Γερμανία: το τέλος της ηγεμονίας στην ΕΕ;
Το παρακάτω άρθρο του οικονομολόγου Michael Roberts γράφηκε πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών στη Θουριγγία και τη Σαξονία όπου η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” κατέκτησε την πρώτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα ενώ τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού υπέστησαν συντριβή. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη βασική εκτίμηση του άρθρου, ότι η Γερμανία διέρχεται βαθιά οικονομική κρίση που παράγει πολιτικές ανατροπές και κρίση ηγεμονίας στην ΕΕ. Ανεξάρτητα από επιμέρους εκτιμήσεις στις οποίες μπορεί κανείς να διατηρεί επιφυλάξεις, ο Roberts θέτει επί τάπητος τη βασική πλευρά της κρίσης σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στη Γερμανία και στη Γαλλία που δεν είναι άλλος από την οικονομική στασιμότητα. Τόσο η πανδημία, όσο και κυρίως ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν κοστίσει ανυπολόγιστα στην Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία που ως χώρα παραγωγός λυγίζει κάτω από την ενεργειακή ακρίβεια την οποία επέβαλαν οι βλέψεις της Ουάσινγκτον στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Σήμερα (στμ 1/9/2024) διεξάγονται εκλογές σε δύο μεγάλα επαρχιακά κρατίδια (Lander) στην ανατολική Γερμανία Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι προηγούνται τα ευρωσκεπτικιστικά, αντιμεταναστευτικά, ρωσόφιλα κόμματα, τόσο της ακροδεξιάς όσο και της νέας αριστεράς. Τα κόμματα του σημερινού ομοσπονδιακού συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των λεγόμενων Ελεύθερων Δημοκρατών αποδεκατίζονται σε σημείο ανυπαρξίας σε αυτά τα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Τα τρία ανατολικά κρατίδια μαζί φιλοξενούν περίπου 8,5 εκατομμύρια ανθρώπους, αποτελώντας το 10% του πληθυσμού της Γερμανίας. Αλλά δεν είναι μόνο σε αυτά τα κρατίδια που το «κέντρο» της γερμανικής πολιτικής καταρρέει. Τα τρία κόμματα της κυβέρνησης συνασπισμού του καγκελάριου Σολτς είδαν το συνδυασμένο ποσοστό τους να πέφτει από πάνω από το 50% στα τέλη του 2021, σε λιγότερο από το ένα τρίτο σήμερα.
Σε αυτές τις εκλογές στο κρατίδιο, το δεξιό ισλαμοφοβικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) αναμένεται να συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 30% στη Θουριγγία και τη Σαξονία, με την προοπτική να κερδίσει την εξουσία στην πρώτη. Ο Bjorn Höcke, ο οποίος έχει ήδη καταδικαστεί δύο φορές για τη χρήση απαγορευμένων ναζιστικών συνθημάτων, είναι ο ηγέτης του AfD στη Θουριγγία. Αλλά και ένα νέο αριστερό κόμμα, με το ομώνυμο όνομα Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW), αναμένεται να λάβει έως και 15-20% των ψήφων.
Η Γερμανία αντιμετωπίζει μια έξαρση της μετανάστευσης, καθώς ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου έφτασε τις 334.000 το 2023. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 56% των Γερμανών δήλωσε ότι φοβάται ότι μπορεί να κατακλυστεί από τη μετανάστευση. Φαίνεται λοιπόν ότι η μετανάστευση και ο ρατσισμός είναι οι κινητήριοι μοχλοί της ανόδου του ακροδεξιού AfD. Αλλά η ειρωνεία είναι ότι η ψήφος του AfD βελτιώθηκε κυρίως σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας όπου η μετανάστευση ήταν σχετικά χαμηλή -είναι ο φόβος και όχι η πραγματικότητα που οδηγεί σε τέτοιες προκαταλήψεις και αντιδράσεις.
Εξάλλου, οι Γερμανοί έχουν συνηθίσει τους μετανάστες. Η Γερμανία είναι ο δεύτερος πιο δημοφιλής μεταναστευτικός προορισμός στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ. Πάνω από ένας στους πέντε Γερμανούς (ή περίπου 18,6 εκατομμύρια) έχει τουλάχιστον εν μέρει ρίζες εκτός της χώρας. Αλλά το ζήτημα της μετανάστευσης έγινε τεράστιο ζήτημα στη Γερμανία λόγω της καταστροφής στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία που οδήγησε σε μαζική και γρήγορη εισροή προσφύγων, περίπου 2 εκατ. τα τελευταία δύο χρόνια στη Γερμανία. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες τοποθετήθηκαν στις φτωχότερες περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, που ήδη βρίσκονται υπό την πίεση της φτωχότερης στέγασης, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών.
