Άρθρα

Η αντιμετώπιση της ασφάλειας στο χώρο εργασίας και η αλήθεια του εργασιακού burnout

Ένα ακόμα εργατικό δυστύχημα λαμβάνει χώρα (ΧΥΤΑ Φυλής, 28/7/2024), ενόσω η χώρα υλοποιεί την παγκόσμια πρωτοτυπία της 6ημερης εργασίας. Ήδη, ο μέσος όρος πραγματικής εργασίας εβδομαδιαία ανέρχεται στις 36,1 ώρες στην ΕΕ, στην Ελλάδα όμως ο αριθμός αγγίζει τις 39,8 ώρες. Και αυτά αφορούν την δηλωμένη απασχόληση.

Ας παραθέσουμε ένα ακόμα, καθόλου άσχετο στοιχείο: Το 2023, η Ελλάδα σημείωσε μαύρο ρεκόρ στα εργατικά ατυχήματα, με 182 νεκρούς και 286 τραυματίες. Διπλασιασμός απο το 2022.

Στο ελληνικό εργατικό δίκαιο, η ασφαλεια στο χώρο εργασίας αντιμετωπίζεται γενικώς κατασταλτικά και ποσοτικά. Ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει μέτρα στο χώρο της εκμετάλλευσης, μέτρα σχετικά με τα μηχανήματα, τα εργαλεία κ.ο.κ. Η γενική αντιμετώπιση είναι:

α) καταστολή αφού συμβεί το ατύχημα (παροχή νομικής αξίωσης αποζημίωσης στους εργαζομένους ή, αν πεθάνουν, στις οικογένειες),

β) παροχή μέσων ασφάλειας στους εργαζομένων (π.χ. κράνη, στολές),

γ) λήψη μέτρων που αφορούν την ασφάλεια στο χώρο (π.χ. κιγκλιδώματα, καλή συντήρηση μηχανών κτλ),

δ) παροχή οδηγιών χρήσης για την ασφαλή χρήση μηχανών, συσκευών και εγκαταστάσεων.

Τι δεν καλύπτει η ανωτέρω ποσοτική και κατασταλτική οπτική της ελληνικής νομοθεσίας και νομολογίας: το ανθρώπινο λάθος ως συνάρτηση της εξάντλησης του εργαζομένου.

Η λογική του νόμου είναι πως, αφού τα παρέχω όλα στον εργαζόμενο, αφού του τα εξήγησα ωραία και καλά, από εκεί και πέρα, τα πάντα ανήκουν στην δική του σφαίρα ευθύνης. Ο Θεός και η ψυχή του: το ποιος εργαζόμενους, σε ποιες πραγματικές συνθήκες θέτει σε κίνηση τα μέσα της εργασίας, και, ακόμα περισσότερο, ποιοι παράγοντες εξωθούν στο λάθος λόγω της εξάντλησης, δεν γίνεται λόγος. Αυτό που ενδιαφέρει, είναι αν του εξηγήθηκαν όλα σωστά και αν το εργαλείο (όχι ο εργαζόμενος) ήταν σε καλή κατάσταση. Το εργατικό ατύχημα είναι μία κακή στιγμή, ενός μεμονωμένου εργαζόμενου, και εξαντλείται στον κακό τεχνικό χειρισμό ενός εργαλείου, μηχανήματος κ.ο.κ.

Και ο λόγος είναι απλός: η εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας και η αύξηση του χρόνου της. Μία τέτοια βέβαια ερμηνεία εισβάλει στον «πυρήνα» της επιχειρηματικής ελευθερίας του εργοδότη κατά κάποιους, ο οποίος εμπεριέχει την εξουσία να ορίζει το ωράριο του εργαζομένου. Μία εξουσία, η οποία έχει διευρυνθεί εγκληματικά με τον ν. Χατζηδάκη, που καθιέρωσε το 10ωρο, την πρόσθετη εργασία, την εργασία την Κυριακή, την αύξηση των υπερωριών, μαζί με την 13ωρη εργασία του ν. Γεωργιάδη.

Μικρές τροποποιήσεις που διαρκώς συσσωρεύονται επιφέρουν κάποτε τρομακτικές μεταμορφώσεις: ο διπλασιασμός των εργατικών ατυχημάτων μέσα σε ένα χρόνο είναι αποτέλεσμα των εγκληματικών πολιτικών αποδόμησης κάθε προστατευτικού πλέγματος του εργαζομένου ως ανθρώπου στο χώρο εργασίας. Το εργατικό δίκαιο πλέον τείνει να μην προστατεύει, να μην προλαμβάνει, να μην κατοχυρώνει αλλά είτε να παρέχει «αξιώσεις» αποζημίωσης, σε μία εντελώς συναλλακτική λογική, αφού γίνει το κακό, είτε να αποδεσμεύει την εργοδοτική ευθύνη. Οι αποζημιώσεις, όμως, δεν μικραίνουν, και οι εργοδότες δεν παρέχουν λιγότερα μέτρα ασφάλειας: γιατί, τότε, αυξάνονται τα ατυχήματα; Και τι σημαίνει προστασία του εργαζομένου;

Τα δικαστήρια πλέον ψελλίζουν για τον αόρατο δολοφόνο των εργαζομένων: εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας. Δεν επιβάλλεται με ένα μέτρο, αλλά μέσα μία δέσμη επιλογών (μείωση προσωπικού, αύξηση ωραρίων, ρευστοποίηση της απασχόληση με σπαστά ωράρια κ.ο.κ.), οι οποίες ανεβάζουν ρυθμούς και εξοντώνουν τους εργαζόμενους. Και αυτό γιατί, όπως λένε οι αστοί οικονομολόγοι, στην Ελλάδα ο επιχειρηματίας βασικά κερδίζει από την υπεραξία των εργαζομένων, όχι από την προστιθέμενη αξία των υπηρεσιών του (παντού έτσι είναι, αλλά ας τους το δώσουμε…).

Η εντατικοποίηση του ρυθμού εργασίας μετά βίας έχει αναγνωριστεί από το δίκαιο (κάποιες αποφάσεις γερμανικών δικαστηρίων που το δέχτηκαν ως αίτημα απεργίας).

Μία κατάσταση που δεν αναγνωρίζεται, δεν ρυθμίζεται: η ορατότητα είναι θέμα των αρμοδίων του εργατικού κινήματος, που οφείλουν να ανοίξουν την ματιά από το κράνος, την στολή κτλ (πολύ σημαντικά και αυτά), και να δουν την πλήρη εικόνα του εξαντλημένου εργαζόμενου. Αυτού που όσα μέσα προστασίας και να του προσφερθούν, δεν μπορεί να σκεφτεί καθαρά και να πράξει με απόλυτη ακρίβεια. Αυτού που μένει όλο και πιο μόνος, όσο απολιπαίνονται από εργαζόμενους οι χώροι εργασίας, χωρίς  έναν διπλανό να τον στηρίξει…

Το ερώτημα είναι καθαρό: τι σημαίνει εργατική προστασία, σε περίπτωση που εντοπίσουμε την πηγή των εργατικών ατυχημάτων στην αύξηση του χρόνου εργασίας και την εντατικοποίηση του ρυθμού της; Η απάντηση σίγουρα θα αφορούσε περιορισμούς στην ελευθερία του εργοδότη να θέτει εξαντλητικά ωράρια, να καλεί τον εργαζόμενο σε πρόσθετες ώρες εργασίας, να επιβάλει σπαστά ωράρια.

Τι απαντά το ελληνικό εργατικό δίκαιο: δίνει δικαίωμα στο συγγενείς του θανόντος, να αναζητήσουν δικαστικώς την αποκατάσταση της ψυχικής τους οδύνης… Με δικά τους έξοδα, ατέλειωτο χρόνο αναμονής, και μία νομολογία που ψάχνει το «πώς μπήκε το κράνος» και «αν είχε λάβει μέτρα και είχε παράσχει οδηγίες ο εργοδότης»..

Αλλά καλό είναι να μην υπάρχουν αυταπάτες: κάθε νέα υπογραφή σε νομοθεσία ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και της ρευστοποίησης του χρόνου εργασίας, προς την κατεύθυνση της αύξησης του, συμπληρώνει το κηδειόχαρτο των επόμενων νεκρών της εργατικής τάξης.

Από το 8 ώρες δουλειά – 8 ώρες ξεκούραση – 8 ώρες ελεύθερος χρόνος στο 9-9-6;

Τον Μάιο του 1886 εργατικά συνδικάτα στο Σικάγο ξεσηκώθηκαν διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες εργασίες και την μείωση του ωραρίου στις 8 ώρες ημερησίως. Τον Μάιο του 2021 συζητάμε για το αν θα καταργηθεί το 8ωρο, μέσα από την διευθέτηση του χρόνου εργασίας. 135 χρόνια μετά αντί να συζητάμε για την μείωση του ωραρίου, συζητάμε για την επιστροφή στον 19ο αιώνα.

Ας δούμε μια εικόνα από το παρελθόν.

Πριν την εξέγερση του Σικάγου, οι εργαζόμενοι δούλευαν 10 ή 12 ώρες τη μέρα. Σε κάκιστες συνθήκες εργασίας, με πολλά εργατικά ατυχήματα, χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς ελεύθερο χρόνο. Το προσδόκιμο ζωής χαμηλότερο από το σημερινό, κακή ποιότητα ζωής.

Για το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου 21 χρόνια πριν την εξέγερση του Σικάγου ο Καρλ Μαρξ έγραφε: «Ο χρόνος είναι ο χώρος της ανθρώπινης ανάπτυξης. Ένας άνθρωπος που δε διαθέτει ελεύθερο χρόνο, που όλος ο χρόνος της ζωής του –εκτός από τις καθαρά φυσικές διακοπές για τον ύπνο, για το φαγητό κτλ- απορροφιέται από την εργασία του για τον κεφαλαιοκράτη είναι κάτι λιγότερο από ένα φορτηγό ζώο. Είναι μια απλή μηχανή για την παραγωγή ξένου πλούτου, σωματικά τσακισμένος και πνευματικά αποκτηνωμένος. Κι ωστόσο όλη η ιστορία της σύγχρονης βιομηχανίας δείχνει ότι το κεφάλαιο, αν δεν του μπει φραγμός, τραβά χωρίς οίκτο και έλεος να ρίξει όλη την εργατική τάξη σ΄ αυτή την κατάσταση της ακραίας κατάπτωσης.»

Θα πει κανείς ότι 21 χρόνια αφότου έγραφε ο Μαρξ το Μισθός, Τιμή και Κέρδος, το ζήτημα «λύθηκε» ή υπήρξε μια κάποια πρόοδος μετά τον αγώνα της εργατικής τάξης και την εξέγερση του Σικάγο. Πόσο μάλλον μπορεί να πει κανείς ότι ενάμισι αιώνα μετά αυτό το απόσπασμα θεωρείται κάπως «ξεπερασμένο».

Ας δούμε και μια εικόνα από το μέλλον.

Το ωράριο σήμερα στην Κινέζικη πολυεθνική Alibaba έχει γνωστό ως 996. Δουλειά από τις 09:00 ως τις 21:00, 6 μέρες/βδομάδα. Όχι απλά έχει αμφισβητηθεί το 8ωρο, αλλά ο Κινέζος δισεκατομμυριούχος και συνιδιοκτήτης της εταιρίας Jack Ma αναφέρεται στις 12 ώρες ημερησίως ως «ευλογία για τους εργαζόμενους». Αν κανείς αναρωτιέται πώς έγινε δισεκατομμυριούχος ο συγκεκριμένος άντρας η απάντηση είναι πολύ απλή. Με το 996 και τους κακούς μισθούς. Η υπεραξία που παράγει αυτή η εταιρία από τους χιλιάδες εργαζόμενους είναι τεράστια. Είναι τόσο τεράστια όσο και η περιουσία του που υπολογίζεται σε 55 δις $.

Να σημειωθεί ότι η Alibaba είναι κάτι σαν την Amazon της Κίνας. Ο ανταγωνισμός του Jeff Bezos και του Jack Ma είναι προφανής. Ανταγωνισμός για την σφαίρα επιρροής της κάθε εταιρίας, αντιπαράθεση για τις καλύτερες υπηρεσίες κοκ. Αλλά ας δούμε την μία τραγική ομοιότητα. Δύο από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, πλουτίζουν από την ασταμάτητη εργασία ενός ολόκληρου στρατού εργαζομένων, κακοπληρωμένων, εξουθενωμένων, σε εργασιακές συνθήκες που θυμίζουν καταστάσεις περασμένου αιώνα. Στην Alibaba δουλεύεις 9 με 9, στην Amazon το ωράριο αγγίζει τις 14 ώρες την μέρα, ενώ δεν υπάρχει χρόνος ούτε για τουαλέτα. Η μαρτυρία μιας εργαζομένου – οδηγού στην Amazon είναι αποκαλυπτική «Κρατάω μαζί μου ένα ποτήρι και μαντηλάκια και πηγαίνω πίσω από το βαν. Με απασχολεί πολύ η τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης και οι κάμερες που είναι εγκατεστημένες στο βαν, για το αν κάποιος με δει την ώρα που πηγαίνω τουαλέτα σε μια γωνία».

