Απεριόριστη Άδεια

Ο Omer Bartov, Ισραηλινός ιστορικός, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Brown και ίσως ο κορυφαίος σύγχρονος ιστορικός του Ολοκαυτώματος, γράφει για τη γενοκτονία στη Γάζα και το πώς, η μνήμη του Ολοκαυτώματος έχει, κατά τρόπο διεστραμμένο, χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τόσο την εξόντωση της Γάζας όσο και την ασυνήθιστη σιωπή με την οποία αντιμετωπίστηκε αυτή η βία. Ο Omer Bartov ανήκει στην ελάχιστη μειοψηφία των Ισραηλινών που μιλούν ανοικτά για τη Γενοκτονία στη Γάζα που διεξάγει το κράτος του Ισραήλ και έχει το θάρρος να διαπιστώσει ότι «αν ο ισραηλινός στρατός σκότωνε χίλια σκυλιά στη Γάζα, θα προκαλούσε μεγαλύτερη δημόσια κατακραυγή από τη μαζική σφαγή ανθρώπων».

1.

Στις 12 Ιανουαρίου 1904, ο λαός των Χερέρο της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής – της σημερινής Ναμίμπια – εξαπέλυσε μια σειρά επιθέσεων σε διάσπαρτες γερμανικές φάρμες στην περιοχή. Οι Χερέρο, μια ομάδα περίπου 80.000 κτηνοτρόφων, εξαρτώνταν από τα τεράστια κοπάδια τους για την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική τους ζωή, αλλά οι Γερμανοί έποικοι που είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στα τέλη του 19ου αιώνα καταπατούσαν όλο και περισσότερο τα βοσκοτόπια τους.

Οι επαναστάτες κατέστρεψαν πολλές από τις φάρμες και σκότωσαν περισσότερους από εκατό αποίκους, αφήνοντας σχεδόν αλώβητες τις γυναίκες και τα παιδιά. Για τους αποίκους, η εξέγερση αποτέλεσε την τελική απόδειξη της ανάγκης να εξοντωθούν οι Χερέρο, τους οποίους αποκαλούσαν «μπαμπουίνους». Αδυνατώντας να αποκαταστήσει την τάξη, ο Γερμανός κυβερνήτης ζήτησε βοήθεια από το Βερολίνο, το οποίο έστειλε περίπου 10.000 στρατιώτες. Μέχρι τον Αύγουστο είχαν συντρίψει τους μαχητές των Χερέρο. Τον Οκτώβριο, ο Γερμανός διοικητής, υποστράτηγος Λόθαρ φον Τρόθα, εξέδωσε αυτό που έμεινε γνωστό ως Vernichtungsbefehl (διαταγή εξόντωσης) προς όσους είχαν απομείνει:

Οι Χερέρο δεν είναι πλέον Γερμανοί υπήκοοι. Έχουν σκοτώσει, κλέψει, κόψει τα αυτιά και άλλα μέρη του σώματος τραυματισμένων στρατιωτών και τώρα είναι πολύ δειλοί για να πολεμήσουν άλλο… Ο λαός των Χερέρο πρέπει τώρα να εγκαταλείψει τη χώρα. Αν αρνηθεί, θα τον αναγκάσω να το κάνει με τα μεγάλα κανόνια. Όποιος Χερέρο βρεθεί εντός των γερμανικών συνόρων, με ή χωρίς όπλο ή ζώα, θα εκτελεστεί. Δεν θα λυπηθώ ούτε γυναίκες ούτε παιδιά.

Οι περισσότεροι Χερέρο σκοτώθηκαν ή πέθαναν από δίψα και πείνα στην έρημο στην οποία είχαν εκδιωχθεί. Αρκετές χιλιάδες μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Για πολλές δεκαετίες, τόσο το κοινό όσο και οι ιστορικοί αγνόησαν αυτή την πρώτη γενοκτονία του εικοστού αιώνα. Η περίφημη Vergangenheitsbewältigung (συμφιλίωση με το παρελθόν) της Γερμανίας αφορούσε το Ολοκαύτωμα, όχι τα ξεχασμένα αποικιακά εγκλήματα. Μόνο το 2021 η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα συγγνώμη για «τα δεινά, την απανθρωπιά και τον πόνο που προκάλεσε η Γερμανία σε δεκάδες χιλιάδες αθώους άνδρες, γυναίκες και παιδιά κατά τη διάρκεια του πολέμου στην περιοχή που σήμερα είναι η Ναμίμπια». Δεσμεύτηκε επίσης να καταβάλει αποζημιώσεις ύψους άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ, αν και η κατανομή αυτών των χρημάτων παραμένει αμφιλεγόμενη, κυρίως επειδή οι Γερμανοί διαπραγματεύτηκαν με την κυβέρνηση της Ναμίμπια και όχι με τους ίδιους τους Χερέρο.

Αυτή η απομακρυσμένη γενοκτονία στις αρχές του εικοστού αιώνα έχει ορισμένες αξιοσημείωτες ομοιότητες με την εκστρατεία εθνοκάθαρσης και εξόντωσης που διεξάγει το Ισραήλ στη Γάζα. Το Ισραήλ είδε την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 με τον ίδιο τρόπο που οι Γερμανοί είδαν την επίθεση των Χερέρο 119 χρόνια νωρίτερα: ως επιβεβαίωση ότι αυτή η μαχητική ομάδα ήταν εντελώς άγρια και βάρβαρη, ότι η αντίσταση στην ισραηλινή κατοχή θα οδηγούσε πάντα σε δολοφονίες και ότι ο παλαιστινιακός πληθυσμός της Γάζας στο σύνολό του έπρεπε να απομακρυνθεί από το ηθικό σύμπαν του πολιτισμού. «Τα ανθρώπινα ζώα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοια», δήλωσε ο ισραηλινός υποστράτηγος Γκασάν Αλιάν (ο οποίος είναι Δρούζος) λίγο μετά την επίθεση, επαναλαμβάνοντας τα λόγια πολλών άλλων ισραηλινών αξιωματούχων, μεταξύ των οποίων και ο πρώην υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ. «Δεν θα υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα ούτε νερό [στη Γάζα], θα υπάρχει μόνο καταστροφή. Θέλατε κόλαση, θα έχετε κόλαση», δήλωσε ο Αλιάν σε ένα βίντεο μήνυμα στα αραβικά που απευθυνόταν στη Χαμάς και στους κατοίκους της Γάζας. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαεπτά μηνών, οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν περισσότερους από 50.000 Παλαιστινίους, εκ των οποίων εκτιμάται ότι πάνω από το 70% ήταν άμαχοι, ακρωτηρίασαν περισσότερους από 100.000 και επέβαλαν στον υπόλοιπο πληθυσμό συνθήκες απάνθρωπης στέρησης, ταλαιπωρίας και πόνου. Η εκεχειρία που τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιανουαρίου έληξε απότομα στις 18 Μαρτίου, όταν το Ισραήλ αρνήθηκε να προχωρήσει στη δεύτερη φάση της συμφωνίας του με τη Χαμάς και εξαπέλυσε μια σειρά μονομερών επιθέσεων που έχουν ήδη σκοτώσει εκατοντάδες ακόμη Παλαιστίνιους αμάχους.

Αλλά από μια άλλη οπτική γωνία, τα γεγονότα του 1904 και του 2023 είναι λιγότερο συμμετρικά. Οι Γερμανοί μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη γενοκτονία των Χερέρο επειδή τους θεωρούσαν άγριους και την ξέχασαν επειδή διαπράχθηκε μακριά από την Ευρώπη, σε μια ομάδα γενικά άγνωστη εκτός της νοτιοδυτικής Αφρικής. Οι Ισραηλινοί διαπράττουν γενοκτονία στη Γάζα επειδή θεωρούν τους Παλαιστινίους άγριους, αλλά την δικαιολογούν ως απάντηση σε μια άλλη πιθανή γενοκτονία που θα ήταν παρόμοια με το Ολοκαύτωμα, που θα διαπράττονταν από μαχητές της Χαμάς που προετοιμάζονταν για μια άλλη Τελική Λύση. Ο πρώην πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ ήταν ένας από τους πολλούς που επέμειναν ότι «πολεμάμε τους Ναζί». Η Ντίνα Ποράτ, ιστορικός του Ολοκαυτώματος, έγραψε στην εφημερίδα Haaretz στις 21 Οκτωβρίου 2023 ότι η Χαμάς «καλλιεργεί ένα καυτό μίσος για τον διάβολο που δημιούργησε στη φαντασία της, όπως έκανε η ναζιστική ιδεολογία στην εποχή της». Σε δημοσκόπηση που διεξήχθη στο Ισραήλ τον Μάιο του 2024, περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η επίθεση της Χαμάς θα μπορούσε να συγκριθεί με το Ολοκαύτωμα.

Η γενοκτονία των Χερέρο ήταν μέρος της δολοφονικής βίας που επέβαλαν οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες στους αυτόχθονες πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο. Όπως έγραψε ο Aimé Césaire το 1950, οι λευκοί Ευρωπαίοι το πρόσεξαν μόνο όταν ο Χίτλερ «εφάρμοσε στην Ευρώπη αποικιοκρατικές διαδικασίες που μέχρι τότε είχαν επιφυλαχθεί αποκλειστικά» για τους αποικισμένους πληθυσμούς αλλού. Είχαν «ανεκτεί το ναζισμό… τον απάλλαξαν, έκλεισαν τα μάτια τους, τον νομιμοποίησαν» – μέχρι που τους έπληξε ως “επιστρέφον σοκ” υπό το ναζιστικό καθεστώς.

