Άρθρα

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής επανάστασης

Ο Eric Hobsbawm στο έργο του «Η εποχή των επαναστάσεων 1789 – 1848» γράφει για τη γέννηση των συνειδητών εθνικιστικών κινημάτων και τον τρόπο που αυτά ενώθηκαν με την πολιτική συγκρότηση της αστικής δημοκρατικής τάξης και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Θεωρεί ότι μόνο στην Ελλάδα υπήρξε εθνική απελευθερωτική επανάσταση ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και του αστικού εθνικισμού. Αυτό εξηγεί και το ευρύ φιλελληνικό ρεύμα που επικράτησε στην Ευρώπη.

Μετά το 1830, όπως είδαμε, το γενικό κίνημα υπέρ της επανάστασης διχάστηκε. Από το διχασμό αυτόν προέκυψε ένα φαινόμενο που αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής: τα ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα. Τα κινήματα που συμβολίζουν με τον πειστικότερο τρόπο την εξέλιξη αυτή είναι όσα ίδρυσε ή ενέπνευσε ο Giuseppe Mazzini μετά την επανάσταση του 1830: Νέα Ιταλία, Νέα Πολωνία, Νέα Ελβετία, Νέα Γερμανία και Νέα Γαλλία (1831-36), καθώς και η ανάλογη Νέα Ιρλανδία της δεκαετίας του 1840, ο πρόδρομος της μόνης επαναστατικής οργάνωσης που είχε μακροβιότητα και επιτυχία, με βάση το πρότυπο των συνωμοτικών αδελφοτήτων των αρχών του 19ου αιώνα, τους Fenians ή Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα, πιο γνωστή από το εκτελεστικό της όργανο, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (I.R.A.). Αυτά καθαυτά τα κινήματα δεν είχαν μεγάλη σημασία η παρουσία και μόνο του Mazzini θα αρκούσε να εξασφαλίσει την πλήρη αναποτελεσματικότητά τους. Από συμβολική άποψη όμως έχουν εξαιρετική σημασία, όπως άλλωστε αποδεικνύει η υιοθέτηση ονομάτων όπως Νέοι Τσέχοι ή Νεότουρκοι από μεταγενέστερα εθνικιστικά κινήματα. Σημαδεύουν τη διάσπαση του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος σε εθνικά τμήματα. Αναμφισβήτητα, τα τμήματα αυτά είχαν το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα και την ίδια στρατηγική και τακτική, ακόμη και, εν πολλοίς, την ίδια σημαία σχεδόν πάντοτε κάποια τρίχρωμη. Τα μέλη κάθε τμήματος δεν έβλεπαν αντιφάσεις ανάμεσα στα δικά τους αιτήματα και σ’ αυτά των άλλων εθνών, οραματίζονταν μάλιστα μια αδελφότητα όλων των εθνών και την ταυτόχρονη απελευθέρωσή τους. Από την άλλη μεριά, κάθε έθνος προσπαθούσε τώρα να δικαιώσει το πρωταρχικό μέλημά του για τους δικούς του, αναλαμβάνοντας το ρόλο του Μεσσία για όλους. Μέσω της Ιταλίας (σύμφωνα με τον Mazzini), μέσω της Πολωνίας (σύμφωνα με τον Mickiewicz), οι λαοί που υπέφεραν θα οδηγούνταν στην ελευθερία μια στάση εύκολα προσαρμόσιμη σε συντηρητικές ή και ιμπεριαλιστικές πολιτικές, καθώς μαρτυρούν τόσο οι Ρώσοι σλαβόφιλοι, που υπεράσπιζαν την ιδέα της Αγίας Ρωσίας, την Τρίτη Ρώμη, όσο και οι Γερμανοί, που επρόκειτο αργότερα να κηρύξουν στον κόσμο με επιμονή πως θα τον γιάτρευε το γερμανικό πνεύμα.

Ομολογουμένως, αυτή η αμφιλογία του εθνικισμού αναγόταν στη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ένα μεγάλο και επαναστατικό έθνος, και είχε λογική τότε (όπως εξάλλου και γινόταν) να θεωρείται το αρχηγείο όλων των επαναστάσεων και ο απαραίτητος πρώτος υποκινητής της διαδικασίας για την απελευθέρωση του κόσμου. Το να προσβλέπει κανείς στο Παρίσι είχε λογική. Το να προσβλέπει σε μια ασαφή «Ιταλία», «Πολωνία» ή «Γερμανία» (που εκπροσωπούνταν στην πράξη από μια φούχτα συνωμότες και πολιτικούς πρόσφυγες) είχε λογική μόνο για τους Ιταλούς, τους Πολωνούς και τους Γερμανούς.

Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμων πόλεμος των ποιμενικών φυλών και των ληστών – ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μια μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ’ ολόκληρη την Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτή.

Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι βαλκανικοί λαοί, ήταν η ελληνική, και Έλληνες επάνδρωσαν τα υψηλότερα κλιμάκιά της υπό τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (τη σημερινή Ρουμανία).

Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε κι αν ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αυτός ο εξελληνισμός προχώρησε πιο ορμητικά απ’ ό,τι προηγουμένως, εν πολλοίς λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που επεξέτεινε επίσης την εμβέλεια αλλά και αύξησε τις επαφές της ελληνικής διασποράς. Το νέο και ανθηρό σιτεμπόριο της Μαύρης Θάλασσας έφερε τους Έλληνες στα ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά επιχειρηματικά κέντρα και ενίσχυσε τους δεσμούς τους με τη Ρωσία. Η ανάπτυξη του βαλκανικού εμπορίου έφερε τους Έλληνες ή τους εξελληνισμένους εμπόρους στην Κεντρική Ευρώπη.

Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα τυπώθηκαν στη Βιέννη (1784-1812). Η περιοδική μετανάστευση και επανεγκατάσταση αγροτών-ανταρτών ενδυνάμωσε περισσότερο τις κοινότητες της διασποράς.

Και ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες. Ο Ρήγας (1760-98), ο ηγέτης ενός πρώιμου, άδηλου και ίσως παμβαλκανικού επαναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη Μασσαλιώτιδα στα ελληνικά δεδομένα.

Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική εταιρεία που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε στο νέο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού το 1814. Ο εθνικισμός τους ήταν μέχρις ενός σημείου ανάλογος με τα ελιτίστικα κινήματα της Δύσης. Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία Ελλήνων προυχόντων γιατί οι μόνοι που θα μπορούσαν να ονομαστούν Έλληνες στην εξαθλιωμένη αυτή περιοχή των δουλοπαροίκων ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Φυσικά ο ξεσηκωμός αυτός απέτυχε οικτρά (1821).

Ευτυχώς όμως η Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους «κλέφτες», τους εκτός νόμου και τους αρχηγούς στις φάρες των ελληνικών βουνών (ιδίως στην Πελοπόννησο), και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία τουλάχιστον μετά το 1818 απ’ ό,τι οι Νοτιοϊταλοί ευγενείς Καρμπονάροι, που είχαν επιχειρήσει έναν παρόμοιο προσηλυτισμό των δικών τους ληστών (banditti).

Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε πολλά πράγματα γι’ αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση ήταν κατάλοιπο του αρχαίου ελληνισμού που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβινική ορολογία.

Αν κάτι αντιπροσώπευαν και υποστήριζαν ήταν το πανάρχαιο ήθος μιας χερσονήσου, όπου ο ρόλος του άντρα ήταν να γίνει ήρωας και όπου ο εκτός νόμου που έπαιρνε τα βουνά για να αντισταθεί σε κάθε κυβέρνηση και για να επανορθώσει στις αδικίες που γίνονταν εις βάρος του λαού ήταν το πολιτικό ιδεώδες.

Στον ξεσηκωμό ανδρών όπως ο Κολοκοτρώνης, ληστής και ζωέμπορος, οι εθνικιστές δυτικού τύπου πρόσφεραν την ηγεσία και τους τοποθετούσαν σε πανελλαδική μάλλον παρά καθαρά τοπική κλίμακα. Με τη σειρά τους, αποκόμιζαν από τις επαναστάσεις ένα μοναδικό στοιχείο, που ενέπνεε δέος: τον μαζικό ξεσηκωμό ενός ένοπλου λαού.

Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων γέννησε μια από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική.

Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον Ελληνισμό στην Ελλάδα, και έτσι να δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας δεν αποτελούσε παρά ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή που σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις.

Μ’ αυτήν την έννοια, η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών εθνών.

Η ελληνική επανάσταση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις

Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από το έργο του ιστορικού Eric Hobsbawm “Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848” και επιχειρούν να αναδείξουν τη συνέχεια του επαναστατικού κύματος που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση και προκάλεσε τρία διαδοχικά επαναστατικά κύματα (1820-24, 1830, 1848). Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι η ελληνική επανάσταση ως η μοναδική επιτυχημένη του πρώτου κύματος επαναστάσεων μετά το 1789 έγινε πηγή έμπνευσης για τον διεθνή φιλελευθερισμό και συσπείρωσε την ευρωπαϊκή Αριστερά της δεκαετίας του 1820.

Σπάνια η ανικανότητα των κυβερνήσεων να σταματήσουν τον ρου της ιστορίας έχει αποδειχτεί πιο περίτρανα απ’ ό,τι στη γενιά μετά το 1815. Ο υπέρτατος στόχος όλων των δυνάμεων, που είχαν μόλις αναλώσει πάνω από είκοσι χρόνια πολεμώντας τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης επανάστασης, ή την ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή που θα προξενούσε ένας γενικός επαναστατικός ξεσηκωμός στα πρότυπα του γαλλικού αυτός ήταν ο στόχος ακόμη και των Βρετανών, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τον αντιδραστικό απολυταρχισμό που επιβλήθηκε ξανά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατή ούτε θεμιτή η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, αλλά έτρεμαν την εξάπλωση ενός νέου γαλλικού Ιακωβινισμού περισσότερο από κάθε άλλο ενδεχόμενο στον διεθνή χώρο. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία, και πολύ σπάνια σε άλλες περιοχές, ο επαναστατισμός δεν ήταν τόσο ενδημικός, τόσο γενικός, τόσο έτοιμος να μεταδοθεί, και αυθόρμητα και με εσκεμμένη προπαγάνδα.

Τρία κυρία επαναστατικά κύματα εμφανίστηκαν στον δυτικό κόσμο ανάμεσα στο 1815 και το 1848.

Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στα 1820-24. Στην Ευρώπη, περιορίστηκε κυρίως στη Μεσόγειο, με επίκεντρα την Ισπανία (1820), τη Νεάπολη (1820) και την Ελλάδα (1821). Εκτός από την ελληνική, όλες οι άλλες επαναστάσεις καταπνίγηκαν. Η Ισπανική Επανάσταση αναβίωσε το απελευθερωτικό κίνημα στη Λατινική Αμερική, που είχε υποστεί ήττα μετά από μια πρώτη προσπάθεια που είχε προκαλέσει η κατάκτηση της Ισπανίας από τον Ναπολέοντα το 1808 και είχε περιοριστεί σε κάποιους απομονωμένους πρόσφυγες και λίγες συμμορίες.

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα εμφανίστηκε στα 1829-34 και επηρέασε όλη την Ευρώπη στα δυτικά της Ρωσίας, καθώς και τη βορειοαμερικανική ήπειρο, γιατί η μεγάλη αναμορφωτική εποχή του προέδρου Andrew Jackson (1829-37), μολονότι όχι άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές αναταραχές, πρέπει να θεωρηθεί μέρος του κύματος αυτού. Στην Ευρώπη, η ανατροπή των Βουρβόνων στη Γαλλία ενθάρρυνε ποικίλα άλλα κινήματα. Το Βέλγιο (1830) κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία το πολωνικό κίνημα (1830-31) κατεπνίγη μόνο μετά από σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις διάφορα τμήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας ήταν σε αναστάτωση ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στην Ελβετία πολύ λιγότερο ειρηνική χώρα τότε απ’ ό,τι τώρα, ενώ άρχισε στην Ισπανία και την Πορτογαλία μια περίοδος εμφύλιου πολέμου ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κληρικόφρονες.

…Το δεύτερο επαναστατικό κύμα του 1830 ήταν, συνεπώς, πολύ σοβαρότερη υπόθεση από του 1820. Στην ουσία σημαίνει την οριστική ήττα της αριστοκρατίας από τις αστικές δυνάμεις στη δυτική Ευρώπη. Η άρχουσα τάξη των επόμενων πενήντα χρόνων θα είναι η «μεγαλοαστική» τάξη των τραπεζιτών, των μεγαλοβιομήχανων και, κάποτε, των ανώτατων δημόσιων υπαλλήλων, που έγιναν αποδεκτοί από μια αριστοκρατία η οποία τραβήχτηκε στο περιθώριο, ή συμφώνησε να προωθήσει κατά κύριο λόγο την αστική πολιτική, μια τάξη που δεν την απειλούσε ακόμη η καθολική ψηφοφορία, αν και την ενοχλούσαν οι αναταραχές των μικρότερων ή δυσαρεστημένων επιχειρηματιών, οι μικροαστοί και τα πρώιμα εργατικά κινήματα. Το πολιτικό της σύστημα, στη Βρετανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, ήταν κατά βάση το ίδιο: φιλελεύθεροι θεσμοί που διασφαλίζονταν έναντι της δημοκρατίας με την επιβολή περιουσιακών ή μορφωτικών κριτηρίων στους εκλογείς.

