Άρθρα

Το σημαντικό δεν είναι τι έγινε χθες αλλά τι θα γίνει αύριο

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

1.

Το αποτέλεσμα ήταν λίγο ή πολύ προδιαγεγραμμένο. Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ ήταν δεδομένη, όπως δεδομένη ήταν και η γενικευμένη απαξίωση της Αριστεράς και η ενίσχυση κάθε λογής ακροδεξιάς. Αν στις πρώτες εκλογές το σοκαριστικό ήταν το εύρος της νίκης Μητσοτάκη και η κατάρρευση ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές της 25ης Ιουνίου σοκάρει η άνοδος της ακροδεξιάς. Το πολιτικό βαρόμετρο εδώ και καιρό δείχνει προς τα δεξιά και τα ακροδεξιά, προς την πολιτική συντηρητικοποίηση, την ιδεολογική οπισθοδρόμηση και τον κοινωνικό αγριανθρωπισμό.
Αυτή η εκτίμηση οδηγούσε στην πολιτική στάση που επικέντρωνε όχι στην εκλογική μάχη, αλλά στην επόμενη μέρα. Η εκλογική “στιγμή” δεν θα μπορούσε να διευκολύνει, ούτε να λειτουργήσει καταλυτικά για την ανάκαμψη της Αριστεράς και του αγωνιστικού κινήματος.
Ωστόσο, ακόμα και στις στιγμές της πιο μεγάλης οπισθοδρόμησης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια κοινωνία που χθες έδωσε αυτά τα αποτελέσματα, οκτώ χρόνια πριν, ενάντια στην αστική της τάξη, στη δικτατορία των αγορών και στους εκβιασμούς των Βρυξελλών, κατέγραφε ένα συντριπτικό 63%. Σήμερα, μία στάση είναι να θρηνείς για το τι απέγινε αυτό το ποσοστό. Η άλλη στάση είναι να αναρωτηθούμε τι πρέπει να κάνουν τα υποκείμενα για να ανασυγκροτηθεί το αγωνιστικό φρόνημα της κοινωνικής πλειοψηφίας, για να τεθούν ξανά τα υπαρξιακά ερωτήματα για τη χώρα και τον προσανατολισμό της, για να ανιχνευθούν νέοι δρόμοι σε όφελος του εργαζόμενου κόσμου.

2.

Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ θα αποτυπωθεί σε ένα νέο κύμα εφαρμογής επιθετικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δεν θα απαλύνονται πλέον από τις συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης.
Την επόμενη μέρα κάθε πιθανή αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική θα αγνοείται επιδεικτικά με την επίκληση των ποσοστών της ΝΔ, ποσοστά τα οποία θα απικαλούνται διαρκώς για να “σβήσουν” τις βαριές κυβερνητικές ευθύνες όχι μόνο για την ακρίβεια και το τσάκισμα των πραγματικών μισθών, αλλά και για τα Τέμπη, την Πύλο, τις υποκλοπές, την καταπάτηση του Συντάγματος και των δημοκρατικών δικαιωμάτων κοκ.
Το ποσοστό της ΝΔ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν θα έχει επί της ουσίας κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, ακόμα και στο ενιαίο πλαίσιο του παλιού δικομματισμού, θα επιτείνει φαινόμενα αυταρχισμού, εκτροπής, έπαρσης και βοναπαρτισμού, τα οποία ούτως ή άλλως χαρακτηρίζουν και την παράταξη και τον επικεφαλής της.
Το πρόγραμμα της ΝΔ για ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών, ασυδοσία του κεφαλαίου και περαιτέρω χτύπημα της εργασίας θα ξεδιπλωθεί παράλληλα με την επαναφορά της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία οι Βρυξέλλες έχουν ήδη αποφασίσει. Ωστόσο, να θυμηθούμε ότι το πρόγραμμα της ΝΔ δεν θα αρχίσει να εφαρμόζεται σήμερα και δεν ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2019.
Οι γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των υποδομών, οι αντεργατικές και αντι-ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, το χτύπημα στο εισόδημα και στους μισθούς συνιστούν κοινή, διακομματική και αδιάλειπτη πολιτική, τουλάχιστον από το 2010 και μετά. Το ποσοστό Μητσοτάκη, αλλά και ο κατακερματισμός – διάλυση της αντιπολίτευσης, θα επιταχύνουν μια πορεία η οποία όμως ήδη μετρά πολλά χρόνια.
Αυτή η πορεία έχει μετατρέψει τη χώρα σε πεδίο προκλητικής κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο, σε οικονομία που ζει και αναπνέει από τις φούσκες του τουρισμού και των ακινήτων, σε κοινωνία που συντηρητικοποιείται θεωρώντας ότι η βελτίωση της κατάστασής της περνά μέσα από τον ατομικό δρόμο και την ιδιωτική βολή και όχι από τη συλλογική διεκδίκηση ή την απαίτηση για κοινωνικό κράτος παιδεία, υγεία.

Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνέπεια της ανεξίτηλης διπλής αναξιοπιστίας του. Αναξιοπιστία προς τα αριστερά αφού εφάρμοσε με ευλάβεια τα μνημόνια, τα προγράμματα λιτότητας και τις εντολές των ΗΠΑ και των Βρυξελλών. Αλλά και αναξιοπιστία προς τα δεξιά, καθώς η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να του συγχωρέσει το πρώτο εξάμηνο του 2015, την ήπια έστω αμφισβήτηση των ορίων του ελληνικού αστισμού, το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Κυρίως δεν μπορεί να του συγχωρεθεί το γεγονός ότι επέτρεψε  με το δημοψήφισμα να τεθεί στην ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά το ερώτημα που απειλούσε τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας.
Μόνο και μόνο για το γεγονός αυτό, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά, για να μην τολμήσει ξανά καμιά πολιτική δύναμη να αμφισβητήσει (έστω και χωρίς να το εννοεί) το απαραβίαστο πλαίσιο που θέτει για τη χώρα και την κοινωνία η αστική τάξη.
Η φαιδρή αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια 2019 – 2023 λειτούργησε αθροιστικά αρνητικά στην κυβερνητική του θητεία του 2015 – 2019 και στις πολιτικές και ιδεολογικές ασχήμιες στις οποίες διέπρεψε, ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία, στον κόσμο της εργασίας, στην Αριστερά και στην ιστορία της.
Και στο παρελθόν το σύστημα πολέμησε την Αριστερά αλλά δεν κατάφερε να την ξεριζώσει από τις λαϊκές τάξεις. Εκείνη η Αριστερά, πριν δεκαετίες, είχε ταυτιστεί με την αυτοθυσία, την αντίσταση, την μετωπική αντίληψη, το πρόγραμμα και τις θέσεις για τα προβλήματα του λαού, την καθημερινή διεκδίκηση εκεί που ζει και δουλεύει ο λαός, την εθνική ανεξαρτησία, την κατάργηση των προνομίων.
Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται σε λίγα χρόνια μέσα. Τι σχέση έχει όμως η Αριστερά που αναφέραμε, με αυτήν που έκανε κωλοτούμπα σε όλες τις βασικές θέσεις της (μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα, ΝΑΤΟ κοκ) για την καρέκλα; Που αντέγραφε τις χειρότερες παραδόσεις του αυριανισμού και του πασοκισμού ως στάση και συμπεριφορά;
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν είναι Αριστερά, αλλά η ήττα του καταγράφεται ως ήττα της Αριστεράς και για αυτό είναι πολλαπλά υπεύθυνος για τον κοινωνικό χειμώνα που προδιαγράφεται. Η προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο το 2015 λειτουργεί και θα λειτουργεί για πολλά ακόμα χρόνια ως ζώσα υπενθύμιση ότι το πλαίσιο που ορίζει για την κοινωνία η άρχουσα τάξη δεν πρέπει να αμφισβητείται, και αν αμφισβητείται, οδηγεί σε ατιμωτικές μετάνοιες.
Με αυτή τη βαθιά ριζωμένη πλέον πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αναμετρηθεί η όποια προσπάθεια ανάταξης της Αριστεράς.
Επιπρόσθετα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ έχουν το στρατηγικό αδιέξοδο που έχουν όλα τα μεταλλαγμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, τα οποία έχουν καθηλωθεί σε ποσοστά κάτω του 20%-25%. Πολιτική αναδιανομής και στήριξης του κοινωνικού κράτους δεν μπορούν να εφαρμόσουν, γιατί κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει το κεφάλαιο. Όταν το επέτρεψε ιστορικά, το έκανε υπό το φόβο ενός θανάσιμου αντιπάλου, του κομμουνιστικού κινήματος. Από την άλλη, τη γνήσια εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος την διεκδικεί η δεξιά. Επομένως τα κόμματα αυτά βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού.

4.

Το πλήθος και τα ποσοστά των ακροδεξιών, εθνικιστικών, παραθρησκευτικών και μουσολινικών δυνάμεων που μπαίνουν στη Βουλή οφείλουν να προβληματίσουν για το βάθος και την ποιότητα της συντηρητικής αναδίπλωσης στην ελληνική κοινωνία.
Ελληνική Λύση και Νίκη αντλούν από την κλασική και διαχρονική δεξαμενή της ακροδεξιάς που ισχυροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια από τη χρεοκοπία της υπαρκτής Αριστεράς και τον ηθικό πανικό που προκαλούν τα ζητήματα της μετανάστευσης, των δικαιωμάτων αλλά και των εθνικών.
Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μία απλή δήλωση του φυλακισμένου νεοναζί Κασιδιάρη αρκούσε για να εκτοξευθεί μέσα σε τρεις μόλις εβδομάδες το μόρφωμα “Σπαρτιάτες” στο Κοινοβούλιο καταγράφοντας μάλιστα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, όχι απλώς στις παραδοσιακές δεξιές περιφέρειες της επαρχίας αλλά κυρίως στις λαϊκές και περιθωριοποιημένες περιοχές των αστικών κέντρων. Το φασιστικό φαινόμενο παραμένει ζωντανό στην ελληνική κοινωνία, τρέφεται από ένα μίγμα οργής, απόρριψης, αντιπολιτικής και υποκουλτούρας και γράφει ισχυρά στη νεολαία.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα ακραία προσωποπαγές κόμμα που στηρίχθηκε από τα ΜΜΕ ως αντιΣΥΡΙΖΑ μαντρόσκυλο και έχει κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς με την ριζοσπαστική αντιμνημονική περίοδο της επικεφαλής της. Οι προθέσεις και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων της μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά το ύφος, ο ναρκισσισμός, ο αυταρχισμός και η προσαρμοστικότητα στις επιταγές του συστήματος που επιδεικνύει η επικεφαλής της, προσομοιάζουν στον Μουσολίνι.
Συνολικά το ακροδεξιό ρεύμα αποκτά σημαντική υπόσταση στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο γιατί πετυχαίνει υψηλά εκλογικά ποσοστά, αλλά γιατί έχει διαμορφώσει ισχυρή ακροδεξιά ατζέντα (μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, οικογένεια, πατρίδα, δικαιώματα), σε ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα. Στη νεολαία, στη φτωχή εργατική τάξη, στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αυτή η ατζέντα εξελίσσεται δυναμικά, επιθετικά και συγκροτημένα, ακόμα και αν τα πολιτικά σχήματα που την εκφράζουν, είναι εφήμερα.
Επιβεβαιώνεται και στην Ελλάδα άλλη μια τάση που εκφράζεται διεθνώς και αφορά την αντίθεση από τους «ριγμένους της παγκοσμιοποίησης» προς ένα σύστημα που υπόσχεται τέλος του έθνους κράτους, σε όφελος των πολυεθνικών, ένα σύστημα που προωθεί ένα παγκοσμιοποιημένο ομοιόμορφο εμπόρευμα υποκουλτούρας – υπερκαταναλωτισμού προς αντικατάσταση της παραδοσιακής κουλτούρας (οικογένεια, θρησκεία κλπ), ένα σύστημα που προπαγανδίζει την δικαιωματική πολιτική και τα ατομικά δικαιώματα – πολλά από τα οποία είναι ώριμα και πρέπει να ικανοποιηθούν – την ώρα που διαλύει τα κοινωνικά δικαιώματα.

