Άρθρα

Να αξιολογήσουμε τους “αξιολογητές” και τις πολιτικές τους για την εκπαίδευση

Να αξιολογήσουμε το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα

Γιατί η ελληνική οικογένεια αποστραγγίζεται και δίνει 1,2 δις στην ιδιωτική εκπαίδευση;

Φταίει ότι εδώ και 30 χρόνια, με κάθε νόμο «ενάντια στην παραπαιδεία», αυξάνεται η παραπαιδεία και οι απαιτούμενες ώρες για φροντιστήρια; Αύξησε η φροντιστηριοποίηση της Γ λυκείου από το ν. Γαβρόγλου, τα απαιτούμενα φροντιστήρια ναι ή όχι; Θα τα αυξήσει η τράπεζα θεμάτων του ν. Κεραμέως από την Α’ λυκείου; Φταίει ο εκπαιδευτικός που «δεν κάνει καλό μάθημα» ή το ότι οι Πανελλήνιες έχουν απαιτήσεις και ύλη που «δεν βγαίνουν» με τις προβλεπόμενες διδακτικές ώρες στο σχολείο; Και γιατί να μην αντιστοιχούν οι Πανελλήνιες στα όσα μπορούν να διδαχτούν στο σχολείο; Κι ακόμα, γιατί να μην υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ;

Φταίει ότι έχετε εξοβελίσει τη μουσική, τον αθλητισμό και την καλλιτεχνική παιδεία από το σχολείο; Φταίει η ΝΔ που κατήργησε τα καλλιτεχνικά στο Λύκειο;

Φταίνε μήπως αυτοί που έκλεισαν όλα τα αθλητικά σχολεία, γιατί ήταν «δαπανηρά»;

Φταίει μήπως ότι σταδιακά όλες οι αθλητικές δραστηριότητες στους δήμους έγιναν επί πληρωμή και μια οικογένεια με δύο παιδιά απαιτεί ένα «κεφαλικό φόρο» άνω των 1000€/έτος;

Να αξιολογήσουμε τα αίτια της αμορφωσιάς

Φταίνε μήπως τα νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, εδώ και 15-20 χρόνια, που μαθαίνουν τα παιδιά Γλώσσα μέσα από συνταγές μαγειρικής και Ιστορία μέσα από μύθους για κρυφά σχολειά και συνωστισμούς στη Σμύρνη! Βιβλία με γλώσσα, έννοιες και όρους δυσνόητους για μικρούς και μεγάλους μαθητές, με νοήματα ασύνδετα, που απωθούν αντί να κεντρίζουν το ενδιαφέρον για γνώση και μάθηση.

Φταίνε μήπως οι εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια αλλαγές ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν εφήμερες δεξιότητες στα Μαθηματικά και στην Πληροφορική, να μαθαίνουν μέσω της «βιωματικής μάθησης» Φυσική, να εξετάζονται σε multiple choice αντί για να γράφουν Έκθεση; Φταίει ο «κακός δάσκαλος» που τα παιδιά τελειώνοντας το σχολείο δεν έχουν τις πιο στοιχειώδεις γενικές γνώσεις, δυσκολεύονται να κατανοήσουν ένα άρθρο εφημερίδας ή να λύσουν ένα πρόβλημα πρακτικής αριθμητικής, ή φταίει το ότι οι πολιτικές τους στοχεύουν ακριβώς σε αυτό –μια νέα γενιά αμόρφωτη, που να μην σκέφτεται και να μην αμφισβητεί;

Πώς θα προετοιμαστούν οι μαθητές σε μια εποχή που θέτει νέα ερωτήματα φιλοσοφικά, τεχνολογικά, επιστημονικά με την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Γενετικής; Με τις ανοησίες σας για τις ήπιες δεξιότητες; Φτάνουν οι εμμονές με τις STEM επιφανειακές δεξιότητες;

Δε χρειάζονται περισσότερη Λογοτεχνία; Περισσότερη Φιλοσοφία; Περισσότερη Κοινωνιολογία – που έβγαλε η ΝΔ από το Λύκειο; Δε χρειάζεται περισσότερη Βιολογία και θεωρία της εξέλιξης και λιγότερο θρησκευτικά που είναι το μόνο μάθημα που έμεινε στη Γ’ λυκείου; Δε χρειάζεται περισσότερη Επιστήμη κόντρα στο σκοταδισμό;

Φταίει ο εκπαιδευτικός για το μορφωτικό επίπεδο στα 25άρια τμήματα; Για το ότι η ΝΔ αύξησε το ανώτατο όριο μαθητών; Για το ότι 700.000 μαθητές στοιβάζονται σε τμήματα 21-28 μαθητών;

Φταίει ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός που έρχεται στο σχολείο Νοέμβρη και πρέπει να βγάλει την ύλη ότι και να γίνει;

Να αξιολογήσουμε το μάθημα που μπορεί να κάνουν οι 50.000 αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που στα 45 είναι ακόμα αναπληρωτές από σχολείο σε σχολείο με μια βαλίτσα στο χέρι;

Να αξιολογήσουμε τους χιλιάδες 65άρηδες εκπαιδευτικούς που οι νόμοι όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων αύξησαν τα όρια συνταξιοδότησης και τους κρατάνε στην τάξη μέχρι τα 67;

Φταίει ο καθηγητής στα εγκαταλελειμμένα ΕΠΑΛ, για τις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών, όταν επί δεκαετίες οι κυβερνώντες προωθούν την αντίληψη ότι «ο μαθητής από το Περιστέρι ας γίνει ψυκτικός» και ότι «δεν παίρνουν όλα τα παιδιά τα γράμματα;».

Ποιος φταίει που έχουμε τέτοια αποσύνδεση θεωρίας (ΓΕΛ) και πράξης (ΕΠΑΛ) στο ελληνικό σχολείο με το πρώτο να εκπαιδεύει στην παπαγαλία και το δεύτερο στις τεχνικές δεξιότητες; Ποιος φταίει που καταργήθηκε, με το νόμο Αρσένη το 1997, ο πιο ενδιαφέρον τύπος σχολείου που συνδύαζε θεωρία και πράξη, τα περίφημα Πολυκλαδικά, επειδή ήταν «δαπανηρά»;

Φταίνε οι κυβερνήσεις που κατάργησαν όλες τις δημόσιες φροντιστηριακές δομές για τους πιο αδύναμους μαθητές, όπως η Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη και η Ενισχυτική Διδασκαλία που ξεκινάει συνήθως… τον Απρίλιο;

Φταίει αυτή η εγκατάλειψη των μαθητών των λαϊκών οικογενειών για το γεγονός ότι οι Πολυτεχνεία και τις Ιατρικές είναι μακρινό όνειρο γι’ αυτά τα παιδιά; Για τις σχολικές επιδόσεις φταίει μόνο ο εκπαιδευτικός ή και η κοινωνία, η οικογένεια, το γύρω περιβάλλον, το μορφωτικό κεφάλαιο όπως έλεγε και το βιβλίο της Κοινωνιολογίας στο Λύκειο, που φροντίσατε να καταργήσετε για «να μη γίνουν τα παιδιά μας κομμουνιστές»;

Τέλος, φταίει μήπως ότι το Υπουργείο επί 1,5 χρόνο στην πανδημία δεν έκανε τίποτα, με αποτέλεσμα στους 12 εκπαιδευτικούς μήνες οι 7 να έχουν γίνει με τηλεκπαίδευση; Γι’ αυτά τα τεράστια κενά που θα ακολουθούν αυτά τα παιδιά για χρόνια, ποιος θα φταίει;

Να αξιολογήσουμε και τις σχολικές μονάδες;

Με μικρές αίθουσες και στριμωγμένα θρανία που το χειμώνα κρυώνεις και το καλοκαίρι σκας και που μπορεί να πλημμυρίσουν σε μια νεροποντή; Που δεν έχουν κλειστά γυμναστήρια ως όφειλαν; Που τα προαύλια είναι μικρά και ακατάλληλα; Που δεν έχουν τίποτε άλλο για τον αθλητισμό πέρα από 4-5 μπάλες;

Που συνήθως έχουν ένα μόνο εργαστήριο ΗΥ και αυτό παλιάς τεχνολογίας; Που δεν έχουν αίθουσα πολυμέσων, διαδραστικούς πίνακες, επαρκώς εξοπλισμένα εργαστήρια Φυσικής και Χημείας, σύγχρονες βιβλιοθήκες;

Που δεν έχουν τους πόρους για να οργανώνουν εκπαιδευτικές εκδρομές και επισκέψεις, παρά μόνο αν βάλουν οι γονείς βαθιά το χέρι στην τσέπη;

Μήπως καλύτερα να αξιολογήσουμε αυτές που είναι σε κοντέινερ από τους σεισμούς προ 25ετίας; Ή αυτές που φτιάχτηκαν προ 15ετίας σε κοντέινερ και προκάτ με την υπόσχεση ότι θα φτιαχτεί σχολείο, αλλά ακόμα σε κοντέινερ είναι;

Φταίει κάποιος που τα προγράμματα σχολικής στέγης έχουν μειωθεί κατά 70% και τα λεφτά των σχολικών μονάδων για τα τρέχοντα έξοδα κατά 50%;

Για όλα τα παραπάνω που ευθύνονται για τα προβλήματα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα φταίνε όλοι οι επίδοξοι αξιολογητές! Κυβέρνηση και ΜΜΕ που νυχθημερόν βρίζουν τον εκπαιδευτικό που κρατάει το σχολείο όρθιο όταν μειώθηκε η χρηματοδότηση του κατά 50% και όταν του έκοψαν το 40% του μισθού και όταν του έκοψαν το εφάπαξ και τη σύνταξη και όταν τον πέταξαν μπροστά σε μια οθόνη για να κάνει «μάθημα».

Κύριοι αξιολογητές, εσείς αξιολογηθήκατε και έχετε κάνει μεγάλη ζημιά στο δημόσιο σχολείο. Γι’ αυτό σκάστε επιτέλους!

Σίγουρα ο εκπαιδευτικός μπορεί να βελτιωθεί, να γίνει καλύτερος, να κάνει καλύτερο μάθημα.

Όμως οι νόμοι της αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού δεν έχουν καμία σχέση με αυτό.

Θέλουν απλά να μεταφέρουν την κρατική ευθύνη, για τα παραπάνω αδιέξοδα, στο σχολείο και τον εκπαιδευτικό*.

