεκδικεί ένα άλλο πλαίσιο δημοκρατίας και λαϊκής συμμετοχής, μια άλλη λαϊκή εξουσία, ένα άλλο, πιο δημοκρατικό, γνήσια λαϊκό και ριζοσπαστικό Σύνταγμα υπέρ των εργατικών συμφερόντων. Και αυτό δεν θα γίνει με μια κοινοβουλευτική εναλλαγή στις επόμενες εκλογές ούτε με μια συνταγματική αναθεώρηση. Δεν θα γίνει χωρίς την μαζική λαϊκή παρέμβαση εκτός κοινοβουλίου, χωρίς το λαϊκό ξεσηκωμό.

Σύμφωνα με τα κριτήρια και το συνταγματικό πλαίσιο του Χρύσανθου Λαζαρίδη, μια τέτοια αλλαγή θα χαρακτηριστεί βίαιη και εκτός συνταγματικού τόξου. Για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που υπηρετεί, βία είναι η ορμητική είσοδος των λαών στο προσκήνιο για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ακόμα κι όταν κατεβαίνουν «ειρηνικά» στο δρόμο. Είτε για να ανατρέψουν στρατιωτικές χούντες, όπως έγινε στην Ελλάδα, είτε για να ανατρέψουν οικονομικές δικτατορίες με κοινοβουλευτικό μανδύα, όπως έγινε στη Βενεζουέλα, στην Ισλανδία, στην Αργεντινή και αλλού. Και αυτό το ξέρει ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και προετοιμάζεται. Δεν τραβάει, αυτός και η κυβέρνηση, τα πράγματα στα άκρα από ιδεολογικό φανατισμό αλλά από πολιτική σκοπιμότητα. Η Αριστερά δεν προετοιμάζεται και ακόμα χειρότερα ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίζεται στο επικοινωνιακό παιχνίδι. Πιστεύει ότι το θηρίο που λέγεται κρίση, μνημόνια, δανειστές και κυβερνήσεις τους μπορεί να κατευναστεί με επικλήσεις ενάντια στις διχαστικές λογικές. Κάνει λάθος. Η πολιτική του κατευνασμού γιγαντώνει το θηρίο.