Άρθρα

Έκθεση ΟΟΣΑ 2021: Η κατάρρευση της υγείας στην Ελλάδα

Στις 13/12 δημοσιοποιήθηκε η έκθεση του ΟΟΣΑ για την ‘’Κατάσταση της Υγείας στην Ελλάδα του 2021’’[i]. Αυτή η έκθεση δημοσιοποιείται κάθε δυο έτη για όλες τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αντικειμενικό ανάγνωσμα, καθώς προέρχεται από τα παγκόσμια think tank της εμπορευματοποίησης και διάλυσης των δημόσιων Εθνικών Συστημάτων Υγείας. Παρόλα αυτά τα ευρήματά της μαρτυρούν την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας στην Ελλάδα. Μιας και συνηθίζουν να χάνονται τελευταία οι επιστημονικές εκθέσεις που διαλύουν το κυβερνητικό αφήγημα της επιτυχούς διαχείρισης της πανδημίας, ας σταθούμε στα βασικά συμπεράσματα από την έκθεση του ΟΟΣΑ:

  1. Η Πλεονάζουσα Θνησιμότητα στην Ελλάδα εκτοξεύθηκε στα χρόνια της πανδημίας – Το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης μειώθηκε κατά 6 μήνες

Ήδη ο μέσος όρος ζωής στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 6 μήνες στα έτη 2019 – 2020 σαν αποτέλεσμα της πανδημίας. Βρίσκεται πλέον στα 81,7 έτη, λίγο πιο πάνω από το μέσο όρων των χωρών του ΟΟΣΑ.

Ο Π.Ο.Υ ορίζει την πλεονάζουσα θνησιμότητα ως «οι επιπρόσθετοι συνολικοί θάνατοι που καταγράφονται μέσα σε μία κρίση (όπως η Πανδημία Covid) σε σχέση με τους αναμενόμενους θανάτους υπό φυσιολογικές συνθήκες». Με αυτόν τον τρόπο υπολογίζονται όχι μόνο οι θάνατοι από COVID – 19, αλλά και από το σύνολο των άλλων ασθενειών (καρδιαγγειακά, καρκίνοι, λοιμώξεις κτλ). Πρόκειται δηλαδή για τους θανάτους που οφείλονται στην πανδημία, αλλά δεν προκαλούνται από τον ίδιο τον ιό. Προκαλούνται από την «παράλληλη πανδημία» της «λοιπής νοσηρότητας». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Π.Ο.Υ υπολογίζεται ότι οι συνολικοί επιπρόσθετοι θάνατοι το 2020 είναι 1,11 έως 1,21 εκατομμύρια μόνο για την Ευρώπη, την ίδια στιγμή που οι θάνατοι από COVID ήταν 600 χιλιάδες! Δηλαδή από το σύνολο της πλεονάζουσας θνησιμότητας οι μισοί θάνατοι οφείλονται στην νόσο COVID και οι άλλοι μισοί στα υπόλοιπα νοσήματα[ii].

Η έκθεση του ΟΟΣΑ εκτιμάει ότι η Πλεονάζουσα Θνησιμότητα στην Ελλάδα μεταξύ Μαρτίου 2020 και Δεκεμβρίου 2020 άγγιζε τις 8.500 χιλιάδες. Αντίστοιχα δεδομένα καταγράφει το ‘’Κέντρο Έρευνας και Εκπαίδευσης στην Δημόσια Υγεία, Την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και την Πολιτική Υγείας’’ (ΚΕΠΥ) για την περίοδο 22 Φεβρουαρίου-31 Δεκεμβρίου 2020 που αφορά το 1ο και το 2ο Κύμα της Πανδημίας. Στην Ελλάδα καταγράφηκαν 8.405 θάνατοι περισσότεροι, δηλαδή +8,4% σε σχέση με τους αναμενόμενους βάσει της πενταετίας 2015-2019 πριν την πανδημία. Σχεδόν οι μισοί (3.799) από αυτούς τους θανάτους δεν μπορούν να αποδοθούν στην COVID-19[iii]. Όπως μας ενημερώνει ο καθηγητής Η. Κονδύλης η δραματική αυτή κατάσταση οφείλεται:

Α) Στην αδυναμία ελέγχου της πανδημίας. Στην απροθυμία επένδυσης σε μόνιμες δομές δημόσιας υγείας, δομές επιδημιολογικής επιτήρησης και υγειονομικού προσωπικού. Στην πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα σε βάρος του δημοσίου. Στην αντιεπιστημονική επένδυση στην ατομική ευθύνη έναντι της κοινωνικής και κρατικής ευθύνης.

Β) Στην έκρηξη της μη COVID – 19 θνησιμότητας στην Ελλάδα. Η μετατροπή του ΕΣΥ σε ‘’μονοθεματικό’’ σύστημα φροντίδας υγείας οδήγησε στην μειωμένη διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση χρόνιων ασθενών[iv].

Γράφημα 1.

Πηγή: ΚΕΠΥ 2020

Όσον αφορά το 3ο Κύμα της Πανδημίας, αντλούμε στοιχεία από την βάση δεδομένων της Eurostat όπως περιγράφεται από το Γράφημα 2.

Γράφημα 2: Στοιχεία για την Πλεονάζουσα Θνησιμότητα στην Ελλάδα Γενάρης 2020 έως Σεπτέμβρη 2021

Πηγή: Eurostat (πρόσβαση 22/12/2021)[v]

Παραπάνω βλέπουμε πως κυμάνθηκε η πλεονάζουσα θνησιμότητα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ευρώπη. Ήδη από το τρίτο κύμα της Πανδημίας και έπειτα η Ελλάδα βρίσκεται κατά πολύ πάνω από τον Μ.Ο της Ευρώπης σε σχέση με το ποσοστό της Πλεονάζουσας θνησιμότητας παρουσιάζοντας ραγδαία αύξηση από τον Ιούλιο και μετά. Βέβαια, τα διαθέσιμα στοιχεία σταματάνε στα τέλη Σεπτεμβρίου, δηλαδή πριν από την αρχή του τέταρτου και φονικότερου κύματος της Πανδημίας.

Μία εικόνα του μεγέθους της καταστροφής που προκάλεσε το τέταρτο κύμα της πανδημίας μας δείχνουν τα στοιχεία από το John Hopkins στο παρακάτω γράφημα 3. Απεικονίζονται οι εβδομαδιαίοι θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμό από COVID – 19. Βλέπουμε ότι από το καλοκαίρι του 2021 η Ελλάδα όχι απλώς είναι πρώτη σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, αλλά έχει διπλάσιους σε σχέση με τον Μ.Ο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γράφημα 3: Εβδομαδιαίοι Θάνατοι από COVID – 19 ανά εκατομμύριο πληθυσμό.

Πηγή: Our World in Data (πρόσβαση 22/12/2021)[vi]

Τα Γραφήματα 2 και 3 δείχνουν την ζοφερή κατάσταση της υγείας του Ελληνικού πληθυσμού για τα έτη 2020 και 2021.

Γενικά, η πλεονάζουσα θνησιμότητα μειώνεται όταν αυξάνονται οι δαπάνες για την υγεία, τα διαθέσιμα τεστ ανίχνευσης. Καθώς και όταν αυξάνεται ο αριθμός γιατρών, νοσηλευτών και νοσοκομειακών κρεβατιών. Αντίθετα η πλεονάζουσα θνησιμότητα εντείνεται με την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας, την ανεπαρκή και αργοπορημένη εφαρμογή μέτρων συγκράτησης και περιορισμού της πανδημίας καθώς και με τις πολιτικές ιδιωτικοποίησης στην Υγεία[vii].

Έτσι χιλιάδες θάνατοι θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί (πολλοί περισσότεροι από τους 1535 της μελέτης Τσιόδρα – Λύτρα[viii]), αν είχε ακολουθηθεί διαφορετική πολιτική σε σχέση με την χρηματοδότηση του Ε.Σ.Υ, τις προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού, νοσοκομειακών κλινών, την ενίσχυση της Π.Φ.Υ, την έγκαιρη εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και την ενίσχυση δομών δημόσιας υγείας και επιδημιολογικής επιτήρησης. Αντί αυτού το υπουργείο υγείας και η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξαν την πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα υγείας και την διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας όπως θα αναδειχθεί παρακάτω.

  1. Η κρατική χρηματοδότηση του Ε.Σ.Υ πριν την έναρξη της πανδημίας ήταν και παρέμεινε από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη

Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ η Ελλάδα το 2019 η δαπάνησε το 7,8% (μεικτές δαπάνες, δημόσιες και ιδιωτικές) του Α.Ε.Π για την υγεία, σε σύγκριση με το 9.9% που αποτελεί τον Μ.Ο στην Ευρώπη. Θυμίζουμε ότι από το 2009 και μετά συστηματικά οι δαπάνες για την υγεία βρίσκονται πολύ κάτω από τον Μ.Ο της Ευρώπης με τις κρατικές δαπάνες υγείας να μειώνονται σωρευτικά πάνω από 40% στα χρόνια της μνημονιακής επέλασης. Η Ελλάδα δαπανά μόλις 1.603 ευρώ κατά κεφαλήν, ποσό από τα χαμηλότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποδιπλάσιο από το Μ.Ο των 3.523 ευρώ όπως φαίνεται και στο γράφημα 4.

Γράφημα 4: Δαπάνες Υγείας κατά κεφαλή και σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ για την Ελλάδα και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πηγή: ΟΟΣΑ 2021

Από το σύνολο των δαπανών για την υγεία που διατίθεται μόλις το 1,7% από αυτά πάνε στην μακροχρόνια φροντίδα (έναντι 16,3% στην Ε.Ε) και μόλις το 1,4% για την πρόληψη (έναντι 2,9% στην Ε.Ε). Αντίθετα το 44% διατίθεται για νοσηλευόμενους ασθενείς – ποσοστό 2ο υψηλότερο στην Ε.Ε – που αντανακλά τον Νοσοκομειοκεντρικό χαρακτήρα του ελληνικού συστήματος υγείας. Κάτι τέτοιο υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι οι γενικοί γιατροί (General practitioners) αποτελούν μόλις το 7% των ιατρών σε σχέση με το αντίστοιχο 26% στην Ε.Ε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο της έκθεσης που καταρρίπτει ευθέως τις πρωθυπουργικές αιτιάσεις για πλεονάζοντα νοσοκομεία που πρέπει να κλείσουν. Το 2019 αντιστοιχούσαν 4,2 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1000 κατοίκους σε σχέση με τις 5,3 ανά 1000 κατοίκους της Ε.Ε.

Από το σύνολο της χρηματοδότησης μόλις το 60% προέρχεται από πηγές δημόσιας χρηματοδότησης (δηλαδή Κρατικές δαπάνες και Ασφαλιστικά ταμεία) σε σχέση με το 80% που είναι ο μέσος όρος της Ευρώπης. Από το υπόλοιπο 40% , οι απευθείας πληρωμές των πολιτών (out-of-pocket) για την υγεία αντιστοιχούν στο 35% ενώ το άλλο 5% αποτελεί την ιδιωτική ασφάλιση που σημειώνει σταδιακή αύξηση. Η Ελλάδα παραμένει στην κορυφή της λίστας των ιδιωτικών δαπανών για την Υγεία

Γράφημα 5: Οι απευθείας πληρωμές για την Υγεία στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.

Πηγή: ΟΟΣΑ 2021

Η εικόνα του συστήματος υγείας το 2019 δείχνει την συστηματική υποχρηματοδότηση που ακολούθησε τον οδοστρωτήρα των μνημονίων. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα σύστημα υγείας διαλυμένο, με υποβαθμισμένες δημόσιες υποδομές και μεγάλο βαθμό ιδιωτικοποίησης πριν καν το χτυπήσει η πανδημία.

