Άρθρα

Ατομική ευθύνη και …στις εργασιακές σχέσεις;

Το περιστατικό στην Ρόδο σήκωσε θύελλα αντιδράσεων, και σε κάποιο βαθμό, όχι αδικαιολόγητα. Η εικόνα του εργαζόμενου, ο οποίος βουτάει στο νερό της θάλασσας, (που μάλλον αποτελεί… κομμάτι της επιχείρησης για κάποιον λόγο) για να μεταφέρει παραγγελία ταιριάζει με την γενική εικόνα της εργασίας στην σεζόν. Κακή εργοδοσία, εξευτελιστικές συνθήκες, εξαντλητικά ωράρια, μισθοί δυσανάλογοι με το βάρος της δουλειάς, διαμονή σε σκηνές ή στοίβαγμα σε απαράδεκτα καταλύμματα.

Αυτό που καθόλου δεν ταίριαζε με την εικόνα που έχουν ορισμένοι για τον κόσμο της εργασίας, αποτέλεσε η στάση του εργαζομένου και των συναδέλφων του στην επιχείρηση. Λίγο πολύ, η ανακοίνωση τους έγραφε:

“δεν εργαζόμαστε με “συνθήκες μεσαίωνα” όπως ειπώθηκε από μέσα μαζικής ενημέρωσης ούτε “εκβιαζόμαστε”, ούτε “εξαναγκαζόμαστε” να κάνουμε πράγματα που δεν επιθυμούμε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας. Αντίθετα: Το beach bar στο οποίο εργαζόμαστε, στελεχώνεται από νέους ανθρώπους στο οποίο οι περισσότεροι εργαζόμαστε ήδη πολλά χρόνια, έχουμε κέφι και διάθεση για δουλειά, μεταξύ μας επικρατεί φιλικό κλίμα και πνεύμα συνεργασίας για κοινό όφελος, παίρνουμε πρωτοβουλίες και μοιραζόμαστε ιδέες τις οποίες όλοι μαζί πραγματοποιούμε»”…

Το αν αυτή η ανακοίνωση γράφτηκε εθελουσίως ή μέσα από τους γνωστούς πειθαναγκασμούς που υπάρχουν στον χώρο εργασίας (και οξύνονται στην σεζόν), είναι καταρχάς αδιάφορο. Το γιατί επίσης το περιστατικό έφτασε στα μάτια και τα αυτιά μας από τρίτο άτομο, και όχι από τον ίδιο τον εργαζόμενο, είναι εξίσου δευτερεύον.

Το σημαντικό είναι, πως αντιδρά ο “κόσμος της προόδου” όταν τον απογοητεύει ο κόσμος της εργασίας. Και η αντίδραση ήταν βγαλμένη μέσα από τα καλύτερα κιτάπια του Μητσοτακισμού: “Ατομική ευθύνη”. Είναι δυνατόν ο εργαζόμενος να το ανέχεται; Γιατί δεν αντιδρά; αυτές ήταν οι συνήθεις αντιδράσεις.

Ορισμένες επισημάνσεις με αφορμή το περιστατικό

1. Το μοντέλο του υπερ-τουρισμού παράγει ιδεολογία. Κοινωνοί της δεν είναι μόνο τα αφεντικά, αλλά και οι εργαζόμενοι. Και στα νησιά, ο εργαζόμενος είναι μόνος του, όπως μόνος του είναι και στην ενδοχώρα, όταν αποφασίζει ότι για να ζήσει, πρέπει να πάει σεζόν. Όλα τα άλλα είναι προεκλογική φανφάρα. Αρα, μην πέφτουμε από τα σύννεφα για την “αδιαφορία” του συναδέλφου ή τη συναίνεσή του σε ένα -προσβλητικό για εμάς- μοντέλο εργασίας.

2. Αυτό το μοντέλο δεν έχει δεχτεί κριτική. Η αντιπολίτευση κάνει φθηνή συναισθηματική κριτική, όταν η ίδια έριξε τον πήχη των προσδοκιών στο πάτωμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτιαξε τον άνθρωπο χωρίς προσδοκίες, που θα ζει σαν σκύλος στην επιδοματική κόλαση του Μητσοτάκη. Κανείς, όμως, δεν μίλησε ποτέ για μία άλλη χώρα, με άλλον ρόλο, με άλλο μοντέλο οικονομίας και όχι με “βαριά βιομηχανία” τον τουρισμό.

3. Η μόνη ενδιαφέρουσα αντίσταση στα φαινόμενα αυτά, εκφράστηκε επίσης σε πεδίο ατομικό: η παραίτηση, η μεγάλη αποστροφή του τουρισμού σε μερίδες εργαζομένων, η άρνηση από το να επιστρέψει ο εργαζόμενος στην σεζόν, η έλλειψη εργαζομένων στην τουριστική βιομηχανία. Το σύστημα, βέβαια, θα προσπεράσει τον σκόπελο, με την εισαγωγή ξένων εργατών. Η ατομική αυτή στάση δεν φανερώνει ότι κοινή πεποίθηση στους εργαζομένους αποτελεί η κατοχυρωμένη μοναξιά απέναντι στο καθεστώς του υπερ-τουρισμού, που γεννιέται από την απουσία ισχυρών μηχανισμών προστασίας;

Η επίκληση από την σοσιαλδημοκρατία σε αρχές, που πρώτη η ίδια καταπάτησε, και που σήμερα δεν λένε τίποτα στον εργαζόμενο, είναι κενά λόγια. H συνείδηση του εργαζόμενου χάθηκε, όταν ήδη είδε ως μοναδικό δρόμο επιβίωσης τη σεζόν. Και ας γράφονται σεντόνια από τους καθεδρας ινστρούκτορες κοινωνιολόγους των πληκτρολογίων…

Δεν είναι προοδευτική άποψη, αυτή που πέφτει να “φάει” τον εργαζόμενο που παίρνει 200 ευρώ μπουρμπουάρ βουτώντας στην θάλασσα.

Έστησαν οι πολιτικώς “αρμόδιοι” εκεί, ένα μαζικό και μαχητικό σωματείο (ή μήπως “μόνο ο λαός θα σώσει τον λαό”); Άραγε, η αδυναμία ή η ανυποληψία των “πολιτικά αρμοδίων” παίζει ρόλο στην ατομική στάση ή την συλλογική απολογία των εργαζομένων, που δεν θέλουν να διακινδυνεύσει η θέση τους;

Όσοι κυβέρνησαν, πήραν εκείνο τον συνδυασμό ελεγκτικών και κυρωτικών μέτρων, ώστε να περιορίσουν το φαινόμενο του υπερτουρισμού αλλά και το εργασιακό καθεστώς που γεννά; Άλλαξε στοιχειωδώς το οτιδήποτε, όχι στην μεγάλη νομοθεσία, αλλά στον εκτελεστικό, ελεγκτικό και κυρωτικό μηχανισμό, σε επίπεδο πραγματικής ζωής, ώστε να μην δημιουργείται η διαρκής αίσθησης ατιμωρησίας;

Η παραίτηση από την αλλαγή του κόσμου, λόγω της “καθυστέρησης των συνειδήσεων”, ήταν, είναι και θα είναι το ταυτοτικό στοιχείο της Δεξιάς: “Δεν βλέπεις πως είναι ο κόσμος”; Και το μεγαλύτερο πάγωμα της σκέψης, επέρχεται όταν από την αδυναμία μας να καταλάβουμε την πραγματική κατάσταση των ίδιων μας “των ηρώων”, φτιασιδωνόμαστε με θεωρίες για αυτούς χωρίς να κατανοούμε.

Υ.Γ. Οι διάφοροι αρμόδιοι κατήγγειλαν το περιστατικό στον… εισαγγελέα, ώστε οι αξιόπιστοι μηχανισμοί της αστικής δικαιοσύνης να βάλουν φρένο στον στυλοβάτη αυτής της χώρας, τον τουρισμό. Μέχρι στιγμής, η μόνη “παρέμβαση” έγινε από … τον Άδωνη Γεωργιάδη.

Τα λάθη δεν είναι ανθρώπινα

Οταν κυβερνήσεις και εταιρείες αποδίδουν κάποιο ατύχημα σε «ανθρώπινο λάθος», υπονοούν ότι έχουν δημιουργήσει απόλυτα ασφαλή συστήματα τα οποία καταστρέφονται από την ηλιθιότητα των χειριστών τους. Νέες επιστημονικές προσεγγίσεις μάς καλούν να ξανασκεφτούμε τι είναι λάθος και πότε ένα σύστημα μπορεί να θεωρείται ασφαλές.

Νέα Υόρκη

Κάθε φορά που τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται σε τροχαία ατυχήματα υπάρχει μια μαγική φράση την οποία επαναλαμβάνουν ad nauseam: «Το 94% των περιστατικών οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος». Θα τη διαβάσεις στις αναλύσεις της Wall Street Journal και της Washington Post αλλά θα τη βρεις ακόμη και σε ανακοινώσεις υπουργών και αξιωματούχων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Στηριζόμενοι σε αυτή την πληροφορία, που αποδίδει την ευθύνη σχεδόν αποκλειστικά στους οδηγούς, οι Αρχές επιχειρούν να μειώσουν τα δυστυχήματα είτε μέσω καλύτερης ενημέρωσης και εκπαίδευσης των οδηγών είτε με υψηλά πρόστιμα για κάθε είδους παραβάσεις.

Αντίθετα στην Ευρώπη οι υπεύθυνοι αντί να εστιάζουν στα «λάθη» των οδηγών επιβάλλουν αυστηρότερα κριτήρια ασφαλείας στις αυτοκινητοβιομηχανίες και διορθώνουν συχνότερα τη σήμανση των δρόμων και τις οδικές υποδομές σε περιοχές όπου παρατηρούνται περισσότερα ατυχήματα. Η διαφορά στις δύο προσεγγίσεις μετριέται σε ανθρώπινες ζωές. Οπως εξηγούσε πριν από δύο χρόνια το περιοδικό The Atlantic, την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των νεκρών σε αυτοκινητικά δυστυχήματα στην Αμερική αυξήθηκε κατά 10%, ενώ την ίδια περίοδο στις χώρες της Ε.Ε. μειώθηκε κατά 36%. Μάλιστα οι ΗΠΑ είναι από τις ελάχιστες χώρες του αναπτυγμένου κόσμου όπου τα θανατηφόρα ατυχήματα ως ποσοστό του πληθυσμού αυξάνονται.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το μαγικό ποσοστό τού 94% είναι υπό μια έννοια ψευδές. Για την ακρίβεια, στηρίζεται σε μια «παρανόηση» έκθεσης που δημοσίευσε το 2005 η Εθνική Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NHTSA). «Η κρίσιμη αιτία (critical reason), δηλαδή το τελευταίο περιστατικό στην αλυσίδα των γεγονότων που οδηγεί στο ατύχημα, οφείλεται κατά 94% στον οδηγό», ανέφερε η έκθεση, αλλά αμέσως μετά συμπλήρωνε ότι «η κρίσιμη αιτία δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ο καθοριστικός παράγοντας (cause) του ατυχήματος».

