Ο Καναφάνι και η “Κουλτούρα της Αντίστασης”

Του Αχμέντ Μασούντ, Παλαιστίνιου συγγραφέα.

Το 1977 απαγορεύτηκε σε μια τοπική θεατρική ομάδα στη Ναζαρέτ να παρουσιάσει προσαρμοσμένο το μυθιστόρημα του Γασσάν Καναφάνι, Άνδρες στον Ήλιο (1962). Οι ισραηλινές αρχές εμπόδισαν τους ηθοποιούς να ανέβουν στη σκηνή και απειλούσαν με φυλάκιση. Το σενάριο γράφτηκε από έναν Παλαιστίνιο συγγραφέα που δολοφονήθηκε από ισραηλινούς πράκτορες στο Λίβανο το 1972. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις λογοκρίνουν τη λογοτεχνία αν δεν αυτή δεν συμμορφώνεται με την προπαγάνδα του. Η δολοφονία όμως είναι κάτι που χρειάζεται να το εξετάσουμε πιο προσεκτικά. Γιατί η ισραηλινή κυβέρνηση αισθάνεται ότι απειλείται τόσο πολύ ώστε να φτάσει να σκοτώσει τον Γασσάν Καναφάνι; Για να βρούμε την απάντηση για αυτή την ερώτηση, πρέπει να δούμε όχι μόνο τη ζωή και το έργο αυτού του συγγραφέα, αλλά και να εμβαθύνουμε βαθιά στη νοοτροπία του και στο πώς η γραφή του έγινε ένα μανιφέστο της νέας παλαιστινιακής επανάστασης.

Γεννημένος στην Άκκρα το 1936, ο Καναφάνι είδε τον αγώνα του λαού του κατά τη διάρκεια της Nakba (Καταστροφή) του 1948 που οδήγησε στην εγκαθίδρυση του κράτους του Ισραήλ και στην απέλαση περισσότερων από 800.000 Παλαιστινίων από τις εστίες τους, ενώ πολλές χιλιάδες σκοτώθηκαν. Αφού εκδιώχθηκε από το χωριό του κοντά στην Άκκρα, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Δαμασκό. Ο Καναφάνι συνέχισε την εκπαίδευσή του για να μελετήσει την αραβική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, ενώ εργάστηκε ως δάσκαλος στο UNRWA[i]. Όπως και πολλοί άλλοι Παλαιστίνιοι, ο Καναφάνι είδε να ανοίγονται νέες προοπτικές στον Κόλπο με τις περισσότερες χώρες να ανακαλύπτουν πετρέλαιο και να γίνονται πλουσιότερες. Μετακόμισε για να διδάξει και να εργαστεί ως δημοσιογράφος στο Κουβέιτ μεταξύ του 1955 και του 1960, οπότε και πήγε στο Λίβανο για να συνεργαστεί με τον Ζορζ Χαμπάς, μετέπειτα Γραμματέα του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP). Εκεί, ανέλαβε συντάκτης του περιοδικού Al-Hadaf.

Αυτό που διαφοροποιεί τον Καναφάνι από άλλους Παλαιστίνιους συγγραφείς είναι η προοδευτική του σκέψη, καθώς η γραφή του προτρέπει τους ανθρώπους να αντισταθούν στις δυσκολίες και να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους για να δημιουργήσουνε ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνεχή αναζήτηση νέων τρόπων για να βελτιωθεί η ζωή των Παλαιστινίων προσφύγων. Στα χρόνια που ακολούθησαν την Νάκμπα, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες αναζητούσαν τα μέλη των οικογενειών τους και αποκαθιστούσαν τις επαφές τους με όσους παρέμεναν πίσω (στην κατεχόμενη από το Ισραήλ Παλαιστίνη). Ο Καναφάνι ήταν ο πρώτος που επέκρινε αυτή την κατάσταση και θέλησε ο λαός του να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.

Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι το αύριο δεν θα είναι καλύτερο από σήμερα και ότι περιμένουμε στην προκυμαία για ένα σκάφος που δεν θα έρθει. Είμαστε καταδικασμένοι να χωριστούμε από τα πάντα – εκτός από τη δική μας καταστροφή.[ii]

Αυτή η δήλωση έρχεται αντιμέτωπη με μια απαισιόδοξη εικόνα της παλαιστινιακής κατάστασης. Ωστόσο, είναι υπενθύμιση για όσους υποφέρουν από την κατάσταση ότι το μέλλον τους δεν θα είναι διαφορετικό αν συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο. Οι Παλαιστίνιοι μετά τη Νάκμπα είχαν μια ρομαντική ανάμνηση της Παλαιστίνης, καταγγέλλοντας το διωγμό τους από τα χωριά, τις οικογένειες και τη γη τους. Αυτή η φυσική αντανάκλαση στην Νάκμπα τροφοδοτήθηκε από τις δυσμενείς συνθήκες στα στρατόπεδα προσφύγων του Λιβάνου, της Συρίας, της Ιορδανίας κλπ. Ωστόσο, για τον Καναφάνι, ήταν σημαντικό να μην βουλιάξει κανείς σε έναν φαύλο κύκλο θλίψης, που δεν θα αλλάξει τίποτα, παρά μόνο θα πενθεί.

Έτσι, ο στόχος του Καναφάνι ήταν να δημιουργήσει μια κουλτούρα αντίστασης που θα στηριζόταν σε δύο επίπεδα. Καταρχάς, στην απόρριψη κάθε προσπάθειας εξομάλυνσης του προσφυγικού ζητήματος, είτε με την παραχώρηση υπηκοότητας από τις χώρες στις οποίες βρίσκονταν προσωρινά, είτε με αποζημιώσεις. Αυτή η άποψη παρουσιάζεται με σαφήνεια στο αριστούργημά του “Άνθρωποι στον ήλιο”, το οποίο αναφέρει την ιστορία τριών Παλαιστινίων που προσπαθούν στην καρότσα ενός φορτηγού, να διασχίσουν το έρημο μεταξύ Ιράκ και Κουβέιτ προς αναζήτηση εργασίας. Εκτός από την οργή απέναντι στα αραβικά καθεστώτα και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους Παλαιστίνιους, το μυθιστόρημα υποδηλώνει ότι ένα ελπιδοφόρο μέλλον μπορεί να υπάρξει μόνο στην πατρίδα. Ο τρόπος με τον οποίο οι τρεις άνδρες πεθαίνουν μέσα στην καρότσα του φορτηγού στο τέλος του μυθιστορήματος, αντανακλά την ικανότητα του Γασσάν να ξεσηκώσει την αγανάκτηση του αναγνώστη για την κατάστασή τους.

Δεύτερον, και αφού πετύχει να εκφράσει ένα ορισμένο επίπεδο καταγγελίας, ο Καναφάνι  προετοιμάζει τους αναγνώστες του για το επόμενο βήμα, που είναι να αρχίσουν να εργάζονται για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό μπορεί να γίνει με τη στράτευσή τους στο κίνημα αντίστασης που αναπτύσσεται στον Λίβανο και σε άλλα μέρη του αραβικού κόσμου υπό την ηγεσία της PFLP και άλλων οργανώσεων. Για τον Καναφάνι, το κίνημα αντίστασης είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός, δεδομένου ότι οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τη δυστυχία τους. Το δεύτερο μυθιστόρημά του “Επιστρέφοντας στη Χάιφα” (1970) δείχνει τη σημασία της ένταξης και υποστήριξης του κινήματος αντίστασης, όταν παρουσιάζεται η ιστορία του Σαϊντ και της Σαφίγια, του ζευγαριού που επιστρέφει στην Παλαιστίνη για να αναζητήσει το σπίτι τους.

