Άρθρα

Αν δεν κακοποιείτε τη γυναίκα σας και τα παιδιά σας, τι έχετε να κρύψετε από μια κάμερα στο σπίτι σας;

Κατ’ αναλογία με το επιχείρημα των παπαγάλων που ανακάλυψαν ότι το πρόβλημα των εκπαιδευτικών για την μετάδοση του μαθήματός τους είναι ότι έχουν κάτι να κρύψουν, ας αναδιατυπώσουμε το ερώτημα προκλητικά: Ο δημοσιογράφος που ανακάλυψε τους τεμπέληδες εκπαιδευτικούς, τι έχει να κρύψει και αντιδρά σε μια υποθετική αναμετάδοση της προσωπικής του ζωής μέσα στο σπίτι του; Μήπως κακοποιεί τα παιδιά του; Μήπως δέρνει τη γυναίκα του; Ή για να μην πάμε σε ποινικώς κολάσιμες πράξεις: Μήπως δεν είναι καλός γονιός; Μήπως παρκάρει τα παιδιά του στην τηλεόραση; Μήπως απατά την/τον σύζυγό του/της;

Ας προλάβουμε την αντίρρηση: «Το σπίτι είναι άβατο και ιδιωτικός χώρος, δεν είναι σχολείο».

Να πούμε λοιπόν ότι, σε αντίθεση με τις χθεσινές νομολογίες του protagon και του ΣΚΑΙ, η σχολική αίθουσα δεν είναι δημόσιος χώρος. Δημόσιος χώρος είναι η πλατεία. Η σχολική τάξη είναι χώρος εργασίας. Αλλά στην ουσία είναι κάτι πολύ περισσότερο. Πρώτον, η σχολική τάξη είναι χώρος ειδικής εργασίας, της διδασκαλίας, που διέπεται από συγκεκριμένη και στοχευμένη νομοθεσία. Δεύτερον, είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων και αλληλεπιδράσεων που υπάρχουν μέσα σε αυτή και που αποσκοπούν στο ξεδίπλωμα του «παιχνιδιού της γνώσης». Τρίτον, είναι χώρος πολύπλευρης συναισθηματικής, ψυχικής και νοητικής έκφρασης παιδιών και εφήβων, δηλαδή ανηλίκων.

Όλα τα παραπάνω τα παίρνει υπόψη του και το Σύνταγμα και ο κοινός νομοθέτης. Και πράττει αναλόγως. Συνήθως, με μεγάλη προσοχή και περίσκεψη (με εξαιρέσεις όπως αυτή της Κεραμέως να επιβεβαιώνουν τον κανόνα).

Εάν λοιπόν η σχολική τάξη δεν είναι δημόσιος χώρος, αλλά «σχέση» μάθησης, έκφρασης και ανάπτυξης για κρίσιμες και ευαίσθητες ηλικίες, δεν θα έπρεπε όσοι βρίζουν τους τεμπέληδες εκπαιδευτικούς (γιατί σήμερα δεν τους παίρνει -ένεκα επιδημίας- να βρίσουν τους τεμπέληδες γιατρούς), να ήταν πιο μετρημένοι;

Το ζήτημα της αναμετάδοσης της σχολικής τάξης, δεν είναι η καταγραφή των ικανοτήτων του εκπαιδευτικού. Άρα το βασικό πρόβλημα δεν είναι το ενδεχόμενο κρέμασμα του εκπαιδευτικού στα μανταλάκια από ένα αλαλάζον πλήθος που είναι σίγουρο ότι οι εκπαιδευτικοί πέρα από τεμπέληδες είναι και ανίκανοι.

Γιατί προσέξτε: Όσοι υποστηρίζουν την κάμερα μέσα στην τάξη και την αναμετάδοση, δεν μπαίνουν στη συζήτηση αυτή, αποδεχόμενοι ότι γενικά, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ να μεταδίδεται η διαδικασία της σχολικής τάξης στο διαδίκτυο, αλλά πρέπει έστω να γίνει μια εξαίρεση σε έκτακτες συνθήκες.

Το αντίθετο: Ισχυρίζονται ότι αυτή η διαδικασία ήρθε για να μείνει. Θεωρούν λογικό να υπάρχει όχι σκέτα η εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε μια έκτακτη συνθήκη, αλλά η κανονική μετάδοση στο διαδίκτυο μιας πραγματικής σχολικής τάξης, με φυσική παρουσία παιδιών και εκπαιδευτικών. Οι λογικοί άνθρωποι καταλαβαίνουν τη διαφορά του να κάνεις εξ αποστάσεως διδασκαλία από το να κάνεις φυσική, δια ζώσης διδασκαλία, και αυτή να αναμεταδίδεται.

Υπάρχουν όμως και αυτοί που κάνουν ότι δεν το καταλαβαίνουν.

Η σχολική τάξη δεν είναι δημόσιος χώρος, δεν είναι σκέτα χώρος εργασίας, αλλά χώρος – σχέση ειδικής εργασίας του εκπαιδευτικού που δεν ορίζεται από κάποιο διευθυντικό δικαίωμα εργοδότη, αλλά από την παιδαγωγική ευθύνη και την παιδαγωγική ελευθερία. Ταυτόχρονα (και σημαντικότερο) είναι χώρος μάθησης, έκφρασης, ανάπτυξης παιδιών. Το περίεργο είναι ότι στο δημόσιο λόγο δεν εμφανίζεται κανένας φραγμός στην λογική του να καταγράφεται η σχολική τάξη, η διδασκαλία του εκπαιδευτικού, η συμμετοχή των μαθητών.

Σε αντίθεση με την πλατεία, που αν και δημόσιος χώρος, δεν επιτρέπεται η καταγραφή των πολιτών σε αυτή. Σε αντίθεση ακόμα και με το γραφείο μιας επιχείρησης, που αν και χώρος εργασίας, επίσης δεν επιτρέπεται η καταγραφή των εργαζόμενων σε αυτό.

Γιατί εκεί δεν επιτρέπεται; Επειδή υπάρχει το συνταγματικό πλαίσιο που προβλέπει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Με βάση αυτό το συνταγματικό πλαίσιο (που όπως είπαμε ξεχνούν και θυμούνται κατά το δοκούν οι υβριστές των εκπαιδευτικών) προκύπτει και η νομοθεσία, η οποία υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Πρέπει δηλαδή οποιαδήποτε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων να είναι πρόσφορη, αναγκαία, ελάχιστη δυνατή και για νόμιμο σκοπό. Αν μπορεί η αξιολόγηση του εργαζόμενου σε μια επιχείρηση να γίνει με άλλο τρόπο, δεν επιτρέπεται ο εργοδότης να τον παρακολουθεί με κάμερα.

Η αναλογικότητα είναι η αιχμή του δόρατος των υβριστών. Βάζουμε μπροστά την υπέρτατη (και ευγενή) ανάγκη για συνέχιση της μαθησιακής διαδικασίας, για να κρύψουμε από πίσω τον μύχιο πόθο να βγάλουμε σκάρτους τους εκπαιδευτικούς. Φυσικά ένα μέτρο πιο ήπιο και πιο αποδοτικό που θα ήταν η εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε όσα παιδιά μένουν σπίτι, θα ήταν και στο πνεύμα και στο γράμμα του Συντάγματος και του Νόμου, αλλά είπαμε ότι αυτά ισχύουν κατά το δοκούν. Άσε που θέλουν και μια σειρά από οικονομικές θυσίες της πολιτείας. Γιατί να πληρώσουμε για τα σχολεία, για επιπλέον εξοπλισμό ή προσωπικό, όταν μπορούμε να πληρώσουμε τα ΜΜΕ;

Το πρόβλημα της κάμερας δεν είναι κατεξοχήν ούτε νομικό ούτε συνταγματικό. Νομική κάλυψη, έστω και διάτρητη, δίνει η σημερινή διάταξη Κεραμέως για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Το πρόβλημα είναι παιδαγωγικό.

Το μάθημα δεν είναι διάλεξη. Είναι σχέση και αλληλεπίδραση. Δεν παράγεται σκέτα από το τι λέει ο εκπαιδευτικός, αλλά από το πώς το λέει, σε ποιο πλαίσιο, με ποιο τρόπο. Και ακόμα περισσότερο το μάθημα παράγεται από το τι και πώς λέει, πώς κινείται, πώς μορφάζει, πώς βαριέται ή δεν βαριέται ο μαθητής. Από το πώς θα ψιθυρίσει με το διπλανό του. Πώς και πότε θα του το επιτρέψεις. Πώς και πότε θα τον επαναφέρεις. Πώς και πότε -με τον πιο παράδοξο ή παρεξηγήσιμο τρόπο- ο δάσκαλος θα καταφέρει έκρηξη ερωτημάτων. Και πώς και πότε θα ανιχνεύσουν όλοι μαζί απαντήσεις, δημιουργώντας νέα ερωτήματα. Αυτά όχι απλά επιτρέπονται, αλλά επιβάλλονται σε μια σχέση διδασκαλίας, που ζητά να «ξυπνήσει ψυχές» κατά πώς έλεγε ο Μίλτος Κουντουράς.

Αλλά σιγά μην ξέρουν τον Μίλτο Κουντουρά όσοι σκούζουν για τους τεμπέληδες εκπαιδευτικούς.

Πώς θα επιδράσει στον εκπαιδευτικό και στα παιδιά η συνείδηση ότι αυτά που κάνουν, λένε ή ρωτάνε θα είναι αντικείμενο παρατήρησης έξω από την κοινότητα της τάξης; Και μάλιστα όχι από τη μαμά του συμμαθητή τους, αλλά από όλο τον κόσμο αν το οπτικοακουστικό υλικό ανέβει στο διαδίκτυο;

Θα ευνοήσει την ανόθευτη ειλικρίνεια ή θα προκαλέσει τη σκόπιμη συγκάλυψη;

Θα πυροδοτήσει την απορία ή θα επιβάλει τη σιωπή;

Θα αφεθεί στο ρίσκο του πειραματισμού ή θα περιοριστεί στη σιγουριά του καθωσπρεπισμού;

Θα επιτρέψει ή θα απαγορεύσει το λάθος, αυτόν το μεγάλο μοχλό γνώσης και αυτογνωσίας;

Και αν η απορία ενός παιδιού γίνει αντικείμενο σχολίων από τον γονιό ενός άλλου παιδιού, ή από έναν τρίτο;

Σε τελική ανάλυση θα προστατεύσει ή θα εκθέσει τη σχέση ανάμεσα στους μαθητές και ανάμεσα στους μαθητές και στον δάσκαλο;

Κάνει κάτι κακό ο εκπαιδευτικός σε αυτή τη σχέση; Θα ρωτήσουν κουτοπόνηρα οι υβριστές των εκπαιδευτικών.

