Άρθρα

Ανιστόρητη και επικίνδυνη η ανακοίνωση της ΚΝΕ για το Πολυτεχνείο.

Ένα διαρκές σχέδιο αναθεώρησης της ιστορίας είναι σε εξέλιξη. Η ιστορία ξαναγράφεται για να βολεύει την αστική εξουσία και την άρχουσα τάξη. Σε αυτό το ξαναγράψιμο της ιστορίας, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ συμβάλουν αρνητικά και επικίνδυνα.

Γράφει η ΚΝΕ στην ανακοίνωσή της, με τίτλο «Στη σύγκρουση με τη δικτατορία του κεφαλαίου γινόμαστε πιο δυνατοί»:

Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 ήταν άλλη μια βάρβαρη μορφή διακυβέρνησης της εξουσίας των καπιταλιστών. Η εξουσία δεν άλλαξε χέρια. Άλλαξε η πολιτική μορφή της εξουσίας του κεφαλαίου, υπηρετώντας τα ίδια συμφέροντα, των καπιταλιστών και των διεθνών τους συμμάχων, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.

Το «κόλπο» ξεκινάει ήδη από τον τίτλο με την φράση «δικτατορία του κεφαλαίου». Ένας χυλός, ίσα για να αναφερθεί η λέξη δικτατορία. Είναι στα αλήθεια ίδια η δικτατορία των συνταγματαρχών που ενορχηστρώθηκε από τις ΗΠΑ και την CIA, με τη δικτατορία του κεφαλαίου γενικά, που είναι η αστική δημοκρατία, ο καπιταλισμός, το σύστημα στο οποίο ζούμε και σήμερα;

Και αν είναι ίδια, καθώς καπιταλισμό είχαμε και πριν την χούντα, και κατά τη διάρκεια της χούντας, και μετά τη Χούντα, μήπως αδίκως ή ματαίως έγινε το Πολυτεχνείο;

Για το ΚΚΕ και την ΚΝΕ, πλέον δεν υπάρχει ούτε Ιμπεριαλισμός, ούτε ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, ούτε CIA. Τι και αν μαστίζεται ο πλανήτης εδώ και δεκαετίες από χούντες, δικτατορίες, κυβερνήσεις μαριονετών, πολύχρωμες «επαναστάσεις», πραξικοπήματα, επεμβάσεις, δολοπλοκίες των μυστικών υπηρεσιών, πολέμους και στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ;

Τι κι αν τότε, τις μέρες του Πολυτεχνείου, υπήρχαν συνθήματα εναντίον των ΗΠΑ, εναντίον των δικτατοριών που έστηναν σε όλο τον κόσμο, με πιο πρόσφατο το πραξικόπημα εναντίον του Αλιέντε στη Χιλή, τον Σεπτέμβριο του 1973; Τι κι αν όλος ο κόσμος καταλάβαινε ότι ο κοινός αγώνας ενάντια στον Αμερικάνικο Ιμπεριαλισμό ενώνει τους λαούς όλου του κόσμου; Τι κι αν υπήρχε ένα έντονο αντιαμερικανικό αίσθημα, προϊόν της λαϊκής σοφίας που καταλαβαίνει την πραγματικότητα; Τι και αν σήμερα φαίνεται πιο έντονα και πιο καθαρά ότι ο βασικός εμπρηστής του πολέμου και αποσταθεροποιητικός παράγοντας είναι το ΝΑΤΟ και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής;

Όλα αυτά πρέπει να θαφτούν. Σε αυτή την κατεύθυνση βάζει το λιθαράκι της η πένα του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

Ας απαντήσει η ΚΝΕ: Η αστική εξουσία και η «δικτατορία του κεφαλαίου» στην Ελλάδα δεν σώθηκε τη δεκαετία του 40 αποκλειστικά και μόνο χάρη στην επέμβαση των Άγγλων αρχικά, και στη συνέχεια των Αμερικάνων, ενάντια στο λαϊκό κίνημα, ενάντια στην Εθνική Αντίσταση, στο ΕΑΜ και στον ΔΣΕ;

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς μια ανακοίνωση. Το δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ που αφορά την περίοδο 1967 – 1974, λίγο ή πολύ υποστηρίζει ότι η χούντα ήταν αποκλειστικά ελληνικό κατασκεύασμα, χωρίς εμπλοκή, εφοδιασμό και οργάνωση από τον ξένο παράγοντα, τις ΗΠΑ και τις μυστικές τους υπηρεσίες. Κατά το ΚΚΕ, κακώς ο λαός θεωρεί ότι η Χούντα ήταν αμερικανοκίνητη, ίσως οι ΗΠΑ να μην ήξεραν τίποτα για τους πραξικοπηματίες. Η στήριξη των ΗΠΑ προς τη Χούντα δεν είχε ιδιαίτερη σημασία και τα συνθήματα στην πύλη του Πολυτεχνείου «Έξω οι ΗΠΑ – Έξω το ΝΑΤΟ» μάλλον ήταν αποπροσανατολιστικά.

Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός βγαίνει πιο αθώος από ποτέ. Άμοιρος ευθυνών, απλά παρακολουθούσε τις εξελίξεις χωρίς να φταίει, χωρίς να εμπλέκεται, χωρίς να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, χωρίς να επεμβαίνει στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας μετά τον πόλεμο!

Στην ίδια ανακοίνωση η ΚΝΕ αναρωτιέται:

Προστάτεψαν το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και η τότε ΕΟΚ (σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση) τον ελληνικό λαό, το 1967, όταν επιβλήθηκε η Χούντα; Ίσα-ίσα, στήριξαν ή ανέχθηκαν την επιβολή της!

Η χούντα «επιβλήθηκε». Σε παθητική φωνή. Δεν την επέβαλαν, ούτε την σχεδίασαν οι Αμερικανοί. ΗΠΑ, ΝΑΤΟ ευθύνονται όχι γιατί επέβαλαν καθεστώς ανωμαλίας στην Ελλάδα που κατέληξε στη δικτατορία της 21ης Απριλίου, αλλά γιατί απλώς δεν προστάτευσαν την Ελλάδα ενάντια στα ύπουλα σχέδια των συνταγματαρχών, που μόνοι τους σχεδίασαν το πραξικόπημα.

Το κεντρικό σύνθημα του ΚΚΕ στο Πολυτεχνείο είναι «Έξω η Ελλάδα από τον Πόλεμο». Τι σημαίνει πραγματικά αυτό, κανείς δεν ξέρει. Κακό πράγμα ο πόλεμος και η Ελλάδα πρέπει να μείνει έξω από αυτόν. Ξανά καμία αναφορά στον ιμπεριαλισμό, στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ. Υπάρχει μόνο το κεφάλαιο και η αστική εξουσία.

Σήμερα το αντιαμερικανικό και αντιμπεριαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν είναι της έντασης και της ποιότητας προηγούμενων δεκαετιών. Σε αυτό έχουν βάλει το χέρι τους η εγχώρια αστική διανόηση, η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τώρα και το ΚΚΕ. Το πρόβλημα με το ΚΚΕ δεν είναι όμως απλώς «ιστορικό» ή ακαδημαϊκό. Αγωνιστές αφοπλίζονται επί της ουσίας στον αγώνα ενάντια στον Ιμπεριαλισμό.

Η ΚΝΕ του 73 έβλεπε ένα σκέτο αντιδικτατορικό αγώνα, χωρίς αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα. Στόχευε σε μια ομαλή μετάβαση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και στην “εξουσία των καπιταλιστών”, αλλά η πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού και του φασιστικού καθεστώτος, η οποία πραγματικότητα προφανώς και επηρέαζε τα μέλη της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, μετέτρεψε το Πολυτεχνείο σε μια αντιφασιστική-αντιιμπεριαλιστική εξέγερση.

Η ΚΝΕ του 2024, αν είχαμε χούντα υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, δεν θα ζητούσε να πέσει η Χούντα και να φύγουν οι ΗΠΑ. Με δυο λόγια, δεν θα ένωνε τον λαό στα κρίσιμα πολιτικά αιτήματα. Θα «ζύμωνε» την ανάγκη να πέσει η «καπιταλιστική εξουσία» γενικά. Στο δια ταύτα τίποτα. Το πολύ πολύ να καλούσε τον λαό να βγάλει τα συμπεράσματά του και να «δυναμώσει το κόμμα».

Φαίνεται κωμικό, αλλά δεν είναι. Είναι τραγικό.

Το Πολυτεχνείο Zει. Nα ηττηθούν ΕΕ & ΝΑΤΟ, να ζήσουν οι λαοί!

Πρωτοβουλία για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος – ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ.

Κοινή Ανακοίνωση. 

Τα συνθήματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ενάντια στην αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία, Έξω οι ΗΠΑ, Έξω το ΝΑΤΟ», σήμερα, κι ενώ συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο επίκαιρα.

ΤΟΤΕ, ο λαός πλήρωνε το μάρμαρο για την πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, την οικονομική εξάρτηση, όπως και για το δήθεν «οικονομικό θαύμα» της Χούντας, ενώ ο διεθνής καπιταλισμός εισέρχονταν στη οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970, που σήμανε το τέλος της μεταπολεμικής ανάπτυξης.

ΣΗΜΕΡΑ, η χώρα μας, σε μόνιμη κρίση και απειλή χρεωκοπίας, υποβαθμίζεται εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά, ενώ ο λαός μας υποφέρει από συνεχόμενη φτωχοποίηση, ακρίβεια, ανεργία και αναγκαστική μετανάστευση, μερική απασχόληση και μισθούς φτώχειας για εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, ως συνέπεια της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονίων.

ΤΟΤΕ, οι φοιτητές διεκδικούσαν παιδεία ενάντια στην καταπίεση της Χούντας.

ΣΗΜΕΡΑ, η νεολαία και ο λαός μας αγωνίζονται ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, στην ασύδοτη δράση του μεγάλου κεφαλαίου και την υποβάθμιση στην παιδεία και στην υγεία, στις δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες, η οποία οδηγεί μέχρι και σε καταστροφές και μαζικούς θανάτους σε πυρκαγιές, πλημμύρες, και «δυστυχήματα» όπως των Τεμπών.

ΤΟΤΕ, οι φοιτητές και ο εργαζόμενος λαός διαδήλωναν για την ειρήνη και αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία της χώρας μας από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αλληλέγγυοι με λαούς όπως ο βιετναμέζικος που πολεμούσαν ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τη νεοαποικιοκρατία.

ΣΗΜΕΡΑ, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, από κοινού με την παρακμάζουσα ΕΕ, έχει προσφύγει σε πολεμικά επεισόδια, προσπαθώντας να επιβεβαιώσει και επεκτείνει την ηγεμονία του σε ολόκληρο τον κόσμο, σε Ουκρανία, Παλαιστίνη κ.α., φέρνοντας το ενδεχόμενο ενός παγκοσμίου πολέμου πιο κοντά και πιο επικίνδυνα. Η κυβέρνηση της ΝΔ και το μεγάλο κεφάλαιο είναι μονίμως πρόθυμοι και προσδεδεμένοι στη δήθεν «σωστή πλευρά της ιστορίας», αυτήν των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ· μας εμπλέκουν όλο και περισσότερο στον πόλεμο του ΝΑΤΟ ενάντια στη Ρωσία στο έδαφος της Ουκρανίας, και μας καθιστούν συνενόχους στην πολιτική εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας των Παλαιστινίων από το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ, όπως και στην επέκταση του πολέμου ενάντια στο Ιράν και τον «Άξονα της Αντίστασης» (Ιράκ, Συρία, Υεμένη, Λίβανος – Χεζμπολάχ).

ΤΟΤΕ, ήταν η στρατιωτική, αμερικανοκίνητη δικτατορία αυτή που φρόντιζε με φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια και θανάτους για την επιβολή της πολιτικής αυτής.

ΣΗΜΕΡΑ, αυξάνεται η μαζική χειραγώγηση μέσω των ΜΜΕ των ολιγαρχών, η καταστολή των εργατικών και λαϊκών αγώνων, η αναβίωση της Ακροδεξιάς, του ρατσισμού και του φασισμού στη χώρα μας και σε ολόκληρη την ιμπεριαλιστική «Δύση».

Σήμερα, λοιπόν, γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η σύμπραξη της εγχώριας ολιγαρχίας και της κυβέρνησης με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ σημαίνουν κρίση, φτώχεια, πόλεμο και αναβίωση του ρατσισμού και του φασισμού! Ωστόσο, απουσιάζει εκείνη η πολιτική δύναμη που θα αντισταθεί αποτελεσματικά και θα είναι αξιόπιστη για να έχει την ικανότητα και τη φιλοδοξία να προτείνει μια εναλλακτική πρόταση φιλολαϊκής διεξόδου από την παρακμή αυτή!

Η εποχή μας έχει και τις δυσκολίες της κρίσης στο κομμουνιστικό κίνημα και της ήττας του εργατικού και λαϊκού κινήματος το προηγούμενο διάστημα, για την οποία φέρει ευθύνες το σύνολο της Αριστεράς. Πολλές δυνάμεις της Αριστεράς είναι απολογητικές προς τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, κρατάνε «ίσες αποστάσεις» στα μέτωπα που ανοίγει ενάντια σε χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν κ.α. Η ηγεσία του ΚΚΕ, μάλιστα, έφτασε να αμφισβητεί την καθοριστική ευθύνη των ΗΠΑ για την εγκαθίδρυση της Χούντας!

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες για μια ανάταση του λαϊκού κινήματος, τόσο λόγω της εγχώριας κατάστασης, όσο και των ευνοϊκών διεθνών εξελίξεων με τη σχετική ισχυροποίηση των χωρών που αντιστέκονται στην παγκόσμια ηγεμονία του ιμπεριαλισμού. Σήμερα, υπάρχουν προϋποθέσεις για να κατευθυνθεί η χώρα μας προς την αποδέσμευση από ΕΕ και ΝΑΤΟ, για να απελευθερωθεί ο λαός από τη θηλιά του νεοφιλελευθερισμού, ώστε η χώρα μας να αναπτυχθεί ανεξάρτητα, προς όφελος του λαού, στην κατεύθυνση υλοποίησης των στόχων του Πολυτεχνείου!

Ας γίνει η αρχή με μια μαχητική, μαζική και ενωτική, αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση στις 17 Νοέμβρη:

• Υπέρ της διακοπής κάθε συνεργασίας με το κράτος – -απαρτχάιντ του Ισραήλ, και της στήριξης και αλληλεγγύης στους αγώνες του «Άξονα της Αντίστασης» και της παλαιστινιακής αντίστασης για ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος!

• Ενάντια σε κάθε συμμετοχή της χώρας μας στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις, και ειδικότερα στον νατοϊκό πόλεμο ενάντια στην Ρωσία στο έδαφος της Ουκρανίας (χρήματα, όπλα, χρήση νατοϊκών βάσεων και ελληνικών δρόμων μεταφοράς, στρατιωτική εκπαίδευση)!

• Υπέρ της ακύρωσης όλων των κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία (και τις άλλες χώρες που βρίσκονται στο στόχαστρο του ιμπεριαλισμού) και της επαναφοράς όλων των διμερών σχέσεων!

• Ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό, υπέρ των ισότιμων δικαιωμάτων όλων όσων ζουν και εργάζονται στη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και μεταναστών!

• Για μια φιλολαϊκή πολιτική, που να εξυπηρετεί τις ανάγκες της νεολαίας και των εργαζομένων σε μια πορεία ρήξης και αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ!

3ος Μύθος: “Όλοι με το Πολυτεχνείο ήταν”

Η θέση του Πολυτεχνείου ως η κορυφαία στιγμή των λαϊκών αγώνων στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας μας, η θέση του στη συνείδηση και την καρδιά του λαού, δεν μπορεί να διαγραφεί και να σβηστεί, όση κι αν είναι η μανία της αντίδρασης για να το πετύχει. Έτσι, επιδίδονται σε μια προσπάθεια να περιοριστεί, να μειωθεί και να απαξιωθεί με μια σειρά μύθους που καλλιεργούνται και προβάλλονται έντεχνα, ώστε σιγά-σιγά να βγάζουν το δηλητήριο και τη λάσπη τους.

Ο μύθος ότι «όλοι με το Πολυτεχνείο ήταν», ότι στο Πολυτεχνείο «πραγματοποιήθηκε η εθνική ενότητα», ότι εκεί «δεν υπήρχαν πολιτικές ή κομματικές ταυτότητες», στοχεύει αφενός να «αποχρωματίσει» το Πολυτεχνείο και να διαστρεβλώσει τον αντιφασιστικό-αντιμπεριαλιστικό προσανατολισμό και χαρακτήρα της εξέγερσης και αφετέρου να προσδώσει «αντιστασιακές δάφνες» σε όσους ήταν εντελώς εχθρικοί και αμέτοχοι σε αυτό αλλά και σε όσους επιδίωκαν να το «μαζέψουν» και να το περιορίσουν σε στενά αντιχουντικά πλαίσια. Σ’ αυτό το σημείωμα θα ασχοληθούμε με τους πρώτους –τον αστικό πολιτικό κόσμο. Αυτούς που το ’74 κατέθεταν στεφάνια, έβγαζαν δεκάρικους και διακήρυτταν τη δικαίωση του Πολυτεχνείου με την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Με τους δεύτερους θα καταπιαστούμε σε επόμενο σημείωμα.

Με διακηρυγμένο στόχο την «επάνοδο εις την δημοκρατική ομαλότητα διά ειρηνικών μέσων» ο αστικός πολιτικός κόσμος (στελέχη και πρώην βουλευτές της ΕΡΕ και της ΕΚ) σε όλη την εφταετία λειτουργούσε ως αντιπολίτευση –άλλοτε πιο «σκληρή», άλλοτε πιο «εποικοδομητική»– στο φασιστικό καθεστώς.

Τα ανοίγματα «φιλελευθεροποίησης» της χούντας στα 1972-73 (κατάργηση στρατιωτικού νόμου πλην Αθήνας-Θεσσαλονίκης, κατάργηση προληπτικής λογοκρισίας και μερική ελευθερία του Τύπου, μερική αμνηστία για πολιτικούς κρατούμενους, ελεγχόμενες εκλογές για φοιτητικούς συλλόγους κ.ά.) χαιρετίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν ως ο δρόμος που θα οδηγούσε στη «δημοκρατική ομαλότητα». Οι διεργασίες και οι συζητήσεις που γίνονταν στους κόλπους των αστικών πολιτικών δυνάμεων αφορούσαν τους όρους συμμετοχής στις εκλογές που δήλωνε ότι θα προκηρύξει ο Παπαδόπουλος, και απέβλεπαν στην εξασφάλιση της ηγεσίας του Καραμανλή για τη μετάβαση σ’ αυτή τη «δημοκρατική ομαλότητα». Σε μία «λύση Καραμανλή» δεν ήταν αντίθετη η ΕΚ (πλην Α. Παπανδρέου), αλλά ούτε και οι αμερικάνοι παρόλη τη μέχρι τότε στήριξή τους στο φασιστικό καθεστώς –άλλωστε αυτή η λύση επιβλήθηκε στη μεταπολίτευση.

Η ορμητική ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος αντιμετωπίζεται ως κίνδυνος γι’ αυτά τα σχέδια ομαλής μετάβασης. Μετά την κατάληψη της Νομικής, ο Κ. Τσάτσος (μετέπειτα πρόεδρος της δημοκρατίας) αναφέρει σε επιστολή του προς τον Καραμανλή: «Το φοιτητικό είναι η πρώτη μαζική εκδήλωση πολιτικής αντιστάσεως… Όσο προχωρεί αυτή η κίνηση, τόσο λιγώτερο θα ελέγχεται από τους σώφρονας και τους μετριοπαθείς… Τελικώς το πρώτο αυτό κίνημα αντιστάσεως, αν ευδοκιμήση, θα ελέγχεται από άλλες δυνάμεις, όχι από μας…». Και ο Καραμανλής επισημαίνει στον Γ. Ράλλη να προσεχθεί το φοιτητικό, για να μην «πάρουν το πάνω χέρι οι εξτρεμιστές».

Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και ενώ είναι ήδη γνωστό ότι υπάρχουν νεκροί και πρόκειται να επέμβει ο στρατός, ο «εθνάρχης» Καραμανλής δεν κάνει την παραμικρή δήλωση – έκκληση για σεβασμό της ζωής και της ακεραιότητας των φοιτητών. Ο κορυφαίος εκπρόσωπος της δεξιάς παράταξης στη χώρα, δεν έκανε ποτέ καμιά δήλωση, δεν αναγνώρισε ποτέ τη θυσία του Πολυτεχνείου, ούτε ακόμα περισσότερο το ρόλο της εξέγερσης.

Το σύνολο του παλιού πολιτικού κόσμου περίμενε να περάσει και πάλι η εξουσία στα χέρια του, σαν ώριμο φρούτο, σε μια συμφωνημένη διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία στην αστική δημοκρατία. Δεν μπορούσαν όμως να δεχτούν ότι αυτή η αλλαγή θα γίνει με το λαό στο δρόμο, υπό την πίεση της εξέγερσης, και τον πολιτικό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό να καθορίζει τις εξελίξεις. Η διαχρονική απέχθεια της Δεξιάς προς τις μαζικές κινητοποιήσεις και τους λαϊκούς αγώνες, η πολιτική και ιδεολογική συγγένειά της με τη χούντα, η αναμονή για συμφωνημένη παράδοση της εξουσίας στον Καραμανλή ή και στον Γλύξμπουργκ, χωρίς όμως το λαό στους δρόμους, είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η Δεξιά ήταν απούσα από το Πολυτεχνείο.

Ακόμα και όσοι πολιτικοί βρέθηκαν στο Πολυτεχνείο κάποια στιγμή στη διάρκεια της εξέγερσης (Κανελλόπουλος, Μαύρος κλπ), αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από «συστάσεις» και «εκκλήσεις» προς τη Χούντα, θεωρώντας ότι οι φοιτητές είναι υπερβολικά ριζοσπάστες για τα μέτρα τους. Την ανατροπή της χούντας την έβλεπαν μόνο στα πλαίσια μιας συμφωνίας με το στρατιωτικό καθεστώς, ενώ δεν μπορούσαν καν να ακούνε τα συνθήματα για το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ κλπ. Έπαιρναν φυσικά θάρρος και από τις προσπάθειες των δύο κομμάτων της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ.) να εμφανίσουν ως πολιτικό αίτημα της εξέγερσης τη δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης με αυτούς επικεφαλής, προσπάθειες που ευτυχώς δεν ευοδώθηκαν.

Έτσι το Πολυτεχνείο ήρθε και τίναξε στον αέρα τα σχέδια «φιλελευθεροποίησης» του φασιστικού καθεστώτος και την «ομαλή» και απρόσκοπτη συνέχεια μετάβασης σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, οι «εξτρεμιστές που πήραν το πάνω χέρι» τίναξαν στον αέρα τους σχεδιασμούς και τις επιθυμίες του πολιτικού κόσμου.

