Αθώα η Χούντα, ένοχο το Πολυτεχνείο!

Το νέο εγχείρημα των σημαιοφόρων της αμόρφωτης και ανεπίγνωστης Αριστείας είναι η αθώωση των εγκλημάτων της Χούντας και η σπίλωση του Πολυτεχνείου. Το εγχείρημά τους είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ιστορικού αναθεωρητισμού που κάνει τα θύματα θύτες, και τους θύτες τους βγάζει λάδι. Οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα; Προκλήθηκαν από τον ΕΛΑΣ. Οι Οθωμανοί στη Χίο; Προκλήθηκαν από τους επαναστατημένους Έλληνες. Η Χούντα του Ιωαννίδη; Προκλήθηκε από το Πολυτεχνείο. Αν δεν ήταν το Πολυτεχνείο, δεν θα ερχόταν ο Ιωαννίδης, δεν θα έκανε κίνημα ο Σαμψών, δεν θα είχαμε τον Αττίλα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Όπερ έδει δείξαι λοιπόν.

Η κοινή λογική και ο ορθός λόγος βιάζονται βάναυσα, μαζί με την ιστορική αλήθεια. Η σκοπιμότητα είναι προφανής: Όταν οι λαοί και τα έθνη αγωνίζονται, προκαλούν μόνο κακό. Η ελευθερία και η δημοκρατία δεν θα έρθει από τους αγώνες, αλλά από την ξένη επέμβαση. Είτε έστω, από ομαλές διαδικασίες εκπολιτισμού και διαδοχικών εκδημοκρατισμών. Οι αγώνες είναι βλαβεροί, είναι επιζήμιοι, είναι αυτοχειριασμός. Όχι μόνο δεν έχουν θετικό αποτέλεσμα, αλλά προκαλούν και κακό.

Ο ιστορικός αναθεωρητισμός της άρχουσας τάξης έχει ένα στόχο: Να αμαυρώσει κάθε ιστορική και εθνική μνήμη ξεσηκωμού, ριζοσπαστισμού, εξέγερσης ή επανάστασης. Να «διαπαιδαγωγήσει» τη σύγχρονη κοινωνία στον ραγιαδισμό, στην παθητική αναμονή, στην αναζήτηση ισχυρών προστατών. Αυτή είναι η γραμμή που συνδέει την αστική αναθεώρηση της ιστορίας του ’21, του ‘40, του ‘73.

Ο αστικός αναθεωρητισμός είχε αιχμή το ξαναγράψιμο της ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου. Επιτέθηκε σκαιά στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ για να δικαιολογήσει την αδικαιολόγητη στάση του τότε αστικού κόσμου. Ο οποίος επέλεξε είτε τον ανοικτό δοσιλογισμό, είτε την απόδραση από το εθνικό καθήκον της Αντίστασης. Ο αναθεωρητισμός όμως, επεκτείνεται και στα τρία ορόσημα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Το ’21 ως πιο μακρινό και ενδεδυμένο του κύρους της εθνικής παλιγγενεσίας, την έχει σχετικώς σκαπουλάρει. Όχι όμως για πολύ. Ο γνωστός για την αντιδραστική ιστοριογραφία του Εμφυλίου και της Εθνικής Αντίστασης καθηγητής Σ. Καλύβας θα συμμετάσχει στην επιτροπή «Ελλάδα 2021» για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση. Αν αναρωτιέστε τι θα κάνει εκεί, δικαίως αναρωτιέστε. Το ’21 δεν υπήρχαν γερμανοτσολιάδες για να πρέπει κάποιος να τους δικαιώσει. Η απάντηση όμως είναι απλή. Το πνεύμα της αστικής αντιδραστικής αναθεώρησης πρέπει να μεταφερθεί παντού.

Ποια επανάσταση και ποιος αγώνας το 1821; Ένα μάτσο κατσαπλιάδες, κλέφτες και ληστές, τρώγονταν μεταξύ τους. Πλιατσικολογούσαν αλλήλους και λεηλατούσαν αγάδες. Η απελευθέρωση δεν ήρθε από τους αγώνες των Ελλήνων αλλά από την επέμβαση των τριών δυνάμεων και τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Άκυρος ο ξεσηκωμός, άσκοπο το αίμα που χύθηκε, αδίκως οι μάχες και οι πολιορκίες. Κι αυτός ο Σολωμός το παράκανε στην εξιδανίκευση. Αντί να πολεμούν και να πεθαίνουν οι πολιορκημένοι, θα μπορούσαν να περιμένουν τις μεγάλες δυνάμεις. Λαϊκιστές όμως, τι περιμένεις; Πήγαν και σκοτώθηκαν. Και αντί να γιορτάζουμε την Ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827, γιορτάζουμε το 1821.

Ο αστικός αναθεωρητισμός θα πιάσει επιμέρους και αποσπασματικά θραύσματα της πραγματικότητας και θα αφαιρέσει τη λογική συνοχή, την αιτία και το αιτιατό, και κυρίως τη διαλεκτική ενότητα αντίθετων κινήσεων. Παίρνει μια επιμέρους μικρή αλήθεια και τη γενικεύει, της δίνει καθολική ισχύ, φτιάχνοντας έτσι ένα τεράστιο ψέμα. Μπορεί κάτι τέτοιο να μην έχει την παραμικρή σχέση με την ιστορία ως επιστήμη, ούτε καν με την κοινή λογική. Βολεύει όμως μια χαρά την αστική ιδεολογία.

Αντίστοιχα νοητικά άλματα κάνουν οι αναθεωρητές του Πολυτεχνείου. Δεν μπορούν να αναπαράξουν τον «μύθο των νεκρών του Πολυτεχνείου» όπως οι ακροδεξιοί κολλητοί τους. Αναγκάζονται λοιπόν να παραδεχτούν ότι η Χούντα έβαψε τα χέρια της αίμα. Η ύβρις όμως απέναντι στους νεκρούς διαπράττεται με πιο ύπουλο τρόπο: Όπως μας εξηγεί για παράδειγμα ο κ. Απόστολος Δοξιάδης, το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε τη χούντα αλλά έφερε τη σκληρότερη χούντα του Ιωαννίδη, ο οποίος οργάνωσε το πραξικόπημα στην Κύπρο, το οποίο προκάλεσε τον Αττίλα. Ο πονηρούτσικος τρόπος με τον οποίο στήνεται ο σύγχρονος, δεύτερος, και πιο επικίνδυνος, αντιδραστικός «μύθος του Πολυτεχνείου», είναι ότι η εξέγερση του Νοέμβρη, λίγο ή πολύ, προκάλεσε την κυπριακή τραγωδία.

Ο κ. Δοξιάδης όμως είναι μεγαλόκαρδος με τους αγωνιστές και τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Δεν τους χρεώνει την πρόθεση να διχοτομήσουν την Κύπρο, ή να φέρουν τον Ιωαννίδη. Πάλι καλά δηλαδή. Τους αναγνωρίζει τις αγνές προθέσεις της επαναστατημένης νιότης. Παρόλο που θέλει όμως να κρύψει τη μνησικακία του, αυτή δεν κρύβεται: «το Πολυτεχνείο όχι μόνο δεν έριξε τη Χούντα, αλλά πήγε κάθε προσπάθεια να ανατραπεί προς τα πίσω. Πολύ-πολύ πίσω», ισχυρίζεται. Και συνεχίζει: «Χωρίς τον Ιωαννίδη, η τραγωδία της Κύπρου δεν θα είχε συμβεί. Και χωρίς το Πολυτεχνείο, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε πάρει το πάνω χέρι ο Ιωαννίδης».

Εδώ, ο κ. Δοξιάδης που φροντίζει πάντα να είναι αρεστός στην άρχουσα τάξη και ειδικά στις πιο αντιδραστικές της πτέρυγες, επιδίδεται στις πιο κυνικές νοητικές ακροβασίες. Γίνεται εκπρόσωπος του πιο φτωχού εμπειρισμού. Και πράγματι, σύμφωνα με τη διανοητική σύλληψη του κ. Δοξιάδη, ο Νοέμβρης χάλασε τα σχέδια φιλελευθεροποίησης του Παπαδόπουλου, επιτάχυνε (ή και προκάλεσε) την κίνηση Ιωαννίδη, αυτή έφερε την σκλήρυνση, το πραξικόπημα ενάντια στο Μακάριο, την τουρκική εισβολή.

Ακολουθώντας όμως την ίδια ακριβώς διανοητική μέθοδο, ο Αττίλας έφερε την πτώση της Χούντας, τον Καραμανλή, τη μεταπολίτευση, τη δημοκρατία, την ευρωπαϊκή πορεία και τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Πρόκειται απλώς για αναπόφευκτη επέκταση του ισχυρισμού Δοξιάδη. Αν ισχύει ότι ο Αττίλας οφείλεται στο Πολυτεχνείο, πρέπει να ισχύει και ότι η δημοκρατία οφείλεται στον Αττίλα.

Γιατί όσο πρέπει να χρεώνουμε τον Αττίλα στο Πολυτεχνείο (και άρα να οικτίρουμε τους τιμούντες τον Νοέμβρη ως περίπου απολογητές της τουρκικής εισβολής και κατοχής), άλλο τόσο πρέπει να χρεώνουμε τη μεταπολίτευση στον Αττίλα (και επομένως να ευγνωμονούμε τους Τούρκους που εισέβαλαν στην Κύπρο, προκάλεσαν την πτώση της Χούντας και την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος). Γιατί αρκεί στους εκπρόσωπους της Αριστείας να αμαυρώνουν το Πολυτεχνείο ως μήτρα της χούντας του Ιωαννίδη και του Αττίλα;

Έχει στα αλήθεια το θάρρος ο κ. Δοξιάδης και οι λοιποί εκπρόσωποι του αστικού ιστορικού αναθεωρητισμού, να χαιρετίσουν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο ως μήτρα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας; Γιατί ανεξάρτητα βεβαίως από τις προθέσεις των τούρκων εισβολέων, αυτοί λειτούργησαν το δίχως άλλο θετικά.

Είναι προφανές ότι πρόκειται για δύο παράλογους, αλλά εντελώς όμοιους, αντίστοιχους ισχυρισμούς, που στερούνται κάθε ιστορικής, πολιτικής, κοινωνικής ποιότητας. Μόνο που η σκοπιμότητα της ενοχοποίησης του Νοέμβρη και της αθώωσης της χούντας δεν κρύβεται.

Δεν χρειάζεται να έχεις σπουδάσει ιστορία για να αντιλαμβάνεσαι ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται ως φυσικό πείραμα εργαστηρίου, δράσης – αντίδρασης, μονοσήμαντα και γραμμικά. Είναι εντελώς προφανές, ακόμα και για παιδιά του Δημοτικού ότι στην ιστορία επενεργούν αστάθμητες δυνάμεις, συχνά ανταγωνιστικές και συνεχώς μεταβαλλόμενοι συσχετισμοί.

