Άρθρα

Δίψα για αντιπολίτευση

Σπάνια η ανάδειξη αρχηγού, προέδρου ή γενικού γραμματέα σηματοδοτεί μια μεγάλη στροφή στην πορεία ενός κόμματος. Όταν υπάρχουν αυτές, έχουν ήδη διαφανεί πριν την εκλογή, η οποία απλώς την επικυρώνει. Η εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στην αρχηγία του ΚΙΝΑΛ δεν είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις.

Κανείς εξάλλου, δεν περίμενε μια τομή. Αυτό που κρινόταν ήταν αν το ΚΙΝΑΛ θα κλείνει περισσότερο το μάτι προς τη ΝΔ ή προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Νικητής βγήκε η πρώτη επιλογή. Κατά συνέπεια, σημειώνεται μια μικρή μεν, δεξιά δε μετατόπιση στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό.

Όσο κι αν ξεθάφτηκαν λάβαρα του ΠΑΣΟΚ και φωτογραφίες του Ανδρέα, όσο και αν ακούστηκε το σύνθημα της ανανέωσης, το στρατηγικό ερώτημα για το ΚΙΝΑΛ παραμένει: ποιο πολιτικό χώρο επιχειρεί να καλύψει; Τι και πόσο κενό υπάρχει μεταξύ της παραδοσιακής δεξιάς της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που έχει αποδεχθεί τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και την ευρωενωσιακή εξάρτηση; Οι διαχωριστικές γραμμές εκατέρωθεν του ΚΙΝΑΛ είναι δυσδιάκριτες ούτως ή άλλως, εξού και η συμπίεσή του που δεν το αφήνει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Μπορεί το ΚΙΝΑΛ να επιστρέψει σε πολιτικές της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας, όπως η ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και η τόνωση της μεσαίας τάξης; Μπορεί να παίξει το ρόλο του Κέντρου, μιας θολής πολιτικής έννοιας, που παραπέμπει στην εξισορρόπηση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και τάξεων; Μπορεί να διεκδικήσει να πάρει από τον ΣΥΡΙΖΑ και να σηκώσει τη σημαία της Αντιδεξιάς και στην τελική τί ακριβώς θα σήμαινε αυτό; Μάλλον κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούν να γίνουν αυτά, ούτε καν οι ίδιοι οι υποψήφιοι που τα διατύπωναν πριν την εκλογική διαδικασία.

Παρόλα αυτά, το αστικό πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται ότι έχει φθορά στο σύνολό του, ως αποτέλεσμα της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Αντιλαμβάνεται και την ανάγκη αναδιάταξής του. Το δρόμο ίσως, δείξει η Γερμανία με τον μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό της. Σε ένα τέτοιο σενάριο, το ΚΙΝΑΛ θα πετούσε τη σκούφια του.

Σε κάθε περίπτωση όμως, το κεντρικό εξαγόμενο είναι ότι υπάρχει δίψα για αντιπολίτευση. Μπορεί τα ΜΜΕ να έδωσαν αναντίστοιχα πολύ χρόνο και άρθρα για το μέγεθος του ΚΙΝΑΛ, που έδωσαν. Μπορεί ο μηχανισμός και οι διασυνδέσεις του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ να κρατούν καλά μετά από τόσα χρόνια και κύματα, που καλά κρατούν. Μπορεί ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να προμοτάρισαν υποψήφιους, που κι αυτό έγινε. Όμως ψήφισε και κόσμος που αισθάνθηκε ότι τον αφορά, κι ας μην ψήφισε ΚΙΝΑΛ στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές και πιθανώς δε θα ψηφίσει και στις επόμενες. Γιατί δεν βλέπει τον εαυτό του σε κανένα κόμμα, τουλάχιστον από τα δύο μεγάλα.

Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουμε την πρωτοφανή κατάσταση όπου: μετράμε διψήφιους και τριψήφιους θανάτους καθημερινά, λόγω της κυνικής κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας, η ακρίβεια σκαρφαλώνει σε δυσβάστακτα ύψη για τη λαϊκή τσέπη, οι αντεργατικοί και αντιεκπαιδευτικοί νόμοι δεν έχουν τελειωμό, αλλά σοβαρή αντιπολίτευση απέναντι στον θύτη-κυβέρνηση δεν έχουμε.

