Άρθρα

Τα παιδιά ξέμαθαν να είναι μαθητές

«Έχει καταντήσει το σχολείο χώρος εκπλήρωσης φαντασιώσεων κάθε γραφειοκράτη ιθύνοντος νου του υπουργείου που αγνοεί πως ο χώρος δράσης των εκπαιδευτικών είναι η τάξη και όχι το γραφείο»
Και να που το άνοιγμα των σχολείων δεν επέφερε την αναμενόμενη επαναφορά σε κανονική λειτουργία. Κατά γενική ομολογία όσων εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία η σχολική καθημερινότητα έχει γίνει πάρα πολύ δύσκολη. Η ένταση, η αταξία, το χάος, η παραβατικότητα, η αδιαφορία για την μάθηση, η δυσκολία στη συγκέντρωση και στην κατανόηση κυριαρχούν. Σαν τα παιδιά να έχουν απωλέσει την ιδιότητα να υπάρχουν ως μαθητές. Και γνωστικά αλλά και κοινωνικά. Είναι δυνατόν να ξέμαθαν να είναι μαθητές;

Το έλλειμα σχεδόν δύο χρόνων δια ζώσης εκπαίδευσης φαίνεται στο γεγονός πως η κοινωνικότητα των παιδιών έχει οπισθοχωρήσει αρκετά με επικράτηση των ενστίκτων και των παρορμήσεών τους. Η παραβατική συμπεριφορά, στην οποία παρατηρείται έξαρση αυτό το διάστημα, συνήθως δεν φορά ακραία περιστατικά βίας αλλά κυρίως παιδιαρίσματα. Τα παιδιά κάνουν ό,τι μπορούν για να τραβήξουν την προσοχή που τόσο έχουν στερηθεί τα δύο τελευταία χρόνια. Είναι ένας τρόπος να εκβιάσουν τη χαρά. Χαρά με το ζόρι. Απελπισμένη χαρά γιατί δεν ακούν άλλο από το «πρόσεχε», «η υγεία είναι το μόνο που μετράει». Κανείς πια δεν τους λέει πως όλα θα πάνε καλά, ότι η ζωή είναι όμορφη και μπροστά τους. Πιθανόν να ξεχνάμε πως τα παιδιά μετράνε την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των μεγάλων. Μήπως με το ανάγωγο γέλιο τους εκτοξεύουν πίσω τη δική μας απελπισία;

Οι εκπαιδευτικοί από την άλλη μεριά αισθάνονται πελαγωμένοι, ματαιωμένοι, εξουθενωμένοι, σε πλήρες αδιέξοδο. Κανένα όπλο από αυτά που έχουν στην φαρέτρα τους δεν μοιάζει να βρίσκει το στόχο του. Σαν τα παιδιά να μην συγκινούνται από το «καλό» και να μην επανέρχονται στην τάξη ούτε με το «άγριο». Οι νουθεσίες και οι τιμωρίες επιφέρουν ελάχιστη τροποποίηση στη συμπεριφορά τους. Πιθανόν η παιδαγωγική επιστήμη να χρειαστεί να γράψει ένα νέο κεφάλαιο που μέχρι τώρα δεν είχε προβλέψει: «Πώς ξαναμαθαίνουν τα παιδιά να είναι μαθητές, όταν έχει μεσολαβήσει βίαιη αναστολή αυτής τους τής ιδιότητας»;
Φυσικά όλα αυτά είναι τα απόνερα της καραντίνας και της στέρησης της δια ζώσης εκπαίδευσης. Το μόνο παρηγορητικό είναι το συμπέρασμα που βγαίνει: το πόσο τα παιδιά χρειάζονται το σχολείο. Φαίνεται η αξία του σχολείου όχι μόνο στο γνωστικό επίπεδο αλλά κυρίως στο συμπεριφορικό. Δυστυχώς όμως η αξία του σχολείου εκτιμήθηκε μόνο δια της απουσίας του. Ακόμη και οι πιο υπέρμαχοι θιασώτες της τηλεκπαίδευσης μπορούν να πειστούν πλέον πως τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το μάθημα σε μία ζωντανή τάξη. Το δίκτυο του σχολείου έχει τόση δύναμη λόγω των σχέσεων μεταξύ των μελών. Χρήσιμο το διαδίκτυο για να σε πάει μακριά αλλά δεν σε φέρνει κοντά. Αυτό το έλλειμα εγγύτητας, αυτή την απώλεια του ζωτικού «κοντά» πληρώνουμε τώρα.

Το ζωτικό «κοντά» αναζητείται ή καταζητείται;

Και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί έχουν ανάγκη το «κοντά» με τους μαθητές τους γι’ αυτό και νιώθουν απογοητευμένοι αυτό το διάστημα αφού διαπιστώνουν πως οι μαθητές το ξέμαθαν και αρνούνται κάθε δεσμό. Παιδικά χέρια που αντί να απλώνουν για να πιαστούν με άλλα χέρια, απλά χειρονομούν, χτυπάνε, μόνο ζητάνε και σπρώχνουν μακριά.

Και είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε πως οι εκπαιδευτικοί έχουν ανάγκη το «κοντά» και μεταξύ τους. Αυτό αποτελεί μεγάλο μέρος της δύναμής τους. Και η αξία του φάνηκε όσο τα σχολεία ήταν κλειστά και το δίκτυό των εκπαιδευτικών διαχωρίστηκε σε μονάδες. Πολλοί έφτασαν στα όρια της ανθεκτικότητάς τους. Εκεί κατάλαβαν οι εκπαιδευτικοί πόσο ανάγκη έχουν το μοίρασμα μεταξύ τους. Πόσο ανάγκη έχουν να μιλήσουν για το «Γιωργάκη και τη Μαιρούλα», για τα καθημερινά συμβάντα μέσα στις τάξεις αλλά και για τις αγωνίες τις δικές τους. Και ενώ τα σχολεία ξανάνοιξαν και μαζί με αυτά και οι αγκαλιές των συναδέλφων, η γραμμή του υπουργείου ήρθε να μπει ανάμεσά τους ως διαχωριστική. Δεκάδες νέες εντολές, δεκάδες νέες δουλειές, μηδενικός χρόνος, «φουλ του άγχους» και ό,τι πει ο Διευθυντής και ο εκάστοτε αξιολογητής. Το ζωτικό «κοντά» στο απόσπασμα!!

Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο ότι τα παιδιά, όσο τα σχολεία ήταν κλειστά, ξέμαθαν να είναι μαθητές αλλά και τι έμαθαν να κάνουν το ίδιο διάστημα. Μόνα τους στο σπίτι τους, ,μπροστά από τις οθόνες, αποκομμένα από τους συνοδοιπόρους τους στο εκπαιδευτικό τους ταξίδι. Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε θα λέγαμε πως τα παιδιά έμαθαν την παθητικότητα, την αδράνεια. Και τώρα που τα σχολεία άνοιξαν και που το ζητούμενο είναι η ενεργητικότητα και η δράση φαίνεται πως δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Απολύτως αναμενόμενο βέβαια αφού μιλάμε για άμεση μετάβαση από το ένα άκρο στο άλλο. Και εδώ αρχίζουν οι ευθύνες του υπουργείου Παιδείας.

Η μάθηση συντελείται στις τάξεις και όχι στα γραφεία
Η απλή λογική λέει πως φέτος κανονικά θα έπρεπε να είναι μια μεταβατική χρονιά, μια χρονιά σταδιακής επιστροφής στην εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για όλους, μαθητές αλλά και εκπαιδευτικούς. Το υπουργείο όμως έκανε το ακριβώς αντίθετο: φόρτωσε υπερβολικά τους πάντες με επιπλέον υποχρεώσεις. Η τράπεζα θεμάτων και η ελάχιστη βάση εισαγωγής στα Λύκεια ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Περισσότερα διαγωνίσματα, περισσότερα γραπτώς εξεταζόμενα μαθήματα και επιπλέον μαθήματα( εργαστήρια δεξιοτήτων) στα Γυμνάσια. Ασφυκτικά προγράμματα στα Δημοτικά και στα Νηπιαγωγεία. Και το κερασάκι στην τούρτα: εξετάσεις PISA από φέτος για την 6η Δημοτικού και την Γ΄ Γυμνασίου.

Από την άλλη πλευρά, οι εξωδιδακτικές υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών πολλαπλασιάστηκαν στον έσχατο βαθμό. Λες και δεν αρκούσε το δυστοπικό περιβάλλον που κυριαρχεί στις στοιβαγμένες τάξεις -φυτώρια του κορονοϊού- όπου οι εκπαιδευτικοί δίνουν καθημερινή μάχη για να κρατήσουν τα σχολεία σε κανονική λειτουργία ρισκάροντας την υγεία τους, σωματική και ψυχική. Λες και δεν αρκούσαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα που πρέπει να διεκπεραιώνουν οι εκπαιδευτικοί (έλεγχος self-test μαθητών, ανίχνευση κρουσμάτων, ενημέρωση των γονέων και παραπομπή των κρουσμάτων με απίστευτη γραφειοκρατία στις δομές υγείας κλπ). Είναι δυνατόν σε αυτή την τόση δύσκολη για αυτούς συνθήκη το υπουργείο Παιδείας να τους φορτώνει επιπλέον με αξιολόγηση της σχολικής τους μονάδας, με ένα σωρό νέες αρμοδιότητες (συντονιστές, μέντορες, υπεύθυνοι covid, σύμβουλοι σχολικής ζωής, υπεύθυνοι σχολικού εκφοβισμού, ομίλους), με εκτός ωραρίου επιμορφώσεις και με συνελεύσεις του συλλόγου διδασκόντων κάθε λίγο και λιγάκι; Έχει καταντήσει το σχολείο χώρος εκπλήρωσης φαντασιώσεων κάθε γραφειοκράτη ιθύνοντος νου του υπουργείου που προφανώς αγνοεί πως ο χώρος δράσης των εκπαιδευτικών είναι η τάξη και όχι το γραφείο.

Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης είναι πως ενώ το υπουργείο Παιδείας κομπάζει πως όλα τα έχει καλά καμωμένα και πως μόνο με σφίξιμο των λουριών μπορεί να αποκτήσει το σχολείο εσάνς κανονικότητας, του ξέφυγε μία μικρή λεπτομέρεια: ξέχασε να στείλει αναπληρωτές εκπαιδευτικούς στα σχολεία. Σε πάρα πολλά σχολεία οι μαθητές για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα έκαναν καθημερινά 3ώρα και 4ώρα αφού υπήρχαν πάρα πολλά κενά εκπαιδευτικών. Ακόμα και σήμερα 3 μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς και υπάρχουν ακόμα αρκετά κενά. Το γεγονός αυτό συνέτεινε πολύ στο να αργήσουν τα παιδιά να μπουν στο τόσο απαραίτητο για αυτά «πρόγραμμα». Είναι και αυτό μία βασική αιτία του χαώδους σκηνικού. Βέβαια τι άλλο θα περίμενε κανείς σε μία χώρα όπου η Παιδεία δεν θεωρείται κρατικό αγαθό αλλά αναπτυξιακό έργο ΕΣΠΑ;

Για να μην μιλήσουμε για χαμένη γενιά μαθητών

Αν συνεχιστεί αυτή η στάση σύντομα θα μιλάμε για χαμένη γενιά μαθητών. Ας αφήσουν τους εκπαιδευτικούς να ξαναμάθουν στα παιδιά πως να είναι μαθητές. Ας τους αφήσουν να κάνουν και λίγο μάθημα να πάρει η ευχή!! Ας αφήσουν αυτούς που ξέρουν καλύτερα να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να αναλάβουν δράση. Ας τους αφήσουν ήσυχους να ξανασυνδέσουν το «σχολικό δίκτυο» ώστε να το ξεχυθεί μέσα του ορμητικά το ζωτικό «κοντά». Ας βγάλουν την καρδιά του σχολείου (το σύλλογο διδασκόντων) από την μηχανική υποστήριξη και ας τής επιτρέψουν να ξανά-αναπνεύσει μόνη της.

Πηγή: drepani.gr

Βιωματικές εικόνες τηλεκπαιδευτικής τρέλας

Σκοπός του κειμένου αυτού δεν είναι να συγκρίνει τη δια ζώσης διδασκαλία με την τηλεδιδασκαλία. Δεν είναι καν συγκρίσιμα τα μεγέθη. Η διαφορά είναι χαώδης. Σκοπός του είναι να παρουσιάσει με βιωματικές εικόνες τη συγκεκριμένη μορφή τηλεκπαίδευσης που λαμβάνει χώρα αυτή την περίοδο. Αναφέρεται μόνο στην τηλεκπαίδευση των παιδιών (όχι ενηλίκων) και δεν υπεισέρχεται καθόλου στο ερώτημα αν έκανε καλά η κυβέρνηση και έκλεισε τα σχολεία. Εστιάζει μόνο στο τι έλαβε χώρα από το κλείσιμο και μετά.

Με μια λέξη: στην τρέλα. Στην τρέλα που βιώνουν όσοι συμμετέχουν, άμεσα ή έμμεσα, στο εγχείρημα «τηλεκπαίδευση» (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς) και στην τρέλα που πουλούν οι υπεύθυνοι οι οποίοι θεωρούν πως είναι θανάσιμο αμάρτημα να παραδεχτούν μία φορά, έστω μια, τις ευθύνες τους. Και οι οποίοι έχουν το απύθμενο θράσος να παρουσιάζουν ως fake news αυτό που βιώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Υποβοηθούμενοι, όπως πάντα, από τα παραμορφωτικά ΜΜΕ που διατυμπανίζουν πως όλα βαίνουν άριστα.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο σκοπός του κειμένου είναι άλλος. Είναι μια φωνή οργής: «ε δεν θα μας τρελάνετε και τελείως».