Για το Βατερλό επί παραδείγματι, ουδείς φωστήρας άριστος σκέφτηκε να κατηγορήσει τον …Μιραμπό. Παρόλο που η Γαλλική Επανάσταση έφερε τον Βοναπάρτη, ο Βοναπάρτης κατέκτησε την Ευρώπη και η αντισυσπείρωση εναντίον του, γέννησε το Βατερλό.

Αν κανείς πάρει στα σοβαρά τον κ. Δοξιάδη και τους ομοϊδεάτες του, θα μπορούσε να επιχειρήσει να απαντήσει με λογικά επιχειρήματα: Η εξέγερση του Νοέμβρη (την οποία ο ίδιος τη βάζει σε εισαγωγικά) τίναξε στον αέρα τη φιλελευθεροποίηση, δηλαδή μάλλον μας γλύτωσε από μια μακρόχρονη ημι-δημοκρατία / ημι-δικτατορία τύπου Τουρκίας, που ουδείς γνωρίζει πότε θα τελείωνε. Όξυνε στο έπακρο τις αντιθέσεις του χουντικού καθεστώτος, αλλά δεν «έφερε» τον Ιωαννίδη. Μόνο μωρός μπορεί να ισχυριστεί ότι η χούντα του Ιωαννίδη, ετοιμάστηκε και κυριάρχησε μέσα σε μία βδομάδα. Το να κλαίνε αναδρομικά κάποιοι για τη «χαμένη ευκαιρία» της φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη δεν τους δίνει δημοκρατικά ένσημα. Το αντίθετο.

Και φυσικά ποτέ στην ιστορία δεν χρεώνουμε την παλινόρθωση στην επανάσταση. Παρόλο που πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, μια θερμιδοριανή αντίδραση ή μια λευκή αντεπανάσταση θα έρθει μετά από μια επανάσταση.

Αυτά βέβαια, αν κανείς θέλει να μιλήσει λογικά.

Όμως η συζήτηση και η αντιπαράθεση με τον ιστορικό αναθεωρητισμό της υπερ-συντηρητικής αντίδρασης δεν αφορά κάποια λογικά επιχειρήματα ή πλαίσια. Οι συκοφάντες των μεγάλων στιγμών αντίστασης, εξέγερσης και αγώνα του ελληνικού λαού δεν ενδιαφέρονται για τη λογική. Θέλουν απλώς να θάψουν βαθιά κάθε αγωνιστικό λαϊκό και εθνικό φρόνημα που θυμίζει στις θεραπαινίδες της εξουσίας ότι «υπάρχει κι άλλος δρόμος».

Υπήρχε και άλλος δρόμος. Και ακολουθήθηκε. Και το ’21 και το ’40 και το ’73. Οι Άριστοι σήμερα τον συκοφαντούν, τον θάβουν, τον αγνοούν, επιχειρούν να τον ξεριζώσουν από τη μνήμη και τη συλλογική ταυτότητα. Στην περίπτωση του Νοέμβρη, ενοχοποιούν ευθέως το Πολυτεχνείο για να αθωώσουν εμμέσως τη Χούντα. Και να υμνήσουν το «ρεαλισμό» που αναγνωρίζει και υποτάσσεται στους συσχετισμούς.

Υπάρχει κι άλλος δρόμος και σήμερα.

Ανόητη, πορωμένη ή άριστη;

Η δήλωση της υφυπουργού Μιχαηλίδου για «οπλισμό που χρησιμοποιούν οι Σύριοι» και βρέθηκε στην ΑΣΟΕΕ ξεπέρασε κάθε ορατό όριο φαιδρότητας. Τόσο που ακόμα και ομοϊδεάτες της δεν μπόρεσαν να την ακολουθήσουν στα δυσθεώρητα ύψη ασυναρτησίας στα οποία επιμένει να διαβιεί.

Η πρώτη εκδοχή για την κ. Μιχαηλίδου, είναι αυτή που παρουσίασε ο Μπογδάνος. Να μην μπορεί δηλαδή να ξεχωρίσει πυραύλους, αντιαρματικές ρουκέτες ή οπλοπολυβόλα, από άδεια μπουκάλια, στειλιάρια, κουκούλες και ένα χαλασμένο καλοριφέρ. Επειδή είναι κυρία. Η διαφορά όμως είναι τόσο μεγάλη που δεν δικαιολογείται λόγω φύλου. Δικαιολογείται λόγω περιορισμένης αντιληπτικής ικανότητας.

Η δεύτερη εκδοχή για την υφυπουργό, είναι να έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό φανατισμού και παράκρουσης που να έχει πείσει τον εαυτό της ότι τα κράνη, τα 13 άδεια μπουκάλια, τα στειλιάρια και το χαλασμένο καλοριφέρ είναι ίδιας βαρύτητας οπλισμός με τα καλάσνικοφ και τις ρουκέτες.

Στη γραμμή αυτή βρίσκεται σίγουρα ο προαναφερθείς κ. Μπογδάνος που ζήτησε να μην κάνουμε «διακρίσεις ανάμεσα σε οπλισμό». Ερωτώμενος δε αν βρέθηκαν καλάσνικοφ στο υπόγειο της ΑΣΟΕΕ αναρωτήθηκε: «εκεί θα κολλήσετε;».

Ελπίζουμε, για το καλό της εθνικής κυριαρχίας,  ο κ. Μπογδάνος ή η κ. Μιχαηλίδου να μην αναλάβουν πόστο στο Υπουργείο Άμυνας. Γιατί θα ήταν ικανοί να εκδώσουν διαταγή με την οποία να αντικαθιστούν τα G3 του ελληνικού στρατού με σπρέι, ξύλα, άδεια μπουκάλια και χαλασμένα καλοριφέρ.

Δεν πρόκειται για αστείο. Η ιδεολογική παράκρουση μπορεί να προκαλέσει απώλεια επαφής με την πραγματικότητα. Ένα σημαντικό κομμάτι των σημερινών ενοίκων του Λευκού Οίκου για παράδειγμα, βάζει το χέρι του στη φωτιά για το ότι ο Θεός μιλά απευθείας στον Τραμπ. Δεν είναι χειρότεροι από όσους δίνουν τη μάχη ενάντια στη «σοβιετική Ελλάδα», την ώρα που έχουν ιδιωτικοποιηθεί μέχρι και οι πέτρες.

Η τρίτη εκδοχή είναι και η σοβαρότερη. Συνειδητά, μεθοδικά και ψύχραιμα, πολιτικοί σαν την εν λόγω κυρία, εκστομίζουν τα πιο τερατώδη ψέματα χωρίς την παραμικρή αιδώ. Και να διαψευστούν, δεν τρέχει τίποτα. Δεν θα ανασκευάσουν.

Δεν νιώθουν υπόλογοι απέναντι στην αλήθεια, αλλά απέναντι στην τάξη τους και στις πολιτικές και οικονομικές της σκοπιμότητες. Αν αυτές εξυπηρετούνται από έναν καταιγισμό fake news που λέγονται και αναπαράγονται με τον πιο φυσιολογικό τρόπο, τόσο το χειρότερο για την αλήθεια.

Η έκρηξη της τερατολογίας δεν είναι μια εγχώρια εκδοχή αφιονισμένων νεοφιλελεύθερων του Κυριάκου.

Ο Rune Møller Stahl έγραφε στο Jacobin:

Η επικράτηση του Brexit και η νίκη του Τραμπ χτύπησε σαν κεραυνός ηλιθιότητας τα φιλελεύθερα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Πώς είναι δυνατόν οι ψηφοφόροι να αγνοούν τα γεγονότα; Σχεδόν ομόφωνα, απάντησαν: Ζούμε σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τη μετα-αλήθεια. Η λέξη καθιερώθηκε από έντυπα όπως το Forbes ή οι New York Times. Η συνοπτική περιγραφή της παραπάνω έννοιας έγινε από ένα άρθρο στη Huffington Post: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα του μέλλοντος δεν είναι πολιτικό, δεν είναι οικονομικό, δεν είναι καν ζήτημα επιχειρημάτων. Είναι η μάχη ανάμεσα στα γεγονότα και στη μυθοπλασία».

Παρόλες τις μεμψιμοιρίες των φιλελεύθερων, η προσφυγή στα fake news είναι μια καλά μελετημένη στρατηγική. Στηρίζεται στην παραδοχή ότι όλο και περισσότεροι αρνούνται τα γεγονότα και τα προφανή, καταφεύγουν στις παραδοξολογίες, προτιμούν το συναίσθημα από τη λογική, ενημερώνονται από click-baits άρθρα και όχι από συγκροτημένη ειδησεογραφία, ακόμη κι αν αυτή είναι – που είναι – μεροληπτική.

Τέτοια παραδείγματα δεν αφορούν μόνο την ανορθογραφία του Ντόναλντ Τραμπ, παρά το γεγονός ότι η νίκη του στηρίχτηκε εν πολλοίς σε μια καλά οργανωμένη εκστρατεία παραγωγής ψευδών ειδήσεων. Κλασικό δείγμα της απήχησης που έχει η στρατηγική των τερατολογιών ήταν η νίκη Μπολσονάρου στη Βραζιλία, αλλά και η παγκόσμια και με κοινή συναίνεση ακροδεξιών και φιλελεύθερων εκστρατεία fake news ενάντια στις φιλολαϊκές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής.

Οι ακατάπαυστες τερατολογίες για παράδειγμα, αναπαράγουν ότι ο Μαδούρο είναι δικτάτορας, ενώ έχει εκλεγεί δύο φορές πρόεδρος σε -σύμφωνα με τους παρατηρητές του ΟΗΕ, ανάμεσά τους τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Κάρτερ- άψογες εκλογικές διαδικασίες. Το ίδιο συνέβη με τον Μοράλες στη Βολιβία, ή τον Λούλα στη Βραζιλία. Μια καλά οργανωμένη και αδρά χρηματοδοτούμενη εκστρατεία παράγει τα πιο ακραία ψέματα, αναπαράγονται με σχέδιο και συντονισμό, αγνοούν κάθε επίκληση στην αλήθεια και στη κοινή λογική και τελικά κατορθώνουν να διαμορφώνουν καθοριστικά την πραγματικότητα.

Ίσως η κ. Μιχαηλίδου να αδυνατεί να συντάξει λογικές προτάσεις με ειρμό και συνοχή, μπορεί όμως να ακολουθήσει κάποιες αποδεδειγμένα αποτελεσματικές πολιτικές. Στον καιρό του κατακερματισμού, της πραγματικότητας παραστάσεων, της στιγμιαίας εικόνας, της ήττας της λογικής, της επικράτησης του παράδοξου, το να ισχυρίζεσαι ότι στην ΑΣΟΕΕ υπάρχουν «όπλα στα οποία έχει πρόσβαση ο στρατός της Συρίας», μπορεί να μη συνιστά ανοησία ή ιδεολογική παράκρουση. Μπορεί να είναι ένα μικρό μα σημαντικό βήμα που εγκαινιάζει τον τρόπο με τον οποίο θα ασκεί πολιτική η αριστεία: Τερατολογίες, φαιδρότητες, απίστευτες παραδοξότητες, θρασύτατα ψέματα, απίθανοι ισχυρισμοί. Σε εμάς προκαλούν το γέλιο, αλλά μια ήδη διαλυμένη, τσακισμένη και φοβισμένη κοινωνία, τη μετατοπίζουν ακόμα αντιδραστικότερα.

