Άρθρα

Τοποθέτηση της Πρωτοβουλίας για την Κομμουνιστική Αριστερά εν όψει της συνεδρίασης του Π.Σ. της ΛΑΕ

1. Έξι μήνες μετά την ιδρυτική συνδιάσκεψη καλούμαστε να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις που αναδεικνύει η συγκυρία, τα μέτωπα που αναδεικνύονται, τις οξυμένες αντιφάσεις που διαπερνούν το τοπίο της Αριστεράς αλλά και την ανάγκη αυτοκριτικά να αναμετρηθούμε με τις ίδιες τις ανεπάρκειες της Λαϊκής Ενότητας.

2. Το διεθνές τοπίο παραμένει γεμάτο αντιφάσεις που δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά έχουμε βγει από τον κύκλο της μετάβασης σε μια νέα φάση που άνοιξε η μεγάλη κρίση του 2007-8. Καθώς δεν αναδεικνύεται ακόμη ένα νέο καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης που να εγγυάται τη μακροχρόνια αύξηση της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας, βλέπουμε την όξυνση των ανταγωνισμών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα αλλά και τα εμπόδια που συναντούν οι πιο επιθετικές ιμπεριαλιστικές κατευθύνσεις. Η προσπάθεια των ΗΠΑ για μια νεοψυχροπολεμική κλιμάκωση απέναντι στη Ρωσία κυρίως και έμμεσα την Κίνα όπως και για δοκιμασία μιας στρατηγικής «αλλαγής καθεστώτος» στη Συρία συναντούν υπαρκτά προσκόμματα. Οι εσωτερικές αντιθέσεις στις ΗΠΑ τις παραμονές της αναγόρευσης Τραμπ πρέπει να ερμηνευτούν ακριβώς ως όξυνση των αντιφάσεων ακόμη και στο εσωτερικό του ηγεμονικού σχηματισμού. Η εξέλιξη στο Συριακό μέτωπο σε συνδυασμό με την όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και τις μετατοπίσεις στην εξωτερική πολιτική της μετά το πραξικόπημα δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν να πάρουν και περισσότερο απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Όλα αυτά ταυτόχρονα αυξάνουν τους κινδύνους από πιθανή εμπλοκή και της χώρας μας αλλά και δείχνουν συνάμα ότι είμαστε σε μια εποχή που διαμορφώνονται δυνατότητες για πραγματικά ρήγματα και μια διαφορετική πορεία μιας χώρας. Κάνουν, ταυτόχρονα, πιο επιτακτική την προβολή μιας αντιιμπεριαλιστικής γραμμής που να αναδεικνύει τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό ως την αναγκαία συνθήκη μιας πραγματικά φιλειρηνικής και διεθνιστικής πορείας της χώρας.3. Η κυοφορούμενη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού διαθέτει όλα τα στοιχεία των προηγούμενων αποπειρών διαμελισμού, υπό το σχήμα της «δικέφαλης ομοσπονδίας» που αποτελεί στην πραγματικότητα συνομοσπονδία και διχοτόμηση. Με αυτή την εξέλιξη παραγράφεται η πάγια θέση ότι το Κυπριακό αποτελεί κατεξοχήν πρόβλημα εισβολής, κατοχής και εποικισμού. Υιοθετείται έτσι η τυπική διχοτόμηση και προτεκτορατοποίηση του νησιού στη λογική της αποδοχής των τετελεσμένων. Αντίθετα όμως από τον φθηνό αστικό ρεαλισμό, η Αριστερά οφείλει να προτάσσει τη δίκαιη και βιώσιμη λύση και την οικοδόμηση συσχετισμών δύναμης που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτή. Όχι την παραίτηση, την απόσυρση ή την αποδοχή των τετελεσμένων.

4. Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης που συμπυκνώθηκε στο Βρετανικό δημοψήφισμα, παραμένει ενεργή. Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και των συνθηκών της ΕΕ παροξύνει τάσεις όπως η κρίση χρέους και η κρίση των τραπεζών και επιτείνει τις εσωτερικές αποκλίσεις μέσα στην ΕΕ. Καταγράφεται μια ολοένα και μεγαλύτερη απονομιμοποίηση της ευρωζώνης και της ΕΕ που ταυτίζεται στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων με τη κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας και το νεοφιλελεύθερισμό. Αυτό έρχεται να συναντηθεί με την ένταση της πολιτικής κρίσης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αποτέλεσμα της ανυποληψίας των συστημικών κομμάτων, κεντροδεξιών και σοσιαλδημοκρατικών και της αίσθησης ότι πλέον πολιτική θεωρείται ο «αυτόματος πιλότος» των αγορών και των «κοφτών» της ΕΕ. Ότι σήμερα αντιφατικά λαϊκίστικα πολιτικά μορφώματα όπως το κίνημα των 5 αστεριών ή κομμάτια της Ακροδεξιάς προσπαθούν να καπηλευτούν αυτές τις δυναμικές, ως αποτέλεσμα του καταναγκαστικού ευρωπαϊσμού πολλών κομματιών της Αριστερας, δεν θα πρέπει να μας κάνει να δούμε φοβικά αυτές τις δυναμικές. Είναι ακριβώς τα φαινόμενα της «αγανάκτησης», της αποδοκιμασίας των συστημικών πολιτικών, του «ευρωσκεπτικισμού», μαζί με τις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις που κατά καιρούς βλέπουμε, που καταδεικνύουν ότι σήμερα η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του ευρώ και η ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας είναι οι αναντικατάστατες αφετηρίες οποιασδήποτε πραγματικής ριζοσπαστικής εναλλακτικής κατεύθυνσης.

