Διπλωματία των σεισμών, διπλωματία των λαών και διπλωματία των υποκριτών

Οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία και προκάλεσαν αδιανόητες καταστροφές με ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς, προκαλούν δικαίως ισχυρό αίσθημα αλληλεγγύης, φιλίας και συνδρομής. Αυτό το αίσθημα οφείλει να μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη και υλική βοήθεια. 

Ωστόσο, οι εκκλήσεις για μια νέα “διπλωματία των σεισμών” που ανακαλούν μνήμες από το 1999 και την αμοιβαία παροχή βοήθειας ανάμεσα στις δύο χώρες, με αφορμή τους σεισμούς που έπληξαν Τουρκία και Ελλάδα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, φαίνεται να αγνοούν, (δυστυχώς σκοπίμως), το πώς κινούνται και από πού διαμορφώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Αν οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ήταν αποκλειστικά και μόνο ζήτημα αισθημάτων των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα και καλύτερα. Δυστυχώς όμως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώνονται από το ρόλο και τα αιτήματα που διεκδικούν οι δύο χώρες και οι άρχουσες τάξεις τους, και κυρίως από το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο αυτών των ρόλων ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός. Δυσάρεστη αλήθεια για τους θιασώτες της “διπλωματίας των σεισμών”, αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια. 

Μια σύντομη αναδρομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις 

Με την πτώση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ο κόσμος παύει να καθορίζεται από τον ανταγωνισμό Δύσης – Ανατολής και σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι πολύ πιο διευρυμένος από αυτόν που της αντιστοιχούσε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι απλώς το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην Ανατολή, αλλά μια δύναμη με θρησκευτική και πολιτική επιρροή στην υπό διαρκή ανάφλεξη Μέση Ανατολή, με ερείσματα και δεσμούς στις πρώην σοβιετικές μουσουλμανικές δημοκρατίες του Καυκάσου οι οποίες ανεξαρτητοποιούνται αναζητώντας την εθνική τους ολοκλήρωση. Η τουρκική άρχουσα τάξη διαμορφώνει την περίοδο εκείνη ένα σχέδιο μετατροπής της Τουρκίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη από ένα μέχρι πρότινος απλό μέλος ενός από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα των άλλοτε δύο υπερδυνάμεων. 

Στο πλαίσιο αυτό, αυξάνονται οι διεκδικήσεις της Τουρκίας προς όλες τις κατευθύνσεις, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτές οι διεκδικήσεις τυποποιούνται στο γκριζάρισμα του Αιγαίου που προκαλεί και την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996. Η τουρκική πλευρά εγείρει για πρώτη φορά θέμα κυριαρχίας βραχονησίδων, θεωρώντας ότι το Αιγαίο είναι γκρίζα ζώνη, το καθεστώς του οποίου δεν διευκρινίζεται από τις υπάρχουσες συνθήκες. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει από τα Ίμια και ανεβαίνει η τουρκική. 

Η κυβέρνηση Σημίτη πρέπει να αντιμετωπίσει το σκληρό δίλημμα “πόλεμος ή ταπεινωτική υποχώρηση” και αποδέχεται με ευγνωμοσύνη την παρέμβαση των ΗΠΑ “no ships, no troops, no flags”, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι ότι τα Ίμια και κατ’ επέκταση όλο το Αιγαίο πέραν των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, είναι αδιευκρίνιστης κυριαρχίας – γκρίζα ζώνη. Στη συλλογική μνήμη θα μείνει η προτροπή του Υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου προς τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ “να πούμε ότι τη σημαία την πήρε ο αέρας”, ενδεικτική της ποιότητας, του βάθους και της στρατηγικής που διέπνεε την άρχουσα τάξη της χώρας σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα.

Η Τουρκία έχει προχωρήσει ένα βήμα, η Ελλάδα έχει υποχωρήσει ένα βήμα, ακολουθώντας έτσι τον διαχρονικό κανόνα της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας. Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1996, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δολοφονούνται σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και η ελληνοτουρκική κρίση οξύνεται. 

Ωστόσο, στον μετακομμουνιστικό κόσμο της δεκαετίας του ‘90 η Τουρκία είναι πολύ χρήσιμη για τη Δύση, και η τουρκική πλευρά έχει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Το Κυπριακό πρέπει να κλείσει, η Ελλάδα πρέπει να συναινέσει, και η Τουρκία πρέπει να επιβεβαιωθεί ως συστατικός παίκτης στα αμερικανικά σχέδια για τη Μέση Ανατολή. Η διατεταγμένη εκ των άνω (ΗΠΑ) προσέγγιση των δύο πλευρών μπαίνει στο τραπέζι. 

