Το σημαντικό δεν είναι τι έγινε χθες αλλά τι θα γίνει αύριο
Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ
1.
Το αποτέλεσμα ήταν λίγο ή πολύ προδιαγεγραμμένο. Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ ήταν δεδομένη, όπως δεδομένη ήταν και η γενικευμένη απαξίωση της Αριστεράς και η ενίσχυση κάθε λογής ακροδεξιάς. Αν στις πρώτες εκλογές το σοκαριστικό ήταν το εύρος της νίκης Μητσοτάκη και η κατάρρευση ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές της 25ης Ιουνίου σοκάρει η άνοδος της ακροδεξιάς. Το πολιτικό βαρόμετρο εδώ και καιρό δείχνει προς τα δεξιά και τα ακροδεξιά, προς την πολιτική συντηρητικοποίηση, την ιδεολογική οπισθοδρόμηση και τον κοινωνικό αγριανθρωπισμό.
Αυτή η εκτίμηση οδηγούσε στην πολιτική στάση που επικέντρωνε όχι στην εκλογική μάχη, αλλά στην επόμενη μέρα. Η εκλογική “στιγμή” δεν θα μπορούσε να διευκολύνει, ούτε να λειτουργήσει καταλυτικά για την ανάκαμψη της Αριστεράς και του αγωνιστικού κινήματος.
Ωστόσο, ακόμα και στις στιγμές της πιο μεγάλης οπισθοδρόμησης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια κοινωνία που χθες έδωσε αυτά τα αποτελέσματα, οκτώ χρόνια πριν, ενάντια στην αστική της τάξη, στη δικτατορία των αγορών και στους εκβιασμούς των Βρυξελλών, κατέγραφε ένα συντριπτικό 63%. Σήμερα, μία στάση είναι να θρηνείς για το τι απέγινε αυτό το ποσοστό. Η άλλη στάση είναι να αναρωτηθούμε τι πρέπει να κάνουν τα υποκείμενα για να ανασυγκροτηθεί το αγωνιστικό φρόνημα της κοινωνικής πλειοψηφίας, για να τεθούν ξανά τα υπαρξιακά ερωτήματα για τη χώρα και τον προσανατολισμό της, για να ανιχνευθούν νέοι δρόμοι σε όφελος του εργαζόμενου κόσμου.
2.
Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ θα αποτυπωθεί σε ένα νέο κύμα εφαρμογής επιθετικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών που δεν θα απαλύνονται πλέον από τις συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης.
Την επόμενη μέρα κάθε πιθανή αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική θα αγνοείται επιδεικτικά με την επίκληση των ποσοστών της ΝΔ, ποσοστά τα οποία θα απικαλούνται διαρκώς για να “σβήσουν” τις βαριές κυβερνητικές ευθύνες όχι μόνο για την ακρίβεια και το τσάκισμα των πραγματικών μισθών, αλλά και για τα Τέμπη, την Πύλο, τις υποκλοπές, την καταπάτηση του Συντάγματος και των δημοκρατικών δικαιωμάτων κοκ.
Το ποσοστό της ΝΔ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν θα έχει επί της ουσίας κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, ακόμα και στο ενιαίο πλαίσιο του παλιού δικομματισμού, θα επιτείνει φαινόμενα αυταρχισμού, εκτροπής, έπαρσης και βοναπαρτισμού, τα οποία ούτως ή άλλως χαρακτηρίζουν και την παράταξη και τον επικεφαλής της.
Το πρόγραμμα της ΝΔ για ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών, ασυδοσία του κεφαλαίου και περαιτέρω χτύπημα της εργασίας θα ξεδιπλωθεί παράλληλα με την επαναφορά της δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία οι Βρυξέλλες έχουν ήδη αποφασίσει. Ωστόσο, να θυμηθούμε ότι το πρόγραμμα της ΝΔ δεν θα αρχίσει να εφαρμόζεται σήμερα και δεν ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2019.
Οι γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των υποδομών, οι αντεργατικές και αντι-ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις, το χτύπημα στο εισόδημα και στους μισθούς συνιστούν κοινή, διακομματική και αδιάλειπτη πολιτική, τουλάχιστον από το 2010 και μετά. Το ποσοστό Μητσοτάκη, αλλά και ο κατακερματισμός – διάλυση της αντιπολίτευσης, θα επιταχύνουν μια πορεία η οποία όμως ήδη μετρά πολλά χρόνια.
Αυτή η πορεία έχει μετατρέψει τη χώρα σε πεδίο προκλητικής κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο, σε οικονομία που ζει και αναπνέει από τις φούσκες του τουρισμού και των ακινήτων, σε κοινωνία που συντηρητικοποιείται θεωρώντας ότι η βελτίωση της κατάστασής της περνά μέσα από τον ατομικό δρόμο και την ιδιωτική βολή και όχι από τη συλλογική διεκδίκηση ή την απαίτηση για κοινωνικό κράτος παιδεία, υγεία.
Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνέπεια της ανεξίτηλης διπλής αναξιοπιστίας του. Αναξιοπιστία προς τα αριστερά αφού εφάρμοσε με ευλάβεια τα μνημόνια, τα προγράμματα λιτότητας και τις εντολές των ΗΠΑ και των Βρυξελλών. Αλλά και αναξιοπιστία προς τα δεξιά, καθώς η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να του συγχωρέσει το πρώτο εξάμηνο του 2015, την ήπια έστω αμφισβήτηση των ορίων του ελληνικού αστισμού, το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Κυρίως δεν μπορεί να του συγχωρεθεί το γεγονός ότι επέτρεψε με το δημοψήφισμα να τεθεί στην ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά το ερώτημα που απειλούσε τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας.
Μόνο και μόνο για το γεγονός αυτό, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά, για να μην τολμήσει ξανά καμιά πολιτική δύναμη να αμφισβητήσει (έστω και χωρίς να το εννοεί) το απαραβίαστο πλαίσιο που θέτει για τη χώρα και την κοινωνία η αστική τάξη.
Η φαιδρή αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια 2019 – 2023 λειτούργησε αθροιστικά αρνητικά στην κυβερνητική του θητεία του 2015 – 2019 και στις πολιτικές και ιδεολογικές ασχήμιες στις οποίες διέπρεψε, ενάντια στην κοινωνική πλειοψηφία, στον κόσμο της εργασίας, στην Αριστερά και στην ιστορία της.
Και στο παρελθόν το σύστημα πολέμησε την Αριστερά αλλά δεν κατάφερε να την ξεριζώσει από τις λαϊκές τάξεις. Εκείνη η Αριστερά, πριν δεκαετίες, είχε ταυτιστεί με την αυτοθυσία, την αντίσταση, την μετωπική αντίληψη, το πρόγραμμα και τις θέσεις για τα προβλήματα του λαού, την καθημερινή διεκδίκηση εκεί που ζει και δουλεύει ο λαός, την εθνική ανεξαρτησία, την κατάργηση των προνομίων.
Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται σε λίγα χρόνια μέσα. Τι σχέση έχει όμως η Αριστερά που αναφέραμε, με αυτήν που έκανε κωλοτούμπα σε όλες τις βασικές θέσεις της (μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα, ΝΑΤΟ κοκ) για την καρέκλα; Που αντέγραφε τις χειρότερες παραδόσεις του αυριανισμού και του πασοκισμού ως στάση και συμπεριφορά;
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν είναι Αριστερά, αλλά η ήττα του καταγράφεται ως ήττα της Αριστεράς και για αυτό είναι πολλαπλά υπεύθυνος για τον κοινωνικό χειμώνα που προδιαγράφεται. Η προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο το 2015 λειτουργεί και θα λειτουργεί για πολλά ακόμα χρόνια ως ζώσα υπενθύμιση ότι το πλαίσιο που ορίζει για την κοινωνία η άρχουσα τάξη δεν πρέπει να αμφισβητείται, και αν αμφισβητείται, οδηγεί σε ατιμωτικές μετάνοιες.
Με αυτή τη βαθιά ριζωμένη πλέον πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αναμετρηθεί η όποια προσπάθεια ανάταξης της Αριστεράς.
Επιπρόσθετα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ έχουν το στρατηγικό αδιέξοδο που έχουν όλα τα μεταλλαγμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, τα οποία έχουν καθηλωθεί σε ποσοστά κάτω του 20%-25%. Πολιτική αναδιανομής και στήριξης του κοινωνικού κράτους δεν μπορούν να εφαρμόσουν, γιατί κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει το κεφάλαιο. Όταν το επέτρεψε ιστορικά, το έκανε υπό το φόβο ενός θανάσιμου αντιπάλου, του κομμουνιστικού κινήματος. Από την άλλη, τη γνήσια εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος την διεκδικεί η δεξιά. Επομένως τα κόμματα αυτά βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού.
4.
Το πλήθος και τα ποσοστά των ακροδεξιών, εθνικιστικών, παραθρησκευτικών και μουσολινικών δυνάμεων που μπαίνουν στη Βουλή οφείλουν να προβληματίσουν για το βάθος και την ποιότητα της συντηρητικής αναδίπλωσης στην ελληνική κοινωνία.
Ελληνική Λύση και Νίκη αντλούν από την κλασική και διαχρονική δεξαμενή της ακροδεξιάς που ισχυροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια από τη χρεοκοπία της υπαρκτής Αριστεράς και τον ηθικό πανικό που προκαλούν τα ζητήματα της μετανάστευσης, των δικαιωμάτων αλλά και των εθνικών.
Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μία απλή δήλωση του φυλακισμένου νεοναζί Κασιδιάρη αρκούσε για να εκτοξευθεί μέσα σε τρεις μόλις εβδομάδες το μόρφωμα “Σπαρτιάτες” στο Κοινοβούλιο καταγράφοντας μάλιστα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά, όχι απλώς στις παραδοσιακές δεξιές περιφέρειες της επαρχίας αλλά κυρίως στις λαϊκές και περιθωριοποιημένες περιοχές των αστικών κέντρων. Το φασιστικό φαινόμενο παραμένει ζωντανό στην ελληνική κοινωνία, τρέφεται από ένα μίγμα οργής, απόρριψης, αντιπολιτικής και υποκουλτούρας και γράφει ισχυρά στη νεολαία.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα ακραία προσωποπαγές κόμμα που στηρίχθηκε από τα ΜΜΕ ως αντιΣΥΡΙΖΑ μαντρόσκυλο και έχει κλείσει οριστικά τους λογαριασμούς με την ριζοσπαστική αντιμνημονική περίοδο της επικεφαλής της. Οι προθέσεις και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων της μπορεί να είναι διαφορετικές, αλλά το ύφος, ο ναρκισσισμός, ο αυταρχισμός και η προσαρμοστικότητα στις επιταγές του συστήματος που επιδεικνύει η επικεφαλής της, προσομοιάζουν στον Μουσολίνι.
Συνολικά το ακροδεξιό ρεύμα αποκτά σημαντική υπόσταση στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο γιατί πετυχαίνει υψηλά εκλογικά ποσοστά, αλλά γιατί έχει διαμορφώσει ισχυρή ακροδεξιά ατζέντα (μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, οικογένεια, πατρίδα, δικαιώματα), σε ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα. Στη νεολαία, στη φτωχή εργατική τάξη, στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αυτή η ατζέντα εξελίσσεται δυναμικά, επιθετικά και συγκροτημένα, ακόμα και αν τα πολιτικά σχήματα που την εκφράζουν, είναι εφήμερα.
Επιβεβαιώνεται και στην Ελλάδα άλλη μια τάση που εκφράζεται διεθνώς και αφορά την αντίθεση από τους «ριγμένους της παγκοσμιοποίησης» προς ένα σύστημα που υπόσχεται τέλος του έθνους κράτους, σε όφελος των πολυεθνικών, ένα σύστημα που προωθεί ένα παγκοσμιοποιημένο ομοιόμορφο εμπόρευμα υποκουλτούρας – υπερκαταναλωτισμού προς αντικατάσταση της παραδοσιακής κουλτούρας (οικογένεια, θρησκεία κλπ), ένα σύστημα που προπαγανδίζει την δικαιωματική πολιτική και τα ατομικά δικαιώματα – πολλά από τα οποία είναι ώριμα και πρέπει να ικανοποιηθούν – την ώρα που διαλύει τα κοινωνικά δικαιώματα.
5.
Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει την εκλογική του επίδοση με ακατανόητη έπαρση και μικρές λαθροχειρίες. Χαρακτηρίζει ιστορικά τα αποτελέσματά του και πανηγυρίζει για αυτά, την ώρα που για παράδειγμα το 2009 κατέγραφε τα ίδια ποσοστά (7.54%) και τον Μάιο του 2012 ακόμα ψηλότερα (8,48%), ποσοστά που δεν χρησίμευσαν στο παραμικρό στις πολιτικές μάχες που δόθηκαν εκείνη την περίοδο και αργότερα. Το ΚΚΕ είναι απών από τον πολιτικό στίβο, δεν ενοχλεί και δεν ενοχλείται, καταγράφει δυνάμεις ανάλογα με την πίεση που υφίσταται, αλλά η εκλογική του επίδοση ούτε σήμερα, ούτε αύριο, δεν θα μετασχηματιστεί σε πολιτικό σχέδιο για αλλαγή του συσχετισμού, για να αποτραπούν αντιλαϊκές πολιτικές και για να αλλάξουν τα πράγματα. Πρόκειται για μια μαρκίζα με 100 χρόνια ιστορία, βολικό καταφύγιο ενός αριστερού δυναμικού για την απόσυρση από τον πολιτικό αγώνα, με εκλογικά ποσοστά που δεν μετασχηματίζονται σε πολιτικές.
Ακόμα και οι πανηγυρισμοί για την άνοδο του ΚΚΕ σε σωματεία, φοιτητές κλπ είναι αναντίστοιχοι αφού πουθενά σχεδόν δεν συνδυάζονται με άνοδο των αγώνων και του λαϊκού φρονήματος (γιατροί, φοιτητές, ΓΣΕΕ, μια σειρά εργατικά κέντρα). Η εκνευριστική αυτααναφορικότητα ενός κόμματος-μηχανισμού που πανηγυρίζει για τη δική του εκλογική αύξηση, ενώ ο συσχετισμός χειροτερεύει, δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία ενός κόμματος που η μοίρα του ήταν συνδεδεμένη με την πορεία των λαϊκών αγώνων, πριν μισό και βάλε αιώνα.
Το ΜΕΡΑ 25 – Συμμαχία για τη Ρήξη απέτυχε να μπει στη Βουλή, κατέγραψε πτώση όχι μόνο από τα ποσοστά του 2019 αλλά και από τα ποσοστά του Μαΐου, αποδεικνύοντας ότι η ρεπλίκα ενός παλιού καλού ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει. Το δυναμικό και τα πρόσωπα που συνδέθηκαν με εκείνη την περίοδο δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο στην ανάταξη της αριστερής αξιοπιστίας και στη συγκρότηση μιας μαχητικής αντιπολίτευσης. Μικρότερα αριστερά σχήματα και ψηφοδέλτια βρίσκονται ακριβώς στην ίδια κατάσταση που βρίσκονταν δέκα χρόνια πριν και θα βρίσκονται και δέκα χρόνια μετά, χρήσιμα για τους συνδικαλιστικούς ή κοινωνικούς αγώνες, ανήμπορα και άχρηστα στα πολιτικά διακυβεύματα.
Συνολικά η Αριστερά και το εργατικό κίνημα, ανεξάρτητα από τους στρουθοκαμηλικούς πανηγυρισμούς του ΚΚΕ, βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Η Δεξιά για πρώτη φορά από το 1974 είναι ισχυρότερη από την αντιδεξιά, ενώ επίσης για πρώτη φορά έχουμε κυβέρνηση που ασκεί εξουσία με την αντιπολίτευση τόσο πολύ κατακερματισμένη και την αξιωματική αντιπολίτευση κάτω από το 20%.
Επιπλέον στο χώρο το κέντρου κυριαρχεί ολοκληρωτικά η ΝΔ, αφήνοντας μηδαμινές εφεδρείες στην Κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει και ένα αντιαριστερό μένος το οποίο καλλιεργήθηκε από τα ΜΜΕ, συγκροτήθηκε όμως ως κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά, και αυτό το αντιαριστερό μένος στρέφεται ενάντια στην Αριστερά και όχι μόνο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα αυτά δεν μπορεί να μην αποτυπωθούν σε κοινωνικές διεργασίες, στην ποιότητα και στη μαζικότητα των αντιστάσεων της επόμενης μέρας, στην κοινωνική νομιμοποίηση των κυβερνητικών πολιτικών.
6.
Η ελληνική κοινωνία έχει αλλάξει. Πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά. Ο αυθόρμητος ριζοσπαστισμός της μνημονιακής περιόδου που έφτασε μέχρι και το δημοψήφισμα έχει εξαϋλωθεί, αλλά πάντα θα λειτουργεί ως υπενθύμιση δυνατοτήτων και ευκαιριών για τον εργαζόμενο λαό – κινδύνων και απειλών για την αστική τάξη.
Η κοινωνική και οικονομική οπισθοχώρηση της προηγούμενης δεκαετίας έχει επιβάλει ως πλειοψηφική την ατζέντα της ακροδεξιάς, η οποία ενισχύθηκε αποφασιστικά από την κυβέρνηση της ΝΔ (αντιμεταναστευτική, πατριδοκάπηλη ρητορεία) και πλέον αναζητά ανεξάρτητη πολιτική έκφραση.
Ο κοινωνικός αγριανθρωπισμός, η οικονομική επιβίωση ως αλληλοεξόντωση, η ισχύς του δυνατού έναντι του αδύναμου, η αναδίπλωση στην οικογενειακή – ατομική επιτυχία, είναι οι κυρίαρχες τάσεις. Αυτά, παράγουν συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα.
Οικονομικά, μετά από μια δεκαετία ασφυξίας, η -λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης- δημοσιονομική χαλάρωση επέτρεψε στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα να κοιτάζουν τη ΝΔ ως ευεργέτιδα δύναμη που μοίρασε χρήμα, σε αντίθεση με τους προηγούμενους που το μάζευαν. Επιπλέον, η μικρή ιδιοκτησία, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, η μικρή επιχειρηματικότητα, ταΐστηκαν καλύτερα συγκριτικά με το παρελθόν, είτε λόγω κρατικής πολιτικής (προγράμματα, επιδοτήσεις, ελαφρύνσεις), είτε λόγω τουριστικής φούσκας και έκρηξης στα ακίνητα. Αυτά, σε συνέργεια με τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις, διαμόρφωσαν το βαθύ δεξιό χρώμα του πολιτικού χάρτη.
7.
Ο πολιτικός ζόφος που χαρακτηρίζει το νέο Κοινοβούλιο αλλά και η κοινωνική συναίνεση στο πολιτικό και οικονομικό σχέδιο της ΝΔ θα πολλαπλασιάσει αναπόφευκτα συμπεριφορές και ψυχολογίες αντιπολιτικής και απογοήτευσης. Ο εύκολος δρόμος θα είναι το ανάθεμα και οι κατάρες στο λαό που δεν καταλαβαίνει τι ψηφίζει. Ο δύσκολος δρόμος είναι η πορεία ανάταξης που προϋποθέτει όμως διαδικασίες επανίδρυσης.
Για όσους θέλουν να βρίσκονται στο έδαφος της θεωρίας και της πρακτικής της Αριστεράς και του κομμουνισμού, η κοινωνία δεν είναι εχθρός που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά τάξεις που διαμορφώνονται από τις πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές των υποκειμένων. Απόψεις που αντιμετωπίζουν τον λαό ως εχθρό και καθυστερημένο, ή που βλέπουν την κοινωνία ως μπετόν αρμέ ιδεών και συμπεριφορών, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την Αριστερά.
Όσοι το 2015, χαρακτηρίζαμε την ήττα ως στρατηγικής σημασίας με συνέπειες σε βάθος χρόνου που θα επηρεάσει για πολλά χρόνια τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες και θα κηλιδώσει βαθιά την Αριστερά, χαρακτηριζόμασταν απαισιόδοξοι. Σήμερα, στη γενικευμένη (αλλά χρονοκαθυστερημένη) απαισιοδοξία της Αριστεράς και των αριστερών πρέπει να αντιτάξουμε την αισιοδοξία όχι απλά της βούλησης να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά και της συνείδησης πλέον ότι απαιτούνται τομές, ανατροπές και “πατροκτονίες” για να έχει ελπίδα η ανάταξη και η επανίδρυση.
Χρειάζεται επίσης στην αναζήτηση της πολιτικής – εκλογικής ευκολίας και του γρήγορου και ανέξοδου δρόμου της επιτυχίας να αντιπαρατεθεί η δύσκολη και επίπονη ιεράρχηση της συγκρότησης και συγκέντρωσης δύναμης σε ένα προγραμματικό επίπεδο.
Η συγκρότηση κομμουνιστικής δύναμης και η αναζήτηση μιας νέας πολιτικής μετωπικής σύνθεσης, είναι ένα δίδυμο καθήκον με το οποίο κάθε αριστερός που προβληματίζεται από το εκλογικό αποτέλεσμα θα πρέπει να αναμετρηθεί. Αυτή είναι η αναγκαιότητα της επόμενης μέρας και είναι πολύ πιο σημαντική από το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική αποτύπωση της στιγμής.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ είναι πολιτική οργάνωση της Κομμουνιστικής Αριστεράς.