  1. Το ποσοστό των ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών στην Ελλάδα αυξήθηκε από 18 στο 24% μέσα στην πανδημία

Πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα παρουσιάζει η έκθεση του ΟΟΣΑ σε σχέση με την πρόσβαση των πολιτών στην υγεία. Σύμφωνα με την έκθεση η Ελλάδα έχει το 2ο μεγαλύτερο ποσοστό σε ανικανοποίητες ανάγκες υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2019, με το ποσοστό αυτό να αγγίζει το 8,1% του γενικού πληθυσμού. Το ποσοστό αυτό παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση σε σχέση με την οικονομική διαστρωμάτωση του πληθυσμού, καθώς αγγίζει το 18,1% στα χαμηλότερα εισοδήματα ενώ συρρικνώνεται στο 0,9% για τα υψηλότερα εισοδήματα. Το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων στην πρόσβαση σε υγεία είναι το μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Γράφημα 6: Το Χάσμα σε αναφερόμενες ανικανοποίητες ανάγκες υγείας μεταξύ των χαμηλότερων και των υψηλότερων εισοδημάτων

Πηγή: ΟΟΣΑ 2021

Η κυρίαρχη αιτία των ανικανοποίητων αναγκών υγεία στην Ελλάδα είναι το κόστος των υπηρεσιών υγείας. Οι ακραίες διαφορές ανάμεσα στην κάλυψη των αναγκών υγείας μεταξύ φτωχών και πλουσίων αναδεικνύουν την εμπορευματοποίηση του συστήματος υγείας, την παντελή έλλειψη κοινωνικού κράτους και κράτους πρόνοιας (που θα άμβλυνε τέτοιες αντιθέσεις) καθώς και τον βαθμό ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας – όπου ολόκληροι τομείς ‘’φιλέτα’’ έχουν παραχωρηθεί αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα για εκμετάλλευση (διαγνωστικές εξετάσεις, φάρμακο, οδοντιατρική περίθαλψη).

Οι απευθείας πληρωμές στην Ελλάδα (out-of-pocket) ξεπερνούν το 35% των συνολικών δαπανών για την υγεία, 3ο υψηλότερο στην Ε.Ε. Το νούμερο δε, είναι υπερδιπλάσιο από τον Μ.Ο της ΕΕ (15,4%). Σαν αποτέλεσμα η Ελλάδα έχει το 8ο υψηλότερο ποσοστό καταστροφικών δαπανών για την υγεία στο 8,9% σε σχέση με το 6,5% μ.ο. της Ε.Ε. Ποσοστό που βρίσκεται σε συνεχή αύξηση από το 2010. Επηρεάζει ελάχιστα τα υψηλότερα οικονομικά στρώματα ενώ πάνω από τις μισές περιπτώσεις αφορούν τα χαμηλότερα εισοδήματα.

Γράφημα 7: Καταστροφικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα

Πηγή: ΟΟΣΑ 2021

Τα παραπάνω γραφήματα αναδεικνύουν μια σκληρή αλήθεια, ότι η πρόσβαση σε υγεία στην Ελλάδα διέπετε από σκληρούς ταξικούς φραγμούς. Χαρακτηριστικά, τα χαμηλότερα εισοδήματα – τα οποία κατά τεκμήριο έχουν τις περισσότερες ανάγκες υγείας – πληρώνουν δυσανάλογα πολλά χρήματα (μέσω απευθείας πληρωμών), ενώ τους παρέχονται οι λιγότερες υπηρεσίες υγείας. Η κατάσταση δε είναι ακόμα χειρότερη για ειδικούς πληθυσμούς όπως είναι οι πρόσφυγες και μετανάστες.

Μέσα στην πανδημία, το χάσμα των ανικανοποίητων αναγκών διευρύνθηκε. Τους πρώτους 12 μήνες της πανδημίας το 24% του Ελληνικού πληθυσμού δηλώνει ανικανοποίητες ανάγκες υγείας συγκριτικά με το 21% Μ.Ο στην Ε.Ε. Με κυβερνητική παρέμβαση, όχι απλώς δεν αυξήθηκαν οι υπηρεσίες υγείας , πράγμα που αποτελεί την μόνη απάντηση σε υγειονομικές κρίσεις, αλλά μειώθηκαν! Το ΕΣΥ μετατράπηκε σε σύστημα μιας νόσου, τα χειρουργεία μειώθηκαν, τα εξωτερικά ιατρεία έκλεισαν. Το ΚΕΠΥ υπολογίζει ότι στο 1ο και 2ο κύμα της πανδημίας (Φεβρουάριος – Νοέμβριος 2020) «χάθηκαν 3,9 εκατ. επισκέψεις στα επείγοντα, τα τακτικά και τα απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων του ΕΣΥ, πραγματοποιήθηκαν 253.000 λιγότερες νοσηλείες και 108.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις στα δημόσια νοσοκομεία σε σχέση με τις αναμενόμενες βάσει του μέσου όρου χρήσης των υπηρεσιών του ΕΣΥ κατά την τριετία 2017-2019».

Η ταξικότητα στην πρόσβαση υπηρεσιών υγείας μέσα στην πανδημία διογκώθηκε με επιλογή της κυβέρνησης. Το ΕΣΥ δεν εξυπηρετούσε (με όποιες δυνάμεις είχε) τους πλούσιους, αλλά τον απλό λαό. Το κλείσιμο των υποδομών του και η διάλυση του στοχεύει να δημιουργήσει περισσότερους πελάτες για τους ιδιωτικούς ομίλους υγείας. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν έχουν; Ποιο το ποσοστό ανικανοποίητων αναγκών υγείας των χαμηλότερων εισοδημάτων μέσα στην πανδημία; Όταν το 2019 τα ποσοστά ανικανοποίητων αναγκών για τους χαμηλοεισοδηματίες άγγιζαν το 18,1% ενώ ο γενικός μέσος όρος ήταν στο 8,1%, τώρα μέσα στην πανδημία όπου ο γενικός μέσος όρος εκτοξεύθηκε στο 24%, τι ποσοστό άραγε φτωχών μένουν χωρίς πρόσβαση σε υπηρεσίες για ανάγκες υγείας;

  1. Η συνολική ετοιμότητα του συστήματος Υγείας στην Ελλάδα ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ σε όλα τα επίπεδα

Το Ελληνικό Σύστημα υγείας ξεκίνησε την μάχη με την πανδημία το 2020 ήδη από πολύ κακές θέσεις και με κακούς οιωνούς, όπως φαίνεται παρακάτω, καθώς σε επίπεδο κανονισμών υστερούσε σχεδόν σε όλους τους τομείς.

Γράφημα 8: Διεθνείς υγειονομικοί κανονισμοί και Ελλάδα πριν την Πανδημία

Πηγή: ΟΟΣΑ 2021

Η αυταπάρνηση του υγειονομικού προσωπικού του ΕΣΥ που ρίχτηκε στην μάχη της πανδημίας δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχες κινήσεις από το υπουργείο υγείας και την κυβέρνηση. Μέσα στην θύελλα της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης η κυβέρνηση έπρεπε να:

Α) Να ενισχύσει το ΕΣΥ

Β) Να προσλάβει μόνιμο προσωπικό

Γ) Να αυξήσει τις δομές δημόσιας υγείας και την επιδημιολογική επιτήρηση της χώρας

Δ) Να συγκροτήσει σχέδιο και να ενισχύσει την Π.Φ.Υ

Ε) Να υποστηρίξει και να προστατεύσει την εργασία

Αντί αυτού, δέσμια στις εμμονές της περί ιδιωτικού τομέα επέλεξε την μείωση των προϋπολογισμών για την υγεία, την διάλυση του ΕΣΥ, την εξόντωση του υγειονομικού προσωπικού, την περαιτέρω υποβάθμιση της Π.Φ.Υ και την πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα – που κερδοσκοπεί στις πλάτες του λαού. Ζητήματα δημόσιας υγείας, ζωής και θανάτου υποτάχτηκαν στις ιδεοληψίες και τις κομματικές σκοπιμότητες στης κυβέρνησης. Ακόμα και ένα από τα βασικότερα όπλα ενάντια στην πανδημία, το εμβόλιο – κατάφερε να το μετατρέψει σε όχημα μικροπολιτικής. Η εμβολιαστική καμπάνια πήγε περίπατο με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι ουραγός στην κάλυψη του πληθυσμού της με βάση τα στοιχεία του ECDC[ix]. Σαν αποτέλεσμα ο λαός να μετράει εκατόμβες νεκρούς και ο σύστημα υγείας να έχει καταρρεύσει υπό το βάρος του τέταρτου κύματος. Η πλεονάζουσα θνησιμότητα αποτελεί βασικό δείκτη για την διαχείριση της πανδημίας. Η κυβέρνηση φέρει ακέραια την ευθύνη όχι μόνο για τους 1535 νεκρούς της μελέτης Λύτρα – Τσιόδρα, αλλά για πολλούς περισσότερους;

Θα λογοδοτήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κανείς για τη δολοφονική της πολιτική;

Θα ανατραπεί ο εγκληματικός για τη δημόσια υγεία νεοφιλελευθερισμός;

Θα αμφισβητηθεί το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που βλέπει την υγεία ως χώρο κερδοφορίας του κεφαλαίου και όχι ως αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα;

[i] OECD, State of Health in Europe – Country Health Profiles: Greece, 13 December 2021, Retrieved from https://www.oecd.org/health/country-health-profiles-eu.htm

[ii] World Health Organization, The true death toll of COVID-19: Estimating global excess mortality, Retrieved from https://www.mendeley.com/guides/web-citation-guide/

[iii] Συλλογικό Έργο, Πανδημία και Σύγχρονες απειλές στη Δημόσια Υγεία, Ιούνιος 2021, Εκδόσεις Τόπος, Επιμέλεια Κονδύλης Η. Μπένος Α.

[iv] Κονδύλης Η. Μάιος 2021, Θανατηφόρα η εγκατάλειψη του δημόσιου συστήματος υγείας, Πρόσβαση από https://www.efsyn.gr/ellada/ygeia/296104_thanatifora-i-egkataleipsi-toy-dimosioy-systimatos-ygeias

[v] Eurostat, November 2021, Excess mortality increased again in September 2021, Retrieved from https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/-/ddn-20211116-2

[vi] Our World in Data, Biweekly confirmed COVID-19 deaths per million people, Retrieved from https://ourworldindata.org/grapher/biweekly-covid-deaths-per-million-people Accessed 22-12-2021

[vii] Kapitsinis, N. The underlying factors of excess mortality in 2020: a cross-country analysis of pre-pandemic healthcare conditions and strategies to cope with Covid-19. BMC Health Serv Res 21, 1197 (2021). https://doi.org/10.1186/s12913-021-07169-7

[viii] Lytras T, Tsiodras S. Total patient load, regional disparities and in-hospital mortality of intubated COVID-19 patients in Greece, from September 2020 to May 2021. Scand J Public Health. 2021, Retrieved from https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/34903101/

[ix] European Centre for Disease Prevention and Control, Covid – 19 Vaccine Tracker, Retrieved from https://vaccinetracker.ecdc.europa.eu/public/extensions/COVID-19/vaccine-tracker.html#uptake-tab Accessed 22/12/2021

Οι ανασφάλιστοι ξανά στον Καιάδα;

Η κυβέρνηση με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο και εκδόθηκε μάλιστα στο ΦΕΚ το Σάββατο 04.12 (άρθρο 38, ν.4865/2021) καταργεί από 1.1.22 για εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας το δικαίωμα συνταγογράφησης φαρμάκων, καθώς και διαγνωστικών και εργαστηριακών εξετάσεων από ιδιώτες γιατρούς συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ . Οι ανασφάλιστοι πλέον είναι υποχρεωμένοι να προσφεύγουν μόνο στο ΕΣΥ για μια απλή συνταγογράφηση των φαρμάκων τους ή μιας απλής πχ αιματολογικής εξέτασης.

Τα περισσότερα νοσοκομεία έχουν μετατραπεί σε νοσοκομεία αποκλειστικά για covid ή έχουν αναστείλει τα τακτικά τους ιατρεία. Τα δε Κέντρα Υγείας και η Δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα έχουν αποψιλωθεί από προσωπικό που μετακινείται στα νοσοκομεία και αναγκαστεί να μειώσουν τα τακτικά τους ραντεβού έως και 50% λόγω της αύξησης των εμβολιαστικών γραμμών και της λειτουργίας ιατρείων covid. Άρα, ή ο ανασφάλιστος θα περιμένει για μήνες μέχρι να βρει διαθέσιμο ραντεβού στο ΕΣΥ ή θα αναγκαστεί να πληρώσει το αντίτιμο από το υστέρημά του, προσφεύγοντας στον ιδιωτικό τομέα. Αν έχει. Αν δεν έχει… Πρόκειται ουσιαστικά για αποκλεισμό των ανασφάλιστων από την στοιχειώδη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, που θα εκτινάξει την νοσηρότητα από άλλες παθήσεις και την υπερβάλλουσα θνησιμότητα. Σε συνθήκες πανδημίας, επιστροφή στα χρόνια του Μνημονίου, που οι ανασφάλιστοι έκαναν ουρά στα Κοινωνικά Ιατρεία και Φαρμακεία.