«Το μεν πνεύμα (των εκπαιδευτικών) πρόθυμον, η δε σαρξ (του webex) ασθενής»

Να λέμε τα πράγματα όπως είναι: η ποιότητα του παρεχόμενου προγράμματος τηλεκαπίδευσης είναι χαμηλή παρά το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών υπερβάλλει εαυτόν και αγωνιά για να έχει καλό αποτέλεσμα με την αυτό-επιμόρφωση ως μοναδική λύση αφού το υπουργείο για άλλη μία φορά δεν φρόντισε και πέταξε τους εκπαιδευτικούς στα βαθιά να κολυμπήσουν μόνοι τους. Όμως «το μεν πνεύμα (των εκπαιδευτικών) πρόθυμον, η δε σαρξ (του webex) ασθενής». Αναλυτικά:

Το παρεχόμενο project τηλεκπαίδευσης είναι χαμηλής ποιότητας

Και εσύ βέβαια που έχεις μάθει να κάνεις διάλογο και όχι διάλεξη θα παρακάμψεις τις οδηγίες και θα ζητήσεις τη συμμετοχή των μαθητών. Να σηκώνουν ψηφιακό χεράκι κάθε φορά που θέλουν να πάρουν το λόγο. Μετά από λίγο όμως θα παρατηρήσεις πως τα υψωμένα χεράκια είναι πάντα τα ίδια 3-4 και πως οι υπόλοιποι μαθητές είναι σαν να μην υπάρχουν. Και εσύ που έχεις μάθει να κάνεις μάθημα με όλους τους μαθητές βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Υπάρχει διδασκαλία χωρίς ανατροφοδότηση; Μπορείς να προχωρήσεις παρακάτω αν δεν διαπιστώσεις πρώτα πως και ο τελευταίος μαθητής έχει καταλάβει αυτό που παρέδωσες; Στην τάξη μια ματιά του εκπαιδευτικού και ένα νεύμα του μαθητή αρκούσε, τώρα πρέπει να ανοιγοκλείσουν 25 μικρόφωνα και άλλες τόσες κάμερες. Και όλα αυτά μόνο για ένα μόνο «το καταλάβατε;».

Ταυτόχρονα από υποψιασμένος γίνεσαι αναγκαστικά καχύποπτος καθώς σκέφτεσαι πως οι μαθητές όταν είναι αόρατοι μπορούν απλά να κοιμούνται, να χαζεύουν κάτι άλλο, να σερφάρουν. Και υπάρχουν και αρκετοί που δεν έχουν τα μέσα να συνδεθούν γιατί κανείς δεν φρόντισε να τους τα παρέχει. Σου λένε να παίρνεις απουσίες κανονικά. Μπερδεύεσαι: απουσία σε κάποιον που ήθελε να είναι παρών αλλά δεν μπόρεσε και παρουσία σε κάποιον που δήλωσε απλά παρών και μετά απουσίασε;

Τηλεδιάσκεψη ή μήπως ραδιοδιάσκεψη;

Και έχεις και τους ειδικούς στην τηλεκπαίδευση να σου λένε πως το βασικότερο συστατικό μιας καλής τηλεδιάσκεψης είναι η βλεμματική επαφή του εκπαιδευτικού με τους μαθητές και των μαθητών μεταξύ τους. Πώς θα γίνει αυτό με κλειστές κάμερες μιας και το σύστημα ανοικτές δεν τις σηκώνει. Πιο πολύ με ραδιο- διάσκεψη μοιάζει όλο αυτό παρά με τηλεδιάσκεψη.

Και σκέφτεσαι πως τον Σεπτέμβρη που άνοιξαν τα σχολεία σου είχαν αφαιρεθεί πολλά από τα εκφραστικά σου μέσα εξαιτίας της μάσκας, είχες όμως τα μάτια σου, τη φωνή σου και τη γλώσσα του σώματός σου και εστίασες εκεί. Τώρα μένει μόνο η φωνή σου μέσα στην απόλυτη σιωπή. Και η σιωπή αυτή δεν μοιάζει με την σιωπή της τάξης που είναι ζωντανή και που όταν συμβαίνει σημαίνει συμφωνία για επικοινωνία. Όχι αυτή η σιωπή είναι συμφωνία της μη επικοινωνίας. Είναι σιωπή επιβεβλημένη και επιβαλλόμενη. Και δεν υπάρχει χειρότερη θέση που μπορείς να περιέλθεις όταν πρέπει να επιλέξεις μεταξύ δύο κακών: της ζούγκλας και του χάους με τα πάντα ανοικτά ή του νόμου της σιωπής και της επιβολής με τα πάντα κλειστά. Τελικά επιλέγεις το δεύτερο ρισκάροντας την παιδαγωγική σχέση που είχες χτίσει στο σχολείο με τους μαθητές σου και μη αναγνωρίζοντας, πολλές φορές, τον εαυτό σου. Διαπιστώνεις πικρά πως ένα από τα τιμήματα της τηλεκπαίδευσης είναι η απεμπόληση του παιδαγωγικού σου ρόλου. Είναι όμως λογικό πως οι άνθρωποι πρέπει να κόψουν κομμάτια τους προκειμένου να χωρέσουν μέσα σε κουτάκια.

Και χαμογελάς όταν σκέφτεσαι πως στο παρελθόν κάποιες δύσκολες ώρες μέσα στην τάξη όπως π.χ την τελευταία ώρα Παρασκευής είχες, στα αστεία, ευχηθεί να είχες ένα τηλεκοντρόλ που να έκανε mute σους μαθητές. Και να που τώρα μπορείς να τους κάνεις mute, να εξαφανίσεις την εικόνα τους, να τους στείλεις για λίγο έξω και γενικά να τους ελέγχεις όπως εσύ θέλεις. Να όμως που τώρα τίποτα από όλα αυτά δεν σου αρέσει. Ακόμα και οι φουρτούνες της τάξης σου φαίνονται καλύτερες από αυτή την σιωπή που επιβάλλεται να επιβάλλεις. Και ξέρεις πολύ καλά το γιατί: γιατί αυτή η σιωπή είναι ο απόλυτος έλεγχος του τι από εκείνους θα φτάνει σε σένα αλλά όχι του τι πραγματικά συμβαίνει. Είναι σαν ο εκπαιδευτικός στην τάξη να βάζει ωτοασπίδες, να φοράει μάσκα ματιών και να αρχίζει να μιλάει μόνος του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι μαθητές μέσα στην τάξη κάθονται ήσυχοι ή προσέχουν ή ακόμα και πως παραμένουν στη θέση τους.

«Η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε»

Και οι τίτλοι του υπουργείου και των ΜΜΕ πηχυαίοι αλλά ψευδεπίγραφοι. Μιλάνε για ψηφιακή τάξη. Μα η τάξη σημαίνει αλληλεπίδραση, σημαίνει κοινωνικοποίηση, σημαίνει ελάττωση των αποστάσεων και πως όλοι μαζί οι μαθητές και ο εκπαιδευτικός μοιράζονται κάτι κοινό. Οι θιασώτες της τηλεκπαίδευσης φαίνεται να μην τα θεωρούν όλα αυτά πρωτεύοντα. Το πιο σημαντικό από όλα όσον αφορά την εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι η ένας προς ένας αποσπασματική αλληλεπίδραση του κάθε μαθητή με τον εκπαιδευτικό αλλά ή αλληλεπίδραση των μαθητών μεταξύ τους η οποία δεν γίνεται να επιτευχθεί μέσα σε μια ψηφιακή τάξη αλλά μόνο σε μία ζωντανή τάξη. Και αν η ψηφιακή τάξη δεν μπορεί να θεωρηθεί τάξη τότε γιατί η τηλεκπαίδευση να θεωρείται εκπαίδευση; Και έχεις την κα υπουργό να θριαμβολογεί για το πόσα εκατομμύρια παιδιά συμμετέχουν στις ψηφιακές τάξεις. Σημασία όμως έχει η ποιότητα της συμμετοχής τους και όχι η ποσότητα.

Φανταστείτε πως το όλο εγχείρημα δεν περπατάει παρά το γεγονός πως οι ψηφιακές τάξεις στην συγκεκριμένη περίπτωση έρχονται ως συνέχεια των πραγματικών τάξεων που υπήρχαν από το Σεπτέμβρη στα σχολεία οπότε κάποιες παιδαγωγικές σχέσεις είχαν ήδη προλάβει να δημιουργηθούν. Δεν θέλω ούτε να διανοηθώ τι θα γινόταν αν από την πρώτη μέρα έναρξης του σχολικού έτους ξεκινάγαμε με τηλεκπαίδευση. Καμία εικοσιπενταριά άγνωστοι με κλειστές κάμερες και μικρόφωνα.

Το τεχνικό κομμάτι δοκιμάζει τα νεύρα όλων

Και δύο λόγια για το τεχνικό κομμάτι. Εκεί τα πράγματα είναι απλά απαράδεκτα. Περνάς αγωνία για το αν θα συνδεθείς, αγωνία για το αν και πότε θα σε πετάξει έξω το σύστημα, αγωνία για το αν και πότε θα κρασάρει το σύστημα, σου σπάνε τα νεύρα γιατί κάποιες φορές σε βλέπουν μα δε σε ακούνε και κάποιες άλλες σε ακούνε μα δε σε βλέπουν, είσαι αναγκασμένος να προσπαθείς να βρεις τεχνικές λύσεις για τους μαθητές που έχουν προβλήματα στη σύνδεσή τους, απελπίζεσαι με το πόσες φορές πρέπει να κάνεις admit τους μαθητές εκείνους που το σύστημα συνεχώς τους πετάει έξω, διαλύεσαι που δεν μπορείς να προσφέρεις την παραμικρή βοήθεια σε εκείνους τους μαθητές που καταβάλουν απέλπιδες προσπάθειες να συνδεθούν, ξανά και ξανά, ή σε εκείνους που δεν έχουν ούτε καν τα μέσα για να συνδεθούν. Και εξοργίζεσαι όταν μετράς τις συσκευές των μαθητών και διαπιστώνεις πως πάνω από τους μισούς είναι αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο και όχι υπολογιστή. 6-7 ώρες την ημέρα οι μαθητές να κοιτάνε ένα κινητό και να το ονομάζουμε αυτό εκπαίδευση;

Διαβλητή ιδιωτικότητα

Όσον αφορά την ιδιωτικότητα και την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων εκεί τι να πούμε; Για τα αόρατα μάτια και αυτιά που καταπατούν το ιερό άβατον της τάξης και βρίσκουν ευκαιρία να κρίνουν έναν εκπαιδευτικό στην χειρότερή του στιγμή και εκδοχή, για τους παράνομους εισβολείς που έχουν σκοπό να προκαλέσουν χάος την ώρα του μαθήματος, για τις φωτογραφίες και βίντεο με τα πρόσωπα αρκετών από εμάς που ήδη κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εντελώς διαβλητό το σύστημα.

Να τελειώσει το αστείο πως για όλα φταίει ο δήθεν τεχνολογικός αναλφαβητισμός των εκπαιδευτικών

Παρόλα τα δεκάδες προβλήματα εσύ θα κάνεις ό, τι καλύτερο μπορείς για τους μαθητές σου. Και διαμοιρασμό οθόνης θα κάνεις, και τον ασπροπίνακα θα χρησιμοποιήσεις, και μεταφορά αρχείων προς τους μαθητές θα κάνεις και θα έχεις καθίσει μπόλικη ώρα να προετοιμάσεις ψηφιακό υλικό από την προηγούμενη μέρα, και θα έχεις ζητήσει από τους συναδέλφους σου πολύτιμες συμβουλές, και γραφίδα θα παραγγείλεις και αν χρειαστεί ακόμα και νέο πιο δυνατό υπολογιστή. Και δίνεσαι παρόλο αυτά και βάζεις τα δυνατά σου. Είναι όμως απίστευτο αυτό που διαπιστώνεις στο τέλος της κάθε ώρας: πόσα λίγα πράγματα έχεις καταφέρει. ‘Ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτά που θα έκανες στην τάξη. Και αυτό για ισχύει όλους τους εκπαιδευτικούς. Και για εκείνους που έχουν ευχέρεια τεχνολογικά αλλά και για αυτούς που δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση. Όταν ένα πρόγραμμα δεν δουλεύει, δεν δουλεύει. Άσχετα με το πόσο καλά γνωρίζει κάποιος από υπολογιστές.

Έστω πως όλα δούλευαν ρολόι, θα μπορούσε η τηλεκπαίδευση να υποκαταστήσει τη δια ζώσης εκπαίδευση;

Και άφησα για τελευταίο το απόλυτο ερώτημα: Έστω πως το σύστημα της τηλεκπαίδευσης δεν ήταν δυσλειτουργικό, δεν ήταν διαβλητό, ήταν τεχνικά άρτιο και εξασφάλιζε την συμμετοχή όλων των μαθητών. Τότε λοιπόν θα μπορούσε να συγκριθεί και να υποκαταστήσει τη δια ζώσης εκπαίδευση;

Και απαντώ. Αν οι friends των social media μπορούν να υποκαταστήσουν τους πραγματικούς φίλους, αν το cyber-love μπορεί να υποκαταστήσει τον πραγματικό έρωτα, αν η συμμετοχή στις δημοκρατικές διαδικασίες μπορεί να υποκατασταθεί από τηλεψηφοφορίες, αν η παρακολούθηση μιας μουσικής ή θεατρικής παράστασης on line είναι το ίδιο με την ζωντανή παρουσία των θεατών, αν μια ανθρώπινη αγκαλιά είναι το ίδιο με ένα emoji που την απεικονίζει, αν ο ψηφιακός και εικονικός κόσμος μπορεί να υποκαταστήσει τον πραγματικό κόσμο τότε ναι η δια ζώσης εκπαίδευση μπορεί να υποκατασταθεί από την τηλεκπαίδευση.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η τηλεκπαίδευση έχει λόγους ύπαρξης μόνο σε περιπτώσεις όπου η εναλλακτική είναι το καθόλου μάθημα. Σε ακραίες συνθήκες όπως τώρα στην καραντίνα. Σε καμία άλλη περίπτωση. Σε μια λογική του τύπου «το μη χείρον βέλτιστον» ή του τύπου «αναγκαίο κακό». Ας το έχουμε αυτό κατά νου μιας και οι καιροί είναι πονηροί και κάποιοι που αποφασίζουν για το μέλλον του σχολείου ακούστηκαν αυτή την περίοδο να μιλάνε για ψηφιακή μετάβαση. Μην αμφιβάλουμε πως η τηλεκπαίδευση στο μυαλό κάποιων δεν είναι απλά μια προσωρινή αναγκαστική λύση.

Σε κανονικές συνθήκες ζωής λοιπόν ακολουθήστε τα παρακάτω βήματα:
1) Πηγαίνετε στον Πίνακα Ελέγχου του υπολογιστή σας και πατήστε προγράμματα
2) Μετά κάντε δεξί κλικ πάνω στο πρόγραμμα της τηλεκπαίδευσης που έχετε κατεβάσει
3) Πατήστε απεγκατάσταση προγράμματος
4) Εισέλθετε στην πραγματική σας τάξη: η περιπέτεια ξαναξεκινάει.