Και να βάλουν στο μέλλον τα σχολεία να ανταγωνίζονται για την «πραμάτεια τους» για να προσελκύουν γονείς που θα αντιμετωπίζονται όχι ως πολίτες με δικαίωμα στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, αλλά ως πελάτες και χρήστες εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

Η εκπαίδευση χρειάζεται ριζικό αναπροσανατολισμό σε περιεχόμενο και λογική, σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ ότι προωθείται εδώ και 2-3 δεκαετίες τουλάχιστον. Προσανατολισμό στη γνώση και τη μόρφωση κι όχι στις «δεξιότητες» και την «αγορά».

Το δημόσιο σχολείο χρειάζεται ένα τεράστιο χρηματοδοτικό πακέτο κρατικής χρηματοδότησης, μετά από μια υπερδεκαετή υπερλιτότητα, για να προσφέρει πραγματικά δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλα τα παιδιά.

Η αξιολόγηση έχει βγάλει τα αποτελέσματά της.

*Με βάση αυτούς τους νόμους ο εκπαιδευτικός και το σχολείο έχουν την ευθύνη για την εξεύρεση πόρων, για να βρουν λύσεις στα ζητήματα υποδομών και εξοπλισμού, για τις σχολικές επιδόσεις σε πανελλαδικές εξετάσεις για τα παιδιά στη ΣΤ’ του Δημοτικού και της Γ΄ Γυμνασίου (ν. 4823, άρθρα 87, 98, 99, 104, 105, 107 και Υπουργική Απόφαση 108906/ΓΔ4/2021, άξονες 6 & 7).

Ας αξιολογηθούμε τώρα κι εμείς

Θα είμαστε ανεπαρκείς αν σκύψουμε το κεφάλι και τους αφήσουμε να μας «αξιολογούν».

Αν γίνουμε «υπαλληλίσκοι» κι όχι δάσκαλοι.

Αν δεν ενωθούμε με μαθητές και γονείς, με όλη την κοινωνία, για να ανατρέψουμε τα σχέδιά τους.

Αν δεν υπερασπιστούμε τη δημόσια δωρεάν παιδεία – δεν αντιπαλέψουμε τους ταξικούς φραγμούς.

Αν δεν αγωνιστούμε για το δικαίωμα της νέας γενιάς στη μόρφωση – για το μέλλον των παιδιών μας.

Σε πρώτο πλάνο η σωτηρία της δημόσιας εκπαίδευσης

Ο εν εξελίξει αγώνας των εκπαιδευτικών, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, είναι κάθε άλλο παρά στενά κλαδικός. Έχει σαφές κοινωνικό πρόσημο, την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης, και σαφές πολιτικό πρόσημο, την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο, πέρα από την κατασυκοφάντηση των εκπαιδευτικών, τις απειλές διοικητικών κυρώσεων, τις ποικίλες πιέσεις που ασκούν προϊστάμενοι στα πιο ευάλωτα τμήματα του εκπαιδευτικού προσωπικού, το υπουργείο παιδείας καταφεύγει στα δικαστήρια. Διαπράττονται δικονομικές και ουσιαστικές παραβιάσεις, που κουρελιάζουν ακόμα και αυτήν τη διάτρητη έννοια της αστικής δικαιοσύνης.

Η συντονισμένη προσπάθεια κατατρομοκράτησης και ποινικοποίησης των αγώνων, φυσικά καθόλου πρωτοφανής για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση, προσλαμβάνει ιδιαίτερη σφοδρότητα, γιατί είναι μέγιστο και το διακύβευμα. Από την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν κινδυνεύουν μερικοί πονηρούληδες φυγόπονοι δημοσιοϋπαλληλίσκοι. Κινδυνεύει η δημόσια εκπαίδευση.

Η καταδίκη, λοιπόν, αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής και το διογκούμενο κύμα ανυπακοής στον εκπαιδευτικό χώρο πλήττουν καίρια έναν από τους βασικούς πυλώνες των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων: την προωθούμενη ολοσχερή διάλυση του μεταπολεμικού κράτους, μέρος του οποίου αποτελεί και η δημόσια εκπαίδευση.

Παρά τις διακηρύξεις περί ποιότητας, αριστείας και λογοδοσίας,η αυτοξιολόγηση της σχολικής μονάδας στοχεύει στην  περαιτέρω μείωση των δαπανών για την δημόσια Παιδεία, στην εμπορευματοποίηση του σχολείου, στην αντικατάσταση της γνώσης με πληροφορίες και δεξιότητες. Επίσης, προωθείται η διείσδυση επιχειρήσεων σε τομείς της δημόσιας εκπαίδευσης και ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχολείων για την εξασφάλιση χρηματοδότησης.

Αυτή η εκτεταμένη αποδιάρθρωση του σχολικού συστήματος υπηρετεί, όπως ακριβώς και η συρρίκνωση των εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, την πάση θυσία ανάταξη των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου. Καθώς θα εφαρμόζεται, σύντομα θα οδηγήσει σε μαζικές καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολείων, στη δημιουργία υπερφορτωμένων σχολικών συγκροτημάτων, στην αύξηση της μαθητικής διαρροής.Ήδη οι πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων ετών έχουν υποσκάψει την επάρκεια σε διδακτικό προσωπικό, υλικοτεχνικές υποδομές, μεταφορές των μαθητών,ειδική εκπαίδευση και παράλληλη στήριξη.

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών στοχεύει στον πλήρη έλεγχο και την πειθάρχησή τους, στην ακύρωση του όποιου παιδαγωγικού, κοινωνικού  και επιστημονικού τους ρόλου, ώστε  να λειτουργούν αποκλειστικά ως ιμάντες μεταβίβασης των άνωθεν μέτρων, εντολών και υποδείξεων. Έτσι επιχειρείται η εξουδετέρωση οποιασδήποτε μελλοντικής εκ μέρους τους αμφισβήτησης αυτού του «νέου σχολείου». Με πραγματικά οργουελιανή διατύπωση, η διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης ονομάζεται «αναβάθμιση του σχολείου» και «ενδυνάμωση του εκπαιδευτικού».

Η εφαρμογή παρόμοιων συστημάτων ανά τον κόσμο ξεκίνησε με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, αρχικά στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και  στη συνέχεια σε άλλες χώρες. Προκάλεσε, δε, τόσα σοβαρά προβλήματα και δυσλειτουργίες στα εκπαιδευτικά συστήματα των εν λόγω χωρών, ώστε βασικοί αρχιτέκτονες  αυτών των αντι-μεταρρυθμίσεων να στραφούν κατόπιν εναντίον τους ( πασίγνωστο παράδειγμα η Diane Ravitch, υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου). Η ποιότητα της εκπαίδευσης έπεσε κατακόρυφα, σχολεία έκλειναν το ένα πίσω από το άλλο ( όπως αυτά στις εργατικές και υποβαθμισμένες συνοικίες του Λονδίνου), η ελκυστικότητα του εκπαιδευτικού επαγγέλματος έπεσε κατακόρυφα. Αψευδείς μάρτυρες όλων αυτών οι παλαιότερες και πρόσφατες σχετικές μαρτυρίες, καθώς και τα πολύ πρόσφατα μηνύματα συμπαράστασης προς τους Έλληνες εκπαιδευτικούς από συναδέλφους τους άλλων χωρών.

Προς εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, έχει δημιουργηθεί μια εκπαιδευτική βιομηχανία παγκοσμίων διαστάσεων, η οποία  προωθείται από υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), καθώς και από μεγάλες επιχειρήσεις και εργοδοτικές οργανώσεις, όπως είναι στην Ελλάδα ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων).Όλοι αυτοί παρεμβαίνουν στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών, επιβάλλοντας πρότυπα και νόρμες, δήθεν για την αναβάθμισή τους, αλλάζοντας ακόμα και τα μαθήματα ή τη διδασκόμενη ύλη.

Οι κυβερνήσεις εξασφαλίζουν το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και τα ανάλογα μέτρα εμπεδώνονται μέσω διεθνών διαγωνισμών(πχ PISA), δεξαμενών σκέψης, ισχυρού πλέγματος δημοσίων σχέσεων, αδρά αμειβόμενων στελεχών και πανεπιστημιακών και ενός ολόκληρου δικτύου πιστοποιήσεων ποιότητας. Ενώ υποτίθεται ότι στόχος είναι η παροχή υπηρεσιών καλύτερης ποιότητας στους πελάτες( μαθητής-πελάτης και γονέας-πελάτης, στην περίπτωση της εκπαίδευσης), η επιφανειακότητα, η αποσπασματικότητα και η αμάθεια εξαπλώνονται ραγδαία. Παράλληλα, εκτοξεύονται  τα κέρδη για τις εταιρείες συμβούλων, αξιολογήσεων κτλ, καθώς στο χορό της αξιολόγησης μπαίνουν άτομα, ιδρύματα, φορείς και ολόκληροι θεσμοί.

Όπως δείχνει η εμπειρία πολλών χωρών, οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών για τους εκπαιδευτικούς  είναι πτώση του ηθικού, πρόωρη εγκατάλειψη του επαγγέλματος, αύξηση των ωρών εργασίας, μειώσεις μισθών, απολύσεις, επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, επιδείνωση των συνθηκών εντός των οποίων διεξάγεται η διδασκαλία, επαγγελματική εξουθένωση.

Οι αντίστοιχες συνέπειες για τους μαθητές είναι ότι αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα – εμπορεύματα και πιέζονται να  συνηθίζουν από πολύ μικροί στις παγιωμένες διακρίσεις – ετικέτες (καλοί / κακοί, επιτυχημένοι / αποτυχημένοι). Αξιολογούνται αποκλειστικά και μόνο με βάση τις βαθμολογικές επιδόσεις τους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε άλλες κλίσεις και ταλέντα τους ούτε άλλοι  παράγοντες που επηρεάζουν την πρόοδο του μαθητή (γεωγραφική περιοχή, οικονομική επιφάνεια οικογένειας, μορφωτικό επίπεδο γονέων,απαιτητικά αναλυτικά προγράμματα σπουδών, πολυπληθή τμήματα, σχολικά κτίρια υπό κατάρρευση, έλλειψη εκπαιδευτικών).

Ακόμα και η δημιουργία εκπαιδευτικού φακέλου (portfolio), για τη δήθεν καλύτερη αξιολόγηση του μαθητή, ουσιαστικά προετοιμάζει τα παιδιά για τη ζωή του «απασχολήσιμου», του ανθρώπου-νομάδα, χωρίς σταθερή δουλειά, που κυνηγάει «πόντους» για το βιογραφικό του, μέσα από ακριβοπληρωμένες και συνήθως προχειροστημένες επιμορφώσεις «μιας χρήσεως».