Το Πολυτεχνείο γράφτηκε στην ιστορία με συγκεκριμένο πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο, με κόκκινο χρώμα –κι όχι αχρωμάτιστο. Στο Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε η αντιφασιστική-αντιμπεριαλιστική ενότητα του αγωνιζόμενου λαού και νεολαίας –κι όχι κάποια γενική κι αόριστη «εθνική ενότητα». Άλλωστε όσοι επικαλούνται την «εθνική ενότητα» κάθε φορά που ο λαός σηκώνει κεφάλι, το κάνουν για να καταστείλουν ή να χειραγωγήσουν τους αγώνες και τις διεκδικήσεις του.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και κάποιοι κεντρώοι ή ακόμα και δεξιοί που βρέθηκαν τότε στο Πολυτεχνείο, ωστόσο είναι καθαρό ότι η ατομική (και περιορισμένη) συμμετοχή δημοκρατικών ανθρώπων που ψήφιζαν Δεξιά ή Κέντρο δεν αναιρεί την πλήρη απουσία, έως και εχθρότητα, με την οποία αντιμετώπισε την εξέγερση ο παλιός πολιτικός κόσμος, ο οποίος ήταν σε μεγάλο βαθμό ένοχος για τις συνθήκες που οδήγησαν στην αντιδημοκρατική εκτροπή του 1967.

Αυτοί λοιπόν, που δεν ήταν με το Πολυτεχνείο, που πολεμάνε λυσσαλέα κάθε εκδήλωση αντίστασης στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, που εχθρεύονται κάθε λαϊκή κινητοποίηση και τον ίδιο τον λαό, επιχειρούν επί 50 χρόνια να «αποχρωματίσουν» το Πολυτεχνείο, να το φέρουν στα «μέτρα» τους και να σβήσουν τις παρακαταθήκες του. Από την προκήρυξη εκλογών στις επετείους του 1974 και 1977, μέχρι τις απαγορεύσεις για πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία στα χρόνια της δεκαετίας του ’70. Από τις προσπάθειες να εμφανίσουν ως «παρωχημένη κατάσταση» τον αντιαμερικανισμό και τις διαδηλώσεις της 17 Νοέμβρη στα χρόνια του ’90, μέχρι την πρόσφατη προσπάθεια της ΝΔ να «αποδομήσει» την «καπηλεία του Πολυτεχνείου από την αριστερά» («Το ασίγαστο μίσος της ΝΔ για το Πολυτεχνείο, τώρα κυκλοφορεί και σε βίντεο»).

Όπως και το άνοιγμα στο δημόσιο λόγο «προβληματισμών» για το «τι ήταν τελικά το Πολυτεχνείο» ή η διενέργεια γκάλοπ για το τι πιστεύει (!) ο κόσμος για το Πολυτεχνείο, ανάγοντας με έμμεσο τρόπο αδιαμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα σε ποσοστά δημοσκοπήσεων (αν για παράδειγμα, ένα μη ευκαταφρόνητο ποσοστό «πιστεύει» ότι «δεν υπήρχαν νεκροί» ή ότι το Πολυτεχνείο ήταν «ένα γεγονός περιορισμένης έκτασης», τότε αυτό «νομιμοποιεί» τη σχετική συζήτηση και αμφισβήτηση).

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν μπορεί να «κοντύνει», να διαστρεβλωθεί, να σβηστεί από τις συνειδήσεις και τις καρδιές. Είναι γραμμένη ανεξίτηλα, οδηγός για όσους αντιπαλεύουν αυτούς που ΔΕΝ ήταν με το Πολυτεχνείο.

2ος Μύθος: “Το Πολυτεχνείο έφερε τη Χούντα του Ιωαννίδη”

Η αποκαθήλωση του Πολυτεχνείου, ειδικά τα τελευταία χρόνια, απέκτησε τον πιο τοξικό μύθο της. Αυτός είναι ότι το Πολυτεχνείο όχι απλά δεν συνέβαλε στο να πέσει η Χούντα, αλλά το αντίθετο: προκάλεσε την Χούντα του Ιωαννίδη, σκληρότερη και πιο βάναυση, η οποία μάλιστα οργάνωσε το πραξικόπημα στην Κύπρου ενάντια στον Μακάριο και ευθύνεται για τον Αττίλα του Ιούλη του ‘74.

Το έμμεσο συμπέρασμα από αυτά είναι ότι το Πολυτεχνείο ίσως καλύτερα να μην γινόταν. 

Η οπτική αυτή δεν είναι καινούργια. Εκφράστηκε από τον ιστορικό αναθεωρητισμό της αστικής τάξης για όλες τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, κάθε φορά που υπήρχε εξέγερση, επανάσταση και αντίσταση. Για τον αστικό αναθεωρητισμό θα ήταν καλύτερο στην Κατοχή να μην υπήρχε Αντίσταση γιατί η Αντίσταση προκαλούσε τη δυσανάλογη απάντηση των κατακτητών. Ίσως και το 1821 θα ήταν καλύτερο να μην υπήρχε επανάσταση γιατί προκάλεσε εκατόμβες νεκρών, θηριωδίες και σφαγές. Εμμέσως αλλά σαφώς μας υποβάλει στη σκέψη ότι είναι προτιμότερη η αναμονή για την ελευθερία και τη δημοκρατία από τον εξωτερικό παράγοντα, που κάποια στιγμή θα δεήσει και θα καταδεχτεί να ασχοληθεί με την ελευθερία και την ανεξαρτησία των αδύναμων συμμάχων του. 

Ανεξάρτητα όμως από τις ιδεολογικές χρήσεις, ο μύθος ότι το Πολυτεχνείο έφερε τον Ιωαννίδη καταρρίπτεται από την ίδια την ιστορική έρευνα αλλά και τη λογική. 

Η απόπειρα φιλελευθεροποίησης το 1973 διχάζει τη Χούντα σε δύο παρατάξεις. Η σκληροπυρηνική εκφράζεται από τον Ιωαννίδη και από στρατιωτικούς που έβλεπαν αρνητικά τα μέτρα χαλάρωσης του καθεστώτος και το σταδιακό πέρασμα σε πολιτική λύση. Η πλευρά Παπαδόπουλου, με πληθώρα προσωπικών φιλοδοξιών, στηρίζει τη φιλελευθεροποίηση και το πείραμα Μαρκεζίνη. Αυτός ο διχασμός δεν είναι πρωτοφανής στην πολιτική ιστορία. Ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς που αντιμετωπίζει αδιέξοδα και διλήμματα, προκαλεί αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε μια πιο σκληρή και μια πιο μετριοπαθή πτέρυγα. Αυτό συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση.

Τμήμα του καθεστώτος που δεν έβλεπε θετικά τη φιλελευθεροποίηση Παπαδόπουλου είχε ήδη αποφασίσει από τον Σεπτέμβριο του 1973 να κινηθεί εναντίον του. Είχε μάλιστα από τότε εμπλακεί και στην Κύπρο, ετοιμάζοντας το πραξικόπημα που λίγους μήνες μετά θα ανέτρεπε τον Μακάριο και θα έδινε ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει με τον Αττίλα 1 και 2. 

Αλλά και πέραν της ιστορικής αλήθειας, η λογική λέει ότι η κίνηση Ιωαννίδη δεν είναι δυνατόν να οργανώθηκε, να προετοιμάστηκε, να βρήκε συμμαχίες και συναινέσεις και τέλος να εκδηλωθεί, εντελώς αναίμακτα, μόλις μία εβδομάδα μετά το Πολυτεχνείο. 

Αυτό σημαίνει ότι το Πολυτεχνείο έδωσε την αφορμή, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ήταν η αιτία για την ανατροπή της κυβέρνησης Μαρκεζίνη και το “πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα” που οργανώθηκε από τον αρχηγό της ΕΑΤ ΕΣΑ. Ο ορίζοντας άλλωστε των εκλογών (προγραμματισμένων για τον Φεβρουάριο του 1973) ήταν και αυτός που καθόριζε το απώτατο όριο της κίνησης των σκληροπυρηνικών ενάντια στον Παπαδόπουλου. Πριν γίνουν εκλογές, το κίνημα Ιωαννίδη θα είχε εκδηλωθεί. Το Πολυτεχνείο μπορεί να επιτάχυνε τα πράγματα κατά λίγες ημέρες ή εβδομάδες, καθώς απέδειξε ότι ο Παπαδόπουλος δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει τον έλεγχο των εξελίξεων. Σημειωτέον ότι τις εκλογές τις έβλεπε θετικά ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής Δεξιάς (Αβέρωφ, Ράλλης), με ένα άλλο τμήμα της (Κανελλόπουλος), μαζί με το Κέντρο να προκρίνει την αποχή, ενώ μέχρι και το ΚΚΕ εσ. έβλεπε θετικά μια σταδιακή πορεία που δημιουργούσε το ενδεχόμενο εξόδου από τη δικτατορία. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν αποδεκτή από το σκληροπυρηνικό κομμάτι της Χούντας, το οποίο οργάνωνε την αντεπίθεσή του. 

Το Πολυτεχνείο αποκάλυψε σε όλη του τη γύμνια την αποσταθεροποίηση και τις αντιφάσεις του φασιστικού στρατοπέδου, όξυνε τις σχέσεις ανάμεσα στους στρατιωτικούς και στον πολιτικό κόσμο, αποσταθεροποίησε τη χουντική εξουσία, επιταχύνοντας ίσως την κίνηση γραναζιών που όμως είχαν ήδη τοποθετηθεί στη θέση τους από σχεδιασμούς ξένους προς το αντιδικτατορικό δημοκρατικό κίνημα. Και φυσικά, σε κάθε περίπτωση, η ιστορία δεν εξελίσσεται μέσα σε γυάλα. Δεν είναι εργαστηριακό πείραμα όπου κάθε δράση έχει συγκεκριμένη αντίδραση, και επομένως κάθε κίνημα σαν το Πολυτεχνείο θα έφερνε αναπόφευκτα μια πιο αντιδραστική εξέλιξη.  

Αν αυτά ισχύουν, από πού προκύπτει ο μύθος ότι η εξέγερση “έφερε” τη Χούντα Ιωαννίδη, και άρα κατ’ επέκταση το πραξικόπημα στην Κύπρο και την εισβολή του Αττίλα;

Προκύπτει από την ανάγκη των υβριστών του Πολυτεχνείου να ταυτίσουν κάθε εξέγερση με αρνητικές, επιζήμιες εξελίξεις. Από την πρόθεσή τους να κακολογήσουν την έννοια της Αντίστασης, του Αγώνα και της μαζικής πάλης. 

Αν μια εξέγερση σαν το Πολυτεχνείο, ανεξάρτητα των αγνών προθέσεων των αγωνιστών του (τις οποίες όλοι βεβαίως παραδέχονται), καταλήγει να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από τους στόχους της, τότε κάθε εξέγερση, πρέπει να είναι εκ φύσεως παράγοντας αποσταθεροποίησης ή και οπισθοδρόμησης. Όταν οι λαοί και τα έθνη αγωνίζονται, τα αποτελέσματα είναι αρνητικά. Είναι προτιμότερες οι ομαλές, σταδιακές, συμφωνημένες και συναινετικές αλλαγές. Αυτή είναι η ρίζα του σύγχρονου ιστορικού αναθεωρητισμού.

Με αυτόν τον τρόπο διαπαιδαγωγείται μια ολόκληρη κοινωνία στο ραγιαδισμό, στην αναμονή, στην αναζήτηση προστασίας από τις ξένες δυνάμεις. Και ταυτόχρονα, δίνει την αφορμή, μαζί με το ανάθεμα προς την εξέγερση, να μοιρολογούν ορισμένοι τη “χαμένη ευκαιρία της φιλελευθεροποίησης” που αν δεν χανόταν, θα οδηγούσε σε μια ομαλή και μακρά περίοδο μετάβασης, συνύπαρξης δικτατορίας – δημοκρατίας, χωρίς τον μεταπολιτευτικο ριζοσπαστισμό, ο οποίος για τη Δεξιά και το ακραίο Κέντρο είναι η αιτία όλων των δεινών.

1ος Μύθος: “Το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη Χούντα”, “οι εξεγέρσεις δεν έχουν αποτέλεσμα”.

Επιφανείς ιστορικοί και δημοσιογράφοι αποκαλύπτουν περιχαρείς στους αδαείς αναγνώστες τους ότι το Πολυτεχνείο έγινε τον Νοέμβριο του 73 αλλά η Χούντα έπεσε τον Ιούλιο του 74, δηλαδή οκτώ μήνες αργότερα. Κάνουν σαν να ανακάλυψαν τον τροχό. Το διακύβευμα αυτής της αποκάλυψης είναι σαφές: απέναντι στην βαθιά ριζωμένη λαϊκή πεποίθηση ότι το Πολυτεχνείο προκάλεσε την πτώση της Χούντας, η αστική τάξη και οι υποστηρικτές της αντιτάσσουν ότι το Πολυτεχνείο όχι απλά δεν έριξε τη Χούντα, αλλά έφερε μια ακόμα χειρότερη δικτατορία, αυτή του Ιωαννίδη, η οποία προκάλεσε την τραγωδία της Κύπρου. 

Φυσικά, κανείς δεν έχει ισχυριστεί σοβαρά ότι το Πολυτεχνείο προκάλεσε άμεσα την πτώση της Χούντας, με τον ίδιο τρόπο που -για παράδειγμα- μια βόμβα που ρίχνει το Ισραήλ προκαλεί την κατάρρευση ενός νοσοκομείου ή ενός σχολείου στη Γάζα. Το Πολυτεχνείο διεύρυνε τις ρωγμές του χουντικού καθεστώτος, υπέσκαψε τα θεμέλιά του, γιγάντωσε τις αδυναμίες του, κλάδεψε τα εσωτερικά και διεθνή στηρίγματά του. Έτσι έριξε τη Χούντα. Όχι ως βόμβα, αλλά ως ποτάμι.

Το Πολυτεχνείο τίναξε στον αέρα τη φιλελευθεροποίηση που επιχείρησε η δικτατορία Παπαδόπουλου. Όξυνε τις ήδη υπάρχουσες αντιθέσεις στο στρατόπεδο των χουντικών. Κυρίως, δεν άφησε περιθώρια στον αστικό πολιτικό κόσμο να επανέλθει με “ομαλό τρόπο” στη διακυβέρνηση της χώρας.

Επέβαλε δηλαδή η μεταπολίτευση να έρθει με μια ριζική πολιτική αλλαγή και όχι με μια συμφωνημένη διαδοχή.

Με ιστορικούς όρους και όχι με όρους τρέχουσας καθημερινότητας, το Πολυτεχνείο όχι μόνο έριξε τη Χούντα, αλλά και επέβαλε τους όρους της μετάβασης στη δημοκρατία.

Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητός αν δεν ανατρέξουμε στο εγχείρημα της φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας από το 1970 και μετά. Η Χούντα πιέζεται εσωτερικά και εξωτερικά για βήματα ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής. Εσωτερικά, είναι κυρίως ο επιχειρηματικός κόσμος που αναζητά τη σύγκλιση με την ΕΟΚ και την εξομάλυνση των διεθνών σχέσεων της χώρας που έχουν διαταραχθεί με τις αγριότητες των συνταγματαρχών. Σε αυτή την κατεύθυνση πιέζει και ο αστικός πολιτικός κόσμος, που νιώθει ριγμένος από τους συνταγματάρχες και είναι εκτός εξουσίας επί χρόνια – πράγμα πρωτόγνωρο στο μετεμφυλιακό κράτος. Διεθνώς, τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ βλέπουν με θετικό τρόπο μια μετάβαση σε μια δημοκρατικά “νομιμοποιημένη” διακυβέρνηση, όσο κι αν, ειδικά η Ουάσινγκτον, εξακολουθεί να στηρίζει τη χούντα ως Νατοϊκό – φιλοδυτικό προγεφύρωμα στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. 

Η φιλελευθεροποίηση μέσα στο 1973 επιταχύνεται: Έχουμε το νόθο δημοψήφισμα για το πολίτευμα τον Ιούλιο του 73, την άρση του στρατιωτικού νόμου και την αμνήστευση τον Αύγουστο του ΄73, τον διορισμό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη τον Οκτώβριο του ‘73 και σχεδιάζονται εκλογές για τον Φεβρουάριο του ‘74. Τη φιλελευθεροποίηση τη βλέπει θετικά η Δεξιά και το Κέντρο, ενώ ο Παπανδρέου και η Αριστερά θεωρούν ότι είναι προσχηματική. Όλοι διατηρούν επιφυλάξεις, αλλά ταυτόχρονα επίσης όλοι, και ειδικά η Αριστερά, εκτιμούν ότι με τη φιλελευθεροποίηση τα όρια της αντιδικτατορικής πάλης διευρύνονται. Για τις δύο πτέρυγες που προέκυψαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, η φιλελευθεροποίηση είτε είναι ατελής (ΚΚΕ εσ.), είτε είναι προσχηματικός ελιγμός του καθεστώτος (ΚΚΕ). Σε κάθε περίπτωση όμως, επιτρέπει την ανάπτυξη της μαζικής αντιδικτατορικής πάλης. Ως τέτοια, μπορεί να καταγγέλλεται πολιτικά, αλλά χρησιμοποιείται οργανωτικά και κινηματικά. Αυτό το γεγονός θα έχει αναμφισβήτητες συνέπειες και στην αρχική στάση της επίσημης Αριστεράς απέναντι στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. 

Το Πολυτεχνείο ακύρωσε τη φιλελευθεροποίηση καθώς ο ριζοσπαστισμός που κατακλύζει κυρίως τις πανεπιστημιακές σχολές το φθινόπωρο του 73 δημιουργεί τους όρους μιας αντιφασιστικής εξέγερσης που δεν διαπραγματεύεται κάποια θολά και δειλά βήματα χαλάρωσης. Αυτά με τα οποία είναι ευχαριστημένος ο πολιτικός κόσμος, δεν αρκούν στους φοιτητές.

Αντίθετα, απαιτούν την ανατροπή του χουντικού καθεστώτος εδώ και τώρα (“έξι χρόνια αρκετά – δεν θα γίνουνε εφτά”). Επιπλέον, ο ριζοσπαστισμός ξεκινά από τη δημοκρατική – αντιχουντική διάθεση για να μετασχηματιστεί σε αντιμπεριαλιστική – αντιαμερικανική κατεύθυνση: να αποκατασταθεί άμεσα η λαϊκή κυριαρχία, να σπάσουν οι δεσμοί εξάρτησης από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Η εξέγερση αντικειμενικά θα ξεπεράσει τα όρια που έβαζαν τα πολιτικά κόμματα, όχι μόνο του Κέντρου και της Δεξιάς. 

Ήταν το σχέδιο φιλελευθεροποίησης κάτι πρωτόγνωρο ή ανεφάρμοστο; 

Όχι. Το αποδεικνύουν πάμπολλες μεταμορφώσεις δικτατορικών καθεστώτων ανά την υφήλια τα χρόνια εκείνα. Ένα χρόνο μετά την αποκατάσταση της ελληνικής δημοκρατίας, αποκαταστάθηκε ομαλά η Ισπανική δημοκρατία, αφού ο επί σαράντα χρόνια δικτάτορας Φράνκο είχε ορίσει διάδοχό του και επόμενο αρχηγό του κράτους τον βασιλιά Χουάν Κάρλος. Το φασιστικό καθεστώς παραδίδει ομαλά την εξουσία και εξασφαλίζει όχι απλά την αμνηστία, αλλά και τους όρους μετάβασης στη δημοκρατία. Στη Χιλή, ο δικτάτορας Πινοσέτ, μετά από μια αιματοβαμμένη Χούντα, παρέδωσε συμφωνημένα την εξουσία στον πολιτικό κόσμο, με αποτέλεσμα να μην τιμωρηθεί κατ’ ελάχιστο για τους δεκάδες χιλιάδες δολοφονημένους, σφαγιασμένους, βασανισμένους επί της διακυβέρνησής του. Η φιλελευθεροποίηση των φασιστικών και δικτατορικών καθεστώτων αλλού πέτυχε, αλλά στην Ελλάδα απέτυχε. Χάρη στο Πολυτεχνείο. 

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε στον αέρα τη φιλελευθεροποίηση της Χούντας, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο αδύνατη την ομαλή μετάβαση σε “πολιτική κυβέρνηση”, με ταυτόχρονη αμνήστευση των εγκλημάτων της Δικτατορίας. 

Το Πολυτεχνείο και οι νεκροί του “απαγόρευσαν” την ειρηνική συνύπαρξη δικτατορίας – δημοκρατίας σε μια διαδικασία που δεν θα είχε αναταράξεις και τον λαϊκό παράγοντα να εισβάλει στο προσκήνιο. 

Το Πολυτεχνείο επιτάχυνε την αποσύνθεση του φασιστικού στρατοπέδου αφού έκλεισε τη διέξοδο της ομαλής διαδοχής σε πολιτική λύση και οδήγησε στην όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους του.

Αυτή ακριβώς είναι η συμβολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στη Δημοκρατία και η άμεση συνεισφορά του στην πτώση της Χούντας. 

Αν δεν είχε μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο, ποιος εγγυάται ότι η Ελλάδα δεν θα είχε την πορεία της Χιλής; Ή ακόμα και την πορεία της Ισπανίας που αναταρασσόταν από εντάσεις και εκτροπές για χρόνια μετά το θάνατο του Φράνκο; Ποιος εγγυάται ότι η Δημοκρατία θα αποκαθίστατο οκτώ μήνες μετά και όχι οκτώ ή δεκαοκτώ χρόνια μετά; Ποιος εγγυάται ότι η Χούντα δεν θα κατέληγε να είναι μισητή από το λαό; Αυτό το πάνδημο μαζικό μίσος προς τη Χούντα ήταν που θωράκισε την πολιτειακή ομαλότητα κατά τη μεταπολίτευση, για την οποία οι κατά τα άλλα αναθεωρητές του Πολυτεχνείου είναι υπερήφανοι.

Αν κάτι πονά την αστική τάξη αναφορικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είναι ότι ο τρόπος μετάβασης δεν έγινε με συμφωνημένο, συντεταγμένο και καθεστωτικό τρόπο ανάμεσα στους ιστορικούς ιδιοκτήτες της χώρας (αστικό προσωπικό) και τους πρόσκαιρους πραξικοπηματίες. Αντίθετα, έγινε με το Πολυτεχνείο να επιβάλει τον ριζοσπαστισμό του. 

Και αν κάτι πονά ακόμα περισσότερο είναι το συμπέρασμα ότι η ιστορία προχωρά με εξεγέρσεις και επαναστάσεις, επιταχύνεται όταν ο λαός και οι μάζες εισβάλουν στο προσκήνιο και επιβάλουν διεξόδους που ήταν αδιανόητες ως τότε.  

Η χλεύη που σημειώνεται από πληθώρα σχολιαστών, δημοσιογράφων και υποστηρικτών της εξουσίας για το αν το Πολυτεχνείο έριξε τη Χούντα, έχει τη βάση της στο μίσος που έχει η άρχουσα τάξη για τις εξεγέρσεις, τις επαναστάσεις και την αντίσταση. 

Για αυτούς, η ανεξαρτησία της Ελλάδας πριν δύο αιώνες, δεν προέκυψε από την επανάσταση του 1821 και τον αγώνα και τις θυσίες του γένους, αλλά από την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (όχι της Ρωσίας – προς Θεού, μόνο της Αγγλίας), και τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, 

Η απελευθέρωση από τους Γερμανούς δεν ήρθε (και) από την ένοπλη πάλη του λαού και την Αντίσταση με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, αλλά αποκλειστικά από τη διεθνή έκβαση του πολέμου (όχι της νίκης της ΕΣΣΔ στο Στάλινγκραντ – προς Θεού, μόνο της απόβασης των ΗΠΑ στη Νορμανδία ενάμισι χρόνο αργότερα).

Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας δεν ήρθε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τουναντίον, αυτή έφερε τον Ιωαννίδη και προκάλεσε την τραγωδία της Κύπρου (αδιανόητη ύβρις με την οποία θα ασχοληθούμε στο δεύτερο σημείωμα). Η Δημοκρατία ήρθε από τον Καραμανλή που κατέφθασε να σώσει τη χώρα.