Το τρίτο και μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα, του 1848, ήταν προϊόν αυτής της κρίσης. Η επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα και (προσωρινά) επιβλήθηκε στη Γαλλία, σε ολόκληρη την Ιταλία, στα γερμανικά κρατίδια, στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στην Ελβετία (1847). Σε λιγότερο οξεία μορφή, η αναστάτωση άγγιξε την Ισπανία, τη Δανία και τη Ρουμανία, και σποραδικά την Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Βρετανία. Ποτέ δεν συνέβη τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με παγκόσμια επανάσταση, το όνειρο των επαναστατών της περιόδου εκείνης, από την αυθόρμητη και γενική αυτή πυρκαγιά με την οποία τελειώνει και η εποχή που εξετάζουμε στον τόμο αυτό. Ό,τι ήταν το 1789 η εξέγερση ενός μόνο έθνους, τώρα έμοιαζε να είναι «η άνοιξη των λαών» μιας ολάκερης ηπείρου.

Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμμένες ή ακόμη και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωμένα σχήματα πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστάσεις του 1815-48 ήταν απλώς έργο λίγων δυσαρεστημένων ταραχοποιών, όπως επέμεναν να λένε στους ανώτερούς τους οι πληροφοριοδότες και οι αστυνομικοί της περιόδου, άνθρωποι που είχαν μεγάλη πέραση τότε. Ξέσπασαν γιατί τα πολιτικά συστήματα που είχαν επιβληθεί ξανά στην Ευρώπη ήταν εντελώς ανεπαρκή και, σε μια περίοδο γρήγορων κοινωνικών αλλαγών, όλο και περισσότερο ακατάλληλα για τις πολιτικές συνθήκες της ηπειρωτικής Ευρώπης, και γιατί οι οικονομικές και κοινοτικές δυσαρέσκειες ήταν τόσο οξείες ώστε να προκαλούν σχεδόν αναπόφευκτα συνεχή επαναστατικά ξεσπάσματα.

Αλλά τα πολιτικά πρότυπα που δημιούργησε η Επανάσταση του 1789 χρησίμευαν στο να αποκτήσει η δυσαρέσκεια συγκεκριμένο αντικείμενο, η αναταραχή να γίνει επανάσταση και, πάνω απ’ όλα, να συνενωθεί η Ευρώπη ολόκληρη σ’ ένα ανατρεπτικό κίνημα, ή ίσως θα ‘ταν καλύτερα να πούμε ανατρεπτικό ρεύμα. Υπήρχαν αρκετά τέτοια πρότυπα, αν και όλα ξεπηδούσαν από την εμπειρία της Γαλλίας μεταξύ του 1789 και του 1797.

Οι επαναστάτες θεωρούσαν τον εαυτό τους, και δικαίως ως ένα σημείο, ως μικρές ελίτ των χειραφετημένων και προοδευτικών που δρούσαν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και παραπλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα καλοδέχονταν την απελευθέρωση όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της. Όλοι τους (τουλάχιστον στα δυτικά των Βαλκανίων) θεωρούσαν ότι πολεμούν εναντίον ενός κοινού εχθρού, της συνένωσης των απολυταρχικών ηγεμόνων υπό την αρχηγία του Τσάρου. Όλοι τους συνεπώς νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη: ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμη και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας. Οι αδελφότητες αυτές, καθεμιά με υπερβολικά τονισμένο τελετουργικό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου.

Η πιο γνωστή λόγω της διεθνικότητάς της ήταν η αδελφότητα των Καλών Εξαδέλφων ή Καρμπονάρων. Φαίνεται ότι κατάγονταν από μασονικές ή συναφείς στοές στην ανατολική Γαλλία, οι οποίες, μέσω αντιβοναπαρτιστών Γάλλων αξιωματικών στην Ιταλία, πήραν σάρκα και οστά στη νότια Ιταλία μετά το 1806 και, μαζί με άλλες ανάλογες ομάδες, εξαπλώθηκαν στον Βορρά αλλά και στον μεσογειακό χώρο μετά το 1815. Οι ίδιες ή τα παράγωγα και παράλληλά τους απαντούν και στη Ρωσία ακόμη όπου αποτελούσαν τους Δεκεμβριστές, που πραγματοποίησαν και την πρώτη επανάσταση της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας το 1825 αλλά ιδίως στην Ελλάδα. Η εποχή των Καρμπονάρων άγγιξε το απόγειό της στα 1820-21, ενώ οι περισσότερες αδελφότητες ουσιαστικά είχαν καταστραφεί ως το 1823. Ωστόσο ο Καρμποναρισμός (με τη γενική του έννοια) παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει στην ελληνική απελευθέρωση (φιλελληνισμός) τον βοήθησε να διατηρήσει τη συνοχή του.

Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1830, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Πολωνία και την Ιταλία τον διέδωσαν ακόμη πιο μακριά. Από ιδεολογική άποψη, οι Καρμπονάροι και οι ανάλογες ομάδες ήταν στοιχεία ανομοιογενή, που τους ένωνε μόνο η κοινή αποστροφή για την αντίδραση. Για προφανείς λόγους, οι ριζοσπάστες, και ανάμεσά τους οι αριστεροί Ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Babeuf, επειδή ακριβώς ήταν οι πιο αποφασιστικοί επαναστάτες, επηρέαζαν όλο και περισσότερο τις αδελφότητες. Ο Filippo Buonarroti, ο παλιός συμπολεμιστής του Babeuf, ήταν ο ικανότερος και ο πιο ακούραστος συνωμότης, αν και οι πεποιθήσεις του ήταν πολύ πιο αριστερές από των περισσότεροι «αδελφών» και «εξαδέλφων». Είναι ακόμη συζητήσιμο κατά πόσο η δράση τους συντονίστηκε ποτέ επαρκώς με σκοπό να προκαλέσει παγκόσμια επανάσταση, μολονότι έγιναν πράγματι επίμονες προσπάθειες να συνδεθούν όλες οι μυστικές αδελφότητες, τουλάχιστον στα υψηλότερα και πιο μυημένα επίπεδά τους, με στόχο διεθνείς συνωμοσίες μεγάλης κλίμακας.

Όποια κι αν είναι η αλήθεια, είναι γεγονός ότι στα 1820-21 ξέσπασε μια σειρά εξεγέρσεων καρμποναρικού τύπου. Απέτυχαν οικτρά στη Γαλλία, όπου έλειπαν εντελώς οι πολιτικές συνθήκες για επανάσταση και όπου οι συνωμότες δεν είχαν πρόσβαση στο δυσαρεστημένο στράτευμα τον μόνο αποτελεσματικό μοχλό για επανάσταση σε συνθήκες ακόμη ανώριμες. Ο γαλλικός στρατός, τότε αλλά και σ’ όλο τον 19ο αιώνα, ήταν μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή εκτελούσε τις διαταγές της εκάστοτε νόμιμης κυβέρνησης. Είχαν ολοκληρωτική αλλά πρόσκαιρη επιτυχία σε μερικά ιταλικά κρατίδια, αλλά κυρίως στην Ισπανία, όπου η «γνήσια» επανάσταση ανακάλυψε την αποτελεσματικότερή της φόρμουλα, το στρατιωτικό pronunciamento (διάγγελμα). Φιλελεύθεροι συνταγματάρχες, οργανωμένοι στις δικές τους μυστικές αδελφότητες των αξιωματικών, έδιναν εντολή στα συντάγματά τους να τους ακολουθήσουν στην επανάσταση, κι αυτά το έκαναν. (Οι Δεκεμβριστές συνωμότες στη Ρωσία προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο με τα συντάγματα φρουράς το 1825, αλλά απέτυχαν από φόβο μήπως το παρακάνουν.) Οι αδελφότητες των αξιωματικών συχνά φιλελεύθερων τάσεων, εφόσον οι νέοι στρατοί πρόσφεραν σταδιοδρομία στους νέους μη αριστοκρατικής καταγωγής και το pronunciamento έγιναν στο εξής συνήθη φαινόμενα στην πολιτική σκηνή της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής και αποτέλεσαν ένα από τα πιο σταθερά και αμφισβητήσιμα πολιτικά αποκτήματα της περιόδου των Καρμπονάρων. Αξίζει να αναφερθεί παρεμπιπτόντως ότι τελετουργικές και αυστηρά ιεραρχημένες μυστικές εταιρείες, όπως των Ελευθεροτεκτόνων, προσέλκυαν εντονότατα τους στρατιωτικούς για ευνόητους λόγους. Η γαλλική εισβολή, με την υποστήριξη της ευρωπαϊκής αντίδρασης, ανέτρεψε το 1823 το νέο ισπανικό φιλελεύθερο καθεστώς.

Μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-22 κατόρθωσε να επιβληθεί, και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στην ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση: ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821. Η Ελλάδα, συνεπώς, έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός, που συνεπέφερε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς στη δεκαετία του 1820 ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία…

Η ιστορία γράφεται από τους λαούς και προχωρά με επαναστάσεις

200 χρόνια από το Εικοσιένα – Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Το 1821 αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του νεοελληνικού κράτους και διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους. Είχε εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ήταν ταυτόχρονα εθνικοαπελευθερωτική και αστική επανάσταση που συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος. Η επανάσταση του Εικοσιένα εντάσσεται σε ένα διεθνές ρεύμα αστικών και εθνικών επαναστάσεων της εποχής, λίγες δεκαετίες μετά την Γαλλική και Αμερικανική Επανάσταση και λίγες δεκαετίες πριν την Άνοιξη των Εθνών του 1848. Ως τέτοια, υπερβαίνει το εθνικό πλαίσιο και αποτέλεσε τότε, αλλά και αργότερα, σημείο αναφοράς για τους προοδευτικούς, φιλελεύθερους και δημοκρατικούς ανθρώπους που είδαν κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο στην επανάσταση ενός μικρού λαού ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Είχε στοιχεία ενός εθνικού και ταυτόχρονα λαϊκού ξεσηκωμού, όπου την ηγεσία την είχαν τα αναδυόμενα αστικά στρώματα, ενώ το βάρος του αγώνα το σήκωσαν οι κλέφτες κι οι αρματολοί, οι φτωχοί αγρότες και οι ναύτες των νησιών, με ενθουσιασμό, αυτοθυσία, ποτάμια αίματος, αλλά και όλες τις αντιφάσεις, τις καθυστερήσεις και τα όρια της εποχής.

2. Η ελληνική επανάσταση ήταν ένας ιδιαίτερος κρίκος σε μια αλυσίδα μεγάλων εθνικών και αστικών επαναστάσεων της εποχής. Οι εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα ενάντια στις αντιδραστικές αυτοκρατορίες, συνδέονται άρρηκτα με το πολιτικό αίτημα δημοκρατικής – συνταγματικής συγκρότησης νεοσύστατων κρατών. Το εθνικό ζήτημα τίθεται με αντικειμενικά προοδευτικό και επαναστατικό τρόπο στις συνθήκες της εποχής και της περιοχής. Η ελληνική επανάσταση άντλησε τις πιο φλογερές στιγμές της από τα διδάγματα του Ρήγα Φεραίου, κυοφορήθηκε παρακολουθώντας τον “Μποναπάρτε” να σαρώνει την αντιδραστική Ευρώπη των Βουρβώνων και των Αψβούργων, κατόρθωσε να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό, αλλά ταυτόχρονα, μέσα από αντιφάσεις, οπισθοχωρήσεις και φατριασμούς, εξέφρασε τη σύγκρουση των παλιών φεουδαρχικών σχέσεων που κυριαρχούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις νέες παραγωγικές δυνάμεις που αναδύονταν στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Εξέφραζε ένα βαθύτερο αίσθημα εθνικής απελευθέρωσης, δημοκρατικής συγκρότησης, πυροδοτήθηκε από τα πιο προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης, έγινε λαϊκή και εθνική υπόθεση.

3. Αν και την πρωτοβουλία την πήραν αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης και η πολιτική τους οργάνωση (η Φιλική Εταιρεία), οι Προύχοντες και ο ανώτερος Κλήρος στάθηκαν καταρχήν αρνητικοί σε κάθε ιδέα εθνικού ξεσηκωμού. Τμήματα της πεφωτισμένης αστικής διασποράς στην Ευρώπη (πχ Κοραής) θεώρησαν τον ξεσηκωμό πρόωρο και τον ελληνικό λαό απροετοίμαστο. Κοτζαμπάσηδες και προεστοί αντέδρασαν στο άμεσο κήρυγμα της επανάστασης αναζητώντας πρώτα διαβεβαιώσεις για την έκβασή της. Το ξέσπασμα της επανάστασης, η δραστήρια κινητοποίηση όλων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που στέναζαν από την ανέχεια και τη σκλαβιά και η αντίδραση των Οθωμανών (σφαγές, απαγχονισμοί), αναγκαστικά επιτάχυναν τις εξελίξεις αναγκάζοντας τους πάντες, είτε συνειδητά, είτε από φόβο, να πάρουν θέση. Από την άλλη, το 1821 εξέφρασε γνήσια τους λαϊκούς πόθους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, παρ’ όλους τους μετέπειτα συμβιβασμούς ανάμεσα στα φεουδαρχικά κατάλοιπα και τη νεοσύστατη αστική τάξη. Το Εικοσιένα δεν θα μπορούσε να έχει ιστορικά άλλη ηγέτιδα δύναμη πέρα από την αστική τάξη, αλλά η επανάσταση δεν ήταν καταδικασμένη να ηγεμονευθεί από τα πιο καθυστερημένα τμήματά της.

4. Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί μια μεταμοντέρνα αναθεωρητική ιστοριογραφία που εμφανίζει ένα Εικοσιένα χωρίς Επανάσταση. Υποτιμάται, διαστρέφεται, αποσιωπάται η αναγκαιότητα των μαζικών, λαϊκών επαναστάσεων και αμφισβητείται ο ρόλος τους στην κοινωνική πρόοδο και στην ιστορική εξέλιξη. Σύμφωνα με αυτόν τον αναθεωρητισμό, η ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν προήλθε από την επανάσταση αλλά από τη νικηφόρα έκβαση της ναυμαχίας του Ναβαρίνου και το γεγονός ότι «οι δυτικοί μας έσωσαν». Ταυτόχρονα, ελεεινολογείται αντι-ιστορικά η βία των εξεγερμένων, σχετικοποιείται η βία των κυρίαρχων, υποτιμάται ο ρόλος του λαϊκού στοιχείου. Η ιστορία – σύμφωνα με την αστική ιδεολογία – δεν καθορίζεται από τις φτωχές μάζες αλλά από τους χειρισμούς των κορυφών. Ο στιγματισμός της επαναστατικής βίας δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό της αστικής ιστοριογραφίας για το 1821. Η Εθνική Αντίσταση και οι λαϊκοί και κοινωνικοί αγώνες της δεκαετίας του ’40 αποκηρύσσονται ως προϊόντα μισαλλοδοξίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την αντιδικτατορική πάλη, την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τους λαϊκούς και ταξικούς αγώνες της μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1828 επειδή επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και όχι επειδή οι εξεγερμένοι έχυναν επί χρόνια το αίμα τους διεκδικώντας την ελευθερία, αποσταθεροποιώντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ελλάδα απελευθερώθηκε το 1944 αποκλειστικά και μόνο επειδή οι Γερμανοί αποχώρησαν οικειοθελώς και όχι επειδή στο έδαφός της αναπτύχθηκε ένα από τα ισχυρότερα και μαζικότερα κινήματα αντίστασης στην ιστορία υπό την καθοδήγηση και τις θυσίες των κομμουνιστών. Το Πολυτεχνείο δεν έπαιξε κανένα ρόλο για την πτώση της χούντας, αλλά αποκλειστικά και μόνο η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο. Το σύνολο της ιστορίας, της εξέλιξης και των αλλαγών της οφείλεται σε μικρές διαδοχικές ειρηνικές μεταβάσεις και μετασχηματισμούς, ενώ τα μεγάλα γεγονότα συμβαίνουν πάντα εξωτερικά, από την επέμβαση και τη δράση των Μεγάλων Δυνάμεων και όχι από τις κοινωνικές δυνάμεις. Ο λαός και ο ρόλος του, απουσιάζουν.

5. Αυτός ο ιστορικός αναθεωρητισμός προκαλεί προς στιγμήν αντιθέσεις με την πιο καθυστερημένη πολιτική μερίδα της αστικής τάξης που προτιμά τον πατροπαράδοτο εθνικισμό, αλλά στην πορεία λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία ο ραγιαδισμός. Η αποδοχή δηλαδή της μικρής και αδύναμης Ελλάδας που πρέπει πάντα, από τη γέννησή της μέχρι σήμερα, να βρίσκεται υποτελής και εξαρτώμενη. Αν στην επέτειο των 150 χρόνων (επί Χούντας) κυριάρχησε το τσάμικο, η φουστανέλα και η πατριδοκαπηλεία των συνταγματαρχών, στην επέτειο των 200 χρόνων κυριαρχεί ένα υβριδικό σχήμα ανάμεσα στις παραδοσιακές πατριωτικές εξάρσεις και στον κοσμοπολίτικο ραγιαδισμό. Η βασική πλευρά όμως, αφορά τη μικρή και αδύναμη Ελλάδα που επαναστάτησε μεν ηρωικά απέναντι στον τουρκικό ζυγό, γρήγορα όμως έτρεξε να αναζητήσει προστάτες στις Μεγάλες Δυνάμεις. Δημιούργησε κόμματα (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) καθ’ υπόδειξη των ξένων, έφερε Βαυαρό βασιλιά, σύναψε ληστρικά δάνεια και συμβάσεις, πορεύτηκε επί δεκαετίες αναζητώντας προστάτες, συνέδεσε την ανάπτυξη της χώρας με την πρόσδεσή της στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο.

6. Το Εικοσιένα βρίσκεται δίκαια στην εθνική και κοινωνική μνήμη ως κορυφαία στιγμή στην ιστορία μας. Ήταν έργο «του λαού και του διαφωτισμού», είχε εθνικό και κοινωνικό περιεχόμενο, ψήφισε φιλελεύθερα και δημοκρατικά Συντάγματα, εξέφρασε τους λαϊκούς και εθνικούς πόθους. Η επανάσταση του 1821 ήταν εξέγερση απέναντι στην ιδεολογία του προαιώνιου ραγιά που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια ένοπλη εξέγερση σε μια μικρή γωνιά της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα είχε τέτοια αποτελέσματα. Κινήθηκε ενάντια στα αντιδραστικά δόγματα της Ιεράς Συμμαχίας που επεδίωκε να εξασφαλίσει την συνέχεια των αυτοκρατοριών και να εξαφανίσει τα ανατρεπτικά ρεύματα που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση. Κινητοποίησε ένα ευρύ φιλελληνικό ρεύμα της Δύσης, έκφραση των αστικών ρευμάτων που εμπνεύστηκαν από τον Διαφωτισμό. Το 1821 απέδειξε, σε αυτό το περιβάλλον, ότι όσο δυσμενής και να είναι ο συσχετισμός, η Ιστορία κινείται – πάντα κινείται – και διαμορφώνει νέες πρωτόγνωρες συνθήκες όταν οι αντικειμενικοί όροι ωριμάζουν και οι λαοί κινούνται. Οι επαναστάσεις, με όλες τις μορφές και τον πλούτο των εκφράσεών τους, είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας.

Η Γαλλική Επανάσταση και η σημασία της

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το Γ’ Κεφάλαιο του βιβλίου «Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848» του σπουδαίου ιστορικού Έρικ Χομπσμπάουμ που αναφέρεται στη Γαλλική Επανάσταση. Ο βρετανός ιστορικός μιλά για τη διεθνή σημασία της Γαλλικής Επανάστασης, το ρόλο που έπαιξε στις επαναστάσεις άλλων χωρών, αλλά και στην πολιτική συγκρότηση του έθνους, στη μετατροπή δηλαδή των υπηκόων σε πολίτες, καθώς και στις αντιφάσεις, τα προχωρήματα και τα πισωγυρίσματα ή συμβιβασμούς που διακρίνουν κάθε επανάσταση. 

Ο Άγγλος που δεν είναι γεμάτος σεβασμό και θαυμασμό για τον θείο τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται σήμερα μία από τις πιο ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ που γνώρισε ποτέ ο κόσμος δεν μπορεί παρά να μένει εντελώς ασυγκίνητος σε κάθε έννοια αρετής και ελευθερίας όλοι ανεξαιρέτως οι πατριώτες μου που είχαν την καλή τύχη να είναι μάρτυρες των γεγονότων των τριών τελευταίων ημερών στη μεγάλη αυτή πόλη δεν μπορεί παρά να βεβαιώσουν ότι όσα λέω δεν είναι υπερβολικά.

Η εφημερίδα Morning Post (21 Ιουλίου 1789), αναγγέλλοντας την πτώση της Βαστίλλης

Σύντομα τα φωτισμένα έθνη θα δικάσουν όλους αυτούς που ως τώρα τα κυβερνούσαν. Οι βασιλιάδες θα καταφύγουν στην έρημο, συντροφιά με τα άγρια θηρία που τους μοιάζουν και η Φύση θα ανακτήσει τα δικαιώματά της.

SAINT-JUST, Sur la Constitution de la France,
Discours prononcé à la Convention 24 Avril 1793 I

Av η οικονομία του κόσμου, τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο με την επίδραση της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης, η πολιτική και η ιδεολογία του διαμορφώθηκαν κυρίως με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης. Η Βρετανία πρόσφερε το πρότυπο για τους σιδηροδρόμους και τα εργοστάσια, την εκρηκτική ύλη στον τομέα της οικονομίας, που τίναξε στον αέρα τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές του μη ευρωπαϊκού κόσμου αλλά η Γαλλία δημιούργησε τις επαναστάσεις του και του έδωσε τις ιδέες του, σε σημείο που παραλλαγές της τρίχρωμης σημαίας της έγιναν το έμβλημα σχεδόν όλων των νέων εθνών, ενώ η ευρωπαϊκή (αλλά και η παγκόσμια) πολιτική μεταξύ του 1789 και του 1917 ήταν σε μεγάλο βαθμό αγώνας υπέρ ή κατά των αρχών του 1789, ή των πιο εμπρηστικών ακόμη του 1793. Η Γαλλία έδωσε το λεξιλόγιο και τα βασικά θέματα της φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής-δημοκρατικής πολιτικής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η Γαλλία έδωσε το πρώτο σημαντικό παράδειγμα, την έννοια και το λεξιλόγιο του εθνικισμού. Η Γαλλία πρόσφερε τους νομικούς κώδικες, το πρότυπο της επιστημονικής και της τεχνικής οργάνωσης, το μετρικό σύστημα στις περισσότερες χώρες. Η ιδεολογία του σύγχρονου κόσμου διαπέρασε για πρώτη φορά, μέσω της γαλλικής επίδρασης, τους αρχαίους πολιτισμούς που ως τότε είχαν αντισταθεί στις ευρωπαϊκές ιδέες. Αυτό ήταν το έργο της Γαλλικής Επανάστασης[1].

Τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν, όπως είδαμε, εποχή κρίσης για τα παλαιά καθεστώτα της Ευρώπης και τα οικονομικά τους συστήματα, ενώ οι τελευταίες δεκαετίες του αιώνα ήταν γεμάτες πολιτικές αναταραχές, που κάποτε έφταναν ως την εξέγερση, γεμάτες αυτονομιστικά κινήματα των αποικιών, που κάποτε έφταναν ως την αποσκίρτηση: όχι μόνο στις ΗΠΑ (1776-83), αλλά και στην Ιρλανδία (1782-84), στο Βέλγιο και στη Λιέγη (1789-90), στην Ολλανδία (1783-87), στη Γενεύη και, όπως έχει υποστηριχθεί, ακόμη και στην Αγγλία (1779). Τόσο εντυπωσιακή είναι αυτή η πληθώρα των πολιτικών αναταραχών, που κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί μίλησαν για «εποχή δημοκρατικών επαναστάσεων», από τις οποίες μία απλώς ήταν η γαλλική, μολονότι η πιο οραματική και η πιο σπουδαία.

Εφόσον η κρίση των παλαιών καθεστώτων δεν αποτελούσε αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο, οι παρατηρήσεις αυτές έχουν κάποια βαρύτητα. Με το ίδιο σκεπτικό μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 (που καταλαμβάνει ανάλογη θέση στον αιώνα μας) ήταν απλώς το πιο δραματικό από ένα σύνολο κινημάτων όπως αυτά που λίγα χρόνια πριν από το 1917 προκάλεσαν τη διάλυση των γηραιών αυτοκρατοριών της Τουρκίας και της Κίνας. Ωστόσο, ίσως έτσι να οδηγηθούμε σε παρανοήσεις. Η Γαλλική Επανάσταση μπορεί να μην ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά ήταν πολύ πιο ουσιαστική από κάθε άλλη σύγχρονή της, και οι συνέπειές της, επομένως, πήγαιναν πολύ βαθύτερα. Καταρχήν, πραγματοποιήθηκε στην ισχυρότερη και μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της Ευρώπης (με εξαίρεση τη Ρωσία). Το 1789 ένας Ευρωπαίος περίπου στους πέντε ήταν Γάλλος. Κατά δεύτερο λόγο, ήταν η μόνη από όλες τις προηγούμενες ή τις μετέπειτα επαναστάσεις που είχε χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής επανάστασης, και ήταν απείρως πιο ριζοσπαστική από κάθε άλλη ανάλογη αναταραχή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αμερικανοί επαναστάτες και οι Βρετανοί «Ιακωβίνοι», που μετανάστευσαν στη Γαλλία λόγω των πολιτικών τους συμπαθειών, θεωρήθηκαν μετριοπαθείς στη Γαλλία. Ο Tom Paine ήταν εξτρεμιστής στη Βρετανία και στην Αμερική, αλλά στο Παρίσι ήταν ένας από τους μετριοπαθέστερους Γιρονδίνους. Το αποτέλεσμα των αμερικανικών επαναστάσεων ήταν, σε γενικές γραμμές, ότι οι διάφορες χώρες εξακολουθούσαν να είναι όπως πρώτα, με μόνη διαφορά την έλλειψη του πολιτικού ελέγχου των Βρετανών, των Ισπανών και των Πορτογάλων. Το αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ότι η εποχή του Balzac αντικατέστησε την εποχή της Κυρίας Du Barry.

Κατά τρίτο λόγο, η γαλλική ήταν η μόνη από τις σύγχρονές της επαναστάσεις που είχε οικουμενικό χαρακτήρα. Οι στρατιές της ξεκίνησαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο οι ιδέες της το κατόρθωσαν πράγματι. Η Αμερικανική Επανάσταση παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην αμερικανική ιστορία, αλλά (με εξαίρεση τις χώρες που αναμείχθηκαν άμεσα και επηρεάστηκαν από αυτήν) λίγα ίχνη άφησε σε άλλες χώρες. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ορόσημο για όλες τις χώρες. Η δική της απήχηση και όχι της Αμερικανικής Επανάστασης προκάλεσε τις εξεγέρσεις που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής μετά το 1808. Η άμεση επίδρασή της εξαπλώθηκε ως τη Βεγγάλη, όπου ο Ραμ Μοχάν Ρόυ εμπνεύστηκε από αυτήν για να θεμελιώσει το πρώτο ινδουιστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, πρόδρομο του σύγχρονου ινδικού εθνικισμού. (Όταν επισκέφθηκε την Αγγλία το 1830, επέμεινε να ταξιδέψει με γαλλικό πλοίο για να διακηρύξει τον ενθουσιασμό που του προκαλούσαν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης.) Ήταν, όπως σωστά υποστηρίχτηκε, «το πρώτο μεγάλο κίνημα ιδεών της χριστιανικής Δύσης που είχε κάποια πραγματική απήχηση στον ισλαμικό κόσμο», και μάλιστα σχεδόν αμέσως. Ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα, η τουρκική λέξη «vatan», που ως τότε σήμαινε απλώς τον τόπο γέννησης ή διαμονής ενός ατόμου, είχε αρχίσει να πλησιάζει τον όρο «patrie» με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης ο όρος «ελευθερία», που πριν από το 1800 ήταν κατεξοχήν νομικός και σήμαινε το αντίθετο της «σκλαβιάς», άρχισε να αποκτά νέο πολιτικό περιεχόμενο. Η έμμεση επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης είναι οικουμενική, γιατί έδωσε το πρότυπο για όλα τα επόμενα επαναστατικά κινήματα[2], ενώ τα διδάγματά της (με την εκάστοτε ερμηνεία που τους δόθηκε) ενσωματώθηκαν στον σύγχρονο σοσιαλισμό και τον κομουνισμό.