5. Οι εξελίξεις γύρω από την αξιολόγηση καταδεικνύουν ότι σε πείσμα της κυβερνητικής ρητορείας περί «επιστροφής στην ανάπτυξη» η «κανονικότητα» είναι πλέον τα αλλεπάλληλα μέτρα που φέρνουν την κοινωνία σε οριακή συνθήκη. Η κυβέρνηση τροφοδοτεί αυτό το κλίμα, ενώ προσπαθεί να οικοδομήσει κάποια μικρά στηρίγματα με κινήσεις όπως το εφάπαξ βοήθημα στους συνταξιούχους ή οι θέσεις εργασίας γύρω από τη διαχείριση του προσφυγικού, όμως δεν αντιστρέφει τη γενική τάση επιδείνωσης της θέσης των λαϊκών τάξεων. Από τη μεριά της, η ΝΔ μπορεί να ζητά εκλογές αλλά στην πραγματικότητα δεν βιάζεται να βρεθεί στη θέση να διαχειριστεί τα μέτρα που έχει να περάσει η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, η πολιτική κρίση παραμένει ενεργή. Ακόμη και στις δημοσκοπήσεις αποτυπώνεται δυσαρέσκεια και απαξίωση για το πολιτικό σύστημα, απουσία θετικών προσκολλήσεων σε κόμματα, οργή για το παρόν και απαισιοδοξία για το μέλλον, σημαντική αύξηση του βαθμού απόρριψης κεντρικών επιλογών όπως ήταν η πρόσδεση στην ΕΕ/ΟΝΕ, απουσία θετικών οραμάτων και προσδοκιών. Όμως, την ίδια στιγμή μεγάλες ανατροπές περνούν χωρίς να υπάρξουν κοινωνικές αντιδράσεις, συλλογικές πρακτικές υποχωρούν, άνθρωποι που πριν είχαν κινητοποιηθεί τώρα στρέφονται σε ατομικές λύσεις επιβίωσης. Αυτά συγκεφαλαιώνουν την πραγματικότητα μιας ήττας του λαϊκού κινήματος με την οποία καλούμαστε να αναμετρηθούμε. Είναι λάθος να φερόμαστε ως εάν να υπάρχει ένας λαός εξεγερμένος που απλώς προδόθηκε και σήμερα καλούμαστε να αποτελέσουμε την εκπροσώπησή του. Η δυσπιστία για την αριστερή πολιτική, η εκ προοιμίου απογοήτευση για κάθε πολιτική που υπόσχεται την αλλαγή, αφορά και εμάς. Όμως, για να μπορέσουμε να αντιπαλέψουμε τα χνάρια αυτής της ήττας χρειάζεται να δούμε ποιος είναι ο κρίσιμος κόμβος της, που είναι η δυσπιστία ως προς τη δυνατότητα να υπάρξει εναλλακτική και άλλος δρόμος. Στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα δεν βιώθηκε ως «προδοσία» αλλά ως απόδειξη ότι είναι αντικειμενικά αδύνατο να ξεφύγουμε από τα όρια του ευρωσυστήματος. Επομένως, μόνο με συστηματική προσπάθεια να επεξεργαστούμε την εναλλακτική της ρήξης με το ευρωσύστημα, με το ευρώ, το χρέος και την ΕΕ, με ειλικρίνεια ως προς τις πραγματικές δυσκολίες, αλλά και με κατάδειξη του πώς μια αγωνιζόμενη κοινωνία μπορεί να καταφέρει να δώσει αυτή τη μεγάλη μάχη, θα μπορέσει να επιστρέψει, σταδιακά και σε διαλεκτική συνάρτηση με τη προσπάθεια για επιμέρους αγώνες που να έχουν αποτελέσματα, στις λαϊκές τάξεις η αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει άλλος δρόμος.

6. Εάν δεν είναι οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς αυτές που θα αναλάβουν την ευθύνη να χρωματίσουν και να καθοδηγήσουν το ολοένα και εντεινόμενο κλίμα δυσαρέσκειας και απόρριψης του ευρώ και συνολικά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θα προσπαθήσουν να καλύψουν αυτό το χώρο οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς. Ήδη, η Χρυσή Αυγή κάνει μια συστηματική προσπάθεια να διευρύνει το ακροατήριό της, με κομβική αιχμή και τη σαφή θέση κατά του ευρώ και της ΕΕ που πλέον προβάλλει, ενώ κίνδυνος υπάρχει και από το ενδεχόμενο να υπάρξουν και διεργασίας εμφάνισης μιας πιο «σοβαρής» ακροδεξιάς, πάλι με αιχμή την εκ δεξιών αμφισβήτηση του ευρώ. Όλα αυτά κάνουν ακόμη πιο επιτακτικό να επικεντρώσουμε στην κομβική αιχμή της ρήξης με το ευρωσύστημα, από τη δική μας σκοπιά που είναι δημοκρατική, διεθνιστική και χειραφετητική.

