Άρθρα

Ήμουν εκεί: το ΝΑΤΟ και η προέλευση της κρίσης στην Ουκρανία

Το antapocrisis αναδημοσιεύει για λόγους πληροφόρησης την παρέμβαση του Jack F. Matlock, τελευταίου πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση, πριν τη διάλυσή της. Ο Αμερικανός διπλωμάτης, επιβεβαιώνει ότι η κρίση στην Ουκρανία προκλήθηκε από την αθέτηση των υποσχέσεων των ΗΠΑ και την απροθυμία τους να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ρωσίας, επιδιώκοντας μια χωρίς όρια επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα με τη Ρωσία. Η παρέμβαση αυτή του Αμερικανού διπλωμάτη έχει σημασία για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι αποδομεί όλη τη σημερινή ρητορεία της Δύσης για μια ρωσική επίθεση αψυχολόγητη, επιθετική, ακραία πράξη παραφροσύνης. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι αυτός που έφερε τα πράγματα στα άκρα είναι το ΝΑΤΟ. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θυμίζει πως η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έγινε υπό ένα καθεστώς σύγκρουσης Ανατολής – Δύσης, αλλά μάλλον συναίνεσης και αποδοχής κοινών καπιταλιστικών αξιών. Η παρέμβαση του J. Matlock έγινε λίγες μέρες πριν τη ρωσική επίθεση αλλά αυτό δεν αλλάζει σε κάτι την ουσία των λεγομένων του.

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, είπα στη Γερουσία ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ θα μας οδηγήσει εδώ που είμαστε σήμερα.

Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια κρίση που μπορούσε να αποφευχθεί μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, η οποία ήταν προβλέψιμη, επιταχύνθηκε εκούσια, αλλά μπορεί εύκολα να επιλυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής.

Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο;

Επιτρέψτε μου, ως κάποιος που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που τερμάτισαν τον Ψυχρό Πόλεμο, να θυμίσω λίγο την ιστορία στην τρέχουσα κρίση.

Καθημερινά μας λένε ότι ο πόλεμος επίκειται στην Ουκρανία. Τα ρωσικά στρατεύματα, μας λένε, συγκεντρώνονται στα σύνορα της Ουκρανίας και θα μπορούσαν να επιτεθούν ανά πάσα στιγμή. Συνιστάται στους Αμερικανούς πολίτες να εγκαταλείψουν την Ουκρανία και οι οικογένειες των μελών του προσωπικού της αμερικανικής πρεσβείας απομακρύνονται. Εν τω μεταξύ, ο Ουκρανός πρόεδρος συμβουλεύει να μην πανικοβαλλόμαστε και κατέστησε σαφές ότι δεν θεωρεί ότι επίκειται ρωσική εισβολή. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν αρνήθηκε ότι έχει πρόθεση να εισβάλει στην Ουκρανία. Το αίτημά του είναι να σταματήσει η διαδικασία προσθήκης νέων μελών στο ΝΑΤΟ και η Ρωσία να λάβει τη διαβεβαίωση ότι η Ουκρανία και η Γεωργία δεν θα γίνουν ποτέ μέλη.

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν αρνήθηκε να δώσει τέτοια διαβεβαίωση, αλλά κατέστησε σαφή την προθυμία του να συνεχίσει να συζητά τα ζητήματα στρατηγικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, η ουκρανική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι δεν έχει καμία πρόθεση να εφαρμόσει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2015 για την επανένωση των επαρχιών του Ντονμπάς στην Ουκρανία διατηρώντας μεγάλο βαθμό τοπικής αυτονομίας – μια συμφωνία με τη Ρωσία, τη Γαλλία και τη Γερμανία την οποία ενέκριναν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Θα μπορούσε η κρίση να αποφευχθεί;

Εν ολίγοις, ναι. Το 1991, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, πολλοί παρατηρητές πίστεψαν λανθασμένα ότι έβλεπαν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στην πραγματικότητα είχε τελειώσει τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα, με διαπραγματεύσεις, και προς το συμφέρον όλων των μερών. Ο πρόεδρος Μπους ήλπιζε ότι ο Γκορμπατσόφ θα κατάφερνε να κρατήσει τις περισσότερες από τις 12 μη Βαλτικές δημοκρατίες σε μια εθελοντική ομοσπονδία.

Παρά την επικρατούσα πεποίθηση τόσο του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον όσο και του μεγαλύτερου μέρους της ρωσικής κοινής γνώμης, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν υποστήριξαν, πόσο μάλλον δεν προκάλεσαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Υποστηρίξαμε την ανεξαρτησία της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας, και μία από τις τελευταίες πράξεις του σοβιετικού κοινοβουλίου ήταν να νομιμοποιήσει την αξίωση για ανεξαρτησία. Και – παρά τους συχνά εκφραζόμενους φόβους – ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν απείλησε ποτέ ότι θα απορροφήσει τις χώρες της Βαλτικής ή ότι θα διεκδικήσει κάποια από τα εδάφη τους, αν και επέκρινε ορισμένες χώρες που αρνήθηκαν στους Ρώσους πολίτες τους τα πλήρη δικαιώματα της ιθαγένειας, μια αρχή την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται να εφαρμόζει.

Εφόσον η κύρια απαίτηση του Πούτιν είναι η διαβεβαίωση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί με άλλα μέλη, και συγκεκριμένα την Ουκρανία ή τη Γεωργία, προφανώς δεν θα υπήρχε βάση για την παρούσα κρίση, αν δεν υπήρχε επέκταση της Συμμαχίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή αν η επέκταση είχε συμβεί παράλληλα με την οικοδόμηση μιας δομής ασφαλείας στην Ευρώπη που περιλάμβανε τη Ρωσία.

Ήταν προβλέψιμη αυτή η κρίση;

Απολύτως. Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το 1997, όταν προέκυψε το ζήτημα της προσθήκης περισσότερων μελών του ΝΑΤΟ, μου ζητήθηκε να καταθέσω ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Στην εισαγωγική μου επισήμανση, έκανα την ακόλουθη δήλωση:

«Θεωρώ άστοχη τη σύσταση της κυβέρνησης να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ αυτή τη στιγμή. Εάν εγκριθεί από τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί κάλλιστα να μείνει στην ιστορία ως η πιο βαθιά στρατηγική γκάφα που έγινε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μακριά από το να βελτιώσει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, των Συμμάχων τους και των εθνών που επιθυμούν να εισέλθουν στη Συμμαχία, θα μπορούσε κάλλιστα να πυροδοτήσει μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την πιο σοβαρή απειλή ασφαλείας για αυτό το έθνος από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης». Πράγματι, τα πυρηνικά μας οπλοστάσια ήταν ικανά να τερματίσουν τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που ανέφερα για την ενσωμάτωση και όχι τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Όπως εξήγησα στο SFRC: «Το σχέδιο αύξησης των μελών του ΝΑΤΟ αποτυγχάνει να λάβει υπόψη την πραγματική διεθνή κατάσταση μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και προχωρά σύμφωνα με μια λογική που είχε νόημα μόνο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η διχοτόμηση της Ευρώπης έληξε προτού υπάρξει οποιαδήποτε σκέψη για την είσοδο νέων μελών στο ΝΑΤΟ. Κανείς δεν απειλεί να ξαναδιχάσει την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, είναι παράλογο να ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν ορισμένοι, ότι είναι απαραίτητο να μπουν νέα μέλη στο ΝΑΤΟ για να αποφευχθεί μια μελλοντική διαίρεση της Ευρώπης. Εάν το ΝΑΤΟ πρόκειται να είναι το κύριο όργανο για την ενοποίηση της ηπείρου, τότε λογικά ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά αυτός δεν φαίνεται να είναι ο στόχος της διοίκησης, και ακόμα κι αν είναι, ο τρόπος για να τον φτάσει δεν είναι με την αποσπασματική εισδοχή νέων μελών».

