Άρθρα

Από τον Ξανθόπουλο στον …Φιλιππίδη

Ο θάνατος του Νίκου Ξανθόπουλου μπορεί να μην σημαίνει πολλά για τις γενιές που γεννήθηκαν στη μεταπολίτευση. Δεν έζησαν τη σχέση αγάπης του ηθοποιού με τον λαό. Τον απλό λαό, τον φτωχό λαό, τον εργάτη λαό, τον μετανάστη λαό. Ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωταγωνίστησε σε κάποιες από τις εμπορικότερες ταινίες της εποχής του, οι οποίες βέβαια δεν διεκδικούσαν δάφνες ποιότητας ή κινηματογραφικής πρωτοπορίας.

Εξέφρασε όμως με τον πιο καθαρό, τον πιο αδιαμεσολάβητο τρόπο, την πλευρά των ηττημένων. Εξέφρασε δηλαδή τους χαμένους του εμφυλίου που ήταν και οι χαμένοι της ζωής. Τον κόσμο της σκληρής δουλειάς και του λειψού μεροκάματου. Τον κόσμο που μετανάστευε μαζικά λόγω φτώχειας. Τον κόσμο που ακόμα κι αν δεν τολμούσε να εκφραστεί πολιτικά στα μαύρα χρόνια της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας, του δεξιού παρακράτους και της χούντας, διατηρούσε οργανικές σχέσεις και άρρηκτους δεσμούς με την παράταξη που το 1949 ηττήθηκε στρατιωτικά, αλλά είχε κερδίσει ηθικά και πολιτικά.

Ο κατατρεγμός του φτωχού στις ταινίες του Ξανθόπουλου ήταν σε ατομικό επίπεδο. Δήλωνε όμως τον συλλογικό κατατρεγμό του καλύτερου μισού του ελληνικού λαού, που αντί να τιμηθεί για το ρόλο του στην αντίσταση βρέθηκε κάτω από το μαχαίρι και το ρόπαλο του χίτη και του ταγματασφαλίτη. Το ατομικό βάσανο του φτωχού πλην τίμιου νέου ήταν η έμμεση αναπαράσταση του συλλογικού βάσανου του τίμιου πλην ηττημένου κινήματος.

Ο κόσμος που γύριζε από τις εξορίες και τα Μακρονήσια, που τρομοκρατούνταν από το μακρύ χέρι του κράτους και του παρακράτους, που δεν μπορούσε να βρει δουλειά παρά μόνο στα γιαπιά και στα καράβια, πρόβαλε τον εαυτό του στις ταινίες του Ξανθόπουλου και στα τραγούδια του Καζαντζίδη. 

Ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν πρωταγωνίστησε στις ποιοτικότερες ταινίες, αλλά σύμφωνα με τους ομοτέχνους του και τους κριτικούς θεάτρου, ήταν ποιοτικός ηθοποιός με εξαιρετικές εμφανίσεις σε νεαρή ηλικία και σε απαιτητικούς ρόλους. Γιος ΕΑΜίτη, αριστερός και ο ίδιος, κυρίως όμως λαϊκός και γνήσιος μέχρι το τέλος. Ακολούθησε στη ζωή του πορεία παράλληλη με τους χαρακτήρες που υποδύονταν στις ταινίες του. Με αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, με σεμνότητα και ταπεινότητα, με αγάπη στο βιβλίο και εκτίμηση στη μόρφωση.

Η λατρεία στο πρόσωπό του ήταν ανεπανάληπτη, ειδικά ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στον απόδημο ελληνισμό. Κάπου στην αυτοβιογραφία του έγραφε:

«… Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή τη αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος , πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με το κόσμο, ένας μ΄αυτούς…Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα».

Αυτό ήταν το παιδί του λαού. 

Ας κάνουμε τη σύγκριση με τα παιδιά της αστικής τάξης. 

Όχι τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα ή τους γόνους των εφοπλιστών με τους οποίους ο Ξανθόπουλος συγκρούονταν στις ταινίες για τα μάτια μιας “Αγγελικούλας”.

Αλλά πολλούς μεγαλοσχήμονες, σημερινούς καλλιτέχνες που αντιλαμβάνονται ότι τέχνη μπορούν να κάνουν αν υιοθετηθούν από την εξουσία ή αν σιτίζονται από την ολιγαρχία.

Και φυσικά το σταριλίκι όχι μόνο δεν τους κάνει πιο έντιμους και πιο εντάξει, αλλά τους μετατρέπει σε κατά φαντασία ημίθεους, με εξουσιαστικές, σεξιστικές, υποτιμητικές, και όπως προέκυψε και για ορισμένους από δαύτους, κακουργηματικές συμπεριφορές.

Δεν είναι μόνο ζήτημα εποχής, πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού για το πώς φτάσαμε από εκεί που είχαμε Ξανθόπουλους και Κατράκηδες, να έχουμε Φιλιππίδηδες και Λιγνάδηδες.

Είναι και ζήτημα κοινωνικής τάξης και ποιότητας κάθε κοινωνικής τάξης.

Από εδώ τα παιδιά του λαού. Από εκεί τα παιδιά της αστικής τάξης.

Ένα αγεφύρωτο ηθικό χάσμα τα χώριζε και θα τα χωρίζει. 

Για τη Σακελλαροπούλου και τον Μητσοτάκη, η Κύπρος κείται μακράν, η Ουκρανία κοντά

Η προεδρος της Δημοκρατίας, χωρίς περίσκεψη και αιδώ δήλωσε στον πρωθυπουργό ότι “η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι η πρώτη τόσο σημαντική επίθεση εναντίον ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο”. Ακόμα και αν αγνοήσουμε τον εξοντωτικό βομβαρδισμό επί τρεις μήνες της Σερβίας από το ΝΑΤΟ πριν από 23 χρόνια, δεν γίνεται να αγνοήσουμε τον Αττίλα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το να υποτιμούν οι δύο ανώτεροι πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες της χώρας την κυπριακή τραγωδία για να εξυψώσουν την ουκρανική, επιβεβαιώνει για μια ακομα φορά ότι οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης περισσότερο ζορίζονται για τις σκοτούρες των ΗΠΑ, παρά για τα εθνικά θέματα της χώρας τους. 

Το σύνολο του ελληνικού αστικού κόσμου στέκεται απέναντι στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πιο εξαγριωμένο από όλη την ευρωπαϊκή ηγεσία. Ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι “η απάντηση της Ε.Ε. πρέπει να είναι ανάλογη της ρωσικής πρόκλησης”. Επειδή κανείς μάλλον δεν τον παίρνει στα σοβαρά, ουδείς τον ρώτησε αν εννοεί ότι πρέπει η Ε.Ε. να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. Και πάλι καλά. 

Τα δε ελληνικά ΜΜΕ συναγωνίζονται σε αντιρωσική υστερία και βλακώδη προπαγάνδα τους πιο κυνικούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. 

Και εν πάσει περιπτώσει αν οι ΗΠΑ νιώθουν ότι πρέπει να κοντύνουν το βασικό τους στρατιωτικό ανταγωνιστή, τη Ρωσία ή αν εκτιμούν ότι πρέπει να την περικυκλώσουν περαιτέρω βάζοντας την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα πώς ακριβώς εξυπηρετούνται από το να κάνουν διαγωνισμό αγανάκτησης, αποτροπιασμού και σκληράδας (στα λόγια) για τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία; 

Στην αρχή της εισβολής, οι ελβετόψυχοι απολογητές του ΝΑΤΟ παπαγάλιζαν ότι αυτό που έκανε η Ρωσία στην Ουκρανία το έκανε η Τουρκία στην Κύπρο. Στην πορεία όμως αποφάσισαν ότι δεν μπορούν να εξισώσουν τον Ρώσο με τον Αττίλα, ούτε το δράμα του Ουκρανικού λαού με το δράμα του Κυπριακού λαού. Έτσι αποφάσισαν να αναδείξουν την Ουκρανία ως τη ΜΟΝΗ χώρα στην Ευρώπη που μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δέχτηκε εισβολή. 

Μήπως η Κύπρος δεν ήταν ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος;

Μήπως δεν ήταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο;

Ή μήπως η εισβολή του Αττίλα δεν ήταν σημαντική επίθεση;

48 χρόνια κατοχής, 150.000 πρόσφυγες (το 1/3 του ελληνοκυπριακού πληθυσμού), 3.000 Ελληνοκύπριοι νεκροί σε ένα σύνολο 640.000 πληθυσμού, το 34% του νησιού παραμένει κατεχόμενο και η Κύπρος ντε φάκτο διχοτομημένη.

Ό,τι εξέλιξη και να έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία, αντίστοιχη καταστροφή δεν πρόκειται να υπάρξει.

Αλλά κατά τα άλλα, για την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία του τόπου, η Ουκρανία είναι η “πρώτη” και η “τόσο σημαντική” επίθεση εναντίον ευρωπαϊκής χώρας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Κύπρος κείται μακράν, έλεγε ο εθνάρχης Καραμανλής. 

Οι επίγονοί του δεν θεωρούν απλά ότι είναι μακριά, την έβαλαν και κάτω από το χαλί, για να μην τους χαλάσουν οι αναλογίες το αφήγημα για το “πρωτοφανές στα χρονικά της Ευρώπης έγκλημα της Ρωσίας”. 

Μην τυχόν και υποτιμηθεί το μείζον, το μοναδικό, το πρωτοφανές έγκλημα του Πούτιν, συγκρινόμενο με το έλασσον, το ξεχασμένο, το ήσσονος σημασίας γεγονός του Αττίλα.

Ποιος χέστηκε για την Κύπρο μωρέ; Εδώ η Ουκρανία δέχτηκε επίθεση.

Εθνική ηγεσία από τα Lidl. Πρόθυμη, δεδομένη, μονοδιάστατη, βασιλικότερη του βασιλέως, έσχατος γελωτοποιός στις αυλές των ισχυρών ηγεμόνων.

Ντροπή.

Το κόμπλεξ του να είσαι Έλληνας

Ο πρόσφατα αποθανών Χρήστος Σαρτζετάκης, λοιδορήθηκε ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας από πολλούς, και αμφισβητήθηκε από ακόμη περισσότερους. Αλλά, αν και η θητεία του άφησε μικρή κληρονομιά, ο χαρακτηρισμός, εκ μέρους του, του ελληνισμού ως «έθνος ανάδελφον», παρέμεινε ως κοινόχρηστη έκφραση.

Όπως άλλες νεοελληνικές ρήσεις («στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι», «στη χώρα αυτή είμαστε όλοι τραγικά αυτοδίδακτοι», «άλλος γαμάει, άλλος πληρώνει», κ.α.), έμεινε, επειδή εκφράζει με δυο λέξεις, μια ιστορική αλήθεια: η Ελλάδα δεν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης κοινότητας εθνών, όπως αποτελούν τα σλαβικά, τα λατινογενή, τα νορδικά, και άλλα έθνη.

Ορισμένοι, βέβαια, ισχυρίζονται ότι «ανήκομεν στη Δύση», και έχουν δίκιο, αλλά με τρόπο ο οποίος δεν αναιρεί το «ανάδελφον». Η «απέραντη παράγκα» που στήσαμε «ανήκει στη Δύση» με την ίδια έννοια που και η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά ανήκε στο αφεντικό του (και όχι, πάντως, με την έννοια της οικογένειας).

Το περίεργο είναι ότι πολλοί από όσους απορρίπτουν τον χαρακτηρισμό περί «ανάδελφου έθνους» ως έκφραση εθνικιστικής υπεροψίας, υιοθετούν ταυτόχρονα με ενθουσιασμό την ίδια ακριβώς ιδέα με ανεστραμμένο πρόσημο. Ισχυρίζονται δηλαδή πως ασφαλώς και είμαστε ανάδελφο έθνος ― αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τα κουσούρια μας.

Ο οικτιρμός τους, δε, των εθνικών κουσουριών εκφράζεται πολλαπλώς. Από το θρήνο για την Ελλάδα που «δεν πέρασε Διαφωτισμό» (άραγε η Ιαπωνία πέρασε;), έως τον κοπετό για φαινόμενα που «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν» (αλλά που, περιέργως, ήρθαν εισαγόμενα), και από τις συνεχείς προτροπές να «γίνουμε ευρωπαίοι», έως το (εξίσου συνεχές) αυτομαστίγωμα επειδή δεν γίναμε ακόμα.

Ορισμένοι, που είτε δεν ταξίδεψαν ποτέ εκτός της Ελληνικής επικράτειας, είτε πήγαν, γύρισαν, ή ακόμα και σπούδασαν έξω, αλλά παρόλα αυτά δεν πήραν χαμπάρι γρυ, θεωρούν ότι κάθε είδους δεινό του ελληνικού βίου είναι μοναδικό ελληνικό φαινόμενο. Ακόμα και αν πρόκειται για χούγια εμφανώς εισαγόμενα.

Για παράδειγμα, ο χουλιγκανισμός, ο οποίος με αφορμή το πρόσφατο αποτρόπαιο συμβάν, αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως δείγμα μιας ιδιαίτερης ελληνικής οπισθοδρόμησης, ενώ όχι μόνο είναι παγκόσμιο φαινόμενο, αλλά έχει ευρωπαϊκά τόσο ταυτιστεί με την Αγγλία, ώστε να χαρακτηρίζεται πανευρωπαϊκά ως η «Αγγλική ασθένεια».