5.

Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει την εκλογική του επίδοση με ακατανόητη έπαρση και μικρές λαθροχειρίες. Χαρακτηρίζει ιστορικά τα αποτελέσματά του και πανηγυρίζει για αυτά, την ώρα που για παράδειγμα το 2009 κατέγραφε τα ίδια ποσοστά (7.54%) και τον Μάιο του 2012 ακόμα ψηλότερα (8,48%), ποσοστά που δεν χρησίμευσαν στο παραμικρό στις πολιτικές μάχες που δόθηκαν εκείνη την περίοδο και αργότερα. Το ΚΚΕ είναι απών από τον πολιτικό στίβο, δεν ενοχλεί και δεν ενοχλείται, καταγράφει δυνάμεις ανάλογα με την πίεση που υφίσταται, αλλά η εκλογική του επίδοση ούτε σήμερα, ούτε αύριο, δεν θα μετασχηματιστεί σε πολιτικό σχέδιο για αλλαγή του συσχετισμού, για να αποτραπούν αντιλαϊκές πολιτικές και για να αλλάξουν τα πράγματα. Πρόκειται για μια μαρκίζα με 100 χρόνια ιστορία, βολικό καταφύγιο ενός αριστερού δυναμικού για την απόσυρση από τον πολιτικό αγώνα, με εκλογικά ποσοστά που δεν μετασχηματίζονται σε πολιτικές.
Ακόμα και οι πανηγυρισμοί για την άνοδο του ΚΚΕ σε σωματεία, φοιτητές κλπ είναι αναντίστοιχοι αφού πουθενά σχεδόν δεν συνδυάζονται με άνοδο των αγώνων και του λαϊκού φρονήματος (γιατροί, φοιτητές, ΓΣΕΕ, μια σειρά εργατικά κέντρα). Η εκνευριστική αυτααναφορικότητα ενός κόμματος-μηχανισμού που πανηγυρίζει για τη δική του εκλογική αύξηση, ενώ ο συσχετισμός χειροτερεύει, δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία ενός κόμματος που η μοίρα του ήταν συνδεδεμένη με την πορεία των λαϊκών αγώνων, πριν μισό και βάλε αιώνα.
Το ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη απέτυχε να μπει στη Βουλή, κατέγραψε πτώση όχι μόνο από τα ποσοστά του 2019 αλλά και από τα ποσοστά του Μαΐου, αποδεικνύοντας ότι η ρεπλίκα ενός παλιού καλού ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει. Το δυναμικό και τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με εκείνη την περίοδο δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο στην ανάταξη της αριστερής αξιοπιστίας και στη συγκρότηση μιας μαχητικής αντιπολίτευσης. Μικρότερα αριστερά σχήματα και ψηφοδέλτια βρίσκονται ακριβώς στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν δέκα χρόνια πριν και θα βρίσκονται και δέκα χρόνια μετά, χρήσιμα για τους συνδικαλιστικούς ή κοινωνικούς αγώνες, ανήμπορα και άχρηστα στα πολιτικά διακυβεύματα.
Συνολικά η Αριστερά και το εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα από τους στρουθοκαμηλικούς πανηγυρισμούς του ΚΚΕ, βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Η Δεξιά για πρώτη φορά από το 1974 είναι ισχυρότερη από την αντιδεξιά, ενώ επίσης για πρώτη φορά έχουμε κυβέρνηση που ασκεί εξουσία με την αντιπολίτευση τόσο πολύ κατακερματισμένη και την αξιωματική αντιπολίτευση κάτω από το 20%.
Επιπλέον στο χώρο το κέντρου κυριαρχεί ολοκληρωτικά η ΝΔ, αφήνοντας μηδαμινές εφεδρείες στην Κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει και ένα αντιαριστερό μένος το οποίο καλλιεργήθηκε από τα ΜΜΕ, συγκροτήθηκε όμως ως κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά, και αυτό το αντιαριστερό μένος στρέφεται ενάντια στην Αριστερά και όχι μόνο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά δεν μπορεί να μην αποτυπωθούν σε κοινωνικές διεργασίες, στην ποιότητα και στη μαζικότητα των αντιστάσεων της επόμενης μέρας, στην κοινωνική νομιμοποίηση των κυβερνητικών πολιτικών.

6.

Η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει. Πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά. Ο αυθόρμητος ριζοσπαστισμός της μνημονιακής περιόδου που έφτασε μέχρι και το δημοψήφισμα έχει εξαϋλωθεί, αλλά πάντα θα λειτουργεί ως υπενθύμιση δυνατοτήτων και ευκαιριών για τον εργαζόμενο λαό – κινδύνων και απειλών για την αστική τάξη.
Η κοινωνική και οικονομική οπισθοχώρηση της προηγούμενης δεκαετίας έχει επιβάλει ως πλειοψηφική την ατζέντα της ακροδεξιάς, η οποία ενισχύθηκε αποφασιστικά από την κυβέρνηση της ΝΔ (αντιμεταναστευτική, πατριδοκάπηλη ρητορεία) και πλέον αναζητά ανεξάρτητη πολιτική έκφραση.
Ο κοινωνικός αγριανθρωπισμός, η οικονομική επιβίωση ως αλληλοεξόντωση, η ισχύς του δυνατού έναντι του αδύναμου, η αναδίπλωση στην οικογενειακή – ατομική επιτυχία, είναι οι κυρίαρχες τάσεις. Αυτά, παράγουν συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα.
Οικονομικά, μετά από μια δεκαετία ασφυξίας, η -λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης- δημοσιονομική χαλάρωση επέτρεψε στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα να κοιτάζουν τη ΝΔ ως ευεργέτιδα δύναμη που μοίρασε χρήμα, σε αντίθεση με τους προηγούμενους που το μάζευαν. Επιπλέον, η μικρή ιδιοκτησία, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, η μικρή επιχειρηματικότητα, ταΐστηκαν καλύτερα συγκριτικά με το παρελθόν, είτε λόγω κρατικής πολιτικής (προγράμματα, επιδοτήσεις, ελαφρύνσεις), είτε λόγω τουριστικής φούσκας και έκρηξης στα ακίνητα. Αυτά, σε συνέργεια με τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις, διαμόρφωσαν το βαθύ δεξιό χρώμα του πολιτικού χάρτη.

7.

Ο πολιτικός ζόφος που χαρακτηρίζει το νέο Κοινοβούλιο αλλά και η κοινωνική συναίνεση στο πολιτικό και οικονομικό σχέδιο της ΝΔ θα πολλαπλασιάσει αναπόφευκτα συμπεριφορές και ψυχολογίες αντιπολιτικής και απογοήτευσης. Ο εύκολος δρόμος θα είναι το ανάθεμα και οι κατάρες στο λαό που δεν καταλαβαίνει τι ψηφίζει. Ο δύσκολος δρόμος είναι η πορεία ανάταξης που προϋποθέτει όμως διαδικασίες επανίδρυσης.
Για όσους θέλουν να βρίσκονται στο έδαφος της θεωρίας και της πρακτικής της Αριστεράς και του κομμουνισμού, η κοινωνία δεν είναι εχθρός που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά τάξεις που διαμορφώνονται από τις πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές των υποκειμένων. Απόψεις που αντιμετωπίζουν τον λαό ως εχθρό και καθυστερημένο, ή που βλέπουν την κοινωνία ως μπετόν αρμέ ιδεών και συμπεριφορών, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την Αριστερά.
Όσοι το 2015, χαρακτηρίζαμε την ήττα ως στρατηγικής σημασίας με συνέπειες σε βάθος χρόνου που θα επηρεάσει για πολλά χρόνια τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες και θα κηλιδώσει βαθιά την Αριστερά, χαρακτηριζόμασταν απαισιόδοξοι. Σήμερα, στη γενικευμένη (αλλά χρονοκαθυστερημένη) απαισιοδοξία της Αριστεράς και των αριστερών πρέπει να αντιτάξουμε την αισιοδοξία όχι απλά της βούλησης να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά και της συνείδησης πλέον ότι απαιτούνται τομές, ανατροπές και “πατροκτονίες” για να έχει ελπίδα η ανάταξη και η επανίδρυση.
Χρειάζεται επίσης στην αναζήτηση της πολιτικής – εκλογικής ευκολίας και του γρήγορου και ανέξοδου δρόμου της επιτυχίας να αντιπαρατεθεί η δύσκολη και επίπονη ιεράρχηση της συγκρότησης και συγκέντρωσης δύναμης σε ένα προγραμματικό επίπεδο.
Η συγκρότηση κομμουνιστικής δύναμης και η αναζήτηση μιας νέας πολιτικής μετωπικής σύνθεσης, είναι ένα δίδυμο καθήκον με το οποίο κάθε αριστερός που προβληματίζεται από το εκλογικό αποτέλεσμα θα πρέπει να αναμετρηθεί. Αυτή είναι η αναγκαιότητα της επόμενης μέρας και είναι πολύ πιο σημαντική από το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική αποτύπωση της στιγμής.

Μίμοι του Ανδρέα, κληρονόμοι της Αυριανής

“Καθε ψήφος που δεν πάει στον ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύει το σχέδιο της ΝΔ”, ισχυριζόταν  ο Τσιπρας την προηγούμενη εβδομάδα. “Ο σχεδιασμός της ΝΔ είναι 7 κομματική ή 8 κομματική Βουλή, που θα απαξιωθεί πλήρως και η αντιπολίτευση θα κατακερματιστεί”, ισχυρίζεται ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις μέρες. Βγαλμένα από τις χειρότερες σελίδες του Αυριανισμού, τα επιχειρήματα Τσίπρα, πέραν του ότι δεν αντέχουν στην κοινή λογική (πχ όσο περισσότερα κόμματα μπουν στη Βουλή, τόσο λιγότερους βουλευτές θα έχει η ΝΔ), συνιστούν ύβρη για την Αριστερά και την ιστορία της. 

Η Αριστερά μεταπολιτευτικά εκβιάστηκε, λεηλατήθηκε, σύρθηκε, υποτάχθηκε και οδηγήθηκε υποτελής στο ΠΑΣΟΚ, όχι χωρίς δικιά της ευθύνη. Η θεωρία της χαμένης ψήφου, το εφεύρημα των δύο και μόνο αποκλειστικά στρατοπέδων (φως και σκότος, δημοκρατικές δυνάμεις και Δεξιά), ήταν τα βασικά επιχειρήματα με τα οποία το ΠΑΣΟΚ περιθωριοποιούσε, πίεζε, λεηλατούσε εκλογικά και πολιτικά την Αριστερά και την έκανε εκούσα άκουσα συμπλήρωμα στην πολιτική του. 

Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ συνολικότερα προέρχονται από ένα ρεύμα το οποίο πλήρωσε τους αυριανιστικούς εκβιασμούς. Δεν έχουν ωστόσο κανέναν ηθικό ή πολιτικό φραγμό στο να τους επαναλάβουν, μόνο και μόνο επειδή η συγκυρία της πολιτικής ρευστοποίησης του 2012 – 2015 τους έφερε σε θέση ισχύος, στην αρχή ως κυβέρνηση και στην πορεία ως αξιωματική αντιπολίτευση.

Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο μιας ολοσχερούς απαξίωσης έως και κατάρρευσης, παπαγαλίζει όχι απλώς τα συνθήματα του Ανδρέα, αλλά το σύνολο των αυριανιστικών επιχειρημάτων και εκβιασμών. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι δεν έχει σημασία αν ένα κόμμα από το 2,5% πάει στο 3,5% (εννοώντας προφανώς το ΜΕΡΑ25), διαστρεβλώνοντας μάλιστα ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε μικρότερη κοινοβουλευτική δύναμη του Μητσοτάκη αλλά και μια επιπλέον φωνή αντιπολίτευσης σε μια καταθλιπτική επόμενη Βουλή. Αλήθεια θα είναι πιο χρήσιμο αν ο ΣΥΡΙΖΑ πάρει 20% και όχι 19%, από το αν ένα μπει ένα κόμμα με αναφορά στην Αριστερά και στα κινήματα στην επόμενη Βουλή; Πραγματικά, ποια θα ήταν μια “πιο χρήσιμη” ψήφος;

Το πρόβλημα όμως δεν είναι κυρίως αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία υπάρχει η σχεδόν βεβαιότητα του να βγούμε από τις κάλπες της Κυριακής, όχι μόνο με μια ισχυρή, δεξιά, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, αλλά έχοντας αέρα παντοδυναμίας και αίσθημα ασυδοσίας, καταγράφοντας μια τεράστια – τρομακτική διαφορά από το δεύτερο κόμμα και την αξιωματική αντιπολίτευση. 

Και αυτό, είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, είναι έργο με φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Τσίπρα.

Οι δηλώσεις Πνευματικού δεν είναι εικόνα από το μέλλον, αλλά από το παρόν

«Ο πόλεμος είναι η καλύτερη περίοδος για την εξάλειψη όσων πάσχουν από ανίατες ασθένειες»

Αδόλφος Χίτλερ

Αυτά που είπε σήμερα ο ανεκδιήγητος καθηγητής Πνευματικός μπορεί να παραπέμπουν σε ναζιστικές πρακτικές, αλλά προφανώς δεν θα εφαρμοστούν αν τυχόν βρεθεί σε αυτή τη δεινή θέση κάποιος δικός του άνθρωπος.

Ούτε θα εφαρμοστούν για κάποιον καρκινοπαθή τελικού σταδίου που ανήκει στις τάξεις της αριστείας και του κόμματός της, ή έχει οικονομική επιφάνεια και διασυνδέσεις.

Δεν θα εφαρμοστούν καν στην κλινική του κ. καθηγητή όταν από το κόμμα του ζητήσουν να χειρουργήσει το σπασμένο πόδι επιφανούς καρκινοπαθή με προσδόκιμο επιβίωσης άλλους 3 ή 6 μήνες.

Θα εφαρμοστούν (εφαρμόζονται ήδη) για την μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, τον απλό κόσμο.

Οι εξαιρέσεις του κανόνα δεν ισχύουν μόνο για τους καρκινοπαθείς. Ισχύουν για όλες τις ασθένειες και όλες τις εποχές.

Εφαρμόστηκαν μέσα στην πανδημία όταν συνάδελφοι καθηγητές του κ. Πνευματικού έβαζαν από την πίσω πόρτα στις ΜΕΘ επιφανείς παπάδες, πολιτικούς και δημοσιογράφους εις βάρος των κοινών θνητών που πέθαιναν στους διαδρόμους. Οι περίφημες μελέτες των κ. Τσιόδρα και Λύτρα που έκανε ότι δεν ήξερε ο πρωθυπουργός αφορούσαν τον απλό κόσμο. Όχι τους αρίστους και γόνους. 

Εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται καθημερινά στα νησιά και τα ορεινά, τη ρημαγμένη επαρχία και τα υποβαθμισμένα προάστια.  Καρότσες αγροτικών, ελλείψει ασθενοφόρων. Το “δε συμφέρει το κράτος να στηρίζει  δημόσια δομή υγείας όλο τον χρόνο σε μια τουριστική περιοχή” δεν ισχύει για όλους. Για τους γόνους και αρίστους υπάρχουν τα ιδιωτικά ασθενοφόρα, ή, (κυρίως) τα δημόσια που ναυλώνονται αποκλειστικά γι’ αυτούς. Γιατί η ζωή τους αξίζει περισσότερο από αυτήν των κοινών θνητών. 

Το πρόβλημα δεν είναι οι δηλώσεις του Πνευματικού. Το πρόβλημα είναι  ότι μέχρι και ο Γιόζεφ Μένγκελε θα ζήλευε αυτό που πέτυχε η κυβέρνηση του κου Πνευματικού την τελευταία τετραετία.  Σε καιρό ειρήνης μάλιστα. Και χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. 40.000 νεκροί από Covid, οι μισοί εκτός ΜΕΘ.  Χιλιάδες άλλοι με μόνιμες αναπηρίες. Υπερβάλλουσα θνησιμότητα στο 12%. Μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης κατά 6 μήνες τουλάχιστον.

Μετά την “παρένθεση” της πανδημίας, ο συσχετισμός δύναμης γέρνει συντριπτικά κατά του ΕΣΥ, της Δημόσιας Περίθαλψης, της αξίας της ίδιας της ζωής. Ο κ. Πνευματικός είπε φωναχτά αυτό που σκέφτεται η κυβέρνηση. Αυτό που ήθελε να κάνει αλλά ήρθε η πανδημία. Αυτό που θα κάνει μετά τις εκλογές. 

Το ανάθεμα στον κόσμο που ψήφισε ΝΔ και “πρέπει να τα λουστεί”, είναι και μικρόψυχο αλλά και αναποτελεσματικό. Η διάλυση και απαξίωση της δημόσιας υγείας, ο εξευτελισμός που νιώθει ο ασθενής στα νοσοκομεία, η υποστελέχωση και η έλλειψη προσωπικού είναι μια διαχρονική ιστορία. Οι εθιμοτυπικές διαμαρτυρίες δεν αρκούν.  Το “κίνημα που δεν υποτάσσεται στη μιζέρια των ποσοστών” έχει προ πολλού υποχωρήσει. Αναζητούνται κόμματα, προγράμματα, πολιτικές και κινήματα που θα αντισταθούν αποτελεσματικά και μαζικά στην αποκτήνωση και τη βαρβαρότητα.

Ζωή Κωνσταντοπούλου: Ο λύκος που έγινε αρνάκι.

Ποιος θυμάται την Ζωή Κωνσταντοπούλου το 2015 στο ΣΚΑΙ ή στο MEGA να μην την αφήσουν να μιλήσει; Να μην μπορει να σταθεί; Κάθε εμφάνισή της να αποτελεί είδηση καθώς το σύστημα της επιτίθονταν ως κόκκινο πανί;

Ποιος θυμάται τη συστηματική δολοφονία χαρακτήρα της την εποχή που ψηφιζόταν το μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, και η ίδια ως πρόεδρος της Βουλής, επιχειρούσε να αντισταθεί στον περαιτέρω εκφυλισμό της πολιτικής ζωής και του ελληνικού Κοινοβουλίου που με κλειστά μάτια ψήφιζε ένα ακόμα μνημόνιο για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ;

Η καινούρια Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν έχει πλέον καμία σχέση.

Μπορεί τα 8 χρόνια απουσίας από την βουλή να της “κόστισαν”. Μπορεί να συζήτησε καλύτερα και με επιχειρηματικά συμφέροντα με τα οποία συνδέεται – σε χωριά του Ρεθύμνου που έχει για παράδειγμα ρίζες συγκεκριμένος “εθνικός ευεργέτης”, βγήκε 3η δύναμη με 15%. Μπορεί να συνέβη κάτι άλλο.

Αλλά ο λύκος πλέον έγινε αρνάκι. Μοιράζει μόνο καρδούλες και αγάπη. Και από θέσεις τίποτα.

Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα “κόμμα” χωρίς καταστατικό, πρόγραμμα, θέσεις, μέλη.

Και αυτό είναι το πρώτο σοβαρό σημείο. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου διαπαιδαγωγεί και προωθεί ένα μοντέλο πολιτικής που ταιριάζει στην δεξιά και μάλιστα στις πιο ολοκληρωτικές πλευρές της και όχι στην αριστερά.

Ένα πρόσωπο, ανεξέλεγκτο, χωρίς καμία δέσμευση από τη βάση, τα μέλη ή τις θέσεις και το πρόγραμμα, καθώς δεν διαθέτει θέσεις πέρα από καρδούλες και φιλάκια. Η “πολιτικός ηγέτης” που μπορεί ο καθένας να την πάρει τηλέφωνο να πει το πρόβλημά του, “να καθαρίσει”. Μας θυμίζει κάτι αυτό;

Σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων για το ποια είναι η θέση της σχετικά με το δεξιά/αριστερά να απαντάει το γνωστό “ούτε δεξιά-ούτε αριστερά, αυτά είναι διαχωρισμοί του παρελθόντος”.

Στο ερώτημα τι λέτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Κουβαράς-Ερτ), να απαντάει “αυτά είναι διαχωρισμοί του παρελθόντος”.

Και εδώ έρχεται το δεύτερο συγκεκριμένο πρόβλημα. Τα ΜΜΕ φέρονται στην Ζωή Κωνσταντοπούλου σα να είναι από χρόνια η αγαπημένη τους. Μέσα σε 8 χρόνια συνέβη μια οβιδιακή μεταμόρφωση. Καμιά επίθεση, καμία πίεση, καμία δύσκολη ερώτηση. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ δέχονται προπηλακισμό αν πουν κάτι που να υπονοεί αμφισβήτηση της ΝΔ. Για το δε ΜΕΡΑ25 ή το ΚΚΕ δεν το συζητάμε. Αντιμετωπίζονται από τρελοί έως γραφικοί. Στην Ζωή Κωνσταντοπούλου όμως η αντιμετώπιση είναι εξοργιστικά ευγενική. Ίσως πιο ευνοϊκή ακόμα και από αυτήν που έχουν και τα κυβερνητικά στελέχη.

Βέβαια και την ίδια να ακούσει κανείς, δεν μπορεί να καταλάβει ποια είναι η κυβέρνηση στην Ελλάδα. Για την Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν υπάρχει η ΝΔ στο λεξιλόγιό της. Γιατί;

Πέρα από τις γνωστές διασυνδέσεις με συγκεκριμένα συμφέροντα, ο τωρινός ρόλος της Ζωής Κωνσταντοπούλου είναι να πιέσει και να αφήσει τον Βαρουφάκη και το ΜΕΡΑ25 εκτός βουλής. Μπορεί ο Βαρουφάκης να τιμωρείται για την δημιουργική ασάφεια γύρω από το τι θα κάνει με την απλή αναλογική, τι θα κάνει με το ΣΥΡΙΖΑ, τι θα κάνει με τις τράπεζες, αλλά για το σύστημα δε συγκρίνεται η δημιουργική ασάφεια του Βαρουφάκη και το, έστω υποτυπώδες, “κόμμα” του με την δράση σε κινήματα και με τον αντιολιγαρχικό του λόγο, με την πλήρη ασάφεια της Ζωής Κωνσταντοπούλου και την απόλυτη ασυδοσία.