7. Το τοπίο της Αριστεράς παραμένει προβληματικό. Το ΚΚΕ υποτιμά την κεντρικότητα του κόμβου μνημόνια-ευρώ-χρέος προς όφελος ενός πιο γενικόλογου αντικαπιταλισμού που δεν εντοπίζει την κεντρικότητα της ανάγκης ρήξης σε αυτό τον κόμβο ως διπλή σύγκρουση με τη ντόπια αστική τάξη και με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, ενώ προκρίνει την κομματική οικοδόμηση σε βάρος της οικοδόμησης αντιστάσεων. Ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναδιπλώνεται σε μια κατεύθυνση σεχταριστική, μέσα από την εκτίμηση ότι δεν υπάρχουν όροι για κεντρική πολιτική συνεργασία με τη ΛΑΕ, θέση που προβάλλεται και στο μαζικό κίνημα με αποτελέσματα αρνητικά όπως φάνηκε στο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ όπου χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία για τη συνεργασία των ταξικών αγωνιστικών δυνάμεων. Η Πλεύση Ελευθερίας προσανατολίζεται προς την οικοδόμηση ενός προσωποκεντρικού και αρχηγικού μορφώματος, με σημαντικές σιωπές ως προς το πολιτικό πρόγραμμα σε θέματα όπως η σχέση με το ευρωσύστημα, χωρίς αναφορές στην Αριστερά και με υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία, που ενίοτε παίρνει και τη μορφή σπίλωσης και συκοφάντησης αγωνιστών της Αριστεράς. Το ΕΠΑΜ επέλεξε θέσεις ρατσιστικές και ξενοφοβικές που τους τοποθετούν έξω από τα όρια της Αριστεράς. Σε άλλα ρεύματα και διεργασίες, όπως είναι κομμάτια που έχουν φύγει από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν ήρθαν στη διαδικασία της ΛΑΕ, κομμάτια που διαφώνησαν με την σεχταριστική γραμμή του ΚΚΕ, περισσότερο ενωτικές και μετωπικές τάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επικρατούν ταυτόχρονα αναζητήσεις σε μια μάχιμη και μετωπική κατεύθυνση αλλά και διστακτικότητα και ατολμία ως προς αποφασιστικά βήματα για τη διαμόρφωση μετώπου. Ως ΛΑΕ καλούμαστε να πάμε κόντρα στο ρεύμα της αναδίπλωσης κάθε κομματιού της ριζοσπαστικής Αριστεράς γύρω από τον εαυτό του, στο ρεύμα της πολυδιάσπασης και της λογικής των «μικροσυσχετισμών», να βάλουμε επιτακτικά το ζήτημα του μετώπου, της από κοινού προγραμματικής εμβάθυνσης, της επεξεργασίας κοινών σχεδίων για την ανασύνταξη του λαϊκού κινήματος.

8. Όμως πρέπει να ξεφύγουμε από έναν εκλογικό τρόπο αντιμετώπισης του μετώπου. Για πολύ καιρό κυριάρχησε στη σκέψη μας η εκτίμηση ότι επίκειται η άμεση κατάρρευση της κυβέρνησης Τσίπρα και άρα χρειάζεται με κάθε τρόπο να διαμορφωθούν όροι για ένα εκλογικό μέτωπο που να μπορεί να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική μας παρουσία. Δεν πρέπει να συνεχίσουμε έτσι. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση δεν πρέπει να μετατρέπεται σε αυτοσκοπό ή να οδηγεί στην υποτίμηση άλλων πιο κρίσιμων πλευρών της πολιτικής. Σήμερα χρειαζόμαστε ένα μέτωπο που να πατάει πάνω σε κοινές προγραμματικές αφετηρίες και επεξεργασίες και πάνω σε μια κοινή στάση μέσα στα βασικά μέτωπα των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Μέτωπο ανοιχτόκαρδο και πλατύ, ικανό να χωράει διαφορετικές διαδρομές και ιστορικότητες, μέτωπο που να μην ταυτίζεται με τη μία ή την άλλη ιστορική παράδοση της Αριστεράς, μέτωπο με το βλέμμα στο μέλλον, αλλά ταυτόχρονα και μέτωπο με σαφές πολιτικό στίγμα, με θέσεις πάνω στα κρίσιμα ζητήματα, με σαφή τοποθέτηση απέναντι στο ευρωσύστημα, ακριβώς για να μπορεί να φαντάζει –και να είναι…– αξιόπιστο. Σε αυτή τη βάση η ΛΑΕ πρέπει να επιμείνει στις βασικές κατευθύνσεις για ένα μέτωπο με (α) αφετηρία και κεντρική αιχμή τη ρήξη με ευρωσύστημα και χρέος (β) περιεχόμενο το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα που ορίζει την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας ως εκκίνηση μετασχηματισμού σε ρήξη με την άρχουσα τάξης (γ) μορφή τη συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και σε «από πάνω» και «από κάτω» και σε επίπεδο πολιτικής συνεργασίας και σε επίπεδο κοινής δράσης για την οικοδόμηση αντιστάσεων και κινημάτων (δ) άνοιγμα παράλληλα του πιο πλατιού και ανοιχτού πολιτικού και θεωρητικού διαλόγου για τα ζητήματα του προγράμματος και της στρατηγικής για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Η επίγνωση ότι θα υπάρξουν άλλα ρεύματα που σε πρώτη φάση μπορεί να μην ανταποκριθούν σε αυτή την πρόκληση δεν πρέπει να μας κάνει να προσαρμόσουμε το περιεχόμενο σε όσους είναι πιο «δεκτικοί». Η λογική μας για το μέτωπο πρέπει να ξεκινά από το πολιτικά και κοινωνικά αναγκαίο και όχι από το ποια τάση αυτή τη στιγμή μπαίνει στη διαδικασία. Έτσι θα κατοχυρώνεται και στα μάτια των ίδιων των αγωνιστών ότι η ΛΑΕ αναλαμβάνει την ευθύνη που της αναλογεί για την ανασύνθεση της αναγκαίας ριζοσπαστικής Αριστεράς και προσπαθεί να μην είναι μέρος του προβλήματος. Η έννοια της ανασύνθεσης παραπέμπει ακριβώς σε μια διαδικασία που δεν συσπειρώνει απλώς δυναμικό, αλλά οικοδομεί παράλληλα πολιτικές μορφές, πεδία παρέμβασης, τρόπους του να κάνουμε πολιτική, περιεχόμενα και κατευθύνσεις. Παραπέμπει στο αναγκαίο χώνεμα της εμπειρίας από την ήττα, την αναμέτρηση με τις στρατηγικές ανεπάρκειες και «ευκολίες» όλης της Αριστεράς, την ουσιαστική αυτοκριτική, τον πειραματισμό. Η συνέπεια σε αρχές, αξίες και ιδεολογικές αναφορές πρέπει να πηγαίνει χέρι χέρι με την διάθεση να φτιαχτούν νέα σχήματα, μορφές απεύθυνσης, τρόποι να οργανώνεται, να διεκδικεί και να νικά ο λαός, με αφετηρία τις ίδιες τις εμπειρίες των αγωνιζόμενων κομματιών της κοινωνίας.