Είναι άλλο θέμα αν ο μαθητής του Césaire, Frantz Fanon, είχε δίκιο όταν υποστήριξε ότι, αν και σίγουρα «οι Εβραίοι υφίστανται διώξεις… κυνηγιούνται, εξοντώνονται, αποτεφρώνονται», η γενοκτονία τους θα μπορούσε να συνοψιστεί ως «μικρές οικογενειακές διαμάχες», μια περίπτωση λευκών που δολοφονούν λευκούς. Πέρα από τα εκατομμύρια των Εβραίων με μη ευρωπαϊκή καταγωγή, ακόμη και οι Εβραίοι ευρωπαϊκής καταγωγής δεν ήταν, και σε κάποιο βαθμό εξακολουθούν να μην είναι, τόσο λευκοί όσο οι άλλοι λευκοί, και η λευκότητά τους, όποια και αν είναι η αξία της, μπορεί να είναι αδύναμη και υπό όρους, όπως σημειώνει η Rachel Shabi στο Off-White. Ακόμη και αν πολλές «ευρωπαϊκές εβραϊκές κοινότητες… έχουν ενσωματωθεί στις λευκές πλειοψηφίες σε ολόκληρη τη Δύση», υποστηρίζει, «υπάρχει μια επίμονη αμφιθυμία». Το ίδιο το γεγονός ότι ήταν «αρχικά ξεχωριστοί και στη συνέχεια απορροφήθηκαν από την κυρίαρχη πλειοψηφία» κάνει τη λευκότητα των Εβραίων να φαίνεται «επικουρική και εξασθενημένη».

Παρ’ όλα αυτά, ήταν σίγουρα εν μέρει επειδή η γενοκτονία των Εβραίων συνέβη στην Ευρώπη και άφησε τόσα ορατά ίχνη που οι Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι δεν κατάφεραν να την καταστείλουν και να την περιθωριοποιήσουν όπως έκαναν με τους Χερέρο – δεν κατάφεραν, δηλαδή, να τραβήξουν αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Schlussstrich (τελική γραμμή) και να την καταδικάσουν στο παρελθόν. Αντ’ αυτού, το Ολοκαύτωμα έγινε το γεγονός που δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί και δεν πρέπει ποτέ να επιτραπεί να ξανασυμβεί. Η διαδικασία αντιμετώπισής του δημιούργησε τον μηχανισμό για την καταπολέμηση άλλων φρικαλεοτήτων, με τη μορφή ενός καθεστώτος διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, και έθεσε ένα ηθικό παράδειγμα. Για δεκαετίες, γράφει ο μελετητής Enzo Traverso στο βιβλίο του Gaza Faces History, η «πολιτική θρησκεία» της μνήμης του Ολοκαυτώματος

υπηρέτησε ως πρότυπο για τη μνήμη άλλων γενοκτονιών και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας — από την εξόντωση των Αρμενίων έως τις στρατιωτικές δικτατορίες στη Λατινική Αμερική, την πείνα του Holodomor στην Ουκρανία, τη Βοσνία και τη γενοκτονία των Τούτσι στη Ρουάντα.

Αλλά ταυτόχρονα προσέφερε και μια μορφή carte blanche – μια εν λευκώ επιταγή. Στο Being Jewish After the Destruction of Gaza, μια συγκινητική περιγραφή της μεταμόρφωσής του από ισχυρό υποστηρικτή του Ισραήλ σε σθεναρό κριτικό του σιωνισμού, ο Peter Beinart υποδηλώνει ότι μετά το Ολοκαύτωμα μια αίσθηση «ψεύτικης αθωότητας» κατέκλυσε τη «σύγχρονη εβραϊκή ζωή, καμουφλάροντας την κυριαρχία ως αυτοάμυνα». Γιατί η μνήμη πρέπει να έχει συνέπειες, ειδικά όταν συνοδεύεται από την απόλυτη δέσμευση να μην επιτραπεί «ποτέ ξανά» να συμβεί ένα Ολοκαύτωμα. Και όταν το «ποτέ ξανά» δεν είναι απλώς ένα σύνθημα, αλλά μέρος της κρατικής ιδεολογίας, όταν γίνεται το πρίσμα που μετατρέπει κάθε απειλή, κάθε ζήτημα ασφάλειας, κάθε πρόκληση για τη νομιμότητα ή τη δικαιοσύνη του κράτους σε υπαρξιακό κίνδυνο, τότε δεν πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί για την υπεράσπιση εκείνων που έχουν ήδη αντιμετωπίσει την εξόντωση. Είναι μια κοσμοθεωρία, γράφει ο Μπεϊναρτ, που «προσφέρει απεριόριστη άδεια σε ευάλωτους ανθρώπους».

Μόλις οι μαχητές της Χαμάς θεωρηθούν σύγχρονοι Ναζί, το Ισραήλ μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του ως εκδικητικό άγγελο, που ξεριζώνει τους εχθρούς του με φωτιά και σπαθί. Κατά τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας και της νιότης μου στο Ισραήλ, το Ολοκαύτωμα ήταν σύμβολο ντροπής και άρνησης, ένα γεγονός στο οποίο οι Εβραίοι πήγαν σαν πρόβατα στη σφαγή. Με τα χρόνια, καθώς μεγάλωσα, έγινε κάτι εντελώς διαφορετικό: μια ιστορία αλληλεγγύης, υπερηφάνειας και εβραϊκού ηρωισμού. Είναι αυτή η αίσθηση του «ποτέ ξανά» που επιτρέπει στους περισσότερους Εβραίους Ισραηλινούς πολίτες να θεωρούν ότι κατέχουν το ηθικό πλεονέκτημα, ακόμη και όταν αυτοί, ο στρατός τους, οι γιοι και οι κόρες τους, καθώς και τα εγγόνια τους, συντρίβουν κάθε σπιθαμή της Λωρίδας της Γάζας. Η μνήμη του Ολοκαυτώματος έχει, κατά τρόπο διεστραμμένο, χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τόσο την εξόντωση της Γάζας όσο και την ασυνήθιστη σιωπή με την οποία αντιμετωπίστηκε αυτή η βία.

Αν λάβουμε υπόψη τους νεκρούς, τους τραυματίες, τους χιλιάδες που έχουν θαφτεί κάτω από τα ερείπια, τους χιλιάδες «έμμεσους» θανάτους λόγω της καταστροφής των περισσότερων ιατρικών εγκαταστάσεων, τα χιλιάδες παιδιά που δεν θα αναρρώσουν ποτέ πλήρως από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της πείνας και του τραύματος, μπορούμε αναμφίβολα να συμπεράνουμε ότι το Ισραήλ έχει υποβάλει σκόπιμα τον παλαιστινιακό λαό στη Γάζα, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι πρόσφυγες από τη διαίρεση της Παλαιστίνης το 1948 ή απόγονοί τους, σε «συνθήκες διαβίωσης που έχουν ως σκοπό τη φυσική καταστροφή του, εν όλω ή εν μέρει», όπως ορίζεται στο άρθρο II(γ) της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη Γενοκτονία του 1948.

Ο υπόλοιπος κόσμος, ιδίως οι δυτικοί σύμμαχοι του Ισραήλ και οι εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα για πολλά χρόνια. Πώς ήταν δυνατόν, στον 21ο αιώνα, ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του Ολοκαυτώματος και τη δημιουργία ενός διεθνούς νομικού καθεστώτος που αποσκοπούσε στην πρόληψη τέτοιων εγκλημάτων, το κράτος του Ισραήλ – που θεωρείται και αυτοχαρακτηρίζεται ως η απάντηση στη γενοκτονία των Εβραίων – να διαπράττει γενοκτονία των Παλαιστινίων με σχεδόν πλήρη ατιμωρησία; Πώς αντιμετωπίζουμε το γεγονός ότι το Ισραήλ επικαλέστηκε το Ολοκαύτωμα για να καταστρέψει τη νομική τάξη που θεσπίστηκε για να αποτρέψει την επανάληψη αυτού του «εγκλήματος των εγκλημάτων»;

2.

Η γενοκτονία στη Γάζα αποτελεί το φόντο, αλλά όχι απαραίτητα το επίκεντρο, μιας σειράς συζητήσεων που ξεκίνησαν πριν από τις 7 Οκτωβρίου και έχουν ενταθεί σημαντικά από τότε. Ορισμένες από αυτές επικεντρώνονται στη γενοκτονία που δεν έγινε, αντί για εκείνη που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας. Η εσωτερική διαμάχη των Εβραίων για τη Γάζα έχει διαλύσει κοινότητες, οικογένειες και φιλίες. Μετά την επίθεση της Χαμάς, πολλοί Εβραίοι – όχι μόνο στο Ισραήλ αλλά και στη διασπορά – αισθάνονται ότι ζουν υπό την απειλή γενοκτονίας και θεωρούν ως τη χειρότερη μορφή προδοσίας το γεγονός ότι κάποιος, πόσο μάλλον ένας ομόθρησκος, λέει ότι είναι το Ισραήλ και όχι οι Παλαιστίνιοι που διαπράττουν γενοκτονία. Για να κατανοήσουμε τη σφοδρότητα, την οργή και το αίσθημα ευαλωτότητας που προκαλούν αυτές οι διαμάχες, πρέπει να αντιμετωπίσουμε ολόκληρη την ιστορία του Ισραήλ και της Παλαιστίνης – μια πρόκληση που, με διάφορους τρόπους, έχουν προσπαθήσει να αντιμετωπίσουν πολλά πρόσφατα βιβλία.