Το ερώτημα είναι ένα. Είναι αυτό το μέλλον πολύ πιο φωτεινό από το σκοτεινό παρελθόν του 18ου αιώνα; Ή μήπως είναι τρομακτικά όμοιο, με αλλαγμένες τις ειδικότητες, τις τεχνολογίες, τα νέα προϊόντα κοκ;

Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη καταργεί το 8ωρο. Πολλοί λένε το αυτονόητο, ότι δηλαδή ούτως ή άλλως δουλεύουμε ήδη 10 ή 12 ώρες τη μέρα, ενώ κάποιοι δουλεύουν 8 ώρες ενώ στη σύμβασή τους αναφέρονται οι 4. Το θέμα με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη δεν αφορά μόνο την διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Το θέμα είναι ότι στο τέλος του δρόμου αυτό που υπάρχει είναι εξοντωτικά ωράρια του τύπου Amazon ή Alibaba. Η κατάργηση του 8ώρου σήμερα, θα σημαίνει το 996 στην Ελλάδα μεθαύριο.

Δεν είμαστε στο 1850. Είμαστε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου μπαίνει ως δίλημμα. 996 ή 6ωρο, 5μερο; Αν δεν αγωνιστούμε για το ζήτημα του χρόνου εργασίας το μέλλον είναι το 996. Αν αγωνιστούμε με αίτημα το 6ωρο – 5μερο, πιθανά τα πράγματα να είναι καλύτερα. Κανείς δεν λέει ότι τα πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο από τη μια μέρα στην άλλη. Το σίγουρο είναι ότι αλλάζουν προς το χειρότερο μέρα τη μέρα.

Το ερώτημα όμως μπαίνει ξανά και ξανά.

Είναι το μέλλον μας το παρελθόν; Ή μήπως όχι;

Γιατί είναι σημαντική η κατάκτηση του Συνδικάτου Μετάλλου της Γερμανίας;

Το Συνδικάτο Μετάλλου IG Metall, της Γερμανίας κατάφερε στις 30/03/21 μια σημαντική νίκη. Η συμφωνία στην οποία κατέληξε με τις εργοδοτικές οργανώσεις μετά από 10ώρες συζήτησης και αρκετών κινητοποιήσεων, αφορά, ανάμεσα στα άλλα, έκτακτο μπόνους κορωνοϊού ύψους 500€, αυξήσεις στους μισθούς ή εναλλακτικά μειωμένο ωράριο και την δυνατότητα 4ήμερης εργάσιμης εβδομάδας.

Η αύξηση στους μισθούς κατά 2,3% μηνιαίως θα ξεκινήσει από τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους και θα καταβληθεί εφάπαξ τον Φεβρουάριο του επόμενου. Το συνολικό ποσό θα αφορά το 18,4% του μηνιαίου μισθού ενός εργαζόμενου ο οποίος καλύπτεται από το Συνδικάτο Μετάλλου. Εναλλακτικά το πακέτο της πρότασης επιτρέπει σε ορισμένους εργαζόμενους να εργάζονται 4 μέρες την εβδομάδα χωρίς σημαντική μείωση αποδοχών. Τις επόμενες μέρες τα τοπικά συμβούλια του Συνδικάτου και οι εργοδότες θα διαβουλευτούν σχετικά με την επιλογή που θα λάβουν.

Το IG Metall, συνδικάτο των 2.2 εκατομμυρίων εργαζομένων, είναι ένα από τα πιο ισχυρά και μαζικά  παραδείγματα οργάνωσης και διεκδίκησης των εργαζομένων.  Η συμφωνία στην οποία κατέληξε αφορά σε πρώτη φάση το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, όπου κατοικεί το 1/5 των 83 εκατομμυρίων Γερμανών και είναι σύνηθες, μια συμφωνία η οποία αφορά την ΒΡΦ σύντομα να επεκτείνεται εθνικά.

«Αυτή η συμφωνία προσφέρει απαντήσεις στα πιεστικά προβλήματα της εποχής μας: τις οξείες συνέπειες της πανδημίας και τις διαρθρωτικές προκλήσεις των βιομηχανιών μας”, δήλωσε ο βασικός κλάδος του Συνδικάτου που καλύπτει την Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και αφορά  τη βιομηχανική καρδιά της κοιλάδας Ρουρ της Γερμανίας.

Η συμφωνία του IG Metall με τις εργοδοτικές ενώσεις είναι μια νίκη που μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα πέρα και έξω τόσο από την βιομηχανία Μετάλλου, όσο και από τη Γερμανία.

Το πρώτο συμπέρασμα αφορά το ότι σήμερα υπάρχουν περιθώρια για «υποχωρήσεις» ή «συμφωνίες». Η συρρίκνωση κατά 5% της οικονομίας της Γερμανίας δεν απέτρεψε τις εργοδοτικές ενώσεις σε μια συμφωνία με τους εργαζόμενους του Συνδικάτου. Και αυτό γιατί, από την μία, υπάρχει αρκετό οικονομικό περιθώριο για έναν συμβιβασμό από την πλευρά των εργοδοτικών ενώσεων, ειδικά σε επικερδείς επιχειρήσεις. Από την άλλη, είναι συνειδητή επιλογή των εταιριών να κάνουν μια υποχώρηση, ειδικά σε στρατηγικούς κλάδους της παραγωγής. Δεν θα ρίσκαρε κανείς η επιστροφή στην μετά – κωρονοϊό «κανονικότητα» , όταν οι μηχανές θα πρέπει να είναι στο φουλ, να υπάρχουν κινητοποιήσεις, απεργίες ή στάσεις εργασίας.

Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά το ότι η συζήτηση για τη μείωση του χρόνου εργασίας δεν είναι «από άλλο πλανήτη». Μπορεί να είναι αποτέλεσμα διεκδίκησης. Οι τεχνολογικές δυνατότητες είναι πλέον τέτοιες που το επιτρέπουν. Το καταλαβαίνουν όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης. Αυτό που λείπει από την εξίσωση είναι κάποιος να το θέσει και να αγωνιστεί γι’ αυτό.

Το τρίτο και σημαντικότερο συμπέρασμα πρέπει να είναι ηχηρό. Η δύναμη των εργαζομένων βρίσκεται στην οργάνωση και στην διεκδίκηση. Σημειώνεται ότι το Συνδικάτο ζητούσε, την τελευταία περίοδο, αύξηση κατά 4% στους μισθούς, ενώ το 2018 είχε συμφωνήσει με τη Volkswagen αυξήσεις στους μισθούς κατά 4,3% τον Μάιο του 2018, σαν αποτέλεσμα κινητοποιήσεων και απεργιών που είχαν ξεκινήσει από το 2004 στις οποίες οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν αυξήσεις κατά 6% στους μισθούς. Μπορεί ο συνδικαλισμός και η οργάνωση σαν έννοιες να μοιάζουν όλο και πιο μακρινές και σε πολλές περιπτώσεις απωθητικές (μάλιστα όχι άδικα), ειδικά για τους νεότερους εργαζόμενους.

Την ίδια στιγμή, η ίδια η πραγματικότητα αποδεικνύει δύο σημαντικές αλήθειες. Η παρουσία και η διεκδίκηση των εργαζόμενων μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα. Η απουσία και η παθητική αποδοχή των εργαζομένων έχει επίσης σημαντικά αποτελέσματα. Απλά στη μια περίπτωση τα αποτελέσματα είναι υπέρ των εργαζομένων, στην δεύτερη είναι εναντίων τους.

Το δίλημμα για την πλευρά των εργαζόμενων είναι απλό. Απουσία και όπου «φτωχός και η μοίρα του»; Ή συλλογικές κινητοποιήσεις με συγκεκριμένες διεκδικήσεις; Η αναξιοπιστία του συλλογικού αγώνα είναι γνωστή. Όμως όσο κερδίζει έδαφος η δεύτερη απάντηση, τόσο το μέλλον θα μοιάζει αισιόδοξο.

Ο αποχαιρετισμός στο προλεταριάτο και στον μαρξισμό

Η Αριστερά έχει σταματήσει να οραματίζεται μεγάλες λεωφόρους˙ έχει σταματήσει να ασκεί «μεγάλη πολιτική» και να διεκδικεί την πολιτική εξουσία για να αλλάξει ριζικά τον κόσμο. Ο Αλέξης Τσίπρας, το κόμμα του και η κυβέρνησή του μας το εξήγησαν με σαφήνεια επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και τώρα η επιδημία μάς το επαναλαμβάνει με ακόμα πιο σκληρό τρόπο, απογυμνώνοντας όλες τις αδυναμίες της Αριστεράς, των οργανώσεών της, του κόσμου της, και των κοινωνικών κινημάτων.

Οι απαρχές της παρακμής βρίσκονται αρκετά πίσω, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, όταν έπεσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, εγκαταλείφθηκαν τα κυβερνητικά πειράματα της Αριστεράς στην Ευρώπη, έσβησε το άστρο των κομμουνιστικών κομμάτων και αναδύθηκαν τα κοινωνικά κινήματα. Έκτοτε, έχουν περάσει τριάντα χρόνια εξημέρωσης των νέων κριτικών θεωριών (από τον πρόδρομό τους Μισέλ Φουκώ έως την Τζούντιθ Μπάτλερ, τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, τον Φρέντρικ Τζέιμσον και καμιά εικοσαριά άλλους)˙ τριάντα χρόνια περιορισμού του μαρξισμού στο καταστατικό μιας ακόμη θεωρίας στο πλάι τόσων άλλων πιο φρέσκων, μοντέρνων και ελκυστικών, υποτίθεται, θεωρητικών κατασκευών, οι οποίες όμως τελικά ήταν απλώς πιο ανώδυνες επειδή ποτέ δεν είχαν, ούτε διεκδίκησαν άλλωστε, το καταστατικό θεωρίας για την ριζοσπαστική αλλαγή του κόσμου.

Πέρασαν επίσης τριάντα χρόνια αποξένωσης του διογκούμενου προλεταριάτου (1) από τους προοδευτικούς και αριστερούς διανοούμενους, που νόμισαν ότι ο Λένιν έλεγε βλακείες όταν ισχυριζόταν πως το προλεταριάτο δεν είναι σε θέση να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του εκτός και αν αυτή έρθει από έξω, από τους διανοούμενους (2). Ο Keucheyan το περιγράφει αρκετά αναλυτικά στο βιβλίο του Το αριστερό Ημισφαίριο: οι διανοούμενοι σταδιακά άλλαξαν χαρακτήρα, και ενώ παλιά εμπλέκονταν οι ίδιοι, skin in the game, στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του προλεταριάτου, μετατράπηκαν τώρα σε εμβριθείς πανεπιστημιακούς αποκομμένους (και συνάμα προστατευμένους) από την πραγματικότητα των ταξικών αντιθέσεων (3). Προφανώς υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις μεταξύ τους, αλλά όπως πάντα, οι εξαιρέσεις δεν σχηματίζουν τον κανόνα.

Βρεθήκαμε έτσι σε μια κατάσταση όπου οι νέες κριτικές θεωρίες βαθμιαία και αργόσυρτα υποκατέστησαν τον μαρξισμό. Αυτός, εκτός από επιστημονική θεωρία, ήταν και ιδεολογία μαζών που συγκροτούσε την διαθεσιμότητα των καταπιεσμένων σε συλλογικές δράσεις οι οποίες καθοδηγούνταν από πολιτική στρατηγική (διατυπωμένη από αντίστοιχες πολιτικές οργανώσεις) και είχαν ως σημείο πρόσκρουσης το αστικό κράτος. Οι νέες κριτικές θεωρίες, αντιθέτως, δεν επιτελούν το έργο που επιτελούσε ο μαρξισμός, ούτε αναφέρονται όπως αυτός στο όραμα μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από τα δεινά που επιφέρει ο καπιταλισμός.

Εξέλιπε έτσι η «μεγάλη πολιτική» για τον κομμουνισμό και υποκαταστάθηκε αφενός από την κινηματική αντίσταση στον κανιβαλισμό του καπιταλισμού, και αφετέρου από την αριστερή, αμυντική ή πλήρως υποταγμένη κυβερνητική διαχείριση του καπιταλισμού (ή εναλλακτικά από την απομόνωση οργανωμένων δυνάμεων (4) στο «κάστρο» τους).

Η διαδικασία υποκατάστασης του μαρξισμού ως ιδεολογίας μαζών από τις νέες κριτικές θεωρίες έχει πλέον ολοκληρωθεί˙ είναι πια φανερό ότι έχουν πραγματοποιηθεί τεκτονικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις, ακόμη και οι πιο πολιτικοποιημένοι στους κόλπους τους, καταλαβαίνουν τον κόσμο και επομένως δρουν πολιτικά. Οι τρεις σημαντικότερες από αυτές τις αλλαγές είναι οι εξής:

Πρώτον, η έννοια της οικονομικής εκμετάλλευσης έχει εκλείψει και έχει αντικατασταθεί από την έννοια των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων˙ μοιραία, εξέλιπε και η έννοια ότι ο καπιταλισμός είναι ένας τρόπος παραγωγής, και έτσι, κάθε κριτική αναφορά στον χώρο της παραγωγής χάθηκε και αυτή˙ μοιραία εμφανίζεται ως άχρηστο το Κεφάλαιο, αυτό το ίδιο, και βεβαίως, όλα τα έργα της μαρξιστικής βιβλιογραφίας που προέκυψαν από αυτό˙ μοιραία, χάθηκε κάθε συλλογικό όραμα για ριζικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε και παράγουμε, δηλαδή στον τρόπο παραγωγής. Από εκεί και πέρα, τι πιο φυσικό, οι μειωμένες προσδοκίες υποκατέστησαν το όραμα για ριζική αλλαγή της οικονομίας από διεκδικήσεις δικαιωμάτων. Χαμηλές πτήσεις έναντι μεγάλης πολιτικής.