Η ιστορία της νουβέλας διαδραματίζεται σε δύο χρόνους: κατά τη διάρκεια της Νάκμπα το 1948 και σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, λίγες μέρες μετά τον πόλεμο του Ιουνίου 1967, διατηρώντας τις ημερομηνίες της Νάκμπα και της Νάκσα[iii] στη συνείδηση ​​των αναγνωστών. Λέει την ιστορία ενός παντρεμένου ζευγαριού που επιστρέφει για να βρει το παλιό του σπίτι στη Χάιφα μετά την εκδίωξή του για είκοσι χρόνια. Αναζητούν ταυτόχρονα περισσότερες πληροφορίες για τον γιο τους, τον Χαλντόν, τον οποίο έχασαν κατά τη φυγή. Καθώς το ταξίδι εξελίσσεται, ξετυλίγονται περισσότερες ιστορίες για το πώς συνέβη η Καταστροφή του 1948 και πώς από την Παλαιστίνη δημιουργήθηκε το Ισραήλ. Όταν οι Σαϊντ και Σαφίγια φτάνουν στο παλιό σπίτι τους, διαπιστώνουν ότι έχει κατοικηθεί από μια Εβραία γυναίκα που ονομάζεται Μύριαμ. Προς έκπληξη του ζευγαριού, ανακαλύπτουν ότι ο γιος τους ήταν ακόμα ζωντανός καθώς είχε υιοθετηθεί από τη Μύριαμ που του έδωσε το όνομα Ντοβ, τον ανέθρεψε ως Ισραηλινό και τον έκανε αξιωματικό του στρατού. Το μυθιστόρημα τελειώνει με το ζευγάρι να επιστρέφει πίσω από το ταξίδι του, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η Παλαιστίνη δεν είναι αυτό που ήταν, αλλά αυτό που θα είναι. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον Σαϊντ να επιθυμεί να εντάξει στο κίνημα αντίστασης τον άλλο του γιο, τον Χαλίντ.

Γνώριζε κάθε πέτρα της Χάιφα, κάθε δρόμο και διασταύρωση. Πόσο συχνά είχε διασχίσει αυτόν τον δρόμο με την πράσινη Ford του 1946! Ω, γνώριζε καλά τη Χάιφα και τώρα αισθάνθηκε σαν να μην είχε λείψει για είκοσι χρόνια. Οδηγούσε το αυτοκίνητό του, όπως παλιά, σαν να μην ήταν μακριά για είκοσι πικρά χρόνια… Τα ονόματα των δρόμων άρχισαν να κατεβαίνουν στο κεφάλι του σαν να είχε σκουπίσει μια μεγάλη στρώση σκόνης: η Wadi Nisnas, η King Fisal, η πλατεία Hanatir, η Halisa, η Hadar.

Ξαφνικά, φάνηκε το σπίτι, το ίδιο σπίτι στο οποίο είχε ζήσει για πρώτη φορά, και στη συνέχεια έμεινε ζωντανό στη μνήμη του για πολύ καιρό. Εδώ ήταν και πάλι, το μπροστινό μπαλκόνι με την κίτρινη βαφή. Στη στιγμή, φαντάστηκε τη Σαφίγια, νέα και πάλι, με τα μαλλιά της σε μια μακριά πλεξούδα, έτοιμη να γείρει πάνω από το μπαλκόνι προς το μέρος του. Υπήρχε ένα νέο σκοινί για την μπουγάδα, με δύο μανταλάκια στο μπαλκόνι, νέα πλυμένα ρούχα, κόκκινα και λευκά, κρεμασμένα στο σκοινί. Η Σαφίγια άρχισε να κλαίει βουβά. Γύρισε προς τα δεξιά και κατεύθυνε τους τροχούς του αυτοκινήτου πάνω από το χαμηλό πεζοδρόμιο, έπειτα σταμάτησε το αυτοκίνητο στο παλιό του σημείο. Όπως συνέβαινε πριν από είκοσι χρόνια.[iv]

Στα πρώτα κεφάλαια, το “Επιστρέφοντας στη Χάιφα” μοιάζει με ένα ρομαντικό μυθιστόρημα για ένα ζευγάρι που θέλει να επιστρέψει στην όμορφη ζωή του πριν από την Καταστροφή. Ο κύριος λόγος για τον οποίο επιστρέφουν στο παλιό σπίτι τους ήταν να μάθουν τι συνέβη με το παιδί τους, του οποίου η μοίρα τους έχει στοιχειώσει για είκοσι χρόνια. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίον νιώθουν αυτό το κενό ο Σαϊντ και η Σαφίγια, τονίζει αυτήν την οπτική γωνία του μυθιστορήματος. Ωστόσο, το “Επιστρέφοντας στη Χάιφα” είναι ένα προοδευτικό μυθιστόρημα, προσκαλώντας τους Παλαιστινίους να ξεφορτωθούν το παρελθόν και να εργαστούν για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό παρουσιάζεται με σαφήνεια όταν ο Σαϊντ ρωτά τον εαυτό του και τη σύζυγό του “Τι είναι πατρίδα;”[v] και η απάντηση προκύπτει από την απόρριψη του Καναφάνι προς την πραγματικότητα των Παλαιστινίων. “Ξέρεις ποια είναι η πατρίδα Σαφίγια, η πατρίδα είναι το μέρος που δεν μπορούν να συμβούν τέτοια πράγματα”[vi]. Ο Σαϊντ συνειδητοποιεί τελικά ότι αυτό που πήγε να ψάξει δεν ήταν ικανό να τον κάνει να διεκδικήσει την πατρίδα του. Γύρισε πίσω για να ανασύρει τις σκονισμένες αναμνήσεις του αλλά δεν βρήκε αυτό που περίμενε.

Για εμάς, για εσένα και για μένα, είναι μόνο μια αναζήτηση για κάτι θαμμένο κάτω από τη σκόνη των αναμνήσεων. Και κοίτα τι βρήκαμε κάτω από αυτή τη σκόνη. Ακόμη περισσότερη σκόνη.

Το σοκ των γονέων όταν βλέπουν τον χαμένο τους γιο ντυμένο με την ισραηλινή στρατιωτική στολή να υπερασπίζεται το Ισραήλ, είναι ίσως μια από τις πιο ισχυρές σκηνές στο μυθιστόρημα. Ο Καναφάνι χρησιμοποιεί τη συζήτηση μεταξύ του πατέρα και του γιου, για να τονίσει πως ό,τι συνέβη το 1948 δεν θα πρέπει να το θυμόμαστε μόνο ρομαντικά.

Η γυναίκα μου ρωτάει αν το γεγονός ότι είμαστε δειλοί, σου δίνει το δικαίωμα να είσαι έτσι. Όπως μπορείς να δεις, αναγνωρίζει αθώα ότι είμαστε δειλοί.

Στο τέλος αυτής της συζήτησης, ο Σαϊντ ανακοινώνει ότι έχει έναν ακόμα γιο, τον Χαλίντ, ο οποίος έχει προσχωρήσει στους Φενταγίν, τους μαχητές της ελευθερίας. Αυτή είναι η διέξοδος που προσφέρει ελπίδα στον Σαϊντ και στους περισσότερους Παλαιστινίους. Είναι το κίνημα αντίστασης.

Ο Σαϊντ ανάσανε βαριά. Τώρα νιώθει πλέον κουρασμένος, ότι έζησε τη ζωή του μάταια. Αυτό το συναίσθημα έδωσε τη θέση του σε μια απροσδόκητη θλίψη, και αισθάνθηκε τον εαυτό του να βουρκώνει. Ήξερε ότι ήταν ένα ψέμα, ότι ο Χαλίντ δεν είχε ενταχθεί στους Φενταγίν. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ήταν αυτός που του το είχε απαγορεύσει. Είχε φτάσει μέχρι και να απειλήσει να αποκληρώσει τον Χαλίντ αν τον αψηφήσει και ενταχθεί στην αντίσταση. Οι λίγες μέρες που πέρασαν από τότε του φαινόταν ένας τρομακτικός εφιάλτης. Ήταν αυτός, ο ίδιος, που, πριν λίγες μέρες, απείλησε να αποκηρύξει τον γιο του Χαλίντ; Τι περίεργος κόσμος! Και τώρα, δεν μπορούσε να βρει τρόπους να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στην αδιαλλαξία αυτού του ψηλού νεαρού, πέρα από το να επικαλείται το γιό του τον Χαλίντ, τον Χαλίντ τον οποίο εμπόδισε να ενταχθεί στους Φενταγίν μέσω αυτής της άχρηστης απειλής που ονομάζεται πατρότητα! Ποιος ξέρει; Ίσως ο Χαλίντ είχε εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι έλειψαν στη Χάιφα για να φύγει. Μακάρι να είχε φύγει! Πόσο αποτυχημένη θα ήταν η παρουσία του εδώ αν επέστρεφε και έβρισκε τον Χαλίντ να τον περιμένει στο σπίτι.

