Άρθρα

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση του Συντονισμού Διαλόγου και Δράσης Κομμουνιστικών Δυνάμεων

Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιουλίου του 2019 μια κατάσταση με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά διαμορφώνεται στην πολιτική ζωή της χώρας. Τη σοσιαλφιλελεύθερη – διαχειριστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, διαδέχτηκε η ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη και συντηρητική πολιτική έκφραση της αστικής τάξης που εκφράζεται μέσα από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Στο διάστημα των δυόμιση αυτών μηνών, η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

– Ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, ως προς τους όρους εξυπηρέτησης των συμφερόντων του, αλλά και ως προς την καταστρατήγηση και το ζωτικό χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ξεχωρίζει η επίθεση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που επιχειρεί να δώσει με το πρόσφατο νομοσχέδιο η κυβέρνηση, το οποίο καταργεί στην πράξη τις συλλογικές συμβάσεις, ενώ επιχειρεί να ποδηγετήσει τον συνδικαλισμό με τα ηλεκτρονικά μητρώα και ψηφοφορίες. Η σπουδή με την οποία η κυβέρνηση ικανοποιεί αιτήματα του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου που είχαν αντιμετωπίσει την αντίθεση του λαϊκού κινήματος είναι χαρακτηριστική στην περίπτωση των Σκουριών και του Ελληνικού. Το περιβάλλον υποβαθμίζεται και περιφρονείται, ενώ ο πολιτισμικός πλούτος της χώρας εκποιείται, αν δεν θεωρείται εμπόδιο για τις κάθε είδους «επενδύσεις».

– Συνέχιση της πορείας όλο και βαθύτερης ενσωμάτωσης της αστικής τάξης της χώρας μας και του πολιτικού της προσωπικού στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, παίρνοντας της σκυτάλη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το ζήτημα της μνημονιακής επιτροπείας και του πρόθυμου ακολουθητισμού στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς αποκτά κι αυτό νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά.   Η άρχουσα τάξη υποτάσσεται πλήρως στον αμερικάνικο και ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό, ευελπιστώντας να βελτιώσει τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα, με τη συμμετοχή της στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

– Ένταση και όξυνση του αυταρχισμού: η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μιας κερδισμένης με αίμα κατάκτησης του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος, είναι ενδεικτική της προσπάθειας της άρχουσας τάξης να ξεμπερδέψει το συντομότερο δυνατό με τα πιο προοδευτικά και φιλολαϊκά στοιχεία της πολιτικής κληρονομιάς της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους και αγωνιστές  στα Εξάρχεια.

– Ταχύτατα προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις: Η ΔΕΗ, απ` ό,τι φαίνεται, θα είναι το επόμενο βήμα σ` αυτή τη διαδικασία, με την απαξίωσή της και την πλήρη και οριστική εκποίησή της στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά και τα πρώτα δείγματα της κυβερνητικής πολιτικής σε τομείς όπως η υγεία και η παιδεία  και το συνταξιοδοτικό σύστημα καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση των βασικών δημόσιων αγαθών και τη βαθύτερη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς .

– Συντηρητικοποίηση και οπισθοδρόμηση σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής που, δυστυχώς, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και σε σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, με χαμηλή πολιτική εμπειρία και συνείδηση. Τα μέτρα και οι απαράδεκτες συνθήκες “φιλοξενίας” των αιτούντων άσυλο, για τα οποία ευθύνεται τόσο η σημερινή όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση εντάσσονται και σε αυτό το πλαίσιο. Το ίδιο και η ένταση ενός πρωτόγονου εθνικισμού (που δεν διστάζει, ωστόσο, να χαρακτηρίσει την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά ως εμπόδιο για τις επενδύσεις). Στο ίδιο πάντα πλαίσιο εγγράφονται και οι προτροπές της Υπουργού Θρησκευμάτων και Παιδείας (με συνειδητή την αντιστροφή των όρων του τίτλου του Υπουργείου) για εμπλοκή των ιεροδιδασκάλων (!) στην εκπαιδευτική διαδικασία ή, ακόμα, την αποστροφή της ίδιας ότι η ιστορία δεν θα πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα αλλά να προάγει την εθνική συνείδηση…

– Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιχειρεί να οικοδομήσει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες με ορισμένα μεσαία στρώματα πάνω στη μείωση της φορολογίας και με κάποιες ελαφρύνσεις που δεν ανατρέπουν αλλά ενισχύουν την κύρια πολιτική κατεύθυνση: την μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, την ενίσχυση της κερδοφορίας τους.

– Επιχειρεί να αναπτύξει συμμαχίες και με τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού πάνω στη λεηλάτηση των εργατικών δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος στο όνομα των επενδύσεων και της «ανάπτυξης για όλους». Επιχειρεί έτσι να μετατρέψει την παθητική αποδοχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής -στην οποία διέπρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ- σε μια ενεργητική στήριξή της.

– Αυτή η πολιτική δεν μπορεί όμως να αντιστρέψει ριζικά το πρόβλημα των επενδύσεων, γεγονός που αποδεικνύεται από την διεθνή αδυναμία του κεφαλαίου να ξεπεράσει την στασιμότητά τους. επενδύσεων. Διότι αυτή οφείλεται στην αδυναμία να αναταχθεί σταθερά η πτωτική πορεία του μέσου πσοσοστού κέρδους, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται μαζικά τα πιο αδύναμα κεφάλαια. Αποδεικνύεται ότι ούτε η μείωση του εργατικού κόστους, ούτε η λεηλασία της φύσης μπορούν να βγάλουν το σύγχρονο καπιταλισμό από τις δομικές αντιθέσεις του. Αντίθετα, όλα τα μέχρι τώρα μέτρα οδηγούν προοπτικά σε ακόμα μεγαλύτερη όξυνση αυτών των αντιθέσεων. Εκεί βρίσκεται η ρίζα της όξυνσης των θανατηφόρων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως δείχνει το Brexit, οι πολεμικές προετοιμασίες στον Περσικό, οι αντιπαραθέσεις για τα κοιτάσματα στην Κύπρο και την Αν, Μεσόγειο.

Ποιος θα απαντήσει σε αυτήν την καταστροφική δίνη στην οποία μπαίνει η χώρα; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν θέλει: ολοκληρώνει ταχέως την πορεία συμβιβασμού με τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού και τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, παρόλες τις σοσιαλδημοκρατικού τύπου -φραστικές κυρίως- διαφοροποιήσεις, και χωρίς να παραγνωρίζουμε τις λαϊκές και προοδευτικές φωνές που έχουν ενδεχομένως εγκλωβιστεί στο εσωτερικό του ή στο εκλογικό σώμα που τον στήριξε.

Τα κόμματα που διατυπώνουν ένα πιο ριζοσπαστικό, προοδευτικό ή και κομμουνιστικό λόγο, παρά την προσφορά και τους αγώνες της βάσης τους, δεν φάνηκαν ικανά να ωφεληθούν από την πολιτική συγκυρία των εκλογών, αλλά ούτε και να εκτιμήσουν τη βαρύτητα του αποτελέσματος: η εκλογική επίδοση του ΚΚΕ ήταν εντός του πλαισίου της πτωτικής τάσης των τελευταίων χρόνων, η ΛΑΕ κυρίως αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστησαν σοβαρότατες εκλογικές ήττες. Το κύριο είναι ότι κανένας από αυτούς του φορείς δεν φαίνεται να έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα από τις ήττες και τις αποτυχίες του.

Εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα συνιστά η ύφεση του λαϊκού κινήματος και η αδυναμία ανάπτυξης μαζικών αγώνων με πρωτοπόρα την εργατική τάξη. Ωστόσο αναπτύσσονται δειλά και με δυσκολίες κάποια πρώτα αγωνιστικά σκιρτήματα όπως η απεργία της 24ης Σεπτέμβρη και διαδηλώσεις για δημοκρατικά ζητήματα (για τα Εξάρχεια, τον Φύσσα και τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Ζακ). Ωστόσο απουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάτασης του μαζικού κινήματος και σύνδεσης των επιμέρους κινητοποιήσεων και αγώνων.

Μέσα σ` αυτές τις νέες, δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες, οι συλλογικότητες και οι αγωνιστές που συναπαρτίζουμε το Συντονισμό Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, δηλώνουμε παρούσες και παρόντες την ανάγκη για μια ριζική αλλαγή πορείας της Αριστεράς, για μια συστράτευση δυνάμεων που θα βάλουν φρένο στην περαιτέρω ενίσχυση του κατακερματισμού, της μοναχικής «κομματικής» πορείας και των δήθεν ενωτικών προτάσεων που  στόχο έχουν την ενδυνάμωση μόνον του «κόμματος». Δηλώνουμε την ανάγκη για την αναζήτηση, προσέγγιση και κατάκτηση ενός σύγχρονου εναλλακτικού κομμουνιστικού προγράμματος.

Αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα, αλλά και ενός σύγχρονου εργατικού και λαϊκού, κοινωνικοπολιτικού, μετώπου, που θα υπερασπίζεται τις κατακτήσεις και θα διεκδικεί τα σύγχρονα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, προωθώντας τη ρήξη και ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του ϕασισμού. Δεσμευόμαστε να προχωρήσουμε σε μια σειρά άμεσων πολιτικών πρωτοβουλιών. Σ` αυτές συμπεριλαμβάνουμε το άνοιγμα της συζήτησης για τη δημιουργία ενός πόλου συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων, ενός προπλάσματος του αναγκαίου «πολιτικού φορέα», παίρνοντας υπ` όψη τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις και στηριζόμενοι πάνω στις κατακτήσεις και στη συσσωρευμένη εμπειρία, θετική και αρνητική, του κομμουνιστικού κινήματος.

Για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, προτείνουμε τις ακόλουθες μετωπικές πρωτοβουλίες: α)να προωθήσουμε μια ενωτική, συσπείρωση των ταξικών μαχόμενων δυνάμεων στο εργατικό κίνημα και να συμβάλουμε σε έναν ουσιαστικό συντονισμό ανεξάρτητων αγωνιζόμενων συνδικάτων,  β) να συμβάλουμε σε μια νέα πνοή στον Πανελλαδικό Αντιπολεμικό Κινηματικό Συντονισμό (ΠΑΚΣ), γ) να συμβάλουμε στη δημιουργία μιας κίνησης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και την αντιφασιστική πάλη, δ) να συντονίσουμε τις δυνάμεις μας και να συμβάλουμε σε μια κοινή δράση σχημάτων στις περιφέρειες και τους δήμους, ε) να συντονίσουμε τις δυνάμεις μας και να συμβάλουμε στο φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα. Προτείνουμε να ξεκινήσει μέσα στον Οκτώβριο μία διαδικασία  συσκέψεων και συνελεύσεων, ώστε να συζητηθούν και να προωθηθούν οι παραπάνω πρωτοβουλίες.

Παράλληλα, κατανοούμε την ανάγκη για μια μετωπική πρωτοβουλία συσπείρωσης αριστερών δυνάμεων σε μια πολιτική συμφωνία διαλόγου και κοινής δράσης που θα αγωνιστεί έμπρακτα ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ και την πολιτική της, ενάντια στην επανενσωμάτωση στον ΣΥΡΙΖΑ, με ένα συγκεκριμένο, θετικό πολιτικό πλαίσιο αιτημάτων υπέρ της βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας.

Μια τέτοια μετωπική πρωτοβουλία συσπείρωσης χρειάζεται ένα πρόγραμμα πάλης με βάση τους παρακάτω βασικούς άξονες:

– Κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και λαϊκό εισόδημα, με σταθερές εργασιακές σχέσεις και μείωση του χρόνου εργασίας, προοδευτική φορολογία και προστασία της λαϊκής κατοικίας.

– Παύση πληρωμών, διαγραφή του δημόσιου χρέους, διαγραφή – ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους των λαϊκών στρωμάτων.

– Εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων με δημοκρατικό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

– Έξοδος από ευρώ και Ευρωπαϊκή Ένωση, λαϊκή κυριαρχία στη νομισματική πολιτική και σε όλους τους τομείς, στην οικονομία, την πρόνοια, την άμυνα, τη δημόσια περιουσία.

– Ειρήνη και ισότιμη συνεργασία των λαών σε Βαλκάνια, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Έξοδος από το ΝΑΤΟ, έξω οι βάσεις. Όχι στη νατοϊκή Συμφωνία των Πρεσπών και στον άξονα με ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο.

– Υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των εργατικών λαϊκών ελευθεριών, αποφασιστική αντιφασιστική πάλη.

– Δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία και ασφάλιση για όλους.

– Υπεράσπιση των μικρομεσαίων στρωμάτων και της μικρομεσαίας αγροτιάς.

– Στήριξη των δικαιωμάτων των νέων εργαζόμενων, των φοιτητών και μαθητών, των γυναικών και όλων των καταπιεζόμενων ομάδων.

– Υπεράσπιση των προσφύγων και των μεταναστών.

– Προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος από την καταστροφή χάριν του κέρδους.

Έχουμε επίγνωση των δυσκολιών του εγχειρήματος που έχουμε αναλάβει. Ωστόσο, με ανοιχτό μυαλό και με μαχόμενη αισιοδοξία, πιστεύοντας ότι η φύση και η ιστορία απεχθάνονται το κενό και ότι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας συνεχίζουν να αναζητούν μία πολιτική διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση,  σε διεθνιστική συνεργασία με τους εργαζόμενους των άλλων χωρών, θα συμβάλουμε ενωτικά για  να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της εποχής μας, στις ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού, στο άνοιγμα καινούριων δρόμων του σοσιαλισμού.  Και καλούμε συλλογικότητες και συναγωνιστές/τριες που συμμερίζονται τις αγωνίες μας  να βαδίσουμε από κοινού στο δρόμο των κοινωνικών αγώνων, της ενιαιομετωπικής δράσης, της κομμουνιστικής προοπτικής.

Στην κατεύθυνση αυτή θα οργανώσουμε μια πρώτη συζήτηση για τη συγκρότηση πολιτικής – προγραμματικής πρότασης, με την οποία θα ξεκινήσουν οι μαζικές διαδικασίες διαλόγου στην Αθήνα σε πόλεις, κλαδους και γειτονιές, τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου, και την αγωνιστική παρουσία του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων στην πορεία του Πολυτεχνείου.

Demolition of the Old House, Dalston Junction, Summer 1974

Τι γίνεται από Δευτέρα;

Από την άποψη της Αριστεράς η 7η Ιούλη μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Η παράφραση της ρήσης του Ελεφάντη για το ΠΑΣΟΚ είναι απαραίτητη γιατί πρέπει να αναγνωρίζεις ειλικρινά τι έχεις και τι δεν έχεις να περιμένεις. Η Αριστερά, ως ιστορικό φορτίο και πολιτική αποστολή, τίποτα θετικό δεν περιμένει από την κάλπη της Κυριακής. Η Αριστερά, ως το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στο κεφάλαιο, έχει χάσει εδώ και χρόνια. Οι εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν άλλη μια καταγραφή αυτής της ήττας μετά τις ευρωεκλογές. Το αποτέλεσμα προδιαγράφηκε εδώ και χρόνια, όσο η Αριστερά έμενε άναυδη, ανήμπορη, ανίκανη να αντιδράσει, να ανασυνταχτεί, να καταλάβει την ανεπάρκειά της και την αδυναμία της να συγκροτήσει αντίπαλο δέος, να προχωρήσει στην ουσιαστική επανίδρυσή της. Να κάνει πράξη μετά το 2015, την ύστατη έστω στιγμή, το «όχι όπως πριν».