Δεύτερον, η έννοια των κοινωνικών τάξεων και η μαρξιστική θεωρία του κράτους εξέλειπαν˙ ως αποτέλεσμα, εξαφανίστηκαν οι κοινωνικοί και πολιτικοί σχηματισμοί μάχης που διαθέτουν στρατηγικό σχέδιο ενόψει των συγκρούσεων με τις δυνάμεις της αστικής τάξης και των συμμάχων της, δηλαδή με τον ταξικό συνασπισμό εξουσίας˙ μοιραία, αυτοί οι σχηματισμοί μάχης υποκαταστάθηκαν από την οργανωτική μορφή που προκρίνουν οι νέες κριτικές θεωρίες, δηλαδή από το πλήθος που διαδηλώνει και συγκρούεται χωρίς προοπτική να νικήσει επειδή συγκρούεται με έναν αντίπαλο που διαθέτει ανώτερη οργάνωση και ισχυρή δύναμη κρούσης (βίας και ιδεολογίας).

Τρίτο και χειρότερο: η σημερινή Αριστερά δεν εμπνέεται από τον κομμουνισμό ούτε και από κάποια άλλη εκδοχή του μέλλοντος. Ο κομμουνισμός δεν αποτελεί πλέον ούτε όραμα της Αριστεράς ούτε ιστορικό στάδιο στο βάθος του ορίζοντα ούτε ιστορική τάση ενύπαρκτη στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή μια ιστορική τάση της οποίας τα στοιχεία θα έπρεπε να αναζητούμε μέσα στην σημερινή κοινωνία, να τα προσδιορίζουμε, να τα αναδεικνύουμε και να τους κάνουμε χώρο ώστε να αναπτυχθούν.

Ας μην έχουμε αυταπάτες: οι νέες κριτικές θεωρίες ηγεμονεύουν σήμερα, σιωπηλά, ακόμη και στο εσωτερικό των οργανώσεων που δηλώνουν ρητά μαρξιστικές ή λενινιστικές (5) και άλλοτε υπήρξαν στιβαρά οργανωτικά σχήματα. Τώρα, το πνεύμα των νέων κριτικών θεωριών διαβρώνει την δράση αυτών των οργανώσεων με βάση το πρότυπο του ασύντακτου ή χαλαρά οργανωμένου πλήθους ή της ομάδας που διαμαρτύρεται μπουλουκηδόν, και όποτε του δοθεί η ευκαιρία, παρουσιάζεται και στις κοινοβουλευτικές εκλογές ως συνιστώσα χαλαρών «πλατιών κομμάτων».

Με αυτά τα ελλείμματα και με αυτόν τον τρόπο ύπαρξης, η Αριστερά της εποχής των κοινωνικών κινημάτων και των νέων κριτικών θεωριών, βρέθηκε αντιμέτωπη με την συγκυρία της επιδημίας, η οποία ανέλαβε να απογυμνώσει μία-μία όλες τις ανεπάρκειές της˙ και έτσι, τώρα μια μερίδα της περιμένει υπομονετικά να περάσει η επιδημία όπως ο άλλος περιμένει να περάσει η καταιγίδα˙ μια δεύτερη μερίδα της κολυμπάει στα θολά νερά του κακοχωνεμένου έργου του Φουκώ και των θεωριών του κράτους σαν καταχθόνιας μηχανής˙ και μια τρίτη μερίδα αρκείται στις κριτικές επί του δευτερεύοντος.

Ποτέ άλλοτε μετά το 1990 δεν ήταν τόσο επίκαιρο και τόσο επιτακτικό να επανιδρύσουμε την Αριστερά.

****

(1) Με τον όρο αυτόν, δεν εννοούμε κάποιους ρακένδυτους του 19ου αιώνα, αλλά αυτούς που εννοούσε ο Μαρξ, δηλαδή όσους παράγουν καπιταλιστικά εμπορεύματα και με τον τρόπο αυτόν αξιοποιούν το κεφάλαιο που καταναλώνει τις εργασιακές τους ικανότητες.

(2) Ο Λένιν γράφει ότι η πολιτική συνείδηση έρχεται στο προλεταριάτο από το εξωτερικό των οικονομικών αγώνων, δηλαδή από τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, φερόμενη από το κόμμα. Στα χρόνια εκείνα, όμως, οι διανοούμενοι της Αριστεράς βρίσκονταν και δρούσαν εντός των κομμουνιστικών κομμάτων. Όταν λοιπόν ο Λένιν αναφέρεται στο κόμμα, εν προκειμένω, εννοεί τους οργανικούς διανοούμενους που ούτως ή άλλως ανήκαν σε αυτό. Εξάλλου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η σχέση των μαρξιστών διανοουμένων με τα κόμματα είχε περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό (βλ. για το θέμα αυτό την ενδιαφέρουσα περιγραφή του Razmig Keucheyan στο βιβλίο του Αριστερό Ημισφαίριο), αυτοί δεν απώλεσαν την ιδιότητα του οργανικού διανοούμενου: αφενός μεν συμμετείχαν στην χρυσή εποχή της μαρξιστικής θεωρίας της περιόδου 1960-1980, αφετέρου δε, διατήρησαν ζωντανή και ισχυρή σχέση με τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις χωρίς να υπάρχει αναγκαστική διαμεσολάβηση κομμάτων ή πολιτικών οργανώσεων.

(3) «Έκτοτε οι μαρξιστές παράγουν γνώσεις ερμητικά κλειστές, απρόσιτες στους εργάτες, γνώσεις που αναφέρονται σε τομείς χωρίς άμεση σχέση με την πολιτική στρατηγική. Με αυτήν την έννοια, μικρή μόνο σχέση έχουν με το έργο του Κλαούζεβιτς» (Razmig Keucheyan, “Hémisphère gauche”).

(4) Αυτό το άρθρο δεν αφορά στο ΚΚΕ, ούτε σε άλλες αυτο-αναφορικές οργανώσεις της Αριστεράς˙ αυτοί έχουν χάσει επαφή με την μαρξιστική θεωρία προ πολλού, πλην όμως για άλλους λόγους, ακολουθώντας τον δικό τους δρόμο που ανάγεται, σε τελευταία ανάλυση, στην βαριά κληρονομιά του σταλινισμού αλλά και του τρόπου με τον οποίο έγινε η αποσταλινοποίηση (δηλαδή από τα δεξιά).

(5) Διευκρίνιση και πάλι: Εξαιρείται το ΚΚΕ που έχει χάσει τον πολιτικό μπούσουλα προ πολλού για άλλους λόγους.

Πηγή: Commune

Τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους

«Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν έναν ολόκληρο κόσμο να κερδίσουν. Προλετάριοι όλων των χωρών, Ενωθείτε!». Αυτές είναι οι τρεις τελευταίες προτάσεις στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», περισσότερο γνωστό ως «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που εκδόθηκε το 1848 και γράφτηκε την προηγούμενη χρονιά από τους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς.[i] Οι λέξεις αυτές αποτελούν ένα εμψυχωτικό και ενωτικό κάλεσμα προς τους εργάτες και τις εργάτριες να επαναστατήσουν ενάντια σε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που τους κρατά αλυσοδεμένους κι έπειτα να χτίσουν συλλογικά έναν καλύτερο, πιο ελεύθερο κόσμο. Το 1848 ήταν ένα έτος ριζοσπαστικών εξεγέρσεων σε όλη την Ευρώπη και οι δύο επαναστάτες ήλπιζαν ότι το τέλος του καπιταλισμού θα ερχόταν σύντομα και ότι μια νέα κοινωνία θα μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω στις στάχτες του.

Η άνοδος της Εργατικής Τάξης

Ας εξετάσουμε την περίφημη προτροπή των Μαρξ και Ένγκελς. Κατά πρώτον, οι προλετάριοι είναι οι μισθωτοί εργάτες, που ανήκουν στη μία από τις δύο μεγαλύτερες κοινωνικές τάξεις που υφίστανται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, με την άλλη να είναι οι καπιταλιστές που τους απασχολούν. Επειδή οι εργάτες δεν κατέχουν καθόλου ή κατέχουν ανεπαρκή μέσα παραγωγής, δεν μπορούν να επιβιώνουν εάν δεν πωλούν την εργατική τους δύναμη στους εργοδότες.

Ο Μαρξ πίστευε ορθά ότι καθώς ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν, η μισθωτή εργασία θα γινόταν η συντριπτικά κυρίαρχη μορφή εργασίας. Όσο ο καπιταλισμός βρισκόταν σε πρώιμο στάδιο, κατά τον 16ο – 17ο αιώνα, υπήρχαν πολλοί ακόμη τύποι εργασιακών σχέσεων, καθώς συνυπήρχαν πολλοί τρόποι παραγωγής: η τροφοσυλλογή και το κυνήγι, η δουλεία, και διάφορα συστήματα υποτέλειας, όπως η φεουδαρχία. Όλοι, εκτός από τους τροφοσυλλέκτες και τους κυνηγούς, παρείχαν εργασία υπό συνθήκες εξαναγκασμού, διαφεντευόμενοι από δουλοκτήτες ή φεουδάρχες. Ο καπιταλισμός υπονόμευσε σταδιακά τον προκάτοχό του, το φεουδαρχικό σύστημα, σπάζοντας έτσι την άμεση, προσωπική και παντελώς άνιση σχέση που συνέδεε τους ευγενείς, που έλεγχαν τις αγροτικές γαίες, με τους δουλοπάροικους, που τις δούλευαν. Η γη μετατράπηκε σε αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοκτησίας και οι δουλοπάροικοι εκδιώχθηκαν από τη γη και εξωθήθηκαν στη μισθωτή εργασία, είτε στις κωμοπόλεις και τις μητροπόλεις είτε σε  αγροκτήματα στην επαρχία. Τόσο στις πόλεις όσο και στην επαρχία, πολλοί μέχρι πρότινος δουλοπάροικοι έμεναν άνεργοι.

Αν και η φεουδαρχία έφθινε όσο αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τη δουλεία[ii]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Gerald Horne, υπήρχε μια δραστήρια αγορά σκλάβων σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, την Ευρασία και τον αραβικό κόσμο. Και όπως έχει αποδείξει ο Horne και άλλοι ιστορικοί, η δουλεία και ο καπιταλισμός συνδέονταν στενά. Η σκληρή μεταχείριση των σκλάβων από τους κερδοσκόπους δουλοκτήτες απέκτησε εξαρχής φυλετικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να διακρίνονται όσοι ήταν σκλάβοι και κατά κανόνα έγχρωμοι από αυτούς που ήταν «λευκοί». Ο καπιταλισμός που ακολούθησε υιοθετούσε τα ίδια φυλετικά κριτήρια διάκρισης, ιδίως στην Αμερική και την Ευρώπη.

Κατά δεύτερον, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είπαν ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν, εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν έναν κόσμο ολόκληρο να κερδίσουν». Στο σημείο αυτό υπονοούν ότι υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο σε σχέση με αυτούς τους προλετάριους. Το ανθρώπινο είδος υπάρχει εδώ και 100 χιλιάδες χρόνια και ίσως, όπως υποστηρίζουν σήμερα ορισμένοι αρχαιολόγοι, και πολύ περισσότερα. Αυτό σημαίνει ότι κατά το 90-95% του συνολικού χρόνου ύπαρξής τους στον πλανήτη, οι άνθρωποι ζούσαν σε μικρές ομάδες και επιβίωναν συλλέγοντας καρπούς, φρούτα και άλλα φυτά, ενώ τροφοδοτούνταν όποτε μπορούσαν με κρέας μέσω του κυνηγιού. Ραγδαίες αλλαγές επήλθαν στην κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων όταν έμαθαν να καλλιεργούν φυτά. Κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου, η γεωργία αντικατέστησε σταδιακά την τροφοσυλλογή και το κυνήγι και μαζί με αυτήν την αλλαγή εμφανίστηκε και η διαίρεση των κοινωνιών σε τάξεις. Η γεωργία δημιούργησε συνθήκες κατάλληλες για την παραγωγή ενός πλεονάσματος αγαθών που υπερέβαινε τις βασικές ανάγκες και, κατ’ αποτέλεσμα κατέστη δυνατή η ύπαρξη ανθρώπων, οι οποίοι έπαιζαν έναν ρόλο στην κοινωνία, αλλά δεν εργάζονταν. Οι φεουδάρχες, οι αυτοκράτορες, οι δουλοκτήτες και οι όμοιοί τους σηματοδότησαν τη γέννηση της προ-καπιταλιστικής, ταξικής κοινωνίας· αυτοί οι άνδρες (και μερικές γυναίκες) μπορούσαν να χρησιμοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους και την πρόσβασή τους στο πλεόνασμα αγαθών, προκειμένου να ασκούν εξουσία στους αγρότες, τους δουλοπάροικους και τους δούλους, που εκτελούσαν τις απαραίτητες εργασίες για την παραγωγή προϊόντων. Αν και υπήρχαν μεγάλες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες ταξικά οργανωμένες κοινωνικές δομές, η πιο βασική ομοιότητα ήταν η άμεση και προσωπική σχέση που συνέδεε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.