Για νιοστή φορά το ερώτημα παραμένει για την Αριστερά: θα σηκώσει το γάντι; Θα ρίξει νερό στο μύλο της λαϊκής κινητοποίησης; Θα ποτίσει ένα ρεύμα διεκδικήσεων: αναβάθμισης της δημόσιας υγείας, αυξήσεων στους μισθούς και στα κοινωνικά δικαιώματα; Ο ελληνικός λαός έχει χαμηλές προσδοκίες, αλλά θέλει από κάπου να πιαστεί. Θα γίνει η Αριστερά το απάγκιο του;

Το φιάσκο της μάσκας και το κενό αντιπολίτευσης

Ας ξεκινήσουμε ανάποδα. Ο Μητσοτάκης προωθεί την πολιτική του ανενόχλητος. Και στα 4 μέτωπα – κρίσεις που αντιμετωπίζει (ελληνοτουρκικά, πανδημία, οικονομία, προσφυγικό). Οι αντιστάσεις ή η αμφισβήτηση που δέχεται είναι από το εσωτερικό του και από τα δεξιά του. Σίγουρα υπολογίζει τους συνωμοσιολόγους. Ενώ οι «ειδικοί» εισηγήθηκαν τη χρήση της μάσκας και σε ανοιχτούς χώρους στην Αττική, ο Μητσοτάκης αποφεύγει να οξύνει το μέτωπο με το συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα ανορθολογισμού, στο οποίο ανήκει και ένα υπολογίσιμο μέρος του εκλογικού σώματος της Δεξιάς. Στα ελληνοτουρκικά επίσης φοβάται κυρίως το εσωτερικό του. Αυτό φανερώνουν οι διαρροές για τα κείμενα – μασάζ που πηγαινοέρχονται μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας σε διάφορες συνομιλίες στο Βερολίνο ή στην Αμερικανική πρεσβεία.

Από το εργατικό κίνημα δεν νιώθει καμία πίεση, ενώ και από τα κόμματα της, ας πούμε, «προοδευτικής» αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25) επίσης. Ακόμα και το πρόσφορο έδαφος για μέτρα ενίσχυσης της δημόσιας υγείας, που αναπτύχθηκε στην καραντίνα, δεν έγινε εφικτό να αξιοποιηθεί. Τα νοσοκομεία μας παραμένουν στο κόκκινο όσον αφορά τις ελλείψεις του προσωπικού, υπάρχει πρόβλημα με τα υλικά, οι έλεγχοι και τα τεστ εξακολουθούν να υπολείπονται των αναγκών.

Κι όμως προβλήματα βοούν. Οι μικρές καθημερινές ιστορίες στα δημόσια νοσοκομεία ή στα δημόσια σχολεία θυμίζουν όχι απλά ανοργανωσιά, αλλά κυρίως τριτοκοσμική εικόνα λόγω έλλειψης πόρων. Σε βαθμολογικό κέντρο του Πειραιά βρέθηκε θετικό κρούσμα. Το αίτημα να γίνει ιχνηλάτιση και τεστ στους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς πριν πάνε τη Δευτέρα στα σχολεία τους να συναντηθούν με τους μαθητές τους, δεν απαντήθηκε από κανέναν. Ουδείς (Διεύθυνση Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας, ΕΙΟΔΥ) δεν αισθάνεται αρμόδιος. Κανένας μηχανισμός και κανένα πρωτόκολλο δεν ενεργοποιείται. Εκπαιδευτικοί και γονείς νιώθουν να βρίσκονται στον αέρα. Συνδικαλιστικά όργανα και αυτοδιοίκηση παρακαλούν για κάποια «χορηγία» για να μπορούν να διεξάγουν ελέγχους. Σε άλλα σχολεία δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί, σε άλλα δεν υπάρχουν αίθουσες να σπάσουν τα 28άρια τμήματα, ενώ αλλού στήνουν εργαστήρια σε μεταλλικά (!) κοντέινερ. Και βεβαίως υπάρχει το τεράστιο πρόβλημα στον ιδιωτικό τομέα με τα κλεισίματα, την ανεργία, την έλλειψη μισθού για μήνες. Κι όμως, αντιπολίτευση δεν υπάρχει. Γιατί;