Όσο για τους γονείς, εντείνεται το άγχος και η αβεβαιότητα για το μέλλον των παιδιών τους, καθώς φοιτούν  σε ένα σχολείο που παρέχει ολοένα και λιγότερη στέρεη γνώση  και υψώνει ολοένα και περισσότερους εξεταστικούς φραγμούς. Αναγκάζονται να βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη, ακόμα και για τη στοιχειώδη λειτουργία του σχολείου, αλλά και γιατί η εφαρμογή θεσμών όπως η τράπεζα θεμάτων, η ελάχιστη βάση εισαγωγής στα ΑΕΙ και οι εξετάσεις PISA στην Στ΄ δημοτικού και Γ΄γυμνασίου εξακοντίζουν στα ύψη την παραπαιδεία.

Οι σχολικές μονάδες κατηγοριοπούνται σε “καλές” και “κακές” και χρηματοδοτούνται ανάλογα. Τα μεν “καλά”σχολεία (αυτά των οποίων οι μαθητές έχουν υψηλές επιδόσεις) λαμβάνουν πλήρη χρηματοδότηση, τα δε “κακά” μειωμένη χρηματοδότηση (αντί για επιπλέον στήριξη των αδύνατων μαθητών), η οποία θα τα οδηγήσει σε μαρασμό και κλείσιμο. Προκειμένου να επιβιώσουν τα σχολεία, ανοίγουν τις πόρτες σε ιδιώτες χορηγούς ή ζητούν χρήματα απευθείας από τους γονείς. Οι συγχωνεύσεις και τα κλεισίματα σχολείων θα στοιβάζουν το μαθητικό πληθυσμό υπό ολοένα και χειρότερες συνθήκες σε απρόσωπα συγκροτήματα τύπου Γκράβας. Αρκετά παιδιά θα εγκαταλείψουν πρόωρα το σχολείο και άλλα θα στραφούν σε φορείς μεταγυμνασιακής κατάρτισης, που θησαυρίζουν τάζοντας «λαγούς με πετραχήλια».

Η πολυδιαφημιζόμενη «αυτονομία της σχολικής μονάδας» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σταδιακή αποδέσμευση του κράτους από το καθήκον να χρηματοδοτεί  τη δημόσια εκπαίδευση, όπως εμφανίζεται στο άρθρο 99 του πρόσφατου νόμου 4823/21.Η χρηματοδότηση μέσω χορηγιών και δωρεών οδηγεί ευθέως στην κατηγοριοποίηση των σχολείων. Το κράτος θα ξεφορτωθεί τις εκπαιδευτικές δαπάνες, μετακυλίοντάς τις αρχικά στους υποχρηματοδοτούμενους δήμους και, εν τέλει, παραδίδοντας  την εκπαίδευση στα νύχια των επιχειρηματικών ομίλων.

Το σχολείο μετατρέπεται σε οικονομική μονάδα, που θα «παράγει» φτηνό, πειθαρχημένο και «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό και θα εξασφαλίζει τη λειτουργία του με όρους αγοράς (δωρεές, χορηγίες, συνδρομές γονέων, ενοικίαση των υποδομών του σε τρίτους). Θα συνεργάζεται με πάσης φύσεως εξωσχολικούς φορείς (ΜΚΟ, τράπεζες, βιομηχανίες, πρεσβείες, επιμελητήρια…), οι οποίοι, σε αντάλλαγμα για τις χορηγίες τους, αποκτούν δικαιώματα παρέμβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία (πρόγραμμα μαθημάτων, κανόνες λειτουργίας του σχολείου, αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών, πρόσληψη διδακτικού και βοηθητικού προσωπικού, υλικοτεχνικές υποδομές).

Προκειμένου να «αποτιμάται η αξία» κάθε σχολικής μονάδας, κάθε  σχολείο  καταγράφει και κοινοποιεί στις ανάλογες ψηφιακές πλατφόρμες όλα τα  στοιχεία που αφορούν το έμψυχο δυναμικό και τους υλικούς του πόρους και υποδομές. Καθίσταται, έτσι, αυτομάτως «υπεύθυνο» για οποιοδήποτε εκπαιδευτικό πρόβλημα, που παρουσιάζεται ως «μεμονωμένη δυσλειτουργία». Επίσης, παρουσιάζεται «διαθέσιμο», ώστε να το «επιλέξουν», με όρους αγοράς, γονείς- πελάτες και χορηγοί-χρηματοδότες. Προφανώς, κανένας χορηγός δεν θα «επενδύσει» σε «κακό» σχολείο,δηλαδή σε σχολείο εργατικής γειτονιάς, υποβαθμισμένου προαστίου, απομακρυσμένης περιοχής, με μαθητές αλλοδαπούς, πρόσφυγες , παιδιά μειονοτήτων ή παιδιά που χρειάζονται επιπλέον μαθησιακή, συναισθηματική και κοινωνική στήριξη.

Κατά τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα,«ελεύθερη επιλογή» σχολείου από το γονέα και προσωπικού από τη σχολική μονάδα σημαίνει αξιοκρατία και ποιοτική εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα, όμως, σημαίνει κατηγοριοποίηση των σχολείων. Το ζητούμενο σε μια (αστική)δημοκρατική κοινωνία, τουλάχιστον διακηρυκτικά, είναι ΟΛΑ τα σχολεία να είναι «καλά».  ΚΑΘΕ μαθητής δικαιούται ένα «καλό» σχολείο, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, οικονομικής επιφάνειας, μορφωτικού επιπέδου των γονιών, σύμφωνα με την ριζοσπαστική δημοκρατική εκδοχή του διαφωτισμού.

«Ελεύθερη» επιλογή διδακτικού προσωπικού από τη σχολική μονάδα σημαίνει, πρώτα απ΄ όλα, εδραίωση μηχανισμών ευνοιοκρατίας, ρουσφετιού και ανελευθερίας. Οι εκπαιδευτικοί μετατρέπονται σε απλά εκτελεστικά όργανα των άνωθεν εντολών, ακυρώνεται εντελώς κάθε ίχνος του παιδαγωγικού τους ρόλου και ενθαρρύνεται ο τοξικός ανταγωνοσμός μεταξύ τους και ο χαφιεδισμός.

Αυτή η διαδικασία θα ισοπεδώσει το παιδαγωγικό κλίμα της τάξης και θα δημιουργήσει ένα καθεστώς πελατειακών σχέσεων μέσα στο σχολείο. Οι  εκπαιδευτικοί, χωρίς σταθερές εργασιακές σχέσεις,  θα είναι όμηροι των διευθυντών – μάνατζερ και των χορηγών, καθώς από εκείνους θα εξαρτάται η εκπαιδευτική και επαγγελματική τους πορεία. Είναι φανερό ότι επιχειρείται να επιβληθεί μόνιμο καθεστώς φόβου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών, ώστε κάθε απόκλιση από το πρότυπο του σκυφτού και φοβισμένου δασκάλου – ανθρωπάκου να θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα ή  αντιεπιστημονική παρέκκλιση.

Τα λεκτικά πυροτεχνήματα περί καινοτομιών στα προγράμματα σπουδών και στις διδακτικές μεθόδους συγκαλύπτουν με επιμέλεια  τη σταδιακή υποβάθμιση της γενικής παιδείας, την πολυδιάσπαση των γνωστικών αντικειμένων, την μετατροπή της καλλιέργειας των γνωστικών ικανοτήτων σε μονοδιάστατες, μετρήσιμες δεξιότητες διαχείρισης πληροφοριών, απόλυτα προσαρμόσιμες στις επιταγές της αγοράς εργασίας. Τρανταχτά παραδείγματα, στο επίπεδο των προγραμμάτων σποδών, είναι η μετατροπή της τρίτης λυκείου σε φροντιστηριακού τύπου ενδοσχολικό προθάλαμο των πανελληνίων(κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) και η σταδιακή κατάργηση μαθημάτων γενικής παιδείας, όπως η κοινωνιολογία, τα καλλιτεχνικά, ακόμα και το σχέδιο αλλά και μουσικά μαθήματα, που εξετάζονται για την εισαγωγή στα ΑΕΙ( κυβέρνηση ΝΔ).

Αντίστοιχο παράδειγμα στο επίπεδο των διδακτικών μεθόδων αποτελεί η  μέθοδος της «ανεστραμμένης τάξης» (flipped classroom),  πολυδιαφημιζόμενη «καινοτομία» εκ μέρους του υπουργείου, εντελώς κενή περιεχομένου, όμως, για τους εκπαιδευτικούς, που δεν περίμεναν τις φαεινές ιδέες του νεοφιλελεύθερου εσμού, για να ασκήσουν τους μαθητές τους στην κριτική σκέψη. Οι μαθητές υποτίθεται ότι μελετούν μόνοι τους στο σπίτι το καινούργιο μάθημα, μέσα από υλικό που  έχει προετοιμάσει και αποστείλει ο εκπαιδευτικός μέσω μιας ψηφιακής πλατφόρμας.

Το φερόμενο ως μεγάλο πλεονέκτημά της είναι πως οι μαθητές ελέγχουν μόνοι τους το ρυθμό του μαθήματος, αφού μπορούν να πατήσουν pause στο βίντεο (!!!), κάτι που δεν μπορεί να συμβεί με τον εκπαιδευτικό στο ζωντανό μάθημα ( τα «κουμπιά» στην ανθρώπινη επικοινωνία και αλληλεπίδραση «πατιούνται» με πολύ πιο σύνθετους τρόπους, όχι σαν να πρόκειται για το σκύλο του Παβλόφ…). Έτσι, υποτίθεται ότι κερδίζεται πολύτιμος χρόνος παράδοσης του μαθήματος, που μπορεί να αξιοποιηθεί διαφορετικά.

Στην πραγματικότητα, η μέθοδος αυτή αντικαθιστά την γνώση με την πληροφορία, προωθεί την αποσπασματικότητα, εξουδετερώνει τον παιδαγωγικό και γνωστικό ρόλο του εκπαιδευτικού, υποβιβάζοντάς τον σε «σερβιτόρο» ψηφιακού υλικού, διεκπεραιωτικού λύτη αποριών και ψυχρού  αξιολογητή των μαθητών. Επιπλέον, αγνοεί το επιστημονικά αποδεδειγμένο γεγονός ότι οι ανθρώπινες γνωστικές λειτουργίες, ιδίως στον αναπτυσσόμενο άνθρωπο, λαμβάνουν χώρα μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον και όχι «κατά μόνας», και μάλιστα μπροστά από μια οθόνη.