Στο The World After Gaza, ο Pankaj Mishra ξεκινά από τον 19ο αιώνα. Σημειώνει την ατμόσφαιρα προδοσίας και επείγουσας ανάγκης που χαρακτήρισε τον σιωνισμό στις δεκαετίες πριν από τη δημιουργία του Ισραήλ, επικαλούμενος με ενσυναίσθηση

τα βασανιστήρια του πνευματικά ξεριζωμένου ανθρώπου, ο οποίος, σύμφωνα με τον πρώιμο σιωνιστή Μαξ Νόρνταου, «έχει χάσει το σπίτι του στο γκέτο και… του αρνείται ένα σπίτι στη γη του», [και] μπορεί να θεραπευτεί μόνο ανάμεσα στους ομοίους του.

Θα ήταν σκόπιμο «να εξετάσουμε την κατάσταση της αδυναμίας και της περιθωριοποίησης που ο σιωνισμός αρχικά επεδίωξε να διορθώσει», γράφει ο Μίσρα. Είναι, όπως επισημαίνει, «μια κατάσταση που συναντάται συχνότερα στην ιστορία της Ασίας και της Αφρικής παρά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και εξακολουθεί να είναι οδυνηρά ανεπίλυτη». Ο Μίσρα εντοπίζει δύο αντικρουόμενους παράγοντες στο σιωνισμό: την επιθυμία για χειραφέτηση, απελευθέρωση και αξιοπρέπεια, και την τάση προς τον εθνοεποικισμό, που βρήκε έκφραση σε ένα αποικιοκρατικό σχέδιο. Όπως «οι ινδουιστές και οι μουσουλμάνοι της Νότιας Ασίας», υποστηρίζει ο Μίσρα, «οι Εβραίοι και οι Άραβες της Παλαιστίνης» μπορεί σε κάποιο σημείο να είχαν στη διάθεσή τους διάφορες «επιλογές αυτοδιάθεσης», μόνο για να τις δουν να καταστρέφονται από «όλες τις καταστροφές» της δεκαετίας του 1940: «τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ολοκαύτωμα, τους απάτριδες και καθολικά ανεπιθύμητους Εβραίους πρόσφυγες, την εξάντληση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τον αναδυόμενο Ψυχρό Πόλεμο».

Αυτές οι καταστροφικές συνθήκες έθεσαν τις προϋποθέσεις για το σχέδιο διαίρεσης των Ηνωμένων Εθνών, τον πόλεμο του 1948, την ίδρυση του Ισραήλ και τη Νάκμπα – την εκδίωξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του παλαιστινιακού πληθυσμού, περίπου 750.000 ανθρώπων, από αυτό που έγινε το εβραϊκό κράτος.

Διακηρύσσοντας το ιστορικό και ηθικό δικαίωμά του να υπάρχει, στις 14 Μαΐου 1948, το νέο κράτος εξέδωσε ένα αξιοσημείωτο έγγραφο, την «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας», που υποσχόταν ίσα δικαιώματα και αξιοπρέπεια σε όλους τους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αποκαλούσε «Άραβες κατοίκους». Αν είχε ακολουθήσει ένα σύνταγμα στο πνεύμα αυτής της διακήρυξης, θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί ένα κράτος βασισμένο σε φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές. Αυτό, φυσικά, δεν συνέβη ποτέ. Δεν συμφωνήθηκε ποτέ σύνταγμα και η νομική ισχύς της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αμφισβητήσιμη. Ακόμη και ενώ διαφορετικές εκδοχές συντάσσονταν πυρετωδώς και στη συνέχεια οριστικοποιούνταν από τον πρώτο ηγέτη του Ισραήλ, τον Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, οι εβραϊκές πολιτοφυλακές και αργότερα ο IDF (Ισραηλινός Στρατός) ασχολούνταν με την μετατροπή της παλαιστινιακής πλειοψηφίας της χώρας σε μειονότητα μέσω εκφοβισμού και βίαιης εκδίωξης.

Αντ’ αυτού, ο σιωνισμός έγινε η κατευθυντήρια ιδεολογία του Ισραήλ, υπό τον αμφίβολο ορισμό που έδωσε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Το Ισραήλ, όπως αναγγέλθηκε, θα ήταν «ένα εβραϊκό κράτος» που θα «εξασφάλιζε πλήρη ισότητα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους κατοίκους του, ανεξαρτήτως θρησκείας, φυλής ή φύλου» — μια υπόσχεση που, όσον αφορά τους Παλαιστίνιους πολίτες, τηρήθηκε ως επί το πλείστον μόνο στα λόγια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λέξη «δημοκρατία» δεν εμφανίζεται στη διακήρυξη. Μόνο το 1992 η Κνέσετ ψήφισε έναν Βασικό Νόμο που ορίζει το Ισραήλ ως εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος, στο πλαίσιο μιας σταδιακής, ημιτελούς και ταλαιπωρημένης προσπάθειας ορισμένων ισραηλινών νομοθέτων και του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ να δημιουργήσουν ένα σύνολο συνταγματικών νόμων αντί για σύνταγμα — μια διαδικασία που ανατράπηκε, κατά πάσα πιθανότητα, από τον Βασικό Νόμο του 2018, ο οποίος ορίζει ότι «το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση εντός του Κράτους του Ισραήλ αφορά αποκλειστικά τον εβραϊκό λαό».

Ποια ήταν, λοιπόν, η διαφορά μεταξύ της δημιουργίας ενός κράτους για τους Εβραίους και της δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους; Στην προκλητική μελέτη του To Be a Jewish State, ο Yaacov Yadgar υποστηρίζει ότι, από ορισμένες απόψεις, πρόκειται για «δύο διακριτά, ανταγωνιστικά και ακόμη και αντιφατικά πολιτικά σχέδια». Ένα εβραϊκό κράτος είναι ένα κράτος του οποίου ο χαρακτήρας ορίζεται από τον ιουδαϊσμό, ενώ ένα κράτος για τους Εβραίους είναι απλώς ένα κράτος με πλειοψηφικό εβραϊκό πληθυσμό, που ορίζεται εθνοτικά και όχι από τη σχέση του με την εβραϊκή θρησκεία. Το κράτος που οραματίστηκε ο ιδρυτής του πολιτικού σιωνισμού, Theodor Herzl, θα ήταν φιλελεύθερο και θα μπορούσε να είναι κοσμικό. Ένα εβραϊκό κράτος, από την άλλη πλευρά, θα διακήρυσσε την εβραϊκή θρησκεία ως την ίδια την ουσία της ταυτότητάς του.

Οι αντιφάσεις μεταξύ αυτών των δύο απόψεων για το κράτος, όπως δείχνει ο Γιαντγκάρ, έγιναν εμφανείς σε μια διάσημη απόφαση του δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ Αχαρόν Μπαράκ σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της παραχώρησης κρατικής γης για οικισμούς μόνο σε Εβραίους. Η απόφαση υποστήριξε ότι «η επιστροφή του εβραϊκού λαού στην πατρίδα του απορρέει από τις αξίες του κράτους του Ισραήλ ως εβραϊκού και δημοκρατικού κράτους» — αξίες που «απαιτούν ισότητα μεταξύ των θρησκειών και των εθνικοτήτων». Πώς μπορεί μια τέτοια απόφαση να συνάδει με το γεγονός ότι ο νόμος της επιστροφής του Ισραήλ, όπως διατυπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, προνομιάζει την χορήγηση ιθαγένειας στους Εβραίους έναντι όλων των άλλων θρησκειών και εθνικοτήτων, ή με το γεγονός ότι το ίδιο δικαστήριο ενέκρινε το σχέδιο εποικισμού στη Δυτική Όχθη;

Είναι δύσκολο να μην συμπεράνουμε ότι ο φιλελεύθερος κοσμικός ορισμός του σιωνισμού είναι εξίσου αποκλειστικός με τον θρησκευτικό και ότι οι διακηρύξεις του για ισότητα και δημοκρατία για όλους έχουν επανειλημμένα διαψευσθεί από την έμφαση που δίνει στην προνομιακή μεταχείριση μιας εθνότητας έναντι μιας άλλης. Μεταξύ της ενηλικίωσης της πρώτης γενιάς των γηγενών Ισραηλινών – στην οποία ανήκω – και της σημερινής γενιάς, το κράτος έχει γίνει όλο και πιο εβραϊκό, καθώς η θρησκεία έχει αποκτήσει μεγαλύτερη θέση στην κοινωνία, τον πολιτισμό και την πολιτική. Αλλά έχει επίσης γίνει προοδευτικά εμμονική με το να είναι το κράτος των Εβραίων – και μόνο των Εβραίων, όπως κατέστη σαφές με τον Νόμο για το Εθνικό Κράτος του 2018. Το αποτέλεσμα ήταν η σταθερή διάβρωση των δημοκρατικών αξιών στη δημόσια ζωή, ακόμη και μεταξύ του εβραϊκού πληθυσμού – για να μην μιλήσουμε για τους Παλαιστινίους πολίτες του Ισραήλ.