Αυτές είναι οι μυθολογίες του αστικού ιστορικού αναθεωρητισμού, μυθολογίες που μπορούν και πρέπει να πάρουν τη θέση που τους αξίζει: Στον κάλαθο των αχρήστων της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. 

Το Πολυτεχνείο θα είναι πάντα παρόν, να θυμίζει σε φίλους και αντιπάλους ότι η ιστορία προχωρά με εξεγέρσεις, ότι οι μεγάλες αλλαγές δεν έρχονται με μικρές βελτιώσεις, ότι οι χούντες δεν ανατρέπονται από φιλελευθερισμούς, ότι ο λαός κερδίζει όταν αγωνίζεται, ότι οι αντιδραστικοί είναι χάρτινοι τίγρεις όταν οι μάζες εισβάλουν στο προσκήνιο.

Με τους «προβοκάτορες» του 1973. Με τους «τρομοκράτες» του 2023. Με τους λαούς που πολεμάνε για ανεξαρτησία.

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

50 χρόνια πριν, οι «προβοκάτορες» που μπήκαν στο Πολυτεχνείο έγραψαν και καθόρισαν την ιστορία. Έβγαλαν το λαό στο δρόμο, δίνοντας στο Πολυτεχνείο το χαρακτήρα παλλαϊκής αντιφασιστικής αντιμπεριαλιστικής εξέγερσης. Τίναξαν στον αέρα τα σχέδια «φιλελευθεροποίησης» της χούντας, διέλυσαν τις αυταπάτες για «ομαλοποίηση» του καθεστώτος και τις  –ομολογημένες ή ανομολόγητες– προσδοκίες γι’ αυτήν τη «φιλελευθεροποίηση» όσων τότε προσπαθούσαν να «μαζέψουν» την εξέγερση και να «απαγκιστρωθούν» και σήμερα διαγκωνίζονται και διεκδικούν για τον εαυτό τους τον πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτήν.

Γιατί στο Πολυτεχνείο συγκρούστηκαν δύο αντιλήψεις, δύο γραμμές: η αντίληψη για μια αντιχουντική διαμαρτυρία και «αντιδικτατορική ενότητα» από τη μια, και η αντίληψη για τη συνολικότερη ανατροπή του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και υποτέλειας, για ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία από την άλλη. Η πρώτη αποτύπωνε τη λογική του «εφικτού» και του «ρεαλισμού». Η δεύτερη αποτύπωνε και καθρέφτιζε τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, έκφραζε τα αισθήματα και τις αγωνιστικές διαθέσεις του λαού και της νεολαίας. Γι’ αυτό και επικράτησε. Και ακριβώς αυτός ο αντιφασιστικός αντιμπεριαλιστικός προσανατολισμός ήταν που έκανε το Πολυτεχνείο καταλύτη των κατοπινών πολιτικών εξελίξεων. Καθόρισε τους όρους της μεταπολίτευσης καθιστώντας αδύνατη μια επιστροφή στο προδικτατορικό πολιτικό σκηνικό. Οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαϊκών μαζών καταγράφοντας στις συνειδήσεις ότι ο μόνος δρόμος για καλύτερη ζωή είναι ο δρόμος του αγώνα, ότι η πάλη για ελευθερία και λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί παρά να είναι πάλη ενάντια στα ιμπεριαλιστικά δεσμά, πάλη για εθνική ανεξαρτησία. Παρακαταθήκες ζωντανές και εξαιρετικά επίκαιρες, 50 χρόνια μετά.

Σήμερα, την ιστορία τη γράφουν οι «τρομοκράτες» στη Γάζα. Ξεσηκώθηκαν για να αποτινάξουν τα δεσμά τους, κόντρα στη λογική του «εφικτού», του «ρεαλισμού», του συμβιβασμού. Ανέτρεψαν τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για την περιοχή. Κατέγραψαν στις συνειδήσεις ότι ο μόνος δρόμος για το δίκιο είναι ο δρόμος του ανυποχώρητου αγώνα. Αποκάλυψαν στα μάτια των λαών όλου του κόσμου το κυνικό, βάρβαρο, φασιστικό πρόσωπο του ιμπεριαλισμού και των υποτελών του, το πραγματικό πρόσωπο της «δημοκρατίας» και του «πολιτισμού» τους. Έβγαλαν στο δρόμο εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο που διαδηλώνουν την αλληλεγγύη τους στα δίκια του παλαιστινιακού λαού, την απαίτησή τους να σταματήσει το ματοκύλισμα και να ορίσει ο ίδιος ο λαός της Παλαιστίνης τη μοίρα του.

Η Γάζα έγραψε και γράφει την ιστορία και αυτό δεν μπορεί να το σταματήσει το ματοκύλισμα του λαού της – όπως το ματοκύλισμα του Πολυτεχνείου δεν μπόρεσε να σταματήσει την ιστορία που γράφτηκε το 1973.

Πάντοτε με τους «προβοκάτορες» και τους «τρομοκράτες» που μάχονται για το δίκιο, με τους λαούς που παλεύουν για ανεξαρτησία, με τους καταπιεσμένους και τους κολασμένους της γης – για έναν άλλο κόσμο!

Θάνατος στο φασισμό και τον ιμπεριαλισμό!

Έξω το ΝΑΤΟ και οι αμερικάνοι – Έξω οι βάσεις του θανάτου!

Λευτεριά στην Παλαιστίνη!

Οι λαοί νικούν με τ’ όπλο στο χέρι!

ΟΜΛΕ: Προκηρυξη- Δεκεμβρης 1973

Μετά το μεγαλειώδη λαϊκό ξεσηκωμό του Νοέμβρη και παρά την ένταση της φασιστικής καταπίεσης που έντρομοι επιβάλλουν οι νέοι στρατοκράτες, λακέδες της Ουάσινγκτον, η αγανάκτηση, η αποφασιστικότητα και το ψηλό επίπεδο των αγωνιστικών διαθέσεων κυριαρχούν μέσα στις λαϊκές μάζες. Τα αποτελέσματα, οι βαθύτερες συνέπειες και η αποφασιστική επίδραση αυτού του ξεσηκωμού μόνο μερικά έχουν ως τώρα εκφραστεί στις εξελίξεις και την πολιτική ζωή της χώρας. Οι εσωτερικοί τρανταγμοί στο στρατόπεδο του φασισμού βρίσκονται μόνο στην αρχή τους, ενώ η έκταση και το βάθος της κρίσης του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας, το αδιέξοδο όλου του κόσμο της ξενοκρατίας και της υποτέλειας βρίσκεται σε εξέλιξη.

Τα συγκλονιστικά γεγονότα του Νοέμβρη αποτελούν ένα μεγάλο σταθμό στη νέα ανοδική πορεία που ακολουθεί το λαϊκό κίνημα της χώρας μας. Αναλύοντας την ως τώρα πάλη τους και τη συμμετοχή τους μέσα στο λαϊκό ξεσηκωμό του περασμένου μήνα κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας θεωρούν πως τα γεγονότα αυτά αποτελούν ένα σταθμό και της δικής τους πορείας και δράσης, αλλά ταυτόχρονα και αφετηρία για ακόμα μεγαλύτερους, σε ένταση και πλάτος, λαϊκούς μαζικούς αγώνες που οπωσδήποτε θα επακολουθήσουν, όσο βαρειές και δύσκολες κι αν είναι οι συνθήκες κάτω απ’ τη φασιστική διακυβέρνηση κι όσο άγρια και βάρβαρη καταπίεση κι αν ασκηθεί και τώρα και στο μέλλον από τα σημερινά ή τα αυριανά ανδρείκελα της Ουάσινγκτον.

1. Η ανοδική πορεία του λαοδημοκρατικού κινήματος

Η φασιστική καταπίεση εξήμιση χρόνων, όχι μόνο δεν κατάφερε να συσπειρώσει ένα τμήμα του λαού γύρω από το αμερικανόδουλο φασιστικό καθεστώς, μα αντίθετα συντέλεσε στην ανάπτυξη των αντιφασιστικών-αντιιμπεριαλιστικών διαθέσεων των λαϊκών μαζών, στην ανάπτυξη μαζικών αντιφασιστικών κινητοποιήσεων και αγώνων. Οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας επισήμαναν έγκαιρα τις διαδικασίες ανάπτυξης και διάδοσης στις λαϊκές μάζες των αντιαμερικάνικων διαθέσεων και αισθημάτων, όταν αυτά βρίσκονταν ακόμα στο αρχικό, εμβρυϊκό τους στάδιο, παλεύοντας για τη μετατροπή αυτών των διαθέσεων και αισθημάτων σε αγωνιστική πράξη. Υπογραμμίζοντας τότε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της κατάστασης στη χώρα μας, τρία χρόνια μετά το φασιστικό πραξικόπημα της 21ης του Απρίλη 1967, ήταν πως η πανεθνική κρίση που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια μπήκε σ’ ένα νέο στάδιο, που βασικό του στοιχείο είναι η μετατροπή της αντίθεσης της συντριπτικής πλειοψηφίας του έθνους στη διχτατορία, σε αντίθεση προς την αμερικάνικη κατοχή στη χώρα μας που όργανά της είναι οι φασίστες μιλιταριστές. Ότι στις βασικές τάξεις και στρώματα του λαού, αλλά και παραπέρα, συντελούνταν βαθειές διεργασίες που προμήνυαν σοβαρές ανακατατάξεις. Ότι αντικειμενικά οι συνθήκες ήταν ώριμες όχι μονάχα για την ανάληψη ενός αποφασιστικού αντιδιδαχτορικού αγώνα, αλλά και για τη συσπείρωση και δραστηριοποίηση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, για τη μετατροπή της αντιαμερικάνικης αντιιμπεριαλιστικής διάθεσης σε συγκεκριμένη αγωνιστική πράξη, για το σπάσιμο του «νόμιμου» και αβλαβούς για τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης και των προστατών της αντιαμερικανισμού και τη συγχώνευσή του με το συνεπές αντιιμπεριαλιστικό αντιαμερικάνικο ρεύμα.

Το στάδ.ο της πρώτης φάσης της μετααπριλ.ανής περιόδου, μέσα στο οποίο συντελούνταν σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα οι πιο βαθειές διεργασίες ανάπτυξης και ισχυροποίησης του αντιαμερικανικού ρεύματος, ακολούθησε η σημερινή φάση της ανοιχτής μαζικής λαϊκής αντιπαράθεσης με το φασισμό και την αμερ.κανοκρατία που οδήγησε στον ηρωικό λαϊκό ξεσηκωμό του Νοέμβρη. Αυτή η ανοδική πορεία του λαϊκού δημοκρατικού κινήματος και η ισχυρή έκρηξη που ακολούθησε, ήταν αναπόφευκτη και υπαγορευόταν από τη μόνιμη και εξελισσόμενη κρίση του καθεστώτος της ξενοκρατίας και της υποτέλε.ας. Η κρίση αυτή, που γνώρισε το τελευταίο διάστημα μια μεγάλη ένταση, με την όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους του φασιστικού στρατοπέδου και όλου του κόσμου της ξενοδουλείας μπροστά στη μεγάλη άνοδο των αγωνιστικών διαθέσεων των λαϊκών μαζών, την αποδέσμευση τους από την επιρροή των πολιτικών σχηματισμών του αστικού κόσμου και του ρεβιζιονισμού και τη ριζοσπαστικοποίησή τους, είχε επισημανθεί έγκαιρα από τους μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας. Αυτοί από το 1970 τόνιζαν ότι στη χώρα μας αναπτύσσεται μια πανεθνική κρίση, γιατί οι ιθύνουσες τάξεις στάθηκαν ανίκανες να διατηρήσουν ή να παλινορθώσουν και την πιο διάτρητη κοινοβουλευτική δημοκρατία, γιατί τρία χρόνια μετά την επιβολή της φασιστικής διχτατορίας η διάσταση τους βάθυνε περισσότερο, έτσι που η εξέλιξη των πραγμάτων δεν αποκλείει συγκρούσεις και περιπλοκές ανάμεσα τους. Τόν.ζαν ακόμα πως πρόκειται για μια αναπτυσσόμενη πανεθνική κρίση, γιατί οι βασικές μάζες και στρώματα όχι μόνο αντιτίθενται στη φασιστική διχτατορία, αλλά όλο και περισσότερο ξεκόβουν από τα πολιτικά σχήματα που συνδέονται με την προαπριλιανή «δημοκρατία».

Οι φοιτητικοί αγώνες, που απ’ την προηγούμενη χρονιά άρχισαν να παίρνουν μορφή μαζικών αντιφασιστικών κινητοποιήσεων, μετατράπηκαν βαθμιαία σε μόνιμο πόλο αντιφασιστικής συσπείρωσης, ξεπερνώντας τα στενά συνδικαλιστικά ή τα ανώδυνα «αντιχουντικά» πλαίσια συγκράτησης που προσπαθούσαν να επιβάλλουν η αστική και η ρεβιζιονιοτική γραμμή. Οι αγώνες αυτοί άρχισαν ήδη στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς να πλαισιώνονται σταδιακά, άμεσα ή έμμεσα, με τις κινητοποιήσεις εργατών, αγροτών και διαφόρων άλλων κλάδων εργαζομένων, κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν στη βάση της διεκδίκησης συγκεκριμένων συνδικαλιστικών αιτημάτων και γρήγορα κατέληξαν στην ίδια κατεύθυνση: στη σύνδεση της ριζικής λύσης των συγκεκριμένων διεκδικήσεων με τη ριζική ανατροπή του φασισμού και της αμερικανοκρατίας.

Οι χειρισμοί που υιοθέτησε ο αμερικανοφασισμός για την αντιμετώπιση των ανερχόμενων λαϊκών αγώνων στη δοσμένη περίοδο, η εναλλαγή κι ο συνδυασμός της φασιστικής τρομοκρατίας με τα δημαγωγικά μέτρα και τις υποσχέσεις «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την παραπέρα ανάπτυξη αυτών των αγώνων, αλλά, μέσα στις συνθήκες της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων, η λαϊκή αντίσταση και πάλη άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Κι αυτό, παρά την αμέριστη βοήθεια που δέχτηκαν οι φασίστες στους ελιγμούς τους αυτούς από τις δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης και τις δυο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού, με τα κηρύγματα της προσαρμογής στα πλαίσια του αμερικανοφασισμού, με την ουσιαστική αποδοχή της παπαδοπουλικής νομιμότητας, πράγμα που εκφράστηκε λίγο αργότερα, πολύ καθαρά, με τη στάση αυτών των δυνάμεων στο δημοψήφισμα-απάτη που διοργάνωσαν οι φασίστες.

Την περίοδο αυτή έγινε φανερή και η έκταση και η ένταση των αντιφασιστικών-αντιιμπεριαλιστικών διαθέσεων που αναπτύχθηκαν στις λαϊκές μάζες όλο το μεταπριλιανό διάστημα και οι διαθέσεις αυτές άρχισαν να μετατρέπονται σε συγκεκριμένη αγωνιστική πράξη. Ο λαός και η νεολαία μπήκαν αποφασιστικά στο δρόμο της αποδέσμευσης τους από την ασφυκτική επιρροή της αστικορεβιζιονιοτικής γραμμής, πράγμα που εκφράστηκε στις μαχητικές, φοιτητικές και άλλες κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου παρά τις κατευθύνσεις ‘συγκράτησης’ και ‘σωφροσύνης’ των αστικών πολιτικών δυνάμεων και του ρεβιζιονισμού. Οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας, μιλώντας για τους φοιτητικούς αγώνες αυτής της περιόδου, έλεγαν ότι οι αγώνες αυτοί, με την έκταση, τη μαζικότητα και ωριμότητα τους, αποτελούν την πρακτική έκφραση τα αντίθεσης του λαού και της νεολαίας προς το καθεστώς της ξενοκρατίας και της υποτέλειας. Είναι το μεγάλο αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο μήνυμα για το ξέσπασμα ακόμα μεγαλύτερων και σημαντικότερων αγώνων που σίγουρα θα ακολουθήσουν, αγκαλιάζοντας όλο και ευρύτερες μάζες του ελληνικού λαού. Ακόμα ότι με την ηρωική πάλη και τις ανοιχτές συγκρούσεις των φοιτητών ενάντια στον καταπιεστικό μηχανισμό των ανδρείκελων της Ουάσιγκτον έγινε η αρχή της μετατροπής των αντιαμερικανικών διαθέσεων και αισθημάτων του λαού σε συγκεκριμένη αγωνιστική πράξη.

Στη διάρκεια αυτής της χρονιάς και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, όλα έδειχναν ότι ωριμάζει η μεγάλη λαϊκή έκρηξη. Η ολοκληρωτική και ασταμάτητα αυξανόμενη αντίθεση του λαού με τον αμερικανοφασισμό, η κλιμάκωση των λαϊκών κινητοποιήσεων κι η ανάπτυξη των μαζικών αντιφασιστικών αγώνων, η αυξανόμενη δυσφορία όλων των λαϊκών στρωμάτων για τη φασιστική καταπίεση που εντάθηκε τους τελευταίους μήνες με τη μεγάλη ακρίβεια της ζωής και τη μαύρη αγορά, η όξυνση των αντιθέσεων στους κόλπους του ίδιου του φασιστικού καθεστώτος αλλά και στο σύνολο των δυνάμεων της υποτέλειας, οδηγούσαν αναπόφευκτα σ’ αυτή την έκρηξη.

Αυτή η κατάσταση ήταν τόσο φανερή που μόνο όσοι ζουν ολοκληρωτικά αποκομμένοι από το λαό δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν. Μόνο όσοι στήριξαν και στηρίζουν ελπίδες στην «αυτοεξέλιξη» του φασισμού σε δημοκρατία, μόνο όσοι έτρεφα αυταπάτες για την «ομαλή πορεία» των διαδικασιών «φιλελευθεροποίησης» του φασισμού, μόνο όσοι ανησυχούσαν για τον «κίνδυνο να απομονωθεί η πολιτική ηγεσία από τα πεντέμισι εκατομμύρια ψηφοφόρων οι οποίοι οπωσδήποτε θα ψηφίσουν στις εκλογές» που προετοίμαζε ο Παπαδόπουλος δεν μπορούσαν να αντιληφθούν και τελικά δεν ήθελαν μια τέτοια εξέλιξη.

Οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας τόνιζαν ένα μήνα πριν από το λαϊκό ξεσηκωμό του Νοέμβρη ότι για όποιον δε νοσταλγεί την αντιπολίτευση στα πλαίσια της φασιστικής νομιμότητας, όπως συμβαίνει με την αστική αντιπολίτευση και τους συρόμενους πίσω απ’ αυτήν ρεβιζιονιοτές ηγέτες αυτό που επέρχεται στη χώρα και που έχει τεράστια σημασία, δεν είναι η επάνοδος στο κοινοβούλιο και οι εκλογές με τη συμμετοχή των υπό τον έλεγχο του «συνταγματικού δικαστηρίου» «εθνικοφρόνων» κομμάτων, αλλά η ανάπτυξη των μαζικών αγώνων της εργατικής τάξης και της νεολαίας που ανοίγουν ελπιδοφόρες προοπτικές για την ανάπτυξη ενός πλατιού αντιφασιστικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Ακόμα ότι σήμερα στη χώρα μας οι μαζικοί αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας έχουν ξεκινήσει και έχει διανυθεί κιόλας μια ορισμένη πορεία. Οι αγωνιστικές διαθέσεις των μαζών και τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί και καθημερινά συνεχίζουν να συσσωρεύονται και να οξύνονται είναι τέτοια ώστε σε κάθε περίπτωση οι μαζικοί αγώνες μπορεί να γενικευτούν και να πάρουν μεγάλες διαστάσεις. Και τέλος ότι η κατάσταση στα πλατύτερα στρώματα των εργαζομένων είναι πραγματικά εκρηκτική.

Για να αποφευχθούν οι συνέπειες αυτής της εκρηκτικής κατάστασης, για να εκτονωθούν οι ψηλές αγωνιστικές διαθέσεις των μαζών, ο αμερικανοφασισμός αποπειράθηκε να κάνει μια ψευτοαλλαγή, στη μορφή βέβαια και όχι στο περιεχόμενο. Με το ίδιο πνεύμα είδαν την κατάσταση οι αστοί και οι ρεβιζιονιοτές ηγέτες. Η «φιλελευθεροποίηση» του φασισμού, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν, συσπείρωσε τελικά γύρω από το καθεστώς την πλειοψηφία των ηγετών του αστικού πολιτικού κόσμου και την ηγεσία και των δύο πτερύγων του ρεβιζιονισμού. Έχοντας ουσιαστικά και οι πρώτοι και οι δεύτεροι αποδεχτεί τη φασιστική νομιμότητα, προσπάθησαν να περιορίσουν τη λαϊκή πάλη, διεκδικώντας καλύτερους όρους για τη διενέργεια των εκλογών από αυτούς που πρότεινε η φασιστική κυβέρνηση Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη. Αλλά η αστική αντιπολίτευση και ο ρεβιζιονισμός υπολόγισαν λάθος εκεί που υπολόγισε λάθος και το ίδιο το φασιοτ.κό καθεστώς. Βάζοντας σε εφαρμογή τη «φιλελευθεροποίηση», για να εκτόνωσε. τους λαϊκούς αγώνες ο αμερικανοφασισμός άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου αδυνατώντας από κει και πέρα να ελέγξει τις συνέπειες. Όταν για εξήμ.σ. χρόνια οργιάζει η φασιστική καταπίεση και η τρομοκρατία, όταν η χώρα ξεπουλιέται με τους πιο ξέφρενους ρυθμούς, όταν το έδαφος της παραχωρείται στην ανεξέλεγκτη δικαιοδοσία του αμερικάν.κου ιμπεριαλισμού, όταν ο λαός υπόκειται σε εξευτελισμούς από τους αμερικάνους πεζοναύτες με τη κάλυψη του φασιστικού κράτους, όταν το κόστος της ζωής πολλαπλασιάζεται και η μαύρη αγορά επισημοποιείται, τότε χρεοκοπούν ολοκληρωτικά όλες οι εκτονωτικές προσπάθειες του αμερ.κανοφασισμού. Ο. λαϊκές μάζες παύουν να υπακούουν και αγνοούν τις συμβουλές των αστών πολιτικών και του ρεβιζιονισμού, παραμερίζουν τους κ.κ.Κανελόπουλο. Μαύρο και Ηλιου, παύουν να είναι «συνετές» και «πειθαρχημένες» στις απαιτήσεις της νόμ.μης εκλογικής πάλης και κατεβαίνουν στους δρόμους για να κατακτήσουν το δικαίωμα τους να ζήσουν ανθρώπινα, λεύτερα, σε μια Ελλάδα πραγματικά δημοκρατική κι ανεξάρτητη, με το λαό στη εξουσία. Η «πολιτική ηγεσία» που εννοούσε ο κ Ηλιου, και φυσικά και ο ίδιος τελικά απομονώθηκε από τις λαϊκές μάζες για λόγους εντελώς αντίθετους απ’ αυτούς που πρόβλεπε. Οι γλυκές ονειροπολήσεις των ηγετών του αστικού πολιτικού κόσμου και του ρεβιζιονισμού, οι μανούβρες, οι συζητήσεις τα σχόλια και οι «αντιρρήσεις» μπρος τις …επερχόμενες εκλογές του αμερικανοφασισμού έγιναν στάχτη. Τις έκανε στάχτη ο μεγάλος ξεσηκωμός του Νοέμβρη.