Ο καπιταλισμός μετασχημάτισε ριζικά τις ταξικά οργανωμένες κοινωνίες. Αντί για τις προσωπικές και άμεσες σχέσεις μεταξύ όσων ασκούσαν και όσων δεν ασκούσαν έλεγχο επί της παραγωγής, οι σχέσεις παραγωγής του νέου συστήματος διαμεσολαβούνται από μια απρόσωπη αγορά. Σήμερα οι εργάτες σπανίως γνωρίζουν προσωπικά τους ιδιοκτήτες των εταιριών όπου εργάζονται και συχνά δεν ξέρουν ούτε καν τα ονόματά τους, ενώ οι καταναλωτές σπανίως γνωρίζουν ποιος κατασκευάζει όσα αγοράζουν. Έτι περαιτέρω, η άντληση υπεραξίας από την εργασία όσων μοχθούν στα εργοστάσια, τα ορυχεία, τους μύλους, τα γραφεία και το πλήθος, εν γένει, των καπιταλιστικών επιχειρήσεων αποκρύπτεται από την αγορά.

Οι εργάτες φαινομενικά αμειβόμαστε με έναν μισθό που καθορίζεται από τις απρόσωπες δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Δεν είναι εμφανές ότι μας εκμεταλλεύονται, ότι η υπεραξία που παράγουμε μεταφέρεται με κάποιον τρόπο στην περιουσία του εργοδότη. Φαινομενικά, δεν βρισκόμαστε στην ίδια θέση με τον δουλοπάροικο που τον έβλεπαν να μεταφέρει μέρος της σοδειάς της οικογένειάς του στο σπίτι του γαιοκτήμονα. Ακόμη λιγότερο ομοιάζουμε με τους σκλάβους, καθώς ακόμα και τα ίδια τα σώματά τους ανήκαν στους αφέντες. Δεν εξαρτόμαστε από έναν άρχοντα ή έναν αφέντη υπό την απειλή της βίας ή ακόμη και του θανάτου, αλλά είμαστε ελεύθεροι να δουλέψουμε για όποιον μας προσλάβει. Πώς προκύπτει, λοιπόν, ότι δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, παρά μόνο τις αλυσίδες μας;

Για να αντιληφθούμε τι εννοούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς, είναι αναγκαίο να καταλάβουμε πόσο ριζοσπαστικός είναι ο καπιταλισμός. Είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι αποτελεί το πρώτο σύστημα στο οποίο υπάρχει μία εγγενής, επιτακτική ανάγκη για επέκταση. Γνωρίζουμε ότι ο στόχος κάθε καπιταλιστή είναι η συσσώρευση κεφαλαίου. Το παραπάνω προκαλείται και καθίσταται αναγκαίο από τον ανταγωνισμό μεταξύ των κεφαλαίων. Μία επιχείρηση είτε επεκτείνεται επιτυχώς, είτε πεθαίνει. Η αναζήτηση νέων, κερδοφόρων αγορών οδηγεί τους εργοδότες στην ανάπτυξη νέων προϊόντων και στην αναζήτηση νέων αγορών πάντα και παντού. Από το τοπικό επίπεδο στο εθνικό και από εκεί στο παγκόσμιο, αυτή είναι η πορεία που ακολουθεί το κεφάλαιο. Σήμερα, δεν υπάρχει σχεδόν καμία πτυχή της ζωής μας, από τη γέννηση ως το θάνατό μας, και κανέναν μέρος στον κόσμο, που να μην έχει διεισδύσει το κεφάλαιο. Καθώς έτσι έχουν τα πράγματα, οι επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας διαιρούνται σε έναν σχετικά μικρό αριθμό μεγάλων κεφαλαίων, που ανήκουν κατά βάση σε ένα πολύ μικρό τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι επιχειρήσεις απασχολούν μια τεράστια τάξη ανθρώπων που πρέπει να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη. Οι εταιρίες, με τη βοήθεια και τις πλάτες των κυβερνήσεων, πετούν εκτός αγοράς τους μικρογαιοκτήμονες, τους αγρότες και τους ιδιοκτήτες μικρών, τοπικών επιχειρήσεων και τους εξωθούν στη μισθωτή εργασία. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί μια διαρκώς αυξανόμενη ομάδα μισθωτών και κάνει τις εναλλακτικές σε σχέση με αυτόν τον τρόπο βιοπορισμού να φαίνονται λιγότερο ελκυστικές ή ακόμα και ανίκανες να αποφέρουν καρπούς.

Εξίσου δραματικές αλλαγές συμβαίνουν και εντός των χώρων εργασίας. Όπως γνωρίζουν όλοι οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, το κλειδί για την παραγωγή κερδών είναι ο όσο το δυνατόν πληρέστερος έλεγχος κάθε πτυχής της επιχείρησής τους. Και τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τον έλεγχο των εργαζομένων, καθώς αυτοί είναι οι βασικοί ενεργητικοί παράγοντες στην παραγωγή. Ο όρος «έλεγχος» αφορά εδώ τους τρόπους με τους οποίους οι εργαζόμενοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους καθώς και με τα εργαλεία και μηχανήματα που χρησιμοποιούν. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές συγκροτούν την παραγωγική διαδικασία και αυτή είναι που πρέπει να βρίσκεται υπό έλεγχο. Ιστορικά έχουν εφαρμοστεί πολλές και ποικίλες μέθοδοι ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας. Θα εξετάσουμε μερικές από τις πιο σημαντικές, κάθε μία από τις οποίες κατάφερε να μειώσει τη δυνατότητα των εργατών να επηρεάζουν την παραγωγή.

Η πρώτη μέθοδος ήταν η κεντρική διαχείριση της παραγωγής. Για παράδειγμα, στην Αγγλία η παραγωγή μάλλινων, υφαντών υφασμάτων γινόταν στα σπίτια των υφαντριών, με ακατέργαστο μαλλί και αργαλειούς που τους παρείχαν οι έμποροι μαλλιού. Το μαλλί μετατρεπόταν σε ύφασμα και το τελικό προϊόν επέστρεφε στον έμπορο που πλήρωνε ένα ορισμένο ποσό για κάθε κομμάτι. Ο έμπορος προσπαθούσε τότε να πουλήσει το ύφασμα. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής μαλλιού (και πολλών άλλων προϊόντων), που είναι γνωστός ως σύστημα εξωτερικής συνεργασίας ή οικιακής εργασίας, απέφερε κέρδη και επέτρεπε στους εμπόρους να πετυχαίνουν χαμηλότερες τιμές χονδρικής βάζοντας σε μεταξύ τους ανταγωνισμό τις διάφορες ομάδες των υφαντριών, δεν άφηνε στους ιδιοκτήτες του μαλλιού επαρκή περιθώρια ελέγχου της διαδικασίας παραγωγής. Τους ήταν δύσκολο να αποτρέψουν την κλοπή πρώτης ύλης που γινόταν μέσω της παραγωγής υφάσματος χαμηλότερης ποιότητας, ενώ εμποδιζόταν και η χρήση των μηχανών στην παραγωγή. Για να ξεπεράσουν τα παραπάνω προβλήματα, οι εργοδότες άρχισαν να συγκεντρώνουν τους εργάτες σε εργοστάσια, μονώροφα συνήθως κτήρια στα οποία η εργασία εκτελούνταν όπως συνήθως, αλλά είχε πλέον υπαχθεί στην άμεση επίβλεψη των ιδιοκτητών ή των επιστατών που είχαν αυτοί προσλάβει. Ένα σφύριγμα ήταν αρκετό για να σημάνει την έναρξη της εργασίας, ενώ ήταν δυνατή η επιβολή ποινών σε όσους προσέρχονταν αργά. Η κλοπή αποθαρρυνόταν υπό το άγρυπνο βλέμμα των επιστατών. Η μεγαλύτερη κλίμακα παραγωγής που συνεπάγεται η λειτουργία εργοστασίων κατέστησε επίσης οικονομικά βιώσιμη επιλογή την εισαγωγή μηχανών στην παραγωγή.

Η συγκεντροποίηση της παραγωγής επέτρεψε στους επιβλέποντες να παρατηρήσουν στενά πώς οι επιδέξιες υφάντρες ή άλλες κατηγορίες τεχνητών εκτελούσαν την εργασία τους. Άρχισαν να παρατηρούν ότι οι τεχνίτες αυτοί διαιρούσαν την εργασία τους σε επιμέρους καθήκοντα και λεπτομέρειες. Ο Harry Braverman περιέγραψε αναλυτικά αυτήν την διαίρεση της εργασίας στην διαδικασία κατασκευής ενός μεταλλικού χωνιού:

«Για παράδειγμα, ένας μεταλλουργός κατασκευάζει ένα χωνί: σχεδιάζει την πρόσοψή του πάνω σε μια λαμαρίνα και με βάση αυτό το σχέδιο αναπτύσσει το περίγραμμα της ανάπτυξης ενός χωνιού και του στομίου του. Έπειτα κόβει κάθε κομμάτι με ψαλιδιές και τομές, το τυλίγει ώστε να πάρει το κατάλληλο σχήμα και πρεσάρει ή βιδώνει τις ραφές. Έπειτα τυλίγει το επάνω μέρος του χωνιού, κολλάει τις ραφές, κολλάει ένα δακτύλιο, ξεπλένει το οξύ που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση και δίνει στο χωνί το τελικό του σχήμα.

Όταν όμως εφαρμόζει την ίδια διαδικασία για να κατασκευάσει μεγάλη ποσότητα ίδιων χωνιών, ο τρόπος δράσης του αλλάζει. Αντί να αρχίσει να δουλεύει απευθείας πάνω στο υλικό, φτιάχνει ένα σχέδιο για να υπολογίσει τη συνολική ποσότητα χωνιών που χρειάζεται· Έπειτα τα κόβει όλα τα καλούπια, το ένα μετά το άλλο, τα τυλίγει κ.λπ. Εν προκειμένω, αντί να κατασκευάσει ένα χωνί μέσα σε μία ή δύο ώρες, καταναλώνει ώρες ή ακόμη και μέρες σε κάθε βήμα της συνολικής διαδικασίας, κατασκευάζοντας σε κάθε στάδιο εξαρτήματα, σφιγκτήρες, συσκευές κ.λπ., τα οποία θα ήταν περιττά αν ήθελε να φτιάξει ένα μόνο χωνί, αλλά σε περίπτωση που χρειαζόταν να φτιάξει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα, θα επιτάχυναν σημαντικά κάθε βήμα της διαδικασίας, με αποτέλεσμα η συνολική εξοικονόμηση χρόνου να δικαιολογεί την πρόσκαιρη δαπάνη περισσότερου. Ο μεταλλουργός έχει συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να κατασκευάσει μεγαλύτερες ποσότητες κατ’ αυτόν τον τρόπο με λιγότερο κόπο και μεγαλύτερη εξοικονόμηση χρόνου, παρά με το να ολοκληρώνει την κατασκευή καθενός χωνιού προτού προχωρήσει στο επόμενο[iii]».

Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη στους επιβλέποντες για να αντιληφθούν ότι θα ήταν πολύ φθηνότερο να αναθέτουν σε ανειδίκευτους εργάτες να εκτελούν επαναλαμβανόμενα, καθόλη τη διάρκεια του ωραρίου τους τα επιμέρους τμήματα της παραγωγικής διαδικασίας. Η λύση ήταν η μείωση του κόστους της εξειδικευμένης και συνεπώς ακριβότερης εργασίας. Ο εφευρέτης και μηχανικός Charles Babbage το εξήγησε αυτό τόσο αναλυτικά στο βιβλίο του «Για την Οικονομία των Μηχανών και της Μανιφακτούρας», με αποτέλεσμα ο Braverman να το ονομάσει «Αρχή του Babbage»[iv]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο μειωνόταν σημαντικά το κόστος παραγωγής, αλλά εντεινόταν και ο έλεγχος του εργοδότη επί της παρεχόμενης εργασίας, καθώς οι εργάτες μπορούσαν πλέον να εναλλάσσονται σε περισσότερα πόστα και να αντικαθίστανται εύκολα. Οι εργοστασιάρχες μπορούσαν να απασχολούν ακόμη και παιδιά για να εκτελούν επαναλαμβανόμενες εργασίες. Τόσο η συγκεντροποίηση όσο και η λεπτομερής διαίρεση της εργασίας σε επιμέρους τμήματα έδωσαν μεγάλη ώθηση στον εκμηχανισμό της παραγωγής, που με τη σειρά του ενέτεινε τον έλεγχο του κεφαλαίου στην παραγωγή, τόσο μέσω του καθορισμού του ρυθμού παραγωγής από της μηχανές όσο και μέσω της περαιτέρω απεξάρτησης της εργασίας από ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες[v]. Ο Frederick Winslow Taylor, ο διάσημος γκουρού του διαχειριστικού ελέγχου, μπόρεσε, ως συνέπεια της ευρείας χρήσης των μηχανών στα καπιταλιστικά εργοστάσια, να αντιληφθεί τι κάνουν οι εργαζόμενοι με μηχανικούς όρους και στη συνέχεια να παροτρύνει τους εργοδότες να εφαρμόσουν την «επιστημονική του μέθοδο διαχείρισης της εργασίας». Πρώτα, οι επιβλέποντες έπρεπε να παρατηρήσουν προσεκτικά -πολλές φορές και με κάμερες- και να χρονομετρήσουν όλες τις κινήσεις που έκαναν οι εργαζόμενοι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους (αυτό σήμερα μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά, χωρίς καν οι εργαζόμενοι να γνωρίζουν ότι παρακολουθούνται). Οι εργοδότες μπορούσαν έτσι να μάθουν επακριβώς τι έκαναν τα εργατικά χέρια που προσλάμβαναν και με ποιο τρόπο, με αποτέλεσμα να αποκτούν γνώσεις που μέχρι τότε μόνο οι εργάτες κατείχαν. Οι επιμέρους εργασίες επαναπροσδιορίζονταν με μηχανικούς όρους και έπειτα αναπτυσσόταν ένα σύνολο αναλυτικών οδηγιών για την εκτέλεση κάθε εργασίας. Κατόπιν, όσοι προσλαμβάνονταν υποχρεώνονταν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με μηχανικό τρόπο, κάνοντας ακριβώς ότι τους είπαν, δηλαδή πότε να ξεκινήσουν, πότε να ξεκουραστούν, πώς να κινούνται και ούτω καθεξής. Ολόκληρος ο σχεδιασμός της εργασίας μονοπωλούνταν πλέον από τον εργοδότη και την κλίκα των διευθυντών και των μηχανικών παραγωγής. Οι εργάτες εκτελούσαν απλώς εντολές.