Η ψήφος οίκτου, ελεημοσύνης, αντοχής ή μηδαμινής καταγραφής που διεκδικούν ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ και άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί, δυστυχώς, την επόμενη μέρα δεν θα μετατραπεί σε ανατροπή, αλλαγή ή μετασχηματισμό μιας ατελέσφορης και αδιέξοδης για το λαό πολιτικής. Θα μεταφραστεί στα κλασικά εικονογραφημένα «αντέξαμε», «τουλάχιστον εμείς υπάρχουμε», «δώσαμε μια δύσκολη μάχη». Ουδείς θα προβληματιστεί, για ποιο λόγο, μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και κοινωνικής καταστροφής, ακόμα και μετά από τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ, η κομμουνιστική, ριζοσπαστική, επαναστατική κοκ Αριστερά, γίνεται όλο και πιο αναξιόπιστη. Οι αριστεροί που κατανοούν το μέγεθος και το βάθος της αναξιοπιστίας, είτε ψηφίσουν, είτε δεν ψηφίσουν την υπαρκτή Αριστερά, οφείλουν την επόμενη μέρα να πασχίσουν για την κατεδάφιση και ανοικοδόμησή της.

Πουθενά δεν υπάρχει παρθενογένεση, ούτε και στην πολιτική. Η κατεδάφιση της υπαρκτής Αριστεράς δεν σημαίνει κατεδάφιση των αγωνιστών της. Σημαίνει όμως ακύρωση των χρεοκοπημένων μετώπων και σχηματισμών, των αυτάρεσκων πολιτικών, των αυτοϊκανοποιούμενων επιτελείων. Σημαίνει ταυτόχρονα επίγνωση πως οτιδήποτε καινούριο προκύψει απαιτεί ουσιαστική αναβάπτιση στην κοινή λογική του λαού και της εργαζόμενης κοινωνίας. Αν το όραμα της Αριστεράς είναι η αλλαγή του κόσμου, ας αναμετρηθεί με αυτό το καθήκον. Αν το όραμα είναι η εκλογική καταγραφή σε οριακά αναγνώσιμα ποσοστά, ας συνεχίσουν, όσοι θέλουν, το συγκεκριμένο χόμπι. Περί χόμπι πρόκειται. Οι υπόλοιποι οφείλουν να ανασκοπήσουν.

Η επόμενη μέρα ειδυλλιακά θα σήμανε υπέρβαση των σχηματισμών και οργανωμένη κατεδάφιση των αντιλήψεων που μας έφεραν στο σημείο μηδέν. Επειδή όμως το ειδυλλιακό σπάνια είναι πραγματικό, για να υπάρξει υπέρβαση πρέπει πρώτα να υπάρξει ρήξη. Ρήξη με τα υπαρκτά σχήματα και τις υπαρκτές πολιτικές. Και ας μην φοβόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Τα πολιτικά μέτωπα ή κόμματα που τυχόν στεγάζουν τις ανησυχίες μας, έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή. Βρίθουν ενδοοικογενειακής μιζέριας. Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι να αποδράσουμε από τη μιζέρια αλλά να συνεχίσουμε να την αποδεχόμαστε γιατί «δεν υπάρχει τίποτα άλλο». Το «άλλο» πρέπει να φτιαχτεί από την αρχή.

Μακάρι να ήταν λύση για την επόμενη μέρα το «κίνημα ενάντια στον Μητσοτάκη». Το πρόβλημα της κοινωνικής πλειοψηφίας σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι η κινηματική άπνοια. Άρα ούτε και η λύση θα είναι η κινηματική αναζωπύρωση με αφορμή την επέλαση του γνήσιου και αυθεντικού νεοφιλελευθερισμού. Το αδιέξοδο αφορά την πλήρη αναξιοπιστία μιας εναλλακτικής πορείας για τη χώρα και την κοινωνία. Είναι κεντρικά, βαθιά πολιτικό και ιδεολογικό. Το αδιέξοδο «χτιζόταν» επί δεκαετίες και ολοκληρώθηκε με το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ πριν από τέσσερα χρόνια. Και αν δεν μας απασχολήσει αυτό το αδιέξοδο, η προσφυγή στις «κοινωνικές αντιστάσεις» θα είναι ο φερετζές που θα κρύψουμε για άλλη μια φορά τη στρατηγική ήττα.

Το ότι «την επόμενη μέρα θα είμαστε εδώ» που διατυπώνει βασικά το ΚΚΕ και σε μικροπαραλλαγές και άλλοι, δεν σημαίνει και πολλά. Στην πραγματική ζωή σημασία δεν έχει να είσαι εδώ, αλλά να έχεις κάποιο αποτέλεσμα. Το 2019 δεν είναι 1979. Στον σημερινό καπιταλισμό του «όλα ή τίποτα» δεν κερδίζονται επιμέρους μάχες όσο δεν αναμετρούμαστε με τον συνολικό πόλεμο. Οι εργαζόμενοι χάνουν διαρκώς τα τελευταία χρόνια και το ένα ή το άλλο εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ ή όποιου άλλου δεν άλλαξε αυτή την κατάσταση. Ο λαός δεν γίνεται πιο δυνατός με ένα πενιχρό εκλογικό ποσοστό. Θα γινόταν πιο δυνατός αν αμφισβητούνταν ο συσχετισμός δύναμης, αν οικοδομούνταν μια άλλη προοπτική, αν υπήρχε πραγματική βούληση και τόλμη για πολιτική και κοινωνική ανατροπή.

Το μέλλον διαρκεί πολύ λέει ο φιλόσοφος, αλλά στην περίπτωσή μας το παρελθόν έχει διαρκέσει πολύ περισσότερο. Η στασιμότητα και η παθητική αναμονή είναι πέρα από κάθε όριο λογικής. Έχουμε μια χρεοκοπημένη Αριστερά και όλοι βλέπουν, ξέρουν, καταλαβαίνουν τη χρεοκοπία της. Αναζητούνται εδώ και καιρό όσοι θα ομολογήσουν δυνατά ότι η συντήρηση της χρεοκοπίας δεν συνιστά λύση, δεν βοηθά το λαό, δεν ενισχύει την εργαζόμενη κοινωνία. Και ακόμη περισσότερο όσοι πάρουν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε ΝΔ

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Όταν μοιάζεις πολύ με τον αντίπαλό σου, αλλά θέλεις οπωσδήποτε να ξεχωρίσεις, οξύνεις ανούσιες και δευτερεύουσες διαφορές. Αυτή είναι με δυο λόγια η πολιτική κατάσταση την τελευταία περίοδο και ειδικά ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Πόλωση, όξυνση, υψηλοί τόνοι, ακραίοι χαρακτηρισμοί, έντονα διλήμματα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα διλήμματα όμως δεν μπορούν να κρύψουν τις μεγάλες ομοιότητες στην πολιτική τους.

  1. Τα δύο κόμματα μοιράζονται παρόμοια διαδρομή προς την εξουσία. Όπως ο Σαμαράς ήρθε στην εξουσία με τις υποσχέσεις του Ζαππείου και την «επαναδιαπραγμάτευση με σκοπό την έξοδο από τα μνημόνια», έτσι και ο Τσίπρας ήρθε στην εξουσία με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και το «σκίσιμο σε μια μέρα των μνημονίων». Και ο ένας και ο άλλος, ως πρωθυπουργοί, άσκησαν την πολιτική που κατήγγειλαν ως αντιπολιτευόμενοι δικαιώνοντας με την πολιτική τους τους εκάστοτε προηγούμενους, ακολουθώντας τους «μονόδρομους» που επέβαλαν οι δανειστές και κατακρεουργώντας την εθνική και κοινωνική αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού. Αυτή η απλή, βασική αλήθεια κρύβεται και διαστρεβλώνεται από όσους ανακαλύπτουν «αξεπέραστες διαφορές» ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα.
  2. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παρά τις φραστικές τεχνητές οξύνσεις, ακολουθούν την ίδια -στον πυρήνα της- πολιτική. Από εκεί που οι άνθρωποι ήταν “πάνω από τα κέρδη” στον προκυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, μέτρο και κριτήριο πάντων είναι η αγορά. Το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι η αγορά είναι η θεά του, δεν κρύβει το γεγονός ότι και ο Τσίπρας λογοδοτεί (και υπηρετεί) τις αγορές. Εκχώρησε τη δημόσια περιουσία, ξεπούλησε λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, ενέργεια και φυσικό πλούτο, υποθήκευσε τα πάντα στο Υπερταμείο, γιατί έτσι διέταξαν οι δανειστές και επιβάλει η αγορά. Γερμανοί, Κινέζοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι αγοράζουν μισοτιμής μια χώρα με υποτιμημένες αξίες και ο Τσίπρας είναι ο εκποιητής. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην δηλώνει λάτρης της ελεύθερης αγοράς, αλλά εφαρμόζει πιστά, άκαμπτα και σκληρά όλα τα δόγματά της. Από τα ματωμένα κοινωνικά πλεονάσματα που προϋποθέτουν κατάργηση του κράτους πρόνοιας, μέχρι τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις και τον περιορισμό του δημόσιου. Σε μια αποστροφή του ο Μητσοτάκης αναγνώρισε την αλήθεια: «Εμείς θα κάνουμε (τα ίδια) γιατί τα πιστεύουμε. Εσείς τα κάνετε αλλά δεν τα πιστεύετε». Τι νόημα όμως έχει η διαφορά στη θεωρία όταν η πράξη είναι παρόμοια;
  3. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πρόσωπα και κόμματα χρήσιμα και αγαπητά από τους υπερατλαντικούς προστάτες και τους ηγέτες της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Για τέσσερα χρόνια μάλιστα, ο Τσίπρας συγκέντρωσε ρητά και κατηγορηματικά την εύνοια των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σε αντάλλαγμα και της αφοσίωσής του, αλλά και του μεγέθους της κωλοτούμπας και της μακράς διαδρομής που διένυσε για να γίνει ο «ευνοούμενος» των ισχυρών, έλαβε μικρά «δωράκια», όπως η αναβολή της περικοπής των συντάξεων, που όμως δεν αλλάζουν ούτε το πλαίσιο ούτε το πρόσημο της ασκούμενης πολιτικής. Ο Τσίπρας, για τις αγορές, το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ήταν περισσότερο χρήσιμος και προτιμητέος από τον Μητσοτάκη. Όχι απλά υπάκουος και πειθήνιος («προσόντα» που διακρίνουν και με το παραπάνω τον αρχηγό της ΝΔ), αλλά και ικανός να κρατά τις κοινωνικές αντιδράσεις σε ύπνωση. Η διακυβέρνηση Τσίπρα συνιστά μια ζωντανή υπενθύμιση στο λαό ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από το μονόδρομο που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες πριμοδοτούν ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι του ΚΙΝΑΛ. Αυτός είναι ο λόγος που οι προσβλητικές δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων για τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του κατά τους πρώτους μήνες του 2015, μετατράπηκαν σήμερα σε ύμνους και διθυράμβους. Βεβαίως τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι αγορές δεν έχουν σε τίποτα να ανησυχούν από τη διαφαινόμενη έλευση Μητσοτάκη. Γνωρίζουν ότι θα είναι και ο Μητσοτάκης δεδομένος στις πολιτικές λιτότητας για την εξυπηρέτηση του χρέους. Γνωρίζουν ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις και των δύο περί μείωσης των φόρων και εισφορών ύψους 5 δισ, θα τελούν υπό αμφισβήτηση και υπό τον έλεγχο των δανειστών, όπως υπενθύμισε πρόσφατα η έκθεση της Κομισιόν.
  4. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, από τη μία ισχυρίζονται ότι ξεπεράστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, από την άλλη όμως πλειοδοτούν σε τεχνητούς διαχωρισμούς. Ο Τσίπρας, μετά το διαζύγιο με τον Καμμένο, υιοθέτησε την αντιδεξιά γραμμή σερβίροντας την ξαναζεσταμένη από τη δεκαετία του ’80 σούπα της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, ενώ τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ συχνά καταφεύγουν σε αντιαριστερή, αντικομμουνιστική, αντιδραστική ρητορική. Οι εκατέρωθεν ρητορείες -με βουτιές στο παρελθόν- κρύβουν την αλήθεια της -σημερινής- πολιτικής σύγκλισης των δύο κομμάτων. Επιχειρούν να κουκουλώσουν το γεγονός ότι η Αριστερά από τη Δεξιά χωρίζονται με ανυπέρβλητο χάσμα, όχι γιατί βρίζονται μεταξύ τους, αλλά γιατί εκφράζουν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα. Το τελευταίο δεν ισχύει στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα κοινωνικά συμφέροντα που εκφράζουν, σε τελική ανάλυση, είναι ίδια. Μετά τις εκλογές δε, ομνύουν κάλπικα και οι δύο στην υπεράσπιση των στρωμάτων που τσάκισαν από κοινού με τις μνημονιακές τους πολιτικές, των λεγόμενων «μεσαίων στρωμάτων». Η κυβέρνηση Τσίπρα υιοθέτησε ως “κυβέρνηση της Αριστεράς” όλη την πολιτική της Δεξιάς. Αλλά όχι μόνο. Πρότεινε τον Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συγκυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια με τον Καμμένο. Ενσωμάτωσε ως κυβερνητικά στελέχη πολλούς παράγοντες, πολιτευτές, βουλευτές, πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά. Ο Τσίπρας παρέδωσε την έννοια της Αριστεράς στη χλεύη και στον περίγελο της Δεξιάς. Όμως, η Αριστερά όπως άλλωστε και η Δεξιά δεν είναι «ιδιοκτησία» κομμάτων ή προσώπων. Είναι οι πολιτικές εκφράσεις διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, ανταγωνιστικών προτάσεων, αντίπαλων ιδεολογιών. Ο Τσίπρας κατάφερε να σβήσει τις διαφορές Δεξιάς – Αριστεράς, τόσο με την πολιτική του, όσο και με τις μεταγραφές στελεχών της ΝΔ. Αυτό που πραγματικά πέτυχε είναι να καταγράψει τον εαυτό του και το κόμμα του στο στρατόπεδο της Δεξιάς.
  5. Ακόμα και το κατεξοχήν προνομιακό πεδίο της Δεξιάς, που ήταν η ασφυκτική πρόσδεση με τις ΗΠΑ, έγινε πλέον προνομιακό πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση Τσίπρα αναγνωρίζεται ανοιχτά ως η πιο φιλοαμερικανική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης που με προοδευτικό και «αντιεθνικιστικό» πρόσημο προωθεί όλα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Έλυσε το Μακεδονικό με εντολή των Αμερικάνων για να επιταχυνθεί η επέλαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Εντάχθηκε στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου. Στήριξε τη σιωνιστική κατοχή στην Παλαιστίνη και το κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ. Συμμαχεί με κάθε αντιδραστικό καθεστώς στον αραβικό κόσμο, αρκεί να αποτελεί ενεργούμενο των ΗΠΑ. Μετατρέπει τη χώρα σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ, στον βασικό πληρεξούσιο της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Σήμερα, οι εκατέρωθεν κινήσεις στις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, βάζουν και την Ελλάδα και την Κύπρο στην Προκρούστεια κλίνη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των πολυεθνικών, καταργώντας κάθε έννοια εθνικής αξιοπρέπειας. Το «στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας» του Κανελλόπουλου στον Βαν Φλητ, αντικαταστάθηκε από το «πρέσβη μου ιδού η χώρα σας» του Τσίπρα στον Πάιατ. Όμως, παρά τις ασχήμιες του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά ήταν, είναι και θα παραμείνει εκείνη η πολιτική και κοινωνική δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στους λαούς, παλεύει για να μην έχουν οι χώρες προστάτες και αγωνίζεται ενάντια στους φονιάδες των λαών και στις πολεμικές τους μηχανές.
  6. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, Τσίπρας και Μητσοτάκης αποδέχονται χωρίς αμφισβήτηση το σύνολο των μνημονίων που επιβλήθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα, όπως και τον μνημονιακό γύψο που έχει επιβάλει η Ευρωζώνη για τις επόμενες δεκαετίες. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να τροφοδοτούν την αποπληρωμή των δανείων, υψηλή φορολογία στα φυσικά πρόσωπα των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, μείωση των συντάξεων, συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών, ελάφρυνση επιχειρήσεων, διευκόλυνση «επενδύσεων», επιδότηση εργοδοτικών εισφορών. Και αν δημοσιονομικά ή στην διεθνή οικονομία πάει κάτι στραβά τα επόμενα 40 χρόνια, η πολιτική ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ και το υπερταμείο υπενθυμίζουν ότι οι δανειστές θα είναι οι μόνοι που θα ωφεληθούν σε βάρος του λαού και της χώρας, με υπογραφή και του Τσίπρα και του Μητσοτάκη. Αυτός είναι ο μεταμνημονιακός γύψος που συμφωνήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και αυτό το πρόγραμμα όχι απλά δεν αμφισβητείται, αλλά είναι αποδεκτό με ενθουσιασμό από τη ΝΔ.
  7. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ δεν συγκρούονται με τον πυρήνα του αντιδραστικού κράτους στην Ελλάδα. Κανείς τους δεν συγκρούεται με την εκκλησία και τη χρόνια προστασία που της παρέχει το κράτος, τόσο για την σκοταδιστική προπαγάνδα της (Θρησκευτικά στο σχολείο), όσο και για τη σκανδαλώδη επιχειρηματική της δράση. Κανείς τους δε συγκρούεται με την “ανεξάρτητη” δικαιοσύνη που βάζει καθαρίστριες στη φυλακή για 10 χρόνια, αλλά για απάτες με πολλαπλάσια ζημιά για το δημόσιο ή εγκλήματα του κοινού ποινικού κώδικα με δράστες επιχειρηματίες ή πολιτικούς, η ποινή είναι πάντα “με αναστολή”. Κανείς τους δεν ακουμπάει το βαθύ αντιδραστικό χαρακτήρα της αστυνομίας ως σώμα καταστολής των λαϊκών αγώνων και φυτώριο ακροδεξιών πρακτικών και φωνών με θύματα πάντα τους νεολαίους, τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, κάθε καταπιεσμένο. Στο μεταναστευτικό, στα πλαίσια της υποταγής του Τσίπρα στις απαιτήσεις Μέρκελ, ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε όχι μία αλλά πολλές «Αμυγδαλέζες», στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών που ζουν σε άθλιες συνθήκες. Η ανάδειξη από τον ΣΥΡΙΖΑ της (όλο και μειούμενης) διαφοράς με τη ΝΔ στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, στην ουσία επιβεβαιώνει τη βαθιά τους συμφωνία στο χτύπημα των συλλογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
  8. Η ουσία είναι ότι οι πλούσιοι συνεχίζουν και γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και παρά τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί ελίτ, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι, ο βαθύς πυρήνας της μεγαλοαστικής τάξης δεν έχει θιγεί ούτε επί ΝΔ, ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα έχει αυξήσει τα κέρδη της. Οι καταγγελίες, οι κριτικές, η αντιπαράθεση, οι οξείς τόνοι ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αφορούν αποκλειστικά δευτερεύοντα στοιχεία, τους ρυθμούς, το περιτύλιγμα, το πλασάρισμα, αλλά όχι τον πυρήνα της κοινής μεταμνημονιακής πολιτικής. Συχνά μάλιστα αφορούν όχι απλά δευτερεύοντα ζητήματα της πολιτικής, αλλά αποπροσανατολιστικό κουρνιαχτό για το ποιος είναι πιο έντιμος, καθαρός, αμόλυντος ή ικανός να ασκήσει την ίδια πολιτική, στο ίδιο πλαίσιο. Η λιτότητα, η φτώχεια και η ανεργία παραμένουν κοινός τόπος και των μεν και των δε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει μια ήπια εφαρμογή, η ΝΔ εξαγγέλλει μια άγρια εφαρμογή. Πριν τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχιζε να παρουσιάσει ως μέτρα κοινωνικής προστασίας τις μικροπαραχωρήσεις που επιτρέπουν οι δανειστές ως αντίδωρο για τον όγκο του έργου που έχει εκτελέσει. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να αποδείξει τη διαφορετικότητά του από τη ΝΔ. Στην πραγματικότητα όμως η αντιλαϊκή τομή από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει τέτοιο μέγεθος που τα νεοφιλελεύθερης κοπής επιδόματα κοινωνικής προστασίας και η πολιτική των φιλοδωρημάτων μοιάζουν με ασπιρίνες απέναντι στον καρκίνο. Τώρα και οι δύο αναφέρονται στη «μεσαία τάξη» και στη μείωση φόρων και εισφορών, γιατί ποντάρουν να συσπειρώσουν αυτά τα στρώματα για τις εκλογές της 7ης Ιούλη. Ο Τσίπρας ακύρωσε -υποτίθεται- τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά μετά το τράβηγμα του αυτιού από τους δανειστές, τα επιτελεία Τσίπρα-Μητσοτάκη ήδη μηχανεύονται νέους φορολογικούς συντελεστές, για να συνεχιστεί η αφαίμαξη της κοινωνίας προς όφελος των δανειστών.
  9. Ο Μητσοτάκης εμφανίζεται ακόμα πιο επιθετικός και άγριος απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία, καθώς αποτελεί σάρκα από τη σάρκα του αστικού πολιτικού προσωπικού, λειτουργώντας στα λαϊκά στρώματα ως φόβητρο για τα «χειρότερα». Αυτή η εικόνα βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ για να εμφανίζεται ως διαφορετικός από τη ΝΔ, βολεύει και τη ΝΔ γιατί κερδίζει την εμπιστοσύνη της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών. Όμως εν πολλοίς η εικόνα αυτή είναι επικοινωνιακή. Πολλά από αυτά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αν τα έκανε η ΝΔ, πολλοί θα ανατρίχιαζαν: Η θέσπιση του υπερταμείου για 99 χρόνια. Η πώληση του Ελληνικού στο Λάτση για τιμή λιγότερο των 100 €/τμ. Ο νόμος Κατρούγκαλου που μειώνει τις συντάξεις έως και 30% στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Η αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67. Οι χιλιάδες πλειστηριασμοί –μερικές εκατοντάδες από αυτούς σε πρώτη κατοικία– από τράπεζες και κεδροσκοπικά funds. Η νομοθέτηση του διαχωρισμού της ΔΕΗ με σκοπό την μελλοντική ιδιωτικοποίηση. Οι ιδιωτικοποιήσεις σχεδόν όλων των υποδομών της χώρας (αεροδρόμια, λιμάνια, τρένα). Η μείωση του αφορολόγητου και οι 17 νέοι φόροι λεηλασίας του λαϊκού εισοδήματος. Το χτύπημα των απεργιών για τα πρωτοβάθμια σωματεία. Ο περιορισμός της κυριακάτικης αργίας στο εμπόριο. Η νομοθέτηση του μητρώου εργοδοτών που επιτρέπει στους εργοδότες να εκβιάζουν με επιχειρησιακές συμβάσεις, πολλές από αυτές 7 ημερών για τις οποίες φωνασκεί υποκριτικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μη τήρηση του μνημονιακού 5 αποχωρήσεις – 1 πρόσληψη ούτε καν στο χώρο της υγείας και της παιδείας. Η θεσμοθέτηση νέου συστήματος διορισμού στην παιδεία βασισμένο στη νεοφιλελεύθερη λογική των «ατομικών προσόντων». Η μετατροπή της Γ’ λυκείου σε φροντιστηριακό έτος, με απόσυρση των μαθημάτων γενικής παιδείας αλλά διατήρηση των θρησκευτικών. Το άνοιγμα δεκάδων στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών τύπου Μόριας. Η μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Τα δωράκια προς Μελισανίδη, Σαββίδη, COSCO, Νιάρχο μέσω κυρίως χρηματοδοτικών εργαλείων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και βεβαίως τα τυχοδιωκτικά παιχνίδια στην εξωτερική πολιτική, όπου η χώρα γίνεται πρακτορείο των ΗΠΑ, ξεπερνώντας στην υποταγή στις ΗΠΑ ακόμα και τον Γ. Παπανδρέου, τον Σημίτη και τον πατέρα Μητσοτάκη. Αν όλα αυτά τα έφερνε η ΝΔ θα χαρακτηρίζονταν ακραία δεξιά, αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική. Τώρα τι είναι; Γνωρίζουμε ότι η ΝΔ θα φέρει ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα. Όμως το έδαφος είναι στρωμένο. Εν πολλοίς και ήδη νομοθετημένο από τον «αντίπαλο» ΣΥΡΙΖΑ.
  10. Αρκούν οι διαφορές στους ρυθμούς και στο περιτύλιγμα της κοινής τους πολιτικής για να προτιμήσει κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ; Με όλο το σεβασμό στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας να γλυτώσει δέκα, είκοσι, τριάντα ευρώ το μήνα, ή να «αποτρέψει τα χειρότερα», πρέπει να θυμηθούμε ότι η λογική του μικρότερου κακού ανοίγει πάντα και διάπλατα το δρόμο σε ολόκληρο το κακό. Επί δεκαετίες το ζήσαμε με το ΠΑΣΟΚ. Κάθε φορά που ο λαός επέλεγε το «λιγότερο χειρότερο» ερχόταν το ακόμα χειρότερο. Και βήμα το βήμα, κάθε φορά που επιλέγαμε την ήπια και όχι την άγρια διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός απαιτούσε όλο και περισσότερο αίμα από την εργαζόμενη κοινωνία. Επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ακόμα πιο άγρια ΝΔ, ακόμα πιο κυνικό ΣΥΡΙΖΑ και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Όσο εμπεδώνεται ότι η «αριστερά» είναι «μία από τα ίδια» και υπηρετεί τους «μονόδρομους» του συστήματος, τόσο ένας κόσμος που αναζητά «αντισυστημικές» λύσεις θα στρέφεται στην ακροδεξιά.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΝΔ.