Η άλλη ειρωνεία είναι ότι η συμπρόεδρος του AfD δεν είναι φτωχή λαϊκίστρια προερχόμενη από τον λαό, αλλά αντίθετα η Alice Weidel είναι πρώην οικονομολόγος της Goldman Sachs και σύμβουλος χρηματοοικονομικών – σαν τον άλλον μεταρρυθμιστή «λαϊκιστή» ηγέτη του Ηνωμένου Βασιλείου Nigel Farage, ο οποίος είναι χρηματιστής. Αυτοί οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου δεν έχουν καμία σχέση με τους απλούς ψηφοφόρους τους, αλλά προσπαθούν να ανέλθουν στην εξουσία με βάση την προκατάληψη και την ψευδολογία. Το φαινόμενο των «λαϊκιστικών» δεξιών εθνικιστικών κομμάτων δεν περιορίζεται στη Γερμανία. Στη Γαλλία υπάρχει ο Εθνικός Συναγερμός, στο Ηνωμένο Βασίλειο το κόμμα της Μεταρρύθμισης και στην Ιταλία έχουμε τους Αδελφούς της Ιταλίας που βρίσκονται πραγματικά στην εξουσία. Πράγματι, σχεδόν σε όλα τα κράτη της ΕΕ, υπάρχουν κόμματα αντίδρασης που συγκεντρώνουν γύρω στο 10-15% των ψήφων, όπως επιβεβαίωσαν οι πρόσφατες εκλογές της Συνέλευσης της ΕΕ.
Για μένα, όλα αυτά είναι προϊόν της Μακράς Κρίσης στις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-9, η οποία έχει πλήξει τους φτωχότερους και λιγότερο οργανωμένους πληθυσμούς της εργατικής τάξης, μαζί με τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους. Έχουν στραφεί στον «εθνικισμό» για μια απάντηση, θεωρώντας ότι οι αιτίες της κατάρρευσής τους είναι οι μετανάστες, οι ελεημοσύνες προς άλλες χώρες της ΕΕ και οι μεγάλες επιχειρήσεις – με αυτή τη σειρά.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί περισσότερο στη Γερμανία εξαιτίας των επακόλουθων επιπτώσεων της πανδημικής ύφεσης και του πολέμου στην Ουκρανία. Η μεγάλη παραγωγική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, έχει ακινητοποιηθεί μετά την πανδημία. Και οι ψήφοι για τα παραδοσιακά κόμματα έχουν καταποντιστεί μαζί της.
Η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας αποκάλυψε το υποκείμενο ζήτημα της «διπλής αγοράς εργασίας» με ένα ολόκληρο στρώμα προσωρινών εργαζομένων μερικής απασχόλησης για τις γερμανικές επιχειρήσεις με πολύ χαμηλούς μισθούς. Περίπου το ένα τέταρτο του γερμανικού εργατικού δυναμικού λαμβάνει σήμερα μισθό «χαμηλού εισοδήματος», σύμφωνα με τον κοινό ορισμό, ο οποίος είναι μικρότερος από τα δύο τρίτα του μέσου όρου, ποσοστό που είναι υψηλότερο και από τις 17 ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από τη Λιθουανία. Αυτό το φθηνό εργατικό δυναμικό, συγκεντρωμένο στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, βρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με τον τεράστιο αριθμό προσφύγων που καταφθάνουν τα τελευταία δύο χρόνια. Έτσι πολλοί ψηφοφόροι της ανατολικής Γερμανίας πιστεύουν ότι το πρόβλημα είναι η μετανάστευση.