Το αντίθετο: Επειδή ο εκπαιδευτικός νοιάζεται για αυτή τη σχέση, νοιάζεται και για την προστασία της.

Γιατί δηλαδή η προσωπική μας σχέση, η φιλική μας σχέση, ή η εργασιακή μας σχέση να απαιτεί προστασία, αλλά η μαθησιακή σχέση να επιτρέπει παρακολούθηση; Και μάλιστα όποιος αντιδρά στην κανονικοποίησή της να βγαίνει και σκάρτος ως εκπαιδευτικός;

Γιατί είναι βαρύ να βάλουμε κάμερα στο σπίτι μας για να κριθούμε δημοσίως ως γονείς ή ζευγάρι, είναι βαρύ να βάλουμε κάμερα στη δουλειά μας για να κριθούμε από τον εργοδότη ως εργαζόμενοι, αλλά είναι φυσιολογικό να βάλουμε κάμερα στην τάξη για να κριθούν δημοσίως οι ανεπρόκοποι εκπαιδευτικοί; Και ενίοτε να κριθούν και τα παιδιά;

Και αν ισχυριστεί κανείς ότι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο, ας αναρωτηθούν τι έγινε με το βίντεο με τον εξαγριωμένο μαθητή και την υπομονετική καθηγήτρια στο ΕΠΑΛ Θεσσαλονίκης. Ναι μεν δεν κρίνουμε, αλλά …άμα χρειαστεί, κρίνουμε. Και τους μαθητές, και τους καθηγητές.

Όπως δεν χρειάζεται να κακοποιεί κανείς τα παιδιά του για να αρνηθεί την κάμερα μέσα στο σπίτι του, έτσι δεν χρειάζεται να είναι κανείς κακός δάσκαλος για να αρνηθεί την κάμερα στην τάξη του. Το ανάποδο.

Όχι στη μαγνητοσκόπηση του μαθήματος

Επί 23 χρόνια που ήμουν διευθυντής γυμνασίου στη Σχολή Μωραΐτη αντιστάθηκα πολύ έντονα στις φωτογραφήσεις και τις μαγνητοσκοπήσεις κάθε είδους, με εξαίρεση για τις σχολικές γιορτές και τις θεατρικές παραστάσεις και πάντα με αυστηρές προδιαγραφές.

Είχα ακούσει πολλές φορές αιτήματα γονέων για παρακολούθηση των κοινόχρηστων χώρων του Σχολείου με κάμερα για λόγους ασφάλειας. Μου είχε ζητηθεί να τοποθετηθεί κάμερα ακόμη και στα αποδυτήρια και στους προθάλαμους των τουαλετών, αλλά, παρά τα τόσο παράλογα αιτήματα από μια πολύ μικρή μερίδα γονέων ευτυχώς, κανείς δεν μου ζήτησε να μπει κάμερα και μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Και όταν η γενική διεύθυνση του Σχολείου μου ζήτησε να μπαίνω στις τάξεις, για να παρακολουθώ την ποιότητα του μαθήματος αρνήθηκα κατηγορηματικά σε αυτό το παιχνίδι εξουσίας. Η αίθουσα διδασκαλίας και το μάθημα δεν πρέπει να παραβιάζονται από κανένα μάτι, κανένα αυτί, καμιά παρουσία τρίτου προσώπου. Και μπορώ να διαβεβαιώσω ότι τα μάτια και τα αυτιά των τρίτων είναι στην πλειοψηφία τους κακόβουλα.

Μου είχε τύχει να κυκλοφορούν μαγνητοσκοπημένα στιγμιότυπα από κινητά μαθητών σε ώρα αντικατάστασης απόντος καθηγητή ή ακόμη και κατά την ώρα του διαλείμματος, που τα χρησιμοποιούσαν γονείς, για να ισχυριστούν ότι ο εικονιζόμενος καθηγητής δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη και να κάνει μάθημα. Και δεν θέλω να θυμάμαι το μπούλιγκ που γινόταν με μαγνητοσκοπημένες ιδιωτικές στιγμές παιδιών.

Τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την απαίτηση του υπουργείου παιδείας να μαγνητοσκοπούνται τα μαθήματα, για να προβάλλονται στα παιδιά που αδυνατούν να παρακολουθήσουν το μάθημα.

Κατανοώ την ανάγκη, κατανοώ τις έκτακτες ανάγκες αυτής της περιόδου, αλλά ούτε σε αυτήν, ούτε σε άλλη περίπτωση εγώ ως διευθυντής σχολείου δεν θα επέτρεπα να γίνει μαγνητοσκόπηση την ώρα του μαθήματος. Υπάρχουν κάποια όρια που δεν πρέπει ποτέ και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ή ανάγκες να παραβιάζονται. Και αν γίνει υποχώρηση σε αυτή την ανάγκη, πάντα θα εμφανίζονται τέτοιες ανάγκες στο μέλλον με αυτήν ή με άλλη ηγεσία στο υπουργείο παιδείας, με αυτήν ή με άλλη κυβέρνηση. Κάθε τόσο αδειάζουν από παιδιά οι σχολικές αίθουσες λόγω γρίπης, πάντα θα υπάρχουν παιδιά που λείπουν, παιδιά που έχουν απορίες, παιδιά που κάνουν επανάληψη, παιδιά που προετοιμάζονται για εξετάσεις. Γιαυτό η άρνηση πρέπει και τώρα και στο μέλλον να είναι κατηγορηματική.

Το σχολικό μάθημα δεν είναι ακαδημαϊκή διάλεξη, δεν είναι δημόσια διάλεξη, δεν είναι ανακοίνωση σε επιστημονικό συνέδριο. Το σχολικό μάθημα δεν παράγεται από μια επιστημονική αυθεντία, αλλά από όλη την τάξη. Δεν παράγεται μόνο από τον εκπαιδευτικό, αλλά και από όλα τα παιδιά. Ο/η εκπαιδευτικός δεν απευθύνεται σε ένα απρόσωπο και ανώνυμο ακροατήριο από ένα χειρόγραφο που έχει μπροστά του. Απευθύνεται σε όλα τα παιδιά μαζί, αλλά και σε καθένα χωριστά, κάνει το μάθημα μαζί με όλα τα παιδιά, αλλά και με το καθένα χωριστά. Και κυρίως η σχολική αίθουσα είναι κατεξοχήν ο χώρος όπου γίνονται λάθη, πολλά λάθη, γιατί τα παιδιά μαθαίνουν κυρίως από τα λάθη τους. Λάθη που προσπερνιούνται, που ξεχνιούνται, λάθη που δεν στιγματίζουν. Μέσα στη σχολική αίθουσα τα παιδιά που μιλάνε πολύ θα συγκρατηθούν, για να μιλήσουν και τα παιδιά που μιλάνε λίγο ή καθόλου. Τα παιδιά που έχουν απορίες θα ενθαρρυνθούν να διατυπώσουν τις απορίες τους και τα παιδιά που έχουν καταλάβει το μάθημα θα μάθουν να είναι υπομονετικά με τα παιδιά που έχουν κενά στις γνώσεις τους. Τα παιδιά μέσα στην τάξη δεν μιλάνε μόνο για να ελεγχθούν οι γνώσεις τους. Κυρίως μιλάνε, για να προχωρήσει το μάθημα παρακάτω. Με τη συμμετοχή των παιδιών προχωράει το μάθημα, όχι με τον μονόλογο του εκπαιδευτικού.

Αλλά μέσα στην τάξη μπορεί να γίνουν κι άλλα πράγματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιο παιδί το έπαιρνε ο ύπνος κι εγώ έκανα νόημα στα άλλα παιδιά να κάνουν ησυχία κι εγώ μιλούσα χαμηλόφωνα, για να μην ξυπνήσει το παιδί που κοιμόταν. Γιατί συχνά οι έφηβοι υποφέρουν από αϋπνία κι αν το παιδί κοιμόταν δέκα-δεκαπέντε λεπτά θα μπορούσε να συνεχίσει με πιο καθαρό μυαλό την υπόλοιπη μέρα. Κι άλλοτε πάλι που τα έβλεπα αγχωμένα, γιατί είχαν τεστ την επόμενη ώρα, τα άφηνα το τελευταίο δεκαπεντάλεπτο να συζητήσουν μεταξύ τους τις απορίες τους και να κάνουν μια τελευταία επανάληψη. Και τα άφηνα να γελούν και τα έκανα να γελούν. Γιατί το γέλιο είναι ιερή στιγμή για το παιδί, εφόσον δεν γελάει εις βάρος κάποιου άλλου.

Πριν από λίγες ημέρες μια παλιά μου μαθήτρια μου έστειλε ένα μήνυμα: «Σας αγαπώ πάντα… Ήμουν μαθήτριά σας δεκαετία 80… Μας κάνατε πλάκα τσα πίσω από την κουρτίνα…»

Γιατί η σχολική τάξη είναι μια μεγάλη αγκαλιά. Και μέσα στην αγκαλιά χωράει πολύ κλάμα και πολύ γέλιο. Αυτό που δεν χωράει είναι η κάμερα, φανερή ή κρυφή.

Ο Νίτσε έλεγε ότι ο δάσκαλος είναι ο κατεξοχήν πατέρας. Εγώ, λοιπόν, σας λέω πως ο δάσκαλος πρέπει να είναι η κατεξοχήν μητέρα. Και πρέπει να παραμείνει μητέρα που δεν υποκαθίσταται, ούτε αντικαθίσταται από την τεχνολογία.

Το μισό χαρτοφυλάκιο της κυρίας Κεραμέως μαγνητοσκοπείται και προβάλλονται από την τηλεόραση λειτουργίες και ακολουθίες. Ας μείνει το άλλο μισό χαρτοφυλάκιο στην ησυχία του. Με την μαγνητοσκόπηση του μαθήματος δεν εξυπηρετείται η παιδεία. Η πολιτική του υπουργείου παιδείας εξυπηρετείται. Κανένας και καμιά εκπαιδευτικός με στοιχειώδη αυτοσεβασμό δεν πρέπει να ενδώσει σε αυτήν την πολιτική. Με το όχι στη μαγνητοσκόπηση διαφυλάσσουμε τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατικής παιδείας και της ανθρωπιάς μας.