Με το νόμο του 2016 και κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος, θεσμοθετήθηκε η καθολική δωρεάν πρόσβαση στο ΕΣΥ, παρότι το μέτρο αυτό δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης και στελέχωσης των νοσοκομείων για να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες ανάγκες. Η πρόσθετη δαπάνη για την περίθαλψη των ανασφάλιστων δεν ξεπέρασε ποτέ τα 250 εκ., που αντιστοιχούν σε 100 ευρώ, δηλαδή ένα εμβόλιο πνευμονιόκοκκου και ένα για τη γρίπη για κάθε ανασφάλιστο τον χρόνο. Η χώρα μας συνέχισε να έχει το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο «μη καλυπτόμενων αναγκών  ιατρικής περίθαλψης» –κυρίως λόγω κόστους– στην ΕΕ, με το ποσοστό να διπλασιάζεται για τα φτωχότερα νοικοκυριά.

Η κυβέρνηση στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας ομολογεί ότι

Η προτεινόμενη διάταξη κρίνεται αναγκαία για τη συγκράτηση της δαπάνης του Ελληνικού Δημοσίου που προκαλείται από συνταγογράφηση φαρμάκων, θεραπευτικών πράξεων και διαγνωστικών εξετάσεων σε ανασφάλιστους πολίτες… η προτεινόμενη διάταξη επιδιώκει να ελέγξει, μεταξύ άλλων, τη φαρμακευτική δαπάνη και να εξορθολογίσει το κόστος συνταγογράφησης..

Τη στιγμή που έχει «συγκρατήσει» τη δημόσια δαπάνη για την Υγεία και την Πρόνοια ήδη δύο συνεχόμενες χρονιές και αισίως οδεύουμε για τρίτη, (ο φετινός προϋπολογισμός προβλέπει 900 ευρώ μείωση των δαπανών για το Υπ.Υγείας και 1,7 δις των δαπανών για Πρόνοια, στήριξη ανέργων, παροχές υγείας κτλ),  απ’ την άλλη ασυγκράτητα ενισχύει το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο που έχει λιποτακτήσει από την αντιμετώπιση της πανδημίας, έμμεσα και άμεσα. Στην προκειμένη δίνει δωράκι στις φαρμακευτικές εταιρίες που λόγω ισχύος του clawback (από ένα ποσό φαρμακευτικής δαπάνης και πάνω, οι φαρμακευτικές δεν αποζημιώνονται) θα έχουν τεράστια κέρδη.

Η πιο κυνική και αδίστακτη κυβέρνηση των τελευταίων ετών δεν αρκείται στον υγειονομικό και κοινωνικό όλεθρο που έχει προκαλέσει με τη διαχείριση της πανδημίας. Επιχειρεί να επιβάλλει μια νέα πραγματικότητα, κοινωνικού κανιβαλισμού, με τεράστιες ταξικές ανισότητες, με τους φτωχούς και αδύναμους όχι μόνο να μην έχουν πρόσβαση στην περίθαλψη, αλλά να ωθούνται προς τον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας.

Τα σωματεία, οι σύλλογοι, οι δημοτικές κινήσεις, η αριστερά πρέπει να πρωτοστατήσουν στον αγώνα για την κατάργηση του απαράδεκτου νόμου, για το δικαίωμα στη Ζωή και την Υγεία των ανασφάλιστων, των ανέργων και των φτωχών.

Κάθε μέρα συντελείται έγκλημα ενάντια στην Υγεία. Θα λογοδοτήσει κανείς;

Μια ακόμα μέρα ξημέρωσε με αριθμό νεκρών κοντά στους 100. Το ΕΣΥ έχει καταρρεύσει. Δεν ωφελεί να το αρνούμαστε, ούτε να κρυβόμαστε πίσω από τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του υγειονομικού προσωπικού. Τα νοσοκομεία δεν είναι απλώς στο όριο. Η κατάσταση έχει γίνει επικίνδυνη για την κοινωνία και τους ασθενείς. Ας το παραδεχτούμε ανοιχτά, μήπως και γίνει κάτι. Γιατί ο κόσμος πεθαίνει άδικα (αχρείαστα, θα έλεγε ο γόνος που κυβερνά τη χώρα), αλλά δεν κουνιέται φύλλο. 

Οι αναφορές από τους γιατρούς πρώτης γραμμής πληθαίνουν και όλες λένε το ίδιο πράγμα: Απόγνωση και απελπισία. Μάχη χωρίς στρατό και χωρίς όπλα που μετατρέπεται σε σφαγή. Κόσμος πεθαίνει εκτός ΜΕΘ, οι διασωληνώσεις σε κοινούς θαλάμους είναι πλέον καθεστώς, σε κάθε εφημερία τα ράντσα γεμίζουν τους διαδρόμους, επείγοντα περιστατικά αναζητούν ΜΕΘ χωρίς αποτέλεσμα, οι διακομιδές αργούν, το οξυγόνο δεν επαρκεί, πολλοί ασθενείς είτε δεν προσέρχονται στα νοσοκομεία, είτε προσέρχονται και αποχωρούν. Διευθυντής ΜΕΘ παραδέχεται ότι η αναβολή των προγραμματισμένων χειρουργείων κόστισε σε πολλούς μη covid ασθενείς τη ζωή τους. 

Κάθε μέρα χάνονται σταθερά πολλές δεκάδες ζωές, αλλά για την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ που ελέγχει, όλα βαίνουν καλώς. 

Η Ελλάδα είναι δεύτερη σε υπερβάλλουσα θνητότητα σε όλη την Ευρώπη και αυτό σημαίνει ότι έχει αποτύχει τραγικά στη διαχείριση της πανδημίας. Σύμφωνα με τη Eurostat, η υπερβάλλουσα θνητότητα είναι ο πιο έγκυρος τρόπος για να συγκριθούν οι επιδόσεις των χωρών στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού, καθώς καταγράφονται όχι μόνο οι θάνατοι λόγω covid, αλλά συνολικά και όσοι χάθηκαν από άλλη πάθηση. 

Το έγκλημα είναι ακριβώς αυτό: Η κατάρρευση του ΕΣΥ δεν αφορά μόνο τους θανάτους από κορωνοϊό, αλλά όλη τη λοιπή νοσηρότητα (καρδιοπάθειες, καρκίνοι κλπ) η οποία γίνεται όλο και περισσότερο θανατηφόρα καθώς το σύστημα υγείας δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες. 

Το ΕΣΥ παραβιάζει πλέον την καταστατική του αρχή: Ισότιμη και καθολική πρόσβαση όλων των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας, ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση. Όχι επειδή δεν μπορούν οι γιατροί και οι νοσηλευτές να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, αλλά επειδή η κυβέρνηση και η πολιτική της, δεν τους το επιτρέπει. 

Η κατάρρευση των ΜΕΘ με 640 διασωληνωμένους αποδεικνύει ότι οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί για διπλασιασμό των κλινών εντατικής θεραπείας, ήταν θέατρο. Η θνητότητα στις ΜΕΘ, ειδικά σε μικρότερα επαρχιακά νοσοκομεία αποδεικνύει ότι ΜΕΘ δεν είναι ένα κρεβάτι αλλά κυρίως προσωπικό, εξειδικευμένο και επαρκές, που λειτουργεί ως ομάδα γύρω από τον ασθενή. Οι χυδαιότητες του βουλευτή της ΝΔ Παπαδημητρίου για τις ΜΕΘ που είναι νεκροθάλαμοι και την εκτός ΜΕΘ διασωλήνωση που είναι ψευδοπρόβλημα δεν είναι τίποτα άλλο από την κυνική απόπειρα να δικαιολογηθούν οι εγκληματικές ευθύνες της κυβερνητικής διαχείρισης. Βρίσκονται σε πλήρη στοίχιση με τις παλιότερες δηλώσεις Γεραπετρίτη (“αν είχαμε περισσότερες ΜΕΘ, θα πέθαινε περισσότερος κόσμος”) και τις πρόσφατες δηλώσεις Σκέρτσου (“δεν υπάρχει λόγος για πολυτελές σύστημα υγείας”). 

Η οδηγία της Γκάγκα για μείωση των χειρουργείων κατά 80% αποτελεί ευθεία προσβολή της δυνατότητας των Ελλήνων πολιτών να μείνουν υγιείς με έγκαιρες επεμβάσεις σε προβλήματα που τυχόν καθυστερήσεις αποβαίνουν μοιραίες. Την ίδια στιγμή, τα χειρουργεία στον ιδιωτικό τομέα φουλάρουν, καθώς τα ιδιωτικά νοσοκομεία κρατιούνται αμόλυντα και ανεπηρέαστα από τον covid για να γεμίζουν οι τσέπες των ιδιοκτητών τους από την ολοένα αυξανόμενη ιδιωτική δαπάνη υγείας. Αυτοί που πρέπει να χειρουργηθούν είτε θα πάνε στα ιδιωτικά υποθηκεύοντας το εισόδημα το δικό τους και των οικογενειών τους, είτε θα πεθάνουν.

Τα δημόσια νοσοκομεία, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, το Εθνικό Σύστημα Υγείας καταρρέει, με τους γιατρούς να φεύγουν όλο και περισσότεροι για το εξωτερικό. Να δραπετεύουν από ένα σύστημα που δεν τους υπολογίζει, τους χρωστά εφημερίες, τους αφήνει ολιγάριθμους ανά κλινική και μονάδα, τους στίβει χωρίς αντίκρισμα. 

Νέοι νοσηλευτές, ακούγοντας το τι γίνεται και ξέροντας ότι το κράτος τους θέλει μόνο προσωρινά, για επικουρικούς, προτιμούν να αλλάξουν επάγγελμα και να στραφούν αλλού. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενάμισι και πλέον χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, έχει φέρει τα νοσοκομεία και τον υγειονομικό κόσμο της χώρας σε πολύ χειρότερη κατάσταση. 

Ειδικά η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ο αποφασιστικός κρίκος που θα επέτρεπε την έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση, δίνοντας έτσι ανάσες στα νοσοκομεία, έχει τιναχτεί στον αέρα με τους γιατρούς και τους νοσηλευτές να μην επαρκούν καθώς το ήδη λειψό αριθμητικά δυναμικό φορτώθηκε και με το καθήκον του εμβολιασμού.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να ενισχύσει το ΕΣΥ που έδινε τη μάχη, ενίσχυσε τις ιδιωτικές κλινικές που λιποτάκτησαν, θησαυρίζοντας μάλιστα από την λοιπή νοσηρότητα. Αντί να προχωρήσει γρήγορα τις εκκρεμούσες προσλήψεις γιατρών και να προκηρύξει επειγόντως νέες προσλήψεις, ανακοίνωνε κάθε τρεις και λίγο προσλήψεις αστυνομικών και αγορές περιπολικών. Αντί να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας, διαφήμιζε τις δωρεές ιδιωτών, προσπαθώντας να εμπεδώσει στην κοινωνία κλίμα αποδοχής του κερδοσκοπικού κεφαλαίου στην υγεία. 

Αυτή είναι όμως η πολιτική των εμμονικών, των φανατισμένων νεοφιλελεύθερων: Να στραγγίξουν το κράτος στις πιο απαραίτητες λειτουργίες του (κοινωνικά δικαιώματα) και να λειτουργεί ως ντήλερ του ιδιωτικού κεφαλαίου. 

Η εμβολιαστική εκστρατεία ναρκοθετήθηκε από την πρώτη στιγμή, τότε που η κυβέρνηση καλλιέργησε φρούδες ελπίδες για εύκολη και γρήγορη εντός μηνών “ελευθερία” και τινάχτηκε στον αέρα όταν λίγο αργότερα, με αήθη κυνισμό και μικροπολιτική σκοπιμότητα, έστησε το ρεύμα του αντιεμβολιασμού. Πονηρά και σκόπιμα ανέθεσε τον εμβολιασμό και πάλι στην ατομική ευθύνη των πολιτών, βάφτισε την πανδημία ως πανδημία των ανεμβολίαστων. Αντιμετώπισε τους εμβολιασμένους ως ασφαλείς και αμέτοχους της πανδημίας και τους ανεμβολίαστους ως ρεύμα παραδοξολόγων και συνωμοσιολόγων, παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως φωνή της λογικής. Ο στόχος του Μητσοτάκη δεν ήταν να πετύχει η εμβολιαστική εκστρατεία, αλλά να κυριαρχήσει πολιτικά στο μεσαίο χώρο με το ΠΑΣΟΚ σε αποδρομή και τον ΣΥΡΙΖΑ ανίκανο να ανακάμψει. Η Ελλάδα είναι στις τελευταίες πλέον θέσεις της Ευρώπης στην εμβολιαστική κάλυψη και με αυτή την κυβερνητική διαχείριση είναι πλέον σχεδόν αδύνατο να ανακάμψει.