Όταν οι αντιστασιακοί γίνονται εθελοντές και οι μαυραγορίτες εντερπρενέρς…

Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας του νεοφιλελευθερισμού, η υφυπουργός Δόμνα Μιχαηλίδου ανακάλυψε ότι το δίδαγμα του 1940 είναι ο …εθελοντισμός. Θέλει πολύ θράσος να μπερδεύεις τον πόλεμο με το TEDx, τον θάνατο στα βουνά με τις πολυτελείς δεξιώσεις της Εκάλης και τον πατριωτικό, αντιφασιστικό αγώνα με το «όλοι μαζί μπορούμε» του ΣΚΑΙ. Τα δε ΜΜΕ βρίσκουν εξόχως εξοργιστική την παρέμβαση των κοριτσιών στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας, αλλά καθόλα λογική την επανανοηματοδότηση του ΟΧΙ ως …κίνηση εθελοντισμού, από μια ακόμη άριστη εκπρόσωπο της άρχουσας τάξης.

Η υφυπουργός είχε απασχολήσει το πανελλήνιο, όταν κακο-αντιγράφοντας τον Απόστολο Δοξιάδη είχε χαρακτηρίσει την αναφορά στην αντιδικτατορική αντίσταση, «ψυχική νόσο». Και προκάλεσε την θυμηδία όταν επιχείρησε να θεσμοθετήσει επίδομα σε μητέρες που τεκνοποιούν πριν τα 30.

Η κυρία Μιχαηλίδου, όπως άλλωστε και η κυρία Κεραμέως, δεν είναι τυχαία. Επίσης απόφοιτη πανάκριβου Κολλεγίου και περίλαμπρων (ξένων πάντα) Πανεπιστημίων, έκανε καριέρα σε διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς, μισθοδοτούμενη μεν από δημόσιους φορείς, υπερασπιζόμενη δε τη διάλυση του δημοσίου και την κερδοσκοπία του ιδιωτικού. Βέβαια, αν κρίνουμε από τα σαρδάμ, τις ταυτολογίες, τις ανακρίβειες και τα νοητικά άλματα των δηλώσεων και των σχολιασμών της, τσάμπα πήγαν και οι ρητορικοί διαγωνισμοί και οι όμιλοι debate. Αντί να μάθει να συντάσσει προτάσεις που να έχουν υποκείμενο, ρήμα και αντικείμενο και να βγάζουν ένα κάποιο νόημα, επιδίδεται (μάλλον αποτυχημένα) σε συντακτικούς σολοικισμούς και νοητικές ακροβασίες.

Η παρέμβασή της για την 28η Οκτωβρίου γέννησε αντιδράσεις και μέσα στη Νέα Δημοκρατία, παρόλο που δεν θα έπρεπε. Βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με το dna της συγκεκριμένης παράταξης και της αστικής πολιτικής.

Για την κ. Μιχαηλίδου και την κοινωνική της τάξη, δεν υπάρχει απολύτως κανένα νόημα στο να δίνει κάποιος τη ζωή του χωρίς προσωπικό αντάλλαγμα. Είναι εντελώς ακατανόητο, τελείως παράλογο, σχεδόν διαστροφικό. Εξαιρέσεις βεβαίως υπάρχουν, αλλά αυτές αφορούν το μακρινό παρελθόν.

Το 1940 και η αλβανική εποποιία, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά από την κ. Μιχαηλίδου παρά μόνο ως πράξη εθελοντισμού. Όπως ακριβώς ένας πολυάσχολος άριστος, διακόπτει την οργιώδη επαγγελματική του σταδιοδρομία για να ασχοληθεί κάποιο απόγευμα ή ένα Σαββατοκύριακο με κάποιο γκαλά εθελοντικής δράσης στα βόρεια προάστια. Έτσι και οι πολεμιστές του 40, διέκοψαν την εκμετάλλευση επενδυτικών ευκαιριών, και ανέβηκαν στα βουνά, ως πράξη εθελοντισμού και κοινωνικής ευθύνης.

Τα δόγματα και οι δοξασίες του νεοφιλελευθερισμού είναι τα μόνα κατανοητά πράγματα για την υφυπουργό. Και ο νεοφιλελευθερισμός δεν περιλαμβάνει την έννοια του ηθικού καθήκοντος, του κοινωνικού βολονταρισμού, ούτε ακόμα και του άδολου πατριωτισμού. Η καβαφική φράση «ποτέ από το χρέος μη κινούντες» για την κυρία Μιχαηλίδου και την κοινωνική της τάξη είναι αλαμπουρνέζικα. Το ηθικό χρέος είναι εντελώς εκτός του διανοητικού τους ορίζοντα. Κατανοούν μόνο το οικονομικό χρέος που μπορεί να αποπληρωθεί προς τις τράπεζες και τα ευαγή ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Η κ. Μιχαηλίδου καταλαβαίνει (όσο καταλαβαίνει) την ιστορία, αποκλειστικά μέσα από το μότο της Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα». Αν δεν έχει να κερδίσει τίποτα για τον εαυτό του το «άτομο» που πολεμά στα βουνά της Αλβανίας, γιατί να δώσει τη ζωή του; Γιατί να σπαταλήσει το πολυτιμότερο αγαθό, όταν δεν υπάρχει συλλογικό καθήκον; Γιατί να αυτοθυσιαστεί όταν αυτό δεν θα πυροδοτήσει την ατομική οικονομική ή κοινωνική του ανέλιξη;

Πώς εξηγείται λοιπόν ο ενθουσιώδης πολεμιστής του 1940; Κινούμενος από κάποιο ακατανόητο ηθικό χρέος; Από κάποια ανύπαρκτη συλλογική ευθύνη; Από κάποιο ακατάληπτο κοινωνικό ή εθνικό καθήκον; Φυσικά και όχι. Αυτά δεν υπάρχουν. Οι ήρωες του 1940, ήταν εθελοντές.

Ο νοητικά πεπερασμένος χώρος στον οποίο κινείται η Μιχαηλίδου και η τάξη της, δεν μπορεί να συλλάβει ο,τιδήποτε παραπέμπει σε συλλογικές ταυτότητες, συλλογική ηθική, ηθικό καθήκον. Βγάζει κάτι κέρδος; Καλώς. Δεν βγάζει; Τότε για ποιο λόγο να υπάρχει;

Ανάποδα με τη συλλογική ηθική, ο εθελοντισμός είναι ατομική στάση. Στα ρεπά σου, ασχολείσαι με τους άρρωστους, τους αδύναμους, τα δέντρα, τις χελώνες, τα αδέσποτα, το περιβάλλον. Δεν τα θεωρείς όμως κοινωνικά φαινόμενα. Γιατί αν τα θεωρούσες κοινωνικά φαινόμενα θα όφειλες να εξαλείψεις την αιτία τους. Είναι απλώς κακοτυχίες της ζωής και της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων. Και αν είσαι εταιρεία, μπορείς να κερδοσκοπείς χωρίς ηθικό φραγμό, αλλά την ίδια στιγμή να σπαταλάς το ένα εκατομμυριοστό των κερδών σου για να διαφημίζεις την εταιρική κοινωνική σου ευθύνη. Αυτά μάλιστα. Αυτά, είναι κατανοητά από την υφυπουργό και την κοινωνική της τάξη.

Γιατί λοιπόν ζητάμε από την κυρία Μιχαηλίδου να ερμηνεύσει την εποποιία του 1940 σε κάποιο άλλο σύμπαν, πέραν του σύμπαντος στο οποίο ζει και καταλαβαίνει;

Αν η κυρία Μιχαηλίδου ήταν εντελώς ειλικρινής και δεν φοβόταν το μπούλινγκ που θα υφίστατο από τα καθυστερημένα τμήματα της παράταξής της, θα όφειλε να επεκτείνει το συλλογισμό της: Ο εθελοντισμός των πολεμιστών του 1940 θα ολοκληρώνονταν, μόνο αν συστήνονταν ΜΚΟ που θα μπορούσε να μασήσει πληθώρα κονδυλίων και προγραμμάτων. Διότι καλό είναι να έχεις εθελοντές. Αλλά άμα δεν έχεις αετονύχηδες να οργανώνουν τους εθελοντές και να μασάνε ΕΣΠΑ με δέκα μασέλες, τι σόι καπιταλισμό έχεις; Αποδεικνύεις απλά ότι δεν σκαμπάζεις τίποτα από τον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό.

Και ακόμη περισσότερο, η κ. Μιχαηλίδου θα όφειλε να συμπληρώσει το ηθικό δίδαγμα της κ. Κεραμέως: Το πρόβλημα σήμερα είναι ο λαϊκισμός, αλλά το 1940 ήταν μάλλον λαϊκιστές αυτοί που αντιστάθηκαν στον ιταλικό φασισμό. Αλήθεια είναι λαϊκισμός να θέλεις το 2015 να αντισταθείς στην παντοκρατορία της ΕΕ και των δανειστών και δεν είναι λαϊκισμός να θέλεις το 1940 να αντισταθείς στον παντοδύναμο φασιστικό άξονα; Που σάρωσε εν ριπή οφθαλμού ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη;