Παρά την πολυπλοκότητά του, το βιβλίο To Be a Jewish State (Να είσαι εβραϊκό κράτος) έχει πολύ λίγα να πει για τους Παλαιστινίους, οι οποίοι αποτελούν περίπου το ένα πέμπτο των Ισραηλινών πολιτών, ενώ άλλα πέντε εκατομμύρια ζουν υπό ισραηλινή κατοχή στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Ωστόσο, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τι σημαίνει για το Ισραήλ να είναι εβραϊκό κράτος χωρίς να λάβουμε υπόψη ότι ίσος αριθμός Εβραίων και Παλαιστινίων ζει στο έδαφος της «ιστορικής Παλαιστίνης». Πλέον, ο όρος «ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση» είναι αδόκιμος για να περιγράψει τη σχέση μεταξύ των δύο λαών. Όπως δείχνει ο βετεράνος παλαιστίνιος δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ράτζα Σεχάδε στο βιβλίο του What Does Israel Fear from Palestine? (Τι φοβάται το Ισραήλ από την Παλαι το Ισραήλ έγινε όλο και πιο απρόθυμο να κάνει εδαφικές παραχωρήσεις μετά την πτώση των κομμουνιστικών δικτατοριών το 1989, την κατάρρευση του καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική το 1994 και τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ιτζάκ Ράμπιν το 1995, ο οποίος επιδίωκε κάποια μορφή συμβιβασμού με τους Παλαιστινίους – όσο ατελής και αν ήταν – και απεχθανόταν το κίνημα των εποίκων που έκτοτε κυριαρχεί στην πολιτική της χώρας.

Η Διάσκεψη της Μαδρίτης του 1991, που προσπάθησε να αναζωογονήσει την ειρηνευτική διαδικασία, προσέφερε μια «αχτίδα ελπίδας», γράφει ο Σεχάδε. Ωστόσο, οι Συμφωνίες του Όσλο που ακολούθησαν «αποδείχθηκαν πικρή απογοήτευση», καθώς απλώς «ανασυντάσσοντας την κατοχή» και «διατηρώντας το μεγαλύτερο μέρος της γης υπό την de facto κυριαρχία του Ισραήλ». Διαβάζοντας το βιβλίο του Σεχάδε σε αντιπαράθεση με αυτό του Γιαντγκάρ, αναρωτιέται κανείς αν ένα εβραϊκό κράτος που εκτείνεται από τον ποταμό μέχρι τη θάλασσα μπορεί να είναι κάτι άλλο από ένα κράτος απαρτχάιντ, αν δεν καταφέρει να υλοποιήσει την υπόσχεση της ίδιας της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του.

Στο επικείμενο βιβλίο του στα εβραϊκά “Κατεχόμενοι από μέσα”, ο δικηγόρος για τα ανθρώπινα δικαιώματα Michael Sfard – εγγονός του διάσημου Πολωνοεβραίου κοινωνιολόγου Zygmunt Bauman, συγγραφέα του Modernity and the Holocaust (1989) – εξηγεί με μεγάλη λεπτομέρεια πώς κατέληξε, μετά από μακρά σκέψη, στο συμπέρασμα ότι η ισραηλινή κατοχή είναι πράγματι ένα καθεστώς απαρτχάιντ. Όπως επισημαίνει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το απαρτχάιντ είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης και ένα έγκλημα. Ιστορικά συνδέεται με το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής, αλλά ως νομική έννοια δεν βασίζεται απαραίτητα σε μια καλά διατυπωμένη φυλετική ιδεολογία.

Αντίθετα, το Καταστατικό της Ρώμης του 1998, με το οποίο ιδρύθηκε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ορίζει το «έγκλημα του απαρτχάιντ» ως

απάνθρωπες πράξεις… που διαπράττονται στο πλαίσιο ενός θεσμοθετημένου καθεστώτος συστηματικής καταπίεσης και κυριαρχίας μιας φυλετικής ομάδας επί οποιασδήποτε άλλης φυλετικής ομάδας… με την πρόθεση να διατηρηθεί το καθεστώς αυτό.

(Ο Sfard εξηγεί ότι το διεθνές δίκαιο ορίζει τον όρο «φυλετική ομάδα» χρησιμοποιώντας κοινωνικοπολιτικές και όχι βιολογικές κατηγορίες: περιλαμβάνει όχι μόνο τη φυλή και το χρώμα του δέρματος, αλλά και την εθνική και εθνοτική καταγωγή). Συνήθως, τέτοια καθεστώτα διατηρούνται μέσω συστηματικής διάκρισης σε σχέση με τα δικαιώματα και τους πόρους. Για να χαρακτηριστεί ένα σύστημα ως απαρτχάιντ, πρέπει να αποδειχθεί ότι οι εν λόγω «απάνθρωπες πράξεις» δεν είναι προσωρινές, αλλά έχουν σχεδιαστεί για να διαιωνίσουν τον έλεγχο και την καταπίεση της κατώτερης ομάδας – στην πραγματικότητα, για να τις καταστήσουν μόνιμες. «Πρέπει να σβήσουμε τα φώτα, να κλείσουμε τα αυτιά μας και να κατεβάσουμε όλες τις περσίδες», γράφει ο Sfard, «για να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι η ισραηλινή κυριαρχία στα κατεχόμενα εδάφη» ανταποκρίνεται στον ορισμό αυτό. Έχοντας υποστηρίξει μια σειρά υποθέσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ, ο Sfard καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, ο ίδιος ο θεσμός αυτός συνέβαλε καθοριστικά στην εφαρμογή του απαρτχάιντ, όχι μόνο «αποφεύγοντας συστηματικά να απαντήσει στο ζήτημα της νομιμότητας των εποικισμών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο», αλλά και επιτρέποντας στους εποίκους να συνεχίσουν να καταλαμβάνουν γη από τον παλαιστινιακό πληθυσμό και επιβάλλοντας κυρώσεις για την κατάφωρα παράνομη «εκτροπή των πόρων των κατεχόμενων εδαφών προς τους εποίκους». Το δικαστήριο, γράφει,

επικύρωσε μια πολιτική στοχευμένων δολοφονιών (Παλαιστινίων) υπόπτων για τρομοκρατία· επικύρωσε μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική απέλασης (Παλαιστινίων) αντιπάλων του καθεστώτος, που αγωνίζονται κατά της κατοχής, στο Λίβανο και την Ιορδανία· επέτρεψε τη μαζική κατάσχεση γης (από παλαιστινιακές κοινότητες) για την κατασκευή οικισμών· επικύρωσε εκατοντάδες περιπτώσεις συλλογικής, βάρβαρης, μεσαιωνικής τιμωρίας των οικογενειών (Παλαιστινίων) υπόπτων για τρομοκρατία με την κατεδάφιση των σπιτιών τους… επικύρωσε χιλιάδες συλλήψεις χωρίς δίκη (Παλαιστινίων), αποφάσισε ότι οι έρευνες (σε παλαιστινιακά σπίτια) και οι συλλήψεις (Παλαιστινίων) υπόπτων με απόφαση στρατιωτικού διοικητή χωρίς δικαστική εντολή είναι νόμιμες, επέτρεψε τη διατήρηση διοικητικής απαγόρευσης ταξιδιού στο εξωτερικό για εκατοντάδες χιλιάδες (Παλαιστινίους), επικύρωσε και διευκόλυνε την σκληρή πολιορκία σχεδόν δύο δεκαετιών του πληθυσμού της Γάζας (ναι, ναι, όλων των Παλαιστινίων) και επέβλεψε τη λειτουργία ενός ξεχωριστού νομικού συστήματος για τους Ισραηλινούς που ζουν στη Δυτική Όχθη.

Η Margaret Olin, μελετήτρια θρησκευτικών σπουδών και καταξιωμένη φωτογράφος, και ο David Shulman, διακεκριμένος ινδολόγος και τακτικός συνεργάτης του The New York Review, έχουν αφιερώσει χρόνια στον ακτιβισμό για την προστασία των παλαιστινίων βοσκών και αγροτών από τους εβραίους εποίκους και τον IDF, ειδικά στα νότια υψώματα της Χεβρώνας. Στο βιβλίο The Bitter Landscapes of Palestine, προσφέρουν μια εσωτερική ματιά σε ό,τι συμβαίνει εκεί.

Οι φωτογραφίες του βιβλίου δείχνουν την ομορφιά του τοπίου, την πραγματικότητα της ζωής των Παλαιστινίων στην περιοχή – που φαίνεται να συνδέεται οργανικά με αυτό – και την σκληρή, βάναυση διαταραχή αυτής της ζωής από τους Ισραηλινούς εποίκους και στρατιώτες που είναι αποφασισμένοι να τους εξοντώσουν.