Η πανδημία βρήκε την Ελλάδα με μια κυβέρνηση που εκμεταλλεύτηκε χυδαία την καλή τύχη της χώρας στο πρώτο κύμα για να στήσει ένα παρανοϊκό σκηνικό αποθέωσης του Μητσοτάκη και των ικανοτήτων του. Το σύστημα άλλωστε που υπηρετεί, δεν βλέπει την υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα, αλλά ως ευκαιρία πλουτισμού του ιδιωτικού κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στο χώρο. 

Με δεκάδες νεκρούς καθημερινά, αντί να προβληματιστούν, να σκύψουν το κεφάλι, να πάρουν μέτρα, να αλλάξουν δρόμο στο ζήτημα του εμβολιασμού, ξιφουλκούν αναίσχυντα εναντίον της ενίσχυσης του ΕΣΥ και περιμένουν να ηρεμήσουν τα πράγματα για να εκχωρήσουν ολοκληρωτικά την υγεία στο ιδιωτικό κεφάλαιο, με ΣΔΙΤ, είσοδο των ιδιωτών στα νοσοκομεία, με έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση. 

Εγκληματούν κάθε μέρα σε βάρος της υγείας των πολιτών και της κοινωνίας και έχουν και ύφος χιλίων πιθήκων χαρακτηρίζοντας τις ΜΕΘ, τα νοσοκομεία, το ΕΣΥ, την ενίσχυσή του, “αχρείαστες πολυτέλειες”. 

Νομίζουν ότι δεν θα λογοδοτήσουν γιατί δεν νιώθουν να απειλούνται από καμιά αντιπολίτευση. Νομίζουν ότι θα εγκληματούν σε βάρος της δημόσιας υγείας χωρίς συνέπειες.

Θα λογοδοτήσουν; Θα υπάρξει αντιπολίτευση, Αριστερά, κόμμα της εργατικής τάξης, συνδικαλιστικό κίνημα, που θα επιβάλει να λογοδοτήσουν;

Ή θα συνεχίσουν να χορεύουν το χορό της Θάτσερ πάνω από τους τάφους για τους οποίους οι ίδιοι ευθύνονται;

Να πληρώσουν επιτέλους!

Δύο χρόνια πανδημίας και η χώρα μετρά χιλιάδες θανάτους από covid και χιλιάδες από ελλιπή αντιμετώπιση άλλων παθήσεων –παρεπόμενο κι αυτό του covid.

Δύο χρόνια πανδημίας με αποδυναμωμένο ΕΣΥ, με τραγικές ελλείψεις προσωπικού και υποδομών στα νοσοκομεία, με υγειονομικούς τα εξουθενωμένους ξεπερνώντας καθημερινά τα όρια και τις αντοχές τους στην προσπάθεια να σώσουν ζωές. Με τις ιδιωτικές κλινικές ανέγγιχτες –μη και χάσουν λίγο από υπέρογκα κέρδη τους.

Με την κυβέρνηση εγκληματικά αδιάφορη και τα ΜΜΕ να τη λιβανίζουν, αποσείοντας κάθε ευθύνη για τη διαχείριση της πανδημίας και ρίχνοντας αυτή την ευθύνη ατομικά στον κάθε πολίτη. Με την –ακαταδίωκτη– επιτροπή ειδικών να προσαρμόζει τις οδηγίες της στις πολιτικές κατευθύνσεις του υπουργείου υγείας και της κυβέρνησης.

Ο Μητσοτάκης μίλησε για «αχρείαστους» θανάτους –λες και υπάρχουν «χρειαζούμενοι» θάνατοι.

«Αχρείαστοι» θάνατοι λοιπόν, είναι όσων ασθενών έχρηζαν νοσηλείας σε ΜΕΘ και δεν υπήρχε κρεβάτι. Όσων δεν είχαν την απαιτούμενη και αναγκαία φροντίδα γιατί δεν επαρκούσε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Όσων δεν πήγαν στο νοσοκομείο ή πήγαν πολύ αργά, ακολουθώντας τις οδηγίες του ΕΟΔΥ να μείνουν σπίτι τους. Όσων είχαν άλλες παθήσεις και η θεραπεία τους έμεινε πίσω γιατί τα νοσοκομεία διαχειρίζονται κυρίως τον covid και γίνονται τα «άκρως απαραίτητα» χειρουργεία. Όσων κατέληξαν έχοντας κολλήσει στα ΜΜΜ, στους χωρίς μέτρα προστασίας χώρους δουλειάς, στις στριμωγμένες σχολικές αίθουσες… Αλλά και όσων δεν εμβολιάστηκαν είτε γιατί έτσι είπε ο παπάς της ενορίας (η εκκλησία είναι στο απυρόβλητο), είτε γιατί υιοθετούν κάθε λογής ανορθολογικές και καθυστερημένες απόψεις. Ο ανορθολογισμός και η καθυστέρηση καλλιεργείται με κάθε τρόπο γιατί μια καθυστερημένη και αποβλακωμένη κοινωνία δεν θα αμφισβητήσει ποτέ ουσιαστικά το σύστημα.

Για όλους αυτούς τους «αχρείαστους» θανάτους, για την ανεξέλεγκτη εξάπλωση της πανδημίας, για την κατάσταση της κοινωνίας και της οικονομίας δυο χρόνια τώρα, αποκλειστικά υπεύθυνη είναι η κυβέρνηση και το σύστημα που υπηρετεί. Με αδίστακτο και αδυσώπητο τρόπο, μέσα από τις πολιτικές και τις αποφάσεις τους δηλώνουν ξεκάθαρα ότι μόνο ένα πράγμα τους νοιάζει: η διατήρηση της εξουσίας τους και η ελαχιστοποίηση της φθοράς τους. Δεν τους νοιάζουν ούτε οι νεκροί ούτε το γονάτισμα της κοινωνίας. Χωρίς κανέναν να τους βάζει ουσιαστικό εμπόδιο, πατώντας  κυριολεκτικά πάνω σε πτώματα, εφαρμόζουν τις πολιτικές διάλυσης κάθε τι δημόσιου, δίνοντας χώρο στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Οι εργαζόμενοι στο χώρο της υγείας έχουμε υποχρέωση και καθήκον να αποκαλύπτουμε στο λαό και να καταγγέλλουμε καθημερινά και με κάθε τρόπο την εγκληματική ευθύνη της κυβέρνησης, και να απαιτούμε να πληρώσει γι’ αυτό.

Να μην εξοικειωθούμε, να μη γίνουν «συνήθεια» οι δεκάδες καθημερινές απώλειες συνανθρώπων μας, που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί.

Να μην πυροβολούμε τα πόδια μας – Η οργή και ο θυμός απέναντι στην κυβέρνηση να εκφραστεί με διεκδικήσεις και αιτήματα που τους στριμώχνουν και όχι με ανέξοδα αντάρτικα κάθε λογής «άρνησης» που τους βολεύουν.

Να υπερασπιστούμε το δημόσιο σύστημα υγείας – να μην επιτρέψουμε παραπέρα αποδυνάμωση και διάλυσή του.

Να απαιτήσουμε μόνιμες προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού, περισσότερες απλές κλίνες, κλίνες ΜΑΦ και ΜΕΘ. Ενίσχυση της πρωτοβάθμιας υγείας και των περιφερειακών νοσοκομείων. Επίταξη –κυριολεκτική κι όχι καλοπληρωμένη– ιδιωτικών κλινικών.

Οι υπουργοί και κυβερνητικοί παράγοντες που επισκέπτονται τα νοσοκομεία να μην γίνονται δεκτοί με χαιρετούρες, αλλά με διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις, με την απαίτηση να πληρώσουν για την κατάσταση που μας έχουν οδηγήσει.

Να οργανώνουμε καθημερινά μικρές ολιγόλεπτες συγκεντρώσεις στις εισόδους των νοσοκομείων όπου να αποκαλύπτουμε την κατάσταση και να θέτουμε τα αιτήματά μας.

Να οργανώνουμε αντίστοιχες μικρές συγκεντρώσεις σε πλατείες, σταθμούς αγορές, όπου να αποκαλύπτουμε, να καταγγέλλουμε, να μιλάμε με τον κόσμο και να τον καλούμε να ξεσηκωθεί.

Να ζητήσουμε τη στήριξη σωματείων, συλλόγων, τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η κυβέρνηση έχει τα (καλοπληρωμένα) ΜΜΕ – εμείς έχουμε μόνο τη φωνή μας.

Να πάρουμε άμεσες πρωτοβουλίες και να συμβάλουμε στην ανάπτυξη λαϊκού κινήματος που θα λογαριαστεί με την κυβέρνηση και τις πολιτικές της – θα υπερασπίζεται την υγεία και τη ζωή.

Δημήτρης Ζιαζιάς,
παθολόγος, πρόεδρος Ε.Ι.Ν.Α (Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αχαΐας )

Στέλιος Τσόχατζης,
χειρουργός, γραμματέας Ε.Ι.Ν.Α,
μέλος ΓΣ Ο.Ε.Ν.Γ.Ε (Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας)

Η Φώφη, ο καρκίνος και οι ελλείψεις του ΕΣΥ

Ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά έχει προκαλέσει πανελλήνια συγκίνηση. Η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ υπήρξε μια προσωπικότητα η οποία είχε συμπάθειες πέρα από τα όρια του κομματικού χώρου της. Ωστόσο, η συγκίνηση που εκδηλώνεται, έχει να κάνει και με τον τρόπο που αντιμετώπισε τον καρκίνο. Η Φώφη Γεννηματά έμεινε αξιοπρεπής και πιστή στις επιλογές της ως το τέλος. Η στάση της ας αποτελέσει παράδειγμα για όλες και όλους μας.

Ο καρκίνος είναι μια διαρκής επιδημία. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Στατιστική Καρκίνου 2020 της Διεθνούς Υπηρεσίας Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC) και της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου, 1 στους 5 ανθρώπους παγκοσμίως θα νοσήσει από καρκίνο σε κάποια φάση της ζωής του. Το στοιχείο ότι 1 στους 8 άντρες και 1 στις 11 γυναίκες θα πεθάνουν εντέλει από καρκίνο, δείχνει με μεγαλύτερη ενάργεια την απειλή που συνιστά η ασθένεια. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση των στατιστικών αναδεικνύει την τεράστια πρόοδο που έχει κάνει η επιστήμη στη αντιμετώπιση του. Ο καρκίνος δεν είναι πια η ανίατη “επάρατος νόσος”, τόσο τρομακτική που δεν την ονοματίζουμε καν. Αν διαγνωστούν εγκαίρως, πολλές μορφές καρκίνου μπορούν να θεραπευτούν.

Παρ’ όλο που στη σχετική δημόσια συζήτηση το (απολύτως απαραίτητο) ψυχικό σθένος του ασθενούς καταλαμβάνει δυσανάλογα μεγάλο χώρο, στην πραγματικότητα η αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου (όπως και κάθε ασθένειας) είναι πρωτίστως θέμα της επιστήμης και της πολιτικής Υγείας.

Ο κορονοϊός

Στην τρέχουσα συγκυρία το μεγαλύτερο πρόβλημα για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου είναι το ότι το ΕΣΥ έχει αφοσιωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά στην αντιμετώπιση του κορονοϊού. Σύμφωνα με την Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου, στην Ελλάδα το 2020 έγιναν 40% λιγότερες διαγνώσεις νέων κρουσμάτων καρκίνου. Ανάλογη είναι η τάση διεθνώς. Η μη έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου σημαίνει πολύ μικρότερες πιθανότητες επιβίωσης. Σημαίνει επίσης χαμηλότερη ποιότητα ζωής για τον ασθενή που θα επιβιώσει εντέλει.

Πέρα από την πρόληψη, προβλήματα προκύπτουν και για τη θεραπεία. Στη μελέτη “COVID-19 Πανδημία και οι σύγχρονες απειλές για τη δημόσια υγεία” που επιμελήθηκαν οι καθηγητές Ιατρικής Ηλ. Κονδύλης και Αλ. Μπένος (Εκδόσεις Τόπος και ΚΕΠΥ) αναφέρεται ότι την περίοδο Φεβρουαρίου-Νοεμβρίου 2020 πραγματοποιήθηκαν 253.000 λιγότερες νοσηλείες και 108.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις από τον μέσο όρο της τριετίας 2017-19. Επισημαίνονται δε σημαντικές καθυστερήσεις στη χρήση κρίσιμων για τη ζωή των ασθενών υπηρεσιών, όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις για καρκίνο του πνεύμονα.

Εν ολίγοις ο κορονοϊός και η ανεπάρκεια του ΕΣΥ βλάπτουν σοβαρά και την αντιμετώπιση του καρκίνου, όπως και άλλων σοβαρών ασθενειών.