Οι δύο διεκδικητές της εξουσίας δεν είναι ίδιοι. Υπάρχουν διαφορές. Είναι όμως όμοιοι και η βασική τους πολιτική είναι ταυτόσημη.

Οι διαφορές όχι μόνο δεν αναιρούν, αλλά αντίθετα κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης και ύπαρξης μιας αντισυστημικής αριστερής πολιτικής και προγράμματος για την έκφραση των συμφερόντων των εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και των πλουσίων. Το ότι αυτή η δύναμη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί, δεν σημαίνει υποχώρηση από αυτό το καθήκον. Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει την ενίσχυση του δηλητηρίου «δεν υπάρχει εναλλακτική». Δεν σημαίνει την κουτοπονηριά ότι «αφού δεν υπάρχει στον εφικτό ορίζοντα η ανατροπή, ας επιλέξουμε το μικρότερο κακό». Η αναστροφή της καταστροφής των τελευταίων ετών, η ανάταξη της κοινωνίας, η ανάκτηση της χαμένης κοινωνικής και εθνικής αξιοπρέπειας, απαιτεί να ηττηθούν και οι δύο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ.

Γνωρίζουμε καλά ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν υπάρχει καμιά εκλογική πρόταση που να αποτελεί μια θετική διέξοδο. Με συντριπτική ευθύνη της υπαρκτής Αριστεράς δεν διαμορφώθηκε καμιά προοπτική για την αντίσταση του λαού στη λαίλαπα της επόμενης μέρας. Δεν συγκροτήθηκε πολιτική δύναμη που θα μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας.

Στο καθήκον της επανίδρυσης, της ανασύνθεσης, της κατεδάφισης και επανοικοδόμησης της Αριστεράς στη χώρα μας, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο. Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη, με βασικό, αλλά επίπονο και μακροχρόνιο καθήκον την αντιστροφή αυτής της κατάστασης προς όφελος του λαού και της χώρας.

Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη;

Είναι γεγονός ότι η συζήτηση για το αν και πως θα υπάρξει μαζική αντισυστημική αριστερά στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια ή αν θα ακολουθήσουμε την πορεία άλλων αριστερών κινημάτων της Ευρώπης (πχ Ιταλία, Γαλλία κ.α.), έχει ξεκινήσει. Στη συζήτηση αυτή το ΚΚΕ δεν παρεμβαίνει, καθώς δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποιο θέμα περί αριστερού κινήματος που έχει ηττηθεί. Το ζήτημα είναι να “αντέχει το κόμμα”. Μια βαθιά συστημική λογική, έξω από κάθε θεωρία, ηθική, ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

Το πρόβλημα στην υπόλοιπη “γκρίζα ζώνη” της αριστεράς, κομμουνιστικογενούς και μη, είναι ότι στη συζήτηση εξακολουθούν και διεκδικούν χώρο οι πάσης φύσεως μικροπολιτικές σκοπιμότητες και υποκειμενισμοί. Προτάσεις εκλογικών συνεργασιών πάνε και έρχονται μαζί με προσχηματικές προτάσεις ενότητας. Απόψεις για επιβεβαιώσεις και «επιβεβαιώσεις» για κάθε μια αριστερά που έχει ο καθένας στο μυαλό του. Που για κάποιον έχασε γιατί δεν ήταν αρκετά αντιρατσιστική, για κάποιον άλλον γιατί δεν ήταν αρκετά ταξική, για κάποιον τρίτο γιατί δεν ήταν αρκετά κινηματική, για κάποιον τέταρτο γιατί δεν ήταν αρκετά πατριωτική. Άλλοι θεωρούν ότι το μοναδικό όχημα για να υπάρξει μια κάποια αριστερά στην Ελλάδα είναι ο Βαρουφάκης. Και άλλοι θεωρούν ότι η επανάληψη ενός συνδυασμού κινηματισμού-απεργιών και καταγγελίας του καπιταλισμού είναι η μόνη τίμια στάση. Η σύγχυση περισσεύει και το από που να ξεκινήσουμε, είναι σημαντικό ερώτημα. Ωστόσο μια καλή αρχή πάντα ήταν η πραγματικότητα.

Πρώτο στοιχείο. Γιατί χάσαμε; Ή δε χάσαμε όλοι μαζί; Κάποιος θα πει ότι κάποιοι άντεξαν (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και κάποιοι έχασαν (ΛΑΕ). Πέρα από το ψευδές και το φαιδρό αυτής της εκτίμησης, για αυτήν την άποψη δεν τίθεται θέμα αν χάσαμε, καθώς το “κόμμα άντεξε”. Μια λογική μικρού ΚΚΕ δηλαδή. Αν έχασε όμως το αριστερό κίνημα, με την έννοια ότι αριστεροί αγωνιστές έχουν αποστρατευτεί, το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και το «δεν υπάρχει εναλλακτική» έχει εμπεδωθεί σε ευρύτερα στρώματα και επιπλέον εκλογικά έχουμε συρρικνωθεί, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χάσαμε γιατί δεν είχαμε μια γραμμή και πρακτική που ήθελε να εμποδίσει την ήττα.

Πιο συγκεκριμένα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν έβαλε ως στόχο τη συγκράτηση και τη συγκρότηση ενός μαζικού αγωνιστικού αριστερού δυναμικού, μετά το 2015 – για να μην πούμε από το 2012 όταν και διαφαινόταν μια τεραστίων διαστάσεων ήττα για το λαϊκό κίνημα. Στην ουσία επένδυσε σε μια πολιτική “καμένης γης”, στη ρευστοποίηση δηλαδή ενός μαζικού αριστερού ριζοσπαστικού χώρου στην Ελλάδα – πέραν του ΚΚΕ.