Αντίστοιχα, αν διαβάσει κανείς το ελληνικό «μέτωπο της λογικής», θα συμπεράνει πως εδώ εφευρέθηκαν οι θεωρίες συνωμοσίας. Ενώ, βέβαια, από τους «ψεκασμούς» και τα «UFO» (ΗΠΑ), έως τους Illuminati και τα «Πρωτόκολλα των σοφών της Σιών» (Γαλλία), όλες οι θεωρίες που κυκλοφορούν στην συνωμοσιολογική πιάτσα είναι προϊόντα εισαγωγής.

Και αν τα προηγούμενα παραδείγματα ήταν σχετικά ακίνδυνα, οι παρεξηγήσεις φτάνουν σε πολύ μεγαλύτερο βάθος απαξιώνοντας μέγα μέρος της ιστορίας μας και της αυτοεκτίμησης μας, ή ακόμα και επηρεάζοντας τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής (ή έστω, θα την επηρέαζε, αν αυτή δεν προαποφασίζονταν στην Ουάσιγκτον και το Βερολίνο).

Ο περίφημος ελληνικός «εθνικισμός», για παράδειγμα, ο οποίος στιγματίζεται ως δείγμα «βαλκανικού βαρβαρισμού», δεν ήταν παρά η υιοθέτηση ενός καθαρά ευρωπαϊκού ιδεώδους (και μάλιστα του Διαφωτισμού) από μια υπόδουλη εθνότητα. Και βέβαια, δεν δημιούργησε αποικίες, δεν ξεκίνησε παγκόσμιους πολέμους, ούτε προχώρησε σε γενοκτονίες σαν τους λιμούς των Βρετανών στην Ινδία ή το ναζιστικό Ολοκαύτωμα. Όλα αυτά προϊόντα της πολιτισμένης Δύσης ήταν.

Αυτό δεν σημαίνει πως εδώ γίνονται όλα σωστά, ή πως για όλα τα λάθη μας φταίει ο «ξένος δάκτυλος». Απλά ότι η Ελλάδα δεν έκανε βαθύτερα λάθη από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και ότι σε πολλές περιπτώσεις ― εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας μας, της ιστορίας μας, αλλά και της αδυναμίας και μικρού μεγέθους μας, υπήρξαμε πολύ ανθρωπινότεροι.

Από τα πρώτα μετεπαναστατικά κόμματα (τα επονομαζόμενα και ως το «γαλλικό», το «αγγλικό», και το «ρωσικό» ― το καθένα με βάση τη ξένη δύναμη τα συμφέροντα της οποίας υπηρετούσε), έως το σχέδιο Μάρσαλ, το μετεμφυλιακό κράτος και τα σύγχρονα μνημόνια, οι σοβαρότερες παθολογίες μας αποτελούν προϊόντα εξάρτησης. Κάτι που ισχύει σε όλες τις αποικίες, τα προτεκτοράτα, και τα κράτη-δορυφόρους.

Τα δε σύγχρονα δεινά, από την πολιτική διαφθορά και τα fake news, εώς τις αποβλακωτικές εκπομπές τύπου Survivor και την καταστροφή του περιβάλλοντος, δεν αφορούν κάποια ειδική ελληνική παθογένεια, ή την άλλη καραμέλα της εγχώριας «έλλειψης παιδείας». Όχι γιατί δεν υπάρχει έλλειψη παιδείας, αλλά γιατί και αυτά τα εισάγαμε ― από τις ίδιες τις χώρες που οι κήνσορες μας θαυμάζουν για την παιδεία τους.

Το αντίθετο θα ήταν το περίεργο ― ένα μικρό και ασήμαντο σε επιρροή κράτος όπως το νεοελληνικό να έχει εφεύρει πράγματα που εξαπλώθηκαν παγκόσμια. Όπως στην Αμερική δεν βλέπουν Άγριες Μέλισσες, ούτε ακούνε Τερλέγκα, αλλά εμείς βλέπουμε Game of Thrones και ακουμε Johnny Cash, έτσι και τα σύγχρονα κουσούρια μας τα εισάγουμε μάλλον, παρά τα εξάγουμε. Μαζί εισάγουμε και τις σύγχρονες συνταγές ενάντια σε αυτά ― οι οποίες είναι συχνά χειρότερες των ίδιων των κουσουριών.

Πατριάρχης της σχετικής αυτο-μαστιγωτικής κλάψας (τον οποίο οι σημερινοί θεράποντες της αναγνωρίζουν άλλωστε ως ιδεολογικό τους πρόγονο) υπήρξε ασφαλώς ο Εμμανουήλ Ροϊδης, που εξέφρασε, όχι χωρίς ταλέντο, το Πλατωνικό ιδεώδες του ανθρώπου που εκστρατεύει να διορθώσει αυτό τον τόπο χωρίς πρώτα να τον καταλάβει ― πόσο μάλλον να τον αγαπήσει.

Έκτοτε, οι αυτόκλητοι ή και θεσμικά ορισμένοι σωτήρες δεν θα λείψουν ποτέ από τον δημόσιο λόγο, χάρη σε μια συνεχή φωστήρων που εντυπωσιασμένοι από όσα φοβερά είδαν στας Ευρώπας, έρχονται αποφασισμένοι να μας τα μεταλαμπαδεύσουν. Ο (γερμανο-σπουδαγμένος) Νίκος Δήμου έπαιξε τέλεια αυτό το ρόλο τις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες, με την σχετική αρθρογραφία του και βιβλία όπως «Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας».

Καθώς όμως οι ΗΠΑ γίνονται πιο προσιτές και τα προγράμματα «μαλακής ισχύος» εξαπλώνονται, η Αμερική αρχίζει να επικρατεί ως χώρα εξαγωγής πολιτισμικών προτύπων προς κατανάλωση ημών των κάφρων.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, προειδοποιούσε ήδη από το μακρινό 1988, για τη δημοσιογραφική, διανοητική, και καλλιτεχνική «πρωτοπορία» του εκσυγχρονισμού (διάβαζε «ξεβλαχέματος») της χώρας, η οποία επί Κοσκωτά είχε βρει τον πρώτο μεγάλο της χορηγό:

«(…) μοντέρνοι δημοσιογράφοι, κριτικοί κινηματογράφου, σοβαροί επιχειρηματίες, ψευτοσοσιαλιστές πολιτικοί, νεαροί γιάπις, όλη αυτή ή αφρόκρεμα της φαντασίας που πιστεύει βαθύτατα ότι η Ελλάδα δεν είναι αντάξιά της κι ότι αυτός εδώ ο τόπος πρέπει να γίνει πεζόδρομος στον οποίο θα εξαφανιστούν ακόμα και τα περίπτερα».

Προσθέτοντας, μάλιστα, προφητικά:

«Μόλις καταλαγιάσει το αστυνομικό μέρος της υπόθεσης Κοσκωτά θα γεμίσουμε με αναλύσεις που θα αποδεικνύουν ότι φταίει η Ελλάδα για τον απατεώνα. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος έφυγε από την πλατεία Κολιάτσου και πήγε στην Αμερική. Αλλά κι όταν γύρισε έστελνε τα περιοδικά του στον Νίκολας Γκέητζ ζητώντας του συμβουλές για τη βελτίωσή τους. Το διαφημιστικό της Τράπεζας Κρήτης μοιάζει μάλλον με γερμανικό φιλμάκι που μας προετοιμάζει για την έλευση υπερανθρώπων και το Τέταρτο δεν έχανε ευκαιρία για να τονίσει πόσο ξεπερασμένος είναι ο Καζαντζίδης ή πόσο γύφτος είναι ο Χριστοδουλόπουλος. Η εφημερίδα του ήταν αντιγραφή μιας ανάλογης αμερικάνικης κι ο σταθμός του που ακούει στο όνομα Sky περιέθαλψε τον πρώην διευθυντή του επίσης ξενόγλωσσου ΤΟΡ ΡΜ ο οποίος ήρθε από το Βέλγιο. Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος δεν είχε καμία σχέση με την «ελληνική μιζέρια», όπως ο θαυμαστός καινούργιος Ολυμπιακός δεν έχει καμία σχέση με τη θρυλική ομάδα που πριν να γίνει πολυεθνική εξέφραζε τον κόσμο του Πειραιά. Το σκηνικό που έστησε ο Κοσκωτάς είναι ξένων προδιαγραφών και αποτελεί προπομπό ανάλογων σκηνικών που θα στηθούν στο αμέσως προσεχές μέλλον.»

Πράγματι, από την Αμερική θα έρθουν, από το 1989 και μετά, οι πλέον επιτυχημένες προσπάθειες «εκσυγχρονισμού» της ντόπιας πραγματικότητας. Και, πράγματι, οι σχετικές εκστρατείες ξεβλαχέματος, θα ακολουθήσουν τις πατέντες που εισήγαγε ο Κοσκωτάς, στοχεύοντας σε κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας, και λαμβάνοντας την αντίστοιχη μορφή.

Έτσι, έχουμε π.χ. την λαϊκή και lifestyle εκδοχή (ΚΛΙΚ, ΝΙΤΡΟ, MAX, STATUS), τη χιψτερο-νεανική εκδοχή (01, LIFO), τη φιλελέ εκδοχή (Protagon, Athens Voice), την «καλλιτεχνική» εκδοχή (από τις επιλογές προγράμματος μουσικών μεγάρων εκδοτών και πολιτιστικών ιδρυμάτων εφοπλιστών, έως το Greek Review of Books), κ.α.

Μαζί, φυσικά, με αρκετές μεμονωμένες μορφές («μουρλοκακομοίρες» είναι η λέξη που έρχεται κατά νου) που υπηρετούν το ίδιο εγχείρημα ως ατομικές περιπτώσεις: από τις νουθεσίες της Σώτης Τριανταφύλλου (η οποία ανέλυσε πρόσφατα στο Δημήτρη Δανίκα τις «19 παθογένειες του Έλληνα»), και την ευρατλαντική παλινωδία του Στέλιου Ράμφου, έως το ιστορικό ρεβιζιονισμό του Στάθη Καλύβα.

Αφήνοντας πίσω τους τον Κοσκωτά, οι «βελτιωτές» του ελληνισμού θα πρωτοστατήσουν σε κάθε νέα εθνική εποποιία, όσο πιο βρώμικη και επιζήμια για την χώρα, τόσο το καλύτερο.

Έτσι, Θα ξεκινήσουν καριέρες στα κανάλια και τα περιοδικά που θα στήσουν τα «νέα τζάκια», θα σηκώσουν τα φλάμπουρα του σημιτικού εκσυγχρονισμού, θα πιάσουν τα πόστα σε υπηρεσίες και οργανισμούς, θα υμνήσουν επιχειρηματίες σαν τον Λαυρεντιάδη, τον Φλώρο, τον Κουτσολιούτσο, και το Χριστοφοράκο, θα καλοφάνε στις  «πολιτιστικές πρωτεύουσες», θα χαιρετίσουν την είσοδο της χώρας στο ευρώ, θα λειτουργήσουν ως γραφεία τύπου της Τρόικας, και, όταν το προηγούμενο πολιτικό προσωπικό «καεί», θα στελεχώσουν τη ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ, το (πάλαι ποτέ) ΠΟΤΑΜΙ, και το ΚΙΝΑΛ.

Ταυτόχρονα, με αστείρευτη ενέργεια και ελβετό-ψυχη συνέπεια, δεν θα πάψουν να μαστιγώνουν τους ανάξιους τους (και ανάξιους της «μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας») ιθαγενείς, στηλιτεύοντας όλα τα κακά που «μόνο στην Ελλάδα» συμβαίνουν ― και που, επομένως, απαιτούν την εξιλέωση μας μέσω Μνημονίων, την μεταμόρφωση μας μέσω μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, και την μετεκπαίδευση μας μέχρι να γίνουμε άνθρωποι ή «μέχρι να σβήσει ο ήλιος» (ό,τι έρθει πρώτο).

Αν το ελληνικό έθνος είναι όντως «ανάδελφον» σηκώνει συζήτηση. Ένα όμως είναι σίγουρο: τα κόμπλεξ και οι νουθεσίες των επίδοξων βελτιωτών του δεν είναι καθόλου ανάδελφα.

Στην γενική τους μορφή θα τα συναντήσει κανείς σε πολλές χώρες, αλλά με την ένταση και το βάθος που έχουν στην Ελλάδα, θα τα βρει ειδικά σε αποικίες και πρώην αποικίες. Είναι εκεί όπου η υποτέλεια και ο εξευτελισμός, μετατρέπονται σε αυτο-περιφρόνηση, αλλά και εκεί όπου οι ξενο-σπουδαγμένοι γόνοι των ντόπιων κοτζαμπάσηδων και γενίτσαροι από τις λαϊκές τάξεις, επιστρέφουν για να βοηθήσουν να εμπεδώσουν οι ιθαγενείς την ιδεολογία, την κοσμοθεωρία, και τα συμφέροντα των ξένων αφεντικών. Αφού, πρώτα, βέβαια, τα εμπέδωσαν οι ιδιοι.