9.Με ανάλογο τρόπο πρέπει να δούμε και την παρέμβασή μας στα κοινωνικά μέτωπα. Χρειάζεται να ξεφύγουμε από τη λογική της επίκλησης των κινημάτων και να δουλέψουμε πραγματικά ώστε να υπάρξουν αντιστάσεις. Έπειτα, πρέπει να δούμε και νέες μορφές οργάνωσης, είτε αυτό αφορά την προσπάθεια για νέα συνδικάτα είτε για πολιτικοκοινωνικές πρωτοβουλίες που απευθύνονται στη νεολαία της επισφάλειας και της ανεργίας (όπως είναι το 400g). Χρειάζεται, όμως, να δούμε με πιο κεντρικό και συστηματικό τρόπο και άλλα μέτωπα όπως είναι αυτό της πάλης ενάντια στις αντιμεταναστευτικές και αντιπροσφυγικές πολιτικής της Ευρώπης-Φρούριο και των κινημάτων αλληλεγγύης, μέτωπο κομβικό για τη διαλεκτική συνάρθρωση του αιτήματος της ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας με έναν αυθεντικό διεθνισμό, της αντιφασιστικής δράσης Αντίστοιχα, είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να στηρίζουμε διάφορες πρωτοβουλίες αυτόνομης δράσης, διεκδίκησης, αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο, ακριβώς επειδή είναι πεδία που συντηρούν, με θετικό και όχι διακηρυκτικό τρόπο, μορφές αγωνιστικής στράτευσης. Τέλος, με δεδομένη την ανυποληψία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και τη διαφαινόμενη διαμόρφωση ενός νεομνημονιακού συνδικαλιστικού μπλοκ από τις δυνάμεις ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, χρειάζεται να δουλέψουμε την κατεύθυνση του «κέντρου Αγώνα», ως συσπείρωσης σωματείων και σημείου αναφοράς ταξικών ρευμάτων και να δούμε με ποιον τρόπο μπορεί όντως να προωθηθεί αυτή η πρωτοβουλία, ώστε να στηρίζεται σε διεργασίες από κάτω και να μην είναι απλώς το άθροισμα κάποιων υπογραφών.

10. Χρειάζεται να πάμε κόντρα στην διαφαινόμενη τάση «παραταξιοποίησης» που θέλει στα κοινωνικά κινήματα τα σχήματα παρέμβασης να ακολουθούν τη «γεωμετρία» των διαφορετικών ρευμάτων της Αριστεράς. Αυτό, όμως, οδηγεί σε πολυδιάσπαση δυνάμεων και σε αδυναμία συντονισμένης παρέμβασης ώστε να ξεδιπλωθούν νικηφόρα κινήματα. Εμείς χρειάζεται να επιμείνουμε στην ανάγκη ενωτικής παρέμβασης των ταξικών, ριζοσπαστικών αγωνιστικών δυνάμεων σε κάθε χώρο. Αντί για τη λογική των «παρατάξεων» εμείς να επιμείνουμε στην ανάγκη, με βάση πάντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρου, στη διαμόρφωση ενωτικών αριστερών αγωνιστικών και αντισυνδιαχειριστικών σχημάτων που να συσπειρώνουν όλο το αγωνιστικό δυναμικό. Το γεγονός ότι σήμερα δυναμικό της ΛΑΕ παρεμβαίνει σε ένα ευρύ φάσμα από διαφορετικά σχήματα (ΜΕΤΑ, Παρεμβάσεις, ΕΑΑΚ, ΑΡΕΝ, αριστερές αυτοδιοικητικές κινήσεις και κινήματα, δημοτικές παρατάξεις που ήρθαν σε ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ.) δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με το αντανακλαστικό «ας φτιάξουμε παντού «παρατάξεις ΛΑΕ» αλλά ως αφετηρία για να παίξουμε πρωτοπόρο ρόλο ακριβώς σε τέτοιες ενωτικές διεργασίες και να αντιπαλέψουμε την τάση προς τον κατακερματισμό και το σεχταρισμό, με το βλέμμα στραμμένο στην ανάγκη ανασυγκρότησης του κινήματος και την οικοδόμηση αποτελεσματικών αντιστάσεων. Περνώντας από την οργανωτική ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ (που πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε ορισμένους χώρους όπως π.χ. στην Αυτοδιοίκηση καθυστέρησε και αυτό είχε κόστος) στην πραγματική ρήξη με λογικές διαχείρισης και ενσωμάτωσης. Ότι σε πρώτη φάση μπορεί να συναντήσουμε εμπόδια σε αυτή την κατεύθυνση, δεν αναιρεί την ανάγκη να πάμε να δουλέψουμε σε αυτή την κατεύθυνση (το παράδειγμα του ΤΕΕ με τη συγκρότηση του ΑΡΑΓΕΣ, τον τρόπο που αυτό συγκροτήθηκε, την όλη συζήτηση που έγινε είναι ένα βήμα σε μια τέτοια κατεύθυνση, καθώς δεν φτιάξαμε «παράταξη ΛΑΕ» αλλά το ενωτικό σχήμα με το πλαίσιο και τη λειτουργία που στην πραγματικότητα χωρούσε όλες τις ριζοσπαστικές και αγωνιστικές αναζητήσεις του χώρου του ΤΕΕ ανεξαρτήτως της επιλογής που κράτησε τελικά ένα μέρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ).