Η απόφαση για αποσπασματική επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν μια ανατροπή των αμερικανικών πολιτικών που οδήγησαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο πρόεδρος Μπους είχε διακηρύξει έναν στόχο για μια «Ευρώπη ενιαία και ελεύθερη». Ο Γκορμπατσόφ είχε μιλήσει για «το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι», είχε καλωσορίσει εκπροσώπους των κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης που έριξαν τους κομμουνιστές ηγέτες τους και είχε διατάξει ριζικές μειώσεις των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων εξηγώντας ότι για να είναι μια χώρα ασφαλής, πρέπει να υπάρχει ασφάλεια για όλους.

Ο πρόεδρος Μπους διαβεβαίωσε επίσης τον Γκορμπατσόφ κατά τη συνάντησή τους στη Μάλτα τον Δεκέμβριο του 1989, ότι εάν επιτραπεί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να επιλέξουν τον μελλοντικό τους προσανατολισμό μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα «εκμεταλλευτούν» αυτή τη διαδικασία. (Προφανώς, η ένταξη χωρών στο ΝΑΤΟ που ήταν τότε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα ήταν «εκμετάλλευση».) Το επόμενο έτος, ο Γκορμπατσόφ πήρε τη διαβεβαίωση, αν και όχι σε επίσημη συνθήκη, ότι εάν επιτρεπόταν σε μια ενωμένη Γερμανία να παραμείνει στο ΝΑΤΟ, δεν θα υπήρχε καμία κίνηση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, «ούτε μια ίντσα».

Αυτές οι δηλώσεις έγιναν στον Γκορμπατσόφ πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Μόλις διαλύθηκε, η Ρωσική Ομοσπονδία είχε λιγότερο από τον μισό πληθυσμό της Σοβιετικής Ένωσης και ένα στρατιωτικό μηχανισμό αποκαρδιωμένο και σε πλήρη αταξία. Ενώ δεν υπήρχε λόγος να διευρυνθεί το ΝΑΤΟ, αφού η Σοβιετική Ένωση αναγνώρισε και σεβάστηκε την ανεξαρτησία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, υπήρχαν πλέον ακόμη λιγότεροι λόγοι να φοβόμαστε τη Ρωσική Ομοσπονδία ως απειλή.

Προκλήθηκε εσκεμμένα αυτή η κρίση;

Δυστυχώς, οι πολιτικές που ακολούθησαν οι πρόεδροι Τζορτζ Μπους, Μπαράκ Ομπάμα, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν συνέβαλαν στο να μας φέρουν σε αυτό το σημείο.

Η προσθήκη χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ έγινε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πράγμα που προκάλεσε τη ρωσική αντίρρηση. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να αποχωρούν από τις συνθήκες ελέγχου των όπλων που είχαν περιορίσει, για κάποιο διάστημα, μια παράλογη και επικίνδυνη κούρσα εξοπλισμών, και ήταν οι θεμελιώδεις συμφωνίες για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Η πιο σημαντική ήταν η απόφαση αποχώρησης από τη Συνθήκη κατά των βαλλιστικών πυραύλων, η οποία ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της συμφωνίας για μια σειρά συνθηκών που σταμάτησαν για ένα διάστημα τον αγώνα πυρηνικών εξοπλισμών. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που τηλεφώνησε στον Πρόεδρο Μπους και προσέφερε υποστήριξη. Κράτησε το λόγο του διευκολύνοντας την αμερικανική επίθεση στο καθεστώς των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Ήταν ξεκάθαρο εκείνη την εποχή ότι ο Πούτιν φιλοδοξούσε σε μια εταιρική σχέση ασφαλείας με τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς οι τζιχαντιστές τρομοκράτες που στόχευαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στόχευαν και τη Ρωσία. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον συνέχισε την πορεία της αγνοώντας τα ρωσικά (αλλά και συμμαχικά) συμφέροντα, εισβάλλοντας στο Ιράκ, μια επιθετική πράξη στην οποία όχι μόνο η Ρωσία αντιτάχθηκε, αλλά και η Γαλλία και η Γερμανία.

Αν και ο Πρόεδρος Ομπάμα αρχικά υποσχέθηκε βελτιωμένες σχέσεις μέσω της πολιτικής της «επαναφοράς», η πραγματικότητα ήταν ότι η κυβέρνησή του συνέχισε να αγνοεί τις πιο σοβαρές ανησυχίες της Ρωσίας και διπλασίασε τις προηγούμενες αμερικανικές προσπάθειες να αποσπάσει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες από τη ρωσική επιρροή και, μάλιστα, να ενθαρρύνει την «αλλαγή καθεστώτος» στην ίδια τη Ρωσία. Οι αμερικανικές ενέργειες στη Συρία και στην Ουκρανία θεωρήθηκαν από τον Ρώσο πρόεδρο και τους περισσότερους Ρώσους ως έμμεσες επιθέσεις εναντίον τους.

Και όσον αφορά την Ουκρανία, η εισβολή των ΗΠΑ στην εσωτερική της πολιτική ήταν βαθιά, υποστηρίζοντας ενεργά την επανάσταση του 2014 και την ανατροπή της εκλεγμένης ουκρανικής κυβέρνησης το 2014.

Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Προέδρου Ομπάμα μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας. Στη συνέχεια, τα πράγματα χειροτέρεψαν κατά τα τέσσερα χρόνια της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. Κατηγορούμενος ότι ήταν πιόνι των Ρώσων, ο Τραμπ πέρασε κάθε αντιρωσικό μέτρο που προέκυπτε, ενώ ταυτόχρονα κολάκευε τον Πούτιν ως μεγάλο ηγέτη.

Μπορεί η κρίση να λυθεί με την εφαρμογή της κοινής λογικής;

Ναι, τελικά, αυτό που απαιτεί ο Πούτιν είναι κατεξοχήν λογικό. Δεν απαιτεί την αποχώρηση κανενός μέλους του ΝΑΤΟ και δεν απειλεί κανέναν. Σύμφωνα με οποιοδήποτε μέτρο κοινής λογικής, είναι προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών να προωθήσουν την ειρήνη και όχι τη σύγκρουση. Το να προσπαθήσουμε να αποσπάσουμε την Ουκρανία από τη ρωσική επιρροή –ο ομολογημένος στόχος όσων κεντρίζουν τις «έγχρωμες επαναστάσεις»– ήταν μια ανόητη και επικίνδυνη υπόθεση. Ξεχάσαμε τόσο σύντομα το μάθημα της κουβανικής κρίσης πυραύλων;

Τώρα, το να πούμε ότι η αποδοχή των απαιτήσεων του Πούτιν είναι προς το αντικειμενικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν σημαίνει ότι θα είναι εύκολο να γίνει. Οι ηγέτες τόσο του Δημοκρατικού όσο και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος έχουν αναπτύξει μια τόσο ρωσοφοβική στάση που θα χρειαστεί μεγάλη πολιτική δεξιότητα για να πλοηγηθούμε σε πολιτικά νερά με υφάλους και να επιτευχθεί ένα ορθολογικό αποτέλεσμα.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν με δικά τους στρατεύματα εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία. Γιατί λοιπόν να τα μεταφέρουμε στην Ανατολική Ευρώπη; Απλώς για να δείξει στα γεράκια στο Κογκρέσο ότι στέκει αγέρωχος;

Ίσως οι επακόλουθες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Κρεμλίνου να βρουν έναν τρόπο να κατευνάσουν τις ανησυχίες της Ρωσίας και να εκτονώσουν την κρίση. Και ίσως τότε το Κογκρέσο αρχίσει να ασχολείται με τα αυξανόμενα προβλήματα που έχουμε στο σπίτι αντί να τα επιδεινώνει.

Ή αυτό θα μπορούσε κανείς να ελπίζει.