Δεν είναι ασφαλώς όλες οι περιπτώσεις ίδιες.

Αν επιτρέπετε μια μαγειρική παρομοίωση, ορισμένοι ορέγονται  πλέον μόνο κασουλέ ― η φασολάδα δεν τους λέει τίποτα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι περισσότεροι της «αστικής παιδείας» ― συμπεριλαμβανομένων αριστερών όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο οποίος άκουγε κλασική αλλά σνόμπαρε το μπουζούκι.

Άλλοι πάλι, δέχονται τα εδώ, ή ακόμα και τα υμνούν αφηρημένα, αλλά χωρίς να τα νιώθουν σε βάθος, και, πάντως, ζητούν να γίνουν ορισμένες βελτιώσεις ― να βάλουμε ας πούμε λίγο σούσι στη χωριάτικη. Σε αυτή την κατηγορία ανήκαν πολλοί από την «γενιά του ΄30».

Άλλοι, τέλος, βλέπουν στα McDonalds την κορυφή της παγκόσμιας κουζίνας. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι περισσότεροι σήμερα, (συμπεριλαμβανομένου του Στέλιου Ράμφου, ο οποίος εξύμνησε την Αμερικανική κοινωνία λίγο πριν πετύχει το ναδίρ της, με το ίδιο πάθος που κάποτε ο Μίμης Ανδρουλάκης έγραφε στο Ριζοσπάστη ενθουσιώδεις ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις για την ΕΣΣΔ που «κτίζει το νέο άνθρωπο», λίγα χρόνια πριν αυτή πάει άκλαφτη).

Το άρθρο του Χρήστου Βακαλόπουλου που παραθέσαμε νωρίτερα, κλείνει με μια προειδοποίηση:

«Οι κάθε είδους μεταμοντέρνοι μας το κοπανάνε συνεχώς: ζείτε σε μια άθλια χώρα, κινητοποιηθείτε και καταστρέψτε την πραγματική σας ζωή, πουληθείτε στις οργανωμένες φαντασιώσεις για να γλιτώσετε από τον εαυτό σας. (…) Αν συμφιλιωθούμε μ’ αυτό που είμαστε ήδη, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε κάτι. Διαφορετικά θα ξοδεύουμε λεφτά μόνο και μόνο για να φανταζόμαστε ότι υπάρχουμε».

Σήμερα, περιφρονούμε ακόμα περισσότερο τη χώρα μας ως άθλια ― όσοι δεν την έχουμε εγκαταλείψει, και κάνουμε ακόμη ό,τι μπορούμε για να καταστρέψουμε όσα απέμειναν από την πραγματική μας ζωή. Εξακολουθούμε, δε, να «φανταζόμαστε ότι υπάρχουμε», αλλά τα λεφτά τα έχουμε ήδη ξοδέψει. Πλέον το κάνουμε με δανεικά.

Πηγή: The Press Project

Brain drain, Mitsotakis vain, our minds pain

Το να εμφανίζεις τον 25χρονο γιο του βιομήχανου ως παράδειγμα επιτυχημένου νέου που επιστρέφει στην Ελλάδα, είναι φυσιολογικό για τον Μητσοτάκη και την παράταξή του. Άλλωστε και ο ίδιος μετά από ακριβές σπουδές, επέστρεψε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, δηλαδή τη διακυβέρνηση της χώρας. Κατά πάσα πιθανότητα το ίδιο θα κάνουν και τα δικά του παιδιά. 

Το να εμφανίζεται όμως ότι αυτός είναι ο δρόμος για την ανάκτηση του επιστημονικού δυναμικού που έφυγε από την Ελλάδα και ζει και εργάζεται στο εξωτερικό κατά την τελευταία δεκαετία, είναι και γελοίο, και χυδαίο. 

Ο λόγος, για τη σημερινή εκδήλωση της κυβέρνησης, όπου πέντε νέοι επιχειρηματίες πλαισίωσαν τον Μητσοτάκη στην παρουσίαση που έκανε ο τελευταίος για το “θετικό επενδυτικό και φορολογικό περιβάλλον” που διαμορφώνεται για όσους επιλέξουν να επιστρέψουν στη χώρα. 

Και ποιον βρήκαν οι θεομπαίχτες της κυβέρνησης να επιλέξουν ως παράδειγμα ανθρώπου που επέστρεψε στην Ελλάδα; 

Τον Παύλο, κληρονομόνο της επιχείρησης “Βίκος – Ηπειρωτική Βιομηχανία Εμφιαλώσεων” ο οποίος επέστρεψε από την Ατλάντα για να αναλάβει τη θέση του Supply Chain Manager στην οικογενειακή επιχείρηση. 

Αυτό όμως δεν είναι brain gain μετά το brain drain της μνημονιακής δεκαετίας. Πρόκειται απλώς για έναν γόνο μιας πλούσιας οικογένειας που έφυγε για καλές και ακριβές σπουδές στις ΗΠΑ, και προτού καλά καλά πάρει το πτυχίο, επέστρεψε να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. 

Ο Παύλος δηλαδή έκανε ότι κάνει το 90% των παιδιών της αστικής τάξης. 

Τι είπε ο ξιπασμένος, ανώφελος και ματαιόδοξος Μητσοτάκης στην παρουσίασή του;

“Δίνουμε ειδικά φορολογικά κίνητρα σε νέους ανθρώπους οι οποίοι έφυγαν στα χρόνια της κρίσης από τη στιγμή που θα επιλέξουν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Και έχουμε εδώ πέρα παραδείγματα: Ο Παύλος σπούδασε στην Αμερική, επέλεξε να γυρίσει και να δουλέψει στον τόπο του, γιατί; Διότι βρήκε μία καλή δουλειά”.

Ναι, έστειλε βιογραφικό και τον προτίμησαν. Έψαχνε δουλειά κάτι μήνες και στάθηκε τυχερός. Έλεος. Τα μυαλά μας πονάνε. 

Ο Παύλος έτσι κι αλλιώς θα πήγαινε στις ΗΠΑ να σπουδάσει, έτσι κι αλλιώς θα γύριζε στην Ελλάδα να δουλέψει, έτσι κι αλλιώς θα κληρονομούσε την οικογενειακή του επιχείρηση. 

Το ερώτημα είναι πόσοι Έλληνες αναγνωρίζουν στον Παύλο τον εαυτό τους;

Πόσοι Έλληνες που σπουδάζουν ή δουλεύουν στο εξωτερικό έχουν μια οικογενειακή βιομηχανία να τους περιμένει στην Ελλάδα;

Δηλαδή, να μην τον γλωσσοφάμε, να είναι καλά ο νεαρός, να πίνει πολύ νερό ο ίδιος, να εμφιαλώνει και καλό νερό η βιομηχανία του και να το πίνουμε και να ξεδιψάμε, αλλά το παράδειγμά του δεν αποτυπώνει την παραμικρή τάση ανάμεσα στους Έλληνες που ξενιτεύτηκαν στα χρόνια της κρίσης. 

Αυτοί, ξενιτεύτηκαν όχι για να αποκτήσουν χαρτί με κύρος από ακριβό Πανεπιστήμιο του εξωτερικού, αλλά γιατί δεν έβρισκαν δουλειά στην Ελλάδα. 

Και δεν θα επιστρέψουν γιατί δεν έχουν βιομηχανία, εταιρεία, κόμμα ή χώρα για να κληρονομήσουν. Δεν θα έρθουν στην Ελλάδα για να τους ταΐζει η οικογενειακή τους επιχείρηση, αντίθετα θα μείνουν στο εξωτερικό για να ενισχύσουν την οικογένειά τους που είναι στην Ελλάδα. 

Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. 

Και αντί να έχεις μια κυβέρνηση που κάνει, έστω το ελάχιστο, για να ανακτήσει το επιστημονικό δυναμικό που δραπέτευσε (ή διαφορετικά, εκδιώχθηκε) από τη χώρα, γιατί το μόνο που έβρισκε εδώ ήταν μισθοί πείνας, ανασφάλεια, εργασιακά κάτεργα, εργοδοτική αυθαιρεσία, μνημόνια και λιτότητα, βρήκε να εμφανίσει τον γιο του βιομήχανου ως παράδειγμα brain gain. 

Τα χρόνια που ο κ. Μητσοτάκης κυβερνά τη χώρα που κληρονόμησε λόγω ονόματος, υπήρχε ένα τεράστιο στοίχημα με το οποίο θα όφειλε να αναμετρηθεί. 

Οι γιατροί που έχουν φύγει κατά την τελευταία δεκαετία στο εξωτερικό, είναι γύρω στους 18.000. Ποιες προσπάθειες έκανε η κυβέρνηση να τους επαναπατρίσει σε μια περίοδο που η ελληνική κοινωνία παρακαλούσε για αναισθησιολόγους, εντατικολόγους, ειδικευμένους, μάχιμους και ταυτόχρονα νέους σχετικά γιατρούς που κέρδιζαν κλινική εμπειρία στο εξωτερικό; Σε μια περίοδο που η έλλειψη ακριβώς αυτών των γιατρών ισοδυναμούσε με χιλιάδες φέρετρα;

Αύξησε τους μισθούς στο ΕΣΥ; Να παίρνει δηλαδή ένας γιατρός τουλάχιστον τα μισά από όσα παίρνει για παράδειγμα ένας κομματικός σφουγγοκωλάριος που διορίζεται διοικητής νοσοκομείου με άσχετα ή μηδαμινά προσόντα; 

Όχι. 

Πρόσφερε συμβάσεις αορίστου σε ειδικευμένους γιατρούς που έρχονται από τα νοσοκομεία του εξωτερικού;

Όχι.

Έδωσε κίνητρα για τις οικογένειές τους;

Όχι. 

Το ελληνικό κράτος με έξοδα του φορολογούμενου πολίτη πλήρωσε τις σπουδές ενός γιατρού, πλήρωσε την ειδίκευσή του, και μετά, με το εργασιακό αδιέξοδο το οποίο έχει δημιουργήσει, τον έδιωξε.

Η Γερμανία, η Αγγλία, η Σουηδία, ακόμα και η Κύπρος, γέμισαν από Έλληνες γιατρούς.

Η χώρα χρειαζόταν επειγόντως ενίσχυση του υγειονομικού της δυναμικού και μάλιστα στο πιο ειδικευμένο, μάχιμο και κλινικό επίπεδο, και ο Μητσοτάκης αγρόν ηγόραζε. Και όχι απλώς αυτό. Αφού έδινε μάχη με νύχια και με δόντια να ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας υγείας, έβλεπε την ενίσχυση του ΕΣΥ, με μόνιμο και καλοπληρωμένο δυναμικό, ως εμπόδιο στα σχέδιά του. 

Και σήμερα, έχει το θράσος να φέρνει ως παράδειγμα επιτυχούς επιστροφής στην Ελλάδα τον κληρονόμο μιας βιομηχανίας. 

Αυτή όμως είναι η άρχουσα τάξη της χώρας, αυτό είναι και το πολιτικό της προσωπικό. 

ΥΓ.
drain: αποστράγγιση, εξάντληση, ξήρανση
vain: ματαιόδοξος, ξιπασμένος, ανωφελής, νάρκισσος, άχρηστος
pain: πόνος

Ο εθνικός διχασμός του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου

Το ΟΧΙ συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια να εμφανίζεται με τον μανδύα της ενότητας και της ομοψυχίας. Ενωμένοι οι Έλληνες κάνουν θαύματα και λοιπά κλισέ. Ωστόσο η 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν η εναρκτήρια στιγμή ενός οργανικού και βαθύτατου διχασμού που όρισε την ελληνική κοινωνία με οξύ τρόπο σε όλη τη δεκαετία του 40 με τις τρεις ένοπλες εξεγέρσεις (Αντίσταση, Δεκέμβρης, Εμφύλιος) και τη χαρακτήρισε για πολλές δεκαετίες μετέπειτα. 

Πώς γίνεται το “εθνικό”, “ομόψυχο”, “ενωτικό” ΟΧΙ του 1940 να οδηγεί σε τόσο βαθύ διχασμό;

Δεν θα μας το απαντήσουν ούτε τα σχολικά βιβλία, ούτε οι σημερινές πανηγυρικές δηλώσεις των παραγόντων της πολιτικής και της πολιτείας. 

Το 1940 η αστική τάξη της χώρας και ο πολιτικός της κόσμος είναι βαθιά διχασμένοι ανάμεσα στις εκλεκτικές τους συγγένειες με το φασιστικό άξονα και στην υποχρέωσή τους να ενταχθούν στο γεωστρατηγικό και πολεμικό στρατόπεδο της μεγάλης προστάτιδας δύναμης, της Αγγλίας. Οι επιλογές έχουν γίνει ήδη εκατό χρόνια και πλέον νωρίτερα. Η ελληνική άρχουσα τάξη θα βρίσκεται στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας και αυτή η κατεύθυνση δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί ποτέ, ακόμα και τότε που σημαντική  μερίδα της εξουσίας (Παλάτι) θελήσει να αλλάξει τον προσανατολισμό οδηγώντας στον Εθνικό Διχασμό του 1915-1917. Το καθεστώς Μεταξά μπορεί να ανακαλύπτει τη γοητεία του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, αλλά δεν παύει να είναι δικτατορία της αστικής τάξης και δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τις στρατηγικές της επιλογές. 