Η Γαλλική Επανάσταση παραμένει λοιπόν η επανάσταση της εποχής της και όχι απλώς μία, η πιο εξέχουσα, από τις άλλες. Τα αίτιά της πρέπει συνεπώς να αναζητηθούν όχι μόνο στις γενικές συνθήκες της Ευρώπης αλλά στη συγκεκριμένη κατάσταση της Γαλλίας. Η ιδιομορφία της ερμηνεύεται ίσως καλύτερα με αναφορά στη διεθνή κατάσταση. Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 18ου αιώνα, η Γαλλία υπήρξε ο σημαντικότερος διεθνώς οικονομικός ανταγωνιστής της Βρετανίας. Το εξωτερικό της εμπόριο, που τετραπλασιάστηκε μεταξύ του 1720 και του 1780, προκαλούσε ανησυχίες το αποικιοκρατικό της σύστημα ήταν σε ορισμένες περιοχές (όπως στις Δυτικές Ινδίες) πιο δυναμικό από το βρετανικό. Ωστόσο η Γαλλία δεν ήταν μια δύναμη όπως η Βρετανία, της οποίας η εξωτερική πολιτική είχε ήδη καθοριστεί σε σημαντικό βαθμό από τα συμφέροντα της καπιταλιστικής επέκτασης. Ήταν η ισχυρότερη και, από πολλές πλευρές, η πιο χαρακτηριστική από τις παλιές αριστοκρατικές απόλυτες μοναρχίες της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση ανάμεσα στο επίσημο πλαίσιο και στα κεκτημένα συμφέροντα του παλιού καθεστώτος αφενός και στις ανερχόμενες νέες κοινωνικές δυνάμεις αφετέρου ήταν οξύτερη στη Γαλλία απ’ ό,τι σε άλλες χώρες.

Οι νέες δυνάμεις γνώριζαν με αρκετή ακρίβεια τι επιθυμούσαν. Ο φυσιοκράτης οικονομολόγος Turgot υποστήριζε την αποδοτική εκμετάλλευση της γης, τις ελεύθερες επιχειρήσεις και το ελεύθερο εμπόριο, την τυποποιημένη, αποτελεσματική διοίκηση μιας και μόνης ομοιογενούς εθνικής επικράτειας και την κατάργηση όλων των περιορισμών και των κοινωνικών ανισοτήτων που παρακώλυαν την ανάπτυξη των εθνικών πόρων, καθώς και την ορθολογική και δίκαιη διοίκηση και φορολογία. Ωστόσο, η απόπειρά του να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα ως πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στα 1774-76 απέτυχε οικτρά, και η αποτυχία αυτή είναι χαρακτηριστική. Μεταρρυθμίσεις αυτού του τύπου, σε μικρές δόσεις, δεν ήταν ασυμβίβαστες με τις απόλυτες μοναρχίες, ούτε και ανεπιθύμητες. Αντίθετα, την εποχή αυτή οι λεγόμενοι «φωτισμένοι δεσπότες» τις ενθάρρυναν σημαντικά, εφόσον τέτοιες μεταρρυθμίσεις τους έδιναν μεγαλύτερη δύναμη. Αλλά, στις περισσότερες χώρες της «φωτισμένης δεσποτείας», μεταρρυθμίσεις τέτοιου είδους ήταν ή ανεφάρμοστες, και επομένως απλώς θεωρητικές φιοριτούρες, ή ανίσχυρες να μεταβάλουν τον γενικό χαρακτήρα της πολιτικής και της κοινωνικής δομής ή, σε άλλες περιπτώσεις, σημείωναν αποτυχία λόγω της αντίστασης των τοπικών αριστοκρατιών και άλλων κατεστημένων συμφερόντων και άφηναν τη χώρα να ξανακυλήσει σε μια κάπως πιο ευπρεπισμένη μορφή της προηγούμενης κατάστασής της. Στη Γαλλία, η αποτυχία ήρθε γρηγορότερα από ό,τι αλλού, γιατί η αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων ήταν αποτελεσματικότερη. Τα αποτελέσματα όμως της αποτυχίας αυτής ήταν πιο καταστροφικά για τη μοναρχία, και οι δυνάμεις της αστικής αλλαγής ήταν υπερβολικά ισχυρές για να περιπέσουν σε αδράνεια. Μετέθεσαν απλώς τις ελπίδες τους από τη φωτισμένη μοναρχία στο λαό ή στο «έθνος».

Η Γαλλική Επανάσταση δεν έγινε από ένα διαμορφωμένο κόμμα ή κίνημα με τη σύγχρονη έννοια, ούτε οι ηγέτες της είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν ένα συστηματικό πρόγραμμα. Ούτε καν ανέδειξε «ηγέτες» του τύπου που οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα μας έχουν συνηθίσει, ωσότου εμφανίστηκε, μετεπαναστατικά, η μορφή του Ναπολέοντα. Η εκπληκτική εντούτοις σύγκλιση γενικών ιδεών στους κόλπους μιας κοινωνικής ομάδας με αρκετή συνοχή, έδωσε στο επαναστατικό κίνημα πραγματική ενότητα. Η ομάδα ήταν η αστική τάξη οι ιδέες της ήταν οι ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού όπως διατυπώθηκαν από τους «φιλοσόφους» και τους «οικονομολόγους» και όπως διαδόθηκαν από τον τεκτονισμό και διάφορες άτυπες οργανώσεις. Ως το βαθμό αυτό οι «φιλόσοφοι» μπορούν δίκαια να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την Επανάσταση. Θα ξεσπούσε και χωρίς αυτούς, αλλά η επιρροή τους πιθανόν να ευθύνεται για τη διαφορά μεταξύ της απλής κατάρρευσης ενός παλιού καθεστώτος και της αποτελεσματικής και γρήγορης αντικατάστασής του από ένα νέο.

Η ιδεολογία του 1789, στην πιο γενική της μορφή, ήταν η μασονική ιδεολογία που εκφράζεται με τόσο αθώα μεγαλοπρέπεια στον Μαγεμένο Αυλό του Mozart (1791), ένα από τα πρωιμότερα μεγάλα προπαγανδιστικά έργα τέχνης μιας εποχής της οποίας τα αξιολογότερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα ανήκαν τόσο συχνά στη σφαίρα της προπαγάνδας. Πιο συγκεκριμένα, οι αξιώσεις της αστικής τάξης του 1789 διατυπώνονται στην περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, του ίδιου έτους. Το κείμενο αυτό αποτελεί μανιφέστο κατά της ιεραρχικής κοινωνίας των προνομίων των ευγενών, αλλά όχι και μανιφέστο υπέρ της δημοκρατικής κοινωνίας ή υπέρ της κοινωνικοπολιτικής ισότητας. «Οι άνθρωποι γεννιούνται και ζουν ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στους νόμους», ορίζει το πρώτο της άρθρο. Το κείμενο ωστόσο προβλέπει την ύπαρξη κοινωνικών διακρίσεων, αν και «μόνο για λόγους κοινής ωφελείας». Η ιδιοκτησία είναι φυσικό δικαίωμα, ιερό, αναφαίρετο και απαραβίαστο. Οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και η σταδιοδρομία εξίσου ανοιχτή για τον καθένα, ανάλογα με την ικανότητά του. Αλλά αν ο αγώνας άρχιζε χωρίς ισοζυγισμό, θεωρούνταν εξίσου δεδομένο ότι οι δρομείς δεν θα τερμάτιζαν όλοι μαζί. Η διακήρυξη όριζε (σε αντίθεση με την αριστοκρατική ιεραρχία και τον απολυταρχισμό) ότι «όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να συνεργάζονται στη σύνταξη των νομών», αλλά «είτε προσωπικά, είτε μέσω των αντιπροσώπων τους». Και η αντιπροσωπευτική συνέλευση που η διακήρυξη οραματιζόταν ως το βασικό όργανο διακυβέρνησης δεν ήταν απαραίτητα δημοκρατικά εκλεγμένη, ούτε το καθεστώς που υπονοούσε ήταν ένα καθεστώς που καταργούσε τη βασιλεία. Μια συνταγματική μοναρχία, βασισμένη σε μια ολιγαρχία που διαθέτει περιουσία και εκφράζεται μέσω αντιπροσωπευτικής συνέλευσης, ήταν για τους περισσότερους φιλελεύθερους αστούς ένα σχήμα πιο οικείο από την αβασίλευτη δημοκρατία που θα φαινόταν ίσως η πιο λογική έκφραση των θεωρητικών προσδοκιών τους μολονότι υπήρξαν και μερικοί που δεν δίστασαν να την υποστηρίξουν. Αλλά, σε γενικές γραμμές, ο κλασικός φιλελεύθερος αστός του 1780 (και ο φιλελεύθερος του 1789-1848) δεν ήταν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας αλλά θιασώτης του συνταγματικού πολιτεύματος, ενός κοσμικού κράτους με αστικές ελευθερίες και εγγυήσεις για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με διακυβέρνηση που θα την εξασφάλιζαν οι φορολογούμενοι και όσοι είχαν κάποια περιουσία.

Επισήμως, παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο καθεστώς θα εξέφραζε όχι απλώς τα ταξικά συμφέροντα αλλά τη γενική επιθυμία του «λαού», ο οποίος αποτελούσε με τη σειρά του (συνταύτιση με ιδιαίτερη σημασία) το «γαλλικό έθνος». Ο βασιλιάς δεν ήταν πια «Λουδοβίκος, ελέω Θεού βασιλεύς της Γαλλίας και της Ναβάρρας», αλλά «Λουδοβίκος, ελέω Θεού και συνταγματικώ δικαίω του κράτους βασιλεύς των Γάλλων». «Η πηγή κάθε εξουσίας», όριζε η Διακήρυξη, «ανήκει κατ’ ουσίαν στο έθνος». Και το έθνος, όπως το έθεσε ο αβάς Sieyès, δεν αναγνώριζε άλλο συμφέρον επί της γης υπεράνω του δικού του και δεν δεχόταν άλλο νόμο ή αρχή εκτός από τη δική του ούτε της ανθρωπότητας εν γένει ούτε άλλων εθνών. Αναμφίβολα, το γαλλικό έθνος και οι μεταγενέστεροι μιμητές του δεν συνέλαβαν αρχικά ότι ήταν δυνατό τα συμφέροντά τους να συγκρουστούν με τα συμφέροντα άλλων λαών, αλλά αντίθετα θεωρούσαν ότι θεμελίωναν ή συμμετείχαν σε ένα κίνημα για τη γενική απελευθέρωση των λαών από την τυραννία. Αλλά, στην πραγματικότητα, ο εθνικός ανταγωνισμός (λ.χ. ο ανταγωνισμός των Γάλλων με τους Βρετανούς επιχειρηματίες), καθώς και η εθνική υποταγή (λ.χ. των κατακτημένων ή απελευθερωμένων εθνών στα συμφέροντα της grande nation, ήταν στοιχεία που υπέβοσκαν στον εθνικισμό, στον οποίο οι αστοί του 1789 έδωσαν την πρώτη του επίσημη έκφραση. Ο «λαός» ως έννοια ταυτόσημη με το «έθνος» ήταν επαναστατική σύλληψη, πιο επαναστατική από το αστικοφιλελεύθερο πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να εκφράσει ήταν όμως και διφορούμενη. Εφόσον οι αγρότες και οι φτωχοί εργαζόμενοι ήταν αγράμματοι, χωρίς πολιτική ωριμότητα ή φιλοδοξίες, και το εκλογικό σύστημα έμμεσο, εκλέχτηκαν να αντιπροσωπεύσουν την Τρίτη Τάξη 610 άτομα, στην πλειοψηφία τους αστοί. Οι περισσότεροι ήταν δικηγόροι, που έπαιζαν σημαντικό οικονομικό ρόλο στην επαρχιακή Γαλλία. Καμιά εκατοστή ήταν κεφαλαιούχοι και επιχειρηματίες. Η μεσαία τάξη είχε παλέψει σκληρά και με επιτυχία για να κερδίσει μια αντιπροσώπευση τόσο ευρεία όσο των ευγενών και του κλήρου μαζί, πράγμα που αποτελούσε περιορισμένη φιλοδοξία για μια ομάδα που επίσημα κάλυπτε το 95% του λαού. Τώρα πάλευαν με την ίδια αποφασιστικότητα για το δικαίωμα να αξιοποιήσουν την ενδεχόμενη πλειοψηφία τους, μεταβάλλοντας τη Γενική Συνέλευση σε συνέλευση μεμονωμένων αντιπροσώπων που ψήφιζαν ως άτομα, αντί του παραδοσιακού φεουδαρχικού σώματος που αποφάσιζε και ψήφιζε κατά κοινωνικές ομάδες, οπότε οι ευγενείς και ο κλήρος μπορούσαν πάντοτε να πλειοψηφήσουν έναντι της Τρίτης Τάξης. Με αφορμή το θέμα αυτό, έγινε και η πρώτη πραγματικά επαναστατική κίνηση. Έξι εβδομάδες περίπου μετά την έναρξη των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης, οι λαϊκοί αντιπρόσωποι, θέλοντας να προκαταλάβουν τυχόν ενέργειες του βασιλιά, των ευγενών και του κλήρου, ενώθηκαν με όσους ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τους όρους τους και αυτοανακηρύχτηκαν «Εθνοσυνέλευση» με συντακτική δικαιοδοσία. Μια απόπειρα αντεπανάστασης τους οδήγησε στη διατύπωση των διεκδικήσεών τους, κατά μίμηση στην ουσία της Αγγλικής Βουλής των Κοινοτήτων. Η εποχή του απολυταρχισμού έφτασε στο τέλος της όταν ο Mirabeau, ένας ευφυής και ανυπόληπτος πρώην ευγενής, είπε στο βασιλιά: «Μεγαλειότατε, είστε ξένο σώμα σε τούτη τη συνέλευση, δεν έχετε το δικαίωμα να λάβετε το λόγο».