Μετάφραση: antapocrisis

Πηγή: Responsible Statecraft

Ο τελευταίος σταθμός της παλινόρθωσης: η περίοδος Γκορμπατσόφ

Ο τελευταίος σταθμός της παλινόρθωσης: η περίοδος Γκορμπατσόφ

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τμήμα του βιβλίου “Ρεβιζιονισμός, παλινόρθωση, νέα τάξη πραγμάτων” που εκδόθηκε από την Α/συνεχεια το 1995, αποτελώντας καρπό συλλογικών συζητήσεων. Το antapocrisis αναδημοσιεύει το συγκεκριμένο απόσπασμα που αναφέρεται αναλυτικά στην περίοδο Γκορμπατσόφ και την περεστρόικα ως τελευταίου σταθμού της παλινόρθωσης. Τελευταίου αλλά όχι μοναδικού, καθώς, σε αντίθεση με την τρέχουσα “απολογητική” των δυνάμεων που υμνούσαν τότε την περεστρόικα και ανακάλυψαν μετά ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν “προδότης”, η καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ είχε μια πορεία δεκαετιών.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι σημαντικό καθώς αποδεικνύει ότι η διαδικασία κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε βαθιές ρίζες στον ίδιο τον σοβιετικό μηχανισμό. Δείχνει επίσης πως πριν οι μάζες της Ανατολικής Ευρώπης ζητωκραυγάσουν για τον καπιταλισμό και την ελεύθερη αγορά, είχε προηγηθεί μια έντονη κατεργασία τους. Τα υψηλά ιστάμενα στελέχη του κράτους και του κόμματος της ΕΣΣΔ προπαγάνδιζαν επί χρόνια την παλινόρθωση (στην αρχή καλυμμένα και στην πορεία πιο ανοικτά), κάνοντάς την να μοιάζει ώριμο φρούτο και να μη συναντήσει σοβαρή αντίσταση πέρα από μάχες οπισθοφυλακών αντιμαχόμενων μερίδων.
Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, έχει σημασία να μπει στην πρώτη γραμμή της συζήτησης για το παρελθόν όχι μόνο οι τραγικές διαψεύσεις του “μετακομμουνιστικού” κόσμου, αλλά και οι βαριές και απαράγραπτες ευθύνες όσων ανέμιζαν τη σημαία της επανάστασης, προωθώντας με όλους τους τρόπους την αντεπανάσταση.

Ο Μπρέζνιεφ πεθαίνει το 1982. Αναλαμβάνει γραμματέας του κόμματος ο Γιούρι Αντρόποφ. Άνθρωπος που έπαιξε σημαντικό ρόλο μαζί με τον Αλεξέι Γκρομίκο σε όλη την υπόλοιπη πορεία. Παρόλο που δεν πρόλαβε να κάνει πολλά αφού σύντομα πεθαίνει, κατορθώνει να βάλει τις βάσεις σχηματισμού της ομάδας που θα διαδραματίσει σοβαρό ρόλο στην επόμενη φάση. Ο Γκορμπατσόφ επί των ημερών του αναδεικνύεται σε στέλεχος πρώτης γραμμής. 0 Γιάκοβλεφ που είχε πέσει σε “δυσμένεια” το 1972 και είχε δουλέψει μια περίοδο στη σοβιετική πρεσβεία των ΗΠΑ και στον Καναδά, ανακαλείται και αναλαμβάνει διάφορες αρμοδιότητες.

Ο Λιγκατσόφ ανακαλείται από τη Σιβηρία και αναλαμβάνει υπεύθυνος για τα οργανωτικά του κόμματος. Αυτά είναι μερικά παραδείγματα που δείχνουν ότι η ομάδα που πρωταγωνίστησε στην περεστρόικα συγκροτήθηκε από τον Αντρόποφ, τον άνθρωπο που ήταν επικεφαλής της Κα Γκε Μπε επί σειρά ετών και γνώριζε καλά πώς λειτουργεί το σύστημα.

Ο Τσερνιένκο που αναλαµβάνει γραµματέας μετά το θάνατο του Αντρόποφ δεν θα έχει περιθώρια να καθορίσει σχεδόν τίποτα. Ωριµάζουν οι όροι για να αναλάβει η οµάδα Γκορμπατσόφ, αφού και ο Τσερνιένκο είναι βαριά άρρωστος. Το βάρος στην εκλογή του Γκορμπατσόφ θα το αναλάβει ο Γκρομίκο.

Αναλαμβάνοντας ο Γκορµπατσόφ την ηγεσία του κόμματος, φροντίζει να επιταχύνει όλες τις εξελίξεις που έμοιαζαν να έχουν παγώσει.

Η περεστρόικα, η αναδόμηση, η ανασυγκρότηση παρουσιάζεται σαν µια ανανέωση του μαρξισμού και του σοσιαλισμού. Όποιος θέλει να πιστέψει σε κάτι, όποιος θέλει να παρηγορηθεί, όποιος δεν κατανοεί το βάθος της αναδιαρθρωτικής κίνησης και της εμπλοκής της ανατολικής πλευράς σ’ αυτήν, μπορεί να το κάνει. Μόνο ο Χαρίλαος δεν έχει δικαίωμα να παριστάνει την “παρθένο κορασίδα” που ξεγελάστηκε.

Ο Γκόρμπι όταν “τέλειωσε” το έργο του, έκανε μια χαριτωμένη δήλωση που τη μεταφέρουμε για να δείξουμε, όχι μόνο τη διπλότητα, αλλά τον τρόπο που σκέφτονταν πολλοί που ορκίζονταν στο όνομα του µαρξισμού-λενινισµου και για να δικαιωθούν πέρα για πέρα οι ισχυρισμοί που διατύπωναν οι Ρώσοι μπολσεβίκοι στη Διακήρυξη που παραθέσαμε:

«Ό,τι κι αν συμβαίνει σήμερα (στην τότε Σοβιετική Ένωση), έχει σχέση µε ό,τι άρχισα εγώ το 1985. Η εποχή Γκορμπατσόφ δεν τέλειωσε ακόμα, μόλις τώρα αρχίζει στην πραγματικότητα.

Ερώτηση: Για τους µεν τα πράγματα πήγαιναν πολύ σιγά, για τους άλλους πολύ ριζοσπαστικά.

Γκορμπατσόφ: Κι ο Γκορμπατσόφ έπρεπε να οδηγήσει το πλοίο της περεστρόικα ανάμεσα σε υφάλους. Και εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να εξαγγείλεις πράγματα για τα οποία δεν ήταν ακόμα ώριμος ο λαός… Έπρεπε να κάνεις υπομονή, μέχρι να αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό η κομματική γραφειοκρατία, που να μην μπορεί πια να γυρίσει προς τα πίσω τον τροχό της ιστορίας.

Ερώτηση: Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς, δεν είστε κομουνιστής;

Γκορμπατσόφ: Αν πάρετε τις δηλώσεις μου θα καταλάβετε ότι οι πολιτικές μου συμπάθειες ανήκουν στη σοσιαλδημοκρατία και στην ιδέα ενός κοινωνικού κράτους του είδους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».

(Συνέντευξη στο περιοδικό Σπίγκελ, 18/1/93). Τα σχόλια θα μπορούσαν να είναι πολλά. Αλλά περιττεύουν συνάμα.

Το έργο της περεστρόικα, της γκλάσνοστ, της νέας σκέψης

1.

Απαγκίστρωσε την ΕΣΣΔ από όλες τις ζώνες αναμέτρησης όπου είχε βρεθεί μπλεγμένη από την περίοδο της μπρεζνιεφικής επέκτασης (Αφγανιστάν, Αφρική κλπ). Η τελευταία απαγκίστρωση, αυτή της Κούβας.