Η αστική τάξη θα πει ΟΧΙ στον φασιστικό άξονα, αλλά θα το πει έτοιμη να συνθηκολογήσει στη νέα πραγματικότητα της πανευρωπαϊκής κυριαρχίας του Τρίτου Ράιχ, βουτηγμένη στο χυδαίο πραγματισμό της δικής της επιβίωσης, ανεξαρτήτως της επιβίωσης της χώρας. Η ευκαμψία και η προσαρμοστικότητά της να υπηρετεί κάθε είδους μεγάλη δύναμη, ανεξαρτήτως αρχών και πεποιθήσεων, είναι παροιμιώδης. 

Το ΟΧΙ της άρχουσας τάξης αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά της συμφέροντα, ευθυγραμμίζεται με την προστάτιδα δύναμή της, την Αγγλία που ως εκείνη τη στιγμή είναι ο βασικός αντίπαλος του Άξονα. Έχει κυρίως να  να κάνει με τον γεωπολιτικό της προσανατολισμό και όχι με τις αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. 

Από τη μια λοιπόν η ελληνική αστική τάξη, ο πολιτικός της κόσμος, το Παλάτι και το καθεστώς Μεταξά, λένε το ΟΧΙ. Δηλαδή δεν λένε ακριβώς ΟΧΙ, καθώς, παρά την εθνική μυθολογία της 28ης Οκτωβρίου, η απάντηση του Μεταξά ήταν το παθητικό συμπέρασμα που διατυπώνει ένας παρατηρητής των γεγονότων: “alors, c’est la guerre”.

Από την άλλη, το ΚΚΕ, δια στόματος του γραμματέα του, Ν.Ζαχαριάδη, έγκλειστου στις φυλακές της Κέρκυρας, διατρανώνει λίγες ώρες αργότερα, ένα στεντόρειο και ισχυρό ΟΧΙ. “O κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα”: η διατύπωση στο περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη κρύβει πολύ μεγαλύτερη δύναμη, αποφασιστικότητα, εθνική αξιοπρέπεια και βούληση για αγώνα και αντίσταση από την ξεψυχισμένη αντίδραση της αστικής τάξης. 

Το τσακισμένο από τις συλλήψεις, τις εξορίες, τον χαφιεδισμό και τα βασανιστήρια, ΚΚΕ, έχει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα να προσανατολιστεί σωστά, να συμβαδίσει με το λαϊκό αίσθημα, να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία της χώρας. Ακόμα και τότε, που η ΕΣΣΔ είναι ακόμα αμέτοχη στον πόλεμο, τηρώντας το σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ για να κερδίσει χρόνο μπροστά στην αναπόφευκτη χιτλερική εισβολή, οι Έλληνες κομμουνιστές ζητούν από την πρώτη μέρα του πολέμου, μέσα από τις φυλακές και από τις εξορίες να σταλούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Και όταν, μήνες αργότερα, με τη γερμανική πλέον εισβολή, το μέτωπο καταρρέει, οι κομμουνιστές θα πάρουν τη θέση τους στην ηγεσία του λαού, επικεφαλής, εμπνευστές, πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης, χύνοντας ποταμούς αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας, την ώρα που η “φυσική ηγεσία” της χώρας, το Παλάτι και ο αστικός πολιτικός κόσμος παριστάνουν την κυβέρνηση από το Κάιρο. 

Η 28η Οκτωβρίου μπορεί να αποτυπώνει έναν παλλαϊκό κι πανεθνικό ξεσηκωμό υπεράσπισης της πατρίδας από τη φασιστική εισβολή, αλλά την ίδια στιγμή καταγράφει τη διαφορετική ποιότητα και βάθος του ΟΧΙ που είπε η άρχουσα τάξη και του ΟΧΙ που είπε το κομμουνιστικό κίνημα. 

Αυτή ακριβώς η διαφορετική ποιότητα εξηγεί τις αποκλίνουσες πορείες της Αριστεράς και της Δεξιάς κατά τη δεκαετία του 40. 

Το ένα ΟΧΙ οδηγεί στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ, στην ΕΠΟΝ. 

Το άλλο ΟΧΙ οδηγεί στη συνθηκολόγηση, στη λιποταξία, στη δραπέτευση στη Μέση Ανατολή ή και στη συνεργασία με τον κατακτητή.

Ψυκτικός σε δημόσιο ΙΕΚ ή ανθρωπιστικές σπουδές στο Γέιλ;

Οι πανηγυρισμοί Μητσοτάκη για τον αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων νέων από τα Πανεπιστήμια κορυφώθηκαν τη χθεσινή μέρα, όταν ανακοίνωσε ότι “διπλάσιος αριθμός νέων επέλεξαν να εγγραφούν στα δημόσια ΙΕΚ”. 

Η δήλωση αυτή είναι ίδιας ποιότητας με τυχόν παραδοχή ότι “διπλάσιος αριθμός εργαζομένων επέλεξε να ζει λιτά με 600 ευρώ το μήνα”. Ο κ. Μητσοτάκης θα μπορούσε επίσης να δηλώσει πανευτυχής ότι “διπλάσιος αριθμός νέων επιλέγουν να ζουν με τους γονείς τους μέχρι τα σαράντα τους”, ή ότι “διπλάσιος αριθμός πτυχιούχων επιλέγουν να μην εργαστούν”.

Για τον εκπρόσωπο μιας τάξης που δεν κουράστηκε, δεν δούλεψε και δεν αγχώθηκε ποτέ για τον άρτον τον επιούσιον, ο αποκλεισμός δεκάδων χιλιάδων αποφοίτων από τα Πανεπιστήμια είναι κάτι σαν φυσική και αναπόφευκτη εξέλιξη. Είναι φυσικό οι γόνοι της κυρίαρχης τάξης να τελειώνουν πανάκριβα ιδιωτικά και να γράφονται σε κορυφαία Πανεπιστήμια.

Είναι αναμενόμενο πριν καν προλάβουν να τελειώσουν τις σπουδές τους να προσλαμβάνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις με εξαψήφιους μισθούς. Και αφού παραστήσουν ότι δούλεψαν σκληρά στο εξωτερικό και έγιναν “αυτοδημιουργητοι και επιτυχημένοι”, να επιστρέφουν στα πάτρια εδάφη που θα κληρονομήσουν την επιχείρηση, την έδρα, την καριέρα ή το κόμμα του μπαμπά.

Αυτή είναι η φυσιογνωμία της αστικής τάξης της Ελλάδας.

Έτσι γίνεται η αναπαραγωγή των γόνων της.  

Το καλοκαίρι που η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέκλειε δεκάδες χιλιάδες νέους από τα ΑΕΙ, εξαναγκάζοντάς τους να γραφτούν σε κολέγια και ιδιωτικά ή δημόσια ΙΕΚ, ο πρωθυπουργός συνόδευε την κόρη του σε ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου. 

Η κόρη του Μητσοτάκη “επέλεξε” να αποφοιτήσει από ένα μεγάλο ιδιωτικό σχολείο, “επέλεξε” να έχει μια στρατιά συμβούλων που την καθοδήγησαν στις σπουδές της, “επέλεξε” να δημιουργήσει και μια ΜΚΟ που της εξασφάλισε εξαιρετικό βιογραφικό και άνετη πρόσβαση στις ανθρωπιστικές σπουδές κορυφαίου Ivy League Πανεπιστημίου. Αύριο θα “επιλέξει” την πολυεθνική στην οποία θα προσληφθεί με εξωπραγματικό μισθό και το προφίλ της επιτυχημένης θα συνεχίσει να χτίζεται ως αποτέλεσμα “σκληρής δουλειάς”, “επίπονης μελέτης” και “προσωπικών ικανοτήτων”.

Ο γιος του Μήτσου (ας βαφτίσουμε έτσι έναν ανώνυμο κοινό θνητό από το Περιστέρι), “επέλεξε” να φοιτήσει στο δημόσιο Λύκειο της γειτονιάς, “επέλεξε” να δώσει Πανελλήνιες χωρίς βοήθεια από μια στρατιά καλοπληρωμένων ιδιαιτεράδων. Ούτε καν διανοήθηκε ότι υπάρχει η επιλογή μετά το Λύκειο να πάει κατευθείαν στο εξωτερικό σε Πανεπιστήμιο του οποίου τα δίδακτρα αξίζουν δύο και τρεις φορές περισσότερο από την αξία του σπιτιού της οικογένειάς του. Τέλος, σε περίπτωση που δεν πέρασε τη βάση εισαγωγής “επέλεξε” να πάει στο δημόσιο ΙΕΚ να γίνει ψυκτικός. 

Γιατί όπως είπε και ο Μητσοτάκης στη Βουλή, το παιδί από το Περιστέρι είναι λογικό να γίνει ψυκτικός από το δημόσιο ΙΕΚ.

Το παιδί από το Παλαιό Ψυχικό είναι λογικό να σπουδάσει οικονομικές, πολιτικές ή ανθρωπιστικές επιστήμες σε πανάκριβο Πανεπιστήμιο του εξωτερικού.

Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με το επάγγελμα του ψυκτικού. Είναι ένα χρήσιμο και αξιοπρεπέστατο επάγγελμα. Αλλά όχι μόνο. Είναι απολύτως απίθανο ο ψυκτικός να ζημιώσει το δημόσιο συμφέρον, να μασουλά με σαράντα μασέλες δημόσιο χρήμα, να λεηλατεί ΕΣΠΑ με ταχύτητα μεγαλύτερη από τη σκιά του, να ζει ως κηφήνας σε βάρος των υπολοίπων.

Πράγμα που δεν μπορούμε να πούμε για τον γόνο της αστικής τάξης γιατί αυτή ακριβώς είναι η ζωή για την οποία ετοιμάζεται.

Έχουμε όμως πρόβλημα να βαφτίζουμε “επιλογή” τον εξαναγκασμό με το πιστόλι στον κρόταφο. 

Δεν πρόκειται για επιλογή. Πρόκειται για προκαθορισμένη πορεία αποφασισμένη από την κοινωνική και οικονομική δυνατότητα του καθένα. 

Αν πριν από μερικές δεκαετίες το παιδί του Μήτσου από το Περιστέρι είχε κάποιες πιθανότητες να ανέλθει κοινωνικά και οικονομικά μέσα από την εκπαίδευση, σήμερα αυτές οι δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητας μειώνονται.

Για να γίνει κανείς πλούσιος και ισχυρός πρέπει να έχει πλούσιο και ισχυρό μπαμπά. Διαφορετικά, όσα πτυχία και να συσσωρεύσει δεν θα αλλάξει την κοινωνική του κατάσταση. Οι αναπληρωτές που χλευάζονται από την Κεραμέως μπορεί να έχουν μαζέψει μεταπτυχιακά, σεμινάρια και διδακτορικά, αλλά εξακολουθούν να είναι με τη βαλίτσα στο χέρι από νησί σε νησί και από νομό σε νομό. Οι επικουρικοί γιατροί μπορεί να έχουν φάει τα χρόνια τους σε σπουδές και ειδικότητες αλλά εξοακολουθούν να βλέπουν τις πόρτες του ΕΣΥ κλειστές και μόνη διέξοδο το εξωτερικό. Οι νέοι δικηγόροι μπορεί να ξημεροβραδιάζονται πάνω από δικόγραφα και νομολογίες αλλά πληρώνονται με λιγότερα από τον βασικό μισθό. 

Κάποιοι έχουν την ελευθερία να επιλέξουν τις ενθρωπιστικές σπουδές στη Γέιλ. Και κάποιοι άλλοι δεν έχουν παρά να “επιλέξουν” το δημόσιο ΙΕΚ της τραγικής υποβάθμισης, των ανύπαρκτων επαγγελματικών δικαιωμάτων, των χιλιάδων ελλείψεων σε υποδομές και προσωπικό.

Καμιά ελευθερία επιλογής δεν υπάρχει στο παραπάνω. 

Η μόνη επιλογή που απομένει είναι να μη συμβάλει ο Μήτσος (και ο κάθε Μήτσος) στην αναπαραγωγή ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων όπου η άρχουσα τάξη εξακολουθεί να άρχει, χορτάτη, επιτυχημένη, αυτοθαυμαζόμενη και άνετη, την ώρα που η εργαζόμενη κοινωνία εξακολουθεί να παρακολουθεί ανήμπορη, εξουθενωμένη και βουλιαγμένη στο άγχος της επιβίωσης το κηφηναριό του Κολωνακίου να της κουνά το δάκτυλο.