Το ποιος θα είναι ο αυριανός της ρόλος δεν το ξέρουμε. Σε μια ελληνοτουρκική κρίση. Σε μια πολιτική ή οικονομική κρίση. Είναι σαφές όμως ότι το υπόδειγμα πολιτικής που παράγει είναι πιο κοντά σε αυταρχικά-απολυταρχικά πολιτικά συστήματα της δεξιάς που έρχονται από τις σκοτεινότερες στιγμές του εικοστού αιώνα, παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Γιατί ένας εισοδηματίας που βγάζει 72.000€ τον χρόνο πρέπει να φορολογείται το ίδιο με έναν εργαζόμενο που βγάζει 22.000€ τον χρόνο;

Το παράδειγμα είναι πραγματικό, τα ονόματα όχι. Ο ένας, ας τον ονομάσουμε Δημήτρη, είναι προγραμματιστής, με ετήσιο εισόδημα 22.000€. Αν αφαιρέσουμε φόρους, εισφορές και λοιπές κρατήσεις βγάζει περίπου 1500€ καθαρά τον μήνα. Όχι καλά, όχι άσχημα. Ο άλλος, ας τον ονομάσουμε Τζώρτζη, κληρονόμησε 100.000 μετοχές του ΟΤΕ. Θα μπορούσαμε να τον πούμε και Γιώργο που κληρονομεί (ή παίρνει προίκα) 180.000 μετοχές της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακής. Ή να τον πούμε Αλέξανδρο που επίσης κληρονομεί 63.000 μετοχές του ΟΠΑΠ. Όλοι οι παραπάνω μην νομίσετε ότι είναι μεγαλομέτοχοι στις αντίστοιχες εταιρείες. Είναι απλώς άνθρωποι (γόνοι), με ρευστότητα, που έχουν μετοχές. Ο Τζώρτζης έχει το 0,02% του ΟΤΕ, ο Γιώργος έχει το 0.16% της ΤΕΡΝΑ, ο Αλέξανδρος έχει το 0,017% του ΟΠΑΠ. 

Ο Δημήτρης από την άλλη, έχει φάει τα καλύτερα χρόνια του με υποαμοιβόμενη και μαύρη εργασία, με άπειρες απλήρωτες υπερωρίες για να φτάσει στα 1500€. Έχει τα διπλά χρόνια του Τζώρτζη, του Γιώργου, του Αλέξανδρου, αλλά πληρώνει στο κράτος ως φορολογία, ακριβώς τα ίδια με αυτούς. 

Πιο συγκεκριμένα, ένα ετήσιο εισόδημα 22.000€ φορολογείται με 3.660€. Με το ίδιο ακριβώς ποσό θα φορολογηθούν ο Τζώρτζης, ο Γιώργος και ο Αλέξανδρος που εισέπραξαν μερίσματα από τις μετοχές που κατέχουν, συνολικού ύψους 73.200€ (μερίσματα του 2022). Το 5% με το οποίο φορολογούνται τα μερίσματα, δίνει ακριβώς 3.660€, και είναι ακριβώς το ίδιο ποσό το οποίο το κράτος θα εισπράξει από τον Δημήτρη, ο οποίος, με την εργασία του, έβγαλε 50.000€ λιγότερα από όσο έβγαλε καθένας από τους τρεις γόνους μόνο από τα συγκεκριμένα μερίσματα. 

Ας το επαναλάβουμε μπας και το εμπεδώσουμε. 

Ο μέτοχος μιας εταιρείας, μικρής ή μεγάλης, εισηγμένης ή όχι, αν βγάλει 73.200€ το κράτος θα του πάρει τα 3.660€, ενώ ο εργαζόμενος αν βγάλει 22.000€ και το κράτος θα του πάρει πάλι 3.660€.

Αυτή είναι η φορολογική δικαιοσύνη μιας κυβέρνησης που δουλεύει για τους γόνους, τους κληρονόμους και τους μετόχους, που δουλεύει δηλαδή για το κεφάλαιο και μισεί την εργασία. 

Λογική δεν υπάρχει πίσω από τα νούμερα. Ο ένας δουλεύει μια ζωή για να φτάσει σε αυτό τον μισθό που του δίνει περίπου 1500€ το μήνα, και ο άλλος “εισπράττει κουπόνια” καθήμενος στην Εκάλη και λιαζόμενος στη Μύκονο, και χωρίς να παράγει το παραμικρό, βγάζει 50.000€ περισσότερα από τον πρώτο, πληρώνοντας ακριβώς τον ίδιο φόρο.  

Η πραγματικότητα βέβαια είναι ακόμα χειρότερη: Από την έμμεση φορολογία που όλοι, ανεξαρτήτως εισοδήματος, πληρώνουν το ίδιο (γιατί όλοι πάνε σούπερμάρκετ, αγοράζουν βασικά είδη ανάγκης, ή πληρώνουν βενζίνη), μέχρι τη σκανδαλώδη φοροαπαλλαγή στις γονικές παροχές μέχρι 800.000€. 

Στο θέμα αυτό αξίζει να επιμείνουμε. Το σύνολο της φοροαπαλλαγής μπορεί να φτάσει 4,8 εκατομμύρια ευρώ, καθώς η απαλλαγή ισχύει για κάθε γονέα προς το παιδί, αλλά και για κάθε παππού ή γιαγιά προς τον εγγονό. Έχουμε δηλαδή 800.000 επί 6. Ο γόνος της ιστορίας μας δηλαδή, πέραν του ότι μπορεί να κάθεται, και να κερδίζει από μερίσματα 50.000€ περισσότερα από έναν προγραμματιστή, πληρώνοντας ακριβώς τον ίδιο φόρο, θα μπορούσε να κληρονομήσει και ακίνητα συνολικής αξίας κοντά 5 εκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να πληρώσει φόρο ούτε δεκάρα τσακιστή. 

Το πλέον προκλητικό; Στην περίπτωση της διανομής μερισμάτων από ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα την Ελλάδα, δεν υπάρχει καν ούτε αυτός ο αστείος φόρος του 5%. Τα κέρδη είναι αφορολόγητα. Στην υγειά των κορόιδων.

Γιατί να φορολογείται η εργασία τόσο πολύ και η διανομή κερδών τόσο λίγο; Γιατί πρέπει ένας εργαζόμενος με ετήσιο εισόδημα 22.000 ευρώ να πληρώνει ίδιο φόρο με έναν μέτοχο με κέρδη 73.000 ευρώ; Γιατί η φορολογία τιμωρεί τον εργαζόμενο (και ειδικά τον μισθωτό) και επιβραβεύει τον εισοδηματία; Γιατί φτάσαμε να προπηλακίζεται η οποιαδήποτε συζήτηση για μια κάποια αποκατάσταση της φορολογικής αδικίας;

Και πάνω από όλα: Γιατί ο κόσμος των γόνων, του κεφαλαίου, των εισοδηματιών και των μερισματούχων να έχει φωνή και πολιτική έκφραση, κόμμα (ή και κόμματα), γραμμή, επικοινωνία, στόχους και συγκροτημένο στρατόπεδο, και ο κόσμος της εργασίας να είναι μόνος του και ηττημένος;

Και τον Σκαλούμπακα να βάλει επικεφαλής της εκστρατείας του ο ΣΥΡΙΖΑ, συγχωροχάρτι από την αστική τάξη δεν παίρνει

Η δημόσια συζήτηση για την τοποθέτηση Μαραντζίδη στη θέση του επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται σε εντελώς λάθος βάση. Το ζήτημα δεν είναι ότι ο Μαραντζίδης είναι αντικομμουνιστής, ταγός του ιστορικού αναθεωρητισμού, φανατικός ακροκεντρώος κοκ. Αυτό θα ήταν πρόβλημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να είναι αντισυστημικό κόμμα. Δεν θέλει. Ούτε θέλει άλλωστε να περιορίσει τις απώλειες από τα αριστερά. Οι απώλειες, ή μάλλον η αναξιοπιστία προς το κέντρο και τα δεξιά, είναι που τον ενδιαφέρουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζήλεψε τα ιστορικά δοκίμια του Μαραντζίδη, ούτε στέρεψε από επικοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες. Με την επιλογή αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ, για μία ακομα φορά στρέφεται προς την άρχουσα τάξη ικετεύοντάς την να τον συγχωρέσει.

Ο Μαραντζίδης, περισσότερο από ένα πρόσωπο, είναι μια δήλωση. Μαζί με τον Καλύβα μπήκαν στην προμετωπίδα του αγώνα του ιστορικού αναθεωρητισμού, της αθώωσης του δωσιλογισμού και της ενοχοποίησης της Εθνικής Αντίστασης. Με οξύτατο τρόπο στάθηκε ενάντια στο δημοψήφισμα του 2015 και στην έμμεση διακινδύνευση της ευρωατλαντικής πορείας της χώρας. Χαιρέτισε τη “σοσιαλδημοκρατικοποίηση” του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 και το γεγονός ότι, όντας κυβέρνηση, μπόρεσε να ενσωματώσει τον ριζοσπαστισμό του πεζοδρομίου και των αγανακτισμένων της πλατείας σε θεσμικά, ευρωπαϊκά μονοπάτια. 

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την αμερικανόπνευστη Συμφωνία των Πρεσπών, αναμενόμενα, ο Μαραντζίδης εκφράστηκε ανοιχτά υπέρ του. Δεν έπαψε ποτέ να ανήκει στο ακραίο, αντικομμουνιστικό κέντρο, υπερασπιστής του ευρωατλαντικού προσανατολισμού και της με κάθε θυσία (σ.σ. εργαζομένων) παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. Αρθρογράφησε υπέρ της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, ερχόμενος σε διάσταση με άλλες εμβληματικές μορφές του στρατοπέδου των “μένουμε Ευρώπη”, επιχειρηματολογώντας ότι αυτήν τη μετάλλαξη, οι συστημικές δυνάμεις πρέπει να τη χαιρετίσουν. 

Η τοποθέτησή του στη θέση του επικεφαλής, σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πασχίζει απλώς να πείσει το σύστημα και την άρχουσα τάξη ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, αλλά ότι είναι πρόθυμος για τις πιο εμφατικές δηλώσεις μετανοίας. 

Αυτό είναι ο Μαραντζίδης σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα: Δήλωση μετανοίας. 

Ανεξάρτητα από την επικοινωνιακή καταιγίδα του συστήματος που εμφανίζει τον ΣΥΡΙΖΑ “ανεύθυνο”, “επικίνδυνο” και “αμετανόητο” που βρίθει κομμουνιστών οι οποίοι θα φορολογήσουν τη μεσαία τάξη και τα κέρδη των επιχειρήσεων, είναι δεδομένο ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. 

Γιατί λοιπόν τον έχει στην απ’ έξω;

Αυτή είναι η απορία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και σήμερα. 

Αυτή είναι και η απορία (και ταυτόχρονα μομφή) του Μαραντζίδη προς τις συστημικές δυνάμεις από το 2017 και μετά. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην απ’ έξω όχι για αυτά που έγιναν από το 2015 και μετά, αλλά για αυτά που υπονόησε ότι μπορούν να γίνουν πριν το 2015. Αυτό είναι θανάσιμο, ασυγχώρητο και απαράγραπτο αμάρτημα. Δεν είναι δυνατόν να αμφισβητείται ο μονόδρομος της λιτότητας και του ευρωπαϊσμού, δεν είναι δυνατόν ο λαός τον Ιούλιο του 2015 να ψηφίζει κόντρα στη βούληση της ολιγαρχίας, δεν είναι δυνατόν να τίθεται ενδεχόμενο αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ και την Ε.Ε. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015 αμφισβήτησε, άθελά του αλλά εκ των πραγμάτων, τα “ιερά και τα όσια” του ελληνικού αστισμού. Η πολεμική που δέχεται μέχρι και σήμερα, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την πλήρη και δίχως όρους συμμόρφωσή του, είναι προς γνώση και παραδειγματισμό: Ουδείς επιτρέπεται όχι να αμφισβητήσει, αλλά έστω να υπονοήσει την αμφισβήτηση του γύψου που έχουν διαμορφώσει ΗΠΑ, ΕΕ και ελληνική άρχουσα τάξη για τη χώρα. Ακόμα και αν αυτό το πλαίσιο σημαίνει γεωπολιτική, κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει τη μία δήλωση μετανοίας μετά την άλλη, αλλά η στάση των εγχώριων δυναμικών κέντρων απέναντί του δεν θα αλλάξει. Θα τιμωρείται εσαεί για το ότι κάποτε φλέρταρε με την ανυπακοή και έκανε το δημοψήφισμα. Θα είναι πάντα κατηγορούμενος γιατί επί των ημερών του η αστική τάξη τρόμαξε, για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση. Έγκλημα που δεν παραγράφεται, όσο κι αν ο κατηγορούμενος έχει να επιδείξει απεριόριστο σωφρονισμό και πλήρη συμμόρφωση.