Οι παλαιστίνιοι βοσκοί φέρνουν στο νου φανταστικές σκηνές από τους βιβλικούς Ισραηλίτες. Οι έποικοι μοιάζουν με υβρίδια χούλιγκαν και θρησκευτικών φανατικών, που συμμετέχουν σε κάποιο θεϊκά επιβεβλημένο τελετουργικό λιθοβολισμού και ξυλοδαρμού των κατοίκων της γης. Οι στρατιώτες συχνά φαίνονται βαριεστημένοι, κοιτάζοντας αδιάφορα τα smartphone τους, αλλά είναι ντυμένοι με στρατιωτική στολή, έτοιμοι για μάχη, ανάμεσα στα πρόβατα και τα ερείπια των καλύβων των βοσκών.

Η πραγματικότητα ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να φανεί με εξαιρετική σαφήνεια στους ξένους επισκέπτες, που δεν έχουν προηγούμενη γνώση ή προκαταλήψεις. Η Αμερικανική Εβραϊκή Επιτροπή επιτέθηκε στον Αμερικανό δοκιμιογράφο Ta-Nehisi Coates επειδή συνέκρινε την εμπειρία των Παλαιστινίων υπό κατοχή με τον Jim Crow, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι αρκετά εξοικειωμένος με τις πολυπλοκότητες της περιοχής. Ωστόσο, ο Coates δεν άργησε να καταλάβει, όταν επισκέφθηκε τη Δυτική Όχθη τον Μάιο του 2023, ότι ο ένας πληθυσμός ζούσε υπό δημοκρατικούς νόμους και ο άλλος υπό αυθαίρετη στρατιωτική διακυβέρνηση. Περιγράφοντας μια επίσκεψη στη Χεβρώνα, παρατήρησε πώς «οι Ισραηλινοί στρατιώτες ασκούσαν απόλυτο έλεγχο σε όλες τις κινήσεις μέσα στην πόλη… σταματώντας και ανακρίνοντας όποιον ήθελαν». Σε ένα σημείο, γράφει στο The Message:

Βγήκα για να αγοράσω μερικά πράγματα από έναν καταστηματάρχη. Αλλά πριν προλάβω να φτάσω, ένας στρατιώτης βγήκε από ένα σημείο ελέγχου, μου έκοψε τον δρόμο και μου ζήτησε να δηλώσω τη θρησκεία μου. Με κοίταξε με σκεπτικισμό όταν του είπα ότι δεν έχω θρησκεία και με ρώτησε για τη θρησκεία των γονιών μου. Όταν του είπα ότι ούτε αυτοί είναι θρήσκοι, γύρισε τα μάτια του και με ρώτησε για τους παππούδες μου. Όταν του είπα ότι είναι χριστιανοί, μου επέτρεψε να περάσω.

Αυτός ο στρατιώτης, σημειώνει, ήταν μαύρος. «Στην πραγματικότητα», επισημαίνει, «υπήρχαν πολλοί «μαύροι» στρατιώτες παντού που ασκούσαν την εξουσία τους επί των Παλαιστινίων, πολλοί από τους οποίους, στην Αμερική, θα θεωρούνταν «λευκοί». Αυτό του θυμίζει

κάτι που γνωρίζω από καιρό, κάτι για το οποίο έχω γράψει και μιλήσει, αλλά που ακόμα με εκπλήσσει να βλέπω εδώ με τόση λεπτομέρεια: ότι η φυλή είναι μια μορφή εξουσίας και τίποτα άλλο… Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πώς θα είχα καταταχθεί στην ιεραρχία της εξουσίας αν είχα πει στον μαύρο στρατιώτη ότι ήμουν μουσουλμάνος. Και σε εκείνο το δρόμο, τόσο μακριά από το σπίτι μου, ένιωσα ξαφνικά ότι είχα ταξιδέψει τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο.

Το καλοκαίρι του 2015 πήγα με την εικοσάχρονη κόρη μου, που μεγάλωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ένα ταξίδι στην Χεβρώνα που οργανώθηκε από την ΜΚΟ Breaking the Silence, μια ομάδα πρώην στρατιωτών του IDF αποφασισμένων να αποκαλύψουν τα κακά της κατοχής που είχαν επιβάλει στο παρελθόν. Εκτός από μια μοναδική συνάντηση με Εβραίους και Παλαιστίνιους ακτιβιστές λίγα χρόνια νωρίτερα, δεν είχα πάει στα κατεχόμενα εδάφη από την στρατιωτική μου θητεία στη δεκαετία του 1970.

Στην Χεβρώνα είδαμε πώς ο στρατός είχε εκκενώσει το κάποτε ακμάζον κέντρο της πόλης από τον παλαιστίνιο πληθυσμό και το είχε αποκλείσει για χρήση μόνο από τους εβραίους εποίκους που το είχαν καταλάβει. Είδαμε επίσης την περιφρόνηση με την οποία οι στρατιώτες αντιμετώπιζαν τους ντόπιους Άραβες – τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του τόπου – και την αλαζονική συμπεριφορά των εποίκων που προστατεύονταν από βαριά οπλισμένους στρατιώτες. Σε ένα πάρκο που φέρει το όνομα του Μεΐρ Καχάνε, του ρατσιστή ραβίνου και ιδρυτή του φασιστικού κόμματος Καχ, είδαμε ένα μνημείο αφιερωμένο στον Μπαρούχ Γκόλντσταϊν, έναν γιατρό που τον Φεβρουάριο του 1994 σφαγίασε 29 πιστούς και τραυμάτισε περισσότερους από 100 άλλους στο Σπήλαιο των Πατριαρχών, το οποίο χρησιμεύει και ως τζαμί – ένα γεγονός που πυροδότησε την εκστρατεία αυτοκτονικών βομβιστικών επιθέσεων που ξεκίνησε η Χαμάς τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Η επιγραφή στον τάφο του Γκόλντσταϊν εκθειάζει αυτόν τον μαζικό δολοφόνο – που τιμάται από τον πρόσφατα επανενταγμένο υπουργό εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ, Ιταμάρ Μπεν-Γβίρ – ως «αυτός που έδωσε την ψυχή του για τον εβραϊκό λαό, την Τορά και τη γη του, με καθαρά χέρια και αγνή καρδιά».

Για την κόρη μου, που είχε εσωτερικεύσει μια εντελώς διαφορετική άποψη για το Ισραήλ στις ΗΠΑ, η απόλυτη σκληρότητα και ο κυνισμός της κατοχής ήταν απλά συγκλονιστικά. Συμφωνήσαμε ότι ένα κράτος που επέτρεπε κάτι τέτοιο λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από αυτό που υποτίθεται ότι είναι «η μόνη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή» είχε χάσει τον ηθικό του προσανατολισμό, ενώ ο εβραϊκός πληθυσμός που επέτρεπε αυτή την αποτρόπαια πράξη ακριβώς απέναντι από το «τείχος διαχωρισμού» είχε χάσει τη συνείδησή του. Αυτό συνέβη οκτώ χρόνια πριν από τις 7 Οκτωβρίου.

3.

Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη Γάζα από εκείνη την ημέρα, αν και η ενημέρωση από το έδαφος είναι δύσκολη και επικίνδυνη. Αν θέλετε μια λεπτομερή, ημερήσια περιγραφή του πώς βίωσε ο τοπικός πληθυσμός την εκστρατεία βομβαρδισμών του IDF και την επακόλουθη εισβολή στη Γάζα, το βιβλίο του Atef Abu Saif, Don’t Look Left, είναι απαραίτητη ανάγνωση. Ακόμη και στις σπάνιες αναφορές των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που αναφέρονται στους Παλαιστινίους στη Γάζα με σχετική συμπάθεια, σπάνια αναφέρονται ονόματα και προσωπικές ιστορίες – ακριβώς το αντίθετο από τις αναφορές για τα θύματα της σφαγής της Χαμάς και τις οικογένειές τους. Ο Αμπού Σαΐφ καλύπτει αυτό το κενό, καταγράφοντας την τυχαία, σκληρή καταστροφή που προκάλεσε ο IDF στα μέλη της οικογένειάς του και στους πιο στενούς φίλους του.

Ο Αμπού Σαΐφ είναι υπουργός της Παλαιστινιακής Αρχής και επισκεπτόταν τη γειτονιά της παιδικής του ηλικίας, τη Τζαμπαλιά, με τον έφηβο γιο του όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Αντί να γράφει οποιαδήποτε απομακρυσμένη πολιτική ιστορία, περιγράφει την καθημερινή ζωή και τους συχνούς θανάτους των απλών ανθρώπων – πώς μιλούν, τι τρώνε, τι ονειρεύονται και πώς οι ζωές τους, που ποτέ δεν ήταν άνετες ή ιδιαίτερα ελπιδοφόρες, καταστρέφονται από αεροπορικές βόμβες, πυρά πολεμικών πλοίων, οβίδες, άρματα μάχης και drones. Μας λέει, για παράδειγμα, για την Wissam, την 23χρονη ανιψιά του, που έχασε και τα δύο της πόδια και ένα χέρι σε βομβιστική επίθεση στις 16 Οκτωβρίου, στην οποία σκοτώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς της. Μετά από δύο μήνες, αυτή και η αδελφή της Widdad μεταφέρθηκαν τελικά σε νοσοκομείο στην Αίγυπτο.