Η κοινωνία δεν έδωσε λευκή επιταγή σε κανέναν, για κανέναν πραξικοπηματισμό

Η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να καταθέσει εν μέσω πανδημίας και απαγόρευσης κυκλοφορίας δύο νομοσχέδια που φέρνουν ριζικές αλλαγές στην εκπαίδευση και στην περιβαλλοντική νομοθεσία αποτελεί νέο ρεκόρ αντιδημοκρατικής μεθόδευσης. Έχουμε δει και στο παρελθόν, ιδίως κατά τη δεκαετία της μνημονιακής λαίλαπας, τις σοβαρές επιπτώσεις που έχει στο δημοκρατικό διάλογο και τον κοινοβουλευτισμό η μανία του νεοφιλελευθερισμού: από τα «κατεπείγοντα» μνημόνια, που δεν διαβάζονταν ούτε από τους ίδιους τους βουλευτές μέχρι τα ανοιγμένα κεφάλια των διαδηλωτών, τα πάντα δικαιολογούνταν προκειμένου να ξεπουληθεί φτηνά αυτή η χώρα και να πληγούν τα εργασιακά δικαιώματα. Όμως η σημερινή επιλογή της κυβέρνησης εγκαινιάζει μία νέα φάση στην αντιδημοκρατική κατρακύλα. Αυτή τη φορά η υγεινομική κρίση έχει περιορίσει το δικαίωμα στη συνάθροιση, τη διαμαρτυρία, την απεργία. Και η κυβέρνηση είναι έκθετη γιατί επιλέγει σε μια περίοδο περιορισμού αυτών των δικαιωμάτων να φέρνει προς ψήφιση αυτά τα δύο νομοσχέδια που προκαλούν αντιδράσεις και απαιτούν –τουλάχιστον σε μια δημοκρατική χώρα- ομαλούς όρους διεξαγωγής του διαλόγου και της αντιπαράθεσης.

Για την ουσία των δύο νομοθετημάτων μπορεί κανείς να τοποθετηθεί αναλυτικότερα. Στεκόμαστε όμως στο σοβαρό ζήτημα δημοκρατικής νομιμότητας και πολιτικής ηθικής. Ας μας απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, γιατί καταθέτουν νομοσχέδιο για την παιδεία και την περιβαλλοντική αδειοδότηση, αφού όπως λένε, «έχουμε πόλεμο»; Ποιές συγκεκριμένες ανάγκες του πολέμου αυτού έρχεται να καλύψει η ψήφιση αυτών των νομοσχεδίων; Υπάρχει άραγε προηγούμενο κυβέρνησης που εν μέσω «πολέμου» νομοθετούσε για το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή για τις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων; Ποια ανάγκη φέρνει τα νομοσχέδια αυτά σήμερα και όχι μετά από ένα μήνα; Ή μήπως η επιτακτική ανάγκη σήμερα είναι να αλλάξει (για μια ακόμα φορά) το εξεταστικό σύστημα στο Λύκειο, αντί να αλλάξει επιτέλους η κατάσταση υποστελέχωσης των νοσοκομείων και των πρωτοβάθμιων μονάδων υγείας;

Η απάντηση είναι προφανής. Η κυβέρνηση επιθυμεί να εκμεταλλευτεί την κοινωνική συναίνεση γύρω από τα υγειονομικά μέτρα για να περάσει νομοσχέδια που υπό κανονικές συνθήκες θα αντιμετώπιζαν αντιστάσεις. Μικρές ή μεγάλες, αποτελεσματικές ή όχι δεν έχει σημασία. Θα μπορούσε όμως να ορθωθεί αντίλογος. Στην απόπειρά της αυτή, η κυβέρνηση έχει σύμμαχο και τα συστημικά ΜΜΕ που αποσιωπούν τις αντίθετες φωνές και δίνουν βήμα αποκλειστικά στις κυβερνητικές εξαγγελίες. Έπιασαν τόπο τα 11 εκατομμύρια, δεν υπάρχει αμφιβολία.

Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι «με αυτό το πρόγραμμα μας εξέλεξε ο λαός» είναι εντελώς κούφιο και παραπλανητικό. Τα σχέδιά της για την παιδεία αποδοκιμάζονται από μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας, το δε νομοθετικό τερατούργημα για το περιβάλλον έχει ήδη ξεσηκώσει αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων, κομμάτων, εργαζομένων. Γνώριζαν από το φθινόπωρο, όταν είχαν γίνει γνωστές οι προθέσεις τις κυβέρνησης, πως η επαναφορά των ρυθμίσεων του Αρβανιτόπουλου, όπως η τράπεζα θεμάτων και η αξιολόγηση, βρίσκει απέναντι μαθητές και εκπαιδευτικούς. Γνωρίζουν πολύ καλά τις διαμαρτυρίες των περιβαλλοντικών οργανώσεων για τον ευτελισμό της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, την μετατροπή της χώρας σε απέραντο πεδίο εξορύξεων πετρελαίου, αλλά και τις ενστάσεις των εργαζομένων στην ενέργεια για τη βίαιη απολιγνητοποίηση.

Εκτός από τις κοινωνικές αντιδράσεις που δεν εκφράζονται λόγω των περιοριστικών μέτρων, δεν λειτουργεί ούτε ο κοινοβουλευτικός διάλογος. Καταθέτουν νομοσχέδια σε μία Βουλή που λειτουργεί με λιγότερους από 50 βουλευτές, ενώ εμπαίζουν ανοιχτά τους ενδιαφερόμενους κοινωνικούς φορείς, που καλούνται να τοποθετηθούν μέσω skype. Χαρακτηριστικά, το νομοσχέδιο που κατατέθηκε προς ψήφιση  για το περιβάλλον περιέχει 130 άρθρα, ενώ η πρόταση διαβούλευσης προς δημόσιους φορείς περιείχε 66. Αυτό σημαίνει ότι 64 άρθρα δεν είδαν ποτέ το φώς της δημόσιας διαβούλευσης και συζήτησης. Η δημοσιότητα, όμως, ενός νομοσχεδίου κατά το στάδιο της διαβούλευσης του, δεν αποτελεί κάποια «τεχνική» λεπτομέρεια: αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου. Πού είναι οι λαλίστατοι συνταγματολόγοι να μιλήσουν για αυτή την ωμή παραβίαση;

Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η δημόσια διαβούλευση συνιστά κοινωνικό έλεγχο. Ο κοινωνικός έλεγχος μπορεί να γίνει μόνο από ενεργά κινήματα και συμμετοχή των κοινωνικών στρωμάτων που επηρεάζονται από τις νομοθετικές ρυθμίσεις μιας κυβέρνησης. Ωστόσο ακόμα και το γεγονός ότι η θεσμοθετημένη διαβούλευση περικόπτεται, είναι ενδεικτική των κυβερνητικών φιλοδοξιών.

Ο έλεγχος απαιτεί γνώση, και η γνώση απαιτεί δημοσιότητα και χρόνο να διαμορφωθούν προτάσεις. Το ότι αυτά εξαφανίζονται δεν αποτελεί ευλογία: αποτελεί σταδιακό ρίζωμα ενός αντικοινοβουλευτικού πραξικοπηματισμού στην πολιτική ζωή, που έκανε την εντυπωσιακή εμφάνισή του στα μνημονιακά κοινοβούλια που ψήφιζαν συμφωνίες και προγράμματα χωρίς καν να τα διαβάζουν και συνεχίζεται και σήμερα.

Αν αυτή είναι η κανονικότητά σας, είναι βαθιά αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική.

Κατά μία δε καθόλου παράδοξη ειρωνεία, τα δύο νομοσχέδια ενσωματώνουν στις ρυθμίσεις τους την ίδια ακριβώς αντιδημοκρατική λογική και εμπεδώνουν σε απτές μορφές αυτήν την πραξικοπηματική διάθεση.

Το νομοσχέδιο για την παιδεία εισάγει ενιαίο ψηφοδέλτιο και ηλεκτρονική ψηφοφορία για την εκλογή των Πρυτάνεων.

Το νομοσχέδιο για τον «εκσυγχρονισμό» της περιβαλλοντικής νομοθεσίας αφαιρεί από Δημόσιο, δημοτικά συμβούλια και ΟΤΑ κάθε προηγούμενη αρμοδιότητα αδειοδότησης εξορύξεων σε εδάφη ιδιοκτησίας τους. Εξαφανίζει πρακτικά την οποιαδήποτε ελεγκτική και αδειοδοτική δραστηριότητα των αρμόδιων τεχνικών υπηρεσιών, θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή των εργαζομένων από τις επισφαλείς και άρπα-κόλλα εγκαταστάσεις. Εκχωρεί σε ιδιωτικές εταιρίες και επιχειρήσεις την εκπόνηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει δηλαδή.

Η υποκρισία περισσεύει: η υγειονομική απειλή του ιού πράγματι ανέδειξε ότι είναι απαραίτητα κάποια βασικά αντανακλαστικά. Αντανακλαστικά που αφορούν τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, του εθνικού πλούτου, τον χειρισμό των δημόσιων πραγμάτων.

Η κυβέρνηση με χυδαίο τρόπο επιχειρεί να «καβαλήσει το άρμα» της συναίνεσης που προέκυψε από την καλή πορεία της επιδημίας στη χώρα, για να υλοποιήσει σειρά πολιτικών που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τις ανάγκες που αναδείχτηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο.

Όλοι μαζί, σημαίνει πως όλοι συμμετέχουμε στο δημόσιο διάλογο. Προστασία της ζωής δεν σημαίνει χωρίς όρους αποκλεισμό στο σπίτι, αλλά και εξασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου σε μία αλόγιστη οικονομική δραστηριότητα που εξελίσσεται χωρίς φραγμό σε άνθρωπο και περιβάλλον.

Η «εθνική ενότητα» δεν συγκροτείται πάνω στα «καθήκοντα» του ξεπουλήματος της χώρας σε αρπακτικά ιδιώτες, της υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και της διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης και κάθε δημοσίου αγαθού. Αντιμετώπιση της υγειονομικής απειλής δεν σημαίνει κατασπατάληση του Δημοσίου χρήματος σε ολόκληρο τον εσμό των διαπλεκόμενων καναλαρχών, ιδιωτών υγείας, ΚΕΚ, ενώ οι εργαζόμενοι και οι επαγγελματίες μένουν υπό την απειλή της ανεργίας και της κατακόρυφης μείωσης μισθών και εισοδημάτων.