Οι συντάκτες τού The Atlantic ανέλαβαν να εξηγήσουν με το ακόλουθο παράδειγμα τη διαφορά ανάμεσα στους δύο όρους: «Μια μέρα με ομίχλη ο οδηγός ενός SUV κινείται στο όριο ταχύτητας με 65 χλμ./ώρα. Καθώς εισέρχεται σε μια πόλη, το όριο πέφτει στα 40 χλμ./ώρα αλλά το πλάτος και η σήμανση του δρόμου παραμένουν αμετάβλητα, ενώ η μοναδική πινακίδα που ενημερώνει για την αλλαγή του ορίου ταχύτητας δεν είναι εύκολα ορατή. Τελικά ο οδηγός χτυπά και σκοτώνει έναν πεζό ο οποίος περνά από μια διάβαση χωρίς φανάρια».

Σε αυτό το παράδειγμα η «κρίσιμη αιτία» είναι το λάθος του οδηγού. Στους «καθοριστικούς παράγοντες» όμως περιλαμβάνεται η ομίχλη, η κακή κατασκευή του αυτοκινητόδρομου, η προβληματική σήμανση, η έλλειψη φαναριών και το γεγονός ότι το βάρος αλλά και το σχήμα στο εμπρόσθιο τμήμα του SUV αυξάνουν δραματικά την πιθανότητα ο πεζός να υποκύψει στα τραύματά του. («Εφ.Συν.» 15/10/2022 «Στις ενδιάμεσες εκλογές θα ψηφίζουν και τα SUV»).

Η διαφορά ανάμεσα στην «κρίσιμη αιτία» και τους «καθοριστικούς παράγοντες» δεν είναι απλώς σημειολογική και η σύγχυση των όρων δεν είναι διόλου τυχαία ή αθώα. Η θεωρία ότι το 94% των ατυχημάτων οφείλεται σε «ανθρώπινο λάθος» επιτρέπει στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία να γλιτώνει δισεκατομμύρια δολάρια αποφεύγοντας τεχνολογικές βελτιώσεις που θα αύξαναν την ασφάλεια των οχημάτων. Την ίδια ώρα η πολιτεία, αντί να αναλάβει τις ευθύνες της για τη βελτίωση των υποδομών, μετατρέπεται σε τιμωρό των απρόσεκτων οδηγών – αντί για κράτος πρόνοιας λειτουργεί σαν κράτος Λεβιάθαν. Εν τέλει, αντί ολόκληρο το σύστημα να λειτουργεί ώστε να περιορίζει τα λάθη, η τιμωρία του οδηγού εκλαμβάνεται ως επιβεβαίωση ότι το σύστημα λειτουργεί στην εντέλεια.

Αν αφήσουμε για λίγο τον μικρόκοσμο ενός τροχαίου ατυχήματος, θα δούμε ότι η θεωρία του ανθρώπινου λάθους χρησιμοποιείται πάντα για να συγκαλύψει τις ευθύνες κρατών και εταιρειών σε ιστορικά δυστυχήματα. Στο δυστύχημα του Τσέρνομπιλ το 1986 η σοβιετική δικαιοσύνη επιχείρησε αρχικά να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον υπεύθυνο βάρδιας του μοιραίου αντιδραστήρα, ενώ παρόμοιες προσπάθειες είχαν γίνει και στο ατύχημα του πυρηνικού εργοστασίου Three Mile Island στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ το 1979. Και στις δύο περιπτώσεις οι χειριστές των αντιδραστήρων έκαναν πράγματι λάθη, καθώς υποτίμησαν δυσλειτουργίες του συστήματος, για τις οποίες όμως ούτε ευθύνονταν αλλά ούτε είχαν την κατάλληλη εκπαίδευση για να τις αντιμετωπίσουν.

Στο βιβλίο του «The Field Guide to Understanding Human Error» («Πρακτικός οδηγός για την κατανόηση του ανθρώπινου λάθους»), ο καθηγητής ψυχολογίας Σίντνεϊ Ντέκερ κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην παλιά και τη νέα θεώρηση του ανθρώπινου λάθους. Η παλιά, εξηγεί, εντοπίζει το πρόβλημα στα άτομα που προκαλούν κάποιο ατύχημα μέσα σε ένα σύστημα το οποίο θεωρείται εκ προοιμίου καλοσχεδιασμένο και απόλυτα ασφαλές. Σε αυτή την περίπτωση η αντιμετώπιση του προβλήματος επικεντρώνεται σε περισσότερους περιορισμούς για τα άτομα, σε καλύτερη εκπαίδευση ή στην τιμωρία αυτών που προκάλεσαν το ατύχημα.

Σε αυτή τη θεώρηση, σημειώνει ο Ντέκερ, οι διευθυντές που θέτουν σε εφαρμογή τα πρωτόκολλα και τους κανόνες ασφαλείας θεωρούνται «έξυπνοι», ενώ οι χειριστές, οι οποίοι αντιμετωπίζονται σαν «ηλίθιοι», πρέπει απλώς να υπακούν τις εντολές των ανωτέρων τους. Αντίθετα, στη νέα θεώρηση του ανθρώπινου λάθους η συμπεριφορά του ατόμου δεν αντιμετωπίζεται ως αιτία του ατυχήματος αλλά σαν ένα σύμπτωμα βαθύτερων προβλημάτων του συστήματος. «Στη νέα θεώρηση», σημειώνει ο Ντέκερ, «δεν έχουμε ως δεδομένο ότι οι άνθρωποι έρχονται να κάνουν κακή δουλειά. Οταν λοιπόν συμβαίνει κάτι κακό, πρέπει να κοιτάξεις πέρα από αυτούς τους ανθρώπους και να αναζητήσεις τις συνθήκες μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται».

Προσπαθήστε τώρα να το εξηγήσετε αυτό σε μια φιλελεύθερη κυβέρνηση η οποία κατηγορείται για τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων περίπου έναν μήνα πριν από τις εκλογές.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Όποιος μιλά για ανθρώπινο λάθος, θέλει να κουκουλώσει τις ευθύνες

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάνθηκε στο διάγγελμά του ότι “όλα δείχνουν τραγικό ανθρώπινο λάθος”. Η γραμμή όμως είχε δοθεί από την πρώτη στιγμή και το σύνολο των ΜΜΕ την αναπαράγει: Λάθος του σταθμάρχη. Οι πιο φανατικοί της κυβερνητικής γραμμής, μας ανακοινώνουν όχι απλά την ετυμηγορία αλλά και την ποινή: Πόσα χρόνια κάθειρξης περιμένουν τον σταθμάρχη. 

Σε αντίθεση με το κυβερνητικό αφήγημα, στον 21ο αιώνα, το “ανθρώπινο λάθος”, ως ερμηνεία τραγωδιών, απαγορεύεται. Γιατί μια πληθώρα διαδικασιών, αυτοματισμών, δικλείδων ασφαλείας, έχουν αναπτυχθεί ακριβώς για να επισημαίνουν το “ανθρώπινο λάθος” και να αποτρέπουν τα αποτελέσματά του. 

Δεν ζούμε στον 19ο αιώνα για να εξαρτάται η πορεία δύο τρένων από την αντιληπτική ικανότητα ενός σταθμάρχη. Ζούμε στον 21ο αιώνα, όπου έχουν αναπτυχθεί συστήματα ασφαλείας, εφαρμογές, αλγόριθμοι και τυποποιημένες λειτουργίες. 

Οι θετικές επιστήμες έχουν διατυπώσει και εφαρμόσει ένα πλήθος τεχνικών που αναζητούν βήμα το βήμα τις αιτίες υπό τις οποίες μπορεί να συμβεί ένα ατύχημα και αναπτύσσουν τρόπους να τις διορθώσουν. Από την RCA μέχρι την CAPA και από την SOP μέχρι το QMS, οι οργανισμοί, μικροί ή μεγάλοι έχουν να επιλέξουν μια πληθώρα εργαλείων και διαδικασιών που θα διασφαλίζουν την ποιότητα και την ασφαλή λειτουργία. Και ακόμα περισσότερο, υπάρχουν διαδικασίες, που ελέγχουν τις διαδικασίες, που ελέγχουν τις διαδικασίες, που ελέγχουν το ανθρώπινο λάθος. 

Οι άριστοι απόφοιτοι του Κολλεγίου Αθηνών, του Κολούμπια και του Ταφτς, δεν έχουν ακούσει τίποτα για αυτά;

Το καλύτερο που βρήκαν να πουν ήταν ότι πρόκειται για “τραγικό ανθρώπινο λάθος”;

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, και με βάση τις προϋπάρχουσες καταγγελίες συνδικαλιστών και εργαζομένων, κανένα σύστημα ασφαλείας, από αυτά που είναι απαιτούμενα για την λειτουργία των σιδηροδρόμων, δεν λειτουργούσε.

Αυτό δεν είναι ανθρώπινο λάθος. Είναι πολιτική επιλογή και κυβερνητική ευθύνη. 

Στο έγκλημα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν έκανε λάθος ο σταθμάρχης. Προφανώς και έκανε. Το μεγάλο πρόβλημα είναι γιατί δεν λειτουργούσε απολύτως κανένα από τα συστήματα ασφαλείας (από τα φωτοσήματα και την τηλεδιοίκηση μέχρι το σύστημα ETCS).

Οι ανακοινώσεις των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών φορέων, πριν από το δυστύχημα, δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου και την ανυπαρξία των μηχανισμών ασφαλείας. Η απάντηση του παραιτηθέντος υπουργού Καραμανλή, ήταν ύβρεις, απειλές και δικαστήρια.

Όλοι ήξεραν τι έπρεπε να γίνει για να μην θρηνήσουμε θύματα από το “ανθρώπινο λάθος”, αλλά οι υπεύθυνοι, πρωθυπουργοί, υπουργοί, στελέχη και διοικητές, είχαν άλλες, ανταγωνιστικές προτεραιότητες. Να κερδίσουν οι ιδιώτες, να κερδοσκοπήσουν οι εργολάβοι, να μην εκτελούνται οι συμβάσεις, να απαξιώνεται κάθε τι που παραμένει στο δημόσιο. 

Να γιατί όποιος μιλά για “ανθρώπινο λάθος” κουκουλώνει τις πολιτικές ευθύνες.

Νεοφιλελεύθερο κράτος σημαίνει ατομική ευθύνη. Κοινωνικό κράτος σημαίνει συλλογική φροντίδα. Ας διαλέξουμε.

Σχόλιο του antapocrisis.

Η κακοκαιρία ταλαιπωρεί τους πολίτες πολύ λιγότερο από όσο τους ταλαιπωρεί το ιδιωτικοποιημένο πλέον κράτος. Παρά τις “συστάσεις”, τα απαγορευτικά μέτρα και τις δηλώσεις περί ετοιμότητας, για ακόμα μια φορά έχουμε αποκλεισμένους οδηγούς, κλειστους δρόμους, συγκοινωνίες υπό κατάρρευση.

Αντί να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της πρωτεύουσας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέλνει μηνύματα με το 112. 

Αντί να κρατηθούν οι δρόμοι ανοιχτοί, γίνονται ανακοινώσεις για αποφυγή της κυκλοφορίας. 

Αντί να λειτουργήσουν οι βασικές οδικές αρτηρίες και τα Μέσα Μεταφοράς, βγαίνει φιρμάνι για κλειστά σχολεία και τηλεργασία και τα λεωφορεία σταμάτησαν να λειτουργούν.  