Εκτός από την αντίσταση, ο τόπος είναι εξίσου σημαντικός στην Κουλτούρα Αντίστασης του Γασσάν. Το προσφυγικό στρατόπεδο φαίνεται να είναι πάντα ο πυρήνας των έργων του Καναφάνι. Οι ιστορίες “Άνδρες στον ήλιο”, “Ό,τι έχει απομείνει”, “Um Sa’ad” και άλλες σχετίζονται όλες με τους προσφυγικούς καταυλισμούς που είναι σύμβολα της Παλαιστίνης. Στον καταυλισμό των προσφύγων, λοιπόν, υπάρχει κάποια αίσθηση του τόπου, ο οποίος διατηρείται από την παρουσία της κοινότητας που ζει μαζί. Αυτή η διπλή ποιότητα της ζωής στο στρατόπεδο επίσης απεικονίζεται στο έργο του Γασσάν Καναφάνι. Παρά την προσωρινότητά του, την κακή στέγαση και τις παράλογες συνθήκες, το προσφυγικό στρατόπεδο έχει γίνει ένα ζωντανό σύμβολο του αγώνα. Δεν είναι ένας ομοιογενής χώρος, ξένος ή χωρίς νόημα, όπως η έρημος και η πόλη. Οι Παλαιστίνιοι που ζουν στα στρατόπεδα τα έχουν διαμορφώσει σε δικούς τους τόπους.[vii]

Η ζωή στο προσφυγικό στρατόπεδο απεικονίζεται πιο έντονα στο διήγημά του “Um Sa’ad” (1969). Με βάση έναν πραγματικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τον Καναφάνι, η νουβέλα αποτελείται από συνομιλίες μεταξύ της Um Sa’ad και του αφηγητή. Η Um Sa’ad αντιπροσωπεύει την δυνατή παλαιστίνια μητέρα που εξεγείρεται ενάντια στους κανόνες που υπακούει ο λαός της, όπως είναι η ζωή στα στρατόπεδα προσφύγων. Το ιδιαίτερο στοιχείο σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η Um Sa’ad γιορτάζει το γεγονός ότι ο γιος της έχει ενταχθεί στο κίνημα αντίστασης πιστεύοντας ότι μόνο τότε μπορεί να υπάρξει αλλαγή. Αυτή είναι το ζωντανό παράδειγμα της επαναστατημένης Παλαιστίνιας γυναίκας. Ο Καναφάνι, στον πρόλογό του για τη νουβέλα, την περιγράφει ως παράδειγμα Παλαιστίνιας που χτυπήθηκε περισσότερο από τη σύγκρουση και που τώρα ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες, αναζητώντας την αλλαγή που θα έρθει.

Η Um Sa’ad δεν είναι μόνο μία γυναίκα… Η φωνή της για μένα ήταν πάντα αυτή η φωνή ενός συγκεκριμένου στρώματος της παλαιστινιακής μας κοινωνίας που πλήρωσε υψηλό τίμημα για την ήττα και που τώρα ζει στη φτώχεια και συνεχίζει να υπερασπίζεται τη ζωή.[viii]

Τέλος, ο Γασσάν Καναφάνι ασκεί τεράστια επίδραση στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα αλλά είναι και ένας ταλαντούχος συγγραφέας, παρόλο που οι απόψεις του μεταφράζονται σε λογοτεχνικά έργα και όχι σε πολιτική ατζέντα. Στην πραγματικότητα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν σε θέση να βοηθήσει το κίνημα αντίστασης να ριζώσει στους απλούς ανθρώπους που δεν σκέφτονται αναγκαστικά την αντίσταση ως τρόπο να αλλάξουν το μέλλον τους. Εκτός από το γεγονός ότι το έργο του έγινε ένα μανιφέστο της παλαιστινιακής επανάστασης, η γραφή του είναι πια κλασική στη σύγχρονη αραβική λογοτεχνία. Συχνά περιγράφεται ως ένα μείγμα στυλ, περιεχομένου και ζωντανής γλώσσας. Τα μυθιστορήματα του Καναφάνι συνδυάζουν σίγουρα αυτά τα τρία στοιχεία με ευχαρίστηση. Η συμβολή του Γασσάν Καναφάνι στη σύγχρονη αραβική λογοτεχνία έγκειται ακριβώς στο ότι αποτελεί τον ιδρυτή της λογοτεχνίας της αντίστασης. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών και των γαλλικών.


[i] Η UNRWA ήταν και ακόμη είναι η βασική πηγή βοήθειας στους καταυλισμούς των Παλαιστίνιων προσφύγων μέσα και έξω από την Παλαιστίνη. Προσφέρει φαγητό, υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευση και ορισμένες φορές στέγαση στις πολύ φτωχές οικογένειες.

[ii] Ghassan Kanafani, “Diary 1959 – 1960” Quoted from Palestine’s Children: Returning to Haifa and Other Stories by Ghassan Kanafani, Biographical Essay by Karen E. Riley, p. 5.

[iii] Νάκσα είναι η αραβική λέξη για τo “Εμπόδιο” και αναφέρεται στον πόλεμο του 1967 όταν το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη, τη Γάζα, την Ιερουσαλήμ, τα υψώματα του Γκολάν και τη Χερσόνησο του Σινά.

[iv] Ghassan Kanafani, Palestine’s Children: Returning to Haifa and other Palestinian Stories, translated by Barbara Harlow & Karen E. Riley, Lynne Rienner Publishers, London 2000, pp.152/161

[v] Όπως παραπάνω, σελ. 186

[vi] Όπως παραπάνω, σελ. 186

[vii] Barbara McKean Parmenter, Giving Voice to Stones – Place and Identity in Palestinian Literature, University of Texas Press, Texas 1994, pp. 65-66

[viii] Ghassan Kanafani, The Complete Works: The novels, volume 1, Arab Research Association, Beirut 4th edition 1994, p. 242 (translated by the author)

Πηγή: pflp.ps

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Γάζα, 1956

Γράμμα από τη Γάζα

Αγαπητέ Μουσταφά,

Μόλις πήρα το γράμμα σου, όπου μου γράφεις πως έκαμες όλα τα απαραίτητα για να διευκολύνεις την παραμονή μου στο Σακραμέντο. Μαθαίνω ακόμα πως έγινα δεκτός στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας. Πρέπει να σ’ ευχαριστήσω για όλα, φίλε μου. Όμως θα ξαφνιαστείς σαν μάθεις τι έχω να σου πω – και να μην έχεις καμιά αμφιβολία γι’ αυτό – δε νιώθω κανέναν απολύτως δισταγμό. Στην πραγματικότητα είμαι πέρα για πέρα βέβαιος πως δεν είδα ποτέ στη ζωή μου πιο καθαρά τα πράγματα απ’ ό,τι τα βλέπω τώρα όχι, φίλε μου, άλλαξα ιδέα. Δε θα σ’ ακολουθήσω «στη χώρα που έχει πρασινάδα, νερό και όμορφα πρόσωπα», όπως μου έγραψες. Όχι, θα μείνω εδώ και δε θα φύγω ποτέ.

Πραγματικά, Μουσταφά, νιώθω πολύ άσκημα που δε θα συνεχίσουμε μαζί τον ίδιο δρόμο. Σ’ ακούω κιόλας να μου θυμίζεις τον όρκο μας να συνεχίσουμε μαζί την πορεία της ζωής μας και σ’ ακούν ακόμα να μου θυμίζεις τον τρόπο που συνηθίζαμε να φωνάζουμε «θα γίνουμε πλούσιοι». Όμως δεν μπορώ να κάμω τίποτα, φίλε μου. Ναι, θυμάμαι ακόμα εκείνη τη μέρα που στεκόμουνα στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου του Καίρου, σφίγγοντας σου το χέρι και κοιτάζοντας τους κινητήρες των αεροπλάνων που βούιζαν. Εκείνη τη στιγμή όλα περιστρέφονταν γύρω τους κι εσύ στεκόσουνα μπροστά μου με σιωπηλό το στρογγυλό σου πρόσωπο. Το πρόσωπό σου, εξόν από κείνες τις ελαφρές ρυτίδες, δεν είχε αλλάξει, ήτανε το ίδιο σαν και τότε που μεγάλωνες στη συνοικία Σιατζίγια της Γάζας. Μεγαλώσαμε μαζί, καταλαβαίνουμε απόλυτα ο ένας τον άλλο, και υποσχεθήκαμε να συνεχίσουμε μαζί ως το τέλος. Όμως …

– Έμεινε μόνο ένα τέταρτο για να φύγει το αεροπλάνο. Μην κοιτάζεις έτσι στο κενό. Άκουσε! Τον άλλο χρόνο θα πας στο Κουβέιτ να τα οικονομήσεις για να μπορέσεις να ξεκολλήσεις από τη Γάζα και να μετακινηθείς στην Καλιφόρνια. Ξεκινήσαμε μαζί και πρέπει να συνεχίσουμε μαζί …