Αλλά κάτω από τη βιτρίνα βρίσκεται η επιδείνωση της γερμανικής οικονομίας, που πλήττει ιδιαίτερα την ανατολική χώρα. Η Γερμανία είναι το πολυπληθέστερο κράτος της ΕΕ και η βασική οικονομική της δύναμη, καθώς αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% του ΑΕΠ του μπλοκ. Η μεταποίηση εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το 23% της γερμανικής οικονομίας, σε σύγκριση με το 12% στις ΗΠΑ και το 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και η μεταποίηση απασχολεί το 19% του γερμανικού εργατικού δυναμικού, έναντι 10% στις ΗΠΑ και 9% στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αλλά αυτή η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε ύφεση. Το πραγματικό ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 μειώθηκε κατά 0,1% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2024 και κατά το ίδιο ποσό σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Πράγματι, το πραγματικό ΑΕΠ της Γερμανίας δεν παρουσίασε καμία αύξηση για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα και έχει πραγματικά μείνει στάσιμο τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Η γερμανική κυβέρνηση ακολούθησε δουλοπρεπώς τις πολιτικές της δυτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ και τερμάτισε την εξάρτησή της από τη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία –μάλιστα συμφώνησε ακόμη και με την ανατίναξη του ζωτικού αγωγού φυσικού αερίου Nordstream. Το ενεργειακό κόστος έχει εκτοξευθεί στα ύψη για τα γερμανικά νοικοκυριά.
Πράγματι, οι πραγματικοί μισθοί στη Γερμανία εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, όπως και σε πολλές χώρες της ΕΕ.
Αλλά πιο σημαντικό για το γερμανικό κεφάλαιο είναι το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος για τους κατασκευαστές. Το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο (DIHK) σχολιάζει: “Οι υψηλές τιμές της ενέργειας επηρεάζουν επίσης τις επενδυτικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων και συνεπώς την ικανότητά τους να καινοτομούν. Περισσότερο από το ένα τρίτο των βιομηχανικών επιχειρήσεων δηλώνουν ότι είναι σε θέση να επενδύσουν σήμερα λιγότερο σε βασικές επιχειρησιακές διαδικασίες λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας. Το ένα τέταρτο δηλώνει ότι μπορεί να ασχοληθεί με την προστασία του κλίματος με λιγότερους πόρους και το ένα πέμπτο των βιομηχανικών εταιρειών πρέπει να αναβάλει τις επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία». «Εκτός από τη σχεδιαζόμενη μετεγκατάσταση της παραγωγής, αυτό αποτελεί άλλη μια οξεία απειλή για τη Γερμανία ως βιομηχανική τοποθεσία», προειδοποιεί ο Achim Dercks (DIHK). «Εάν οι ίδιες οι εταιρείες δεν επενδύουν πλέον στις βασικές τους διαδικασίες, αυτό θα ισοδυναμεί με σταδιακή αποσύνθεση».
Το περασμένο καλοκαίρι, το ΔΝΤ υπολόγιζε ότι αυτό το αυξανόμενο κόστος θα μείωνε τη δυνητική οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας έως και 1,25% ετησίως, «ανάλογα με την τελική
μέγεθος του σοκ των ενεργειακών τιμών και το βαθμό στον οποίο η αυξημένη ενεργειακή απόδοση μπορεί να το μετριάσει».
Τα τελευταία τρία χρόνια, η μεταποιητική δραστηριότητα έχει καταρρεύσει.
Επίσης, η ανάκαμψη της κερδοφορίας για το γερμανικό κεφάλαιο από την αρχή του ευρώ, η μετεγκατάσταση βιομηχανικού δυναμικού στα ανατολικά της ΕΕ και οι χαμηλοί μισθοί για μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού έχουν τελειώσει. Η κερδοφορία του γερμανικού κεφαλαίου άρχισε να μειώνεται στη Μεγάλη Ύφεση και μέσω της Μακράς Κρίσης της δεκαετίας του 2010. Αλλά η μεγαλύτερη πτώση ήρθε στην πανδημία και η κερδοφορία βρίσκεται τώρα σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.
Πηγή: EWPT 7.0 και βάση δεδομένων AMECO.
Ακόμη χειρότερα, η μάζα των κερδών έχει επίσης αρχίσει να μειώνεται, καθώς το αυξανόμενο κόστος παραγωγής (ενέργεια, μεταφορές, εξαρτήματα) κατατρώει τα έσοδα. Και όταν τα συνολικά κέρδη μειώνονται, θα ακολουθήσει κατάρρευση των επενδύσεων και ύφεση.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ένα υποκατάστατο των επενδύσεων) συρρικνώνεται.