Αν ένα πράγμα απέδειξε η πανδημία, είναι ότι ένας λαός αμέτοχος στα δημόσια πράγματα, χωρίς εξουσίες και λόγο, έχει άμεσες υγειονομικές επιπτώσεις. Το να διαλύεται ο δημόσιος τομέας και εκχωρούνται όλα στους ιδιώτες έχει άμεσες υγειονομικές επιπτώσεις.

Μία κοινωνία με σωστά αντανακλαστικά, ενεργή και υπεύθυνη, αντιμετώπισε την απειλή της πανδημίας. Μπορεί οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου να χτίζουν τις δικές τους παραστάσεις, αλλά αυτή η κοινωνία δεν έδωσε λευκή επιταγή σε κανέναν για κανέναν πραξικοπηματισμό.

Μπορεί σήμερα να «μένει σπίτι» για να αντέξει στην πίεση το σύστημα υγείας, όμως κανείς δεν πρέπει να την υποτιμά. Πολύ περισσότερο, να την προκαλεί.

Οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες διάλυσης του Δημοσίου και εκχώρησης των πάντων στο Ιδιωτικό κεφάλαιο, κατέρρευσαν μέσα σε μερικές εβδομάδες: Η πανδημία δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με το σύστημα Δημόσιας Υγείας.

Αυτό δεν ήταν απλά μονόδρομος και παρα φύση επιλογές για την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και προανάκρουσμα μίας ενεργής κοινωνίας που δεν θα υπόκειται πλέον άδολα σε πάσης φύσεως μεθοδεύσεις. Δεν ήρθαμε «όλοι πιο κοντά», όπως ισχυρίστηκε στο προχθεσινό του διάγγελμα ο Μητσοτάκης. Αντιθέτως, έγινε πιο κατανοητό το τεράστιο χάσμα που μας χωρίζει.

Ειρήνη Τσαλουχίδη, Δημήτρης Πλιακογιάννης

Σχετικά με την ομαλή επαναλειτουργία των σχολείων

Επιστροφή στην «κανονικότητα» υπόσχεται σταδιακά η κυβέρνηση. Ανάμεσα στα μέτρα επιστροφής περιλαμβάνεται και το σταδιακό άνοιγμα των σχολείων. Όπως διαρρέει η κυβέρνηση, αυτό θα γίνει πιθανόν σε τρεις φάσεις: στην πρώτη (11 Μάη) θα επανέλθουν οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου, στη δεύτερη οι μαθητές των Λυκείων και Γυμνασίων και στην τρίτη θα ανοίξουν τα δημοτικά και νηπιαγωγεία (ή κάτι παρόμοιο).

Σε αντίθεση με την περιβόητη από τα ενορχηστρωμένα ΜΜΕ «υπευθυνότητα» της κυβέρνησης και την «άδολη» αυστηρότητά της στην απαγόρευση των συναθροίσεων και συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων, σχεδιάζει να ανοίξει τα σχολεία χωρίς να έχει μεριμνήσει για τους απαραίτητους όρους προστασίας ούτε των παιδιών ούτε των εκπαιδευτικών.

Το άνοιγμα των σχολείων είναι πολύ σημαντικό και πρωτίστως για τους μαθητές. Η παρατεταμένη καθήλωσή τους μπροστά σε οθόνες και η απώλεια της μαθητικής τους ρουτίνας –παρόλο που οι κυβερνήσεις πασχίζουν να την κάνουν όλο και πιο φορτική, ανώφελη και αποκρουστική– είναι μια ρουτίνα που την έχουν ανάγκη για κοινωνικούς και ψυχολογικούς λόγους. Το παιδί που αποκόπτεται από το σχολείο χάνει και τον κοινωνικό του ρόλο, καθώς η ηλικιακή του ομάδα παύει να ταυτοποιείται από την χαρακτηριστική της δραστηριότητα. Αποκόπτεται από αυτήν την καθημερινή δραστηριότητα που το ρυθμίζει (όπως κι αν ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις του). Από την άλλη, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αγωνία για την «κάλυψη της χαμένης ύλης», διότι αυτό λύνεται εύκολα με μια αναδιάταξη της ύλης για την επόμενη χρονιά. Επομένως, σε αυτήν τη συγκυρία, η ανάγκη για άνοιγμα των σχολείων αφορά πρωτίστως στην κοινωνική και ψυχολογική παράμετρο και καθόλου στην κάλυψη ύλης. Αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο.

Όμως, το άνοιγμα των σχολείων πρέπει να συνοδεύεται και από τους απαραίτητους όρους για την ασφάλεια όλων.

1ος όρος: Αποσυμφόρηση των αιθουσών δια της μείωσης των μαθητών σε δεκαπέντε ανά τμήμα.

  • Τώρα γίνεται αντιληπτό από όλους πώς εναρμονίζονται οι υγειονομικές με τις παιδαγωγικές-διδακτικές ανάγκες για ολιγομελή τμήματα. (Αυτά, όμως, είναι για τις δημοκρατικές και πολιτισμένες κοινωνίες του μέλλοντος. Για την ώρα, λεφτά έχει μόνο για πυραύλους και για παράσιτα!)
  • Τώρα γίνεται αντιληπτό από όλους ότι η λύση στο πρόβλημα της ανεργίας των εκπαιδευτικών –οι μαζικοί διορισμοί μονίμων εκπαιδευτικών– είναι ταυτόχρονα και λύση στο υγειονομικό και παιδαγωγικό-διδακτικό πρόβλημα.

2ος όρος: Εξασφάλιση μασκών και αντισηπτικών για όλα τα μέλη κάθε σχολικής μονάδας.

3ος όρος: Αποφυγή του υπερβολικού συνωστισμού με κυλιόμενη σχολική παρουσία για κάθε τάξη (μέρα παρά μέρα).

4ος όρος: Διαγνωστικές εξετάσεις σε κάθε σχολική μονάδα για αποτελεσματική ανίχνευση και προστασία του συνόλου.

5ος όρος: Μόνιμοι διορισμοί εργαζομένων για την καθαριότητα και απολύμανση κάθε σχολικής μονάδας.

6ος όρος: Ειδική εξαίρεση μαθητών και άδειες εκπαιδευτικών που οι ίδιοι ή συγγενικά πρόσωπα με τα οποία βρίσκονται υπό την ίδια στέγη ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών για γονείς που έχουν παιδί που πρέπει να παραμείνει στο σπίτι.

–Για ποιο από τα παραπάνω έχει μεριμνήσει η «υπεύθυνη» και «προετοιμασμένη» κυβέρνηση ΝΔ;

– Πάλι πολιτική στον αυτόματο πιλότο; Πάλι το μπαλάκι στον εργαζόμενο λαό;

– Όπως πούλησαν τσάμπα πολιτική κλείνοντας τα σχολεία, έτσι κάνουν και τώρα ανοίγοντάς τα! Πριν πούλησαν καραντίνα και τηλεκπαίδευση όπως λάχει, τώρα πουλάνε κανονικότητα και ό,τι γίνει. Όμως, το έργο μιας δημοκρατικής κυβέρνησης δεν εξαντλείται σε ανοιγοκλεισίματα και όποιον πάρει ο χάρος. Περιλαμβάνει την εξασφάλιση των όρων αποτελεσματικής ανταπόκρισης στο πρόβλημα.

Τα σχολεία δεν είναι πάρκινγκ παιδιών, για να αποδεσμευτούν οι γονείς και να τους στείλει η κυβέρνηση να δουλέψουν!

Αν δεν μπορεί η κυβέρνηση να εξασφαλίσει τους παραπάνω όρους για την πλήρη λειτουργία των σχολικών μονάδων, ας το κάνει μόνο για την Γ΄ Λυκείου, για να μη βρεθούν αρκετοί μαθητές μπροστά στις εξετάσεις μετά από 3 μήνες αποχής από την τάξη. Παράλληλα, ας αρχίσει η κυβέρνηση να προετοιμάζεται, ώστε να είναι έτοιμα τα σχολεία από Σεπτέμβρη. Γιατί τότε δεν θα υπάρχει η «δικαιολογία» του αιφνιδιαστικού της πανδημίας.

Δε συμφωνούμε με πειράματα με την υγεία του λαού!

Τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν, αλλά πρέπει να ανοίξουν σωστά και υπεύθυνα!

Ανακοίνωση της Επιτροπής Εκπαιδευτικών
του Συντονισμού Κομμουνιστικών Δυνάμεων

Αφού «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα», τι χρειαζόμαστε την κοινωνιολογία;

Μια από τις προτάσεις της κ. Κεραμέως στο νομοσχέδιο που εν μέσω πανδημίας καταθέτει είναι η κατάργηση της Κοινωνιολογίας από πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα και η αντικατάστασή του από τα Λατινικά. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι καθώς ίσως η κ. Κεραμέως να ήθελε να αντικαταστήσει την Βιολογία που εμπεριέχει την άθεη θεωρία της εξέλιξης με τα αποφθέγματα του πατέρα Παΐσιου, οπότε πάλι καλά να λέμε. Ωστόσο η επιλογή να αφαιρεθεί ένα μάθημα που έχει κατηγορηθεί ότι «προσηλυτίζει τα παιδιά στην Αριστερά» και να αντικατασταθεί από ένα μάθημα που ούτε καν ο κλάδος που το διδάσκει μπορεί να το υπερασπίσει επαρκώς ως αναγκαίο εξεταζόμενο μάθημα, κρύβει κάτι βαθύτερο.

Οι κοινωνικές επιστήμες προφανώς δεν προσηλυτίζουν τα παιδιά στην Αριστερά. Ο Άντονι Γκίντενς, κορυφαίος κοινωνιολόγος της εποχής μας, θα έκοβε τις φλέβες του με τον αντι-κοινωνιολογικό οίστρο της καθυστερημένης ελληνικής Δεξιάς. Ήταν αυτός που εμπνεύστηκε τον Τρίτο Δρόμο του Μπλερ για να θέσει οριστικά και αμετάκλητα το Εργατικό Κόμμα απέναντι στους εργαζόμενους. Ωστόσο οι κοινωνικές επιστήμες, όπως σε ένα βαθμό και οι οικονομικές αλλά και οι ιστορικές, θέτουν στο κέντρο της προσοχής τους την κοινωνική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Επιχειρούν δηλαδή να εξηγήσουν τη δράση των ατόμων μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και να ερμηνεύσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη σχέση αυτή.

Η Κοινωνιολογία δεν έχει εξ ορισμού ή αποκλειστικά αριστερό προσανατολισμό – λίγο δύσκολα για παράδειγμα ο Βέμπερ θα κατηγορούνταν για αριστερίζουσες παρεκκλίσεις, εκτός κι αν η κ. Κεραμέως τον μπερδεύει με τον Μαρξ εξαιτίας του μικρού του ονόματος. Πράγμα διόλου απίθανο από μια Υπουργό Παιδείας που δεν ξέρει τι προϋπολογισμό έχει το Υπουργείο της ή πότε ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ας πάμε παρακάτω.

Ένας σωστός πολιτικός, όπως ο ίδιος ο Μαξ (και όχι Μαρξ) Βέμπερ υπογραμμίζει, συμπεριφέρεται ira et studio. Με φόβο και πάθος λοιπόν η κ.Κεραμέως δεν αντικαθιστά μόνο την Κοινωνιολογία αλλά και τον τίτλο του πρώτου πεδίου από Ανθρωπιστικές, Νομικές και Κοινωνικές Επιστήμες σε σκέτες Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Εδώ ερχόμαστε στον πυρήνα της προβληματικής του Υπουργείου Παιδείας που δεν είναι άλλος από την αποστροφή σε οτιδήποτε το «Κοινωνικό».

Την αποστροφή δηλαδή σε οτιδήποτε μπορεί να μελετήσει τις αλληλεπιδράσεις μέσα στην κοινωνία, τους μηχανισμούς των κοινωνικών συμπεριφορών, τις αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων, τους τρόπους με τους οποίους οργανώνεται μια κοινωνία και οι θεσμοί της. Είναι μια αποστροφή μεταφυσική, σχεδόν φετιχιστική, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρώτο στάδιο των κοινωνιών, κατά τον πατέρα της Κοινωνιολογίας, Αύγουστο Κοντ, ήταν το θεολογικό. Εκεί λογικά, βρισκόμαστε ακόμα, σύμφωνα με την Υπουργό Παιδείας. Μέχρι να φτάσουμε στο τρίτο θετικιστικό στάδιο, έχουμε δρόμο.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κ. Κεραμέως σε ό,τι αφορά την Κοινωνιολογία, ορίζεται από τη Θάτσερ. Όχι, η πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας δεν ήταν καθηγήτρια Λατινικών. Ήταν όμως το συμβολικό πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού που αποτύπωσε με τον κυνικότερο δυνατό τρόπο την πολιτική που κυριάρχησε στο τέλος του εικοστού αιώνα: «Δεν υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους».

Αφού δεν υπάρχουν κοινωνίες, δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και συμφέροντα, τι μας χρειάζεται η Κοινωνιολογία;

Το βιβλίο της Γ Λυκείου υποστηρίζει ότι η Κοινωνιολογία είναι «μοναδική επιστήμη, γιατί δεν εστιάζει στο άτομο, αλλά ασχολείται με το κοινωνικό σύνολο και συνεπώς επικεντρώνεται στις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου και των ομάδων των σύγχρονων κοινωνιών».

Στα αλήθεια θα μπορούσε να επιβιώσει μια τέτοια θεώρηση του ανθρώπου ως κοινωνικό ον, από μια κυβέρνηση που κάνει πράξη το νεοφιλελεύθερο δόγμα ότι κάθε άνθρωπος (πρέπει να) είναι μόνος του; Να είναι homo homini lupus;

Θα μπορούσε να επιβιώσει μια επιστήμη της οποίας όλες οι σχολές (από τις δεξιές μέχρι τις αριστερές εκδοχές της) μελετούν τους τύπους των κοινωνικών σχέσεων, από μια κυβέρνηση της οποίας ο επικεφαλής της δηλώνει ότι «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση»;

H ελληνική νέα Δεξιά όπως αυτή αποτυπώνεται στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει φιλελεύθερο και ευρωπαϊκό περίβλημα, αλλά βαθιά καθυστερημένο και νεοσυντηρητικό πυρήνα. Η σύγκρισή της με τους παλιούς αστούς πολιτικούς της Δεξιάς, είναι από κάθε άποψη απογοητευτική. Όχι κρίνοντάς την στην πολιτική κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς, ουδείς άλλωστε μπορεί να κατηγορήσει τον Τσάτσο ή τον Κανελλόπουλο για προοδευτικούς. Είναι απογοητευτική, κρίνοντας τη δυνατότητά της να αρθρώσει την παραμικρή ερμηνεία στα κοινωνικά φαινόμενα πέρα από αλαλαγμούς θατσερικών μοτίβων.

Το θέμα της Κοινωνιολογίας πιθανότατα δεν είναι το σημαντικότερο ζήτημα από το νομοσχέδιο του Υπουργείου. Επιπλέον εύκολα εκπίπτει η σχετική συζήτηση για τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα στη δηλητηριώδη αντιπαράθεση ανάμεσα στις ειδικότητες για τη βαρύτητα του μαθήματος, το πλήθος των διδακτικών ωρών, άρα και των θέσεων εργασίας σε σχολεία ή φροντιστήρια.

Είναι όμως ενδεικτικό των ιεραρχήσεων, των ιδεοληψιών και των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης. Και αποκαλυπτικό του αποτυπώματος που φιλοδοξεί να αφήσει στην εκπαίδευση: Απελπιστικά λίγο, κοντόθωρο, αναχρονιστικό.

Η πρόταση κατάργησης της Κοινωνιολογίας δείχνει την καθυστέρηση της ελληνικής Δεξιάς

Από τον Κανελλόπουλο και τον Τσάτσο στην Κεραμέως και τον Γεωργιάδη

Σύμφωνα με πληροφορίες επίκειται σαρωτικό ν/σ εν μέσω κορωνοϊού για Α΄βαθμια-Β΄βάθμια Εκπαίδευση, πανελλήνιες κλπ. Δεν σχολιάζω σ’ αυτό το σημείωμα ούτε τη χρονική στιγμή, ούτε το σύνολο των προτάσεων, την εκ των πραγμάτων έλλειψη διαλόγου κλπ. Μένω στην πρόταση για αντικατάσταση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά (θυμάμαι τα στα όρια της αστειότητας από την άποψη του περιεχομένου και νοήματος 50 κείμενα των Λατινικών στη Γ΄ Λυκείου που μαθαίναμε με το σύστημα των Δεσμών-Γ΄ Δέσμη) , ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να εισάγεται και 5ο μάθημα για τις πανελλήνιες, το λεγόμενο «κόντρα μάθημα» (Ιστορία για τις σχολές Θετικού προσανατολισμού και Μαθηματικά για τις σχολές Ανθρωπιστικού προσανατολισμού).

Η κατάργηση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας αποτελεί υλοποίηση μιας εμμονικής αντίληψης κατά της Κοινωνιολογίας που υπάρχει στην ελληνική δεξιά ή σε (μεγάλο) τμήμα της, όπως χαρακτηριστικά εκφράστηκε πριν από αρκετούς μήνες από τον Άδωνι Γεωργιάδη με την περίφημη δήλωση για την Κοινωνιολογία που «κάνει τα παιδιά αριστερά»… Δυστυχώς η αντίληψη αυτή, φαίνεται να είναι κυρίαρχη στην κυβέρνηση της ΝΔ, αφού προτείνεται- αν τελικά επιβεβαιωθεί- η κατάργηση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας. Πρόκειται για αντίληψη είτε βαθύτατα συντηρητική, είτε ακραία νεοφιλελεύθερη. Σε κάθε περίπτωση η εμμονική αυτή αντίληψη δείχνει χαρακτηριστικά στοιχεία της πολιτικής καθυστέρησης της ελληνικής Δεξιάς σε σχέση με την Δεξιά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, μια στην ουσία αντι-ευρωπαϊκή Δεξιά, ασχέτως των “αντι-λαϊκιστικών” όρκων πίστης σε Βρυξέλλες-Βερολίνο. Η τάση αυτή αντανακλά την «ποιότητα» και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αστικής τάξης. Αυτά ακριβώς που με ενάργεια αποτυπώνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο περίφημο βιβλίο του «Ημερολόγιο Κατοχής».

Η Κοινωνιολογία ως διακριτός κλάδος-αντικείμενο, εμφανίστηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου με την ίδρυση της Κοινωνιολογικής Εταιρείας το 1908 από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, επικεφαλής της ομάδας των Κοινωνιολόγων (Πετιμεζάς,Τριανταφυλλόπουλος, Δελμούζος, Αραβαντινός κ.α.) που αποτέλεσε τον πυρήνα της αριστερής τάσης του βενιζελισμού, ενός από τα πλέον προοδευτικά ρεύματα στη χώρα τον 20ο αιώνα. Αξίζει κάποιος να διαβάσει τη συλλογή κειμένων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου με τίτλο «Εθνικισμός και άλλα κείμενα» (επανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ευρασία 2009, με πρόλογο-εισαγωγή Αναστάση Πεπονή) και να διαπιστώσει την λεπτότητα και ακρίβεια της ανάλυσης, αλλά και την επικαιρότητά της σε κρίσιμα σύγχρονα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα όπως το εθνικό φαινόμενο.

Από τα πρώτα περιοδικά Κοινωνιολογικού περιεχομένου υπήρξε η «Επιθεώρηση των Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών» (ομάδα Κοινωνιολόγων), η «Πολιτική Επιθεώρηση» που εξέδιδε ο Ίωνας Δραγούμης, το «Αρχές Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» που εξέδιδε ο Δ. Καλτσουνάκης. Στο τελευταίο αυτό περιοδικό το 1925 δημοσίευσε την πρώτη του μελέτη κοινωνιολογικού περιεχομένου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος αν και από αντιβενιζελική οικογενειακή προέλευση ανέλαβε υφηγητής της έκτακτης έδρας της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1929 οπότε και εισήχθηκε για πρώτη φορά η Κοινωνιολογία στην ελληνική Γ΄ βάθμια εκπαίδευση. Το 1933 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος εκλέγεται τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ από το 1929 και από κοινού με τους Θεοδωρακόπουλο, Τσαμαδό και Κων/νο Τσάτσο θα κυκλοφορήσουν το περιοδικό «Αρχείο Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών». Αλλά και ο Κων/νος Τσάτσος στα χρόνια του Μεσοπολέμου θα διδάξει το μάθημα «Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων» τόσο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όσο και στην Πάντειο, μάθημα φιλοσοφικού και κοινωνιολογικού περιεχομένου. Η Κοινωνιολογία όπως και γενικότερα οι κοινωνικές επιστήμες (πλην Νομικής και Φιλοσοφικής) θα γνωρίσουν την υπανάπτυξη στις δύσκολες δεκαετίες που θα ακολουθήσουν.