Οι χιλιάδες λαού της Αθήνας που κατάκλυσαν το Πολυτεχνείο, που διαδήλωσαν μαχητικά στους δρόμους που συγκρούστηκαν σκληρά και άνισα με τον πάνοπλο αμερικανοφασισμό, έγραψαν νέες δοξασμένες σελίδες στην ιστορία του δημοκρατικού λαϊκού κινήματος της χώρας μας. Οι σκηνές άφταστου ηρωισμού που ξετυλίχτηκαν στους δρόμους της Αθήνας το βράδυ της Παρασκευής, οι γιομάτες αυταπάρνηση συγκρούσεις του άοπλου λαού με τα τανκς και τα πολυβόλα του αμερικανοφασισμού, δίνουν το μέτρο της αληθινά επαναστατικής κατάστασης που επικρατούσε μέσα στις λαϊκές μάζες. Ο λαός έδειξε καταπληκτική πολιτική ωριμότητα που εκφράστηκε στον αντιφασιστικό αντιαμερικανικό, στο συνεπή αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των συνθημάτων όλη τη διάρκεια των γεγονότων. Αυτά ακριβώς τα συνθήματα έρχονται σε πλήρη αντιστοιχία με τις απίστευτα ψηλές αγωνιστικές διαθέσεις του λαού.

Ο αμερικανοφασισμός σκότωσε άναντρα εργάτες φοιτητές μαθητές έβαψε τους δρόμους της Αθήνας για μια ακόμη φορά με το α\μα του λαού. Εξαπόλυσε κύμα συλλήψεων σ‘ όλη τη χώρα. Πασχίζει με την άγρια φασιστική τρομοκρατία να λυγίσει το αγωνιστικό φρόνημα του λαού. Όμως οι νέοι μάρτυρες του αγώνα ατσάλωσαν ακόμα περισσότερο τις λαϊκές δημοκρατικές μάζες. Δυνάμωσαν αφάνταστα την απόφαση τους να αγωνιστούν ως το τέλος για το γκρέμισμα του φασισμού, για το διώξιμο των αμερικάνων και όλων των ιμπεριαλιστών από τη χώρα μας για να απαλλαγεί η Ελλάδα από τα φασιστικά και ιμπεριαλιστικά δεσμά.

2. Η νίκη της αντιφασιστικής αντί ιμπεριαλιστικής γραμμής πάνω στην αντιρεβιζιονιστική γραμμή-

Στη διάρκεια των μαχητικών αντιφασιστικών εκδηλώσεων, πραγματοποιήθηκε στην πράξη μια πλατειά αντιφασιστική αντιιμπεριαλιστική ενότητα. Η ενότητα αυτή προήλθε απ’ την ανατροπή μιας άλλης ‘ενότητας’, αντιλαϊκής κι εχθρικής στα συμφέροντα των λαϊκών δημοκρατικών μαζών, μιας ενότητας στη κορυφή κι έξω απ’ την αντιφασιστική δράση με ριγμένους παράγοντες της υποτέλειας. Η αντιφασιστική – αντιιμπεριαλιστική ενότητα που οικοδομήθηκε μέσα στη φωτιά της πάλης κι αγκάλιασε πλατειά χιλιάδες δημοκράτες κι αντιφασίστες που κατέβηκαν στους δρόμους πριν και μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου προήλθε απ’ την αντιπαράθεση δύο πολιτικών κατευθύνσεων, δύο βασικά αντίθετων πολιτικών γραμμών αντιπαράθεση  που εκφράστηκε οργανωμένα  μέσα  στα  γεγονότα  και  που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας των ηρωικών λαϊκών εκδηλώσεων. Οι δύο αυτές βασικές κατευθύνσεις αντιπαρατέθηκαν απ’ την αρχή ως το τέλος των γεγονότων.

Η πρώτη, είναι μια συντηρητική, λεγκαλιοτική, οπορτουνιοτική γραμμή συγκράτησης και υπονόμευσης του μαζικού αντιφασιστικού κινήματος και των αντιφασιστικών αντιιμπεριαλιστικών διαθέσεων των μαζών. Αυτή η πολιτική γραμμή υποστηρίχτηκε και προβλήθηκε απ’ τις δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού, την Όρθόδοξη’ και την ‘ανανεωτική’, καθώς και από κεντρώους, ανθρώπους του συγκροτήματος Λαμπράκη και της Επιτροπής για την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας- των Κανελόπουλου, Μαύρου κλπ. Από τις δυνάμεις αυτές, η «ορθόδοξη» ρεβιζιονιοτική πτέρυγα ήταν εκείνη που πεισματικά, με περισσότερη ανοχή, πιο οργανωμένη από τους άλλους, υποστήριζε αυτή τη γραμμή με φορέα την ΚΝΕ και βασικά τη δήθεν ακομματική ΑντιΕΦΕΕ.

Η δεύτερη, μια αγωνιστική αντιφασιστική αντιιμπεριαλιστική γραμμή, που όπως έδειξαν τα γεγονότα όχι μόνο ήταν σωστή, αλλά και ανταποκρινόταν απόλυτα στο ψηλό επίπεδο των αγωνιστικών διαθέσεων των λαϊκών μαζών. Τη γραμμή αυτή υποστήριξαν με συνέπεια και ως το τέλος και πάλεψαν σκληρά όλα τα επίπεδα για την επικράτηση της οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας και όλοι οι συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές. Η γραμμή αυτή κυριάρχησε και καθόρισε το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξήχθηκε η πάλη του λαού και της νεολαίας σ^όλη τη διάρκεια των γεγονότων.

Οι «ορθόδοξοι» ρεβιζιονιοτές με την Αντι-ΕΦΕΕ προσπάθησαν εκ των υστέρων να εμφανιστούν σαν οι οργανωτές και εμψυχωτές του λαϊκού ξεσηκωμού του Νοέμβρη. Στην πράξη έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αυτοί προσπάθησαν αρχικά να απομονώσουν τους φοιτητές του Πολυτεχνείου από τους άλλους φοιτητές που κατέβηκαν για συμπαράσταση. Πρώτη υπονομευτική ενέργεια και αποτυχία. Όταν η προσπάθεια αυτοί απέτυχε, χτύπησαν λυσσασμένα την ιδέα της κατάληψης του Πολυτεχνείου που συζητιόταν πλατιά μέσα στις φοιτητικές μάζες. Όταν απέτυχαν και εκεί, πάλεψαν για να παραμείνουν οι εκδηλώσεις στο Πολυτεχνείο σε καθαρά φοιτητικά πλαίσια, αρνούμενοι τη συμμετοχή των εργατών, άλλων εργαζομένων, μαθητών κλπ. Όταν και στο επίπεδο αυτό οι προτάσεις τους απορρίφθηκαν, έδωσαν την τελευταία μάχη στο ζήτημα της πολιτικής γραμμής, υποστηρίζοντας πως ο αγώνας είναι καθαρά αντιδιχτατορικός και προτείνοντας να σταλεί έκκληση προς όλες τις «αντιδιχτατορικές οργανώσεις και κόμματα» για το σχηματισμό της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας». Χάνοντας τη μάχη και σ’αυτό το επίπεδο και σκόλες σχεδόν τις συνελεύσεις, έβαλαν σε εφαρμογή τη γνωστή τακτική αντιδημοκρατικής παραβίασης των αποφάσεων, πραξικοπηματικών ενεργειών και τραμπουκισμού για να περισώσουν ό,τι μπορούσαν. Παρά τις αντίθετες αποφάσεις, έκαναν έκκληση προς τις «αντιδιχτατορικές οργανώσεις και κόμματα», φρόντισαν να διατηρήσουν την επιρροή τους σε επιτροπές και συνέχισαν να ενεργούν χωρίς εξουσιοδότηση ή έλεγχο και σε αντίθεση με το πνεύμα των αποφάσεων που είχαν δημοκρατικά εγκριθεί. Έβαλαν ανθρώπους τους να σβήσουν συνθήματα («Λαοκρατία», «Έξω οι αμερικανοί» κλπ) που ήταν μέσα στο πνεύμα των αποφάσεων που είχαν παρθεί στις συνελεύσεις αλλά αντίθετα με τη δική τους γραμμή.

Στα ίδια πλαίσια κινήθηκαν και οι «ανανεωτικοί» ρεβιζιονιοτές και οι κεντρώοι. Οι πρώτοι μάλιστα πρότειναν ανοιχτά τη συνεργασία με την «Επιτροπή για την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας». Η γραμμή τους απορρίφθηκε στο σύνολο της και αναγκάστηκαν να συρθούν πίσω από την εξέλιξη των γεγονότων. Μετά από ένα ορισμένο διάστημα στη διάρκεια των γεγονότων, μερίδα της βάσης των κεντρώων και των «ορθόδοξων» και «ανανεωτικών» ρεβιζιονιοτών αρνιόταν να εκτελέσει τις «ντιρεκτίβες» της ηγεσίας, και συνενωνόταν με τις μάζες που είχαν υιοθετήσει τα αντιφασιστικά αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα.

Η παρέμβαση στη διάρκεια των γεγονότων διάφορων αναρχοσυνδικαλιστικών ομάδων χωρίς καμιά οργανωτική συγκρότηση και συνοχή, όπως και η παρέμβαση ορισμένων «ανανεωμένων» και αναβαπτισμένων παλιών τριτσκιστικών ομάδων δεν έπαιξε ρόλο στην πορεία και εξέλιξη των γεγονότων ούτε είχε καμιά σοβαρή επίπτωση στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης που επικράτησε σ’αυτά. Η ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική σύγχυση που προκάλεσε και προκαλεί ο ρεβιζιονισμός μέσα στο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα διευκολύνει την ύπαρξη τέτοιων ομάδων που προσπαθούν να εμφανιστούν σαν επαναστατικές τάσεις και προσπαθούν να παγιδεύσουν στις γραμμές τους αντιφασίστες που η θέση τους βρίσκετα. στο χώρο του συνεχούς αντιφασιστικού αντ.ιμπεριαλιστ.κού κινήματος. Παρόλο που ο. ομάδες αυτές ρίξαν μια σειρά αναρχοσυνδ.καλ.στικά ή τροτσκιστικά συνθήματα, δε βρήκαν στη διάρκεια των διαδηλώσεων την παραμικρή απήχηση μέσα στις λαϊκές μάζες και τελικά αναγκάστηκαν να συρθούν μέσα στο γενικό αντιφασιστικό αντιαμερικανικό ρεύμα.

Οι μαρξιστές λενινιστές και όλοι οι συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές πρόβαλαν από την αρχή των γεγονότων τις πιο συνεπείς αγωνιστικές θέσεις και συγκρούστηκαν σε όλα τα επίπεδα με τους εκπροσώπους της αστικής και ρεβιζιονιοτικής γραμμής. Οι λαϊκές υιοθέτησαν πλατιά τα συνθήματα που πρόβαλαν οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας. Η ήττα των κεντρώων και ρεβιζιονιοτών στην προσπάθεια τους να απομονώσουν τους φοιτητές του Πολυτεχνείου από τους υπόλοιπους φοιτητές και το λαό, η ήττα τους στο ζήτημα της απόφασης για την κατάληψη του Πολυτεχνείου, η απόρριψη των απόψεων τους για ενότητα με τους αστούς πολιτικούς και ο καθορισμός του αγώνα σαν αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού και όχι απλά αντιδιχτατορικού, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στις δραστήριες παρεμβάσεις των μαρξιστών λενινιστών και όλων των αντιφασιστών αντιιμπεριαλιστών, στις ζυμώσεις που προηγήθηκαν και στις συνελεύσεις που ακολούθησαν, στη συνεχή προπαγάνδα μέσα και έξω απ’αυτές, στην αδιάκοπη αποκάλυψη του ρόλου των κεντρώων και ρεβιζιονιοτών παραγόντων. Οι συνεπείς αντιφασίστες-αντιιμπεριαλιστές κινήθηκαν δραστήρια μ’ολες τους τις δυνάμεις και βρέθηκαν κοντά στο λαό προπαγανδίζοντας σΌλους τους χώρους, μέσα στο Πολυτεχνείο, στις ξεσηκωμένες συνοικίες, σ^όλα τα σημεία συγκέντρωσης των λαϊκών μαζών, τις συνεπείς αγωνιστικές θέσεις. Πήραν ενεργητικό μέρος στις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, συντελώντας αποφασιστικά στην υιοθέτηση των αντιιμπεριαλιστικών αντιφασιστικών συνθημάτων, και στις σκληρές συγκρούσεις με τη φασιστική αστυνομία.

Οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας, όλοι οι συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές με την παρουσία και δράση τους έβαλαν αποφασιστικά τη σφραγίδα τους στη διαμόρφωση και επικράτηση, στην αποδοχή από τις πλατιές λαϊκές μάζες της αγωνιστικής αντιφασιστικής αντιιμπεριαλιστικής γραμμής και την κατανίκηση της υπονομευτικής αστικορεβ.ζιονιοτικής γραμμής στην πορεία των γεγονότων του Νοέμβρη.

Οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας, όλοι οι συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές με τη σκληρή πάλη τους πριν και στη διάρκεια των γεγονότων, παρά τα σοβαρά χτυπήματα που δέχτηκαν, πλάτυναν ακόμα περισσότερο τους δεσμούς τους με τις μάζες του λαού και της νεολαίας. Το οργανωτικό ατσάλωμα, η ανάπτυξη και η επιρροή τους αυξήθηκαν και δυνάμωσε η ικανότητα τους να παρεμβαίνουν όλο και πιο αποφασιστικά και δραστήρια στον καθορισμό των εξελίξεων.

Η σημαντικότερη πολιτική κατάκτηση των μαρξιστών λενινιστών της Ελλάδας, στη διάρκεια των γεγονότων του Νοέμβρη, είναι πως οι θέσεις που διατύπωσαν από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν οργανωμένα την πάλη τους, τα συναισθήματα που υποστηρίζουν και προπαγανδίζουν, υιοθετήθηκαν από τις λαϊκές μάζες κι έγιναν συναισθήματα του μεγάλου λαϊκού ξεσηκωμού. Οι κεντρώοι και ρεβιζιονιστές παράγοντες είχαν κάθε λόγο να αντιπαρατεθούν στα συνθήματα «Έξω οι αμερικάνοι», «Έξω το ΝΑΤΟ», «Θάνατος στο φασισμό» ,»Λαοκρατία», κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τα αποτρέψουν. Αναρχοσυνδικαλιστές, τροτσκιστές, και αντίστοιχα ρεύματα είχαν απ’ την πλευρά τους κάθε λόγο να αντιτεθούν ολοκληρωτικά σε τέτοια συνθήματα. Όμως αυτές ακριβώς οι θέσεις ανταποκρίθηκαν στις διαθέσεις και τους πόθους των λαϊκών μαζών, μ’ αυτές εκφράστηκε η αγανάκτηση τους, η ριζική αντίθεση τους στην αμερικανοκρατία και στο φασισμό, η αποφασιστικότητα τους να παλέψουν για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της χώρας μας. Κι ανεξάρτητα από το πώς ελίσσεται σήμερα, ύστερα από τα γεγονότα κάθε μία από αυτές τις πολιτικές δυνάμεις και να μην έρθει σ’ ανοιχτή σύγκρουση με το βαθύτερο περιεχόμενο του ηρωικού ξεσηκωμού του περασμένου μήνα τα γεγονότα τη φορά αυτή ορθώνονται κατηγορηματικά για να διαψεύσουν κάθε πιθανή καπηλεία και να δείξουν ποιες θέσεις βρήκαν πραγματικά ανταπόκριση στους πόθους και στις διαθέσεις των λαϊκών μαζών και ποιες ξεπεράστηκαν κι απορρίφθηκαν στη διάρκεια των συγκλονιστικών γεγονότων του Νοέμβρη.

Παρόλο που η πάλη που διεξάγουν οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας βρίσκεται ακόμα στην αρχή της, παρόλο που η πολιτική και οργανωτική τους ανάπτυξη δε βρίσκεται σε τέτοιο επίπεδο που να τους επέτρεπε να καθοδηγήσουν απ’ την αρχή ως το τέλος και απ’ άκρη άκρη συνολικά τις διαδηλώσεις, η πλατειά προώθηση, διάδοση και υιοθέτηση απ’ τις λαϊκές μάζες των θέσεων και των συνθημάτων τους αποτελεί ένα σημαντικό βήμα, μία ουσιαστική πολιτική κατάκτηση. Οι συνθήκες είναι εξαιρετικά ευνοϊκές για την ανάπτυξη της πάλης των μαρξιστών λενινιστών της Ελλάδα κι οι συνέπειες των διαδικασιών που συντελούνται σήμερα με πολύ γοργούς ρυθμούς μέσα στις λαϊκές μάζες θα εκφραστούν σύντομα στην πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη του μαρξιστικού λενινιστικού και του συνεπούς αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.

3. Το αδιέξοδο του φασιστικού καθεστώτος. Η αστική και ρεβιζιονιστική τακτική.

Το φασιστικό καθεστώς και οι ξένοι προστάτες του δεν έχουν συνέλθει ακόμα απ’ τον πανικό που τους προκάλεσε το λαϊκό ξεσήκωμα του Νοέμβρη. Πλήρης σύγχυση επικρατεί στις γραμμές της φασιστικής κλίκας Ιωαννίδη -Γκιζίκη -Ανδρουτσόπουλου που χαρακτηρίζει όλες της τις ενέργειες. Ένα σχεδόν μήνα μετά την επιβολή της στην εξουσία, αδυνατεί να χαράξει μία οποιαδήποτε πορεία, μια οποιαδήποτε προοπτική για το ξενόδουλο φασιστικό καθεστώς.

Το νέο αμερικανόπνευστο φασιστικό πραξικόπημα της 25ης Νοέμβρη όχι μόνο δεν άμβλυνε τις αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες της υποτέλειας, όχι μόνο δεν εξασφάλισε μια μεγαλύτερη σταθερότητα στις ίδιες τις δυνάμεις του φασισμού και στο φασιστικό καθεστώς, αλλά αντίθετα είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί η ρευστότητα που το χαρακτήριζε σε όλο αυτό το τελευταίο διάστημα και ιδιαίτερα μετά το ψευτοδημοψήφισμα του Ιούλη και μέχρι την ανατροπή του Παπαδόπουλου στις 25 του Νοέμβρη. Εγκατεστημένη με* τη βία πάνω σε ένα ηφαίστειο η «ανανεωμένη» φασιστική κλίκα δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει κανένα από τους στόχους που ανέλαβε και ιδιαίτερα αυτό που οι φασίστες και το σύνολο του κόσμου της υποτέλειας αποκαλούν κοινωνική γαλήνη, τάξη και ασφάλεια. Η ολόπλευρη αντίθεση των λαϊκών μαζών προς το φασιστικό καθεστώς και η οξυνόμενη οικονομική κρίση φτάνουν σε τέτοια επίπεδα που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελιγμών στις αμερικάνικες υπηρεσίες και στα ντόπια ανδρείκελα τους. Έτσι, μοναδική λύση για τον αμερικανοφασισμό, έστω και κοντοπρόθεσμα, είναι η άμεση φασιστική βία και καταπίεση. Συλλαμβάνοντας χιλιάδες αγωνιστές, προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τις λαϊκές μάζες να αποθαρρύνουν τις διαθέσεις τους για αγώνα ενάντια σο φασισμό και τον ιμπεριαλισμό, να ανακόψουν την ορμητική μαζικοποίηση του λαϊκού αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, να απομονώσουν, τέλος τους πιο δραστήριους και μαχητικούς λαϊκούς αγωνιστές από τις λαϊκές μάζες που στη διάρκεια των διαδηλώσεων του περασμένου μήνα εκφράσανε με κάθε τρόπο τη συμπαράσταση τους και στάθηκαν ολόψυχα στο πλευρό των αγωνιστών που συγκρούστηκαν με το φασισμό και την αμερ.κανοκρατία.

Ανεξάρτητα απ’ το ποια αποτελεσματικότητα μπορεί να έχει η φασιστική καταπίεση, σήμερα δε φαίνεται να υπάρχει καμία άλλη διέξοδος για το καθεστώς. Είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσει την κυρίαρχη πλευρά του σημερινού σχήματος και όποιου άλλου το διαδεχθεί αύριο, με οποιαδήποτε μορφή και αν εφαρμοστεί.

Παράλληλα με την ανάπτυξη της βίαιης φασιστικής καταπίεσης, εντείνεται τις μέρες αυτές απ’ το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κυβερνητικό τύπο μία ξέφρενη αντικομουνιοτική προπαγάνδα, που σκοπεύει στον ίδιο στόχο, δηλαδή στη διάσπαση της ομόφωνης αντίθεσης των λαϊκών μαζών προς το καθεστώς και στην απομόνωση των κομμουνιστών απ’ τις λαϊκές μάζες. Εξήμ.ση χρόνια μετά την επιβολή της στην εξουσία, που είχε κύριο στόχο την «πάταξιν του κομμουνισμού» και των «πεζοδρομιακών εκδηλώσεων» και παρά τη βοήθεια που της πρόσφερε αντικειμενικά ο ρεβιζιονισμός με τη διάλυση που προκάλεσε μέσα στο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα της χώρας μας, η αμερικανοκρατία όχι μόνο βρέθηκε αντιμέτωπη σε «πεζοδρομιακές εκδηλώσεις» πιο μαζικές και πιο μαχητικές απ’ αυτές που αρχικά θέλησε να «πατάξει», μα παραπέρα είδε τις αντιφασιστικές αντιιμπεριαλιστικές ιδέες να αγκαλιάζουν τις λαϊκές μάζες και τους αγωνιστές του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιοτικού αγώνα να κολυμπάνε σε μια θάλασσα συμπάθειας και συμπαράστασης του λαού, ιδιαίτερα στη διάρκεια του λαϊκού ξεσηκωμού του περασμένου μήνα. Η σημερινή ένταση της αντικομουνιοτικής προπαγάνδας είναι η πρώτη συνέπεια των συμπερασμάτων που βγάζουν οι αμερικανικές υπηρεσίες και οι ντόπιοι φασίστες απ’τις διαδηλώσεις του Νοέμβρη. Επιδιώκουν παράλληλα και κάτι άλλο. Τονίζοντας το κομμουνιστικό, ανατρεπτικό κλπ περιεχόμενο των τελευταίων εκδηλώσεων, προσπαθούν να βάλουν τέρμα στην καιροσκοπική στάση της αστικής αντιπολίτευσης, που στο παρελθόν δε δίστασε να καπηλευτεί για δικούς της σκοπούς τους λαϊκούς αγώνες, να αποσπάσουν απ’τα στελέχη του ριγμένου αστικού πολιτικού κόσμου δηλώσεις που να τους διαχωρίζουν κατηγορηματικά απ’τους λαϊκούς αντιφασιστικούς αγώνες, επιδιώκοντας έτσι τη συνεργασία τους στα πλαίσια του νέου σχήματος της 23* Νοέμβρη.

Απέναντι στην ογκούμενη λαϊκή αντίθεση, ο αμερικανοφασοσμός δεν είναι σε θέση να επιβάλει στην εξουσία μια κλίκα στοιχειωδώς συμπαγή. Οι αντιθέσεις έχουν αρχίσει να εκφράζονται στους κόλπους της νέας φασιστικής κυβέρνησης πριν καλά καλά ολοκληρωθεί ο σχηματισμός της. Το αδιέξοδο της οικονομικής κρίσης είναι τέτοιο που ακόμα και ξεσκολισμένα στελέχη του αμερικανοφασισμού διστάζουν να συνδέσου τα’όνομά τους με την πλήρη αδυναμία αντιμετώπισης τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που αγκαλιάζουν πια όλα τα στρώματα των εργαζομένων. Το σχήμα που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 25ης Νοέμβρη δεν είναι σε θέση ούτε καν να μπαλώσει την κατάσταση. Είναι γι’αυτό πιθανό στους κόλπους του αμερικανοφασισμού να υπάρξουν σχετικά σύντομα αλλαγές.

Για να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο, στα μαγειρεία της αντίδρασης και των ξένων προστατών της, αντιμετωπίζονται διάφορες παραλλαγές αντιλαϊκών λύσεων. Όμως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αμερικανοφασισμός για να αποκτήσει μια «ευπρεστέρη» βιτρίνα είναι τεράστιες. Ανάμεσα στις πιθανές εναλλαχτικές «λύσεις», αντιμετωπίστηκε και η λύση Καραμανλή και διεξάγονται διαπραγματεύσεις προς αυτή την κατεύθυνση, υπό την κηδεμονία και τον έλεγχο των αμερικάνικων υπηρεσιών. Παρόλο που με τη λύση Καραμανλή, που αποτελεί σήμερα την ισχυρότερη εφεδρεία του, ο αμερικανοφασισμός επιδιώκει να εξασφαλίσει κοντοπρόθεσμα ορισμένα πλεονέκτημα στο καθεστώς, είναι πολύ αμφίβολο αν θα καταφέρει να ξεπεράσει τις τεράστιες δυσκολίες που ορθώνονται μπροστά του για την προώθηση μιας τέτοιας «λύσης».

Έχοντας απερίφραστα επιδοκιμάσει το φασιστικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Καραμανλής φρόντισε παράλληλα σ’ όλα αυτά τα χρόνια, με τη βοήθεια της αστικής αντιπολίτευσης και του ρεβιζιονισμού, να μην ταυτίζεται απόλυτα με τις ανοιχτά φασιστικές λύσεις, παρόλο που υπήρξε και στο παρελθόν και τώρα θερμός υποστηρικτής των «βαθειών τομών» και των «ισχυρών λύσεων». Με τη λύση Καραμανλή η αμερικανοκρατία θα μπορούσε να αποκτήσει τα προσχήματα για τη συσπείρωση γύρω από το καθεστώς της πλειοψηφίας των στελεχών της Δεξιάς και του Κέντρου και τουλάχιστον ενός τμήματος της ηγεσίας του ρεβιζιονισμού. Παράλληλα, έχοντας αναπτύξει σ’ αυτό το διάστημα δεσμούς με ιμπεριαλιστικούς κύκλους της Δ.Ευρώπης, θα μπορούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη οικονομική υποστήριξη απ’ την Κοινή Αγορά προς το φασιστικό καθεστώς, που προστιθέμενη στις αμερικάνικες οικονομικές ενέσεις θα μπάλωνε, έστω και προσωρινά, κάπως καλύτερα το σημερινό οικονομικό αδιέξοδο.

Παρ’ όλα αυτά είναι αμφίβολο αν σήμερα είναι δυνατή τέτοια «λύση». Είναι ακόμα αμφίβολο αν θα προωθηθεί «ομαλά» ή με την εφαρμογή της τρίτης έκδοσης του σχεδίου «Προμηθεύς», σε περίπτωση που υιοθετηθεί απ’ τους αμερικανούς ιμπεριαλιστές που έχουν τον τελευταίο λόγο στις αποφάσεις και στις λύσεις που επιβάλλονται απ’ την αντίδραση στη χώρα μας. Ο λαϊκός παράγοντας ήταν και θα είναι καθοριστικός για οποιαδήποτε εξέλιξη. Με τα σημερινά δεδομένα, απέναντι σε μια ολοκληρωτική λαϊκή αντίθεση προς το καθεστώς, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης που επιδεινώνεται απ’ την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, μέσα στην αστάθεια και τη ρευστότητα που χαρακτηρίζουν το ξενόδουλο φασιστικό καθεστώς, συγκολλήσεις τέτοιου είδους είναι εξαιρετικά δύσκολες, ανάμεσα στις πτέρυγες της ξενοκρατίας που οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούν τη διάσπαση και την αντιπαράθεσή τους και δεν επιτρέπουν την ενότητα και την άμβλυνση των αντιθέσεων που τις αντιπαραθέτουν.

Πέρα απ’ αυτό ένας ακόμα βασικός παράγοντας δυσκολεύει σήμερα λύσης τύπου Καραμανλή. Η πλατειά συνειδητοποίηση του ρόλου του ιμπεριαλισμού και κύρια του αμερικάνικου και η σύνδεση της πάλης ενάντια στο φασισμό με την πάλη για την απελευθέρωση της χώρας μας από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, δεν αφήνουν στην αμερικανοκρατία μεγάλα περιθώρια για τέτοιου τύπου ελιγμούς. Για τους λόγους αυτούς, λύσεις τύπου Καραμανλή συγκαταλέγονται στις λιγότερο πιθανές απ’ όλες τις ενδεχόμενες αλλαγές ή εξελίξεις στο στρατόπεδο του φασισμού.

Δύο βασικά συμπεράσματα βγαίνουν για το λαϊκό αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα σε σχέση με τις πιθανές εξελίξεις στους κόλπους του αμερικανοφασισμού. Το πρώτο είναι πως, παράλληλα με την καταγγελία του σημερινού φασιστικού σχήματος, πρέπει να καταγγέλλεται και κάθε άλλη πιθανή αντιλαϊκή λύση, κάτω από οποιοδήποτε σχήμα και με οποιοδήποτε πρόσωπο κι αν εμφανιστεί. Το δεύτερο, πως όσο περιορίζονται τα περιθώρια ελιγμών του αμερικανοφασισμού, όσο φουντώνει το αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, τόσο το φασιστικό καθεστώς θα προστρέχει στη βία, στην τρομοκρατία και στην καταπίεση που θα είναι η κυρίαρχη πλευρά της πολιτικής εξουσίας, είτε αυτή διατηρήσει το σημερινό της χαρακτήρα, είτε φέρει τον Καραμανλή, είτε αποκτήσει μια ψευτοκοινοβουλευτική βιτρίνα. Αυτό σημαίνει πως οι περιοδικές υφέσεις ήταν και θα είναι μόνο φαινομενικές και το κλίμα της νομιμότητας που μπορούν να γεννήσουν, κλίμα που ευνοούν και καλλιεργούν συστηματικά αστική αντιπολίτευση και ρεβιζιονισμός, δεν πρέπει να εξαπατά τους συνεπείς αντιφασίστες-αντιιμπεριαλιστές, που οφείλουν απερίσπαστα να συνεχίζουν τον αγώνα με προοπτική μια μακρόχρονη σύγκρουση με τις δυνάμεις της φασιστικής βίας, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, μέχρι τη ριζική και τελειωτική ανατροπή τους.

Τα στελέχη και οι προσωπικότητες της αστικής αντιπολίτευσης είναι οι μεγάλοι χαμένοι των τελευταίων εξελίξεων. Απ’ τη μια εξακολουθούν να βρίσκονται εκτός εξουσίας, παραμερισμένοι όπως και πριν την 25η Νοέμβρη. Απ’ την άλλη βρέθηκαν ακόμα πιο απομονωμένοι απ’ τις λαϊκές μάζες, ανίκανοι τη φορά αυτή, λόγω της έκτασης της μαχητικότητας, του καθαρά αντιφασιστικού αντιαμερικανικού περιεχομένου του λαϊκού ξεσηκωμού, να καπηλευτούν τους λαϊκούς αγώνες. Αντίθετα, έσπευσαν να διαχωρίσουν τις ευθύνες τους με τις λαϊκές κινητοποιήσεις και να καταθέσουν πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης στη νέα φασιστική κλίκα. Η απέχθεια τους για το λαϊκό ξεσήκωμα είναι δικαιολογημένη όχ. μόνο γιατί με το περιεχόμενο του στράφηκε ενάντια και (Λυτούς και ^οποιονδήποτε φορέα ξενοδουλείας, μα γιατί οι εξελίξεις των τελευταίων μηνώ οδήγησαν σε αντιπαράθεση τις λαϊκές αντιφασιστικές μάζες με την κυρίαρχη πτέρυγα της αμερ.κανοκρατίας, αφήνοντας το αντ.πολ(τευόμενο κομμάτι της ξενοκρατίας έξω από το χορό. Κι ενώ τους τελευταίους μήνες είχαν καταφέρει να βγουν στην επιφάνεια και να εμφανίζονται σαν πρωταγωνιστές των πολιτικών εξελίξεων, τα σχέδια τους ανατράπηκαν βίαια και μπήκαν για μια ακόμα φορά στο περιθώριο.

Σήμερα η πλειοψηφία του ρ.γμένου αστικού πολιτικού κόσμου κρατάει στάση αναμονής. Ενώ τίποτα ριζικά δεν άλλαξε στο καθεστώς η αστική αντιπολίτευση εγκατάλειψε για την ώρα τουλάχιστον την τακτική της των τελευταίων μηνών και περιορίζεται στο να περιμένει «θετικά βήματα» απ’την κυβέρνηση, δείχνοντας απ’τη μεριά της όση κατανόηση και καλές σπροθέσεις της επιτρέπουν οι σημερινές συνθήκες προς την κλίκα Ιωαννίδη-Γκιζίκη-Ανδρουτσόπουλου. Πιέζοντας βασικά για μια λύση τύπου Καραμανλή, αποφεύγουν τη ρήξη με τη φασιστική κυβέρνηση, όσο δεν έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια συνεργασίας μαζί της.

Στο πρώτο σκέλος, απέναντι δηλαδή στο λαϊκό ξεσήκωμα του Νοέμβρη, ανάλογη είανι και η στάση των δύο πτερύγων του ρεβιζιονισμού, με την εξής διαφορά. Ενώ η πολιτική του όχι μόνο δεν ευνοούσε μα ερχόταν σε ριζική αντίθεση με το χαρακτήρα και το περιεχόμενο των εκδηλώσεων του περασμένου μήνα, ενώ αντιτάχθηκε και προσπάθησε όσο του ήταν δυνατό να περιορίσει και να συγκρατήσει τις αντιφασιστικές εκδηλώσεις, πληρώνει σήμερα τα σπασμένα της γενικότερης αντικομουνιοτικής εκστρατείας της φασιστικής κλίκας και δυσκολεύεται ο δρόμος της ειρηνικής μεταρρύθμισης του φασισμού που είχε χαράξει και ακολουθούσε μέχρι το Νοέμβρη.

Η πτέρυγα του γραφείου εσωτερικού πραγματοποίησε ένα νέο μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της ολοκληρωτικής ταύτισης της με την αστική αντιπολίτευση. Οι δηλώσεις που έκανε ο Μπάμπης Δρακόπουλος λίγες ώρες πριν την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, όπου ισχυρίζεται πως τα γεγονότα προκλήθηκαν από προβοκάτορες που θέλαν να ανακόψουν το δρόμο προς τις εκλογές, αποτελούν μνημείο εχθρικής προς το κίνημα αντιλαϊκής τοποθέτησης και φανερώνουν αυτό που οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας ισχυρίζονται από καιρό, ότι δηλαδή η «ανανεωτική1‘ πτέρυγα του ελληνικού ρεβιζιονισμού οδηγείται ανοιχτά γρήγορα, χωρίς προσχήματα, στη μετατροπή της σε πολιτική δύναμη καθαρά στικού τύπου. Με τις δηλώσεις αυτές εκφράζεται το μίσος προς τους λαϊκούς αγώνες που χάλασαν τα εκλογικά σχέδια του γραφείου εσωτερικού. Και παρόλο που όλη πολιτκή του γραφείου εσωτερικού οδηγούσε σΌυτήν ακριβώς την τοποθέτηση, η έλλειψη προσχημάτων και ο ανοιχτά εχθρικός τόνος ήταν τέτοιος που προκάλεσε αναταραχή στις ήδη κλονισμένες και διασπασμένες φράξιες και ομάδες του γραφείου εσωτερικού, με αποτέλεσμα να αποσχιστούν τμήματα του που αρνούνται να υποταχτούν και να ταυτιστούν με μια τέτοια θέση.

Πολύ πιο προσεκτική, ελικτική, εϊαναι η στάση της «ορθόδοξης» πτέρυγας του ρεβιζιονισμού. Ενώ στην πράξη εξάντλησε κάθε περιθώριο όχι μόνο για να περιορίσει την έκταση και το πολιτκό χρώμα των εκδηλώσεων, μα για να μη γίνουν αυτές οι εκδηλώσεις καθόλου, εμφανίζεται εκ των υστέρων σαν εμπνευστής και πρωτοπόρος της αντιφασιστικής πάλης, επιδιώκοντας με την προπαγάνδα της να αποκρύψει τις πλευρές των εκδηλώσεων που έρχονται σε ριζική αντίθεση με την πολιτική της και αναπροσαρμόζοντας τη γραμμή της στα υπόλοιπα, ώστε να εμφανιστεί ολοκληρωτικά ξένη προς το πνεύμα και το περιεχόμενο των μεγάλων διαδηλώσεων και των μαχητικών συγκρούσεων. Παρόλο που μέλη της χτύπησαν ανοιχτά τα αντιαμερικανικά συνθήματα στη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείο, η «ορθόδοξη» Ρεβιζιονιστική πτέρυγα άρχισε τελευταία να μιλάει για αντιαμερικανικό αγώνα χωρίς ωστόσο να αναθεωρεί τη βασική πολιτική της γραμμή της καθαρά αντιδιχτατορικής πάλης.

Η διπλή αυτή τακτική της ρεβιζιονιστικής ομάδας Φλωράκη- Λουλέ της επιτρέπει να εξαπατά και να παγιδεύει στις γραμμές της αγωνιστές που αντικειμενικά η θέση τους είναι στις γραμμές του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα. Εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική και πιο επικίνδυνη πτέρυγα του ελληνικού ρεβιζιονισμού κι απ’ αυτήν την άποψη αποκάλυψη του πραγματικού διασπαστικού και αντεπαναστατικού της ρόλου αποτελεί βασικό καθήκον για τους μαρξιστές λενινιστές και για όλους τους συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές.

Πρωταρχικό βασικό μέλημα της νέας φασιστικήςκλίκας, απ’ τη στιγμή που αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε λύση στα λαϊκά αιτήματα, ήταν να προσπαθεί να τσακίσει και να αποθαρρύνει τις λαϊκές αντιδράσεις. Ύστερα από τις δολοφονίες και τους τραυματισμούς εκατοντάδων πατριωτών, συνέλαβε χιλιάδες αγωνιστές και συνεχίζει κάθε μέρα με νέες συλλήψεις την τρομοκρατική της εκστρατεία. Παρ’ όλο το τρομοκρατικό όργιο, δεν κατάφερε να λυγίσει τις αγωνιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών. Αντίθετα το μόνο που κατάφερε είναι να μεγαλώσει το μίσος τους για την αμερικανοκρατία και το φασισμό.

Η αγανάκτηση του λαού εκφράζεται παντού, στους τόπους δουλειάς και στους δημόσιους χώρους, στις γειτονιές, με ανοιχτές συζητήσεις παρ’όλη τη χαφιεδοκρατία και τις απειλές. Το αγωνιστικό κλίμα που κυριαρχούσε μέσα στις λαϊκές μάζες, σ’ όλο το τελευταίο διάστημα πριν το Νοέμβρη, ενισχύθηκε και ανέβηκε από την πείρα που κατακτήθηκε στη διάρκεια των μεγάλων διαδηλώσεων. Η αδιάκοπη συσσώρευση άλυτων πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων οδηγεί αναπόφευκτα σε νέες εκρηκτικές καταστάσεις, ανεξάρτητα και πέρα από το τρομοκρατικό όργιο. Η πάλη ενάντια στη φασιστική καταπίεση, η πάλη για τα προβλήματα της επιβίωσης των εργαζομένων, συνδεδεμένες ακόμα πιο στενά με το γενικό αίτημα για αποδέσμευση της χώρας απ’ τα φασιστικά και ιμπεριαλιστικά δεσμά, θα γνωρίσουν σύντομε νέα ανάπτυξη. Οι αγωνιστικές διαθέσεις των μαζών ανεβαίνουν και οι συνθήκες είναι ώριμες για νέους αγώνες.

4. Συμπεράσματα και προοπτικές

Οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας, όλοι οι συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές, στηριζόμενοι στα ευνοϊκά από κάθε άποψη δεδομένα για τη συνέχιση της πάλης τους και την ανάπτυξη του λαϊκού επαναστατικού αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, πρέπει να πάρουν υπ’ όψιν όλες τις αδυναμίες και τα αρνητικά που εμφανίστηκαν στη διάρκεια των τελευταίων αγώνων, να βγάλουν τα απαιτούμενα συμπεράσματα και να τα μεταδώσουν μέσα από την προπαγάνδας τους όσο πλατύτερα μπορούν μέσα στις λαϊκές μάζες.

Με αφορμή τις θέσεις του ρεβιζιονισμού και της αστικής αντιπολίτευσης, γίνονται σήμερα συζητήσεις περί προβοκατόρων καθώς και για το ρόλο που έπαιξαν στα γεγονότα. Ο ρεβιζιονισμός, είτε τους δίνει καθοριστικό ρόλο ή υπερτονίζει το ρόλο τους, με σκοπό τελικά να διαβάλει τους λαϊκούς αγώνες ή να μειώσει τη σημασία και τις επιπτώσεις τους.

Φυσικά μέσα στις διαδηλώσεις υπήρξαν προβοκάτορες. Ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς εντοπίστηκαν και αποκαλύφθηκαν. Η ασφάλεια παίρνει τα μέτρα της κι ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η χρησιμοποίηση χαφιέδων και προβοκατόρων, με σκοπό την υπονόμευση των λαϊκών κινητοποιήσεων και των εκδηλώσεων. Η χρησιμοποίηση προβοκατόρων από την ασφάλεια στη διάρκεια των τελευταίων διαδηλώσεων δεν αποτελεί κάτι το πρωτότυπο. Πολύ περισσότερο δε μειώνει καθόλου τη σημασία του λαϊκού ξεσηκωμού ούτε αλλάζει το χαρακτήρα του. Αν σε ορισμένες περιπτώσεις ο. προβοκάτορες της ασφάλειας μπόρεσαν να κάνουν μια ζημιά αυτό έγινε όχι γιατί η ασφάλεια αποδείχτηκε ιδιαίτερα έξυπνη και δυνατή, αλλά γιατί το σχετικά χαμηλό σημερινό επίπεδο οργάνωσης του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού αγώνα δεν επέτρεπε αντικειμενικά έναν πλήρη οργανωτικό έλεγχο και μια καλύτερη περιφρούρηση του λαϊκού αγώνα από τέτοιες ενέργειες Το μοναδικό συμπέρασμα που πρέπει να βγει απ’αυτό είναι η πιεστική ανάγκη πολιτικής και οργανωτικής ανάπτυξης του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, συμπέρασμα που κυριαρχεί απ’όλες τις απόψεις και απ’όσες πλευρές κι αν αναλυθεί η πείρα των αγώνων του Νοέμβρη, συμπέρασμα που γίνεται σήμερα πλατε.ά κατανοητό στις μάζες των αντιφασιστών και διευκολύνε, την προώθηση της προπαγάνδας των μαρξιστών λενιν.στών και των συνεπών αντιφασιστών αντιιμπεριαλιστών.

Στη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου ρίχτηκαν και λαθεμένα συνθήματα. Μερικά μάλιστα απ’αυτά ήταν και επικίνδυνα λαθεμένα και σκόρπ.ζαν σύγχυση. Για παράδειγμα το σύνθημα «ή σήμερα ή ποτέ» καλλιεργούσε αυταπάτες για τη δυνατότητα να πέσει σε μια βραδιά ο φασισμός από ένα λαό άοπλο και χωρίς να υπάρχει ο αργωνωμένος επαναστατικός φορέας που θα τον συντρίψει/προκάλεσε απογοήτευση όταν λίγο αργότερα αποδείχτηκε πως ο φασισμός δεν έπεσε «σήμερα», άρα, σύμφνα μ’αυτόν που έριξε το σύνθημα, δε θα πέσει ποτέ. Μια σειρά από άλλα λαθεμένα συνθήματα ρίχτηκαν για δυο λόγους. Απ’τη μια γιατί μέσα στις εκδηλώσεις βρέθηκαν δυνάμεις εχθρικές προς τον αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που έριξαν τέτοιου είδους συνθήματα. Απ’την άλλη γιατί η ανάπτυξη του οργανωμένου αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος δεν του επέτρεπε να ασκήσει απ’άκρη σ’άκρη την επιρροή του, για να προβληθούν ενιαία και ομοιόμορφα αποκλειστικά και μόνο τα αντιφασιστικά αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα. Όμως τα λαθεμένα συνθήματα που σίγουρα υπήρξαν δεν αλλοίωσαν ούτε καθόρισαν το χαρακτήρα του λαϊκού ξεσηκωμού από πολιτική και αγωνιστική πλευρά . Αντίθετα, εκείνο που καθόρισε το χαρακτήρα του ήταν το αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό πνεύμα κι η αντιφασιστική αντιιμπεριαλιστική γραμμή. Όσο για την ύπαρξη των λαθεμένων συνθημάτων που αποτελούν δευτερεύον στοιχείο στα σημερινά δεδομένα, εδώ και πάλι προβάλλει ο ρόλος της οργάνωσης και η ανάγκη της παραπέρα οργανωτικής ανάπτυξης του συνεπούς αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.

Παρ’ όλο που στη διάρκεια των τελευταίων γεγονότων ξεπεράστηκε η πολιτική της αστικής αντιπολίτευσης και του ρεβιζιονισμού , γεγονός που αποτελεί ένα ποιοτικά νέο στοιχείο στην πορεία της ανάπτυξης του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος τόσο οι πολιτικές δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης όσο και ο ρεβιζιονισμός , κι ιδιαίτερα ο «ορθόδοξος» , διατηρούν μεγάλη επιρροή και παγιδεύουν σημαντικό τμήματα των λαϊκών μαζών που δεν διέκριναν ακόμα και στα τελευταία γεγονότα τον αρνητικό κι εχθρικό πόλο αυτών των δυνάμεων . Παρ’ όλο που τα γεγονότα προώθησαν σημαντικά αυτή τη διαδικασία , βασικό καθήκον των μαρξιστών – λενινιστών κι όλων των αντιφασιστών αντιιμπεριαλιστών παραμένει η ριζική μετατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ του συνεπούς αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος και σε βάρος της αστικής και ρεβιζιονιοτικής επιρροής . Είναι λάθος να θεωρηθεί, με βάση την πείρα των πρόσφατων αγώνων, πώς το στάδιο της αρνητικής επιρροής του ρεβιζιονισμού μέσα στο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα της χώρας μας ξεπεράστηκε ολοκληρωτικά .

Στη διάρκεια των πρόσφατων αγωνιστικών κινητοποιήσεων ,φάνηκε πως οι δεσμοί των ρεβιζιονιοτών με τμήμα τουλάχιστον των δυνάμεων που επηρεάζουν , ιδιαίτερα στη νεολαία , είναι πολύ χαλαροί. Πολλοί αντιφασίστες αυτού του χώρου , καθώς έρχονται σ’ επαφή με τις σωστές αντιφασιστικές αντιιμπεριαλιστικές θέσεις στην πορεία της αντιφασιστικής πάλης και μη έχοντας στερεούς πολιτικοϊδεολογικούς δεσμούς με το ρεβιζιονισμό μπορούν να πεισθούν και να κερδηθούν οτις γραμμές του αντιφασιστικού αντι.μπεριαλ.στ.κού αγώνα . Χρειάζεται γι’ αυτό μία συνεχής κ. επίμονη προπαγανδ.στ.κή δουλειά απ’ την μεριά των μαρξιστών – λενινιστών και των συνεπών αντιφασιστών αντιιμπεριαλιστών , φροντίζοντας ν’ αποφεύγεται συστηματικά η ταύτιση των αντιφασιστών που για διάφορους λόγους βρέθηκαν κάτω από ην επιρροή του ρεβιζιονισμού αλλά που δυναμικά ανήκουν στο κίνημα μας , με τα στελέχη και τους υπεύθυνους φορείς του ρεβιζιονισμού που ανήκουν σ’ εχθρικό προς το αντιφασιστικό αντ.ιμπερ.αλιστ.κό κίνημα στρατόπεδο.

Στον ίδιο βασικά αυτό χώρο της νεολαίας , ένας αριθμός δημοκρατών κι αντιφασιστών , ενώ στέκονται ευνοϊκά απέναντι στις αντιφασιστικές αν.ιμπεριαλιστ.κές θέσεις , ενώ απορρίπτουν τη γραμμή και την πρακτική του του ρεβ.ζιονισμού , παγιδεύονται σε αστικούς σχηματισμούς χωρίς να συνειδητοποιούν πως απ’ αυτούς δεν μπορούν να εκπληρωθούν οι πόθοι τους για μια ριζική ανατροπή του σημερινού καθεστώτος . Χωρίς να έχουν καθαρά αντικομμουνιοτικές προκαταλήψεις , στέκουν με επιφύλαξη και φόβο απέναντι οτις κομμουνιστικές ιδέες , επηρεασμένο. όχι μόνο απ’ την αντιδραστική προπαγάνδα μα και από τη δυσφήμιση που έκανε και κάνει στο κομμουντιοτικό κίνημα η χρεωκοπία του δ.εθνούς και του ελληνικού ρεβιζιονισμού .

Μέσα απ’ το χώρο αυτό , το μαρξιστικό – λενινιστικό και το αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα μπορούν να αποσπάσουν και να κερδίσουν οτις γραμμές τους δυνάμεις , εξηγώντας αναλυτικά και υπομονετικά τις θέσεις και το πρόγραμμα τους και δείχνοντας την αδυναμία να προωθηθεί και να εκπληρωθεί με συνέπεια και ως το τέλος ένα αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό πρόγραμμα από αστικούς σχηματισμούς , ακόμα κι όταν αυτοί οι τελευταίοι αναγκάζονται για καθορισμένους πολιτικούς λόγους, να υιοθετήσουν δημαγωγικά προωθημένα συνθήματα .

Μια ανάλογη δουλειά πρέπει να αναπτυχθεί σε μία τρίτη κατεύθυνση , σ’ ένα χώρο που πολιτικά βρίσκεται κοντά στο προηγούμενο . Μέσα στη σύγχυση που έχει δημιουργήσει ο ρεβιζιονισμός , εμφανίζονται σαν νεωτεριστικές ορισμένες παμπάλαιες αναρχοσυνδικαλιστικές τάσεις. Η επιρροή τους εμφανίζεται αποκλειστικά στο χώρο της φοιτητικής νεολαίας και είναι από κάθε άποψη αρνητική , γιατί διοχετεύοντας το δυναμισμό αυτών που τις ακολουθούν με αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις και οδηγώντας τον σε λαθεμένους στόχους και λαθεμένα συνθήματα, ευνουχίζει κι εκτονώνει τις αγωνιστικές τους διαθέσεις και την επαναστατική τους ορμή .

Το ότι αντιφασίστες και από τους τρεις αυτούς χώρους ακολούθησαν κι υποστήριξαν στην διάρκεια των διαδηλώσεων του Νοέμβρη τα σωστά αντιφασιστικά αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα , δείχνει ότι η συγκεκριμένη πολιτική τους ένταξη είναι τυχαία και προσωρινή και δεν εκφράζει μια κατασταλαγμένη και στέρεα θεμελιωμένη πίστη ιδέες του χώρου απ’ τον οποίο επηρεάζονται. Βάζει για το λόγο αυτό στους μαρξιστές λενινιοτές και στους αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές έντονα κι επιτακτικά το καθήκον της ανάπτυξης μιας πλατιάς διαφωτιστικής δουλειάς με στόχο τη συγκέντρωση όλων των δυνάμεων που μπορούν και πρέπει να κερδηθούν οτις γραμμές του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.

Η πάλη των μαρξιστών λενινιστών και των συνεπών αντιφασίστων αντιιμπαριαλιστών μέσα στα γεγονότα του περασμένου μήνα , η υποστήριξη και προβολή των σωστών αγωνιστικών θέσεων , η υπεράσπιση της γραμμής σύγκρουσης και η αποφασιστική απόρριψη κάθε συνδιαλλαγής με το φασισμό και με το σύνολο των δυνάμεων της ξενοκρατίας , που βρήκαν απήχηση πλατιά στις μάζες των αντιφασιστών βοήθησαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη των δεσμών τους με νέους δημοκράτες και αντιφασίστες , Το πλάταιμα και η παραπέρα ανάπτυξη και σύσφιξη των δεσμών με τις μάζες παραμένει σήμερα βασικό καθήκον για τους μαρξιστές λενινιστές και τους συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιοτές .

Παραπέρα ανάπτυξη των δεσμών με τις λαϊκές μάζες . Σωστή εκτίμηση των δικών μας δυνάμεων και του γενικού συσχετισμού δυνάμεων . Σωστή εκτίμηση ων διαθέσεων των μαζών γενικά και σε κάθε ξεχωριστό χώρο . Με βάση αυτά τα στοιχεία και παίρνοντας υπόψη πως στη νέα αυτή φάση, παρόλη τη ξέφρενη φασιστική καταπίεση, λόγω της οξύτητας των αντιθέσεων που αντιπαραθέτουν τις λαϊκές μάζες με την αμερικανοκρατία και το φασισμό οι συνθήκες είναι ώριμες για την ανάπτυξη νέων ακόμα πιο μαζικών και μαχητικών αντιφασιστικών αγώνων, οι μαρξιστές λενινιστές και αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές, στους χώρους όπου έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν, θα προωθήσουν και θα υποστηρίξουν τις συνεπείς αγωνιστικές αντιφασιστικές αντιιμπεριαλιοτικές θέσεις και απόψεις και θα συμβάλουν με όλες τους τις δυνάμεις ώστε να εκφραστεί η αγανάκτηση που έχει αγκαλιάσει όλα τα λαϊκά στρώματα σε συγκεκριμένους αγώνες.

Η κατάληψη του πολυτεχνείου και οι διαδηλώσεις που είναι το αποτέλεσμα οργανωμένης και όχι ανοργάνωτης, αυθόρμητης πάλης των μαζών. Στο ζήτημα αυτό επικράτησε μία σύγχυση, απ’τη οποία προσπάθησαν και προσπαθούν να επωφεληθούν και οι ρειζιονιοτές και διάφορα άλλα αντιμαρξιστικά, εχθρικά προς το συνεπές αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα ρεύματα, οι πρώτοι για να προβληθούν σαν η κινητήρια δύναμη των διαδηλώσεων και οι δεύτεροι για να αρνηθούν το ρόλο της οργανωμένης επαναστατικής πάλης και να υπερασπιστούν την αυθόρμητη, ανοργάνωτη πάλη των μαζών. Οι αιτίες αυτής της σύγχυσης καθορίστηκαν από τις ίδιες τις αδυναμίες του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Το επίπεδο της πολιτικής και οργανωτικής του ανάπτυξης, η ανάπτυξη των δεσμών του με τις μάζες δεν είναι τέτοια που να του επέτρεπε να παίξει ένα καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα από την αρχή ως το τέλος, δηλαδή, όχι μόνο στο ξεκίνημα και στη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας των εκδηλώσεων, μα στο σύνολο τους, ακόμα και όταν έφταναν στο αποκορύφωμα της μαζικότητας τους το βράδυ της Παρασκευής 16 Νοέμβρη. Όμως ανεξάρτητα από αυτό, η αφετηρία του παλλαϊκού αντιφασιστικού ξεσηκωμού ήταν η οργανωμένη πάλη και η οργανωμένη αντιπαράθεση διαφορετικών κατευθύνσεων για τη συνέχιση του αγώνα. Από κει και πέρα, και αφού μέσα από αυτές τις διαδικασίες διαμορφώθηκε αρχικά ένας αγωνιστικός αντιφασιστικός πόλος με την κατάληψη του Πολυτεχνείου, η πλειοψηφία των αντιφασιστών πήρε μέρος στα γεγονότα αυθόρμητα. Αυθόρμητα, όχι γιατί οι λαϊκές μάζες ήταν υπέρ της αυθόρμητης πάλης, υπέρ της «απολύτρωσης» από κάθε οργανωμένο σχήμα, όπως ισχυρίστηκαν και προπαγάνδισαν διάφορες αναρχοσυνδικαλιστικές ομάδες που εξάλλου τα συνθήματα τους καμία απήχηση δεν βρήκαν μέσα στις ίδιες αυτές μάζες. Οι λαϊκές μάζες συμμετείχαν αυθόρμητα στις διαδηλώσεις, γιατί το αντιφασιστικό αντημπεριαλιστικό κίνημα της χώρας μας δεν έχει ακόμα υπερνικήσει τις αρνητικές δυαλυτικές επιδράσεις του ρεβιζιονισμού. Το σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης δεσμών ανάμεσα στο οργανωμένο αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και στις λαϊκές μάζες, οι αδυναμίες του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού επαναστατικού κινήματος που αναφέρονται πιο πάνω, είναι συνέπεια της δυαλυτικής γραμμής και πράξης του ρεβιζιονισμού. Αυτό καθόρισε την αυθόρμητη συμμετοχή αντιφασιστών στις διαδηλώσεις. Όμως όσοι αγωνίστηκαν αυθόρμητα, γιατί για την ώρα δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, δε σημαίνει πως είναι υπερασπιστές της αυθόρμητης πάλης. Αντίθετα, η ανάγκη της ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, οι αδυναμίες του αυθόρμητου κινήματος των μαζών, είναι τα στοιχεία που συνειδητοποιήθηκαν πλατιά στη διάρκεια των τελευταίων γεγονότων από τις μάζες των αντιφασιστών, ακόμα και εκείνων που αγωνίστηκαν αυθόρμητα. Αυτό εξάλλου αποτελεί βασικό πολιτικό συμπέρασμα ύστερα από τις διαδηλώσεις του Νοέμβρη και τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν.

Έγινε φανερό πως η αντιφασιστική αντιιμπεριαλιστική επαναστατική πάλη, στο βαθμό που διεξάγεται ανοργάνωτα ή αυθόρμητα, ακόμα και όταν φτάσει σε στιγμές μεγάλης ανόδου από πολιτική και αγωνιστική άποψη, έχει ορισμένα όρια που καθορίζονται από τις αδυναμίες που παρουσιάζει απέναντι σε ένα καλά οργανωμένο και συντονισμένο καταπιεστικό μηχανισμό. Το αυθόρμητο κίνημα των μαζών, όσο επαναστατικό χαρακτήρα και αν έχει σε στιγμές που οξύνονται οι αντιθέσεις του χώρου που αναπτύσσεται, ή θα συντριβεί ανελέητα από την αντίδραση ή θα οδηγηθεί σύντομα στο ρεφορμισμό, ποτέ όμως δεν θα μπορέσει να καταλάβει την πολιτική εξουσία ανατρέποντας τους μηχανισμούς του κοινωνικού συστήματος που ορθώνεται απέναντι του.

Κεντρικός στόχος των μαρξιστών λενινιστών της Ελλάδας είναι η ανασυγκρότηση του μαρξιστικού λενινιστικού ΚΚΕ και παραπέρα του πλατειού λαϊκού αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιοτικού μετώπου, που θα αποτελέσει το φορέα της πάλης για την ανατροπή του ξενόδουλου φασισμού και την εγκαθίδρυση ενός νέου λαϊκού αντιιμπεριαλιοτικού δημοκρατικού καθεστώτος. Η πείρα τ ων γεγονότων του περασμένου μήνα συνηγορεί από όλες τις απόψεις για την ορθότητα αυτής της κατεύθυνσης και διευκολύνει την προώθηση της.

Η πραγματική αδυναμία του μεγαλειώδους λαϊκού ξεσηκωμού του Νοέμβρη ήταν η έλλειψη αυτών των φορέων που μόνο η ύπαρξη τους θα μπορούσε να δώσει σε αυτούς τους αγώνες μια ευρύτερη προοπτική για τη συντριβή του αντιλαϊκού ξενόδουλου φασιστικού καθεστώτος. Τα γεγονότα και το σύνολο των πολιτικών εξελίξεων του Νοέμβρη συνέβαλαν στο να γίνει αισθητή η έλλειψη και η αδυναμία αυτή πολύ πλατειά. Πάνω στο φούντωμα των διαδηλώσεων, αλλά και μετά από αυτές, οι συζητήσεις γύρω από το θέμα της οργάνωσης, οι συζητήσεις για την ανάγκη να υπάρχει ένας πρωτοπόρος επαναστατικός οργανισμός ικανός να οδηγήσει οργανωμένα και συντονισμένα τη λαϊκή έκρηξη μέχρι την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, πολλαπλασιάστηκαν και κυριάρχησαν στα σχόλια που έγιναν γύρω από τα γεγονότα.

Οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας συνεχίζουν σήμερα την πάλη για την πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη της οργάνωσης τους και του συνεπούς αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιοτικού κινήματος. Οι αντιφασιστικές αντιιμπεριαλιστικές ομάδες που συγκροτήθηκαν με πρωτοβουλία τους σε διάφορους χώρους πήραν δραστήρια μέρος στους λαϊκούς αγώνες υπερασπίστηκαν, πρόβαλαν και διάδωσαν με συνέπεια τα σωστά αγωνιστικά συνθήματα, με αποτέλεσμα να μεγαλώσουν την επιρροή τους στους χώρους που πάλεψαν, αλλά και σε νέους χώρους . Πρέπει να οι αντιφασιστικές αντιιμπεριαλιστικές ομάδες να ενισχυθούν και να πλατύνουν και πρέπει να δημιουργηθούν νέες σε χώρους που δεν υπάρχουν με την εντατικοποίηση της δουλειάς των μαρξιστών λενινιστών και των συνεπών αντιφασιστών αντιιμπεριαλιστών και χωρίς να αναθεωρηθούν καθόλου τα κριτήρια για την οργανωτική ένταξη νέων δυνάμεων που εφαρμόζονται μέχρι σήμερα και που η πείρα επιβεβαίωσε σαν σωστά. Η πολιτική και οργανωτική ανάπτυξη του μαρξιστικού λενινιστικού και του συνεπούς αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιοτικού κινήματος δεν πρέπει να στηριχθεί στη χαλάρωση των ποιοτικών κριτηρίων που καθορίζουν οι ανάγκες και ο μακρόχρονος χαρακτήρας του αγώνα που διεξάγουμε. Οι μαρξιστές λενινιστές και οι συνεπείς αντιφασίστες αντιιμπεριαλιστές για την πάλη τους λογαριασμό δίνουν μονάχα στο προλεταριάτο και τις εργαζόμενες μάζες της χώρας μας. Δεν έχουν να δώσουν κανέναν απόλυτα λογαριασμό στους διάφορους διαφημιστικούς οίκους ή στα σαλόνια των σχολιαστών των πολιτικών εξελίξεων. Υποτασσόμενες σε μια τέτοια κοντόφθαλμη καιροσκοπική πολιτική, αστικές ρεβιζιονιοτικές αλλά και άλλες οργανώσεις εμφανίζονται σαν επαναστατικές, εκδηλώνουν τις γενικότερες καιροσκοπικές τους θέσεις και τον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται οργανωτικά, με όλα τα αρνητικά επακόλουθα που έχει μια τέτοια τακτική. Σε ό, τι μας αφορά, οφείλουμε στα δύο επίπεδα, στην οικοδόμηση του μαρξιστικού λενινιστικού και του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιοτικού κινήματος, να στήσουμε στέρεα βάθρα που αποτελούν προϋπόθεση για την εκπλήρωση των στόχων που η αντικειμενική κατάσταση της χώρας μας καθόριζε.

Στη διάρκεια των διαδηλώσεων του περασμένου μήνα, οικοδομήθηκε μέσα στην πάλη μια πλατειά αντιφασιστική αντιιμπεριαλιστ.κή ενότητα κι ο χαραχτήρας της θα είναι περιορισμένος αν δεν ενεργήσουμε για τη σταθεροποίηση της. Ο. αντιφασιστικές αντιιμπεριαλιστικές ομάδες, παλεύοντας για την πολιτική και οργανωτική τους ανάπτυξη, οφείλουν να ενεργούν ώστε να σταθεροποιείται, με αφορμή και την παραμικρή αντ.φασ.στ.κή εκδήλωση, η πλατειά λαϊκή ενότητα που εκφράστηκε στα τελευταία γεγονότα και να διευρύνεται παραπέρα, αγκαλιάζοντας ακόμα πλατύτερες μάζες. Πρέπει γι’αυτό, σε όλους τους χώρους που δρουν και σε κάθε ευκαιρία να διατυπώνουν καθαρά, αναλυτικά και επίμονα τις σωστές αγωνιστικές και αντιφασιστικές αντιιμπεριαλιστικές θέσεις και να παλεύουν για να συσπειρώσουν γύρω από αυτές τον πιο μεγάλο δυνατό αριθμό αντιφασιστών και δημοκρατών.

Ιδιαίτερα στη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς, τα δημαγωγικά μέτρα που προσπάθησε να εφαρμόσει το φασιστικό καθεστώς δημιούργησαν ένα φαινομενικό κλίμα ύφεσης, από το οποίο αρπάχτηκαν όσοι λατρεύουν τη νομιμότητα για να προσαρμοστούν στα μέτρα και στα πλαίσια που τους καθόριζε η παπαδοπουλική «δημοκρατία», παρασύροντας στο δρόμο τους την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων. Το σύνολο των δυνάμεων αυτών κλαίνε σήμερα και οδύρονται, όπως και τον Απρίλη του ’67, για τις «διευκολύνσεις» που έχασαν. Εχτιμώντας όπως εξάλλου φάνηκε, σωστά, πως η ύφεση αυτή είναι φαινομενική, διαβλέποντας με βάση την ανάλυση της ελληνικής κατάστασης πως ο αγώνας τους θα είναι μακρόχρονος και η σύγκρουση με την ξενοκρατία και το φασισμό παρατεταμένη, οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας πάλεψαν για το δυνάμωμα της παράνομης οργάνωσης τους στη βάση της αποκέντρωσης και της αυστηρής τήρησης των συνωμοτικών κανόνων. Μόνο ρίχνοντας το κύριο βάρος στην παράνομη δουλειά και συνδέοντας τη σωστά και με όλα τα μέτρα με τη μισονόμιμη μαζική δουλειά, είμαστε σε θέση να συνεχίζουμε τον αγώνα παρά τις δυσκολίες που βάζουν στο κίνημα μας οι μηχανισμοί της φασιστικής καταπίεσης.

Απ’την πείρα της πάλης μας στις διαδηλώσεις του Νοέμβρη, φάνηκε πως δουλεύοντας αποκεντρωμένα, μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε σωστές παρεμβάσεις στο μαζικό χώρο, προφυλάσσοντας σύγχρονα την παράνομη δουλειά. Και παρά τα σοβαρά χτυπήματα που δεχτήκαμε με τις συλλήψεις των συντρόφων μας, είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε μπροστά στην οργανωτικοπολιτική ανάπτυξη της οργάνωσης μας και των αντιφασιστικών αντημπεριαλιστικών ομάδων. Σήμερα, το δυνάμωμα της παράνομης δουλειάς στη βάση της αποκέντρωσης και της τήρησης των συνωμοτικών κανόνων μπαίνει ακόμα πιο επιτακτικά σαν βασικό καθήκον των μαρξιστών λενινιστών και των συνεπών αντιφασιστών αντιιμπεριαλιοτών.

Η πείρα που βγαίνει απ’τον ηρωικό ξεσηκωμό του Νοέμβρη είναι πολύτιμη και πλούσια από όλες τις πλευρές της. Οφείλουμε να τη μελετήσουμε προσεχτικά, αξιοποιώντας τα αμέτρητα γενικά και ειδικά θετικά αποτελέσματα που είχε και θα έχει στο μέλλον, γιατί και από γενική και από ειδική άποψη τα γεγονότα εξελίχθηκαν δικαιώνοντας τις θέσεις των μαρξιστών λενινιστών της Ελλάδας και διευκολύνοντας αντικειμενικά την ανάπτυξη του μαρξιστικού λενινιστικού και του αντιφασιστικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Με επαναστατική αισιοδοξία αλλά και με συναίσθηση ότι βρισκόμαστε μόνο στην αρχή και ότι το πιο μεγάλο και το πιο δύσκολο κομμάτι του δρόμου βρίσκεται μπροστά μας, ας δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις με μεγαλύτερη ακόμα αποφασιστικότητα και τόλμη για τη συνέχιση της πάλης μας, για την εκπλήρωση των τιμητικών καθηκόντων που έχουμε αναλάβει.

Δεκέμβρης 1973

Πενήντα χρόνια από το Πολυτεχνείο: αναζητούνται «προβοκάτορες»

Οι επέτειοι είναι μια ευκαιρία ανασκόπησης αλλά και αναθεώρησης. Αυτό γίνεται κατά κόρον από τη μεριά της άρχουσας τάξης επιδιώκοντας να εμπεδώσει έναν όλο και καλύτερο συσχετισμό για τα συμφέροντά της. Για την απέναντι πλευρά, για το ανταγωνιστικό στρατόπεδο, αν κάτι έχει σημασία από την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν είναι μόνο η ανάκληση της ιστορικής μνήμης και η τιμή στην εξέγερση, αλλά και η υπενθύμιση ότι η ιστορία του Πολυτεχνείου καθορίζεται από την κομμουνιστική Αριστερά που δεν διαθέτει μόνο το όνομα, αλλά και την ουσία. Δηλαδή την επαναστατική Αριστερά. Την Αριστερά που στις επόμενες δεκαετίες υποχώρησε και σήμερα απουσιάζει.

Μια επέτειος που δεινοπαθεί

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ταλαιπωρήθηκε ως ιστορική και πολιτική αναφορά ακριβώς όπως ταλαιπωρήθηκε και η έννοια της Μεταπολίτευσης. Κατά τις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν την εξέγερση, το Πολυτεχνείο ήταν ιερό και απαραβίαστο. Πολιτικοί, ιστορικοί και δημοσιογράφοι περιποιούσαν τιμή στον Νοέμβρη, καθώς ακόμα τροφοδοτούσε με καύσιμα το απαραίτητο πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης. Αποκρύφτηκαν οι αντιθέσεις που υπήρξαν μέσα στην εξέγερση και στην πορεία προς αυτήν, αλλά και όσες ακολούθησαν κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια της νεαρής δημοκρατίας. Ήταν χρήσιμη για την αστική εξουσία μια ενιαία και αδιάσπαστη συναίνεση προς τη «δημοκρατία», τη μακροβιότερη, σταθερότερη και ευρωπαϊκότερη φυσικά δημοκρατία που γνώρισε το νεοελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Επομένως το Πολυτεχνείο ως εναρκτήρια σπίθα της Μεταπολίτευσης κοβόταν και ραβόταν στα μέτρα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά περιβαλλόταν ταυτόχρονα με αίγλη και τιμή. Το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση ήταν θετικά ορόσημα που «επιβεβαίωναν» ότι οι Έλληνες αντιστάθηκαν στη Χούντα, ότι εκτιμούσαν τη Δημοκρατία και ότι όλοι μαζί συναινούσαν στην ομαλή ευρωπαϊκή πορεία της χώρας έκτοτε. Ήταν τα χρόνια της σταθεροποίησης. Η εξουσία της αστικής τάξης δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στα σοβαρά, αλλά ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός ενίοτε έφερνε παραστρατήματα και ανορθογραφίες. Το λαϊκό κίνημα κατά την πρώτη περίοδο έχει ρόλο, και επομένως το κοινωνικό συμβόλαιο είναι απαραίτητο.

Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, και κυρίως η τελευταία δεκαετία των 50 χρόνων που πέρασαν από την εξέγερση του Νοέμβρη, αλλάξαν τα πρόσημα της αναφοράς. Η Μεταπολίτευση έγινε κάτι αναχρονιστικό, το Πολυτεχνείο έγινε αν όχι επιζήμιο, ίσως παλαιολιθικό και πάντως σίγουρα μια μυθολογική κατασκευή. Από εκεί που η Μεταπολίτευση και το Πολυτεχνείο συνιστούσαν αντικείμενο τιμής και μνήμης, έστω μουσειακής και αποστεωμένης, κρατικής και γραφειοκρατικής, η Μεταπολίτευση άρχισε να ενοχοποιείται, καθώς κατά τον κυρίαρχο λόγο συμπυκνώνει όλα τα δεινά της σύγχρονης Ελλάδας, δηλαδή την ισχυρή παρουσία του λαϊκού κινήματος, την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, το ηθικό της πλεονέκτημα, τις εργατικές διεκδικήσεις, τον αντιμπεριαλισμό και τον αντιαμερικανισμό. Πράγματα που σήμερα οφείλουν να θεωρούνται ξεπερασμένα και θλιβερά κατάλοιπα μιας άλλης εποχής. Η Μεταπολίτευση στα νάματα της οποία ορκίζονταν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, μέχρι και τη δεκαετία του ‘90, έγινε στη μνημονιακή και μεταμνημονιακή Ελλάδα συνώνυμο της ελληνικής καθυστέρησης, της οπισθοδρόμησης, της πολιτικής και ιδεολογικής γραφικότητας. Αυτή η αλλαγή ήταν έκφραση του συσχετισμού που αλλάζει. Σήμαινε ότι το κοινωνικό συμβόλαιο πλέον δεν είναι απαραίτητο γιατί η αστική τάξη δεν έχει αντίπαλο. Αν το κοινωνικό συμβόλαιο δεν είναι πλέον απαραίτητο, δεν είναι απαραίτητη ούτε η θετική αναφορά στη Μεταπολίτευση, ούτε η διθυραμβική τιμή στο Πολυτεχνείο.

Μέσα σε μισό αιώνα, το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση πέρασαν από τη «σωστή» πλευρά της ιστορίας, στη «λάθος». Και αν το Πολυτεχνείο είναι πιο δύσκολο να καταγγελθεί, λόγω της βαρύτητας της εξέγερσης, της βίας της χούντας, του ηρωισμού των εξεγερμένων και του αίματος που χύθηκε, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Μεταπολίτευση. Η Μεταπολίτευση, ενοχοποιείται πιο εύκολα και ανέξοδα από το Πολυτεχνείο, καθώς σε αυτήν, εύκολα μπορούν να χρεωθούν όλα εκείνα που θυμίζουν ότι τον εικοστό αιώνα ο καπιταλισμός δεν ήταν ασύδοτος, δεν ήταν ανεξέλεγκτος, είχε αντίπαλο. Στη Μεταπολίτευση οι εργάτες έκαναν απεργίες, οι εργαζόμενοι είχαν δικαιώματα, οι δεξιές κυβερνήσεις κρατικοποιούσαν επιχειρήσεις, το κράτος πρόνοιας δεν ήταν εξτρεμιστικό αίτημα, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα δεν ήταν τρομοκρατία, οι Αμερικανοί ήταν φονιάδες των λαών, η κόκκινη σημαία ανέμιζε ακόμα (όπως κι αν ανέμιζε) στο Κρεμλίνο, το πολιτικό σύστημα δεν χειροκροτούσε τα εγκλήματα του σιωνισμού και η παλαιστινιακή σημαία δεν ήταν παράνομη. Αυτή η Μεταπολίτευση, έχει πλέον αρνητικό φορτίο για την αστική εξουσία και τους ιστορικούς και διανοούμενούς της.

Τα σκάγια όμως παίρνουν και το Πολυτεχνείο, στο οποίο οι πιο τοξικές φωνές της αστικής διανόησης ανακάλυψαν (καθυστερημένα είναι αλήθεια) ότι η εξέγερση έφερε τη χούντα του Ιωαννίδη και επομένως και την τραγωδία της Κύπρου, ενώ, οι πιο σοβαροί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης προτιμούν να αποκαθηλώνουν λίγο λίγο το Πολυτεχνείο, υπερτονίζοντας τη σημασία του ως «καταστατικού μύθου» για την πτώση της Χούντας και τη μεταπολιτευτική δημοκρατία. Η φετινή σημαδιακή επέτειος του μισού αιώνα προσφέρεται ιδιαίτερα για μια τέτοια αναθεώρηση, για μια απομυθοποίηση και αποκαθήλωση της ιστορίας πάνω στην οποία συγκροτήθηκε η Αριστερά και γενιές παλιών και νέων αγωνιστών.

Να υπερασπίσουμε το Πολυτεχνείο, να το ξεχωρίσουμε από τη Μεταπολίτευση, να υπερασπίσουμε (κριτικά) τη Μεταπολίτευση

Η σύγχρονη κυρίαρχη αφήγηση για το Πολυτεχνείο, είτε θέλει να το αμαυρώσει ως απερισκεψία που επέφερε δεινά (εννοώντας τη Χούντα Ιωαννίδη και τον Αττίλα), είτε θέλει να το αποκαθηλώσει σταδιακά, κατατάσσει το Πολυτεχνείο στην εννοιολογική κατηγορία του μύθου. Μιλά δηλαδή για τις μυθολογίες, τις ψεύτικες ιστορίες αγώνων και ηρωισμού που έστησε η Αριστερά (ως δύναμη που «καπηλεύτηκε» ή ιδιοποιήθηκε την εξέγερση). Αν τελειώσουν λοιπόν αυτές οι μυθολογίες θα δούμε όλοι από κοινού ότι τα πολιτικά διλήμματα κακώς οξύνθηκαν, ότι η Δεξιά αδίκως ενοχοποιήθηκε, ότι η ασυλία που απολάμβαναν μεταπολιτευτικά οι φοιτητές και οι συνδικαλιστές, ή η ασυδοσία των αιτημάτων των εργαζομένων, καθυστέρησαν την ανάπτυξη της χώρας και την πορεία της στο σύγχρονο μετακομμουνιστικό κόσμο. Η αποκαθήλωση του Πολυτεχνείου ως κάτι πολιτικά περιορισμένου («πόσοι ήταν; Λίγες χιλιάδες φοιτητές»), και χρονικά πεπερασμένου («έπεσε η Χούντα. Τι θέλετε τώρα;»), σημαίνει ότι κακώς ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός. Αυτή η αφήγηση καταλήγει στη λύτρωση ότι επιτέλους σήμερα είναι κοινός τόπος ότι αυτά είναι τρέλες και παραδοξότητες, ότι δεν γίνεται να αμφισβητούνται οι βασικές συντεταγμένες της πορείας της χώρας και το κοινωνικό, οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο που έχει οριστεί από το 1945.

Η Μεταπολίτευση θεωρείται συνέχεια του Πολυτεχνείου, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και άρνησή του. Αυτό γίνεται πιο εμφανές στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου που συμπίπτει με τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά την πτώση της Χούντας. Ο Καραμανλής ορίζει την ημερομηνία των εκλογών στις 17/11, ακριβώς ένα χρόνο μετά την εξέγερση, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να επισκιάσει την αίγλη του Πολυτεχνείου, αλλά και να επανανοηματοδοτήσει το Πολυτεχνείο ως απλή επιζήτηση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η ΚΝΕ ζητά να μεταφερθεί ο εορτασμός λίγες μέρες μετά. Η επαναστατική Αριστερά και μεγάλο τμήμα του φοιτητικού κινήματος, αντιδρά, θεωρώντας ότι το Πολυτεχνείο δεν είναι κινητή εορτή και τιμά την εξέγερση με πορεία δεκάδων χιλιάδων, (από την οποία απουσιάζει η επίσημη Αριστερά), προς την Καισαριανή, με κεντρικό σύνθημα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πολυτεχνείο. Για πρώτη φορά επιχειρείται η ένταξη της εξέγερσης στην ιστορική συνέχεια των μεγάλων στιγμών της κομμουνιστικής Αριστεράς του εικοστού αιώνα. Η ομαλή πορεία προς τον αστικό κοινοβουλευτισμό και την περίοδο της Μεταπολίτευσης δεν είναι συνέχεια ή μετεξέλιξη της εξέγερσης. Είναι περισσότερο αναίρεση και άρνηση, πολιτική μετάλλαξη από το νόημα που κληροδότησε ο Νοέμβρης.

Κατά τη Μεταπολίτευση συγκρούονται δύο ανταγωνιστικά συνθήματα κατά τον εορτασμό του Πολυτεχνείου: «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» από τη μια, «ο αγώνας τώρα συνεχίζεται» από την άλλη. Οι πρώτοι εννοούν ένα πλήθος από αντιφατικά, αλληλοσυγκρουόμενα, αλλά σε τελικά ανάλυση ενιαία στη βασική τους λογική πράγματα: Αποκατάσταση της δημοκρατίας, νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ελεύθερες εκλογές, ελεύθερο συνδικαλισμό, φοιτητικό ριζοσπαστισμό, άνοδος του ΠΑΣΟΚ, συγκυβέρνηση με την Αριστερά σε Δήμους, συνδικάτα, συλλόγους. Οι δεύτεροι, με όλες τις τυχόν μεγαλοστομίες τους, εννοούν ότι το Πολυτεχνείο παραμένει αδικαίωτο. Και ότι όλες οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης που χαιρετίζονται πανηγυρικά, περισσότερο λειτουργούν ως καταλύτης ενσωμάτωσης, παρά ως νέα πεδία πάλης των λαϊκών μαζών. Το να θεωρείται η Μεταπολίτευση ότι είναι η «δικαίωση» του Πολυτεχνείου, συντελεί στην απαξίωση της εξέγερσης. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» αρχίζει και ταυτίζεται με την εξαργύρωση των αγωνιστικών ενσήμων ορισμένων την προς ακαδημαϊκή, πολιτική, κοινωνική και οικονομική αναρρίχηση. Στην πορεία, αυτή η «γενιά» φορτώνεται όλα τα κακώς κείμενα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Από τα σκάνδαλα και τη μεγάλη διαπλοκή, μέχρι τη μικρή διαφθορά και το αργόσχολο δημόσιο. Το ΠΑΣΟΚ συντελεί στο μέγιστο βαθμό στην «κρατικοποίηση» του Πολυτεχνείου στρατολογώντας στελέχη της εξέγερσης που μέχρι τη δεκαετία του 80 ανήκαν στην Αριστερά. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι στην πορεία ορισμένες από τις μεταλλάξεις γίνονται ακόμα πιο κακοήθεις. Άνθρωποι που πέρασαν από την αντιδικτατορική πάλη και συμμετείχαν στην εξέγερση, μετασχηματίζονται σε συνήγορους της εξουσίας (της οποιασδήποτε εξουσίας, από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ μέχρι τη Δεξιά και το μνημονιακό ακραίο κέντρο), ενώ οι τοξικότερες περιπτώσεις αυτών, στρατεύονται επιθετικά εναντίον της Αριστεράς. Δεν έχουμε στην περίπτωση αυτή μια «γενιά του Πολυτεχνείου» που εξαργύρωσε τη συμμετοχή της στην εξέγερση, αλλά μια «γενιά του Πολυτεχνείου» που είδε το φως το αληθινό, ανένηψε και τώρα τάσσεται μαχητικά υπέρ της Δεξιάς.

Το να ξεχωρίσουμε, να διακρίνουμε ή ακόμα και να φέρουμε σε αντιπαράθεση το Πολυτεχνείο με τη Μεταπολίτευση, το κοινωνικοπολιτικό συμβόλαιο και το διαδοχικό ξεδόντιασμα του λαϊκού ριζοσπαστισμού, δεν πρέπει να σημαίνει και αδιαφορία μπροστά στην επιθετική παλινόρθωση της άρχουσας τάξης που βυσσοδομεί εναντίον της Μεταπολίτευσης και των κοινωνικών κεκτημένων που συμπυκνώνονται σε αυτήν. Η Μεταπολίτευση υμνήθηκε για τους λάθος λόγους και κατηγορείται για εξίσου λάθος λόγους. Υμνήθηκε για το κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο που λειτούργησε -θωρακίζοντας έτσι την αστική πολιτική- και κατηγορήθηκε για τον πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό που έφερε και τις κατακτήσεις που αυτός ο συσχετισμός κατοχύρωσε μέχρι ένα τουλάχιστον σημείο. Ισχύει ωστόσο το ανάποδο. Η Μεταπολίτευση ως συσχετισμός δύναμης που αποτελεί ανάχωμα στην κοινωνική βαρβαρότητα αξίζει της υπεράσπισής μας, ενώ ως λύση που διασφάλιζε την ομαλή αλλαγή φρουράς (κατά τη διατύπωση του Α.Παπανδρέου) και την θωράκιση του αστικού πλαισίου εξουσίας, απαιτεί την κριτική μας.

Το Πολυτεχνείο ως όξυνση των αντιθέσεων

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι μια διαδικασία που τροφοδοτείται από δύο πλευρές: Από τη μια, η στρατιωτική δικτατορία επιχειρεί το πείραμα της φιλελευθεροποίησης με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και την απόπειρα ομαλής μετάβασης σε ένα ελεγχόμενο, σκληρά αντικομμουνιστικό αλλά αποδεκτό από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δηλαδή τυπικά δημοκρατικό, καθεστώς. Από την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις που βλέπουν στη φιλελευθεροποίηση μια ευκαιρία συμμετοχής μετά από έξι χρόνια πολιτικής εξορίας. Η Δεξιά και το Κέντρο βλέπουν θετικά το εγχείρημα Παπαδόπουλου από τον Ιούλιο του 1973, υπό όρους και προϋποθέσεις. Αν και η Χούντα δεν είχε πολλούς άμεσους υποστηρικτές από τον προδικτατορικό αστικό πολιτικό κόσμο, δεν λείπουν οι «γεφυροποιοί» που βλέπουν στη φιλελευθεροποίηση μια μοναδική ευκαιρία ομαλής μετάβασης από την εξημερωμένη Χούντα στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, μετάβαση που έγινε άλλωστε επιτυχημένα λίγο αργότερα στην Ισπανία, όταν μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο, η εξουσία πέρασε στον βασιλιά που προκήρυξε εκλογές και την επάνοδο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η στήριξη της φιλελευθεροποίησης είναι κοινός τόπος στον παλιό αστικό κόσμο, στον τύπο, στην επιχειρηματική τάξη, αλλά και στις ξένες δυνάμεις. Δεν προκύπτει από κάποια εμπιστοσύνη στη στρατιωτική χούντα, αλλά από την μοιρολατρική εκτίμηση ότι η δικτατορία έχει πλέον ριζώσει και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, παρά μόνο αν μεταλλαχθεί από τα μέσα. Η υπερτίμηση της Χούντας δεν γίνεται όμως μόνο από την αστική πλευρά.

Η Αριστερά παλινωδεί και ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γραμμές. Η επίσημη εκδοχή της βλέπει τη φιλελευθεροποίηση ως ευκαιρία να κερδηθούν θέσεις μάχης σε μια συνθήκη χαλάρωσης της ασφυκτικής καταστολής, ενώ τα νέα ρεύματα της Αριστεράς που συγκροτούνται τη δεκαετία του 60 εντός, εκτός, και ενάντια στην υπαρκτή Αριστερά, επιζητούν το τορπίλισμα της φιλελευθεροποίησης και μια πιο ριζοσπαστική διέξοδο. Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις γραμμές, χωρίς να μπορεί να μορφοποιηθεί σχηματικά και απόλυτα κάθε ώρα και στιγμή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και της πορείας προς την εξέγερση, καθορίζει τις αντιθέσεις μέσα στην εξέγερση. Μια ορισμένη λογική της Αριστεράς, μέσα σε όλη τη σύγχυση της παρανομίας που κρατά ήδη από τον Εμφύλιο, επιζητά βήμα το βήμα μικρά κέρδη και σταδιακό ανέβασμα της συνείδησης και της πάλης των μαζών. Αυτή η λογική είναι κυρίαρχη στις ηγεσίες και τα καθοδηγητικά κέντρα. Μια άλλη εκδοχή της, όχι απαραίτητα συγκροτημένη σε μηχανισμούς και οργανώσεις, θεωρεί ότι «η εξέγερση είναι δίκαιη», χωρίς να λογαριάζει μικροκέρδη και μικροζημιές. Η υπέρβαση των ορίων που έθεταν στις εξελίξεις τόσο η Δεξιά με το Κέντρο, όσο και η Αριστερά στις δύο επίσημες εκδοχές της (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ.), ήταν αυτή που έδωσε σχήμα στην εξέγερση, εξηγώντας και πολλές από τις παλινωδίες και τις αντιφάσεις των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην εξέγερση. Τα όρια αυτά συνέχισαν να υπάρχουν καθόλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, αμφισβητήθηκαν σε διάφορες στιγμές από τον λαϊκό παράγοντα, αλλά και δοκιμάστηκαν σκληρά όταν η πολιτική και οικονομική κρίση οδήγησε στα μνημόνια και στις τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό. Η αποδοχή των ορίων που θέτει η άρχουσα τάξη για τη χώρα, αποδείχθηκε κοινός τόπος για την Αριστερά το 2015, είτε δια της πλάγιας αποχής, είτε δια της ευθείας συμμόρφωσης.

Η ταλάντευση ανάμεσα στην εκμετάλλευση των περιθωρίων που θα αφήσει στη δημοκρατική πάλη η φιλελευθεροποίηση της Χούντας, και στην έκφραση των πιο ριζοσπαστικών διαθέσεων του λαού και ειδικά της φοιτητικής νεολαίας, είναι η βασική αιτία που θα γεννήσει παλινωδίες, πισωγυρίσματα, ελιγμούς και συχνά αντιφατικές κινήσεις, μέσα στην εξέγερση. Τόσο οι κομματικές ηγεσίες της Αριστεράς με τα παράνομα κλιμάκιά τους, όσο και οι καθοδηγήσεις των αντίστοιχων νεολαιίστικων οργανώσεων παλαντζάρουν διαρκώς ανάμεσα στην υποστήριξη της πιο ριζοσπαστικής εκδοχής (κατάληψη και αναπόφευκτη εξέλιξη σε αντιχουντική – αντιφασιστική εξέγερση) και στη διολίσθηση προς μια πιο ήπια εκδοχή. Η ήπια εκδοχή εκκινούσε από την εκτίμηση ότι τα πράγματα δεν είναι ώριμα για μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Χούντα, ότι τα αιτήματα πρέπει να περιοριστούν σε πιο στενό φοιτητικό πλαίσιο και ότι βαθμιαία και σταδιακά πρέπει το κίνημα να εκμεταλλευτεί τον χώρο που θα δώσει μελλοντικά η φιλελευθεροποίηση της Χούντας για να αναπτύξει τα δημοκρατικά κεντρικά-πολιτικά αιτήματά του. Αυτήν την ταλάντευση, το προβληματισμό, το διαρκές μπρος – πίσω, το παλατζάρισμα ανάμεσα στην ενεργητική συμμετοχή και στην απόσυρση, λύνεται στην πράξη με την ενθουσιώδη συμμετοχή των φοιτητών στην κατάληψη. Την απάντηση δεν την δίνουν τα στελέχη που έχουν μελετήσει τις εκτιμήσεις των κομματικών επιτελείων, αλλά το παλιρροϊκό κύμα που μπήκε στο Πολυτεχνείο το μεσημέρι της Τετάρτης και δεν ξαναβγήκε.

Η ταλάντευση φυσικά δεν σημαίνει ότι τα στελέχη της ΑντιΕΦΕΕ ή του Ρήγα που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο και προσπάθησαν να εφαρμόσουν την πιο «ήπια» ή «προσεκτική» γραμμή ήταν λιγόψυχοι ή ανεπαρκείς. Σημαίνει απλώς ότι κινήθηκαν βάσει άλλων εκτιμήσεων που εκ των πραγμάτων όμως αποδείχθηκαν αναντίστοιχες με τις εξελίξεις και την πραγματική βούληση των φοιτητών και της νεολαίας. Τα γεγονότα εδώ είναι πεισματάρικα: Το ΚΚΕ (αντι-ΕΦΕΕ) και το ΚΚΕ εσ. (Ρήγας Φεραίος) αποχωρούν από την κατάληψη το απόγευμα της Τετάρτης 14/11/73, για να ξαναμπούν αμέσως μετά, και αφού γίνεται σαφές ότι οι φοιτητές δεν πρόκειται να αποχωρήσουν. Στη μικροφωνική και στις ανακοινώσεις των πρώτων ωρών, γίνεται «μάχη» για το αν θα μπουν κεντρικά πολιτικά αντιχουντικά αιτήματα που παραπέμπουν σε μαζική εξέγερση ή αν θα περιοριστεί η κινητοποίηση σε φοιτητικά πλαίσια. Λίγο πριν την εισβολή των τανκς στελέχη της μετέπειτα «επίσημης Αριστεράς», καθόλα έντιμα και αγωνιστικά, ομολογούν παρόλα αυτά ότι οι άλλοι «πήραν τον κόσμο στο λαιμό τους». Φυσικά, δεν παύουν να είναι παρόντες και παρούσες, όρθιοι και όρθιες στις επάλξεις. Όμως, ακόμα και μήνες μετά την εξέγερση δίνουν και παίρνουν οι θεωρίες συνωμοσίας για τους «προβοκάτορες» που ξεκίνησαν την κατάληψη (Πανσπουδαστική Νο 8 κλπ).