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1997, υπό την επίβλεψη της Μαντλίν Ολμπράιτ, Σημίτης και Ντεμιρέλ, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, συμφωνούν σε κοινό ανακοινωθέν για «τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο». Το αμερικανικό πλαίσιο προβλέπει σεβασμό των νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας στο Αιγαίο και στοχεύει στην προώθηση του αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, έχοντας όμως από πριν καταλαγιάσει την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. 

Η Ελλάδα, μονίμως συμμορφούμενη στις επιταγές των ΗΠΑ, αποδέχεται στην πράξη τις γκρίζες ζώνες, δηλαδή συμφωνεί στη μη άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η δε Τουρκία στηρίζεται στη συμφωνία που έγινε για τα Ίμια και στη Συμφωνία της Μαδρίτης για να αμφισβητήσει εφόλης της ύλης την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Ο κανόνας “ένα βήμα πίσω για την Ελλάδα, ένα βήμα μπροστά για την Τουρκία”, συνεχίζει να εφαρμόζεται. 

Η Ελλάδα, ενάμιση χρόνο μετά, παραδίδει δεσμώτη τον Οτσαλάν, ηγέτη του Κούρδων, στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Το ίδιο καλοκαίρι, οι σεισμοί και η αμοιβαία βοήθεια ανάμεσα στις δύο χώρες, επισφραγίζουν τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας Τουρκίας. Η βελτίωση αυτή εκμεταλλεύεται τα γνήσια και αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς για να προωθήσει μια καλά σχεδιασμένη και υπό αμερικανική διεύθυνση ενοποίηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. 

Η “διπλωματία των σεισμών”

Η “διπλωματία των σεισμών” αντανακλά το αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς ανάμεσα σε δύο λαούς που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά συμπίπτει με την ανάγκη και των δύο κυβερνήσεων να ομονοήσουν ενώπιον της Ουάσινγκτον. Είναι η εποχή που η Ε.Ε. διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και η Ελλάδα αποδέχεται την αποσύνδεση του Κυπριακού από την προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ.

 Η “διπλωματία των σεισμών” χειροκροτείται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ που βλέπουν μια επιζήμια για τα συμφέροντά τους ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να καταλαγιάζει. Ωστόσο το πλαίσιο που διαμορφώνει ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στην περιοχή, δεν έχει καμία σχέση με τα γνήσια και ανόθευτα αισθήματα ειρηνικής συνύπαρξης και φιλίας που ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1999, και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα.

Το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο είναι προ των πυλών, ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γ. Παπανδρέου χορεύει ζεϊμπέκικο με τον Τζεμ να βαράει παλαμάκια, ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός γίνεται κουμπάρος με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν, και όλα μοιάζουν να προμηνύουν μια ιστορική στροφή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 

Ωστόσο, οι αμερικανονατοϊκοί σχεδιασμοί για την Ανατολική Μεσόγειο προχωρούν και τα πράγματα θα αλλάξουν. 

Η διπλωματία των παζαριών και της ελεημοσύνης

Την επόμενη δεκαετία η κατάσταση αλλάζει, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση με το ειδικό της βάρος στην Ευρωζώνη να φθίνει, ενώ η Τουρκία επιδιώκει ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Συρίας. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τον διαμελισμό της Συρίας καθώς ο Άσαντ δεν τους είναι αρεστός, εξέλιξη που αντικειμενικά ενθαρρύνει τους Κούρδους της Συρίας να διεκδικήσουν αυτονομία. Αυτό είναι αιτία πολέμου για την Τουρκία η οποία αποστασιοποιείται σχετικά από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα. 

Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο με την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016, την οποία ο Ερντογάν χρεώνει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι αναγκαίος αλλά όχι ο πλέον αρεστός στην Ουάσινγκτον, γεγονός που κάνει την ελληνική άρχουσα τάξη να νομίζει ότι θα κομίσει οφέλη και κέρδη στα εθνικά θέματα. Η συμφωνία των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απότοκο της δικομματικής πλέον πεποίθησης ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι δεδομένα και ασυζητητί στο στρατόπεδο των ΗΠΑ χωρίς υποσημειώσεις, αστερίσκους και διεκδικήσεις. Η εξωτερική πολιτική της χώρας συμπυκνώνεται πλέον στην (αφελή) ελπίδα ότι η πειθήνια και πρόθυμη στάση της Ελλάδας θα εκτιμάται (και θα επιβραβεύεται) δεόντως από τους υπερατλαντικούς συμμάχους. 