Ο Αμπού Σαΐφ και ο γιος του έφυγαν από τη Γάζα στα τέλη Δεκεμβρίου 2023. Την επόμενη χρονιά, η σφαγή συνεχίστηκε σε όλη τη Λωρίδα. Τον Οκτώβριο του 2024, ο χειρουργός Φερόζ Σιντβά, ο οποίος εργάστηκε στη Γάζα για δύο εβδομάδες τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, έγραψε στην εφημερίδα The New York Times ότι αυτός και σαράντα τρεις συνάδελφοί του είχαν δει πολλά παιδιά ηλικίας κάτω των δέκα ετών να πυροβολούνται στο κεφάλι ή στο στήθος. Οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν στοχεύσει δημοσιογράφους και προσωπικό των μέσων ενημέρωσης στη Γάζα – μέχρι τον Μάρτιο του 2024, έχουν αναφερθεί 162 νεκροί – καθώς και επαγγελματίες του τομέα της υγείας. Το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ ανέφερε ότι στις αρχές Δεκεμβρίου 2024 μόνο δεκαεπτά από τα τριάντα έξι νοσοκομεία της Γάζα παρέμεναν έστω και μερικώς λειτουργικά. Μέχρι τότε, σύμφωνα με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα (Médecins Sans Frontières, ή MSF), πάνω από χίλιοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας είχαν σκοτωθεί. Στις αρχές Ιανουαρίου, ο κατάλογος των κρατουμένων εργαζομένων στον τομέα της υγείας της ΠΟΥ αριθμούσε σχεδόν τριακόσια άτομα. Οι ισραηλινές επιθέσεις έχουν σκοτώσει συνολικά εννέα μέλη του προσωπικού των MSF από την αρχή του πολέμου. Στις 21 Μαρτίου, αναφέρθηκε ότι ο IDF είχε βομβαρδίσει το τουρκικό νοσοκομείο κοντά στο διάδρομο Netzarim, που χωρίζει τη Βόρεια Γάζα από την υπόλοιπη Λωρίδα.

Όπως ανέφερε το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα τον Σεπτέμβριο του 2024, είναι γνωστό ότι αρκετοί γιατροί έχουν πεθάνει υπό ισραηλινή κράτηση. Το CNN ανέφερε ότι ο διευθυντής του al-Shifa, του μεγαλύτερου νοσοκομείου της Γάζας, ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί επανειλημμένα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια των επτά μηνών που κρατήθηκε από τις ισραηλινές αρχές. (Τελικά αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να απαγγελθούν κατηγορίες.) Τον Δεκέμβριο του 2024, ο IDF συνέλαβε τον διευθυντή του νοσοκομείου Kamal Adwan της Γάζας, Hussam Abu Safia, και τον μετέφερε στο διαβόητο στρατόπεδο Sde Teiman, όπου, σύμφωνα με τον δικηγόρο του στο Al Jazeera, υποβλήθηκε σε διάφορες μορφές βασανιστηρίων και απάνθρωπης μεταχείρισης. Ακόμα δεν έχει αφεθεί ελεύθερος από την ισραηλινή κράτηση.

Η Βόρεια Γάζα, συμπεριλαμβανομένης της Τζαμπαλιά, έχει μετατραπεί σε μια θάλασσα ερειπίων με εκρηκτικά αμερικανικής κατασκευής, πολλά από τα οποία είναι βόμβες «χαζές» βάρους 2.000 λιβρών, σχεδιασμένες να προκαλούν τεράστια και αδιάκριτη ζημιά. Ένας ισραηλινός κινηματογραφιστής που πήρε συνέντευξη από εφέδρους που επέστρεφαν από τη Γάζα μου είπε ότι η καταστροφή που είδαν τους θύμισε τις φωτογραφίες της Χιροσίμα. (Δεν έχει βρει ακόμη χρηματοδότηση από το Ισραήλ ή την Ευρώπη για να ολοκληρώσει την ταινία του.) Μεταξύ Οκτωβρίου 2024 και Ιανουαρίου 2025, η επιχείρηση στη Βόρεια Γάζα φάνηκε να ακολουθεί το λεγόμενο σχέδιο των στρατηγών, μια πρόταση για την εκκένωση του ανώτερου τριτημορίου της Λωρίδας της Γάζας από τον πληθυσμό της, χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό στρατιωτικής δράσης και λιμοκτονίας. Αναφέρθηκαν πληροφορίες ότι η περιοχή γύρω από το Διάδρομο Νετζαρίμ είχε μετατραπεί σε «ζώνη θανάτου», όπου οι στρατιώτες του IDF πυροβολούσαν όποιον έβλεπαν. Πολλές μαρτυρίες από τη Λωρίδα περιγράφουν αδέσποτα σκυλιά που τρέφονται με άταφα πτώματα. Όταν ο πρώην αρχηγός του γενικού επιτελείου του IDF και υπουργός Άμυνας Μοσέ «Μπόγκι» Γιααλόν περιέγραψε αυτή την επιχείρηση ως εθνοκάθαρση, δέχτηκε επιθέσεις από τη δεξιά, αλλά και από την αντιπολίτευση, της οποίας οι ηγέτες τον κατήγγειλαν για την υπόδειξη ότι ο IDF δεν μπορεί πλέον να περιγραφεί ως «ο πιο ηθικός στρατός στον κόσμο».

Ωστόσο, ο όρος «εθνοκάθαρση» δεν είναι ακριβής για να περιγράψει τις ενέργειες του IDF. Ο πληθυσμός της Λωρίδας δεν έχει στερηθεί μόνο τροφή, νερό, ιατρική περίθαλψη και υγιεινή, αλλά αποτελεί συνεχώς στόχο: οι άνθρωποι που εκτοπίζονται από μια περιοχή καταλήγουν σε μια άλλη, όπου ξαναδέχονται επιθέσεις ή εκτοπίζονται. Από τότε που ο IDF εισέβαλε στη Ράφα τον Μάιο του 2024 και εκτόπισε για άλλη μια φορά περίπου ένα εκατομμύριο Παλαιστινίους στη Νότια Γάζα, όπου εκατοντάδες χιλιάδες εξακολουθούν να ζουν σε τεράστιους καταυλισμούς χωρίς καμία υποδομή, είναι αδύνατο να περιγραφεί η ισραηλινή επιχείρηση ως οτιδήποτε άλλο εκτός από γενοκτονία. Οι επαναλαμβανόμενες εκτοπίσεις, οι αδιάκοπες επιθέσεις σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως ζώνες ασφαλείας και η συστηματική καταστροφή κατοικιών, υποδομών, νοσοκομείων, πανεπιστημίων, σχολείων, χώρων λατρείας, μουσείων και άλλων χώρων συλλογικής μνήμης και ταυτότητας – όλα αυτά υποδηλώνουν μια πρόθεση, που εκφράστηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες της εκστρατείας, να εξαλειφθεί πλήρως η φυσική και πολιτιστική ύπαρξη των Παλαιστινίων στη Γάζα και να καταστεί η Λωρίδα της Γάζα ακατοίκητη. Από την επανάληψη των ισραηλινών στρατιωτικών δραστηριοτήτων, έχουν εμφανιστεί αναφορές ότι το Ισραήλ ενδέχεται να σχεδιάζει να καταλάβει ολόκληρη τη Λωρίδα και να την υποβάλει σε στρατιωτικό καθεστώς, πιθανώς με την υποστήριξη της κυβέρνησης Τραμπ, ελπίζοντας να αναγκάσει τον πληθυσμό να φύγει εντελώς.

Ένα απόγευμα στις αρχές Δεκεμβρίου 2024, καθόμουν με έναν φίλο πολλών δεκαετιών σε ένα δημοφιλές καφέ απέναντι από το Θέατρο Χαμπίμα στο Τελ Αβίβ. Κοίταξα γύρω μου το πολυσύχναστο καφέ και ρώτησα: «Πώς είναι μια κοινωνία που εμπλέκεται σε γενοκτονία;» «Έτσι», συμφωνήσαμε. Μερικοί από τους νεότερους άνδρες και γυναίκες που έπιναν εσπρέσο ίσως είχαν μόλις επιστρέψει από τη θητεία τους στη Γάζα ή το Λίβανο. Μερικοί ίσως είχαν χάσει φίλους ή συγγενείς στις 7 Οκτωβρίου ή στις επακόλουθες μάχες. Όλοι είχαν υποστεί τις σειρήνες των αεροπορικών επιδρομών στη μέση της ημέρας ή ενώ κοιμόντουσαν. Ωστόσο, επιφανειακά, όλα φαινόταν εξαιρετικά φυσιολογικά, παρόλο που η Γάζα βρισκόταν μόλις 72 χιλιόμετρα νότια.