Στο κλίμα της Μεταπολίτευσης θα επανέλθουν στο προσκήνιο και το 1984 θα ιδρυθεί το 1ο στην ιστορία του ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυτοτελές τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Στο επίπεδο της Β΄βάθμιας εκπαίδευσης το μάθημα της Κοινωνιολογίας επιχειρήθηκε να εισαχθεί με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των Γ. Παπανδρέου-Ακρίτα-Παπανούτσου, το 1964. Η χούντα καταργεί το μάθημα και το αντικαθιστά με μια προπαγάνδα κρατική το 1967-68, οπότε και η διδασκαλία του θα προκαλέσει αντιδικτατορικές εκδηλώσεις μαθητών σε ορισμένα σχολεία. Τελικά η χούντα θα εισάγει ένα βιβλίο κοινωνιολογίας του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου (μεσοπολεμικού κομμουνιστή που είχε από δεκαετίες προσχωρήσει στην -άκρα- δεξιά, μαζί με Σάββα Κωνσταντόπουλο, Γεωργαλά κ.α.).

Τη δεκαετία του ’80 το μάθημα της Κοινωνιολογίας εισήχθηκε εκ νέου στη Β΄ βάθμια εκπαίδευση ως μάθημα Πανελληνίων εξετάσεων (Δ΄ Δέσμη). Την ευθύνη του βιβλίου είχε ο καθηγητής Βασίλης Φίλιας, ένας εξαιρετικός και γνωστός κοινωνιολόγος. Το βιβλίο ήταν καλό, αλλά σε κάποια σημεία δύσκολο για μαθητές. Τη δεκαετία του ’90, αφού το βιβλίο αντικαταστάθηκε, σταδιακά στη συνέχεια το μάθημα υποβαθμίστηκε μέχρι την εκ νέου κατάργησή του.

Επανήλθε τα τελευταία χρόνια ως μάθημα της Γ΄ Λυκείου για κατεύθυνση Ανθρωπιστικών Σπουδών. Τις μέρες αυτές του κατ’ οίκον περιορισμού, διάβασα προσεκτικά το βιβλίο της Κοινωνιολογίας Γ΄ Λυκείου (όπως και της Ιστορίας Γ΄ Λυκείου). Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό σχολικό βιβλίο, απολύτως κατανοητό, επιστημονικά γραμμένο, ισορροπημένο και χρήσιμο σε νέους ανθρώπους ηλικίας 17-18 χρονών. Ανοίγει ορίζοντες, για ατομική και συλλογική αυτογνωσία. Είναι πραγματικά κρίμα αντί να εμπλουτιστεί το υπάρχον βιβλίο της Κοινωνιολογίας (καθώς είναι γραμμένο στα μέσα της περασμένης δεκαετίας), να καταργηθεί το μάθημα της Κοινωνιολογίας της Γ΄ Λυκείου. Κρίμα για την εκπαίδευση και τους νέους πολίτες της ελληνικής κοινωνίας-δημοκρατίας.

Να μην περάσει η κατάργηση του μαθήματος της Κοινωνιολογίας-Να ανακαλέσει την πρότασή του το Υπουργείο Παιδείας

Από τη σελίδα του συγγραφέα στο Facebook.

Σαν τον κλέφτη η κ. Κεραμέως;

Δημοσιεύματα, που δεν διαψεύδονται από το Υπουργείο Παιδείας, κάνουν λόγω για κατάθεση του πολυνομοσχεδίου για την Παιδεία, μέσα στο Πάσχα.

Το πολυνομοσχέδιο, μεταξύ άλλωνφέρεται ότι θα περιλαμβάνει:

Α. Επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων -πολλαπλές ενδοσχολικές εξετάσεις και εθνικό απολυτήριο
Β. Αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών- Επιμόρφωση
Γ. Πλαίσιο λειτουργίας και ίδρυση νέων Πειραματικών και Πρότυπων Σχολείων.
Δ. Νέες Θεματικές Ενότητες, στο Νηπιαγωγείο, Δημοτικό και Γυμνάσιο.
Ε. Ρυθμίσεις για τα ξενόγλωσσα τμήματα των ελληνικών Πανεπιστημίων, τα οποία εισάγουν τα δίδακτρα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα.

Αν επαληθευτούν τα δημοσιεύματα, πέρα από το αντιλαϊκό περιεχόμενο της πολιτικής του, το Υπουργείο εγκαινιάζει μια ανήθικη, αντιδημοκρατική, αλλά και από άποψη δημόσιας υγείας, επικίνδυνη πρακτική. 

Σε όλες αυτές τις ρυθμίσεις υπάρχουν αντιδράσεις και αντίλογος που δε θα μπορεί να ακουστεί, πέρα από τους τοίχους της Βουλής. Το Υπουργείο επιχειρεί, εν μέσω πανδημίας και απαγόρευσης κυκλοφορίας, να επαναφέρει ένα νομοθέτημα-τερατούργημα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με το νόμο Αρσένη. Ένα νόμο που προβλέπει απανωτές εξετάσεις και ταξικά φίλτρα σε Α, Β, Γ λυκείου μέσω τράπεζας θεμάτων, μαζική εκδίωξη μαθητών από τη γενική στην τεχνική εκπαίδευση, γιγάντωση των φροντιστηρίων, ταξικό αποκλεισμό των παιδιών των λαϊκών στρωμάτων από την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Γνωρίζει ότι μια σειρά από αυτές τις ρυθμίσεις δεν έχουν τη συναίνεση της εκπαιδευτικής κοινότητας και ότι αν ήταν ανοιχτά τα σχολεία δε θα είχαν τη συναίνεση και των γονέων, της νεολαίας και του λαού.  Οι πρώτες απόπειρες του Υπουργείου το Γενάρη-Φλεβάρη βρέθηκαν εξάλλου μπροστά σε μαθητικές κινητοποιήσεις οι οποίες ούτε εύκολα ελέγχονται ούτε εύκολα καταστέλλονται.

Μετά τα ατελείωτα επικοινωνιακά και μικροπολιτικά παιχνίδια με τα τάμπλετ, την ύλη, τα ανύπαρκτα πλαίσια για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, έρχεται τώρα να νομοθετήσει σε βάρος των 15χρονων και των 16χρονων μαθητών που είναι κλεισμένοι στο σπίτι και πιεσμένοι ψυχολογικά, εδώ και ένα μήνα. Αλήθεια θα είναι ανεύθυνοι οι εκπαιδευτικοί ή οι μαθητές αν προσπαθήσουν να ακουστεί η φωνή τους; Ή το Υπουργείο που θυσιάζει την πειθαρχία και τους κόπους του ελληνικού λαού και της νεολαίας, για μικροπολιτικά οφέλη και να περάσει κυριολεκτικά νύχτα ένα νομοσχέδιο – πλήγμα στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση;

Καλούμε:

– Την κυβέρνηση να μην καταθέσει στη Βουλή το πολυνομοσχέδιο με κλειστά τα σχολεία και τους μαθητές-εκπαιδευτικούς σε καραντίνα στο  σπίτι τους.

– Τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταγγείλουν αυτήν την αντιδημοκρατική, επικίνδυνη και ανήθικη πρακτική και να μη συμμετέχουν σε καμία σχετική κοινοβουλευτική διαδικασία.

– Τις ομοσπονδίες ΟΛΜΕ-ΔΟΕ-ΠΟΣΔΕΠ-ΟΙΕΛΕ να πάρουν θέση και να καταγγείλουν αυτήν την πρακτική. ΟΛΜΕ και ΔΟΕ να υιοθετήσουν τις αποφάσεις των εκπαιδευτικών σωματείων για απεργία-αποχή από κάθε διαδικασία αξιολόγησης/αυτοαξιολόγησης σχολικής μονάδας/εκπαιδευτικού.

– τα σωματεία να καλέσουν τους εκπαιδευτικούς σε ΑΠΟΧΗ από κάθε διαδικασία εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, μέχρι να αποσύρει το Υπουργείο το πολυνομοσχέδιο. Με διακηρυγμένο στόχο την κλιμάκωση προς τις πανελλαδικές εξετάσεις.

Εάν την Εξ Αποστάσεως εκπαίδευση δεν την κάνεις Εγγύτητα, δαγκώνει και σκοτώνει

Έχω τη γνώμη ότι έχει χαθεί το μέτρο.

Πρόκειται για απολύτως σπασμωδικές, αποσπασματικές κινήσεις που έχουν κατά βάση επικοινωνιακό χαρακτήρα, αν σκεφτούμε ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως επείγουσα προτεραιότητα εν μέσω της παραζάλης μιας πανδημίας που έχει παραλύσει τα πάντα. Αφού έγινε η βίαιη και άτακτη έναρξη μαθημάτων τηλεκπαίδευσης, τώρα, μετά το Πάσχα προγραμματίζεται και σχεδιάζεται ΤΑΧΥΡΡΥΘΜΟ επιμορφωτικό πρόγραμμα εξ αποστάσεως για την εξ αποστάσεως.

Τι σημαίνει το “μετά το Πάσχα”;

Πρώτα γενικεύθηκε η εφαρμογή της στους μαθητές και εκ των υστέρων επιμορφώνονται οι εκπαιδευτικοί!

Υπάρχει κάποια εκτίμηση ότι τελικά τα σχολεία θα λειτουργούν με την εξ αποστάσεως μεθοδολογία για πολύ; Και τι σημαίνει τηλεκπαίδευση, χωρίς να είναι πλαισιωμένη και λειτουργικά ενταγμένη στην κανονικότητα του συμβατικού σχολείου;

Από ό,τι βλέπω ΙΕΠ και ΕΑΠ επιστρατεύονται για νομιμοποίηση του εγχειρήματος. Στα πρότυπα του κ.Τσιόδρα και του ΕΟΔΥ, έχουμε εξαμελή επιτροπή. Είναι οι αυτοαποκαλούμενοι “γκουρού” της τεχνικής και μηχανικής της εκπαίδευσης ενηλίκων και της εξ αποστάσεως.

Μόνο που για μια ακόμη φορά η επιμόρφωση θα εξαντληθεί στα τεχνικά ζητήματα εφαρμογής. Για μια ακόμη φορά θα εξαφανιστεί το περιεχόμενο των προσφερομένων μαθημάτων…και της παιδευτικής συνάντησης.