Πηγή: alfavita.gr

Πάρτε μέτρα για τα σχολεία – η τηλεκπαίδευση είναι ένα φιάσκο

Το δεύτερο κύμα της πανδημίας ήρθε να επιβεβαιώσει δύο διαπιστώσεις που ενδέχεται να μην έγιναν ξεκάθαρες από το πρώτο: α) Ότι τα δημόσια αγαθά της υγείας, της παιδείας, της προστασίας των αδυνάμων, των μεταφορών, είναι συρρικνωμένα και απαξιωμένα μετά από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού και μετά τη μνημονιακή κατεδάφιση και β) ότι δεν πρόκειται απλά για πολιτική ανικανότητα της κυβέρνησης, αλλά για μια συνειδητή και ανοιχτά αντιλαϊκή πολιτική.

Όσον αφορά τα σχολεία, μετά το πρώτο λοκ ντάουν σε αυτές τις πολιτικές προστέθηκε η 7μηνη αδράνεια και αδιαφορία της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την τύχη της δημόσιας εκπαίδευσης εν μέσω πανδημίας. Καμία πρόσληψη προσωπικού, καμία προσπάθεια ανεύρεσης αιθουσών, καμία ουσιαστική ενίσχυση του τεχνολογικού εξοπλισμού. Το Υπουργείο έκανε μόνο τη σύμβαση με το σύστημα webex της πολυεθνικής Cisco (το οποίο είναι ακατάλληλο και δυσλειτουργεί – αλήθεια, ποιο είναι το «τίμημα» αυτής της σύμβασης; Μήπως τα δεδομένα 1,5 εκ. μαθητών και εκπαιδευτικών;) και όρισε υποχρεωτική την τηλεκπαίδευση, χωρίς όμως να μεριμνήσει για τις βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή των μαθητών. Το να ισχυρίζονται η Υπουργός και οι Υφυπουργοί ότι αυτό διασφαλίζεται, επειδή όλοι μπορούν να συνδέονται μέσω σταθερού τηλεφώνου, δείχνει, πέρα από τη φαιδρότητα, το θράσος τους να κοροϊδεύουν ευθέως τον ελληνικό λαό και τους μαθητές.

Στο ίδιο διάστημα είδαμε μια αντιπολίτευση που αντί να ζητάει από τον Μάιο μέτρα για ανοιχτά σχολεία, ζητούσε καλύτερη εφαρμογή της τηλεεκπαίδευσης (ΚΚΕ) ή, ακόμα χειρότερα, διαμαρτυρόταν διότι ανοίγουν τα σχολεία και χαλάει η τηλεκπαίδευση (ΣΥΡΙΖΑ). Δυστυχώς, καμία αγωνιστική πρωτοβουλία δεν πάρθηκε, για αιτήματα στην κατεύθυνση ”σπάσιμο τμημάτων-διορισμοί εκπαιδευτικών-περισσότερα τεστ”, μέχρι να βγουν στο προσκήνιο οι μαθητές τον Οκτώβριο.

Η κυβέρνηση, πιστή στην ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της, υπονομεύει με κάθε τρόπο τη διασφάλιση της μαζικής δημόσιας παιδείας με ίσες ευκαιρίες για όλους, ένα θεμελιώδες και κατοχυρωμένο συνταγματικό δικαίωμα. Η τηλεκπαίδευση εντείνει τις υφιστάμενες ανισότητες, ενώ η σκόπιμη αχρήστευση του δημοσίου συστήματος εκπαίδευσης εν μέσω πανδημίας ενισχύει άμεσα την ιδιωτική εκπαίδευση (κέντρα μελέτης, φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία).

Τα δεδομένα για την τηλεκπαίδευση, πέρα από τα κυβερνητικά ψέματα, είναι τα εξής:

  • Η τηλεκπαίδευση δεν είναι εκπαίδευση. Κάτι που αναγνωρίζει και το Υπουργείο, παρόλα αυτά την κάνει υποχρεωτική! Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση ήταν επιλογή για ενήλικους και την τριτοβάθμια εκπαίδευση πριν την πανδημία. Κυρίως με τη μορφή διάλεξης ή έρευνας και με δεδομένη τη συνειδητή επιλογή του ενήλικου. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει για τα σχολεία και τους μαθητές. Κι όμως, για αυτή την ειδική διαδικασία για τους μαθητές το Υπουργείο δεν έχει ορίσει βασικά θέματα. Δεν υπάρχει αναλυτικό πρόγραμμα και νέοι διδακτικοί στόχοι. Δεν προβλέπεται μείωση της ύλης, ενώ είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να βγει η υπάρχουσα στην παρωδία της τηλεκπαίδευσης. Και το πιο ακραίο, αδιαφορούν επιδεικτικά –που δήθεν ακούν τους ειδικούς– για τις προειδοποιήσεις παιδοψυχολόγων, οφθαλμιάτρων και παιδαγωγών για τις ολέθριες συνέπειες της παρατεταμένης έκθεσης των παιδιών στην οθόνη και την ακτινοβολία του κινητού τηλεφώνου. Τα νήπια 2,5 ώρες! Τα 7χρονα 3 ώρες! Οι 15χρονοι, μαζί με τα φροντιστήρια, έως και 10 ώρες! Σε συνθήκες λοκ ντάουν, η τηλεκπαίδευση θα μπορούσε να δρα επικουρικά, όχι υποχρεωτικά, και μέσα σε αυστηρό πλαίσιο. Σε συντονισμό με την εκπαιδευτική τηλεόραση. Με διασφάλιση τεχνικών μέσων για όλα τα παιδιά. Με λιγότερες ώρες, ανάλογα την ηλικία. Με διαμόρφωση ειδικών παιδαγωγικών στόχων, με έμφαση στις επαναλήψεις και την εμπέδωση των διδαγμένων στην τάξη. Με μείωση της ύλης για να περιοριστεί το άγχος των μαθητών. Με σπάσιμο των τμημάτων. Με στήριξη στον εκπαιδευτικό. Όλα αυτά, τα γνωστά και σε έναν πρωτοετή του παιδαγωγικού τμήματος. Όμως, για την κυβέρνηση δύο πράγματα έχουν σημασία: Να δείξει ότι πιέζει τον a priori «τεμπέλη» εκπαιδευτικό – διότι δήθεν αυτός δεν δουλεύει φουλ ωράριο – και δεύτερον να παρκάρει τα παιδιά σε μια συσκευή, καθώς το σχολείο για αυτούς είναι κυρίως πάρκινγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σχολάρχες στα ιδιωτικά δημοτικά σχολεία διαμαρτύρονται για το – ήδη εξοντωτικό – 3ωρο των μαθητών του δημοτικού (14.00-17.00) και ζητούν ακόμα περισσότερες ώρες. Βεβαίως, οι σχολάρχες διαμαρτύρονται, διότι εξαιτίας του 3ωρου μαθήματος δέχονται πιέσεις από τους γονείς – πελάτες για μείωση διδάκτρων. Έτσι, αδιαφορώντας για το καλό των παιδιών, παλεύουν να επεκτείνουν το τηλεβασανιστήριο, για να μην χάσουν ούτε ευρώ.
  • Η τηλεκπαίδευση αυξάνει τις ήδη υφιστάμενες ανισότητες. Πολλοί μαθητές, ειδικά στις πιο λαϊκές γειτονιές, συνδέονται μόνο μέσω κινητού τηλεφώνου. Άλλοι δεν έχουν την κατάλληλη σύνδεση. Σε απομακρυσμένα νησιά και χωριά δεν υπάρχει καν κατάλληλο διαδίκτυο. Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες ουσιαστικά αποκλείονται, όπως και τα προσφυγόπουλα. Οι συνθήκες στο σπίτι δεν είναι κατάλληλες για τα πιο φτωχά παιδιά που ζουν 2-3 αδέρφια σε μικρά διαμερίσματα και έχουν ένα δωμάτιο. Η εκπαιδευτική διαδικασία στην τάξη ενέχει την παρότρυνση, το ενδιαφέρον, την ενασχόληση με τους πιο αδύναμους μαθητές. Όλα τα παραπάνω εγγράφονται ως αποτυχία και ματαίωση για εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές, ειδικά τους πιο μικρούς. Για τα παραπάνω θεμελιώδη το Υπουργείο Παιδείας αδιαφόρησε, όχι από αβλεψία, αλλά γιατί είναι στο DNA τους ότι «το παιδί από το Περιστέρι προορίζεται για ψυκτικός», όπως είχε δηλώσει και ο κ. Μητσοτάκης.
  • Η τηλεκπαίδευση θα αξιοποιηθεί ως μοχλός επίθεσης στα δικαιώματα του εργαζόμενου-εκπαιδευτικού. Η ελαστικοποίηση του ωραρίου είναι ήδη μια πραγματικότητα. Το ίδιο και η ελαστικοποίηση του χώρου εργασίας, καθώς τα σχολεία δεν έχουν τον εξοπλισμό για να παρέχουν οι εκπαιδευτικοί τηλεκπαίδευση από εκεί. Η δυνατότητα κάθε επίδοξου αξιολογητή να «παρακολουθεί» το μάθημα θα χρησιμοποιηθεί για την περιβόητη αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, τη διαμόρφωση ενός φοβισμένου εργαζόμενου χωρίς δικαιώματα, σε ένα σχολείο που θα αντιμετωπίζει τους γονείς σαν πελάτες.

Η ίδια η επιτροπή «ειδικών» και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχουν ισχυρισθεί ότι τα σχολεία δεν είναι εστίες υπερμετάδοσης, ειδικά τα δημοτικά και νηπιαγωγεία. Το ίδιο ισχυρίζεται και ο ΠΟΥ. Ακόμα και με στοιβαγμένα τα παιδιά σε 25άρια τμήματα, ισχυρίζονται ότι η διασπορά είναι σχετικά μικρή. Άρα γιατί έκλεισαν τα σχολεία και μάλιστα πανελλαδικά; Το επιχείρημα ότι έκλεισαν τα σχολεία εξαιτίας του συνωστισμού των γονέων το πρωί και το μεσημέρι, είναι έωλο. Κάτι τέτοιο μπορεί να ελεγχθεί στο δημοτικό με κυλιόμενο ωράριο ανά τάξη, ώστε οι γονείς να μοιράζονται. Τα δε νήπια είναι πολύ λιγότερα και ήδη προσέρχονται σε σειρά με ασφαλείς αποστάσεις. Δεν έχουν κλείσει τα αεροδρόμια, δεν έχουν κλείσει τα υποκαταστήματα τραπεζών, δεν έχουν κλείσει τα δικαστήρια, αλλά έκλεισαν τα σχολεία.

Η κυβέρνηση δείχνει κάθε στιγμή τις προτεραιότητές της. Αδιαφορία για τη μόρφωση και την κοινωνικοποίηση των παιδιών του λαού, καμία επαφή με την πραγματικότητα των φτωχών και της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Με βάση ότι έχασε τον έλεγχο της πανδημίας, πήρε εκείνα τα μέτρα που ταιριάζουν στην ιδεολογία και πολιτική της. Η κυβέρνηση έκλεισε τα σχολεία πανελλαδικά γιατί είναι αλλεργική σε οποιοδήποτε μέτρο ενίσχυσης των δημόσιων κοινωνικών αγαθών, όπως προσλήψεις και δωρεάν τεστ. Έκλεισε τα σχολεία γιατί αδιαφορεί για τη δημόσια εκπαίδευση, τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών και τη μόρφωσή τους και θεωρεί ότι έτσι κι αλλιώς η ιδιωτική εκπαίδευση καλύπτει το κενό για όποιον αντέχει η τσέπη του. Γιατί με τις εμμονές της περί καινοτομίας, θεωρεί ότι εκπαίδευση είναι το πέταγμα των μαθητών μπροστά σε μια οθόνη. Η κυβέρνηση κλεισμένη στη γυάλα των «αρίστων» της κοινωνικής τάξης που εκπροσωπεί θεωρεί ότι η τηλεκπαίδευση είναι μια «κανονική» διαδικασία, όπως ίσως είναι στα ακριβά ιδιωτικά σχολεία, τουλάχιστον από άποψη εξοπλισμού.

Τα παραπάνω σημαίνουν αυξημένα καθήκοντα για το λαϊκό κίνημα. Αν η κυβέρνηση ακολουθήσει το μοντέλο του «ακορντεόν», δηλαδή των διαδοχικών λοκ ντάουν και ανοιγμάτων έως την άνοιξη, τότε γίνεται ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη να απαιτήσουμε μέτρα για ανοιχτά σχολεία, ώστε να μην χαθεί μια χρονιά (ή μια γενιά;) μαθησιακά και ψυχολογικά.

Ζητάμε μέτρα για να ανοίξουν τα σχολεία

  • Έως 15 μαθητές ανά τμήμα – ένας μαθητής ανά θρανίο.
  • Προσλήψεις εκπαιδευτικών – όχι στις εξευτελιστικές 3μηνες συμβάσεις.
  • Ανεύρεση νέων αιθουσών / διπλή βάρδια απόγευμα-πρωί όπου δεν υπάρχουν.
  • Δωρεάν μαζικά τεστ. Ο ΕΟΔΥ από τηλεφωνικό κέντρο να γίνει πραγματικός μηχανισμός ιχνηλάτησης.
  • Να ανοίξουν οι ομάδες και οι ανοιχτοί χώροι άθλησης για τους μαθητές

Και σε κάθε περίπτωση για το εξελισσόμενο φιάσκο της τηλεκπαίδευσης είναι απαραίτητο εδώ και τώρα να απαιτηθεί ή και να επιβληθεί από τους Συλλόγους Διδασκόντων και τους Συλλόγους Γονέων:

  • Μείωση ωραρίου για όλους τους μαθητές. Όχι στην εξοντωτική έκθεση στην οθόνη.
  • Μείωση της ύλης – κανένα προχώρημα της ύλης. Όχι στην υποχρεωτικότητα.