Τον Οκτώβρη του 44 οι κομμουνιστές γιόρταζαν με τον λαό την απελευθέρωση. Η αστική τάξη πού ήταν;

Σαν σήμερα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα έβγαινε στους δρόμους γιορτάζοντας την απελευθέρωσή της από το φασιστικό ζυγό. Πρωτοπόροι στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης οι κομμουνιστές, το ΚΚΕ, με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, έχοντας ήδη δώσει ποτάμια αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Εκτελέσεις, βασανιστήρια, φυλακές, μάχες στις πόλεις και στα βουνά, είναι ο βαρύς τίτλος τιμής που έφερε και φέρει η παράταξη της Αριστεράς για τη δράση της στη δεκαετία του 40. Ο λαός αναγνώρισε στους κομμουνιστές τους φυσικούς ηγέτες του, τους επικεφαλής των αγώνων και των προσδοκιών του και συμπύκνωσε τις ελπίδες του για την επόμενη μέρα στο αίτημα της λαοκρατίας και της νέας Ελλάδας.

Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, η άρχουσα τάξη, η αστική τάξη της χώρας, ήταν εκκωφαντικά απούσα από τον αγώνα της Αντίστασης. Το πιο ισχυρό τμήμα της βρέθηκε καθόλη τη διάρκεια της Κατοχής εκτός Ελλάδας, υπό τις προστατευτικές φτερούγες των Άγγλων, στο Κάιρο και στη Μέση Ανατολή. Ο βασιλιάς, οι πολιτικοί της Δεξιάς και του Κέντρου, οι ισχυροί φιλο-αγγλικοί πολιτικοί και επιχειρηματικοι κύκλοι βούτηξαν τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας και δραπέτευσαν, αφήνοντας το λαό να πεθαίνει από την πείνα και τις κακουχίες.

Ένα άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης, βρέθηκε στο πλευρό των Γερμανών, εκδηλώνοντας ανοικτά τον δοσιλογισμό της. Συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, είτε φορώντας την κουκούλα για να καταδώσουν τους αγωνιστές, είτε στελεχώνοντας τον κατοχικό μηχανισμό σε υπουργεία, κεντρική κυβέρνηση, τοπικές διοικήσεις.

Οι εντελώς αναιμικές απόπειρες να εμφανιστεί μια ελάχιστη αντιστασιακή δραστηριότητα από τη μεριά της αστικής τάξης, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την προσπάθεια να μην μονοπωλήσει την Αντίσταση το ΚΚΕ. Οι Άγγλοι αντιλήφθηκαν πως “μπροστά στο επαίσχυντο θέαμα το δοσιλογισμού της μεγαλοαστικής τάξης και της παλιάς πολιτικής ηγεσίας, ο λαός θα ξεσηκωνόταν και η Ελλάδα θα έφευγε από τα χέρια τους”. Ωστόσο η ποιότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν τέτοια που δεν αναίρεσε τη γενικευμένη δοσιλογική της εικόνα και έφτασε το πολύ μέχρι τις γκροτέσκο καταστάσεις του Τσιγάντε και των αγγλικών λιρών με τις οποίες επιχειρήθηκε να στηθεί αντιΕαμικό μέτωπο. 

Αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα στο συμμαχικό στρατόπεδο που πριν καλά καλά ηττηθεί οριστικά ο Χίτλερ τον Μάη του 45, ήδη δηλαδή από το 1944, να τιμά, να αποκαθιστά, και να στηρίζεται στους δοσίλογους, στους συνεργάτες των ναζί, στους γερμανοτσολιάδες, στους κουκουλοφόρους προδότες της πατρίδας. 

Ο λόγος ήταν απλός: όσα τμήματα της αστικής τάξης δεν συνεργάστηκαν με τους ναζί κατακτητές, έκαναν διακοπές στο εξωτερικό, περιμένοντας την νίκη των Άγγλων και την αποκατάσταση των ίδιων στην εξουσία, όσο ο λαός πεινούσε και πέθαινε. Μπορεί εκ των υστέρων η Αντίσταση να βαφτίστηκε “Εθνική” αλλά απηχούσε περισσότερο το χαρακτήρα του αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης όπως αυτός καθορίστηκε από το ΕΑΜ και τους κομμουνιστές, και καθόλου την πανεθνική συμμετοχή όλων των τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων της Ελλάδας. 

Στις 12 Οκτώβρη του 44, γεγονός είναι ότι οι κομμουνιστές ήταν παρόντες και οι αστοί απόντες. 

Σε μια από τις σημαντικότερες εποποιίες του ελληνικού λαού στη νεότερη ιστορία του, η άρχουσα τάξη, είτε κρύφτηκε, είτε στάθηκε απέναντί του.

Έχει σημασία αυτή η αλήθεια 77 χρόνια μετά;

Έχει, για δύο λόγους. 

Ο πρώτος είναι ότι ένα τμήμα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς επιχειρεί και σήμερα να συγκροτηθεί στο όνομα της πατρίδας και του έθνους, κατηγορώντας την Αριστερά ως δύναμη προδοτική και αντεθνική. Ο ανυπόληπτος κατά τα άλλα Μπογδάνος, επικαλέστηκε στη Βουλή τον Γρίβα, τον αρχηγό της προδοτικής φασιστικής οργάνωσης Χ κατα τη ναζιστική κατοχή και μετέπειτα αρχηγό της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β. Έλεγε λοιπόν ο Γρίβας ότι μεγαλύτερος εχθρός, στην περίπτωση της Κύπρου, και από τους Βρετανούς και από τους Τούρκους, ήταν οι κομμουνιστές. Και είχε δίκιο. 

Πράγματι, η Δεξιά, για να μην πέσει η χώρα στα χέρια των κομμουνιστών, συνεργάστηκε με τους ναζιστές Γερμανούς και τους φασίστες Ιταλούς, υιοθετήθηκε από τους Άγγλους, προσέφερε τη χώρα ως φτηνό οικόπεδο στους Αμερικάνους, κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα, παρέδωσε την Κύπρο στον Αττίλα. 

Για να μην χάσει η αστική τάξη την εξουσία δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να συνεργάζεται με όσους επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας. Επίγονοι αυτής της Δεξιάς στην περίοδο των μνημονίων αναφωνούσαν “Γερούν γερά” και “βάστα Σόιμπλε” κατά την εφαρμογή ενός εξοντωτικού προγράμματος λιτότητας για το οποίο μέχρι και η Μέρκελ δήλωσε αναδρομικά ότι είχε τύψεις. Αυτοί όμως έμειναν αμετανόητοι. 

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το κοσμπολίτικο και εκσυγχρονιστικό τμήμα της Δεξιάς, το ακραίο Κέντρο που θέλει να φέρει φιλελεύθερα παράσημα στο πέτο του, επιχειρεί να πετάξει την ιστορία στη λήθη, να υπερβεί τάχα τους ιστορικούς διχασμούς, ζητά να ενώσει το λαό και να κοιτάξει το μέλλον και όχι το παρελθόν. Και ίσως θα ήταν συγκινητική αυτή η προσπάθεια, αν η ενότητα του λαού δεν πραγματοποιούνταν κάτω από τα οράματα και τα συμφέροντα της τάξης που τον κυβερνά. Η ιστορική λήθη είναι πράγματι βολική για το ξαναβάφτισμα της αστικής τάξης της χώρας στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ. 

Μόνο που η ιστορία δεν είναι τόμοι ξεχασμένοι στη βιβλιοθήκη, ούτε αποκλειστικό αντικείμενο των ιστορικών ερευνών και των ακαδημαϊκών μελετητών. 

Είναι ζώσα πραγματικότητα, που μας θυμίζει και θα μας θυμίζει ότι αυτή τη μέρα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα απελευθερώθηκε με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή του αγώνα και των θυσιών και την αστική τάξη απούσα. 

Και ακόμα και αν αυτή η αλήθεια δεν λύνει κανένα πολιτικό αδιέξοδο της Ελλάδας του 21ου αιώνα, δεν παύει να αποκαλύπτει την ποιότητα και την προοπτική και των μεν και των δε. Όσο και αν οι μεν είναι διαλυμένοι, ηττημένοι, σκορπισμένοι, και οι δε φιγουράρουν νικητές, κυρίαρχοι και σίγουροι.

Έξι χρόνια από την ορφανή νίκη του δημοψηφίσματος: Γιατί τόση επιθετικότητα από την άρχουσα τάξη;

Λένε ότι οι ήττες είναι ορφανές ενώ οι νίκες έχουν πολλούς πατεράδες. Στην περίπτωση της κορυφαίας στιγμής της ελληνικής πολιτικής ιστορίας του 21ου αιώνα, συνέβη το ανάποδο. Η νίκη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 έμεινε ορφανή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν ο βασικός εκφραστής του ΟΧΙ, προσχώρησε στο στρατόπεδο των «ηττημένων», η ΝΔ αν και χαμένη, δήλωνε απειλητικά ότι «η αστική τάξη θα αντιδράσει όπως ξέρει» και το ΚΚΕ απείχε επιδεικτικά από την πιο οξυμένη κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων δεκαετιών.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήρθε κόντρα σε θεούς και δαίμονες περιγελώντας πολύ ισχυρότερους αντιπάλους. Η περίοδος του Ιουλίου του 2015 ανήκει στις χρονικές στιγμές που ο συσχετισμός ανατρέπεται και η κοινωνική πλειοψηφία σπάει έστω και συγκυριακά το καβούκι του φόβου και της ανασφάλειας, αυθαδιάζει στους αφέντες και δοκιμάζει την αμφισβήτηση και την ανυπακοή. Ως τέτοια, θα είναι πάντα σημείο αναφοράς για τις δυνάμεις που οραματίζονται και δουλεύουν για την κοινωνική ανατροπή και δεν την έχουν παρκάρει ξεχασμένη σε εικονοστάσι του παρελθόντος. Δεν είναι τυχαίο ότι το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του προκάλεσαν και προκαλούν τη λυσσασμένη οργή της άρχουσας τάξης και του διευθυντηρίου της Ε.Ε.

Η μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ συνέβαλε καθοριστικά σε μια μακρά περίοδο αρνητικού συσχετισμού, βαθιάς και στρατηγικής ήττας της Αριστεράς σε κάθε της εκδοχή. Σε αυτήν την περίοδο βρισκόμαστε σήμερα, και δεν είναι ορατή η έξοδος από αυτήν. Η ήττα που ακολούθησε τη νίκη, ήταν το αποτέλεσμα της μαζικής εμπέδωσης της ιδεολογίας του μονόδρομου. Εδώ, ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε τη σφραγίδα του. Η προσχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του αντιμνημονιακού στρατοπέδου στο μνημονιακό μονόδρομο, έδειξε και τα όρια της εύκολης και ανέξοδης αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης.

Από τα Ζάππεια του Σαμαρά, μέχρι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του Τσίπρα, η πραγματικότητα έδειξε ότι όσοι συναντιούνται με αυτήν, πρέπει, είτε να σκύψουν ατιμωτικά το κεφάλι στους διεθνείς και εγχώριους συσχετισμούς, είτε να επιλέξουν μια πολύ βαθύτερη ρήξη από τις ανώδυνες λογοκοπίες με ζουρνάδες και νταούλια. Η αντίθεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο έληξε όταν πλέον αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ φτωχή για να εκφράσει τις βαθύτερες ρήξεις και ανατροπές που απαιτούνταν.

Η νίκη που έγινε ήττα προκάλεσε μια σαρωτική αντεπίθεση της αστικής τάξης. Ξεσαλωμένη, καθότι «δικαιωμένη», επιδίδεται σε κρεσέντο κοινωνικού αγριανθρωπισμού με ισχυρές δόσεις πολιτικού τσογλανισμού. Η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό έχουν κυριολεκτικά «απασφαλίσει» θεωρώντας ότι όχι μόνο η ιστορία τους δικαίωσε, αλλά ότι τους επιτρέπονται πλέον τα πάντα. Το μίσος που δείχνει η αστική τάξη απέναντι στο λαό, στις κοινωνικές και εργατικές κατακτήσεις που απέμειναν από τον προηγούμενο αιώνα, και σε ενδεχόμενη επανάληψη επικίνδυνων στιγμών, είναι ενδεικτικό του πόσο άλλαξε ο συσχετισμός από το καλοκαίρι του 2015.

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι αυτή η επιθετικότητα οφείλεται στον πολιτικό γόνο που έλαχε να ηγηθεί της ρεβανσιστικής παλινόρθωσης, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Προσωποποιούν την επιθετική ανασυγκρότηση του αστισμού στον βασικό εκφραστή των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, τον νυν πρωθυπουργό, υποβαθμίζοντας όμως τις βαθύτερες αιτίες αυτής της επιθετικότητας.

Άλλοι ισχυρίζονται ότι η αστική πολιτική βρίσκεται σε πλεονεκτική συγκυρία καθώς οικοδομεί ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις κερδίζοντας όχι μόνο το μεγάλο κεφάλαιο αλλά και μικρομεσαία στρώματα. Το ερώτημα βεβαίως εδώ είναι αν αυτές οι συμμαχίες με τη μεσαία τάξη κερδίζονται επειδή είναι υπαρκτές, ελκυστικές και ορατές οι προοπτικές βελτίωσης της θέσης της, ή επειδή οι προσδοκίες είναι πλέον υπό του μηδενός, μετά από μια περίοδο οικονομικής συντριβής (2010 – 2016) και μια μεταμνημονιακή στασιμότητα (2017-2021) που δείχνει ότι θα κρατήσει πολλά ακόμα χρόνια.

Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη αντιλαμβάνεται ότι η μεταμνημονιακή Ελλάδα είναι ισχυρά υποβαθμισμένη, ότι η εποχή της ισχυρής Ελλάδας της εισόδου στην ΟΝΕ και των Ολυμπιακών Αγώνων είναι άπιαστο όνειρο, ότι η Ε.Ε. έχει κατατάξει οριστικά τη χώρα σε επιδεινωμένη θέση στην περιφέρειά της, εσαεί αναλώσιμη και ευάλωτη σε κάθε είδους πίεση, οικονομική ή γεωπολιτική.

Κοινωνικά και οικονομικά είναι καθολικά αποδεκτό ότι το μόνο που θα ευδοκιμήσει στη χώρα είναι ο τουρισμός και οι σχετιζόμενες με αυτόν υπηρεσίες, ενώ ο μοχλός της αναιμικής ανάκαμψης θα είναι η φούσκα των ακινήτων. Ο τουρισμός είναι μια εντελώς επισφαλής (όπως έδειξε η πανδημία), οριακή (αφορά σωρευτικά το ένα πέμπτο του ΑΕΠ) και ταξικά χρωματισμένη οικονομική δραστηριότητα (καθώς γεννά κατά πλειοψηφία ανασφαλείς και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας). Η ανοδική πορεία στις τιμές των ακινήτων μπορεί να εκτινάξει τα κέρδη των μεγάλων του real estate και ίσως να ευνοήσει συγκυριακά κάποια μεσαία στρώματα, αλλά θα φέρει την κόλαση για τις νέες ηλικίες που βλέπουν τιμές και ενοίκια να φεύγουν πολύ πάνω από τα εισοδήματά τους.

Γεωπολιτικά αποδεικνύεται ότι η χώρα θα είναι διαρκώς δεδομένη σε κάθε επιθυμία του ευρωατλαντικού παράγοντα, εξαϋλώνοντας την όποια δυνατότητα διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να έχει μια τυπικά ανεξάρτητη χώρα με πολυδιάστατες διεθνείς σχέσεις. Η δικομματική πολιτική ολοκληρωτικής ένταξης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ, ξεκίνησε ως φαεινή διπλωματία επί ΣΥΡΙΖΑ που τάχα θα αποκόμιζε οφέλη από την όξυνση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων και κατέληξε σε διαρκείς υποχωρήσεις στις μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας, υπό την προτροπή του ΝΑΤΟ «βρείτε τα κάπου στη μέση».

Τι είδους και ποιας ποιότητας όραμα και σχέδιο είναι αυτό που προσφέρει στη χώρα και στο λαό της, η ελληνική αστική τάξη;

Ποια προοπτική συνιστά για την κοινωνική πλειοψηφία μια χώρα γκαρσονιών, μια οικονομία με μονοκαλλιέργεια τον τουρισμό και τα ακίνητα, μια Ελλάδα που είδε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να πέφτει σε μια δεκαετία κατά 28%, πρώτα με τα μνημόνια και έπειτα με την πανδημία; Και πόσο πειστική είναι η προοπτική ανάκαμψης η οποία όλο και αναβάλλεται και που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τα πολύ μεγάλα εισοδήματα;

Κι όμως, αυτή η χρεοκοπημένη αστική πολιτική, αυτή η πολλαπλά αποτυχημένη αστική τάξη, εμφανίζεται σήμερα πιο επιθετική από ποτέ.

Είναι σαφές ότι αυτό δεν οφείλεται στις δυνατότητές της, αλλά στην απουσία αντιπάλου της. Για την ακρίβεια, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι απέδειξε το καλοκαίρι του 2015 ότι «δεν υπάρχει άλλος δρόμος». Κι αν σήμερα ξεσαλώνουν οι «γόνοι» της αστικής τάξης με προκλητικές πολιτικές και νόμους, είναι γιατί χθες τους το επέτρεψαν οι «σώγαμπροι» της αστικής τάξης, όταν αποφάνθηκαν ότι κάθε σκέψη εξόδου από το μονόδρομο των δανειστών και της Ε.Ε. είναι «πορεία σε ναρκοπέδιο μετά τη διακεκαυμένη ζώνη».

“Η ανώμαλη πορεία του έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις”

Το antapocrisis αναδημοσιεύει ένα εκτεταμένο απόσπασμα από τα Προλεγόμενα στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας του Ν. Σβορώνου. Το εμβληματικό αυτό έργο, παρότι συμπληρώνει μισό αιώνα ζωής αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς καθώς συμπυκνώνει με σαφήνεια και καθαρότητα τα βασικά χαρακτηριστικά της συγκρότησης και εξέλιξης του νεοελληνικού έθνους και κράτους και εστιάζει στη φυσιογνωμία και τις ιδιαιτερότητες της νεαρής ελληνικής αστικής τάξης που απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο στα τέλη του 18ου και σε όλο τον 19ο αιώνα.

Ο Ν. Σβορώνος ξεκινά με την ερώτηση «γιατί ό σημερινός ελληνισμός έχει ακόμα αιτήματα, τα οποία θα ‘πρεπε να έχουν λυθεί;». Αναζητά την απάντηση στις κοινωνικές και οικονομικές δομές, καθώς μόνο με τη μελέτη των «ιδιότυπων χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης» μπορούν να ερμηνευτούν «οι βαθύτεροι λόγοι της ανώμαλης πορείας του έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις πού δεν ολοκληρώνονται και πισωστρατήματα απότομα που καταλήγουν σε αλλεπάλληλα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα».

Αν και όχι άμεσα και αποκλειστικά αναφερόμενα στο 1821, τα Προλεγόμενα του Ν. Σβορώνου στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας αποτελούν ένα συμπυκνωμένο κείμενο που επιχειρεί και κατορθώνει να αναμετρηθεί με το δύσκολο εγχείρημα της ερμηνείας της ιστορικής εξέλιξης. Για αυτό το λόγο κρίναμε χρήσιμη την παρουσία του συγκεκριμένου αποσπάσματος στο αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από το Εικοσιένα.

Μια σύντομη συνθετική επισκόπηση τής πορείας ενός πανάρχαιου λαού από τη στιγμή πού αρχίζει να διαμορφώνεται σέ έθνος, με το σημερινό νόημα τού όρου, ως τις μέρες μας είναι τόλμημα· και ό συγγραφέας του σύντομου τούτου βιβλίου έχει πλήρη επίγνωση. Μια τέτοια, όμως προσπάθεια ήταν αναγκαία. Είναι στιγμές όπου ο ερευνητής αισθάνεται την ανάγκη να καταρτίσει τον κατάλογο των προβλημάτων πού πηγάζουν από το υλικό που οι επιμέρους έρευνες —ξένες ή δικές του —συσσώρευσαν, να προτείνει —έστω και προσωρινά—κάποιες λύσεις ή κατευθύνσεις για λύσεις, να διαρθρώσει την προβληματική σ’ ένα σύστημα αλληλουχιών για να προσπαθήσει να καθορίσει τη λειτουργία μέσα σ’ αυτό το σύστημα των παραγόντων μακρόχρονης ή συντομότερης διάρκειας ή ακόμα των σταθερών πού συνοδεύουν το λαό μας στην ιστορική του πορεία. Να προτείνει τέλος κάποια ιεράρχηση των πολλαπλών αυτών παραγόντων πού καθορίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι.

Σ’ αυτή την προσπάθεια ό συγγραφέας ξεκινάει από το παρόν, γιατί πιστεύει ότι μόνο ξεκινώντας από το παρόν είναι δυνατός ό πλουτισμός της ιστορικής προβληματικής, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει τη μηχανική μεταφορά των προβλημάτων του παρόντος στο παρελθόν.

Ξεκινώντας από την πεποίθηση αυτή δε δίστασε να συσσωματώσει στη συνολική θεώρηση τής Ιστορικής πορείας του έθνους τα σύγχρονά του γεγονότα. Χωρίς να αγνοεί τον κίνδυνο τής παρεμβολής, στην έκθεση και στις εκτιμήσεις, του συναισθηματικού στοιχείου πού αναπόφευκτα συνοδεύει κάθε «μαρτυρία», προσπάθησε ωστόσο, όσο ήταν δυνατό, ν’ απαγκιστρωθεί από τα επιμέρους, και να ξεχωρίσει μερικές γενικές γραμμές —όσες επιτρέπει η ελλιπέστατη ακόμα τεκμηρίωση — πού τίς θεωρεί ότι βρίσκονται σέ νομοτελική σύνδεση με το μακρινό ή το πρόσφατο παρελθόν και πού συγχρόνως παρουσιάζουν τα καινούργια στοιχεία πού προδιαγράφουν το μέλλον.

Γιατί, για όσους τουλάχιστον η μελέτη τής Ιστορίας δεν είναι ένα απλό διανοητικό παιγνίδι πού ικανοποιεί τίς περιέργειες του νου, αλλά υπεύθυνο έργο ζωής ενός επιστήμονα-πολίτη, το εγχείρημα τής ανάλυσης μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας με το σκοπό να προσφέρει κάποια επιστημονική και κατά τούτο αντικειμενική βάση, απαραίτητη προϋπόθεση κάθε σοβαρού πολιτικού προγραμματισμού, και γενικότερα κάθε πολιτικής παιδείας, όπως την έχει συλλάβει ή δημοκρατική πολιτεία, είναι, από την πρώτη της γένεση, ό βαθύτερος στόχος τής ιστορίας και ίσως η καταξίωσή της ως επιστήμης.

Τα επίμονα ερωτήματα πού διατρέχουν το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη είναι τούτα: Γιατί ό σημερινός ελληνισμός έχει ακόμα αιτήματα, τα όποια θα ‘πρεπε να έχουν λυθεί στο οικονομικό και κοινωνικό στάδιο πού βρίσκεται: προβλήματα εθνικά, πολιτικά και πολιτισμικά, προβλήματα ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι τής ανώμαλης πορείας τού έθνους: ξεκινήματα γεμάτα υποσχέσεις πού δεν ολοκληρώνονται και πισωστρατήματα απότομα πού καταλήγουν σέ αλλεπάλληλα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα.

Ακολουθώντας τη μέθοδο πού απορρέει από τη μαρξιστική σκέψη —επιστημονικά δοκιμασμένο και κοινό πλέον υπόβαθρο, ομολογημένο ή μη, όλων των «επιστημών τού ανθρώπου», παρ’ όλες τις παραλλαγές και αλλοιώσεις πού επιχείρησαν και επιχειρούν μερικά μεταγενέστερα ρεύματα —ο συγγραφέας ζήτησε την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα κατά πρώτο λόγο στη διερεύνηση της οικονομίας και των συναφών κοινωνικών δομών του χώρου που μελετά.

Εφαρμόζοντας τη γενική τούτη μέθοδο σε ορισμένο χώρο και χρόνο αποφεύγει συστηματικά τις αφηρημένες θεωρητικές αναπτύξεις και τα θεωρητικά σχήματα, καθώς και την κάποια «νεοσχολαστική» φρασεολογία του σημερινού συρμού, που τείνει να μεταβάλει την ιστορική πραγματολογική διερεύνηση σε ρητορικό δοκίμιο. Προσπάθησε να προβάλει τον ιδιαίτερο ρυθμό και τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τής ελληνικής οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης και να ζητήσει τις αιτίες τους.

Έτσι προσέχτηκε, βέβαια, ιδιαίτερα η ιδιότυπη σύνθεση των εκάστοτε κοινωνικών τάξεων του έθνους, πού καθορίζει με τη σειρά της εν πολλοίς το χαρακτήρα και τη στάση τους στους εθνικούς αγώνες και στην πάλη τους για την κατάκτηση ή διατήρηση της πολιτικής ηγεμονίας, καθώς και τα όρια της κάθε μιας στις εθνικές, πολιτικές και κοινωνικές τους προοπτικές, αλλά συγχρόνως τονίστηκαν οι συγκυρίες εκείνες που έχοντας τις ρίζες τους βαθιά στον Ιστορικό χρόνο παρουσιάζονται, στην εποχή με την οποία ασχολείται το βιβλίο, σαν παράγοντες με λειτουργία αυτόνομη και σε πολλές περιπτώσεις πρωταρχική.

Ο ιστορικός του Νεότερου Ελληνισμού έχει να κάνει μ’ ένα λαό πού βρέθηκε επί αιώνες άλλοτε σα στοιχείο ηγεμονικό, άλλοτε σα στοιχείο πολιτικά υποταγμένο αλλά οικονομικά και πολιτισμικά σημαντικό αν όχι πρωταρχικό, ανάμεσα σ’ άλλους λαούς, μέσα στα γεωγραφικά όρια υπερεθνικών πολιτικών συγκροτημάτων (τού ελληνιστικού κόσμου, του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του Βυζαντίου, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), σκορπισμένος σε ενότητες λιγότερο ή περισσότερο συμπαγείς, έτσι που ήταν δύσκολο στο λαό αυτό να καθορίσει τα γεωγραφικά όρια της εθνικής του βάσης ώστε, κι όταν ακόμα ο ιστορικός επιγράφει το βιβλίο του Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, είναι υποχρεωμένος, στην πραγματικότητα, ν’ ασχοληθεί με το σύνολο του Ελληνισμού, που ένα μεγάλο του μέρος και επί πολύ χρονικό διάστημα, ακόμα κι ύστερα από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, έμεινε έξω από τα σύνορά του. Ο όρος Ελλάδα παίρνει πάντα τη σημασία ενός κέντρου έλξης του Ελληνισμού, εκείνου βέβαια που, σκορπισμένος από αιώνες στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, δεν έπαψε ποτέ να  βρίσκεται σε στενή επαφή με τον Ελλαδικό Ελληνισμό και να παίζει στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους πρωτεύοντα ρόλο.