Το παραπάνω παράδειγμα αναδεικνύει  και όψεις της περίφημης τηλεκπαίδευσης, που επιβάλλεται, πλέον, δια νόμου ως φάρμακο δια πάσαν νόσον( σεισμό, λιμό, καταποντισμό, κακοκαιρία και επιδρομή καταλήψεων…) Προφανώς,  επικουρικό και μόνο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η παρουσίαση θεμάτων μέσα στην τάξη με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας.

Η θεοποίησή της υποκρύπτει παιδαγωγικό και κοινωνικό δόλο, καθώς δεν διαθέτουν ΟΛΟΙ οι μαθητές πρόσβαση στο διαδίκτυο,τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό, ικανότητες χειρισμού του σε επαρκή βαθμό, υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης, προσήλωσης και δέσμευσης. Επιπλέον, ο σχολικός χώρος ως ανθρώπινο περιβάλλον, η φυσική παρουσία και η ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων μπορούν πραγματικά να προάγουν τη γνώση και τη συγκρότηση της προσωπικότητας και όχι απλώς να παρέχουν πληροφορίες.

Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά αναγκαίο, από κοινωνική και παιδαγωγική άποψη, να ανοίξει μια ευρεία συζήτηση, με όρους κοινωνικού συμφέροντος και δημοκρατικής ευαισθησίας, για το περιεχόμενο σπουδών, για το γενικότερο ρόλο του σχολείου και του πανεπιστημίου, για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.

Σε κάθε συζήτηση για τους όρους λειτουργίας της δευτροβάθμιας εκπαίδευσης εμπλέκονται (ως μη όφειλαν) και οι όροι εισαγωγής των αποφοίτων του λυκείου στα ΑΕΙ. Επιμελώς οι ιθύνοντες φαλκιδεύουν τους όρους διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου, παρουσιάζοντας το ρόλο του λυκείου ως προθαλάμου για τα ΑΕΙ ως περίπου φυσική κατάσταση και όχι ως κοινωνική και πολιτική επιλογή.  Ο μηχανισμός εισαγωγής στα ΑΕΙ δεν αποτελεί εξετάσεις, δηλαδή έλεγχο επάρκειας γνώσεων των υποψηφίων. Αποτελεί διαγωνισμό, όπου τις διαθέσιμες θέσεις, και μάλιστα τις πιο περιζήτητες( νόμος της προσφοράς και ζήτησης!!) καταλαμβάνουν οι εκάστοτε πιο υψηλόβαθμοι, ακόμα και με προσέγγιση δεκάτου.

Οι θιασώτες του άγριου ανταγωνισμού, της γνώσης και της εργασίας για ολίγους και εκλεκτούς το θεωρούν αυτό άκρως ικανοποιητικό και επιθυμούν, μάλιστα, να ενταθεί με επιπλέον εξεταστικούς φραγμούς. Από πρωθυπουργικά χείλη ακούστηκαν, πρόσφατα, ύμνοι στην «αναπότρεπτη φυσική ανισότητα» (κοινώς, δεν είμαστε όλοι ίσοι κι ούτε θα γίνουμε ποτέ…).

Το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και η δημοκρατική αντίληψη, όμως, επιτάσσουν συστηματική φροντίδα για άνοδο του μορφωτικού επιπέδου όλων των παιδιών, όλων των ανθρώπων, στα πλαίσια διαρκούς προσπάθειας για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την πρόοδο της ανθρωπότητας ως συνόλου. Ακόμα και όσοι ανακράζουν «Μα δεν θα γίνουν και όλοι επιστήμονες», προφανώς, εξαιρούν τα δικά τους παιδιά από την πάταξη της κοινωνικής κινητικότητας…

Στην πραγματικότητα, η  ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν εξασφαλίζει την επάρκεια γνώσεων των εισαγομένων στα  ΑΕΙ, αλλά την ενίσχυση των εξεταστικών φίλτρων, άρα και την ένταση  των ταξικών φραγμών στο δρόμο προς την ανώτατη εκπαίδευση. Η επάρκεια γνώσεων των αποφοίτων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν αντικατοπτρίζεται αποκλειστικά και μόνο στους βαθμολογικούς δείκτες.

Συνήθως αποσιωπάται έντεχνα το γεγονός ότι η βαθμολογία εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, μία από τις οποίες είναι η εκάστοτε  δυσκολία των θεμάτων στις εξετάσεις οποιουδήποτε τύπου. Για παράδειγμα, ο μαθητής που παίρνει χαμηλό βαθμό σε θέματα υψηλότερης δυσκολίας δεν έχει απαραίτητα λιγότερες γνώσεις από έναν άλλο, που πήρε καλύτερο βαθμό σε θέματα χαμηλότερης δυσκολίας.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, η μικρή βαθμολογία κλείνει το δρόμο προς τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, ανοίγει, όμως, μια χαρά  την πόρτα των ποκιλώνυμων ιδιωτικών κολεγίων και ΙΕΚ, με το ανάλογο τίμημα, φυσικά….Οι οπαδοί της αριστείας κυβερνητικοί παράγοντες φρόντισαν δια νόμου να εξισώσουν τα επαγγελματικά δικαιώματα(σε λίγο και τα πτυχία) δημόσιων ΑΕΙ και ιδιωτικών κολεγίων. Το αν ο απόφοιτος των πρώτων είχε πάρει στις πανελλήνιες 18 και των δεύτερων 8 είναι ασήμαντη λεπτομέρεια, όταν πρόκειται για την λυσσαλέα προωθούμενη ιδιωτική κερδοφορία.

Ολόκληρη η εκπαιδευτική κοινότητα αντιλαμβάνεται την ανάγκη βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων, από το νηπιαγωγείο έως τα ΑΕΙ, διαχρονικά και συλλογικά διεκδικούν εδώ και πάνω από μισό αιώνα ένα σχολείο που θα αγκαλιάζει όλους τους μαθητές, θα καλλιεργεί ισόρροπα το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή του σημερινού μαθητή και αυριανού πολίτη.

Δυστυχώς, οι εμπειρικά αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένες προτάσεις και  οι αγωνιστικές διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών  αντιμετωπίζονται από ΟΛΕΣ τις κυβερνήσεις με αδιαφορία ή / και εχθρότητα. Πρόσφατο παράδειγμα, η επί ενάμιση χρόνο επιμονή του εκπαιδευτικού κινήματος να διεκδικεί αραίωση των μαθητών στις τάξεις, ανοιχτά και ασφαλή σχολεία για όλα τα παιδιά, ενίσχυση της εκπαιδευτικής κοινότητας με διδακτικό προσωπικό και τεχνολογικό εξοπλισμό. Η κυβέρνηση απαντούσε με απαξίωση, παραποίηση στοιχείων και επικοινωνιακά τεχνάσματα.

Και η κατακλείδα, με ύφος πιο προσωπικό:

Γιατί οι εκπαιδευτικοί, με ποσοστό που υπερβαίνει το 90% δεν αποδεχόμαστε την αξιολόγηση;

Όχι, βέβαια, επειδή είμαστε φυγόπονοι και με χαμηλά προσόντα, όπως διαδίδουν τα κυβερνητικά φερέφωνα. Παρά τις όποιες ανθρώπινες αδυναμίες μας,  βρισκόμαστε καθημερινά και υπό όλες τις συνθήκες(πρόσφατα και της πανδημίας) κοντά στους μαθητές μας. Εκφράζουμε συνεχώς, δημόσια και σε ιδιωτικές συζητήσεις, τις ανησυχίες μας για τη μόρφωση της νεολαίας και το μέλλον της εκπαίδευσης.

Πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί είναι κάτοχοι ζηλευτών ακαδημαϊκών τίτλων,έχουν διακριτή κοινωνική, πολιτική και συνδικαλιστική δράση, σηκώνουν το βάρος μορφωτικών και πολιτιστικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων εντός και εκτός σχολείου. Καμιά κυβέρνηση ως τώρα δεν δέχτηκε να ικανοποιήσει το πάγιο αίτημά μας για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα πανεπιστήμια, με ετήσια απαλλαγή από τα διδακτικά καθήκοντα και ευθύνη της πολιτείας.

Με αιχμή, στην παρούσα φάση, την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού αμφισβητούμε το σύνολο της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, και γενικότερα όλα τα αντιλαϊκά και αντιδημοκρατικά μέτρα.

Συγκρουόμαστε με αυτήν την πολιτική, γιατί έχουμε αξιοπρέπεια και συναίσθηση της ευθύνης μας απέναντι στους μαθητές και την κοινωνία. Το «σχολείο του μέλλοντος»,  που με τυμπανοκρουσίες προαναγγέλλεται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργοστάσιο μαζικής παραγωγής υποταγμένου εργατικού δυναμικού, έτοιμου να καλύψει τις ευμετάβλητες ανάγκες της αγοράς με ελάχιστους μισθούς, μηδενικά δικαιώματα και διαρκώς ανανεωνόμενες δεξιότητες μιας χρήσεως. Προσπαθούν να μας επιβάλλουν  ένα ρόλο και έναν εργασιακό χώρο που κανένας εκπαιδευτικός ο οποίος σέβεται το λειτούργημά του δεν πρόκειται να δεχθεί.

Πηγή: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Οι ελίτ κερδοσκοπούν σκανδαλωδώς από τα καινοτόμα “αυτόνομα” δημόσια σχολεία

To antapocrisis αναδημοσιεύει τη συνέντευξη της Carol Burris στην Meagan Day για το περιοδικό Jacobin. H Carol Burris, πρώην διευθύντρια σχολείου και νυν επικεφαλής του Δικτύου για τη Δημόσια Εκπαίδευση μιλά για την εμπειρία των σχολείων τσάρτερ. Τα σχολεία τσάρτερ είναι ημιαυτόνομα δημόσια σχολεία που λειτουργούν κατά βάση με δημόσια χρηματοδότηση και με μια σύμβαση-συμβόλαιο μεταξύ πολιτείας, ΜΚΟ, χορηγών. Αυτή η σύμβαση  περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο οργάνωσης και διαχείρισης του σχολείου, τι αναμένεται να επιτύχουν οι μαθητές και πώς θα μετρηθεί η επιτυχία. Θεωρούνται πρότυπο στο μοντέλο που θελει να ακολουθήσει και η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή αυτό των αυτόνομων σχολεία που θα αξιολογούνται με βάση στόχους που έχουν τεθεί από κυβέρνηση, ιδιώτες και χορηγούς.

Η Carol Burris θεωρεί ότι τα σχολεία charter δεν βελτιώνουν τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα aλλά διοχετεύουν τα χρήματα των φορολογουμένων στις τσέπες των αδίστακτων – συχνά εγκληματικών – διαχειριστών του σχολείου. Πρόκειται για μια εθνική ντροπή που πρέπει να τελειώσει.