Πρώτες εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1.

Ο ασκός του Αιόλου που φούσκωσε το 2010 – 2015 από την αντιμνημονιακή λαϊκή αγανάκτηση και ανέτρεψε το πολιτικό σκηνικό με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, αποσυμπιέζεται. Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα στοιχείο αποκαθήλωσης αυτού του ρεύματος, ωστόσο δεν είναι το μοναδικό.
Για πρώτη φορά εδώ και δέκα χρόνια η ΝΔ έχει σαφές προβάδισμα στους νέους, ηλικιακή κατηγορία που θεωρούνταν προνομιακή για την Αριστερά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της κερδίζει φτωχές, λαϊκές, υποβαθμισμένες περιφέρειες (Δυτική Αττική, Δυτική Αθήνα, Β Πειραιά). Η διάλυση της Χρυσής Αυγής και η απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη και άλλων, δεν εμπόδισε μια σωρεία ακροδεξιών – εθνικιστικών ψηφοδελτίων να τα πάνε καλά, διαμορφώνοντας μια εν δυνάμει επικίνδυνη κατάσταση.
Το ΜΕΡΑ 25 ακολουθώντας τη γραμμή ενός παλιού, καλού, αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας ρήξη, επίσης ηττήθηκε. Δεν υπάρχει το κοινωνικό αίτημα της σύγκρουσης σήμερα, τουλάχιστον όχι με τους όρους που υπήρχε πριν την τομή του 2015. Εδώ συγκροτείται η ηγεμονία της ΝΔ και του Κ. Μητσοτάκη.
Ωστόσο οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι οι “βουβές” εκλογές και το ανέλπιστα και για τους ίδιους υψηλό ποσοστό της ΝΔ, υποδηλώνουν ότι αυτή η ηγεμονία δεν είναι ακαταμάχητη, δεν δημιουργείται από ισχυρό ρεύμα υποστήριξης, προκύπτει περισσότερο από την απόρριψη του χαμένου παρά από την επιβράβευση του νικητή. Οι πολιτικοί και κομματικοί στρατοί ήταν απόντες σε αυτή την εκλογική μάχη, δεν υπήρξε συγκροτημένο και εμφανές ρεύμα, επομένως η ρευστότητα παραμένει ως ένα υπαρκτό, όχι κύριο, στοιχείο της πολιτικής συγκυρίας.

2.

Η ΝΔ κερδίζει 150.000 ψήφους σε απόλυτα νούμερα, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει 600.000. Αυτή η καταγραφή, παρόλο που δεν ήταν αναμενόμενη σε αυτήν την έκταση, έχει ερμηνείες.
Με μια αντιπολίτευση που παρέμεινε σε ένα ρηχό αντιδεξιό – αντιΜητσοτακικό λόγο και σε ζητήματα δημοκρατίας και ύφους διακυβέρνησης, το αποτέλεσμα των εκλογών δείχνει ότι οι εκλογές κερδίζονται κατά βάση από την οικονομία. Ειδικά μετά τον εξευτελισμό της αστικής δημοκρατίας σε μια χώρα της Ε.Ε., με την ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας το 2015 στο δημοψήφισμα. Το αφήγημα της ΝΔ ότι τα προβλήματα στην οικονομία είναι εξωγενή και προέρχονται από διεθνείς κρίσεις (πανδημία, πόλεμος, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) και πως η ίδια απαντά σε αυτές τις κρίσεις με επιθετική πολιτική ελεύθερης αγοράς, με την προσέλκυση επενδύσεων, με την κατάρριψη «μεταπολιτευτικών εμποδίων στην ανάπτυξη» (συνδικαλισμός, εργατικά δικαιώματα, προστασία περιβάλλοντος, δικαιοσύνη κλπ), με αύξηση θέσεων εργασίας και με διάθεση του πλεονάσματος στους αδύναμους, έπεισε το λαό.
Τον έπεισε γιατί, μετά την ήττα του αντιμνημονιακού αγώνα και το 3ο Μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομία της αγοράς θεωρείται θέσφατο μη αμφισβητήσιμο. Έχει δημιουργηθεί μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών όπου έστω και ένα μικρό επίδομα είναι καλοδεχούμενο. Κυρίως έπεισε τον λαό γιατί τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης δεν ήταν τα καλύτερα. Διαλυμένα νοσοκομεία, ιδιωτικοποιημένες και υπό διάλυση υποδομές, χαμηλές συντάξεις, χαμηλοί μισθοί, έχουν όλα (και) την υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ΝΔ άσκησε λόγω συγκυρίας μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που στην πανδημία μοίρασε λεφτά (50 δισ), δημιούργησε κοινωνικές συμμαχίες και ακόμα περισσότερο δημιούργησε προσδοκίες. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο (και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη κυβέρνηση που μοίρασε χρήμα και μείωσε φόρους. Μπορεί αυτό το χρήμα να κατευθύνθηκε κυρίως σε μονοπώλια και στους δικούς της, αλλά ένα τμήμα του έφτασε και στα χαμηλότερα και κυρίως στα μικροαστικά στρώματα.
Επιπλέον, η οικονομική συμπίεση όλων των προηγούμενων χρόνων έδωσε τη θέση της στην αναμενόμενη αποσυμπίεση, η οποία δημιούργησε εικόνες, πραγματικότητες αλλά και ψευδαισθήσεις οικονομικής μεγέθυνσης. Κυρίαρχο ρόλο εδώ έπαιξε ο τουρισμός και τα ακίνητα, που αύξησαν το εισόδημα μικρομεσαίων στρωμάτων και ιδιοκτητών που νοίκιαζαν ή πούλησαν, και δημιούργησαν προσδοκίες για περισσότερα κέρδη από μια νέα θητεία Μητσοτάκη.
Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός χτύπησαν τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τα οποία όμως προεκλογικά ήταν κρυμμένα και αόρατα, καθώς όλη η συζήτηση (ακόμα και από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ) αφορούσε τη μεσαία τάξη και τα “ιερά δικαιώματά της”. Οι συνταξιούχοι από την άλλη, χρέωναν τις μειώσεις των συντάξεών τους στον ΣΥΡΙΖΑ και στον νόμο Κατρούγκαλου. Στους δε εργαζόμενους των 700-1000 ευρώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε να προτείνει κάτι διαφορετικό από τις αυξήσεις που υποσχέθηκε προεκλογικά ο Μητσοτάκης. Η διαφορά είναι ότι ο δεύτερος έκανε προεκλογική καμπάνια με το σύνθημα «ό,τι εξαγγέλλω το κάνω», ενώ ο πρώτος θεωρείται ο κατεξοχήν αναξιόπιστος πολιτικός στην Ελλάδα.
Υπάρχει επιπλέον, σαφής συντηρητική μετατόπιση σε μια σειρά ζητήματα (μεταναστευτικό, αστυνομοκρατία, δημοκρατικά δικαιώματα, συνδικαλισμός κλπ). Ο Μητσοτάκης κέρδισε, έχοντας πείσει ότι πρέπει να τελειώσουμε με τα βαρίδια της μεταπολίτευσης. Στο λεξιλόγιο του δημόσιου χώρου, σε συνθήκες ολοκληρωτικής υπεροπλίας στην ενημέρωση και στα ΜΜΕ, οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις εμφανίζονται σαν εμπόδιο στην πρόοδο. Φτάσαμε στο σημείο οι συνδικαλιστές, και όχι οι κυβερνήσεις, να θεωρούνται “βαθύ κράτος” και υπεύθυνοι για εγκλήματα σαν κι αυτό των Τεμπών. Αυτή η καταιγιστική προπαγάνδα, ακόμα και αν φαντάζει εξοργιστική και εκτός τόπου σε ένα αριστερό και σκεπτόμενο ακροατήριο, αφήνει κοινωνικό αποτύπωμα.
Η δεξιά στροφή στην ελληνική κοινωνία είναι σημαντική, και δεν αφορά μόνο το υψηλό ποσοστό της ΝΔ, αλλά και συνολικά το συσχετισμό Δεξιάς/Ακροδεξιάς – Κεντροαριστεράς/Αριστεράς. Αυτή η δεξιά στροφή, δεν θα είναι προφανώς απρόσβλητη, αλλά είναι παρούσα και δρώσα κατάσταση.

3.

Το δίλημμα πλέον στις επόμενες εκλογές δεν είναι Τσίπρας ή Μητσοτάκης, αλλά Τσίπρας ή Ανδρουλάκης που διαγκωνίζονται για τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ νεκραναστήθηκε από τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για “προοδευτική διακυβέρνηση” που κατέστησε τον Ανδρουλάκη προνομιακό συνομιλητή, απαραίτητο εταίρο, ξεπλένοντας το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ ως πρώτης και προθυμότερης μνημονιακής κυβέρνησης.
Το ΠΑΣΟΚ προσέρχεται στις δεύτερες εκλογές με τον αέρα του νικητή και τη βοήθεια μιας επικοινωνιακής καταιγίδας που έχει ήδη αναγάγει τον Ανδρουλάκη σε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ταμπέλα του ηττημένου, επιχειρεί να διασωθεί ως βασική αντιπολίτευση στη ΝΔ, επικαλούμενος ότι μπορεί να παραμείνει ως το μοναδικό εμπόδιο σε μια παντοκρατορία Μητσοτάκη.
Ανεξάρτητα με το αν η ψαλίδα ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ μειωθεί ή αυξηθεί, το γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ανακάμπτει, κυρίως στην επαρχία (καθώς στην Αθήνα σχεδόν παντού είναι 4η δύναμη πίσω από το ΚΚΕ). Επιπλέον, στο πολύ κοντινό μέλλον, οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα είναι μια ακόμα ευκαιρία να αναδειχθεί το ΠΑΣΟΚ ως ο ισχυρότερος πόλος στην κεντροαριστερά, καθώς έχει πολύ ισχυρότερες δυνάμεις, προσβάσεις και μηχανισμό σε Δήμους, κράτος και συνδικαλισμό.
Στις ερχόμενες εκλογές, σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ,  θα συγκρουστούν δύο τάσεις. Η μία θα ενισχύει το ΠΑΣΟΚ σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλα μικρότερα κόμματα (Πλεύση, ΜΕΡΑ) για να μπουν στη Βουλή και να μην υπάρχει η σημερινή καταθλιπτική κοινοβουλευτική εικόνα. Η άλλη, θα επιχειρεί να μαζέψει ή τουλάχιστον να μην χάσει κι άλλες δυνάμεις στην απέλπιδα απόπειρα να υπάρξει ένας κάποιος έλεγχος στον παντοδύναμο Μητσοτάκη και να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα με αναφορά στην Αριστερά η αξιωματική αντιπολίτευση.