Αντί οι ιδιωτικές εταιρείες των Εθνικών Οδών να στείλουν εκχιονιστικά για να μην κόβεται η χώρα στη μέση, οι δρόμοι κλείνουν προληπτικά για να απαλλαγούν οι εταιρείες από κόστη και πρόστιμα. 

Αντί η κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι μπορούν να πάνε στην εργασία τους, απευθύνει “συστάσεις” για τηλεργασία τις οποίες βέβαια οι εργοδότες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια.

Τα πάντα πλέον αφορούν την ατομική ευθύνη: Ατομική η ευθύνη του πολίτη να αντιμετωπίσει την πανδημία γιατί στα νοσοκομεία θα πεθάνει. Ατομική η ευθύνη του οδηγού να μην βγει στο δρόμο. Ατομική η ευθύνη του εκπαιδευτικού να κάνει μάθημα μέσω webex. Ατομική η ευθύνη του μαθητή να παρακολουθήσει το μάθημα μέσω webex. Ατομική η ευθύνη του ιδιωτικού υπαλλήλου να πάει στη δουλειά του χωρίς Μέσα Μεταφοράς. Ατομική και η ευθύνη του να πείσει τον εργοδότη του ότι δεν μπορεί να φτάσει στη δουλειά του με χιονοπέδιλα. 

Στο ιδιωτικοποιημένο κράτος του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, όλα είναι ατομική ευθύνη. Εκτός βέβαια από αυτούς που κυβερνούν, που αντί να λογοδοτούν ατομικά, για την κρατική ευθύνη που τους έλαχε -και δεν μπόρεσαν- να οργανώσουν, ρίχνουν το βάρος και το ανάθεμα στους πολίτες. 

Συνεχίζεται η ίδια πολιτική που τα καλοκαίρια αφήνει τις πυρκαγιές να καίνε όλη τη χώρα με μοναδικό σχέδιο να σβήσουν όταν φτάσουν στη θάλασσα και μοναδικό μέλημα να εκκενώνονται τα σπίτια για να μην υπάρξει νέο Μάτι και πολιτικό κόστος. 

Στόχος σε μια αναμενόμενη και μάλλον μέτριας έντασης κακοκαιρία δεν μπορεί να είναι να μην βγουν οι πολίτες από τα σπίτια τους, μην τύχει και αποκλειστούν στην Αττική Οδό και η κυβέρνηση φανεί ανίκανη. Στόχος είναι το κράτος να έχει πάρει όλα τα μέτρα για να μην αποκλειστεί κανείς. Τουλάχιστον όχι καταμεσής της πρωτεύουσας. 

Η κυβέρνηση μοιάζει με τους πειρατές στον Αστερίξ που με το βλέπουν τους Γαλάτες, βυθίζουν μόνοι τους το πλοίο τους, για να μην τους το βουλιάξουν αυτοί. 

Όμως αυτή δεν είναι η δουλειά του κρατικού μηχανισμού. Το να στέλνει η Πολιτική Προστασία μέσω του 112 μήνυμα να μένουμε μέσα στην πανδημία, στις πλημμύρες και στον χιονιά, και να τρέχουμε πανικόβλητοι στην πυρκαγιά, δεν συνιστά ούτε πολιτική προστασία, ούτε κρατική ευθύνη, ούτε συλλογική φροντίδα για το κοινό καλό. 

Πρόκειται για την πλήρη παραδοχή ότι το ιδιωτικοποιημένο νεοφιλελεύθερο κράτος έχει αποσυρθεί από την υποχρέωσή του να διασφαλίζει τα κοινά αγαθά, την ανθρώπινη ζωή, τη στέγη, την εργασία, την περιουσία των πολιτών του, και περιορίζει το ρόλο του στο να χρηματοδοτεί από τον κρατικό προϋπολογισμό το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Πρόκειται επίσης για την περίτρανη απόδειξη ότι η ιδιωτικοποίηση δρόμων, συγκοινωνιών και κρατικών λειτουργιών που τάχα θα έφερνε καλύτερη ποιότητα και αποτελεσματικότητα, φέρνει συστηματική και μόνιμη ταλαιπωρία, καθώς οι ιδιώτες για να περιορίσουν το κόστος και τα λειτουργικά έξοδα, δεν ανταποκρίνονται ούτε καν στα απαραίτητα. Το κράτος φυσικά, αντί να ελέγξει και να τιμωρήσει, τους καλύπτει και τους αποζημιώνει. 

Αυτό το κράτος, το ιδιωτικοποιημένο, το φιλικό στους επιχειρηματίες και εχθρικό στους πολίτες, το ανίκανο να κρατήσει ανοιχτούς τους πιο κεντρικούς δρόμους στην πρώτη χιονόπτωση, το συνειδητά ανήμπορο να ανταποκριθεί στην απαίτηση για παιδεία, για υγεία, για κοινωνικά αγαθά, δεν το θέλουμε. Από όποιον κι αν υπηρετείται, είτε λέγεται Τσίπρας, είτε Μητσοτάκης, είτε ΣΥΡΙΖΑ, είτε ΝΔ. 

Εσύ είσαι το Κεφάλαιο

Έγινες ατομικό ΚΕΠ. Κανονικό γραφείο εξυπηρέτησης του εαυτού σου, ένας ζωντανός server παροχής υπηρεσιών για ανάγκες και επιθυμίες.

Εσύ πρέπει να διαλέξεις πάροχο ενέργειας, εσύ θα επιλέξεις έναν οικογενειακό γιατρό, εσύ πρέπει να κάνεις την αίτηση για επίδομα καυσίμων, ρεύματος, θέρμανσης, ενοικίου, παιδιών και ελαιόδεντρων.

Εσύ πρέπει να κάνεις self/rapid test, να φοράς μάσκα και εσύ είσαι που πρέπει να εμβολιαστείς.

Και πρόσεξε, εσύ πρέπει να μάθεις να ελέγχεις τις κιλοβατώρες και να κάνεις οικονομία, εσύ πρέπει να ελέγχεις σε πιο πρατήριο είναι φθηνότερη η βενζίνη.

Προθεσμίες, έγγραφα, ανακοινώσεις, πρέπει να τα παρακολουθείς και να τα αναζητάς, διαρκώς και με προσοχή, αλλιώς δεν υπάρχεις πουθενά.

Για όλα αυτά( και για τα βιοπολιτικά σου δεδομένα όπως δίπλωμα οδήγησης, φάκελος υγείας, ταυτότητα κτλ.) το κράτος σε παραπέμπει στην πύλη της ατομικής σου εξυπηρέτησης (gov-gr).

Εννοείται ότι πρέπει να εργάζεσαι κιόλας, γιατί φυσικά πρέπει να καταναλώνεις, να πληρώνεις δόσεις και χρέη.

Όμως εσύ υποτίθεται ότι θα ορίζεις τον μισθό σου και το εισόδημα σου, face to face με τον πελάτη και τον εργοδότη σου.

Μήπως το κράτος είσαι εσύ τελικά ; Ή απλά σου φέρνει τον κόσμο στην οθόνη σου- σε πλατφόρμες και λογισμικά – για να  εξατομικεύει την ευθύνη της συμμόρφωσης με τα πράγματα και τους νόμους ;

Έγινες επιχείρηση. Μια προσωποπαγής εταιρεία. Ή μάλλον μια υβριδική ανώνυμη εταιρεία προσωπικής ευθύνης που απαιτεί νοητική λογιστική και συνεχή διανοητικά ισοζύγια χρόνου και χρήματος.

Αυτό που έγινες, στο έκανε ο νεοφιλελευθερισμός. Γιατί αυτός είναι ο στόχος του.

Να συμμορφωθείς για το καλό σου με το σιδερένιο χέρι του κράτους ώστε να γίνεις ανταγωνιστικός στην αγορά του αόρατου χεριού.

Δηλαδή να τα κάνεις όλα σωστά, να έχεις επιδόσεις και αποδόσεις.

Εσύ είσαι το Κεφάλαιο. Άλλοι όμως σε αυγατίζουν…

Πηγή: iporta.gr

Έχουν αποτύχει. Το ομολογούν. Να το πληρώσουν.

Η κυβέρνηση τα έχει σκατώσει σε όλα τα επίπεδα. Διαχείριση πανδημίας, εμβολιαστικό εγχείρημα, ενίσχυση του ΕΣΥ. Η Ελλάδα ξεκίνησε λόγω συγκυριών και τύχης, από την καλύτερη δυνατή θέση, και εδώ και μήνες βρίσκεται στη χειρότερη. Από τον Μάρτιο του 2021, όπου τα εμβόλια γίνονται διαθέσιμα σε ευρύτερες ηλικιακές και κοινωνικές κατηγορίες, μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα είναι σταθερά πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο σε ανθρώπινες απώλειες.

Μέσα στον Νοέμβριο σημειώθηκαν 2.219 θάνατοι από Covid. Είναι σαν να ξεκληρίζεται μια μικρή πόλη κάθε μήνα. Η κοινωνία μοιάζει να έχει συνηθίσει, η κυβέρνηση αδιαφορεί και το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, μοιάζει να το ανέχεται. 

Αυτό είναι μια τεράστια πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική ήττα.

Αυτοί που προκάλεσαν με τη στάση τους αυτές τις εκατόμβες νεκρών έχουν ονοματεπώνυμο: Είναι ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του.

Όμως αυτή η πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική ήττα του να αποδεχόμαστε το θανατικό και να μη λογοδοτούν οι υπεύθυνοι, μας αφορά όλους. 

Ο ενήλικος πληθυσμός θα έπρεπε να είχε εμβολιαστεί καθολικά.

Αυτό επιβάλλει η υγειονομική πραγματικότητα, τα επιστημονικά δεδομένα, η παγκόσμια εμπειρία. Αυτό έγινε ή γίνεται σε διάφορες χώρες του πλανήτη, από την Κούβα μέχρι την Πορτογαλία και από τη Δανία μέχρι την Κίνα. Αυτή είναι η μοναδικά προοδευτική και ανθρωπιστική στάση που μπορεί να υπάρξει στο ζήτημα του εμβολίου.

Συγκεκριμένες κοινωνικές και κυρίως ηλικιακές κατηγορίες θα έπρεπε να είχαν εμβολιαστεί. Τουλάχιστον οι άνω των 60 θα έπρεπε να είναι ήδη καθολικά εμβολιασμένοι. 

Ο εμβολιασμός, ειδικά στην Ελλάδα, είναι δύο φορές απαραίτητος, γιατί έχουμε μια κυβέρνηση που σαμποτάρει το ΕΣΥ και τη δημόσια υγεία. Επειδή η επί δεκαετίες νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει διαλύσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα και το πλέγμα υγειονομικής προστασίας στην κοινότητα. Εξαιτίας του ότι οι υπουργικές αποφάσεις μετέτρεψαν τα νοσοκομεία σε μονάδες μίας νόσου, εκτινάσσοντας τη λοιπή νοσηρότητα και την υπερβάλλουσα θνητότητα.