Το κίνημα ιδιωτικοποιήσεων των σχολείων έχει προωθηθεί ως ένα τεράστιο πείραμα στις “καινοτόμες” προσεγγίσεις στην εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα όμως υπήρξε κυρίως ένα πείραμα στο πώς να διοχετευτούν χρήματα από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα χρησιμοποιώντας μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ως μεσάζοντες.

Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι, ακόμη και παθιασμένοι ακτιβιστές της δημόσιας εκπαίδευσης, προσπαθούν να κατανοήσουν τους μηχανισμούς με τους οποίους τα σχολεία charter αποφέρουν κέρδη. Να μια ένδειξη: το λόμπι των σχολείων charter είναι επί του παρόντος έτοιμο για ένα νομοσχέδιο που εμποδίζει την παροχή ομοσπονδιακών κονδυλίων σε οποιοδήποτε σχολείο charter που «συνάπτει συμφωνία με μια κερδοσκοπική οντότητα για τη λειτουργία, την εποπτεία ή τη διαχείριση των δραστηριοτήτων του σχολείου». Ισχυρίζονται ότι αυτό τους αναγκάζει να επιλέξουν μεταξύ δημόσιου χρήματος και ιδιωτικής διαχείρισης – και δεν θέλουν να επιλέξουν.

Η Επιτροπή Πιστώσεων επηρεάστηκε στο να συμπεριλάβει αυτή τη διάταξη αφού εξέτασε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Δίκτυο για τη Δημόσια Εκπαίδευση (NPE) με την ονομασία Chartered For Profit, όπου περιγράφεται λεπτομερώς πώς λειτουργούν τα σχολεία charter με σκοπό το οικονομικό κέρδος.


M.D.

Όλα τα σχολεία charter, με εξαίρεση εκείνα της Αριζόνα, πρέπει να είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Ωστόσο, οι άνθρωποι βγάζουν τεράστια κέρδη από αυτά. Πώς προκύπτει αυτό;

C.B.

Ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα σχολεία charter, αν όχι και όλα, βγάζουν κέρδη είναι επειδή δημιουργούν μια κερδοσκοπική εταιρεία διαχείρισης. Αρχικά το σχολείο charter συγκροτείται από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό, ο οποίος λαμβάνει ομοσπονδιακά, τοπικά και κρατικά κεφάλαια – και στη συνέχεια ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός γυρίζει και δίνει αυτά τα χρήματα στην κερδοσκοπική εταιρεία για τη διαχείριση του σχολείου.

Αυτές οι κερδοσκοπικές εταιρείες ανήκουν συχνά σε ένα ή δύο άτομα ή ακόμα και σε οικογένειες. Αυτό είναι παράνομο σε ορισμένες πολιτείες, αλλά όπου δεν απαγορεύεται, θα δείτε συχνά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του μη κερδοσκοπικού οργανισμού να είναι ιδιοκτήτες του κερδοσκοπικού οργανισμού. Και συχνά τα μέλη του μη κερδοσκοπικού διοικητικού συμβουλίου θα λαμβάνουν κάποιο επίδομα από την κερδοσκοπική εταιρεία.

Τώρα, μερικά από αυτά τα κέρδη παρέχουν μόνο περιορισμένο αριθμό υπηρεσιών. Αλλά πάρα πολλά από αυτά τα ιδρύματα, ειδικά μερικές από τις μεγάλες αλυσίδες όπως η National Heritage Academy, λειτουργούν χρησιμοποιώντας αυτό που είναι γνωστό ως συμβόλαιο «σκούπα». Ο λόγος για τον οποίο ονομάζεται έτσι είναι επειδή ο κερδοσκοπικός διαχειριστής σαρώνει κάθε δεκάρα του δημόσιου χρήματος που λαμβάνει ένα σχολείο charter, στην κερδοσκοπική εταιρεία διαχείρισης έργου για τη διαχείριση του σχολείου.

Στη συνέχεια, η κερδοσκοπική εταιρεία παρέχει είτε απευθείας υπηρεσίες, (από υπηρεσίες διαχείρισης έως υπηρεσίες καφετέριας), είτε συνάπτει συμφωνίες με άλλη κερδοσκοπική εταιρεία για την παροχή υπηρεσιών. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο στόχος είναι να λειτουργήσει το σχολείο charter με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν απομείνει χρήματα στην άκρη. Και όσο περισσότερα χρήματα εξοικονομούν κάνοντας πράγματα όπως η πρόσληψη εκπαιδευτικών άνευ προσόντων και η άρνηση να διδάξουν μαθητές με ειδικές ανάγκες, τόσο περισσότερα χρήματα απομένουν στο τέλος της ημέρας.

Συχνά, οι ιδιοκτήτες των κερδοσκοπικών εταιρειών διαχείρισης κλείνουν επίσης συμβόλαια με άλλες εταιρείες των οποίων είναι ιδιοκτήτες. Η μεγαλύτερη αλυσίδα, η Academica, για την οποία μπορείτε να διαβάσετε στην έκθεση Chartered For Profit του Δικτύου για τη Δημόσια Εκπαίδευση, έχει πενήντα έξι διαφορετικές εταιρείες εγγεγραμμένες σε μία μόνο διεύθυνση και εβδομήντα εταιρείες εγγεγραμμένες σε άλλη διεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών ακινήτων, εταιρειών χαρτοφυλακίου αλλά και εταιρείες χρηματοδότησης. Επομένως, πληρώνονται ουσιαστικά με δημόσια χρήματα για μια ποικιλία υπηρεσιών.

M.D.

Ποιος είναι ο ρόλος της ακίνητης περιουσίας στη δημιουργία κέρδους για τον τομέα των σχολείων charter; Και τι γίνεται με τα διαδικτυακά σχολεία charter, τα οποία δεν διαθέτουν ακίνητα;

C.B.

Η ακίνητη περιουσία είναι ένας άλλος τρόπος που οι εταιρείες διαχείρισης χρησιμοποιούν συχνά για να αποκομίζουν κέρδη. Παίρνουν κάθε είδους φορολογικά πλεονεκτήματα και δάνεια χαμηλού επιτοκίου για να αγοράσουν ένα ακίνητο και στη συνέχεια εκμισθώνουν το ακίνητο με μεγάλο κέρδος στα σχολεία charter.

Τα δημόσια χρήματα πηγαίνουν στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό charter και κατόπιν μεταφέρονται στην κερδοσκοπική εταιρεία ακινήτων, η οποία κατέχει το κτίριο. Ουσιαστικά, ο φορολογούμενος πληρώνει την υποθήκη. Και έπειτα μετά την αποπληρωμή της υποθήκης, το πουλάνε στο σχολείο charter σε φουσκωμένη τιμή.

Τα διαδικτυακά σχολεία charter έχουν τις δικές τους στρατηγικές. Οι δύο μεγαλύτερες διαδικτυακές αλυσίδες σχολείων charter είναι οι Pearson και K12, για τις οποίες μπορείτε επίσης να διαβάσετε στο Chartered for Profit. Βρίσκουν ανθρώπους για να υπηρετούν ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου, άτομα που ίσως προτείνει η τοπική οργάνωση υπεράσπισης του σχολείου charter, και αυτό το μη κερδοσκοπικό συμβούλιο γίνεται η μαριονέτα των κερδοσκοπικών εταιρειών.

Για να λειτουργήσει το σχολείο, ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός πρέπει να αγοράσει υπηρεσίες από τον κερδοσκοπικό, ο οποίος κάνει πραγματικά τα πάντα. Ο κερδοσκοπικός οργανισμός παρέχει το πρόγραμμα σπουδών, τους δασκάλους, τα βιβλία, τους υπολογιστές. Χρεώνει μια υψηλή τιμή για αυτά τα πράγματα και όταν οι ΜΚΟ αναπόφευκτα δεν μπορούν να πληρώσουν για όλα αυτά με τα δημόσια χρήματα που λαμβάνουν, ο κερδοσκοπικός οργανισμός τους δανείζει τα χρήματα.

Αυτό το χρέος διατηρεί τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς συνδεδεμένους με τους κερδοσκοπικούς. Δεν μπορούν να βγουν από αυτήν τη ρύθμιση εκτός εάν είναι πρόθυμοι να εξοφλήσουν, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν. Και αυτό δίνει στις κερδοσκοπικές εταιρείες το δικαίωμα να συνεχίσουν να χρεώνουν με υπερβολικό κόστος υπηρεσίες – με οτιδήποτε μπορούν να την βγάλουν καθαρή σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάσταση.

M.D.

Φαίνεται επίσης ότι διαπράττονται πολλές κλοπές και απάτες στον τομέα των σχολείων charter. Το Δίκτυο για τη Δημόσια Εκπαίδευση έχει μια σελίδα στον ιστότοπο του που είναι αφιερωμένη στη συλλογή ειδήσεων σχετικά με τα σκάνδαλα των σχολείων charter σε ολόκληρη τη χώρα και συχνά διαπράττεται ένα κάθε μέρα. Αλήθεια τι πραγματικά συμβαίνει;

C.B.

Αυτό ισχύει τόσο για τη μη κερδοσκοπική όσο και για την κερδοσκοπική πλευρά των πραγμάτων. Μπορείτε να δείτε τον τεράστιο όγκο των σκανδάλων των σχολείων charter σε αυτήν την ενότητα του ιστότοπου, την οποία ενημερώνουμε στο τέλος κάθε μήνα.

Βλέπουμε τους ανθρώπους να διογκώνουν τις τιμές, να δημιουργούν ψεύτικα τιμολόγια, να ψεύδονται, να συμπράττουν με τους κερδοσκοπικούς οργανισμούς και να μη λογοδοτούν σε κανέναν όπως επίσης και να κλέβουν. Μερικές φορές οι άνθρωποι αυτοί παίρνουν απλώς την πιστωτική κάρτα για το σχολείο charter και πηγαίνουν σε εστιατόρια, στο εμπορικό κέντρο ακόμα και στο Disney World. Δεν συγκλονίζομαι πλέον. Και δεν μιλάμε για μικροποσά αλλά για εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

Πάρτε, για παράδειγμα, το σκάνδαλο των σχολών charter Α3 στην Καλιφόρνια. Αυτοί οι δύο τύποι ξεκίνησαν ένα μη κερδοσκοπικό σχολείο charter και είχαν όλες αυτές τις εταιρείες από την πλευρά που θα μπορούσαν να ρίξουν τα χρήματα. Στη συνέχεια κινήθηκαν κατά περιοχές και, για μια μείωση του κέρδους, υποχρέωσαν τους μαθητές να εγγραφούν στο διαδικτυακό τους καλοκαιρινό σχολείο, στο οποίο τα παιδιά δεν θα παρευρίσκονταν ποτέ. Πιάστηκαν αφού πήραν 50 εκατομμύρια δολάρια από την πολιτεία της Καλιφόρνια και τώρα αναμένεται να μείνουν για πολύ καιρό στη φυλακή. Ένας από αυτούς μάλιστα διέφυγε στην Αυστραλία.