11. Όλα αυτά απαιτούν άλλη κατάσταση στη ΛΑΕ. Η αποδιάρθρωση αρκετών τοπικών επιτροπών, οι τάσεις αποστράτευσης συντροφισσών και συντρόφων, οι αποχωρήσεις αναδεικνύουν ακριβώς μια ελλειμματική και προβληματική λειτουργία, που πρέπει αυτοκριτικά να την παραδεχτούμε και να προσπαθήσουμε να τη διορθώσουμε. Ούτε μπορούμε αποφάσεις που παίρνονται όπως η καμπάνια για το ευρώ / ευρωσύστημα να μένουν μετέωρες ή να ξανατίθενται σε συζήτηση και διαπραγμάτευση. Αντίστοιχα, πρέπει να έχουμε σαφές ότι η ανακύκλωση ενός παραδοσιακού τρόπου πολιτικής (με τις κλασικές εκδηλώσεις, την ανακύκλωση ως προς τη δημόσια παρουσία των ίδιων προσώπων, τα δελτία τύπου κ.λπ.) δεν μπορεί να εμπνεύσει το δυναμικό μας. Όλα αυτά αποκτούν κομβική σημασία, όταν σήμερα είναι προτεραιότητα η ενίσχυση και μαζικοποίηση της ΛΑΕ μπροστά στις μάχες της περιόδου. Κατά συνέπεια πρέπει το ΠΣ να αποτελέσει αφετηρία ενός διαφορετικού τρόπου συγκρότησής μας. Με στροφή στην οικοδόμηση κοινωνικών κινημάτων, με τροφοδοσία της συζήτησης στις πολιτικές επιτροπές, ιεραρχημένες και σχεδιασμένες παρεμβάσεις ξεκινώντας από την καμπάνια για τη ρήξη με ευρώ / ευρωσύστημα, με φρέσκα πρόσωπα, λόγο και πρακτικές.

Το μέλλον διαρκεί πολύ και καλό είναι να δείξουμε ότι μπορούμε να είμαστε δρομείς μεγάλων αποστάσεων.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει…

Υπάρχει μια διελκυστίνδα στη συζήτηση που γίνεται περί δύο άκρων που βοηθάει το κυβερνητικό στρατόπεδο. Και αυτή έχει να κάνει με το ότι οι δύο βασικοί παίκτες του επικοινωνιακού παιχνιδιού, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να κρυφτούν γύρω από έναν κατά φαντασίαν μεσαίο χώρο, ένα υποτιθέμενο παλιότερο συνταγματικό πλαίσιο των «ήρεμων» χρόνων της μεταπολίτευσης, όπου στα θεμέλια του έγραφε τις φράσεις Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Κοινοβούλιο ως εγγυητής των Κοινωνικών Συμβολαίων, Αγορά. Όπου τα κοινωνικά κινήματα ή τα συνδικάτα ήταν «θεσμοί της δημοκρατίας» και γινόταν παραχωρήσεις σε διεκδικήσεις τους, επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή τους και όχι την καταστολή τους. Ξεχνιέται όμως ότι τώρα τα κινήματα αντιμετωπίζονται ως άκρο, ως εχθρός λαός, ως εν δυνάμει φυτώρια τρομοκρατών.

Κατηγορεί η ΝΔ, με ασφαλίτικη λογική, το ΣΥΡΙΖΑ ότι γειτνιάζει με βίαια κινήματα, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η ΝΔ είναι αυτή που γειτνιάζει με το άκρο της ΧΑ. Επιμένει η ΝΔ ότι η βία είναι μονοπώλιο του (μνημονιακού) κράτους, απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ με γενικόλογη υπεράσπιση της δημοκρατίας και κατηγορεί τη ΝΔ για διχαστική λογική. Έτσι η συζήτηση για τα δύο άκρα και τη βία γίνεται με τους κυβερνητικούς πολιτικούς, ιδεολογικούς αλλά και επικοινωνιακούς όρους. Με όρους μεσαίου χώρου, σεβασμού της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής ομαλότητας, σεβασμού του αστικού πολιτικού παιχνιδιού με όρους κομμάτων, δηλώσεων, γκάλοπ, επικοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στη μοναδική ευκαιρία που είχαν να μιλήσουν οι «μάζες» στο δρόμο, γύρω από τις συλλήψεις των Χρυσαυγιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε από προβοκάτσιες μέχρι αστοχία στο να βγει η αντιφασιστική πορεία από το Σύνταγμα και να κατευθυνθεί στη Μεσογείων, στα γραφεία των ναζί.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα όμως δεν είναι μια επικοινωνιακή συζήτηση. Είναι μια συζήτηση που έχει ιδεολογικές, ιστορικές και τελικά πολιτικές παραμέτρους.

Η προσπάθεια που ξεκίνησε από αντιδραστικούς ιστορικούς και επισημοποιήθηκε-θεσμοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (των τραπεζιτών για να μη ξεχνιόμαστε), περί καταδίκης του φασισμού ταυτόχρονα με τον κομμουνισμό σαν τις δύο όψεις του ίδιου ολοκληρωτισμού έχει ξεκάθαρο στόχο. Και αυτός είναι να σβηστεί από τις μνήμες των λαών η τεράστια αντιφασιστική – και γενικά προοδευτική – προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος και να ταυτιστεί με το αποκρουστικό πρόσωπο του Χιτλερισμού. Να αποκρουστεί ως βίαιο κάθε μελλοντικό κίνημα μαζών, όπως ήταν το κομμουνιστικό κίνημα, και να θεωρείται «νόμιμο» μόνο το στημένο κοινοβουλευτικό πλαίσιο μεταξύ κομμάτων, ΜΜΕ, επιχειρηματικών κύκλων.

Η συζήτηση για τα δύο άκρα λοιπόν, προϋπήρξε των πολιτικών αναγκαιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Το θέμα είναι ότι η αριστερά έχει πικρή εμπειρία, απ’ όσες φορές προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν είναι ακραία, όποτε προσπάθησε να κατευνάσει το θηρίο, να αποδείξει ότι αξιακά είναι εναντίον της βίας και μόνο σαν αυτοάμυνα μπορεί να την αποδεχθεί. Το πλήρωσε μια φορά μετά τον πόλεμο. Όταν η δεξιά έβριζε τους ήρωες της εθνικής αντίστασης κομμουνιστοσυμμορίτες, εαμοβούλγαρους, προδοτες του έθνους. Η απάντηση της Αριστεράς ήταν η επίδειξη υπευθυνότητας, σύνεσης, δημοκρατικής νομιμότητας, εθνικής ενότητας. Και εισέπραξε την ωμή επίθεση των Άγγλων, οι οποίοι έκαναν σαφές ότι εθνική ενότητα με μια Αριστερά που διεκδικεί τη λαοκρατία δεν θα υπάρξει. Αργότερα, στα καλέσματα για ομαλότητα και δημοκρατία η Αριστερά εισέπραττε πογκρόμ βίας από τους δεξιούς παρακρατικούς, πρώην συνεργάτες των Ναζί και μετέπειτα εγγυητές της αστικής ομαλότητας και Αμερικάνικης επικυριαρχίας.