Εκείνη την ώρα παρακολουθούσα τα χείλια σου που κουνιόντουσαν βιαστικά. Πάντα έτσι μιλούσες, χωρίς κόμματα και τελείες. Κατά έναν, όμως, ανεξήγητο τρόπο ένιωθα πως δεν ήσουνα απόλυτα ευτυχισμένος με τη φυγή σου. Δεν μπορούσες να δώσεις τρεις καλές δικαιολογίες γι’ αυτή. Κι εγώ υπόφερα απ’ αυτό το ξερίζωμα, μα η πιο ξεκάθαρα σκέψη ήταν: γιατί να μην εγκαταλείψουμε αυτή τη Γάζα και να φύγουμε; Γιατί όχι; Η κατάστασή σου είχε αρχίσει πια να καλυτερεύει το υπουργείο Παιδείας του Κουβέιτ σου έκλεισε συμβόλαιο, πράγμα που δεν έκαμε μαζί μου. Μέσα στην απέραντη δυστυχία που ζούσα μου ‘στελνες μικρά χρηματικά ποσά. Ήθελες να τα θεωρήσω σαν δάνεια, γιατί φοβόσουνα πως διαφορετικά θα ένιωθα προσβλημένος. Γνώριζες με κάθε λεπτομέρεια την οικογενειακή μου κατάσταση. Γνώριζες πως ο πενιχρός μισθός που έπαιρνα από τα στοιχεία της ΟΥΝΡΑ δεν έφτανε για να ζήσω τη μάνα μου, τη χήρα του αδερφού μου και τα τέσσερα παιδιά της.

– Άκουσε προσεκτικά. Να μου γράφεις κάθε μέρα … κάθε ώρα … κάθε λεπτό! Το αεροπλάνο φεύγει. Γεια σου! Ή μάλλον, ώσπου να ανταμώσουμε ξανά!

Τα παγωμένα χείλια σου αγγίξανε ελαφρά το μάγουλό μου, έστρεψες το πρόσωπό σου μακριά από μένα κατά τη μεριά του αεροπλάνου κι όταν με ξανακοίταξες διέκρινα τα δάκρυά σου.

Αργότερα μου έκλεισε συμβόλαιο το υπουργείο Παιδείας του Κουβέιτ. Δεν χρειάζεται να σου αφηγηθώ με λεπτομέρεια τη ζωή μου εκεί. Γιατί σου έγραφα πάντα για το καθετί …

Η ζωή μου εκεί ήτανε άδεια και αποπνικτική σαν να ‘μουνα κανένα μικρό όστρακο, χαμένη μέσα στην καταπιεστική μοναξιά, μια νωθρή μάχη για ένα μέλλον τόσο σκοτεινό όσο κι η αρχή της νύχτας, εγκλωβισμένη σε μια φρικτή ρουτίνα, μια εμετική πάλη με το χρόνο. Όλα ήτανε αποπνιχτικά και βρώμικα. Όλη μου η ζωή κυλούσε νωθρά, δεν έβλεπα την ώρα να φτάσει το τέλος του μήνα.

Στα μέσα της χρονιάς, εκείνης της χρονιάς, οι εβραίοι βομβαρδίσανε την κεντρική επαρχία της Σάπχα και επιτεθήκανε με βόμβες και φλογοβόλα στη Γάζα, τη Γάζα μας. Κανονικά αυτό το γεγονός θα ‘πρεπε ν’ αλλάξει τη ρουτίνα της ζωής μου, όμως ούτε που το έλαβα ιδιαίτερα υπόψη. Σκόπευα ν’ αφήσω πίσω μου αυτή τη Γάζα και να πάω στην Καλιφόρνια, όπου θα ζούσα για τον εαυτό μου, τον εαυτό μου και μόνο, που είχε υποφέρει τόσο πολύ. Μισούσα τη Γάζα και τους κατοίκους της. Καθετί σ’ αυτή την ακρωτηριασμένη πόλη μου θύμιζε γκρίζους αποτυχημένους πίνακες φτιαγμένους από το χέρι κάποιου τρελού. Ναι, θα ‘στελνα στη μάνα μου και στη χήρα του αδερφού μου και στα παιδιά της ένα πενιχρό ποσό για να ζούνε, όμως κι εγώ θα ελευθερωνόμουνα επιτέλους από αυτό τον τελευταίο δεσμό, εκεί στην πράσινη Καλιφόρνια μακριά από τη δυσοσμία της ήττας, που για εφτά χρόνια γέμιζε τα ρουθούνια μου. Η συμπάθεια που μ’ έδενε με τα παιδιά του αδερφού μου, τη μάνα τους και τη δική μου δε θα ‘ταν ποτέ αρκετή δικαιολογία για να εξακολουθήσω να ζω μέσα σ’ εκείνη την απέραντα τραγική κατάσταση. Και δε θα ‘πρεπε να με παρασύρει ακόμα πιο πέρα από δω που είχα ήδη φτάσει. Πρέπει να φύγω μακριά!

Αυτά τα συναισθήματα τα νιώθεις, Μουσταφά, γιατί τα ‘χεις περάσει κι εσύ. Τί είναι αυτός ο απροσδιόριστος δεσμός που έχουμε με τη Γάζα και που περιορίζει τον ενθουσιασμό μας για φυγή; Γιατί δεν αναλύουμε με τέτοιο τρόπο το θέμα που να του δώσουμε μια ξεκάθαρη εξήγηση; Γιατί δεν αφήνουμε αυτή την ήττα με τις πληγές της πίσω μας και να ξεκινήσουμε για ένα φωτεινότερο μέλλον που θα μας δώσει πιο βαθιά παρηγοριά; Γιατί; Δεν ξέραμε ακριβώς γιατί.

Όταν πήγα διακοπές τον Ιούνιο και μάζεψα όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα, λαχταρώντας τη γλυκιά αναχώρηση, το ξεκίνημα για όλα εκείνα τα μικροπραγματάκια που δίνουμε στη ζωή μια όμορφη, λαμπερή έννοια, βρήκα τη Γάζα έτσι όπως την ήξερα, κλεισμένη σε ένα κέλυφος σαλιγκαριού, με σκουριασμένο το εσωτερικό του, που το ξεράσανε τα κύματα στη βρώμικη αμμουδιά δίπλα εκεί στο σφαγείο. Αυτή η Γάζα ήταν ακόμα πιο μουδιασμένη κι από το μυαλό ενός κοιμισμένου ανθρώπου που αγωνίζεται ενάντια σ’ έναν τρομακτικό εφιάλτη, με τα στενά δρομάκια της που είχαν εκείνη την ιδιαίτερη μυρωδιά, τη μυρωδιά της ηττοπάθειας και της φτώχειας, τα σπίτια της με τα κρεμαστά μπαλκόνια … αυτή η Γάζα! Ποιες είναι, όμως, εκείνες οι ανεξήγητες αιτίες που οδηγούν έναν άνθρωπο στο σπίτι του, στην οικογένειά του, στις αναμνήσεις του, όπως η πηγή ελκύει ένα μικρό κοπάδι αγριοκάτσικα από το βουνό; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως εκείνο το πρωί πήγα στο σπίτι της μάνας μου. Σαν έφτασα, η γυναίκα του μακαρίτη του αδερφού μου ήρθε και με βρήκε και μου ζήτησε κλαίγοντας αν μπορούσα να πραγματοποιήσω την επιθυμία της Νάντιας, της κόρης της, που βρισκόταν πληγωμένη στο νοσοκομείο της Γάζας και να την επισκεφτώ εκείνο το βράδυ. Ξέρεις τη Νάντια, την όμορφη δεκατριάχρονη κόρη του αδερφού μου;

Εκείνο το βράδυ αγόρασα μια λίρα μήλα και ξεκίνησα να επισκεφτώ τη Νάντια στο νοσοκομείο. Ήξερα πως κάτι συνέβαινε και μου το κρύβανε η μάνα μου και η νύφη μου, κάτι που δεν ήμουνα σε θέση να το εντοπίσω. Αγαπούσα τη Νάντια από συνήθεια, την ίδια συνήθεια που μ’ έκανε να αγαπώ όλη εκείνη τη γενιά που μεγάλωσε μέσα στην ήττα και στον εκτοπισμό, που κατέληξε να πιστεύει πως η ευτυχισμένη ζωή είναι ένα είδος κοινωνικής παρέκκλισης.