Η απόφαση για επιβολή προστίμου 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους άνω των 60 χρονών αποτελεί ανοικτή παραδοχή ήττας της εμβολιαστικής πολιτικής -εάν ποτέ υπήρξε τέτοια- και ταυτόχρονα χρεοκοπίας της κυβερνητικής στρατηγικής διαχείρισης της πανδημίας. 

Το πρόβλημα δεν είναι κυρίως το 100άρικο στο χαμηλοσυνταξιούχο, ούτε ο αυταρχισμός, ούτε η καταπάτηση της ατομικής ελευθερίας. Αυτά είναι εξοργιστικά, αλλά παραμένουν δευτερεύοντα. Όταν στο ζύγι μπαίνει η ατομική αυτοδιάθεση απέναντι στην κοινωνική ευθύνη, όταν αναμετριέται μια μεταμοντέρνα αντίληψη ελευθερίας με το δικαίωμα στη ζωή και στην υγεία, δεν υπάρχει δίλημμα επιλογής. 

Υπό άλλες συνθήκες, για να επιτευχθεί ο στόχος του καθολικού εμβολιασμού, αντικειμενικά θα υπήρχε μια μορφή υποχρεωτικότητας. Στην περίπτωσή μας όμως, όχι απλώς δεν εξαντλήθηκε η επιλογή να πετύχει η εμβολιαστική κάλυψη, αλλά με κάθε κυβερνητική απόφαση, το εμβολιαστικό εγχείρημα υπονομευόταν. 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακολουθώντας τις χειρότερες ιδεολογικές και πολιτικές προτεραιότητες του σύγχρονου καπιταλισμού, θεώρησε ότι η πανδημία μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά με την ατομική ευθύνη, την ατομική συμπεριφορά και την ατομική στάση του καθενός.

Στην πράξη αποδείχθηκε ότι η ατομικότητα και η επίκληση στην ατομική ευθύνη δεν αρκεί. Χρειάζεται οργανωμένη και συλλογική βούληση, κοινωνική συνείδηση, κρατική πρόνοια και πολιτική απόφαση που θα κάνει πράξη την προστασία της δημόσιας υγείας. Αυτά όμως δεν μπορούν να γίνουν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 

Η κυβέρνηση αυτή έχει χιλιάδες θανάτους στο λαιμό της εξαιτίας του δόγματος της ατομικής ευθύνης. Προκάλεσε εκατόμβες νεκρών εξαιτίας του μίσους που τρέφει για το δημόσιο σύστημα υγείας. Τίναξε την εμβολιαστική εκστρατεία στον αέρα βλέποντάς την ως ευκαιρία πολιτικών παιχνιδιών. 

Λιγότερο από ένα μήνα πριν, ο Μητσοτάκης, έλεγε επί λέξει: “Η υποχρεωτικότητα έχει εξαντλήσει αυτή τη στιγμή τα όριά της. Οι περισσότερες υποχρεωτικότητες προκαλούν μεγαλύτερες αντιδράσεις”. 

Σήμερα, εξαγγέλει στροφή 180 μοιρών, όχι γιατί έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά γιατί δεν έκανε αυτό που έπρεπε. 

Ο μεγαλύτερος αντι-εμβολιαστής αποδείχθηκε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Όταν εξήγγειλε την επιχείρηση Ελευθερία μασκαρεύοντας τον εμβολιασμό σε προσωπική πολιτική του επιτυχία. Όταν ταύτιζε, παρά τις επιστημονικές επιφυλάξεις, την πλήρη ελευθερία από τον ιό με το εμβόλιο, προσφέροντας έναν ψευδή ισχυρισμό στο πιάτο του αντιεμβολιαστικού ρεύματος. Όταν δήλωνε δύο φορές μέσα σε ένα χρόνο ότι η Ελλάδα νίκησε την πανδημία. Όταν παραιτήθηκε από κάθε πολιτική υγειονομικής άμυνας και κάθε μέτρο ενίσχυσης του ΕΣΥ γιατί “θα μας σώσουν τα εμβόλια – δεν χρειαζόμαστε γιατρούς”. Όταν έβαζε την Επιτροπή Ειδικών να δηλώνει τα πιο αλλοπρόσαλλα πράγματα, μετατρεπόμενη σε Αυλή του Ηγεμόνα, με αποτέλεσμα να διαρραγεί κάθε εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τον επιστημονικό κόσμο. Όταν εξάντλησε την κοινωνική συνοχή και καρτερικότητα με τα συνεχόμενα και αναποτελεσματικά λοκντάουν, τις κενού υγειονομικού περιεχομένου απαγορεύσεις κυκλοφορίας, τα ταξιδάκια του και τις εκδρομές του την ώρα που ο κοινός θνητός δεν μπορούσε να πάει στο βουνό ή στην εξοχή. Όταν ο ίδιος και οι υπουργοί του χάιδευαν την Εκκλησία, βεβαίωναν ότι οι αστυνομικοί δεν μεταδίδουν, δήλωναν ότι δεν είναι ευθύνη του κράτους ο εμβολιασμός ή αποποιούνταν την κυβερνητική ευθύνη λέγοντας “μη σώσουν και εμβολιαστούν”. Όταν επί μήνες αντί να οικοδομήσει εμβολιαστική κουλτούρα πρόληψης και προστασίας, έπαιζε με την αντίθεση εμβολιαστών – αντιεμβολιαστών μετατρέποντας το εμβόλιο σε πεδίο αντιπαράθεσης και όχι κοινωνικής αποδοχής. Όταν ακόμα και σήμερα δηλώνει κυνικά ότι “δεν έχει ενδείξεις για την αυξημένη θνητότητα σε διασωληνώσεις εκτός ΜΕΘ”.

Σε κάθε περίπτωση ο κ. Μητσοτάκης οφείλει να εξηγήσει γιατί χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Σουηδία, η Δανία κατάφεραν να εμβολιάσουν καθολικά τις ηλικιακά κρίσιμες κατηγορίες, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Και θα πρέπει να σταματήσει την υποκρισία για τις υπαρκτές αντιεμβολιαστικές πονηριές της αντιπολίτευσης. Για το ότι η ίδια η κυβέρνηση έστησε το αντιεμβολιαστικό ρεύμα για να κάνει το σύνηθες παιχνίδι της εναντίον του “λαϊκισμού” δεν φταίει ο Πολλάκης. 

Σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης παριστάνει ότι εξάντλησε κάθε περιθώριο, ενώ στην πραγματικότητα το κυβερνητικό επιτελείο καθοδηγείται από την ανάγκη να φανεί ότι σκύβει πάνω από το πρόβλημα, ότι παίρνει μέτρα, ακόμα και δύσκολα, ότι δεν είναι εντελώς αναίσθητο και ανίκανο, ότι φταίει (μονίμως) η κοινωνία. Τι απομένει λοιπόν για να μην χρεοκοπήσει η χριστουγεννιάτικη αγορά, να μην χρειαστεί να ξανακλείσει η εστίαση, να μην δώσει ξανά επιδόματα;

Η επιβολή προστίμου σε όσους δεν έχουν κάνει το εμβόλιο.

Η κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας επέλεξε να μην ενισχύσει το ΕΣΥ και να καθοδηγηθεί από την εμμονική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και του τσακίσματος των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών. Από εκεί προκύπτει και μεγάλο μέρος της υπερβάλλουσας θνητότητας, από εκεί προκύπτει και η αυξημένη θνητότητα στις ΜΕΘ, από εκεί προκύπτουν και τα χειρότερα ποσοστά θανάτων ανά πληθυσμό συγκριτικά με χώρες που έχουν ίδια ποσοστά εμβολιασμού. Το σύστημα υγείας σαμποταρίστηκε από αυτούς που το διηύθυναν με μοναδικό στόχο να θησαυρίσει σήμερα και κυρίως αύριο το ιδιωτικό κεφάλαιο υγείας. Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είναι ηθικά και πολιτικά υπεύθυνοι για χιλιάδες θανάτους.

Να μην χαρίσουμε στην ακροδεξιά την ιδέα της ελευθερίας

Όποιος θυμάται την τελική περίοδο της προεδρίας Τραμπ και ιδιαίτερα την προεκλογική καμπάνια που οδήγησε στην ήττα του, θα παρατήρησε με πόση επιμονή ο ίδιος και το περιβάλλον των υποστηρικτών του δήλωναν ότι αποτελούν τους θεματοφύλακες της ατομικής ελευθερίας.

Freedom, η ελευθερία είναι ένα mantra για την αμερικάνικη ιστορία και κατά τη διάρκεια της μακράς σύγκρουσής της με τον κομμουνισμό, η λέξη ελευθερία χρησιμοποιήθηκε για να ταυτοποιήσει όλα αυτά που δεν ήταν κομμουνισμός. Πρώτα και κύρια, ελευθερία της αγοράς, το αντίθετο του κομμουνιστικού διευθυντισμού. Η έννοια της ελευθερίας ως υπέρτατη αξία και βασική αρχή της πολιτισμένης ύπαρξης και της ίδιας της γαλλικής επανάστασης, μεταμορφώθηκε -ήδη- κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα σε μια έννοια περί ελευθερίας ως συστατικού στοιχείου μιας συγκεκριμένης οικονομικής τάξης πραγμάτων και ενός συγκεκριμένου θεσμικού καθεστώτος. Έτσι μετατράπηκε από μια αξία που έδινε μια ταυτότητα σε μια τάξη, την αστική τάξη, σε μια αξία που έδωσε μια ταυτότητα στο κεφάλαιο, ενώ την ίδια ώρα οι κατώτερες τάξεις ύψωναν το λάβαρο που έγραφε “αλληλεγγύη”.

Αυτό που συμβαίνει όμως σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό γιατί η ιδέα της ελευθερίας που προωθείται από την ακροδεξιά -και νομίζουμε ότι μπορούμε να εντάξουμε τον Τραμπ στο χώρο της ακροδεξιάς- πρέπει να μπορέσει να μετατατραπεί σ’ ένα αναγνωρίσιμο σύμβολο από εκείνο το “πλήθος” χωρίς ταξικά συμφραζόμενα, το οποίο και αποτελεί το προϊόν της αποσάθρωσης της μεσαίας τάξης [middle class] και τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης [working class].

Επομένως, αυτή δεν πρέπει να αντιπροσωπεύει άμεσα ένα συνώνυμο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής κατάστασης πραγμάτων, αλλά τη βιολογική ουσία μιας ανθρωπότητας που αναζητεί την καθαρόαιμη ευημερία. Έτσι, η ελευθερία μετατρέπεται απλά σε δικαίωμα του μεμονωμένου ατόμου να κάνει ότι θέλει, όχι μόνο έξω από κάθε θεσμικό κανόνα, αρχή και τάξη πραγμάτων, αλλά και έξω από κάθε έγνοια για την ύπαρξη του άλλου. Ελευθερία σημαίνει ότι το άτομο έχει το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει, χωρίς ν’ ανησυχεί αν η πράξη του θα ωφελήσει ή θα βλάψει τους άλλους. Άλλωστε, ο άλλος υπάρχει μονάχα ως φορέας αυτού του ίδιου δικαιώματος. Η ιδέα της ελευθερίας που υπονοείται στην αντιεμβολιαστική [no vax] στάση και προπαγάνδα είναι αυτού του είδους. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα ως τέτοιο είναι -και δεν θα μπορούσε να μην είναι- μια έκφραση της ακροδεξιάς.