Τα διαχρονικά προβλήματα

Εκτός από τον κορονοϊό, υπάρχουν τα διαχρονικά προβλήματα στην αντιμετώπιση του καρκίνου στο πλαίσιο του ΕΣΥ. Συγκεκριμένα:

  • Παρότι αρκετές προληπτικές διαγνωστικές εξετάσεις είναι δωρεάν, μεγάλος αριθμός πολιτών δεν τις κάνει. Η Πολιτεία δεν κάνει συνεχείς καμπάνιες ενημέρωσης/προτροπής και δεν καλλιεργεί την κουλτούρα της πρόληψης.
  • Οι καρκινοπαθείς αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα στο να βρουν ραντεβού στα δημόσια νοσοκομεία για τις αναγκαίες εξετάσεις τους. Ορισμένες δε σύγχρονες εξειδικευμένες εξετάσεις (όπως η μαγνητική με πρωτόκολλο Ορθού) δεν είναι δωρεάν.
  • Όπως όλοι οι ασθενείς του ΕΣΥ, οι καρκινοπαθείς που νοσηλεύονται, βρίσκονται αντιμέτωποι με τις μεγάλες ελλείψεις του συστήματος σε νοσηλευτικό προσωπικό, κάτι που επηρεάζει τόσο την εξέλιξη της θεραπείας τους όσο και το ηθικό τους.
  • Δεν έχει εξασφαλιστεί η καθολική πρόσβαση στις γονιδιακές θεραπείες.
  • Το Εθνικό Ινστιτούτο Νεοπλασιών που θα μπορούσε να συμβάλει στη μάχη κατά του καρκίνου, έχει μείνει στα χαρτιά.
  • Δεδομένου ότι οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοθεραπείες είναι μακροχρόνιες κι επίπονες, οι ασθενείς πρέπει να λείψουν μεγάλα διαστήματα από την εργασία τους. Το επίδομα ασθενείας (μισό του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία κατατάσσεται ο ασφαλισμένος) είναι ανεπαρκές, ιδιαίτερα αν ληφθούν τα αναπόφευκτα έξτρα έξοδα που συνεπάγεται η νοσηλεία. Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα όποιος αντιμετωπίζει μακροχρόνια ασθένεια, δύσκολα τα βγάζει πέρα χωρίς τη στήριξη των οικείων του.
  • Αν και οι έρευνες δείχνουν ότι το υποστηρικτικό περιβάλλον ανεβάζει τις πιθανότητες ίασης, εντούτοις, η Πολιτεία δεν έχει διαμορφώσει πλαίσιο ψυχολογικής και υλικής στήριξης των ασθενών που δεν έχουν οικείους να τους συνδράμουν. Ας αναλογιστούμε ότι τις μέρες που ακολουθούν η λήψη της χημειοθεραπείας, ο ασθενής μπορεί να δυσκολεύεται ακόμα και να σηκωθεί από το κρεβάτι -ενώ βρίσκεται σπίτι του. Στο πεδίο της κατ’ οίκον νοσηλείας/στήριξης σημειώνονται μερικές από τις πιο χτυπητές ελλείψεις του κράτους πρόνοιας στη χώρα μας.

Σε σχέση με το που βρισκόμασταν πριν κάποια χρόνια, αναντίρρητα έχει γίνει τεράστια πρόοδος στην αντιμετώπιση του καρκίνου. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά που μπορούν άμεσα να γίνουν για να σώσουμε πολλές ζωές και να εξασφαλίσουμε ποιότητα σε ακόμα περισσότερες.

Πηγή: news247

Ο εμβολιασμός των υγειονομικών είναι κοινωνική και ηθική μας υποχρέωση. Τελεία και παύλα.

Των Δημήτρη Ζιαζιά και Στέλιου Τσόχατζη

Σήμερα βγήκαν σε αναστολή εκατοντάδες υγειονομικοί ως ανεμβολίαστοι. Με τις ελλείψεις προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία να είναι ήδη τεράστιες, το γεγονός αυτό δίνει τη χαριστική βολή στην προσδοκία να αντέξουμε το νέο κύμα της πανδημίας το οποίο εξελίσσεται μπροστά μας.

Οι υγειονομικοί, χωρίς ναι μεν αλλά, οφείλαμε να έχουμε κάνει το εμβόλιο.

Το οφείλαμε, όχι επειδή απείλησε η κυβέρνηση με αναστολή. Το ξέρουμε ότι είναι στόχος αυτής της κυβέρνησης η μείωση του προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία, το μπάσιμο των ιδιωτών, το κλείσιμο μονάδων, η συγχώνευση τμημάτων, η δραματική υποβάθμιση του ΕΣΥ, η σκανδαλώδης στήριξη στα ιδιωτικά νοσοκομεία και η παραίτηση από τη συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει ισότιμη και καθολική πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας. Αυτά θέλει η κυβέρνηση, αυτά απαιτεί ο νεοφιλελευθερισμός. Και η αναστολή εργασίας των ανεμβολίαστων υγειονομικών δίνει ένα ακόμα πρόσχημα στην κυβέρνηση να γκρεμίσει ό,τι με κόπο έμεινε όρθιο.

Οι υγειονομικοί οφείλαμε να εμβολιαστούμε γιατί δεν περισσεύει κανείς από ένα σύστημα υγείας που αγκομαχεί από εγκληματικές ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές. Στο σημείο που είμαστε, η άρνηση εμβολιασμού, πέρα από όλα τα άλλα οδηγεί στη διάλυση του ΕΣΥ – πράγμα εντελώς επιθυμητό από την κυβέρνηση. Βγάζουμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια.

Δανειζόμαστε λοιπόν την πρόταση του συναδέλφου Ζδούκου: Να επιστρέψουν άμεσα οι ανεμβολίαστοι συνάδελφοι στην εργασία τους, στην πρώτη γραμμή. Και επειδή κατά πλειοψηφία ισχυρίζονται ότι δεν κάνουν το εμβόλιο γιατί δεν το χρειάζονται, γιατί δεν προστατεύει, γιατί οι ίδιοι δεν φοβούνται ή γιατί δεν υπάρχει πανδημία, να επιστρέψουν στα νοσοκομεία, στην πρώτη γραμμή, μέσα στις κλινικές Covid.

Γιατί – κακά τα ψέματα – και εδώ θα γίνουμε δυσάρεστοι, η άρνηση εμβολιασμού από έναν υγειονομικό, μοιάζει με την άρνηση να μπει σε θέση μάχης, μοιάζει με την αναζήτηση ψευδών πιστοποιητικών και μαϊμού αναρρωτικών, μοιάζει με την επιδίωξη διοικητικής πολυθρόνας και όχι μάχιμου νοσηλευτικού πόστου, μοιάζει με την επιστράτευση πολιτευτών και βουλευτών που θα εξασφαλίσουν – με μέσον – μια καλύτερη και πιο ξεκούραστη θέση. Γιατί κοινός παρανομαστής σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις είναι το ατομικό βόλεμα και όχι η επιστημονική, κοινωνική και ηθική ανταπόκριση στις ανάγκες της δημόσιας υγείας.

Οι υγειονομικοί οφείλαμε να εμβολιαστούμε επειδή πρέπει να κρίνουμε και να πράττουμε με βάση την επιστήμη. Οδηγός μας δεν μπορεί να είναι οι φοβίες, οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες και οι θεωρίες συνωμοσίας. Οδηγός μας είναι τα πραγματικά δεδομένα που λένε ότι τα εμβόλια προστατεύουν σε σημαντικό ποσοστό από τη βαριά νόσηση και το θάνατο. Οι δε παρενέργειές τους είναι απειροελάχιστες μπροστά στα οφέλη που αποκομίζουμε. Και αυτό είναι μια πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται παγκοσμίως. Οι εργαζόμενοι στην υγεία δεν μπορούν να πάρουν διαζύγιο με την επιστημονική αλήθεια. Όπως δεν θα ξαναγυρίσουμε στην εποχή που οι γιατροί έβαζαν βδέλλες να ρουφάνε το αίμα του ασθενούς, έτσι δεν μπορούμε να προσχωρήσουμε στο σκοταδιστικό και οπισθοδρομικό ρεύμα του αντιεμβολιασμού.

Οι υγειονομικοί οφείλαμε να εμβολιαστούμε, παρά το γεγονός ότι ο εμβολιασμός χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά από την κυβέρνηση για να αναδείξει ένα βολικό και χρήσιμο ηλίθιο αντίπαλο ώστε να αποσείσει τις δικές της ευθύνες. Στο γεγονός ότι δεν έγινε καμμιά ουσιαστική καμπάνια ενημέρωσης στο γενικό πληθυσμό, προστέθηκε ο Τσιτσιπάς που αφού μας προέτρεψε να μείνουμε σπίτι, πάρταρε στο Ντουμπάι και προέκυψε αρνητής των εμβολίων, προστέθηκε η μηντιακή ανακωχή με τους αντεμβολιαστές, η δράση εκκλησιαστικών παραγόντων, η ανοχή και το κλείσιμο του ματιού στην ακροδεξιά (βλέπε και τον νέο υπουργό υγείας), και η αντιεμβολιαστική δράση των κυκλωμάτων της παραδοσιακής θρησκόληπτης Δεξιάς, ιδιαίτερα ισχυρή μέσα στο νοσηλευτικό πληθυσμό.

Οι υγειονομικοί οφείλαμε να εμβολιαστούμε γιατί το ΕΜΕΙΣ πρέπει να μπαίνει πάνω από το ΕΓΩ. Το ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ και όχι το ΑΤΟΜΙΚΟ οφείλει να μας καθορίζει. Οφείλουμε να σεβόμαστε τη βούληση της ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ και όχι να ανάγουμε τις «ιδιαιτερότητες» μιας μειοψηφίας σε παντιέρα που καταλήγει να στιγματίζει έναν ολόκληρο κλάδο.

Τα συνδικάτα των υγειονομικών, τα σωματεία, οι ενώσεις, οι ομοσπονδίες όφειλαν να καλέσουν πειστικά και ζωηρά στον καθολικό εμβολιασμό των μελών τους. Δεν γίνεται να «ξεχνιέται» και να τίθεται σε δεύτερη μοίρα η διεκδίκηση για καθολική πρόσβαση και άρση της πατέντας των εμβολίων και να μονοπωλεί τον αγώνα η εναντίωση στην υποχρεωτικότητα.  Δεν επιτρέπεται να κλείνουν το μάτι στον αντιεμβολιασμό, να πετάνε την μπάλα στην εξέδρα, να παίζουν το παιχνίδι της υποχρεωτικότητας που διευθύνεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για να έχουμε την αξιοπιστία και το ηθικό κύρος μπροστά στην κοινωνία να σταθούμε ενάντια στην κυβέρνηση που επιχειρεί να απαξιώσει τη Δημόσια Υγεία και το ΕΣΥ, πρέπει να της στερήσουμε τη δυνατότητα να ρίξει (και πάλι) το φταίξιμο στην ατομική ευθύνη. Και αυτή τη φορά όχι απλώς στον πολίτη που δεν τηρούσε τα μέτρα, αλλά στον υγειονομικό που δεν εμβολιάστηκε.

Οι υγειονομικοί οφείλαμε να εμβολιαστούμε.

Όχι επειδή η κυβέρνηση απειλεί με αναστολή. Όχι μόνο επειδή κανείς δεν πρέπει να λιποτακτήσει από τη μάχη. Όχι απλώς επειδή μας το λέει η επιστήμη.

Οφείλαμε να εμβολιαστούμε επειδή είναι κοινωνική μας υποχρέωση. Επειδή έτσι μεταφράζουμε σήμερα, στην πολύ συγκεκριμένη συγκυρία, τον όρκο του Ιπποκράτη. Επειδή η δημόσια υγεία είναι ευθύνη απέναντι στην κοινωνία. Δεν είναι άθροισμα προσωπικών επιλογών, όσο κι αν η κυβέρνηση πασχίζει από την αρχή της πανδημίας να φορτώσει τα πάντα στην ατομική ευθύνη. Δεν νοείται υγειονομικός που βάζει τον αδικαιολόγητο φόβο του, το θρησκευτικό του παραλογισμό, ή τη συνωμοσιολογική του θεωρία, πάνω από το κοινωνικό καλό.

Ορισμένες φορές στη ζωή χρειάζεται να γινόμαστε δυσάρεστοι. Ορισμένες επίσης φορές πρέπει να μιλάμε περισσότερο πολιτικά και κοινωνικά, και λιγότερο συνδικαλιστικά. Με γνώμονα το καθήκον μας απέναντι στην κοινωνία και στους ασθενείς και όχι σκέτα την εκπροσώπηση όλων – μα όλων – των συναδέλφων.