Ο Γκορμπατσόφ στα 1987, λίγο µετά το 27ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (το οποίο όχι τυχαία πραγματοποιήθηκε ακριβώς 30 χρόνια μετά το 20ο, 25 Φλεβάρη 1956 – 25 Φλεβάρη 1986, μια «σύμπτωση» εντελώς συμβολική σαν αυτή της επιλογής του Μάαστριχτ, που ήταν η πρώτη πόλη που δέχτηκε τη γερμανική επίθεση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ξεκίνησε η προέλαση προς την Ολλανδία) θα γράψει:

«Η νέα αντίληψη της εξωτερικής πολιτικής διατυπώθηκε από το 27ο Συνέδριο. Την αφετηρία της, όπως είναι γνωστό, αποτελεί η ακόλουθη ιδέα: παρά τη βαθιά αντιφατικότητα του σύγχρονου κόσμου και τις ριζικές διαφορές των κρατών που τον συγκροτούν, ο κόσμος είναι αλληλένδετος, αλληλοεξαρτώμενος και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο». Είναι η εποχή της «αλληλεξάρτησης». Για να µην γίνεται καμιά παρεξήγηση, αυτός ο ενιαίος κόσμος βρίσκεται μπροστά στο εξής δίλημμα: «Είτε καταστροφή, είτε κοινή προσπάθεια για μια νέα οικονομική τάξη που θα παίρνει υπόψη τα συμφέροντα όλων, πάνω σε ισότιμη βάση. Ο δρόμος προς την εγκαθίδρυση μιας τέτοιας τάξης, όπως παρουσιάζεται σήμερα, είναι ευδιάκριτος» (1987).

Το 1988 στο βήμα του ΟΗΕ ο Γκορμπατσόφ θα διακηρύξει τα εξής:

«Η Παγκόσμια οικονομία θα γίνει ένας ενιαίος οργανισμός, και έξω απ’ αυτόν κανένα κράτος δεν μπορεί σήμερα να αναπτυχθεί κανονικά… Θα ήταν αφέλεια να πιστεύουμε ότι τα προβλήματα που βασανίζουν σήµερα την ανθρωπότητα μπορούν να λυθούν μέσα από μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα ή που θεωρούνταν κατάλληλες για κάτι τέτοιο…
Σήμερα, όμως, ορθώνεται μπροστά μας ένας άλλος κόσμος, για τον οποίο θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι δρόμοι στο μέλλον… Μπήκαμε σήμερα σε μια εποχή, όπου η πρόοδος θα θεμελιώνεται στα οικουμενικά συμφέροντα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτή η γνώση απαιτεί να καθορίζεται και η παγκόσμια πολιτική από την προτεραιότητα των πανανθρώπινων αξιών»…

(Ένας Γερμανός συγγραφέας αναφερόμενος σ’ αυτά θα αναρωτηθεί: «Μα καλά εγώ σαν ενημερωμένος μαρξιστής, πώς μπορούσα να θεωρώ αυτές τις φράσεις σαν σοβαρή ανάλυση της κατάστασης»; Δεν απαντάει βέβαια στο γιατί, αλλά τουλάχιστον το παραδέχεται. Πόσοι μιλάνε και φλυαρούν στο όνομα του μαρξισµού και χαιρέτιζαν τότε τον Γκόρµπι και σήμερα μιλάνε για επαναστάσεις και κοινωνικούς πολέμους χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής; Για να μη μιλήσουμε για όλους εκείνους που έβλεπαν στον Γκορμπατσόφ και τις εξελίξεις, μια δημοκρατική επανάσταση ενάντια στον ολοκληρωτισμό -διάφοροι εναλλακτικοί κύκλοι και νεοφιλόσοφοι – ή διέβλεπαν σ’ αυτόν και στο χασάπη Γιέλτσιν τη δικαίωση του τροτσκισμού…)

Στα 1989, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσει στο Συμβούλιο της Ευρώπης στο Στρασβούργο θα παραδώσει στην οικουμένη έναν «ευρωπαϊκό κοινό οίκο» όπως είχε υποσχεθεί. Η ποιότητα βέβαια του οίκου είναι νεοταξικών προδιαγραφών: «Οι πραγματικότητες σήμερα και για το άμεσο μέλλον είναι ολοφάνερες: Η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ αποτελούν φυσικό κομμάτι της διεθνούς πολιτικής δομής της Ευρώπης», κάτι σαν να προανάγγελλε το τι και πώς θα γίνει λίγο αργότερα.

Η «νέα σκέψη» δεν διατείνεται καμιά συνύπαρξη δυο συστημάτων και τον αναμεταξύ τους ειρηνικό ανταγωνισμό όπως υποστήριξε ο Νικήτα Χρουτσόφ. Η νέα σκέψη παραδέχεται την υπεροχή του καπιταλιστικού συστήματος, συμβάλλει στη Νέα Τάξη Πραγμάτων και διεκδικεί να τύχει καλής μεταχείρισης από το Διευθυντήριο και, γιατί όχι, µια δική της συμμετοχή σ’ αυτό. Είναι μακρινό παρελθόν οι αναφορές στις ταξικές αντιθέσεις και την ταξική πόλη. Είναι παρελθόν το παλλαϊκό κράτος, το παλλαϊκό κόµμα. Πάλιωσαν γρήγορα ακόμα και τα οικουμενικά προβλήματα. Ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο έβαλε άλλα κριτήρια.

Ο κόσμος κατά τη «νέα σκέψη» -ακριβώς όπως η νεοταξική σκέψη- χωρίζεται σε πολιτισμένους και βάρβαρους λαούς και χώρες, και είναι αναγκαία µια ισχυρή διεθνής νομιμότητα που να αποτελεί το αντίπαλο δέος για κάθε αναχρονισμό…

«Οι όροι καπιταλισμός, σοσιαλισμός επιτρέπουν ελάχιστα να κατανοήσουμε τον κόσμο μας. Υπάρχει ο σύγχρονος πολιτισμός και οι πολιτισμοί των προηγούμενων αιώνων. Περισσότερο από το μισό της ανθρωπότητας ζει στον σύγχρονο πολιτισμό: εργοστάσια, μηχανές, φάρμες, τηλεοράσεις, προϊόντα, εμπορεύματα κλπ, οικονομικές και πολιτικές ελευθερίες. Και εμείς, οι σοβιετικοί, δεν ζούμε σε μια πολιτισμένη κοινωνία».

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Φεντόρ Μπουρλάτσκι, θεωρητικό της μπρεζνιεφικής περιόδου. Τότε απλά υποστήριζε τα θαυμαστά επιτεύγματα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και θεωρούσε πως ο μισός κόσμος (ίσως λίγο παραπάνω από τον µισό) αγωνίζονταν ενάντια στον υπόλοιπο μισό για την απελευθέρωση από την καπιταλιστική σκλαβιά… και συνεχίζει σχετικά µε τον πόλεμο στον Κόλπο: «Υπάρχει και χειρότερο από τον πόλεμο, η δικτατορία και πρέπει η ΕΣΣΔ να ‘ναι σύμμαχος με τον πολιτισμό ενάντια στη βαρβαρότητα».

Ενώ ο Ε. Σεβαρντνάτζε, ισχυρός υποστηρικτής της Νέας Τάξης Πραγμάτων. δηλώνει με αφορμή τον πόλεμο στον Κόλπο:

«Ο σύγχρονος πολιτισμός και η διεθνής κοινότητα κατόρθωσαν να περάσουν τις εξετάσεις… Χάρη στη συνεργασία αποφεύχθηκε η καταστροφή. Είναι τρομερό αυτό που έγινε με κόστος ανθρώπινα θύματα και αίμα. Διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν πιο δραματικό. Μια βεβαιότητα εγκαθιδρύεται όλο και περισσότερο: καμιά επίθεση δεν θα μείνει δίχως τιμωρία».

Ο Σεβαρντνάτζε που σήμερα κυβερνάει τη Γεωργία, λίγα χρόνια πριν (1981) επί Μπρέζνιεφ, μιλούσε έτσι:

«Με την εισήγηση του σ. Μπρέζνιεφ ξεδιπλώθηκε μπροστά σ΄ ολόκληρο τον κόσμο το πανόραμα της προόδου που σημειώνει η χώρα μας στους τομείς της οικονομίας, της επιστήμης και του πολιτισμού. Με την εισήγηση αυτή εκφράστηκε η σιγουριά για τη θριαμβευτική πορεία της μεγάλης μας πατρίδας στο μέλλον, προς τις φωτεινές κορυφές του κομμουνισμού. Η κάθε θέση και το κάθε συμπέρασμα της εισήγησης του Λεονίντ Ιλίτς, η κάθε λέξη της εκπέμπει λενινιστική ενεργητικότητα, λενινιστική προσήλωση στο στόχο, λενινιστική αντικειμενικότητα, πνεύμα αυτοκριτικής, αυθεντικά λενινιστική, βαθιά επιστημονική προσέγγιση στην ανάλυση της σύγχρονης εποχής».