(Να μην συγχέουμε το αντιεμβολιαστικό κίνημα με τις διαμαρτυρίες ενάντια στην πράσινη κάρτα εισόδου [green pass]. Πρόκειται για δυο διαφορετικά πράγματα που θα εξετάσουμε ξεχωριστά. Η ανάμιξη τους παρέδωσε την ηγεσία [leadership] των διαδηλώσεων στις πλατείες στην ακροδεξιά. Αυτό φανερώνει την έκταση της σύγχυσης που επικρατεί στα μυαλά πάρα πολλών συντρόφων, παρά πολλών εργατών και καλών ανθρώπων…)

Θεωρούμε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα έχει συγχυσμένες ιδέες γύρω από τα εμβόλια και τη διαχείριση τους (ούτε εμείς αλλά ούτε και ο ίδιος Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τις έχει ξακάθαρες). Στο εσωτερικό του υπάρχουν άτομα διαφορετικών και αντιτιθέμενων πολιτικών απόψεων, αλλά όλοι τους αποδέχονται, πάνω κάτω συνειδητά, ότι η ορθή ιδέα περί της ελευθερίας είναι αυτή: ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει ότι θέλει και κανένας, ακόμα και αυτός ο μηχανισμός που ονομάζεται Κράτος, δεν έχει το δικαίωμα να τον εμποδίσει.

Επομένως, το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι ουσιαστικά αντικρατικό κίνημα. Η έφοδος στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον τον Γενάρη του 2021 αποτελεί την πληρέστερη και πλέον εύγλωττη αναπαράσταση του. Έτσι, γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο πολλές αναρχικές τάσεις ωθήθηκαν σε μια όσμωση με το αντιεμβολιαστικό κίνημα.

Η άρνηση του Κράτους σημαίνει την άρνηση της δημόσιας υπηρεσίας, επομένως της εγγενούς παραδοχής πως η διαχείριση της υγείας, του νερού, του σχολείου, των μετακινήσεων, της ασφάλισης κλπ, πρέπει και μπορούν να είναι δημόσια. Τα πάντα πρέπει να παραχωρηθούν στους ιδιώτες. Το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι μια από τις πάμπολλες συνιστώσες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Καλά θα κάνουμε να απελευθερωθούμε από τα στερεότυπα που πάντοτε χρησιμοποιήσαμε για τον ορισμό της ακροδεξίας, ιδιαίτερα από τα στερεότυπα του ναζισμού ή του φασισμού. Σήμερα πρέπει να μιλάμε πλέον για ένα “νεοναζισμό χωρίς Χίτλερ”, αφού ο εθνικοσοσιαλισμός της δεκαετίας του 1930, όπως τον γνωρίσαμε πριν και μετά τις θηριωδίες του, δεν ήταν διόλου μια ατομικιστική ιδεολογία. Αντίθετα, βασιζόταν στην ιδέα της Volksgemeinschaft, της κοινότητας του λαού, και συγκεκριμένα του “γερμανικού”.

Σήμερα, ο Τραμπικός ατομικισμός έχει μια παγκόσμια διάσταση, θέλει να στέκεται στο ύψος του Ίντερνετ και από τη στιγμή που το ψηφιακό σύμπαν του διαδικτύου είναι ένα σύμπαν χωρίς θεσμικούς περιορισμούς, χωρίς μια θεσμική αρχή και χωρίς μια κανονιστική εξουσία, προσφέρεται θαυμάσια ως ο χώρος μέσα στον οποίο το φαντασιακό του ατόμου του σύγχρονου “πλήθους” αντικατοπτρίζει τις υλικές συμπεριφορές του. Μέσα στο ψηφιακό σύμπαν του διαδικτύου το άτομο πιστεύει ότι μπορεί να κάνει ότι θέλει, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να του επιβάλει κανόνες, καμία εξουσία δεν μπορεί να το πειθαρχήσει. Εκείνο είναι (αισθάνεται πως είναι) εντελώς ελεύθερο.

Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι ο καπιταλισμός των πολυεθνικών, το στάδιο που θεωρούσαμε ως το απώτατο μέσα στην εξέλιξη του, έχει πλέον παλιώσει. Η τάξη που επιβάλουν οι νέοι Λεβιάθαν, οι Google, Facebook, Amazon και λίγοι ακόμα αντίστοιχοι τους, αποτελεί ένα καπιταλιστικό στάδιο με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ακριβώς ο “εκδημοκρατισμός” της πρόσβασης στην επικοινωνία, η δυνατότητα που παραχωρείται στο άτομο ώστε να επικοινωνεί με τον κόσμο και θεωρητικά να επιχειρεί στην αγορά. Το καπιταλιστικό μοντέλο των πολυεθνικών παραχωρούσε στην εταιρεία την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στην αγορά. Την αποκλειστικότητα για τη δυνατότητα υλικής, οικονομικής επιβίωσης του ατόμου, αφού η εταιρεία ήταν η μόνη που παρήγαγε εξαρτημένη εργασία σε αντάλλαγμα του μισθού. Σήμερα, η τάση προς τον ατομικισμό, -με τη μορφή της ψυχολογίας του free lance που αποτελεί τη φιγούρα σύμβολο της εποχής μας και πρέπει να μελετηθεί προσεχτικά- ισχυροποιείται από την πεποίθηση ότι η πρόσβαση στο διαδίκτυο μπορεί να μετατραπεί σε πρόσβαση στην αγορά και επομένως στην επιβίωση, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου θεσμού, χωρίς τη μεσολάβηση της εξαρτημένης εργασίας και του μισθού.

Η καθοδήγηση της συμπεριφοράς από την πεποίθηση ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να κάνει αυτό που θέλει είναι ο πιο ριζικός τρόπος για ν’ απαρνηθείς όλες τις αξίες επάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το εργατικό κίνημα, ο σοσιαλισμός, με λίγα λόγια “η αριστερά”. Σημαίνει ν’ απαρνηθείς την αξία της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης, της κοινότητας, αξίες πάνω στις οποίες υφάνθηκαν ο κοινωνικός ιστός και η σύγκρουση.

* * *

Τούτων λεχθέντων, μπορούμε να καταπιαστούμε με τα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια υγεία, ζητήματα που το αντιεμβολιαστικό κίνημα επιλύει μέσα από την απλούστευση τους: ο καθένας ας κάνει ότι νομίζει, η δημόσια υγεία δεν είναι δικό μου πρόβλημα, εγώ πρέπει να φροντίσω μόνο για τη δική μου υγεία, δεν υπάρχει μια επιστήμη της υγείας, άλλωστε δεν υπάρχει καν η επιστήμη, επομένως δεν μπορεί να υφισταται μια κανονιστική εξουσία βασισμένη σε κάποια υποτιθέμενη μεγαλύτερη γνώση από εκείνη που διαθέτει το ίδιο το άτομο και που ενυπάρχει συνολικά στην επιβεβαίωση της δικής του ατομικής ελευθερίας. Η ιδέα περί της καθαυτής ατομικής ελευθερίας ως γνώσης, και μάλιστα ανώτερης συγκριτικά μ’ εκείνη των θεωρούμενων “τεχνικών” -οι οποίοι εντοπίζονται πάντοτε είτε ως λειτουργοί μιας κρατικής εξουσίας είτε ως λειτουργοί των φαρμακευτικών πολυεθνικών- ισοδυναμεί με την άρνηση των αξιών της τεχνογνωσίας, της επιμόρφωσης, της έρευνας.

Ο εξτρεμισμός της σύγχρονης δεξιάς χαρακτηρίζεται από μια ηλιθιότητα και μια άγνοια που δεν συναντιούνται ούτε στις ωμότερες εκδηλώσεις του χιτλερικού ναζισμού, αφού τότε ο εθνικοσοσιαλισμός ως απόλυτη εξουσία εγγυόταν την επιβίωση της άριας φυλής, επομένως στόχευε στην πλήρη απασχόληση του γερμανικού λαού (αφού πρώτα θα είχε βγάλει από τη μέση τους πολιτικούς αντιπάλους του, τους ανάπηρους, τους ανίατους ασθενείς και τους ψυχικά άρρωστους, τις τρεις κατηγορίες του lebensunwertige Leben). Σήμερα, ο φανατικός υπερασπιστής των ατομικών ελευθεριών του, μην αναγνωρίζοντας το Κράτος ως ρυθμιστή, δεν αναγνωρίζει ούτε το κοινωνικό κράτος [welfare stateκαι επαφίεται εξ’ ολοκλήρου και ασυνείδητα στην αγορά, η οποία δεν παραλείπει να τον στύψει καταδικάζοντας τόν σε μια επισφαλή ύπαρξη φτωχού εργαζόμενου [working poor].

Το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν έχει ιδέα γύρω από την υγεία ή τη δημόσια υγιεινή. Αυτό συμβαίνει γιατί η διάσταση του συλλογικού τού είναι εντελώς ανοίκεια, όπως ανοίκεια τού είναι και η έννοια της δημόσιας υπηρεσίας. Επομένως, δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο εκείνοι που ανακαλούν εντελώς διαφορετικές αξίες, αξίες γενικά “αριστερές’, πρέπει να συμπαραταχθούν και να ακολουθήσουν αυτό τη συμμορία ανεύθυνων και επικίνδυνων ατόμων.

Αυτή η υπαγμένη συμπεριφορά είναι ακόμα περισσότερο απαράδεκτη και -εν μέρει- ακατανόητη, αφού στη δική μας παράδοση εμπειριών, αγώνων, σκεπτικών και ερευνών, τόσο το πρόβλημα της δημόσιας υγείας όσο και το πρόβλημα των επιδημιών, τέθηκαν επί μακρόν και ξεψαχνίστηκαν. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα είχε αναπτυχθεί εκείνο το “κίνημα αγώνα για την υγεία”, το οποίο βρήκε τα πρώτα ερεθίσματα του μέσα από το περιοδικό Sapere [Γνώση] που διευθυνόταν από τον Giulio Maccacaro. Εκείνο το κίνημα έδωσε πολιτικές και νομικές μάχες που οδήγησαν στη θέσπιση αποζημίωσης για τους κινδύνους που διατρέχουν οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε συγκεκριμένες τοξικές ουσίες (αμίαντοτετρααιθύλιο μολύβδου, χλώριο βινυλίου, βεταναφθυλαμίνη κλπ), το δικαίωμα στην αποζημίωση και τη δίωξη των υπεύθυνων για τις βλάβες και το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων. Ήταν ένα κίνημα που στόχευε στη συγκρότηση υγειονομικών λειτουργών στα εδάφη, για να πολεμηθεί η θρασύτητα των φαρμακευτικών εταιριών και βιομηχανιών που αρνούνται τις ξεκάθαρες ζημιές που προκαλούν οι δραστηριότητες τους και χρηματοδοτούν αφειδώς κατευθυνόμενες έρευνες για να αποδείξουν την ανυπαρξία κινδύνου. Ένα κίνημα που είχε γεννηθεί για να παλέψει ενάντια σε ένα μοντέλο δημόσιας υγείας, βασισμένο αποκλειστικά σε μεγάλα υπερεξιδεικευμένα νοσοκομειακά συγκροτήματα και ιδιωτικές κλινικές, στην υπηρεσία εκείνων που μπορούν να πληρώσουν τις πολυδάπανες θεραπείες.

