Η νέα δυναμική στη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής
Το antapocrisis αναδημοσιεύει το άρθρο του Αμερικανού αναλυτή στρατιωτικών και γεωπολιτικών θεμάτων Scott Ritter το οποίο επιχειρεί να εξετάσει τη μεγάλη εικόνα που δημιουργείται στη Μέση Ανατολή μετά τις 7 Οκτώβρη και έχει ως βασικό στοιχείο την ολική επαναφορά του Παλαιστινιακού ζητήματος ως προϋπόθεση οποιασδήποτε προσπάθειας εξομάλυνσης των σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και στον αραβικό κόσμο. Η έκρηξη του Παλαιστινιακού δυσχεραίνει σημαντικά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να υπάρξει καταλλαγή στη Μέση Ανατολή, ενώ η πιθανή ανοικτή εμπλοκή του άξονα της Αντίστασης (Ιράν, Συρία, Χεζμπολάχ) μπορεί να καταλήξει σε μια στρατηγική υποχώρηση των αμερικανικών σχεδίων.
Η συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ απειλεί να αποσταθεροποιήσει τη Μέση Ανατολή – και τον κόσμο. Ο πόλεμος ανέδειξε το ζήτημα της παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης στο διπλωματικό προσκήνιο ως βασικό στοιχείο κάθε στρατηγικής επίλυσης των συγκρούσεων. Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί αυτό θα καθορίσει το μέλλον της γεωπολιτικής της Μέσης Ανατολής.
Το πρωί της 7ης Οκτωβρίου, μαχητές της Χαμάς παραβίασαν το συνοριακό τείχος που εγκατέστησε το Ισραήλ και χώριζε τη Λωρίδα της Γάζας από το Ισραήλ, και πραγματοποίησαν επιθέσεις σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και οικισμούς, σε αυτό που είναι γνωστό ως “ζώνη της Γάζας”. Από τις επιθέσεις αυτές σκοτώθηκαν περισσότεροι από 1.300 άνθρωποι εκείνη την ημέρα – που έκτοτε αυξήθηκαν σε περισσότερους από 1.400 – συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων αμάχων. Η ισραηλινή απάντηση -ένας αδιάκοπος αεροπορικός βομβαρδισμός της Γάζας που έχει, μέχρι σήμερα, σκοτώσει περισσότερους από 7.000 ανθρώπους- έχει προκαλέσει διεθνή συναγερμό, ακόμη και αν ο κόσμος καταδικάζει τις ενέργειες της Χαμάς που προκάλεσαν την ισραηλινή επίθεση.
Αυτή η δυναμική έχει εκδηλωθεί σε μια νοοτροπία μεταξύ εκείνων που θα ηγηθούν της επίλυσης αυτής της κρίσης, σύμφωνα με την οποία κάθε σχέδιο επίλυσης της σύγκρουσης πρέπει να ξεπεράσει την ισραηλινή φόρμουλα με κίνητρο την εκδίκηση και, αντίθετα, να αναζητήσει μια βιώσιμη λύση που θα περιλαμβάνει την παλαιστινιακή κρατική υπόσταση. “Δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο status quo”, δήλωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν σε πρόσφατες δηλώσεις του σχετικά με τη σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς. Ο Μπάιντεν εξέφρασε την ελπίδα ότι οι εργασίες για την ενσωμάτωση του Ισραήλ στην περιοχή, που σταμάτησαν λόγω των συγκρούσεων, θα συνεχιστούν, αλλά σημείωσε ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει εφικτό μόνο εάν “οι προσδοκίες του παλαιστινιακού λαού θα είναι επίσης μέρος αυτού του μέλλοντος”.
Δυνατότητα κλιμάκωσης
Ενώ το ζήτημα της παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης έχει προσδιοριστεί ως βασικό στοιχείο κάθε προσπάθειας επίλυσης της σύγκρουσης, η άμεση απειλή που αντιμετωπίζει ο κόσμος είναι ο κίνδυνος κλιμάκωσης της σύγκρουσης με την εμπλοκή σε αυτήν της πολιτοφυλακής Χεζμπολάχ του Λιβάνου, αλλά και του Ιράν, αναγκάζοντας έτσι τις ΗΠΑ να παρέμβουν στο πλευρό του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή για την υποστήριξη του Ισραήλ, ενώ οι αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ και τη Συρία έχουν ήδη δεχθεί επιθέσεις από φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές. Οποιαδήποτε ευρύτερη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή θα κινδύνευε να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την περιοχή και, δεδομένων των αναμενόμενων επιπτώσεων στις αγορές ενέργειας, ολόκληρο τον κόσμο.