Δηλαδή ο Παπάγος που δήλωνε ότι «θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων», δεν ήταν η φωνή της λογικής; Το Γενικό Επιτελείο που ζητούσε η άμυνα στην ελληνοαλβανική μεθόριο να υποχωρήσει στην Άρτα, δεν έδινε μάχη ενάντια στον λαϊκισμό της 8ης Μεραρχίας που ήθελε να δώσει ανυποχώρητα τη μάχη στο Καλπάκι; Και λίγο αργότερα, δεν ήταν λαϊκιστές όσοι βγήκαν στο βουνό να πολεμήσουν τους κατακτητές; Δηλαδή νόμιζαν ότι θα τα βάλουν με την παντοδύναμη ναζιστική στρατιωτική μηχανή; Η σωστή στάση δεν ήταν να βουτήξεις τα αποθέματα σε χρυσό της χώρας και να την κάνεις για το Κάιρο; Και να περιμένεις την έκβαση του πολέμου για να πας με τους νικητές και να κατσικωθείς μετά στο σβέρκο του λαού που πέθαινε από την πείνα και τις κακουχίες; Αυτή δεν ήταν η σωστή και υπεύθυνη στάση απέναντι στο λαϊκισμό της Αντίστασης; Αυτά θα όφειλε να πει μια θαρραλέα άριστη της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Τέλος, η κυρία Μιχαηλίδου θα όφειλε να επανανοηματοδοτήσει, πέρα από το αλβανικό έπος και τον μαυραγοριτισμό. Διότι τι άλλο ήταν οι μαυραγορίτες, πέρα από εντερπρενέρς μπροστά από την εποχή τους; Αυτοί δηλαδή δεν μετέτρεψαν την κρίση σε ευκαιρία; Δεν κυνήγησαν με κάθε τρόπο τη δική τους ατομική ή εταιρική επιτυχία; Ή μήπως είχαν όνειρο να μπουν στο δημόσιο και να ζουν από επιδόματα; Όχι κυρίες και κύριοι, οι μαυραγορίτες αντί να πενθούν για την κρίση, την πείνα και την κατοχή, εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις, κυνήγησαν, και δεν δαιμονοποίησαν το κέρδος. Τι το διαφορετικό κηρύσσει το σύγχρονο εντερπρένερσιπ; Αν η τρομοκρατική ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς δεν είχε δώσει αρνητικό πρόσημο στους γερο-Λαδάδες, η οικονομικώς ευφυής τακτική να ανταλλάσσεις είκοσι ντενεκέδες λάδι με μία πολυκατοικία, δεν θα έπρεπε να διδάσκεται στις πανεπιστημιακές σχολές και στα εταιρικά σεμινάρια; Στο κάτω κάτω, όπως οι σημερινοί φτωχοί και αποτυχημένοι, μισούν τους πλούσιους, επιτυχημένους, καλοσπουδαγμένους και καλοζωισμένους, έτσι και τότε, οι πεινασμένοι μισούσαν τους μαυραγορίτες.

Και λίγα λοιπόν μας είπε η κυρία Μιχαηλίδου.

Ο πόλεμος του 1940 ήταν αντιφασιστικός. Είτε αρέσει, είτε όχι.

Με αφορμή την 28η Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να αλλάξει τα φώτα στην ιστορία και να προσαρμόσει τη συλλογική μνήμη στα θλιβερά κλισέ της άρχουσας τάξης. Η ιστορική αλήθεια στήνεται στα τρία μέτρα και εκτελείται εν ψυχρώ.

Όσοι σπεύσουν να μιλήσουν για ηλίθιες ΔΑΠίτισες και ανεγκέφαλες Κουλίτσες (κατά το «Ρουβίτσες») κάνουν λάθος. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εγκαθιδρύει (ή τουλάχιστον προσπαθεί) μια εφιαλτική οργουελική Νέα Γλώσσα. Στήνει μια πραγματικότητα παραστάσεων για να πετσοκόψει την πραγματικότητα εννοιών. Οι διαρκείς παρεμβάσεις υπουργών, βουλευτών και απαραίτητων παπαγάλων στα ΜΜΕ έχουν σχέδιο. Κι ας ξεδιπλώνεται άγαρμπα, άκομψα, με περισσή άγνοια και περισσότερο θράσος.

Επιχειρούν να σβήσουν το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο της ιστορίας, να την αναθεωρήσουν εκ βάθρων, να την ξαναγράψουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι απλά αγνώριστη αλλά και εντελώς ακίνδυνη, άχρωμη, άοσμη, ανώδυνη. Τόσο επίπεδη και αδιάφορη που είτε μιλάμε για έναν παγκόσμιο πόλεμο με εκατομμύρια νεκρούς, είτε μιλάμε για ένα αιματηρό συμβάν ανάμεσα σε δύο γείτονες που τσακώνονται για τα χωράφια τους, να είναι ένα και το αυτό. Στην πρώτη περίπτωση, θα σκαλίζαμε τους λόγους και τις αιτίες. Στη δεύτερη περίπτωση θα παραδεχόμασταν ότι «αυτά γίνονται» και απλώς θα συστήναμε ψυχραιμία και σύνεση. Η σκοπιμότητα του δεξιού αναθεωρητισμού είναι προφανής. Το να προβληματιστεί σήμερα ένας νέος άνθρωπος για τις αιτίες που γέννησαν τον φασισμό και τον ναζισμό, για όσους τον υπέθαλψαν και για όσους, με απροσμέτρητες θυσίες, τον τσάκισαν, είναι απαγορευμένο ενδεχόμενο.

Το πλήθος των δεξιών παρεμβάσεων για την 28η Οκτωβρίου είχε μια ρητή ή άρρητη κοινή συνισταμένη: Οι Έλληνες δεν πολέμησαν τον φασισμό και τον ναζισμό, πολέμησαν την Ιταλία και τη Γερμανία. Πέραν της δυσανεξίας ανθρώπων σαν την Βούλτεψη και τον Μπογδάνο προς τον αντιφασιστικό και αντιναζιστικό αγώνα, εδώ υπάρχει κάτι ακόμα σοβαρότερο. Δεν φταίει ο φασισμός και ο ναζισμός για το ολοκαύτωμα. Δεν φταίνε αιματοβαμμένες ιδεολογίες και πολιτικές. Ήταν απλώς μια μάχη μεταξύ χωρών. Επιτιθέμενων και αμυνόμενων. Και έτσι, το πλαίσιο, η σημασία, η ίδια η ουσία του φονικότερου πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, έχει εξαφανιστεί. Είτε μιλάμε για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε μιλάμε για τον Τρωικό Πόλεμο, η μόνη διαφορά είναι ο χρόνος, η έκταση, το πλήθος των εμπλεκόμενων και των απωλειών. Ουδεμία διαφορετική ποιότητα. Ουδεμία τομή στη μέχρι τότε ανθρώπινη ιστορία.

Η αριστεία έχει εξαφανίσει τη λογική αλληλουχία αιτίων και αιτιατών. Έχει σβήσει το ευρύτερο πλαίσιο που δίνει σε κάθε γεγονός την ειδική του σημασία και το κάνει αξιομνημόνευτο και παιδαγωγικό. Δηλαδή ιστορικό. Πρόκειται για μια δράκα απαίδευτων ανθρώπων που φαφλατολογούν ακατάπαυστα για την αριστεία αλλά προάγουν την αμορφωσιά και επιβάλουν την άγνοια.

Για τους σκερβελέδες που χάλασαν ένα σκασμό λεφτά στα ακριβοπληρωμένα τους πτυχία, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μάλλον έγινε επειδή δολοφονήθηκε ένας αρχιδούκας, η δε γαλλική επανάσταση αφορούσε αποκλειστικά το ψωμί (ή το παντεσπάνι) των Γάλλων.

Τι πιο λογικό λοιπόν, η απόφοιτη του Χάρβαρντ να ισχυρίζεται ότι το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου είναι ενάντια στον λαϊκισμό και η απόφοιτη του Καίμπρητζ να ισχυρίζεται ότι το μήνυμα αφορά τον εθελοντισμό;

Ορισμένοι είναι ακόμα πιο επιθετικοί: Με θράσος αναρωτιούνται αν οι Έλληνες στο αλβανικό μέτωπο θεωρούσαν ότι έκαναν αντιφασιστικό αγώνα ή απλά υπεράσπιζαν την πατρίδα τους.

Με περισσότερο θράσος θα τους θυμίσουμε ότι τα χαμίνια και οι ξεβράκωτοι του Παρισιού του 1789 δεν είχαν την παραμικρή συνείδηση ότι πρωτοστατούσαν στο σπουδαιότερο γεγονός της μέχρι τότε ιστορίας. Γεγονός που θα επιτάχυνε με πρωτόγνωρο τρόπο την εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Η ιστορία δεν κρίνεται από τη μεμονωμένη ατομική συνείδηση όσων συμμετέχουν στα μεγάλα γεγονότα. Κρίνεται από την τελική συνισταμένη μυριάδων πράξεων που στην πορεία έρχονται να διαμορφώσουν τη συλλογική ιστορική και κοινωνική συνείδηση. Και αυτό δεν θέλει καλοπληρωμένο πτυχίο για να το καταλάβεις. Απλώς δεν πρέπει να είσαι πορωμένος εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης.

Όταν οι άποικοι πετούσαν τα κιβώτια με το τσάι στο λιμάνι της Βοστώνης το 1773 δεν είχαν την παραμικρή υπόνοια ότι προκάλεσαν μια σειρά γεγονότων που συγκρότησαν το αμερικανικό έθνος. Ευτυχώς, κανένα αγράμματο θρασίμι της Νέας Δημοκρατίας δεν λοιδόρησε (τουλάχιστον όχι ακόμα) τη συγκεκριμένη κίνηση ρωτώντας αν οι μεταμφιεσμένοι ιθαγενείς που  λεηλάτησαν το πλοίο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, είχαν συνείδηση ότι πυροδότησαν την πρώτη εφαρμογή των ιδεών του Διαφωτισμού, όπως αυτές διατυπώθηκαν στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.

Οι Έλληνες πολέμησαν τους Ιταλούς για την πατρίδα τους, σκούζει η παλινορθωμένη Δεξιά. Μάλιστα, μπράβο, ζήτω το έθνος. Το γεγονός ότι στην κορυφαία παγκόσμια σύρραξη οι Έλληνες βρέθηκαν με τη σωστή πλευρά των αγωνιζόμενων λαών και εθνών, δεν έχει την παραμικρή σημασία για τους τενεκέδες της αριστείας. Είτε θα βρισκόμασταν με τη μεριά των Συμμάχων, είτε θα βρισκόμασταν με τη μεριά του Άξονα, για τη νέα αμόρφωτη αλλά άριστη Δεξιά, είναι ένα και το αυτό. Αρκεί που θα πολεμούσαμε υπέρ της πατρίδας…

Μόνο ξεφωνημένοι παπαγάλοι της αστικής τάξης μπορούν να προπαγανδίζουν τόσο αποστεωμένη, απογυμνωμένη, φτωχή, μίζερη και αφυδατωμένη αντίληψη της ιστορίας. Το ότι έτσι κρύβουν τη θαλπωρή τους για τα ορφανά του φασισμού, της ακροδεξιάς και του δοσιλογισμού, είναι το ένα κρατούμενο. Το δεύτερο και το σπουδαιότερο, είναι ότι με τη Νέα Γλώσσα, το Newspeak του νεοφιλελευθερισμού, επανανοηματοδοτούν αδειάζοντας από νόημα την ιστορία, δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Και αυτό είναι απείρως σημαντικότερο εγχείρημα από τις γραφικές εκδηλώσεις προγονοπληξίας και πατριδοκαπηλίας στις οποίες επιδίδονται οι άριστοι για να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους και κατ’ επέκταση και το παντεσπάνι τους.

«Ζήτω το ΟΧΙ, υπερασπιστές του ΝΑΙ». Η ανιστόρητη αριστεία του μηνύματος Κεραμέως.