Ο τότε βιρτουόζος του γλειψίματος είχε ενδιαφέρουσες απόψεις και για ένα άλλο «καυτό ζήτημα».

«Μας ανησυχεί όλους βαθύτατα η τύχη του αφγανικού λαού, η τύχη των νότιων συνόρων μας. Ο κάθε σοβιετικός πολίτης περίμενε με λαχτάρα το τολμηρό και μοναδικό ορθό βήμα που έγινε στο αφγανικό πρόβλημα. Ο σοβιετικός λαός υποστηρίζει ολόψυχα τα μέτρα που έλαβαν το Κόμμα και η σοβιετική κυβέρνηση στο όνομα της περιφρούρησης και ανάπτυξης των καταχτήσεων της Αφγανικής Επανάστασης, της διασφάλισης των νότιων συνόρων μας. Και τα τελευταία γεγονότα επιβεβαίωσαν ότι ήταν η μοναδική σωστή απόφαση».

Ο κάλπικος αντιμπεριαλισμός, οι κάλπικες αναφορές σε επαναστάσεις κλπ της μπρεζνιεφικής περιόδου, μανδύας της σοβιετικής διείσδυσης και του πνιξίματος επαναστατικών κινημάτων, δίνουν πανεύκολα τη θέση τους στο «συνασπισμό των πολιτισμένων» που προτίθεται να υπηρετήσει με το αζημίωτο η «νέα σκέψη».

2.

Συνέβαλε αποφασιστικά σε μια μεγάλης έκτασης πολιτική αναδιάρθρωση. Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η ανατροπή των εκεί καθεστώτων δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την ισχυρή ανάμιξη του σοβιετικού παράγοντα (μέσω KGB και σοβιετικού στρατού) και τη συνεργασία με τις δυτικές υπηρεσίες. Αν κραυγαλέο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ρουμανίας, αυτό δεν σημαίνει ότι στοιχεία πραξικοπηματισμού και συνεργασίας δεν υπήρξαν σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις. Το δώρο της προσάρτησης της Ανατολικής Γερμανίας εντάσσεται μέσα στα πλαίσια των διευθετήσεων με τον δυτικό παράγοντα.

Στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ είχαμε εντυπωσιακό βήματα. Η «γκλασνόστ» έδωσε τα περιθώρια να εξαπολυθεί μία τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνιστική εκστρατεία (με την κάλυψη των αρχών και με την ειδική δραστηριοποίηση του Γιάκοβλεφ) που προετοίμασε το κλίμα για όσα θα επακολουθούσαν.

Η μεγαλύτερη αυτονομία στις κομματικές οργανώσεις και στα τοπικά «κομμουνιστικά» κόμματα αρχικά, νομιμοποίησε μια υπαρκτή κατάσταση με τα λογής-λογής καπετανάτα που είχε δημιουργήσει η μπρεζνιεφική περίοδος.

Στη συνέχεια: Η εμφάνιση των ανεξάρτητων λεσχών (περίπου 3000 τα πρώτα χρόνια της περεστρόικα), προπλάσματα νέων πολιτικών σχηματισμών.

Η γέννηση των Λαϊκών Μετώπων με κυρίως εθνικιστική πλατφόρμα και με έντονη τη διαπερατότητα µε τα τοπικό ΚΚ. Τα τοπικά κοινοβούλια των αντιπροσώπων που αρχίζουν να διαδραματίζουν ενεργητικό ρόλο ροκανίζοντας την κεντρική εξουσία.

Η δημιουργία πλήθους κομμάτων όλων των τάσεων και αποχρώσεων.

Η ουσιαστική κατάργηση του ΠΓ και η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στον Γκόρµπι και τους συνεργάτες του.

Η κατάργηση του άρθρου 6 του Συντάγματος που κατοχύρωνε τον καθοδηγητικό ρόλο του ΚΚΣΕ στη σοβιετική κοινωνία.

Το δημοψήφισμα του Απριλίου του ’91 για την πορεία και τον χαρακτήρα της Ένωσης.

Η απευθείας εκλογή του Γιέλτσιν (υποψηφίου του Δημοκρατικού Κινήματος της Ρωσίας) στη θέση του προέδρου της Ρωσικής Δημοκρατίας.

Όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή της παντοκρατορίας ενός κόμματος. Μια νέα πολιτική δομή κατά τα δυτικά πρότυπα έκανε την εμφάνισή της, πολλαπλασιάζοντας τα κέντρα των αποφάσεων, που επανδρώθηκαν γρήγορα με λογής-λογής δυνάμεις. Το εντυπωσιακότερο στοιχείο είναι η ευκολία µε την οποία μεταλλάσσονταν όλοι οι επιφανείς της περιόδου Μπρέζνιεφ – Γκορμπατσόφ και δήλωναν σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, εθνικιστές, οπαδοί του φιλελευθερισμού, ένθερμοι υποστηρικτές της οικονομικής πολιτικής του Πινοσέτ κλπ κλπ.

Αξίζει, νομίζουμε, στο σημείο αυτό μια παρένθεση για το ΚΚΣΕ.

Σχεδόν όλο το πολιτικό προσωπικό που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα χρόνια της περεστρόικα και συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, προέρχεται από το ΚΚΣΕ. Μέσα από τις γραμμές του αναδείχτηκε ένα σημαντικό δυναμικό που στελέχωσε τον κρατικό, οικονομικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Από πολύ καιρό όμως είχε πάψει να είναι ένα πολιτικό κόμμα με την πλήρη έννοια του όρου. Ήταν ένας διοικητικός μηχανισμός που είχε συγκεντρώσει αυτά τα τελευταία χρόνια μια τεράστια οικονομική δύναμη. Οι αλλαγές ήταν τόσες στον πολιτικό στίβο που φαίνεται ότι το ίδιο το κόμμα µετά κι απ’ την κατάργηση του άρθρου 6, προσανατολίζονταν στην καθαρά οικονομική δραστηριότητα.

«Το κόμμα απαρνιέται το ρόλο της πολιτικής και ιδεολογικής καθοδήγησης και συγκεντρώνει την προσοχή του στην οργάνωση της οικονομικής ζωής αξιοποιώντας το ρόλο του σαν χρηματοδοτικού κέντρου της οικονομίας» (Σίµον Κορντόνσκι, περιοδικό «Ο ΧΧ αιώνας και η ειρήνη», Νο 3, 1990).

Η «νέα σκέψη» για το πολιτικό εποικοδόμημα είχε σαν όραμα την αστική δημοκρατία και μάλιστα το αμερικανικό μοντέλο της. Η συνεννόηση ανάμεσα στους δυο «Λευκούς Οίκους» τις μέρες του πραξικοπήματος του ‘91 είναι μία υπενθύμιση και ένας όχι τυχαίος συμβολισμός. Μια προεδρευόμενη δημοκρατία με ένα κοινοβουλευτικό σύστημα αντιπροσώπευσης στο οποίο θα συμμετέχει, μετά από ειδική κατεργασία, το 50% του εν δυνάμει εκλογικού σώματος και μια Ένωση κυρίαρχων κρατών κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ ή της ΕΟΚ, είναι τα σχήματα μέσα στα οποία οι νεοαστικές δυνάμεις προσπάθησαν να τσουβαλιάσουν την πρώην Σοβιετική πραγματικότητα. Ο εθνικιστικός παροξυσμός ήταν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της όλης εικόνας.