Στο Οχάιο υπήρξε το σκάνδαλο ECOT, μια άλλη απάτη πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Ήταν ένα διαδικτυακό σχολείο charter που «μαγείρευε» τα απουσιολόγια. Αυτό συμβαίνει πολύ με τα διαδικτυακά σχολεία charter. Αναφέρουν ότι τα παιδιά παρευρέθηκαν όταν δεν το έκαναν, ή απλά συνδέθηκαν και αποσυνδέθηκαν γρήγορα. Εν τω μεταξύ, λαμβάνουν ένα ημερήσιο ποσοστό παρακολούθησης από το κράτος.

Στο Τέξας υπήρχε το σκάνδαλο IDEA. Το IDEA υποσχέθηκε εξαιρετική απόδοση για φτωχά παιδιά και όλοι πίστευαν ότι αυτό ήταν ό,τι καλύτερο στο χώρο. Πήραν μάλιστα 200 εκατομμύρια δολάρια από την Betsy DeVos. Αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η ηγετική ομάδα χρησιμοποίησε τα δημόσια κονδύλια για το προσωπικό της όφελος, αγοράζοντας αεροπορικά εισιτήρια πρώτης θέσης και θέσεις σεζόν ή ενοικιάζοντας ιδιωτικά τζετ. Ολόκληρη η ανώτερη ομάδα διαχείρισης παύθηκε, ξεκινώντας από τον ιδρυτή.

Τα άτομα αυτά μπορούν να γίνουν πολύ πλούσια αν διευθύνουν σχολεία charter, είτε μέσω κερδοσκοπικού είτε μέσω μη κερδοσκοπικού οργανισμού. Η Eva Moskowitz, η οποία είναι υπεύθυνη για τα σχολεία charter της Success Academy της Νέας Υόρκης και πουθενά αλλού, λαμβάνει μισθό σχεδόν 1 εκατομμυρίου δολαρίων το χρόνο. Συγκριτικά, ο προϊστάμενος δημοσίων σχολείων της Νέας Υόρκης κερδίζει περίπου 250.000 δολάρια ετησίως.

Πολλά από αυτά είναι δυνατά μόνο και μόνο επειδή υπάρχει τόσο μικρή επιτήρηση. Ήμουν δασκάλα σε δημοτικό σχολείο και μετέπειτα διευθύντρια λυκείου. Οι αγορές έπρεπε να δημοσιεύονται για να υποβληθεί προσφορά και όλα ήταν πολύ διαφανή. Δεν μπορούσα να συνάψω συμβόλαιο με την εταιρεία επίπλων του θείου μου Louie για την αγορά γραφείων. Αυτό όμως μπορείς να το κάνεις στον κόσμο του σχολείου charter.

Με τις κερδοσκοπικές εταιρείες δεν υπάρχει διαφάνεια. Το κράτος μπορεί να έρθει και να πει «Ανοίξτε τα βιβλία σας» κι εκείνοι μπορούν να πουν «Όχι» και να ξεφύγουν. Με τις μη κερδοσκοπικές εταιρείες υπάρχει λίγο περισσότερη διαφάνεια, αλλά ακόμα και τότε δεν μπορείτε να δείτε τι συμβαίνει στους σχετικούς οργανισμούς τους, επειδή αυτοί οι οργανισμοί δεν είναι ανοιχτοί στον δημόσιο έλεγχο. Είναι ιδιωτικοί.

Επιπλέον, στις περισσότερες περιοχές με δημόσια σχολεία έχετε ένα εκλεγμένο σχολικό συμβούλιο ή έναν δήμαρχο που διευθύνει το σχολείο. Εάν δεν σας αρέσει αυτό που κάνουν, μπορείτε να τους θέσετε εκτός υπηρεσίας. Όμως οι μη κερδοσκοπικές επιτροπές  είναι όλες τους ιδιωτικές επιτροπές. Έχετε δισεκατομμυριούχους που κάθονται σε αυτά τα διοικητικά συμβούλια όπου προσκαλούν τους φίλους τους και δημιουργούν έναν αστείο εσωτερικό κύκλο που κανείς άλλος δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει εκεί.

Το λόμπι των σχολείων charter λέει ότι αυτό το μοντέλο είναι απαραίτητο για την καινοτομία. Τι γίνεται όμως με την ικανότητα διάπραξης απάτης και αποφυγής διαφάνειας που σας βοηθά να είστε πιο καινοτόμοι; Η καινοτομία που βλέπουμε πολύ συχνά, δυστυχώς, δεν είναι τίποτα άλλο παρά εγκληματική χειραγώγηση.


Σχόλια μετάφρασης

Επιτροπή Πιστώσεων (House Committee on Appropriations): επιτροπή της αμερικάνικης βουλής των Αντιπροσώπων που συνεργάζεται με τη Γερουσία για την ψήφιση νόμων που έχουν να κάνουν με πιστώσεις.

Δίκτυο για τη Δημόσια Εκπαίδευση (Network for Public Education): Συμβουλευτικός φορέας για την αμερικάνικη δημόσια εκπαίδευση που ιδρύθηκε το 2013 και θέτει σαν σκοπό του να διατηρήσει, να προωθήσει, να βελτιώσει και να ενισχύσει τα δημόσια σχολεία τόσο για τις τρέχουσες όσο και για τις μελλοντικές γενιές μαθητών.

Betsy (Elizabeth) DeVos: στέλεχος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ που χρημάτισε υπουργός παιδείας των ΗΠΑ από το 2017 ως το 2021.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis

Η αξιολόγηση και η μάχη του αυτονόητου

Παρουσιάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο το νέο πολυνομοσχέδιο για την εκπαίδευση. Σύμφωνα με όσα έχουν ανακοινωθεί, το νομοσχέδιο θα κινείται σε τέσσερις άξονες: Μεγαλύτερη αυτονομία της σχολικής μονάδας, «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών, δομές της Εκπαίδευσης και Εκκλησιαστική Εκπαίδευση.

Κι αυτό σε συνέχεια του προηγούμενου πολυνομοσχεδίου που ουσιαστικά απορρίπτει δεκάδες χιλιάδες μαθητές από το γενικό λύκειο και τα δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα για να πάνε από 15 χρονών στη φτηνή κατάρτιση ή να γίνουν πελάτες στα ιδιωτικά κολέγια.

Σύμφωνα με ό,τι παρουσιάστηκε, οι δύο νέες μεγάλες ανατροπές θα αφορούν την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και την αυτονομία της σχολικής μονάδας.

Για το πρώτο θα υπάρχει ένας γενικός χαρακτηρισμός μη ικανοποιητικός, ικανοποιητικός, πολύ καλός, εξαιρετικός κάθε δύο χρόνια από το σύμβουλο εκπαίδευσης και κάθε 4 χρόνια από το διευθυντή του σχολείου. Δεν έχουν ακόμα παρουσιαστεί τα κριτήρια με βάση τα οποία θα κρίνεται ο καθένας. Το μόνο που «δεσμεύεται» η Υπουργός είναι ότι δε θα υπάρχουν ποσοστώσεις, όπως υπήρχε με το σχέδιο Αρβανιτόπουλου το 2013 και ότι όσοι κρίνονται μη ικανοποιητικοί ή ικανοποιητικοί δε θα τιμωρούνται, αλλά θα επιμορφώνονται. Και τα δύο αυτά σημεία είναι κάποιες μικρές υποχωρήσεις από προηγούμενα σχέδια που ζητούσαν ποσοστά και απολύσεις. Είτε για να μη ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων, είτε για να πιέσουν το ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος ουσιαστικά είναι υπέρ μιας «μη τιμωρητικής» αξιολόγησης, είτε για να δημιουργήσουν καταρχήν μια αποδοχή της αξιολόγησης και να τη «σκληρύνουν» σε δεύτερο χρόνο.

Για το ζήτημα της αυτονομίας της σχολικής μονάδας δε γνωρίζουμε λεπτομέρειες πέρα από όσα μονότονα προπαγανδίζουν οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ και η Ε.Ε., και οι ντόπιοι παπαγάλοι τους. Η ουσία της αυτονομίας είναι ότι οι γονείς και οι μαθητές είναι πελάτες μιας υπηρεσίας – της εκπαίδευσης – και το κάθε σχολείο θα πρέπει να κάνει ό,τι πρέπει για να φέρνει περισσότερους. Είναι πελάτες και όχι πολίτες που έχουν δικαίωμα στη δημόσια δωρεάν παιδεία και τη μόρφωση. Και άρα κάθε σχολείο θα αναζητά πόρους και χρηματοδότηση για να «βελτιώνεται», θα έχει δικό του αναλυτικό πρόγραμμα, δικούς του κανόνες. Είναι γνωστό, από τα αγγλοσαξονικά μοντέλα, ότι στο τέλος αυτής της διαδρομής οι δήμοι θα αναλαμβάνουν και τους διορισμούς-απολύσεις των εκπαιδευτικών, προφανώς με βάση το κριτήριο οι γονείς-πελάτες να είναι «ευχαριστημένοι» μαζί τους, με αγοραίους όρους, όπως ας πούμε είναι ευχαριστημένοι από ένα ρούχο, ενώ από ένα άλλο δεν είναι.

Δε θα σταθούμε στις λεπτομέρειες του νομοσχεδίου οι οποίες δεν είναι ακόμα γνωστές.  Από τη στιγμή όμως που παρουσιάστηκε η αρχική εκδοχή του, τα γνωστά μέσα και δημοσιογράφοι, όπως και η κυβέρνηση, αναπαρήγαγαν τα ίδια και γνωστά επιχειρήματα. Σε αυτά θα σταθούμε γιατί παράγουν συγκεκριμένα ιδεολογικά και κοινωνικά αποτελέσματα.  Το κύριο είναι ότι παρουσίασαν την αξιολόγηση ως κάτι το αυτονόητο που θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και δεκαετίες, αλλά δεν αφήνουν οι «βολεμένοι»…

Μιλώντας για το αυτονόητο , θα μπορούσαμε κλείσουμε τη συζήτηση αν αναφέρουμε πόσα σχολεία στεγάζονται ακόμα σε κοντέινερ. Πόσες τάξεις στάζουν στις βροχές και είναι θερμοκήπια το καλοκαίρι. Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές δεν είχαν ΗΥ και έκαναν 5 μήνες «μάθημα» από μια οθόνη κινητού. Να πούμε σε πόσα σχολικά εργαστήρια πληροφορικής «τρέχουν» ακόμα windows xp. Σε πόσα λύκεια δεν πήγε ποτέ καθηγητής πανελλαδικού μαθήματος ή πήγε το Μάρτιο. Στο ότι μόνο οι έχοντες μαθητές μπορούν να πληρώσουν για μια εκπαιδευτική εκδρομή – όταν δεν κόβονται κι αυτές για να τιμωρηθούν «οι καταληψίες». Να αναφερθούμε στα 25άρια τμήματα και στους 50.000 αναπληρωτές που μετακινούνται από σχολείο σε σχολείο. Για τα αναλυτικά προγράμματα που λένε ακόμα παραμύθια για κρυφά σχολειά, που κρύβουν το Δαρβίνο, το Ρουσσώ και το Μαρξ, που σε μια εποχή που ο μαθητής είναι έκθετος σε αμέτρητες πληροφορίες και συσκευές η κοινωνιολογία εξοστρακίζεται από το σχολείο και η πληροφορική εκπαίδευση θεωρείται ακόμα παιχνίδι δεξιοτήτων.

Γιατί αυτά είναι τα βασικά προβλήματα στην εκπαίδευση, που αν λυνόντουσαν, θα είχαμε βελτίωση στα δημόσια σχολεία. Δεν είναι αυτά που επέλεξε να θίξει η κυβέρνηση, για ευνόητους λόγους.

Κάθε τι στην κοινωνία αξιολογείται

Σωστό. Υπάρχουν αυτοί που αξιολογούν και αυτοί που αξιολογούνται. Κυρίως όμως υπάρχουν αυτοί που ορίζουν τι είναι άξιο και τι όχι και μπορούν να επιβάλλουν τις αξίες τους.

Για παράδειγμα η κοινωνία αξιολογεί πολύ κάτω του μετρίου την ενημέρωση και τη ψυχαγωγία που προσφέρουν τα μεγάλα ΜΜΕ. Τα γνωστά και τηλεσκουπίδια. Όμως αυτό δεν τους πτοεί. Έχουν τη δύναμη, έχουν το μονοπώλιο, έχουν τις σχέσεις διαπλοκής με την εξουσία-που υποτίθεται ελέγχουν – και όλο και χειροτερεύουν και στην ενημέρωση και στη ψυχαγωγία. Είναι προφανές ότι η αξιολόγηση δεν είναι μια ισότιμη διαδικασία όπου όλοι αξιολογούμε όλους. Σε μια κοινωνία με ταξικές ανισότητες και συγκεκριμένες «αξίες» το κάθε τι αξιολογείται δεν ισχύει γιατί κάποιοι πολύ απλά γράφουν την κοινωνία και τις ανάγκες της στα παλιά της τα παπούτσια ή αξιολογείται με βάση τις αξίες του εμπορεύματος, του εγωισμού, του κέρδους.

Αυτό που τίθεται σήμερα για την αξιολόγηση δεν είναι να αντιμετωπίσουμε γιατί τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν πρόβλημα και αναπαράγουν τις κοινωνικές ανισότητες. Ή γιατί και που υπάρχει πρόβλημα στη μόρφωση των μαθητών. Η αξιολόγηση που θέλουν διεθνείς οργανισμοί και κυβερνήσεις θεωρούν ότι άξια είναι μια εκπαίδευση που προωθεί τις εφήμερες δεξιότητες / πληροφορίες και όχι τη γνώση. Που θεωρεί ότι η εκπαίδευση είναι ένα καταναλωτικό προϊόν προς πώληση και τους γονείς πελάτες και άξιο είναι το σχολείο και ο εκπαιδευτικός που προωθούν αυτήν την κατεύθυνση. Άρα η αξιολόγηση ζητάει σχολείο και εκπαιδευτικό ικανό και άξιο για την εκπαίδευση εμπόρευμα που δε θα μορφώνει αλλά θα παρέχει εφήμερες δεξιότητες. Με ένα άλλο σύστημα αξιολόγησης, με άλλες κοινωνικές αξίες και προτεραιότητες τα κριτήρια θα ήταν διαφορετικά και το τι θεωρείται «καλό» σχολείο και ο «καλός» εκπαιδευτικός επίσης.

Γνωρίζουμε καλά ότι στην ΕΣΣΔ, όταν αυτή έκανε τεράστια άλματα στη γνώση και τις επιστήμες και όταν μόρφωνε πολύπλευρα όλο το λαό και είχε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια που ήταν όντως κέντρα αριστείας και όχι σουπερ μάρκετ πτυχίων, είχε σκληρά και απαιτητικά συστήματα αξιολόγησης. Δεν ήθελαν όμως να κάνουν τη μόρφωση εμπόρευμα, το οποίο θα μπορεί να το «αγοράζει» ο πελάτης ανάλογα με την ταξική του θέση. Δεν αξιολογούσαν με βάση αυτό το στόχο.

Δεν υπάρχει ουδέτερη αξιολόγηση. Ποιος αξιολογεί, με ποιες αξίες και κριτήρια, για ποιο σκοπό. Σήμερα η αξιολόγηση τίθεται με βάση το αν η εκπαίδευση μετατρέπεται σε εμπόρευμα και η ουσιαστική γνώση εξοβελίζεται από το σχολείο. Γι’ αυτό είμαστε αντίθετοι στην αξιολόγηση.

Όλοι αξιολογούνται, γιατί όχι οι εκπαιδευτικοί;

Η στοχοποίηση του εκπαιδευτικού είναι παλιά ιστορία. Και όσο αλλάζει η οικογένεια και αναπτύσσεται το μοντέλο του ανασφαλούς ανθρώπου και άρα και γονιού-οικογένειας που πιστεύει ότι το παιδί του είναι ιδιαίτερο, ότι αδικείται, ότι ως οικογένεια βάλλεται γενικά, ότι είναι μόνος ενάντια σε όλους, τότε ο εκπαιδευτικός αντικειμενικά βρίσκεται στο στόχαστρο του γονέα-πελάτη.

Πέρα από αυτό είναι ψέμα ότι αξιολογούνται όλοι πλην των εκπαιδευτικών. Μπορεί να αξιολογούνται με συστήματα ISO οι πωλητές αν έπιασαν το πλάνο των πωλήσεων ή οι μάνατζερ σε μια τράπεζα αν έπιασαν τους στόχους. Δε γνωρίζουμε όμως αν υπάρχει κάποιο τυποποιημένο σύστημα αξιολόγησης, με 4 κλίμακες,  για παράδειγμα για τους δημοσιογράφους. Και όπως είπαμε το επιχείρημα «τους αξιολογούν καθημερινά οι τηλεθεατές» δεν στέκει, τουλάχιστον για την πλειοψηφία και για τα πρώτα ονόματα, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Δεν έχουν αντίστοιχα συστήματα οι γιατροί, ένας χειρούργος, αλλά και οι εργάτες όπως πχ ένας οικοδόμος. Δεν υπάρχει ακόμα και σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα όπου απαιτείται ένα σύνθετο έργο, πχ σε έναν αρχιτέκτονα ή σε ένα λογιστή. Το επιχείρημα «ναι αλλά εκεί αν δεν είναι καλός, τον αλλάζεις», πέρα από το ότι περιγράφει και μια διαδικασία απολύσεων για άλλους λόγους-πχ μισθολογικά, δεν αλλάζει το γεγονός ότι δε συνηθίζονται τυποποιημένα συστήματα αξιολόγησης – όπως αυτό που θέλει η κυβέρνηση για τους εκπαιδευτικούς, παρά μόνο όταν μιλάμε για πώληση συγκεκριμένων προϊόντων. Αλλά όπως είπαμε έτσι βλέπει η κυβέρνηση την εκπαίδευση. Ως προϊόν προς πώληση.

Είμαστε από τις λίγες χώρες που δεν έχουμε αυτονομία στη σχολική μονάδα και αξιολόγηση εκπαιδευτικών

Σωστά, αλλά ποια είναι ακριβώς τα αποτελέσματα αυτών των δύο πολιτικών; Έχουν κάποια μελέτη ή έρευνα να παρουσιάσουν οι παπαγάλοι αυτών των επιχειρημάτων, που να δείχνει ότι με την αυτονομία της σχολικής μονάδας και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έχουν βελτιωθεί τα μαθησιακά αποτελέσματα για τους μαθητές; Ότι έχουν μειωθεί οι μορφωτικές ανισότητες; Ότι έχουν αντιμετωπιστεί τα σύγχρονα προβλήματα του λειτουργικού αναλφαβητισμού και των αποσπασματικών πληροφοριών; Η απάντηση είναι δεν υπάρχει ΚΑΜΙΑ τέτοια μελέτη. Αντίθετα υπάρχουν πλήθος μελετών που μιλάνε για το φαινόμενο επαγγελματικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών, υπάρχουν πλήθος στατιστικών που δείχνουν πως η αυτονομία της σχολικής μονάδας οδηγεί σε γκετοποίηση και αύξηση των μορφωτικών ανισοτήτων στις φτωχές γειτονιές των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, υπάρχουν ως και ταινίες στο NETFLIX που δείχνουν ότι ακόμα και στις πολύ πιο πλούσιες και οργανωμένες Σκανδιναβικές χώρες το αν θα υπάρχει παιδαγωγός παράλληλης στήριξης σε ένα παιδί με αυτισμό αποτελεί ευθύνη του γονέα και όχι της πολιτείας. Υπάρχουν τα τελευταία χρόνια πλήθος κινητοποιήσεων και αγώνων στο Σικάγο, τη Μασαχουσέτη, στη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία ενάντια στα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Πουθενά δεν έχει αποδειχτεί ότι η αξιολόγηση δημιουργεί θετικά μαθησιακά αποτελέσματα για όλα τα παιδιά.