Δημήτρης Ζιαζιάς, πρόεδρος Ε.Ι.Ν.Α, μέλος Δ.Σ Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας

Στέλιος Τσόχατζης, αντιπρόεδρος Ε.Ι.Ν.Α, μέλος Γ.Σ ΟΕΝΓΕ, μέλος Δ.Σ Ιατρικού Συλλόγου Πάτρας

Με αφορμή τον εμβολιασμό – αντιεμβολιασμό: Ποια είναι η αντίσταση που χρειαζόμαστε σήμερα;

Η εκ του πονηρού ανάδειξη της αντίθεσης εμβολιασμένων – ανεμβολίαστων που επιχειρεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελεί την καλύτερη επιχείρηση κάλυψης – απόκρυψης των ευθυνών που έχει η ίδια και το σύστημα το οποίο υπηρετεί. Η συζήτηση μάλιστα για την υποχρεωτικότητα, τις ποινές, τις διακρίσεις, τον τιμωρητικό χαρακτήρα, ρίχνει νερό στο μύλο του αντιεμβολιασμού. Όπως σωστά επισημαίνει ο καθηγητής Η. Κονδύλης «είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ο εμβολιαστικός εξαναγκασμός όχι μόνο να μη μειώσει αλλά να αυξήσει τον αντιεμβολιαστικό ανορθολογισμό».

Η αντιεμβολιαστική συμπεριφορά δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, δεν είναι μόνο πρόσφατο, ενώ έχει και μια ευρεία γκάμα αιτιών: Από τη δικαιολογημένη δυσπιστία απέναντι στα μεγαθήρια της φαρμακοβιομηχανίας μέχρι τα ερωτηματικά για την ανάγκη εμβολιαστικής κάλυψης ηλικιών που δεν εμφανίζουν στατιστικά σημαντικά ποσοστά βαριάς νόσησης. Και από ένα πλήθος συνωμοσιολογικών και ανορθολογικών απόψεων, συνήθως θρησκευόμενων και συντηρητικών πεποιθήσεων, μέχρι τη μεταμοντέρνα αποθέωση της ατομικότητας και του ιδιωτικού δικαιώματος γράφοντας στα παλιότερα των υποδημάτων τις κοινωνικές προτεραιότητες και τις συλλογικές ανάγκες.

Ωστόσο από τα επιστημονικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας και τα οποία δεν επιδέχονται διπλής ή αμφίσημης ερμηνείας, τα διαθέσιμα εμβόλια έχουν ισχυρή προληπτική ικανότητα απέναντι στη βαριά νόσηση και στο θάνατο από Covid. Αυτό είναι μια πραγματικότητα και δεν αφορά μόνο τις ανακοινώσεις των ίδιων των εταιρειών, αλλά και το σύνολο των επιστημονικών δημοσιεύσεων, τις εκατοντάδες ανεξάρτητες έρευνες σε όλο τον πλανήτη, τα πορίσματα των πιο διαφορετικών οργανισμών υγείας ανά τον κόσμο, καθώς και τα εμπειρικά δεδομένα των εθνικών συστημάτων υγείας.

Το συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνουν όλα αυτά, είναι ότι τα εμβόλια σώζουν ζωές.

Τελεία και παύλα.

Μπορεί κάποιος να θέλει να επιβεβαιώσει ότι ο καπιταλισμός είναι μια καλά οργανωμένη συνωμοσία και όχι ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων. Μπορεί κάποιος άλλος να εφαρμόζει στην πράξη το θατσερικό μότο «δεν υπάρχουν κοινωνίες υπάρχουν μόνο άτομα». Ή μπορεί κανείς να επηρεάζεται από τις βαθιά συντηρητικές και θρησκόληπτες δοξασίες για τον αντίχριστο και το χάραγμα του οξαποδώ.

Η πικρή αλήθεια είναι όμως ότι ο καπιταλισμός δεν αισθάνεται καμιά ιδιαίτερη απειλή για την κυριαρχία του, για να έχει ανάγκη το «μπόλιασμα» για να τη βαθύνει και να τη διαιωνίσει. Αντίθετα από τους ισχυρισμούς των όψιμα αντιστασιακών αντιεμβολιαστών, ο καπιταλισμός εμπέδωσε την κυριαρχία του κερδίζοντας την πολύ πιο κρίσιμη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας προς όφελός του.

Από την αντιπαράθεση αυτή που διεξήχθη επί δεκαετίες και για όλο τον προηγούμενο αιώνα, ο βασικός πυρήνας των σημερινών αντιεμβολιαστών, στην καλύτερη περίπτωση απουσίασε. Στη χειρότερη πήρε το μέρος της παλιάς τάξης πραγμάτων. Και μόνον όταν ο κίνδυνος του κομμουνισμού φάνηκε στα τέλη του εικοστού αιώνα να εξαφανίζεται, θυμήθηκε ο ανορθολογικός, συντηρητικός και θρησκόληπτος κόσμος να ενοχοποιήσει το παγκόσμιο κεφάλαιο και να δώσει ώθηση σε προϋπάρχουσες αλλά μέχρι τότε εντελώς μειοψηφικές θεωρίες συνωμοσίας.

Αυτή η ανορθολογική παράκρουση έφτασε μέχρι και να εκλέγει τον πρόεδρο των ΗΠΑ, σε συμμαχία βέβαια με ένα τμήμα του κεφαλαίου και σε σύγκρουση με ένα άλλο. Σήμερα, στο έδαφος μιας καθόλα υπαρκτής και επικίνδυνης πανδημίας βρήκε νέο εύφορο έδαφος.

Η στάση του προοδευτικού ανθρώπου απέναντι στα εμβόλια δεν τίθεται σε αμφισβήτηση, ούτε μπορεί να αμφιταλαντεύεται στο όνομα κάποιας θολής αντικαπιταλιστικής συμπεριφοράς. Η υποστήριξη του μαζικού, καθολικού εμβολιασμού είναι απαραίτητη. Και πρέπει αυτή η υποστήριξη να εξελίσσεται συλλογικά, ενεργητικά, ψύχραιμα, υπομονετικά και ορθολογικά.

Στην εποχή της κυριαρχίας του κεφαλαίου η επιστήμη έγινε δούλα του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να κηρύξουμε τον πόλεμο σε κάθε επιστημονικό δεδομένο και να γυρίσουμε στην εποχή των σπηλαίων. Σημαίνει πως πρέπει να αμφισβητήσουμε την υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, να συγκρουστούμε με τη στρατηγική επιλογή του συστήματος να μετατρέψει την δημόσια υγεία σε πεδίο κερδοφορίας, να αντιπαρατεθούμε με την επιλογή των συστημάτων υγείας να δίνουν έμφαση στο νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο της θεραπείας και όχι στο πρωτοβάθμιο μοντέλο της πρόληψης και της δημόσιας υγείας, να αμφισβητήσουμε κάθε λέξη από τα πορίσματα των ειδικών που επιχειρούν να ντύσουν με προβιά επιστημοσύνης και αντικειμενικότητας τις πολιτικές επιλογές των κυβερνώντων.

Σε αντίθεση με τις προτροπές Μητσοτάκη, στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι που χρειάζεται η αμφισβήτηση της επιστήμης. Γιατί ο σφιχτός εναγκαλισμός της με το κεφάλαιο την έχει αποκαθηλώσει από το πρώην ευυπόληπτο βάθρο της. Όμως αμφισβήτηση δεν σημαίνει ούτε άρνηση της πραγματικότητας, ούτε να καταπίνουμε την κάμηλο της καθολικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης των πάντων και να διυλίζουμε τον κώνωπα των εμβολίων.

Με άλλα λόγια χρειάζεται να κριτικάρουμε την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα με την οποία περιβάλλονται πλείστα από τα επιστημονικά πορίσματα, την ώρα που πρέπει να διατηρούμε στο ακέραιο τη δυνατότητά μας να ξεχωρίζουμε την πραγματικότητα από τη μυθολογία.

Η δημόσια υγεία είναι κοινωνικό αγαθό και όχι ατομικό δικαίωμα

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η βολική και σκόπιμη ανάδειξη της αντίθεσης ορθολογιστών – σκοταδιστών με αφορμή τον εμβολιασμό, δεν μπορεί να κρύψει τις ευθύνες της κυβέρνησης και του συστήματος που υπηρετεί. Για την αρνητική εξέλιξη της πανδημίας, για τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, για την οριακή κατάσταση του συστήματος υγείας, υπάρχουν ευθύνες με ονοματεπώνυμο. Την ίδια στιγμή, οι προοδευτικοί άνθρωποι, η Αριστερά, και ειδικά το κομμουνιστικό κίνημα, δεν μπορεί να μην αντιπαρατίθεται με τον ατομισμό και την εγωκεντρική ιδεολογία, ειδικά όταν αυτή συμπορεύεται με σκοταδιστικές και συνωμοσιολογικές θεωρίες.

Τα πρόσφατα αντιεμβολιαστικά συλλαλητήρια δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Το δικαίωμα στον μη εμβολιασμό δεν αποτελεί γενικώς δημοκρατικό δικαίωμα, όπως δεν αποτελούσε δημοκρατικό δικαίωμα η μη χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους το χειμώνα. Δεν συνιστά προοδευτική τοποθέτηση η άποψη ότι δεν χρειάζονται μέτρα περιορισμού μιας επικίνδυνης πανδημίας, αλλά ότι έπρεπε αυτή να αφεθεί ανενόχλητη να «κάνει τον κύκλο της». Το ότι τα μέτρα περιορισμού έγιναν η αποκλειστική πολιτική της κυβέρνησης και ότι κάποια εξ αυτών δεν είχαν καμία λογική, δεν συνεπάγεται ότι οι πολιτικές περιορισμού του ιού ήταν συλλήβδην αντιδημοκρατική εκτροπή και βιοπολιτικό πείραμα.

Η ιδιωτικοποίηση είναι στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης. Όχι μόνο επειδή τα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται σε μηχανισμό κερδοφορίας για το κεφάλαιο, αλλά και επειδή καταργεί την κοινωνία και τη συλλογικότητα στο όνομα του ατόμου που ιδιωτεύει. Το ιδιωτικό δικαίωμα συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον, η ατομική επιλογή αντιπαρατίθεται με την κοινωνική συνείδηση. Αυτό ισχύει γενικά, ισχύει και στο ζήτημα της δημόσιας υγείας και του εμβολιασμού.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αφού αρνήθηκε να ενισχύσει το σύστημα δημόσιας υγείας, πρόληψης και ελέγχου της πανδημίας, αφού απέτυχε να οργανώσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο και σύστημα εμβολιασμού του πληθυσμού, επιδίδεται στην ενοχοποίηση τρίτων και στην αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Φορτώνει την ευθύνη για την εξέλιξη της πανδημίας στις ατομικές επιλογές των ανεμβολίαστων. Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας εκκόλαψε την αμφιβολία και τις αντιεπιστημονικές απόψεις για την αντιμετώπιση του Covid, συχνά με τη βοήθεια της επιτροπής Ειδικών, εμφανίζοντας τις πολιτικές της επιλογές ως αντικειμενικές και επιστημονικές εισηγήσεις.

Αντί να αναλάβει την ευθύνη της να πείσει την κοινωνία, να υλοποιήσει μια εκστρατεία ενημέρωσης και γνώσης, να μιλήσει ψύχραιμα, πειστικά και ενωτικά, οργανώνει διχαστικά διλήμματα εκ του πονηρού.

Αντί να επιμείνει στον εμβολιασμό των ηλικιωμένων, όπου η Ελλάδα καταγράφει τα χειρότερα ποσοστά στην Ευρώπη, επιχειρεί χυδαία να εξαγοράσει την εκλογική συμπεριφορά της νεολαίας τάζοντας 150 ευρώ μαζί με τον εμβολιασμό.

Αντί να χρησιμοποιήσει κάθε πόρο του κρατικού μηχανισμού για να προωθήσει τον εμβολιασμό, συγκρουόμενη αποφασιστικά με τις εστίες του σκοταδισμού (θρησκευτικού και εθνικιστικού), απειλεί με κυρώσεις τους ανεμβολίαστους.

Μετατρέπει ένα κοινωνικό ζήτημα και μια συλλογική πρόκληση σε ανταγωνιστικές ατομικές πρακτικές. Αυτό συνιστά έγκλημα, το ίδιο σοβαρό με την επιχείρηση διάλυσης της δημόσιας υγείας σε όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξυπηρετείται από το δίλημμα σκοταδιστές – ορθολογιστές, ακριβώς όπως η αξιωματική αντιπολίτευση βολεύεται από το ψάρεμα που κάνουν στελέχη της στα θολά νερά της συνωμοσιολογίας.