Υπό την οπτική της ανάλυσής μας για το απόσπασμα των Μαρξ και Ένγκελς που παραθέσαμε, πιστεύουμε ότι οι παραπάνω μηχανισμοί ελέγχου της παραγωγής επέφεραν δύο επιπτώσεις στους εργάτες. Πρώτον, βάθυναν σημαντικά την εγγενή στον καπιταλισμό αλλοτρίωση. Η ικανότητα μετασχηματισμού της φύσης μέσω της στοχευμένης εργασίας μας καθορίζει ως είδος. Στον καπιταλισμό, το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας γίνεται ιδιοκτησία κάποιου άλλου. Οι εργάτες δεν έχουν πλέον κανέναν έλεγχο επ’ αυτού. Πριν τον καπιταλισμό, οι περισσότερες εργασίες απαιτούσαν μια σχετική εξειδίκευση και ακόμη και στον πρώιμο καπιταλισμό τα πράγματα παρέμεναν έτσι. Και δεδομένου ότι οι κεφαλαιούχοι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν αυτές τις εργασίες, οι τεχνίτες διατηρούσαν κάποια επιρροή σε σχέση με την παραγωγή τους. Με την συγκεντροποίηση της παραγωγής, τον λεπτομερή καταμερισμό της εργασίας, τον εκμηχανισμό και τον Τεϋλορισμό, αυτοί που μοχθούσαν έγιναν απλά εργατικά «χέρια» και αποχωρίστηκαν από αυτό που παρήγαγαν, από το φυσικό κόσμο που τους περιέβαλε, από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Δεν ήταν πια ολόκληρα ανθρώπινα όντα αλλά απλοί πωλητές εργατικής δύναμης.

Δεύτερον, και με μια δόση ειρωνείας, η αλλοτρίωση που δημιουργεί ο καπιταλισμός έχει την τάση να μετατρέπει τους εργάτες σε ομογενοποιημένη μάζα. Οι εργάτες ταυτίζονται ο ένας με τον άλλο εντός του εργοστασίου – είναι όλοι τους μισθωτoί εργάτες υποταγμένοι στην εξουσία του κεφαλαίου. Ο εκμηχανισμός και ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας επιτείνουν το αίσθημα της ταύτισης, καθώς είναι όλοι τους αναλώσιμα μέρη ή, όπως το έθεσε ο Μαρξ, «παραρτήματα» των μηχανών. Καθώς η διαδικασία της ομογενοποίησης εντείνεται, καθώς η αλλοτρίωση γίνεται εμφανέστερη και ο καπιταλισμός παράγει όλο και περισσότερους μισθωτούς εργάτες, δημιουργείται μια εργατική τάξη. Όλες οι κοινωνίες καταλήγουν να διαιρούνται σε μια καπιταλιστική και μια εργατική τάξη. Αργά ή γρήγορα αυτοί που εργάζονται αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι οι επιλογές τους είναι περιορισμένες και ότι οι ζωές τους οριοθετούνται από το γεγονός ότι τα αφεντικά τους βλέπουν απλώς σαν κόστη παραγωγής που θα πρέπει να παραμένουν σε αυστηρά περιορισμένα όρια – τέτοια που συχνά δεν επιτρέπουν τίποτα περισσότερο από μια οριακή επιβίωση. Κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι μισθωτοί εργάτες μέχρι να είναι πολύ γέροι ή πολύ καταπονημένοι σωματικά και ψυχικά για να τους προσλάβει κάποιος. Οι δεξιότητες, τα όνειρα, η προφανής ικανότητά τους να κάνουν κι άλλα πράγματα καταπνίγονται διαρκώς. Μπορούν να γίνουν και οι ίδιοι καπιταλιστές; Απίθανο. Μπορούν να γίνουν ανεξάρτητοι τεχνίτες; Δύσκολα. Μπορούν να αποκτήσουν μια έκταση γης και να γίνουν επιτυχημένοι αγρότες; Αμφίβολο. Μέσα σε αυτό το σύστημα, οι προοπτικές τους είναι αμυδρές.

Μέσα από τη συνειδητοποίηση των παραπάνω γεννιέται το μικρόβιο μιας ιδέας. Ως ατομικότητες οι εργάτες είναι αδύναμοι. Καθώς όμως είναι πολλοί αριθμητικά και οι εργοδότες τους εξαρτώνται από την εργασία τους, εάν δράσουν ενωμένοι και αλληλέγγυοι, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τον έλεγχο που υφίστανται. Αρχικά, εξεγείρονται με τρόπο φαινομενικά αυθόρμητο, αν και σε κάθε προσπάθεια διεκδίκησης του δίκιου και παρακώλυσης της παραγωγής υπάρχουν πάντα ηγέτες και προεργασία. Όταν, παραδείγματος χάριν, η τιμή κάποιου αναγκαίου αγαθού, όπως του ψωμιού, ξεπέρασε τις ιστορικά καθορισμένες ή θεωρούμενες ως «δίκαιες» τιμές, οι εργάτες εξεγέρθηκαν παίρνοντας το ψωμί από τα αρτοποιεία και καταστρέφοντας την ιδιοκτησία των «ανωτέρων» τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξέγερση του 1795 στη Μεγάλη Βρετανία)[vi]. Οι ναύτες σε αρκετές περιπτώσεις εξεγέρθηκαν ενάντια στην ναυτολόγησή τους, δηλαδή στην αιχμαλωσία και την καταναγκαστική εργασία στα πλοία. Το 1780 στο Λονδίνο «η πολύγλωσση εργατική τάξη της πόλης απελευθέρωσε τις φυλακές εν μέσω της σπουδαιότερης αστικής εξέγερσης του 18ου αιώνα[vii]». Στις αρχές του 19ου αιώνα η περίφημη λουδιτική εξέγερση των υφαντριών και των εργατών της κλωστοϋφαντουργίας στην Αγγλία δημιούργησε τριγμούς ακόμα και για την κυβέρνηση[viii]. Και ένα από τα πιο καίρια για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στοιχεία, οι σκλάβοι, οι οποίοι ήταν σε κάθε περίπτωση εργάτες, χωρίς όμως να πληρώνονται ή να απολαμβάνουν κάποια θεωρητική έστω ελευθερία, εξεγέρθηκαν με πάρα πολλούς τρόπους καθόλη τη διάρκεια του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα.

Καθώς ο καπιταλισμός άρχισε να κατακτά τον κόσμο και να εκτοπίζει τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής, οι εργάτες άρχισαν να τον συνηθίζουν, υπό την έννοια ότι άρχισε να φαίνεται «φυσιολογικός» και θεωρούνταν απίθανο να καταστραφεί άμεσα. Παρόλα αυτά, όταν το σύστημα ήταν ακόμη πρώιμο, πριν, ας πούμε, τα μέσα του 19ου αιώνα, οι άνθρωποι το βίωναν ως σοκ, ως την ολοκληρωτική διάλυση του μέχρι τότε τρόπου ζωής τους. Ο Βρετανός ιστορικός E.P. Thompson περιέγραψε τις αιτιάσεις τους ενάντια στο νέο σύστημα:

«Άνοδος μιας κυρίαρχης τάξης χωρίς καμία παραδοσιακή νομιμοποίηση ή υποχρέωση· μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στους αφέντες και τον απλό άνθρωπο· προφανής εκμετάλλευση στην πηγή του νέου πλούτου και της εξουσίας· απώλεια της κοινωνικής θέσης και πάνω από όλα της ανεξαρτησίας του εργάτη και πλήρης εξάρτησή του από τα μέσα παραγωγής του αφεντικού· μεροληψία του νόμου· διατάραξη της παραδοσιακής, οικογενειακής οικονομίας·  πειθάρχηση, μονοτονία, τα ωράρια και οι συνθήκες εργασίας· απώλεια του ελεύθερου χρόνου και των βασικών ανέσεων· έκπτωση του ανθρώπου σε ρόλο «εργαλείου»[ix].

Αν πολλαπλασιάσουμε τα παραπάνω με ένα μεγάλο αριθμό, θα έχουμε μια ιδέα και για την καταπίεση που υφίσταντο οι σκλάβοι. Χωρίς αμφιβολία, το πλήγμα και το σοκ που επέφερε ο καπιταλισμός εξηγεί την οργή και τη βία που χαρακτήρισε τις πρώτες εξεγέρσεις της εργατικής τάξης. Ακόμη και σήμερα, όταν εντείνονται οι κακουχίες και οι συνθήκες δεν αντέχονται πια, εκδηλώνονται αντίστοιχες εξεγέρσεις. Με το πέρασμα, όμως, του χρόνου οι εργάτες προσαρμόστηκαν στο καπιταλιστικό εργασιακό καθεστώς και, καθώς αντιλήφθηκαν ότι η επιστροφή στον προηγούμενο τρόπο ζωής ήταν αδύνατη, άρχισαν να αναπτύσσουν μονιμότερες μορφές οργάνωσης, ικανές να αντιστέκονται στο κεφάλαιο μακροπρόθεσμα. Οι δύο σχεδόν παγκόσμιοι θεσμοί που δημιούργησαν ήταν τα εργατικά συνδικάτα και τα εργατικά πολιτικά κόμματα.

Θα μπορούσα να πω πολλά για αυτές τις δύο μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, αλλά αυτό που πρέπει εδώ να αντιληφθούμε είναι ότι πολλά από αυτά τα συνδικάτα και τα κόμματα είχαν αρχικά ισχυρό αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Τα ψηφίσματα και οι εκθέσεις της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών (1864-74), εντός της οποίας κυρίαρχη φωνή ήταν ο Καρλ Μαρξ, είναι γεμάτα με παραδείγματα εκμετάλλευσης των εργατών, καταδεικνύουν την ανάγκη για παραγωγικούς συνεταιρισμούς υπό εργατική διαχείριση, υιοθετούν την αντίληψη ότι ο τελικός στόχος της εργατικής τάξης είναι η ολοκληρωτική χειραφέτησή της και αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της στήριξης των εργατών σε κάθε χώρα. Άλλοτε δηλώνεται ρητά κι άλλοτε υπονοείται ότι η απόλυτη ελευθερία των εργατών δεν μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο του καπιταλισμού· αυτή θα γίνει πραγματικότητα μόνο μόνο μέσα από την κατάργηση του καπιταλισμού και την αντικατάστασή από μια κοινοπολιτεία συνεταιρισμένων παραγωγών[x].

Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW) ήταν ακόμη πιο δυναμικοί, με το προοίμιο του καταστατικού του να δηλώνει:

«Η τάξη των εργατών και η τάξη των εργοδοτών δεν έχουν τίποτα κοινό. Δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη όσο η πείνα και η ανάγκη πλήττουν εκατομμύρια εργαζόμενους, ενώ οι λίγοι, που συγκροτούν την τάξη των εργοδοτών, απολαμβάνουν όλα τα καλά της ζωής.

Η πάλη ανάμεσα στις δύο αυτές τάξεις πρέπει να συνεχιστεί μέχρι οι εργάτες του κόσμου να οργανωθούν ως τάξη, να καταλάβουν τα μέσα παραγωγής, να καταργήσουν τη μισθωτή εργασία και να ζήσουν σε αρμονία με τη Γη[xi]».

Ακόμη και η συντηρητική Αμερικανική Ομοσπονδία Εργατών έλεγε στο ιδρυτικό καταστατικό της:

«Ενώ διεξάγεται ένας αγώνας σε όλα τα πολιτισμένα έθνη του κόσμου ανάμεσα στους καταπιεστές και τους καταπιεζόμενους όλων των χωρών, ένας αγώνας ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη, που εντείνεται χρόνο με το χρόνο, αυτός θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τα εκατομμύρια των ανθρώπων του μόχθου, εάν δεν ενωθούν για την αμοιβαία προστασία και τα κοινά συμφέροντα τους»[xii].