Η Τουρκία αντίθετα παίζει σε πολλά ταμπλό και διεκδικεί για τον εαυτό της, παζαρεύοντας διαρκώς, απειλώντας, συναινώντας και ξανά παζαρεύοντας από την αρχή, επιχειρώντας να αναβαθμίσει το ρόλο και τη θέση της. Η ελληνοτουρκική ένταση επανέρχεται καθώς η Τουρκία ανεβάζει την κλίμακα των διεκδικήσεων σε κυριαρχικά δικαιώματα, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, υποθαλάσσιες έρευνες κλπ, ενώ η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο (χωρίς όμως να πηγαίνει για όλα στη Χάγη), ελπίζει στην ευμενή ουδετερότητα των ΗΠΑ και αυτοπροβάλλεται ως πάντα δεδομένος και διαθέσιμος σύμμαχος.

Μέσα σε μια δεκαετία η διπλωματία των σεισμών έδωσε τη θέση της στην διπλωματία των παζαριών και των εκβιασμών, από τη μεριά της γείτονος, και στη διπλωματία της ελεημοσύνης και του καλού παιδιού που θα επιβραβευθεί, από τη μεριά της Ελλάδας. 

Και οι δύο λαοί;

Τα αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης που γεννιούνται μέσα από τις ανθρωπιστικές και φυσικές καταστροφές διαστρέφονται και λοξοδρομούν, χρησιμοποιούνται όταν, και όσο βολεύει, μετασχηματίζονται από τα πάνω με μπόλικες δόσεις οξύτητας, πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης, και ξανά ανασύρονται, όταν η Ουάσινγκτον το επιθυμήσει. 

Συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση ή φιλία και αλληλεγγύη;

Σήμερα, και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μη βαίνει καλώς για το δυτικό στρατόπεδο, η ελληνοτουρκική όξυνση δεν είναι παραγωγική για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι είναι δεδομένη για τις ΗΠΑ, βρέξει – χιονίσει, επομένως η αμερικανική στρατηγική εστιάζει αποκλειστικά στη ρυμούλκηση της Τουρκίας και στην πλήρη στοίχησή της στα ευρωατλαντικά σχέδια. 

Οι τουρκικές εκλογές την άνοιξη του 2023, είτε δώσουν νέα ηγεσία, είτε όχι, θα ανοίξουν -και δεν θα κλείσουν- ένα νέο γύρο τουρκικών διεκδικήσεων. Οι παρατηρητές της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας θα έχουν προσέξει ότι η κεμαλική αντιπολίτευση είναι πιο διεκδικητική, αναθεωρητική και απαιτητική σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία, ακόμα και από τον Ερντογάν. Το παζάρι και ο εκβιασμός, συστατικά στοιχεία της τουρκικής διπλωματίας, θα ενταθούν αν η κατάσταση στην Ουκρανία παγιωθεί εναντίον του ΝΑΤΟ και η Κίνα παραμείνει σε αδιατάρακτη τροχιά κατάκτησης της παγκόσμιας ηγεμονίας, σε οικονομικό τουλάχιστον επίπεδο. Στον πάγκο του κρεοπωλείου θα μπει η Ελλάδα. 

Δείγματα αυτής της πολιτικής έχουν ήδη δοθεί πολλαπλώς. Από τις δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μέχρι τις πολλαπλές διαψεύσεις που έχει δεχτεί το ελληνικό αφήγημα από τον Λευκό Οίκο και τους εκπροσώπους του, το συμπέρασμα είναι ένα: Η Τουρκία είναι μεγάλο μέγεθος για τους Αμερικάνους και επ ουδενί δεν θα αφεθεί να γλιστρήσει προς την Ανατολή, ειδικά σήμερα που η κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται ανοιχτά.

Η επωδός των ΗΠΑ -και λιγότερο άγαρμπα της ΕΕ- είναι μία και μόνη: “Βρείτε τα”. Στη Χάγη ή μόνοι σας. Με συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση, με παράλληλα βεβαίως γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς οι πολεμικές βιομηχανίες πρέπει να εισπράττουν), με εσαεί επικυρίαρχο και επιδιαιτητή την Ουάσινγκτον.  