Το μήνυμα της Κεραμέως για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου αποτελεί μνημείο αμάθειας, αμορφωσιάς και αριστείας πληρωμένης με τα λεφτά και το όνομα του μπαμπά. Συνιστά επίσης κυνική δήλωση ότι την ιστορία την γράφουν κατά το δοκούν οι νικητές. Την παραχαράσσουν ξανά και ξανά, κατά τις τρέχουσες σκοπιμότητες της άρχουσας τάξης, δηλαδή της τάξης που υπηρετούν.

Η Κεραμέως, στο καθιερωμένο μήνυμα του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας (δηλαδή σε επίσημο κείμενο και όχι σε προφορικό λόγο), ανακάλυψε ότι η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο «στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Μετέτρεψε επίσης τον (μηδέποτε στη δήλωσή της αναφερθέντα) επιτιθέμενο ιταλικό φασισμό, από εισβολέα σε «κατακτητή».

Εάν ένας κοινός θνητός τριτοδεσμίτης του 1998 έκανε τα ίδια λάθη, δεν θα έβλεπε την Νομική Κομοτηνής ούτε με τα κιάλια. Όχι όμως η κυρία Κεραμέως. Όπως και οι όμοιοι της τάξης και των εισοδημάτων της, μπορούσε να προχωρήσει σε εξαιρετικές σπουδές στη Νομική της Σορβόννης και του Χάρβαρντ και να γίνει μία εκ των αρίστων, χωρίς να γνωρίζει -όπως απέδειξε- στοιχειωδώς ιστορία.

Άλλωστε, πόσοι και πόσοι απόφοιτοι λαμπρών Πανεπιστημίων και ακριβών Κολλεγίων, δεν είναι άριστοι κατά τους τίτλους σπουδών, αλλά στουρνάρια κατά τα υπόλοιπα; Πόσα και πόσα ονόματα της επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ, δεν εξασφαλίζουν βαρύ και κορυφαίο πτυχίο, αφήνοντας ενεούς πρώην συμμαθητές τους; Όλοι αυτοί, με περισσό θράσος, επισείουν το λαμπρό πτυχίο τους στο χέρι, αποστομώνοντας και προσβάλλοντας καθημερινά τους ιθαγενείς, τους σπουδαχθέντες στην ημεδαπή, τους πτωχούς αποφοίτους ελληνικών πανεπιστημίων, ή πολύ περισσότερο τους μη έχοντες πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως στη δήλωση της Κεραμέως, δεν είναι η ασύγγνωστη -για Υπουργό Παιδείας- αμάθειά της, αλλά η κυνική της σκοπιμότητα. Και η αποτυχημένη προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στον χοντροκομμένο πατριωτισμό και στον μεταμοντέρνο αναθεωρητισμό.

Από τη μια, η δήλωση της Υπουργού μοιάζει με διάγγελμα μεταπολεμικού γυμνασιάρχη επαρχιακής κωμόπολης που ξελαρυγγιάζεται για «το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην μακραίωνη ιστορία μας», «την έμφυτη τάση του λαού μας να αντιμετωπίζει θαρραλέα τις δυνάμεις, που τον απειλούν». Παρεμπιπτόντως, το κόμμα μετά το «τις δυνάμεις», δεν χρειάζεται. Αν η κυρία Κεραμέως ήταν απλώς μια καλή μαθήτρια στο Γυμνάσιο θα έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν βάζουμε ποτέ κόμμα πριν τις αναφορικές προσδιοριστικές προτάσεις. Δυστυχώς, είναι μία αριστεύσασα του Χάρβαρντ, οπότε πέραν της νεοελληνικής ιστορίας, ταλαιπωρεί και την νεοελληνική γραμματική. Αν πάλι δεν θυσίαζε χάριν του καθυστερημένου εκλογικού της ακροατηρίου τον ορθό λόγο του δυτικού πολιτισμού (με τον οποίο δεν μπορεί να μην ήρθε σε επαφή κατά τις σπουδές της), δεν θα μιλούσε αστοιχείωτα και σκοταδιστικά για «έμφυτη τάση». Οι λαοί διαμορφώνουν τάσεις, στάσεις και συμπεριφορές λόγω ιστορικών συνθηκών. Όχι λόγω DNA.

Από την άλλη, η δήλωση της Υπουργού επιχειρεί να ξαναγράψει την ιστορία αφαιρώντας από την εξίσωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τον φασισμό και τον ναζισμό. Αντικαθίστανται βολικά από το μίσος και τη βία. Λες και τα περίπου 80 εκατομμύρια νεκρών οφείλονται γενικώς σε ανθρώπους και κράτη που ξαφνικά μισήθηκαν και ακόμα ξαφνικότερα κατέφυγαν στη βία.

Ο Νέος Λόγος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού αφαιρεί κάθε αναφορά στις ιδεολογίες, στις μαζικές κοινωνικές συγκρούσεις, στις τάξεις, στα έθνη και στα συλλογικά συμφέροντα, στις πολιτικές που γεννούν εγκλήματα και στις πολιτικές που γεννούν διεξόδους. Ο νέος άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να μάθει να χρεώνει τις μεγάλες συγκρούσεις του παρελθόντος σε ανθρώπινα πάθη και όχι σε ιστορικά διαμορφωμένες συνθήκες. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για τους ιεροκήρυκες της άρχουσας τάξης είναι αποτέλεσμα παράφρονων ανθρώπων, αποτέλεσμα του μίσους και της βίας, δεν είναι αποτέλεσμα ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών επιλογών.

Το πραγματικό πρόβλημα της Υπουργού δεν είναι να κατονομάσει το φασισμό. Σε διορθωτική της δήλωση μπορεί και να το κάνει. Ο στόχος της είναι να κατατάξει τον ναζισμό στην ίδια γενική συνομοταξία, στη συνομοταξία της βίας και του μίσους, με άλλες, εντελώς αντίθετες και πλήρως ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Για αυτό και η κουτοπόνηρα γενικόλογη, αντι-ιστορική, αναθεωρητική της αναφορά. Για αυτό και η εξοργιστική σύνδεση με τον σύγχρονο «λαϊκισμό», τεμπέλα την οποία οι καλοπληρωμένοι άριστοι κολλάνε σε καθετί που ξεφεύγει από τα δηλωμένα συμφέροντα της τάξης τους. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε για την εκατόμβη νεκρών που προκάλεσε ο ναζισμός και ο φασισμός. Η βία και το μίσος -γενικώς- φταίνε σήμερα, όταν οι φτωχοί και οι ριγμένοι διεκδικούν δικαιώματα και ονειρεύονται ανατροπές. Πάντα θα υπάρχει μια Κεραμέως που τολμά να συνδέει τον ναζισμό και τον φασισμό, με τις σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις. Και πάντα θα συμπληρώνεται από ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της Αυγής που θα μας καλεί να πολεμήσουμε ενάντια σε “κάθε φασισμό”, αναπαράγοντας το χυδαίο αντικομμουνιστικό οχετό για πολλούς φασισμούς διαφόρων χρωμάτων.

Η διαχρονική καούρα κάθε νεοφιλελεύθερου φελλού είναι να εξισώσει την αποκρουστικότερη μορφή που πήρε ο καπιταλισμός στον εικοστό αιώνα, δηλαδή τον ναζισμό, με τον θανάσιμο αντίπαλό του, τον κομμουνισμό. Η 28η Οκτωβρίου, για την ανεπίγνωστη Υπουργό είναι μια τέτοια, θαυμάσια ευκαιρία. Αντί να υπογραμμιστεί η ιστορική αλήθεια της αντιπαράθεσης σε μια τερατώδη ιδεολογία που συγκροτήθηκε και στηρίχτηκε από τον καπιταλισμό ως αντίπαλο δέος του κομμουνισμού, πετιούνται όλα στο μπλέντερ της βίας και του μίσους. Χωρίς ιδεολογικό και κοινωνικό πρόσημο, χωρίς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις, χωρίς πολιτικές και ιστορικές αιτίες.

Πόσο εύκολα κάμποσοι άλλοι αριστεύσαντες του Χάρβαρντ, πριν δύο μήνες, συνέταξαν το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου που ταυτίζει τον ναζισμό με τον σοσιαλισμό, και τη χιτλερική Γερμανία με τη Σοβιετική Ένωση; Αυτοί δεν έκαναν το ίδιο λάθος στις χρονολογίες με την εν Ελλάδι αριστεύσασα. Αντίθετα, πιο πονηρά, «χρέωσαν» την ναζιστική εισβολή στην Πολωνία το 1939, στο σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ. «Ξέχασαν» τεχνηέντως ότι ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, η συμφωνία του Μονάχου αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με τις φαρδιές πλατιές υπογραφές της Αγγλίας και της Γαλλίας στη ναζιστική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας. Θα ήθελαν, οι εν λόγω άριστοι, μια Σοβιετική Ένωση που αντί να ετοιμάζεται και να οχυρώνεται απέναντι στην ναζιστική προέλαση, να βάζει οικειοθελώς τη θηλειά του δήμιου στο λαιμό της.

Η δήλωση της Κεραμέως έχει μία ακόμα πλευρά, που δεν έχει επισημανθεί. Παραλείπει μια κακή λέξη. Μια λέξη που και μόνο η εκφορά της επιφέρει σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Τη λέξη «ΟΧΙ». Τη λέξη που ξορκίζουν οι υπηρετούντες τον φτηνό ρεαλισμό, την προσαρμογή σε κάθε απαίτηση, την υποταγή στο δίκαιο των ισχυρών. Έγκλημα καθοσιώσεως για την Κεραμέως και την τάξη που υπηρετεί, το να λέει κανείς ΟΧΙ. Πολύ περισσότερο, όταν λες ΟΧΙ παρά και ενάντια στους συσχετισμούς. Όταν το ΟΧΙ μοιάζει παράλογο, αυθάδες, προκλητικό. Όταν αγνοεί την κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Όταν αμφισβητεί το πώς συνήθως γίνονται οι δουλειές και πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Όταν το ΟΧΙ διαταράσσει την αρμονία της κατεστημένης τάξης. Τότε το ΟΧΙ είναι λόγος να σαπίσουν λαοί και έθνη στην κόλαση.

Θα μπορούσε στα αλήθεια το μήνυμα της Κεραμέως για την 28η Οκτωβρίου να περιλαμβάνει αυτήν την απαράδεκτη λέξη;

Δεν μπορεί φυσικά καμιά Κεραμέως να καταφερθεί εναντίον του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου, αν και με την κεκτημένη λύσσα ενάντια στο ΟΧΙ του 2015, πολύ θα το ήθελε. Μπορεί όμως να το παραλείψει ή να το θάψει, με αφόρητες κοινοτοπίες για τον  «ατομικισμό και την αποξένωση που μαστίζουν την ανθρωπότητα», για την «αυταπάρνηση, τον αλτρουισμό και την αλληλεγγύη», για τη «διαδραστική σχέση με το παρελθόν». Η οποία «διαδραστική σχέση» μας επιτρέπει να βάζουμε το παρελθόν στην κλίνη του Προκρούστη και να κόβουμε ότι περισσεύει ή να τεντώνουμε ότι μας βολεύει.