Μπιρ Αλ Ιντ, ένα χωριό στη Μασάφερ Γιάτα, στη Δυτική Όχθη, 2018. Φωτογραφία της Margaret Olin

Είχα έρθει στο Ισραήλ για να επισκεφτώ τα νέα δίδυμα εγγόνια μου, που είχαν γεννηθεί έντεκα μήνες νωρίτερα. Αλλά ήθελα επίσης να συναντήσω φίλους και γνωστούς, για να διαπιστώσω πώς είχε αλλάξει η διάθεση από την τελευταία μου επίσκεψη εκεί τον Ιούνιο. Τότε με είχε εντυπωσιάσει η σχεδόν πλήρης αδυναμία των Εβραίων Ισραηλινών – όχι μόνο των φιλελεύθερων ή αριστερών που γνώριζα από καιρό – να αναγνωρίσουν έστω τα φρικτά πράγματα που διαπράττονταν από τον IDF στη Γάζα. Τώρα αντιλαμβανόμουν μια ορισμένη αλλαγή. Περισσότεροι άνθρωποι φαινόταν να έχουν συνείδηση της εξαιρετικής καταστροφής που είχε προκληθεί εκεί, λιγότερο από τις τηλεοπτικές ειδήσεις και περισσότερο από άρθρα σε εφημερίδες και βίντεο που δημοσιεύονταν στα κοινωνικά μέσα από εφέδρους του IDF. Οι Ισραηλινοί με τους οποίους μίλησα δεν έδειχναν ιδιαίτερη επιθυμία για εκδίκηση ή περισσότερη βία. Αλλά ούτε και έδειχναν ιδιαίτερη συμπάθεια. Αντίθετα, επικρατούσε μια αίσθηση παραίτησης, αδιαφορίας και απελπισίας.

Σε τακτικές διαδηλώσεις εξακολουθούσαν να ζητούν τη συμφωνία για την απελευθέρωση των ομήρων, ενώ ορισμένοι αντιτίθεντο στην κυβέρνηση ή υποστήριζαν την κατάπαυση του πυρός. Ωστόσο, ο αριθμός τους είχε μειωθεί και η ελπίδα για αλλαγή είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Σε κάθε περίπτωση, το επίκεντρο των διαδηλώσεων δεν ήταν ποτέ οι θάνατοι Παλαιστινίων. Τον Δεκέμβριο, λιγότερο από το ήμισυ των Ισραηλινών Εβραίων υποστήριζε τον τερματισμό του πολέμου, ενώ μετά την κατάπαυση του πυρός η πλειοψηφία υποστήριζε τον τερματισμό του πολέμου με αντάλλαγμα την πλήρη απελευθέρωση των ομήρων. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, περισσότεροι αντιτάχθηκαν στον Νετανιάχου από όσους θα υποστήριζαν οποιαδήποτε εδαφική συμβιβαστική λύση με τους Παλαιστινίους. Περισσότεροι θρηνούσαν τις ελάχιστες απώλειες του ισραηλινού στρατού παρά έδιναν προσοχή στην εξόντωση της Λωρίδας της Γάζας. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεύτερης επίσκεψής μου, ορισμένοι φίλοι με επέπληξαν ευγενικά επειδή μιλούσα πολύ ανοιχτά και δημόσια για τη γενοκτονία και, ειδικότερα, επειδή αποκάλυψα σε ένα αγγλόφωνο άρθρο ότι ένας παλιός φίλος μου είχε δηλώσει στα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης ότι «δεν υπήρχε χώρος στην καρδιά του» για την τύχη των παιδιών στη Γάζα. Οι αραβικές κοινότητες στο Ισραήλ ήταν φοβισμένες και σιωπηλές, υποκείμενες σε ανεξέλεγκτη βία από συμμορίες και εκφοβισμό από την αστυνομία. Αλλά στο Τελ Αβίβ τα εστιατόρια και τα καφέ ήταν γεμάτα, ο νέος σιδηρόδρομος ήταν καθαρός και αποτελεσματικός, και ο παραλιακός δρόμος ήταν γεμάτος με πεζούς και δρομείς. Υπήρχαν επίσης αισθητά περισσότεροι ζητιάνοι στους δρόμους.

Υπάρχουν φωνές αντιπολίτευσης στο Ισραήλ, περισσότερες τώρα από ό,τι αμέσως μετά τις 7 Οκτωβρίου, αλλά οι περισσότερες αισθάνονται περιορισμένες και πολύ λιγότερες σε αριθμό. Με πρωτοβουλία του ιστορικού Άμος Γκόλντμπεργκ, συνάντησα μια ομάδα Εβραίων και Παλαιστινίων ακαδημαϊκών από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, οι οποίοι μου είπαν ότι προσπαθούσαν να κινητοποιήσουν τους συναδέλφους τους όχι μόνο ενάντια στον πόλεμο και την κυβέρνηση, αλλά και ενάντια στη διοίκηση του πανεπιστημίου, η οποία προσπάθησε να καταστείλει την αντιπολίτευση και διακρίθηκε ανοιχτά εναντίον μιας από τους λίγες Παλαιστινίες μέλη του διδακτικού προσωπικού, της καθηγήτριας Ναντέρα Σαλχούμπ-Κεβόρκιαν. Ήταν μια μικρή ομάδα. Με διαβεβαίωσαν ότι εκπροσωπούσαν έναν μεγαλύτερο αριθμό, αλλά μερικοί από αυτούς ανέφεραν ότι δεν είχαν όλοι το ίδιο πρόγραμμα. Μερικοί ενδιαφέρονταν για την καταστολή των παλαιστινιακών φωνών και την ισραηλινή βία στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, άλλοι απλώς νοιάζονταν για την ακαδημαϊκή ανεξαρτησία και την ελευθερία του λόγου για τους Εβραίους.

Επισκεπτόμενος τη διάσημη γκαλερί του Σαΐντ Αμπού Σακρά στο Ουμ αλ-Φαχμ, μια παλαιστινιακή πόλη εντός των συνόρων του Ισραήλ, συγκινήθηκα από μια συνάντηση με νέους Εβραίους και Παλαιστίνιους καλλιτέχνες που εργάζονται εκεί μαζί. Ο Αμπού Σακρά υποστήριξε με πάθος ότι πρέπει να επιδιώξουμε την τέχνη και την αδελφοσύνη ακόμη και σε αυτή τη δύσκολη στιγμή. Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι νέοι καλλιτέχνες ήταν επιφυλακτικοί στο να μιλήσουν μαζί μου και ένιωθαν σαφώς ευάλωτοι σε οποιαδήποτε έκθεση. Στο σπίτι του ηθοποιού και θεατρικού σκηνοθέτη Σινάι Πίτερ στη Χάιφα, συνάντησα αρκετούς Εβραίους και Παλαιστίνιους φίλους που μίλησαν για διαδηλώσεις και άλλες μορφές αντίστασης. Ένας Παλαιστίνιος χειρουργός είπε ότι είχε ζητήσει να μιλήσει σε μια διαδήλωση για τη συνεχιζόμενη σφαγή στη Γάζα. Αρχικά συνάντησε αντίσταση από τους διοργανωτές, αλλά τελικά του επέτρεψαν να μιλήσει, κυρίως επειδή είναι γνωστός ως ήρεμος και λογικός άνθρωπος. Σημείωσε ότι μερικοί άνθρωποι έφυγαν από τη μικρή συγκέντρωση όταν άρχισε να μιλάει για τα παθήματα των Παλαιστινίων.

Άκουσα επίσης φρικιαστικές ιστορίες από τους ανθρώπους που συνάντησα. Μου είπαν για έναν πιλότο του στρατού που συνέκρινε τη δουλειά του με αυτή ενός οδηγού φορτηγού που χειρίζεται ένα ιδιαίτερα ακριβό μηχάνημα. Απογειώνεται και πυροβολεί έναν πύραυλο μακριά από τον στόχο που του έχει δοθεί. Ίσως την επόμενη μέρα τα νέα θα του πουν τι χτύπησε. Άκουσα για μια χειρίστρια drone που έφυγε ξαφνικά από τη χώρα όταν συνειδητοποίησε πόσους ανθρώπους είχε σκοτώσει. Άκουσα για μια αριστερή μητέρα που είπε στον γιο της, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από τη θητεία του στη Γάζα και ήταν σοκαρισμένος από όσα είχε δει, ότι δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Μου είπαν για έναν νεαρό αξιωματικό που, κατά τη διάρκεια έρευνας σε ένα άδειο κτίριο στη Γάζα, βρήκε έναν έφηβο Παλαιστίνιο που είχε μείνει για να βοηθήσει τη γιαγιά του. Οι στρατιώτες την βρήκαν κρυμμένη στο υπόγειο και, παρά τις διαταγές του αξιωματικού, την πυροβόλησαν επί τόπου. Ο αξιωματικός είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, σύμφωνα με τις πληροφορίες. Κάποιος άλλος μου είπε: «Αν ο ισραηλινός στρατός σκότωνε χίλια σκυλιά στη Γάζα, θα προκαλούσε μεγαλύτερη δημόσια κατακραυγή από τη μαζική σφαγή ανθρώπων».

Αρκετοί άνθρωποι με τους οποίους μίλησα συνέκριναν την αίσθηση της κανονικότητας που είχαν κοντά στις φρικαλεότητες με την ταινία «The Zone of Interest» (2023), που αφορά τον ναζί διοικητή του Άουσβιτς Ρούντολφ Χες, ο οποίος ζούσε με την οικογένειά του σε ένα καλοδιατηρημένο σπίτι λίγο έξω από το στρατόπεδο.