Τί συνέβη εκείνη τη στιγμή; Δεν ξέρω. Μπήκα πολύ ήρεμος στο δωμάτιο. Τα άρρωστα παιδιά έχουν πάνω τους κάτι το άγιο, ιδιαίτερα ακόμα σαν η αρρώστια αυτών των παιδιών προέρχεται από οδυνηρές και φριχτές πληγές. Η Νάντια ήτανε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η πλάτη της στηριζόταν σ’ ένα μεγάλο μαξιλάρι που πάνω του ήτανε απλωμένα τα μαλλιά της σαν μια χοντρή προβιά. Τα μεγάλα της άτια κρύβανε μια ανεξιχνίαστη σιωπή και ένα δάκρυ λαμπύριζε όλη την ώρα βαθιά μέσα στις μαύρες κόρες τους. το πρόσωπό της ήτανε ήρεμο κι ακίνητο, εκφραστικό, όμως, όπως θα μπορούσε να ήταν το πρόσωπο ενός μάρτυρα προφήτη. Η Νάντια ήτανε ακόμα παιδί, φαινότανε, όμως, περισσότερο από παιδί, πολύ μεγαλύτερο και μεγαλύτερη από παιδί, πολύ μεγαλύτερη.

– Νάντια!

Δεν έχω ιδέα αν ήμουνα εγώ που το είπα ή αν ήτανε κάποιος από πίσω μου. Σήκωσε, όμως, τα μάτια της κατά πάνω μου και τα ένιωσα να με λιώνουν σαν ένα κομμάτι ζάχαρη που πέφτει σ’ ένα καυτό φλιτζάνι τσάι. Μαζί με το ελαφρό χαμόγελό της άκουσα και τη φωνή της:

– Θείε! Ήρες μόλις τώρα από το Κουβέιτ;

Η φωνή τσάκισε στο λαιμό της και ανασηκώθηκε με τη βοήθεια των χεριών της και τέντωσε το λαιμό της προς τα μένα. Της χάιδεψα την πλάτη και κάθισα κοντά της.

– Νάντια! Σου έχω φέρει δώρα από το Κουβέιτ, πολλά δώρα. Θα περιμένω να σηκωθείς από το κρεβάτι, να ‘σαι γερή και δυνατή και τότε θα ‘ρθεις στο σπίτι μου να σου τα δώσω. Σου ‘φερα τα κόκκινα παντελόνια που μου ‘γραψες και τα ζήταγες. Ναι σου τα ‘φερα.

Ήταν ένα ψέμα, που το γέννησε η ένταση εκείνης της στιγμής, μόλις όμως το ανέφερα ένιωσα πως για πρώτη φορά στη ζωή μου έλεγα την αλήθεια. Η Νάντια τρεμούλιασε λες και την είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα και χαμήλωσε το κεφάλι της μέσα σε μια τρομαχτική σιωπή. Ένιωσα τα δάκρυά της να βρέχουν την ανάποδη του χεριού μου.

–Πες μου κάτι Νάντια! Δε θες τα κόκκινα παντελόνια;

Σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου και ετοιμάστηκε να μιλήσει, σταμάτησε, όμως, έσφιξε τα δόντια και ξανάκουσα τη φωνή της να ‘ρχεται από πολύ μακριά.

–Θείε!

Άπλωσε το χέρι, ανασήκωσε το άσπρο κάλυμμα με τα δάχτυλα και μου έδειξε το πόδι της, που ήταν ακρωτηριασμένο ψηλά από το μηρό.

Φίλε μου … Δε θα ξεχάσω ποτέ το πόδι της Νάντιας, ακρωτηριασμένο ψηλά από το μηρό. Όχι, ούτε θα ξεχάσω τον πόνο που ήταν διάχυτος στο πρόσωπό της και αποτυπώθηκε για πάντα στα χαρακτηριστικά της. Εκείνη τη μέρα έφυγα από το νοσοκομείο της Γάζας, κρατώντας σφιχτά στα χέρια μου με σιωπηλή ειρωνεία τις δυό λίρες που έφερα μαζί μου για να τις δώσω στη Νάντια. Ο πύρινος ήλιος έδινε στους δρόμους ένα αιμάτινο χρώμα. Και η Γάζα, Μουσταφά, ήταν κάτι εντελώς καινούργιο. Εσύ κι εγώ δεν την είδαμε ποτέ έτσι. Η πέτρινη στήλη στην αρχή της συνοικίας Σιατζίγια όπου ζούσαμε, είχε μιά σημασία, και την είχανε βάλει εκεί όχι για κανέναν άλλο λόγο μα για να μας κάνουν να τη νιώσουμε. Αυτή η Γάζα, που είχαμε ζήσει και οι καλοί της άνθρωποι, που περάσαμε μαζί τους εφτά χρόνια ήττας ήταν κάτι καινούργιο. Σε μένα φαινότανε πως ήταν απλά μια αρχή. Δεν ξέρω γιατί πίστευα πως ήταν απλά μια αρχή. Φανταζόμουνα πως ο κεντρικός δρόμος, που τον πήρα για να με φέρει πίσω στο σπίτι ήτανε μονάχα η αρχή ενός μακρινού δρόμου, που οδηγούσε στο Σαφάντ. Όλα στη Γάζα απόπνεαν δυστυχία που δεν περιοριζόταν στο κλάμα. Ήτανε μια πρόσκληση. Κάτι πέρα απ’ αυτό, ήταν κάτι σαν η αποκατάσταση του ακρωτηριασμένου ποδιού!

Πήρα τους δρόμους της Γάζας, τους δρόμους με το εκτυφλωτικό φως. Μου είπανε πως η Νάντια έχασε το πόδι της καθώς ρίχτηκε πάνω από τα μικρά της αδέρφια και τις αδερφάδες της για να τα προστατέψει από τις βόμβες και τις φλόγες που ζώσανε το σπίτι. Η Νάντια θα μπορούσε να σώσει τον εαυτό της, θα μπορούσε να τρέξει μακριά, να σώσει το πόδι της. Όμως δεν το ‘κανε.

Γιατί;

Όχι, φίλε μου, δε θα ‘ρθω στο Σακραμέντο και δε λυπάμαι γι’ αυτό. Όχι, κι ούτε θα τελειώσουμε μαζί αυτό που αρχίσαμε στην παιδική μας ηλικία. Εκείνο το ανεξήγητο συναίσθημα που είχες καθώς άφηνες τη Γάζα, εκείνο το μικρό συναίσθημα πρέπει να μεγαλώσει και να γίνει μέσα σου ένας γίγαντας. Πρέπει να απλωθεί, για να βρεις τον εαυτό σου, πρέπει να το αναζητήσεις εδώ ανάμεσα στα απαίσια ερείπια της ήττας.

Δε θα ‘ρθω κοντά σου. Μα να γυρίσεις εσύ σε μας! Γύρισε πίσω, για να μάθεις από το πόδι της Νάντιας, ακρωτηριασμένο ψηλά από το μηρό, τι είναι η ζωή και ποιά είναι η αξία της ύπαρξης.

Γύρισε πίσω, φίλε μου! Σε περιμένουμε όλοι.


Το διήγημα αναδημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο Resistance for Free Palestine από τη μετάφραση της Ντίνας Κατσούρη, για το βιβλίο: «Σύγχρονοι Παλαιστίνιοι Πεζογράφοι», εκδόσεις «Θεμέλιο», 1983. Την αγγλική του έκδοση μπορείτε να τη δείτε εδώ. Το διήγημα γράφτηκε το 1956.

Η συνεχιζόμενη αντίσταση

Εξαιτίας του Καναφάνι οι Παλαιστίνιοι άρχισαν να πιστεύουν όλο και περισσότερο στον αγώνα τους. Εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί η Μοσάντ τον δολοφόνησε: Δεν ήταν απλά συγγραφέας, ήταν ηγέτης. Συζητούμε με τον Νασσάρ Ιμπαραχίμ, συγγραφέα και Διευθυντή Πολιτικών θεμάτων στο Εναλλακτικό Κέντρο Πληροφόρησης (AIC), για το έργο του Γασσάν Καναφάνι, το όραμά του και την κληρονομιά του. Ο Νασσάρ ήταν 14 χρονών τον καιρό της δολοφονίας τους Καναφάνι.

Νασσάρ, ποιές είναι οι αναμνήσεις σου από τον Γασσάν Καναφάνι;

Για τη γενιά μας, που έζησε τις διασπάσεις τους παλαιστινιακού πολιτικού κινήματος στη Συρία, την Ιορδανία και το Λίβανο, ο Γασσάν ήταν μια από τις κεντρικές παλαιστινιακές φιγούρες που επηρέασε τις ζωές μας, πολιτιστικά και ηθικά. Γεννήθηκε στην Άκκα το 1936 και μετά το 1948 η οικογένειά του έγιναν πρόσφυγες και πήγαν στο Λίβανο και τη Συρία, όπου πήρε το πτυχίο του στην αραβική λογοτεχνία στη Δαμασκό. Ξεκίνησε να διδάσκει παιδιά προσφύγων, οι αναμνήσεις τους από τη Νάκμπα ήταν πρόσφατες και αυτή η εμπειρία επηρέασε σημαντικά την πολιτική δομή του Καναφάνι.