Επιτροπή Εκπαιδευτικών Συντονισμού Κομμουνιστικών Δυνάμεων 

Στην τηλεκπαίδευση δεν δίνουμε συναίνεση

Η εκπαίδευση δεν είναι ουδέτερος θεσμός, αλλά στην πραγματικότητα επηρεάζεται κι επηρεάζει οικονομία, κοινωνία και πολιτική. Από τη δεκαετία του ’90 χρησιμοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την εμπορευματοποίηση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα από νέες τεχνολογίες πληροφορικής κι επικοινωνιών. Οι βάσεις τέθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχ το 1992 και ανανεώθηκαν στη Σύνοδο της Λισσαβόνας το 2000. Από τότε κράτη και καπιταλιστές εισάγουν σταδιακά νέες τεχνολογίες, ιδίως πληροφορικής κι επικοινωνίας, στον εκπαιδευτικό τομέα.

Η υγειονομική κρίση του covid-19 έγινε χρυσή ευκαιρία για τη γενικευμένη εφαρμογή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (εξ ΑΕ) ή τηλεκπαίδευσης, σύγχρονης ή ασύγχρονης. Στην αρχή προαιρετικά και με επίκληση στο εκπαιδευτικό καθήκον ή σ’ ενοχικά σύνδρομα, ήδη υποχρεωτικά ως καινοτόμα και πολλά υποσχόμενη μορφή εκπαίδευσης και δήθεν, μόνη ρεαλιστική λύση.

Η τηλεκπαίδευση είναι εκπαίδευση; 

Η εκπαίδευση, με όλες τις ταξικές ανισότητές της, πάντως τους δυο τελευταίους αιώνες παρείχε κάποιες εγγυήσεις. Προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κρατική θεσμοθέτηση, δηλωμένους γενικούς σκοπούς και ειδικούς στόχους, αναλυτικά προγράμματα σπουδών, νομικό πλαίσιο λειτουργίας, συγκεκριμένες μεθόδους κι εργαλεία επίτευξης των στόχων, και συνολικό έλεγχο. Επίσης εξειδικευμένο διδακτικό προσωπικό, ισότιμη πρόσβαση, φυσική παρουσία σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους (κτηριακές υποδομές, χρόνοι φοίτησης), διδακτικό υλικό, διαπροσωπικές σχέσεις, δημοκρατικές διαδικασίες, ένταξη και δράση στο κοινωνικό περιβάλλον της σχολικής ή πανεπιστημιακής κοινότητας, πολύπλοκες διαδικασίες διδασκαλίας και μάθησης μέσα από ανάπτυξη σχέσεων και αλληλεπίδραση, αισθητηριακές προκλήσεις και απαντήσεις, πειραματισμό, και πλήθος άλλες πολυδιάστατες διαδικασίες. Σκοποί της ορίζονται η ολόπλευρη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της δημιουργίας δημοκρατικών πολιτών, η καλλιέργεια κοινωνικής ταυτότητας και συνείδησης, η ανάπτυξη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας συμμετοχικά και με ανάληψη πρωτοβουλιών υπέρ του κοινωνικού συνόλου.

Απεναντίας, στην εξΑΕ από τη δεκαετία του 1950 προσέφυγαν χώρες με αποκλειστικό γνώμονα την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του κόστους. Η εξΑΕ σημαίνει απόσταση χωρική ή και χρονική μεταξύ δασκάλων και μαθητών και προσφέρεται από κάθε λογής φορείς. Μεσολαβείται από προκατασκευασμένα ηλεκτρονικά περιβάλλοντα μάθησης (πλατφόρμες) και ατομικά μέσα πρόσβασης σ’ αυτά, ενώ στηρίζεται στην αποτελεσματικότητα διδακτικών πακέτων που εξυπηρετούν πρωτίστως γνωσιακούς στόχους. Επιδιώκει μαθησιακά αποτελέσματα προωθώντας το τι μπορούν να κάνουν οι εκπαιδευόμενοι με το δάσκαλο ή σύμβουλο σε ρόλο απλού μεσολαβητή.  Δηλωμένο σκοπό έχει την ανάπτυξη ικανοτήτων χρήσιμων στην παραγωγή, μαζί με κάποιες ελάχιστες κοινωνικές δεξιότητες συνεργασίας που να διευκολύνουν την εργασιακή απόδοση και τη στοιχειώδη συγκράτηση της κοινωνικής συνοχής. Σ’ αυτήν ακριβώς τη θεώρηση αντιτασσόμαστε και δεν δεχόμαστε ότι η εξΑΕ είναι εκπαίδευση. Η επιστήμη τονίζει ότι μαθαίνουμε μόνο μέσα από σχέσεις και συλλογικά, ενώ η απαράδεκτη ατομική ευθύνη της επιτυχίας ή αποτυχίας δεν είναι παρά το δόγμα του φιλελευθερισμού.

Η δημόσια εκπαίδευση την εποχή της ατομικής ευθύνης

Το ίδιο δόγμα προωθεί την υπονόμευση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Η δημόσια εκπαίδευση παύει προοδευτικά να είναι δημόσια, καθώς τεχνολογικά προϊόντα του ιδιωτικού τομέα (πλατφόρμα WEBEX, Μicrosoft, zoom, google, youtube, κ.ά.) διεισδύουν ενισχύοντας διαρκώς το ρόλο τους, αρχικά με τη μορφή χορηγίας ή φιλανθρωπίας και κατόπιν με συμπράξεις δημοσίου – ιδιωτικού τομέα που φέρνουν υπερκέρδη στον ιδιώτη ληστεύοντας το δημόσιο. Τα ψηφιακά εργαλεία μάθησης αναπτύσσονται με αλματώδη ταχύτητα προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και η ζήτησή τους. Καθώς μετατίθενται οι ευθύνες στα άτομα, η οικογένεια -όπου και όταν υφίσταται- καλείται ξανά να στηρίξει την εκπαίδευση οικονομικά, ηθικά και ψυχολογικά. Η οικονομική μας επιβάρυνση κλιμακώνεται εδώ και χρόνια, αλλά πλέον η επιχείρηση της τηλεκπαίδευσης στη χώρα μας ακυρώνει κάθε προσπάθεια αυτονόμησης της νεολαίας και διεύρυνσης του εγκοινωνισμού πέρα από το στενό κύκλο των συγγενών, που είναι και στόχος πρωταρχικός της εκπαίδευσης.

Η εφαρμογή ακόμη κι ενός μεικτού μοντέλου δια ζώσης κι εξ αποστάσεως εκπαίδευσης μειώνει τη δημόσια δαπάνη για κτηριακές υποδομές, προσωπικό και συγγράμματα. Καθώς όμως το κόστος για την απόκτηση τεχνολογικού εξοπλισμού μεταφέρεται σ’ εκπαιδευόμενους κι εκπαιδευτικούς, πολλαπλασιάζονται ταξικές ανισότητες κι αποκλεισμοί. Οι ανισότητες αντί να αρθούν με την εξασφάλιση μέσων για όλους (αν υποθέσουμε ότι θα ήταν εφικτή) επεκτείνονται και στην ψηφιακή πραγματικότητα, καθώς αφορούν τα εργαλεία, τις δεξιότητες χρήσης τους, και όλη τη δομή και μορφοποίηση των νέων περιβαλλόντων μάθησης που καθόλου ουδέτερα δεν είναι.

Σκέψεις για τις επιπτώσεις

Παιδαγωγικά, διδακτικά και μαθησιακά η τηλεκπαίδευση φέρνει εξατομίκευση και απομόνωση που συχνά προκαλούν ψυχικές διαταραχές και νοσήματα, ακυρώνοντας τους παιδαγωγικούς σκοπούς που προάγει η φυσική παρουσία. Καταργεί τις διδακτικές μεθόδους που βασίζονται στην προσωπική σχέση δασκάλου-μαθητή, δίνοντας κυρίαρχη θέση σ’ εμπορευματοποιημένες νέες τεχνολογίες. Υποβαθμίζει τη μόρφωση σε κατάρτιση κι εργαλειακές δεξιότητες, ενώ αυθαίρετα ποσοτικοποιεί τα κριτήρια της μάθησης.  Προάγει εντέλει μια περιορισμένη εργαλειακή ορθολογικότητα (κατά το μέσο), ενώ αποδυναμώνει τη συνθετική, ολοποιητική, διαλεκτική και μη εργαλειακή λογική (ορθολογικότητα κατά το σκοπό).

Εργασιακά, η τηλεκπαίδευση οδηγεί σε κακοποιητικές ολοένα πιο ελαστικές, εντατικοποιημένες και προσωρινές μορφές εργασίας (αναπληρωτές τρίμηνης σύμβασης για την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης το τρέχον σχολικό έτος). Κατακερματίζει το χρόνο εργασίας διαχέοντάς τον μέσα στο εικοσιτετράωρο. Αποδιοργανώνει τη συλλογικότητα, αφού ο κοινός χώρος εργασίας χάνεται και οι συλλογικές αποφάσεις περιορίζονται. Η εκπαιδευτική εργασία τυποποιείται με ανούσια ποσοτικά κριτήρια και υπόκειται σε κεντρικό έλεγχο και αξιολόγηση από το Υπουργείο, που παρακολουθεί πάντοτε τα δεδομένα χρήσης της πλατφόρμας, όσο και από τον ιδιώτη πάροχο της πλατφόρμας.

Ειδικά στη χώρα μας, η τηλεκπαίδευση στερούνταν νομικού πλαισίου στο πρώτο κύμα της υγειονομικής κρίσης. Φέτος το Υπουργείο τη νομοθέτησε εσπευσμένα ως δήθεν αποτελεσματική λύση για καραντίνες κι ευπαθείς ομάδες (και βέβαια ως εργαλείο για να σπάσει τις σχολικές καταλήψεις). Ωστόσο παραμένει αντισυνταγματική, καταλύοντας την αρχή της ισότιμης και δωρεάν πρόσβασης. Τα προσωπικά δεδομένα εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων κινδυνεύουν να παραδοθούν προς αξιοποίηση σε κάθε λογής κερδοσκόπους.

Για μια δημόσια εκπαίδευση ζωντανή

Ενώ οι οπισθοδρομικές αλλαγές στην εκπαίδευση αποκτούν ιλιγγιώδη ταχύτητα, το εκπαιδευτικό κίνημα αργεί ν’ αρθρώσει οργανωμένη κριτική. Στέλνουμε λοιπόν μήνυμα κινδύνου. Αν εκπαιδευτικοί, παιδιά και γονείς δεν αντισταθούμε στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που έχει αιχμή την εξΑΕ, δυστυχώς διαμορφώνεται στην εκπαίδευση μια νέα κατάσταση δυσοίωνη για το σύνολο της κοινωνίας και ιδίως για τα μη προνομιούχα στρώματα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, αρνούμαστε την τηλεκπαίδευση με τον τρόπο που μεθοδεύεται σήμερα, και αγωνιζόμαστε για ανοιχτά σχολεία και πανεπιστήμια με ίση πρόσβαση, μείωση σπουδαστών και μαθητών σε κάθε αίθουσα, ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία και ουσιαστική αύξηση των δαπανών για τη δημόσια παιδεία. Για μια δημόσια εκπαίδευση που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.

Αγγελίδη Ευαγγελία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Αλεξίου Σπύρος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Αναγνωστάκης Αλέξανδρος, εκπαιδευτικός  Β΄/θμιας

Αναστασόπουλος Βασίλης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ανδριοπούλου Ανδριάννα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Βαγενάς Μάριος, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Βαϊνάς Παντελής, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Βλάχου Σόνια, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Γαβαλάς Αργύρης, εκπαιδευτικός Β΄/Βαθμιας 

Γαλάνη Μάρω, Ε.Ε.ΕΠ, Πανεπιστημίου Πατρών

Γανωτής Νίκος, φοιτητής Παν/μίου Πατρών

Γιαταγάνα Έλενα,  εκπαιδευτικός ιδιωτικής εκπαίδευσης

Γυιόκα Λία, αναπλ. Καθηγήτρια ΑΠΘ

Διαμαντίδης Τάκης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Διολέτης  Γιώργος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Ζερβουδάκης Γεώργιος, αναπλ.  Καθηγητής  Παν/μίου Πατρών

Θεοδωροπούλου Κατίνα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ιωάννου Βάσω, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Καβάλα Μαρία, επίκ. Καθηγήτρια ΑΠΘ

Καγιάφας Φώτης, μεταπτυχιακός φοιτητής

Καζάνης Νεκτάριος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κακαγιάννης Νίκος, εκπαιδευτικός  Β΄/θμιας

Κακούρου Κωνσταντίνα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κολούσιος Στέργιος, Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός Α/Βαθμιας

Καμπακάκη Ελένη, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Καπακτσής Αλέκος, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Καρυώτης Δημήτρης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κατσούλας Θεοδόσιος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κιουπκιολής Αλέξανδρος, αναπλ. Καθηγητής ΑΠΘ

Κιούρκας Δημήτρης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κοζιώρη Βαρβάρα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κόκα Βάσω, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Κομπότης Νίκος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Κοντογιάννη Μαριλένα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κοτζαμανίδη Ειρήνη, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κοτζαμανίδη Λίνα, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Κουμπουρά Μαρία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κούκου Κατερίνα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κουκούλας Λευτέρης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Κουκούτση Αγγελική, εκπαιδευτικός ιδιωτικής εκπαίδευσης

Κουκούτσης Γιάννης, φοιτητής Παν/μίου Πατρών

Κουρνιώτης Χρήστος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κουσινίδης Χαρίλαος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Κουφιώτου Λίτσα, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας 

Κυδωνιάτης Ιάσονας, φοιτητής Παν/μίου Κέρκυρας

Κυπραίος Μανόλης, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Κυριακάκης  Γιάννης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας, πρόεδρος ΕΛΜΕ Χανίων

Κωστόπουλος Κώστας, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Λαμπρόπουλος Ντίνος, εκπαιδευτικός ιδιωτικής εκπ/σης

Λαμπροπούλου Ευαγγελία, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Παν/μίου Πατρών

Λαμπροπούλου Νίκη, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Λέττα Ελένη, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Λυκούδη Άννα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μάλης Νίκος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Μάλφας Γιώργος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μανέτας Γιάννης, ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Πατρών

Μαντέλας Νίκος, υποψήφιος διδάκτορας Π.Τ.Δ.Ε.-Ε.Κ.Π.Α.,  εκπαιδευτικός ιδιωτικής εκπαίδευσης

Μαραβελίδου Μαρία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

 Μαρκέτος Σπύρος, επίκ. Καθηγητής ΑΠΘ

Μαστραπά Θεοδώρα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μουντάκη Αναστασία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μουρατίδου Μαρίνα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μούρης Ηλίας, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μουρκούσης Σταύρος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μούρτζη Βάσω, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μπαρμπαγιάννη Έλλη, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μπελερή Ντίνα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μπελερή Ιωάννα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Μπίκα Δήμητρα, εκπαιδευτικός  Β΄/θμιας