Το άλλο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα «πατώνει» στο διαγωνισμό PISA γιατί δεν έχει σύστημα αξιολόγησης, πάλι είναι αυθαίρετο. Υπάρχουν χώρες που είναι πιο χαμηλά από τη χώρα μας και έχουν αξιολόγηση και το ανάποδο. Ο διαγωνισμός PISA ελέγχει μαθητές από 65 χώρες σε διάφορες δεξιότητες. Τα πάνε καλύτερα οι χώρες που τα εκπαιδευτικά τους συστήματα είναι έτσι δομημένα ώστε να «εκπαιδεύουν» τα παιδιά σε αντίστοιχες δεξιότητες. Πχ είναι γνωστό ότι η μαθηματική εκπαίδευση στην Ελλάδα δίνει μεγαλύτερο βάρος στις έννοιες, τις συναρτήσεις, τις μαθηματικές σχέσεις και όχι αυτό που λέμε «solving problems». Γι’ αυτό και οι Έλληνες απόφοιτοι δεν έχουν κανένα πρόβλημα σε ακαδημαϊκό επίπεδο σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, το αντίθετο έχουν πολύ υψηλό επίπεδο. Οι ίδιοι μαθητές στο διαγωνισμό της PISA επειδή εξετάζονται σε έναν άλλο τρόπο προσέγγισης των μαθηματικών, έχουν χαμηλές επιδόσεις. Το να μαθαίνεις τα παιδιά να τρέχουν μεγάλες αποστάσεις και να τους βάζεις σε διαγωνισμό για 100άρι, δε λέει και πολλά. Και αυτό ακριβώς λένε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA σε σχέση με το αν μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα και αν αυτό σχετίζεται με την αξιολόγηση.

Η κοινωνία συμφωνεί, οι συνδικαλιστές και οι δεινόσαυροι της ΟΛΜΕ διαφωνούν

Η αλήθεια είναι ότι τα παπαγαλάκια δε φροντίζουν να ενημερώνονται σωστά για να ενημερώνουν την κοινωνία αντίστοιχα. Κυβερνητικά non paper και fake news διακινούν. Η αλήθεια είναι ότι ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ που είναι ΔΑΚΕ-ΝΔ, οι ΣΥΝΕΚ που είναι ΣΥΡΙΖΑ και η ΠΕΚ που ανήκει στο ΚΙΝΑΛ είναι υπέρ της αξιολόγησης με διάφορους αστερίσκους. Να μην είναι τιμωρητική, να είναι μόνο αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, να είναι ανατροφοδοτική κ.α. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση ψήφισε το πιο σκληρό αξιολογικό σύστημα διορισμών εκπαιδευτικών, που τώρα εφαρμόζει η ΝΔ.

Η ηγεσία της ΟΛΜΕ και η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι μία αξιολόγηση υπάρχει για αυτό το σύστημα και αυτή γίνεται με βάση το πόσο εμπόρευμα είναι η εκπαίδευση και πόσο ικανοποιημένος είναι ο γονέας – πελάτης.

Όμως η ΝΔ τα λέει στα γαϊδούρι για να ακούει το σαμάρι. Και το σαμάρι είναι οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι ξέρουν καλά, από την άμεση εμπειρία τους, τι θα σημαίνει να είσαι όμηρος του κάθε διευθυντή και συμβούλου. Τι θα σημαίνει να μπαίνει ο διευθυντής στην τάξη. Τι θα σημαίνει να αξιολογείται ο εκπαιδευτικός ως μη ικανοποιητικός αν αρνηθεί να σπάσει την κατάληψη των μαθητών. Αν απεργεί. Αν διαμαρτύρεται όταν θα τον φωνάζουν απογεύματα, Σάββατα και όποτε θέλει ο διευθυντής μάνατζερ για να κάνει τον «αρεστό» στους γονείς-πελάτες, από τους οποίους θα αξιολογείται κι αυτός και θα εξαρτάται και η θέση του από το πόσα παιδιά θα μπορεί να εγγράφει στο σχολείο του.

Οι εκπαιδευτικοί ξέρουν ότι χρειάζονται αλλαγές, αλλά διαισθάνονται ότι η αξιολόγηση δεν έχει καμία σχέση με αυτές. Το βλέπουν καθημερινά σε δεκάδες στελέχη (διευθυντές, συμβούλους) που πέρασαν από παρόμοια συστήματα αξιολόγησης και που σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία των σχολείων και στην εκπαιδευτική διαδικασία, ακριβώς γιατί κυνηγάνε τους «στόχους» της αξιολόγησης.

Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που δεν είναι ικανοί γι’ αυτήν την ευαίσθητη δουλειά. Πως θα λυθεί αυτό χωρίς αξιολόγηση;

Ναι υπάρχουν άνθρωποι με προβλήματα υγείας και συγκρότησης και υπάρχει θεσμικό πλαίσιο να φύγουν από την τάξη και να κάνουν κάποια διοικητική δουλειά. Και όπου δεν αρκεί αυτό το πλαίσιο, πρέπει να διορθωθεί.

Όμως είναι υποκριτικό αυτοί που ζητούν από τον εκπαιδευτικό να είναι ως τα 67 στην τάξη, να μιλάνε για αυτούς «που δε μπορούν».  Αυτοί που ψήφισαν μέτρα τέτοια που ένας εκπαιδευτικός μπορεί να γυρνάει και 4 σχολεία. Αυτοί που έχουν 50χρονους αναπληρωτές να τρέχουν 15 χρόνια ως συμβασιούχοι από νησί σε νησί με σπασμένα νεύρα. Αλήθεια τι μεράκι και τι αφοσίωση ζητάνε από αυτούς τους εκπαιδευτικούς;

Δεύτερον ως κοινωνία πρέπει να κρατήσουμε ότι «αυτοί που μπορούν» να αναλάβουν την εκπαίδευση των μαθητών είναι οι παιδαγωγοί, είναι οι εκπαιδευτικοί. Δεν είναι οι γονείς. Όπως για την πανδημία εμπιστευτήκαμε τους γιατρούς – με όλα τα προβλήματα και τις πολιτικές εξαρτήσεις – και όχι την x ιστοσελίδα. Και σε ένα πλαίσιο που ωθεί τον γονέα να συμπεριφέρεται και να σκέφτεται σαν πελάτης, που οξύνει τον κοινωνικό κανιβαλισμό για τον εκπαιδευτικό που είναι στο δημόσιο, που κάθεται 2 μήνες κοκ και κυρίως με δηλωμένο ως βασικό στόχο της αξιολόγησης την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης και άρα την όξυνση των ταξικών φραγμών – και της αμορφωσιάς για την πλειοψηφία των παιδιών – η όλη συζήτηση για το τι θα κάνουμε με τους ελάχιστους που «δε μπορούν» είναι ναρκοθετημένη.

Ο γονέας – πελάτης ωθείται να θεωρεί ότι «δε μπορεί» ο εκπαιδευτικός που δε βάζει όρια που έπρεπε να είχε βάλει αυτός στο παιδί του, που δεν το προσέχει σα να είναι μοναδικό, που δεν προωθεί τα καθρεφτάκια για ιθαγενείς του υπουργείου όπως η ρομποτική κ.α.. Είναι γνωστές οι ιστοσελίδες όπου γονείς συγκρίνουν εκπαιδευτικούς, σα να είναι παιδαγωγοί, ανάλογα με το πόσες εργασίες βάζει, αν κάνει καινοτόμο μάθημα, αν κάνει καλά το μάθημα κοκ. Και για να είμαστε ειλικρινείς ο γονέας πελάτης, οι πιο δραστήριοι για να είμαστε ακριβείς, δε θέλει τον καθηγητή που δεν θα απεργεί, που καμιά φορά θα λείπει σε διαδηλώσεις, που θα διδάσκει την ιστορική αλήθεια ότι δεν υπάρχει κρυφό σχολειό και ότι η Μακεδονία είναι όσο ελληνική είναι η Ήπειρος και η Θράκη ως γεωγραφικές περιοχές. Τον εκπαιδευτικό που διαμαρτύρεται απέναντι στον διευθυντή μάνατζερ και στο γονέα – πελάτη.

Αυτές οι εικόνες υπάρχουν και σήμερα. Για κοινωνικούς λόγους η οικογένεια έχει αλλάξει και βρίσκεται σε κρίση και απαιτεί από τον εκπαιδευτικό και το σχολείο να λύσει προβλήματα που δημιουργούνται στην οικογένεια. Την ίδια στιγμή που οι νεοφιλελεύθερες αξίες του ατομισμού, του ναρκισσισμού, του ανταγωνισμού γίνονται ζητήματα που πρέπει, δυστυχώς,  να λάβει ένα σχολείο υπόψη αν θέλει να «έχει τους γονείς ικανοποιημένους».  Έτσι αντί να έχει το σχολείο στόχο να μορφώνει τα παιδιά με βάση τις ως τώρα ανακαλύψεις της (έστω αστικής) επιστήμης και αντιλήψεις της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας, έχει στόχο να «έχει τους γονείς ικανοποιημένους», ανάλογα με τις κυρίαρχες αξίες και πεποιθήσεις.

Όλα τα παραπάνω πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν κρεμάσουμε στα μανταλάκια τον εκπαιδευτικό που «δε μπορεί»; Τι σημαίνει δε μπορεί και ποιος το κρίνει; Γιατί πέρα από τις περιπτώσεις ψυχολογικών προβλημάτων (βέβαια περισσότερες είναι οι περιπτώσεις αστυνομικών που είτε χρησιμοποιούν το όπλο τους να σκοτώσουν τη γυναίκα τους ή τα παιδιά τους ή είναι συνήθως αφιονισμένοι κατά την «εκτέλεση των καθηκόντων τους», αλλά αλήθεια υπάρχει κάποιο σύστημα αξιολόγησης εκεί;) τα υπόλοιπα «δε μπορεί στην τάξη» δεν ισχύουν.

Αν δε ληφθούν υπόψη τα παραπάνω απλά προσφέρουμε το άλλοθι στην κατηγοριοποίηση του σχολείων σε καλά και κακά, σε φτωχά και πλούσια και άρα και των παιδιών μας. Και με βάση ένα εξαιρετικά μειοψηφικό πρόβλημα κλείνουμε τα μάτια στα όσα αυτονόητα δε λύνει η κυβερνητική πολιτική, που δημιουργούν τα μεγαλύτερα προβλήματα στα σχολεία, και επιπλέον ναρκοθετούμε τη δημόσια εκπαίδευση για τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, επιτρέποντας να μετατραπεί σε εμπόρευμα.

Αυτό είναι και το ζητούμενο το επόμενο διάστημα. Η αξιολόγηση και η αυτονομία της σχολικής μονάδας δεν αποτελεί ένα συντεχνιακό θέμα που αφορά τους «βολεμένους εκπαιδευτικούς». Αφορά όλο το λαό και πρέπει να μην περάσει από μια συμμαχία γονέων και εκπαιδευτικών. Για να μην εμπορευματοποιηθεί περαιτέρω η εκπαίδευση, για να μην περάσει το δόγμα «όπου φτωχός και η μοίρα του», όσον αφορά την εκπαίδευση που θα λαμβάνει.