Η δε ηγεσία της ΛΑΕ – και ειδικά του ΑΡ – δεν έβλεπε την ήττα. Θεωρούσε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει το πρώτο εξάμηνο, άντε τον πρώτο χρόνο. Μέχρι προχθές θεωρούσε ότι έχει ρεύμα ισχυρό και ότι αυτό που την έφαγε είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Η ηγετική ομάδα διαρκώς έκλεινε το παιχνίδι σε ένα στενό πυρήνα – τόσο στενό που έως και παραδοσιακά στελέχη αυτού του χώρου έμεναν εκτός. Η βασική πολιτική πρακτική και ιδεολογία που έχει διαμορφώσει, ο κοινοβουλευτισμός, την είχε οδηγήσει σε μια πολιτική (επικοινωνιακή παλαιοκομματικού τύπου- αποκρουστική για πολύ κόσμο και ειδικά της νεολαίας) διαρκούς ικεσίας για να μπει η ΛΑΕ στο κοινοβούλιο. Στην ουσία όλες οι βασικές εκτιμήσεις, η γραμμή, η μορφή και επικοινωνία, ήταν εκτός πραγματικότητας. Είναι και αυτό ένα πρόβλημα στην πολιτική και μάλιστα από τα βασικά. Να μην έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Βασικό πρόβλημα όλων των μικρών ομάδων και οργανώσεων. Όσον αφορά όμως τη συντριβή της ΛΑΕ, διακατέχονται από υποκειμενισμό και όσοι διαβάζουν το πρόβλημα στο “θολό στίγμα” της ΛΑΕ, που δεν ήταν έντονα ταξικό αλλά μπερδεύτηκε με τα “εθνικά” στο Μακεδονικό. Γιατί όμως η Ζωή Κωνσταντοπούλου πήρε τριπλάσιο ποσοστό, χωρίς κανένα μηχανισμό και οργάνωση; Και ανάποδα, η Ανταρσυα που δε θόλωσε το στίγμα με τα “εθνικά” γιατί δεν πήρε παραπάνω; Ή το ΚΚΕ; Γιατί αυτή η άποψη παραγνωρίζει ότι τα φλερτ του Λαφαζάνη με τα μακεδονικά ήρθαν μετά από την ουσιαστική απονέκρωση και παράλυση της ΛΑΕ – καθώς δημοσκοπικά οριακά ήταν ανιχνεύσιμη στο 1% ήδη από το 2017;

Ή έχουμε την αίσθηση ότι ο Βαρουφάκης είχε την καταγραφή που είχε γιατί δεν “θόλωσε” το στίγμα του απευθυνόμενος σε εθνικό και όχι “ταξικό” ακροατήριο; Το ανάποδο, ο Βαρουφάκης απευθύνεται και σε εργατικά και σε μεσοαστικά στρώματα. Η «ανάλυση» ότι έλειψε η απεύθυνση στον «κόσμο της εργασίας», παραγνωρίζει ότι δεν συγκροτήθηκε κίνημα, έστω διαμαρτυρίας, αυτού του «κόσμου» εδώ και 6 χρόνια τουλάχιστον – και άρα και τάση να εκφραστει εκλογικά. Παραγνωρίζει ότι τα τελευταία κινήματα ήταν των αγροτών και των μηχανικών και δικηγόρων πριν 3 χρόνια, για το ασφαλιστικό. Παραγνωρίζει ότι το ασταθές στοιχείο σε κάθε τελευταίες εκλογές είναι τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα» – κατά ΣΥΡΙΖΑ είναι όσοι ανήκουν εισοδηματικά στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο μιας κοινωνίας. Δηλαδή – πάντα κατά ΣΥΡΙΖΑ – ένα ζευγάρι εργατών των 800 € έκαστος αλλά και μια οικογένεια με 4.000 μηνιαίο εισόδημα, ανήκουν στα «μεσαία στρώματα». Για την μαρξιστική αριστερά, μπορεί αυτές οι έννοιες να είναι θολές, αλλά όλη αυτή η φιλολογία και η επιβαλλόμενη πραγματικότητα φτιάχνει και μια αντίστοιχη ψυχολογία για το που ανήκει ο καθένας. Παραγνωρίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσε κι άλλο τους φόρους σε αυτά τα στρώματα. Παραγνωρίζει ότι ο στόχος της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην Ε.Ε. και την επιτροπεία, αφορά ένα ακροατήριο ευρύτερο από τον «κόσμο της εργασίας», ένα ακροατήριο που συχνά περιγράφεται ως «οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης».

Ο υποκειμενισμός δεν είναι καλός οδηγός. Είναι άλλο πράγμα ότι η απεύθυνση της ΛΑΕ και ειδικά της iskra στον κόσμο των μακεδονικών συλλαλητηρίων γινόταν με αποκρουστικούς όρους κοινοβουλευτικής ικεσίας, και άλλο πράγμα ότι μια ΛΑΕ εξίσου “ταξική” και λίγο πιο μετωπική από την Ανταρσυα θα είχε καλύτερη τύχη… Δε θα είχε.

Δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε αυστηρές μαρξιστικές κατηγορίες για να περιγράψουμε το πασιφανές. Η ΛΑΕ, παρά τους έντιμους αγώνες της, ήταν εκτός πραγματικότητας. Εκεί ήταν το πρόβλημα και όχι ότι «λέρωσε» το ταξικό με το εθνικό. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δε θα γίνει με ένα «καθαρό» ταξικό κίνημα και αυτό είναι ένα βασικό συμπέρασμα της δεκαετίας της κρίσης. Το ερώτημα πως μπορεί να σταθεί ένα έθνος-κράτος σε ρήξη με την παγκοσμιοποιημένη αγορά και τον ιμπεριαλισμό, θα είναι το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί.

Δεύτερο στοιχείο, το μέτωπο. Πολλοί λένε ότι αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Ανταρσυα κάτι καλύτερο θα γινόταν, ή αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Πλεύση. Ίσως να είχαμε ποσοστά άνω του 1% και εκλογικά θα ήταν μια ψήφος αντίστασης στην αποστράτευση. Θα ήταν μια στάση άμυνας απέναντι στην εμπέδωση του «δεν υπάρχει εναλλακτική» μετά το 2015.

Στάση άμυνας όμως, όχι προοπτικής. Το μέτωπο απέναντι σε μνημόνια, τρόικες, χρέος, ευρώ ήταν μια πρόταση που έδινε διέξοδο και προσανατολισμό το 2010-2011. Το 2012 η πρόταση αυτή ηττήθηκε πρώτη φορά όταν πήρε την ηγεμονία σε αυτό το ερώτημα το θολό αντιμνημονιακό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια βέβαια αυτή η πρόταση δεν ηττήθηκε γιατί δεν υιοθετήθηκε – δοκιμάστηκε ποτέ. Μετά το καλοκαίρι του 2015, όταν και δημιουργήθηκε η ΛΑΕ, το ΟΧΙ είχε ηττηθεί, ο δρόμος της ρήξης με τα μνημόνια, το χρέος, το ευρώ είχε φύγει προσωρινά από το τραπέζι. Ο εναλλακτικός δρόμος για τη χώρα, με σύγκρουση με το ευρωσύστημα, είχε φύγει από το λαϊκό προβληματισμό και τη δημόσια συζήτηση. Σίγουρα χρειάζεται ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, όμως πρέπει να προσδιοριστεί ο στόχος και το τι εννοούμε. Εκλογικό μέτωπο; Συνάντηση των μικρών οργανώσεων της αριστεράς σε μια ομόσπονδη κομματική δομή; Με στόχο ένα γενικό αντικαπιταλισμό; Την αντίσταση στη λιτότητα και την οργάνωση της αντίστασης στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές; Την αποτροπή του «διαμελισμού της χώρας» όπως λένε άλλοι που έχουν χαιρετήσει εδώ και χρόνια την αριστερή πολιτική; Η κίνηση με τις αδράνειες του παρελθόντος και τα «κεκτημένα» του κάθε χώρου, δε θα μπορούν να δώσουν κάποια προοπτική.

Το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, η ενότητα της αριστεράς, το αριστερό αντιμνημονιακό μέτωπο, είναι προτάσεις που συγκροτήθηκαν σε άλλες συνθήκες. Και επιπλέον υπάρχει και μια – κυρίως αρνητική – εμπειρία. Σήμερα δεν αρκεί να αθροίζεις δυνάμεις, πρέπει αυτές να μπορούν στοιχειωδώς να έχουν κάποιες κοινές εκτιμήσεις και μια κοινή λογική. Είναι εύκολο το ανάθεμα στις κινήσεις του Βαρουφάκη, με βάση και τα πεπραγμένα του το 2015 με την τότε καταστροφική διαπραγμάτευση. Δεν είναι στην αριστερά ακριβώς, είναι ένας σοσιαλδημοκράτης με τα γνωστά κουσούρια του ναρκισισμού κοκ. Όμως έθεσε ένα στόχο – τη χρεοδουλοπαροικία όμως την ονομάζει αυτός – και κάλεσε σε μέτωπο γι’ αυτό, έξω από τη λογική της αναπαραγωγής των ίδιων φθαρμένων προσώπων και της βαβέλ που θα δημιουργούσε ένα μέτωπο των αριστερών ή αντιμνημονιακών κινήσεων και οργανώσεων. Μέτωπο οργανώσεων που μέσα στη δεκαετία 2009-2019 απέδειξε ότι είναι περισσότερο παραλυτικό, παρά όχημα μετωπικής-κομματικής συγκρότησης του αγωνιστικού δυναμικού. Μια τέτοια λογική πρώτον ύπαρξης ξεκάθαρου στόχου με κύριο πρόβλημα την επιβαλλόμενη λιτότητα από το ευρωσύστημα, δεύτερον ανοίγματος έξω από φθαρμένα πρόσωπα και κινήσεις, είχε διατυπωθεί το 2016 στη ΛΑΕ. Ειδικά το δεύτερο όχι απλά δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε ακριβώς το ανάποδο. Μόνιμη έκκληση σε Ανταρσυα και Πλεύση, αναπαραγωγή των ίδιων σχημάτων και προσώπων, με αποκορύφωμα την ίδια τη δημόσια εικόνα της ΛΑΕ.

Σήμερα επανέρχεται από διάφορες μεριές η πρόταση ενός μετώπου. Καταρχήν ως παιχνιδάκι μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Όλοι ξέρουν ότι ένα εκλογικό μέτωπο ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε θα γίνει για ακόμη μια φορά. Σε αυτό το έδαφος οι προτάσεις για ένα μέτωπο της μαχόμενης αριστεράς που έχει απομείνει είναι μια καρικατούρα των προτάσεων προ δεκαπενταετίας περί ενότητας των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ένα τέτοιο αριστερό μέτωπο μόνο νέες ήττες και νέα λάθη θα φέρει.

Τρίτη πλευρά της σύγχυσης. Το πρόγραμμα. Το μεταβατικό πρόγραμμα για την ακρίβεια. Το οποίο είναι το ίδιο το 2010 όταν έρχονταν τα μνημόνια, το 2011 όταν η πολιτική κρίση σοβούσε και οι μάζες ήταν στο δρόμο, το 2012 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν ρήξη με τα μνημόνια χωρίς ρήξη με τους δανειστές, το 2015 όταν το ΟΧΙ ηττήθηκε, το 2019 όταν η αριστερά πλέον αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης και κινηματικά υπάρχει η μεγαλύτερη συναίνεση μεταπολιτευτικά. Το ίδιο πρόγραμμα – με τις ίδιες αιχμές – ανεξαρτήτως συνθηκών και συσχετισμού.

Μάλιστα στη ΛΑΕ έως πρόσφατα θεωρούσαν ότι το ισχυρό τους ατού είναι το πρόγραμμα, καθώς υπήρχε μια αρκετά τεκμηριωμένη επεξεργασία για τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, τη διαγραφή των χρεών, την εθνικοποίηση των τραπεζών κ.α.. Σωστές και κρίσιμες επεξεργασίες που όμως ήταν έξω από τη μέση συνείδηση ή πολλά βήματα μπροστά από αυτήν, για να παραφράσουμε τους κλασικούς. Και ένα αριστερό λαϊκό πρόγραμμα που δεν κινητοποιεί τους εργαζόμενους και τα στρώματα που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, δεν είναι ούτε μεταβατικό, ούτε πρόγραμμα, ούτε αριστερό.

Το 2016 η Α’ συνδιάσκεψη της ΛΑΕ ξεκινούσε την επομένη της νίκης του Brexit. Τότε βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το «να που η ρήξη είναι εφικτή». Σήμερα τα πράγματα δεν έχουν επιβεβαιωθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και το πως (και αν) θα γίνει το Brexit γεννάει πολλά ερωτηματικά. Λίγους μήνες μετά ο Μελανσόν στη Γαλλία καταγράφει μια θεαματική πορεία. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δυό χρόνια μετά, η πορεία αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Στην Ιταλία έχουμε μια μόνιμη πολιτική κρίση με αντικείμενο αν «αντέχει» η ιταλική οικονομία να οξύνει την αντιπαράθεση με το Βερολίνο. Ταυτόχρονα τόνους προπαγάνδας δέχεται ο λαός για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όπου περίπου όποιος αντιστέκεται στις ΗΠΑ  (Βενεζουέλα, Κούβα) είναι καταδικασμένος. Την ίδια στιγμή που δε λέγεται κουβέντα βέβαια για τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα πειράματα σε Αργεντινή, Βραζιλία κοκ. Ποιο είναι το «μήνυμα» όμως που δέχεται η λαϊκή συνείδηση; Τι είναι αυτό που καταγράφεται;

Το «δεν υπάρχει εναλλακτική» μπορεί να ειπώθηκε 30 χρόνια πριν από τη Θάτσερ και η «ιστορία τελείωσε» σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, όμως αμφισβητήθηκε έκτοτε αρκετές φορές και από κινήματα και από τα πειράματα των αριστερών κυβερνήσεων στη Λ. Αμερική. Λειψά, δειλά, αλλά αμφισβητήθηκε. Η «άμπωτη» όλων των παραπάνω έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο. Μαζί με την προσωρινή, νικηφόρα για την παγκοσμιοποιητική αστική τάξη, κατάληξη της κρίσης στην ευρωζώνη – με εμβληματική την συνθηκολόγηση Τσίπρα – το «δεν υπάρχει εναλλακτική» απέκτησε περαιτέρω νομιμοποίηση και αποδοχή.

Οι πρόσφατες εκλογές απλά κατέγραψαν αυτές τις τάσεις και δυναμικές. Και στην Ευρώπη και στο πειραματόζωο Ελλάδα. Αν ισχύουν αυτά και ισχύει και η συντηρητικοποίηση, δεν μπορεί να μιλάμε με αυτάρκεια για το «μεταβατικό πρόγραμμα» που κατέκτησε ένα μέρος της αριστεράς το 2009.

Χρειάζεται να συζητήσουμε ξανά για το ποιο μπορεί να είναι ένα λαϊκό αριστερό πρόγραμμα σήμερα. Μεταβατικών διεκδικήσεων, ώριμων αιτημάτων, κεντρικών στόχων. Στις συνθήκες του «δεν υπάρχει εναλλακτικό πρόγραμμα». Ένα τέτοιο πρόγραμμα σίγουρα δεν είναι μια παράθεση συνθημάτων και συνδικαλιστικών αιτημάτων, αλλά δεν είναι και μια έκθεση ιδεών για έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό.

Αν ο υποκειμενισμός είναι ένα βασικό πρόβλημα η αδράνεια είναι ένα άλλο άσχημο κουσούρι. Αυτά ξέρουμε – αυτά κάνουμε. Που στην τωρινή συγκυρία σημαίνει μια ανούσια εμπλοκή με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Μια μάχη που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην αριστερά από κάθε άποψη. Πέρα από περισσότερη αποστράτευση, περισσότερο υποκειμενισμό και μεγαλύτερη απογείωση από την πραγματικότητα. Ο Βαρουφάκης θα διεκδικήσει την ηγεμονία στον ρεφορμιστικό αριστερό χώρο, το ΚΚΕ την «αντοχή του» και οι υπόλοιποι θα διεκδικήσουν άλλη μια ήττα. Μέχρι την τελική νίκη.

Ωστόσο είναι δύσκολο να πει κάποιος ότι έχει τη λύση. Όμως χοντρικά οι δυνάμεις που αντιλαμβάνονται με ένα κοινό τρόπο την πραγματικότητα και έχουν τη διάθεση να την αλλάξουν, μπορούν και πρέπει να συναντηθούν. Σε μια πρώτη φάση θα πρέπει να είναι καθαρό ότι δε θα υπάρχουν  το πιθανότερο προτάσεις μαζικών ακροατηρίων. Μια πιο «στενή» συσσώρευση δυνάμεων είναι απαραίτητη για να μπορούμε να παρέμβουμε σε μια επόμενη φάση και στο πεδίο της πολιτικής, με μια αξιόπιστη και μαζική πολιτική πρόταση «για το κόμμα των φτωχών». Αυτό που έλειψε διαχρονικά από τη μεταπολίτευση ως τώρα.