Μια τέτοια ιστορική μοίρα παίρνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιστορική εξέλιξη. Εδώ βρίσκονται οι ρίζες των ιδιοτυπιών στην οικονομική εξέλιξη του έθνους, του ιδιαίτερου χαρακτήρα των διευθυντικών τάξεων που έζησαν επί αιώνες τη διπλή υπόσταση στοιχείων υποταγμένων σε ξένους κατακτητές και συγχρόνως ηγετικών εν σχέσει με τον υπόλοιπο πληθυσμό, της οικονομικής και πολιτικής τους εξάρτησης από τις ξένες ανάλογες ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες.

Η πρωταρχική σημασία του παράγοντα τούτου φαίνεται κατά κύριο λόγο στη διαμόρφωση του συνειδησιακού περιεχόμενου του Ελληνισμού, που η πορεία του αποτελεί μια πραγματική περιπέτεια. Εδώ ακριβώς τίθεται το πρόβλημα της απόστασης ανάμεσα στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι από τη μια και στην ιδεολογία από την άλλη, πρόβλημα που στην ελληνική περίπτωση αποκτά μεγαλύτερη ενάργεια: το ιδιαίτερο βάρος της παράδοσης επέβαλε δρόμους διαφορετικούς, προκάλεσε ξεστρατίσματα και βραδείς ρυθμούς στη διαμόρφωση μιας νέας ιδεολογίας αντίστοιχης στην οικονομική και κοινωνική της βάση.

Αυτές οι θεωρητικές προϋποθέσεις καθόρισαν τίς κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές που απλώς διαφαίνονται σαν σταθερές στην υποδομή της έκθεσης:

Ο αντιστασιακός χαρακτήρας πού διέπει ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία: ο ελληνισμός ανήκει στην κατηγορία των μικρών λαών που κινούνται στην περιφέρεια του νεότερου κόσμου, και που η σταδιακή ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης και η συγκρότησή τους σε καινούργια έθνη, που διεκδίκησαν και διεκδικούν την πολιτική τους ανεξαρτησία και την οικονομική και πολιτισμική τους αυτονόμηση, συντελείται μέσα στην πάλη εναντίον υπερεθνικών αυτοκρατοριών στην αρχή, εναντίον υπερεθνικών ιμπεριαλιστικών οικονομικοκοινωνικών συγκροτημάτων στα νεότερα χρόνια.

Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (εκκλησία – Φαναριώτες – κοινότητες – Αρματολοί, στην Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του 19ου αιώνα τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη Αντίσταση (κλεφτουριά —αλλεπάλληλα, έστω και ξενοκίνητα, κινήματα) που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ’21.

Επίσης, όταν από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ως τις μέρες μας οι εξωελληνικές δυνάμεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση της μοίρας του Ελληνισμού, όχι μόνο στην εθνική του ολοκλήρωση, αλλά και στην εσωτερική του πολιτική και κοινωνική εξέλιξη, σε σημείο που η επίσημη πολιτική της Ελλάδας να δίνει συχνά την εντύπωση ότι ανελίσσεται εν απουσία των Ελλήνων, η παρουσία του ελληνικού λαού εκδηλώνεται με συνεχή κινήματα διαμαρτυρίας, έστω και αν τα κινήματα αυτά δεν παίρνουν πάντα συγκεκριμένες πολιτικές μορφές, που κορυφώνονται με την εθνική και Αντιφασιστική Αντίσταση του 1940- 1945.

Η απουσία ακριβώς αυτή καθαρών γραμμών στη διάρθρωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών είναι η δεύτερη κατευθυντήρια ιδέα του βιβλίου: οι μικρές διαφορές στην οικονομική βάση των διαφόρων ηγετικών ομάδων του έθνους (κοινές, έστω και σε διαφορετική αναλογία, πηγές πλούτου: έγγεια ιδιοκτησία, εμπορικές και τραπεζιτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή με διάφορους τρόπους στα κρατικά έσοδα) και η συμμετοχή τους στην εξουσία συντέλεσαν στη δημιουργία, ήδη μέσα στην Τουρκοκρατία, μιας σύνθετης ηγετικής τάξης με ασαφείς και διφορούμενους κοινωνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς.

Η κάποια διαφοροποίηση στις αρχαϊκές δομές της ελληνικής κοινωνίας με την ανάπτυξη κάποιος αστικής τάξης που από το 18ο αιώνα κυρίως αρχίζει να γίνεται υπολογίσιμη οικονομική και κοινωνική δύναμη συμβάλλει βέβαια με τον καιρό σε κάποια αποσαφήνιση των κοινωνικών δομών, αλλά δεν καταφέρνει να αλλάξει ριζικά τον ανάμικτο και συγκεχυμένο χαρακτήρα των διευθυντικών ομάδων του έθνους.

Πράγματι, η κοινωνική εξέλιξη τού χώρου δράσης του ελληνισμού παρουσιάζει καθυστέρηση μερικών αιώνων, αν συγκριθεί με την πορεία των κοινωνικών σχηματισμών της δυτικής Ευρώπης. Οι ιστορικές συνθήκες της εξέλιξης της Βυζαντινής και ύστερα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν επέτρεψαν την παραπέρα ανάπτυξη της κάποιας προκαπιταλιστικής μεσαίας αστικής τάξης εμπόρων και βιοτεχνών που εμφανίζεται και δρα στο χώρο αυτό ήδη από τον 11ο αιώνα και την προοδευτική της διαμόρφωση, μέσα στα οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά πλαίσια των μεσαιωνικών αυτών αυτοκρατοριών, σε αυτόνομη οικονομική, κοινωνική και πολιτική δύναμη. Όταν ύστερα από μακροχρόνια αποτελμάτωση, τον 17ο και κυρίως το 18ο αιώνα ξαναρχίζει η διαδικασία της κάποιας αστικοποίησης, οι συγκυρίες μέσα στις όποιες επιτελείται επιβάλλουν εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς εξέλιξης σε σημείο που ως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα να μην έχει φτάσει ακόμα στις ολοκληρωμένες μορφές τού δυτικού καπιταλισμού και να παρουσιάζει μερικά χαρακτηριστικά, άλλα κοινά σέ όλα σχεδόν τα περιφερειακά εθνικοκοινωνικά συγκροτήματα, άλλα ιδιότυπα. Σημείο αφετηρίας για κάθε κοινωνική ανάλυση τού ελληνικού χώρου είναι πράγματι το θεμελιακό γεγονός ότι τα αστικά στρώματα αναπτύσσονται ευθύς εξαρχής κάτω από την ώθηση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ανατολική Μεσόγειο των δυτικών δυνάμεων από τις όποιες παραμένουν άμεσα εξαρτημένα και τούτο σ’ ένα χώρο που οι σχέσεις του με τις κεντρικές οικονομικές δυνάμεις τού δυτικού καπιταλισμού έχουν τον χαρακτήρα μιας οικονομικής, αν όχι άμεσα πολιτικής, αποικιοκρατίας. Το γεγονός αυτό αποτύπωσε στην ολοένα αναπτυσσόμενη αστική τάξη ορισμένα χαρακτηριστικά πού τονίστηκαν κατά καιρούς από διάφορους μελετητές, και από τα οποία ως τις μέρες μας δεν κατάφερε ακόμα ν’ απαλλαγεί:

α. Τον εμπορευματικό-διαμετακομιστικό της χαρακτήρα (εμπόριο – τράπεζες – μεταφορές – διάφορες υπηρεσίες σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την κρατική μηχανή). Το σύνολο σχεδόν, ή, τουλάχιστον από κάποια στιγμή και πέρα, το μεγαλύτερο μέρος της τάξης αυτής, ανήκει στον τριτογενή τομέα, σύνθετο και ετερογενή από την ίδια του τη φύση

και

β. την οικονομική ανισορροπία και τη συνακόλουθη έλλειψη συνοχής ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που τη συνθέτουν. Είναι χτυπητή η οικονομική απόσταση που χωρίζει τις εξαιρετικά ολιγάριθμες μεγάλες επιχειρήσεις, από το πλήθος των μεσαίων και μικρών οικονομικών μονάδων, που επικρατούν στη σύνθεσή της.

Σέ τέτοιο σημείο πού ή τάξη αυτή, ιδωμένη με τα μέτρα των προχωρημένων κοινωνιών της Δύσης, να παρουσιάζει τη συγκεχυμένη εικόνα μιας μεσοαστικής κοινωνικής ομάδας που  περιβάλλεται από το ρευστό νεφέλωμα ενός αστικού πληθυσμού ποικίλων απασχολήσεων περισσότερο ή λιγότερο παρασιτικών. Ακόμα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι είναι ακριβώς αυτά τα μεσαία κοινωνικά στρώματα που από την αρχή της ανάπτυξής τους βρίσκονται και δρουν μέσα στα εκάστοτε σύνορα τού ελληνικού κράτους, ενώ η πιο γερή οικονομικά ομάδα της ελληνικής αστικής τάξης δημιουργείται και αναπτύσσεται έξω από τα ελλαδικά σύνορα (στον ελληνικό χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) κι έξω μάλιστα από τον ελληνικό χώρο (στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, στην Αίγυπτο, στη Δύση).

Η άμεση ή έμμεση εξάρτηση των μεσαίων και μικρών ελλαδικών αστικών στρωμάτων από το εξωελλαδικό αυτό τμήμα τής ελληνικής αστικής τάξης από το 18ο ως το τέλος περίπου τού 19ου αιώνα, που επιτείνεται από τα μέσα του αιώνα τούτου με τη μεταφορά σημαντικού μέρους ελληνικών κεφαλαίων και την επένδυσή τους στην Ελλάδα, συνδέει την εξωελλαδική αυτή ομάδα με την ελλαδική οικονομία, όπου της εξασφαλίζει ρόλο ηγετικό και την καθιστά τον κύριο θετικό παράγοντα στις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις.

Εδώ ακριβώς επεμβαίνουν δύο βασικά γεγονότα πού συντελούν, για άλλη μια φορά, στην άμβλυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις παλιές, ανάμικτες κι αυτές, κοινωνικές ομάδες της ολιγαρχίας των προυχόντων και τη νεότερη τούτη ηγετική ομάδα των «μεγάλων αστών», προκαλούν καινούργιες ωσμώσεις και διαιωνίζουν τη σύγχυση στις κοινωνικές δομές: η επένδυση σημαντικών κεφαλαίων στη γη, ιδιαίτερα από τα μέσα τού 19ου αιώνα, έτσι πού ένας μικρός αριθμός μεγαλεμπόρων και τραπεζιτών να δρουν συγχρόνως και σαν μεγάλοι γαιοκτήμονες, και ο έλεγχος που ή νέα τούτη ηγετική ομάδα της αστικής τάξης εξασκεί στα οικονομικά τού Ελληνικού Κράτους που βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή της χρεωκοπίας, στην οποία άλλωστε καταφεύγει κάμποσες φορές.

Εξάρτηση από τα δυτικά οικονομικά κέντρα και ανισορροπία και σύγχυση στις εσωτερικές δομές, πού τονίζονται ιδιαίτερα από το βραδύτατο ρυθμό ανάπτυξης κάποιας ελληνικής βιομηχανίας, χαρακτηρίζουν βέβαια την ελληνική αστική τάξη. Ωστόσο δεν πρέπει να διαφεύγει από τον ιστορικό το γεγονός ότι οι πρώτες υπολογίσιμες κοινωνικές αστικές διαφοροποιήσεις σ’ ολόκληρο το χώρο δράσης τού Ελληνισμού έχουν φορέα κυρίως το ελληνικό στοιχείο, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται εδώ ο ιδιαίτερος ρόλος του ισραηλιτικού στοιχείου καθώς και των Αρμενίων στην Ανατολή.

Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, ούτε χωρίς σοβαρές συνέπειες για την πολιτική και πολιτισμική εξέλιξη του Ελληνισμού ότι η πρώτη αστική τάξη που διαμορφώνεται, όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και σ’ όλες τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, είναι η ελληνική αστική τάξη, και ότι το πεδίο δράσης της υπήρξε ως το τέλος περίπου του 19ου αιώνα ολόκληρος αυτός ό χώρος, έτσι που ένα σημαντικό μέρος τού Ελληνισμού να διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες εθνικές κοινότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όχι μόνον εθνικά αλλά και κοινωνικά, αφού αποτέλεσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την αστική τάξη των χωρών αυτών, και από ένα σημείο κι έπειτα την κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία των εθνικών τους αστικών ομάδων.