Τόσο η Χεζμπολάχ όσο και το Ιράν έχουν δηλώσει ότι αν το Ισραήλ πραγματοποιούσε μεγάλης κλίμακας επίθεση στη Γάζα, δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να επέμβουν. Ισραηλινοί πολιτικοί και στρατηγοί έχουν δηλώσει ότι η μόνη επιλογή που έχει στη διάθεσή του το Ισραήλ για να νικήσει τη Χαμάς στο βαθμό που απαιτεί η διασφάλιση της ισραηλινής ασφάλειας, είναι μια μαζική εισβολή εκατοντάδων χιλιάδων ισραηλινών στρατιωτών στη Γάζα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενθάρρυνε σιωπηλά το Ισραήλ να αποφύγει μια τέτοια εισβολή, αποστέλλοντας μια υψηλού επιπέδου στρατιωτική ομάδα για να συμβουλεύσει την ισραηλινή ηγεσία σχετικά με τις δυσκολίες που συνδέονται με τον πόλεμο μεγάλης κλίμακας μέσα στον αστικό ιστό.
Το Ισραήλ έχει πραγματοποιήσει, τα τελευταία δύο χρόνια, στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας, μαζί με τις ΗΠΑ, οι οποίες προσομοίαζαν έναν ταυτόχρονο πόλεμο σε πολλαπλά μέτωπα στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη, τον Λίβανο (εναντίον της Χεζμπολάχ), τα Υψίπεδα του Γκολάν (εναντίον της Συρίας) και το Ιράν. Ενώ τα αποτελέσματα αυτών των ασκήσεων παραμένουν μυστικά, στρατιωτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι, τουλάχιστον, ο ισραηλινός στρατός καταπονήθηκε στο μέγιστο δυνατό βαθμό από ένα τέτοιο σενάριο και ότι οποιαδήποτε σύγκρουση με το Ιράν θα μπορούσε να διεξαχθεί μόνο με τη συμμετοχή σημαντικής αμερικανικής υποστήριξης.
Είναι η αβεβαιότητα που προκύπτει από την αμφισβήτηση της ικανότητας του Ισραήλ να επικρατήσει σε μια πολυμέτωπη σύγκρουση, και οι συνέπειες μιας ισραηλινής στρατηγικής ήττας (μέχρι και την πιθανή χρήση ισραηλινών πυρηνικών όπλων), που ώθησε τις ΗΠΑ να αποθαρρύνουν αθόρυβα το Ισραήλ από την έναρξη μιας μεγάλης κλίμακας χερσαίας εισβολής στη Γάζα. Από την αμερικανική οπτική γωνία, η αναστάτωση της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, που έχει επέλθει λόγω του ξεσπάσματος των μαχών μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ, ωχριά σε σύγκριση με εκείνη που θα προέκυπτε αν ξεσπούσε ένας περιφερειακός πόλεμος. Η διαχείριση της δυναμικής της κλιμάκωσης της σύγκρουσης Χαμάς-Ισραήλ έχει καταστεί κορυφαίος διπλωματικός στόχος των ΗΠΑ.
Ένα νέο πολιτικό τοπίο
Όποια και αν είναι η εξέλιξη της στρατιωτικής κατάστασης στη Γάζα, είναι γεγονός ότι, μετά την 7η Οκτωβρίου, υπάρχει ένα νέο πολιτικό τοπίο στη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής. Πριν από την επίθεση της Χαμάς, η Μέση Ανατολή φαινόταν να βρίσκεται σε μια πορεία προς μια στοιχειώδη περιφερειακή σταθερότητα. Από τη μια πλευρά υπήρχε η προσέγγιση μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας που επετεύχθη με κινεζική μεσολάβηση και από την άλλη μεριά υπήρχε η προοπτική μιας εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Το θέμα της Παλαιστίνης, αν μάλιστα τέθηκε, έμεινε στο διπλωματικό περιθώριο, δέσμιο των περιορισμών που επέβαλαν οι Συμφωνίες του Αβραάμ. Αυτές επιδίωκαν την εξομάλυνση των αραβοϊσραηλινών σχέσεων ανεξάρτητα από το αν υπάρξει ή όχι ένα παλαιστινιακό κράτος. Επιπλέον, οι όροι για την παλαιστινιακή κρατική υπόσταση που έθεσε το Ισραήλ στις συμφωνίες ήταν τόσο περιοριστικοί που καθιστούσαν πολιτικά και οικονομικά μη βιώσιμο οποιοδήποτε κράτος προέκυπτε.