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Πρώτα, η σοσιαλδημοκρατία προσχωρεί στον νεοφιλελευθερισμό. Μετά, ενοχοποιείται η Αριστερά για την κυριαρχία της Δεξιάς. Η παλιά γνωστή συνταγή ενεργοποιείται, αυτή τη φορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους πρόθυμους να παραβλέψουν τις βαριές, ιστορικές του ευθύνες. Ενόψει των εκλογών του Ιουλίου, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να πιέσει αφόρητα ό,τι βρίσκεται στα αριστερά του, ρίχνοντάς τους μάλιστα το φταίξιμο ότι «φέρνουν τον Κούλη». Στην καλύτερη, το φταίξιμο διαχέεται αριστοτεχνικά, τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και σε όλους τους υπόλοιπους, καθώς «πρέπει ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του». Εννοώντας προφανώς ότι φταίμε όλοι. Και ο ΣΥΡΙΖΑ που εξευτέλισε κάθε έννοια Αριστεράς, αλλά και οι υπόλοιποι που δεν έτρεξαν να προσχωρήσουν στον εξευτελισμό.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι μεσάζοντες του εκβιαστικού του διλήμματος κάνουν δύο μεγάλες λαθροχειρίες.

Η πρώτη είναι ότι έχουν καταργήσει την αριθμητική. Ακόμα και αν στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ προστεθεί το ποσοστό του Βαρουφάκη, της Κωνσταντοπούλου, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ, πράγμα απίθανο και εξωπραγματικό, και πολιτικά αλλά και εκλογικά, ίσα που προσεγγίζεται το ποσοστό της ΝΔ.

Οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέχασαν να κάνουν πρόσθεση. Προτιμούν όμως να ξεχνούν να σκεφτούν. Και εδώ βρίσκεται η δεύτερη λαθροχειρία.

Ο λαός δεν τιμώρησε απλώς τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δεξιά του πολιτική. Αυτή είναι μια βολική ανάγνωση που βλέπει την κοινωνία σαν ένα εκκρεμές που πάει δεξιά ή αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία η κοινωνία δυσαρεστήθηκε από τη δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν, η μέχρι σήμερα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά μια «αναγκαστική δεξιά» παρένθεση που θα ακολουθηθεί από μια γνήσια αριστερή πολιτική κοινωνικών παροχών και προστασίας.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι η δεξιά πολιτική που ως παρένθεση εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ με την προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο έστησε στα τρία μέτρα και εκτέλεσε εν ψυχρώ την ελπίδα, την προσδοκία ή την πεποίθηση ότι υπάρχει εναλλακτική.

Γιατί οι κοινωνίες δεν κινούνται μόνο δεξιά ή αριστερά. Κινούνται και μπροστά ή πίσω. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έσπρωξε την κοινωνία πολύ πίσω. Την έκανε να πιστέψει ότι η κοινωνική και πολιτική αλλαγή είναι ανέφικτη.

Ο κόσμος δεν καταψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έγινε (μόνιμα για μερικούς, πρόσκαιρα για άλλους) δεξιός. Αν ήταν έτσι, δεν θα ψήφιζε τον ακόμα δεξιότερο Μητσοτάκη. Ο κόσμος στράφηκε δεξιά γιατί πλέον αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα αιματηρά πλεονάσματα, τη λιτότητα, την διευκόλυνση των επενδυτών που «θα φέρουν ανάπτυξη».

Η κοινωνία στράφηκε δεξιά γιατί το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα ποδοπατήθηκε όταν το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ. Και έκτοτε συνηθίσαμε στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες, στην ιδιώτευση, στην ατομική επιβίωση, στην παθητική αναδίπλωση.

Αυτή είναι η μεγάλη υπηρεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα και στην άρχουσα τάξη. Δευτερεύον είναι ότι μείωσε τις συντάξεις με το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, ότι έδεσε ασφυκτικά τη χώρα στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς, ή ότι ιδιωτικοποίησε λιμάνια, αεροδρόμια, δημόσιο πλούτο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε τον Μητσοτάκη να μιλά για 7 μέρες εργασία ή τον Βενιζέλο να παριστάνει τον θεματοφύλακα της δημοκρατίας και της συνταγματικής τάξης. Τους δικαίωσε εκ των πραγμάτων ακολουθώντας την πολιτική τους.

Όλη η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, αλλά το πινέλο και το χρώμα τα κρατούσε ο Τσίπρας.

Έχει ευθύνη η Αριστερά;

Προφανώς, όχι όμως γιατί δεν στήριξε τον Τσίπρα.

Έχει ευθύνη γιατί δεν έστησε μια ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πειστική, μαζική, πλειοψηφική. Για αυτό ελέγχονται και το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ αλλά και οποιοσδήποτε θέλει να μιλά στο όνομα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτή ήταν η ευθύνη τους. Αυτό ήταν το καθήκον τους. Και χρεοκόπησαν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο εκκωφαντικά.

Δεν μπορούν όμως να ελεγχθούν σε αυτό τους το καθήκον από όσους σαλπίζουν προσχώρηση στον εφιαλτικό μονόδρομο του «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αν κάποιος σκούζει υπέρ της ενσωμάτωσης, δεν μπορεί να κριτικάρει την Αριστερά που δεν πείθει για τη ρήξη. Αν το δικό σου στρατόπεδο είναι αδύναμο, δεν προσχωρείς στο αντίπαλο. Εκτός κι αν απλώς, ψάχνεις για προσχήματα.

Στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ με οποιονδήποτε τρόπο (κριτικά στο δεύτερο γύρο ή εκβιαστικά, μπροστά στον Μητσοτάκη, στις εθνικές εκλογές), σημαίνει ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο της εναλλακτικής προοπτικής. Σημαίνει αναγνώριση και αποδοχή ότι δεν μπορούσαν τα πράγματα να πάνε αλλιώς και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να στηρίζουμε τον ηπιότερο νεοφιλελευθερισμό απέναντι στον κυνικότερο.

Μόνο που αυτό δεν συνιστά διέξοδο από μια δύσκολη κατάσταση, αλλά διαρκή εγκλωβισμό.

Η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, η ΝΔ έρχεται φουριόζα και εκδικητική, ο εργαζόμενος κόσμος θα πληρώσει ακόμα περισσότερο τα σπασμένα.

Όπως όμως «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί» για την κρίση, έτσι και «δεν φταίμε όλοι μαζί» για το μπλε χρώμα του χάρτη. Είναι άλλη η ευθύνη του δράστη ενός εγκλήματος και άλλη αυτού που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το έγκλημα.

Πώς μπορεί να ληφθεί το μήνυμα;

Λέει ο Εκκλησιαστής ότι για τα πάντα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος: Υπάρχει «καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν», «καιρός του φυτεύειν και καιρός του εκριζόνειν το πεφυτευμένον», «καιρός του καταστρέφειν και καιρός του οικοδομείν», «καιρός του κλαίειν και καιρός του γελάν», «καιρός του πενθείν και καιρός του χορεύειν», «καιρός του σχίζειν και καιρός του ράπτειν», «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».

Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι για τους αριστερούς, σήμερα είναι καιρός και για γέλια και για κλάματα. Ταυτόχρονα. Στην ουσία όμως ο Εκκλησιαστής έχει δίκιο. Υπήρχε για κάθε τι ο κατάλληλος καιρός.

Από την εμφάνιση της κρίσης το 2010 μέχρι το 2012 ήταν καιρός μεγάλων ανασυνθέσεων στην Αριστερά και ανάληψης πρωτοβουλιών για μια χώρα έξω από τα δεσμά του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Ήταν ο καιρός που η εργαζόμενη κοινωνία είχε ανοικτά μάτια και αυτιά, ενώ η πολιτική κρίση ρευστοποιούσε κόμματα, ανέτρεπε συσχετισμούς, δημιουργούσε εύφορο έδαφος για μεγάλες αλλαγές στη χώρα και στην κοινωνία. Ήταν ο «καιρός της ευκαιρίας και της πρωτοβουλίας».

Από το 2012 μέχρι το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε τροχιά εξουσίας με ένα πρόγραμμα και ένα κόμμα που αντικειμενικά θα οδηγούσε είτε στην ενσωμάτωση, είτε στην ήττα. Δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες για να μπορεί να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο. Αρκούσε απλή λογική και ελάχιστος μαρξισμός. Έλειψαν και τα δύο. Στη φάση αυτή, όφειλε να συγκροτηθεί η αξιόπιστη πρόταση για την επόμενη μέρα της ενσωμάτωσης ή της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, με πλήρη συναίσθηση ότι αν δεν συγκροτηθεί μια τέτοια πρόταση, η παλίρροια θα πνίξει τους πάντες. Ήταν ο «καιρός της συγκρότησης και της ενότητας».

Από το 2015 μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ περπάτησε στον δρόμο που άνοιξε το τρίτο μνημόνιο. Η κοινωνία τσακίστηκε πολιτικά, πείστηκε ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, παραιτήθηκε από την απόπειρα να αναζητήσει διέξοδο. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είχε τέτοιο βάθος και έκταση που η ανασυγκρότησή της θα όφειλε να γίνει με όρους ανασύνθεσης και επανίδρυσης. Η παρέμβαση στο πολιτικό πεδίο δεν θα ήταν αποτελεσματική αν δεν συγκροτούνταν και δεν συσπειρώνονταν δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς σε διαφορετικό επίπεδο. Ήταν ο καιρός του «γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης».

Τελικό αποτέλεσμα των τριών αυτών περιόδων είναι η μειούμενη στασιμότητα, η γενικευμένη ανημπόρια, η πολιτική αφασία, όπως αυτές καταγράφηκαν στην τελευταία τριπλή εκλογική αναμέτρηση.

Είναι προφανές ότι σωστές εκτιμήσεις για το τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίοδο δεν υπήρξαν. Ή, αν, και όσο υπήρξαν, παρέμειναν σχολιασμός και δεν μετασχηματίστηκαν σε πολιτική.

Αν διερωτάται κανείς τι χρειαζόμαστε σήμερα, επανερχόμαστε στον Εκκλησιαστή: Είναι καιρός του αποθνήσκειν, καιρός του εκριζόνειν, καιρός του καταστρέφειν, καιρός του σχίζειν, καιρός του σιγάν.

Υπάρχουν δυνάμεις που αποδέχονται αυτή την οπτική; Όχι. Ίσως υπάρχουν επιμέρους τάσεις, σχήματα ή αγωνιστές. Όχι όμως δυνάμεις.

Το ΚΚΕ τεχνηέντως προσπαθεί να κρύψει την ιστορικά εντυπωσιακή αδυναμία ενός κομμουνιστικού κόμματος να επωφεληθεί της κρίσης του αντιπάλου συστήματος και στρατοπέδου. Περίπου δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, πολιτικής κρίσης, τεκτονικών αλλαγών, μεγάλων κινητοποιήσεων, μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων, οδηγούν σε μείωση δυνάμεων από εκλογές σε εκλογές, αλλά και -ακόμα χειρότερα- σε υποστολή των αγώνων και του λαϊκού κινήματος. Στη πρώτη φάση το ΚΚΕ δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για μια πρόταση και ένα πρόγραμμα για τη διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας. Αντίθετα υπογράμμισε σε όλους τους τόνους ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι αδιάφορη έως και βλαπτική αν δεν συνδέεται άμεσα με τον σοσιαλισμό. Στη δεύτερη φάση δικαιολόγησε τη συμπίεσή του από τις ψευδείς προσδοκίες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και στην τρίτη φάση που αποδομείται ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει «τάση σταθεροποίησης» των δυνάμεών του.

Το ΚΚΕ, σε εθνικές εκλογές, από το 7,54% και 517.000 ψήφους το 2009, φτάνει στο 8,48% και 536.000 ψήφους το 2012 για να προσγειωθεί στο 5,47% και 338.000 ψήφους τον Γενάρη του 2015 και 5,55% και 302.000 ψήφους τον Σεπτέμβρη του 2015. Στις ευρωεκλογές από το 6,11% και 349.000 ψήφους του 2014 φτάνει στο 5,35% και 302.000 ψήφους το 2019. Αυτά εμφανίζονται ως «τάση σταθεροποίησης», όμως η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη αν συνδυαστεί με την παραλυτική κατάσταση στο λαϊκό και εργατικό κίνημα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κρύβεται πίσω από το αποτέλεσμα της ΛΑΕ θεωρώντας ότι το 0,64% συνιστά αντοχή ενώ το 0,56% συνιστά κατάρρευση. Οι δυνάμεις της μειώνονται και στις τρεις κάλπες σε ποσοστά που την καθιστούν σχετικά ανύπαρκτη δύναμη στο επίπεδο της πολιτικής πρότασης και προοπτικής. Οι κάποιες χιλιάδες αγωνιστές που απαρτίζουν τα ψηφοδέλτιά της και έχουν σημαντική παρουσία στους εργασιακούς χώρους ή στα τοπικά κινήματα, δεν συνιστούν αντίβαρο στο μηδαμινό πολιτικό της βάρος – τουναντίον. Πώς είναι δυνατόν μια δύναμη που συσπειρώνει αρκετές χιλιάδες ανθρώπους με μαζική συνδικαλιστική και κινηματική δράση, να αδυνατεί να πείσει έναν κύκλο ευρύτερο των λίγων δεκάδων χιλιάδων που αποτελούν τη μόνιμη εκλογική της επιρροή; Το επιχείρημα που επιστρατεύεται για να απαλυνθεί το αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα κάνει ακόμα πιο οδυνηρό το αδιέξοδο.

Η αναξιοπιστία της «αντικαπιταλιστικής συνεργασίας» εκτινάσσεται αν αναλογιστεί κανείς τα διπλά κατεβάσματα στους μεγάλους δήμους, τα ξεκατινιάσματα ανάμεσα στις δύο Ανταρσίες, αλλά και την εντελώς αντίθετη μετεκλογική στάση για τον δεύτερο γύρο. Το μεν ΝΑΡ με δυσκοίλια ασάφεια προτρέπει σε καταψήφιση της Λαϊκής Συσπείρωσης, το δε ΣΕΚ προτείνει υπερψήφιση μέχρι και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κριτική στη ΛΑΕ σήμερα είναι σαν να κλέβεις παγκάρι εκκλησίας. Δεν πληρώνει τη μία ή την άλλη θέση ή παρέκκλιση, αλλά τη συνολική χρεοκοπία της φυσιογνωμίας και της ταυτότητάς της, που με ευθύνη της ηγεσίας της μετατράπηκε σε γραφικές διαβεβαιώσεις για την …αυξανόμενη επιρροή της. Και στον χώρο αυτό, οι αγωνιστές που υπάρχουν είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο, αναγκαίο για την επόμενη μέρα, και αν και ήδη τσακισμένο δεν πρέπει να διαλυθεί εντελώς σε νέα, απονενοημένα εκλογικά διαβήματα.

Πέρα από τα οργανωμένα σχήματα υπάρχουν τάσεις, αγωνιστές, απόψεις και υποψίες που διατρέχουν οριζόντια όλους τους σχηματισμούς. Αυτή η οριζόντια τάση έχει μια κοινή λογική, αντιλαμβάνεται ότι οι πανηγυρισμοί και οι περιχαρακώσεις είναι εντελώς ξένες με την πραγματικότητα, δυσκολεύεται να ακολουθήσει ένα νέο κρεσέντο αυτοαναφορικότητας και χαζομάρας ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Από την άλλη δεν έχει ασφαλή οδό διαφυγής.

Υπάρχει ένα ανεπίδοτο μήνυμα που πλανάται πάνω από την Αριστερά εδώ και χρόνια. Από την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης, μέχρι σήμερα. Το μήνυμα αυτό δεν λαμβάνεται, παρά τις διαδοχικές ήττες, διασπάσεις, αποχωρήσεις, αποστρατεύσεις. Οι ηγεσίες αναπαράγουν ένα βολικό μικρόκοσμο που δεν αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα, δεν προβληματίζεται σοβαρά από την κατάσταση όπως διαμορφώνεται έξω από βολικά σχήματα, δίπολα, «αντοχές» και «αναλύσεις».

Πολλοί αγωνιστές δίνουν διαρκώς παράταση εμπιστοσύνης, δεύτερες, τρίτες, τέταρτες και ούτω καθεξής ευκαιρίες. Για να διαψευστούν σε κάθε συγκυρία. Γιατί η ψήφος ανοχής σε μια «δύναμη που τουλάχιστον …»  μεταφράζεται σε ψήφος εμπιστοσύνης σε μια πορεία που μεγαλώνει κάθε φορά το αδιέξοδο.