Μπίκας Παναγιώτης, Ε.ΔΙ.Π. ΑΠΘ 

Μπουρτζίλα Αλεξάνδρα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Νικολακόπουλος Γιάννης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Νικολόπουλος Χρήστος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ντούκα Αναστασία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ορφανίδου Όλγα, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Παπαδημητρίου Βασίλης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Παπαδοπετράκης Ευτύχης μαθηματικός Πανεπιστήμιο Πάτρας

Παπαδόπουλος Δημήτρης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Παπαθανάσης Λευτέρης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Παπαθανασίου Θανάσης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Παπαϊωάννου Αναστασία, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Παπαχατζής Ηλίας, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Παναγοπούλου Γιώτα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Πανουτσόπουλος Γρηγόρης, ερευνητής ΕΚΠΑ

Παρτόζης Γιάννης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Πατσιατζή Δέσποινα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Πετράκης Κωνσταντίνος, κοινωνιολόγος

Πρόγγα Μαρία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Προγούλης Νίκος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας και Γ΄/θμιας

Ράπτη Μαρίνα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ρεμπάπης Παναγιώτης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ρέππα Ντίνα, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Σαλαγιάννη Διαμάντω, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Σαλαγιάννη Μαρία, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Σιέρας Απόστολος   Εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Σιδηροπούλου Ελένη, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Σκούρας Άγγελος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Σμήλιος Ηλίας, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Σουρτζής Φώτης, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Σπυρόπουλος Γιάννης, φοιτητής Παν/μίου Πατρών

Σταυρόπουλος Τάσος, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Σταυροπούλου Άννα-Μάγια, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Στεφάνου Κατερίνα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Στίγκα Μάρθα, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Σφαιροπούλου Αθηνά, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Τεντζερά Λήδα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Τομαρά Δήμητρα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Τραγά  Στέλλα, εκπαιδευτικός Α΄/θμιας

Τσαπραλή Μαρία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας 

Τσιλιγιάννη Ευαγγελία, Ε.ΔΙ.Π Παν/μίου Ιωαννίνων

Τσιόκανος Θανάσης, Καθηγητής Παν/μίου Θεσσαλίας

Φουντάς Θόδωρος, εκπαιδευτικός Β΄ /θμιας

Φρυδά Ευαγγελία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Χασιώτης Λουκής, επίκ. Καθηγητής ΑΠΘ

Χατζηαράπης Κώστας, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Χρονοπούλου Λίλα, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ψαρρού Σοφία, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Ψωίνου Έφη, εκπαιδευτικός Β΄/θμιας

Νοέμβρης 2020

10 ερωτήματα προς το Υπουργείο Παιδείας και τις λάθος προτεραιότητές του

1. Ποια επιδημιολογική ανάγκη οδήγησε στο κλείσιμο των σχολείων σήμερα, όταν πριν μια εβδομάδα που πάρθηκε η απόφαση για κλείσιμο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά όχι της πρωτοβάθμιας, η εικόνα των κρουσμάτων ήταν περίπου η ίδια;

2. Δε θα έπρεπε να περιμένει η επιτροπή  και η κυβέρνηση άλλη μια εβδομάδα, με εξαίρεση ίσως τη Θεσσαλονίκη (όπου η κατάσταση έχει ξεφύγει λόγω των εγκληματικών κυβερνητικών ευθυνων), για να δει τα αποτελέσματα του lockdown, πριν κλείσει και τα σχολεία της πρωτοβάθμιας;

3. Η ίδια η επιτροπή παραδέχεται ότι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση η διασπορά και η μεταδοτικότητα είναι μικρή έως ελάχιστη. Άρα γιατί να κλείσουν τώρα τα σχολεία; Τι θα γίνει το Γενάρη-Μάρτιο όταν θα είναι δύσκολο να μείνουν τα παράθυρα ανοιχτά και θα υπάρχει και η επιβάρυνση άλλων ιώσεων;

4. Η επιτροπή και η κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι κλείνουν τα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για να μειωθεί η κίνηση κατά το πρωινό και μεσημεριανό κουδούνι. Μα η κίνηση αυτή είτε γίνεται με τα πόδια στη γειτονιά, είτε με αυτοκίνητο. Δε χρησιμοποιούνται ΜΜΜ, τα οποία όμως χρησιμοποιούν μετά πολλοί από τους γονείς για να πάνε στη δουλειά τους. Ποια λογική επιβάλει κλείσιμο σχολείων αλλά όχι πύκνωση δρομολογίων;

5. Αν ο στόχος είναι να μειωθεί κι άλλο η κίνηση σε ένα “μερικό”, προς το παρόν, lockdown, γιατί δεν επιλέχθηκαν άλλοι τομείς; Γιατί δεν κλείνουν τα καταστήματα των τραπεζών, από τη στιγμή που η πλειοψηφία των συναλλαγών (και ειδικά των σοβαρότερων συναλλαγών) γίνεται ηλεκτρονικά; Ποια είναι πιο σημαντική λειτουργία για την κοινωνία; Η παιδεία ή οι τραπεζικές συναλλαγές; Ποια είναι τελικά τα κριτήρια και οι προτεραιότητες της κυβέρνησης;

6.  Γιατί δεν παίρνονται επιπλέον μέτρα στα ΜΜΜ, στα σούπερ μάρκετ, σε μεγάλες βιομηχανίες και εταιρείες, όπου η κατάσταση μόνο lockdown δε θυμίζει, ώστε να μειωθεί όντως η κίνηση κι ο συνωστισμός;

7. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εκπαιδευτική διαδικασία θα συνεχιστεί μέσω τηλε-εκπαίδευσης. Αν η Υπουργός Παιδείας μιλούσε με τους εκπαιδευτικούς των δημόσιων σχολείων και όχι με τους σχολάρχες των ιδιωτικών σχολείων, θα γνώριζε ότι η πλειοψηφία των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνδέεται στα “βιντεομαθήματα” μέσω κινητού τηλεφώνου. Οι μαθητές της Α’ και Β’ Δημοτικού έχουν κινητό; Και αν έχουν, (που δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν), είναι επιστημονικά, ιατρικά, ψυχολογικά, μαθησιακά σωστό να βρίσκονται πάνω από ένα κινητό τηλέφωνο τουλάχιστον 3 ώρες τη μέρα;

8. Αν η Υπουργός Παιδείας είχε την παραμικρή επαφή με τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα άκουγε ότι η τηλε-εκπαίδευση είναι ένα μεγάλο φιάσκο. Γιατί απουσιάζει απ’ όλη τη διαδικασία το Α και το Ω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το πλαίσιο, οι στόχοι, τα μέσα. Όλα. Ακόμα χειρότερα, θα είναι κλαυσίγελος. 30′ διδακτική ώρα σε τμήμα της Β’ δημοτικού, όταν τα 15′-20′ θα δαπανώνται για να κλείσει τα μικρόφωνα ο μικρός μαθητής ή να βάλει σωστά την καμερα, θα συσσωρεύουν αποτυχία και ματαίωση. Για να μη μιλήσουμε για τα παιδιά που δε θα συνδέονται, που θα είναι 2-3 αδέρφια μαζί στο δωμάτιο, γιατί υπάρχουν και οικογένειες που δεν μένουν σε σπίτια 150 τμ, για μαθητές που δεν έχουν τις απαιτούμενες συσκευές ή που έχουν μαθησιακές δυσκολίες, ή ακόμα και για άγνωστους εξωσχολικούς που θα συνδέονται στο μάθημα γιατί το Υπουργείο ούτε αυτό δεν μπορεί να αποτρέψει . Τα έχουν σκεφτεί όλα αυτά στο Υπουργείο ή νομίζουν ότι η τηλεεκπαίδευση είναι κάτι σαν τα εξ αποστάσεως Υπουργικά Συμβούλια και τα Eurogroup με τις 60άρες οθόνες και τα premium συστήματα  βιντεο διασκέψεων;

9. Ακριβώς επειδή κάθε μέτρο, ακόμα και στα πλαίσια της αποτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας από την επιτροπή και την κυβέρνηση, πρέπει να μπαίνει στη βάσανο του ισοζυγίου “περιορισμός του ιού vs άλλες συνέπειες”, τι έχει να πει το Υπουργείο και η επιτροπή περί αυτού; Αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές, ψυχολογικές, μαθησιακές συνέπειες από το κλείσιμο των σχολείων και τον εγκλεισμό – ειδικά των μικρών μαθητών – στα σπιτια και μπροστά στις οθόνες;

10. Αν ισχύουν οι εισηγήσεις ότι όλη τη χρονιά θα πηγαίνουμε με τη λογική του “ακορντεόν” (άνοιγμα-κλείσιμο-άνοιγμα), μήπως το Υπουργείο θα έπρεπε να ξαναδεί τα μέτρα που προτείνουν οι εκπαιδευτικοί; Δηλαδή το σπάσιμο των τμημάτων με διορισμούς εκπαιδευτικών, μαζί με αύξηση των τεστ και των μηχανισμών ιχνηλάτησης; Έτσι ώστε να είναι λιγότερο επιβαρυντική στην επιδημιολογική κατάσταση η ζωντανή λειτουργία των σχολείων; Δημοσιονομικά το κόστος δεν είναι τεράστιο, ειδικά αν τεθούν στο ισοζύγιο και οι άδειες που θα πρέπει να πάρουν τώρα οι γονείς.

Πρόκειται για γινάτι; Για ιδεολογική εμμονή; Για άρνηση να ενισχυθούν τα κοινωνικά αγαθά; Για την βαθιά έχθρα της δεξιάς απέναντι στις κοινωνικές ανάγκες; Ή απλώς για ανικανότητα οργάνωσης των σχολείων με βάση ένα νέο και αναγκαίο πλαίσιο;

Υπάρχουν απαντήσεις ή η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιληφθεί την προτεραιότητα της παιδείας στην κοινωνία;

Ανοίξτε τα σχολεία. Σχολάστε την Υπουργό.

Η καταγέλαστη ανακοίνωση της καταγέλαστης Υπουργού για «δυσλειτουργίες» του συστήματος Webex θα προκαλούσε τον οίκτο αν δεν αφορούσε πάνω από μισό εκατομμύριο μαθητές και εκπαιδευτικούς. Το σύστημα τηλεκπαίδευσης κατέρρευσε από τη 2η ώρα μαθήματος, παρά τις ηχηρές περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Παιδείας.

Επί έναν μήνα, ο καημός των κακομαθημένων κολλεγιόπαιδων που παριστάνουν τους υπουργούς ήταν η επιτυχία της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τα υπηρεσιακά συμβούλια των εκπαιδευτικών. Το μοναδικό τους ζόρι ήταν να πάρουν τη ρεβάνς από την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ, να δυσφημίσουν το συνδικαλισμό και τις εκλογικές του διαδικασίες, να σπιλώσουν για μια ακόμα φορά τους εκπαιδευτικούς ως τεμπέληδες, αργόσχολους, αρνητές της προόδου, της αριστείας και της καινοτομίας.

Όμως αυτοί, οι άριστοι και οι καινοτόμοι έγιναν ρεντίκολο, όταν το Σάββατο, ημέρα αργίας, η ηλεκτρονική ψηφοφορία (που δεν απαιτούσε ούτε χρόνο, ούτε κόπο), κατέγραψε αποχή της τάξης του 95%. Το 95% των εκπαιδευτικών γύρισε περιφρονητικά την πλάτη σε μια πολιτική ηγεσία που μισεί και διαβάλει, αντί να στηρίζει και να διευθύνει τη Δημόσια Παιδεία.

Οι προτεραιότητες της Κεραμέως (παγουρίνα, σωβρακομάσκες και Κρουέλα Ντε Βιλ του συνδικαλισμού) δεν της επέτρεψαν να ασχοληθεί, όλο το προηγούμενο εξάμηνο, με τη διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της τηλεκπαίδευσης. Έστω και μόνο για να καλύψει το 70% των μαθητών που ίσως έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει λειτουργικά το διαδικτυακό μάθημα.

Δεν είναι όμως αποκλειστικά πρόβλημα ικανοτήτων, ιεραρχήσεων, ή στοιχειωδών αντιληπτικών δυνατοτήτων μιας εμφανώς χρεοκοπημένης Υπουργού.

Είναι πολιτικό και ιδεολογικό πρόβλημα της κυβέρνησης των τάχα αρίστων.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης θέλησαν να αντικαταστήσουν τη ζωντανή εκπαίδευση με την εξ αποστάσεως διδασκαλία. Αρνήθηκαν να πάρουν μέτρα μείωσης μαθητών ανά τμήμα, πρόσληψης περισσότερων εκπαιδευτικών, ανοίγματος περισσότερων σχολείων και αιθουσών. Γιατί τα μέτρα αυτά μπορεί να είναι κοινωνικά χρήσιμα και παιδαγωγικά ωφέλιμα, αλλά κοστίζουν. Και αντί να γέμιζαν οι τσέπες των κολλητών με τις πέτσινες λίστες και τα σκόιλ ελικίκου, θα ενισχύονταν τα κοινωνικά αγαθά. Αυτό δεν ήταν επιτρεπτό. Και δεν πρόκειται για ζήτημα διαχειριστικών ικανοτήτων, αλλά για ζήτημα πολιτικών προτεραιοτήτων.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης πήγαν στο ίδιο σχολείο και στο ίδιο (Ivy League) Πανεπιστήμιο. Ζουν στο ίδιο βόρειο, ευάερο και δροσερό προάστιο της Αθήνας. Για την ακρίβεια ζουν στην ίδια γυάλα, τη γυάλα των πορφυρογέννητων που περιφέρουν την αριστεία τους ως σημάδι εκ γενετής, απαιτώντας από τους κοινούς θνητούς σιωπή και υποταγή. Είναι η γυάλα που κάνει τον Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «υπάρχουν άνθρωποι εξαρτημένοι από το μισθό τους», μιλώντας για το 99% των Ελλήνων που πρέπει να δουλέψει (και μάλιστα πολύ σκληρά) για να μπορέσει να ζήσει. Γιατί ο Μητσοτάκης και η Κεραμέως ανήκουν στο 1% που δεν είναι εξαρτημένο από το μισθό του. Και φυσικά ως γονείς μπορούν να διαθέσουν και από έναν υπολογιστή Apple σε κάθε παιδί της δικής τους οικογένειας, ακριβώς επειδή o μισθός των περισσότερων άλλων γονιών είναι περίπου ο μισός από όσο κοστίζει ένα MacBook.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης θεωρούν ότι ο ιδιωτικός τομέας θα λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί ο δημόσιος. Στη σημερινή περίπτωσή μας, ο δημόσιος τομέας (εκπαιδευτικοί) καλούνται να διαχειριστούν ένα πρόβλημα που δημιουργεί η ανικανότητα του ιδιωτικού τομέα να σκεφτεί και να λειτουργήσει πέρα από το όριο του κέρδους και της ζημιάς του. Το σημερινό φιάσκο είναι φιάσκο γιατί το Υπουργείο είχε έξι μήνες να προετοιμαστεί και να προετοιμάσει την ιδιωτική εταιρεία για να αντιαποκριθεί σε ένας απολύτως προβλεπόμενο και συγκεκριμένο φόρτο.