Η Τρίτη Τάξη κατόρθωσε να επικρατήσει, παρά τη συντονισμένη αντίσταση του βασιλιά και των προνομιούχων τάξεων, γιατί εκπροσωπούσε τις απόψεις όχι απλώς μιας μορφωμένης και μαχητικής μειοψηφίας αλλά και πολύ πιο ισχυρών δυνάμεων: των φτωχών εργαζομένων των πόλεων, και ιδίως του Παρισιού, και, σε λίγο, της επαναστατημένης αγροτιάς. Αυτό που μετέτρεψε ένα περιορισμένο κίνημα για μεταρρύθμιση σε επανάσταση ήταν το γεγονός ότι η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης συνέπεσε χρονικά με μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1780 είχαν αποτελέσει, για πολλούς λόγους, περίοδο μεγάλων δυσχερειών για όλους σχεδόν τους κλάδους της γαλλικής οικονομίας. Μια κακή σοδειά το 1788 (και το 1789) και ένας δυσκολότατος χειμώνας όξυναν την κρίση. Οι κακές σοδειές έπληξαν τους αγρότες, γιατί, ενώ επέτρεπαν στους μεγαλοπαραγωγούς να πουλούν τα σιτηρά σε υπέρογκες τιμές σιτοδείας, η πλειονότητα των μικροκληρούχων αγροτών ήταν υποχρεωμένη να καταναλώσει το σιταρόσπορό της ή να αγοράσει τρόφιμα σε εξωφρενικές τιμές, ιδίως κατά τους μήνες αμέσως πριν από τη νέα σοδειά (δηλαδή Μάιο- Ιούλιο). Έπληξαν άλλωστε και τους φτωχούς των πόλεων, μια και το κόστος ζωής το ψωμί ήταν το βασικό είδος διατροφής συχνά υπερδιπλασιάστηκε. Τους έπληξαν ακόμη περισσότερο μια και η οικονομική εξασθένηση της υπαίθρου περιόριζε την αγορά για τα βιομηχανικά είδη και προκαλούσε συνεπώς βιομηχανική ύφεση. Οι φτωχοί λοιπόν της υπαίθρου ήταν σε απελπιστική κατάσταση, και η ανησυχία τους εκδηλωνόταν με εξεγέρσεις και ληστρικές πράξεις οι φτωχοί των πόλεων ήταν διπλά απελπισμένοι, καθώς δεν υπήρχε πια δουλειά, και μάλιστα τη στιγμή που το κόστος ζωής ανέβαινε στα ύψη. Με κανονικές συνθήκες δεν θα ξεσπούσαν παρά εξεγέρσεις στα τυφλά. Αλλά το 1788 και το 1789 η σοβαρή αναστάτωση στο βασίλειο και η προπαγανδιστική-προεκλογική εκστρατεία έδωσαν στην απόγνωση του λαού πολιτικές προοπτικές. Πρωτοπαρουσιάστηκε η τρομαχτική και επαναστατική ιδέα της απελευθέρωσης από τους ευγενείς και την καταπίεση. Πίσω από τους αντιπροσώπους της Τρίτης Τάξης στεκόταν ένας λαός που είχε εξεγερθεί.

Η αντεπανάσταση μετέβαλε την ενδεχόμενη μαζική εξέγερση σε πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, ήταν πολύ φυσικό για το παλιό καθεστώς να αντισταθεί, εν ανάγκη και ενόπλως, μολονότι δεν μπορούσε πια να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο στρατό. (Μόνο φαντασιόπληκτοι ονειροπόλοι μπορεί να ισχυριστούν ότι ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ θα ομολογούσε ότι ηττήθηκε και θα γινόταν αμέσως συνταγματικός μονάρχης, ακόμη και αν ήταν λιγότερο ασήμαντος και λιγότερο βλαξ απ’ ό,τι ήταν, ακόμη κι αν η γυναίκα του ήταν λιγότερο ελαφρόμυαλη και ανεύθυνη, ακόμη κι αν ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει λιγότερο ολέθριες συμβουλές.) Στην πραγματικότητα, η αντεπανάσταση κινητοποίησε τις παρισινές μάζες, που ήταν ήδη πεινασμένες, καχύποπτες και μαχητικές. Το πιο συγκλονιστικό αποτέλεσμα της κινητοποίησής τους ήταν η άλωση της Βαστίλλης, μιας κρατικής φυλακής που συμβόλιζε τη βασιλική εξουσία, όπου οι επαναστάτες περίμεναν να βρουν όπλα. Σε περιόδους επαναστάσεων τίποτε δεν είναι ισχυρότερο από την πτώση των συμβόλων. Η πτώση της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου, που δίκαια τιμάται από τους Γάλλους ως εθνική γιορτή, σήμανε επίσημα και την πτώση του δεσποτισμού και χαιρετίστηκε απ’ όλο τον κόσμο ως η αρχή της απελευθέρωσης. Ακόμη και ο αυτοπειθαρχημένος φιλόσοφος Immanuel Kant από το Königsberg, που οι συνήθειές του ήταν τόσο τακτικές ώστε λέγεται ότι οι συμπολίτες του ρύθμιζαν τα ρολόγια τους σύμφωνα με τις κινήσεις του, ανέβαλε τον απογευματινό του περίπατο όταν έμαθε τα νέα, πείθοντας έτσι τους συμπολίτες του ότι πράγματι είχε συμβεί ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η πτώση της Βαστίλλης έγινε αφορμή να εξαπλωθεί η επανάσταση στις επαρχιακές πόλεις και την ύπαιθρο.

Οι αγροτικές επαναστάσεις είναι κινήματα τεράστια, άμορφα, ανώνυμα αλλά και ακαταμάχητα. Αυτό που μετέβαλε μια επιδημία αγροτικών αναταραχών σε οριστική και αμετάκλητη αναστάτωση ήταν ένας συνδυασμός εξεγέρσεων στις επαρχιακές πόλεις και ενός κύματος μαζικού πανικού που διαδόθηκε συγκαλυμμένα αλλά γρήγορα σ’ ολόκληρη τη χώρα: αυτό που ονομάζεται «Μεγάλος Φόβος» («Grande Peur»), στο τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου 1789. Μέσα σε τρεις εβδομάδες από τις 14 Ιουλίου, η κοινωνική δομή του γαλλικού αγροτικού φεουδαλισμού και ο κρατικός μηχανισμός της βασιλικής Γαλλίας είχαν κατακερματισθεί. Ό,τι απέμενε από την κρατική εξουσία ήταν μερικά διάσπαρτα συντάγματα του στρατού με αμφίβολη αφοσίωση στο θρόνο, μια Εθνοσυνέλευση χωρίς δύναμη επιβολής και ένα πλήθος δημοτικών ή επαρχιακών μεσοαστικών διοικήσεων που σύντομα έμελλε να συγκροτήσουν την αστική ένοπλη «Εθνοφυλακή» με βάση το παρισινό πρότυπο. Η μεσαία τάξη και η αριστοκρατία δέχτηκαν αμέσως την αναπόφευκτη εξέλιξη: όλα τα φεουδαλικά προνομία καταργήθηκαν επίσημα, μολονότι, όταν σταθεροποιήθηκε η πολιτική κατάσταση, ορίστηκε για την εξαγορά τους πολύ υψηλή τιμή. Ο φεουδαλισμός δεν καταργήθηκε οριστικά παρά το 1793. Ως το τέλος Αύγουστου, η Επανάσταση είχε ήδη αποκτήσει το επίσημο μανιφέστο της, τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Αντίθετα, ο βασιλιάς αντιστεκόταν με τη συνήθη κουταμάρα του, ενώ τμήματα της επαναστατημένης μεσαίας τάξης, φοβούμενα τις κοινωνικές συνέπειες του μαζικού ξεσηκωμού, άρχισαν να σκέπτονται ότι είχε φτάσει η ώρα για κάποιο συντηρητισμό.

Με λίγα λόγια, η βασική μορφή της γαλλικής και κάθε μεταγενέστερης αστικοεπαναστατικής πολιτικής ήταν ήδη ευκρινής. Αυτός ο δραματικός διαλεκτικός χορός έμελλε να διαποτίσει τις μελλοντικές γενιές. Θα δούμε πολλές φορές αναμορφωτές από τη μεσαία τάξη να κινητοποιούν τις μάζες ενάντια στην αδιάλλακτη αντίσταση ή την αντεπανάσταση. Θα δούμε τις μάζες να προχωρούν πέρα από τους στόχους των μετριοπαθών, προς τις δικές τους κοινωνικές επαναστάσεις, και τους μετριοπαθείς με τη σειρά τους να διασπώνται στα δύο: σε μια συντηρητική ομάδα, η οποία συμπράττει ανοιχτά πια με τους αντιδραστικούς, και σε μια αριστερή ομάδα αποφασισμένη να επιδιώξει τους μετριοπαθείς στόχους που δεν είχαν ακόμη επιτευχθεί με τη βοήθεια των μαζών, έστω και αν υπήρχε κίνδυνος να χάσει τον έλεγχό τους. Και ούτω καθεξής, με επαναλήψεις και παραλλαγές στο σχήμα: αντίσταση μαζική κινητοποίηση μετατόπιση προς τ’ αριστερά διάσπαση των μετριοπαθών και μετατόπιση προς τα δεξιά, ωσότου η πλειοψηφία της μεσαίας τάξης να περάσει στο συντηρητικό πια στρατόπεδο ή να ηττηθεί από την κοινωνική επανάσταση. Στις πιο πολλές αστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν, οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι είτε αποτραβήχτηκαν είτε πέρασαν στο συντηρητικό στρατόπεδο, σε πολύ πρώιμο στάδιο. Τον 19ο αιώνα, μάλιστα, διαπιστώνουμε όλο και πιο συχνά (ιδιαίτερα στη Γερμανία) ότι έφτασαν να μη θέλουν να αρχίσουν καν την επανάσταση, επειδή φοβούνταν τις ανυπολόγιστες συνέπειές της και προτίμησαν το συμβιβασμό με το βασιλιά και την αριστοκρατία. Η ιδιομορφία της Γαλλικής Επανάστασης είναι ότι ένα τμήμα της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης ήταν πρόθυμο να παραμείνει «επαναστατικό» ως τα όρια της αντιαστικής επανάστασης, και μάλιστα πέρα απ’ αυτά: το τμήμα αυτό ήταν οι Ιακωβίνοι, που το όνομά τους έφτασε να ταυτίζεται παντού με τη «ριζοσπαστική επανάσταση».