4.

Η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη για το αμφίσημο στίγμα του, την επαμφοτερίζουσα στάση του και την ανεξίτηλα καταγεγραμμένη αναξιοπιστία του. Η ερμηνεία της ήττας του όμως, δεν μπορεί να γίνει θεωρώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ένα αριστερό κόμμα που δεν έκανε αριστερή και μαχητική αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχασε ψήφους επειδή δεν ήταν αρκούντως αριστερός.
Αντίθετα, η ήττα προέρχεται από το γεγονός ότι όντας συστημικό κόμμα, προκαλεί ακόμα μνήμες και κάνει αναφορές στην περίοδο που ήταν αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στο κενό, επειδή ήταν συστημική δύναμη που πατούσε σε δύο βάρκες. Και με το τείχος στον Έβρο και εναντίον. Και με την ιδιωτική ΔΕΗ και με την κρατικοποίηση της. Και με τους φόρους και κατά των φόρων. Και με τα εμβόλια και εναντίον των εμβολίων. Και με το ΝΑΤΟ και κατά της αποστολής όπλων στην Ουκρανία.
Παραμένει ως ζωντανή υπενθύμιση η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ η οποία δρα αρνητικά και σωρευτικά. Περισσότερο σήμερα, παρά το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε το γεγονός ότι εμφανίστηκε, όμοιος στη βασική πολιτική, αλλά παντελώς αναξιόπιστος και πολύ πιο ερασιτέχνης και ανερμάτιστος, από τον νεοφιλελεύθερο μεν, αλλά συγκροτημένο, σταθερό και σίγουρο Μητσοτάκη.
Αυτή η αναξιοπιστία αποτελεί κεντρικό στοιχείο σε έναν λαό που βρέθηκε στο κέντρο της παγκόσμιας κρίσης, κουρασμένο από τις απανωτές δοκιμασίες, με ηττημένο, προδομένο και πλέον ενοχοποιημένο ή ξεχασμένο το αντιμνημονιακό αίσθημα και σε έναν κόσμο όπου ανατρέπονται οι παγκόσμιες ισορροπίες και αναζητείται η σταθερότητα (ή έστω η ψευδαίσθηση σταθερότητας) και μια κάποια κανονικότητα.
Μπροστά στην ανασφάλεια στο άγνωστο και στις αλλαγές που θα φέρει το μέλλον, αναζητούνται οι γνωστές και σταθερές επιλογές, όπως έδειξαν και οι εκλογές στην Τουρκία. Ο Μητσοτάκης, μπροστά στις αλλοπρόσαλλες πολιτικές του Τσίπρα, φαντάζει, στο λαό συγκροτημένη δύναμη.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να είναι ήττα της Αριστεράς, αλλά στην κοινωνία καταγράφεται ως τέτοια.
Καταγράφεται ως ήττα μιας πολιτικής που επιχείρησε να αμφισβητήσει ή έστω να διαπραγματευτεί με τους ισχυρούς (ΕΕ, τρόικα κλπ) και στην πορεία αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος και συμμορφώθηκε βάζοντας την ουρά στα σκέλια. Η τομή του 2015 είναι ζωντανή πραγματικότητα, καθόρισε και θα καθορίζει ακόμα για πολλά χρόνια την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά.
Ο λαός με εκκωφαντικό τρόπο δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, πολύ περισσότερο από όσο εμπιστεύεται τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Η επιβράβευση του δεύτερου έρχεται περισσότερο ως αποδοκιμασία του πρώτου, παρά ως συνειδητή και ενεργητική στήριξη της πολιτικής του.
Η στήριξη των ΜΜΕ και της ολιγαρχίας στη ΝΔ, όλα αυτά τα χρόνια, προφανώς και ήταν σημαντικό στοιχείο στην δημιουργία των παραπάνω τάσεων και δεδομένων, δεν είναι ωστόσο η κύρια ερμηνεία για την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.

5.

Η νέα τετραετία Μητσοτάκη θα είναι επιθετική, χωρίς αντίπαλο και αντιπολίτευση, με ένα λαό να πορεύεται με χαμηλές προσδοκίες αλλά και αυταπάτες, τμήματά της να εξαγοράζονται με τα ψίχουλα που θα πέφτουν από το τραπέζι της ολιγαρχίας, αλλά και ένα τμήμα της κοινωνίας να παραμένει αόρατο και αποκλεισμένο.
Το εκλογικό αποτέλεσμα από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά αρνητικό. Συμβαδίζει με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κοινωνία, αλλά τροφοδοτεί τις χειρότερες τάσεις της. Οι διαβεβαιώσεις για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων είναι απειλή σε αυτή την κατεύθυνση, όπως και ο στόχος για μονοκομματική αναθεώρηση του Συντάγματος.
Μιλώντας ακόμα και από τη σκοπιά της αστικής δημοκρατίας, ο Κ. Μητσοτάκης δεν έχει δώσει δείγματα σεβασμού του Συντάγματος, της διάκρισης εξουσιών, της αναγνώρισης των Ανεξάρτητων Αρχών. Από τις παρακολουθήσεις και τις υποκλοπές, μέχρι την εργαλειακή χρήση της Δικαιοσύνης, και ανεξάρτητα με το ότι αυτά ποσώς επηρέασαν την εκλογική κρίση, είμαστε μπροστά σε μια δίχως ηθικούς και πολιτικούς φραγμούς αυταρχική, βοναπαρτική διακυβέρνηση.
Ο αστισμός έχει παλινορθωθεί με τον πιο επιθετικό τρόπο και ανασυγκροτείται τελειώνοντας τις “κατακτήσεις” της μεταπολίτευσης, όχι κυρίως με επιβολή και αστυνομική βία, αλλά οικοδομώντας συντηρητικές και αντιδραστικές συναινέσεις, κάνοντας την κοινωνική πλειοψηφία να “υιοθετεί” τις προσδοκίες, τις προτάσεις, τις αρχές και τις αξίες της μειοψηφίας.
Το αυξημένο ποσοστό του ΚΚΕ, παρά τις διαβεβαιώσεις, δεν “ξαναγυρνά” στην κοινωνία ως πολιτική διέξοδος. Γυρνά μόνο ως παρουσία και παρέμβαση σε κάποιους χώρους δουλειάς όπου ξεχειλώνει η εργοδοτική αυθαιρεσία. Εκεί μπαίνει από το ίδιο το ΚΚΕ τελεία. Πολιτικά μιλώντας, το ποσοστό του ΚΚΕ δεν είναι μάχιμο, δεν μετασχηματίζει τον πολιτικό συσχετισμό, γιατί δεν ενδιαφέρεται για αυτόν. Υπερίπταται, ως ψήφος με ιδεολογικό χρώμα, χωρίς όμως πολιτική χρησιμότητα.
Η ήττα του ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά του επικεφαλής του, όσο, και πολύ περισσότερο στην επιμονή σε έναν παλιό αντιμνημονιακό λόγο με ολίγη ρήξη. Δεν ήταν πρόταση που διεμβόλισε τον ΣΥΡΙΖΑ από τα Αριστερά, ανεξάρτητα απο το αν η απουσία του ΜΕΡΑ 25 από την μεθεπόμενη Βουλή θα λειτουργήσει αρνητικά για τυχόν αγώνες, κινήματα, εκρήξεις.

6.

Αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις εκτιμήσεις της Αριστεράς, θα πρέπει πιθανά να αλλάξουν οι εκτιμήσεις. Καλώς ή κακώς, επιβεβαιώνεται ότι η υπαρκτή Αριστερά τουλάχιστον από το 2015 και μετά, πρέπει να διαλυθεί και να ανασυγκροτηθεί από μηδενική βάση.
Είναι τόση η έκταση και το βάθος της ήττας και της εμπέδωσης του μονόδρομου που απαιτείται μια ολόκληρη πολιτιστική, ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση, η οποία όμως αναζητά στρατό και στρατηγούς.
Προτεραιότητα εδώ και χρόνια δεν ήταν και δεν είναι η συγκρότηση μετωπικών – εκλογικών σχημάτων, αλλά η επίπονη και δύσκολη πορεία ανάταξης και ανασυγκρότησης, συσπείρωσης και συγκρότησης δυνάμεων που αφορά αναγκαστικά ένα πιο “στενό” επίπεδο, αυτό της κομμουνιστικής Αριστεράς, των ανθρώπων και  των δυνάμεων που συγκινούνται από την επικαιρότητά της και αναλαμβάνουν την ευθύνη να βάλουν πλάτη στην οικοδόμησή της.
Παράλληλα με αυτό το βασικο καθήκον υπάρχει και το καθήκον της συγκρότησης μιας νέας πολιτικής δύναμης που θα αντλεί αλλά δεν θα ορίζεται από τις μάχες του παρελθόντος, δε θα συνθηματολογεί και θα συγκροτεί προγραμματικό λόγο, που θα μιλά τολμηρά για μια διαφορετική θέση της χώρας στο νέο παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης και θα έχει την εργαζόμενη κοινωνία στο τιμόνι της.

Ο Κατρούγκαλος απεσύρθη. Με το νόμο του τι θα γίνει;

Τρεις ημέρες πριν τις εκλογές, αποσύρεται από υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Ο λόγος της απόσυρσης ήταν η αναφορά του, κατά τη διάρκεια προεκλογικής συζήτησης, στην ανάγκη σύνδεσης των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών με το εισόδημά τους, συμπληρώνοντας ότι αυτό θα επιφέρει, στο 80% των περιπτώσεων, μείωση των εισφορών.

Η κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευθεί εκλογικά το «αυτογκόλ», αξιοποιώντας την συσσωρευμένη οργή ασφαλισμένων και συνταξιούχων για τις οδυνηρές επιπτώσεις που έχει επιφέρει στις ζωές τους ο διαβόητος νόμος 4387/2016, που έμεινε στην ιστορία σαν «νόμος Κατρούγκαλου» από το όνομα του εισηγητή του, τότε υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της κυβέρνησης Σύριζα-ΑΝΕΛ.

Ο νόμος Κατρούγκαλου, ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και προβληματικό στην εφαρμογή του κείμενο, εξυπηρέτησε τρεις στόχους: Να μειώσει άμεσα τις ασφαλιστικές δαπάνες του κράτους μειώνοντας τις συντάξεις. Να υπάρχει ένας αυτόματος κόφτης σε κάθε μελλοντική πιθανή αύξηση συντάξεων (αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων) δηλαδή να αποτελεί ένα μόνιμο συνταξιουχικό μνημόνιο. Και τέλος, να απαλλάξει τρόικα και κυβέρνηση από τον πονοκέφαλο δικαστικών αποφάσεων κατά οριζόντιων περικοπών, αφού πλέον δεν έχουμε περικοπές αλλά …«επανυπολογισμό» συντάξεων.

Με τον 4387, μετά το «εκσυγχρονιστικό» μέτρο της υπαγωγής από 1.1.2017 όλων των ασφαλισμένων στον ΕΦΚΑ, αρχίζει η σφαγή. Οι συνταξιούχοι χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στους πριν και τους μετά. Οι μετά θα δουν τις συντάξεις τους μειωμένες κατά τουλάχιστον 20%. Οι πριν διατηρούν το ποσό που θα έχαναν αν ήταν «μετά», όχι όμως σαν κανονική σύνταξη αλλά σαν «προσωπική διαφορά». Προσωρινά στην αρχή, μόνιμα μετά. Από αυτήν θα αφαιρείται κάθε πιθανή μελλοντική αύξηση στις συντάξεις ώστε η τελική αύξηση για αυτούς να είναι 0%. Οι συντάξεις χηρείας πριν τα 67 ουσιαστικά καταργούνται, με εξαιρέσεις και πάντως για περιορισμένο διάστημα. Οι συντάξεις αναπηρίας περικόπτονται (μείωση της εθνικής σύνταξης) ανάλογα με το ποσοστό ανικανότητας. Μειώνονται οι επικουρικές συντάξεις. Για τους Δ.Υ. κατάργηση του ΤΠΔΥ (μεταφορά του στο ΕΤΕΑΕΠ) και νέα δραματική μείωση του εφ’ άπαξ. Μετά την προηγούμενη που ήταν 38%, τώρα με τον νέο τρόπο υπολογισμού, ξεπερνάει το 50%. Αναπροσαρμογή, προς τα κάτω, των μερισμάτων του ΜΤΠΥ. Και φυσικά αυξήσεις εισφορών κάθε είδους για τους εν ενεργεία ασφαλισμένους. Με την ταυτόχρονη ψήφιση και του «πολυνομοσχεδίου» και τα νέα φορολογικά μέτρα του, το χτύπημα ολοκληρώνεται. Αν, μετά από αυτά και αρκετά άλλα, κάποιος συνταξιούχος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και αναγκαστεί να δουλέψει ή να συμπληρώσει το εισόδημά του με κάποιες ελιές στο χωριό, η σύνταξή του κόβεται κατά 60%.

Το αρχικό αφήγημα Κατρούγκαλου ήταν ότι, με το νέο νόμο, δεν θα υπάρξει μείωση αλλά οριακά κάποιες συντάξεις θα αυξηθούν λίγο! Φυσικά, μετά την κατακραυγή, το αφήγημα αλλάζει: o νόμος μπορεί να είναι σκληρός αλλά υπηρετεί έναν ανώτερο σκοπό: τη σωτηρία των ταμείων και ολόκληρου του ασφαλιστικού συστήματος.

Η Νέα Δημοκρατία, τότε αντιπολίτευση, σπεύδει να καπηλευθεί τη λαϊκή κατακραυγή, δεσμευόμενη να καταργήσει τον 4387 μόλις γίνει κυβέρνηση. Όταν αυτό συνέβη, αντί για κατάργηση του νόμου, άρχισαν να μιλούν για κατάργηση των δυσμενών διατάξεών του. Την κατάλληλη στιγμή (Οκτώβρης 2019) το ΣΤΕ με πρόεδρο τη Σακελαροπούλου (κάτι … συμπτώσεις που επιφυλάσσει η ζωή) κρίνει συνταγματικά νόμιμο (συνολικά) το ν. Κατρούγκαλου. Πρόβλημα εντοπίζει μόνο στα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης και στον υπολογισμό της επικουρικής. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με το «νόμο Βρούτση» (ν. 4670/2020) απλώς συμμορφώνεται με την απόφαση του ΣΤΕ. Αυξάνει τα ποσοστά της ανταποδοτικής σύνταξης για όσους έχουν από 31 έως 40 συντάξιμα χρόνια (κυρίως από 35-40) και βελτιώνει τον υπολογισμό της επικουρικής. Όλα τα κρίσιμα ζητήματα του προηγούμενου νόμου, παραμένουν ανέγγιχτα.

Η οριστική κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου ή Κατρούγκαλου-Βρούτση ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα, και η αντικατάστασή του από έναν νέο ασφαλιστικό νόμο που θα υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλισμένων και συνταξιούχων, παραμένει ανεκπλήρωτο αίτημα πάλης.

Με αυτή την έννοια, η απόσυρση της υποψηφιότητας Κατρούγκαλου στο παρά 5, μπορεί να έχει το ενδιαφέρον που έχει κάθε μη συνηθισμένο εκλογικό περιστατικό, να τροφοδοτεί εύστοχα (ή όχι) πειράγματα στα προεκλογικά καφενεία, να γεμίζει χρόνους σε τηλεοπτικά παράθυρα ή κατεβατά στα social media, αλλά μέχρι εκεί. Γιατί το κύριο είναι όχι ο Κατρούγκαλος, αλλά ο νόμος του. Ο οποίος, 7 χρόνια μετά, και παρά τους όποιους αγώνες, εξακολουθεί να είναι σε ισχύ. Και απ’ ότι φαίνεται οι εκλογές της Κυριακής λίγο θα τον επηρεάσουν. Το τι θα γίνει με αυτόν, ελάχιστα θα κριθεί στις κάλπες. Ενώ θα έπρεπε να κριθεί ΚΑΙ εκεί. Αλλά τέτοιου είδους θέματα δεν είναι από τα πρώτα στην ατζέντα αυτών των εκλογών…

ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και Υγεία: Όχι ίδια, αλλά όμοια προγράμματα

Από τη μία, έχουμε τη δεδομένη και δηλωμένη διάθεση της ΝΔ, να ιδιωτικοποιήσει την υγεία εκχωρώντας όλο και μεγαλύτερή ελευθερία στα ιδιωτικά συμφέροντα με τη πρόσφατη νομοθεσία. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, με το ένοχο μακρινό παρελθόν (2015-2019), το πρόσφατο παρελθόν της πανδημίας αλλά και τη πιθανή «δεύτερη φορά αριστερά» δεν δεσμεύεται σε καμία μεγάλη τομή προς όφελος της υγείας του λαού. Ούτως ή αλλιώς έδωσε όλο το χώρο και το χρόνο στην ΝΔ να διαμορφώσει τις συνθήκες αποποίησης των ευθυνών της. Στην κρίσιμη στιγμή για το ΕΣΥ ο ΣΥΡΙΖΑ δια στόματος Ξανθού, παρά τις εκατόμβες νεκρών στη διάρκεια της πανδημίας, πρότεινε συμπολίτευση με κοινό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, γιατί δεν ήταν «η ώρα καταμερισμού ευθυνών», για να βάλει πάλι πλάτη, με την διαγραφή Κουρουμπλή όταν είπε την αλήθεια για την υπερβάλλουσα θνητότητα. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο και οι δυο μαζί θυσιάζουν την Υγεία του λαού στο βωμό της δημοσιονομικής πειθαρχίας, της επιτήρησης και των εντολών του ευρωενωσιακου επιτελείου.

Αναλυτικότερα:

1. ΝΔ και ΣYΡIZA στο ζήτημα της υποστελέχωσης υπόσχονται σχεδόν το ίδιο. Για 10.000 προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού μιλάει η ΝΔ. Ενώ με 15.000 στοχευμένες προσλήψεις σε βάθος τετραετίας πλειοδοτεί ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να προσδιορίζει αν είναι νοσηλευτές ή γιατροί, ή “μονιμοποίηση όσων επικουρικών βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πανδημίας”. Κανείς δεν είδε και δεν άκουσε για τα 10.000 κενά σε γιατρούς και 30.000 σε λοιπό προσωπικό σύμφωνα με τις ομοσπονδίες, πριν την πανδημία. Επί της ουσίας κανείς εκ των δύο δεν δεσμεύεται συγκεκριμένα αν και πόσες μόνιμες θέσεις γιατρών και νοσηλευτών θα προκηρυχθούν. Τα υπόλοιπα είναι ξαναειπωμένα παραμύθια της Χαλιμάς και παιχνίδια με αριθμούς. Να θυμίσουμε ότι τόσο επί ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί ΝΔ σαν “πρόσληψη” προσμετρούταν ακόμα και η ανανέωση σύμβασης επικουρικού προσωπικού κατά 3 ή 6 μήνες.

2. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα της μισθολογικής καθήλωσης των υγειονομικών ταυτίζονται στη δημιουργική ασάφεια και την μπαρουφολογία. Η ΝΔ δια στόματος Μητσοτάκη διαφημίζει την πρόσφατη ιλιγγιώδη αύξηση στο ιατρικό μισθολόγιο κατά 150 ευρώ καθαρά. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται εισαγωγικό μισθό 2000 ευρώ για τους γιατρούς (1350 είναι σήμερα). Κανείς απ’ τους δυο δεν αναφέρεται στο νοσηλευτικό μισθολόγιο που είναι καθηλωμένο εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Και οι δυο ξεχνούν τις πολλαπλές δεσμευτικές για την πολιτεία αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων για επαναφορά του ιατρικού μισθολογίου στα προ μνημονίων επίπεδα (συνολικά εντός μνημονίων είχαμε σωρευτική μείωση έως 40%).

3. Στο κεντρικό ζήτημα του προϋπολογισμού του ΕΣΥ το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δύο τη δημοσιονομική πειθαρχία και τα σφιχτά πρωτογενή πλεονάσματα. Εντός πανδημίας με τις αποφάσεις της ΝΔ, ήμασταν η μοναδική χώρα στον κόσμο που μείωσε κρατικές δαπάνες για την υγεία. Σήμερα ο Κ.Μητσοτάκης μας εμπαίζει με τη δήλωση «Αποτελεί δέσμευση μου ό,τι μπορούμε να εξοικονομήσουμε από τον υφιστάμενο τρόπο λειτουργίας του ΕΣΥ, να επανεπενδύεται στην Υγεία εκτός από τους πόρους, που έχουν ήδη προβλεφθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και ευρύτερα». Δηλαδή μας υπόσχεται περικοπές, δεσμευόμενος ότι αυτές οι περικοπές θα επανεπενδύονται στην υγεία. Όχι όμως μόνο στο ΕΣΥ! Προφανώς και στον ιδιωτικό τομέα της ΥΓΕΙΑΣ.

Επί ΣΥΡΙΖΑ η δημόσια δαπάνη για την υγεία συρρικνώθηκε φτάνοντας στο ιστορικό χαμηλό 5% του ΑΕΠ το 2019 ενώ με τα σφιχτά πρωτογενή πλεονάσματα δεσμεύτηκε εσαεί η χώρα σ’ αυτά τα επίπεδα, σε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ. Έστρωσε έτσι το δρόμο στη ΝΔ για συνέχιση του οικονομικού στραγγαλισμού του ΕΣΥ.  Και έρχεται σήμερα ο ίδιος ΣΥΡΙΖΑ να πει ότι τη δεύτερη φορά θα κάνει «αύξηση κρατικών δαπανών στο 7% του ΑΕΠ σε βάθος 4ετιας». Μην κοροϊδευόμαστε! ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν ως βασικούς άξονες χρηματοδότησης του ΕΣΥ το ίδρυμα Νιάρχος και το Ταμείο Ανάκαμψης. Και οι δυο συναινούν στη σταδιακή απόσυρση του κράτους από την υποχρέωση του να χρηματοδοτεί το ΕΣΥ.

4. Στα θέματα που έχουν να κάνουν με τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας ο ΣΥΡΙΖΑ θολώνει πάλι τα νερά «Δραστική μείωση των ιδιωτικών δαπανών υγείας, μέσα από τη μείωση της συμμετοχής στο κόστος φαρμάκων και την αυξημένη κάλυψη αναγκών που επιβαρύνουν τα νοικοκυριά (εργαστηριακές εξετάσεις, φυσικοθεραπεία-αποκατάσταση, οδοντιατρική φροντίδα, «αποκλειστικές νοσοκόμες», ειδική αγωγή κ.λπ.), είτε μέσα από τις δημόσιες δομές είτε με επιπλέον παροχές από τον ΕΟΠΥΥ». Στην Ελλάδα οι ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών για υπηρεσίες υγείας προσεγγίζουν το 40% των συνολικών δαπανών υγείας, ενώ στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι κάτω από το μισό από αυτό της Ελλάδα. Επιεικώς αοριστολογίες μοιάζουν οι ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι σε αυτά τα ποσοστά. Η ΝΔ, που φρόντισε για τη γιγάντωση αυτών των ποσοστών, από την άλλη, πετάει τη μπάλα στην εξέδρα διαφημίζοντας προγράμματα πρόληψης, μείωσης της παχυσαρκίας και του καπνίσματος. Ζητήματα που θα έπρεπε να είναι δεδομένα σε προηγμένη χώρα εδώ και δεκαετίες.