Ο Καναφάνι ξεκίνησε να γράφει το 1950, όταν ήταν ακόμα πολύ νέος. Πριν από εκείνον, όλα τα γραπτά για τη Νάκμπα απλώς περιέγραφαν πόσο μίζερες και καταθλιπτικές ήταν οι ζωές των παλαιστίνιων προσφύγων. Με την προσωπική ιστορία και το έργο του Καναφάνι ωστόσο ανακαλύψαμε μια άλλη διάσταση: την αντίσταση μέσα στους Παλαιστίνιους, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Ήταν ο πρώτος συγγραφέας που άρχισε να ασχολείται με το παλαιστινιακό θέμα από παλαιστινιακή άποψη. Δίδαξε τους Παλαιστίνιους να ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους και τη δική τους αντίσταση. Η πιο σημαντική πλευρά είναι ότι έγραψε για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες και την αντίσταση χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά κριτήρια, και μέσα από αυτό ανακαλύψαμε ότι ο καθένας είναι ήρωας και αντιστασιακός. Όταν προστατεύεις τη ζωή σου και τα παιδιά σου, αντιστέκεσαι. Αν και είμαστε στους προσφυγικούς καταυλισμούς, έχουμε ακόμα την Παλαιστίνη στη μνήμη και επομένως αντιστεκόμαστε. Μας δίδαξε να διατηρούμε τις αναμνήσεις μας. Αυτό ήταν μια σημαντική τομή στη λογοτεχνία τη σχετική με τη Νάκμπα.

Ο Γασσάν περιέγραψε την πραγματικότητα και την ψυχολογία της μετά 1948 εξορίας, μια εποχή μόνιμης σύγκρουσης. Η προτεραιότητα ήταν κανείς να ζει, να τρώει, να προστατεύσει τα παιδιά: όλες αυτές οι κινήσεις ήταν αντίσταση. Ακόμα και όταν πεθαίνεις, είναι ένα είδος αντίστασης. Έδειξε πως η καθημερινή παλαιστινιακή αντίσταση είναι μια λαϊκή αντίσταση.

Ο Γασσάν Καναφάνι έχει μια βαθιά συμβολική αξία για τους Παλαιστίνιους. Ενώ οι διανοούμενοι γενικά είναι απομακρυσμένοι από τους ανθρώπους, ο Καναφάνι ένιωσε και συνδύασε τη λογοτεχνία και τα πολιτικά οράματα, πρώτα στο Κίνημα των Αράβων Εθνικιστών και μετέπειτα στο Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) ως αρχισυντάκτης. Και ο Καναφάνι δεν ήταν μόνο ένας συγγραφέας αλλά και καλλιτέχνης. Έγραψε το περίφημο διήγημα Άνθρωποι στον Ήλιο τα πρώτα τρία χρόνια μετά τη Νάκμπα. Ήταν ένα πολύ κρίσιμο διήγημα μέσα από το οποίο χιλιάδες Άραβες άρχισαν να ανακαλύπτουν πως να αντιμετωπίζουν τις Παλαιστινιακές επιδιώξεις.

Ποια είναι η κληρονομιά του Καναφάνι;

Η κληρονομιά του είναι ακόμα νωπή. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιούσε, πως αντικατόπτριζε την καθημερινή ζωή. Η κληρονομιά του είναι τεράστια και έγραψε πολλές ιστορίες, παραμύθια, διηγήματα, θεατρικά έργα, έρευνες και πολιτικά άρθρα. Τα γραπτά του Καναφάνι ήταν ζωντανά, όχι προϊόν ενός μοναχικού ανθρώπου και της δουλειάς του, ήταν εκφράσεις της ανάγκης να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, ως άτομα και συλλογικά και αυτό ήταν κρίσιμο την περίοδο μεταξύ 1948 και 1967, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Παλαιστίνιοι ήταν σε φοβερή σύγχυση. Ακόμα και την εποχή που ο Καναφάνι ήταν παιδί, αναρωτιόταν γιατί οι Παλαιστίνιοι είναι σε τέτοια δραματική κατάσταση; Ήταν επίσης πολιτικός ηγέτης και είχε βαθιά κατανόηση των δυνατών και αδύνατων σημείων των Παλαιστίνιων.

Στο διήγημά του Umm Sa’ad, μια γυναίκα πρόσφυγας στο Λίβανο φυτεύει ένα αμπέλι μετά τον πόλεμο της μέσης ανατολής του 1967, που συμβολίζει το γεγονός ότι ενώ εμείς ως Παλαιστίνιοι πεθαίνουμε, μια μέρα θα αναστηθούμε.

Ο Καναφάνι κριτικάρει έντονα την εξάρτηση των ανθρώπων από μεταφυσικές δυνάμεις. Στο παραμύθι Τυφλός και Κουφός, καταπιάνεται με ειρωνεία με τις προσδοκίες των ανθρώπων από θαύματα για να τους γιατρέψουν. Οι Παλαιστίνιοι πρέπει να αντισταθούν, και αυτό είναι το «θαύμα»: αν θέλουμε να επιστρέψουμε στην Παλαιστίνη πρέπει να παλέψουμε.

Στο Άνθρωποι στον Ήλιο, ο Καναφάνι περιγράφει τρείς Παλαιστίνιους που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα ανάμεσα στο Ιράκ και το Κουβέιτ για να αναζητήσουν δουλειά. Στο τέλος του διηγήματος, οι άντρες πεθαίνουν στο βυτίο νερού ενώ ένας άλλος ζητούσε άδεια για να περάσει τα σύνορα. Μετά από αυτά τα γεγονότα, αναρωτιέται: γιατί δεν χτύπησαν τον τοίχο του βυτίου νερού; Αλλά και πάλι το πρόβλημα είναι ποιος είπε ότι δεν χτύπησαν; Και αν χτύπησαν, ποιος θα άκουγε και θα εγγυόταν ότι η αστυνομία δεν θα τους πυροβολούσε; Αυτές οι σελίδες είναι βαθιά συμβολικές σε σχέση με την Παλαιστινιακή κατάσταση.

Στην παλαιστινιακή ιστορία ακριβώς μετά το 1948, η πρώτη ερώτηση ήταν γιατί συνέβη η Νάκμπα. Το δεύτερο στάδιο, όπως προτείνει ο Καναφάνι δεν είναι να περιμένουμε λύση από τον ουρανό αλλά να αγωνιζόμαστε και να αντιστεκόμαστε κάθε μέρα. Στο διήγημά του Umm Sa’ad διευκρινίζει ότι στον προσφυγικό καταυλισμό υπάρχει διαφορά μεταξύ σκηνής και σκηνής, η σκηνή της UNRWA όπου οι άνθρωποι περιμένουν φαγητό-μια σκηνή ελεημοσύνης-και η σκηνή όπου τα παιδιά μαθαίνουν πως να πολεμούν-μια σκηνή αντίστασης. Υπάρχει σκηνή ελεημοσύνης και σκηνή αντίστασης. Ο Καναφάνι κριτικάρει έντονα την ηγεσία ότι δεν στάθηκε στην πρώτη γραμμή της τέντας της αντίστασης.

Τι συνεχίζει ο Γασσάν Καναφάνι να διδάσκει στις μέρες μας;

Αν παρακολουθούμε τον Γασσάν Καναφάνι, μπορούμε να πούμε αλήθεια ότι οι Παλαιστίνιοι δεν χτύπησαν τον τοίχο του βυτίου; Ποιος χτύπησε τον τοίχο περισσότερο από τους Παλαιστίνιους; Αν ο Καναφάνι ζούσε ακόμα, τι θα έλεγε; Νομίζω ότι ακόμα και σήμερα δεν θα έχανε την αισιόδοξη συμπεριφορά του και ότι θα διοχέτευε περισσότερη ενέργεια στην κριτική της Παλαιστινιακής εσωτερικής δομής και κατάστασης.

Οι Παλαιστίνιοι περιμένουν την ώρα να κινητοποιηθούν ξανά και για αυτό τώρα χρειαζόμαστε περισσότερη αλληλεγγύη από το εξωτερικό. Χάρη στον Καναφάνι οι Παλαστίνιοι άρχισαν να πιστεύουν όλο και περισσότερο στον αγώνα τους. Είναι επομένως εύκολο να καταλάβουμε γιατί η ισραηλινή Μοσάντ τον σκότωσε: δεν ήταν μόνο ένας συγγραφέας, αλλά ένας ηγέτης. Ο Καναφάνι έσωσε την αραβική λογοτεχνία με το αίμα του. Της έδωσε χιούμορ με το αίμα του. Μας έδωσε ξανά αξιοπρέπεια. Ο Καναφάνι πειραματίστηκε με αυτά που έγραψε και πλήρωσε το τίμημα.