Γιατί αυτό; Εν μέρει, φυσικά, γιατί η γαλλική μπουρζουαζία δεν είχε ακόμη, όπως οι μεταγενέστεροι φιλελεύθεροι, τη φρικτή ανάμνηση της Γαλλικής Επανάστασης να τη φοβίζει. Μετά το 1794 ήταν πια σαφές για τους μετριοπαθείς ότι το καθεστώς των Ιακωβίνων είχε οδηγήσει την Επανάσταση σε τέτοιο σημείο που δεν ικανοποιούσε πια τις ανέσεις και τις προοπτικές των αστών, όπως ακριβώς ήταν σαφές για τους επαναστάτες ότι, αν επρόκειτο ποτέ να ανατείλει ξανά «ο ήλιος του 1793», θα φώτιζε πια μια μη αστική κοινωνία. Άλλωστε, οι Ιακωβίνοι είχαν περιθώρια να είναι ριζοσπαστικοί, γιατί στην εποχή τους δεν υπήρχε κοινωνική τάξη που να μπορεί να προβάλει μια διαφορετική από τη δική τους εναλλακτική κοινωνική λύση με κάποια συνοχή. Η τάξη αυτή εμφανίστηκε μόνο κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης με το «προλεταριάτο» ή, ακριβέστερα, με τις ιδεολογίες και τα κινήματα που βασίστηκαν σ’ αυτό. Στη Γαλλική Επανάσταση, η εργατική τάξη ονομασία που κι αυτή δεν κυριολεκτεί όταν σημαίνει το πλήθος των μεροκαματιάρηδων, που στην πλειονότητά τους δεν ήταν βιομηχανικοί εργάτες δεν έπαιζε ακόμη σημαντικό ανεξάρτητο ρόλο. Πεινούσαν, ξεσηκώνονταν, ίσως ονειρεύονταν, αλλά στην ουσία ακολουθούσαν ηγέτες που δεν ήταν προλετάριοι. Η αγροτική τάξη ποτέ δεν προσφέρει εναλλακτική πολιτική λύση σε κανένα μπορεί μονάχα να προσφέρει, κατά τη συγκυρία, μια σχεδόν ακατανίκητη δύναμη ή έναν σχεδόν αμετακίνητο στόχο. Η μόνη εναλλακτική λύση στον αστικό ριζοσπαστισμό (με την εξαίρεση μικρών ομάδων από ιδεολόγους ή αγωνιστές που ήταν ανίσχυροι χωρίς τη λαϊκή υποστήριξη) ήταν οι άκρως δημοκρατικοί ή «Ξεβράκωτοι» ή Σανκιλότ (Sans-culottes), ένα άμορφο κίνημα, κυρίως των φτωχών εργατών των πόλεων, μικροτεχνιτών, καταστηματαρχών, βιοτεχνών, μικροεπιχειρηματιών και τα παρόμοια. Οι «Ξεβράκωτοι», οργανωμένοι κυρίως στις συνοικίες της πόλης του Παρισιού και τις τοπικές πολιτικές λέσχες, αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης της επανάστασης τους διαδηλωτές, τους στασιαστές, τους πρωτεργάτες στο στήσιμο οδοφραγμάτων. Μέσω δημοσιογράφων όπως ο Marat και ο Hébert, μέσω τοπικών εκπροσώπων, διαμόρφωσαν μια πολιτική πίσω από την οποία κρυβόταν ένα ασαφές και αντιφατικό κοινωνικό ιδεώδες που συνδύαζε το σεβασμό για τη (μικρή) ιδιοκτησία με την εχθρότητα για τους πλούσιους δουλειά εγγυημένη από την κυβέρνηση, ημερομίσθια και κοινωνική ασφάλιση για τους φτωχούς μια ακραία δημοκρατία, αυστηρά εντοπισμένη και άμεση, βασισμένη στις αρχές της πολιτικοκοινωνικής εξίσωσης και της ελευθερίας της σκέψης. Στην πραγματικότητα οι Ξεβράκωτοι ήταν κλάδος του παγκόσμιου και σημαντικότατου πολιτικού ρεύματος που ζητούσε να εκφράσει τα συμφέροντα της μεγάλης μάζας των «αδύναμων», ανάμεσα στους πόλους των «αστών» και των «προλετάριων», συχνά πλησιάζοντας ίσως πολύ περισσότερο τους δεύτερους, μια και κατά κανόνα ήταν κι αυτοί φτωχοί. Το βλέπουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες (Τζεφερσονισμός και Τζακσονική δημοκρατία, ή λαϊκισμός), στη Βρετανία («ριζοσπαστισμός»), στη Γαλλία (πρόδρομο κίνημα των μετέπειτα «ρεπουμπλικάνων» και ριζοσπαστών-σοσιαλιστών), στην Ιταλία (Ματσινικοί, Γαριβαλδινοί), και αλλού. Κατά κανόνα, τελικά καταστάλαζε, σε μετεπαναστατικούς καιρούς, και αποτελούσε την αριστερά του φιλελευθερισμού της μεσαίας τάξης, που ήταν απρόθυμη να αποκηρύξει την παλιά αρχή ότι δεν υπάρχουν εχθροί αριστεροί, και πρόθυμη, σε εποχές κρίσης, να ξεσηκωθεί εναντίον του «τείχους του χρήματος», ή των «βασιλοφρόνων του χρήματος», ή του «σταυρού από χρυσάφι που σταυρώνει την ανθρωπότητα». Αλλά ο Σανκιλοτισμός δεν πρόσφερε ούτε κι αυτός πραγματική εναλλακτική λύση. Το ιδανικό του, ένα χρυσό παρελθόν χωρικών και μικροτεχνιτών, ή ένα χρυσό μέλλον μικροκαλλιεργητών και βιοτεχνών που θα ζούσαν ανενόχλητοι από τους τραπεζίτες και τους εκατομμυριούχους, ήταν ανέφικτο. Η ιστορία ακολουθούσε την πορεία της και ήταν καθαρά εναντίον τους. Ό,τι μπορούσαν να κάνουν και το κατόρθωσαν στα 1793-94 ήταν να στήσουν εμπόδια στο δρόμο της, πράγμα που παρακώλυσε την οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας από τότε ως σήμερα σχεδόν. Στην πραγματικότητα ο Σανκιλοτισμός ήταν φαινόμενο τόσο ανίσχυρο ώστε ξεχάστηκε και τ’ όνομά του ακόμη, ή τον θυμάται κανείς μόνο ως συνώνυμο του Ιακωβινισμού, από τον οποίο άντλησε την ηγεσία του κατά το Έτος II.

Η έκρηξη του πολέμου ώθησε τα πράγματα σε αποφασιστικές εξελίξεις, οδήγησε, δηλαδή, στη δεύτερη επανάσταση του 1792, στη Δημοκρατία των Ιακωβίνων του Έτους II και, τελικά, στον Ναπολέοντα. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης σε ιστορία της Ευρώπης.

Δύο δυνάμεις ώθησαν τη Γαλλία σε γενικό πόλεμο: η άκρα δεξιά και η μετριοπαθής αριστερά. Για τον βασιλιά, τη γαλλική αριστοκρατία και τους αριστοκράτες και κληρικούς φυγάδες, που πλήθαιναν ολοένα και ήταν συγκεντρωμένοι σε διάφορες δυτικογερμανικές πόλεις, ήταν φανερό ότι μόνο η ξένη επέμβαση μπορούσε να επαναφέρει το παλιό καθεστώς. Μια τέτοια επέμβαση δεν μπορούσε να οργανωθεί πολύ εύκολα λόγω των περίπλοκων διεθνών συνθηκών και της σχετικής πολιτικής ηρεμίας στις άλλες χώρες. Ωστόσο, ήταν όλο και πιο φανερό στους απανταχού ευγενείς και τους ελέω Θεού ηγεμόνες ότι η αποκατάσταση της εξουσίας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ δεν ήταν μόνο μια πράξη ταξικής αλληλεγγύης αλλά και μια σπουδαία διασφάλιση ενάντια στην εξάπλωση των φριχτών ιδεών που διέσπειρε η Γαλλία. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις για την ανάκτηση της Γαλλίας συσπειρώνονταν στο εξωτερικό.

Συγχρόνως, οι ίδιοι οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, και ιδίως η ομάδα των πολιτικών που συσπειρωνόταν γύρω από τους εκπροσώπους της εμπορικής περιφέρειας της Gironde, αποτελούσαν μια φιλοπόλεμη δύναμη. Αυτό συνέβαινε εν μέρει διότι κάθε γνήσια επανάσταση τείνει να είναι οικουμενική. Για τους Γάλλους, όπως και για τους πολυάριθμους συμπαθούντες του εξωτερικού, η απελευθέρωση της Γαλλίας ήταν απλώς και μόνο η πρώτη «δόση» του παγκόσμιου θριάμβου της ελευθερίας μια στάση που εύκολα οδήγησε στην πεποίθηση ότι ήταν χρέος της πατρίδας της επανάστασης να απελευθερώσει όλους τους λαούς που στέναζαν κάτω από την καταπίεση και την τυραννία. Υπήρχε ένα γνήσια μεγαλόπνευστο και γενναιόφρον πάθος στους επαναστάτες, μετριοπαθείς και αδιάλλακτους, να διαδώσουν την ελευθερία, μια γνήσια ανικανότητα να διαχωρίσουν την υπόθεση του γαλλικού έθνους από τη μοίρα ολάκερης της σκλαβωμένης ανθρωπότητας. Τόσο το γαλλικό όσο και όλα τα άλλα επαναστατικά κινήματα έμελλε να αποδεχτούν αυτή την άποψη ή να την προσαρμόσουν αναλόγως, τουλάχιστον ως το 1848. Όλα τα σχέδια για την απελευθέρωση της Ευρώπης ως το 1848 βασίζονταν σ’ έναν κοινό ξεσηκωμό των λαών υπό την ηγεσία των Γάλλων, για να ανατρέψουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της αντίδρασης και μετά το 1830, άλλα κινήματα εθνικοαπελευθερωτικά, όπως το ιταλικό ή το πολωνικό, είχαν επίσης την τάση να θεωρούν το δικό τους έθνος ένα είδος Μεσσία, που η απελευθέρωσή του θα έφερνε την ελευθερία των άλλων λαών.

[1] Σ’ αυτή τη διαφορά μεταξύ της βρετανικής και της γαλλικής επιρροής δεν πρέπει να δοθούν υπερβολικές διαστάσεις. Κανένα από τα κέντρα της διττής επανάστασης δεν περιόρισε την επιρροή του σε έναν ειδικό τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας ήταν μάλλον συμπληρωματικά παρά ανταγωνιστικά. Αλλά και όταν επήλθε καθαρή σύγκλιση μεταξύ τους όπως στο σοσιαλισμό, που σχεδόν ταυτόχρονα επινοήθηκε και ονομάστηκε έτσι και στις δύο χώρες η σύγκλιση προήλθε από κάπως διαφορετικές κατευθύνσεις.

[2] Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμάται η επίδραση της Αμερικανικής Επανάστασης. Αναμφίβολα συνέβαλε στο να υποκινηθούν οι Γάλλοι και, υπό στενότερη έννοια, πρόσφερε συνταγματικά πρότυπα που συναγωνίζονταν και κάποτε εναλλάσσονταν με τα πρότυπα των Γάλλων για διάφορα λατινοαμερικανικά κράτη, ενώ από καιρό σε καιρό αποτελούσε την έμπνευση για δημοκρατικά-ριζοσπαστικά κινήματα.

Δεν καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται

Άσκοπη βία. Είναι η βία που ασκείται από αστυνομικά όργανα ενάντια σε πολίτες και τυχαίνει να έρθει στο φως της δημοσιότητας και να προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις. Αν όμως δεν δει το φως της δημοσιότητας ή ασκηθεί σε «απόκληρους» ή μέσα σε αστυνομικά τμήματα είναι σκόπιμη βία. Αν δεν υπάρχουν πειστήρια είναι αναγκαία βία. Επίσης, η άσκοπη βία προκαλεί ενόχληση στον πρωθυπουργό (ανάλογη ενόχληση του προκλήθηκε όταν χιλιάδες νοικοκυριά έμειναν επί μία βδομάδα χωρίς ρεύμα). Η άσκοπη βία θα εκλείψει όταν απαγορευτεί διά νόμου η βιντεοσκόπηση αστυνομικών εν ώρα δράσης.

Υπέρμετρη βία. Αντίστοιχα, είναι η βία που έρχεται στο φως της δημοσιότητας και έχει ως αποτέλεσμα δολοφονίες διαδηλωτών –Πέτρουλας, Κουμής, Κανελλοπούλου, Καλτεζάς, αλλά και Γρηγορόπουλος… Όταν το αποτέλεσμα είναι μόνο σπασμένα κεφάλια, τότε έχουμε βία με μέτρο. Επίσης, ως αποτέλεσμα υπέρμετρης βίας δεν μπορούν να θεωρηθούν δεκάδες νεκροί απεργοί και διαδηλωτές (Θεσσαλονίκη Μάης 1936, Αθήνα Πρωτομαγιά 1924, Πειραιάς 1923, Τρίκαλα 1925, Αγρίνιο 1926, Καλαμάτα 1934, Ηράκλειο 1935, Λευκάδα 1935, Βόλος 1936…) διότι τότε ήταν άλλες εποχές και δεν υπήρχε η ΕΕ και οι αξίες της. Ούτε πολιτικές δολοφονίες (Ζέβγος, Λαμπράκης…) διότι έγιναν από το παρακράτος και το κράτος δεν είχε ουδεμία ανάμιξη. Ούτε οι εκατοντάδες νεκροί σε φυλακές, εξορίες και τόπους εκτελέσεων μετά το 1945, διότι οι κομμουνιστές ήθελαν να πάρουν την εξουσία και το κράτος ασκούσε εναντίον τους νόμιμη βία και με μέτρο. Και σίγουρα, ούτε ατυχήματα (Σαράφης…), ή αυτοκτονίες (Παπαρήγας…).

Παράνομη βία. Ασκείται από απεργούς που περιφρουρούν την απεργία τους ή νεολαίους και εργαζόμενους που κάνουν κατάληψη. Το κράτος ασκεί μόνο νόμιμη βία (βλ. παραπάνω).

Η βία δεν είναι απάντηση στη βία. Όχι, πρέπει να καθόμαστε να τις τρώμε. Η άσκηση βίας είναι καθήκον των δυνάμεων καταστολής –διαδηλωτές, απεργοί, λαός και νεολαία πρέπει να γυρίζουν και το άλλο μάγουλο. Έτσι αποδείχνουν ότι δεν επιβουλεύονται την καθεστηκυία τάξη. Άλλωστε κάθε τέσσερα χρόνια ψηφίζουμε και έχουμε τους εκπροσώπους μας στο κοινοβούλιο.

Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ρήση που χρησιμοποιείται για την καταδίκη οποιασδήποτε λαϊκής αντίδρασης ξεφεύγει από τα καθωσπρέπει πλαίσια εκδήλωσης διαμαρτυρίας. Η εκάστοτε κυβέρνηση καλεί την αντιπολίτευση να προβεί στην παραπάνω δήλωση όποτε βρίσκεται ο λαός στους δρόμους, η δε αντιπολίτευση την προτάσσει στο λόγο της επιβεβαιώνοντας τη νομιμοφροσύνη της και αποτάσσοντας τυχόν σπασμένες τζαμαρίες ή τραυματισμούς αστυνομικών. Η ανωτέρω ρήση επ’ ουδενί σχετίζεται με τη βία των δυνάμεων καταστολής.

Σε ό,τι μας αφορά.

Όχι, δεν καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, γενικά κι αόριστα. Υπάρχει η βία που καταπιέζει και η βία που απελευθερώνει. Η βία του επιτιθέμενου και η βία του αμυνόμενου. Η βία του καταχτητή και η βία για την απελευθέρωση από τον κατακτητή. Η βία του ιμπεριαλισμού και η βία για ανεξαρτησία. Η βία της τυραννίας και η βία για την ελευθερία. Η βία της ταξικής πάλης –της άρχουσας τάξης πάνω στους εκμεταλλευόμενους, και των εκμεταλλευόμενων για την αποτίναξη της εκμετάλλευσης. Το ίδιο το κράτος είναι μηχανισμός βίας για να διατηρεί την κυριαρχία της κυρίαρχης τάξης και να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της.