Αυτό με φέρνει στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι ότι η κατάντια της Γερμανίας οφείλεται στην έλλειψη καταναλωτικής ζήτησης και στην «υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα». Υποστηρίζεται ότι το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας (εξαγωγές έναντι εισαγωγών) δείχνει μια «ανισορροπία» στην οικονομία που θα πρέπει να διορθωθεί με την αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτό όμως είναι ανοησία. Αν εξετάσουμε τις συνιστώσες του γερμανικού πραγματικού ΑΕΠ από την έναρξη της πανδημικής ύφεσης το 2020, μπορούμε να δούμε ότι η ύφεση της Γερμανίας δεν ήταν αποτέλεσμα της ύφεσης της κατανάλωσης (αύξηση 1%), αλλά των επενδύσεων. Η πτώση της κερδοφορίας και των κερδών οδήγησε σε πτώση των επενδύσεων (πτώση 7%).
Επίσης, η Γερμανία δεν «πλημμυρίζει» τον κόσμο με τις εξαγωγές της. Το εμπορικό πλεόνασμα με τον υπόλοιπο κόσμο είναι σχεδόν αμετάβλητο στα 20 δισ. ευρώ ετησίως, όπως και στα χρόνια της δεκαετίας του 2010.
Οι εξαγωγές αγαθών είναι λίγο πολύ σταθερές- οι εισαγωγές είναι αυτές που μειώθηκαν μετά την πανδημία, καθώς οι Γερμανοί κατασκευαστές περιόρισαν την παραγωγή και τη χρήση πρώτων υλών και εξαρτημάτων.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν απότομα για να προσπαθήσουν να μετριάσουν τον αντίκτυπο της απώλειας θέσεων εργασίας και μισθών. Αλλά μόλις τελείωσε αυτό, η κυβέρνηση συνασπισμού εφάρμοσε μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας, υποτίθεται για να συμμορφωθεί με τις αυστηρές επιταγές της Επιτροπής της ΕΕ και το γερμανικό σύνταγμα που ορίζει ότι το κράτος «μπορεί να ξοδεύει μόνο όσα χρήματα κερδίζει».
Η κυβέρνηση πάγωσε τα σχέδια χρηματοδότησης για το κλίμα και τον εκσυγχρονισμό και κάλυψε με μέτρα λιτότητας μια «τρύπα» 17 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της. Αυτό περιελάμβανε την κατάργηση της επιδότησης ντίζελ για τα γεωργικά οχήματα, η οποία προκάλεσε οργισμένες διαμαρτυρίες των αγροτών. Τρακτέρ εισέβαλαν σε πόλεις και απέκλεισαν αρκετούς κόμβους αυτοκινητοδρόμων. Η αναστάτωση για εκατομμύρια μετακινούμενους επιδεινώθηκε από την απεργία των μηχανοδηγών στο υπό διάλυση ιδιωτικοποιημένο σιδηροδρομικό σύστημα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είναι ο ηγέτης του μικρού νεοφιλελεύθερου κόμματος της «ελεύθερης αγοράς» FDP, επιμένει στην περικοπή των κοινωνικών δαπανών (πλήττοντας ιδιαίτερα τις χώρες της ανατολικής Γερμανίας). Ο Λίντνερ θέλει να περικόψει τις κρατικές δαπάνες έως και κατά 50 δισεκατομμύρια ευρώ!
Αυτό που δείχνουν όλα αυτά είναι ότι ακόμη και ο γερμανικός καπιταλισμός, η πιο επιτυχημένη προηγμένη καπιταλιστική οικονομία στην Ευρώπη, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις διχαστικές δυνάμεις της Μακράς Ύφεσης. Αλλά δείχνει επίσης ότι η δουλοπρεπής παρακολούθηση των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού από τη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού στο όνομα της «δυτικής δημοκρατίας» για την Ουκρανία και το Ισραήλ καταστρέφει την ηγεμονία του γερμανικού κεφαλαίου και το βιοτικό επίπεδο των φτωχότερων πολιτών της. Δεν είναι περίεργο που οι φωνές του εθνικισμού και της αντίδρασης κερδίζουν έδαφος.
Πηγή: The Next Recession
Μετάφραση: antapocrisis
Ο Michael Roberts είναι μαρξιστής οικονομολόγος, ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Διατηρεί το blog thenextrecession.wordpress.com με σημαντική και επιδραστική αρθρογραφία για την πολιτική οικονομία και τις καπιταλιστικές κρίσεις.