Νέος γύρος προσέγγισης θα προκύψει, και οι διάφοροι συνήθεις ύποπτοι στην Ελλάδα τον έχουν προαναγγείλλει (πχ δηλώσεις Ντόρας Μπακογιάννη για Χάγη).

  • Ένα ενδεχόμενο είναι να υπάρξει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο (διόλου απίθανο ενδεχόμενο) και το δίλημμα “πόλεμος ή Χάγη” να αποκτήσει ευήκοα ώτα στην ελληνική κοινωνία, με δεδομένο βέβαια ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα είναι σε όλα θετική για τις ελληνικές διεκδικήσεις.
  • Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι η σταδιακή καλλιέργεια νέου κλίματος φιλίας που θα εκμεταλλεύεται τραγικά γεγονότα όπως αυτό των σεισμών για να οδηγήσει σε συμφωνίες συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης, υπό τις εντολές πάντα των ΗΠΑ.
  • Και ένα τρίτο ενδεχόμενο είναι η γραμμή Μολυβιάτη – Καραμανλή, “άσε τα πράγματα να σαπίζουν, έτσι κι αλλιώς αν πάμε σε συμφωνία, αυτή δεν θα είναι θετική για την Ελλάδα”. Μόνο που η τρίτη γραμμή προϋποθέτει μια Τουρκία εξευμενισμένη, πράγμα δύσκολο χωρίς νέα βήματα οπισθοχώρησης από την ελληνική πλευρά. 

Αυτά τα ενδεχόμενα είναι (και τα τρία) ανταγωνιστικά και ξένα με τα πραγματικά αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης των δύο λαών, γιατί διαιωνίζουν το ίδιο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωατλαντικής κυριαρχίας, του παζαριού, των εκβιασμών και των εκκλήσεων ελεημοσύνης και ευμένειας, εντός αυτής. 

Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να πάμε σε μια διατεταγμένη νέα “διπλωματία των σεισμών” που εξίσου εύκολα με το παρελθόν θα καταλήξει σε νέο γύρο εντάσεων, αμφισβητήσεων, αναθεωρητισμού, αλλά σε συνολική ρήξη και έξοδο από την αμερικανική – Νατοϊκή κυριαρχία και τα εθνικά “αιτήματα” Ελλάδας και Τουρκίας, που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της, και με αποδέκτη και κριτή το μεγάλο αφεντικό, την Ουάσινγκτον.  

Αυτή η ρήξη με το πλαίσιο που επιβάλουν οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, θα δημιουργούσε το έδαφος για μια πραγματική διπλωματία των λαών και όχι των αμερικανικών πρεσβειών, που θα εκμεταλλεύεται θετικά και όχι υποκριτικά τα αισθήματα αλληλεγγύης των δύο λαών, αισθήματα που εκδηλώνονται εντονότερα σε στιγμές ανείπωτης καταστροφής και πόνου όπως αυτές που βιώνουν οι Τούρκοι, οι Κούρδοι και οι Σύριοι στα ερείπια των πόλεων και των χωριών τους.

Και η διπλωματία των υποκριτών

Τα φαινόμενα είναι φυσικά, αλλά οι καταστροφές είναι ταξικές. Από τον σεισμό χτυπήθηκε όχι απλά η πιο φτωχή και υποβαθμισμένη περιοχή της Τουρκίας, αλλά η περιοχή που κατοικείται από Κούρδους, πολίτες δεύτερης κατηγορίας του τουρκικού κράτους. Είναι επιπλέον η περιοχή που ζουν σε καταυλισμούς εκατομμύρια πρόσφυγες από τον πόλεμο στη Συρία. 

Ο σεισμός χτύπησε όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τη Συρία. Και αν η Τουρκία τυγχάνει της διεθνούς συμπάθειας και στήριξης γιατί είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Συρία είναι αποσυνάγωγος του δυτικού κόσμου γιατί η ηγεσία της είναι φιλορωσική και μη αρεστή σε ΗΠΑ και ΕΕ. 

Από το 2011, την αρχή του εμφυλίου στη Συρία, η ΕΕ αποφάσισε κυρώσεις εναντίον της συριακής κυβέρνησης, που ευνόησαν αντικειμενικά την ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους. Οι κυρώσεις αυτές ανανεώνονται διαρκώς και ισχύουν μέχρι και το καλοκαίρι του 2023. 