Ίδια πικρή είναι και η πείρα όταν η αριστερά περιόριζε την ταυτότητά της στο «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα», του μετεμφυλιακού κράτους για να αποδείξει ότι θα αποτελέσει παράγοντα ομαλότητας, εισπράττοντας νεκρούς, διώξεις, τρομοκρατία, φυλακίσεις, και τελικά έπεσε απροετοίμαστη μπροστά στη μέγιστη κλιμάκωση του «μονοπωλίου της βίας τους κράτους» που ήταν η χούντα.

Οι προσπάθειες κατευνασμού δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικές.

Σήμερα; Μπορεί να αντιμετωπιστεί η θεωρία των δύο άκρων με την επιστημονική – ηθική επίκληση ότι είναι ανιστόρητη; Μπορεί να αντιμετωπιστούν οι αφόρητες πιέσεις προς την αριστερά με μια διελκυστίνδα διεκδίκησης του μεσαίου χώρου; Με ανταγωνισμό μεταξύ δεξιάς και αριστεράς για το ποιος εγγυάται περισσότερο την ομαλότητα, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τον κοινοβουλευτισμό; Μήπως και το ποιος έχει την πιο πειστική πρόταση προς τους δανειστές για την βιωσιμότητα του χρέους (όπως είχε βεβαιώσει σχετικά ο Α. Τσίπρας το καλοκαίρι);

Κάθε πολιτική βασίζεται σε κάποια ιδεολογικά θεμέλια. Οι σύμβουλοι του Πρωθυπουργού έχουν τέτοια θεμέλια. Κάποιοι εξ αυτών είναι και ιδιαίτερα διαβασμένοι για τα αντίστοιχα θεμέλια της αριστεράς. Ένας τέτοιος είναι ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, πρώην στέλεχος της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς και νυν ακροδεξιός.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά που είναι εγκλωβισμένη στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι, δεν μπορεί να κάνει αριστερή πολιτική.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι η αριστερά μόνο με κινήματα μαζών, μόνο με μεγάλα μαζικά λαϊκά κινήματα στο δρόμο και στους χώρους εργασίας, σπουδών και διαβίωσης μπορεί να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ της, γιατί ακριβώς είναι η δύναμη που υπερασπίζεται την κοινωνική πλειοψηφία, τον κόσμο της εργασίας που είναι οι μη έχοντες χρήμα και μέσα εξουσίας.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει καλά ότι τέτοια κινήματα μαζών αντιμετωπίζονται με το «κρατικό μονοπώλιο στη βία». Με τις ορδές των ΜΑΤ, των ΔΙΑΣ και όλων αυτών των νέων μιλιταριστικών αστυνομικών σωμάτων καταστολής του λαού. Η πλατεία Συντάγματος και το καλοκαίρι του 2011 δεν είναι μακριά.

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης ξέρει ότι το όργιο παραπληροφόρησης και ΜΜΕ, εκβιασμών των ψηφοφόρων, εκβιασμών από την Τρόικα, πελατειακών δεσμών, χρηματοδότησης από την επιχειρηματική ελίτ και καλπονοθευτικών νόμων που ονομάζεται ελληνική μνημονιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το πεδίο τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αριστερά, ακόμα και αν σε υποτιθέμενες εκλογές βγει πρώτη, θα είναι εγκλωβισμένη.

Η Αριστερά πρέπει να μιλήσει καθαρά. Αγωνίζεται για την ισότητα και την δικαιοσύνη. Και αναγνωρίζει τη νομιμότητα που πηγάζει από αυτήν. Η ευρω-μνημονιακή νομιμότητα και ομαλότητα διευρύνει εκρηκτικά την αδικία και την ανισότητα. Η αριστερά ως εκ τούτου είναι εκτός ευρω-μνημονιακού τόξου. Και καλεί και οργανώνει συγχρόνως το ξήλωμα, με κοινοβουλευτικό αλλά κυρίως με μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα στο δρόμο, στους χώρους δουλειάς και στις πλατείες.

Είναι σωστό ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που κουρελιάζει το Σύνταγμα. Η Αριστερά όμως δεν υπερασπίζεται απλά το Σύνταγμα ως πλαίσιο κοινοβουλευτικής εναλλαγής, αλλά ως ελάχιστη βάση λαϊκών δικαιωμάτων και προστασίας του λαού απέναντι στην εξουσία. Δεν μένει όμως εκεί. Διεκδικεί ένα άλλο πλαίσιο δημοκρατίας και λαϊκής συμμετοχής, μια άλλη λαϊκή εξουσία, ένα άλλο, πιο δημοκρατικό, γνήσια λαϊκό και ριζοσπαστικό Σύνταγμα υπέρ των εργατικών συμφερόντων. Και αυτό δεν θα γίνει με μια κοινοβουλευτική εναλλαγή στις επόμενες εκλογές ούτε με μια συνταγματική αναθεώρηση. Δεν θα γίνει χωρίς την μαζική λαϊκή παρέμβαση εκτός κοινοβουλίου, χωρίς το λαϊκό ξεσηκωμό.