Η Κεραμέως και ο Μητσοτάκης θεωρούσαν ότι το μόνο που έπρεπε να κάνουν εδώ και έξι μήνες ήταν να πανηγυρίζουν για την κωλοφαρδία της χώρας στο πρώτο κύμα της επιδημίας. Να παπαγαλίζουν την ατομική ευθύνη των πολιτών και να αυτοθαυμάζουν τον εαυτό τους στα διαλείμματα της αποθέωσής τους από τα ΜΜΕ.

Δεν ξόδεψαν πόρους  για να ετοιμάσουν την κοινωνία, την υγεία, την εκπαίδευση μπροστά στο δεύτερο κύμα που ήταν δεδομένο. Δεν ενδιαφέρθηκαν για την επιβίωση ολόκληρων κοινωνικών κατηγοριών που τσακίζονται οικονομικά. Δεν ασχολήθηκαν με τη συγκρότηση μηχανισμού ισχυρού ελέγχου, ανίχνευσης, απομόνωσης για τον περιορισμό των κρουσμάτων. Δεν προβληματίστηκαν για το πώς θα ενισχύσουν τα Νοσοκομεία, πώς θα αυξήσουν κλίνες απλής νοσηλείας και εντατικής φροντίδας. Αρνήθηκαν ακόμα και να συζητήσουν για τη μείωση των μαθητών ανά τάξη. Στάθηκαν ανίκανοι να διασφαλίσουν έστω, μέσα και προϋποθέσεις για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η Γ.Γ. του Υπουργείου Κεραμέως (γιατί Παιδείας δεν είναι), για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, δήλωσε ότι “δεν μπορεί από τη μία ημέρα στην άλλη το σύστημα να λειτουργήσει άψογα”. Από τη μία μέρα στην άλλη είναι από τον …Μάρτιο μέχρι τον Νοέμβριο.

Αλλά ακόμα και αν η Cisco και το ΠΣΔ λειτουργήσουν αύριο μεθαύριο ή την άλλη εβδομάδα, θα εξακολουθούν να υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές σε όλη τη χώρα που το καλύτερο που θα μπορούν να κάνουν, είναι να συνδέονται στο μάθημα με το κινητό τους. Και δεκάδες χιλιάδες που δεν θα μπορούν να κάνουν ούτε αυτό.

Και όλοι μα όλοι οι μαθητές θα κερδίσουν υποπολλαπλάσια από όσα θα κέρδιζαν με ολιγομελή τμήματα, περισσότερους καθηγητές, ανοικτά, αλλά και ασφαλή σχολεία.

Το μόνο που μπορεί να γίνει μετά από το σημερινό φιάσκο είναι να σχολάσει η καταγέλαστη Υπουργός. Και πριν σχολάσει να ανοίξει τα σχολεία με όλα τα απαραίτητα μέτρα. Θα είναι η τελευταία (και πρώτη) συνεισφορά της στην ελληνική εκπαίδευση.

Τα σχολεία πρέπει να μείνουν ανοικτά!

Το λοκντάουν που ανακοίνωσε η κυβέρνηση αποτελεί μια χείριστη επιλογή μιας ακόμα πιο χείριστης διαχείρισης της πανδημίας εδώ και 8 μήνες. Οι πλευρές αυτής της διαχείρισης έχουν αναλυθεί πολλάκις. Υπήρξε και υπάρχει άλλο μοντέλο, καθυστέρησης των μέτρων και προστασίας με πιο ήπια μέτρα, στην κατεύθυνση test, trace, isolate και ενίσχυσης του συστήματος υγείας, αλλά η κυβέρνηση δεν το επιλέγει γιατί δε θέλει και δε μπορεί λόγω ιδεολογίας και πολιτικών επιλογών. Κρύβεται πίσω από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που κάνουν μια παρόμοια αποτυχημένη διαχείριση. Μέχρι και εκεί ραγιάδες!

Στο χώρο της εκπαίδευσης η μία χείριστη επιλογή ακολουθεί την άλλη. Καμία μέριμνα για να λειτουργήσει με μέτρα η τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Καμία μέριμνα και για τα σχολεία όσον αφορά το κεντρικό ζήτημα, που είναι αυτό του συνωστισμού στις αίθουσες.

Το μόνο που έκαναν ήταν να στείλουν μια σειρά εγκυκλίους για την τηλεεκπαίδευση, ακόμα και για τα σχολεία υπό κατάληψη. Που όμως ούτε αυτές απαντούν στα βασικά ερωτήματα:

α) Έχουν όλοι οι μαθητές των κατάλληλο εξοπλισμό και συνθήκες (PC με κάμερα και μικρόφωνο, γραμμή ιντερνετ που να αντέχει, προσωπικό χώρο στο σπίτι για το “μάθημα”).

β) Παιδαγωγικά ποιο είναι το ενδεδειγμένο πλαίσιο για την τηλεεκπαίδευση; Πόσες ώρες μπροστά στην οθόνη ανά ηλικία; Πως τροποποιούνται οι διδακτικοί στόχοι ανά μάθημα; Είναι οι ίδιοι που ήταν και στη ζωντανή τάξη; Τι πρέπει να κάνει ο εκπαιδευτικός με τα παιδιά με μαθησιακές ή άλλες δυσκολίες;

Δε συζητάμε καν για το αν έχει ο εκπαιδευτικός τις κατάλληλες συνθήκες και αν ξέρει τι πρέπει να κάνει…

Ψιλά γράμματα, θα πει κάποιος, για ανθρώπους που δε ξέρουν σε τι συνθήκες διαβίωσης ζει ένα μεγάλο ποσοστό των μαθητών, που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για την πραγματική ζωή των παιδιών των εργαζόμενων τάξεων. Για παράδειγμα σε τμήμα στα Καμίνια στην ερώτηση “πόσοι δεν έχετε πρόσβαση σε υπολογιστή με κάμερα, μικρόφωνο”, η απάντηση ήταν ότι ντε φάκτο πάνω από 30% θα παίρνουν απουσίες από Δευτέρα, γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα και το κράτος επιλέγει να τους πετάξει έξω από την εκπαιδευτική διαδικασία.

Το Υπουργείο δεν έχει σκεφτεί τα παραπάνω ερωτήματα, αλλά έχει στείλει ήδη τα απουσιολόγια.

Κυνικοί, ιδεοληπτικοί ή ανίκανοι;

Φαίνεται απίθανο να μην έχουν εικόνα για αυτήν την κατάσταση στο Υπουργείο.

Αλλά και πάλι δεν ξέρει κανείς αν έχουν πάει ποτέ στα Καμίνια οι γκουρού της αριστείας και της καινοτομίας. Ή αν ξέρουν κάν πού πέφτουν.

Η λύση θα ήταν προσλήψεις προσωπικού με σπάσιμο των τμημάτων και μείωση της ύλης. Αλλά κάτι τέτοιο δεν κολλάει με τις ιδεολογικές εμμονές της κυβέρνησης και την ανάγκη να συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό της έργο (δηλαδή την κατεδάφιση του δημοσίου) – όπως είπε ο Μητσοτάκης στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ.

Όλοι καταλαβαίνουν πλέον ότι θα έχουμε μια δύσκολη χρονιά. Ακόμα και οι πλέον χαζοχαρούμενοι της κυβέρνησης που έβγαζαν ηληθιωδώς σέλφι από την “ασφαλή” Σαντορίνη και τη Μύκονο.

Η χρονιά δε γίνεται να βγει με κλειστά σχολεία και τηλεεκπαίδευση.

Η εμπειρία από τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο (ούτε New York Times διαβάζουν οι άριστοι του Υπουργείου;) μιλάει ξεκάθαρα. Οι μορφωτικές και ταξικές ανισότητες θα αυξηθούν εκθετικά με κλειστά τα σχολεία. Σε τραγικό βαθμό.

Αφού με “επιδημιολογικά κριτήρια” τα δημοτικά, που η κυβέρνηση τα αντιμετωπίζει σαν πάρκινγκ παιδιών, μένουν ανοικτά, το ίδιο πρέπει να γίνει και για τα γυμνάσια και τα λύκεια. Αυτό το μήνα του λοκνταουν λύση θα ήταν να σπάσουν τα τμήματα και το μάθημα να γίνεται εκ περιτροπής. Και να υπάρξει επιτέλους σε αυτό το διάστημα προετοιμασία για μόνιμο σπάσιμο τμημάτων με προσλήψεις προσωπικού για το υπόλοιπο της χρονιάς. Έτσι ώστε και τα σχολεία στη δευτεροβάθμια και τα σχολεία στην πρωτοβάθμια να λειτουργήσουν με, όσο γίνεται, μειωμένο τον κίνδυνο υπερμετάδοσης.

Ας κάνει η κυβέρνηση αυτό το μήνα ότι δεν έκανε από το Μάιο. Διαφορετικά με τα παιδιά στα δημοτικά στοιβαγμένα και τα σχολεία εστίες υπερμετάδοσης και τα παιδιά στη δευτεροβάθμια στο σπίτι τους και με το 1/3 αποκλεισμένα από την εκπαιδευτική διαδικασία, η κυβέρνηση διαπράττει ένα διπλό έγκλημα. Και βοηθάει στην υπερμετάδοση του ιού στα Δημοτικά, και διαπαιδαγωγεί την κοινωνία στην αντίληψη ότι τα σχολεία είναι χρήσιμα μόνο ώς πάρκινγκ. Για τα μεγαλύτερα παιδιά ας είναι καλά τα φροντιστήρια και η τσέπη του καθενός…

Πώς το δευτερεύον μέτρο προστασίας (μάσκες στα σχολεία) έγινε βασικό και ίσως μοναδικό

Ο “πόλεμος” για τη μάσκα στα σχολεία είναι μια τραγική έκφραση του “δεν υπάρχει εναλλακτική” στην οικονομία, στην κοινωνία, στον κόσμο. Όλοι ήξεραν τον Ιούνιο ότι από Σεπτέμβριο θα έχουμε μια ειδική σχολική χρονιά σε καθεστώς πανδημίας.

Πως προετοιμάστηκε το Υπουργείο Παιδείας; Πέρασε τροπολογία για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, υπονοώντας ότι αργά η γρήγορα τα σχολεία θα κλείνουν και η εκπαίδευση θα αντικαθίσταται από την εξ αποστάσεως. Όταν ζορίσουν τα πράγματα – και η κυβέρνηση φρόντισε αυτό το ζόρι να έρθει από το Σεπτέμβριο με τον τρόπο που άνοιξε τον τουρισμό και επίσπευσε το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού – τα παιδιά θα κάνουν μάθημα από τον υπολογιστή. Είτε με κάμερα στην τάξη είτε με διπλοβάρδιες από τον ίδιο εκπαιδευτικό. Το πρωί ο εκπαιδευτικός θα κάνει στο μισό τμήμα στην τάξη, το απόγευμα στο άλλο μισό με σύγχρονη τηλεκπαίδευση. Προς το παρόν δεν επιλέγεται αυτή η λύση, αλλά η πλήρης λειτουργία των τμημάτων. Σύντομα όμως είναι πιθανό να τεθεί.

Τι έλεγε η αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ) τον Ιούνιο; Κακώς άνοιξε η κυβέρνηση τα σχολεία τον Ιούνιο και χάλασε το φοβερό πείραμα της τηλεκπαίδευσης! Εναντιώθηκε φυσικά στο να μπουν κάμερες στην τάξη, αλλά υπερθεμάτιζε την επέκταση και ενίσχυση της τηλεκπαίδευσης ως λύση σε συνθήκες πανδημίας. Σε σχολεία και σωματεία έδωσε μάχες για να μην ακουστεί το αίτημα ζωντανά σχολεία με διορισμούς εκπαιδευτικών και όχι τηλεκπαιδευση ως λύση για την πανδημία.

Το τραγικό είναι ότι αυτή τη μάχη την έδωσαν μαζί με το ΚΚΕ, το οποίο το Μάιο και τον Ιούνιο είχε ως κεντρικό αίτημα το “πάρτε τάμπλετ για σωστή τηλεκπαίδευση για όλους”. Αίτημα που στις τωρινές του ανακοινώσεις έχει αποσυρθεί και αντικατασταθεί από το αυτονόητο.

Ποιο είναι όμως το αυτονόητο;

Στα σχολεία, από το Σεπτέμβριο, έπρεπε να αποφευχθεί ο συνωστισμός και να τηρηθούν μέτρα ατομικής υγιεινής. Έπρεπε επίσης να προφυλαχθούν οι ευπαθείς ομάδες (μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί). Και κυρίως έπρεπε να προφυλαχθεί η εκπαιδευτική διαδικασία.

Πρακτικά μιλάμε για τμήματα έως 12-15 μαθητές και επειδή δεν είμαστε Κίνα να χτιστούν εκατοντάδες κτίρια σε λίγες βδομάδες, χιλιάδες επιπλέον διορισμοί εκπαιδευτικών για λειτουργία πρωί απόγευμα των διπλάσιων τμημάτων, συνεργεία καθαρισμού για απολυμάνσεις, επιπλέον εκπαιδευτικούς για ειδικές διαδικασίες σε μαθητές που ανήκουν (αυτοί ή οι γονείς τους) σε ευπαθείς ομάδες.

Για να λυθεί αυτή η δύσκολη εξίσωση είναι προφανές ότι χρειάζεται μια τεράστια κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και κυρίως πόροι. Όμως όταν το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα “δεν υπάρχει λεφτόδεντρο” έχει ποτίσει τόσο τις συνειδήσεις, ώστε και η αντιπολίτευση αλλά και το ΚΚΕ να λένε τον Ιούνιο “μα δεν είναι εφικτό να γίνουν τόσες χιλιάδες διορισμοί για διπλά τμήματα”, η κατάληξη είναι αυτή που ζούμε.

Ένα δευτερεύον μέτρο προστασίας, η μάσκα, έχει γίνει το βασικό. Να θυμίσουμε ότι ο ίδιος ο κ. Τσιόδρας στην ενημέρωσή του στις 4 Αυγούστου, επικαλούμενος διεθνείς μελέτες είπε ότι η φυσική αποστασιοποίηση παίζει μεγαλύτερο ρόλο στον περιορισμό της μετάδοσης του ιού από ό,τι η χρήση μάσκας.

Το πρωτεύον λοιπόν αποτρεπτικό μέτρο, η φυσική αποστασιοποίηση, στο βαθμό που απαιτεί πόρους, δηλαδή στο βαθμό που πρέπει να σπάσει το δόγμα της λιτότητας, δεν συζητείται. Η κατάληξη είναι το βολικό για την κυβέρνηση δίπολο, από τη μία διάφοροι συνωμοσιολόγοι που καβαλούν το κύμα του ανορθολογισμού και οργανώνονται εναντίον της μάσκας, και από την άλλη η κυβέρνηση που θα τους κυνηγάει, θα τους κατεβάζει τις ιστοσελίδες κοκ.

Σε μια κοινωνία που έχει δηλητηριαστεί – κυρίως από την ήττα του 2015 – με την πεποίθηση πως ό,τι είναι δύσκολο για το κεφάλαιο συνιστά απαγορευμένη διεκδίκηση για την κοινωνία, καταλήξαμε να θεωρούμε φυσιολογικό να ταΐζονται τα κυβερνητικά ΜΜΕ με μερικές δεκάδες εκατομμύρια, αλλά αδιανόητο να δίνονταν το ίδιο ποσό για να είχαμε καθολικά τεστ στις πύλες εισόδου της χώρας.

Αντίστοιχα στην εκπαίδευση, αφού η απαίτηση μισών τμημάτων-διπλάσιων εκπαιδευτικών-ειδικών διαδικασιών για ευπαθείς ομάδες, βγαίνει «εκτός πλαισίου» της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, φτάσαμε στη διένεξη για το αν ο μαθητής θέλει ή δε θέλει να φορέσει τη μάσκα, ή αν ο καθηγητής κάνει ή δεν κάνει διπλοβάρδιες τηλεκπαίδευσης. Αυτή η διένεξη είναι πιο εύκολη, πιο εφικτή, πιο κοντινή στην κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική και φυσικά πολύ πιο βολική.

Κατά κάποιο τρόπο είναι ο ίδιος “ρεαλισμός” που οδήγησε τους “μακεδονομάχους” κατά χιλιάδες σε διαδηλώσεις και φτηνούς τσαμπουκάδες για το όνομα μιας πιο αδύναμης χώρας, αλλά σε παθητική παρακολούθηση πολεμικών σκαφών  μιας πιο ισχυρής χώρας σε νερά που διεκδικεί το ελληνικό κράτος.

Πίσω στα σχολεία: Το σχέδιο του Υπουργείου είναι δεδομένο. Ανοίγουμε χωρίς ουσιαστικά μέτρα, ο ιός εξαπλώνεται πιο γρήγορα, μετά ο καθένας συνεχίζει μέσω υπολογιστή. Η ατομική ευθύνη μπαίνει ξανά στο τιμόνι, η εκπαίδευση διαλύεται, η μαθησιακή διαδικασία απονεκρώνεται. Αυτό θα συμβεί, κι ας μην έχει κανείς αμφιβολία.

Εμείς, γονείς και εκπαιδευτικοί, έστω και καθυστερημένα, μπορούμε αντί για τις μάσκες (και με δεδομένη την αποδοχή τους ως ένα οριακό έστω μέτρο προστασίας), να κινητοποιηθούμε και να ζητήσουμε πολύ σημαντικότερα και αποδοτικότερα μέτρα όπως το σπάσιμο των τμημάτων και τους μαζικούς διορισμούς των αντίστοιχων εκπαιδευτικών;

Επικίνδυνος ψηφιακός δούρειος ίππος

Μου προκαλούν τρόμο τα εγκώμια που αυτές τις εβδομάδες, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, πλέκουν οι επικεφαλής της ψηφιακής πραγματικότητας και της τηλεκπαίδευσης. Είναι ένας επικίνδυνος δούρειος ίππος, που, εκμεταλλευόμενος την πανδημία, επιδιώκει με ύπουλο τρόπο να εξαφανίσει τα τελευταία προπύργια της προσωπικής μας ζωής και της διά ζώσης διδασκαλίας.

Ωστόσο, ανάμεσα στις τόσες αβεβαιότητες που μας κατακλύζουν, αναδύθηκε μέσα μου μία βεβαιότητα: μόνο η συνάντηση με τους φοιτητές, στην αίθουσα, μπορεί να νοηματοδοτήσει αληθινά τη διδασκαλία και την ίδια τη ζωή του διδάσκοντος.

Δεν μου είχε ποτέ συμβεί, στα τριάντα χρόνια διδακτικού έργου, να φανταστώ ότι θα γίνονταν μαθήματα, εξετάσεις και ορκωμοσίες μέσα από μια ψυχρή οθόνη. Κι ενώ ορισμένοι συνάδελφοι εκθειάζουν την εκπαίδευση του μέλλοντος, εγώ αισθάνομαι την αμηχανία κάποιου που ζει σε έναν κόσμο που του είναι πλέον άγνωστος.

Δεν μιλώ για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δημιουργήθηκε – είναι αναπόφευκτο τώρα να προσαρμοστούμε στην ψηφιακή πραγματικότητα, για να μην πάει στράφι το ακαδημαϊκό έτος. Αναφέρομαι σε όσους εν χορώ εξυμνούν την πρόοδο, στους καθηγητές-μάνατζερ της τηλεματικής και στα εξ αποστάσεως πανεπιστήμια, που, από τον Μάρτιο, κατακλύζουν με διαφημίσεις τις εφημερίδες και τα κανάλια της τηλεόρασης.

Υπάρχουν αυτοί που ζητωκραυγάζουν θεωρώντας τον κορωνοϊό σαν ευκαιρία για να συντελεστεί το πολυπόθητο άλμα προς τα εμπρός και η πολυαναμενόμενη αναβάθμιση και αυτοί που, αντιθέτως, σκέφτονται με λύπη πως δεν είναι δυνατόν να διδάξουν χωρίς την παρουσία των φοιτητών τους. Γι’ αυτόν το λόγο νιώθω μια τρομερή θλίψη στο ενδεχόμενο να κάνω πάλι χρήση της ψηφιακής πλατφόρμας, όταν ξαναρχίσουν τα μαθήματα το φθινόπωρο.

Πώς μπορώ να στερηθώ το θεμελιώδες τελετουργικό που, επί δεκαετίες, έχει τροφοδοτήσει τη διδασκαλία μου και μου έχει προσφέρει τόσες χαρές; Πώς θα μπορέσω να διαβάσω έναν κλασικό συγγραφέα χωρίς να κοιτάζω κατάματα τους φοιτητές μου, χωρίς να μπορώ να βλέπω να διαγράφονται στα πρόσωπά τους εκφράσεις αποδοκιμασίας ή χαμόγελα συνενοχής; Μια πονηρή ερώτηση είναι αρκετή για να σε βοηθήσει να σκεφθείς τι δεν έχεις κάνει καλά. Γιατί και οι καθηγητές είναι μαθητές, και μαθαίνουν και αυτοί. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, χωρίς τη ζωντανή παρουσία μαθητών και δασκάλων, θα γίνουν άδειοι χώροι, χωρίς ζωτική ενέργεια και πνοή.

Ποτέ άλλοτε όπως στη διάρκεια αυτών των μηνών του εγκλεισμού δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τόσο καλά ότι οι ανθρώπινες σχέσεις –οι αληθινές, όχι οι εικονικές– γίνονται ολοένα και περισσότερο μια πολυτέλεια. Το είχε αναφέρει προφητικά ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ όταν προέβλεπε ότι «μία μόνο πολυτέλεια υπάρχει, οι ανθρώπινες σχέσεις».

Ψευδαισθήσεις

Τώρα, είμαστε όντως σε θέση να υπολογίσουμε αποτελεσματικά τη διαφορά ανάμεσα στην κανονικότητα και στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Αν σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπως στην πανδημία, οι βιντεοκλήσεις, το Facebook, το WhatsApp και άλλα παρόμοια εργαλεία αποτέλεσαν τη μοναδική μορφή επικοινωνίας για να διατηρήσουμε ζωντανές τις διαπροσωπικές σχέσεις μας, καθώς ήμασταν έγκλειστοι στα σπίτια μας, με την επιστροφή στην κανονικότητα τα ίδια αυτά εργαλεία μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες πηγές ψευδαισθήσεων.

Είναι τετριμμένη η σκέψη ότι κάνοντας κλικ σε ένα κοινωνικό προφίλ έχεις κάνει έναν νέο φίλο. Ακριβώς όπως το να κάνεις chat στο Διαδίκτυο δεν σημαίνει πως καλλιεργείς φιλίες. Μια αληθινή σχέση έχει ανάγκη από τη σωματική, τη ζωντανή επαφή. Το ίδιο ισχύει και για τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, οι οποίοι, κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο, σκέφτονται να συνάψουν σχέσεις μέσα από έναν υπολογιστή ή ένα τάμπλετ: μια συνεχής σύνδεση με τους άλλους στο τέλος καλλιεργεί μια νέα μορφή τρομακτικής μοναξιάς.

Δεν μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας χωρίς Ιντερνετ ή χωρίς τηλέφωνα. Η τεχνολογία όμως, όπως ένα φάρμακο, μπορεί να θεραπεύσει ή να δηλητηριάσει: εξαρτάται από τις δόσεις που θα πάρεις! Στους New York Times, η Nellie Bowles αναφέρει ότι στην Αμερική η χρήση συσκευών παρουσιάζει μειωτική τάση στις πλούσιες οικογένειες και αυξητική στους φτωχούς και στη μεσαία τάξη.

Οι πλούσιοι και οι άλλοι

Οι ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία που πριμοδοτούν τις ανθρώπινες σχέσεις αντί την τεχνολογία. Ετσι, στο μέλλον, οι γόνοι των πλουσίων οικογενειών θα κατέχουν ολοένα και περισσότερο το αγαθό της ανθρώπινης διάδρασης, ενώ η ψηφιακή πραγματικότητα θα προορίζεται για την εκπαίδευση των λιγότερο προνομιούχων. Οι λίγοι που θα μπορούν να πληρώνουν καλά έναν δάσκαλο με σάρκα και οστά και μια παιδεία υψηλού επιπέδου, φτιαγμένη ειδικά γι’ αυτούς, και όλοι οι άλλοι που δεν θα έχουν τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο και θα πρέπει να αρκεστούν σε εικονικά ολογράμματα, που θα παρέχουν απλώς μια τηλεματική τυποποιημένη εκπαίδευση. Θα ήθελα να θυμίσω στους υποστηρικτές των πολυεθνικών της ψηφιακής τεχνολογίας –οι οποίες επιδιώκουν εδώ και χρόνια να κατακτήσουν μια μεγάλη μερίδα της παγκόσμιας αγοράς, αποτελούμενης από εκατομμύρια εκπαιδευόμενων και καθηγητών– ότι καμία εικονική πλατφόρμα δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει τη ζωή ενός φοιτητή. Από τον Σωκράτη μέχρι και πριν από την πανδημία, μόνον οι καλοί καθηγητές μπόρεσαν να το κάνουν.

Πηγή: Καθημερινή

Όχι δεν ντρεπόμαστε για τους δασκάλους μας κ. Μπαμπινιώτη. Για την πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου ντρεπόμαστε.

Ο Γ. Μπαμπινιώτης αποφάσισε να υιοθετήσει όλη τη χολερική φιλολογία της ψευδεπίγραφης αριστείας για τους εκπαιδευτικούς που φοβούνται να δείξουν τη δουλειά τους. Με μπόλικη κουτοπονηριά, ξεκινά από την ανάποδη: Μα οι δάσκαλοί μας είναι εξαίρετοι, είναι δυνατόν να τους αμφισβητούμε; Να λέμε «έμμεσα και φοβικά ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι εκπαιδευτικοί μας ως δάσκαλοι μέσα στην τάξη; Έχουν δώσει δείγματα —στην πλειονότητά τους— οι εκπαιδευτικοί μας ότι είναι ανεπαρκείς;» ρωτά τάχα αθώα ο πρώην υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Παπαδήμου.

Με αυτές τις κακής ποιότητας σοφιστείες ο Γ. Μπαμπινιώτης θεωρεί τους εκπαιδευτικούς εντελώς ηλίθιους. Μοιάζει με εκείνους τους θατσερικούς οικονομολόγους που αποθεώνουν την ανιδιοτέλεια, τη μεγαλοψυχία, την αίσθηση προσφοράς των νοσηλευτριών του Βρετανικού συστήματος υγείας, μόνο και μόνο για να καταλήξουν ότι …αφού επιτελούν υψηλό λειτούργημα, δεν πρέπει να πληρώνονται. Για την ακρίβεια, ισχυρίζονται ευθαρσώς ότι «η καλή νοσοκόμα είναι η κακοπληρωμένη νοσοκόμα[i]». Όποια άλλωστε νοιάζεται για το ύψος του μισθού που παίρνει, μάλλον δεν φροντίζει τους ασθενείς της ανιδιοτελώς.

Για τον κ. καθηγητή και για τους θατσερικούς οικονομολόγους δεν ισχύει καν το «να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι». Ισχύει το «να σε αλείψω λάδι, για να σε κάψω Γιάννη».

Ο πρώην πρύτανης, πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, πρώην σύμβουλος του ΙΕΠ, πρώην υπεύθυνος «εθνικών διαλόγων» και «μεταρρυθμίσεων» στην ελληνική εκπαίδευση και πρώην υπουργός Παιδείας με πρόταση της ΝΔ, συντάσσεται, εντελώς αναμενόμενα, με τον αντι-εκπαιδευτικό παροξυσμό, παριστάνοντας πονηρούτσικα τον υποστηρικτή των δασκάλων.