Στις επόμενες εκλογές θα έχουμε και πάλι μια από τα ίδια. Ένα ΚΚΕ που θα «αντέξει» μειούμενο, μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα επικαλείται τους αγωνιστές της για να φτιασιδώσει τη γραμμή της και μια ΛΑΕ που θα παρακαλάει -χωρίς αντίκρισμα- τους υπόλοιπους να συνεργαστεί.

Υπάρχει αξιοπρεπής στάση εξόδου από μια δύσκολη κατάσταση; Θεωρητικά θα ήταν ένα «κοινό ψηφοδέλτιο άμυνας», στην περαιτέρω διάλυση, χωρίς υψηλές προσδοκίες και μεγάλα λόγια. Δεν πρόκειται όμως να συμβεί. Οι προτάσεις «μετώπων» που θα κατατεθούν τις επόμενες μέρες θα είναι το αναγκαίο προπέτασμα καπνού για «μια από τα ίδια».

Στην κατάσταση αυτή ο μόνος τρόπος να επιδοθεί το μήνυμα είναι να μην υπάρξει ψήφος ανοχής. Στο σημείο που βρισκόμαστε, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά μόνο την αναξιοπιστία μας και τον εκλογικό μας κρετινισμό. Ας τα χάσουμε.

Τέλος εποχής

Ένα πρώτο σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Τα αποτελέσματα σηματοδοτούν με εκκωφαντικό τρόπο το τέλος εποχής που υπήρξε το 2015. Μόνο που αυτό το τέλος εποχής δεν γίνεται εύκολα παραδεκτό από την Αριστερά και τους αριστερούς. Η Ελλάδα μπήκε μετά το δημοψήφισμα σε μια νέα, πιο σκληρή και συντηρητική πραγματικότητα, με δύο όμοια κόμματα να ασκούν όμοια πολιτική, με την Αριστερά να μετρά (αλλά να μην κλείνει) τις πληγές της και με την ακροδεξιά να σηκώνει κεφάλι με ποικίλες εκφράσεις και μορφές. Ο ΣΥΡΙΖΑ τσάκισε το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα της αντιμνημονιακής περιόδου και αποδεικνύει ότι είναι ο χειρότερος νεκροθάφτης της Αριστεράς, του αξιακού της φορτίου, της διαφορετικότητάς της. Η συντηρητική στροφή είναι ισχυρή, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη.

Η συντριπτική διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι όταν η κοινωνία εκπαιδεύεται διαρκώς στη λογική του «λιγότερο χειρότερου», μαθηματικά και αντικειμενικά θα έρθει το χειρότερο. Έχει αποδειχθεί χιλιάδες φορές στο παρελθόν, αποδείχθηκε και σήμερα. Ο καλύτερος λαγός του Μητσοτάκη ήταν ο Τσίπρας. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που ξέπλυνε το μνημονιακό παρελθόν της ΝΔ και η εμπέδωση του δόγματος ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο σε μια «ακραία» νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Οι σπασμωδικές, αγοραίες, επιδοματικού τύπου πολιτικές των τελευταίων εβδομάδων δεν συνιστούν αλλαγή πορείας, δεν είναι «άλλο μοντέλο», δεν είναι «άλλος κόσμος», όπως εναγωνίως προσπαθούσε να μας πείσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελούν τον φερετζέ της κυρίαρχης και επιβαλλόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.Το ευρωατλαντικό πλαίσιο είναι κοινά αποδεκτό από τους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος και επιβάλλεται από τους δανειστές και τον πραγματικό επικυρίαρχο της χώρας, την ΕΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε με ένα πρόγραμμα στην εξουσία, προσχώρησε στο στρατόπεδο του αντιπάλου και εφάρμοσε τα αντίθετα. Δεν αλλάζει αυτή η γενική εικόνα με την προσομοίωση της 13ης σύνταξης και μάλιστα με προκλητικά προεκλογικό τρόπο.

Έρχεται πλέον μια καλπάζουσα φανατισμένη δεξιά-κεντροδεξιά, με απελευθερωμένες  όλες τις  νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Όσο απέτυχε η απόπειρα να ανακοπεί ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού με προσχώρηση στον νεοφιλελευθερισμό, άλλο τόσο θα αποτύχει η αντίσταση στην επερχόμενη λαίλαπα με τα χθεσινά στραπατσαρισμένα όπλα. Για να υπάρχει μια μικρή ελπίδα ανάταξης ενός ανταγωνιστικού λαϊκού κινήματος χρειάζεται ολική κατεδάφιση και ανοικοδόμηση με νέα υλικά.

Η Αριστερά με την πολιτική και τη μορφή που έχει, είναι ανυπόληπτη και αναξιόπιστη εδώ και καιρό στα μάτια του λαού αλλά και των αριστερών. Από την τεράστια φθορά του ΣΥΡΙΖΑ ο πολυδιαφημιζόμενος και πολυαναμενόμενος κερδισμένος, το ΚΚΕ, τελικά όχι μόνο δεν κερδίζει, αλλά και χάνει σε σχέση με τις αντίστοιχες προηγούμενες εκλογές. Δεν βοήθησαν οι δηλώσεις «ανάνηψης» πολλών πρώην, που με όσο πάθος στήριζαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και κουνούσαν το δάχτυλο σε όσους βρέθηκαν κόντρα στο ρεύμα, με άλλη τόση βεβαιότητα θεωρούσαν ότι το ΚΚΕ θα μαζέψει όλη την αριστερή δυσαρέσκεια. Το ΚΚΕ, ακίνδυνο έως χρήσιμο για το ντόπιο και ευρωπαϊκό σύστημα, μιας και απείχε από τα άμεσα καθήκοντα και λαϊκά αιτήματα προπαγανδίζοντας απλώς την «επουράνια» λαϊκή εξουσία, για μια ακόμα φορά «άντεξε». Αφού «άντεξε» στη μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση του 2010-2015 και εκτινάχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα «αντέχει» και στα απόνερά της και κερδίζει η ΝΔ. Συγχαρητήρια για την αντοχή, αλλά το ερώτημα είναι αν και πότε το ΚΚΕ θα σταματήσει απλά να «αντέχει» και θα βάλει τον εαυτό του και τις δυνάμεις του όχι απλά στην υπηρεσία του κόμματος και του εκλογικού ποσοστού, αλλά στην υπηρεσία της ανάταξης του λαϊκού κινήματος. Θα είναι  μάλιστα δύσκολο για το ΚΚΕ το στοίχημα αν σε τριάντα ημέρες μπορέσει να αντέξει το δίλημμα του διπολισμού, ή αν χάσει κι άλλο από το ποσοστό του.

Ο μόνος από τα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ που κερδίζει, είναι ο Βαρουφάκης, και αυτό ήταν αναμενόμενο και έχει λογική ερμηνεία. Δεν ήταν μια αποκρουστική, αυτοαναφορική επιλογή όπως άλλες, μίλησε με ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου, υπενθύμισε τη χαμένη αξιοπρέπεια της αντίστασης του ελληνικού λαού κατά το δημοψήφισμα, δεν μπλέχτηκε ιδιαίτερα με τα «πίτουρα» της εσωτερικής ελληνικής πολιτικής σκηνής. Είναι δύσκολο να κρατήσει το ίδιο ποσοστό στις βουλευτικές, συνιστά όμως μια ζωντανή υπενθύμιση ότι στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε χώρος και δυνατότητες αν τα πράγματα ήταν αλλιώς.

ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ φέρνουν ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα. Γνωρίζαμε ότι το ακέραιο μέρος του ποσοστού θα ήταν το μηδέν και από εκεί και πέρα το μόνο (θλιβερό) ενδιαφέρον ήταν το δεκαδικό και η κατάταξη. Ειδικά η ΛΑΕ καταβαραθρώνεται καταγράφοντας και στην κάλπη αυτό που καταλάβαινε όλος ο κόσμος πέρα από το επιτελείο της, ότι δηλαδή δεν πείθει ούτε στο ελάχιστο. Η ανάληψη ευθύνης από τον Λαφαζάνη όφειλε να είχε γίνει το 2015 όταν και έγινε φανερό ότι το συγκεκριμένο πολιτικό δυναμικό δεν μπορεί να οδηγήσει μια νέα προσπάθεια. Όφειλε επίσης να είχε συνοδευτεί με την ολοκληρωτική ανατροπή στη φυσιογνωμία και στον προσανατολισμό του σχήματος και το πλήρες διαζύγιο με τις γραφικότητες για το «σύστημα που τρέμει τη ΛΑΕ και την θάβει στις δημοσκοπήσεις». Το να μην τσακιστεί ο κόσμος που οργανωμένα μετά το 2015 διαχωρίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, να μην γυρίσει με την ουρά στα σκέλια στον Τσίπρα, να μην προσχωρήσει παραδίδοντας λευκή πετσέτα στη μοναστηριακή λογική του ΚΚΕ, να μην ιδιωτεύσει, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα αλλά και καθήκον όσων καταλαβαίνουν το μέγεθος της ήττας. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά το συγκεκριμένο επιτελείο της βλέποντας «την κατσίκα του γείτονα» θα επιχειρήσει να χρυσώσει το χάπι. Η διαστροφή της πραγματικότητας θα είναι μια μικρή εκδοχή τού “αντέξαμε” με προσφυγή στις έδρες (λόγω απλής αναλογικής και όχι στα ποσοστά ή στις ψήφους) των αυτοδιοικητικών σχημάτων. Υποκριτικά θα παραβλεφθεί και η φαιδρότητα δύο αντίπαλων ψηφοδελτίων του συγκεκριμένου “μετωπικού σχήματος” στους κεντρικούς δήμους (όπου μετά τη …”νίκη” της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επί της ΛΑΕ θα συζητηθεί η …”νίκη” του ΣΕΚ επί του ΝΑΡ).

Το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα σημαίνει ότι οι δυνάμεις που σήμερα είναι εντός ή εκτός της υπαρκτής Αριστεράς και που αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ήττας και της δουλειάς που πρέπει να γίνει για να αντιστραφεί, παίρνουν διαζύγιο με τη συνήθεια. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες που τους κρατούν δέσμιους σε πρόσωπα, σχήματα και καταστάσεις που διατηρούν την Αριστερά βουλιαγμένη, ακίνδυνη, αυτοαναφορική, μόνιμα ικανοποιημένη με τον εαυτό της και μόνιμα αναξιόπιστη στην κοινωνία και στον εργαζόμενο λαό.

Ασυμβίβαστο Ίλιον

Ασυμβίβαστο Ίλιον: Σχετικά με τις μισές αλήθειες και τα ολόκληρα ψέμματα της Λαϊκής Συσπείρωσης

Τις τελευταίες ημέρες ο επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης και υποψήφιος δήμαρχος Ν. Σταματόπουλος επαναλαμβάνει σε κάθε συγκέντρωση μια μισή αλήθεια κι ένα ολόκληρο ψέμα για το ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ. Κανονικά δεν θα ασχολούμασταν με τη Λαϊκή Συσπείρωση, γιατί το μέτωπό μας είναι σταθερά απέναντι σε όσους εφαρμόζουν αντιλαϊκές πολιτικές και στη χώρα και στο Δήμο, αλλά αυτή η επιλογή δεν θέλουμε να εκληφθεί ως αδυναμία.

Το πρώτο πράγμα που “χρεώνει” ο κ. Σταματόπουλος στο ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ είναι ότι έπαιξε ρόλο “να συμβιβαστεί κόσμος, καλλιεργώντας την απάτη της «1ης φοράς αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ”. Αν ο κ. Σταματόπουλος εννοεί ότι αρκετοί από όσους σήμερα υποστηρίζουν και συμμετέχουν στο ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ, στήριξαν στο παρελθόν ΣΥΡΙΖΑ, έχει δίκιο.

Δυστυχώς όμως για τον ίδιο, πολλοί από τους σημερινούς υποστηρικτές του ΚΚΕ και της Λαϊκής Συσπείρωσης, στο άμεσο παρελθόν, όχι απλά στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήταν κομμάτι της ηγεσίας του. Για παράδειγμα, ανάμεσα στους σημερινούς υποστηρικτές του ΚΚΕ είναι και ο βασικός συντάκτης του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην μέλος της Πολιτικής του Γραμματείας, Γ. Μηλιός.

Προς τιμή τους, χιλιάδες αριστεροί αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο το 2015. Όμως ο κ. Σταματόπουλος πρέπει να κρίνει τις πολιτικές θέσεις, τη δράση και παρουσία και το δημοτικό πρόγραμμα της παράταξής μας. Ας απαντήσει λοιπόν ποια ακριβώς θέση του ασυμβίβαστου ΙΛΙΟΥ δημιουργούσε αυταπάτες για την “πρώτη φορά Αριστερά”; Πότε το ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ σταμάτησε την αγωνιστική του δράση μαζί με το λαό, τόσο για τοπικά όσο και για κεντρικά ζητήματα; Πότε υποστήριξε το ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ τις θέσεις και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ; Το ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ δεν έσπρωξε τον κόσμο στον ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με το ΚΚΕ, όταν, δια της λογικής “το μοναστήρι να ΄ναι καλά” έστελνε μαζικά τους εργαζόμενους στον ΣΥΡΙΖΑ, αρνούμενο να αναλάβει κάθε ευθύνη συγκρότησης μετώπου για τη ρήξη με το ευρωτλαντικό πλαίσιο της χώρας.

Το δεύτερο πράγμα που χρεώνει ο κ. Σταματόπουλος στο ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ είναι ότι “χωρά ακόμα και δυνάμεις που φλερτάρουν με τον εθνικισμό”. Εδώ η μισή αλήθεια γίνεται χοντροκομμένο ψέμα. Ποιες είναι οι δυνάμεις στο ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ που φλερτάρουν με τον εθνικισμό; Αν εννοεί ότι το ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ στηρίζουν -ίσως- τέτοιοι άνθρωποι, ρωτάμε: Θα απολογηθεί το ΚΚΕ και η Λαϊκή Συσπείρωση για παράδειγμα (και αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα) για τη στήριξη που λαμβάνει από τη Νίτσα Λουλέ, η οποία αν και κουβαλούσε ένα βαρύ όνομα, πέρασε από τον παλιό ΣΥΝ στην Ντόρα Μπακογιάννη και στην αυλή των Μητσοτάκηδων, μετά στη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη και σήμερα στηρίζει Λαϊκή Συσπείρωση και ΚΚΕ;

Ή μήπως πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στις πολιτικές θέσεις κάθε κόμματος ή δημοτικής κίνησης και στη διαδρομή και ιδεολογική αφετηρία ανθρώπων που μπορεί να το στηρίζουν;

Το ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ είναι περήφανο που στηρίζεται από ανθρώπους διαφορετικής πολιτικής και κομματικής προέλευσης. Από πρώην στελέχη του ΚΚΕ και πρώην μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι ανθρώπους που προέρχονται από τον πατριωτικό χώρο. Αποδεικνύει στην πράξη ότι σημασία δεν έχουν τα λόγια και οι διακηρύξεις, αλλά ο συνεχής και ανιδιοτελής, χωρίς κομματικές σκοπιμότητες, αγώνας, στο πλάι του λαού.

ΥΓ. Το λαλίστατο ΚΚΕ και η Λαϊκή Συσπείρωση δεν βρήκαν ούτε μισή λέξη να πουν για την καταδίκη του Πάνου Κουτσιανά και του Νίκου Ξενάκη μετά από μήνυση της Vodafone και ιδιοκτήτη κεραίας κινητής τηλεφωνίας. Δεν τους αφορά η ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων; Ή δεν μπορούν να δεχτούν ότι υπάρχουν αγωνιζόμενοι άνθρωποι πέρα από τις γραμμές τους;

Και ο γιαλός είναι στραβός, και στραβά αρμενίζουμε

Και ο γιαλός είναι στραβός και στραβά αρμενίζουμε…

Είναι σαφές ότι μετά το 2015 το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και η αξιοπιστία της Αριστεράς στα τάρταρα. Μακάρι το πρόβλημα να ήταν μόνο οι ψευδαισθήσεις που προκάλεσε σε ισχυρή μερίδα αριστερών ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την περίπτωση η διατυμπανιζόμενη «επιβεβαίωση» του ΚΚΕ θα άνοιγε ένα νέο κύκλο αγωνιστικής ανάτασης. Όμως το μόνο που άνοιξε είναι η εκλογική τακτική του Περισσού που υποδέχεται πλέον κάθε μετανοήσαντα αμαρτωλό προς άγραν ψήφων. Το πρόβλημα δεν ήταν –σκέτα- οι αυταπάτες. Ήταν η συνολική και δομική αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει διαφορετικό λόγο, σχέδιο, πρακτική από τον ΣΥΡΙΖΑ. Που είχε ως κατάληξη είτε το πολιτικό μοναστήρι, είτε τις σειρήνες του κυβερνητισμού. Και σε αυτή την αδυναμία βασικό ρόλο έπαιξε το ΚΚΕ (που σήμερα παριστάνει την αναμάρτητη και αμόλυντη δύναμη) αλλά και όλες οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην κομμουνιστική Αριστερά.