Τόσο όμως οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του όσο και οι συντονισμένες επιθέσεις που δέχονταν από τις ανερχόμενες δυνάμεις που απέβλεπαν σε μέρος των δραστηριοτήτων που μέχρι αυτή τη στιγμή ελέγχονταν από το κόμμα, μαρτυρούσαν ότι σχετικά γρήγορα θα φτάναμε σε ένα ξεκαθάρισμα των λογαριασμών.

Οι κύριες δυνάμεις της περεστρόικα, όλων των αποχρώσεων, είχαν αποδεχτεί ότι η αναδιάρθρωση στην ΕΣΣΔ θα παραμέριζε το κόμμα. Το πόσο γρήγορα, πόσο εύκολα ή δύσκολα θα γίνονταν, αυτό ήταν άλλο θέμα.

Ο γραμματέας του κόμματος Γκόρµπι, δήλωνε ότι το κόμμα πρέπει να μετατραπεί σ’ έναν πραγματικό πολιτικό οργανισμό και ότι «μονάχα αν το κόμμα προωθήσει το δρόμο των μεταρρυθμίσεων ο λαός θα το υποστηρίξει ξανά και κανένας εχθρός δεν θα μπορεί να του προκαλεί φόβο» (24 Απρίλη 1991). Προχωρώντας όμως η κρίση, καθιστούσε όλο και πιο δύσκολη τη χρησιμοποίηση του κόμματος από μεριάς του γραμματέα, σαν μοχλού για την επίτευξη διαφόρων ισορροπιών.

Η δημοτικότητα του κόμματος -αν μπορούμε να μιλήσουμε για τέτοια- ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Θεωρούνταν μια δύναμη αναξιόπιστη, σε αποσύνθεση και κυρίως υπεύθυνη για ό,τι συνέβαινε στη σοβιετική κοινωνία. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του γραμματέα της Μόσχας και μέλους του ΠΓ του ΚΚΣΕ πως:

«Στη λαϊκή συνείδηση, είναι το ΚΚΣΕ που φέρει την κύρια ευθύνη για προώθηση των μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια. Στην πραγματικότητα, η οικονομική και κοινωνική πολιτική που εφαρμόζεται, υιοθετείται από το όνομα φυσικά του κόμματος χωρίς όμως, καν των ανώτερων καθοδηγητικών στελεχών, να έχει ζητηθεί η γνώμη» (εισήγηση στην ΚΕ του κόμματος στη Μόσχα, Moskovsaia Pravda, 25/4/91 ).

Είναι αυτή η ανυποληψία του ΚΚΣΕ στην κοινή γνώμη που οδήγησε τους πραξικοπηματίες της 18ης Αυγούστου να μην έχουν στη σύνθεσή τους κανέναν με την ιδιότητα του κομματικού ηγέτη.

Ακόμα και οι σκληροί της ομάδας Σογιούζ δια στόματος του πρωτοπαλίκαρου τους, Βίκτωρ Αλκένις, από καιρό υποστηρικτή μιας δικτατορικής λύσης (και τον οποίο θαύμαζε ο Ριζοσπάστης, βλ. 8/9/91), ζητούσαν την αναστολή της δράσης όλων των κομμάτων «συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΣΕ επειδή διαδραματίζει αποσταθεροποιητικό ρόλο» (Monde Diplomatique, Φλεβάρης ’91).

Παράλληλα δεν είναι μυστικό ότι σε αρκετές περιπτώσεις απαγορεύτηκε η δράση του ΚΚΣΕ πριν τον Αύγουστο του 1991: Το ρωσικό κοινοβούλιο ανακοίνωσε τον Ιούλιο του 1990 ένα διάταγμα που θα απαγόρευε τις κομματικές οργανώσεις στο στρατό, την KGB και τις επιχειρήσεις. Ο ριζοσπάστης πλέον δήμαρχος, Γαβριήλ Ποπόφ (πατρίδα!) αφαίρεσε 34 κτίρια από το ΚΚ και την Κομσομόλ, ενώ στο Λενινγκραντ ο Ανατόλι Σόμπτσακ απειλούσε να θέσει εκτός νόμου το νέο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας. Ενώ ο υπερεθνικιστής Γκαμσαχουρντία (καλή του ώρα) στη Γεωργία, φρόντισε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να θέσει εκτός νόμου το ΚΚ (Απρίλης 1991).

Τα γεγονότα του Αυγούστου του 1991 διευκόλυναν τη λύση των αντιθέσεων αυτών με τον απλό και τυπικά διακηρυγμένο παραμερισμό του ΚΚΣΕ.

3.

Προετοίμασε ιδεολογικό και πραχτικά το έδαφος για τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς και τη δυαδική κοινωνία.

Το φλερτ και ο έρωτας με τον μπουχαρινισμό και ειδικά με τη ΝΕΠ απαντούσαν στην ανάγκη να μιλάνε καλυμμένα για τον καπιταλισμό ενόσω ακόμα δεν ήταν «ώριμος ο λαός».

«Καταφεύγουμε όλο και πιο συχνά τώρα στα τελευταία έργα του Λένιν, στις λενινιστικές ιδέες για τη Νέα Οικονομική Πολιτική, προσπαθώντας να αντλήσουμε από την εμπειρία αυτή ό,τι πολυτιμότερο χρειαζόμαστε σήμερα. Βεβαίως θα ήταν λάθος να εξισώσουμε τη ΝΕΠ µε αυτό που κάνουμε σήμερα… Αλλά η ΝΕΠ είχε και έναν πιο μακροπρόθεσμο στόχο. Έμπαινε το καθήκον οικοδόμησης της νέας κοινωνίας με τη βοήθεια του ενθουσιασμού που προκάλεσε η μεγάλη επανάσταση, με το προσωπικό συμφέρον, με το προσωπικό υλικό κίνητρο, με την οικονομική ιδιοσυντήρηση».

Πλησιάζει η ώρα της ριζικής αλλαγής όλων των παραγωγικών σχέσεων.

Το 1989 αναλύοντας μιαν απόφαση για τον αγροτικό τομέα ο Γκορμπατσόφ θα πει:

«Έχει βασική σημασία το γεγονός ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια μια ολομέλεια έκανε κεντρικό ζήτημα για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων τη ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής στη χώρα, τη μετάβαση σε νέες μορφές διεύθυνσης της οικονομίας και τη θεμελιώδη αλλαγή των μεθόδων διεύθυνσης… Έχω υπόψη μου ότι πρόκειται για θεμελιώδη μεταβολή της αντίληψης μας τόσο για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα όσο και ολόκληρης της οικονομίας».

Το τρίπτυχο «αυτονομία, αυτοδιαχείριση, αυτοχρηματοδότηση» των πρώτων χρόνων της περεστρόικα, έχει πάει περίπατο.

Οι θεμελιώδεις αλλαγές στις οποίες αναφέρεται ο Γκόρμπι απαιτούν «θεραπείες σοκ» για την έξοδο από τη βαθύτατη κρίση που διαπερνά την κοινωνία. Οι «θεραπείες σοκ» ή τα «θεραπευτικά σοκ» είναι του τύπου που εφαρμόστηκαν στη Βολιβία πρόσφατα, στην Πολωνία και λίγο προηγούμενα στη Χιλή.

Για παράδειγμα οι 500 μέρες του σχεδίου Σατάλιν ή το αντίστοιχο του Γιέλτσιν ήταν µια εκδοχή τέτοιας θεραπείας. Το σχέδιο του Γιέλτσιν περιλάμβανε κι αυτό 500 μέρες χωριζόμενες στα εξής στάδια: 100 μέρες για να μεταφερθεί η κυριότητα των τραπεζών, των εργοστασίων και της γης από το σοβιετικό κράτος στο ρωσικό κράτος, επιτρέποντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής σε Ρώσους και σε ξένους, 150 μέρες (δεύτερο στάδιο) για να διαλυθούν τα βιομηχανικά υπουργεία και υπηρεσίες, να σταματήσουν οι επιχορηγήσεις σε μη κερδοφόρες επιχειρήσεις, να αναπτυχθεί ο συνεταιρικός και ιδιωτικός τομέας καθώς και η μετοχοποίηση. Το τρίτο στάδιο (250-400 μέρες) περιλαμβάνει την «ελεγχόμενη» απελευθέρωση των τιμών και οι τελευταίες 100 μέρες προβλέπονται για μια σταθεροποίηση.

Αντίστοιχα σχέδια προτείνονται αρκετά (πχ Αμπέλκιν, Πετρακόφ, Χμέλιοφ κλπ). Όλα συγκλίνουν σε διάφορες μορφές αποκρατικοποίησης με ενδιάμεσα στάδια, μέσα από σειρά μέτρων από-μονοπωλιοποίησης αφού όλοι συμφωνούν ότι «δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά χωρίς ελεύθερες επιχειρήσεις» όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Ένωσης Συνεταιρισμών Βλαντιμίρ Τιχόνοφ (Δελτίο ΑΡΝ, 1/8/90).

Το ενδιαφέρον περιστρεφόταν γύρω από μέτρα που αφορούν πέντε επίπεδα: την ιδιοκτησία, τις τιμές, τη μεταρρύθμιση του πιστωτικού-νομισματικού συστήματος, την κοινωνική μέριμνα, τον καθορισμό των σχέσεων και υποχρεώσεων μέσα στη νέα ενωσιακή μορφή.

Σ’ όλες τις παραλλαγές και εκδοχές το φάσμα της δυαδικής κοινωνίας κάνει δραστική την παρουσία του: και μόνο η μετατροπή της «ισοτιμίας» ρουβλιού|δολαρίου από 1 δολάριο προς 6 ρούβλια σε 1 δολάριο προς 27,6 ρούβλια ανήγγειλε μια δραματική επιδείνωση των συνθηκών ζωής του σοβιετικού λαού. Κοντά στην απελευθέρωση των τιμών και τον πληθωρισμό, η ανεργία παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα σύντομα θα επανδρωθούν και από σοβιετική φτηνή εργατική δύναμη. .

Η «νέα σκέψη» στον οικονομικό τομέα δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον άγριο δυτικό νεοφιλελευθερισμό.

Ορισμένα παραδείγματα, όχι µόνο σοβιετικά:

«Εάν ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να δρα πολιτικά πρέπει να του επιτρέπουμε να υπερασπίζει συμφέροντα. Και ποια συμφέροντα μπορεί να έχει όταν δεν κατέχει ούτε γη, ούτε εργοστάσια, ούτε μαγαζιά; Δεν θα έχει παρά ένα συμφέρον: να καταστρέψει και να αρπάξει» (Γ. Ποπόφ, 1989).

«Ο κίνδυνος να απωλέσει την εργασία είναι είναι ένα έξοχο μέσον ενάντια στην τεμπελιά και την ανευθυνότητα». «Να τελειώνουμε με την παρασιτική ιδεοληψία της εγγυημένης εργασίας» (Χμέλιοφ, 1988).

«Είναι πιθανό πως, προς το τέλος της επόμενης δεκαετίας, στην ΕΣΣΔ θα έχουμε φτάσει στην κατάσταση όπου το κράτος δεν θα ελέγχει πάνω από το 15% της οικονομίας, σε αντίθεση με το τωρινό 90%, και το υπόλοιπο θα υπόκειται στο ελεύθερο παιχνίδι των κανόνων της αγοράς» (Χμέλιοφ, 1989)

Ενώ ο γνωστός μας Λεχ Βαλέσα πριν ακόμη γίνει πρόεδρος της Πολωνίας το Σεπτέμβρη του ’89 δήλωνε:

«Πρέπει να ξαναπάρουμε από αυτό το κράτος, το λιγότερο, το 80% όσων κατέχει, τη γη, τα εργοστάσια, τα σπίτια. Το ξένο κεφάλαιο θα διαχειρίζεται για ένα διάστημα αυτή την ιδιοκτησία και θα αποκομίζει κέρδη μέχρι την ημέρα που οι πολωνοί θα γίνουν τόσο πλούσιοι ώστε να ξαναποκτήσουν τα αγαθά. Πρέπει να δημιουργηθούν στην Πολωνία θυγατρικές ξένων τραπεζών που θα βρίσκονται εδώ όχι μόνο για να δανείζουν αλλά για να αγοράσουν για παράδειγμα τις κρατικές φάρμες ή τα εργοστάσια. Εδώ, στο Γντανσκ, έχω μια λίστα μιας ντουζίνας επιχειρήσεων, όπως τα ναυπηγεία Λένιν που μπορούν να αγοραστούν».

«Ο μύθος της σοσιαλιστικής αγοράς κατέρρευσε. Αποτελούν υποκρισία και φτηνή προπαγάνδα οι κατηγορίες που μας προσάπτουν για «καπιταλιστική αγορά». Η αγορά δεν είναι ούτε καπιταλιστική, ούτε σοσιαλιστική. Ας μην εθελοτυφλούν». (Χμέλιοφ).

«Κάποιος «πρόωρος» καπιταλισμός είναι απαραίτητος στην Κίνα, αν το μεγαλύτερο κομουνιστικό κράτος του κόσμου θέλει να έχει μια αποτελεσματική σοσιαλιστική οικονομία» (Ζάο Ζιγιάγκ, 1988, γραμματέας ΚΚ Κίνας).

Αλλά και στη διάλυση του 1991, πλήθαιναν οι θαυμαστές μιας σκληρής δικτατορικής διαχείρισης. Το εγκώμιο της Χιλής του Πινοσέτ και του οικονομικού «θαύματος» πήγαινε παρέα με το εγκώμιο της μεταπολεμικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας υπό την αμερικανική κηδεμονία. Μοιάζουν τραβηγμένα, αλλά δεν τα υποστηρίζουν οι οπαδοί του Σολτζενίτσιν που άλλωστε είναι δηλωμένο το «πιστεύω» τους (θρησκεία – τσαρισμός – εθνικισμός). Τα υποστηρίζουν οι σκληροί της ομάδας Σογιούζ τους οποίους συμπαθούσε σφόδρα ο Ριζοσπάστης: «Ο αμερικάνικος στρατός και οι ξιφολόγχες του οδήγησαν την Ιαπωνία στο δρόμο της οικονομικής προόδου». (Β. Αλκένις, επάγγελμα μαυροσκούφης…).

Όσο κι αν ψάξει κανείς δεν θα βρει καμιά ουσιαστική διαφοροποίηση όσον αφορά τα οικονομικά προγράμματα. Καμιά πτέρυγα από το «μέτωπο της περεστρόικα», από τους «μεταρρυθμιστές» μέχρι τους «συντηρητικούς» δεν αμφισβητεί την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της οικονομίας. Οι αντιπαραθέσεις που υπήρχαν αφορούν την ανακατανομή των εξουσιών, υπό τον έλεγχο ποιας δύναμης θα γίνονταν οι μεταρρυθμίσεις, καθώς και οι διαφορετικές θέσεις για το ρυθμό της όποιας αποκρατικοποίησης. Ακόμα και η ομάδα των 8 πραξικοπηματιών του Αυγούστου του 1991 δεν χρησιμοποίησε ούτε μία φορά στα διαγγέλματά της τη λέξη σοσιαλισμός ή σοσιαλιστική οικονομία. Αναφερόταν στη συνέχιση της πολιτικής της περεστρόικα, στην «πατρίδα» και το «πληγωμένο πατριωτικό αίσθημα» των σοβιετικών πολιτών.

Το τελευταίο διάστημα πριν τις 19 Αυγούστου, αρχίζει να κερδίζει έδαφος η άποψη για σκληρή διακυβέρνηση. Προτάσεις επί προτάσεων από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων αναφέρονταν στην ανάγκη λήψης έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της ραγδαία εξελισσόμενης κατάστασης. Οι προτάσεις περιλάμβαναν μια ποικιλία μέτρων όπως αναστολή της δράσης των κομμάτων, απαγόρευση των απεργιών, επέμβαση του στρατού σε περιοχές με έντονα προβλήματα ή και γενικότερα ανάληψη της διακυβέρνησης από μια επιτροπή εθνικής σωτηρίας κλπ.