Το γεγονός αυτό δίνει και στην ελλαδική αστική τάξη ιδιαίτερη βαρύτητα και εξηγεί ίσως τον πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο που έπαιξε στην ιστορία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ως τα πρόθυρα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Γιατί στην εξέλιξη της κοινωνικής διάρθρωσης της ελληνικής επικράτειας και της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους δρα, έμμεσα ή άμεσα, το σύνολο των αστικών στρωμάτων τού Ελληνισμού σε λειτουργικό σύνδεσμο μεταξύ τους, είτε βρίσκονται μέσα στα κρατικά σύνορα είτε έξω. Και το σύνολο τούτο υπερέχει σε οικονομική σημασία και δυναμισμό από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα πού έχουν βάση τη γαιοκτησία, έστω κι αν ως τα μέσα του 20ου αιώνα, μέσα στα όρια —υπερβολικά περιορισμένα ως το τέλος τού 19ου αιώνα —της ελληνικής επικράτειας, οι αγροτικές απασχολήσεις επικρατούν στην οικονομία. Η απομόνωση λοιπόν εδώ της ελλαδικής αστικής τάξης από το σύνολο των αστικών στρωμάτων του Ελληνισμού θα ήταν βαρύ μεθοδολογικό λάθος.

Ο πρωταγωνιστικός αυτός ρόλος της αστικής τάξης παρουσιάζεται με μεγάλη ενάργεια στην πολιτική εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Οι κύριοι σταθμοί της ελληνικής πολιτικής ως τα μέσα του 20ου αιώνα συνδέονται με τα διάφορα στάδια ανάπτυξης και πολιτικής μορφοποίησης των αστικών ομάδων: η επαναστατική λύση του εθνικού προβλήματος που πραγματοποιείται με την επανάσταση του ’21, όπου ένας μικρός αλλά δυναμικός αστικός πυρήνας (Φιλική Εταιρεία) οργανώνει την αγροτιά και παρασύρει στον εθνικό αγώνα τα δισταχτικά ή εχθρικά στρώματα των προυχόντων. Οι πολιτικοί αγώνες για τη βαθμιαία πολιτική φιλελευθεροποίηση των κρατικών θεσμών από τους πρώτους αγώνες για την επιβολή συντάγματος, ως την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού, τις απόπειρες θεμελίωσης ενός φιλελεύθερου κράτους δικαίου, και την επιβολή της πρώτης δημοκρατίας. Σ’ όλες αυτές τις πολιτικές μεταβολές η πρωτοβουλία ανήκει στους πολιτικούς οργανισμούς των αστικών στοιχείων, σε ολοένα μεγαλύτερη αντίθεση με τους πολιτικούς μηχανισμούς που εκφράζουν τις συντηρητικές ομάδες των προυχόντων που βρίσκονται συσπειρωμένες γύρω από το θρόνο.

Ιδιαίτερα πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ο συγχρονισμός των φιλελεύθερων αυτών πολιτικών κινημάτων στον ελλαδικό χώρο με τα ανάλογα κινήματα που εμφανίζονται στον ελληνισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου στα πλαίσια τής κοινοτικής αυτοδιοίκησης και των ορθοδόξων πατριαρχείων.

Είναι ακόμα χαρακτηριστική για την πολιτική ιστορία της ‘Ελλάδας, χώρας με πληθυσμό στην τεράστια πλειοψηφία του αγροτικό, με οικονομία βασικά αγροτική και με οξύ αγροτικό πρόβλημα που προκάλεσε επανειλημμένα κινήματα και εξεγέρσεις, η απουσία ενός αξιόλογου αγροτικού κόμματος που να εκφράζει πολιτικά τα αιτήματα της αγροτιάς. Το βασικό και παλιό της αίτημα, ο αναδασμός της γης, που τέθηκε ήδη από την εποχή της επανάστασης του ’21, υιοθετήθηκε και εκφράστηκε από τον αστικό πολιτικό φιλελευθερισμό στην εποχή της ανόδου του και της επικράτησής του, ο οποίος του έδωσε και κάποια λύση με την αγροτική μεταρρύθμιση, λύση πρόσφορη βέβαια στα δικά του αστικά πλαίσια. Το ίδιο αυτό κίνημα, στην ίδια αυτή περίοδο, επέτυχε με την πρώτη εργατική νομοθεσία που εισήγαγε να εξασφαλίσει την υποστήριξη τού μεγάλου μέρους της ολιγάριθμης και πολιτικά ασυνειδητοποίητης ακόμα εργατικής τάξης, καθώς και των μικροεπαγγελματιών, έτσι που τα διάφορα σοσιαλίζοντα κόμματα να μη κατορθώσουν να αποκτήσουν πολιτική αυτοτέλεια. Το πρώτο αυτόνομο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης που εκφράζεται με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας δεν αρχίζει να παίζει υπολογίσιμο ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου παρά από το μεσοπόλεμο και πέρα.

Έχοντας υπόψη τις παραπάνω διαπιστώσεις, μπορούμε να εξηγήσουμε τη φαινομενική αντίφαση που παρουσιάζει η πολιτική ζωή της Ελλάδας: μια χώρα αγροτική με χαμηλό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης να παρουσιάζει πολιτικές δομές ανάλογες με κείνες που έχουν διαμορφωθεί στις σύγχρονες και προηγμένες χώρες της Δύσης.

Αν οι συνθήκες στη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης στο σύνολό της εξηγούν την αναμφισβήτητη πρωτοβουλία των αστικών στοιχείων στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, η μακρόχρονη ασάφεια στις κοινωνικές δομές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τάξης αυτής, όπως αποτυπώθηκαν παραπάνω, εξηγούν κατά κύριο λόγο τους βραδείς και ανώμαλους ρυθμούς στην πορεία της και τα ανολοκλήρωτα αποτελέσματα των πολιτικών της αγώνων.

Η οικονομική και πολιτική της εξάρτηση από τις ξένες ανάλογες ευρωπαϊκές κοινωνικές ομάδες αποτέλεσε πάντα από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους το υπόβαθρο στο εσωτερικό της χώρας των ξενικών επεμβάσεων που έχουν πάρει ως τις μέρες μας σχεδόν θεσμικό χαρακτήρα.

Οι κοινωνικές ωσμώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και η επακόλουθη άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες εξηγούν βασικά την απουσία ριζοσπαστικού πνεύματος της αστικής τάξης στις κοινωνικές της προοπτικές και τούς συμβιβασμούς όπου καταλήγουν συνήθως οι πολιτικοί αγώνες που κατευθύνει: το φιλελεύθερο πνεύμα του πρώτου πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας παραμερίζεται κατά την Ελληνική επανάσταση του ’21 που καταλήγει με την επιβολή της απόλυτης μοναρχίας. Οι στόχοι των αγώνων για την επιβολή του συντάγματος και του κοινοβουλευτισμού δεν ξεπερνούν τα όρια της συμμετοχής των αστικών ομάδων στην εξουσία. Ακόμα και η πιο σημαντική ανανεωτική προσπάθεια στην πολιτική ζωή της Ελλάδας όπως εκφράζεται το 1909 δεν ξεπερνάει τα όρια ενός συντηρητικού αναθεωρητικού φιλελευθερισμού που συμβιβάζεται με τη μοναρχία που επανειλημμένα παραβιάζει τους βασικούς θεσμούς του πολιτεύματος. Η οικονομική της πολιτική, σύμφωνη με το μεταπρατικό της χαρακτήρα, επιβραδύνει την πορεία προς την ολοκλήρωση των ίδιων των αστικών δομών.

Το πρόβλημα της εθνικής ολοκλήρωσης που, σε άμεση πάντα εξάρτηση από την εξωτερική πολιτική των ξένων δυνάμεων, βρίσκεται από παλιά στο κέντρο του ελληνικού πολιτικού βίου, γίνεται παράγοντας άμβλυνσης των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και παρουσιάζεται συχνά σαν πρόφαση για την αναβολή της εφαρμογής του, έστω και περιορισμένου, κοινωνικού προγράμματος της αστικής τάξης, ακόμα και στην εποχή της πολιτικής της επικράτησης. Άλλωστε οι αλλεπάλληλες υπαναχωρήσεις που παρατηρούνται στο κοινωνικό και πολιτικό της πρόγραμμα προδιαγράφουν και την πορεία της. Όταν, από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι ηγετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας, συσσωματωμένες ήδη σ’ ένα σύνολο που εκφράζει τα συμφέροντα ενός ελληνικού κατεστημένου, αρχίζουν ν’ αντιμετωπίζουν πολιτικές οργανώσεις που εκφράζουν, άλλη περισσότερο άλλη λιγότερο, τα αιτήματα των αγροτών και εργατών, δε διστάζουν, εγκαταλείποντας τις ένδοταξικές διαφορές που δεν αφορούν πλέον παρά τον τρόπο εξάσκησης της εξουσίας και ακολουθώντας το γενικό ρεύμα που επικρατεί σε ορισμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης, να προσανατολιστούν προς καθαρά αντιδημοκρατικές λύσεις: από την ψήφιση του νόμου περί ιδιωνύμου αδικήματος, ως την ψήφιση, από το σύνολο σχεδόν τής βουλής, της κυβέρνησης Μεταξά, που κατέληξε στη δικτατορία τού 1936- 1940.

Η δυσπιστία άλλωστε της ηγετικής αστικής ομάδας προς τις πολιτικές και κοινωνικές κινήσεις των λαϊκών στρωμάτων είναι παλιό φαινόμενο και τη συνοδεύει σ’ όλες τις προσπάθειές της για την κατάκτηση της εξουσίας και τη διαμόρφωση ενός αστικού κράτους. Ορισμένα γεγονότα είναι ενδεικτικά. Η πολεμική εναντίον των σοσιαλιστικών θεωριών αρχίζει πριν καν οργανωθεί έστω κι ένα εμβρυώδες σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Όλα τα στάδια των πολιτικών αστικών επιτεύξεων στην ‘Ελλάδα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: το παραμέρισμα ή και το χτύπημα των λαϊκών κινημάτων που χρησιμοποιούνται, ωστόσο, σαν συμπληρωματικές δυνάμεις στους πολιτικούς αγώνες, και την κινητοποίηση του στρατού πού σέ τελευταία ανάλυση επιβάλλει και στηρίζει τη νέα πολιτική τάξη.

Οι μεταπολιτεύσεις τού 1843, τού 1862, τού 1909, του 1924 επιβάλλονται με στρατιωτικά κινήματα, ο στρατός πού πολιτικοποιείται και χρησιμοποιείται σα δύναμη κρούσης στους πολιτικούς αγώνες παίζει κύριο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, έτσι ώστε όταν ύστερα από τις αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις, ιδιαίτερα ύστερα από την αποτυχία του κινήματος του 1935, απογυμνωμένος από τα δημοκρατικά του στοιχεία γίνεται το στήριγμα όλων των αντιδημοκρατικών κινημάτων που καταλήγουν στην τελευταία περιπέτεια του στρατιωτικού καθεστώτος της επταετίας 1967 – 1974.

Οι δύο Ελλάδες

“Κανένας δεν θα με κρατήσει να μην πάω στην Κρήτη φέτος το Πάσχα”, δήλωσε με περίσσια αλαζονεία η Ντόρα Μπακογιάννη, ο οδηγός της οποίας σκότωσε ένα νέο παιδί και δεν έχει πληρώσει κανείς ακόμα.

Άλλη τάξη. Άλλος κόσμος. Γυάλινος πύργος.

Δεν έχει ιδέα πως ζει ένας απλός εργαζόμενος.

Δεν αγχώθηκαν ποτέ τους για τίποτα.

Τα βρήκαν όλα έτοιμα στο πιάτο.

Μας λέγανε ότι εμείς φταίμε για την ανεργία μας και ότι εμείς φταίμε για την εξάπλωση του ιού. Αν σε σκοτώσουν, εσύ φταις πάλι.

Δεν τους εμποδίζει τίποτα. Συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες της χώρας μας, με αποκορύφωμα το πλιάτσικο στα εμβόλια.

Εμείς με άγχη.

Κλεισμένοι ένα χρόνο σπίτι.

Βλέποντας ανθρώπους να πεθαίνουν γιατί δεν θέλουν να ενισχύσουν το ΕΣΥ.

Βλέποντας να συγκαλύπτουν Λιγνάδηδες.

Να βγαίνουμε βόλτα και να φοβόμαστε μην μας την πέσει η αστυνομία.

Και ένα χρόνο ούτε μια παραίτηση. Ούτε μια συγγνώμη. Για τους νεκρούς, για τα αποτυχημένα lockdown, για τα χρέη, για τον φόβο τι μας ξημερώνει. Μόνο κούνημα του δαχτύλου.

Δεν μπορούμε να συμφιλιωθούμε ποτέ με αυτούς. Είναι αδύνατον.

Γιατί υπάρχουν δύο Ελλάδες.

Η δική μας Ελλάδα, της δουλειάς, της αλληλεγγύης, της ζωής.

Και η δική τους Ελλάδα , της “αριστείας”, της ατομικής ευθύνης, του θανάτου, του φόβου.

Ή εμείς ή αυτοί.

Ως εδώ. Πρέπει να πληρώσουν.