Ενώ τα μεμονωμένα σωματεία συνήθως δεν ήταν ρητά αντικαπιταλιστικά, συχνά ανάμεσα στους ιδρυτές και τους ηγέτες τους υπήρχαν σοσιαλιστές. Τα συνδικάτα έπαιξαν, επίσης, ρόλο-κλειδί σε κοινωνικές επαναστάσεις, όπως της Ρωσίας ή της Κούβας.[xiii]

Όταν οι εργάτες αναπτύσσουν ένα επίπεδο συνείδησης που τους επιτρέπει να αντιληφθούν την συλλογική τους ισχύ, είναι φυσικό να επιθυμούν την αλλαγή της κατάστασης στους χώρους εργασίας τους. Είτε οι προσπάθειές τους παίρνουν τη μορφή των εξεγέρσεων, όπως εκείνες των Λουδιτών, είτε κατευθύνονται στη συγκρότηση εργατικών σωματείων, αυτό που πάντα επιδιώκουν είναι η βελτίωση των υφιστάμενων συνθηκών εργασίας. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αμυντικά τα αιτήματά τους, υπό την έννοια ότι αντιμάχονται μια ενέργεια του εργοδότη. Επιδιώκουν περιορισμούς της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας ή μείωση του χρόνου εργασίας, υψηλότερους μισθούς, ασφαλέστερες εργασιακές συνθήκες και ούτω καθεξής. Όταν βλέπουν τους αδερφούς και τις αδερφές τους σε άλλες χώρες να αντιμετωπίζουν αντίστοιχες καταστάσεις, κάνουν ότι μπορούν για να τους στηρίξουν. Αυτοί είναι οι «προλετάριοι όλων των χωρών».

Σύντομα, όμως, οι εργάτες αντιλαμβάνονται ότι τα σωματεία τους δεν μπορούν πάντα να επηρεάσουν τα πράγματα έξω από τους χώρους εργασίας. Ένας περιορισμός της διάρκειας της εργάσιμης μέρας στις 8 ή 10 ώρες για όλους τους εργαζόμενους δεν μπορεί να κερδηθεί από ένα μόνο σωματείο. Το ίδιο ισχύει και για τους περιορισμούς στην παιδική εργασία ή την απαγόρευση χρήσης επικίνδυνων ουσιών σε όλα τα εργοστάσια. Τα συνδικάτα δεν μπορούν εύκολα να εμποδίσουν τους πολέμους, τη δουλεία ή την λεηλασία των αποικιών. Τα ζητήματα αυτά είναι εθνικά ή και διεθνή. Ο καπιταλισμός πάντοτε ακμάζει υπό την αιγίδα ενός εθνικού κράτους, το οποίο φροντίζει για την ευλαβική τήρηση των εμπορικών συμφωνιών, την τήρηση του νόμου και της τάξης, διαθέτει στράτευμα και ένα εθνικό ταμείο που μαζεύει χρήματα μέσω της φορολογίας και του δανεισμού και ξοδεύει τα απαιτούμενα ποσά για τις λειτουργίες που επιλέγει να υπηρετήσει. Στις χώρες που επέτρεπαν τις εκλογές, οι εργάτες μάχονταν για το δικαίωμα τους στην ψήφο, ένα δικαίωμα που σχεδόν πάντοτε τους το στερούσαν. Και εκεί που δεν υπήρχαν εκλογές, διεκδικούσαν να υπάρξουν. Και σε κάθε περίπτωση, άρχισαν να απαιτούν από το κράτος να φροντίζει για τις ανάγκες τους. Για να επισημοποιήσουν την πολιτική τους παρουσία, δημιούργησαν πολιτικές οργανώσεις, κυρίως υπό τη μορφή εργατικών κομμάτων. Εάν αυτά καταλάμβαναν την εξουσία, είτε μέσω των εκλογών είτε μέσω ένοπλης εξέγερσης, θα μπορούσαν να καθορίζουν την κρατική πολιτική.

Οι εργάτες, ωστόσο, δεν υποτιμούσαν την πολιτική ισχύ του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα ορισμένοι προλετάριοι και οι σύμμαχοί τους ανάμεσα στην τάξη των διανοουμένων, όπως οι Μαρξ και Ένγκελς, να αντιληφθούν ότι οι πολιτικοί τους αγώνες θα πρέπει να συνδέονται με το ζήτημα του μετασχηματισμού τόσο του κράτους όσο και τους συστήματος παραγωγής και διαμοιρασμού του πλούτου. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβάνονταν την διαρκώς αυξανόμενη εργατική τάξη ως τον παράγοντα εκείνο της ολοκληρωτικής κατάργησης του εαυτού της, του τέλους δηλαδή της ταξικής κοινωνίας και της οικοδόμησης ενός κόσμου αποτελούμενου από συνεταιρισμένους παραγωγούς, που θα τερματίσει την πολλαπλή αλλοτρίωση που γεννά η ταξική κοινωνία. Οι προλετάριοι όλων των χωρών πρέπει να ενωθούν με το εξής έμβλημα στα λάβαρά τους: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»[xiv]. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν, παρά μόνο τις αλυσίδες τους.

Φραγμοί στην Ταξική Ενότητα

Αν και οι τελευταίες γραμμές του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, που αναλύθηκαν παραπάνω, παρουσιάζουν μια ικανοποιητική λογική αλληλουχία, διακρίνονται εγγενώς και από ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Οι Μαρξ και Ένγκελς το γνώριζαν αυτό και έγραψαν για πτυχές της υλικής πραγματικότητας της καπιταλιστικής κοινωνίας που συνιστούν εμπόδια για την ταξική συνειδητοποίηση και την ριζοσπαστική δράση της εργατικής τάξης. Υπήρχαν, βέβαια, και ζητήματα που δεν κατάφεραν να εξετάσουν. Ας μελετήσουμε διάφορα ζητήματα που αποτελούν τροχοπέδη για την ταξική συνειδητοποίηση και την ενότητα της εργατικής τάξης.

Οι μηχανισμοί ελέγχου της παραγωγής που εφαρμόζει το κεφάλαιο δημιουργούν νέες δυνατότητες για τους μισθωτούς εργάτες να αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως τάξη και όχι απλώς ως καταπιεζόμενα άτομα. Είναι, όμως, και βαθιά αλλοτριωτικοί και η αποξένωση δεν οδηγεί απαραίτητα σε συνεκτική σκέψη. Ο λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας, η έντασή του μέσω της χρήσης των μηχανών, και η αποειδίκευση που έφερε ο Τεϋλορισμός κάνουν την εργασία μια μονότονη, αποβλακωτική δραστηριότητα. Ο Adam Smith, στον Πλούτο των Εθνών, εκθείασε τον καταμερισμό της εργασίας, έγραψε όμως και το εξής:

«Καθώς ο καταμερισμός της εργασίας εξελίσσεται, η απασχόληση της συντριπτικής πλειοψηφίας όσων ζουν από την εργασία τους, δηλαδή του μεγαλύτερου μέρους του λαού, περιορίζεται στην εκτέλεση λίγων, απλών ενεργειών, συνήθως μίας ή δύο. Όμως οι γνώσεις των περισσότερων ανθρώπων αναγκαστικά διαμορφώνονται από τις συνήθεις ασχολίες τους. Ένας άνθρωπος του οποίου ολόκληρη η ζωή δαπανάται στην εκτέλεση μερικών απλών ενεργειών, οι συνέπειες των οποίων είναι μάλλον πάντα οι ίδιες ή πανομοιότυπες, δεν έχει καμία ευκαιρία να εφαρμόσει τις γνώσεις του και να σκεφτεί δημιουργικά, προκειμένου να αντιμετωπίσει δυσκολίες που ποτέ δεν προκύπτουν.  Είναι λοιπόν φυσική συνέπεια να χάνει την ικανότητά του να σκέφτεται έτσι και να γίνεται, σε γενικές γραμμές, τόσο ανόητος και αδιάφορος όσο μπορεί να γίνει ένα ανθρώπινο ον. Ο διανοητικός του λήθαργος τον καθιστά ανίκανο να απολαύσει ή να λάβει μέρος σε μια λογική συζήτηση, αλλά και να αντιληφθεί οποιοδήποτε γενναιόδωρο, ευγενές ή τρυφερό συναίσθημα και, κατά συνέπεια, να σχηματίσει οποιαδήποτε δίκαιη κρίση σχετικά με τα περισσότερα ζητήματα, ακόμη και τα πιο απλά θέματα της καθημερινότητας»[xv].

Το παραπάνω απόσπασμα μπορεί να είναι κάπως ακραίο και να αντικατοπτρίζει τις προκαταλήψεις του ίδιου του Smith. Σκεφτείτε, όμως, πως περιέγραψε ο εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία Ben Hamper μια επίσκεψη που έκανε στο εργοστάσιο μαζί με την οικογένειά του, όταν ήταν παιδί, για να δει πώς δουλεύει ο πατέρας του:

«Στεκόμασταν εκεί για περίπου 40 λεπτά, που έμοιαζαν με ολόκληρη ζωή, και το μοτίβο δεν άλλαζε ποτέ. Αυτοκίνητο, παρμπρίζ. Αυτοκίνητο, παρμπρίζ. Η μια αγγαρεία μετά την άλλη. Το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Οι δεκαετίες να περνούν ανάμεσα από τα καδρόνια, τα κόκαλα να συνθλίβονται, τα επίμονα ρολόγια καταστέλλουν τη σάρκα, άλλο ένα παρμπρίζ, άλλο ένα τσιγάρο, πόλεμοι να αρχίζουν και να τελειώνουν, οι καταιγίδες να σιγομουρμουρίζουν το αλφάβητο, κοράκια κοιμισμένα ή νεκρά πάνω στα ηλεκτρικά σύρματα, αυτό το μηχανικό χταπόδι να στριφογυρίζει γύρω από το τίποτα, το απόλυτο τίποτα»[xvi].

Το πρόβλημα είναι ότι ο καπιταλισμός έχει την τάση να παράγει την εργατική δύναμη που χρειάζεται. Πρέπει να έχει τον έλεγχό της, συνεπώς οι θεσμοί που συγκροτούν το σύστημα –η αγορά, τα σχολεία, οι αστοί ακαδημαϊκοί, ιδιαίτερα οι οικονομολόγοι, που δουλειά τους είναι να δικαιολογούν κάθε επιλογή του κεφαλαίου, η ιδεολογία του ατομισμού, που στηρίζει το όλο οικοδόμημα- παράγουν πειθήνιους εργαζόμενους. Για να το θέσω διαφορετικά, με την εξέλιξη του χρόνου και καθώς οι γενιές που είδαν τις ζωές τους να έρχονται τα πάνω-κάτω από τη νέα κοινωνία έχουν εξαλειφθεί, αυτοί που πουλούν την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν το θεωρούν κάτι «κανονικό», κάτι για οποίο δεν έχουν άλλη επιλογή. Η κανονικότητα αυτή εκτείνεται μέχρι την εξουσία που έχουν επί αυτών τα αφεντικά τους. Καθώς η ίδια η ανθρώπινή τους υπόσταση απομειώνεται και δεν μπορούν να επιδείξουν την έμφυτη ικανότητά τους να συλλαμβάνουν και να εκτελούν σύνθετες εργασίες, είναι φυσικό να εσωτερικεύουν τα παραπάνω και να θεωρούν πως έτσι έχουν τα πράγματα από τη φύση τους. Όταν ο καπιταλισμός εξυμνείται ακατάπαυστα, είναι εύκολο να αρχίσεις να νιώθεις πως αν δεν είσαι «επιτυχημένος», πρέπει να είναι δικό σου το λάθος. Έκανες λάθος επιλογές και τώρα θα πρέπει να υποστείς τις συνέπειες.

Πέρα από την καταστροφική επίδραση της αλλοτρίωσης στην πάλη της εργατικής τάξης, υπάρχουν – παρά την ομοιογένεια που παράγει ο κεντρικός έλεγχος της παραγωγής – πολλές διαφορές μεταξύ των εργατών που υπονομεύουν την μεταξύ τους αλληλεγγύη. Παραθέτω ορισμένα σημαντικά παραδείγματα, μερικά εκ των οποίων έθιξα και παραπάνω.

Η Εξειδίκευση. Σε κάθε επιχείρηση το επίπεδο εξειδίκευσης των εργαζομένων διαφέρει, μερικές φορές κατά πολύ, και συχνά αυτές οι διαφοροποιήσεις συνεπάγονται και άλλες διαφορές. Οι τεχνίτες, που ήταν εξειδικευμένοι σε μια τέχνη, ήταν κατά κανόνα οι πρώτοι μισθωτοί εργάτες που συγκρότησαν σωματεία. Είχαν πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους ανειδίκευτους. Ήταν πιθανότερο να είναι εγγράμματοι· ήταν πιο δύσκολο να αντικατασταθούν· τους χαρακτήριζε συνήθως ομοιογένεια ως προς το φύλο, τη φυλή και την εθνικότητα. Στα πρώτα εργοστάσια οι πιο ανειδίκευτοι εργάτες ήταν γυναίκες και παιδιά, συχνά ορφανά που στέλνονταν από ορφανοτροφεία στους καπιταλιστές[xvii].Τα παιδιά δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην εκμετάλλευση που βίωναν, αν και οι εξειδικευμένοι εργάτες μάχονταν για την κατάργηση της παιδικής εργασίας. Όσον αφορά τις γυναίκες, η πατριαρχία που έχει χαρακτηρίσει τον καπιταλισμό από τη γέννησή του καθιστούσε απίθανο να δείξουν αλληλεγγύη οι άντρες στις γυναίκες εργάτριες, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι ακόμη και σήμερα οι άντρες απεχθάνονται την απασχόληση γυναικών σε πολλούς εργασιακούς χώρους και τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Επιπλέον, στα εργοστάσια όπου δεν είχαν ακόμη εισαχθεί οι μηχανές, οι ειδικευμένοι εργάτες απασχολούσαν ανειδίκευτους βοηθούς[xviii]. Στις ΗΠΑ οι πρώτοι ήταν συνήθως από τη Βόρεια Ευρώπη και οι τελευταίοι ήταν Ιρλανδοί ή κατάγονταν από τα νότια και ανατολικά τμήματα της Ευρώπης. Τα γλωσσικά εμπόδια και οι πολιτισμικές προκαταλήψεις των Άγγλων και Γερμανών τεχνιτών καθώς και το οικονομικό τους κίνητρο, να πληρώνουν το χαμηλότερο δυνατό μισθό στους ανειδίκευτους, καθιστούσε αδύνατη την μεταξύ τους αλληλεγγύη. Τα σωματεία των ειδικευμένων εργατών δεν δέχονταν τους ανειδίκευτους ως μέλη και οι συνομοσπονδίες των σωματείων των τεχνιτών δεν αναγνώριζαν τα καταστατικά των σωματείων των ανειδίκευτων.

Αυτό που περιπλέκει έτι περαιτέρω τα πράγματα είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι ένα εντυπωσιακά δυναμικό σύστημα. Οι επιχειρήσεις καταρρέουν και οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους. Νέες επιχειρήσεις μπαίνουν στο παιχνίδι. Παλιά επαγγέλματα πεθαίνουν και νέα γεννιούνται. Οι αλλαγές αυτές κάνουν εύθραυστες τις εργατικές οργανώσεις. Για παράδειγμα, το επάγγελμα του χειριστή μηχανής απαιτούσε γνώση των μηχανικών σχεδίων, άρτια γνώση της γεωμετρίας και επιδεξιότητα. Οι εργάτες αξιοποίησαν τις ικανότητές τους για να χτίσουν ένα ισχυρό συνδικάτο. Όμως, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το σύστημα του αριθμητικού ελέγχου, που αναπτύχθηκε από την Αεροπορία με έξοδα του δημοσίου, κατέστρεψε το επάγγελμα. Οι γνώσεις των χειριστών έχουν πια ενσωματωθεί σε προγράμματα υπολογιστών, τα οποία λειτουργούν τις μηχανές που μετατρέπουν τα μηχανικά σχέδια σε μηχανικά εξαρτήματα. Αυτό έχει μειώσει σημαντικά την ισχύ που είχαν οι χειριστές στη δουλειά τους, καθώς δεν χρειάζονται πλέον πολυετή μαθητεία για να την φέρουν αποτελεσματικά σε πέρας[xix].

Η Κινητικότητα του Κεφαλαίου. Το κεφάλαιο μπορεί να κινείται τόσο μέσα στο πλαίσιο του ίδιου κράτους όσο και διεθνώς. Στις ΗΠΑ, κατά τις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βιομηχανική δραστηριότητα συγκεντρώθηκε στις βορειοανατολικές, μεσοδυτικές και βορειοδυτικές πολιτείες. Πολλές πόλεις και κωμοπόλεις ήταν προπύργια των εργατών από άποψη τόσο οικονομικής όσο και πολιτικής ισχύος. Σήμερα, η ισχύς αυτή έχει μειωθεί ή εξαφανιστεί, καθώς οι επιχειρήσεις μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στις νότιες πολιτείες αλλά και νοτιότερα από τα σύνορα, όπου οι εργάτες ήταν αδύναμοι. Και άρχισαν να μεταφέρουν ταχύτατα την παραγωγή στον «παγκόσμιο» Νότο, αναζητώντας χαμηλούς μισθούς και ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες[xx]. Το ίδιο φαινόμενο εντοπίζεται σε όλες τις πλούσιες καπιταλιστικές χώρες. Μαζί του έρχεται και μια σημαντική υποχώρηση της πολιτικής επιρροής των εργατών σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης, που οδηγεί στην απώλεια των κεκτημένων της κοινωνικής πρόνοιας που συνέβαλε στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργατών και τους κατέστησε λιγότερο ευάλωτους στις συνέπειες της ανεργίας, της αναπηρίας και της ασθένειας.

Ο Εθνικισμός και ο Ιμπεριαλισμός.  Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε στη μήτρα του εθνικού κράτους, που βοήθησε και υπέθαλψε το κεφάλαιο, το οποίο, όπως είπε ο Μαρξ, «στάζει από την κορφή ως τα νύχια, από κάθε του πόρο, αίμα και λάσπη»[xxi]. Ενώ η κρατική καταπίεση έχει υπάρξει σημαντικό εμπόδιο στην γέννηση και την ανάπτυξη ριζοσπαστικών εργατικών κινημάτων, τον ίδιο ρόλο έχει παίξει και η προώθηση του εθνικισμού: της ιδέας ότι κάθε άτομο σε μια χώρα έχει κατά κάποιο τρόπο το «προνόμιο» να ζει σε αυτήν και ότι αποτελεί καθήκον όλων η αφοσίωση στην κυβέρνησή τους. Υπάρχουν συνθήκες υπό τις οποίες ο εθνικισμός μπορεί να αποτελέσει προοδευτική δύναμη, όπως στους αντι-αποικιακούς και αντιμπεριαλιστικούς αγώνες. Σε γενικές, όμως, γραμμές αντιτίθεται στην διεθνιστική, εργατική αλληλεγγύη. Αυτό γιατί σηματοδοτεί μια ορισμένη «αποκλειστικότητα» που κάνει όσους κατάγονται από άλλες χώρες να φαίνονται ύποπτοι, όπως έγραψα και με αφορμή μια διαφορετική περίσταση:

«Ο εθνικισμός ως μια ιδεολογία “αποκλειστικότητας” απέκτησε γρήγορα μεγάλη ισχύ. Η καθιέρωση επίσημων γλωσσών, η ίδρυση ενός μηχανισμού απόλυτης προπαγάνδας στα δημόσια σχολεία και η επιστράτευση των εργαζομένων στους εθνικούς στρατούς στόχευαν να παροτρύνουν τους εργάτες να είναι αφοσιωμένοι στο έθνος. Το αντίθετο αυτής της αφοσίωσης είναι η δυσπιστία ή ακόμη και το μίσος προς όσους είναι “ξένοι”. Ο πατέρας μου ήταν συνδικαλιζόμενος βιομηχανικός εργάτης για 44 χρόνια, όμως οι εμπειρίες της ζωής του δεν ήταν ευνοϊκές για την ανάπτυξη αισθήματος διεθνιστικής αλληλεγγύης. Ειδικά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον διαμόρφωσε ως ένα σχεδόν φανατικό υποστηρικτή της κυβέρνησης των ΗΠΑ (και de facto υποστηρικτή του αμερικανικού κεφαλαίου στις περισσότερες περιπτώσεις) και ως ακροδεξιό, ξενοφοβικό σε ό,τι είχε να κάνει με τους Ιάπωνες, τους Σοβιετικούς ή τους Κινέζους[xxii]».

Η επιρροή του εθνικισμού στον «παγκόσμιο» Βορρά είναι εμφανής κάθε φορά που μια χώρα συμμετέχει σε έναν πόλεμο. Αμέσως, η πλειοψηφία των ανθρώπων και των οργανώσεων, των εργατικών σωματείων περιλαμβανομένων, τον υποστηρίζουν σχεδόν αντανακλαστικά. Οι σημαίες που κυματίζουν, οι όρκοι πίστεως και το τραγούδισμα των εθνικών ύμνων στα διάφορα αθλητικά γεγονότα μας παρέχουν επαρκείς αποδείξεις για την ισχύ του εθνικισμού. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, το οποίο είχε «κληρονομήσει» την Διεθνή Ένωση των Εργατών των Μαρξ και Ένγκελς, ψήφισαν υπέρ της χρηματοδότησης της εισόδου της χώρας στον πόλεμο. Ακόμη και οι πάλαι ποτέ σοσιαλιστές υπέκυψαν στο δέλεαρ του εθνικισμού.

Ο εθνικισμός στις πλούσιες καπιταλιστικές χώρες συνδέεται στενά με τον ιμπεριαλισμό, με την χρήση δηλαδή της κρατικής ισχύος προκειμένου να επιτευχθεί η κυριαρχία στον «παγκόσμιο» Νότο  και, εν συνεχεία, να παραχθούν τεράστιες ροές πλούτου από τα καταπιεζόμενα προς τα κυρίαρχα έθνη. Η Αγγλία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ έχουν επινοήσει κάθε λογής δικαιολογίες για να νομιμοποιήσουν το πλιάτσικό τους. Χρησιμοποιήθηκαν ρατσιστικά επιχειρήματα που υποστήριζαν ότι οι εργάτες και οι αγρότες των χωρών του Νότου δεν μπορούσαν να αναπτύξουν τα δικά τους εδάφη και ότι ήταν τυχεροί που τους βοήθησαν να το κάνουν οι πλούσιες χώρες. Τα χρηματικά ποσά που αντλούνταν από τις χώρες του Νότου ήταν τόσο μεγάλα, ώστε οι καπιταλιστές μπορούσαν να εξαγοράσουν τους εργάτες στα ιμπεριαλιστικά κράτη με μέρος αυτών και να τους πείσουν ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν καλό πράγμα.  Συχνά τα εργατικά σωματεία και τα εργατικά πολιτικά κόμματα στις πλούσιες χώρες υποστήριξαν ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τη λεηλασία ξένων κρατών από τα αφεντικά τους[xxiii].

Η Φυλή και το Φύλο. Σύγχρονοι μελετητές της καταγωγής του καπιταλισμού, ακολουθώντας τα βήματα συγγραφέων όπως ο W. E. B. Du Bois, έχουν υποστηρίξει με πειστικά επιχειρήματα ότι ο ρατσισμός και η πατριαρχία δεν αποτελούν δευτερεύοντα για τον καπιταλισμό ζητήματα. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατο να φανταστούμε έναν καπιταλισμό μη ρατσιστικό και μη σεξιστικό. Αντιθέτως, και τα δύο στοιχεία έχουν παίξει αποφασιστικό ρόλο για το καπιταλιστικό σύστημα και είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του από την εμφάνισή του έως σήμερα[xxiv]. Για παράδειγμα, η δουλεία ήταν καίριας σημασίας για την ανάπτυξη του καπιταλισμού και στις ΗΠΑ, από τα τέλη του 17ου αιώνα, η δουλεία είχε φυλετικά χαρακτηριστικά[xxv]. Η δουλεία που βασιζόταν σε φυλετικά χαρακτηριστικά συνοδευόταν από ένα βαθύ και σύνθετο πλέγμα αντιλήψεων, με αποτέλεσμα να «κατασκευαστεί» μια «λευκή φυλή» ανώτερη από την «μαύρη φυλή». Οι αντιλήψεις αυτές ήταν τόσο ισχυρές ώστε έγιναν μέρος της εμπειρικής πραγματικότητας που βιώνει κάθε άνθρωπος. Ενώ, δηλαδή, η βιολογία μας λέει ότι δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που λέμε «φυλή», παραβλέπουμε το επιστημονικό αυτό δεδομένο λόγω της ταυτοποίησής μας ως λευκών, μαύρων, καφέ και ούτω καθεξής. Οι κοινωνίες μας είναι φυλετικά δομημένες κι εμείς λειτουργούμε αναλόγως:

«Οι ατομικές μας επιλογές σχετικά με το κάθε πράγμα αποτελούν ταυτόχρονα και “κοινωνικές επιλογές”. Αυτές δομούν τον ευρύτερο κοινωνικό σχηματισμό, που με τη σειρά του επηρεάζει τις ατομικές μας αποφάσεις. Το πολιτικό μας σύστημα είναι ένα καλό παράδειγμα. Οι ΗΠΑ ιδρύθηκαν ως ένα κράτος του οποίου η ευμάρεια βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη δουλεία, που αποτελούσε τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής στις νότιες πολιτείες αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένη και στον καπιταλισμό του Βορρά. Το δουλεμπόριο, η παραγωγή σημαντικών αγαθών όπως το βαμβάκι ή ο καπνός, η κλωστοϋφαντουργία, η ναυτιλία, ο κατασκευαστικός κλάδος, η κατασκευή γεωργικών εργαλείων και πολλές άλλες οικονομικές δραστηριότητες συνδέονταν στενά με τη δουλεία.

Η δουλοκτητική οικονομία υποστηριζόταν από ένα σύνολο νομοθετημάτων που συντηρούσαν το όλο καταπιεστικό σύστημα. Ποιος έθεσε σε εφαρμογή αυτά το νομοθετήματα; Ήταν, δηλαδή, οι “κοινωνικές επιλογές” του συνόλου που επέτρεψαν, υποστήριξαν και διατήρησαν τη δουλεία ή μήπως οι επιλογές ορισμένων είχαν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από ότι των υπολοίπων; Θα έπρεπε να είναι κάποιος… αργόστροφος για να υποστηρίξει ότι το 1789 υπήρχε πολιτική ισότητα στις ΗΠΑ. Οι σκλάβοι δεν είχαν καμία πολιτική ισχύ και, ακόμη και ανάμεσα σε όσους δεν ήταν σκλάβοι, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να ψηφίζουν και σε αρκετές πολιτείες ακόμα και οι λευκοί άνδρες που δεν διέθεταν δική τους ιδιοκτησία δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Οι μαύροι στο Βορρά ήταν τυπικά ελεύθεροι, όμως υφίσταντο ακραίες φυλετικές και ταξικές διακρίσεις. Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν, λοιπόν, λευκοί ιδιοκτήτες περιουσίας που διαμόρφωσαν το σύστημα διακυβέρνησης, μαζί και το θεσμό της δουλείας, κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Και όταν πια η δουλεία τερματίστηκε, οι ανισότητες ως προς το εισόδημα και τον πλούτο είχαν διευρυνθεί τόσο, ώστε η κυριαρχία της λευκής, ανδρικής οικονομικής ελίτ είχε εδραιωθεί απόλυτα και ήταν δύσκολο να αποκαθηλωθεί αυτή από τη θέση της. Η κοινωνία που είχε σφυρηλατήσει αυτή η ελίτ ήταν δύσκολο να αλλάξει. Η δουλεία τερματίστηκε, όμως το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή άκμασε παρέμενε το ίδιο[xxvi]».