Ο λόγος είναι ότι τέτοια διλήμματα, από τη μια τσουβαλιάζουν συλλήβδην τους ανεμβολίαστους ως αρνητές του ιού και ψεκασμένους, από την άλλη όμως κρύβουν τις πραγματικές αιτίες της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης: Απουσία συστηματικής ενημέρωσης, αντιφατικά μηνύματα, καθυστερήσεις στην προμήθεια εμβολίων λόγω δεσμεύσεων από τις συμφωνίες της ΕΕ, άρνηση αντιπαράθεσης με την εκκλησία και το σκοταδισμό, εξύμνηση της ατομικής «επιλογής» και «ελευθερίας», πολιτικές σκοπιμότητες που τροφοδοτούν – αντί να μειώνουν – τη δυσπιστία, ειδικά σε κοινωνικά στρώματα χαμηλότερου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου.

Η εμβολιαστική εκστρατεία και η ανάγκη καθολικού εμβολιασμού υπονομεύεται από την απόπειρα της κυβέρνησης να οξύνει την αντίθεση εμβολιασμένων – ανεμβολίαστων ώστε να απεκδυθεί των δικών της ευθυνών. Το ίδιο υπονομευτική είναι η αντιμετώπιση της υπαρκτής λαϊκής δυσπιστίας απέναντι στα εμβόλια με όρους μικροκομματικούς και συμφεροντολογικούς σε όφελος της κυβέρνησης, και όχι με τρόπο που να εξηγεί, να ερμηνεύει, να πείθει, να αλλάζει το συσχετισμό σε όφελος του εμβολιασμού.

Είναι ωστόσο προφανές ότι η δημόσια υγεία δεν μπορεί να διαμορφώνεται από το άθροισμα των ατομικών επιλογών, αλλά από τη συντεταγμένη βούληση της οργανωμένης κοινωνίας. Εξατομικεύοντας και ιδιωτικοποιώντας τόσο τον εμβολιασμό όσο και το σύστημα υγείας συνολικότερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελεί την μία όψη του νομίσματος της ατομικότητας, της ιδιοτέλειας, της ιδιώτευσης. Η άλλη όψη είναι αυτή του ατομικού δικαιώματος και της αυτοδιάθεσης που αγνοεί τα παραδεκτά επιστημονικά δεδομένα και επιμένει να αναπαράγει σκοταδιστικές, αντιδραστικές, μυθομανείς δοξασίες.

Η μάχη για τον εμβολιασμό είναι σημαντική. Η Αριστερά, το λαϊκό κίνημα και οι προοδευτικοί άνθρωποι θεωρούν τον καθολικό εμβολιασμό απαραίτητο όπλο, τμήμα του αγώνα για τη δημόσια υγεία και ειδικά για την πρόληψη. Είναι μέρος της ουμανιστικής ιδεολογίας που βλέπει την κοινωνία ως σύνολο σχέσεων και όχι ως άθροισμα ατόμων.

Μια κυβέρνηση, μια πολιτική και μια ιδεολογία που εξυμνεί το θατσερικό δόγμα «δεν υπάρχει κοινωνία και κοινωνικές τάξεις, αλλά τα άτομα και οι οικογένειές τους» δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πανδημία σε όφελος της δημόσιας υγείας. Διαχειρίζεται αναποτελεσματικά τον εμβολιασμό, απεκδύεται των ευθυνών της, εξατομικεύει τις δυσκολίες του εγχειρήματος, ιδιωτικοποιεί τις δημόσιες ευθύνες, εργαλειοποιεί τον εμβολιασμό για τις πολιτικές της σκοπιμότητες.

Και μένει να απειλεί με ποινές και τιμωρητικές πρακτικές όσους δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί, στήνοντάς τους στον τοίχο, ως μοναδικούς υπεύθυνους για τον συνεχιζόμενο υγειονομικό κίνδυνο.

Το γεγονός ότι όλος, περίπου, ο δυτικός κόσμος απέτυχε εξίσου, επιβεβαιώνει ότι το σύστημα που υπηρετεί αυτή η κυβέρνηση δε μπορεί να προστατεύσει τη δημόσια υγεία.

Ένα τέτοιο σύστημα και μια τέτοια κυβέρνηση είναι ακατάλληλη για να αντιμετωπίσει την πανδημία, είναι ανίκανη να προασπίσει τη δημόσια υγεία, είναι επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο.

Η κούραση να γίνει οργή και η οργή να αναμετρηθεί με την κυβέρνηση και την Ε.Ε.

Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι και μέσα στην πανδημία. Ενάντια σε μια χρεοκοπημένη κυβέρνηση που ένα χρόνο μετά, το μόνο που κάνει είναι διαρκές λοκντάουν και παράλογες απαγορεύσεις. Ενάντια σε μια αποτυχημένη Ε.Ε. που έδειξε ότι δεν προστατεύει, ούτε την οικονομία (μνημόνια), ούτε τα εθνικά (ελληνοτουρκικά), ούτε την υγεία (εμβολιασμοί) των κρατών μελών της. Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια σε μια οικτρά αποτυχημένη πολιτική που εμφανίζεται έτοιμη να απαγορεύσει στους πολίτες να μετακινηθούν το Πάσχα, αλλά επιτρέπει στους τουρίστες να πάνε όπου θέλουν.

Η κυβέρνηση δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές της κοινωνίας για τυχόν παράταση των περιορισμών και μέσα στο Πάσχα. Τη στιγμή που το λοκντάουν έχει σαπίσει και κακοφορμίσει. Την ώρα που εν μέσω περιορισμών και απαγορεύσεων, οι διασωληνωμένοι και οι νεκροί καταγράφουν αρνητικά ρεκόρ. Τις μέρες που η Επιτροπή Ειδικών αποδεικνύεται και τυπικά ως εφευρέτης υγειονομικών δικαιολογιών των ειλημμένων κυβερνητικών αποφάσεων.

Η κούραση είναι μεγάλη και η οργή είναι δίκαιη. Αυτή η πολιτική έχει αποτύχει και το ξέρουν πλέον όλοι. Το μόνο ερώτημα είναι ποιος θα φορτωθεί την ευθύνη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόζει το «όποιος ζήσει έζησε», αλλά κατά τα άλλα πουλάει επισήμως το παραμύθι της «ευθύνης» μπροστά στην πανδημία. Παρουσιάζει τα πάρτυ στις πλατείες ως αιχμή της ανευθυνότητας επιχειρώντας να αποσείσει τις βαριές ευθύνες της. Στην πραγματικότητα η ίδια η κυβέρνηση είναι ο ορισμός της ανευθυνότητας. Έκλεισε την κοινωνία επί έξι μήνες, δεν ενίσχυσε τη δημόσια υγεία και τους μηχανισμούς πρόληψης, ελέγχου, ανίχνευσης της πανδημίας, και πιεζόμενη ασφυκτικά από τις οικονομικές ανάγκες, δρομολογεί το άνοιγμα και το «καλώς ήρθε το δολάριο» εν μέσω ημερήσιων ρεκόρ διασωληνώσεων και κρουσμάτων.

Η κυβερνητική φθορά είναι πλέον υπαρκτή και μέρα τη μέρα μεγαλώνει παρά την αφόρητη προπαγάνδα των ΜΜΕ. Η φθορά δεν μεγαλώνει από την πολιτική δράση της αντιπολίτευσης. Αλλά από την κυβερνητική ανικανότητα να διαχειριστεί τα υγειονομικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που έφερε η πανδημία, από τα σκάνδαλα τύπου Λιγνάδη, από τις πρωθυπουργικές βόλτες στην Ικαρία την ώρα που απαγορευόταν στον απλό κόσμο να κυκλοφορήσει. Όλο και περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι αυτή η κυβέρνηση, επί ένα χρόνο, έπαιζε με τον διακόπτη του λοκντάουν, και είχε επενδύσει τα πάντα στον γρήγορο εμβολιασμό.

Όμως ο γρήγορος εμβολιασμός δεν ήρθε γιατί η Ε.Ε. απέτυχε παταγωδώς. Αποδείχθηκε ότι και στο ζήτημα των εμβολίων κυριάρχησαν οι μικροπολιτικές επιδιώξεις, οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, η υποταγή στις πατέντες των μεγάλων φαρμακευτικών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήρθε τελευταία και καταϊδρωμένη στη διαχείριση της πανδημίας καταγράφοντας τα χειρότερα ποσοστά θανάτων στον κόσμο, και αποδεικνύεται ανίκανη και στο θέμα της εμβολιαστικής κάλυψης. Ανίκανη να προστατεύσει την οικονομία και το εισόδημα, ανίκανη να προστατεύσει τα κυριαρχικά δικαιώματα, ανίκανη να προστατεύσει τη δημόσια υγεία. Τι στα αλήθεια προσφέρει η συμμετοχή σε αυτήν;

Όλο και περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι έχουμε μια κυβέρνηση που εναπόθεσε τις τύχες της υγειονομικής προστασίας της χώρας στην τύχη και στις απατηλές προσδοκίες μιας γρήγορης ανοσίας, η οποία όμως στηρίχτηκε στα πήλινα πόδια της Ε.Ε.

Αντί η κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει το χρόνο που κερδήθηκε από την υποδειγματική συμπεριφορά της κοινωνίας κατά τη διάρκεια του λοκντάουν της περασμένης άνοιξης, τον σπατάλησε χωρίς να κάνει το παραμικρό βήμα στην οργάνωση μηχανισμών προστασίας, ελέγχων, πρόληψης, ιχνηλάτησης, γιατί αυτοί – ως τμήμα μιας πολιτικής δημόσιας υγείας – θεωρούνται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη «πεταμένα λεφτά». Δεν πήρε μέτρα για τους χώρους εργασίας, για τα μέσα μεταφοράς, για τα σχολεία.

Δεν πήρε μέτρα εκεί που το κράτος έχει ευθύνη.

Αντίθετα, πήρε μια σειρά παράλογα, ταξικά άδικα και υγειονομικά τραγελαφικά μέτρα για να ρίξει την ευθύνη στους πολίτες: απαγόρευση κυκλοφορίας τις καθημερινές από τις 9, απαγόρευση τα Σαββατοκύριακα από το απόγευμα, απαγόρευση των διαδημοτικών μετακινήσεων για άθληση. Το λοκντάουν έχει αποτέλεσμα, πείθει και τηρείται, όταν είναι έκτακτο, μικρής διάρκειας, για να προετοιμάσει τη χώρα και την πολιτεία να αποκτήσουν τα αναγκαία μέσα για την υγειονομική άμυνα. Όχι όταν είναι η μοναδική, μόνιμη και ατελέσφορη πολιτική, ελλείψει βούλησης να ενισχυθεί η δημόσια υγεία και οι μηχανισμοί προστασίας της.

Η κυβέρνηση εξευτέλισε το ύστατο μέτρο άμυνας στην πανδημία γιατί το χρησιμοποίησε ως μόνιμο και μοναδικό. Και έχει επιπλέον το θράσος να παριστάνει τον τιμητή σε μια κοινωνία που κουράστηκε να βλέπει μετά από ένα χρόνο περιορισμών και έξι μήνες λοκντάουν τους θανάτους και τις διασωληνώσεις να σπάνε αρνητικά ρεκόρ.

Στο σημείο που είμαστε, στο και πέντε, πρέπει να γίνει αυτό που δεν έγινε επί ένα και πλέον χρόνο. Αποφασιστική ενίσχυση της δημόσιας υγείας και των δημόσιων νοσοκομείων. Επίταξη των ιδιωτικών νοσοκομείων και κλινικών για να ανασάνει το ΕΣΥ και να ζήσει ο κόσμος. Τεστ δωρεάν και μαζικά. Μηχανισμός σοβαρής ιχνηλάτησης και προστασίας. Μέτρα προστασίας σε σχολεία, χώρους εργασίας, μέσα μεταφοράς.

Σήμερα, πρέπει να σταματήσει κάθε παράλογη και τιμωρητική απαγόρευση (SMS, απαγόρευση μετακίνησης, διαδημοτικοί περιορισμοί), η οποία άλλωστε, από ό,τι φαίνεται, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Πρέπει -με μέτρα και ελέγχους- να επιτραπεί η μετακίνηση το Πάσχα και η ενθάρρυνση – όχι απαγόρευση- δραστηριοτήτων σε ανοικτούς τουλάχιστον χώρους.