Η σύγχρονη εποχή θέλει θετικές προτάσεις, θέλει συναινέσεις και συμβιβασμούς, θέλει πνεύμα κατάφασης και όχι άρνησης. Θέλει ΝΑΙ, δεν θέλει ΟΧΙ. Μας το είπαν σε όλους τους τόνους το 2015. Μας το υπογράμμισαν με τη μετέπειτα στάση τους ακόμα και αυτοί, που τότε, βρέθηκαν επικεφαλής του ΟΧΙ. Σύμπαντες οι κυβερνώντες μας δίδαξαν ότι οι λαοί οφείλουν να συμπαρατάσσονται και να υπακούουν, όχι να αντιπαρατίθενται και να αντιδρούν.

Οι άριστοι στην Ελλάδα το παλεύουν λυσσαλέα. Υπερασπίζουν το ΝΑΙ με όλους τους τρόπους. Κόβουν και ράβουν ακόμα και την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου για να παπαγαλίσουν ανοήτως τις σκοπιμότητές τους. Με την έπαρση που τους χαρακτηρίζει, νομίζουν ότι θα το πετύχουν. Η αμάθεια, η ρηχότητα και η επιπολαιότητά τους όμως, διαρκώς θα θυμίζει ότι οι υπηρετούντες την άρχουσα τάξη είναι πολύ λίγοι για να ξεριζώσουν τη συλλογική μνήμη των λαών.

Ζήτω το ΟΧΙ, και κάθε ΟΧΙ, κάθε λαού, που δεν βολεύεται με τα ΝΑΙ.

Ηλιόπουλος

Ποιος πιστεύει τον Νάσο Ηλιόπουλο;

Οι δηλώσεις και οι δεσμεύσεις του υποψήφιου δήμαρχου Νάσου Ηλιόπουλου, επιβεβαιώνουν ότι ο γάμος του ΣΥΡΙΖΑ με την άρχουσα τάξη προϋποθέτει το διαζύγιο των επιχειρημάτων του με την κοινή λογική.

Ξεκίνησε με τις κενολογίες για το Airbnb στο οποίο ο Νάσος Ηλιόπουλος θα αντισταθεί ως Δήμαρχος Αθηναίων. Αποφάσισε βλέπετε, ότι είναι προτιμότερο να λύσει το πρόβλημα του Airbnb ως Δήμαρχος (ο οποίος δεν έχει αρμοδιότητα στο συγκεκριμένο θέμα), παρά να το λύσει ως υφυπουργός μιας κυβέρνησης (που όχι μόνο έχει πλήρη αρμοδιότητα, αλλά έκλεισε και τέσσερα χρόνια στην εξουσία). Αυτό το χοντροκομμένο δούλεμα είναι πολύ της μόδας σε όλους τους χώρους, αλλά ο Νάσος (σ.σ. ο λαός αναγνωρίζει τους μεγάλους πολιτικούς με το μικρό τους όνομα) το έχει κλιμακώσει.

Να είσαι επί χρόνια κυβερνητικό στέλεχος, να έχεις επιτρέψει στο Airbnb να εκτινάξει τα ενοίκια σε ολόκληρες γειτονιές της Αθήνας, και μετά, ως υποψήφιος δήμαρχος να υπόσχεσαι έλεγχο της βραχυχρόνιας μίσθωσης, θα έπρεπε σε κάνει πιο μαζεμένο.

Όμως ο Νάσος δεν έχει πρόβλημα.

Χρημάτισε (με τρομακτική επιτυχία κατά τις δηλώσεις του εαυτού του και του Τσίπρα) γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και Υφυπουργός Εργασίας. Χθες βγήκε στη δημοσιότητα το έγγραφο μιας διευθύντριας των My Market που στο όνομα του μηνιάτικου των 300 ευρώ και με ευθείες απειλές για απολύσεις, απαιτούσε χυδαία από τους εργαζόμενους να χαμογελούν στον πελάτη. Υπό κανονικές συνθήκες, ούτε μισθοί των 300 ευρώ θα ήταν επιτρεπτοί, ούτε τέτοιες συμπεριφορές θα ήταν ανεκτές, ούτε η συγκεκριμένη αλυσίδα θα την έβγαζε καθαρή (με υποκριτικές επανορθώσεις). Είτε το ΣΕΠΕ, είτε το Υπουργείο Εργασίας, θα είχαν ήδη πάρει μέτρα. Και όποιος χρημάτισε πολιτικός προϊστάμενος εκεί, θα όφειλε τουλάχιστον να προβληματίζεται.

Όχι όμως ο Νάσος.

Το νέο χτύπημα του Νάσου στην κοινή λογική, στην νοημοσύνη του ακροατηρίου του και στην ψυχική υγεία ημών των υπολοίπων, είναι η διαχείριση των απορριμμάτων. Δήλωσε -από τη Φυλή που βρέθηκε- ότι «ο Χρόνος μετράει αντίστροφα: ο ΧΥΤΑ Φυλής κλείνει το 2020». Συμπλήρωσε βέβαια πονηρά, ότι «ο Δήμος Αθηναίων δεν διαθέτει ένα σύγχρονο τοπικό σχέδιο διαχείρισης απορριμμάτων, ενώ η υλοποίηση του στόχου του ΕΣΔΑ για ανάκτηση του 75% και ταφή του 25% των αποβλήτων, ως το 2020, έχει καταστεί ανέφικτη», ώστε να ρίξει την ευθύνη στο Δήμο.

Φυσικά και ο Δήμος Αθηναίων και κάθε Δήμος έχει ευθύνες.

Όμως, η διαχείριση των απορριμμάτων κεντρικά για το λεκανοπέδιο, είναι ευθύνη της Περιφέρειας Αττικής, υπό το πλαίσιο που ορίζει η νομοθετική εξουσία. Ευθύνη των Δήμων είναι να ορίσουν τοπικά σχέδια διαχείρισης, στο πλαίσιο όμως του ΠΕΣΔΑ, του Περιφερειακού Σχεδιασμού για τη Διαχείριση των Αποβλήτων που ψηφίστηκε από την Περιφέρεια.

Εντελώς τυχαία, τόσο η νομοθετική εξουσία, εδώ και τέσσερα χρόνια, όσο και η Περιφέρεια Αττικής, εδώ και τεσσεράμισι χρόνια, ελέγχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δε καθ’ ύλην αρμόδια για τη διαχείριση των απορριμμάτων (άρα και για το έγκλημα που συντελείται επί δεκαετίες στη Φυλή και συνεχίζεται απρόσκοπτα την τελευταία τετραετία) είναι η Ρένα Δούρου.

Τι έχει κάνει η Ρένα Δούρου για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του κορεσμού της Φυλής; Τι έχει κάνει η Περιφέρεια Αττικής, καθώς και η κυβέρνηση;

Ό,τι ακριβώς έκαναν και οι προηγούμενοι: Επεκτείνουν τον ΧΥΤΑ Άνω Λιοσίων – Φυλής όλο και περισσότερο.

Η διοίκηση Δούρου ψήφισε έναν ΠΕΣΔΑ που δεν όριζε νέες χωροθετήσεις για ΧΥΤΥ, οδηγώντας έτσι αναγκαστικά σε διαρκείς επεκτάσεις της χωματερής που πνίγει τη Δυτική Αττική. Με την πολιτική και της κυβέρνησης και της Περιφέρειας, ακυρώνεται στην πράξη η αποκεντρωμένη διαχείριση, που όφειλε να δίνει έμφαση στην πρόληψη, στην επαναχρησιμοποίηση και στην προδιαλογή των υλικών, ενώ δεν υπάρχει ούτε καν σκέψη για εναλλακτικές υποδομές που θα επιτρέψουν την ελάφρυνση της Φυλής.

Κατόπιν τούτων, έρχεται ο Νάσος να μας προειδοποιήσει ότι ο ΧΥΤΑ της Φυλής οδηγείται σε κορεσμό. Μόνο που οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για τη σημερινή διαχείριση του προβλήματος είναι η κυβέρνηση και η Περιφέρεια. Δηλαδή το κόμμα του. Και σκόπιμα και συνειδητά έχουν αρνηθεί να κάνουν βήματα προς τη λύση του. Φέρνοντας, ως «λογική» και «αναπόφευκτη» τελικά λύση, την καύση και την ιδιωτικοποίηση. Στην οποία βέβαια, ο Νάσος θα είναι ενάντια ως Δήμαρχος, αλλά ως εξέχον στέλεχος της εκτελεστικής εξουσίας θα την επιτρέπει (με όσα κάνει και με όσα παραλείπει).

Αν ο Νάσος Ηλιόπουλος ήταν ειλικρινής, θα ζήταγε την ψήφο των Αθηναίων επειδή είναι πιο γλυκομίλητος από τον Μπακογιάννη. Ή επειδή το μούσι του είναι καλύτερο από του Γερουλάνου. Ή επειδή αντιγράφει μέχρι κεραίας τα λογότυπα και τα εικαστικά της καμπάνιας της Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ.

Όχι όμως επειδή θα κάνει ως δήμαρχος όσα δεν έκανε ως κυβερνητικό στέλεχος, ως υφυπουργός ή ως ΣΥΡΙΖΑ στην Περιφέρεια.

Ας ξαναθυμηθούμε -με αφορμή τον Νίκο Μανιό- τον Τσολάκογλου

Του antapoΚΡΙΤΗ.

Εμποδίστηκε σήμερα, νωρίς το πρωί, αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ που πήγε να «τιμήσει» το Πολυτεχνείο. Η αντιπροσωπεία ήταν διαλεγμένη. Ο Π. Ρήγας ως κυβερνητικό στέλεχος, ο Ν. Τόσκας για να μας θυμίσει ότι αν και Εύελπις επί Χούντας, υπήρξε και αντιστασιακός, ο Θ. Δρίτσας γιατί ακατάβλητος νομίζει εδώ και τρία χρόνια ότι παραμένει αριστερός, και ο Ν. Μανιός ως χαρακτηριστική φιγούρα της ένοπλης αντίστασης στη Χούντα με το Κίνημα 20ης Οκτώβρη.