Φαίνεται ότι από όλη αυτήν την υπόθεση θα ακυρωθεί ανεπανόρθωτα και η όποια συμβολή μπορεί να έχει η εξ αποστάσεως εκπαίδευση κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες σχεδιασμού, προετοιμασίας υλικού, συντονισμού, συνοχής, σύνδεσης και λειτουργικής ένταξης σε ολοκληρωμένο πρόγραμμα μαθημάτων με συνθήκες παιδαγωγικής συνάντησης.

Λέτε να έχουμε κάποιο πρόπλασμα για την πιλοτική διολίσθηση του σχολείου σε τηλεσχολείο; Όπως μια δεκαετία τώρα μας έλεγαν ότι ευτυχώς που έχουμε τα μνημόνια για να εκσυγχρονιστούμε, ώρα είναι να ακούσουμε κάτι αντίστοιχο για τον κοροναϊό. Ευτυχώς που μας ανάγκασε να καθιερώσουμε τη μεθοδολογία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης!

Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστώ ότι από όλο αυτό το εγχείρημα θα υποστούν σοβαρές στρεβλώσεις και παραμορφώσεις: η επιμόρφωση, η εξ αποστάσεως, το σχολείο, η μάθηση, η διδασκαλία, η γνώση, με άμεσο σοβαρό αντίκτυπο στους ίδιους τους δασκάλους και στους μαθητές.

Είπαμε, να βγούμε πιο στοχαστικοί από τη δοκιμασία της πανδημίας. Αυτό που γίνεται είναι μια άθλια καρικατούρα σχολικών μαθημάτων σε πρωτόγνωρες συνθήκες που δεν περισσεύει χρόνος και ενέργεια για περιττές και πρόχειρες ασκήσεις μιας ακατανόητης εργασιομανίας, υπεραπασχόλησης και τιμωρίας των έγκλειστων του “Μένουμε Σπίτι” και “Δε Μαθαίνουμε”.

Είδα το πρώτο μάθημα εκπαιδευτικής τηλεόρασης ‘Γραμματικής” και “Ιστορίας” Δ΄Δημοτικού και τρόμαξα μπροστά στην προφανή προχειρότητα του εγχειρήματος.Έκλεισα την τηλεόραση!

Την είχα ανοίξει με ενδιαφέρον λες και ήμουν μαθητής!

Αφήνω, ως τελευταίο σχόλιο το μεγάλο πλήγμα που δέχονται οι οικογένειες που “δεν έχουν στον ήλιο μοίρα” με όσα μας συμβαίνουν δέκα χρόνια, με τα μνημόνια και τώρα με τον ιό. Έχουν αναρωτηθεί, άραγε, τι αποκλεισμούς και τι ταξικά εμπόδια ορθώνουν αυτού του είδους τα επείγοντα εγχειρήματα για παιδιά μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων;

Προσωπικά, την εξ αποστάσεως όταν την είχα εφαρμόσει στο ΕΑΠ με τους μεταπτυχιακούς μας, την είχα αισθανθεί ως μια εμπειρία εγγύτητας. Μάρτυρες οι φοιτητές μου… Αν δεν εξασφαλίζονται προϋποθέσεις εγγύτητας στη συνεργασία δάσκαλου και μαθητών, η εξ αποστάσεως εκφυλίζεται σε μια άνευρη μηχανιστική εκτέλεση εντολών σε μια πλατφόρμα που συνωμοτεί σε μια υπόθεση θανάσιμης τυποποίησης.

Έχω υπόψη μου κάποιες πρακτικές και εμπειρίες από ιδιωτικά πανεπιστήμια μιας άλλη χώρας με ακριβά μεταπτυχιακά προγράμματα, με τη μεθοδολογία της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.

Ξέρετε σε τι έχει εξελιχθεί η όλη διαδικασία; Σε μια μορφή νόμιμης ιδιότυπης “κοπάνας” δασκάλων και φοιτητών, που δίνει πτυχίο!

Ένα πτυχίο που στοιχίζει για να το αγοράσεις.

Ένα πτυχίο που έχει ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες όταν αυτό αξιοποιείται, με τυφλά μετρήσιμα μόρια, για θέσεις ευθύνης στην εκπαίδευση.

Ανάρτηση του Γ. Μαυρογιώργου στο Facebook

Δεν είναι σχολικός εκφοβισμός – κοινωνική βαρβαρότητα είναι

Πριν λίγες ημέρες έλαβε δημοσιότητα ο άγριος ξυλοδαρμός ενός έφηβου στο 1ο ΓΕΛ Βύρωνα από συμμαθητές του. Ο ξυλοδαρμός ήρθε ως απάντηση στην αντίδραση του μαθητή για τον εκφοβισμό που δεχόταν η αδερφή του. Τα φώτα της δημοσιότητας μάλιστα τράβηξε η φωτογραφία που φέρεται να τράβηξαν από το αστυνομικό τμήμα που προσήχθησαν οι θύτες, δείχνοντας αμετανόητοι για το γεγονός αλλά και προκλητικοί. Λίγες μέρες πριν είχε βγει στη δημοσιότητα περιστατικό με μαθητή να βρίζει και να απειλεί καθηγήτρια, ενώ τελευταία η κ. Κεραμέως ανακοίνωσε προγράμματα και επιμορφώσεις με ψυχολόγους στα σχολεία για αν αντιμετωπιστεί το θέμα. 

Σημείο 1ο

Ιδίως την τελευταία δεκαετία, με αφορμή πολλαπλά περιστατικά ενδοσχολικής και νεανικής βίας, η κουβέντα για το bullying λαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο και προβολή. Επιστημονικά συνέδρια επί επιστημονικών συνεδρίων, δημοσιεύσεις και ειδικοί στοιχειοθετούν το φαινόμενο προτείνοντας ενδείξεις αναγνώρισης αλλά και μέτρα υπέρβασης του. Σε μεγάλο βαθμό είναι πλέον μέρος της political correct αντίληψης και λεξιλογίου. Είναι όμως το bullying ή αλλιώς ο σχολικός εκφοβισμός ένα στεγανό κοινωνικό φαινόμενο που εμπίπτει καθαρά στους ειδικούς ή μήπως συνδέεται άμεσα με την κοινωνική ζωή εκτός σχολείου;

Σημείο 2ο

Αν και τα «πειράγματα» ή διάφορες «σκληρές» συμπεριφορές μεταξύ των παιδιών υπήρχαν πάντα – και είναι ένα στοιχείο του «παιχνιδιού» μεταξύ παιδιών και εφήβων, υπάρχουν συμπεριφορές που δείχνουν ότι κάποια όρια έχουν ανατραπεί. Μαθητές στις ΗΠΑ μπαίνουν με όπλα και σκοτώνουν συμμαθητές τους, μαθήτριες βιάζονται και βιντεοσκοπούνται ενώ ολοένα και περισσότερο εκπαιδευτικοί εκβιάζονται από μαθητές τους. Όλα αυτά είναι καινούρια φαινόμενα. Η θέαση και η μελέτη της ενδοσχολικής βίας ως στεγανού φαινομένου, βάσει της παγιωμένης προσέγγισης, μόνο να αποπροσανατολίσει μπορεί και όχι να οδηγήσει στην πλήρη κατανόηση της. Σε μια κοινωνία που η βία είναι γενικευμένο γεγονός και που συχνά επικροτείται ως επιτυχής μηχανισμός επιβίωσης, σε μια μάχη όλων εναντίον όλων, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον σχολικό εκφοβισμό ως μεμονωμένο-αεροστεγές φαινόμενο; Μπορεί ένας νέος που μαθαίνει βιωματικά πως «ο όποιος ισχυρός πρέπει να καταδυναστεύει τον όποιο ανίσχυρο ή διαφορετικό» να είναι αλληλέγγυος και γεμάτος ενσυναίσθηση στο σχολικό περιβάλλον; Αλήθεια τώρα, μπορεί ένας έφηβος να είναι άλλος εκτός σχολείου κι άλλος εντός σχολείου; Ας μην κοροϊδευόμαστε. Το κυρίαρχο κοινωνικό μοντέλο του ανθρώπου που ΠΡΕΠΕΙ να είναι «λύκος για τον άλλο άνθρωπο» είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα και αίμα από το αίμα του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όταν η Θάτσερ πριν 35 περίπου χρόνια σήκωνε τη σημαία του νεοφιλελευθερισμού με το «δεν υπάρχει κοινωνία αλλά ξεχωριστά άτομα», εγκαινίαζε και το δόγμα «ο δυνατός θα επιβιώσει πατώντας στον αδύναμο». Κι όσο η ανθρωποφαγία των λίγων επί των πολλών είναι νόρμα στην οικονομία και στην πολιτική άλλο τόσο η ίδια ανθρωποφαγία γίνεται νόμος απαράβατος της ύπαρξης στη ζωή την ίδια. Μια ματιά στις ένοπλες και τυφλές επιθέσεις μαθητών στα αμερικάνικα σχολεία μπορεί να πείσει και τον τελευταίο δύσπιστο. Οι ΗΠΑ είναι το πιο προχωρημένο ατομικιστικό μοντέλο κοινωνίας. Είναι τυχαίο ότι εκεί τα περιστατικά βίας στα σχολεία είναι τα πιο έντονα; Ότι ο συμμοριτισμός και η εγκληματικότητα είναι σε άλλο επίπεδο; Ότι οι φυλακές είναι γεμάτες; Κι ας έχουν διευρυνθεί στα εκεί σχολεία πρακτικές και προγράμματα με ψυχολόγους. Όποιος συστημικά και βιωματικά εμποτίζεται στον πόλεμο εναντίον όλων εκτός σχολείου, εύκολα τον φέρνει εντός σχολείου για να τον καταστήσει πράξη, βίωμα και χειροπιαστή φρίκη.