Σύμφωνα με τα κριτήρια και το συνταγματικό πλαίσιο του Χρύσανθου Λαζαρίδη, μια τέτοια αλλαγή θα χαρακτηριστεί βίαιη και εκτός συνταγματικού τόξου. Για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που υπηρετεί, βία είναι η ορμητική είσοδος των λαών στο προσκήνιο για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, ακόμα κι όταν κατεβαίνουν «ειρηνικά» στο δρόμο. Είτε για να ανατρέψουν στρατιωτικές χούντες, όπως έγινε στην Ελλάδα, είτε για να ανατρέψουν οικονομικές δικτατορίες με κοινοβουλευτικό μανδύα, όπως έγινε στη Βενεζουέλα, στην Ισλανδία, στην Αργεντινή και αλλού. Και αυτό το ξέρει ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και προετοιμάζεται. Δεν τραβάει, αυτός και η κυβέρνηση, τα πράγματα στα άκρα από ιδεολογικό φανατισμό αλλά από πολιτική σκοπιμότητα. Η Αριστερά δεν προετοιμάζεται και ακόμα χειρότερα ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίζεται στο επικοινωνιακό παιχνίδι. Πιστεύει ότι το θηρίο που λέγεται κρίση, μνημόνια, δανειστές και κυβερνήσεις τους μπορεί να κατευναστεί με επικλήσεις ενάντια στις διχαστικές λογικές. Κάνει λάθος. Η πολιτική του κατευνασμού γιγαντώνει το θηρίο.

Ο Γενίτσαρος που έγινε Γιουσουφάκι και θέλει να γίνει Δραγάτης

Η ΔΗΜΑΡ μετά την απόσχισή της από τον ΣΥΡΙΖΑ διένυσε μια ταχύτατη πορεία. Σαν να πελευθερώθηκε μετά από χρόνια σκληρής καταπίεσης από ένα αριστερό περίβλημα, και φανέρωσε αυτό που ακριβώς είναι: Έκφραση ενός ευρωπαϊστικού, φιλελεύθερου, πολιτικού χώρου. Τα περί Αριστεράς (υπεύθυνης και δημοκρατικής) είναι φληναφήματα. Το κόμμα του κ.Κουβέλη κινείται πολύ δεξιότερα των κλασικών ορισμών της σοσιαλδημοκρατίας, αποδεχόμενο τον βασικό αν όχι ολόκληρο τον όγκο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και ορίων.

Η ΔΗΜΑΡ απελευθερώθηκε από τον αριστερό “ζυγό” και μετακινήθηκε αστραπιαία προς τα δεξιά σε μια “μη κανονική περίοδο”. Σε αυτή την περίοδο είχαμε εκρηκτική αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, σκληρή εμπέδωση της λιτότητας, κατάργηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Θεωρητικά ο κάθε πολιτικός οργανισμός θα όφειλε να κινηθεί αριστερότερα, εκφράζοντας το πρωτογενές λαϊκό αίσθημα για ανατροπή ή αλλαγή αυτής της πολιτικής.

Κι όμως όχι. Η πολιτική ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ βασίζεται στη δοξασία ότι είναι δυνατόν να επηρεάσεις σε θετική κατεύθυνση τα πράγματα αν συμμετάσχεις σε κυβερνητικές θέσεις. Η εμπειρία έδειξε ότι αυτή η δοξασία είναι απλώς δίψα για την καρέκλα. Δεν κρύβει καν αυταπάτες. Άλλωστε οι σύντροφοι του κ.Κουβέλη είναι αρκετά έμπειροι για να αυταπατώνται. Προέρχονται από ένα θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα της Αριστεράς που με τη μεγαλύτερη ευκολία πέταγε στην κάλαθο των αχρήστων τη θεωρία και την πολιτική του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στο όνομα του να “κυβερνήσουμε επιτέλους κι εμείς”. Αυτό το ρεύμα τροφοδότησε με πλείστα στελέχη το Πασοκικό κράτος, έπληξε θανάσιμα την αξιοπιστία της Αριστεράς, τροφοδότησε το ότι “όλοι είναι ίδιοι”, συγκυβέρνησε (πριν το Κοινοβούλιο) σε συνδικάτα και τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό το θεωρητικό και πολιτικό ρεύμα εκδηλώθηκε χωρίς ταμπού με τη ΔΗΜΑΡ, δεν περιορίζεται όμως στη ΔΗΜΑΡ. Έχει ισχυρότατες προσβάσεις, επιρροές και δυνάμεις και στον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ΔΗΜΑΡ ξεκίνησε ως Γενίτσαρος της Αριστεράς, απαρνούμενη με πρωτοφανή επιθετικότητα στοιχειώδεις αρχές και αξίες, μπήκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στην Αριστερά, καθύβρισε και κατασυκοφάντησε αγώνες και κινήματα. Διεκδίκησε και πέτυχε να γίνει το Γιουσουφάκι του Σαμαρά, σε μια περίοδο που ο ελληνικός λαός υποφέρει από τις πολυετείς “επιτυχίες” των άλλων δύο κυβερνητικών της εταίρων. Η απόσχισή της από την τρικομματική συγκυβέρνηση δεν αφορά ούτε την πίεση της βάσης της για τον επιθανάτιο ρόγχο της χώρας, ούτε την αγανάκτηση της κορυφής της για τους χειρισμούς του Σαμαρά. Αν η ΔΗΜΑΡ ήταν τόσο ευαίσθητη, οι ευκαιρίες διαφοροποίησης πριν και μετά την ΕΡΤ ήταν αμέτρητες.

Η ΔΗΜΑΡ δεν παλεύει απλά για την επιβίωσή της. Παλεύει για τη χρησιμότητά της. Αν προχθές ήταν χρήσιμη ως Γενίτσαρος και χθες ήταν χρήσιμη ως Γιουσουφάκι της πιο σκληρής και επικίνδυνης Δεξιάς, σήμερα είναι χρήσιμη ως Δραγάτης που φυλάει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Το άπλωμα της ΔΗΜΑΡ ή στελεχών της προς τον ΣΥΡΙΖΑ αφορά το κλείδωμα των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων σε ελεγχόμενες κατευθύνσεις που δεν θα αμφισβητήσουν τα ιερά και όσια του αστισμού. Μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ αύριο, και συνεργαζόμενη τη ΔΗΜΑΡ (αν και εφόσον επιβιώσει), ή κάποια άλλη μνημονιακή κεντροαριστερή μετάλλαξη, είναι προφανές ότι θα εγγυηθεί το υπάρχον πλαίσιο και κριτήριό της θα είναι η παραμονή της χώρας στην ΟΝΕ και στην ΕΕ.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ΔΗΜΑΡ παρά τον κυνισμό της υπήρξε γενικά ειλικρινής. Πριν τις περσινές εκλογές πέρα από τις μπούρδες για την Αριστερά της Ευθύνης και τα διαφημιστικά σποτάκια του Μπέζου για τον Κουβέλη, η ΔΗΜΑΡ μίλησε καθαρά για απαγκίστρωση από το μνημόνιο παραμένοντας στο ευρώ.