Αυτός ο παροξυσμός θεωρεί ότι η αντίδραση στις κάμερες αποδεικνύει ότι οι δάσκαλοι ντρέπονται για τον εαυτό τους. Κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, οι κυβερνητικές ντροπές δεν μπορούν καν να διανοηθούν ότι οι εκπαιδευτικοί μπορεί να νοιάζονται περισσότερο για το παιδαγωγικό αποτέλεσμα της δουλειάς τους, από ό,τι για τη δημόσια εικόνα τους.

Να νοιάζονται περισσότερο για το αν το μάθημα σε ζωντανή μετάδοση είναι όντως μάθημα, από το αν θα τους «κρεμάσουν στα μανταλάκια» κακομαθημένοι άριστοι.

Να νοιάζονται περισσότερο για τη δυνατότητα των παιδιών να εκφραστούν, να ρωτήσουν ή να λαθέψουν ελεύθερα, από το να παραδίδουν καθημερινά μια τυπική, στεγνή, μετωπική, δειγματική διδασκαλία, υπό το κράτος της παρακολούθησης.

Να νοιάζονται περισσότερο για την παιδαγωγική τους ευθύνη απέναντι στους μαθητές τους, από το αν ένας γονέας παρακολουθώντας το μάθημα από το σπίτι, τους καταγγείλει γιατί είπαν στα οκτάχρονα παιδιά ότι η Οδύσσεια είναι «παραμύθι, ιστορίες που κάποιος έγραψε».

Αυτό άλλωστε που ενδιαφέρει τους υποστηρικτές μιας κακής, αψυχολόγητης και αντιπαιδαγωγικής πολιτικής, είναι να αναμεταδίδεται το μάθημα ώστε να μπορούν να λεηλατούνται οι εκπαιδευτικοί. Να σχολιάζονται για παράδειγμα από έναν γονέα που είναι σίγουρος ότι οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες, η Κίρκη και οι Λωτοφάγοι είναι κομμάτι της ιστορίας και όχι της μυθολογίας.

Δεν έχουν σημασία άλλωστε οι τερατολογίες. Σημασία έχει να διαμορφώνεται η κοινή γνώμη και να ταΐζεται ο κοινωνικός αυτοματισμός.

«Ντρέπεστε για την ποιότητα του μαθήματός σας;» ρωτούν οι κάθε λογής υβριστές των εκπαιδευτικών. «Μα είναι δυνατόν τόσο εξαίρετοι δάσκαλοι να έχετε να φοβηθείτε κάτι από την αναμετάδοση του μαθήματός σας;» ρωτά πιο πονηρά, αλλά εξίσου προσβλητικά, ο Γ. Μπαμπινιώτης.

Άθελά τους καίνε την αιτιολογία της ντροπολογίας Κεραμέως. Ότι τάχα η ζωντανή μετάδοση του μαθήματος στο διαδίκτυο γίνεται για τα παιδιά που μένουν σπίτι. Στη λαχτάρα τους να βγάλουν τους εκπαιδευτικούς (πέρα από τεμπέληδες), άχρηστους, παραδέχονται πλέον, ότι η κάμερα δεν είναι για τον μαθητή, αλλά για τον δάσκαλο.

Ας αποφασίσουν επιτέλους τα κυβερνητικά χαλκεία: Η κάμερα θα δείξει την ποιότητα της δουλειάς των εκπαιδευτικών ή θα χρησιμοποιηθεί για τα παιδιά που μένουν σπίτι; Γιατί μέχρι τώρα, το δεύτερο λειτουργεί απλώς ως πρόφαση για το πρώτο.

Οι αντιπαιδαγωγικές προτάσεις για τις κάμερες αποδεικνύουν ότι τόσο η πολιτική ηγεσία, όσο και πολλοί πνευματικοί ταγοί, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι είναι η σχολική τάξη. Από τι αποτελείται, πώς προχωρά, ποιες σχέσεις αναπτύσσονται, πώς μετασχηματίζεται σε δρώσα δύναμη μάθησης. Δεν έχουν κυριολεκτικά την παραμικρή εικόνα για το τι γίνεται.

Η εμμονή τους για τις κάμερες αποδεικνύει ότι είναι άσχετοι και ταυτόχρονα επικίνδυνοι. Θέλουν να σχεδιάσουν εκπαιδευτική πολιτική αυτοί που δεν καταλαβαίνουν ότι η κάμερα θα παγώσει και τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Θέλουν να μεταρρυθμίσουν την εκπαίδευση αυτοί που μπερδεύουν το μάθημα με τη διάλεξη, συγχέουν το πανεπιστημιακό αμφιθέατρο με τη σχολική τάξη, ταυτίζουν το TEDx με το σχολείο. Θέλουν να παραστήσουν τους φιλελεύθερους και τους υπέρμαχους των ατομικών δικαιωμάτων αυτοί που δεν διστάζουν να ρίξουν τον εκπαιδευτικό αλλά και τους ανήλικους μαθητές στην αρένα του διαδικτύου.

Κι ας επαίρονται ορισμένοι, όπως ο κ. Μπαμπινιώτης, ότι «εκπαιδεύουν τους διδάσκοντες». Αν ο κ. καθηγητής δεν μπορεί να καταλάβει ότι η ζωντανή μετάδοση του μαθήματος στο διαδίκτυο, τσαλαπατά τόσο την παιδαγωγική ευθύνη του διδάσκοντα, όσο και το μαθησιακό αποτέλεσμα της τάξης, κακώς εκπαίδευε τόσα χρόνια τους διδάσκοντες. Ζημιά τους έκανε. Ας περιόριζε έστω τις διδαχές του στη Γλωσσολογία και ας άφηνε την Παιδαγωγική.

Δεν θα επιχειρηματολογήσουμε περαιτέρω γιατί η κάμερα υπονομεύει τη μαθησιακή διαδικασία, το παιχνίδι της γνώσης ή την παιδαγωγική ελευθερία. «Όπως δεν χρειάζεται να κακοποιεί κανείς τα παιδιά του για να αρνηθεί την κάμερα μέσα στο σπίτι του, έτσι δεν χρειάζεται να είναι κανείς κακός δάσκαλος για να αρνηθεί την κάμερα στην τάξη του», σημειώσαμε σε προηγούμενο σχόλιο.

Θα επιμείνουμε ωστόσο ότι Υπουργός Παιδείας που συνελήφθη ψευδόμενη για τη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, αντί να υβρίζει τους εκπαιδευτικούς εμφανώς εκνευρισμένη, θα έπρεπε να υποβάλει την παραίτησή της. Ή έστω να περιορίσει τις ακροβασίες της στα εκκλησιαστικά ζητήματα, τα οποία φαίνεται να γνωρίζει καλά, σε αντίθεση με τα παιδαγωγικά. Μαθητές και εκπαιδευτικοί δεν φταίνε σε τίποτα να πληρώνουν τις ψυχώσεις της κ. Κεραμέως.

Δεν θα επιχειρηματολογήσουμε επίσης ότι ένας γονέας που θέλει κάμερα για να καταλάβει τι δουλειά γίνεται στην τάξη του παιδιού του, δεν έπρεπε να κάνει παιδιά. Ως γονιός δεν έχεις ιδέα τι κάνει το παιδί σου στο σχολείο (δηλαδή τι κάνει ο δάσκαλος στην τάξη), μόνο αν το έχεις ήδη παρκάρει στον ιδιαιτερά, στον Πουκαμισά ή στην τηλεόραση. Η κάμερα δεν θα σου δείξει τίποτα, πέρα από το ότι είσαι ακατάλληλος γονέας.

Ας σταθούμε όμως στον μύχιο πόθο των νεοφιλελεύθερων: Την αξιολόγηση των δασκάλων. Πώς και από ποιον οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αξιολογηθούν, είναι μία συζήτηση. Άλλη συζήτηση είναι αν η αξιολόγηση γίνεται με μια κάμερα που σε παρακολουθεί. Ο νόμος έχει αποφανθεί ότι ακόμα και αν ένας εργαζόμενος αξιολογείται, αυτή η αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται με μια κάμερα να τον παρακολουθεί. Γιατί όμως το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια να το έχει ο κάθε εργαζόμενος, αλλά όχι ο εκπαιδευτικός;

Και αν συνεχίσουμε στον ίδιο συλλογισμό, αν είναι λογικό να αξιολογηθεί ο εκπαιδευτικός παρακολουθώντας τη δουλειά του με κάμερα, γιατί να μην βάλουμε μια κάμερα πάνω από τον δημόσιο υπάλληλο: Πόσους εξυπηρέτησε, πόσες φορές πήγε τουαλέτα, αν έκανε διάλειμμα, πόσους καφέδες παρήγγειλε, αν έξυσε τη μύτη του.

Προτού προλάβουν οι νεοφιλελεύθεροι να τρελαθούν από τη χαρά τους, ας συνεχίσουμε: Γιατί να μην αξιολογηθεί ο δημοσιογράφος την ώρα που σχεδιάζει το πώς θα κρύψει μια είδηση ή θα προβάλει μια άλλη; Ή ο υπουργός την ώρα που συνομιλεί με τον καναλάρχη; Ή ο επιχειρηματίας την ώρα που ζητά νέο δάνειο από τον τραπεζίτη; Ή ο πολιτικός την ώρα που εξυπηρετεί τον επιχειρηματία;

Όλοι αυτοί δεν πρέπει να φαίνονται; Μόνο ο δάσκαλος πρέπει να φαίνεται;

Γιατί να μην είχαμε μια κάμερα πάνω από τον κ. Βρούτση την ώρα που σχεδίαζε το σκόιλ ελικίκου; Με ποιους μίλησε; Τι τους είπε; Τι σχεδίασαν;

Γιατί να μην είχαμε μια κάμερα πάνω από την κ. Κοσιώνη την ώρα που έψαχνε να βρει σε τι είναι πρώτη η Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη; Ποιος συνέλαβε την επιστημονική ανακάλυψη για αριθμό τεστ ανά αριθμό κρουσμάτων;

Γιατί να μην είχαμε μια κάμερα πάνω από την κ. Κεραμέως την ώρα που σχεδίαζε πώς θα εμφανίσει ψευδώς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων ως συναινούσα στην ντροπολογία της;

Τι έχουν να κρύψουν όλοι οι παραπάνω; Τι έχουν να ντραπούν; Μήπως φοβούνται;

Ή μήπως έχουν δικαιώματα, που τα στερούνται όμως οι εκπαιδευτικοί;

Όταν η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε λογικό πλαίσιο, όταν η αντίδραση έχει αποχαλινωθεί, τα παιδαγωγικά επιχειρήματα αναμετριούνται με την άβυσσο της πόρωσης και του φανατισμού. Αντί να μπει ένα φρένο στην ηλιθιότητα και στην εγκληματική ανευθυνότητα της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας, καθόμαστε να συζητάμε στα σοβαρά αν η σχολική τάξη μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα και αποτελεσματικά κάτω από μια κάμερα. Είναι και αυτό σημείο των καιρών.

Η πνευματική και πολιτική ηγεσία του τόπου διαπράττει σημεία και τέρατα στην εκπαίδευση και ταυτόχρονα ρίχνει το φταίξιμο στους εκπαιδευτικούς. Επί τριάντα χρόνια επιδίδεται σε κάθε λογής ράβε ξήλωνε, πράξη και παράλειψη, μεταρρύθμιση και αντιμεταρρύθμιση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όντας ταυτόχρονα έτοιμη να κατηγορήσει τους εκπαιδευτικούς για τις αδυναμίες, τα δεινά και τις αστοχίες.

Η πνευματική και πολιτική ηγεσία του τόπου, αντί να ασχολείται με το πώς και το γιατί η πανδημία επέδρασε αρνητικά στη σχέση των οικονομικά και μαθησιακά αδύναμων μαθητών με την εκπαίδευση, επιδίδεται σε επικίνδυνες αντιπαιδαγωγικές ακροβασίες.

Ο κ. Μπαμπινιώτης μπορεί να αναρωτιέται αν ντρεπόμαστε για τους εκπαιδευτικούς μας.

Εμείς δεν αναρωτιόμαστε. Ντρεπόμαστε για την πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου.

 

ΥΓ. Το δημοφιλέστερο μάθημα σε όλο το Χάρβαρντ εδώ και τέσσερα χρόνια είναι το περίφημο CS50 (Εισαγωγή στην Επιστήμη των Υπολογιστών). Ο καθηγητής David Malan, ένας χαρισματικός ακαδημαϊκός, κάνει ένα εντυπωσιακό μάθημα στο θέατρο Sanders του Memorial Hall που χωρά τους 800 και πλέον φοιτητές που σπεύδουν να δηλώσουν συμμετοχή. Πρόκειται για το πιο γνωστό και μαζικό μάθημα, και μακράν το πιο επιτυχημένο στην εκπαιδευτική πλατφόρμα του Χάρβαρντ. Ο ίδιος ο Malan είναι από τους πιο αναγνωρίσιμους καθηγητές της Επιστήμης των Υπολογιστών σε όλο τον κόσμο, και κάθε του μάθημα μοιάζει με εκρηκτική θεατρική παράσταση. Αν και την πρώτη χρονιά ζήτησε από το πολυπληθές, ενήλικο (και μάλλον υψηλότατου μορφωτικού επιπέδου) ακροατήριό του να μείνει σπίτι (εκτός από την πρώτη και την τελευταία εβδομάδα), και να μελετήσει το μάθημα από το βίντεο και την online πλατφόρμα, την επόμενη χρονιά, ζήτησε να έρχονται όλοι στο μάθημά του. Δικαιολόγησε την αλλαγή αυτή, λέγοντας ότι τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ενεργητικότητα, την αλληλεπίδραση και τη μαθησιακή διαδικασία ενός ζωντανού μαθήματος ακόμα και αν αυτό αφορά 800 άτομα. Ο σταρ του Χάρβαρντ, ο κατεξοχήν τηλεοπτικός καθηγητής, ο ακαδημαϊκός που μοιάζει με ηθοποιό, καταλαβαίνει αυτό που αδυνατούν να καταλάβουν οι εν Ελλάδι θαυμαστές της κάμερας σε σχολικές τάξεις ανήλικων μαθητών.

 

[i] Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της οπτικής το άρθρο του καθηγητή Οικονομικών Anthony Heyes με τίτλο: «Τα οικονομικά όσων επιτελούν λειτούργημα: “Γιατί μια κακά πληρωμένη νοσοκόμα είναι καλή νοσοκόμα”;»