Η συνέντευξη με τον Νασσάρ Ιμπραχίμ δημοσιεύτηκε στο International Middle East Media Center και η ελληνική του μετάφραση στο Resistance for free Palestine.

Ο αγώνας των καταπιεσμένων του κόσμου

«Ο ιμπεριαλισμός έχει απλώσει το σώμα του πάνω από τον κόσμο, το κεφάλι στην Ανατολική Ασία, η καρδιά στη Μέση Ανατολή, οι αρτηρίες φθάνουν στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Οπουδήποτε χτυπήστε το, κάντε του ζημία, υπηρετείστε την παγκόσμια επανάσταση».

Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ένας μύθος ή μια λέξη που επαναλαμβάνεται από τα ειδησεογραφικά μέσα, μια ακίνητη εικόνα που δεν επενεργεί στην ανθρώπινη πραγματικότητα. Στην αντίληψη του Γασσάν Καναφάνι είναι κινητό σώμα, ένα χταπόδι που αποικίζει και εκμεταλλεύεται, που εξαπλώνεται στον κόσμο μέσω των δυτικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων.

Ο ιμπεριαλισμός εξαπολύει διάφορες μορφές επιθετικότητας ενάντια στις μάζες των ανθρώπων του μόχθου σ’ όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις υποανάπτυκτες χώρες.

Με βάση το σύνθημα: «Όλη τα τα γεγονότα στις μάζες», ανηρτημένο στην Al Hadaf, ο Γασσάν Καναφάνι θέτει την ιδιαίτερη ευφυΐα του στην υπηρεσία των μαζών και των αντικειμενικών συμφερόντων της τάξης του που τον οδηγούν να δηλώσει: «Η επιθυμία για αλλαγή που σαρώνει τις αραβικές μάζες, πρέπει να πάρει ώθηση από μια ιδεολογική και πολιτική σαφήνεια, η οποία είναι απόλυτη. Κατά συνέπεια, η Al Hadaf αφιερώνεται στην υπηρεσία της επαναστατικής εναλλακτικής λύσης, δεδομένου ότι τα συμφέροντα των καταπιεσμένων τάξεων είναι τα ίδια με τους στόχους της επανάστασης. Παρουσιάζεται ως σύμμαχος όλων εκείνων που συνεχίζουν τον ένοπλο και πολιτικο-ιδεολογικό αγώνα για ένα απελευθερωμένο προοδευτικό έθνος».

Η φυσική βάση για τη διανοητική και καλλιτεχνική δουλειά του Γασσάν ήταν η υπεράσπιση των συμφερόντων του κόσμου του μόχθου, όχι μόνο των Παλαιστίνιων, αλλά και των Αράβων και των καταπιεσμένων τάξεων όλου του κόσμου. Λόγω αυτής της θεμελιώδους βάσης που διαπερνούσε όλη του τη δουλειά, ο Γασσάν Καναφάνι, ως μαρξιστής, ακολούθησε το μονοπάτι του ένοπλου αγώνα σαν το μόνο δρόμο για την υπεράσπιση των καταπιεσμένων.

Ήταν ο ίδιος μέρος τους. Έζησε και δοκίμασε τη φτώχεια που προκαλεί ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός και παρέμεινε στις γραμμές των καταπιεσμένων μαζών, παρά τους πειρασμούς των καπιταλιστών και τις προσπάθειές τους να περικυκλώσουν τη δημοσιογραφική ζωή του. Παρέμεινε ένας ταπεινός άνθρωπος που δούλευε μέρα νύχτα για να βελτιώσει την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, παρά τις αντιξοότητες που επέβαλε η ιστορία.

Απευθυνόμενος σε μια ομάδα σπουδαστών, ο Γασσάν είπε: «Στόχος της εκπαίδευσης είναι να διορθώσει την πορεία της ιστορίας. Γι’ αυτό χρειάζεται να μελετάμε την ιστορία και να κατανοούμε τη διαλεκτική της, με σκοπό να χτίσουμε μια νέα ιστορική εποχή, στην οποία οι καταπιεσμένοι θα ζουν -μετά την απελευθέρωσή τους με επαναστατική βία- από την αντίφαση που τους γοήτευσε». Ο Γασσάν Καναφάνι όχι μόνο είχε κατακτήσει τη γνώση του ιστορικού υλισμού, αλλά και τον εφάρμοσε στη δουλειά του. Η ιδέα στην οποία πίστεψε και έζησε γι’ αυτήν παρουσιάζεται ξεκάθαρα σε όσα είπε και έγραψε. Η αρχική αντίφαση, είναι αυτή με τον ιμπεριαλισμό, το σιωνισμό και το ρατσισμό. Είναι μια διεθνής αντίφαση, και η μόνη λύση είναι να καταστραφούν αυτές οι απειλές από έναν ενωτικό και ακλόνητο οπλισμένο αγώνα. Ενθάρρυνε και αύξησε το πνεύμα του διεθνισμού μεταξύ όλων των ανθρώπων που γνώριζε ή απευθυνόταν.

Αυτή η πεποίθηση τον έκανε να απορρίψει όλους τους συμβιβασμούς, όλες τις αστικές ή διχαστικές λύσεις, που δεν συμπεριλαμβάνουν ή δεν ταιριάζουν με την υποστηριζόμενη άποψη και την ανάπτυξη της επανάστασης και τη μακριά πορεία προς την απελευθέρωση, που χτυπά τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού και ενοποιείται με τις μάζες. Σε ένα σχόλιο του για τον μάρτυρα Patrick Arguello ανέφερε: «Ο μάρτυρας Patrick Arguello αποτελεί σύμβολο για το δίκαιο σκοπό μας και τον αγώνα για την επίτευξή του, έναν αγώνα χωρίς όρια. Σύμβολο για τις καταπιεσμένες και στερημένες μάζες, που αντιπροσωπεύονται από τον Oum Saad και πολλούς άλλους που προέρχονται από τα στρατόπεδα και όλα τα μέρη του Λιβάνου, και βάδισαν στην νεκρική πομπή του».

Σε συζητήσεις για τα ιμπεριαλιστικά αντιδραστικά σχέδια ενάντια στις επαναστατικές δυνάμεις, έλεγε: «Τα αποτελέσματα της ιμπεριαλιστικής επίθεσης θα κατευθυνθούν ενάντια στις καταπιεσμένες μάζες για να τις αποτρέψουν από την κινητοποίηση και την πάλη». Αυτή η θέση βασίστηκε στην ανάλυση της στάσης των αραβικών καθεστώτων και των καθεστώτων γενικά των υπανάπτυκτων χωρών, οι οποίες υποχωρούν κάτω από τα κτυπήματα του ιμπεριαλισμού.

Στα πλαίσια της διεθνούς επανάστασης, είπε: «Οι βιετναμέζοι επαναστάτες αγωνίζονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεκάδες χρόνια. Θα μεταφέρουν την επανάστασή τους σε άλλα μέρη. Πρώτον επειδή η επανάστασή τους είναι διαρκής και δεύτερον επειδή είναι διεθνιστές…»

«Ο παλαιστινιακός σκοπός δεν είναι ένας σκοπός μόνο για τους Παλαιστίνιους, αλλά για κάθε επαναστάτη, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, ένας σκοπός των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων μαζών της εποχής μας».

Καθώς ο αγώνας του διεθνούς προλεταριάτου ενάντια στον ιμπεριαλισμό ήταν το κύριο ζήτημα για τον Γασσάν Καναφάνι, οι συνωμότες που κρύβονται πίσω από τη δολοφονία του φοβήθηκαν την ξεκάθαρη και λογική αντιμετώπιση, που αποκαλύπτονταν στη δουλειά του μέσω των δυτικών ειδησεογραφικών μέσων. Αυτό οδήγησε τον ιμπεριαλισμό και τους αντιδραστικούς συμμάχους του να σταματήσουν την πένα που αρνιόταν να παραδοθεί στους πειρασμούς ή τις προειδοποιήσεις τους. Ο Γασσάν Καναφάνι μετασχημάτισε το παλαιστινιακό και αραβικό ζήτημα, σε υιοθέτηση του αγώνα όλων των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων του πλανήτη.