Άλλωστε τα νούμερα είναι αμείλικτα: Μετά από αλλεπάλληλα λοκντάουν μέσα σε λοκντάουν τα πράγματα χειροτερεύουν αντί να καλυτερεύουν. Τα κλειστά σχολεία, το κλειστό λιανεμπόριο, οι απαγορεύσεις, οι τιμωρητικοί περιορισμοί, είναι σαφές εδώ και μήνες, ότι απέδωσαν ελάχιστα ή και καθόλου.

Είναι καθαρό ότι για το σημείο που φτάσαμε, ευθύνες υπάρχουν. Παρά την οργανωμένη εκστρατεία των ΜΜΕ και τον καλλιεργούμενο κοινωνικό αυτοματισμό για ό,τι γίνεται στις πλατείες, είναι σαφές ότι δεν φταίει η κοινωνία. Φταίει η κυβέρνηση. Για τα αποτελέσματα στη υγεία και στη ζωή των πολιτών. Για τα αποτελέσματα στην οικονομία, στους μισθούς, στην απασχόληση και στα δικαιώματα.

Η κούραση της κοινωνίας να γίνει οργή και η οργή πρέπει να βρει στόχο

Η κυβέρνηση πρέπει να λογοδοτήσει

Οι πολιτικές ευθύνες πρέπει να αποδοθούν

Αυτοκτονούν μέσα στα νοσοκομεία. Ποιος ευθύνεται;

Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 επηρέασε βαθιά την Ελλάδα, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά. Οι αλλαγές που επήλθαν μέσω των μνημονιακών προγραμμάτων άλλαξαν το πρόσωπο της κοινωνίας στον εργασιακό τομέα και βύθισαν την πλειοψηφία του λαού σε μεγάλη οικονομική φτώχεια. Μια παράπλευρη απώλεια που ακολουθεί τις οικονομικές κρίσεις είναι η κρίση της ψυχικής υγείας. Η ψυχική υγεία του πληθυσμού σε περιόδους οικονομικών υφέσεων επιδεινώνεται δραματικά, και στις κυριότερες ασθένειες πρωτοστατούν το άγχος και η κατάθλιψη, ενώ οι αυτοκτονίες πληθαίνουν.

Η έρευνα στον τομέα καταγράφει σε πολλές χώρες τις οικονομικές κρίσεις ως σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την αυτοκτονικότητα στο γενικό πληθυσμό, ενώ φαίνονται συνδέσεις συγκεκριμένα με τις εργασιακές συνθήκες και την ανεργία, ειδικά στις παραγωγικές ηλικίες 25-45. Στην πετρελαϊκή κρίση του 1979, ο Brenner σε έρευνά του είχε καταγράψει πως για κάθε 10% αύξησης στην ανεργία, υπάρχει 1,2% αύξηση στη συνολική θνησιμότητα και 1,7% στην αυτοκτονικότητα. Αντίστοιχες συνδέσεις έχουν γίνει για την περίοδο του Μεγάλου Κραχ το 1929, την ασιατική κρίση του ’90, τις ΗΠΑ του 2008 κοκ. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικές αλλαγές της οικονομικής κρίσης επιφέρουν σημαντικό στρες και λειτουργούν επιβαρυντικά σε ήδη ασθενείς με ψυχικά προβλήματα, αυξάνοντας το ρίσκο για αυτοκτονική συμπεριφορά. Η αναγνώριση ομάδων υψηλού κινδύνου ουσιαστικά δεν υφίσταται, συνεπώς δεν λαμβάνονται μέτρα πρόληψης, και οι αυτόχειρες γίνονται αντιληπτοί ως υγιή άτομα που  «αντέδρασαν» με αυτοκτονία μπροστά σε μια δυσχέρεια.

Στην Ελλάδα, την περίοδο 2009-2015 παρατηρήθηκε μια αύξηση 35% στις αυτοκτονίες, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ. Για τις επόμενες χρονιές η εικόνα είναι λίγο πολύ η ίδια, με το Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών της «Κλίμακας» να υπολογίζει κατά μέσο όρο 500 αυτοκτονίες κάθε χρόνο με μια σταθερή αυξητική στάση. Βέβαια, τα παραπάνω αφορούν τα στοιχεία των καταγεγραμμένων και δηλωμένων ως αυτοκτονιών, ενώ οι μη θανατηφόρες απόπειρες, οι οποίες δεν καταγράφονται, συνολικά εκτιμώνται ως και 25 φορές περισσότερες. Εβδομήντα από αυτές έχουν σημειωθεί σε νοσοκομεία της χώρας από το 2012 ως σήμερα, δηλαδή 7 ή 8 ετησίως. Μέσα στους τέσσερις πρώτους μήνες του 2021, έχουν καταγραφεί ήδη 7 αυτοκτονίες συμπολιτών μας σε γενικά νοσοκομεία. Τα στατιστικά είναι ανησυχητικά.

Πέρα από κάποια συντρέχουσα, διαγνωσμένη ή αδιάγνωστη ψυχική διαταραχή, η αυτοκτονικότητα συνδέεται με έντονο στρες, αίσθημα αδιεξόδου και αδυναμία εξεύρεσης λύσεων, απελπισία και ανημπόρια, με κάποια σημαντική απώλεια (π.χ. θάνατος) ή μια δύσκολη σωματική ασθένεια (χρόνια, ανίατη, επώδυνη κοκ), καθώς και με την έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος. Νομίζω πως τα παραπάνω μπορούμε εύκολα να τα αντιστοιχήσουμε με τα βιώματα της πανδημίας και της καραντίνας. Άνθρωποι που έκλεισαν οι δουλειές τους, που αντιμετωπίζουν χρέη, που δεν έχουν εναλλακτικές, με οικονομικό άγχος, με φόβο μην ασθενήσουν οι ίδιοι και οι δικοί τους, άνθρωποι που αποκλείστηκαν από τις κοινωνικές επαφές, άνθρωποι που χάσανε και χάνουνε καθημερινά αγαπημένα τους πρόσωπα, νοσούντες που το παλεύουν μόνοι τους μέσα σε ασφυκτικά γεμάτες κλινικές, με το φόβο του θανάτου να γυροφέρνει. Πράγματα που τα βιώνουμε στα σπίτια μας, και που τα βιώνουν και στα νοσοκομεία πολλαπλασιαστικά, λόγω του πανικού που επικρατεί και της έλλειψης προσωπικού που θα μπορούσε να στηρίξει, να αντιμετωπίσει  ψυχικές δυσκολίες και να προλάβει περιστατικά αυτοκτονίας. Οι χώροι όπου πας για να σε φροντίσουν  να επανέλθεις στην υγεία σου γίνονται οι χώροι όπου χάνεις την ελπίδα, λόγω της συστηματικής χρόνιας διάλυσης του ΕΣΥ.

Ο τρόπος διαχείρισης της πανδημίας έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στο πόσο ψυχοπιεστική είναι η συνθήκη. Ενώ τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης κρίνονταν απαραίτητα ειδικά την πρώτη περίοδο καταπολέμησης της διασποράς του ιού, ο τρόπος με τον οποίο γενικεύτηκαν επί ένα και πλέον χρόνο έχουν λειτουργήσει επιβαρυντικά. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη και το πλαίσιο εφαρμογής τους: έμφαση στην ατομική ευθύνη, καχυποψία προς τον άλλο, απομάκρυνση από το υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο, σε συνδυασμό με τους εμφανείς παραλογισμούς στα ίδια τα μέτρα συμβάλλουν στη διάχυση ανησυχίας και φόβου. Ειδικά άτομα μεγάλης ηλικίας με δυσκολίες στην πρόσβαση στο διαδίκτυο και περιορισμένες ψηφιακές δεξιότητες, έμειναν απομονωμένα. Ακόμα και για αυτούς ωστόσο που είχαν διεξόδους μέσω της τεχνολογίας, η συνεχής ενασχόληση με τον υπολογιστή που ήρθε να αντικαταστήσει όλες τις πλευρές της ζωής, την εργασία, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, την κοινωνική ζωή, με όλα να συμβαίνουν εξατομικευμένα, ξεκομμένα από κάθε ουσιαστική κοινωνική αλληλεπίδραση.

Επίσης, η μετατροπή του ΕΣΥ σε σύστημα περίθαλψης μίας νόσου, απογύμνωσε τις νοσοκομειακές και κοινοτικές υπηρεσίες των άλλων τομέων υγείας. Η αναστολή λειτουργίας των εξωτερικών ιατρείων άφησε κόσμο χωρίς την απαραίτητη ιατρική παρακολούθηση για άλλα προβλήματα υγείας, ή τους ανάγκασε να αναζητήσουν εναλλακτικές στον ιδιωτικό τομέα με κόστος από την τσέπη τους. Η  μείωση των τακτικών χειρουργείων αυξάνει την αγωνία για την υγεία και συχνά μειώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών που βρίσκονται σε αναμονή μιας επέμβασης. Ταυτόχρονα, στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας διακόπηκαν οι δια ζώσης συνεδρίες σε ατομικά και ομαδικά προγράμματα, αφήνοντας ανθρώπους με ήδη υπάρχουσες δυσκολίες χωρίς τους θεραπευτές τους, να πρέπει να αντιμετωπίσουν το τέρας της πανδημίας. Εδώ αν υπογραμμίσουμε ότι για μια μεγάλη πλειοψηφία ασθενών η ανάληψη της πρωτοβουλίας για έξοδο από το σπίτι για την πρόσωπο-με-πρόσωπο συνάντηση σε ένα θεραπευτικό πλαίσιο είναι από μόνη της λυτρωτική. Η προσπάθεια αντικατάστασης με εξ’ αποστάσεως συνεδρίες έχει πολλαπλά εμπόδια: δυσκολία πρόσβασης στο ίντερνετ, κόστος τηλεφωνικής επικοινωνίας, διαθεσιμότητα συσκευών για οικογένειες στις οποίες εκτελούν τηλεργασία ή συμμετέχουν σε τηλεκπαίδευση, απουσία χώρου και χρόνου στο σπίτι όπου με ησυχία και ασφάλεια θα συζητήσει με το θεραπευτή του, ενώ ειδικά σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ο χώρος του σπιτιού είναι χώρος τραυματικός, όχι θεραπευτικός. Σε ψυχιατρικές κλινικές, νοσηλευόμενοι πήραν κατ’ επείγοντας εξιτήρια, όχι με θεραπευτική αιτιολογία, αλλά για να αδειάσουν κρεβάτια και ασθενείς covid.

Η άρνηση της κυβέρνησης να στελεχώσει επαρκώς τα νοσοκομεία εδώ και πάνω από μια δεκαετία, σε συνθήκες πανδημίας λειτούργησε πολλαπλασιαστικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι συχνά πολλές ανάγκες της φροντίδας των ασθενών, πέρα από τις ιατρικές πράξεις, αναλάμβαναν οι συνοδοί των νοσηλευομένων: την υγιεινή, τη σίτιση, τη συντροφιά, την επικοινωνία με αγαπημένα πρόσωπα, ή απλά αιτήματα των ασθενών όπως να βολέψουν το μαξιλάρι τους. Με την απαγόρευση εισόδου συνοδών μέσα στην πανδημία, αυτές οι ανάγκες παραμένουν χωρίς να υπάρχει προσωπικό που να μπορεί να τις καλύψει. Η έλλειψη επικοινωνίας με κοντινά πρόσωπα σε συνδυασμό με το κλίμα πανικού και το προσωπικό άγχος θανάτου παίζουν σημαντικό ρόλο στην ψυχική δυσφορία του ασθενή. Η εμπειρία της νοσηλείας σε κλινική covid έχει αναγνωριστεί ως τραυματική και αναπτύσσεται βιβλιογραφία σχετικά με τη διαχείριση του πένθους και της μετανοσηλευτικής εμπειρίας covid-19 με όρους διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD).

Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για το ότι οι άνθρωποι υποφέρουν (και) ψυχικά και πηδούν από τα παράθυρα σε συνθήκες πανζουρλισμού μέσα στα νοσοκομεία; Το νοσηλευτικό προσωπικό που δεν επαρκεί ούτε για να καλύψει τις επείγουσες ανάγκες και μεταφέρεται από κλινική σε κλινική; Μήπως θα το αναγάγουμε κι αυτό σε ατομική ευθύνη, κατηγορώντας τους αυτόχειρες για χαμηλή ψυχική ανθεκτικότητα; Θα κατηγορήσουμε τις οικογένειές τους, ότι δεν ήξεραν τα προβλήματα του ανθρώπου που χάσανε και ότι δεν τον βοήθησαν νωρίτερα; Ή μήπως πρέπει κάποια στιγμή να λογαριαστούμε με την κυβέρνηση που η αντίληψη της για τη φροντίδα υγείας και το ΕΣΥ σταματάει στο πώς θα εξυπηρετήσουν φίλους κλινικάρχες;