Σήμερα, η Μέση Ανατολή παραπαίει προς την καταστροφή. Προς μεγάλη ενόχληση του Ισραήλ και των υποστηρικτών του, η δυσχερής θέση του παλαιστινιακού λαού, και όχι η τρομοκρατία της Χαμάς, έχει βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινότητας. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, σε δήλωσή του ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας, δήλωσε ότι οι “τρομακτικές επιθέσεις” της Χαμάς κατά του Ισραήλ “δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη συλλογική τιμωρία του παλαιστινιακού λαού”, σημειώνοντας ότι “είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε επίσης ότι οι επιθέσεις της Χαμάς δεν έγιναν σε κενό αέρος”.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, σε πρόσφατη ομιλία του ενώπιον Τούρκων βουλευτών, δήλωσε ότι “η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση, είναι μια απελευθερωτική ομάδα, “μουτζαχεντίν”, που δίνει μάχη για να προστατεύσει τα εδάφη και το λαό της”. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία δεν έχει θεωρήσει ποτέ τη Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση και φιλοξενεί τακτικά μέλη της ομάδας στο έδαφός της. Αλλά μια τέτοια ανοιχτή υποστήριξη της Χαμάς τόσο σύντομα μετά την 7η Οκτωβρίου υπογραμμίζει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το Ισραήλ καθώς αγωνίζεται να ανταποκριθεί στην πιο φονική ημέρα της ιστορίας του.
Τεκτονική μετατόπιση
Η πιο σημαντική ένδειξη της τεκτονικής μετατόπισης που συντελείται εξαιτίας της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου μπορεί να βρεθεί σε μια πρόσφατη δήλωση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος δήλωσε ότι “έχει σημασία το πώς το Ισραήλ διεξάγει αυτόν τον αγώνα κατά της Χαμάς”. Οποιαδήποτε ισραηλινή δράση “που αγνοεί το ανθρώπινο κόστος θα μπορούσε τελικά να γυρίσει μπούμερανγκ”, δήλωσε ο Ομπάμα, καθώς κάτι τέτοιο θα σκλήραινε τη στάση των Παλαιστινίων “για γενιές”, διαβρώνοντας την παγκόσμια υποστήριξη προς το Ισραήλ και ελευθερώνοντας τελικά “τα χέρια των εχθρών του Ισραήλ”, υπονομεύοντας “τις μακροπρόθεσμες προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή”.
Το Ισραήλ έχει θέσει έναν αδύνατο στόχο για την τρέχουσα σύγκρουση: την πλήρη εξάλειψη της Χαμάς ως στρατιωτικής δύναμης. Οποιαδήποτε αποτυχία στην επίτευξη αυτού του συχνά διακηρυγμένου στόχου θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως μια νίκη της Χαμάς εξ ορισμού. Η Χαμάς κερδίζει απλά και μόνο αν επιβιώσει. Αλλά για να έχει πιθανότητες επιτυχίας οποιαδήποτε μετασυγκρουσιακή ειρηνευτική διαδικασία, πρώτον, η Χαμάς θα πρέπει να εμπλακεί – η ομάδα αυτή είναι μια πολιτική πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί – και δεύτερον, το ζήτημα της παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με τρόπο που να απορρίπτει τη φόρμουλα των Συμφωνιών του Αβραάμ και να επιστρέφει στη λύση των δύο κρατών όπως αυτή προσδιορίστηκε στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Όσλο.
Το είδος της παλαιστινιακής κρατικής υπόστασης θα χρωματίσει, και πάλι, σχεδόν κάθε σημαντικό ζήτημα της Μέσης Ανατολής στο μέλλον. Όπως έχουν τα πράγματα, ο προτεινόμενος Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής, ο οποίος προέκυψε από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της G20 ως κεντρικό σημείο της περιφερειακής πολιτικής των ΗΠΑ, είναι ουσιαστικά νεκρός εν τη γεννέσει του. Το ίδιο ισχύει και για την ιδέα της εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ. Ενώ το Ριάντ δεν έχει κλείσει την πόρτα σε μια τέτοια πιθανότητα, η ηγεσία του έχει καταστήσει σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της παλαιστινιακής πατρίδας.
Πηγή: Energy Intelligence
Μετάφραση: antapocrisis

Ο Scott Ritter είναι πρώην αξιωματικός των υπηρεσιών πληροφοριών του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ, η υπηρεσία του οποίου σε μια καριέρα 20 και πλέον ετών περιελάμβανε αποστολές στην πρώην Σοβιετική Ένωση για την εφαρμογή συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών, υπηρέτησε στο επιτελείο του Αμερικανού στρατηγού Norman Schwarzkopf κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου και αργότερα ως επικεφαλής επιθεωρητής όπλων του ΟΗΕ στο Ιράκ από το 1991 έως το 1998.