Αντιπαλεύουμε τη βία που διαιωνίζει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Τη βία της κρατικής καταστολής απέναντι σε όσους αντιδρούν και αγωνίζονται. Τη βία του ιμπεριαλισμού απέναντι στις εξαρτημένες χώρες και λαούς. Τη φασιστική βία του δυνατού απέναντι στον αδύναμο. Τη βία του ισχνού μεροκάματου, της λιγοστής σύνταξης, της ανεργίας, της χαμοζωής. Τη βία που στραγγαλίζει τη μόρφωση των νέων παιδιών, την υγεία του λαού, τη ζωή με αξιοπρέπεια. Τη βία της πλύσης εγκεφάλου των ΜΜΕ.

Είμαστε με τη βία που απελευθερώνει ως τη μόνη δυνατή απάντηση στη βία που καταπιέζει. Τη βία του εκμεταλλευόμενου ενάντια στον εκμεταλλευτή. Τη βία για την αποτίναξη κάθε τυραννίας και υποδούλωσης. Άλλωστε, η βία είναι η «μαμή της ιστορίας». Η ανθρωπότητα προχωράει μπροστά μέσα από συγκρούσεις, εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Και «η επανάσταση δεν είναι ούτε ζωγραφική ούτε κέντημα, είναι πράξη βίας» (Μάο). Μια κορυφαία πράξη βίας του ελληνικού λαού, η Επανάσταση του ’21, συμπληρώνει 200 χρόνια από το ξέσπασμά της.

Λενινισμός: Ο μαρξισμός του εικοστού αιώνα

Συνηθίζεται να μιλάμε για τη «συνεισφορά» του Λένιν. Δεν πρόκειται βέβαια απλώς για συνεισφορά. Ο λενινισμός ήταν ο επαναστατικός μαρξισμός στην εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης. Θεμελιώνεται με την αναμέτρηση σε τρία κομβικά ζητήματα: στο κόμμα που μπορεί να κάνει την επανάσταση, στο κράτος ως όργανο ταξικής κυριαρχίας της αστικής εξουσίας, στον ιμπεριαλισμό ως νέο στάδιο του καπιταλισμού που κάνει δυνατή την προλεταριακή επανάσταση ακόμα και σε μια χώρα σαν τη Ρωσία. Αυτή η «αναθεώρηση» του μαρξισμού συγκροτεί πλέον τον μαρξισμό του εικοστού αιώνα.

Ο Λένιν συγκρούεται με τους τότε πάπες της ορθοδοξίας του μαρξισμού και η απάντηση που δίνει δεν είναι η υπεράσπιση της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, αλλά η γέννηση ενός σύγχρονου ρεύματος, η προσπάθεια να απαντηθούν τα νέα ζητήματα. Ο λενινισμός διακρίνει την επανάσταση που έρχεται και την επικαιρότητά της, την ίδια στιγμή που οι «ορθόδοξοι μαρξιστές» την παραπέμπουν στο μέλλον.

Η αντιπαράθεση που ξεσπά στο 2ο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ το 1903, αφορά το ποιο κόμμα χρειάζεται σε αυτές τις συνθήκες για να προετοιμαστεί και πραγματοποιηθεί η επανάσταση.

Ο Λένιν επεξεργάζεται τη θεωρία για το κόμμα νέου τύπου, το κόμμα της εποχής της προλεταριακής επανάστασης. Διατυπώνει βασικές θέσεις για τη σχέση αυθόρμητου – συνειδητού, για το κόμμα ως πολιτικός οδηγητής της εργατικής τάξης, για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στην αστικοδημοκρατική επανάσταση.

Η θεμελιώδης σκέψη και επιμονή του Λένιν είναι η πραγματοποίηση της επανάστασης. Απαντά θετικά ότι αυτή μπορεί να γίνει, μελετά και δοκιμάζει επίμονα τους τρόπους που θα πραγματοποιηθεί. Από αυτή την πεποίθηση ο Λένιν δεν παραιτείται στιγμή, ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές της επαναστατικής πάλης.

Για τον Λένιν στις καινούριες συνθήκες του εικοστού αιώνα ηγέτης και καθοδηγητής της δημοκρατικής επανάστασης μπορεί και πρέπει να είναι το προλεταριάτο. Η εργατική τάξη όχι μόνο δεν είναι ουδέτερη μπροστά στην πρόκληση των αστικοδημοκρατικών μετασχηματισμών, αλλά έχει κάθε λόγο να πρωταγωνιστήσει. Η δημοκρατική επανάσταση υπό την ηγεμονία του προλεταριάτου και του κόμματός του μπορεί να απαλλάξει οριστικά την κοινωνία από την απολυταρχία και τα υπολείμματα της φεουδαρχίας. Ο λενινισμός βγάζει το προλεταριάτο από τη θέση του παθητικού θεατή μπροστά στους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς και το τοποθετεί στο κέντρο των εξελίξεων.

Για τον Λένιν το προλεταριάτο μπορεί να υπάρξει ως αυτοτελής πολιτική δύναμη και να αποδειχθεί νικηφόρος αγωνιστής της δημοκρατίας στην περίπτωση που η αγροτιά προσχωρούσε στην επαναστατική του πάλη. Η συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά βρίσκεται στον πυρήνα της λενινιστικής πολιτικής. Οι ταξικοί τους στόχοι είναι διαφορετικοί, αλλά η οικονομική και κοινωνική διάρθρωση έχουν δημιουργήσει τις αντικειμενικές βάσεις για την εργατοαγροτική συμμαχία.

Τον Απρίλη του 1917, ο Κάμενεφ, ηγέτης των μπολσεβίκων, όσο ο Λένιν βρισκόταν στην εξουσία και σεβάσμια μορφή του επαναστατικού κινήματος της Ρωσίας, υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να ξεκοπούν οι μπολσεβίκοι από το ρεύμα της ευφορίας για τη Φεβρουαριανή Επανάσταση.

Ο Λένιν δεν διστάζει να απαντήσει ότι “Χρειάζεται κανείς να ξέρει για ένα χρονικό διάστημα να είναι μειοψηφία απέναντι στη μέθη”. Πράγματι, οι μπολσεβίκοι κέρδισαν την πλειοψηφία γιατί ήξεραν να στέκονται ως μειοψηφία, ως δύναμη που δεν ακολουθεί απλά τις μάζες για να είναι δημοφιλής, αλλά φιλοδοξεί να τις μεταπείσει. Αυτή ήταν η περίφημη «εισαγωγή της συνείδησης» από έξω για την οποία λοιδορήθηκε η λενινιστική αντίληψη για το κόμμα.

Τον Σεπτέμβριο του 1917, ο Λένιν απειλεί με παραίτηση από την Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων καθώς αυτή διστάζει μπροστά στη δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας. Βάζει ζήτημα αποχώρησης από την ΚΕ, δηλώνοντας ότι θα διατηρήσει την ελευθερία να κάνει ζύμωση στη βάση του Κόμματος. Γράφει «έχω την ακλόνητη πεποίθηση ότι, “αν περιμένουμε” και αφήσουμε να χαθεί τώρα η στιγμή, χαντακώνουμε την επανάσταση».

Τον Οκτώβριο του 1917 ο χειρισμός των διαφωνούντων Κάμενεφ – Ζηνόβιεφ να διαρρεύσουν την απόφαση της Κ.Ε. των μπολσεβίκων που προετοίμαζε την ένοπλη εξέγερση, διχάζει, και ο Λένιν απευθύνεται εκ νέου στην Κεντρική Επιτροπή στις 19 του Οκτώβρη λέγοντας μεταξύ άλλων: «Δεν μου είναι εύκολο να το γράψω αυτό για συντρόφους που πριν ήταν στενοί φίλοι μου, τις ταλαντεύσεις όμως στην περίοδο αυτή θα τις θεωρούσα έγκλημα, γιατί διαφορετικά ένα κόμμα επαναστατών που δεν τιμωρεί τους επιφανείς απεργοσπάστες πάει χαμένο».

Ο Ράντεκ, χρόνια αργότερα αναρωτιέται για την τόση σιγουριά, την επιμονή και την ακλόνητη πεποίθηση που κάνει τον Λένιν να σηκώσει τέτοιο βάρος στους ώμους του. Τι είναι αυτό που τον κάνει «να μη διστάζει στιγμή να σηκώσει στους ώμους του, με πλήρη συναίσθηση ολόκληρη την πορεία της παγκόσμιας επανάστασης». Κατά τη γνώμη του, «δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Λένιν γνωρίζει την ιστορία του καπιταλισμού όπως την ξέρουν ελάχιστοι μαθητές του Μαρξ». Είναι το ότι «ο Λένιν έχει συλλάβει και κατανοήσει ανεξάρτητα τη θεωρία του ιστορικού υλισμού όπως κανείς άλλος δεν ήταν ικανός να το κάνει, για το λόγο ότι τη μελέτησε με τον ίδιο σκοπό που είχε ο Μαρξ όταν επεξεργαζόταν τη θεωρία. Ο Λένιν μπήκε στο κίνημα ως η ενσάρκωση της θέλησης για επανάσταση και μελέτησε το μαρξισμό, την εξέλιξη του καπιταλισμού και την εξέλιξη του σοσιαλισμού από την άποψη της επαναστατικής τους σημασίας».

Η λενινιστική πολιτική είναι ακριβώς αυτή η «ενσάρκωση της θέλησης για επανάσταση», δεν παραιτείται από το στόχο της, δεν ξεστρατίζει, δεν λοξοδρομεί. Έχει ακλόνητη πίστη στις δυνατότητες των μαζών, αφουγκράζεται και διδάσκεται από αυτές.

Ο λενινισμός εκφράζεται πάνω στην πολιτική και πρακτική επίλυση των ιδιαίτερων προβλημάτων. Αντιλαμβάνεται και αναδεικνύει τις έννοιες της επαναστατικής κρίσης, της εθνικής κρίσης, της φύσης του κράτους και της ταξικής κυριαρχίας.

Αντιλαμβάνεται επίσης ότι «όποιος περιμένει μια καθαρή κοινωνική επανάσταση δε θα την δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση» και «η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεσμένων και δυσαρεστημένων».

Οι μπολσεβίκοι μπόρεσαν να πάρουν την εξουσία γιατί η λενινιστική θεωρία για το κράτος δεν άφηνε περιθώρια για μεσοβέζικες λύσεις που θα έδιναν χώρο και χρόνο στην αντεπανάσταση. Η ίδια η δυαδική εξουσία σημαίνει ότι η αστική εξουσία βρίσκεται σε κρίση και τα Σοβιέτ είναι ο ανταγωνιστικός πόλος που συνυπάρχει με την Προσωρινή Κυβέρνηση αλλά όχι για πολύ. Αυτή η αντίφαση θα τεθεί άμεσα προς επίλυση. Το κράτος μπορεί να είναι είτε αστικό, είτε εργατικό. Δεν μπορεί να υπάρχουν ταυτόχρονα δύο ανταγωνιστικές εξουσίες. Η μία από τις δύο θα κυριαρχήσει. Αυτό λέγανε οι καντέτοι από τη μεριά της αντίδρασης. Αυτό λέγανε και οι μπολσεβίκοι από τη μεριά της επανάστασης. Οι εσέροι και οι μενσεβίκοι που βρέθηκαν στη μέση σαρώθηκαν από την εξέλιξη της ιστορίας.

Ο λενινισμός θέτει με οξύτητα το ερώτημα της εξουσίας και του «ποιος θα κυριαρχήσει σε ποιον». Αυτή είναι η λυδία λίθος για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Στην πρώτη μεγάλη αναθεώρηση του μαρξισμού, ο Λένιν αντιπαρατέθηκε προχωρώντας το μαρξισμό σε θεωρία και πράξη. Πολλοί θεωρούν τον λενινισμό σαν ρωσικό πολιτικό φαινόμενο, που δεν παίρνει υπόψη του τη διαφορά μεταξύ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και της αγροτικής Ρωσίας.

Τα βασικά έργα όμως του Λένιν ανατρέπουν αυτή τη θεώρηση. Ο Λένιν σαν προχώρημα του μαρξισμού αντιλαμβάνεται την εποχή του ιμπεριαλισμού, αναλύοντας τις καθοριστικές τάσεις εξέλιξης του σύγχρονου καπιταλισμού –το υπόδειγμά του δεν είναι η Ρωσία, ο ορίζοντας είναι το σύνολο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Η λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και τον αδύνατο κρίκο που μπορεί να αποσπαστεί επιβεβαιώνεται από την ίδια την Επανάσταση και τη Σοσιαλιστική Οικοδόμηση. Αυτή είναι η θεωρητική και πρακτική θεμελίωση. Η Σοβιετική Ένωση επέζησε γιατί η Ρωσία συγκέντρωνε ένα πλήθος αντιφάσεων που την καθιστούσαν χώρα ικανή να σπάσει από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Με τη μελέτη του ιμπεριαλισμού, και τη διαπίστωση του αναπόφευκτου των πολέμων και των συγκρούσεων για το μοίρασμα του κόσμου, ο λενινισμός καθορίζει και την τακτική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την εργατική τάξη των εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών κρατών, σε εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της αστικής τάξης από την εξουσία. Τακτική, η οποία δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση.

Τόλμησε, επίσης, και στην πορεία δικαιώθηκε, να αντιταχθεί στη Δεύτερη Διεθνή, ως την αποχώρηση των μπολσεβίκων και όλων των συνεπών επαναστατικών δυνάμεων απ’ αυτήν, προκειμένου να ιδρυθούν στην πορεία επαναστατικά, κομμουνιστικά κόμματα, για να καθοδηγήσουν την ταξική πάλη της εργατικής τάξης, κόντρα στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, που συμβιβάστηκε με την αστική τάξη και στην πορεία διαχειρίστηκε και τα συμφέροντά της ενάντια στους λαούς.