Σημείο 3ο

Οι δηλώσεις της υπουργού Παιδείας για θέσπιση «εκπαιδευτικών εμπιστοσύνης, τοποθέτηση ειδικών και ψυχολόγων στα σχολεία αλλά και ημερίδες για το bullying» μετά τη δημοσιοποίηση του φαινομένου μόνο μειδίαμα μπορούν να προκαλέσουν σε όσους και όσες ξέρουν να διαβάζουν πέρα από τις γραμμές. Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση προβαίνει σε κρεσέντο ρατσιστικών δηλώσεων και αστυνομικής βίας ενώ ετοιμάζεται σύντομα να άρει την προστασία της α’ κατοικίας, οι κουβέντες περί ενίσχυσης της ενσυναίσθησης στα σχολεία θυμίζουν κακογραμμένο ευχολόγιο κάποιου που δεν βλέπει την αλήθεια όπως είναι. Ενιαία και όχι στεγανή. Και δεν την βλέπει έτσι από αφέλεια αλλά από αδυναμία. Θυμίζει τα σχολικά προγράμματα αντιρατσιστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν 10-15 χρόνια και «ανοχής του διαφορετικού». Όμως όπως ήταν λάθος η διάγνωση για το ρατσισμό έτσι ήταν λάθος και η θεραπεία. Γι’ αυτό και παρόλα αυτά τα προγράμματα, οι κοινωνίες της Ε.Ε. έγιναν πιο ρατσιστικές, ανέβηκαν τα ξενοφοβικά κόμματα, η Ε.Ε. τελικά προπαγανδίζει την «ανοχή του διαφορετικού», αλλά πρακτικά χτίζει τείχη και Μόριες. Όταν η πολιτική σου τοποθέτηση συνηγορεί στο δίκιο του ισχυρού και του πλούσιου πως μπορείς να δεις τον κοινωνικό κανιβαλισμό στην ουσία του; Αν τουλάχιστον θες. Όταν συστημικά τάσσεσαι υπέρ του ατομικισμού είναι το λιγότερο υποκρισία να σε απασχολεί η τόνωση της ενσυναίσθησης στα σχολεία. Είναι αλήθεια ότι στα σχολεία έχει ενταθεί η βία, ο συμμοριτισμός, ο χουλιγκανισμός, ο ρατσισμός, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις έως και βιασμοί αλλά και οι καταθλίψεις, οι απόπειρες αυτοκτονίας, η αύξηση των εξαρτήσεων φυγής (ναρκωτικά, κατάχρηση gaming), τα «κενά παιδιά» (ορολογία από διάφορους ψυχιάτρους) από ιδέες και προοπτική. Αυτά είναι κοινωνικά φαινόμενα που έρχονται στο σχολείο απ’ έξω.

Σημείο 4ο

Οι προτάσεις Κεραμέως «για ψυχολόγο στα σχολεία» επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν το πρόβλημα και να μεταθέσουν την αντιμετώπιση της αύξησης της βίας στους εκπαιδευτικούς. Μπορεί να χρειάζεται ψυχολόγος στα σχολεία, όμως όπως δηλώνει και η Ένωση Ελλήνων Ψυχολόγων «η ψυχολογικοποίηση» ως αντίληψη αντιμετώπισης κοινωνικών προβλημάτων, δε θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα, χειρότερο θα το κάνει. Το Υπουργείο κάνει αυτό που κάνει και με τη σχολική αποτυχία και την απομόρφωση που παρατηρούμε στους μαθητές. Πετάει τη μπάλα στην εξέδρα για τις αιτίες και ρίχνει την ευθύνη στο σάκο του μποξ, στον εκπαιδευτικό «που δεν είναι κατάλληλα επιμορφωμένος-αξιολογημένος» και ίσως είναι και λίγο τεμπέλης (αντιμετωπίζουμε τον κανιβαλισμό με μικρές δόσεις κανιβαλισμού) και ίσως δεν κάνει και καλά τη δουλειά του. Και η συνέχεια είναι γνωστή…

Το παζάρι της αριστείας κι άλλοι νεοφιλελεύθεροι μύθοι

Το παζάρι της αριστείας κι άλλοι νεοφιλελεύθεροι μύθοι

..Η πρακτική ανάγκη, ο εγωϊσμός, είναι η αρχή της πολιτισμένης κοινωνίας, και ως τέτοια αναδύεται καθαρά την ώρα που η πολιτισμένη κοινωνία έχει γεννήσει το πολιτικό κράτος. Ο θεός της πρακτικής ανάγκης και του ατομικού συμφέροντος είναι το χρήμα.

Το χρήμα είναι ο ζηλευτός θεός του Ισραήλ, ενώπιον του οποίου κανείς άλλος θεός δεν υφίσταται. Το χρήμα εξαχρειώνει όλους τους θεούς του ανθρώπου και τους καθιστά εμπορεύματα. Το χρήμα είναι η παγκόσμια παγιωμένη αξία όλων των πραγμάτων..

Καρλ Μαρξ (1844), Για το εβραϊκό ζήτημα – απόσπασμα.

Στις 24 Οκτωβρίου ψηφίστηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο της κυβέρνησης «Επενδύω στην Ελλάδα». Το τραγελαφικό της υπόθεσης βέβαια, είναι ότι ο νέος επενδυτικός νόμος ενείχε και διατάξεις για την παιδεία, γιατί ως γνωστόν η παιδεία είναι «επένδυση». Επένδυση για εκείνους που την καθιστούν εμπόρευμα αλλά και για εκείνους που σπεύδουν να την αγοράσουν.

Αναλυτικότερα καταργήθηκε η ελεύθερη πρόσβαση (δίχως πανελλήνιες εξετάσεις) σε ορισμένα τμήματα, που είχε εγκαινιάσει η προηγούμενη κυβέρνηση, τροποποιήθηκαν ορισμένες διατάξεις που αφορούσαν τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία μα το αποκορύφωμα της όλης διαδικασίας ήταν αναμφίβολα η εξίσωση των τίτλων κολλεγίων που λειτουργούν στη χώρα με τα αντίστοιχα πτυχία των δημόσιων ΑΕΙ. Κι ας κρατήσουμε αυτό το τελευταίο.

Η ρητορική της ΝΔ αναφορικά με την παιδεία ήταν γνωστή πριν ακόμα εκλεγεί κυβέρνηση. Κατάργηση του ασύλου, βάση του 10 για την είσοδο στα ΑΕΙ, επιβολή διδάκτρων άρα «μεταρρύθμιση» του άρθρου 16 του συντάγματος που εξασφαλίζει το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, φετιχοποίηση της «αριστείας» και νομιμοποίηση της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης. Και κάτι ακόμα. Πλήρης σύμπνοια με τις αρχές του ΟΟΣΑ που προωθεί όλες τις παραπάνω «μεταρρυθμίσεις», τις οποίες λιγότερο εξόφθαλμα, αν και όχι καθολικά, υποστήριζε και ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Και πάμε στο προκείμενο. Με την εξίσωση τίτλων σπουδών των ιδιωτικών κολλεγίων, που λειτουργούν στη χώρα ως παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, με εκείνα των δημόσιων ΑΕΙ, προκύπτει το εξής γεγονός για όσους δεν το έχουν ακόμα καταλάβει. Όσοι πεταχτούν εκτός των δημόσιων ΑΕΙ είτε με τη βάση του 10 είτε ως «αιώνιοι φοιτητές» θα μπορούν άραγε να μπουν στα ιδιωτικά κολλέγια; Μα και βέβαια θα μπορούν εφόσον έχουν το αντίστοιχο αντίτιμο για τα δίδακτρα. Γιατί το ζήτημα δεν είναι το πόσο «κακό» είναι το δημόσιο σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης λόγω των αιώνιων φοιτητών ή της εύκολης πρόσβασης σε ορισμένες σχολές αλλά η ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και η αποκόμιση κερδών για το διεθνές και εγχώριο κεφάλαιο που επενδύει σ’ αυτήν. Την ίδια ώρα που το ποσοστό του ελληνικού προϋπολογισμού για την ανώτατη εκπαίδευση είναι από τα πιο χαμηλά στην ΕΕ, γεγονός που αποσιωπάται συστηματικά, οι «αιώνιοι φοιτητές» και η «βάση του 10» λειτουργούν σαν άλλοθι περαιτέρω διάλυσης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης με σκοπό την μπίζνα των ιδιωτικών κολλεγίων.

Πηγή πίνακα: ΑΔΙΠ (2019), Έκθεση Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης, σελ. 66

Την ίδια ώρα η προώθηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης μέσω της εξίσωσης ΑΕΙ-κολλεγίων έχει να κάνει και με κάτι ακόμα. Η κατοχή πτυχίου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συνδέεται με καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης, υψηλότερο εισόδημα και κατ’ επέκταση καλύτερη ποιότητα ζωής. Η εκπαίδευση εξακολουθεί να αποτελεί την ασφαλέστερη επιλογή για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας, ενώ στην πλειονότητα των εξεταζόμενων περιπτώσεων υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σημαίνει υψηλότερες απολαβές (ΑΔΙΠ, Σεπτέμβριος 2019, Έκθεση Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης). Επιβάλλοντας λοιπόν την άμεση σύνδεση τσέπης και αριστείας εμπεδώνεται στις μάζες ότι δεν μπορούν να επιδιώξουν καλύτερες συνθήκες ζωής μέσα από την απόκτηση ενός πτυχίου. Με άλλα λόγια το «δεν υπάρχει εναλλακτική» στην πολιτική δένει με την ολοένα και μικρότερη κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω στην ελληνική (κι όχι μόνο) κοινωνία. Έτσι η ανώτατη εκπαίδευση γίνεται ξεκάθαρα μοχλός ταξικής στασιμότητας μιας δράκας λίγων προνομιούχων που δηλώνουν άριστοι λόγω τσέπης και καταδικάζουν την κοινωνική πλειοψηφία σε φτώχεια, ανεργία και μετανάστευση λόγω άθλιων συνθηκών ζωής κι εργασίας εντός της χώρας. 

Να τελειώνουμε λοιπόν με τους νεοφιλελεύθερους μύθους.

Απέναντι στην εξέλιξη αυτή να μη μείνουμε αδρανείς και ήσυχοι. Την ίδια ώρα που τα ιδιωτικά πρακτορεία τίτλων σπουδών, ή αλλιώς κολλέγια, εξισώνονται με τα δημόσια ΑΕΙ, δημόσια σχολεία δεν έχουν ακόμη εκπαιδευτικούς (τόσο βασικών μαθημάτων όσο και ειδικοτήτων), οι κτιριακές εγκαταστάσεις αρκετών ΑΕΙ (διδακτήρια και φοιτητικές εστίες) είναι σαράγια της μούχλας και της εγκατάλειψης ενώ η αυστηρότερη τήρηση του ν+2 δεν έρχεται να αναβαθμίσει την ποιότητα σπουδών αλλά για να πετάξει εκτός σπουδών κόσμο που συνδυάζει αρκετά συχνά σπουδή και εργασία.

Απέναντι στο παραμύθι της «αριστείας» και στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας να παλέψουμε για ένα δημόσιο σχολείο και ένα δημόσιο πανεπιστήμιο για όλους, με καλύτερες εγκαταστάσεις, περισσότερους εκπαιδευτικούς και εργασιακά δικαιώματα που δεν παραδίδονται κατόπιν κοπής αποδείξεως σε κάποιο κολλέγιο.