Μπορεί το φιάσκο με τις μάσκες και η κοροϊδία με τα παγουρίνο να λένε πολλά για την ποιότητα των «αρίστων». Για το ότι μετρούν το μπόι των ικανοτήτων τους με τη σκιά του δειλινού και χρίζουν εαυτόν αξιότερους όλων. Όμως δεν προσφέρεται για κάτι πέρα από μιμίδια στα social media και ίσως κάποιο χαβαλέ από τους stand up comedians. Στο περιβάλλον μιας δύσκολης τετραπλής («εθνικά», οικονομία, υγεία, προσφυγικό) κρίσης, που δημιουργεί φόβο και υπαρξιακά ερωτήματα στους πολίτες, το να υπάρχει αφωνία (μάλλον συμφωνία) στα σοβαρά θέματα, αλλά να γίνεται σημαία η μάσκα και τα παγουρίνο και να ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ παραιτήσεις γι’ αυτά, δείχνει κενό αντιπολίτευσης και όχι αντιπολίτευση.

Όταν, χθες μόλις, ο επικεφαλής του ESM Ρέσλινγκ ζητάει 10 δις εξοικονόμηση για το 2021, για να έχουμε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, έτσι ώστε από το 2022 να γυρίσουμε στα πρωτογενή πλεονάσματα, και στη συνάντηση μαζί του ο Τσίπρας ζητάει λίγο χρόνο ακόμα δημοσιονομική χαλαρότητα, τι αντιπολίτευση να γίνει;

Όταν συντήρησαν το αίσχος της Μόριας, ή όταν έδωσαν τα πάντα στις ΗΠΑ, για «προστασία» στα ελληνοτουρκικά, σήμερα τι είδους αξιόπιστο λόγο να ορθώσουν; Το πρώτο πρόβλημα στο έλλειμμα αντιπολίτευσης είναι η αποδοχή του πλαισίου, η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Ουσιαστικά λοιπόν, δεν υπάρχει αντικείμενο της πολιτικής διαπάλης πέρα από τριτεύοντα θέματα και ζητήματα διαχείρισης, αισθητικής, ύφους άσκησης της εξουσίας.

Από το ΣΥΡΙΖΑ ίσως να μην περιμένει κανείς να κάνει αντιπολίτευση. Όμως το εναπομείναν αριστερό και εργατικό κίνημα γιατί δε μπορεί;

Οι μεγαλύτερες ομοσπονδίες εργαζομένων της χώρας, η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ, δεν κατάφεραν να οργανώσουν μια σοβαρή κινητοποίηση για το αυτονόητο. Ότι εν μέσω πανδημίας έπρεπε στα σχολεία να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα για να μειωθεί και ο συνωστισμός. Δέσμιες οι πλειοψηφίες τους στην αποδοχή του πλαισίου λιτότητας, της λογικής ότι δεν είναι εφικτό να βρεθούν πόροι για αίθουσες και εκπαιδευτικούς. Το ΚΚΕ σαμποτάρισε τη δυνατότητα να βρεθούν κοινές ημερομηνίες κινητοποιήσεων δηλώνοντας ανερυθρίαστα ότι δε θέλουν να ξαναοικοδομηθεί «αντιδεξιό κίνημα» με αφορμή τα προβλήματα στην εκπαίδευση. Κι έτσι, αφού δεν υπάρχει μαζική κινητοποίηση για το βασικό (λιγότεροι μαθητές ανά τμήμα, μαζικά τεστ), συνηθίζουμε στη μιζέρια και αστειευόμαστε με τα τραγελαφικά της μάσκας – αλεξίπτωτο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ που περιμένει απλά τη φθορά του Μητσοτάκη και τις χοντράδες των υπουργών του, αλλά όχι την ανατροπή της κοινής και όμοιας δημοσιονομικής ή εξωτερικής πολιτικής, αγκαλιάζει και υιοθετεί αυτού του είδους την «αντιπολίτευση».

Καμιά φορά μπορεί να μην είναι εύκολη η διέξοδος από μια δύσκολη κατάσταση. Όμως για το χώρο της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς, είτε δε βλέπει ότι είμαστε σε μια δύσκολη κατάσταση, είτε θεωρεί ότι είναι το κέντρο του κόσμου, είτε φυλλάσει το κόμμα του, είτε νομίζει ότι με το να κάνει αντιπολίτευση στα ζητήματα των δικαιωμάτων, τροποποιεί το συσχετισμό δύναμης. Θετικός ο ξεσηκωμός των δημοκρατών Χανιωτών – και ειδικά των νεολαίων – για την κατάληψη Rosa Nera, αλλά είναι στην ίδια πόλη που πηγαινοέρχονται τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα που μας φέρνουν όλο και πιο κοντά είτε στο πολεμικό επεισόδιο με την Τουρκία είτε στην παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας είτε και στα δύο μαζί. Και γι’ αυτό δεν έχει γίνει το παραμικρό.

Η υπεράσπιση μιας κατάληψης που βοηθάει άστεγους, πρόσφυγες, αδύναμους φαίνεται κάτι το οποίο αξίζει και μπορεί να παλευτεί. Το να τα βάλουμε με τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας φαίνεται ανέφικτο κι άρα αναποτελεσματικό. Αυτή είναι η μήτρα αυτού του ιδιότυπου ΤΙΝΑ εντός του κινήματος.

Επίσης πολλές φορές δεν είναι εύκολο απέναντι σε μια δύσκολη κατάσταση να κάνεις το σωστό. Έχει σημασία όμως να μην κάνεις τα ίδια χοντρά λάθη.  Πως να κάνει αντιπολίτευση ένας χώρος που ευαισθητοποιείται για τα τραγικά προβλήματα των μεταναστών στα στρατόπεδα – κολαστήρια αλλά αδιαφορεί και βρίζει την πλειοψηφία των νησιωτών νοικοκυραίους και φασίστες; Πως να παρέμβει για τα ελληνοτουρκικά όταν εγκλωβίζεται στο δίλλημμα της κυβέρνησης εξοπλισμοί ή συντάξεις, και απαντάει λεφτά για παιδεία, υγεία και όχι για εξοπλισμούς; Όταν είναι δεδομένο ότι μετά από 4 μνημόνια ούτε υγεία έχουμε ούτε παιδεία έχουμε, αλλά μάλλον ούτε και αξιόπιστους εξοπλισμούς. Αυτός που τα βάζει αντιπαραθετικά είναι η κυβέρνηση γιατί έχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά κυρίως ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής. Αυτό που πρέπει να στοχοποιηθεί δεν είναι οι απλώς οι εξοπλισμοί αλλά το καθεστώς εξάρτησης από τον ευρωατλαντισμό. Να αναδείξει ότι για παράδειγμα την κατοχή της Β. Κύπρου δε θα την αποφεύγαμε όσα όπλα και να είχαμε γιατί ακριβώς τα στρατιωτικά και πολιτικά όρια τα έβαλαν αυτοί που μας πουλούσαν τα όπλα (ΗΠΑ).

Φταίνε όμως μόνο οι οργανώσεις, τα κόμματα, τα σωματεία; Ο λαός δε φταίει; Φταίει. Με την έννοια ότι έχει εκχωρήσει την πολιτική σε άλλους, ότι δεν πιστεύει σε αυτήν ως μέσο για να αλλάζει τη ζωή του προς το καλύτερο. Όμως για να τροποποιηθεί αυτή η δύσκολη σχέση λαού και πολιτικής πρέπει να αναζητηθεί η κοινή λογική και να αλλάξουν συνήθειες, σύστημα σκέψης, αποτυχημένες συνταγές τα πολιτικά και συνδικαλιστικά υποκείμενα. Ή όσα από αυτά θέλουν.