Πέντε ιστορίες για την Κούβα, τον Φιντέλ και τον Τσε

Γεννιέται η Κούβα

Επανάσταση και αποκάλυψη: οι μαύροι είχαν τώρα πρόσβαση στις παραλίες, εκείνες τις παραλίες που τους ήταν απαγορευμένες γιατί ξέβαφε το δέρμα τους και τις λέρωνε, και ξαφνικά βγήκαν στην επιφάνεια όλες οι Κούβες που έκρυβε η Κούβα.

Στα βουνά, στο εσωτερικό του νησιού, παιδιά που δεν είχαν δει ποτέ τους κινηματογράφο αγάπησαν τον Τσάρλι Τσάπλιν, και οι δάσκαλοι έφεραν το αλφάβητο στις πιο απόμερες περιοχές, εκεί όπου τέτοια σπάνια πράγματα δεν έφταναν ποτέ.

Σε μια κρίση τροπικής τρέλας, η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα άρχισε να περιοδεύει σύσσωμη, με Μπετόβεν κι απ’ όλα, σε χωριά χαμένα από το χάρτη, και οι ντόπιοι έφτιαχναν με κέφι ταμπέλες προσκαλώντας τον κόσμο: “Ελάτε να χορέψουμε και να γλεντήσουμε με την Συμφωνική Ορχήστρα!”.

Βρισκόμουνα στα ανατολικά του νησιού, εκεί όπου τα μικρά χρωματιστά σαλιγκάρια πέφτουν βροχή από τα δέντρα, και τα γαλάζια βουνά της Αϊτής διαγράφονται στον ορίζοντα.

Σε ένα χωματόδρομο διασταυρώθηκα με ένα ζευγάρι.

Εκείνη πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι, κάτω από την ομπρέλα, για να προφυλαχτεί από τον ήλιο.

Εκείνος, με τα πόδια.

Ήταν και οι δυο ντυμένοι γιορτινά, μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς, άτρωτοι από το χρόνο και τη λάσπη: ούτε μια τσάκιση, ούτε ένας λεκές στα κατάλευκα ρούχα τους, που ποιος ξέρει πόσα χρόνια περίμεναν, πόσους αιώνες, από την ημέρα του γάμου τους, καταχωνιασμένα στο ντουλάπι.

Τους ρώτησα πού πήγαιναν. Μου απάντησε εκείνος:

“Πάμε στην Αβάνα. Στο καμπαρέ Τροπικάνα. Έχουν εισιτήρια για το Σάββατο”.

Και χάιδεψε την τσέπη του για να σιγουρευτεί.

Εγώ μπορώ

Όταν το 1961 ένα εκατομμύριο Κουβανοί έμαθαν να διαβάζουν και να γράφουν, έσβησαν τα κοροϊδευτικά χαμόγελα και οι σπλαχνικές ματιές που είχαν δεχτεί οι εθελοντές, όταν είχαν ανακοινώσει πως αυτό θα γινόταν μέσα σε ένα χρόνο.

Μετά από καιρό η Κάθριν Μέρφι συγκέντρωσε κάποιες αναμνήσεις:
Γκρισέλντα Αγκιλέρα: Οι γονείς μου είχαν πάρει μέρος στο πρόγραμμα του αλφαβητισμού, εδώ στην Αβάνα. Εγώ τους παρακαλούσα να με πάρουν μαζί τους, αλλά δεν ήθελαν. Κάθε πρωί έφευγαν από τα χαράματα και οι δύο, ενώ εγώ έμενα σπίτι μέχρι το βράδυ. Μια μέρα, αφού τους είχα χιλιοπαρακαλέσει, με πήραν μαζί τους. Ο πρώτος μου μαθητής ονομαζόταν Κάρλος Πέρες Ίσλα. Ήταν πενήντα οχτώ χρονών. Εγώ, εφτά.

Σίξτο Χιμένες: Ούτε εμένα με άφηναν, να τους συνοδεύσω. Ήμουνα δώδεκα χρονών, ήξερα να γράφω και να διαβάζω, κάθε μέρα τους παρακαλούσα, αλλά τίποτα. Είναι πολύ επικίνδυνο, έλεγε η μητέρα μου. Κι ακριβώς εκείνες τις μέρες έγινε η απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων, είχαν έρθει οι εγκληματίες να εκδικηθούν, οι αφέντες της Κούβας, διψασμένοι για αίμα. Εμείς τους ξέραμε καλά, παλιά μας είχαν κάψει το σπίτι δυο φορές, πάνω στο βουνό. Τότε η μητέρα μου ετοίμασε το σακίδιό μου. Αντίο, μου είπε.

Σίλα Οσόριο: Η μητέρα μου συμμετείχε στο πρόγραμμα αλφαβητισμού στο βουνό, κάπου κοντά στο Μανσανίγιο. Είχα αναλάβει μια οικογένεια με εφτά παιδιά. Κανένας τους δεν ήξερε γραφή και ανάγνωση. Έμεινε στο σπίτι τους έξι μήνες. Την ημέρα μάζευε καφέ, κουβαλούσε νερό… Τα βράδια έκανε μάθημα. Όταν πια είχαν μάθει όλοι, έφυγε. Είχε πάει μόνη της αλλά δεν επέστρεψε μόνη. Για φαντάσου, αν δεν είχε πάει να τους μάθει γράμματα, εγώ δεν θα είχα γεννηθεί.

Χόρχε Οβιέδο: Εγώ ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών όταν ήρθαν στο Πάλμα Σοριάνο οι εθελοντές. Δεν είχα πάει ποτέ μου σχολείο. Πήγα στο πρώτο μάθημα, ζωγράφισα κάτι μπαστούνια και τότε κατάλαβα: ήταν εκείνο που μου άρεσε. Την επόμενη το έσκασα από το σπίτι και πήρα τους δρόμους. Κάτω από τη μασχάλη είχα το αλφαβητάρι. Περπάτησα πολύ, μέχρι που έφτασα σε ένα απόμερο χωριό στην ανατολική μεριά. Παρουσιάστηκα σαν εθελοντής. Έκανα το πρώτο μάθημα, επανέλαβα ό,τι είχα ακούσει στο Πάλμα Σοριάνο. Τα θυμόμουνα όλα. Για το δεύτερο μελέτησα, ή μάλλον μάντεψα τι ακριβώς έλεγε το αλφαβητάρι. Στα επόμενα μαθήματα…
Εγώ μάθαινα γράμματα στους άλλους πριν ακόμα μάθω ο ίδιος να γράφω και να διαβάζω. Μπορεί να έγιναν και τα δυο συγχρόνως, ποιος ξέρει.

Φιντέλ

Οι εχθροί του λένε ότι ήταν ένας μονάρχης δίχως στέμμα, και πως δεν ξεχώριζε τη συμφωνία από την ομοφωνία.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Οι εχθροί του λένε ότι, αν ο Ναπολέων διέθετε μια εφημερίδα όπως η Γκράνμα, κανένας Γάλλος δεν θα είχε πληροφορηθεί την πανωλεθρία στο Βατερλό.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Οι εχθροί του λένε πως άσκησε την εξουσία μιλώντας πολύ και ακούγοντας λίγο, γιατί είχε συνηθίσει περισσότερο στον ήχο της φωνής του παρά στις άλλες φωνές.

Σε αυτό οι εχθροί του έχουν δίκιο.

Όμως οι εχθροί του δεν λένε πως, όταν έγινε η εισβολή στην Κούβα, δεν έβαλε το στήθος του μπροστά απλά και μόνο για να τον απαθανατίσει η Ιστορία,

πως αντιμετώπισε όλους τους τυφώνες σαν να ήταν κι ο ίδιος ένας τυφώνας,

πως γλίτωσε από εξακόσιες τριάντα δολοφονικές απόπειρες,

πως με την αποφασιστικότητά του, που ήταν μεταδοτική, κατάφερε να κάνει την αποικία πατρίδα,

και πως δεν ήταν χάρη στα μάγια του Μαντίγκα ή στο θαύμα του Θεού,

πως αυτή η νέα πατρίδα κατάφερε να επιβιώσει μετά από δέκα προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών, έτοιμους πάντα να ορμήσουν με μαχαίρι και με πιρούνι να τη φάνε.

Οι εχθροί του επίσης δεν λένε ότι η Κούβα είναι μια παράξενη χώρα, γιατί δεν παίρνει μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Υποτέλειας.

Ούτε λένε πως η επανάσταση, τιμωρημένη απ’ όλες τις μεριές, είναι αυτό που κατάφερε να γίνει, όχι εκείνο που ήθελε να γίνει. Δεν λένε πως κατά ένα μεγάλο βαθμό, το τείχος ανάμεσα σ’ εκείνο που ποθούσε και στην πραγματικότητα ψήλωνε εξαιτίας του εμπάργκο που της είχε επιβάλει η αυτοκρατορία, η οποία δεν άφησε να αναπτυχθεί μια δημοκρατία κουβανέζικης ιδιαιτερότητας, αλλά υποχρέωσε την κοινωνία να στρατευθεί, δίνοντας στη γραφειοκρατία, που για κάθε λύση έχει κι ένα πρόβλημα, τα άλλοθι που χρειάζεται για να δικαιολογείται και να διαιωνίζεται.

Ούτε λένε πως παρά τα προβλήματα, παρά τις επιθέσεις από τα έξω και τις αυθαιρεσίες εκ των έσω, αυτό το βασανισμένο νησί που επιμένει να είναι χαρούμενο κατάφερε να είναι η λιγότερο άδικη λατινοαμερικανική κοινωνία.

Ούτε λένε οι εχθροί του πως κάτι τέτοιο επιτεύχθηκε χάρη στην αυτοθυσία του λαού της Κούβας, αλλά και στην ισχυρογνωμοσύνη και τα αναχρονιστικά ιδεώδη ενός ιππότη που πολεμούσε πάντα στο πλευρό των αδικημένων, όπως εκείνου του άλλου ιππότη, στα μέρη της Καστίλης.

Μια σύντομη ανασκόπηση για το πώς η Αμερική σπέρνει Δημοκρατίες.

Το 1915 οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλα στην Αϊτή. Ο Ρόμπερτ Λάνσινγκ, εξ ονόματος της κυβέρνησης, εξήγησε ότι η μαύρη φυλή δεν μπορούσε να κυβερνηθεί από μόνη της, καθώς έχει “έμφυτη μέσα της την άγρια ζωή και είναι ανίκανη από την φύση της για τον Πολιτισμό”. Οι εισβολείς παρέμειναν δεκαεννιά χρόνια. Τον πατριώτη Σαρλμάν Περάλτ τον σταύρωσαν σε μια πόρτα.

Η κατοχή της Νικαράγουας είχε κρατήσει είκοσι ένα χρόνια, και κατέληξε στη δικτατορία του Σομόσα, ενώ η κατοχή της Δημοκρατίας του Αγίου Δομίνικου κράτησε εννιά και κατέληξε στη δικτατορία του Τρουχίγιο.

Το 1954 οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαινίασαν με βομβαρδισμούς τη δημοκρατία στη Γουατεμάλα, δίνοντας τέλος στις ελεύθερες εκλογές και σε άλλες παρόμοιες διαστροφές. Το 1964, οι στρατηγοί που απέτρεψαν τις ελεύθερες εκλογές και άλλες παρόμοιες διαστροφές στη Βραζιλία, έλαβαν χρήματα, όπλα, πετρέλαιο και συγχαρητήρια από το Λευκό Οίκο. Κάτι ανάλογο συνέβη και στη Βολιβία, όπου κάποιος είπε συμπερασματικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη χώρα όπου δεν γίνονται πραξικοπήματα, γιατί εκεί δεν υπάρχει πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε όταν ο στρατηγός Πινοτσέτ υπάκουσε στο προειδοποιητικό σήμα κινδύνου του Χένρι Κίσινγκερ, κι απέτρεψε να γίνει η Χιλή, “λόγω ανευθυνότητας του λαού της”, κομμουνιστική.

Λίγο νωρίτερα, ή αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν τρεις χιλιάδες φτωχούς στον Παναμά για να πιάσουν έναν αποστάτη γραφειοκράτη, αποβίβασαν στρατό στον Άγιο Δομίνικο για να αποτραπεί η επιστροφή ενός εκλεγμένου από το λαό προέδρου, και αναγκάστηκαν να επιτεθούν στη Νικαράγουα ώστε να εμποδίσουν τη Νικαράγουα να εισβάλει στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Τέξας.

Την ίδια εποχή η Κούβα είχε δεχτεί μια φιλική επίσκεψη, εκ μέρους της Ουάσιγκτον, από αεροπλάνα, πολεμικά πλοία, μισθοφόρους κι εκατομμυριούχους, σε εκπαιδευτική αποστολή. Δεν μπόρεσαν να περάσουν πέρα από τον Κόλπο των Χοίρων.

Μια φωτογραφία: Μάτια που αγκαλιάζουν όλο τον κόσμο

Αβάνα, Πλατεία της Επανάστασης, Μάρτιος του 1960.

Ένα πλοίο ανατινάχτηκε στο λιμάνι. Εβδομήντα έξι εργάτες νεκροί. Το πλοίο μετέφερε όπλα και πολεμοφόδια για την άμυνα της Κούβας, και η κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ έχει απαγορεύσει στην Κούβα να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Το πλήθος έχει ξεχυθεί στους δρόμους της πόλης.

Ο Τσε Γκεβάρα κοιτάζει από την εξέδρα εκείνη την αγανάκτηση.

Έχει στα μάτια όλο εκείνο το πλήθος.

Ο Κόρντα τράβηξε τη φωτογραφία όταν οι “γενειοφόροι” ήταν περίπου ένα χρόνο στην εξουσία.

Η εφημερίδα του δεν τη δημοσιεύει. Ο διευθυντής δεν της βρίσκει τίποτα το ιδιαίτερο.

Τα χρόνια περνούν. Η φωτογραφία εκείνη θα γίνει το σύμβολο της εποχής μας.


 

Οι παραπάνω ιστορίες περιέχονται στο βιβλίο “Καθρέφτες” του Εντουάρντο Γκαλεάνο.