Αυτός είναι ο πλούτος των εμπειριών και των γνώσεων που μας άφησε για κληρονομιά το κίνημα των κοινωνικών αγώνων της δεκαετίας του 1970. Ένας πλούτος που ανανεώνεται από γενιά σε γενιά. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να καταφύγουμε σε συγχυσμένες θεωρίες συνωμοσίας για να καταγγείλουμε τα πάμπολλα εγκλήματα που διαπράττουν οι φαρμακευτικές εταιρίες. Μας αρκεί η καταφυγή στη μαρξική έννοια του κέρδους.

ΥΓ: Μετά τη φασιστική έφοδο στην έδρα της Γενικής Ιταλικής Συνομοσπονδίας Εργασίας [CGILστη Ρώμη, από διάφορες πλευρές τέθηκε το αίτημα για να βγει εκτός νόμου η Forza Nuova. Είμαστε αντίθετοι. Γιατί; Εδώ και αρκετά χρόνια, το πρόβλημα της αναγέννησης της φασιστικής πίστης στην Ιταλία είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Η αριστερά, οι εφημερίδες, μεγάλο μέρος των διανοούμενων, το δικαστικό σώμα, όχι μόνο αγνόησαν αυτό το πρόβλημα αλλά υπoστήριξαν τη χειρότερη επάνοδο της ακροδεξιάς, όπως στην περίπτωση των βαράθρων [foibe] [1]Βγάζοντας εκτός νόμου τη Forza Nuova νομίζουν ότι θα λύσουν το πρόβλημα ενώ θα συνεχίσουν να το αγνοούν, να παριστάνουν ότι δεν υπάρχει. Όχι. Η Forza Nuova και οι χειρότερες νεοναζιστικές γκρούπες πρέπει να μπορούν να δρουν ελεύθερα, αρκεί η αστυνομία να τις αντιμετωπίζει όπως αντιμετωπίζει και τους απεργούς εργάτες. Τα υπόλοιπα είναι δική μας δουλειά, δική μας ευθύνη να δημιουργήσουμε εκείνες τις συνθήκες όπου θα απομονωθούν και θα ηττηθούν.


[*Βιογραφικό σημείωμα του Σέρτζιο Μπολόνια (από την ελληνική έκδοση της μελέτης του “Ναζισμός και Εργατική Τάξη. Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου” [εκδόσεις antifa scripta. Β’ έκδοση. Αθήνα, 2012].

Ζει στην Ιταλία και είναι γνωστός για την ενεργό συμμετοχή του από τη δεκαετία του 1960 στο ρεύμα των εργατιστών και μετέπειτα, κατά τη δεκαετία του 1970, στην εργατική αυτονομία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης “Εργατική Εξουσία” [Potere Operaio] και μαζί με τον Αντόνιο Νέγκρι και τον Φράνκο Πιπέρνο συγκρότησαν την πρώτη γενική γραμματεία της οργάνωσης το 1969. Από την οργάνωση αποχώρησε το 1970. Την περίοδο 1960 και 1970 συμμετείχε σε αρκετά περιοδικά (Quaderni Rossi, Cronache Operaia, Quaderni Piacentini, Linea di Massa) όπου συνεισέφερε με γόνιμες αναλύσεις σχετικά με την καπιταλιστική ανάπτυξη, τις νέες εργατικές φιγούρες, τη μορφή του κράτους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους κύκλους αγώνων στην Ιταλία και το νόημα της εργατικής αυτονομίας. Μια τέτοια ανάλυση, και ίσως η πιο γνωστή στα μέρη μας, είναι η “Φυλή των Τυφλοπόντικων”, που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1977 στην ιστορική επιθεώρηση Primo Maggio, την οποία ίδρυσε ο ίδιος το 1973. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο και ως καθηγητής Ιστορίας του Εργατικού Κινήματος στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Πρόσφατα ασχολείται με τις αλλαγές που σημειώνονται με την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, τις νέες φιγούρες των διανοητικών εργατών, τους επισφαλείς εργάτες και τα προβλήματα της συλλογικής τους οργάνωσης. Αρθρογραφεί επίσης στην εφημερίδα “Manifesto” .

[1Ως “σφαγές των βαράθρων [foibe]” έχουν καταγραφεί ιστορικά οι πολύνεκρες επιχειρήσεις αντιποίνων που εξάπελυσαν στην τελική φάση και αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι κατά των ιταλικών στρατευμάτων (αλλά και αμάχων) στις περιοχές της Βενετίας – Τζούλια, του Κουαρνάρο και της Δαλματίας.

Πηγή: www.officinaprimomaggio.eu

Αναδημοσίευση από Προλεταριακή Πρωτοβουλία

“Είναι δικαίωμά μου”

Το δικαίωμα στην ατομική επιλογή ασφάλισης ενάντια στο κοινωνικό δικαίωμα της ασφάλισης

Χθες έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση θα παραπέμψει το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στην επικουρική ασφάλιση προς το Σεπτέμβριο και δεν θα το φέρει προς ψήφιση τον Ιούλιο. Τους ακριβείς λόγους της μετάθεσης δεν τους γνωρίζουμε, αλλά το προωθούμενο νομοσχέδιο είναι μια αλλαγή-τομή ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση ως κοινωνικό δικαίωμα, καθώς  μετατρέπει την επικουρική ασφάλιση σε ατομικό κουμπαρά που θα φτιάχνει κάθε νέος εργαζόμενος όταν μπαίνει στην αγορά εργασίας. Και αυτή η ρύθμιση έρχεται σε συνέχεια της μεταρρύθμισης του ΣΥΡΙΖΑ με την καθιέρωση ελάχιστης εθνικής σύνταξης. Οι δύο αυτές αλλαγές μαζί, στην πράξη αυτό που λένε σε ένα νέο εργαζόμενο είναι  «θα έχεις μια σύνταξη 300-400 ευρώ όταν φτάσει η ώρα, τα υπόλοιπα είναι ατομική υπόθεση». Η ζημιά στα έσοδα για την δημόσια κοινωνική ασφάλιση, από την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, υπολογίζεται σε 2,5 δις το χρόνο, από το 2040 και μετά. Και άρα μετά, κι άλλα μέτρα κι άλλες περικοπές στο κοινωνικό δικαίωμα της σύνταξης και της ασφάλισης.

Πρόκειται για μια αλλαγή που δυστυχώς στη νέα γενιά θα βρει έδαφος καθώς αυτή στρώθηκε δεκαετίες τώρα: Από τη μία με τις περικοπές και κλοπές που έγιναν στα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία (χρηματιστήριο, μνημόνια), από την άλλη με τις περικοπές στις συντάξεις «λόγω χρεοκοπίας». Κυρίως όμως με την καλλιέργεια της συνείδησης στους νέους εργαζόμενους ότι το κράτος δεν εγγυάται τίποτα για το μέλλον, άρα καλύτερα αντί για κρατήσεις για τη δημόσια ασφάλιση να είχαν έναν ατομικό κουμπαρά στον οποίο θα διατηρούσαν αυτοί (όπως αυταπατώνται) τη διαχείριση του.

Το ατομικό δικαίωμα επιλογής σχολείου «για το παιδί μου»

Ένα δεύτερο νομοσχέδιο που εισηγείται η κυβέρνηση αφορά, έμμεσα και σε δεύτερο χρόνο, το δικαίωμα στην ατομική επιλογή σχολείου εκ μέρους του γονέα. Μία από τις βασικές αλλαγές που προωθείται αφορά τη λεγόμενη αυτονομία και αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Δηλαδή το κάθε σχολείο θα ωθείται να κάνει διαφορετικό μάθημα, να κάνει πιθανά άλλα μαθήματα από το διπλανό σχολείο, με άλλα βιβλία, να κάνει «δράσεις» για να βρίσκει λεφτά για το ταμείο του ώστε να ενισχύει τις υποδομές του κοκ. Στόχος θα είναι η καλή του αξιολόγηση ώστε να προσελκύει τους γονείς-πελάτες που θα «θέλουν το καλύτερο σχολείο για το παιδί τους». Η αυτονομία της σχολικής μονάδας εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα. Το βασικό συμπέρασμα από την εφαρμογή της είναι ότι τα σχολεία κατηγοριοποιούνται σε καλά και κακά. και συνήθως η διάκριση αυτή έχει να κάνει με ταξικά κριτήρια. Τα καλά σχολεία είναι στις πιο πλούσιες περιοχές και τα κακά σχολεία σε πιο φτωχές συνοικίες. Έτσι η πρόσβαση σε ένα καλό δημόσιο σχολείο από κοινωνικό δικαίωμα γίνεται ατομική υπόθεση. και η ατομική υπόθεση συνήθως περιορίζεται από την ταξική θέση. Το δικαίωμα ατομικής επιλογής σχολείου, για την κάθε οικογένεια ξεχωριστά, μπορεί να φαίνεται η καλύτερη πρακτική καθώς το «επιλέγω το καλύτερο για το παιδί μου» θεωρείται ιερό δικαίωμα, την ίδια στιγμή όμως δημιουργεί το πλαίσιο για να στοιβάζονται τα παιδιά στις εργατικές και μικροαστικές περιοχές – που είναι και η πλειοψηφία – σε πολλά κακά και υποβαθμισμένα σχολεία. Κι αυτό γιατί η αυτονομία της σχολικής μονάδας αφορά τις υποχρεώσεις του κράτους, δηλαδή τη χρηματοδότηση. Το κενό αυτό της χρηματοδότησης μπορούν να το καλύψουν οι πιο πλούσιοι δήμοι ή οι γονείς. Στις πιο λαϊκές περιοχές υποχρηματοδότηση σημαίνει υποβάθμιση του σχολείου.

Το κοινωνικό δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο ρυθμίζεται ατομικά με την ατομική διευθέτηση ωραρίου, το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση μπαίνει σε έναν ατομικό κουμπαρά, το δικαίωμα στη μόρφωση όλων των παιδιών «αυτονομείται» με βάση το όπου φτωχός και η μοίρα του.

Όχι τα παραπάνω δεν είναι μόνο του Μητσοτάκη. Στα μισά είχε στρώσει το έδαφος, λιγότερο επιθετικά, και η προηγούμενη κυβέρνηση. Είναι βασικές επιλογές ενός συστήματος που τα προσπαθεί για τουλάχιστον 3 δεκαετίες και τώρα αισθάνεται παντοδύναμο να κάνει πράξη το θατσερικό δόγμα «δεν υπάρχουν κοινωνίες αλλά μόνο άτομα». Και αυτή η ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του ακραίου καπιταλισμού γίνεται αισθητή σε όλα τα επίπεδα.

Ο εμβολιασμός ως ατομικό δικαίωμα επιλογής

Τι σχέση έχουν τα παραπάνω με τον εμβολιασμό; Η πλευρά των «αντιεμβολιαστών» δεν είναι ενιαία στις βασικές ιδέες και επιχειρήματα. Άλλοι υποστηρίζουν ακραίες θεωρίες συνωμοσίας, άλλοι δεν έχουν εμπιστοσύνη γενικά σε θεσμούς, κράτος, ειδικούς, άλλοι θέλουν να το καθυστερήσουν λίγο μέχρι να δουν τι θα γίνει, άλλοι θεωρούν ότι αφού δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες δεν κινδυνεύουν.