Αν όμως οι δύο βασικές δυνάμεις της Αριστεράς, δεν επεδίωξαν την κατάληψη, τότε ποιος τη θέλησε; Οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης, ανακαλώντας στη μνήμη τους τις στιγμές, μιλούν για τις συνθήκες χάους, αυθορμητισμού, πρωτόγνωρου ενθουσιασμού που κυριάρχησαν. Και είναι προφανές ότι μια εξέγερση που γίνεται σε συνθήκες παρανομίας δεν μοιάζει σε τίποτα με μια συνέλευση όπου οι ομιλητές καθαρά και παστρικά μεταφέρουν την κομματική γραμμή και ξεδιπλώνουν τα επιχειρήματά τους. Ωστόσο, και οι προφορικές μαρτυρίες, και τα γραπτά ντοκουμέντα, συντείνουν στο ότι φοιτητές από τον χώρο της επαναστατικής Αριστεράς ήταν αυτοί που, είτε δρώντας με «ανυπομονησία», είτε δρώντας με «ενθουσιασμό», είτε παρακινούμενοι από τις πιο μαχητικές εκτιμήσεις των οργανώσεων στις οποίες ανήκαν, έθεσαν τον στόχο της κατάληψης, παρέμειναν στο Πολυτεχνείο όταν αποχώρησαν προσωρινά η ΑντιΕΦΕΕ και ο Ρήγας Φεραίος, και επέμειναν σε ένα πολιτικό αντιφασιστικό – αντιμπεριαλιστικό πλαίσιο αιτημάτων. Αυτό το πλαίσιο αιτημάτων είναι που οδηγεί αναπόφευκτα στην περίφημη διατύπωση της Ανακοίνωσης της Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου του 1973:

Αρχίζοντας έτσι πολιτικό αγώνα οι φοιτητές και οι Έλληνες εργαζόμενοι, που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο ξεκαθαρίζουν τις θέσεις τους και καλούν τον ελληνικό λαό να συσπειρωθεί γύρω τους και ν’ αγωνιστεί μαζί τους ως την τελική νίκη. Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας.

Η «άλλη Αριστερά»

Ήδη από το 1972, την εποχή δηλαδή που ξεσπούν οι πρώτες μαζικές αμφισβητήσεις της Χούντας στο χώρο των εργαζομένων, των αγροτών, της νεολαίας, ομάδες και κινήσεις που αναφέρονται στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς (ΟΜΛΕ, ΑΑΣΠΕ, ΟΣΕ κλπ) συγκροτούνται έχοντας ως πεδίο αναφοράς τον αντιφασιστικό και αντιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του κινήματος, ενώ στέκονται κριτικά απέναντι στην απόπειρα φιλελευθεροποίησης της Χούντας την οποία θεωρούν ελιγμό που επιζητά να ενσωματώσει τις αστικές δυνάμεις, και που δεν τροποποιεί το κεντρικό καθήκον για ανατροπή της δικτατορίας. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν μειοψηφία συγκρινόμενες με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ, αλλά κατορθώνουν και δίνουν τον τόνο στις περισσότερες κινητοποιήσεις καθώς συναντιούνται πιο αποτελεσματικά με μια νέα πρωτοπορία αγωνιστών που χωρίς εμπειρία και πολιτική ή οργανωτική «σύνδεση» με παράνομα καθοδηγητικά κέντρα κάνουν τα πρώτα τους πολιτικά βήματα.

Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις των επιτελείων ΚΚΕ και ΚΚΕεσ, αυτό το ρεύμα, με ανομοιομορφίες και αντιφάσεις, συναντιέται πάνω στη γραμμή της απόρριψης της χουντικής φιλελευθεροποίησης και συγκρούεται με τη γραμμή της προσαρμογής σε αυτή, της σταδιακής εκμετάλλευσης των «κενών» που θα άφηνε η ομαλοποίηση, και της «αντιδικτατορικής ενότητας». Το ρεύμα αυτό προπαγανδίζει ότι δεν είναι δυνατή μια ριζική αλλαγή σε όφελος του λαού αν δεν υπάρξει ανατροπή του καθεστώτος, αλλά και συνολικά, γκρέμισμα της υποτέλειας και της αμερικανοκρατίας. Έρχεται εκ των πραγμάτων σε αντιπαράθεση με εκτιμήσεις που προέρχονται από τον χώρο της προδικτατορικής ΕΔΑ και βλέπουν με ηττοπάθεια την κατάσταση, εκτιμούν ότι οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει και ότι κάθε «παραχώρηση» της δικτατορίας πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως περαιτέρω κατάκτηση για το δημοκρατικό αντιδικτατορικό κίνημα.

Μια εύκολη διαφυγή από την αναζήτηση ευθυνών για τη συγκεκριμένη στάση των δυνάμεων της επίσημης Αριστεράς είναι η υπερβολική επίκληση στο «αυθόρμητο». Σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, όλες λίγο ή πολύ οι δυνάμεις, «αφέθηκαν» να παρασυρθούν από τον ριζοσπαστικό ενθουσιασμό. Είναι σωστό, ότι μια εξέγερση που δεν είναι σχεδιασμένη από ένα κομματικό επιτελείο αλλά αποτέλεσμα της δυναμικής των πραγμάτων, παρασύρει τις οργανωμένες δυνάμεις και τις εντάσσει, οργανικά ή όχι, εντός της. Άλλο τόσο όμως είναι σωστό, ότι υπήρξαν αντιπαραθέσεις για το αν η κινητοποίηση θα περιοριστεί στο αίτημα των ελεύθερων ή όχι φοιτητικών εκλογών, ή αν θα πάρει ευρύτερο χαρακτήρα. Όταν αυτή η μάχη κερδήθηκε, υπήρξε και πάλι αντιπαράθεση για το αν η κινητοποίηση θα καλέσει σε «αντιδικτατορική ενότητα» και «πολιτική λύση» καλώντας τις προδικτατορικές πολιτικές δυνάμεις να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ή θα μετασχηματιστεί σε εξέγερση. Αυτές οι αντιπαραθέσεις κρύβονται επιδέξια πίσω από το «αυθόρμητο», το «ηρωικό», το «μεγαλειώδες» στοιχείο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αλλά και πίσω από το ότι τα στελέχη των αντιδικτατορικών οργανώσεων της Αριστεράς, ανεξαρτήτως επιδιώξεων και εκτιμήσεων, σε τελική ανάλυση, ήταν εκεί. Το ερώτημα ωστόσο δεν είναι μόνο το ποιος ήταν εκεί, αλλά και τι ήθελε να κάνει. Όχι για να κατηγορηθεί επί του προσωπικού αλλά για να υπογραμμιστεί ο ρόλος και ο προσανατολισμός του κάθε φορέα, κόμματος, ρεύματος.

Η Δεξιά σήμερα κατηγορεί την Αριστερά για την καπηλεία του Πολυτεχνείου. Προφανώς έχει άδικο. Η Δεξιά, πολιτικά, ήταν απούσα από τους αγώνες για τη Δημοκρατία, όχι γιατί δεν ήθελε την πτώση της Χούντας, αλλά γιατί δεν πιστεύει στους αγώνες. Ωστόσο η καπηλεία είναι ένα πικρό αίσθημα που αφήνει ο μεταπολιτευτικός εορτασμός, και ειδικά ο εορτασμός των τελευταίων ετών, με την καταθλιπτική οργανωτική κυριαρχία της ΚΝΕ. Το ΚΚΕ εμφανίζεται όχι απλά ως «κληρονόμος» αλλά και ως το βασικό υποκείμενο της εξέγερσης, εικόνα που είναι πέρα για πέρα απατηλή. Από τον Οκτώβρη του ‘73 όπου η ΚΝΕ με απόφασή της απορρίπτει κατηγορηματικά ανοικτές μορφές αντιπαράθεσης με τη Χούντα, όπως οι καταλήψεις, μέχρι την αποχώρηση από την κατάληψη την πρώτη μέρα, από την προσπάθεια να περιοριστεί η κινητοποίηση στα φοιτητικά αιτήματα, μέχρι την «αναζήτηση πολιτικής λύσης με οικουμενική κυβέρνηση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων» στην πρώτη συντονιστική, και από τις προσπάθειες «απαγκίστρωσης» από το Πολυτεχνείο, μέχρι την καταγγελία της «εισβολής των προβοκατόρων» στην Πανσπουδαστική Νο8, είναι σαφές ότι οι εκτιμήσεις αλλά και οι προσπάθειες του κόμματος ήταν, στην καλύτερη περίπτωση βαθιά λαθεμένες, στη χειρότερη εντελώς επιζήμιες. Και φυσικά, δεν μπόρεσαν να γίνουν πράξη. Ακόμα πιο συντηρητικές, φοβικές, ρεφορμιστικές είναι οι πολιτικές που επιχειρεί να εφαρμόσει το ΚΚΕεσ.

Αναιρούν όλα τα παραπάνω την αγνότητα, την αγωνιστικότητα, τον ενθουσιασμό, και τον ηρωισμό που έδειξαν οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου; Είναι προσβολή των αγωνιστικών τους περγαμηνών; Είναι αναίρεση ή ακύρωση της προσφοράς τους; Σε καμιά περίπτωση. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι ρεφορμιστικές και συμβιβαστικές εκτιμήσεις – γραμμές ξεπεράστηκαν από τα ίδια τα μέλη των αντίστοιχων οργανώσεων, είτε επειδή η σύγχυση και η ασάφεια για το ποιος είναι τι, ήταν μεγάλες, είτε επειδή η ίδια η ζωή της εξέγερσης επέβαλε άλλη κατεύθυνση.

Δεν μπορούμε όμως να αναβαπτίζουμε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όχι απλώς ένα κόμμα, αλλά μια ολόκληρη λογική που έκανε ουκ ολίγες φορές την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια όχι μόνο της εξέγερσης αλλά και όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου, επικαλούμενοι την εντιμότητα, την αγωνιστικότητα, αλλά ακόμα και τη μετέπειτα αγωνιστική πορεία των τότε μελών του. Και αυτό, γιατί οι συγκεκριμένες συμβιβαστικές, ρεφορμιστικές πολιτικές, χαρακτήρισαν σε βάθος χρόνου τα κόμματα της επίσημης Αριστεράς και φτάνουν μέχρι σήμερα. Από την πλήρη προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική πολιτική με τα μνημόνια μέχρι το πείραμα τραμπισμού με τον Κασσελάκη, αλλά και με τις από καθέδρας διακηρύξεις του ΚΚΕ για τη λαϊκή εξουσία …όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, ενώ σε κάθε κρίσιμη στιγμή που θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη για την αστική τάξη, επιλέγεται η αποχή.

Η επέτειος των 50 χρόνων από την εξέγερση βρίσκει την Αριστερά σε μια από τις χειρότερες στιγμές της. Οι επιπτώσεις από τα μνημόνια βαραίνουν κοινωνικά και πολιτικά, τμήμα της Αριστεράς μεταλλάχθηκε ανοικτά, το ΚΚΕ ψαρεύει εκλογικά ποσοστά χωρίς να συμβάλει στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά πέρα από την τεράστια ανομοιογένεια που τη χαρακτηρίζει, στερείται της παραμικρής αξιοπιστίας. Η άλλη όψη του νομίσματος βέβαια είναι ότι παραμένει υπαρκτό ένα μεγάλο δυναμικό κόσμου, αγωνιστών, στελεχών, με αγωνία και προβληματισμό για την Αριστερά, το κίνημα και την κομμουνιστική υπόθεση. Παραμένει επίσης ενεργό, ένα ακόμα μεγαλύτερο δυναμικό ανθρώπων που σε χώρους δουλειάς, σπουδών και κατοικίας επιχειρούν να κρατήσουν ψηλά τις αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα του λαού, παρά και ενάντια στις κατευθύνσεις και στον προσανατολισμό της υπαρκτής Αριστεράς.

Μισό αιώνα μετά, αναζητούνται όχι μόνο οι «προβοκάτορες», αλλά και το κόμμα τους.

Ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου

«Οι φοιτητές απ’ όλες τις σχολές στη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος συνειδητοποιήσαμε, πως τα προβλήματα μας, σχετικά με τον εκδημοκρατισμό της Παιδείας και τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, δεν λύνονται, χωρίς την αλλαγή της συγκεκριμένης πολιτικής καταστάσεως.

Αρχίζοντας έτσι πολιτικό αγώνα οι φοιτητές και οι Έλληνες εργαζόμενοι, που κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο ξεκαθαρίζουν τις θέσεις τους και καλούν τον ελληνικό λαό να συσπειρωθεί γύρω τους και ν’ αγωνιστεί μαζί τους ως την τελική νίκη.

Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας. Η εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας συνδέεται αναπόσπαστα με την εθνική ανεξαρτησία από τα ξένα συμφέροντα, που χρόνια στήριζαν την τυραννία στη χώρα μας. Η πλατιά κινητοποίηση του ελληνικού λαού κι η εκδήλωση συμπαράστασης, απ’ όλες τις γωνιές της Ελλάδας είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους επιχείρησαν να μας δυσφημήσουν.

Ελληνικέ λαέ, ο αγώνας γύρω από τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία σήμερα συνίστανται στις άμεσες μαζικές διεκδικήσεις, στα οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά σου προβλήματα με απεργιακούς αγώνες, με μαζικές κινητοποιήσεις, με συλλαλητήρια, με προοπτική τη γενική απεργία για την ανατροπή της δικτατορίας. Η παρουσία μας εδώ αποτελεί κέντρο συσπείρωσης, κινητοποίησης και μαζικοποίησης του λαϊκού αγώνα.

Όλοι ενωμένοι στον αγώνα για τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία».

Το ασίγαστο μίσος της ΝΔ για το Πολυτεχνείο, τώρα κυκλοφορεί και σε βίντεο

Όταν ο Μητσοτάκης εκλέχθηκε πρόεδρος της ΝΔ, ένα πλήθος ανανήψαντων αριστερών και κεντροαριστερών που είχαν προ πολλού περάσει στην αντίπερα όχθη από αυτήν της νιότης τους, αλάλαζαν ενθουσιασμένοι. Υποστήριζαν με πάθος τον φωτισμένο, ευρωπαϊστή, μετριοπαθή, καλοσπουδαγμένο γόνο της οικογένειας, που τάχα θα έστελνε την Ελλάδα στο μέλλον. Ο έρωτάς τους για τη ΝΔ υστερούσε μόνο μπροστά στο μίσος τους για το Δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, που απείλησε προς στιγμήν το μοντέλο της υποτελούς και εξευτελισμένης Ελλάδας, μοντέλο από το οποίο θρέφονταν πλουσιοπάροχα. Το μίσος όμως είναι σαν τον καρκίνο: Εξαπλώνεται. 

Η ελληνική Δεξιά είναι γνωστό ότι δεν έχει καμία σχέση με την εξέγερση του πολυτεχνείου. Για την ακρίβεια, η μόνη της σχέση είναι ότι από τα σπλάχνα της ξεπήδησαν οι δεσμώτες του ελληνικού λαού επί μια επταετία. Οι χουντικοί μπορεί να ήταν ακραίοι, αποσυνάγωγοι, άξεστοι και βλάκες, αλλά ήταν σάρκα από τη σάρκα των νικητών του εμφυλίου, δηλαδή εξαμβλωματικό έστω τμήμα της δεξιάς παράταξης. 

Μεταπολιτευτικά, η αμφισβήτηση και η ύβρις προς την εξέγερση του Νοέμβρη, ήταν σχεδόν αποκλειστικά προνόμιο της ακροδεξιάς. Το σαράκι της σπίλωσης του Πολυτεχνείου και των νεκρών του, πάντε κατέτρωγε τη Δεξιά, αλλά δεν τολμούσε να εκδηλωθεί σε όλο του το μεγαλείο. 

Σήμερα όμως, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αυτόν τον πεφωτισμένο, μετριοπαθή, φιλελεύθερο και καλοσπουδαγμένο Μεσσία της χώρας, τα προσχήματα δεν είναι πλέον αναγκαία. Η Ομάδα Αλήθειας, διαδικτυακό όργανο της κυβερνώσας παράταξης κυκλοφόρησε βίντεο στο οποίο αναπαράγεται όλη η μεταπολιτευτική ακροδεξιά ύβρις ενάντια στο Πολυτεχνείο, με τη μορφή τάχα “αφιερώματος”.

Τα βασικά σημεία για το βίντεο – ξέπλυμα της αιματοβαμμένης χούντας τα συνοψίζει ο Γιάννης Αλμπάνης σε σύντομο σχόλιό του στο news 247. Τα παραθέτουμε αυτούσια:

  • Το μεγαλύτερο μέρος του βίντεο είναι αφιερωμένο στην «καπηλεία του Πολυτεχνείου από την Αριστερά». Δηλαδή η δήθεν καπηλεία κρίνεται πιο σημαντική στη νεοδημοκρατική αφήγηση από την ίδια την εξέγερση και τη σφαγή των αγωνιστών/τριών. Είναι προφανής η ηθική αθλιότητα αυτής της προσέγγισης. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία ότι η μετατροπή της ιστορίας του Πολυτεχνείου σε μια ιστορία «αριστερής καπηλείας» είναι βγαλμένη από τον πυρήνα του ακροδεξιού μεταπολιτευτικού λόγου.
  • Στο βίντεο δεν αναφέρεται ότι την κυβέρνηση Μαρκεζίνη τη διόρισε η χούντα και αποτελούσε μαριονέτα της.
  • Στο βίντεο ακούμε ότι «οι φοιτητές αποφάσισαν να διανυκτερεύσουν στο χώρο του Πολυτεχνείου». Προκαλεί γέλιο το ότι μιλάνε για «διανυκτέρευση» (σε ξενοδοχείο ίσως;), προκειμένου να αποφευχθεί η επάρατος λέξη «κατάληψη».
  • Στο βίντεο ακούμε ότι οι φοιτητές δεν φρόντισαν να υπάρχει έλεγχος για το ποιος μπαίνει στο Πολυτεχνείο, καθώς και ότι ο χώρος έγινε στίβος πολιτικών αντιθέσεων. Αυτή η προσπάθεια ενοχοποίησης των φοιτητών μοιάζει βγαλμένη από την προπαγανδιστική «συνέντευξη» του Μαστοράκη στο ΚΕΒΟΠ του Χαϊδαρίου αμέσως μετά το Πολυτεχνείο.
  • Στο βίντεο ακούμε ότι τα σπουδαστικά αιτήματα μετατρέπονται σε πολιτικά, το οποίο πέραν του ότι είναι ο πιο γελοίος τρόπος για να περιγράψεις το πώς μια φοιτητική διαμαρτυρία μετατρέπεται σε αντιδικτατορική εξέγερση, έχει δημαγωγικό χαρακτήρα, αφού αποτελεί μέρος της αφήγησης περί καπηλείας και χειραγώγησης της εξέγερσης.
  • Στο βίντεο ακούμε για πληροφορίες ότι εντός του κτιρίου μεταφέρονταν όπλα που φόβισαν τη χούντα, πράγμα που αντικειμενικά αποτελεί προσπάθεια δικαιολόγησης της στάσης των χουντικών.
  • Στο βίντεο ακούμε για τη διαπραγμάτευση των Λαλιώτη και Σταμέλλου με το στρατό, χωρίς να αναφέρεται ότι η διαπραγμάτευση κατέληξε σε αδιέξοδο -για να υπονοείται ότι μπορεί να υπήρξε και συμφωνία.
  • Στο βίντεο γίνεται συστηματική προσπάθεια να ξεπλυθούν οι χουντικοί στρατιωτικοί οι οποίοι, όπως ακούμε, προειδοποίησαν τους φοιτητές να απομακρυνθούν πριν μπει το τανκς. Ακούμε επίσης ότι οι φαντάροι έκαναν διάδρομο για να προστατεύσουν την έξοδο των φοιτητών. Υπενθυμίζεται ότι στη δίκη του Πολυτεχνείου πέρα από τους Ιωαννίδη, Παπαδόπολου και Ντερτιλή, καταδικάστηκαν άλλοι 4 ανώτεροι αξιωματικοί τους στρατού -προφανώς χωρίς λόγο, κατά την Ομάδα Αλήθειας. Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι η σφαγή έγινε από κοινού από το στρατό, την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος.
  • Το χειρότερο όμως σημείο του βίντεο της Ομάδας Αλήθειας είναι η αναφορά ότι δεν υπήρξαν νεκροί μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου, αλλά έξω από αυτόν. Εύλογα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί τι σημασία έχει το πού ακριβώς δολοφονήθηκαν οι εξεγερμένοι. Η χωροταξία του θανάτου έχει σημασία μόνο αν θέλεις να αναπαραγάγεις καλυμμένα το γκεμπελίστικο ψέμα περί μύθου του Πολυτεχνείου. Αυτό είναι ένα τρικ που επινόησε ο Άδωνις Γεωργιάδης στα χρόνια του ΛΑΟΣ. Λες λοιπόν ότι δεν υπήρχαν νεκροί μέσα στο Πολυτεχνείο (οπότε μύθος η υπόθεση) και προσθέτεις ότι οι νεκροί ήταν απ’ έξω, για να μη σε κατηγορήσουν ότι δεν είσαι δημοκράτης και φας και καμιά μήνυση. Αυτό που μένει όμως είναι η αμφισβήτηση των νεκρών του Πολυτεχνείου.

Στα παραπάνω, μπορούμε μόνο να προσθέσουμε ότι η φράση “το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη Χούντα”, αποτελεί το θεμέλιο λίθο του ιστορικού αναθεωρητισμού όσον αφορά την εξέγερση του Νοέμβρη. 

Το Πολυτεχνείο δεν εκνευρίζει τους Νεοδημοκράτες γιατί ΔΕΝ έριξε τη Χούντα, αλλά γιατί τίναξε στον αέρα τη φιλελευθεροποίησή της, δηλαδή το ομαλό πέρασμα, την ομαλή αλλαγή φρουράς, από τους συνταγματάρχες, στο πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης. 

Αλλαγή φρουράς ομαλή και αναίμακτη, χωρίς εξεγέρσεις, χωρίς την εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο. Με τους αστούς πολιτικούς, μάλλον και τον Γλύξμπουργκ, να διασφαλίζουν την ήρεμη μετάβαση από την στρατιωτική δικτατορία στον αστικό κοινοβουλευτισμό. 

Αυτό που έγινε στην Ισπανία μετά τη δικτατορία του Φράνκο, δεν μπόρεσε να γίνει στην Ελλάδα λόγω της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. 

Η εξέγερση όξυνε τις αντιθέσεις της Χούντας, επιτάχυνε την κίνηση Ιωαννίδη (οργανωμένη πολύ πριν τον Νοέμβρη του 1973), και χαρακτήρισε με τον ριζοσπαστισμό του, την ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης. 

Αυτό είναι το διαχρονικό γινάτι της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό εξηγεί το ειδικό μίσος της για τον Νοέμβρη, που αθροίζεται φυσικά στη γενικευμένη απέχθεια της Δεξιάς και των δεξιών προς τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις, καθώς κινούν τον τροχό της ιστορίας προς τα μπρος. Πολύ θα ήθελαν η ιστορία να κινείται προς τα πίσω ή να μένει ακίνητη.

Οι πιο τολμηροί της Δεξιάς (κυρίως οι ανανήψαντες πρώην αριστεροί) θα συμπλήρωναν, ότι το Πολυτεχνείο, όχι απλά δεν έριξε τη Χούντα του Παπαδόπουλου, αλλά έφερε τη Χούντα του Ιωαννίδη, εμμέσως λοιπόν προκάλεσε την τραγωδία της Κύπρου. 

Άρα; Καλύτερα να μην γινόταν. 

Ακριβώς όπως θα ήταν καλύτερο για την Δεξιά να μην υπήρχε αντίσταση στην Κατοχή, γιατί αυτό προκάλεσε τις θηριωδίες των Γερμανών και τα ολοκαυτώματα, και καλύτερα ίσως να μην γινόταν η επανάσταση του 1821 γιατί έφερε την καταστροφή της Χίου. Ίσως καλύτερα να περιμέναμε τους Άγγλους να δεήσουν μας δώσουν την ανεξαρτησία. 

Κατά πάσα πιθανότητα άλλωστε, αν υπήρχε Ομάδα Αλήθειας το 1940, θα ήταν με τους Γερμανοτσολιάδες και το 1821 θα ήταν με τους Νενέκους. Γιατί λοιπόν το 2022 να μην ξεπλένει τη Χούντα και να μην σπιλώνει το Πολυτεχνείο;