Όλοι οι προαναφερθέντες διαμαρτυρήθηκαν εντόνως για τον προπηλακισμό που υπέστησαν από τους φοιτητές, ξεχνώντας σκόπιμα ότι τέτοιον ή αντίστοιχο προπηλακισμό υφίσταται κάθε κυβέρνηση, στη συγκεκριμένη επέτειο, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Η στήλη διατηρεί το δικαίωμά της να μην καταδικάζει αυτούς τους προπηλακισμούς. Προτιμά να διαμαρτύρεται για τον εξοντωτικό οικονομικό και κοινωνικό προπηλακισμό που υφίσταται ο λαός τα τελευταία χρόνια, από όλες διαδοχικά τις κυβερνήσεις και σήμερα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Ανάμεσα στις διαμαρτυρίες, ξεχώρισε αυτή του Ν. Μανιού που με αμετροέπεια και απόλυτη έλλειψη συναίσθησης του τι είναι και τι εκφράζει σήμερα αυτός και το κόμμα του, χαρακτήρισε τους φοιτητές που τον εμπόδισαν να «τιμήσει» το Πολυτεχνείο ως «αυριανούς φασίστες».

Φυσικά τίποτα δεν μας διαβεβαιώνει ότι κάποιοι από όσους σήμερα διαμαρτύρονται ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ και στη φιλοαμερικάνικη, νεοφιλελεύθερη πολιτική του, δεν θα καταλήξουν αύριο στον ΣΥΡΙΖΑ, στη ΝΔ ή και στην ακροδεξιά. Ο ίδιος άλλωστε ο Ν. Μανιός, επί χούντας έβαζε βόμβες ενάντια στη δικτατορία και στους Αμερικάνους και σήμερα υπηρετεί τα μνημόνια, τις αντιλαϊκές πολιτικές και στηρίζει τη φιλοαμερικανικότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης.

Κανένας δεν μας λέει ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Μανιό ανάμεσα στους φοιτητές που διαμαρτυρήθηκαν σήμερα για την κυβερνητική υποκρισία. Κανένας δεν μας λέει ότι δεν μπορούν και σήμερα και αύριο να υπάρξουν Μανιοί που να μετατραπούν από αγωνιστές σε όργανα της εξουσίας, από αντιστασιακούς σε ντήλερ των ΗΠΑ, από αριστερούς σε μνημονιακούς.

Με αφορμή όμως την αμετροέπεια Μανιού, που έσπευσε να χαρακτηρίσει φασίστες όσους τον αποδοκίμασαν, δεν μπορέσαμε παρά να θυμηθούμε τον Τσολάκογλου.

Όχι, δεν θέλουμε να ταυτίσουμε τον έναν με τον άλλον. Ούτε να εκτοξεύσουμε τον χαρακτηρισμό “Τσολάκογλου” με την ίδια ευκολία που πλείστοι υποστηρικτές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το έκαναν για τις προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες τελικά αποδείχθηκε ότι εφάρμοζαν ότι εφαρμόζει και ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο νωρίτερα. Μας ενδιαφέρει όμως μια ανατριχιαστική ομοιότητα.

Ο στρατηγός Τσολάκογλου έμεινε στην ιστορία ως κουίσλιγκ, προδότης της πατρίδας, που υπέγραψε -επειδή έτσι έκρινε- συνθηκολόγηση με τη ναζιστική Γερμανία και στη συνέχεια ανέλαβε τη διακυβέρνηση ως δοτός, κατοχικός πρωθυπουργός.

Νωρίτερα όμως, ο Τσολάκογλου υπήρξε, για τα αστικά δεδομένα, έξοχος και ικανός στρατιωτικός, και αναμφισβήτητα πατριώτης. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Πρώτο Παγκόσμιο, στη Μικρασιατική εκστρατεία και ήταν παρών όπου η πατρίδα τον κάλεσε. Τον Νοέμβριο του 1940, ως αντιστράτηγος πλέον, ηγήθηκε του μετώπου στη Δυτική Μακεδονία και με έναν ευφυέστατο ελιγμό, παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, κέρδισε τη μάχη του Μόραβα, ξεκινώντας έτσι την ελληνική αντεπίθεση στα εδάφη της Αλβανίας.

Το παρελθόν του, για τα αστικά δεδομένα, υπήρξε σπουδαίο. Ο Τσολάκογλου υπήρξε πατριώτης και όχι προδότης. Με τη βεβαιότητα ότι είναι πατριώτης, αποφάσισε, τον Απρίλη του 41, τη συνθηκολόγηση. Σκέφτηκε με ψυχρό κεφάλι τις συνέπειες από μια παράλογη συνέχιση της ένοπλης αντίστασης στους Γερμανούς. Πρόσφατα άλλωστε μας υπενθύμισε ο Α. Τσίπρας από το Βερολίνο ότι έτσι πρέπει να παίρνονται οι σωστές αποφάσεις.

Ο Τσολάκογλου την ώρα που υπέγραφε, αλλά και χρόνια αργότερα, ισχυριζόταν ότι ήταν πατριώτης. Υπέγραψε γιατί δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Το ίδιο όμως έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπήρχε εναλλακτική και υπέγραψε.

Ο Τσολάκογλου ισχυρίστηκε  ότι αν δεν υπέγραφε οι συνέπειες θα ήταν ανυπολόγιστες. Το ίδιο όμως ισχυρίστηκε και ο Τσίπρας με τον Μανιό και τον κάθε Μανιό.

Με την ίδια βεβαιότητα που ο Τσολάκογλου επικαλούνταν το παρελθόν του για να πείσει τον εαυτό του ότι είναι πατριώτης, ο Μανιός επικαλείται το παρελθόν του για να πείσει τον εαυτό του ότι είναι αγωνιστής. Ούτε ο πρώτος έπειθε, ούτε ο δεύτερος πείθει. Το επιχείρημά τους όμως είναι απελπιστικά όμοιο.

Το παρελθόν και του ενός και του άλλου, είναι κάτι σαν πασαπόρτι για κάθε τι που μπορουν να κάνουν στο παρόν και στο μέλλον. Για κάθε λάθος, για κάθε έγκλημα, για κάθε προδοσία.

Υπήρξα πατριώτης, είπε ο Τσολάκογλου, και ορκίστηκε κατοχικός πρωθυπουργός μετά τη συνθηκολόγηση του στρατού το 1941. Με την αμετροέπεια που του έδινε το παρελθόν, όχι απλά δικαιολογούσε τη στάση του, αλλά κατηγορούσε τους αντιπάλους του για προδότες.

Υπήρξα αγωνιστής, είπε ο Μανιός, και έφτυσε στις αξίες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μετά τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης το 2015. Με την αμετροέπεια που του δίνει το παρελθόν, όχι απλά δικαιολογεί τη στάση του, αλλά κατηγορεί όσους τον αποδοκίμασαν για φασίστες.

Τα στερνά τιμούν τα πρώτα λέει ο λαός. Και τα στερνά είναι αμείλικτα και για τον Τσολάκογλου, και για τον Μανιό.

Κοτζιάς

Ο Κοτζιάς φεύγει, η πρεσβεία όμως είναι αμετακίνητη

Η παραίτηση Κοτζιά μετά την κόντρα του με τον Καμμένο, έρχεται σε μια περίοδο που η πολιτική του Κοτζιά θριαμβεύει. Και μπορεί ο Καμένος σαν άλλος Χατζηαβάτης να υποστήριζε από τις ΗΠΑ την ίδρυση Νατοϊκών βάσεων σε κάθε ελληνική πόλη, ο Κοτζιάς όμως ήταν αυτός που καθόρισε την εξωτερική πολιτική της Νατοϊκότερης κυβέρνησης που υπήρξε μετά τη μεταπολίτευση.

Ο Κοτζιάς στο μακρινό παρελθόν υπηρέτησε με μοναδική ευελιξία και προσαρμοστικότητα τον υπαρκτό σοσιαλισμό του Γιαρουζέλσκι και του Μπρέζνιεφ. Μετά την πτώση του 89-91 όμως, δεν δίστασε να μπει με φόρα και φανατισμό στην υπηρεσία της υπερδύναμης.

Αυτός άλλωστε ήταν ο ιθύνων νους του Υπουργείου Εξωτερικών την εποχή του Γ. Παπανδρέου και του Άλεξ Ρόντου. Αυτός ήταν που διατύπωσε το δόγμα πρόσδεσης της χώρας στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου. Αυτός ήταν που «διέγνωσε» ότι η αδυναμία της Τουρκίας να παίξει το ρόλο του Νατοϊκού τοποτηρητή στην περιοχή, δίνει ελεύθερο χώρο στην Ελλάδα να γίνει καθαρόαιμος πράκτορας των αμερικανικών συμφερόντων. Αυτός ήταν που έκλεισε τη συμφωνία των Πρεσπών, προς ευτυχία των ΗΠΑ που είδαν μετά από καιρό έναν ικανό ατζέντη τους στο τιμόνι της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Τέλος, αυτός ήταν που έβαλε φωτιά στις σχέσεις Ρωσίας – Ελλάδας, με ακραίο και προκλητικό τρόπο, σαν κοινός προβοκάτορας του Στέητ Ντιπάρτμεντ.

Κοντολογής, με τύπους σαν τον Κοτζιά, οι ΗΠΑ δεν χρειάζονται καν να διατηρούν πρεσβευτή και πρεσβεία. Κάνουν την δουλειά τους καλύτερα, αμεσότερα και φθηνότερα.

Η κόντρα με τον Καμμένο δεν έχει σε τίποτα να κάνει με διαφοροποιήσεις από αυτή την πολιτική. Ο Καμμένος δεν είναι περισσότερο φιλοαμερικάνος από τον Κοτζιά, αντίθετα, ο λαϊκισμός του και ο αμοραλισμός της κοινοβουλευτικής του επιβίωσης, ίσως τον κάνει ασταθέστερο σύμμαχο των υπηρεσιών του Στέητ Ντιπάρτμεντ.

Η αφορμή της παραίτησης Κοτζιά βρίσκεται στην κάλυψη που διαρκώς παρέχει ο Τσίπρας στον Καμμένο και στην απόπειρα να κρατηθεί αυτή η κυβέρνηση με κάθε τρόπο στην εξουσία για όσο περισσότερο γίνεται. Η ουσιαστική αιτία βρίσκεται στην επανατοποθέτηση δυνάμεων μέσα και γύρω από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τη ματιά στην επόμενη μέρα, μετά τις εκλογές. Ο Κοτζιάς επιχείρησε την απεμπλοκή του, διατηρώντας για τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ την εικόνα του «ήρωα» που έβγαλε πολλή δουλειά και παραιτήθηκε, θιγμένος, από τον «κακό» Καμμένο. Ταυτόχρονα απομακρύνεται από τις δυσκολίες που απέκτησε πλέον η συμφωνία των Πρεσπών, μετά το πρόσφατο δημοψήφισμα στα Σκόπια. Έχει κάθε δυνατότητα να εμφανίζεται ως ο αρχιτέκτονας της συμφωνίας, που όμως δεν φέρει καμιά ευθύνη για τυχόν μελλοντικά της αδιέξοδα.