Η εποχή της εθνικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα το 2010 δεν απαιτούσε πολιτική απόσυρση και business as usual. Δεν απαιτούσε παθητική αναμονή της διαφαινόμενης από νωρίς ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ, με την απατηλή προσδοκία να αλλάξει την επόμενη μέρα, θετικά, ο συσχετισμός δύναμης. Δεν απαιτούσε προσχώρηση στη λογική «το μοναστήρι να είναι καλά».

Σήμερα εμπεδώνεται σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας ο μονόδρομος του «δεν υπάρχει εναλλακτική» και εθίζεται η εργαζόμενη κοινωνία στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες. Συρρικνώνονται διαρκώς οι όροι μιας ιδεολογικής, πολιτικής και κινηματικής σύγκρουσης με το σύστημα.

Όσοι σήμερα δεν προσχωρούν στον ατιμωτικό κουτσογιωργακισμό του 21ου αιώνα «Ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ να μην έρθει ο Κούλης», βρίσκονται σε αμηχανία.

Ένα μέρος επιλέγει την εύκολη λύση της εκλογικής στήριξης στο ΚΚΕ. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που το 2015 κατηγορούσαν –αν δεν κατήγγειλαν ή χλεύαζαν- όλους όσους δεν στηρίζαμε ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο πάθος που μας έλεγαν τότε ότι «όλο το παιχνίδι παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ», ότι «είναι ανοικτό το διακύβευμα», ότι «δεν πρόκειται ο Τσίπρας να υποχωρήσει», σήμερα, ανανήψαντες, βλέπουν το φως το αληθινό. Με το ίδιο πάθος που τότε στήριζαν ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα ψηφίζουν ΚΚΕ. Και τότε έκαναν λάθος, και σήμερα κάνουν λάθος. Και θα κάνουν λάθος και αύριο γιατί εθίζονται στις εύκολες λύσεις και στην ανάθεση. Το 2015 εύκολη λύση ήταν οι ζητωκραυγές για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας το ρεύμα, αναθεματίζοντας μια άλλη, δύσκολη πορεία συγκρότησης ενός μετώπου διεξόδου από το ευρωατλαντικό πλαίσιο. Σήμερα εύκολη λύση είναι το εκλογικό απάγκιο στο ΚΚΕ, αναθεματίζοντας όσους δεν καταλαβαίνουν ότι «ο Περισσός τα έλεγε» και «τουλάχιστον δεν πρόδωσε». Αύριο θα είναι κάτι άλλο. Με την ίδια βεβαιότητα, κατηγορηματικότητα, αφέλεια, ευκολία. Δυστυχώς όμως, και για αυτούς και για όλους μας, εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.

Ένα άλλο μέρος επιλέγει την παθητική αναμονή. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο κομμάτι του αγωνιστικού δυναμικού που δεν προσχωρεί στη νεοφιλελεύθερη Αριστερά. Δεν συγκινείται – δικαίως- από κανέναν. Θα δώσει μια ψήφο ανοχής, οίκτου ή ελεημοσύνης στην υπαρκτή Αριστερά (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ή ακόμα και σε σχήματα όπως του Βαρουφάκη ή της Κωνσταντοπούλου, χωρίς την παραμικρή όμως ελπίδα ότι κάτι θετικό μπορεί να προκύψει. Διαδικασίες ενότητας ή μετωπικής συγκρότησης αυτού του χώρου, δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Προσκρούουν στη γενική αναξιοπιστία, στις επανειλημμένες εκκλήσεις χωρίς αποτέλεσμα, στις προσχηματικές προτάσεις. Τόσο, που ακούγονται φαιδρές οι πρωτοβουλίες ένθεν κακείθεν για διάλογο και ενότητα. Θεωρητικά, την επόμενη μέρα των κακών εκλογικών αποτελεσμάτων, θα μπορούσε να ανοίξει με άλλους, θετικούς όρους, η συζήτηση. Είναι όμως πιθανό, ακόμη και τότε, το φτύσιμο να εκληφθεί ως βροχή.

Η κατάσταση θυμίζει τον Μπέκετ: Περιμένουμε κάποιον ή κάτι που θα έρθει να μας σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Σαν τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν προσμένουμε τον άγνωστο σωτήρα, αυτός όμως δεν εμφανίζεται. Ακόμα και όταν η αυλαία πέφτει, παραμένουμε στις θέσεις μας γιατί δεν αποφασίζουμε καν να φύγουμε. Περιμένουμε τον Γκοντό.

Η κοινή λογική θα έλεγε ότι σε ένα τέτοιο τοπίο μεταξύ παραίτησης, απογοήτευσης και χαμηλών προσδοκιών η Αριστερά θα άνοιγε τη διαδικασία για το ποια πολιτική είναι αυτή που μπορεί να κάνει πράξη το «ούτε ΣΥΡΙΖΑ – ούτε ΝΔ». Επειδή όμως η σχέση του χώρου με την κοινή λογική δεν είναι και η καλύτερη, συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο: Δηλητηριώδης τακτική περαιτέρω αποδιάρθρωσης με ζητούμενο την εκλογική καταγραφή εκάστου καταστήματος.

Ξεκινάμε από τις προσχηματικές προτάσεις για τις ευρωεκλογές.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει πρόταση για τις ευρωεκλογές προς χώρους που αποσκίρτησαν το 2015 από το ΣΥΡΙΖΑ. Ως εδώ καλά. Περιλαμβάνει βέβαια στους αποδέκτες της πρότασής της δυνάμεις που δεν έχουν την καλύτερη σχέση με την πολιτική γραμμή της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ευρώ (Δικτύωση, Δίκτυο, ΟΝΡΑ, ΑΡΚ κλπ), και που επιπλέον δεν έχουν αποσαφηνίσει κατηγορηματικά και χωρίς αμφιβολία τη σχέση τους με έναν μετεκλογικά αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως με αυτή την τολμηρότατη για τα δεδομένα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απεύθυνση, αποκλείεται η ΛΑΕ. Η οποία, ότι και να της καταλογίσει κανείς, ούτε βλέπει θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ούτε αφήνει περιθώρια συμμαχιών με τον αυριανό ΣΥΡΙΖΑ. Οι σκοπιμότητες της συγκεκριμένης πρότασης βγάζουν μάτι.

Η ΛΑΕ από την άλλη, αφού ανακοίνωσε ψηφοδέλτιο, εκλογική διακήρυξη, υποψήφιους ευρωβουλευτές, κατέθεσε δημόσια μια ακόμα πρόταση για μέτωπο. Με την ευρηματική μάλιστα διατύπωση του Π. Λαφαζάνη ότι «βάζει την υπογραφή του σε λευκό χαρτί». Εδώ η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά. Θεωρητικά, εάν σε ενδιαφέρει οποιαδήποτε μορφή μετωπικής συμπόρευσης, εξαντλείς κάθε τέτοια δυνατότητα, ανοικτά, δημόσια, πιέζοντας, δίνοντας χώρο, υποστέλλοντας κομματικά λάβαρα και προσωπικές φιλοδοξίες και ενεργοποιώντας διαδικασίες. Όχι αφού έχεις ανακοινώσει ψηφοδέλτια και εκλογικά κατεβάσματα, αλλά πολύ νωρίτερα, έξω και πέρα από εκλογικές σκοπιμότητες που επίσης βγάζουν μάτι.

Στις δε αυτοδιοικητικές, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Εκεί η μεν ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιλέγει όχι απλά τη μοναχική πορεία και κάθοδο αλλά και τη διάσπαση του εαυτού της, καθώς σε σειρά κεντρικών δήμων, δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατεβαίνουν τουλάχιστον σε δύο ανταγωνιστικά ψηφοδέλτια (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα).  Δίπλα σε αυτά συγκροτούνται και άλλα δημοτικά σχήματα από τη ΛΑΕ ή και άλλους σχηματισμούς. Ο λόγος; Ηγεμονισμοί και αλληλοαποκλεισμοί δυνάμεων που κατά τ’  άλλα κλίνουν σε όλους τους τόνους την έρμη την εργατική δημοκρατία. Αποκορύφωμα της τελευταίας η διάλυση συνεδρίασης περιφερειακού σχήματος που αποφάσιζε κατά πλειοψηφία συμπόρευση με άλλες δυνάμεις. Και όλα αυτά όταν τα αυτοδιοικητικά σχήματα αυτής της Αριστεράς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, λειτουργούν λίγο πριν τις εκλογές και πέφτουν σε χειμερία νάρκη αμέσως μετά. Καμία αντίληψη για κινήματα γειτονιάς, όλα για την εκλογική καταγραφή, πάντα όμως στο όνομα των κινημάτων και της επίκλησης της «επαναστατικής» αριστεράς κόντρα στο ρεφορμισμό.

Καπέλα, εκβιασμοί, αποκλεισμοί, σεντόνια αναλύσεων με μόνο στόχο την κατά μόνας εκλογική καταγραφή. Κυριολεκτικά, πρόκειται για την αποθέωση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Η γενική γραμμή είναι «κατεβαίνω στις εκλογές μόνος μου και άρα υπάρχω ως οργάνωση/σχήμα/μέτωπο». Η πεμπτουσία της αστικής πολιτικής γίνεται πρακτική αυτού του χώρου, τροφοδοτώντας κι άλλο την αναξιοπιστία. Κάνοντας πρακτικά τους τροχονόμους της παραίτησης, είτε προς ΣΥΡΙΖΑ, είτε προς ΚΚΕ.

Γίνεται όλο και πιο σαφές, αν και είναι πικρό: Αυτός ο χώρος, παρά τους αξιόλογους συντρόφους και αγωνιστές, ως πολιτικός χώρος και πολιτική πρακτική δεν μπορεί να συμβάλλει θετικά. Αποτελεί πολιτικο-ιδεολογικά ένα μικρό ΚΚΕ.

Για την δύσκολη κατάσταση και τον στραβό γιαλό ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε πολλά. Το να μην αρμενίζουμε όμως στραβά είναι απολύτως υποκειμενική επιλογή και απόφαση. Έχει κόστος, απαιτεί ρήξεις, ξεβολέματα και ανατροπές, αλλά κάθε μέρα που περνά προσθέτει επιπλέον αρνητικό φορτίο.

Νίκη είναι να βγαίνεις από μια δύσκολη κατάσταση

1. Αποφεύγοντας την επαναλαμβανόμενη συζήτηση για την ήττα του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς, δεν πρέπει να αποφύγουμε να αναγνωρίσουμε τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης που καθορίζει σχέδια, πρακτικές, αλλά και τη σκέψη και την ψυχολογία των βασικών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Αναμφίβολα είμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και το βασανιστικό ερώτημα είναι το αν, πότε, και κάτω από ποιους όρους αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αντιστραφεί. Το ερώτημα αυτό συνυπάρχει –καθόλου άδικα- με την αμφισβήτηση αν εμείς είμαστε ικανοί να την υπερβούμε. Και τούτο διότι αυτή η πραγματικότητα είναι συνισταμένη πολλών καταστάσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που πηγάζουν από το μακρινό παρελθόν και φθάνουν έως τις μέρες μας. Ο συσχετισμός δύναμης και οι διαδικασίες ανατροπής του αφορούν τη στρατηγική και την ταχτική του σήμερα. Το στρατηγικό ερώτημα είναι το πώς από την κατάσταση της παθητικής υποχώρησης και της συνολικής διάλυσης, θα περάσουμε στην κατάσταση της συγκρότησης, της οικοδόμησης και της ενεργοποίησης οργανώσεων και λαϊκών κινημάτων.

2. Η χρεοκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού βαραίνει παγκόσμια στις συνειδήσεις όλων των προοδευτικών ανθρώπων, που βιώνουν στο πετσί τους τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, που αντιλαμβάνονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα, που αγωνίζονται για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Η είσοδος στον άγριο νεοφιλελευθερισμό και η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης βρήκε ανέτοιμη και σε αμηχανία την υπαρκτή Αριστερά που κινήθηκε στα πλαίσια των δευτερευουσών αντιθέσεων, πολιτικά ουραγός και ιδεολογικά αδύναμη. Ο ιμπεριαλισμός εισήλθε δυναμικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου χωριού, σε ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο. Η συζήτηση όμως για αυτόν ήταν πολύ φτωχή. Ο ιμπεριαλισμός εξοστρακίστηκε από την ατζέντα συζήτησης και δράσης της Αριστεράς. Επικρατεί η φροντίδα για τα ατομικά δικαιώματα. Μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η πολύ δυσκολότερη -είναι αλήθεια- υπεράσπιση των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών. Αποτέλεσμα είναι η διάρρηξη σχέσεων με τα πληττόμενα στρώματα και τάξεις. Επικρατεί η πολιτική γύρω από τις τραγικές συνέπειες της ιμπεριαλιστικής πρακτικής (πχ μετανάστες). Ξεχνιέται όμως η θεωρία και η πράξη για ένα κίνημα αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολιτική τακτική, πρωτοβουλίες και συμμαχίες για ανάκτηση σε εθνικό επίπεδο των εξουσιών που έχουν μεταφερθεί στις ιμπεριαλιστικές υπερεθνικές ολοκληρώσεις (πχ ΕΕ). Θα σήμαινε ακόμη συγκέντρωση δυνάμεων για χτύπημα στους εκάστοτε αδύναμους και κρίσιμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (πχ. ευρώ). Η αδιαφορία και η υποτίμηση του εθνικού ζητήματος συνοδεύονταν με έναν τάχα διεθνιστικό κοσμοπολιτισμό που βοηθούσε τα μάλα στο πέρασμα της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα πληρώνουμε ακόμα αυτό το διεθνιστικό φαντασιακό της «Ευρώπης των λαών» το οποίο προώθησε το ευρωκομμουνιστικό και τροτσκιστικό ρεύμα, και το οποίο όμως αποδέχθηκε, με συνθηματολογικές και μόνο διαφωνίες, σχεδόν το σύνολο της Αριστεράς.

3. Η κρίση του 2008 ήταν μια ευκαιρία, μια επικίνδυνη ευκαιρία για τις επικίνδυνες τάξεις και στρώματα, μια ανατρεπτική ευκαιρία για την αντισυστημική Αριστερά. Θα μπορούσε να μπει ένα τέλος στον διακηρυγμένο θάνατο του κομμουνισμού και στην φαντασμαγορία της δύναμης και της ευρωστίας του καπιταλισμού. Θα μπορούσε ακόμη, να ανασυγκροτηθεί η επαναστατική Αριστερά, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα μαζικών λαϊκών αγώνων σε πολλές γειτονιές του κόσμου. Οι βαθιές και καταστροφικές κρίσεις του καπιταλισμού δίνουν μια τέτοια δυνατότητα. Στην πράξη όμως εκτυλίχθηκε η χειρότερη δυνατή εκδοχή. Το κεφάλαιο άρπαξε την ευκαιρία και ξεπέρασε – προσωρινά – την χρεοκοπία του συστήματος, επιτιθέμενο στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Ο καπιταλισμός και όχι η Αριστερά, υπενθύμισε την κεντρικότητα της ταξικής πάλης. Πλέον το κεφάλαιο ρεφάρει και ανακτά όλο το έδαφος που επί 70 και πλέον χρόνια παραχώρησε. Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας που κερδήθηκαν υπό τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής, αναιρούνται συστηματικά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού, ενώ σήμερα επιταχύνεται αυτή η αναίρεση μετά την κρίση του 2008. Ο καπιταλισμός ξεπερνά τον μεταπολεμικό του ταξικό συμβιβασμό και επιτίθεται συνολικά. Ζούμε πρωτόγνωρες κοινωνικές –εργασιακές καταστάσεις που θυμίζουν τα προοκτωβριανά τοπία. Κοινωνίες της λιτότητας, της φτώχειας της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας. Το καινούριο στοιχείο της κρίσης είναι ο αποκλεισμός όχι της «διαφορετικότητας» αλλά της μέχρι πρότινος «βολεμένης» πλειοψηφίας των μικρομεσαίων στρωμάτων και κατηγοριών. Το γεγονός αυτό δεν αφορά αποκλειστικά κάποιες πολιτικές επιλογές. Συνδέεται με την αντικειμενική αδυναμία του καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση να εξαγοράζει και να ενσωματώνει μικρομεσαία στρώματα, τουλάχιστον στον ρυθμό και την κλίμακα προηγούμενων δεκαετιών.