Η δέσμευση του Γασσάν θα παραμείνει ένα μνημείο για τις αγωνιζόμενες μάζες. Σε μια συνάντηση με το προσωπικό της Al Hadaf ανέφερε: «Όλα σε αυτόν τον κόσμο μπορούν να κλαπούν, εκτός από ένα. Κι αυτό είναι η αγάπη του ανθρώπου για μια στέρεη δέσμευση, μια πεποίθηση ή έναν σκοπό».


Το παραπάνω κείμενο είναι αποσπάσματα από κείμενο που έγραψε ο συνάδελφός του παλαιστίνιος συγγραφέας, S. Marwan, προς τιμήν του Kanafani και δημοσιεύτηκε στην Al Hadaf στις 22 Ιούλη 1972.

Γασσάν Καναφάνι

Ο Γασσάν Καναφάνι (Ghassan Kanafani) γεννήθηκε στην πόλη Άκκα ή Άκρα (Acre) το 1936. Η οικογένειά του εκδιώχθηκε από την Παλαιστίνη το 1948 από την σιωνιστική τρομοκρατία και εγκαταστάθηκε τελικά στη Δαμασκό. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εργάστηκε σαν δάσκαλος και δημοσιογράφος, πρώτα στη Δαμασκό και μετά στο Κουβέιτ. Αργότερα μετακόμισε στη Βηρυτό και έγραψε για διάφορες εφημερίδες πριν ξεκινήσει -το 1969- την εβδομαδιαία εφημερίδα του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), Al Hadaf. Ήταν εκπρόσωπος τύπου του PFLP και μέλος του πολιτικού του γραφείου, καθώς επίσης και μεγάλος μυθιστοριογράφος και καλλιτέχνης του οποίου η τεράστια συνεισφορά δεν μπορεί να τονιστεί.

Στο ξεκίνημά του ο Καναφάνι ήταν ενεργό μέλος του Αραβικού Εθνικιστικού Κινήματος, που αποτέλεσε πρόδρομο του PFLP, αλλά αργότερα, μαζί με το σύντροφό του George Habash, έγινε μαρξιστής, πιστεύοντας ότι στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Παλαιστίνιοι δεν θα μπορούσε να δοθεί λύση χωρίς μια κοινωνική επανάσταση σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.

Δολοφονήθηκε από τους σιωνιστές πράκτορες τον Ιούλιο του 1972, όταν εξερράγη το αυτοκίνητό του. Η αδελφή του έγραψε:

Το πρωί του Σαββάτου, 8 Ιουλίου του 1972, περίπου στις 10:30 πμ, η Lamees (ανιψιά του Kanafani) και ο θείος της πήγαιναν μαζί στη Βηρυτό. Ένα λεπτό μετά την αναχώρησή τους, ακούσαμε μια πολύ δυνατή έκρηξη που τράνταξε ολόκληρο το κτήριο. Αμέσως φοβηθήκαμε, αλλά ο φόβος μας ήταν για τον Ghassan και όχι για τη Lamees επειδή είχαμε ξεχάσει ότι ήταν μαζί του, και ξέραμε ότι ο Ghassan ήταν ο στόχος της έκρηξης. Τρέξαμε έξω, όλοι φωνάζοντας τον Ghassan και κανείς την Lamees. Η Lamees ήταν ακόμα ένα δεκαεπτάχρονο παιδί γεμάτο όρεξη για ζωή, αλλά ξέραμε ότι η ίδια είχε επιλέξει αυτόν τον δρόμο. Ακριβώς την προηγούμενη μέρα είχε ζητήσει από το θείο της να μειώσει τις επαναστατικές του δραστηριότητές και να συγκεντρωθεί περισσότερο στη συγγραφή. Του είχε πει: “οι ιστορίες σου είναι όμορφες” και εκείνος απάντησε: “Να επιστρέψω στο γράψιμο ιστοριών; Γράφω καλά επειδή πιστεύω σε έναν σκοπό, σε αρχές. Την ημέρα που θα εγκαταλείψω αυτές τις αρχές, οι ιστορίες μου θα γίνουν κενές. Εάν επρόκειτο να αφήσω πίσω τις αρχές μου, εσύ η ίδια δεν θα με σεβόσουν”. Μπορούσε να πείσει το κορίτσι ότι ο αγώνας και η υπεράσπιση αρχών είναι αυτό που τελικά οδηγεί στην επιτυχία σε όλα.

Στα απομνημονεύματα, που η σύζυγος του Γασσάν Καναφάνι δημοσίευσε μετά το θάνατό του, έγραψε:

Η έμπνευσή του για να γράφει και να εργάζεται ακατάπαυστα ήταν ο Παλαιστινιακός και αραβικός αγώνας… Ήταν ένας από εκείνους που πάλεψαν ειλικρινά για τη μετεξέλιξη του κινήματος αντίστασης από εθνικιστικό απελευθερωτικό κίνημα σε παναραβικό επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα, του οποίου η απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα αποτελούσε ζωτικής σημασίας συστατικό. Πάντα τόνιζε ότι το Παλαιστινιακό πρόβλημα δεν θα μπορούσε να λυθεί απομονωμένο από τη συνολική κοινωνική και πολιτική κατάσταση του αραβικού κόσμου.

Αυτή η τοποθέτηση αναπτύχθηκε φυσικά από την προσωπική εμπειρία του Καναφάνι. Στα δώδεκά του χρόνια βίωσε την τραυματική εμπειρία της προσφυγιάς, και έκτοτε έζησε ως εξόριστος σε διάφορες αραβικές χώρες, όχι πάντα νόμιμα. Ο λαός του διασκορπίστηκε, πολλοί από αυτούς ζούσαν σε προσφυγικά στρατόπεδα ή αγωνίζονταν να βγάλουν τα προς το ζην κάνοντας τις πιο ταπεινές δουλειές. Η μόνη τους ελπίδα ακουμπούσε στο μέλλον και τα παιδιά.

Ο ίδιος ο Καναφάνι, γράφει στο γιο του, συνοψίζοντας τι σημαίνει να είναι Παλαιστίνιος:

Σε άκουσα στο άλλο δωμάτιο που ρωτούσες τη μητέρα σου: “Μαμά, είμαι Παλαιστίνιος;” Όταν απάντησε “ναι” μια βαριά σιωπή απλώθηκε στο σπίτι. Ήταν σαν κάτι που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας να είχε πέσει, ο θόρυβός του ήταν εκρηκτικός και έπειτα – σιωπή. Μετά … Σε άκουσα να κλαις. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Υπήρχε κάτι πέρα από την αντίληψή μου, που γεννιόταν στο διπλανό δωμάτιο μέσα στα μπερδεμένα αναφιλητά σου. Ήταν σαν ένα ευλογημένο χειρουργικό νυστέρι να άνοιγε το στήθος σου και να έβαζε εκεί την καρδιά που σου ανήκε … Ήμουν ανίκανος να κινηθώ και να έρθω να δω τι συνέβαινε. Ήξερα, εντούτοις, ότι μια μακρινή πατρίδα γεννιόταν ξανά: οι λόφοι, οι ελαιώνες, οι νεκροί, τα σχισμένα και διπλωμένα λάβαρα, όλα γεννιούνταν στην καρδιά ενός άλλου παιδιού… Πιστεύεις ότι ένας άντρας μεγαλώνει σταδιακά; Όχι, γεννιέται ξαφνικά – μια λέξη, μια στιγμή, διαπερνά την καρδιά του σε έναν νέο κτύπο. Μια και μόνη σκηνή μπορεί να τον εκσφενδονίσει από το ανώτατο όριο της παιδικής ηλικίας, στην τραχύτητα του δρόμου.

Σ’ αυτούς που έφυγαν αλλά παραμένουν ακόμα σύντροφοι. Γνωρίζατε δύο δρόμους στη ζωή, και η ζωή ήξερε από εσάς μόνο έναν. Γνωρίζατε το δρόμο της υποταγής και τον αρνηθήκατε. Και γνωρίζατε το δρόμο της αντίστασης και τον περπατήσατε. Αυτό το δρόμο διαλέξατε να πάρετε. Και οι σύντροφοί σας προχωρούν μαζί σας.

Η ικανότητα του συντρόφου Καναφάνι να περιγράφει, πέρα από οποιαδήποτε σκιά αμφιβολίας, τις στερήσεις και τα βάσανα του λαού του, και να μετασχηματίζει μια ιδεολογία, μια πολιτική γραμμή σε λαϊκή λογοτεχνία τον μετέτρεψε σε σοβαρή απειλή για το σιωνισμό.


Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του PFLP στα 43 χρόνια από τη δολοφονία του. Η ελληνική μετάφραση είναι του blog Resistance for Free Palestine.

Γασσάν Καναφάνι | Ο διανοούμενος της Παλαιστινιακής Αντίστασης