Δεν είναι ενιαίοι αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιούν ως επιχείρημα τη βασική ιδέα του συστήματος. Την ιδέα ότι για τις κοινωνικές υποθέσεις και δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα στη δημόσια υγεία, δε μπορεί η κοινωνία να αποφασίζει αλλά το άτομο, περιφρουρώντας το δικαίωμα «να κάνω ότι θέλω στο σώμα μου».

Η κυβέρνηση από την άλλη βρέθηκε σε μια «σχιζοφρένικη» αντίφαση από την αρχή της πανδημίας. Η δεξιά ιδεολογία της υποστήριζε ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι αυτή που μπορεί να προστατεύσει τις κοινωνίες. Αναγκάστηκε όμως να χειροκροτεί το ΕΣΥ, που τόσο μισεί και να παραδεχτεί ότι μόνο το δημόσιο σύστημα υγείας μπορεί να προστατεύσει τη δημόσια υγεία. Η δεξιά ιδεολογία της έλεγε ότι η αγορά αυτορυθμίζεται και ότι το κράτος πρέπει να απέχει από την οικονομική δραστηριότητα. Οι περισσότερες επιχειρήσεις όμως θα είχαν χρεοκοπήσει χωρίς τους πακτωλούς δις του κρατικού χρήματος. Η δεξιά ιδεολογία της υποστήριζε ότι με την ατομική ευθύνη θα μπορέσει μια κοινωνία να προστατευθεί από το φονικό ιό, η αλήθεια όμως έδειξε ότι για τους 13.000 νεκρούς το βασικό μερίδιο ανήκει στην απουσία κρατικής ευθύνης σε ΜΜΜ, χώρους δουλειάς, σχολεία, νοσοκομεία.

Τώρα η κυβέρνηση κουνάει το δάχτυλο στους «αντιεμβολιαστές» ότι με τη συμπεριφορά τους θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τη δική τους υγεία και ψυχαγωγία, αλλά και την λειτουργία της κοινωνίας. Προσπαθεί να πείσει με ατομικά «κίνητρα» και ατομικά «προνόμια» τους νέους να εμβολιαστούν.

Όμως μπορεί τελικά μια δεξιά ιδεολογία που αποθεώνει τα ατομικά δικαιώματα και έχει ως σημαία το σύνθημα «είναι ατομική μου επιλογή», να πείσει την κοινωνία για τις αξίες της κοινωνικής αλληλεγγύης και για την αξία των κοινωνικών δικαιωμάτων; Μπορεί όταν στην οικονομία και στην καθημερινή λειτουργία της κοινωνίας, διαπαιδαγωγεί την κοινωνία στην «ατομική επιλογή» να πείσει ότι ο καθολικός εμβολιασμός δεν είναι θέμα «ατομικής επιλογής» αλλά θέμα δημόσιας υγείας;

Μπορεί οι λεγόμενοι ψεκασμένοι 60άρηδες να είναι εύκολος στόχος, αλλά τι θα κάνει με τη νέα γενιά, πέρα από τα 150άρια, που τίθεται ο εμβολιασμός κυρίως ως πράξη κοινωνικής αλληλεγγύης; Μπορεί να κουνάει το δάχτυλο στις νεότερες γενιές, όταν το σύστημα αυτό τουλάχιστον για 3 δεκαετίες τους διαπαιδαγωγεί ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά μόνο άτομα και το μόνο ουσιαστικό δικαίωμα είναι αυτό της ατομικής επιλογής;

Γιατί ο Αμαζόνιος δεν ανήκει στην Βραζιλία και γιατί ο εμβολιασμός δεν είναι ατομική υπόθεση

Όταν τον Απρίλιο του 1919 καταγράφηκαν στην ΕΣΣΔ 186 χιλιάδες κρούσματα ευλογιάς, ο Λένιν δεν άρχισε τις διαπραγματεύσεις με αρνητές των εμβολίων, ψεκασμένους, και ναρκισιστές που υποφέρουν από μεταφυσικούς φόβους για την πολύτιμη ύπαρξή τους, αλλά υπέγραψε το διάταγμα για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά της ευλογιάς. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, απετέλεσε τον κυριότερο παράγοντα καταπολέμησης της νόσου στην ΕΣΣΔ και μέχρι το 1936 η ευλογιά είχε εξαφανιστεί. Νωρίτερα, μέχρι το 1926, το σοβιετικό καθεστώς είχε μηδενίσει τα κρούσματα χολέρας, τα οποία ανέρχονταν σε περίπου 40 χιλιάδες ετησίως κατά το 1919-21. Θα μπορούσε κάποιος να συνεχίσει με πολλά παρόμοια ακόμη παραδείγματα της Σοβιετικής πρακτικής των εμβολιασμών.

Τι είχε λοιπόν στο μυαλό του ο Λένιν όταν ανάγκαζε έναν ολόκληρο λαό να υποστεί το βασανιστήριο του αναγκαστικού εμβολιασμού; Για να απαντηθεί αυτό, θα χρειαστούμε τώρα μια παραβολή.

Γιατί ο Αμαζόνιος δεν ανήκει στην Βραζιλία

Αρκεί να κοιτάξεις τον χάρτη, ο Αμαζόνιος ανήκει στην Βραζιλία, δεν χωράει αμφιβολία, το δάσος είναι εκεί, πίσω από τα σύνορα. Ο Μπολσονάρο και οι υπουργοί του, κοιτάζοντας και αυτοί τον χάρτη, αυθορμήτως αναγνωρίζουν αυτό το δάσος ως ιδιοκτησία του Έθνους και ευθύς δηλώνουν ότι “δικό τους είναι και ό,τι θέλουν θα το κάνουν”, και όντως το αποψιλώνουν και το βιάζουν παντοιοτρόπως.

Ο Αμαζόνιος όμως είναι παγκόσμιο κοινό αγαθό για τον εξής απλό λόγο: οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το κράτος της Βραζιλίας, την κυβέρνησή της και τον κάθε Μπολσονάρο σχετικά με το δάσος, έχουν επιπτώσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη, και όταν πρόκειται για αποφάσεις καταστροφής τμημάτων του Αμαζονίου, βρισκόμαστε μπροστά σε συστημικό κίνδυνο που αναπτύσσεται μέσω των κλιματικών και περιβαλλοντικών διασυνδέσεων του δάσους με τον πλανήτη. Ο Αμαζόνιος, λοιπόν, λόγω του μεγέθους του και των χαρακτηριστικών του, είναι απαραίτητος για την κλιματική ισορροπία του πλανήτη. Για τον λόγο αυτό, ο Μπολσονάρο δεν θα έπρεπε να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με το δάσος· και όμως, ο Μπολσονάρο επιμένει πως εφόσον ο Αμαζόνιος βρίσκεται εντός των συνόρων της Βραζιλίας, και αυτή είναι η αυλή του, κανείς δεν δικαιούται να του πει τι θα κάνει με το δάσος του.

Δικαιούμαστε, λοιπόν, εμείς, οι υπόλοιποι, να επιβάλλουμε στον Μπολσονάρο να μην καταστρέφει τον Αμαζόνιο παρόλο που αυτός βρίσκεται εντός των εθνικών συνόρων της Βραζιλίας.

Χιλιάδες μικροί Μπολσονάρο

Θα μπορούσαν άραγε οι αρνητές των εμβολίων, οι υπερευαίσθητοι ναρκισιστές που φοβούνται το εμβόλιο, και όλοι οι άλλοι που δηλώνουν ότι δεν θέλουν να εμβολιαστούν, να αντιληφθούν την ταυτότητα που υπάρχει μεταξύ της δικής τους λογικής και της λογικής του Μπολσονάρο αναφορικά με τον Αμαζόνιο;

Είναι μήπως σε θέση να καταλάβουν ότι αυτοί διαχειρίζονται, ο καθένας τους ξεχωριστά, το δικό του σώμα, τον δικό του “Αμαζόνιο” που “είναι δικός τους και θα τον κάνουν ό,τι θέλουν” και ότι με την άρνησή τους δημιουργούν συστημικό κίνδυνο για την υγεία όλων, των εμβολιασμένων συμπεριλαμβανομένων;

Είναι, άραγε, σε θέση να κατανοήσουν την έννοια του συστημικού κινδύνου και ότι από την διαχείριση της δικής τους υγείας εξαρτάται η υγεία όλων, ακόμη και των εμβολιασμένων καθώς βρισκόμαστε σε μια κούρσα ταχύτητας μεταξύ του εμβολιασμού και των μεταλλάξεων του ιού; Με άλλα λόγια, μπορούν μήπως να καταλάβουν ότι παρατείνουν την περίοδο της πανδημίας και ότι αυξάνουν έτσι τον κίνδυνο να προκύψει μια παραλλαγή του ιού που δεν θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα υπάρχοντα εμβόλια;

Καταλαβαίνουν μήπως ότι αν δεν φτάσουμε σύντομα σε ποσοστό εμβολιασμένου πληθυσμού 80-85% δεν θα υπάρξει ανοσία;

Και η ερώτηση των ερωτήσεων: είναι άραγε διατεθειμένοι και ικανοί να καταλάβουν ο,τιδήποτε, μα ο,τιδήποτε, από τα παραπάνω;

Για να απαντήσουμε την ερώτηση αυτή ας θυμηθούμε δύο μεγάλες αλλαγές που υπέστη η ελληνική κοινωνία στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού:

Πρώτον, μετά από τριάντα χρόνια αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού έχει εμπεδωθεί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα στον λαό της Δεξιάς, και σε μικρότερο βαθμό (όσο οδυνηρό και αν είναι να το λέμε) σε ένα τμήμα του λαού της Αριστεράς, η παρότρυνση της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι πρέπει να φροντίζουμε τον εαυτό μας και την οικογένειά μας, και αν περισσέψει κάτι ας φροντίσουμε μετά και τον γείτονα· όσο για αυτόν, τον γείτονα, ήταν εκεί για ξεκάρφωμα· εξαφανίστηκε από την παρότρυνση καθώς περνούσαν τα χρόνια και κέρδιζε έδαφος ο αχαλίνωτος νεοφιλελευθερισμός. Να φροντίζετε λοιπόν τον εαυτό σας και την οικογένειά σας, λέει ο νεοφιλελευθερισμός, και από αυτό θα προκύψει το γενικό συμφέρον· έτσι ισχυρίζεται, αυτές είναι οι αξίες του. Έχει διαμορφωθεί λοιπόν μια κοινωνική πλειοψηφία που ζει και πορεύεται φροντίζοντας ο καθένας τον εαυτό του, και η οποία περιλαμβάνει τον λαό της Δεξιάς στην πλειονότητά του αλλά και μια μερίδα του λαού της Αριστεράς (είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε πόσο μεγάλη είναι αυτή· πάντως σήμερα, βοά το αριστερό φέησμπουκ από κάθε είδους νεοφιλελεύθερα αντι-εμβολιαστικά επιχειρήματα).