Στην πορεία αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι δεν μπορείς να απαγκιστρωθείς από το μνημόνιο παραμένοντας στο ευρώ. Έφυγε λοιπόν το περιττό (απαγκίστρωση) και έμεινε το βασικό (ευρώ). Ακόμη κι αν η παραμονή στο ευρώ απαιτεί κι άλλες κοινωνικές εκατόμβες, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ΔΗΜΑΡ επί της ουσίας κορόιδεψε το λαό. Τον κορόιδεψε μόνο κατά το βαθμό που δεν είπε την αλήθεια: Ότι δηλαδή δεν υπάρχει ευρώ χωρίς μνημόνιο. Όμως αυτό είναι κάτι που και άλλοι δεν τολμούν και δεν θέλουν να πουν.

Η ΔΗΜΑΡ προεκλογικά εγγυήθηκε την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, την παραμονή στο κοινό νόμισμα, διαχωρίζοντας τη θέση της από την -μέχρι τότε- ήξεις αφήξεις θέση του ΣΥΡΙΖΑ και τον “εθνικό απομονωτισμό” άλλων δυνάμεων. Μετεκλογικά έπραξε αντιστοίχως. Συνέχισε να εγγυάται την παραμονή της χώρας στο κοινό νόμισμα. Μπορεί οι χθεσινοί σύντροφοι και επί δεκαετίες συνοδοιπόροι του Φ.Κουβέλη να ανατριχιάζουν συλλογούμενοι την πορεία του, αλλά το πολιτικό πλαίσιο της ΔΗΜΑΡ δεν είναι ανταγωνιστικό με το επίσημο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική στάση φυσικά διαφέρει, αλλά αυτή είναι πάντα αποτέλεσμα των συνθηκών, διλημμάτων, ερωτημάτων, που απαντιούνται στα όρια ενός δοσμένου πλαισίου.

Από αυτή την άποψη, η αποστροφή του Α.Τσίπρα ότι “και πολύ άντεξε η ΔΗΜΑΡ” προδίδει τις συγγενικές σχέσεις. Αυτές δεν αφορούν την κοινή καταγωγή αλλά το κοινό πολιτικό πλαίσιο. Στη συνέχεια ακούσαμε την απαίτηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ ή για “να ξεκαθαρίσει η ΔΗΜΑΡ αν ανήκει ή όχι στο μνημονιακό στρατόπεδο”. Ένας χρόνος συμμετοχής στη μνημονιακή συγκυβέρνηση, δεν αρκεί να ξεκαθαρίσει τι είναι η ΔΗΜΑΡ; Και μετά τη ΔΗΜΑΡ μήπως πρέπει να ξεκαθαρίσει και το ΠΑΣΟΚ; Να ξεκαθαρίσει και η ΝΔ; Πώς αλήθεια ορίζονται τα στρατόπεδα με βάση το Συριζικό διαχωρισμό μνημόνιο – αντιμνημόνιο; Γιατί με τόση ευκολία θολώνουν οι διαχωριστικές γραμμές που κατά τα άλλα είναι τόσο σαφείς και κάθετες;

Ας υποθέσουμε ότι όσοι υποστηρίζουμε ότι ο πραγματικός διαχωρισμός αφορά το ευρώ και την ΕΕ, και όχι το μνημόνιο, είμαστε κάπως περιθωριακοί. Μα όσοι υποστήριζαν ότι ο διαχωρισμός είναι από τη μια όσοι εφαρμόζουν ή εφάρμοσαν το μνημόνιο και από την άλλη όσοι αντιστέκονται, γιατί σήμερα ανακαλύπτουν ότι ο μόνος εχθρός είναι ο Σαμαράς και μάλιστα όχι όλη η ΝΔ, αλλά εκείνη η ΝΔ που είναι παλαιοκομματική, ακροδεξιά, φλερτάρει με την Χρυσή Αυγή κλπ; Ιδού λοιπόν νέο πεδίο δόξης λαμπρό: Η ΔΗΜΑΡ πέρα από Δραγάτης που διαφυλάττει τα κεκτημένα του ευρωπαϊσμού, μπορεί να αποτελέσει και τη γέφυρα ανάμεσα στους βασικούς σημερινούς αντιπάλους αν η μετεκλογική αριθμητική δεν βγαίνει και απειλείται η “δημοκρατία” και η “ευρωπαϊκή προοπτική” της χώρας. Ας θυμηθούμε ότι πριν τους ύμνους της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στον Α. Παπανδρέου, είχαμε τους ύμνους στον Κ. Καραμανλή.

Η πολιτική περιπέτεια της ΔΗΜΑΡ και η πιθανή κατάληξη αλά Καρατζαφέρη, προσφέρει πολλαπλά συμπεράσματα για την Αριστερά: Πρώτον, ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος με ολίγο μνημόνιο. Δεύτερο, ότι δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης όσο δεν είναι αποφασισμένη και προετοιμασμένη η ρήξη με τους δανειστές και η αποχώρηση από τους μηχανισμούς τους. Τρίτον, ότι οι προεκλογικές αντιμνημονιακές ρητορείες μεταλλάσσονται και θα συνεχίσουν να μεταλλάσσονται σε μνημονιακές και νεομνημονιακές πολιτικές, όσο παραμένουν στο έδαφος ευχολογίων που θέλουν να τα έχουν καλά και με τον λαό και με τον ευρωπαϊσμό.