Αντίστοιχα επιχειρήματα μπορούμε να φέρουμε και για την πατριαρχία. Ο καπιταλισμός πήρε την πατριαρχία που υπήρχε και στο προηγούμενο σύστημα και την διαμόρφωσε έτσι που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κεφαλαίου.

Ο φυλετικός και πατριαρχικός καπιταλισμός δημιούργησε εντός της εργατικής τάξης θεμελιώδεις διαχωρισμούς, που έχουν αποτελέσει από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ταξική ενότητα. Αντικειμενικά, υπάρχει μια εργατική τάξη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι την αποτελούν έχουν συνείδηση της δυνατότητάς τους να διαταράσσουν την παραγωγή και το ίδιο το σύστημα. Όταν, όμως, ο ρόλος που παίζουν οι διαχωρισμοί βάσει της φυλής και του φύλου γίνει αντιληπτός -μαζί και ο ρόλος του τρίτου πυλώνα του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού-, τότε έχει ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την οικοδόμηση μιας συνεκτικής και ριζοσπαστικής εργατικής τάξης. Αλλά αυτό είναι κάτι που εύκολα λέγεται και δύσκολα γίνεται.

Διαίρει και βασίλευε. Οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου αντιλήφθηκαν γρήγορα την ανάγκη και τη δύναμή τους να διαχωρίζουν τους εργάτες σε εχθρικά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους στρατόπεδα. Το επίπεδο εξειδίκευσης, η φυλή, το φύλο – όλα τα παραπάνω έχουν αξιοποιηθεί για τη διάσπαση της εργατικής τάξης, τόσο εντός της παραγωγής όσο και εντός των χώρων που θα αποκαλέσουμε «κρησφύγετα του καπιταλισμού»[xxvii]. Οι επιχειρήσεις έχουν φτάσει μέχρι και στο να δημιουργούν στους εργασιακούς χώρους τεχνητές ιεραρχίες, τέτοιες δηλαδή που δεν έχουν καμία άμεση σχέση με την αποτελεσματικότερη οργάνωση της παραγωγής, αλλά διαχωρίζουν απλά τους εργαζόμενους σε ανταγωνιστικές ομάδες[xxviii].

Η Υγεία. Για τους εργοδότες, οι εργαζόμενοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από κόστη παραγωγής που πρέπει να ελέγχονται και να ελαχιστοποιούνται. Αυτό έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στον τρόπο που μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους. Ο Μαρξ θέτει το ζήτημα αυτό εμφατικά:

«Αφήνοντας τη σφαίρα της απλής κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων, από την οποία ο αγοραίος οπαδός του ελεύθερου εμπορίου δανείζεται έννοιες και κανόνες για να κατανοήσει την κοινωνία του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, μπορούμε μάλλον να αντιληφθούμε τη μεταβολή στη φυσιογνωμία των δρώντων προσώπων που έχουμε ενώπιόν μας. O πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται ως κεφαλαιοκράτης και ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί ως εργάτης του. O πρώτος, πολυάσχολος, με ύφος περισπούδαστο, ο δεύτερος μαζεμένος, διστακτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει να πουλήσει το ίδιο το τομάρι του στην αγορά, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι η σφαγή»[xxix].

Η «σφαγή» παίρνει τη μορφή μιας ανηλεούς και ατελείωτης επίθεσης στο σώμα και το πνεύμα του εργάτη. Καθ’όλη την ιστορία του καπιταλισμού και σε κάθε χώρα, οι περισσότεροι εργάτες έγιναν ή  κατέστησαν μερικώς τουλάχιστον ανάπηροι μετά από μια ζωή μόχθου. Περιττό θα ήταν να πούμε ότι η κακή κατάσταση της υγείας της εργατικής τάξης δεν ευνοεί την κοινωνική αλλαγή[xxx].

Ερωτήματα και Αβεβαιότητες

Από εδώ και πέρα μπαίνουμε στο ψαχνό των κρίσιμων ζητημάτων. Κατά πόσο έχει αλλάξει μέχρι σήμερα τον κόσμο η εργατική τάξη; Μπορεί να προχωρήσει παραπέρα και να επιφέρει έναν παγκόσμιο κοινωνικό μετασχηματισμό, στο πλαίσιο του οποίου ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί από έναν ριζοσπαστικά δημοκρατικό, σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, που θα διασφαλίζει τη μέγιστη, ουσιαστική ισότητα στο μέγιστο δυνατό βαθμό; Σε μια τέτοια κοινωνία το ρητό του Μαρξ «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» θα γινόταν πραγματικότητα[xxxi]. Από όσα έχω μέχρι στιγμής γράψει μπορούμε μόνο να πούμε ότι υπάρχουν δυνάμεις εντός της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων που ωθούν τους εργάτες προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχουν, όμως, και δυνάμεις που δρουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Συνεπώς, η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα εξαρτάται από το ποια δύναμη έχει τη μεγαλύτερη ισχύ.  Αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί μέσω της απλής παρατήρησης των αντικειμενικών συνθηκών. Αμφότερες οι ανταγωνιστικές τάξεις, το κεφάλαιο και οι εργάτες, έχουν ικανότητα αυτενέργειας, υπό την έννοια ότι μπορούν και οι δύο να δράσουν για να προωθήσουν τους στόχους τους. Την ίδια στιγμή, το παρελθόν βαραίνει τον καθένα μας, περιορίζοντας όχι μόνο αυτά που μπορούμε να κάνουμε, αλλά και όσα μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Δεν θα είναι τα πάντα δυνατά οποιαδήποτε στιγμή. Πρώτα από όλα, πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Δεύτερον, θα πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για να βελτιώσουμε την δική μας κατάσταση. Τρίτον, θα πρέπει να δράσουμε. Και τέταρτον, ενώ προχωράμε στη δράση, θα πρέπει να μελετάμε την αντίδραση, πώς επηρεαζόμαστε, πώς μεταβάλλεται η κατανόησή μας για τα πράγματα ανάλογα με τις πράξεις μας και πώς τροποποιούνται οι δυνατότητές μας. Κάθε βήμα είναι πολύπλοκο και δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για τις εκτιμήσεις μας, πολλώ δε μάλλον για την επιτυχία των προσπαθειών μας.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη


[i]  Karl Marx and Frederick Engels, The Communist Manifesto (New York: Monthly Review Press, 1998).

[ii]  Πρέπει να σημειώσουμε ότι φεουδαρχικές παραγωγικές μονάδες υπήρχαν για πολύ καιρό, τουλάχιστον μέχρι και κατά τον 19ο αιώνα – παραδείγματος χάριν, υπήρχαν μεγάλα αγροκτήματα στην Λατινική Αμερική- κι αυτές λειτουργούσαν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τα πρότυπα της δουλείας, πιθανότατα με το ίδιο κίνητρο για συσσώρευση κεφαλαίου, που υπήρχε και στις φυτείες των σκλάβων στις ΗΠΑ.

[iii]  Harry Braverman, Labor and Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1998).

[iv]  Charles Babbage, On the Economy of Machinery and Manufactures, 4th ed. (London: Knight, 1835). Braverman, Labor and Monopoly Capital, 54–57.

[v]  Braverman, Labor and Monopoly Capital, 146–53

[vi]  Για τιην εξέγερση του ψωμιού στο Tewkesbury της Αγγλίας βλ. Derek Benson, “The Tewkesbury Bread Riot of 1795,” Bristol Radical History Group, 2013, https://brh.org.uk. Για μια λίστα των εξεγέρσεων για τα τρόφιμα, βλ. “List of Food Riots,” Wikipedia, http://en.wikipedia.org.

[vii]  Marcus Rediker and Peter Linebaugh, “The Many-Headed Hydra: Sailors, Slaves, and the Atlantic Working Class in the Eighteenth Century,” Journal of Historical Sociology 3, no. 3 (1990): 225–52.

[viii]  E. P. Thompson, The Making of the English Working Class (New York: Vintage, 1966).

[ix]  Thompson, The Making of the English Working Class.

[x] Για παραδείγματα, βλ. Συλλογή αρχείων και κειμένων της Πρώτης Διεθνούς

[xi]  βλ. “Preamble to the IWW Constitution,” https://iww.org.

[xii] Η Α.Ο.Ε. ιδρύθηκε το 1886.  Το απόσπασμα είναι από την πρώτη παράγραφο του καταστατικού της, όπως αυτή επικυρώθηκε στην ανανεωμένη εκδοχή του 1912.   “Constitution of the American Federation of Labor,” 1912

[xiii]  For Russia, see Paul LeBlanc, October Song (Chicago: Haymarket, 2017); for Cuba, see Steve Cushion, A Hidden History of the Cuban Revolution (New York: Monthly Review Press, 2016).

[xiv]  Karl Marx, Critique of the Gotha Program, 1875, available at http:// marxists.org.

[xv]  Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations (New York: Modern Library, 1937), 734–35.

[xvi]  Ben Hamper, Rivethead: Tales from the Assembly Line (New York: Warner, 1991), 2.

[xvii] Για αποτροπιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με την εργασία των ορφανών στα βρετανικά εργοστάσια βλ. το μυθιστόρημα του  Glyn Rose, The Rape of the Rose (New York: Simon and Schuster, 1993).

[xviii]  Dan Clawson, Bureaucracy and the Labor Process (New York: Monthly Review Press, 1980).

[xix]  See David Noble, Forces of Production: A Social History of Industrial Automation (New York: Knopf, 1984).

[xx]  See the seminal work of John Smith, Imperialism in the Twenty-First Century (New York: Monthly Review Press, 2016).

[xxi]  Karl Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 2004).

[xxii]  Michael D. Yates, “Workers of All Countries, Unite: Will This Include the U.S. Labor Movement?” Monthly Review 52, no. 3 (July–August 2000): 48.

[xxiii]  Yates, “Workers of All Countries, Unite.”

[xxiv]  See, among many others, David R. Roediger, Class, Race and Marxism (New York: Verso, 2017); W. E. B. Du Bois, Black Reconstruction in America (Oxford: Oxford University Press, 2007); Gerald Horne, The Apocalypse of Settler Colonialism (New York: Monthly Review Press, 2018); Peter James Hudson, “The Racist Dawn of Capitalism,” Boston Review, March 14, 2016, http://bostonreview.net; Robin D. G. Kelley, “What Is Racial Capitalism and Why Does It Matter,” lecture given at the University of Washington, November 7, 2017, available at http://youtube.com; Roxanne Dunbar-Ortiz, An Indigenous Peoples’ History of the United States (Boston: Beacon, 2014); Nancy Fraser, “Expropriation and Exploitation in Racialized Capitalism: A Reply to Michael Dawson,” Critical Historical Studies 3, no. 1 (2016): 162–78; Nancy Fraser, “Behind Marx’s Hidden Abode: For an Expanded Conception of Capitalism,” New Left Review 86 (2014): 55–72; and John Bellamy Foster and Brett Clark, “Women, Nature, and Capital in the Industrial Revolution,” Monthly Review 69, no. 8 (January 2018): 1–24.

[xxv]  See Theodore W. Allen, The Invention of the White Race, vol. 1 (New York: Verso, 2012); Horne, The Apocalypse of Settler Colonialism; Walter Johnson, River of Dark Dreams: Slavery and Empire in the Cotton Kingdom (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2013).

[xxvi]  Michael D. Yates, “It’s Still Slavery by Another Name,” Cheap Motels and a Hot Plate blog, February 23, 2012, http://cheapmotelsandahotplate.org.

[xxvii]  Fraser, “Behind Marx’s Hidden Abode.”

[xxviii]  Two classic studies are Katherine Stone, “The Origin of Job Structures in the Steel Industry,” Review of Radical Political Economics 6 no. 2 (1974): 113–73; and Stephen A. Marglin, “What Do Bosses Do? The Origins and Functions of Hierarchy in Capitalist Production,” Review of Radical Political Economics 6 no. 2 (1974): 60–112.

[xxix]  Marx, Capital, vol. 1.

[xxx]  See Michael D. Yates, “Work Is Hell,” in The Great Inequality (London: Routledge, 2016), 73–90.

[xxxi]  Βλ. Marx, Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Η πλήρης δήλωσή του: «Σε µια ανώτερη φάση της κοµµουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόµων στον καταµερισµό της εργασίας και µαζί της και η αντίθεση ανάµεσα στην πνευµατική και τη σωµατική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι µόνο µέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν µε την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόµων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάµεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε µόνο θα µπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία θα γράψει στη σηµαία της: Από τον καθένα ανάλογα µε τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα µε τις ανάγκες του!»