Μου είπαν ότι ορισμένοι εφέδροι επέστρεψαν από τη Γάζα με σοβαρό Μετατραυματικό Σύνδρομο και δεν έλαβαν καμία βοήθεια. Ορισμένοι από αυτούς – σύμφωνα με την πηγή μου και με αναφορές στα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης – αυτοκτόνησαν. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου, συνάντησα τον Lee Mordechai, έναν γενναίο νεαρό καθηγητή του Εβραϊκού Πανεπιστημίου, ο οποίος έχει καταρτίσει έναν τεράστιο κατάλογο εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τον IDF, τον οποίο ενημερώνει τακτικά και δημοσιεύει στο διαδίκτυο. Όπως και οι πρόσφατες εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας, της Human Rights Watch και των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, η λίστα είναι ανατριχιαστική, αλλά απαραίτητη ανάγνωση.

Ο γιος μου και η νεαρή οικογένειά του είχαν μόλις μετακομίσει όταν έφτασα. Τον τελευταίο χρόνο, κάθε φορά που χτυπούσαν οι σειρήνες, έπρεπε να κατεβαίνουν δύο ορόφους με τα μωρά τους στο καταφύγιο στο υπόγειο. Το νέο διαμέρισμα διαθέτει ένα ασφαλές δωμάτιο, κάτι που συνήθως σημαίνει υψηλότερο ενοίκιο ή τοποθεσία πιο μακριά από το κέντρο του Τελ Αβίβ. Η ξαδέλφη της νύφης μου και οι κόρες της βοηθούν στη φροντίδα των διδύμων. Η μικρότερη κόρη της, μου έδειξε χαρούμενα βίντεο κλιπ του πατέρα της, ο οποίος τότε ήταν ακόμα όμηρος στη Γάζα. Τελικά απελευθερώθηκε, πολύ πιο αδύνατος, τον Φεβρουάριο και ήδη αγωνίζεται για την απελευθέρωση των υπόλοιπων ομήρων.

Κοντά στο νέο σπίτι του γιου μου υπάρχει ένα όμορφο πάρκο. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου, μου πρότεινε να ανεβούμε σε ένα μικρό λόφο γνωστό ως Tel Napoleon για να δούμε τη θέα. Καθώς ανεβαίναμε την πλαγιά, το ανώμαλο έδαφος και τα θραύσματα τοίχων έδειχναν τα σημάδια των κατεστραμμένων σπιτιών. Στην κορυφή του λόφου είδαμε έναν φράχτη από σαμπρά, ψηλούς τοπικούς κάκτους που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για να οριοθετούν τα οικόπεδα – εκεί πρέπει να υπήρχε ένα παλαιστινιακό χωριό. Όταν έψαξα για τον λόφο στο διαδίκτυο την επόμενη μέρα, βρήκα ότι η Wikipedia ανέφερε αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στο χωριό Jarisha, αλλά δεν ανέφερε τίποτα για το τι οδήγησε στην εξαφάνισή του. Για φωτογραφίες του χωριού και λεπτομέρειες σχετικά με την καταστροφή του στα τέλη Μαρτίου 1948, πρέπει να ανατρέξει κανείς στον ιστότοπο της Zochrot, μιας ισραηλινής ΜΚΟ που δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με τη Νακμπά. Πολλοί από τους εκδιωχθέντες, ειδικά από χωριά και κωμοπόλεις στο βορειοδυτικό Νεγκέβ και στη νότια ακτή, κατέληξαν στη Λωρίδα της Γάζας.

4.

Στο δυνατό βιβλίο του Moral Abdication: How the World Failed to Stop the Destruction of Gaza (στμ Ηθική παραίτηση: Πώς ο κόσμος απέτυχε να σταματήσει την καταστροφή της Γάζας), ο Ντιντιέ Φασέν εξηγεί γιατί επέλεξε τον αρχικό γαλλικό τίτλο, Une étrange défaite, από το L’Étrange Défaite του Μαρκ Μπλοχ, που περιγράφει την κατάρρευση της Γαλλίας το 1940. Το βιβλίο του Μπλοχ – που γράφτηκε τέσσερα χρόνια πριν εκτελεστεί από τη Γκεστάπο για τη δράση του στην Αντίσταση – εξετάζει μια στρατιωτική ήττα, ενώ το βιβλίο του Φασέν ασχολείται με μια ηθική ήττα. «Η συναίνεση στην καταστροφή της Γάζας έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο χάσμα στην παγκόσμια ηθική τάξη», γράφει στην αρχή. «Περισσότερο από μια εγκατάλειψη μέρους της ανθρωπότητας… η ιστορία θα καταγράψει την υποστήριξη που δόθηκε στην καταστροφή της».

Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται ο Φασέν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, «για τους πολιτικούς ηγέτες και τις διανοητικές προσωπικότητες των κυριότερων δυτικών χωρών… η ζωή των Παλαιστινίων αμάχων να αξίζει εκατοντάδες φορές λιγότερο από τη ζωή των Ισραηλινών αμάχων»; Πώς εξηγούμε το γεγονός ότι «απαγορεύονται οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις που απαιτούν μια δίκαιη ειρήνη»; Γιατί «χωρίς ανεξάρτητη επιβεβαίωση, τα περισσότερα mainstream δυτικά μέσα ενημέρωσης αναπαράγουν σχεδόν αυτόματα την εκδοχή των γεγονότων που μεταδίδει το στρατόπεδο των κατακτητών, ενώ αμφισβητούν αδιάκοπα την εκδοχή των κατακτημένων»; Γιατί «τόσοι πολλοί από εκείνους που θα μπορούσαν να μιλήσουν, για να μην πούμε να αντιταχθούν, αποστρέφουν το βλέμμα τους από την εξόντωση ενός εδάφους, της ιστορίας του, των μνημείων του, των νοσοκομείων του, των σχολείων του, των κατοικιών του, των υποδομών του, των δρόμων του και των κατοίκων του – σε πολλές περιπτώσεις, ενθαρρύνοντας μάλιστα τη συνέχιση αυτής της εξόντωσης»;

«Το παράδοξο», συνεχίζει, «είναι ότι αυτή η ηθική παραίτηση των κρατών έχει δικαιολογηθεί στο όνομα της ηθικής». Οι ευρωπαϊκές χώρες διακήρυξαν ότι

έχουν ιστορική ευθύνη απέναντι στους Εβραίους και πρέπει να εγγυηθούν την ασφάλειά τους. Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν μια τερατώδης πράξη που απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του Ισραήλ. Έτσι, η αντίδραση των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF) δεν ήταν μόνο αναπόφευκτη, αλλά και νόμιμη… Η καταστροφή της Γάζας και μέρους του πληθυσμού της ήταν ουσιαστικά ένα μικρότερο κακό για την εξάλειψη ενός μεγαλύτερου, δηλαδή της καταστροφής του εβραϊκού κράτους, που ήταν ο στόχος της Χαμάς. Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλάει κανείς για εγκλήματα που διαπράττονται από τους Ισραηλινούς αποδεικνύει την πιο ύποπτη μορφή ρατσισμού: τον αντισημιτισμό. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα όταν η γενοκτονία χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τη σφαγή του παλαιστινιακού πληθυσμού, καθώς ήταν απαράδεκτο οι απόγονοι ενός λαού που είχε υποστεί τη μεγαλύτερη γενοκτονία να κατηγορούνται ότι διαπράττουν μια άλλη.

Αυτή είναι, φυσικά, η άποψη που έχουν σήμερα οι περισσότεροι Ισραηλινοί. Αποδεχόμενοι χωρίς κριτική αυτό το επιχείρημα και συναινώντας στην εξόντωση της Γάζας, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης έχουν επίσης αποδεχθεί και χρησιμοποιήσει μια ψευδή μνήμη του Ολοκαυτώματος και μια διαστρεβλωμένη κατανόηση των διδαγμάτων του για το παρόν.

Η μακροπρόθεσμη συνέπεια αυτής της παρωδίας μπορεί, ωστόσο, να είναι ότι η γενοκτονία στη Γάζα θα απελευθερώσει τελικά το Ισραήλ από το καθεστώς του ως μοναδικού κράτους που έχει τις ρίζες του σε ένα μοναδικό Ολοκαύτωμα. Αυτό δεν θα βοηθήσει καθόλου τις δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους θύματα ή τα θύματα της σφαγής της Χαμάς, τους νεκρούς και τους ετοιμοθάνατους ομήρους ή τις διαλυμένες οικογένειές τους. Αλλά η Απεριόριστη Άδεια που απολάμβανε και καταχράστηκε για πολύ καιρό το Ισραήλ, ως η γη των θυμάτων, μπορεί να λήγει. Οι γιοι και οι κόρες της επόμενης γενιάς θα είναι ελεύθεροι να ξανασκεφτούν τη ζωή και το μέλλον τους, πέρα από τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Θα πρέπει επίσης να πληρώσουν για τις αμαρτίες των γονιών τους και να φέρουν το βάρος της γενοκτονίας που διαπράχθηκε στο όνομά τους. Θα πρέπει να λογοδοτήσουν για όσα έγραψε ο μεγάλος, συχνά ξεχασμένος Ισραηλινός ποιητής Avot Yeshurun μετά τη Νακμπά, της οποίας βιώνουμε μια επανάληψη ή συνέχεια: «Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης και το Ολοκαύτωμα των Αράβων της Ερέτζ Ισραήλ είναι ένα και το αυτό Ολοκαύτωμα του εβραϊκού λαού. Τα δύο κοιτάζονται κατάματα. Για αυτό μιλάω».

Πηγή: The New York Review

Μετάφραση: antapocrisis

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *