Άρθρα

Πολιτικά σημειώματα | Μάιος 2024. Μπροστά και στις ευρωεκλογές: Η συζήτηση που δεν γίνεται, τα ζητήματα που αποφεύγονται, η απονευρωμένη πολιτική και η αποδοχή του μοιραίου;

Το προεκλογικό κλίμα – όχι μόνο στην Ελλάδα – παραπέμπει σε χαμηλές θερμοκρασίες, στην πολιτική αδιαφορία, στην παραίτηση, στην προσφυγή στον Κανένα. Αυτό από τη μια πλευρά, αυτή της κοινωνίας. Από την άλλη, αυτή της συστημικής πολιτικής και των κομμάτων τους, ζούμε μια ιδεολογική απονεύρωση, μια πολιτική του «ό,τι να ‘ναι» που περιλαμβάνει εξυπνακισμούς, ατάκες, σελέμπριτι και δηθενιές, διαφημίσεις και τικ τοκ, με προφανή στόχο την ενίσχυση στις κάλπες. Παρατηρούμε διαρκώς ένα απολίτικο ή μεταπολιτικό (όπως μοντέρνα λέγεται) λόγο και στάση που είναι αποδεκτός και εφαρμόζεται από όλους (μηδενός – ούτε του ΚΚΕ – εξαιρουμένου). Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει, και που στην ουσία στοχεύουν κατασκευάζοντάς το,  είναι η υποτίμηση των προβλημάτων, η εξοικείωση και η αποδοχή του μοιραίου, η διαμόρφωση της κοινής λογικής στο ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν αλλάζουν τα πράγματα με την πολιτική και τους αγώνες. Συνέπεια είναι και η υποτίμηση των κομματικών μελών και οπαδών, ακόμα και η υποβάθμιση των λοιπών στελεχών, με αντίστοιχη προβολή του αρχηγού, του εγώ, του Μεσσία (σε αυτό, Μητσοτάκης και Κασσελάκης πρωταγωνιστούν). Όλα αυτά είναι μέσα στη νέα κατάσταση άσκησης πολιτικής την οποία προωθεί το σύνολο του συστημικού πολιτικού προσωπικού, μοιάζοντας σαν να έχει διαμορφώσει ένα πολιτικό καρτέλ.

Ευρωεκλογές χωρίς συζήτηση για την Ε.Ε.

1. Μια ΕΕ υπάκουη, προσδεδεμένη, πειθαρχημένη και εξαρτημένη πλέον από τις ΗΠΑ σε έναν κόσμο που αλλάζει, και αλλάζει υποβαθμίζοντάς την. Αν μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη ήταν η ήπειρος (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά κλπ) που έγραφε την ιστορία της ανθρωπότητας για πολλούς αιώνες, σήμερα αυτό αναζητείται, και προφανώς διεκδικείται από τις δυο απέναντι μεγάλες ηπείρους του Ειρηνικού ωκεανού, με πρωταγωνίστριες κυρίως τις ΗΠΑ, την Κίνα αλλά και την Ινδία, την ακούραστη Ιαπωνία και βεβαίως την τεραστίου εκτάσεως Ρωσία που έχοντας εγκαταλείψει οριστικά μετά τον πόλεμο με τη Δύση (μέσω Ουκρανίας) την προσπάθεια για ένταξή της στην Ευρώπη, οδηγείται σε συμμαχία με την Κίνα.

2. Μια ΕΕ σε οριζόντιες και κάθετες αντιθέσεις και διχασμούς που θα επιτείνουν την παρακμή της, την υποβάθμιση της στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, θα ενισχύσουν εθνικισμούς, προστατευτισμούς και που αυτά όλα θα καταλήξουν να φορτώνονται στις πλάτες των γνωστών υποζυγίων. Το διευθυντήριο δεν είναι όπως πριν και αμφισβητείται και το status της γερμανικής ηγεμονίας και του γαλλογερμανικού συμβιβασμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τελείωσε την φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία και δημιούργησε μια μη ανταγωνιστική γερμανική βιομηχανία που παλεύει να μετακομίσει στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και να μην αποβιομηχανοποιηθεί πλήρως. Η Γαλλία βρίσκει και αρπάζει την ευκαιρία να προβάλλει σαν ηγεμονικά στρατιωτική – πυρηνική δύναμη για αυτό και οι φωνές του Μακρόν για βοήθεια και ενεργή ανάμειξη στην Ουκρανία, πράγμα που δεν επιθυμεί ο Γερμανός Σολτς. Βλέπουμε να γίνεται μια επιθετική συζήτηση για πολεμικούς εξοπλισμούς και για το τέλος της «ειρηνικής περιόδου» των 70 τελευταίων χρόνων. Ο φόβος για εκλογή του Τραμπ το φετινό φθινόπωρο ενισχύει αυτή τη συζήτηση επομένως και τον αγώνα για ηγεμονία στην ΕΕ.

3. Μια ΕΕ που μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία βρέθηκε μπροστά σε μια ταξική υποβάθμιση των κοινωνιών της, όπου ακρίβεια, πληθωρισμός αλλά και σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική, δημιουργούν έντονους ταξικούς διχασμούς και αντιθέσεις οδηγώντας μια νέα γενιά σε χειρότερη μοίρα από τις προηγούμενες. Αν μάλιστα από το 2025 επιβληθούν οι δημοσιονομικοί κανόνες – και άρα παρθούν μέτρα (που θα είναι σκληρά) στους εθνικούς προϋπολογισμούς – για τα υπερβολικά ελλείμματα και το υψηλό χρέος, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κρίση χρέους πάνω από 10 χώρες της ΕΕ και τότε θα υπάρξουν δυσαρέσκειες και θα δημιουργηθούν εντάσεις.

Οι εργαζόμενες λαϊκές και νεολαιίστικες μάζες θα ξαναβρεθούν στο προσκήνιο, είναι θέμα χρόνου. Γιατί η επιθετική και βάρβαρη πολιτική του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού θα συνεχιστεί και περιλαμβάνει και τους λαούς του διευθυντηρίου.  Το ερώτημα είναι αν θα βρεθεί αντιμέτωπη αυτή η ν/φ πολιτική με μια άλλη οργανωμένη και σε διεθνή κλίμακα εναλλακτική, τόσο για τον χώρο της Ευρώπης όσο και για τις λαϊκές τάξεις.

4. Μια ΕΕ που μετατοπίζεται πιο δεξιά που υιοθετεί ακροδεξιά ατζέντα και πολιτική, που οδεύει σε ολοκληρωτισμούς και αυταρχισμούς (βλ. στάση της απέναντι στους διαφωνούντες και στα κινήματα για πόλεμο Ουκρανίας/Παλαιστίνης). Η ακροδεξιά θα ανέβει εκλογικά, το έχουν όλοι σίγουρο, ταυτόχρονα όμως αποτελεί μια λύση φόβητρο απέναντι σε ενδεχόμενες ταξικές η αντιιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις. Το πολιτικό ζήτημα είναι αν θα αποτελέσει και μια κυβερνητική επιλογή της αστικής τάξης των χωρών του διευθυντηρίου.

Η ακροδεξιά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανούσιες κενές λόγου καταγγελίες, με εξορκισμούς και φοβικά σύνδρομα, ούτε βεβαίως με αδιαφορία σαν να πρόκειται για κάτι ακίνδυνο, σαν μια απλή συνέχεια της ίδιας πολιτικής. Η ακροδεξιά εμφανίζεται υπό την λεοντή ότι τάχα κοντράρει τον συστημισμό, τον δικαιωματισμό αλλά και τη διάλυση βασικών κοινωνικών θεσμών, τον ελιτισμό, εμφανίζει τους μετανάστες σαν ξένους που μολύνουν και απειλούν την κοινωνική ασφάλεια, εμφανίζεται η ίδια με μια πατριωτική προβιά προβάλλοντας σοβινιστικά και εθνικιστικά συνθήματα και προτάγματα, πατώντας πάνω σε υπαρκτές αντιθέσεις, εκμεταλλευόμενη ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά έχει εφαρμόσει, ή τουλάχιστον ανεχτεί τη νεοφιλελεύθερη και συστημική πολιτική, τον κοσμοπολιτισμό και την παγκοσμιοποίηση, την πολιτική των ταυτοτήτων και της δικαιωματικής ατζέντας, τη σιωπή για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, την αποστροφή απέναντι στα πατριωτικά – αντιπολεμικά – διεθνιστικά και αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα.

Οι αντιθέσεις και η ανησυχητική ρευστότητα στα Δυτικά Βαλκάνια

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί μια σειρά από καραμπόλες στο σκηνικό του  μεταβαλλόμενου κόσμου που περιλαμβάνει και τη λεγόμενη από παλιά πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, δηλαδή τα Βαλκάνια. Σήμερα στα δυτικά κυρίως Βαλκάνια, αναπτύσσονται διάφορες αντιθέσεις, πατώντας πάνω σε υπαρκτά άλυτα ζητήματα που ξαναδημιουργήθηκαν μετά τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και την ύπαρξη επτά νέων κρατών και κρατιδίων. Είναι γνωστή τόσο ιστορικά όσο και στον παρόντα χρόνο η γεωστρατηγική σημασία των Βαλκανίων που αποτελούν και σήμερα πεδίο ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.

Πάνω στο πτώμα της Γιουγκοσλαβίας, Γερμανία, Γαλλία και ΗΠΑ χρησιμοποιώντας το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, διείσδυσαν και κατέκτησαν θέσεις και αγορές. Μην ξεχνάμε όμως ότι όχι μόνο οικονομικά αλλά και κυρίως γεωπολιτικά  για την περιοχή δεν μπορεί να μην ενδιαφέρεται ή να μην απασχολείται η Ρωσία όταν μάλιστα περικυκλώνεται από το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα σιγά σιγά αλλά σταθερά έχει προχωρήσει η οικονομική διείσδυση της Κίνας (πρόσφατα επισκέφθηκε τη Σερβία ο Σι Τζινπίνγκ και πέρα από τις δεκάδες εμπορικές συμφωνίες υποστήριξε τη Σερβία στο ζήτημα με το Κόσσοβο). Μην ξεχνάμε επίσης την αντιπαράθεση της Σερβίας με τη  Βοσνία – Ερζεγοβίνη.

Ήταν κυρίως το ενδιαφέρον του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ που επέβαλλαν την συμφωνία των Πρεσπών (για την οποία πανηγύριζε και πανηγυρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα/Κοτζιά, παρόλο που αποδεικνύεται ότι τα προβλήματα ονομασίας και όχι μόνο με την γείτονα χώρα δεν λύθηκαν).

Ο λαϊκιστής – εθνικιστής υποψήφιος πρωθυπουργός της Β. Μακεδονίας Χ. Μίτσοσκι μαζί με τη νέα πρόεδρο του κρατιδίου Σιλιάνοφσκα (αντικατέστησαν τους σοσιαλδημοκράτες μετά από μια δεκαετία περίπου), υιοθέτησαν μια ρητορική που απαλείφει το Βόρεια και αφήνει στην κρατική ταυτότητα σκέτο το Μακεδονία. Ταυτόχρονα βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τη Βουλγαρία για το ζήτημα της βουλγαρικής μειονότητας ενώ έχουν σημαντικά κοινωνικοταξικά ζητήματα και μεγάλη μετανάστευση.

Η κυβέρνηση της ΝΔ σήμερα  αναπτύσσει μια επιθετική ρητορική (ευρωεκλογές γαρ και κίνδυνος από τα δεξιά της), γνωρίζοντας ότι είναι πολύ δύσκολο από τους βόρειους γείτονες μας να βρουν υποστηρικτές από ΕΕ και ΗΠΑ, όντας αδύναμοι και εξαρτημένοι. Κυρίως όμως γνωρίζουν ότι τυχόν αμφισβήτηση της υπό αμερικανικό σχεδιασμό συμφωνίας των Πρεσπών, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή από τον ευρωατλαντικό άξονα.  Η Ελλάδα αποτελεί επίσης την τρίτη εξαγωγική χώρα για αυτό το κράτος. Από την άλλη ο Ράμα προχώρησε σε μια αιφνίδια και συμβολική – για τον χρόνο κυρίως – συγκέντρωση στην Ελλάδα, αποφεύγοντας τόσο το εκκρεμές ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ) όσο και το θέμα Μπελέρη, κάνοντας όμως αναφορά για εκκρεμή ζητήματα που «είναι ανοικτός για την επίλυση τους». Πράγμα που σημαίνει ότι εγγράφει παρακαταθήκες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν, αναλόγως των εξελίξεων.

Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείο που βρέθηκε από κάτω από τα αλβανικά και βορειομακεδονικά θέματα ήταν η συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη με τις αντίστοιχες αντιπροσωπείες, τους υπουργούς εξωτερικών και τους αρχηγούς των μυστικών υπηρεσιών. Η επίσημη προπαγάνδα μιλάει για ήρεμα καλοκαίρια και για «ήπιο» κλίμα μεταξύ των δυο χωρών ενώ από την αντιπολίτευση στο σύνολό της έχουμε μια σιωπή, που είτε έχει να κάνει με ανικανότητα, είτε, πολύ πιο πιθανό, με συμφωνία… Διάλογος, διάλογος αλλά ο τούρκικος αναθεωρητισμός και διεκδικητισμός δεν είναι καθόλου σε ύφεση (θαλάσσια πάρκα, 12 ναυτικά μίλια, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, κλπ). Γι’ αυτό και κάνει λόγο για λύση πακέτο που θα πάει στη Χάγη με όλες τις διεκδικήσεις της Τουρκίας. Στη Χάγη αν πάνε τα θέματα προϋποθέτει ένα συνυποσχετικό μεταξύ των δυο χωρών, ή σε διαφορετική περίπτωση με βάση το δίκαιο της θάλασσας το οποίο όμως δεν το δέχεται και δεν το έχει υπογράψει η Τουρκία. Ο Ερντογάν ζητά να προσδιοριστούν και να μην υπάρχουν αναβολές στην προσφυγή στη Χάγη, ο Μητσοτάκης απαντά στον επιθετικό αναθεωρητισμό με την αφέλεια(;;;) του διαλόγου σε προβλήματα χρόνια, εκρηκτικά και που αφορούν την εθνική κυριαρχία.

Απέναντι στα παραπάνω απαιτείται: (α) Γνώση και θέσεις που να περιλαμβάνουν το σύνολο της Βαλκανικής και των αντιθέσεων της,  καθώς και το καυτό θέμα των ελληνοτουρκικών. (β) Ανάδειξη της αναγκαιότητας μιας πιο ανεξάρτητης πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, σε μια εποχή που ο κόσμος και η περιοχή αλλάζει. (γ) Προπαγάνδα στον κόσμο, στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές για αυτά τα ζητήματα και αντιπαράθεση με τις ακροδεξιές  λογικές και πολιτικές.

Διπλωματία των σεισμών, διπλωματία των λαών και διπλωματία των υποκριτών

Οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία και προκάλεσαν αδιανόητες καταστροφές με ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς, προκαλούν δικαίως ισχυρό αίσθημα αλληλεγγύης, φιλίας και συνδρομής. Αυτό το αίσθημα οφείλει να μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη και υλική βοήθεια. 

Ωστόσο, οι εκκλήσεις για μια νέα “διπλωματία των σεισμών” που ανακαλούν μνήμες από το 1999 και την αμοιβαία παροχή βοήθειας ανάμεσα στις δύο χώρες, με αφορμή τους σεισμούς που έπληξαν Τουρκία και Ελλάδα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, φαίνεται να αγνοούν, (δυστυχώς σκοπίμως), το πώς κινούνται και από πού διαμορφώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Αν οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ήταν αποκλειστικά και μόνο ζήτημα αισθημάτων των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα και καλύτερα. Δυστυχώς όμως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώνονται από το ρόλο και τα αιτήματα που διεκδικούν οι δύο χώρες και οι άρχουσες τάξεις τους, και κυρίως από το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο αυτών των ρόλων ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός. Δυσάρεστη αλήθεια για τους θιασώτες της “διπλωματίας των σεισμών”, αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια. 

Μια σύντομη αναδρομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις 

Με την πτώση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ο κόσμος παύει να καθορίζεται από τον ανταγωνισμό Δύσης – Ανατολής και σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι πολύ πιο διευρυμένος από αυτόν που της αντιστοιχούσε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι απλώς το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην Ανατολή, αλλά μια δύναμη με θρησκευτική και πολιτική επιρροή στην υπό διαρκή ανάφλεξη Μέση Ανατολή, με ερείσματα και δεσμούς στις πρώην σοβιετικές μουσουλμανικές δημοκρατίες του Καυκάσου οι οποίες ανεξαρτητοποιούνται αναζητώντας την εθνική τους ολοκλήρωση. Η τουρκική άρχουσα τάξη διαμορφώνει την περίοδο εκείνη ένα σχέδιο μετατροπής της Τουρκίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη από ένα μέχρι πρότινος απλό μέλος ενός από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα των άλλοτε δύο υπερδυνάμεων. 

Στο πλαίσιο αυτό, αυξάνονται οι διεκδικήσεις της Τουρκίας προς όλες τις κατευθύνσεις, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτές οι διεκδικήσεις τυποποιούνται στο γκριζάρισμα του Αιγαίου που προκαλεί και την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996. Η τουρκική πλευρά εγείρει για πρώτη φορά θέμα κυριαρχίας βραχονησίδων, θεωρώντας ότι το Αιγαίο είναι γκρίζα ζώνη, το καθεστώς του οποίου δεν διευκρινίζεται από τις υπάρχουσες συνθήκες. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει από τα Ίμια και ανεβαίνει η τουρκική. 

Η κυβέρνηση Σημίτη πρέπει να αντιμετωπίσει το σκληρό δίλημμα “πόλεμος ή ταπεινωτική υποχώρηση” και αποδέχεται με ευγνωμοσύνη την παρέμβαση των ΗΠΑ “no ships, no troops, no flags”, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι ότι τα Ίμια και κατ’ επέκταση όλο το Αιγαίο πέραν των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, είναι αδιευκρίνιστης κυριαρχίας – γκρίζα ζώνη. Στη συλλογική μνήμη θα μείνει η προτροπή του Υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου προς τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ “να πούμε ότι τη σημαία την πήρε ο αέρας”, ενδεικτική της ποιότητας, του βάθους και της στρατηγικής που διέπνεε την άρχουσα τάξη της χώρας σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα.

Η Τουρκία έχει προχωρήσει ένα βήμα, η Ελλάδα έχει υποχωρήσει ένα βήμα, ακολουθώντας έτσι τον διαχρονικό κανόνα της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας. Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1996, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δολοφονούνται σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και η ελληνοτουρκική κρίση οξύνεται. 

Ωστόσο, στον μετακομμουνιστικό κόσμο της δεκαετίας του ‘90 η Τουρκία είναι πολύ χρήσιμη για τη Δύση, και η τουρκική πλευρά έχει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Το Κυπριακό πρέπει να κλείσει, η Ελλάδα πρέπει να συναινέσει, και η Τουρκία πρέπει να επιβεβαιωθεί ως συστατικός παίκτης στα αμερικανικά σχέδια για τη Μέση Ανατολή. Η διατεταγμένη εκ των άνω (ΗΠΑ) προσέγγιση των δύο πλευρών μπαίνει στο τραπέζι. 

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1997, υπό την επίβλεψη της Μαντλίν Ολμπράιτ, Σημίτης και Ντεμιρέλ, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, συμφωνούν σε κοινό ανακοινωθέν για «τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο». Το αμερικανικό πλαίσιο προβλέπει σεβασμό των νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας στο Αιγαίο και στοχεύει στην προώθηση του αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, έχοντας όμως από πριν καταλαγιάσει την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Η Ελλάδα, μονίμως συμμορφούμενη στις επιταγές των ΗΠΑ, αποδέχεται στην πράξη τις γκρίζες ζώνες, δηλαδή συμφωνεί στη μη άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η δε Τουρκία στηρίζεται στη συμφωνία που έγινε για τα Ίμια και στη Συμφωνία της Μαδρίτης για να αμφισβητήσει εφόλης της ύλης την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Ο κανόνας “ένα βήμα πίσω για την Ελλάδα, ένα βήμα μπροστά για την Τουρκία”, συνεχίζει να εφαρμόζεται. 

Η Ελλάδα, ενάμιση χρόνο μετά, παραδίδει δεσμώτη τον Οτσαλάν, ηγέτη του Κούρδων, στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Το ίδιο καλοκαίρι, οι σεισμοί και η αμοιβαία βοήθεια ανάμεσα στις δύο χώρες, επισφραγίζουν τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας Τουρκίας. Η βελτίωση αυτή εκμεταλλεύεται τα γνήσια και αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς για να προωθήσει μια καλά σχεδιασμένη και υπό αμερικανική διεύθυνση ενοποίηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. 

Η “διπλωματία των σεισμών”

Η “διπλωματία των σεισμών” αντανακλά το αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς ανάμεσα σε δύο λαούς που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά συμπίπτει με την ανάγκη και των δύο κυβερνήσεων να ομονοήσουν ενώπιον της Ουάσινγκτον. Είναι η εποχή που η Ε.Ε. διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και η Ελλάδα αποδέχεται την αποσύνδεση του Κυπριακού από την προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ.

 Η “διπλωματία των σεισμών” χειροκροτείται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ που βλέπουν μια επιζήμια για τα συμφέροντά τους ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να καταλαγιάζει. Ωστόσο το πλαίσιο που διαμορφώνει ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στην περιοχή, δεν έχει καμία σχέση με τα γνήσια και ανόθευτα αισθήματα ειρηνικής συνύπαρξης και φιλίας που ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1999, και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα.

Το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο είναι προ των πυλών, ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γ. Παπανδρέου χορεύει ζεϊμπέκικο με τον Τζεμ να βαράει παλαμάκια, ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός γίνεται κουμπάρος με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν, και όλα μοιάζουν να προμηνύουν μια ιστορική στροφή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Ωστόσο, οι αμερικανονατοϊκοί σχεδιασμοί για την Ανατολική Μεσόγειο προχωρούν και τα πράγματα θα αλλάξουν. 

Η διπλωματία των παζαριών και της ελεημοσύνης

Την επόμενη δεκαετία η κατάσταση αλλάζει, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση με το ειδικό της βάρος στην Ευρωζώνη να φθίνει, ενώ η Τουρκία επιδιώκει ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Συρίας. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τον διαμελισμό της Συρίας καθώς ο Άσαντ δεν τους είναι αρεστός, εξέλιξη που αντικειμενικά ενθαρρύνει τους Κούρδους της Συρίας να διεκδικήσουν αυτονομία. Αυτό είναι αιτία πολέμου για την Τουρκία η οποία αποστασιοποιείται σχετικά από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα. 

Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο με την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016, την οποία ο Ερντογάν χρεώνει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι αναγκαίος αλλά όχι ο πλέον αρεστός στην Ουάσινγκτον, γεγονός που κάνει την ελληνική άρχουσα τάξη να νομίζει ότι θα κομίσει οφέλη και κέρδη στα εθνικά θέματα. Η συμφωνία των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απότοκο της δικομματικής πλέον πεποίθησης ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι δεδομένα και ασυζητητί στο στρατόπεδο των ΗΠΑ χωρίς υποσημειώσεις, αστερίσκους και διεκδικήσεις. Η εξωτερική πολιτική της χώρας συμπυκνώνεται πλέον στην (αφελή) ελπίδα ότι η πειθήνια και πρόθυμη στάση της Ελλάδας θα εκτιμάται (και θα επιβραβεύεται) δεόντως από τους υπερατλαντικούς συμμάχους. 

Η Τουρκία αντίθετα παίζει σε πολλά ταμπλό και διεκδικεί για τον εαυτό της, παζαρεύοντας διαρκώς, απειλώντας, συναινώντας και ξανά παζαρεύοντας από την αρχή, επιχειρώντας να αναβαθμίσει το ρόλο και τη θέση της. Η ελληνοτουρκική ένταση επανέρχεται καθώς η Τουρκία ανεβάζει την κλίμακα των διεκδικήσεων σε κυριαρχικά δικαιώματα, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, υποθαλάσσιες έρευνες κλπ, ενώ η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο (χωρίς όμως να πηγαίνει για όλα στη Χάγη), ελπίζει στην ευμενή ουδετερότητα των ΗΠΑ και αυτοπροβάλλεται ως πάντα δεδομένος και διαθέσιμος σύμμαχος.

Μέσα σε μια δεκαετία η διπλωματία των σεισμών έδωσε τη θέση της στην διπλωματία των παζαριών και των εκβιασμών, από τη μεριά της γείτονος, και στη διπλωματία της ελεημοσύνης και του καλού παιδιού που θα επιβραβευθεί, από τη μεριά της Ελλάδας. 

Και οι δύο λαοί;

Τα αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης που γεννιούνται μέσα από τις ανθρωπιστικές και φυσικές καταστροφές διαστρέφονται και λοξοδρομούν, χρησιμοποιούνται όταν, και όσο βολεύει, μετασχηματίζονται από τα πάνω με μπόλικες δόσεις οξύτητας, πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης, και ξανά ανασύρονται, όταν η Ουάσινγκτον το επιθυμήσει. 

Συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση ή φιλία και αλληλεγγύη;

Σήμερα, και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μη βαίνει καλώς για το δυτικό στρατόπεδο, η ελληνοτουρκική όξυνση δεν είναι παραγωγική για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι είναι δεδομένη για τις ΗΠΑ, βρέξει – χιονίσει, επομένως η αμερικανική στρατηγική εστιάζει αποκλειστικά στη ρυμούλκηση της Τουρκίας και στην πλήρη στοίχησή της στα ευρωατλαντικά σχέδια. 

Οι τουρκικές εκλογές την άνοιξη του 2023, είτε δώσουν νέα ηγεσία, είτε όχι, θα ανοίξουν -και δεν θα κλείσουν- ένα νέο γύρο τουρκικών διεκδικήσεων. Οι παρατηρητές της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας θα έχουν προσέξει ότι η κεμαλική αντιπολίτευση είναι πιο διεκδικητική, αναθεωρητική και απαιτητική σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία, ακόμα και από τον Ερντογάν. Το παζάρι και ο εκβιασμός, συστατικά στοιχεία της τουρκικής διπλωματίας, θα ενταθούν αν η κατάσταση στην Ουκρανία παγιωθεί εναντίον του ΝΑΤΟ και η Κίνα παραμείνει σε αδιατάρακτη τροχιά κατάκτησης της παγκόσμιας ηγεμονίας, σε οικονομικό τουλάχιστον επίπεδο. Στον πάγκο του κρεοπωλείου θα μπει η Ελλάδα. 

Δείγματα αυτής της πολιτικής έχουν ήδη δοθεί πολλαπλώς. Από τις δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μέχρι τις πολλαπλές διαψεύσεις που έχει δεχτεί το ελληνικό αφήγημα από τον Λευκό Οίκο και τους εκπροσώπους του, το συμπέρασμα είναι ένα: Η Τουρκία είναι μεγάλο μέγεθος για τους Αμερικάνους και επ ουδενί δεν θα αφεθεί να γλιστρήσει προς την Ανατολή, ειδικά σήμερα που η κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται ανοιχτά.

Η επωδός των ΗΠΑ -και λιγότερο άγαρμπα της ΕΕ- είναι μία και μόνη: “Βρείτε τα”. Στη Χάγη ή μόνοι σας. Με συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση, με παράλληλα βεβαίως γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς οι πολεμικές βιομηχανίες πρέπει να εισπράττουν), με εσαεί επικυρίαρχο και επιδιαιτητή την Ουάσινγκτον.  

Νέος γύρος προσέγγισης θα προκύψει, και οι διάφοροι συνήθεις ύποπτοι στην Ελλάδα τον έχουν προαναγγείλλει (πχ δηλώσεις Ντόρας Μπακογιάννη για Χάγη).

  • Ένα ενδεχόμενο είναι να υπάρξει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο (διόλου απίθανο ενδεχόμενο) και το δίλημμα “πόλεμος ή Χάγη” να αποκτήσει ευήκοα ώτα στην ελληνική κοινωνία, με δεδομένο βέβαια ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα είναι σε όλα θετική για τις ελληνικές διεκδικήσεις.
  • Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι η σταδιακή καλλιέργεια νέου κλίματος φιλίας που θα εκμεταλλεύεται τραγικά γεγονότα όπως αυτό των σεισμών για να οδηγήσει σε συμφωνίες συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης, υπό τις εντολές πάντα των ΗΠΑ.
  • Και ένα τρίτο ενδεχόμενο είναι η γραμμή Μολυβιάτη – Καραμανλή, “άσε τα πράγματα να σαπίζουν, έτσι κι αλλιώς αν πάμε σε συμφωνία, αυτή δεν θα είναι θετική για την Ελλάδα”. Μόνο που η τρίτη γραμμή προϋποθέτει μια Τουρκία εξευμενισμένη, πράγμα δύσκολο χωρίς νέα βήματα οπισθοχώρησης από την ελληνική πλευρά. 

Αυτά τα ενδεχόμενα είναι (και τα τρία) ανταγωνιστικά και ξένα με τα πραγματικά αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης των δύο λαών, γιατί διαιωνίζουν το ίδιο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωατλαντικής κυριαρχίας, του παζαριού, των εκβιασμών και των εκκλήσεων ελεημοσύνης και ευμένειας, εντός αυτής. 

Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να πάμε σε μια διατεταγμένη νέα “διπλωματία των σεισμών” που εξίσου εύκολα με το παρελθόν θα καταλήξει σε νέο γύρο εντάσεων, αμφισβητήσεων, αναθεωρητισμού, αλλά σε συνολική ρήξη και έξοδο από την αμερικανική – Νατοϊκή κυριαρχία και τα εθνικά “αιτήματα” Ελλάδας και Τουρκίας, που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της, και με αποδέκτη και κριτή το μεγάλο αφεντικό, την Ουάσινγκτον.  

Αυτή η ρήξη με το πλαίσιο που επιβάλουν οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, θα δημιουργούσε το έδαφος για μια πραγματική διπλωματία των λαών και όχι των αμερικανικών πρεσβειών, που θα εκμεταλλεύεται θετικά και όχι υποκριτικά τα αισθήματα αλληλεγγύης των δύο λαών, αισθήματα που εκδηλώνονται εντονότερα σε στιγμές ανείπωτης καταστροφής και πόνου όπως αυτές που βιώνουν οι Τούρκοι, οι Κούρδοι και οι Σύριοι στα ερείπια των πόλεων και των χωριών τους.

Και η διπλωματία των υποκριτών

Τα φαινόμενα είναι φυσικά, αλλά οι καταστροφές είναι ταξικές. Από τον σεισμό χτυπήθηκε όχι απλά η πιο φτωχή και υποβαθμισμένη περιοχή της Τουρκίας, αλλά η περιοχή που κατοικείται από Κούρδους, πολίτες δεύτερης κατηγορίας του τουρκικού κράτους. Είναι επιπλέον η περιοχή που ζουν σε καταυλισμούς εκατομμύρια πρόσφυγες από τον πόλεμο στη Συρία. 

Ο σεισμός χτύπησε όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τη Συρία. Και αν η Τουρκία τυγχάνει της διεθνούς συμπάθειας και στήριξης γιατί είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Συρία είναι αποσυνάγωγος του δυτικού κόσμου γιατί η ηγεσία της είναι φιλορωσική και μη αρεστή σε ΗΠΑ και ΕΕ. 

Από το 2011, την αρχή του εμφυλίου στη Συρία, η ΕΕ αποφάσισε κυρώσεις εναντίον της συριακής κυβέρνησης, που ευνόησαν αντικειμενικά την ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους. Οι κυρώσεις αυτές ανανεώνονται διαρκώς και ισχύουν μέχρι και το καλοκαίρι του 2023. 

Ανάμεσα στις κυρώσεις αυτές, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Ε. είναι: Πετρελαϊκό εμπάργκο, περιορισμοί επενδύσεων, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που τηρεί στην ΕΕ η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, εξαγωγικοί περιορισμοί. Υποτίθεται ότι οι κυρώσεις αυτές είναι μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία, αλλά στην πράξη είναι μέτρα ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, που ήταν και ο βασικός αντίπαλος του Ισλαμικού Κράτους. 

Στην παρούσα φάση, και με χιλιάδες νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες αστέγους, η προϋπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση στα τουρκο-συριακά σύνορα επιδεινώνεται δραματικά. Ωστόσο, για την ΕΕ και κάθε κράτος μέλος της χωριστά, μεγαλύτερη σημασία έχει η συνεχιζόμενη τιμωρία του φιλοΡώσου και αντιΑμερικάνου Άσαντ, παρά η μερική έστω ανακούφιση του συριακού λαού. 

Το αμερικανικό σχέδιο διαμελισμού της Συρίας μπορεί να μην ευοδώθηκε, αλλά οι κυρώσεις και το εμπάργκο ενάντια στη Συρία καλά κρατούν. Στη δε Ελλάδα, από το 2012 απελάθηκε ο Σύρος πρέσβης και έκτοτε, πρεσβεία της Συρίας στη χώρα μας δεν υπάρχει. Άλλη μια ένδειξη υπαγωγής των ελληνικών εξωτερικών σχέσεων στα συμφέροντα της υπερδύναμης. 

Στη Συρία ακόμα και τώρα, τρεις μέρες μετά την πρωτόγνωρη καταστροφή, υπάρχει αεροπορικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ και η μόνη βοήθεια που έχει φτάσει είναι από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και μερικές ακόμα χώρες που δεν συντάσσονται με τον δυτικό ολοκληρωτισμό.

Πρόκειται για τη χείριστη υποκρισία στα συντρίμμια των ερειπίων. Επιλεκτικές ευαισθησίες, παλιανθρωπιά, φαρισαϊσμός και κούφια λόγια για ευρωπαϊκά κεκτημένα, ανθρωπισμό και αλληλεγγύη. 

Αυτή είναι η διπλωματία των υποκριτών. 

Αμερικανοτσολιαδισμός και ιστορικός αναθεωρητισμός

ΟΕυάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός σε συγκυβέρνηση, «χτύπησε» ξανά, με ένα, κατά τα συνήθη γραπτά του, εντελώς αδιάφορο γενικώς άρθρο. Όπως όλα τα «φαινόμενα» της άνυδρης ιδεολογικώς περιόδου του εκσυγχρονισμού, διάλεξε τον τίτλο «ψύχραιμη εθνική στρατηγική» και πέτυχε να μη μιλήσει ούτε για ψύχραιμη, ούτε για εθνική, ούτε για στρατηγική. Αυτό δεν είναι βεβαίως περίεργο για δημόσια πρόσωπα της συνομοταξίας του: η στρατηγική τους ερχόταν πάντα από «έξω» και από «πάνω», επομένως πώς να αναπτύξουν ικανότητες διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής; Ως εκ τούτου το άρθρο αυτό τελειώνει με μια έκκληση για «συμπεριληπτική εθνική στρατηγική, που μπορεί να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση», χωρίς φυσικά κανένα ίχνος περί του τι θα προέβλεπε μια τέτοια στρατηγική.

Κανένα; Όχι ακριβώς. Υπάρχει ένα, μόνο που δεν είναι εθνικό. Στην πραγματικότητα δε, αποτελεί και τον λόγο που γράφτηκε αυτό το άρθρο, δηλαδή την ανάγκη του κ. Βενιζέλου να δηλώσει παρών, ξανά και εμφατικώς, στον αμερικανοτσολιαδισμό που κυριαρχεί στην εποχή μας και στην πατρίδα μας: «Η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ χωρίς αμφιταλαντεύσεις και εξαιρετισμούς». Είναι κατανοητό; Ναι, σε όλα. Πώς ήταν εκείνα τα «ναι σε όλα» στον κ. Σόιμπλε; Τώρα «ναι σε όλα» στον κ. Τσούνη.

Μάλιστα, θα πει κανείς, αλλά η Τουρκία που αμφιταλαντεύεται φαίνεται να κερδίζει σε ισχύ και επιπλέον μας απειλεί. Να μην αγχωνόμαστε μας λέει ο κ. Βενιζέλος και προπαντός ψυχραιμία. Οι ΗΠΑ θα μας σώσουν. Ή όπως έλεγε και ο Ιωαννίδης όταν οι Τούρκοι επιβιβάζονταν στα αποβατικά το ’74: «Άσκηση είναι, μην τους προκαλείτε».

Επιπλέον, επειδή ο κ. Βενιζέλος θέλει να μας πει ότι έτσι ήταν πάντα και επομένως, και αν στραβώσει κάτι με τις συμβουλές του (όπως και συνήθως συμβαίνει), ο ίδιος καμία ευθύνη δεν φέρει, σε μια αποθέωση, δυστυχώς όχι ασυνήθιστη, ανιστόρητου ιστορικού αναθεωρητισμού και γραικυλισμού μας λέει ότι «η Ελλάδα γεννήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος πριν από 200 χρόνια, με τη θεωρία ότι μπορεί να συμβάλει, μαζί με την παρακμάζουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην ανακοπή της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο».

Προσέξτε, δεν μας λέει ότι αυτή ήταν η επιδίωξη των Αγγλογάλλων, εξ ου και αναγκάστηκαν να συρθούν προς μια μετριοπαθή υποστήριξή της, μετά και τις θετικές προς την επανάσταση ρωσικές κινήσεις. Δεν μας λέει ότι ήταν ο πόθος και ο αγώνας των Ελλήνων για απελευθέρωση που εδραίωσαν την επανάσταση, ώστε να μην μπορούν να την παραγνωρίσουν οι ξένοι. Μας λέει ο κ. Βενιζέλος ότι ουσιαστικώς μας έκαναν κράτος οι απέξω και επομένως πρέπει να μείνουμε ταγμένοι στον αντιρωσισμό.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ένας εκλεκτός της αμερικανοκρατίας και της ολιγαρχίας. Πάντα ήταν. Ακόμα και εμείς που αγαπούμε τον Ανδρέα Παπανδρέου και δεν το κρύβουμε, καταλογίζουμε στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ ότι μέσα στις διάφορες αντιφάσεις του, διέπραξε το μέγιστο λάθος να μην πετάξει εκτός ΠΑΣΟΚ και πολιτικής ζωής, τους δεξιούς, όταν μπορούσε και έπρεπε. Τους πληρώσαμε και θα τους πληρώνουμε για πολύ καιρό ακόμα.

Ο κ. Βενιζέλος όμως είναι και κάτι άλλο: είναι ένας από τους βασικούς θεωρητικούς της υποτέλειας (με το αζημίωτο βεβαίως, δηλαδή την ικανοποίηση ή την προσδοκία ικανοποίησης της αρχομανίας του). Ο λόγος του είναι τοξικός, γιατί επικαλείται την επιστημονική αυθεντία, την ψυχραιμία (την οποία παροιμιωδώς δεν επέδειξε ποτέ ως προτέρημα) και την ιστορική θεμελίωση (ενώ είναι καταφανώς ανιστόρητος). Δεν είναι ο μόνος φυσικά. Οι επενδύσεις των γνωστών ξένων πρεσβειών έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους, ώστε να παράγονται γραφίδες ατελείωτες που επαναλαμβάνουν τα παραπάνω. Αυτό άλλωστε είναι και το άγχος του κ. Βενιζέλου. Υπάρχουν τόσοι πολλοί, διαθέσιμοι σε όλο το πολιτικό φάσμα, ώστε σταδιακώς έχει γίνει ένας στο σωρό, εξ ου και το παραπάνω άρθρο. Τι να κάνουμε; Έχει και η υποτέλεια σε υπερπροσφορά τις αντενδείξεις της.

Πηγή: Κοσμοδρόμιο

Μπορούν σήμερα να τιμούν τη γενοκτονία των Ποντίων όσοι κλείνουν τα μάτια στην εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων;

Εδώ και δύο εβδομάδες στην Ελλάδα στήθηκε ένας πρωτοφανής μηχανισμός υποστήριξης των βίαιων, τυφλών και φονικών επιθέσεων του Ισραήλ ενάντια στους Παλαιστίνιους. Ποτέ άλλοτε ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και στο διεθνές δίκαιο, δεν τσαλακώθηκε τόσο πολύ στη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας, όσο σήμερα. Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς παράγοντες, την ένοχη αξιωματική αντιπολίτευση (μην ξεχνάμε τον …«Μπίμπι»), και το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ, τα «εθνικά συμφέροντα της χώρας» υπαγορεύουν να είμαστε αναφανδόν με το Ισραήλ.

Κατά ειρωνεία της τύχης, σήμερα είναι η ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Ποντίων. Η γενοκτονία οδήγησε στη φυσική εξόντωση, στον αφανισμό, στον εκτοπισμό, στο ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες. Η Τουρκία κατά τη δεκαετία 1913 – 1923 επιχείρησε να συγκροτήσει ένα καθαρό κράτος, προχωρώντας στην εθνοκάθαρση χριστιανικών πληθυσμών. Τι διαφορετικό όμως κάνει το Ισραήλ σήμερα;

Σύμφωνα με την εξωτερική πολιτική της αστικής τάξης της χώρας, «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου». Αφού λοιπόν το Ισραήλ ανταγωνίζεται με την Τουρκία και η Χαμάς (φέρεται ότι) στηρίζεται από τον Ερντογάν, η Ελλάδα οφείλει να είναι χωρίς όρους και αστερίσκους με το Ισραήλ.

Έννοιες όπως το διεθνές δίκαιο, η ιστορική αλήθεια, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, η παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα αντίστασης ενάντια σε καθεστώτα διωγμών, διακρίσεων, απαρτχάιντ, έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια. Διανοητές επιπέδου Β Δημοτικού που παριστάνουν τους διεθνολόγους και τους γεωπολιτικούς αναλυτές, αντισημίτες που ανακάλυψαν εσχάτως τη γοητεία του σιωνισμού (Γεωργιάδης, Καμμένος κλπ), αλλά και το σύνολο του πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί το ευρωατλαντικό πλαίσιο της χώρας, ανεμίζουν τη σημαία ενός χυδαίου πραγματισμού: Κλείνουν τα μάτια μπροστά σε μια κατάφωρη αδικία σε βάρος ενός λαού. Αγνοούν το γεγονός ότι το κράτος του Ισραήλ αποδεδειγμένα προχωρά σε πολιτικές εθνοκάθαρσης, διωγμών, διακρίσεων. Θυματοποιούν τον θύτη και ενοχοποιούν τα θύματα.

Σύμφωνα με όλους αυτούς, δεν υπάρχει ούτε Διεθνές Δίκαιο, ούτε ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε ισοτιμία μεταξύ ανθρώπων και λαών. Το Ισραήλ δικαιούται να υπάρξει – και αν για να υπάρξει πρέπει να εξαφανίσει έναν άλλον λαό που επί αιώνες ζει στην περιοχή που συγκροτήθηκε πριν 75 χρόνια το κράτος του Ισραήλ – δεν πειράζει.

Αυτός ο λαός, ο Παλαιστινιακός, ας εξαφανιστεί, ας εξολοθρευθεί, ας μεταναστεύσει, ας δολοφονηθεί, ας εκτοπισθεί.

Την ελληνική άρχουσα τάξη, δεν την ενδιαφέρει κάτι τέτοιο.

Αλλά αν το Ισραήλ δικαιούται να κάνει εθνοκάθαρση για να συγκροτήσει ένα καθαρό κράτος γιατί το δικαίωμα αυτό δεν το είχαν οι Νεότουρκοι και σήμερα ζητάμε να αναγνωριστεί η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων;

Τι διαφορετικό ισχυρίζεται το επίσημο τουρκικό κράτος όταν λέει ότι οι διωγμοί των Αρμενίων και των Ποντίων ήταν η άμυνα του νεοσυγκροτημένου τουρκικού κράτους μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα πλαίσια του αναφαίρετου δικαιώματός του να αμυνθεί έναντι των τότε εισβολέων;

Και πόση αξιοπιστία μπορεί να έχει μια πολιτική που ανεβαίνει στα κεραμίδια για την εθνοκάθαρση που διέπραξε η Τουρκία πριν έναν αιώνα, αλλά τάσσεται ανεπιφύλακτα με το Ισραήλ στην εθνοκάθαρση που διαπράττει σήμερα εναντίον των Παλαιστινίων;

Όσοι θεωρούν ότι αυτά είναι ψιλά γράμματα διότι η διεθνής διπλωματία συγκροτείται στη βάση της μάχης των συμφερόντων και όχι της υπεράσπισης αρχών, καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε ΗΠΑ, ούτε Ισραήλ, ούτε Τουρκία. Δεν στηρίζει την υπεράσπιση των εθνικών της θέσεων στο δίκαιο του ισχυρού, αλλά στο διεθνές δίκαιο. Αν στην περίπτωση της Παλαιστίνης, η Ελλάδα διατρανώνει το δικαίωμα του Ισραήλ να γράψει το διεθνές δίκαιο στα παλιά του τα παπούτσια, γιατί αύριο πρέπει η Τουρκία να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο στην Κύπρο, στο Αιγαίο ή στη Θράκη;

Με ποια αξιοπιστία η Ελλάδα θα διεκδικήσει εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου στη δική της περίπτωση, ενώ θα έχει γελοιοποιήσει την καθολικότητά του, προς χάριν του Ισραήλ; Η πολιτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών εγγράφει τετελεσμένα. Και αυτά τα τετελεσμένα, αύριο θα διαμορφώσουν νέα τετελεσμένα.

Όταν η Τουρκία, υπό τις ευλογίες ή έστω την ανοχή των ΗΠΑ και της ΕΕ, διεκδικήσει λεόντειο μερτικό από ο,τιδήποτε δεν είναι δικό της, ας μην τολμήσει κανείς Χατζηαβάτης του σιωνισμού να επικαλεστεί δακρύβρεχτα το διεθνές δίκαιο ή το δίκαιο της θάλασσας. Γιατί η απάντηση που θα λάβει – και θα έχει ισχύ γιατί θα ενισχύεται επιπλέον από τον νόμο του ισχυρού – θα είναι ότι το Διεθνές Δίκαιο δεν είναι αλά καρτ. Δεν γίνεται να μην εφαρμόζεται στην Παλαιστίνη, αλλά να εφαρμόζεται στην Κύπρο.

Όσο για τις περισπούδαστες αναλύσεις για τον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Ελλάδα που τάχα θα γίνει το αφεντικό στην περιοχή μετά την πτώση σε δυσμένεια του Ερντογάν, έχουν πάει στον κουβά, από την εποχή που οι Κούρδοι έμαθαν ότι η Τουρκία είναι “too big to fail” και “too valuable to be lost” από τα ευρωατλαντικά συμφέροντα.

Προς το παρόν, το ελληνικό αστικό προσωπικό, αφού έδεσε χειροπόδαρα τη χώρα στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ, μπορεί να βλέπει τον «Μπίμπι» Νετανιάχου να ευχαριστεί όλες τις πρόθυμες χώρες που στήριξαν τις αιματοβαμμένες επιθέσεις του στη Γάζα, αλλά να «ξεχνά» την Ελλάδα. Ποιος στα αλήθεια έχει ανάγκη να ευχαριστήσει μια χώρα που είναι παντού και πάντα δεδομένη;

Η προκλητική στήριξη της Ελλάδας στις πολιτικές διωγμών, διακρίσεων, απαρτχάιντ και εθνοκάθαρσης που εφαρμόζει το Ισραήλ, τάχα γίνεται για να κερδίσουμε τη στήριξη του Ισραήλ στην αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία.

Στην πραγματικότητα, έχουμε μια τριπλή αυτοκτονία:

Πρώτον, το Ισραήλ (και πολύ περισσότερο οι ΗΠΑ) δεν πρόκειται να κουνήσουν ούτε το δαχτυλάκι τους για τα αμιγώς ελληνικά συμφέροντα, καθώς θα βάλουν στη ζυγαριά το βάρος και τον εξευμενισμό της Τουρκίας.

Δεύτερον, η εξωτερική πολιτική της χώρας που μονίμως επικαλείται το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας στις ελληνοτουρκικές διαφορές και το Κυπριακό θα έχει βγάλει τα μάτια της με τα ίδια της τα χέρια.

Τρίτον, σε αντίθεση με παλιότερους πολιτικούς της αστικής τάξης που είχαν δύο δράμια μυαλό και αναζητούσαν μια Ελλάδα «γέφυρα» ανάμεσα σε αντιθέσεις, ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες της περιοχής, και άρα αναπόσπαστο τμήμα διεθνών συνομιλιών και λύσεων, το σύγχρονο πολιτικό προσωπικό, που διαμορφώθηκε στην εποχή των μνημονίων, αναζητά μια Ελλάδα αιωνίως δεδομένη και άρα πανταχόθεν αγνοημένη. Μπορεί όμως να κάνει εύπεπτες δηλώσεις κάθε 19 Μάη για τη γενοκτονία των Ποντίων. Προσφέρονται για εσωτερική κατανάλωση του εκλογικού ακροατηρίου.

Έγιναν λιοντάρια οι λαγοί των ΗΠΑ;

Ρίγη εθνικής συγκίνησης σκόρπισε ανά την Ελλάδα η υπερήφανη στάση του Υπουργού Εξωτερικών Δένδια έναντι του Τσαβούσογλου στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι τουλάχιστον μας πληροφόρησαν τα ελληνικά ΜΜΕ. Ορισμένοι (και η αντιπολίτευση) υπαινίχθηκαν ότι η συγκεκριμένη στάση Δένδια είναι αποτέλεσμα εσωκομματικής σύγκρουσης στη ΝΔ, ανάμεσα στην πάντα υποχωρητική γραμμή Σημίτη και στην λιγότερο υποχωρητική γραμμή Καραμανλή.

Το να έκανε ωστόσο ο Ν Δένδιας εσωκομματικό παιχνίδι είναι η καλή εκδοχή. Όσο και αν η αντιμετώπιση σημαντικών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής υπό το πρίσμα μικροπολιτικών επιδιώξεων είναι επικίνδυνη, η άλλη εκδοχή είναι ακόμα πιο επικίνδυνη.

Γιατί η άλλη εκδοχή είναι να εκτελεί για ακόμα μια φορά η Ελλάδα ρόλο λαγού των ΗΠΑ.

Η αλλαγή διακυβέρνησης στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε όξυνση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας. Απόδειξη η Ουκρανία. Στην περιοχή μας αυτό μεταφράζεται σε στρίμωγμα του Ερντογάν και απόπειρα να σπάσουν οι δίαυλοι Ρωσίας – Τουρκίας οι οποίοι παρά τις επιμέρους εντάσεις, διατηρούνται.

Η διακυβέρνηση Μπάιντεν απέναντι στον Ερντογάν είναι καταρχήν επιθετική και απειλητική: «Προσδεθείτε μόνιμα στον δυτικό άξονα και τα αμερικανικά συμφέροντα και σταματήστε να παίζετε σε διπλό ταμπλό». Αυτό σημαίνει ότι προς το παρόν οι ΗΠΑ θέλουν να στείλουν «αυστηρό μήνυμα». Ποιος καλύτερος γραμματοκομιστής από τη «δεδομένη» (κατά τη διατύπωση Μητσοτάκη) Ελλάδα;

Αυτή όμως είναι η πλέον επικίνδυνη εκδοχή. Μια Ελλάδα που κινείται όπως της παραγγέλνουν οι υπερατλαντικοί προστάτες.

Όταν της γνέφουν ότι δεν την καλύπτουν, βάζει την ουρά στα σκέλια και οδηγείται από τη μία υποχώρηση στην άλλη σαν υπάκουο κανίς. Όταν της αφήνουν να εννοηθεί ότι μπορεί να γαβγίσει, παριστάνει το μολοσσό.

Ποιος στα αλήθεια έχει ξεχάσει το ποντάρισμα που έκανε η ελληνική κυβέρνηση επί Τσίπρα – Κοτζιά στο αμερικανικό σχέδιο; Τότε που δήθεν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Συρία ευνοούσαν τους Κούρδους και στρίμωχναν τους τουρκικούς σχεδιασμούς;

Τότε που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μας διαβεβαίωνε ότι η στενότερη, περίπου μονολιθική, πρόσδεση στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος θα προσφέρει τις ΑΟΖ και το σύνολο των εθνικών διεκδικήσεων στο πιάτο της Ελλάδας;

Και ποιος ξέχασε ότι το σχέδιο αυτό χρεοκόπησε όταν οι ΗΠΑ έκαναν σαφές ότι η Τουρκία είναι “too big to be lost” και δεν μπορεί επ’ ουδενί να χαριστεί στον Πούτιν;

Ποιος ξέχασε τη χρεοκοπημένη επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ και την ψυχρολουσία από τον Τραμπ;

Ποιος ξέχασε τους πανηγυρισμούς για τον East Med ο οποίος, ένα χρόνο πριν, ήταν η φοβερή και τρομερή «αιχμή του δόρατος» της ελληνικής πολιτικής και σήμερα είναι στα αζήτητα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ελλάδα κοιμόταν όσο σχεδιαζόταν το τουρκολιβυκό μνημόνιο που περνά την τουρκική ΑΟΖ πάνω από την Κρήτη; Ποιος ξέχασε ότι η «ευφυής» ελληνική απάντηση ήταν η περσινή εγκόλπωση του σήμερα ηττημένου στρατάρχη Χαφτάρ; Ποιος ξέχασε ότι ο λίβυος πρέσβης Μένφι που αποπέμφθηκε πέρυσι από την Αθήνα λόγω του τουρκολιβυκού μνημονίου, κατέληξε Επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης και υποδέχθηκε νικητής τον ταπεινωμένο Μητσοτάκη στη Λιβύη πριν δέκα ημέρες;

Ποιος ξέχασε ότι όταν οι ΗΠΑ κρέμασαν την Ελλάδα, το τουρκικό Ορούτς Ρέις έκοβε βόλτες σε ό,τι θεωρείται ελληνική υφαλοκρηπίδα;

Ποιος ξέχασε ότι η Ε.Ε. τάχα θα επέβαλε κυρώσεις στην Άγκυρα, οι οποίες συζητούνταν και συζητούνταν και συζητούνταν, και τελικά δεν ήρθαν ποτέ;

Ποιος ξέχασε ότι την εποχή που η Τουρκία ζητούσε υποχώρηση της Ελλάδας από τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ δήλωνε «κάντε διάλογο και βρείτε τα – εμάς μην μας ανακατεύετε»;

Στα αλήθεια λοιπόν, ο λαγός των ΗΠΑ μετατράπηκε σε λιοντάρι που βρυχάται;

Ή απλώς εκτελεί τις επιθυμίες των ισχυρών, επιχειρώντας μεν να αποκομίσει πρόσκαιρα επικοινωνιακά οφέλη, γνωρίζοντας όμως ότι ως «δεδομένος και πάντα πιστός σύμμαχος» θα αδειαστεί μεγαλοπρεπώς, την επόμενη φορά που η Δύση θα θελήσει να εξευμενίσει τον Ερντογάν;

Δυστυχώς αυτό ήταν η επίσκεψη Δένδια στην Κων/πολη. Ούτε ξέσπασμα εθνικής περηφάνειας, ούτε εσωκομματικός ανταγωνισμός με τον Μητσοτάκη, ούτε αλλαγή πλεύσης στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

Αν κάπου υπάρχει αλλαγή πλεύσης είναι η αμερικανική στάση προς την Άγκυρα. Η οποία αποτελείται σήμερα από περισσότερο μαστίγιο και λιγότερο καρότο. Αλλά όταν αύριο, θελήσει να κλείσει τη συμφωνία με τον Ερντογάν, θα του χαρίσει πολλά καρότα, ανάμεσα στα οποία και τα «εθνικά δίκαια» της χώρας μας. Η οποία, ως εσαεί «δεδομένη» στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, θα ξεχάσει τους λεονταρισμούς, και θα παραδεχθεί ως λαγός ότι «λέμε και καμιά μαλακία να περνά η ώρα» κατά το γνωστό ανέκδοτο.

Η εθνική αξιοπρέπεια δεν χτίζεται με σκληρές δηλώσεις εν μέσω χαριτωμένων αστεϊσμών. Χτίζεται με ανατροπή της εξωτερικής πολιτικής που έχει οικοδομήσει η ελληνική άρχουσα τάξη. Όσοι μάλιστα θεωρούν ότι η «γραμμή Καραμανλή» είναι ανταγωνιστική με τη «γραμμή Σημίτη» στα εξωτερικά θέματα, ας το ξανασκεφτούν. Στην πραγματικότητα η μία πολιτική είναι ευθέως υποχωρητική, επιδιώκοντας γρήγορη «λύση» σε όλα τα θέματα προς όφελος των ΗΠΑ και της ΕΕ, ενώ η άλλη, χωρίς να αλλάζει βασικό προσανατολισμό, επιλέγει τη «μη λύση», τη στασιμότητα, κρατώντας τα αδιέξοδα να χρονίζουν.

Η εθνική αξιοπρέπεια απαιτεί μια άλλη εξωτερική πολιτική. Με πολυδιάστατες και πολύμορφες διεθνείς σχέσεις που στηρίζονται στο σεβασμό, στην αναγνώριση, στο διεθνές δίκαιο και στην αμοιβαία εκτίμηση. Με εκμετάλλευση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι με τη μονοδιάστατη πρόσδεση σε στρατόπεδα. Με κριτήριο την ειρήνη, τη συνεργασία, τη φιλική συνύπαρξη με τους γείτονες, αλλά και την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης.

Απο ήττα σε ήττα… μέχρι το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο!

Σύσσωμος ο καθεστωτικός τύπος προετοίμαζε με τυμπανοκρουσίες τις επερχόμενες κυρώσεις για την Τουρκία. Κάθε μέρα μας έφερνε όλο και πιο κοντά στην ημέρα επιβολής των κυρώσεων, οι εκπρόσωποί μας σε όλους τους τόνους διεμήνυαν ότι θα πάνε να δώσουν την μάχη των μαχών, να δώσουν ένα μάθημα στην αυθάδη Τουρκία του Ερντογάν. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Πέτσας δήλωσε μάλιστα ότι «Δεν θα φύγει από τη Σύνοδο Κορυφής ο Μητσοτάκης αν δεν πάρει κάτι».

Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει μονολεκτικά για το τι τελικά πήρε ο Μητσοτάκης στις Βρυξέλλες. Από το τελικό κείμενο συμπερασμάτων, που υιοθέτησε η ΕΕ για την Τουρκία, προκύπτει η απόλυτη διάψευση των προσδοκιών της ελληνικής κυβέρνησης καθώς και η τραγική επιβεβαίωση της μοίρας που επιφυλάσσεται στους δεδομένους υποτακτικούς. Δεν προβλέπονται νέες κυρώσεις για την Τουρκία, ενώ η τελική απόφαση επί ενός καταλόγου κυρώσεων μετατίθεται για… τον Μάρτιο. Γίνεται μονάχα αναφορά στις «μονομερείς ενέργειες και προκλήσεις» κατά κρατών – μελών της ΕΕ και στις «προκλητικές δραστηριότητες» στην Ανατολική Μεσόγειο και την ΑΟΖ της Κύπρου.  Και έπειτα, αναγνωρίζεται το στρατηγικό ενδιαφέρον της ΕΕ για την ανάπτυξη της αμοιβαίας συνεργασίας με την Τουρκία, με ειδική αναφορά στο προσφυγικό. Τέλος, υπενθυμίζεται και η ανάγκη συντονισμού της ΕΕ με τις ΗΠΑ, για αυτά τα θέματα.

Απο αυτήν την πυκνή παράθεση, προκύπτουν τα εξής βασικά συμπεράσματα:

– Η ΕΕ δεν μπορεί και, κυρίως, δεν θέλει να διαρρήξει τις σχέσεις με τον Ερντογάν. Από οικονομική άποψη, πολύ βασικοί «παίκτες» της κούρσας των εξοπλισμών (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία) έχουν συμφέρον, όχι μόνο από την προσέγγιση της Τουρκίας, αλλά και από την διαιώνιση μίας ορισμένης κατάστασης γεωπολιτικής ανασφάλειας, για τις αγορές τους. Σε πολιτικό επίπεδο, η συμφωνία της Τουρκίας με την ΕΕ αποτελεί βασικό εργαλείο στη διαχείριση του προσφυγικού, ενός προβλήματος που η ΕΕ συνέδραμε στην δημιουργία του: ο Ερντογάν κρατά τους πρόσφυγες μακρυά από τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Σε διπλωματικό επίπεδο, μία ενδεχόμενη σκληρή στάση απέναντι στην Τουρκία ενδεχομένως να την σπρώξει συγκυριακά πιο κοντά προς έναν άλλον γεωπολιτικά ισχυρό παίκτη, όπως τη Ρωσία ή την Κίνα. Ενδεχόμενο που αποστρέφονται μετά βδελυγμίας, καταρχήν, οι Αμερικάνοι. Και επειδή, καλώς ή κακώς, οι σχέσεις πατρονίας και επικυριαρχίας των ΗΠΑ στην Ευρώπη ουδέποτε εξαφανιστήκαν, ο γεωπολιτικός νάνος της ΕΕ δεν υπήρχε περίπτωση να λάβει θέση στην «καυτή πατάτα», ακόμα και αν αυτό σημαίνει την εργαλειοποίηση από έναν Ερντογάν: καλύτερα, η ανάθεση στην Προεδρία Μπάϊντεν. Ας δώσουν οι Αμερικάνοι την τελική απάντηση στο ερώτημα..

– Η ελληνική πλευρά συνειδητά πορεύεται χωρίς διπλωματικά εργαλεία. Έχει περιοριστεί στον επικοινωνιακό χειρισμό της στάσης στα ελληνοτουρκικά, για να περισώσει τουλάχιστον το όποιο πολιτικό κύρος στο εσωτερικό της χώρας. Η γραμμή Μητσοτάκη στην Σύνοδο του Pacta Sunt Servanda, της τήρησης των συμφωνιών, σε ένα περιβάλλον που τα συμφωνημένα ξεσκίζονται από την ισχύ της επιβολής, αποτελεί γραμμή εθνικά αυτοκτονική. Πλην, ταιριάζει απόλυτα στις προσδοκίες της ΕΕ για έναν πειθαρχημένο κολίγο, που δεν θα «τινάξει την μπάνκα στον αέρα». Ουδέποτε έθεσε η Ελλάδα στην Σύνοδο θέμα εμπάργκου όπλων, ενώ παράλληλα ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσέρχεται με μία τοποθέτηση ότι η απόσταση από τα 6 εως τα 12 ν.μ. αποτελούν διαφιλονικούμενη ζώνη: τα τελευταία στερούν την νομική βάση για κυρώσεις στην Τουρκία για τις κινήσεις της στο Αιγαίο. Η ελληνική πλευρά υιοθετεί πλέον το αφήγημα ότι, πάντως, θα υπάρξουν κυρώσεις σε «φυσικά πρόσωπα και εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο» και περιορίζεται στον αγώνα για σκληρές…. διατυπώσεις στο κείμενο των συμπερασμάτων.

– Η Τουρκία παίρνει καθαρό μήνυμα ότι μέχρι τον Μάρτιο, τουλάχιστον, παίζει, και επίσημα πλέον, χωρίς αντίπαλο. Άρα μπορεί να προχωρήσει σε νέο γύρο αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, έρευνες σε διαφιλονικούμενες θαλάσσιες ζώνες, κατοχύρωσης νέων τετελεσμένων. Η Γαλλία υποχωρεί, υπό τις πιέσεις Μέρκελ για διατήρηση καλού επιπέδου σχέσεων με την Τουρκία, και ενώ έχω ήδη υποστεί σειρά ηττών στην περιοχή. Η Ελλάδα και η Κύπρος μένουν μονάχα με φραστικές αναφορές, και αυτές πετσοκομμένες, χωρίς μέτρα και αποτρεπτικές κυρώσεις απέναντι σε έναν επεκτατικό γείτονα. Οι Γερμανία και οι ΗΠΑ καλούν σε διμερείς επαφές και διαπραγματεύσεις Ελλάδα και Τουρκία, καλούν σε «διαχείριση των διαφορών», βάζοντας στην ίδια μοίρα αυτόν που διαρκώς επεκτείνει τις βλέψεις του με αυτόν που διαρκώς περιορίζει τις δικές του. Καταγράφουν ως «θετικό βήμα» το ότι ελλιμενίστηκε το Όρουτς Ρεις. Η ίδια η Άγκυρα, άλλωστε, επιμένει μετά από κάθε «βόλτα» στο Αιγαίο, να καλεί την Ελλάδα σε διάλογο, «χωρίς προϋποθέσεις» και κυρίως, χωρίς κανέναν φραγμό και όριο. «Όλα στο τραπέζι» λοιπόν, και το «όλα» περιλαμβάνει τα πάντα. Κάθε φορά που τα τουρκικά ερευνητικά βολτάρουν σε εκατέρωθεν διεκδικούμενες θαλάσσιες ζώνες κερδίζουν ένα ακόμα θέμα προς διαπραγμάτευση. Σαν τον νταή στο σχολείο, οι προσκλήσεις για διάλογο περιορίζονται ενώπιον του αδιάφορου διευθυντή, ενώ έξω από την σχολική αίθουσα, περιμένει νέο μαρτύριο για τον καρπαζοεισπράκτορα.

Η ΕΕ αποτελεί ένα θνησιγενές σχήμα, με μηδενικό γεωπολιτικό εκτόπισμα, που ξέρει να δείχνει τα δόντια του μονάχα στους λαούς. Ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός επωμίστηκε το βάρος της «συναδέλφωσης» για να πάρει πίσω ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση. Ένα απο τα διαχρονικά επιχειρήματα της αστικής τάξης της χώρας, ότι μία ρήξη με την ΕΕ μας αφήνει εκτεθειμένους στην Τουρκία, γκρεμίζεται για μια ακόμα φορά σαν πύργος με τραπουλόχαρτα. Η Ελλάδα εργαλειοποιείται, για να εξευμενιστεί ο Ερντογάν: αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος της ΕΕ και σε αυτό συντείνει η στάση του Μητσοτάκη. Μία κυβέρνηση η οποία δεν μπορεί να σηκώσει τόνους και να βάλει εμπόδια στη Σύνοδο Κορυφής, και να περιορίζεται στην εσωτερική επικοινωνιακή διαχείριση, όσο αυτό είναι δυνατόν, της εθνικής ταπείνωσης.

Από τον Οκτώβρη μέχρι σήμερα βομβαρδιζόμασταν με διαβεβαιώσεις για τις σκληρές ευρωπαϊκές κυρώσεις απέναντι στην Τουρκία. Πλησιάζει η ώρα, από μέρα σε μέρα, έλεγαν.. Άραγε, θα μας λένε τα ίδια για τις επόμενες 100 περίπου μέρες μέχρι τον Μάρτιο και την επόμενη Σύνοδο Κορυφής;

Από την άλλη, τί είναι 100 μέρες μπροστά στην ατέλειωτη αιωνιότητα του παρόντος του προσκυνημένου;

Ερντογάν από νίκη σε νίκη. Μητσοτάκης από κάμψη σε κάμψη.

Το δράμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θυμίζει τηλεοπτική σαπουνόπερα παιγμένη ανηλεώς σε επανάληψη. Επί μήνες ολόκληρους, το ίδιο σχέδιο, η ίδια γραμμή, οι ίδιες ατάκες, οι ίδιες σκηνές, οι ίδιες μεγαλόστομες κοινοτυπίες: Σε πολύ υψηλούς τόνους ζητάμε με δηλώσεις περιορισμό της Τουρκίας και δέσμευση των εταίρων για βαρύτατες κυρώσεις… Και σε κάθε επανάληψη, το ίδιο τέλος: αδιέξοδο, υποταγή, εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η αναζήτηση προστάτη, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν στέφθηκε με επιτυχία. Τα δισεκατομμύρια στην Γαλλία για εξοπλισμούς, η μετατροπή της χώρας σε μία τεράστια αμερικάνικη βάση, η αποδοχή της επιβεβλημένης από την Γερμανία συμφωνίας για το προσφυγικό, δεν άλλαξαν ουσιαστικά την στάση των ξένων απέναντι στην υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων. Το περισσότερο που πήραμε ήταν ένα διπλωματικό «χτύπημα στην πλάτη». Η Γερμανία παραμένει στο πλευρό της Τουρκίας, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να τηρούν «ίσες αποστάσεις», η Γαλλία παραμένει ανήμπορη και σε υποχώρηση. Και η Τουρκία συνεχίζει να επεκτείνει την επιρροή της, να δημιουργεί τετελεσμένα, να επιβάλλεται δια της ισχύος ως αναγκαίος συνομιλητής οποιουδήποτε θέλει να πλησιάσει την περιοχή της Αν. Μεσογείου.

Ο Ερντογάν, μετά την Συρία, παρεμβαίνει με στρατό σε Λιβύη και παίζει ρόλο εγγυητή των συμφερόντων του Αζερμπαϊτζάν. Εμφανίζεται όλος αυτοπεποίθηση στα Βαρώσικα και κάνει έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ. Βγάζει διαρκώς νέες NAVTEX για το Oruc Reis, που για δύο μήνες αλώνιζε έως και 6 μίλια Νότια από το Καστελόριζο. Επιτίθεται στην ελληνική πλευρά, ζητώντας την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Όταν, δε, θέλει να δείξει μεγαθυμία, καλεί το Oruc Reis να ελλιμενιστεί, προσφέροντας απλόχερα τις πολυπόθητες – από την Μέρκελ και το ΝΑΤΟ – ενδείξεις κατευνασμού..

Το πρόσφατο σήκωμα των τόνων από την πλευρά του Δένδια, η επίθεση στην Γερμανία για την ολιγωρία κυρώσεων και εμπάργκο στην Τουρκία, σε τί ακριβώς αποσκοπεί; Στο να πειστεί η Γερμανία να αλλάξει στάση προς την Τουρκία; Είναι μια κίνηση να οξυνθούν οι σχέσεις Γερμανίας – Γαλλίας πριν τη σύνοδο της Ε.Ε.; Ίσως, μια απέλπιδα προσπάθεια στροφής προς τις ΗΠΑ του Μπάιντεν; Άραγε, συνάδει με την στάση του ίδιου του πρωθυπουργού και την απόλυτα συγκαταβατική στάση του;

Αν θέλει να οξύνει την αντιπαράθεση, ο Δένδιας ξέρει πολύ καλα ότι υπάρχουν και επαρκή διπλωματικά μέσα όπως το βέτο, και όχι απλά πιο «έντονες δηλώσεις». Οι πιστολιές στον αέρα δεν θα βγάλουν τη χώρα από το καινούργιο αδιέξοδο στην εξωτερική πολιτική: Η Τουρκία δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα με τις πράξεις της. Η Ελλάδα δηλώνει ότι… αναμένει δηλώσεις περί κυρώσεων από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ και μένει με τις δηλώσεις στο χέρι.

Δεν περιμένουμε θαύματα από την Ευρωσύνοδο στις 10-11 Δεκεμβρίου. Ένας ενδεχόμενος κατάλογος μελλοντικών κυρώσεων αποτελεί χάδι και φανερώνει επιδεικτική αδιαφορία στις κραυγές αγωνίας του Δένδια. Όσο τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας και τα στρατιωτικά συμφέροντα του ΝΑΤΟ είναι άμεσα συνδεδεμένα με την επιθετική πολιτική του Ερντογάν, δεν θα υπάρξει κανένα σοβαρό μέτρο. Στο βαθμό, δε, που η Ευρωπαϊκή Ένωση, για άλλη μία φορά, εμφανίζεται ανίκανη να τιθασεύσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις, η Γαλλία θα βρίσκεται διαρκώς σε υποχώρηση και η Ελλάδα σε στάση οσφυοκάμπτη επαίτη.

Η σκληρή και αδιέξοδη πραγματικότητα είναι ότι ο Ερντογάν είναι αναγκαίος, επομένως μπορεί να διαπραγματευτεί με μεγάλους παίκτες, και το κάνει ευθαρσώς. Ο Δένδιας και ο Μητσοτάκης είναι δεδομένοι, και έχουν παραιτηθεί απο την άσκηση οποιαδήποτε πίεσης, ακόμα και με όρους της αστικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα και όταν οι «κυρώσεις» θα είναι εντελώς ψευδεπίγραφες, θα φτιασιδώνονται για την «αλλαγή στροφής» σε σχέση με την Τουρκία, που συμβαίνει εδώ και μήνες, όσο το μόνο πράγμα που ανεβάζει στροφές είναι το Oruc Reis δίπλα από το Καστελλόριζο.

Κρίσιμη καμπή στα ελληνοτουρκικά

Η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας λόγω των ερευνών του Oruc Reis έχει ήδη ξεπεράσει σε διάρκεια την κρίση του Χόρα, το 1976. Ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου έστω από ατύχημα δεν είναι καθόλου αμελητέος, όπως έδειξε το περιστατικό με την ελληνική φρεγάτα Λήμνος και την τουρκική Kemal Reis. Εύλογα η κοινή γνώμη αναρωτιέται γιατί φτάσαμε ως εδώ και τι πρέπει να περιμένουμε στο εγγύς μέλλον.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε τροχιά κλιμακούμενων εντάσεων τα τελευταία χρόνια εξ αιτίας σειράς παραγόντων. Τρεις από αυτούς παίζουν προεξάρχοντες ρόλους. Ο πρώτος σχετίζεται με την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο την προηγούμενη δεκαετία- το ισραηλινό Λεβιάθαν το 2010, το κυπριακό Αφροδίτη το 2011 και το αιγυπτιακό Ζορ το 2015. Οι ανακαλύψεις δημιούργησαν προσδοκίες για ανάλογα κοιτάσματα στο χώρο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και τράβηξαν το ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών όπως η αμερικανική Exxon, η γαλλική Total, η ιταλική ENI και η ρωσική Novatek.

Ο πιο κοντινός και εύκολος δρόμος διοχέτευσης του φυσικού αερίου από αυτά τα κοιτάσματα στην Ευρώπη θα ήταν μέσω Τουρκίας. Ωστόσο η κυβέρνηση Ερντογάν είχε ήδη προκαλέσει την οργή του Ισραήλ από την υπόθεση του Μαβί Μαρμαρά (2010) και της Αιγύπτου λόγω της υποστήριξης των Αδελφών Μουσουλμάνων στην «Αραβική Άνοιξη» (2011), ενώ οι Αμερικανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη διευρυνόμενη συνεργασία της με τη Μόσχα (S-400 κ.α.) μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα κερδίζει έδαφος το ριψοκίνδυνο, οικονομικά και γεωπολιτικά, σχέδιο κατασκευής του αγωγού EastMed, μήκους 1.900 χιλιομέτρων και σε βάθος τριών, ο οποίος, αν κάποτε γίνει πραγματικότητα (πράγμα αμφίβολο) θα μεταφέρει φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Ιταλίας. Η πίεση στην Τουρκία έγινε πιο έντονη τον περασμένο Ιανουάριο, όταν συγκροτήθηκε το EastMed Forum από Ισραήλ, Κύπρο, Ελλάδα, Ιταλία, Αίγυπτο, Ιορδανία και Παλαιστίνη, δίνοντας τροφή σε υπερφίαλες προσδοκίες περί του «νέου ΟΠΕΚ της ανατολικής Μεσογείου». Νοιώθοντας ότι απειλείται με αποκλεισμό και περιθωριοποίηση από μια ανίερη συμμαχία, η Τουρκία του Ερντογάν επέλεξε να απαντήσει πλήττοντας αυτήν που, στα μάτια της, αντιπροσωπεύει τον πιο αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα. Η συμφωνία με την κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον Σαράζ για τη χάραξη ΑΟΖ εξυπηρετούσε, πέραν των άλλων, και αυτή τη στόχευση.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η αποδυνάμωση της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή ύστερα από το φιάσκο των πολέμων της εποχής Μπους και τη σταδιακή απόσυρση αμερικανικών δυνάμεων ήδη επί εποχής Ομπάμα. Η διάλυση της Λιβύης ύστερα από την επίθεση του ΝΑΤΟ στον Καντάφι και ο συριακός εμφύλιος δημιούργησαν καινούργιες μαύρες τρύπες στην περιοχή. Ζυγιάζοντας κινδύνους (κυρίως λόγω Κουρδικού) και προσδοκώμενα κέρδη, η Τουρκία του Ερντογάν έσπευσε να καλύψει το γεωπολιτικό κενό, φιλοδοξώντας να αναδειχθεί σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με προβολές στρατιωτικής ισχύος από το Ιράκ και τη Συρία μέχρι τη Λιβύη. Παρά τις ισχυρές αντιδράσεις από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο, ο Τραμπ, ασκώντας εξωτερική πολιτική υπερδύναμης με όρους μετοχικής εταιρείας, ευνοούσε ένα είδος «outsourcing» των αμερικανικών συμφερόντων, ελπίζοντας ότι η Τουρκία θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στις φιλοδοξίες ανταγωνιστικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία και το Ιράν. Καθώς τα προγνωστικά αυτή την περίοδο προεξοφλούν νίκη του Μπάιντεν στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου (αν και τίποτα δεν μπορεί ακόμη να θεωρείται βέβαιο), ο Ερντογάν βιάζεται να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που θεωρεί ότι είναι ακόμη ανοιχτό, αλλά μπορεί γρήγορα να κλείσει.

Τι θέλει ο Ερντογάν

Ο τρίτος στη σειρά, αλλά όχι και σε σημασία παράγοντας αφορά τις αρνητικές, για την ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή, μετατοπίσεις στο ηγεμονικό μπλοκ της Τουρκίας. Η στροφή προς τον απολυταρχισμό στο εσωτερικό και τις επιθετικές διεκδικήσεις στο εξωτερικό ήταν ήδη ορατή από την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση του Ερντογάν με το κύμα των διαδηλώσεων που ξεκίνησαν από το Γκεζί Παρκ της Κωνσταντινούπολης, το 2013. Επιταχύνθηκαν απότομα, όμως, ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, για το οποίο ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος ότι προήλθε από τις ΗΠΑ. Το επόμενο διάστημα, το άρχον συγκρότημα της Τουρκίας περνάει από την «μουσουλμανική δημοκρατία» (κατ’ αναλογία προς την ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία) των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» στο εκρηκτικό κράμα νεοοθωμανισμού- φασίζοντος εθνικισμού, με αποκρυστάλλωμα την κυβερνητική συμμαχία ΑΚΡ- ΜΗΡ (Γκρίζοι Λύκοι). Οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, όπως και το δόγμα περί «γαλάζιας πατρίδας» στο Αιγαίο βοηθούν τον Ερντογάν και τους συμμάχους του να εκτρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την επιδείνωση των κοινωνικών προβλημάτων καθώς το «τουρκικό οικονομικό θαύμα» λαχανιάζει, η λίρα χάνει διαρκώς έδαφος, τα συναλλαγματικά αποθέματα εξαντλούνται, ξένα κεφάλαια αρχίζουν να φεύγουν και ο κίνδυνος να συρθεί η χώρα ικέτης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (κάτι που θα μπορούσε να σημάνει το πολιτικό τέλος του Ερντογάν) γίνεται ολοένα και πιο ορατός.

Ωστόσο αυτή η ριψοκίνδυνη «φυγή προς τα εμπρός» προκαλεί αντισυσπειρώσεις. Η Γαλλία, η μακράν ισχυρότερη μεσογειακή χώρα, δεν έχει καμία διάθεση να ανεχθεί την ανάδυση μιας Τουρκίας- ηγεμονικής δύναμης στο ανατολικό τμήμα της mare nostrum, όπως πρόσφατα χαρακτήρισε τη Μεσόγειο ο Εμανουέλ Μακρόν. Η Αίγυπτος, που έχει ένα μακρύ, πορώδες σύνορο με τη Λιβύη, αλλά και τα Εμιράτα, που φιλοδοξούν να γίνουν «Ισραήλ του Κόλπου», επείγονται επίσης να συγκρατήσουν την τουρκική επέκταση. Ο βομβαρδισμός, στις αρχές Ιουλίου, της τουρκικής βάσης στην Αλ Ουατίγια της Λιβύης (γράφτηκε και δεν διαψεύστηκε, αλλά ούτε επιβεβαιώθηκε, ότι έγινε από αεροπλάνα των Εμιράτων με επιμελητειακή υποστήριξη της Γαλλίας) εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο. Η μερική συμφωνία Ελλάδας- Αιγύπτου για την ΑΟΖ ερέθισε ακόμη περισσότερο την Άγκυρα, αν και δεν ξεπερνούσε τις δικές της κόκκινες γραμμές (Καστελόριζο, 28ος μεσημβρινός). Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων εβδομάδων ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη, άλλωστε την προεξοφλούσαν επαίοντες και αξιωματούχοι σειράς χωρών καιρό τώρα. Το πρώτο, εύλογο ερώτημα είναι αν πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα.

Σε ό, τι αφορά την Τουρκία, ο Ερντογάν μπορεί να είναι μεγαλομανής, αλλά δεν είναι τυχοδιώκτης. Σκοπός του δεν είναι να οδηγήσει τα πράγματα σε πόλεμο με την Ελλάδα (γνωρίζει και ο ίδιος ότι θα ήταν καταστροφικός και για τις δύο πλευρές), αλλά να την οδηγήσει σε μια συνολική διαπραγμάτευση εφ΄ όλης της ύλης από θέση ισχύος. Γιαυτό και οι πρόσφατες προκλήσεις της Τουρκίας δεν ξεπερνούν τις κόκκινες γραμμές. Το Oruc Reis διεξάγει έρευνες σε διεθνή και όχι ελληνικά ύδατα (αν και ο ανυποψίαστος τηλεθεατής ή αναγνώστης στην Ελλάδα μάλλον δεν το έχει πάρει χαμπάρι, αφού ελάχιστοι είναι εκείνοι που του υπενθυμίζουν τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ πλήρους κυριαρχίας επί των χωρικών υδάτων και περιορισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων εκμετάλλευσης στα διεθνή ύδατα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ). Ωστόσο, παρότι δεν επιδιώκει τον πόλεμο, ο Ερντογάν δεν διστάζει να διακινδυνεύσει ένα θερμό επεισόδιο, προκαλώντας την Ελλάδα να είναι η πρώτη που θα τραβήξει τη σκανδάλη, με την πεποίθηση ότι σε αυτή την περίπτωση θα εγγράψει καινούργιες γκρίζες ζώνες, όπως στα Ίμια.

Τα διλήμματα για την Ελλάδα

Όσο για την Ελλάδα, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν επιδιώκει τη σύγκρουση- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται να συρθεί σ’ αυτήν. Από την αναγγελία του EastMed Forum μέχρι τις συμφωνίες για ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, στόχος ήταν η άσκηση πίεσης στην Τουρκία για την επίλυση των διαφορών (επισήμως η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μόνη προς διευθέτηση διαφορά τον ορισμό υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ) μέσω προσφυγής σε Διεθνές Δικαστήριο. Ακόμη και η μερική συμφωνία με την Αίγυπτο που εμφανίστηκε ως άσκηση επιθετικής διπλωματίας και εξόργισε τη Γερμανία, καθώς φάνηκε να αδειάζει τη μεσολαβητική πρωτοβουλία της, εντασσόταν στην ίδια στρατηγική: η Αθήνα επιδίωξε να εξασφαλίσει κάποια ατού ενόψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης ώστε να ισοσταθμίζει το τουρκικό τετελεσμένο της συμφωνίας με την Τρίπολη, και όχι να τορπιλίσει τη διαπραγμάτευση. Άλλωστε με το να σταματάει στον 28ο μεσημβρινό και να προβλέπει μειωμένη επήρεια για την Κρήτη, η Αθήνα έκλεινε το μάτι στην Άγκυρα για ακόμη περισσότερο μειωμένη επήρεια στο Καστελόριζο- κάτι που σημαίνει ότι η συνέχεια των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει.

Το θέμα είναι ότι ο Ερντογάν, και συνολικά το κυρίαρχο μπλοκ της Τουρκίας, δεν πρόκειται να δεχθούν μια διαπραγμάτευση και, τελικά, την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μόνο για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ αν δεν έχει προηγηθεί η επίλυση του προβλήματος των χωρικών υδάτων. Πρώτον, και το κυριότερο, γιατί αυτό είναι το καθοριστικό ζήτημα για την Τουρκία (η οποία, όχι τυχαία, γιαυτό και μόνο γιαυτό το ζήτημα έχει κηρύξει casus belli). Ενδεχόμενη επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια σε όλο το Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένων ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών, θα μεγάλωνε την έκταση της πλήρους ελληνικής κυριαρχίας από 43% σε 72% και θα έκλεινε όλα τα περάσματα ανοιχτής θάλασσας στα μεγάλα λιμάνια της Μικράς Ασίας για τα τουρκικά πλοία και αεροπλάνα, πράγματα που καμία τουρκική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχθεί αν δεν έχει προηγηθεί ταπεινωτική στρατιωτική ήττα. Επιπροσθέτως, γιατί η όποια συμφωνία για τα χωρικά ύδατα προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τον ορισμό υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ- αν π.χ. έχουμε 12 νμ χωρικά ύδατα στην Εύβοια και την Κρήτη, 10 στη Λήμνο, 6 στο Καστελόριζο, με ρητή συναίνεση ή ανοχή της Τουρκίας, ανάλογη θα είναι η κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί το Διεθνές Δικαστήριο για τις ΑΟΖ.

Είναι γνωστό ότι το 2003, επί κυβέρνησης Σημίτη, οι μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών είχαν φτάσει πολύ κοντά σε μια συμβιβαστική λύση στο θέμα των χωρικών υδάτων, με επιλεκτική εφαρμογή του δικαιώματος επέκτασης, η οποία θα άνοιγε το δρόμο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για τις ΑΟΖ. Σήμερα, ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, πρώτα απ’ όλα οι ΗΠΑ και η Γερμανία, πιέζουν για την επιστροφή σε αυτή την προσέγγιση, κάτι που θα απέτρεπε τον κίνδυνο του μοιραίου ρήγματος στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ενδεχομένως πιστεύουν ότι στην Ελλάδα για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση είναι ώριμα τα πράγματα για να περάσει η γραμμή του μεγάλου συμβιβασμού και της συνεκμετάλλευσης, καθώς τόσο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί τελικά να την καταπιούν, έστω με πολλούς εσωτερικούς τρανταγμούς (κάτι που δεν ήταν δυνατόν όταν ο επίσης πρόθυμος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε απέναντί του τον Ανδρέα Παπανδρέου ή όταν ο Σημίτης είχε απέναντί του τον Καραμανλή).

Δεν ξέρουμε αν έχουν δίκιο στους υπολογισμούς τους. Το βέβαιο είναι ότι μια παρόμοια γραμμή προσέγγισης ενέχει μεγάλο ρίσκο, καθώς δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Τουρκία του Ερντογάν δεν θα θέσει στο τραπέζι άλλες, καίριας σημασίας διεκδικήσεις της- αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου, γκρίζες ζώνες επί βραχονησίδων- που συνιστούν μείζονα ζητήματα εθνικής ασφάλειας για την Ελλάδα. Με αυτά τα δεδομένα, το καλύτερο στο οποίο θα μπορούσαν να προσβλέπουν αυτή τη στιγμή οι δύο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι, θα ήταν η αποκλιμάκωση της κρίσης χωρίς θερμά επεισόδια και νέα τετελεσμένα και στη συνέχεια η έναρξη απ΄ευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, χωρίς ατλαντική επιδιαιτησία, για τη μείωση της έντασης και την αναζήτηση λύσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, με τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς σε θέματα που δεν αφορούν θεμελιώδη ζητήματα ασφαλείας για καμία από τις δύο πλευρές.

Υ.Γ. Υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων, δελεάζεται κανείς να υποστηρίξει ότι η παραίτηση από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής θα ήταν όχι μόνο οικολογικά βέλτιστη λύση, αλλά και το κλειδί για την αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία. Δυστυχώς, τίποτα δεν είναι περισσότερο αβέβαιο.

Είναι αλήθεια ότι μέχρι την ανακάλυψη του κοιτάσματος ΠΡΙΝΟΣ, το 1973-74, η Τουρκία δεν είχε εγείρει καμία από τις διεκδικήσεις που προβάλλει σήμερα και οι ελληνοτουρκικές εντάσεις περιστρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά γύρω από το Κυπριακό. Ωστόσο η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων ήταν τότε και είναι σήμερα μόνο ο καταλύτης σε ένα μόνιμο συγκρουσιακό υπόστρωμα- ούτε το casus belli για τα χωρικά ύδατα θα εξέλιπε, ούτε το Κυπριακό θα λυνόταν από τη μια μέρα στην άλλη. Ας αφήσουμε που, ακόμη κι αν η Ελλάδα παραιτούνταν μονομερώς από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, η Τουρκία είναι σίγουρο ότι δεν θα το έκανε.

Το αν, πότε, πού, με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό θα εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τον φυσικό της πλούτο είναι ένα σοβαρό θέμα εσωτερικής πολιτικής που πρέπει να συζητηθεί πολύ εξονυχιστικά, σε ορθολογική βάση (τι περιμένουμε να κερδίσουμε, τι επιπτώσεις θα έχει στο περιβάλλον και στον τουρισμό σε κάθε περίπτωση κλπ). Ακούμε με μεγάλο ενδιαφέρον προτάσεις αριστερών και οικολογικών δυνάμεων, στην Ελλάδα και διεθνώς, που προτείνουν να ανταμείβονται με διεθνή συμφωνία οι χώρες που παραιτούνται από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων τους, συμβάλλοντας σημαντικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι η οικολογία είναι ο από μηχανής θεός που λύνει όλα τα προβλήματα, ακόμη και ζητήματα ζωής ή θανάτου στην εξωτερική πολιτική των κρατών. Είναι άλλο πράγμα να αποφασίσεις, με τη δική σου βούληση, αν και πώς θα ασκήσεις ένα κυριαρχικό δικαίωμα και εντελώς άλλο να παραιτηθείς μονομερώς από αυτό το δικαίωμα, ανοίγοντας την όρεξη σε όσους επιβουλεύονται και άλλα.

Πηγή: ppapacon.blogspot.com

Η χρεωκοπία των φαντασιώσεων της ελληνικής ελίτ

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Oruc Reis βρίσκεται στην θεωρούμενη από την Ελλάδα ως υφαλοκρηπίδα της και έχει απλώσει καλώδια, δηλαδή εξασκεί κυριαρχικό δικαίωμα επί ελληνικής θαλάσσιας ζώνης. Το αν ο θόρυβος του επιτρέπει να εξάγει αποτέλεσμα από την ενέργειά του αυτή ή όχι είναι αδιάφορο ως προς την άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος. Πρόκειται όχι απλώς για δευτερεύον, αλλά για κωμικό ζήτημα στο βαθμό που χρησιμοποιείται από την ελληνική πλευρά ως δικαιολογία αδράνειας.

Η Τουρκία πραγματοποίησε αυτό που εξήγγειλε: με προστασία του στόλου ενεργεί σεισμικές έρευνες σε περιοχή που διακηρύσσει ως τμήμα της δικής της υφαλοκρηπίδας.

Η διεξαγωγή ερευνών αφορά την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η διασφάλιση ότι μπορείς να πράξεις αυτό που εξαγγέλλεις απέναντι σε έναν επιθετικό γείτονα αφορά τον πυρήνα της κυριαρχίας σου και της υπόστασής σου.

Κάθε ώρα που περνάει στο Αιγαίο, με τα ελληνικά πολεμικά να χρησιμοποιούν το “υπερόπλο”- μεγάφωνο έναντι της τουρκικής παρανομίας ή και επιθετικότητας, η κυριαρχία της χώρας, υπό την έννοια της δυνατότητας της υπεράσπισής της εν γένει και όχι μόνο επί του συγκεκριμένου ζητήματος, πλήττεται καίρια. Τα λάθη που συσσωρεύονται αποδεικνύονται στρατηγικού χαρακτήρα.

Πρώτον, η ελληνική πλευρά διακήρυξε ότι αποτελεί συνταγματική της υποχρέωση και ειλημμένη απόφαση να μην επιτρέψει καμία έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Την επιτρέπει. Καθίσταται λοιπόν καταφανώς αναξιόπιστη σε φίλους και σε εχθρούς ως μη έχουσα αποτρεπτική ισχύ.

Το μείζον σήμερα δεν είναι αν η Ελλάδα, μη διαθέτουσα προσδιορισμένη ΑΟΖ στην περιοχή του Καστελόριζου δικαιούται ή όχι να αποτρέψει την ολοκλήρωση των ερευνών του Oruc Reis. Το μείζον από άποψης διεθνών σχέσεων είναι αν αφότου διακήρυξε ότι δε θα δεχθεί πόντιση καλωδίων θα αποστεί ή όχι, των όσων δεσμεύτηκε ότι θα πράξει, υπό το φόβο χρήσης βίας από την πλευρά της Τουρκίας, μπαίνοντας σε πορεία δορυφοριοποίησης από την τελευταία. Οι επίσημες δηλώσεις δεν είναι κουβέντες του καφενείου.

Δεύτερον, η Τουρκία στέλνει μήνυμα ότι είναι ο ηγεμόνας της Ανατολικής Μεσογείου από πλευράς περιφερειακών δυνάμεων και επομένως, όποιος θέλει μια συμφωνία με δυνατότητα εφαρμογής πρέπει να την κλείσει μαζί της. Ο πρώτος αποδέκτης της πρότασης – πρόσκλησης είναι η Αίγυπτος.

Τρίτον, η Τουρκία πράττει το πρώτο βήμα έμπρακτης ακύρωσης της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας: θα ακολουθήσουν και τα επόμενα (ακόμα και οι γεωτρήσεις) έως ότου η Ελλάδα δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις. Ο ενδοτισμός απέναντι και στην τωρινή παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, απλώς ενισχύει την τουρκική (αυτο)πεποίθηση ότι η επιλογή του πειθαναγκασμού αποδίδει. Έτσι, η σύγκρουση έρχεται πιο κοντά, ενώ η Ελλάδα τείνει να δορυφοριοποιείται από την Τουρκία.

Τέταρτον, η μοναξιά της Ελλάδας είναι προφανής, μέσα από την εκκωφαντική σιωπή των δήθεν συμμάχων: ΝΑΤΟ, Ε.Ε, Γερμανία, Γαλλία, Ισραήλ, Αραβικά Εμιράτα κτλ., δεν είχαν να πουν το παραμικρό. Οι δε, δηλώσεις των ΗΠΑ για τις οποίες επιχαίρουν γνωστοί δημοσιογράφοι-διαφημιστές γερουσιαστών, μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν ως υποτιθέμενη υποστήριξη προς την Ελλάδα. Το μήνυμα είναι απλό και από τις ΗΠΑ: “μην περιμένετε ούτε καν παρέμβαση τύπου Κλίντον, μην ανοίξετε πυρ” και προς την τουρκική πλευρά “μην μένετε πολύ στην ελληνική υφαλοκρηπίδα αφού πετύχατε εκείνο που θέλατε, πηγαίνετε να τα μοιράσετε”.

Πέμπτο, το πλήγμα στο ηθικό των ενόπλων δυνάμεων θα είναι καίριο. Μετά από όλη αυτήν την κινητοποίηση, το μήνυμα είναι “δεν μπορούμε”. Ποιος το στέλνει; Σίγουρα η πολιτική ηγεσία. Κανείς δεν θα πολεμήσει για σκοπούς που εμφανίζονται ως χαμένοι.

Έκτο, η νέα εθνικοφροσύνη στρώνει το δρόμο όχι μόνο της απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και κυριαρχίας. Νέο περιτύλιγμα, παλιές συνήθειες.

Η ελληνική πολιτική ελίτ που εδώ και 25 χρόνια αναγόρευσε σε δόγματα διάφορες φαντασιώσεις (“μας προστατεύει το Ευρώ”, “μας προστατεύει η Ε.Ε.”, “θα παρέμβουν οι ΗΠΑ”), που εκμηδένισε τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ανατολή, που απαξίωσε τις ένοπλες δυνάμεις και που κατήργησε το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου με την Κύπρο, αφού μας πούλησε τον άξονα με το Ισραήλ… για μεταξωτές κορδέλες, σε λίγο θα μας πει “Και τι θέλετε; Να κάνουμε πόλεμο;”.

Πρόκειται για μια μοναξιά και για μια ήττα που εν πολλοίς επιβάλαμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Διότι αυτό που διεξάγεται στην ανατολική Μεσόγειο ήδη εδώ και κάποιες ώρες είναι μια βαριά ήττα, χειρότερη εκείνης των Ιμίων.

Η κυβέρνηση, δέσμια της προπαγάνδας της, νόμισε ότι μια καλή στρατιωτική κινητοποίηση ισοδυναμούσε με στρατηγικό πλεονέκτημα. Κατέληξε να παρακαλά τις ΗΠΑ να παρέμβουν για να πείσουν την Τουρκία να αποχωρήσει σχετικά νωρίς. Πρόκειται για εξευτελισμό. Μια αστική τάξη μεταπρατών, που εκπροσωπείται από ένα πολιτικό κόμμα εργολάβων και κηφήνων του δημοσίου χρήματος και από έναν πρωθυπουργό-εκπρόσωπο της πριγκιπικής αντίληψης περί της πολιτικής ζωής, με τη στήριξη των μπουκωμένων με το δημόσιο χρήμα, μέσων ενημέρωσης.

Η κυβέρνηση διαμηνούσε μέχρι πριν λίγες ώρες ότι θα πράξει το συνταγματικό της καθήκον. Ο λαός φάνηκε να στέκεται στο πλευρό της. Είπε ψέματα. Δεν έχει παρά έναν δρόμο αφού δεν θέλει να το πράξει το καθήκον της απέναντι στην πατρίδα: να παραιτηθεί.

Αυταπάτες, Σφαλιάρες, Μοναξιά, Διαπραγματεύσεις

Η τουρκική navtex και οι επιθετικές κινήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας συνθέτουν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ελληνικής αποτυχίας που είναι πιθανό να εξελιχθεί σε ήττα ή και σε εθνική καταστροφή, αν δεν υπάρξει στροφή άρδην της ελληνικής πολιτικής.

Οι αυταπάτες: Από το 1996 και έπειτα, ένας συνδυασμός απόπειρας εξευμενισμού της Τουρκίας, ολοκληρωτικής πρόσδεσης της ελληνικής πολιτικής στις ΗΠΑ και στις Βρυξέλλες (στο Βερολίνο στην πραγματικότητα), σταδιακής εγκατάλειψης κάθε άλλης συμμαχίας ή έστω προνομιακής σχέσης και εναπόθεσης της άμυνας της Ελλάδας είτε σε φαντασιώσεις του τύπου “μας προστατεύει το ευρώ”, είτε σε αιγυπτιακά, ισραηλινά και άλλα τινά “φτερά”, που θα μας έδιναν κάλυψη κατέστησε την Ελλάδα, διεθνοπολιτικώς δεδομένη και αμυντικά αδύναμη. Το κόστος, η Ελλάδα το πληρώνει ήδη εδώ και καιρό αλλά θα το πληρώσει ακόμα εντονότερα στο μέλλον.

Εξίσου, η Ελλάδα πληρώνει την αντίληψη ότι επειδή είμαστε (Τουρκία και Ελλάδα) δύο ΝΑΤΟϊκά κράτη, η όποια αντιπαράθεση θα είναι πάντα ελεγχόμενη. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που οδεύει σε πλήρη απορρύθμιση, οι εγγυήσεις αυτές διαδραματίζουν ολοένα μικρότερο ρόλο ή δεν υπάρχουν.

Ακόμα μια αυταπάτη είναι αυτή που λέει ότι αν αποκαταστήσεις διαύλους επαφής με την Τουρκία, δηλαδή αν μιλάμε με την Τουρκία όποτε εκείνη θέλει και επί όποιου ζητήματος, όπως για παράδειγμα ανοήτως έκανε η κυβέρνηση με την τριμερή υπό γερμανική εποπτεία, η ένταση θα μειώνεται. Η πραγματικότητα είναι το αν, το πότε και με την παρουσία τίνος συνομιλείς απαιτεί προσεκτική στάθμιση

Οι σφαλιάρες: Η Ελλάδα είναι ίσως η πρώτη χώρα, της οποίας η ίδια η ελίτ αναγνωρίζει πλέον ότι οι συμμαχίες της δεν θα τη στηρίξουν την κρίσιμη ώρα, παρόλα αυτά επιμένει σε αυτές. Ήδη, το State Department χαρακτήρισε “αμφισβητούμενα” τα ύδατα στα οποία πρόκειται να λάβουν χώρα οι τουρκικές έρευνες. Είναι και αυτό χαρακτηριστικό κρατών που έχουν απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος της ουσιαστικής, εθνικής κυριαρχίας τους και των οποίων οι ελίτ λειτουργούν χωρίς τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά των εθνικών αστικών τάξεων.

Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής, η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε μια ακόμα σφαλιάρα, καθότι όχι μόνο τα ευρώ-τουρκικά ζητήματα ορίστηκαν ως ελληνο-τουρκικά, αλλά επιπλέον παραπέμφθηκαν στις καλένδες του Σεπτεμβρίου. Οι βασικοί σύμμαχοί μας παραμένουν σιωπηλοί στην πραγματικότητα, με την εξαίρεση της Γαλλίας. Η στάση δε, επί της ουσίας των ΗΠΑ στέλνει το μήνυμα για άμεση διαπραγμάτευση επί τουρκικής ατζέντας.

Η μοναξιά: Η Ελλάδα (επιλέγει να) στέκεται μόνη της απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Αρνείται να αποκαταστήσει σχέσεις συμμαχικές με τη Συρία. Δεν διαθέτει ολοκληρωμένη πολιτική για τη Λιβύη και για τον αραβικό κόσμο. Οι ΗΠΑ και αν ήθελαν ακόμα, όπως και η Ε.Ε., για διαφορετικούς λόγους να υποστηρίξουν την Ελλάδα (πράγμα που δεν θέλουν) βιώνουν στιγμή εσωστρέφειας. Το Ισραήλ δεν θα πλήξει καίρια τις σχέσεις με την Τουρκία, οι οποίες παραμένουν στρατηγικές. Η Ρωσία δεν θα στηρίξει μια Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια (για πρώτη φορά ιστορικά) έχει πλήρως παγώσει τις σχέσεις μαζί της. Και βέβαια το Ιράν δεν λησμονεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικρότησε, χωρίς να του ζητηθεί, την δολοφονία Σολεϊμανί.

Οι διαπραγματεύσεις: Η ελληνική πολιτική ελίτ και επομένως και η κυβέρνηση θέλει να κάνει “πίσω”. Είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί με την Τουρκία απευθείας και να δεχτεί μειωμένη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη για τα ελληνικά νησιά. Πρόκειται για κομβικά λανθασμένη επιλογή, τόσο ως προς το σκέλος της απευθείας διαπραγμάτευσης, μάλιστα υπό ξένη εποπτεία, όσο και ως προς την προσέγγιση ότι το πρόβλημα με την Τουρκία έχει να κάνει με τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες και μόνο. Ήδη τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και οι ενσωματωμένοι αναλυτές τους έχουν πιάσει το τροπάρι για τους μεγάλους μας συμμάχους και του εφησυχασμού, εντείνοντας έτσι την έλλειψη προετοιμασίας του λαού μας.

Σαφώς η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική για την ειρήνη. Πολιτική για την ειρήνη σημαίνει όμως αμοιβαία προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη για τια θαλάσσιες δικαιοδοσίες. Στο βαθμό που οι ελληνικές ελίτ εκτίμησαν πως με ξένες πλάτες πολυεθνικών (και το εκτίμησαν) θα μπορούσαν να αποκλείσουν ή έστω να παρακάμψουν την Τουρκία έκαναν λάθος. Απέτυχαν ή και αρνήθηκαν να διαμορφώσουν εθνική πολιτική για την ειρήνη.

Την ίδια στιγμή όμως, ενώ οι θαλάσσιες δικαιοδοσίες αποτελούν καταλύτη για τις τουρκικές κινήσεις, ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν αφορά μόνο ή κυρίως αυτές. Το παράδειγμα της Συρίας, όπως και το εύρος των θεμάτων που θέτει στο τραπέζι η Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα αποδεικνύουν ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός συνιστά ευρύτερο ζήτημα, με στρατηγικά, ιδεολογικά και ταξικά-οικονομικά χαρακτηριστικά: αφορά το μερίδιο της Τουρκίας στον υπό επανασχεδιασμό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Όσοι χάνουν ή επιλέγουν να αγνοούν την μεγάλη εικόνα (από δεξιά και αριστερά) σύρουν τη χώρα σε διαπραγμάτευση επί της κυριαρχίας της εν γένει.

Το στρατιωτικό επεισόδιο προς το οποίο η Τουρκία ωθεί τα πράγματα έχει αυτόν τον στόχο. Στον ίδιο στόχο συντείνει αντικειμενικά, η διαχείριση στην οποία προβαίνει και η ελληνική κυβέρνηση. Αντί να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό, να στρέψει τη διεθνή πολιτική της Ελλάδας άμεσα, σε άλλη κατεύθυνση, να αποδείξει την αποφασιστικότητά της και ταυτοχρόνως, από τη μια, να θέσει στο τραπέζι μια πολιτική ειρήνης για τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες και από την άλλη να συντείνει στο να μετατραπεί η υπερ-έκταση της Τουρκίας σε σημείο αδυναμίας της, σύρεται στην τουρκική ατζέντα, στέλνοντας αντιφατικά μηνύματα στον ελληνικό λαό. Επιλέγει δηλαδή την πολιτική της ήττας, που θα οδηγήσει σε διαπραγμάτευση υπό συγκεκριμένους, αρνητικούς όρους και υπό κηδεμονία στο άμεσο μέλλον.