Σε κάθε περίπτωση, η φιλονατοϊκότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης δεν πρόκειται να αλλάξει ρότα. Θα εξακολουθήσει στην ίδια κατεύθυνση στήριξης του Ισραήλ, εξυπηρέτησης των ΗΠΑ, αντιρωσικής υστερίας. Από αυτή την άποψη, το άρπαγμα του Χατζηαβάτη των ΗΠΑ Πάνου Καμμένου με τον ατζέντη των ΗΠΑ Νίκο Κοτζιά, πρέπει να αφήνει το λαό παγερά αδιάφορο.

Ζητούμενο είναι η ανατροπή της πολιτικής τους.

Έγινε ο Μίχαλος ΣΥΡΙΖΑ;

Ο Μίχαλος έγινε ΣΥΡΙΖΑ, ή ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε Μίχαλος;

Νέο σοκ υπέστη ο κόσμος του αφελούς φιλελευθερισμού: ο Μίχαλος διαγράφτηκε από τη ΝΔ με καταγγελίες ότι στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ορκισμένος νεοφιλελεύθερος, ο αρχιερέας της ελεύθερης αγοράς, ο υπέρμαχος της ασυδοσίας των εργοδοτών, έγινε ΣΥΡΙΖΑ. Και η ΝΔ τον διαγράφει. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί αλλάζουν στρατόπεδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ζωντανή απόδειξη επ’ αυτού. Άλλαξε όμως ο Μίχαλος απόψεις και στρατόπεδο και έγινε ΣΥΡΙΖΑ; Ή ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε τόσο δεξιός που ο Μίχαλος τον στηρίζει; Δυστυχώς για τη ΝΔ, ισχύει το δεύτερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο αποτελεσματικός στο να υλοποιεί την αστική πολιτική, που η ΝΔ του Μητσοτάκη κινδυνεύει να μείνει μπουκάλα, στυμμένη λεμονόκουπα, απατημένη και παρατημένη θεραπαινίδα της άρχουσας τάξης που διάλεξε καλύτερη εκπρόσωπο: την κυβέρνηση Τσίπρα.

Τι λέει ο Μίχαλος που δεν το λένε όλα τα δυναμικά κέντρα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό; Απολύτως τίποτα διαφορετικό:

Χαιρετίζει τη συμφωνία για το Μακεδονικό καθώς η λύση στα Νατοϊκά πλαίσια είναι η αναφανδόν επιλογή του ελληνικού αστισμού στα πλαίσια του στρατηγικού δόγματος της πλήρους προσκόλλησης στον άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αίγυπτος που προωθεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Χαιρετίζει την «έξοδο από τα μνημόνια», καθώς κατοχυρώνονται σε βάθος δεκαετιών τα αιματηρά πλεονάσματα που σφαγιάζουν το κοινωνικό κράτος και παγιώνονται οι μαύρες ρυθμίσεις του μνημονιακού καθεστώτος, η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, το ξεσάλωμα του κεφαλαίου.

Ξορκίζει τις πρόωρες εκλογές καθώς ουδείς από τα κέντρα εξουσίας, ούτε του εσωτερικού, ούτε του εξωτερικού, έχει λόγο να αμφισβητήσει σε αυτή τη φάση τον Τσίπρα. Από αστικής απόψεως είναι άψογος. Έχει βγάλει τεράστιο έργο, χωρίς κοινωνικές αντιδράσεις και χωρίς κομματικό κόστος. Εγγυάται τη σταθερότητα για τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των δανειστών. Οι διεθνείς θεσμοί και οι εκπρόσωποι της πάλαι ποτέ τρόικας, οι ίδιοι που πριν τρία χρόνια τον αμφισβητούσαν, σήμερα τον αποθεώνουν. Γιατί να βιάζονται να φέρουν τον Μητσοτάκη;

Τα ίδια που λέει ο Μίχαλος τα έλεγε χθες και ο Μαραντζίδης, το γκόλντεν μπόι του ακραίου κέντρου. Αφού χρημάτισε στον αντικομμουνισμό και στον ιστορικό αναθεωρητισμό και επί μακρόν ήταν ο βασικός δημοσκόπος του ΣΚΑΙ, σήμερα, παραδέχεται, ανοικτά και παστρικά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσχώρησε απλά στο στρατόπεδο των αστών, αλλά λύνει και προβλήματα προς όφελός τους. Προβλήματα που η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορούσαν να λύσουν. Μπορεί η μετατόπιση Μαραντζίδη να σκόρπισε απλόχερα εγκεφαλικά στους καθυστερημένους νεοφιλελεύθερους, αλλά το προφανές είναι προφανές, άσχετα αν ο Μητσοτάκης δεν θέλει να το δει:

Σε αυτή τη φάση, ο Τσίπρας είναι καλύτερος για την άρχουσα τάξη και τους δανειστές.

Η ΝΔ ουρλιάζει για τη Σοβιετία που τάχα χτίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια ώρα που ο Τσίπρας ιδιωτικοποιεί και ξεπουλά μέσω ΤΑΙΠΕΔ τους πάντες και τα πάντα, ενώ με τα εξωφρενικά πρωτογενή πλεονάσματα δεσμεύει τη χώρα σε αντικοινωνική πολιτική δεκαετιών. Ένας σοβαρός νεοφιλελεύθερος δεν μπορεί να μη βλέπει το γελοίον του ισχυρισμού. Και όσο η αξιωματική αντιπολίτευση στριμώχνεται με τον Μπαλτάκο και τη Χρυσή Αυγή για να εκφράσει το χώρο της καθυστερημένης πατριδοκαπηλείας, τόσο ο αστικός κόσμος και οι δανειστές θα δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στον Τσίπρα.

Δεν μετακινήθηκε ο Μίχαλος. Δεξιός και νεοφιλελεύθερος ήταν και παραμένει. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετακινήθηκε. Και μάλιστα εντυπωσιακά. Αντικαθιστά τη ΝΔ ως το επίσημο αγαπημένο κόμμα των Αμερικανών, των Ευρωπαίων, των αγορών και της άρχουσας τάξης.

Όπως το έλεγε ο Τενγκ Σιαο Πινγκ: Άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, δεν έχει σημασία, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια. Και ο Τσίπρας τα πιάνει. Η αστική τάξη το βλέπει. Ο Μίχαλος, ο Μαραντζίδης και άλλοι που διαρκώς θα πληθαίνουν, απλά το ομολογούν.

Κι όμως ο θάνατος του Μητσοτάκη φέρνει μια πίκρα…

Σε αντίθεση με ό,τι θα ανέμενε κανείς, ο θάνατος του Μητσοτάκη δεν προκαλεί καμμιά ευφορία. «Ding-Dong! The Witch Is Dead» τραγουδούσαν και πανηγύριζαν οι Βρετανοί των λαϊκών τάξεων με το άκουσμα του θανάτου της Θάτσερ. Ο Μητσοτάκης ήταν αντικείμενο χλευασμού έως και μίσους στη διάρκεια του ενεργού πολιτικού του βίου και για πολλά χρόνια μετά. Απότοκο όχι απλά της πολιτικής του, αλλά και του συμβολικού φορτίου που έφερε ο πρώτος καθαρός εκπρόσωπος του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική πολιτική σκηνή. Συνέβαλε βεβαίως και η έντεχνη απόπειρα του τότε ΠΑΣΟΚ να φιλοτεχνήσει το απόλυτο κακό στο πρόσωπο του Μητσοτάκη (Δρακουμέλ κλπ) ώστε να δικαιολογεί την επιλογή του «μικρότερου κακού» στο όνομα του Α. Παπανδρέου στην αρχή, και των διαδόχων του αργότερα. Τι κι αν από το 90 και μετά όλες οι κυβερνήσεις ακολουθούν ίδια και απαράλλακτη πολιτική;

Ο θάνατος του Μητσοτάκη δεν προκαλεί θυμηδία. Όχι γιατί περάσαν δεκαετίες από την εποχή που επιχειρούσε να ιδιωτικοποιήσει τους πάντες και τα πάντα. Ούτε γιατί οι παρεμβάσεις του έκτοτε ήταν καίριες, στοχευμένες και -κυρίως- βιτριολικές. Ο μακαρίτης ήταν άξιος εκπρόσωπος της τάξης του, και με σπάνια διαύγεια ξεχώριζε τους ικανούς να την υπηρετήσουν. Το «δεν μπορεί το παιδί» που ξεστόμισε για τον Γ. Παπανδρέου θα μείνει στην ιστορία.Ο θάνατος του Μητσοτάκη δεν σημαίνει ότι «ο αποθανών δεδικαίωται». Ουδείς δικαιούται να ξεχάσει το ρόλο του στην αποστασία προδικτατορικά («Μητσοτάκη κάθαρμα»), την αντιλαϊκή φρενίτιδα επί πρωθυπουργίας του και τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησής του (από τη δολοφονία Τεμπονέρα μέχρι το χτύπημα κάθε λαϊκής διεκδίκησης).

Ο θάνατος του Μητσοτάκη όμως προκαλεί μια κάποια πίκρα. Γιατί ως εκπρόσωπος του πιο άγριου και βάρβαρου νεοφιλελευθερισμού, φεύγει, με την ιδεολογία του νικήτρια και κυρίαρχη. Ο Μητσοτάκης στη διάρκεια της πολιτικής του ζωής είδε το «σπάταλο», «κρατικοδιαίτο», «σοσιαλιστικό» και «επαναστατικό» ΠΑΣΟΚ να μεταμορφώνεται σε κόμμα – λοκομοτίβα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Και πριν το τέλος του βίου του είδε την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα (προερχόμενη από κομμουνιστική ή έστω ευρωκομμουνιστική μήτρα) να εφαρμόζει μέτρα που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί.

Ο θάνατος του Μητσοτάκη φέρνει μια πίκρα γιατί αφήνει κληρονομιά το «Δεν υπάρχει εναλλακτική» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πολιτικού φάσματος. Πεθαίνει με κυβέρνηση Τσίπρα και υπουργούς που ορκίζονταν μέχρι πρότινος στο σοσιαλισμό και που εφαρμόζουν τις πολιτικές του Στέφανου Μάνου και της Μιράντας Ξαφά. Ναι, πρόκειται για εκείνες τις πολιτικές που επί της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη υπήρξαν πολύ νεοφιλελεύθερες για να εφαρμοστούν. Εφαρμόζονται λοιπόν επί μνημονιακής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Ποια ακριβώς πλάκα να κάνει κανείς και για ποιο θέμα; Για το μέγεθος της ήττας; Για το πού ήταν και πού έφτασε η Αριστερά; Για το πού ήταν και πού έφτασε η σοσιαλδημοκρατία και το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας;

Ας χλευάσουμε λοιπόν τον γκαντέμη, τον κορακοζώητο, τον διαπλεκόμενο, το διορισμένο και τρεφόμενο από το δημόσιο χρήμα μεγάλο σόι του, αλλά ας θυμηθούμε κάπου ότι ο συγκεκριμένος νεκρός δικαιώθηκε ήδη προτού πεθάνει από τις πολιτικές των αντιπάλων του.