Την ιδέα μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης δεν την είχαν μονάχα οι «συντηρητικοί» και οι «νοσταλγοί». Αντίθετα, όλοι, μέχρι και οι πλέον «ριζοσπάστες» είχαν προσχωρήσει στη μοναδική -όπως τη χαρακτήριζαν- λύση. Όταν μάλιστα ο Γκορμπατσόφ γύρισε με άδεια χέρια από τη συνάντηση του G7 στο Λονδίνο, ήταν φανερό ότι οι κόμποι έφταναν για τα καλά στο χτένι.

4.

Αφού η περεστρόικα έστρωσε το δρόμο για μια ποικιλόχρωμη αστική άνοδο στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, ήταν φυσιολογικό να αναπτυχθούν και ενισχυθούν δυνάμεις με έντονες φυγόκεντρες τάσεις από το μέχρι τώρα «κέντρο». Η αστική άνοδος δεν έχει ένα ενιαίο υποκείμενο (μια ενιαία αστική τάξη νέου τύπου), αλλά πολλά ανταγωνιζόμενα τμήματα που νοιάζονται κυρίως για τη δική τους ενδυνάμωση. Αυτή η διάσπαση των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων λειτουργούσε (και λειτουργεί ως ένα βαθμό ακόμη) αποσταθεροποιητικά για οποιαδήποτε ομαλή και ενιαία μετάβαση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ σε κάτι άλλο.

Μέσα δηλαδή στα 6 χρόνια της περεστρόικα είχαμε το αναγκαστικό πέρασμα από τον επιθυμητό και ελεγχόμενο (απ’ την κεντρική εξουσία) χειρισμό διαφόρων αντιθέσεων στην ανοιχτή και ανεξέλεγκτη αντιπαράθεση διαφόρων δυνάμεων.

Αυτή η νέα κατάσταση αντανακλούνταν και στις μεθοδεύσεις για τη νέα Ενωσιακή συνθήκη που επρόκειτο να επικυρωθεί στις 22 Αυγούστου 1991 μετά το δημοψήφισμα του Απρίλη. Πίεζε στην αναζήτηση συμμαχιών και συμβιβασμών ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης.

Όμως, το πρόβλημα αυτό γίνονταν όλο και πιο περίπλοκο εξαιτίας του έντονου ενδιαφέροντος του διεθνούς παράγοντα που ήδη είχε δημιουργήσει κι άλλες «γέφυρες» πέρα από τη «συνομιλία με τον Γκόρμπι». Ανοικτά ή καλυμμένα, διάφορες δυνάμεις ή περιοχές είχαν αποκτήσει σημαντικές σχέσεις µε διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και από ένα σημείο και ύστερα η αποσταθεροποίηση και η ρευστή κατάσταση είναι η πραγματική πολιτική των ΗΠΑ για την Κεντρική ή Ανατολική Ευρώπη (συμπεριλαμβανόμενων και των Βαλκανίων).

Να πώς τίθονταν το ζήτημα στρογγυλεμένα και διπλωματικά σε μια μελέτη που προετοίμασαν από κοινού το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, παραγγελία της ομάδας των 7 πιο πλούσιων χωρών μετά τη συνάντησή τους τον Ιούλιο του 1990 στο Χιούστον.

«Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη Σοβιετική Ένωση εξαρτώνται από αποφάσεις που πρέπει να παρθούν κατεξοχήν στο πολιτικό επίπεδο (…). Είναι επείγον να συναφθεί μια νέα συμφωνία για την Ένωση που να διευκρινίζει την κατανομή των εξουσιών και των υπευθυνοτήτων, ή τουλάχιστον, που να υπογραμμίζει μια συμφωνία ανάμεσα στην Ένωση και στις δημοκρατίες πάνω στα πλέον πιεστικά ζητήματα.
Η παρατηρούμενη στην ΕΣΣΔ κίνηση προς μια μεγαλύτερη πολιτική αποκέντρωση και προς μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία, είναι συμβατή με τη διατήρηση μιας οικονομικής αλληλεξάρτησης… Η Οικονομική ολοκλήρωση ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη έχει προωθηθεί σε άλλες περιοχές του κόσμου, απαντώντας στην ανάγκη των χωρών για μεγαλύτερες αγορές για τα προϊόντα και τους συντελεστές της παραγωγής. Πρέπει να αποφευχθεί η δημιουργία εμποδίων στις οικονομικές συναλλαγές ανάμεσα στις περιοχές, και στην περίπτωση που υπάρχουν εμπόδια πρέπει να ξεπεραστούν».

Οι «7» είναι σίγουρο πως δεν θα βάδιζαν ενωμένοι προς «αρωγή» της κλονιζόμενης αυτοκρατορίας. Η Γερμανία είχε ήδη προωθήσει θέσεις προς την Κεντρική Ευρώπη, τη Βαλτική και τα Βαλκάνια, ενώ είναι ο κυριότερος δανειστής της ΕΣΣΔ. Οι ΗΠΑ ενώ «ανακατεύουν την κουτάλα» καλά, έχουν προωθήσει μια σημαντική οικονομική διείσδυση και ποντάρισαν στο κεφάλαιο «Γιέλτσιν» και τη Ρωσική Δημοκρατία.

Στα έξι χρόνια της περεστρόικα θεωρητικά κυλήσαμε από τον «εμπλουτισμό του σοσιαλισμού» στη «νέα σκέψη». Αυτό το «κύλισμα» όμως αντανακλούσε και υπηρετούσε μια γοργά μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.

Η αντιστοιχία της «νέας σκέψης» με τη «νέα τάξη πραγμάτων» ήταν μια αδήριτη απαίτηση των καταστάσεων της παγκόσμιας αναδιάρθρωσης.

Μόνο που δεν γεννά έναν αρμονικό κόσμο ή έναν καλύτερο κόσμο. Τα τοπία του «μετακομµουνιστικού κόσμου», που δεν χωρούν σε χτεσινά σχήματα, δεν πρόκειται να καταργήσουν την ανάγκη του κομμουνισμού: θα την τροφοδοτήσουν με πλούσιο υλικό.

Μετά το θρίαμβο των δυνάμεων της δημοκρατίας εναντίον του ολοκληρωτισμού και των νοσταλγών του παρελθόντος, οι δύο πρωταγωνιστές, με προεξάρχοντα πλέον τον επιρρεπή στο αλκοόλ Γιέλτσιν, δίνουν µια κοινή συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC στις 8 Σεπτέμβρη του 1991:

Γιέλτσιν: Ο κομμουνισμός είναι τραγωδία για τον σοβιετικό λαό, αν και ήταν μια θαυμάσια ουτοπία. Θα ήταν καλύτερα να συνέβαινε σε μικρότερη χώρα!

Γκορμπατσόφ: Η εμπειρία μας επιτρέπει να πούμε με κατηγορηματικό τρόπο ότι αυτό το μοντέλο απέτυχε κι αυτό είναι μάθημα για όλους μας.

Ευτυχώς, η «περεστρόικα», το τελευταίο όχημα του ψευδοκομμουνισμού προς την πλήρη χειραφέτηση του σε αστική τάξη, απαλλάσσει σε μεγάλο βαθμό από τη διπλότητα και την παραλλαγή αν βγούνε τα απαραίτητα διδάγματα. Γιατί μπορεί ο Γερμανός συγγραφέας να θέτει το ερώτημα αλλά η απάντηση βρίσκεται σε ένα απλό γεγονός: στην ουσιαστική ιδεολογική, πολιτική κυρίως, και οργανωτική επομένως, διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος. Το κομουνιστικό κίνημα που θα αναγεννηθεί θα πρέπει να είναι πολιτικά και ιδεολογικά προετοιμασμένο και να ’χει βγάλει τα απαραίτητα διδάγματα. Αυτά θα πρέπει να κωδικοποιηθούν σε μια νέα προγραμματική διακήρυξη του νέου κομμουνιστικού κινήματος.