5. Το κράτος έχει συνέχεια. Ο Μητσοτάκης αν ξαναβγεί δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει το ανολοκλήρωτο έργο. Ο Πλεύρης ήδη έχει υποσχεθεί μετατροπή του ΕΣΥ και των νοσοκομείων σε ΝΠΙΔ. Εγκαθιδρύουν το ΕΣΥ Α.Ε. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις φανφάρες δε δεσμεύεται για καμία κατάργηση συγκεκριμένων νομών της ΝΔ που ήδη έχουν ψηφιστεί και βάζουν ταφόπλακα στο δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ. Λέει ο ΣΥΡΙΖΑ «ακύρωση των νόμων της ΝΔ για τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών και την ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας». Φοβάται να πει ποιους νόμους; Οι υγειονομικοί αγωνιστήκαν το τελευταίο διάστημα για να εμποδίσουν τόσο τον ν.4999/2022 που προβλέπει μεταξύ άλλων το δίπορτο γιατρών στο ΕΣΥ και τις ιδιωτικές κλινικές, αλλά και τον ν.4931/2022 που πέραν του αίσχους του προσωπικού γιατρού προβλέπει τα απογευματινά επί πληρωμή χειρουργεία. Ο ν.4715/2020 που προβλέπει τον ΟΔΙΠΥ που σύμφωνα με τον Μητσοτάκη θα αξιολογεί «τόσο τα οικονομικά, όσο και τα κλινικά αποτελέσματα, με εργαλεία αξιολόγησης, επιβράβευσης ή απομάκρυνσης κάποιου από τη θέση του αν δεν κάνει». Επίσης, ο ν.5034/2023 που μετατρέπει το Παιδογκολογικό Τμήμα των Νοσοκομείων Αγ. Σοφία και Αγλαΐα Κυριακού σε ΝΠΙΔ, προεκλογικό δώρο στην κ. Βαρδινογιάννη. Για όλα αυτά τα σκανδαλώδη νομοσχέδια δεν γράφτηκε μια αράδα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλλον θα καταργηθούν και αυτά σε ένα νόμο και ένα άρθρο όπως έταξε για τα μνημόνια!

6. Για το προσωπικό γιατρό ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διαφέρουν μόνο στο όνομα. Ξεχνάνε ότι δοκιμάστηκε και ο προσωπικός γιατρός του Μητσοτάκη και ο οικογενειακός γιατρός του Τσίπρα τις προηγούμενες τετραετίες, καθώς και πώς η πανδημία αποκάλυψε την τεράστια γύμνια της πρωτοβάθμιας περίθαλψης στη χώρα. Προφανώς τεχνηέντως τα ξεχνάνε γιατί δεν έχουν κανένα σκοπό να επανδρώσουν την ΠΦΥ με προσωπικό που να αναλογεί στον πληθυσμό και τις ανάγκες του λαού. Καθημερινά ακούμε την κραυγή αγονίας αγροτικών και γενικών γιατρών σε νησιωτικές περιοχές για τους καλοκαιρινούς μήνες που έρχονται και το προσωπικό εξαναγκάζεται να λειτουργεί σαν περιπλανώμενος θίασος από κέντρο υγείας σε νοσοκομεία και το αντίστροφο. Για ποιο προσωπικό γιατρό μιλάμε όταν δεν επαρκούν οι γιατροί ούτε για την τακτική κάλυψη των εφημεριακών αναγκών;

7. Στα θέματα της ανισότητας στην πρόσβαση των πολιτών στις δομές υγείας και τον μαρασμό των επαρχιακών δομών, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για νέο χάρτη υγείας και ειδικά κίνητρα προσέλκυσης προσωπικού σε άγονες περιοχές. Αλλάζει μόνο η φρασεολογία και η διατύπωση. Με επιδόματα, μπόλικη αξιολόγηση και αποδοτική λειτουργία δομών τα ντύνει η ΝΔ, ενώ στρογγυλεμένα, με το «υγειονομικό ισοδύναμο» για αποζημίωση των πολιτών για υπηρεσίες που χρειάζεται να μετακινηθούν εκτός τόπου κατοικίας, ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ξορκίσει το κακό του κλεισίματος κλινικών και νοσοκομείων δεν πείθει, αφού η χρηματοδότηση που περιγράφει δεν είναι άλλη από την ήδη υπάρχουσα του Μητσοτάκη δηλαδή το ταμείο ανάκαμψης, η ΕΤΕπ και το ΕΣΠΑ.

8.Τι ξεχάσανε ΝΔ κ ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτό μοιάζουν ακόμα περισσότερο:

Σε επόμενη πανδημία/μαζική καταστροφή θα είμαστε ξανά αθωράκιστοι αφού τα συμπεράσματα τους από την πανδημία, όπως προκύπτει από τα προγράμματα τους, είναι μία από τα ίδια.

Κανένας τους δεν θέλει να συγκρουστεί με την ασυδοσία του ιδιωτικού κεφαλαίου στην υγεία. Ούτε μια παρέμβαση για τις ιδιωτικές κλινικές και εργαστήρια στα προεκλογικά προγράμματα. Κανένα φρένο στην ασυδοσία του καθηγητικού κατεστημένου που συνεχώς υπονομεύει τη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων. Τόση συζήτηση για τις ΜΕΘ/ΜΑΦ και ακόμη τα δύο κόμματα δεν έχουν οργανωμένο σχέδιο πέρα από τις δωρεές και το ΕΣΠΑ. Λίγους μήνες πριν δεν γνώριζε ο πρωθυπουργός ότι ο διασωληνωμένος ασθενής πεθαίνει εκτός ΜΕΘ, σήμερα υπόσχεται 1300 κρεβάτια ΜΕΘ. Τα κρεβάτια όμως χρειάζονται και νοσηλευτές και γιατρούς για να λειτουργήσουν. Ξέχασαν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να ασχοληθούν με κίνητρα για να μην φεύγουν οι νέοι γιατροί στο εξωτερικό ή για να επιστρέψουν οι χιλιάδες που έφυγαν τα 10 χρόνια κρίσης. Δεν άκουσαν στα γραφεία των κομμάτων τίποτα για την υπερεργασία και την υπερεφημέρευση των υγειονομικών. Δεν έφτασαν στα χέρια τους οι παραιτήσεις γιατρών σε επαρχιακά νοσοκομεία λόγω υποστελέχωσης και επισφαλούς εργασίας.

ΔΙΚΤΥΟ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Και μετά τις εκλογές;

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ δεν ακούγεται πια στις προεκλογικές εμφανίσεις. Έχουμε εκλογές στη χώρα που πέρασε τη χειρότερη οικονομική κρίση εδώ και 12 χρόνια, και η πολιτική συζήτηση για την πορεία της οικονομίας, τους μισθούς και τις συντάξεις, την ακρίβεια, τα αβάσταχτα νοίκια και τα ξεχειλωμένα ωράρια είναι ανύπαρκτη.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ σημαίνει απανωτές Ιδιωτικοποιήσεις, στην ουσία ξεπούλημα του Δημόσιου Τομέα στα διεθνή αρπακτικά που επί πινακίου φακής αγόρασαν λιμάνια, Τραίνα, Γη και τώρα θέλουν και το Νερό. Σημαίνει μείωση των μισθών κατά 15-20%, κατάργηση του 13ου και 14ου στο Δημόσιο, πάγωμα των τριετιών. Σημαίνει απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας και κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ είναι απαγορευμένη στο δημόσιο διάλογο αφού οδηγεί αναπόφευκτα και στο επόμενο ερώτημα «ποιος τα ψήφισε;» ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συναγωνίζονται σε επικοινωνιακό ρεσιτάλ για το ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της (ουσιαστικά) χρεοκοπημένης Ελλάδας.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ δεν ακούγεται πια αλλά είναι εδώ περισσότερο από ποτέ. Είναι όλοι οι νόμοι και οι διατάξεις που έχουν διαλύσει τη χώρα και τα δικαιώματα των εργαζόμενων.

Τα βασικά ερωτήματα για τη χώρα και τους νέους εργαζόμενους πριν και μετά τις εκλογές παραμένουν εδώ και καιρό:

  1. Θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα 900€ καθαρά άμεσα; Θα αυξηθούν οι μισθοί στο Ιδιωτικό και στο Δημόσιο τουλάχιστον στο ύψος του τρέχοντος πληθωρισμού; Θα ξεπαγώσουν οι τριετίες στον Ιδιωτικό τομέα; Θα μπορεί ένας νέος εργαζόμενος να ζει με το μισθό που παίρνει και να καλύπτει τα βασικά έξοδα;
  2. Θα μπει φρένο στην ακρίβεια; Ή θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε όλο και περισσότερα; Θα μειωθεί ο ΦΠΑ στα βασικά είδη ή θα πάμε με το γελοίο καλάθι του νοικοκυριού που όχι απλά δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το διαιωνίζει; Θα χτυπηθεί η αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη των ομίλων;
  3. Θα μπει πλαφόν στα ενοίκια; Θα περιοριστεί το Airbnb; Θα καταργηθεί η Golden Visa ή θα συνεχίσουμε να ξεπουλάμε τις πόλεις στα διεθνή αρπακτικά; Θα συσταθεί επιτέλους και στην Ελλάδα ο θεσμός της Κοινωνικής Κατοικίας με φθηνά ενοίκια σε ακίνητα δημόσιας περιουσίας; Θα γίνει το σπίτι ξανά κοινωνικό αγαθό;
  4. Θα καταργηθεί το Χρηματιστήριο Ενέργειας; Ή θα συνεχίσουν να αισχροκερδούν καθημερινά οι μαφιόζοι της ενέργειας πάνω στις πλάτες ενός ολόκληρου λαού. Το καλοκαίρι λήγει το κόλπο Μητσοτάκη με την ενσωμάτωση της Ρήτρας Αναπροσαρμογής στους λογαριασμούς για να μην φαίνονται οι αυξήσεις. Θα μπει πλαφόν στην τιμή λιανικής; Θα ξαναλειτουργήσουν τα λιγνιτικά εργοστάσια ή θα είμαστε ξανά στο έλεος κάποιας διεθνούς ενεργειακής κρίσης;
  5. Θα παρθούν πίσω οι δολοφονικές Ιδιωτικοποιήσεις; Ή θα συνεχίσουμε σα να μη συνέβησαν ούτε τα Τέμπη, ούτε η πανδημία (που σιγά σιγά ιδιωτικοποιείται και το Σύστημα Υγείας), ούτε η ενεργειακή κρίση; Θα έχουμε Δημόσια Τραίνα, Δημόσια ΔΕΗ, Ισχυρό Ε.Σ.Υ., Δημόσια ΕΥΔΑΠ; Ή θα πάρουν όλα τον δρόμο των τηλεπικοινωνιών όπως ο ΟΤΕ;
  6. Θα μπει φρένο στα εργατικά ατυχήματα; Ή θα κάνουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα; Το 2022 ήταν χρονιά ρεκόρ για τα ατυχήματα εν ώρα εργασίας και για τους θανάτους λόγω έλλειψη μέτρων ασφαλείας και η Επιθεώρηση Εργασίας είναι πιο υποστελεχωμένη από ποτέ. Τα κέρδη των εταιριών είναι πάνω από την ανθρώπινη ζωή;

Στις 21 Μαΐου – Μαύρο Κόμματα των Μνημονίων