Δεύτερον, θα πρέπει επίσης να δεχθούμε στο σημείο αυτό ότι έχουμε υποστεί ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, και με αυξανόμενη ένταση καθώς εδραίωνε την εξουσία του ο νεοφιλελευθερισμος, μια διαδικασία γενικής απομόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας και απαξίωσης της επιστημονικής γνώσης. Οι επιθέσεις απαξίωσης από τμήματα της Αριστεράς εναντίον της επιδημιολογίας, της καραντίνας και των εμβολίων είναι συμπτώματα, μεταξύ άλλων, και αυτής της διαδικασίας απομόρφωσης.
Με αυτά τα δύο δεδομένα μπορούμε να αναρωτηθούμε ξανά:

Είναι άραγε διατεθειμένοι και ικανοί να καταλάβουν όσοι δεν θέλουν να εμβολιαστούν, έστω όσοι εξ αυτών αναφέρονται στην Αριστερά, ότι δεν μπορούν να είναι μικροί Μπολσονάρο, στην δική τους μικρή κλίμακα; Είναι μήπως εφικτό να θυμηθούν ότι για την αριστερή μας παράδοση η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα αλλά από ένα σύνολο κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών σχέσεων που συγκροτούν σύστημα, και ότι ένα σύστημα εξ ορισμού αν το αγγίξεις σε ένα σημείο του παράγεις αποτελέσματα σε όλο το μήκος και όλο το πλάτος του; Μπορούν επομένως να καταλάβουν ότι ο εμβολιασμός δεν είναι ατομική υπόθεση;

Οι αισιόδοξοι, παραμένοντας πιστοί στην θετική γνώμη που γενικά διατηρεί η Αριστερά για τους ανθρώπους, θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει μια επίμονη προσπάθεια να εξηγηθούν σε όσους δεν θέλουν να εμβολιαστούν όσα πράγματι ισχύουν για αυτά, ώστε τελικά να εμβολιαστούν για να φτάσουμε σε ποσοστό εμβολιασμένου πληθυσμού 80-85% και έτσι να επιτύχουμε ανοσία.

Οι απαισιόδοξοι, νομίζουν ότι η προσπάθεια αυτή είναι μάταιη και ότι θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι η σχέση μας με τον κόσμο αυτόν της Αριστεράς που είναι εχθρικός ή απορριπτικός έναντι του εμβολιασμού σήμερα και της καραντίνας εχθές, είναι ανταγωνιστική, δεν είναι δηλαδή από εκείνες τις αντιθέσεις που ο Μάο Τσετούνγκ ονόμαζε “αντιθέσεις στους κόλπους του λαού” και οι οποίες λύνονται με τον διάλογο αλλά είναι αντίθεση ανταγωνιστική, που οδηγεί στην πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση και μας αφήνει σαν τελευταία ορθολογική επιλογή τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, ακριβώς όπως ο Μπολσονάρο αφήνει στην ανθρωπότητα ως τελευταία επιλογή να τον αναγκάσει να σταματήσει την καταστροφή του Αμαζονίου.

Πηγή: Commune

Αναζητώντας στην Πάρνηθα τη χαμένη ατομική ευθύνη του Μητσοτάκη

Οι φωτογραφίες του περιχαρούς Μητσοτάκη στην Πάρνηθα εν μέσω πανδημίας και εθνικής υγειονομικής καταστροφής, εκ πρώτης όψεως, ρίχνουν νερό στο μύλο μιας ήσσονος σημασίας δικομματικής αντιπαράθεσης. Ωστόσο μια δεύτερη ανάγνωση φανερώνει τρία πράγματα:

Πρώτον ότι ο κατεξοχήν υπεύθυνος που θα όφειλε να πείθει (και δευτερευόντως να ελέγχει) την κοινωνία για την τήρηση των υγειονομικών μέτρων, έχει γράψει το νόμο και τα μέτρα στα παλιά του τα παπούτσια: Άσκηση πολλά χιλιόμετρα μακριά και εκτός δήμου της κατοικίας του (στο όριο της απαγόρευσης, αλλά πάντως οι κοινοί θνητοί τιμωρούνται με πρόστιμα), άσκηση περισσότερων από δύο άτομα (απαγορεύεται ρητά), καμιά χρήση προστατευτικής μάσκας (επιβάλλεται η χρήση της πριν και μετά την άσκηση), φωτογραφικά ενσταντανέ με στριμωγμένους θαυμαστές (απαγορεύεται επίσης ρητά). Ο πρώτος παραβάτης των νόμων – που θα έπρεπε να τηρούνται για να βγούμε από το λοκ ντάουν – είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο ολίγιστος Πέτσας επικαλείται τον “ανθρώπινο” χαρακτήρα του Μητσοτάκη. Ο πραγματικός λόγος είναι η αίσθηση ιδιοκτησίας της χώρας που διακρίνει το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης και πρώτα από όλα την οικογένεια Μητσοτάκη. Αποθρασύνεται αυτή η αίσθηση ιδιοκτησίας από την απόλυτη ασυλία στα ΜΜΕ που απολαμβάνει ο πρωθυπουργός, στα επίπεδα των ελέω Θεού βασιλιάδων περασμένων αιώνων.

Ο ηλικιωμένος που πήγε να πάρει τη σύνταξη των 360 ευρώ για να ζήσει, έχοντας τη μάσκα κάτω από τη μύτη έφαγε πρόστιμο 300 ευρώ. “Ανθρώπινες” άλλωστε είναι μόνο οι ανάγκες του Μητσοτάκη να κάνει μάουντεν μπάικ και της συζύγου του να κάνει μηχανοκίνητο αθλητισμό μέσα στην Πάρνηθα. Όχι του συνταξιούχου για να ζήσει.

Όμως η πλήρης αποθράσυνση Μητσοτάκη στηρίζεται στη μετακίνηση όλου του πολιτικού φάσματος προς τον κυνισμό, την ιδιοτέλεια, τον παρτακισμό. Ας θυμηθούμε τη δικομματική αντιπαράθεση: Ο Πολλάκης την πρώτη μέρα του λοκ ντάουν βρέθηκε σε εορταστικό δείπνο γιατί “την ιστορία τη γράφουν οι παρέες”. Ο Τσίπρας λίγες βδομάδες μετά το Μάτι, ξέσκαγε σε κότερο εφοπλιστή.

Το θράσος όμως του ενός, αποθρασύνει τον άλλον.

Ο Μητσοτάκης γιατί να μην κάνει ακόμα χειρότερα από όσα έκανε ο Πολλάκης ή ο Τσίπρας;

Γιατί να μην κάνει εκδρομούλα στην Πάρνηθα την ώρα που οι παπούδες δεν μπορούν να δουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους και οι κοινοί θνητοί τρώνε πρόστιμα; Γιατί να μην χαλαρώσει ένα ακόμα Σαββατοκύριακο την ώρα που οι νεκροί αυξάνονται κατά τριψήφια νούμερα;

Και σε αυτές τις περιπτώσεις θα μετράμε με τη μεζούρα τον κυνισμό, την αδιαφορία, τον σταρχιδισμό για την κοινωνία και τα προβλήματά της, για να απονείμουμε το μετάλλιο του χειρότερου στον Μητσοτάκη; Ή πρέπει αντίθετα να θυμηθούμε και να αναζητήσουμε μια πολιτική από τους κοινούς θνητούς για τους κοινούς θνητούς;

Δεύτερον ότι η μόνη έγνοια της διακυβέρνησης της ΝΔ είναι η εικόνα και η επικοινωνία. Δεν την αφορά το νούμερο των νεκρών αλλά το πώς αυτό το νούμερο θα περάσει αναίμακτα στην κοινή γνώμη. Δεν την αφορούν οι ελλείψεις στο ΕΣΥ, αλλά το πώς θα πειστεί ο τηλεθεατής ότι ελλείψεις δεν υπάρχουν. Δεν την αφορά ο έλεγχος της πανδημίας, αλλά το πώς θα περάσει η εικόνα μιας ικανότατης κυβέρνησης και ενός μοναδικού παγκοσμίως πρωθυπουργού που τάχα ελέγχει την πανδημία. Η επικοινωνία είναι το απόλυτο όριο της κυβερνητικής πολιτικής.

Στην πραγματικότητα όμως, η επικοινωνία είναι το απόλυτο όριο της πολιτικής γενικά. Γιατί όσο οι διαχωριστικές γραμμές θολώνουν, η επικοινωνία γίνεται το μοναδικό πεδίο αντιπαράθεσης. Δέκα χρόνια ως κοινωνία είχαμε κυβερνήσεις να εφαρμόζουν τον πιο χυδαίο και κυνικό νεοφιλελευθερισμό με απανωτά μνημόνια. Η έκθεση Πισσαρίδη αλήθεια τι διαφορετικό λέει από όσα εφαρμόστηκαν; Προτείνει ακόμα περισσότερα, ακόμα σκληρότερα, ακόμα χειρότερα, όπως κάθε νεοφιλελεύθερο κρεσέντο. Έχει σημασία να επιστραφεί ως απαράδεκτη στους εμπνευστές της γιατι η εφαρμογή της θα σημαίνει ακόμα χειρότερες εξελίξεις για τον κόσμο της εργασίας. Αλλά δεν λέει τίποτα ανταγωνιστικό σε ό,τι εφαρμόστηκε από το 2010 και μετά, προκαλώντας την κοινωνική και οικονομική καταστροφή της χώρας.

Τι απομένει λοιπόν για όσους εφαρμόζουν όμοια πολιτική, στο ίδιο κοινωνικο-οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο; Να φωνασκούν για τις μεγάλες τους διαφορές στους ρυθμούς, το μείγμα ή τον τρόπο επικοινωνίας τους.

Τρίτον ότι η ίδια η πολιτική ηγεσία της χώρας εξευτελίζει την κοινή λογική και γιγαντώνει κάθε συνωμοσιολογία και τερατολογία. Η κυβέρνηση γελοιοποιεί τα μέτρα υγειονομικού περιορισμού όταν τιμωρεί τους διαδηλωτές με δύο και τρία μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον, αλλά όχι τους αγκαλιασμένους με τον πρωθυπουργό εκδρομείς της Πάρνηθας.

Η πολιτική ηγεσία της χώρας κλείνει το μάτι σε όσους θεωρούν ότι τα υγειονομικα μέτρα είναι περιττά, όταν μέσα στα μέτρα περιλαμβάνει απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις 9.00 το βράδυ ή υποχρεωτική χρήση μάσκας σε κατά μόνας περπάτημα στην εξοχή. Και ανοικτά πλέον ο πρωθυπουργός κάνει πλακίτσα με τα μέτρα γιατί “άνθρωπος είναι, βγήκε να ξεσκάσει ρε αδερφέ”.

Η ατομική ευθύνη ήταν και είναι σημαντική, όταν και όσο οι κυβερνώντες δεν την επικαλούνται για να καλύψουν τις πολιτικές τους ευθύνες.

Αλλά όταν η ατομική ευθύνη μετατρέπεται σε μανδύα που θα κρύψει εγκληματικές και ανεύθυνες αποφάσεις, θα εξευτελίζεται ταυτόχρονα στις βουνοπλαγιές της Πάρνηθας.