4. Η «υπαρκτή» Αριστερά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που έθεσε η καπιταλιστική κρίση, γιατί δεν ήταν αντισυστημική Αριστερά. Η μετάλλαξη δεν έγινε ούτε το 2010, ούτε το 2015. Πολλά χρόνια πριν, και καθόλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, είχε δημιουργηθεί μια συστημική κοινοβουλευτική λογική και είχε καλλιεργηθεί ο ευρωατλαντικός σεβασμός – αν όχι προσανατολισμός. Όσοι μάλιστα ήθελαν να εμφανίζονταν διαφορετικοί (πχ ΚΚΕ) στάθηκαν «υπεύθυνα» όσο ακριβώς χρειάστηκε, για να παραμείνουν ακίνδυνοι για την αστική πολιτική. Το ΚΚΕ, ως εθνικό και υπεύθυνο κόμμα που συνυπέγραψε το κοινωνικό συμβόλαιο με Κ.Καραμανλή και Α.Παπανδρέου, από το 1974 έως σήμερα απέδειξε ότι οι αντίπαλοι δεν πρέπει να το φοβούνται. Όποτε ο λαός ήταν στον δρόμο και η εξουσία μπορούσε να διεκδικηθεί, το ΚΚΕ τηρούσε το συμβόλαιο και αναζητούσε συμμαχίες με την σοσιαλδημοκρατία, ενώ στην κρίση φλυαρεί για την λαϊκή εξουσία, ξεχνώντας τη βασική λενινιστική θέση για τα άμεσα και ώριμα λαϊκά αιτήματα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ανέμεναν την δικαίωσή τους 30 ή 50 χρόνια μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δικαίωσε τις πολιτικές που είχαν ασκηθεί έως τότε (σήμερα απέμεινε με μόνη σημαία τη σύγκρουση με την διαφθορά) και εξάντλησε όλα τα ηθικά και αξιακά προτερήματα και την κληρονομιά της κομμουνιστικής Αριστεράς. Δυστυχώς, και πάνω από όλα, εμβολίασε τα λαϊκά στρώματα με την απογοήτευση, με την λογική και την ψυχολογία ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.

5. Η ιδιώτευση, η διάλυση, η απογοήτευση, δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια λογική με την οποία πορεύτηκε η υπαρκτή Αριστερά. Μια λογική τριάντα και πλέον ετών, όπου κυριάρχησε η συστημική κοινοβουλευτική πολιτική του ΚΚΕ και του ΣΥΝ. Αυτή η πορεία, είτε οδήγησε στην ήττα, είτε έκανε δυνάμεις και ανθρώπους να χάσουν την κοινή λογική (όπως συνέβη κατά κόρον στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά), είτε οδήγησε στην αντιγραφή της αστικής κοινοβουλευτικής πολιτικής. Από τη μια η θεωρητικολογία που εκπροσωπούσε δήθεν την εργατική τάξη, χωρίς αυτή να το γνωρίζει, με μια λογική που δεν ήθελε να ξεβολευτεί από ατελέσφορα σχήματα και μορφές, με ανιαρές επαναλήψεις, αρκεί κάτι να φαινότανε ότι κάτι έκανε. Από την άλλη, η πολιτική του εφικτού και του υπεύθυνου, με μια λογική εκπροσώπησης, και όχι δημιουργίας ικανοτήτων και συμμετοχής. Κοινή συνισταμένη ήταν μια Αριστερά που είτε ερωτοτροπούσε με την επικοινωνιακή πολιτική και μιμούνταν τον αστισμό, είτε βούλιαζε στο σεχταρισμό, γυρνώντας τις πλάτες της στον κόσμο. Μια Αριστερά που βολεύτηκε με τα επαγγελματικά στελέχη αντί για τους επαγγελματίες επαναστάτες. Στο τέλος, όλα τα οργανωμένα ρεύματα της Αριστεράς ακολούθησαν την κατηφόρα της υποτίμησης του λαϊκού παράγοντα. Η βαθύτερη αιτία έχει να κάνει με την έλλειψη προσήλωσης, πίστης και στόχου για την ανατροπή του συστήματος.

6. Στην κατάσταση αυτή, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα αναζητείται εναλλακτική; Γεγονός είναι ότι μάζες έχουν ανεπίλυτα ερωτήματα και ανάγκες. Θέλουν, και το εκφράζουν με ιδιόρρυθμους και ακανόνιστους τρόπους, μια διαφορετική κατάσταση. Στις λαϊκές ιδίως μάζες δεν τους αρέσουν τα πράγματα όπως είναι, αλλά δεν ξέρουν πώς μπορούν να τα αλλάξουν, ούτε βεβαίως θεωρούν ότι οι ίδιες είναι ικανές να αλλάξουν τα πράγματα. Οπότε, βασικά αναθέτουν και αναμένουν. Όμως ένα κοινό ερώτημα, μια κοινή αναζήτηση αυθορμήτως σχηματίζεται. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της αισιοδοξίας για μια νέα αρχή στην προσπάθεια της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η κρίση δεν έχει τέλος και μακροχρόνια συστημική ισορροπία δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται. Η ΕΕ συνεχίζει να κλυδωνίζεται οικονομικά και πολιτικά, βρίσκεται σε παρακμή, χωρίς ιδεολογικό ή στρατηγικό ορόσημο που να πείθει, και ταυτόχρονα σε μια θέση που συμπιέζεται από τον διεθνή ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκει διαρκώς εμπόδια και απειλές μετά το Brexit, με πρόσφατο παράδειγμα την Ιταλία αλλά και τη γενική άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων που αμφισβητούν μέχρι ενός ορίου τη συνοχή της. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η αδυναμία υπέρβασης της κρίσης ανατινάζουν χώρες, τόπους και κοινωνικές συνθήκες, ενώ αυξάνουν διαρκώς τους φόβους για μεγαλύτερες συγκρούσεις, οικονομικές και γεωπολιτικές. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, καθόλου δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτοανατίναξης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, μολονότι στις ελίτ υπάρχει ζωηρή η επιθυμία να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία με ταχείς ρυθμούς.
Οι «από κάτω» αναζητούν και αναθέτουν την επίλυση των προβλημάτων τους σε όσους διακηρύσσουν ότι τα βάζουν με τις «ελίτ», χωρίς να θίγουν όμως το σύστημα και τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αυτή είναι η εκλογική βάση της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αυτή η βάση θα μπορούσε να είναι η υλική δύναμη της Αριστεράς, αν δεν υποτιμούσε τον κόσμο και αν στοχοποιούσε επί του συγκεκριμένου το σύστημα. Η αναζήτηση εναλλακτικής μπλοκάρεται από την υπερίσχυση του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική». Η υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου θα υπάρξει σε εκείνο το σημείο όπου θα υπάρξουν νίκες που θα αναδεικνύουν την δύναμη των μαζών και την αδυναμία των αντιπάλων. Οι μεγάλες νίκες απαιτούν πολλαπλές  δοκιμασίες και αρκετές δυνάμεις, ενώ έχουν ανάγκη  μικρές νίκες -παραδείγματα και αφορούν όλες τις μεριές του πλανήτη. Για παράδειγμα η νίκη του συριακού λαού υπό τον Άσσαντ, είναι μια νίκη παράδειγμα. Ή ακόμη και ο συμβιβασμός –αν υπάρξει- του διευθυντηρίου της ΕΕ με την Ιταλία, ανεξάρτητα από το ποια είναι η κυβέρνησή της, θα είναι μια νίκη που αφορά όλους τους λαούς της Ευρώπης.

7. Στην Ελλάδα, πολιτικά, η λύση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε η αποτελεσματικότερη δυνατή για το σύστημα. Δεν αποδίδει απλά το αναμενόμενο από μια μνημονιακή κυβέρνηση έργο, αλλά καθιστά το λαϊκό κίνημα παράλυτο και σμπαραλιασμένο, διαχέοντας διαρκώς το «δεν υπάρχει εναλλακτική» από τον νεοφιλελευθερισμό. Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν πεδίο κατοχύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, ως του ενός από τους δύο, και μάλλον αποτελεσματικότερου πόλου της αστικής πολιτικής, ικανού να βγάζει το δύσκολο έργο, όταν οι συνθήκες δυσκολέψουν. Ταυτόχρονα, θα αναδείχνουν πολιτικά και εκλογικά το τέλος της σημερινής υπαρκτής Αριστεράς και πιο συγκεκριμένα του χώρου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Η πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων που αντιλαμβάνονται την κατάσταση οφείλει να κινηθεί στον αντίποδα της λογικής να πάμε όπως συνήθως, περιμένοντας απαθείς μια μοιραία σύγκρουση. Απαιτείται επίσης η αντιπαράθεση με τη λογική του μικρότερου κακού που διαρκώς στέλνει τον κόσμο διαλυμένο και απογοητευμένο στον ΣΥΡΙΖΑ. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι όμοια κόμματα, ακολουθούν όμοια πολιτική. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ίδια κι απαράλλαχτα με τους προηγούμενους, εντείνει τις προσπάθειες εκμαυλισμού και εξαγοράς συνειδήσεων για να παραμείνει στην εξουσία.

8. Σήμερα χρειάζεται να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Αυτό καταρχάς σημαίνει να μη θεωρούμε δεδομένη την επόμενη κίνησή μας. Να μην συνεχίζουμε να κάνουμε άστοχες κινήσεις. Να φροντίσουμε να ανοίξουμε με ειλικρίνεια την συζήτηση για τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης και τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε. Απαιτείται πολιτική και οργανωτική προετοιμασία στη σημερινή συγκυρία, με πολύ σημαντικότερη αντοχή και βάθος από το παρελθόν. Δεν υπάρχουν εύκολες και μαγικές λύσεις, ούτε πολιτικές τοποθετήσεις μεγάλης κλίμακας που μπορούν να διεισδύσουν και να πείσουν ευρύτατα ακροατήρια. Χρειάζονται δοκιμασίες και πειραματισμοί στη δράση. Αυτό είναι το πρώτιστο καθήκον της επόμενης περιόδου, που μπορεί να συνδυάζεται με έντιμες δοκιμασίες ενότητας ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης των διάσπαρτων και οργανωμένων δυνάμεων της αντιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Είναι απαραίτητη η οικοδόμηση ενός πόλου συζήτησης και δράσης με την συμμετοχή οργανώσεων και δυνάμεων κομμουνιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς με στόχο τον διαρκή προσδιορισμό μιας ενιαίας στρατηγικής και ταχτικής που να καταλήγει σε οργανωτικές προσεγγίσεις και ενότητες. Δεν έχουμε ανάγκη μια πολύχρωμη, πλουραλιστική ή πληθυντική Αριστερά που να χωρά τους πάντες και τα πάντα χωρίς ιεραρχήσεις, στόχους και προτεραιότητες. Ένα αριστερό και προοδευτικό μέτωπο έκφρασης των εργαζομένων και της νεολαίας θα ήταν αναγκαίο σήμερα, όμως η πρόσφατη ιστορία όμως έδειξε ότι αν δεν ξεκινήσουμε από την συγκρότηση μιας αντισυστημικής Αριστεράς, κάτι τέτοιο θα συμβαίνει με όρους που οδηγούν στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και στο δυσμενή συσχετισμό δύναμης.

9. Έχουμε ανάγκη μια Αριστερά της κοινής λογικής μια Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά (γιατί αυτή και μόνο αυτή μπορεί να είναι η εναλλακτική του σήμερα). Χρειαζόμαστε μια Αριστερά της μαζικής δράσης και πράξης, που δεν θεωρητικολογεί, δεν κλείνεται σε βολικά σχήματα και αλήθειες, δεν ευλογεί το ιδεολογικό της ρεύμα για να αισθάνεται δικαιωμένη. Αντίθετα, αναζητά να ακούσει και να μάθει από τον κόσμο της δουλειάς και να δοκιμάσει πρακτικές, δράσεις, μορφές και σχέσεις που να δικαιώνουν τις έννοιες μαζική, λαϊκή και ανατρεπτική. Να ενώνει και ενώνεται με στόχο την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.

Έχουμε ανάγκη από μια αντιμπεριαλιστική Αριστερά που να στοχοποιεί και να αντιπαλεύει οργανισμούς, πολιτικές  και θεσμούς οικονομικής στρατιωτικής και πολιτισμικής προώθησης  της παγκοσμιοποίησης. Που να οικοδομεί αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Που  να ξαναβάζει στην ατζέντα της τον ιμπεριαλισμό και να τον ιεραρχεί σαν τον κύριο αντίπαλο, στενά συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό. Δεν μπορούμε να είμαστε με μια παναριστερά που ο κοσμοπολιτισμός της συμβαδίζει με την υποτίμηση του εθνικού ζητήματος, θεωρώντας πως αυτός είναι ο σύγχρονος διεθνισμός.

Σήμερα έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που πασχίζει να έχει και να δοκιμάζει, ένα λαϊκό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων που να οδηγεί σε επιμέρους  μικρά διεκδικητικά κινήματα με στόχο την νίκη και την αποτελεσματικότητα, για να είναι δυνατόν να ξαναγεννηθεί η ελπίδα και να αποκτήσει αξία ο συλλογικός αγώνας. Που να γνωρίζει ότι η λαϊκή εξουσία δεν έρχεται από τον ουρανό αλλά σαν αποτέλεσμα της μάχης για τα ώριμα ζητήματα. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε από μια εντός των τειχών αριστερή πρωτοβουλία για…, ούτε από άστοχες και άμαζες απεργίες που δημιουργούν περισσότερους απεργοσπάστες παρά απεργούς, ούτε από την ανιαρά επαναλαμβανόμενη αριστερή (;) «συγκέντρωση και πορεία», που αναδεικνύει περισσότερο μια βολική μορφολαγνεία και λιγότερο ή καθόλου τη μαζική απεύθυνση και δράση.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που έχει την απλή μαρξιστική λογική ότι οι οργανώσεις δεν οικοδομούνται από φοιτητές. Όπως επίσης ότι οι φοιτητές και οι νεολαίοι πρέπει να μπουν μπροστά σε ένα σκληρό ιδεολογικό αγώνα ενός άλλου τρόπου σκέψης και ζωής και να δημιουργήσουν ένα πολιτικό και συνδικαλιστικό πρόγραμμα που να απευθύνεται και να ασκεί επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα και τάξεις που πλήττονται και που αποκλείονται από πολύπλευρους ταξικούς φραγμούς.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που αντιλαμβάνεται το ευρωσύστημα σαν τον κύριο συστημικό αντίπαλο και την ευρωζώνη σαν το οικονομικό και πολιτικό συνεκτικό στοιχείο του ευρωσυστήματος. Που αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται ένα μαζικό διαρκές προπαγανδιστικό κίνημα συγκεκριμένης  αποκάλυψης και στοχοποίησής του.

Όλα αυτά  με ένα σύστημα προτεραιοτήτων αποτελούν–σίγουρα όχι για όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά τουλάχιστον την αντιμπεριαλιστική Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά-  ένα ορισμένο ενωτικό πλαίσιο προβληματισμού και κοινής δράσης. Αποτελούν μια πρόσκληση και μια πρόταση με στόχο να βγούμε από την δύσκολη κατάσταση ή να προλάβουμε τα χειρότερα.