Ανάμεσα στις κυρώσεις αυτές, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Ε. είναι: Πετρελαϊκό εμπάργκο, περιορισμοί επενδύσεων, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που τηρεί στην ΕΕ η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, εξαγωγικοί περιορισμοί. Υποτίθεται ότι οι κυρώσεις αυτές είναι μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία, αλλά στην πράξη είναι μέτρα ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, που ήταν και ο βασικός αντίπαλος του Ισλαμικού Κράτους. 

Στην παρούσα φάση, και με χιλιάδες νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες αστέγους, η προϋπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση στα τουρκο-συριακά σύνορα επιδεινώνεται δραματικά. Ωστόσο, για την ΕΕ και κάθε κράτος μέλος της χωριστά, μεγαλύτερη σημασία έχει η συνεχιζόμενη τιμωρία του φιλοΡώσου και αντιΑμερικάνου Άσαντ, παρά η μερική έστω ανακούφιση του συριακού λαού. 

Το αμερικανικό σχέδιο διαμελισμού της Συρίας μπορεί να μην ευοδώθηκε, αλλά οι κυρώσεις και το εμπάργκο ενάντια στη Συρία καλά κρατούν. Στη δε Ελλάδα, από το 2012 απελάθηκε ο Σύρος πρέσβης και έκτοτε, πρεσβεία της Συρίας στη χώρα μας δεν υπάρχει. Άλλη μια ένδειξη υπαγωγής των ελληνικών εξωτερικών σχέσεων στα συμφέροντα της υπερδύναμης. 

Στη Συρία ακόμα και τώρα, τρεις μέρες μετά την πρωτόγνωρη καταστροφή, υπάρχει αεροπορικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ και η μόνη βοήθεια που έχει φτάσει είναι από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και μερικές ακόμα χώρες που δεν συντάσσονται με τον δυτικό ολοκληρωτισμό.

Πρόκειται για τη χείριστη υποκρισία στα συντρίμμια των ερειπίων. Επιλεκτικές ευαισθησίες, παλιανθρωπιά, φαρισαϊσμός και κούφια λόγια για ευρωπαϊκά κεκτημένα, ανθρωπισμό και αλληλεγγύη. 

Αυτή είναι η διπλωματία των υποκριτών. 

Νεοφιλελεύθερο κράτος σημαίνει ατομική ευθύνη. Κοινωνικό κράτος σημαίνει συλλογική φροντίδα. Ας διαλέξουμε.

Σχόλιο του antapocrisis.

Η κακοκαιρία ταλαιπωρεί τους πολίτες πολύ λιγότερο από όσο τους ταλαιπωρεί το ιδιωτικοποιημένο πλέον κράτος. Παρά τις “συστάσεις”, τα απαγορευτικά μέτρα και τις δηλώσεις περί ετοιμότητας, για ακόμα μια φορά έχουμε αποκλεισμένους οδηγούς, κλειστους δρόμους, συγκοινωνίες υπό κατάρρευση.

Αντί να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της πρωτεύουσας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέλνει μηνύματα με το 112. 

Αντί να κρατηθούν οι δρόμοι ανοιχτοί, γίνονται ανακοινώσεις για αποφυγή της κυκλοφορίας. 

Αντί να λειτουργήσουν οι βασικές οδικές αρτηρίες και τα Μέσα Μεταφοράς, βγαίνει φιρμάνι για κλειστά σχολεία και τηλεργασία και τα λεωφορεία σταμάτησαν να λειτουργούν.  

Αντί οι ιδιωτικές εταιρείες των Εθνικών Οδών να στείλουν εκχιονιστικά για να μην κόβεται η χώρα στη μέση, οι δρόμοι κλείνουν προληπτικά για να απαλλαγούν οι εταιρείες από κόστη και πρόστιμα. 

Αντί η κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι οι ιδιωτικοί υπάλληλοι μπορούν να πάνε στην εργασία τους, απευθύνει “συστάσεις” για τηλεργασία τις οποίες βέβαια οι εργοδότες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια.

Τα πάντα πλέον αφορούν την ατομική ευθύνη: Ατομική η ευθύνη του πολίτη να αντιμετωπίσει την πανδημία γιατί στα νοσοκομεία θα πεθάνει. Ατομική η ευθύνη του οδηγού να μην βγει στο δρόμο. Ατομική η ευθύνη του εκπαιδευτικού να κάνει μάθημα μέσω webex. Ατομική η ευθύνη του μαθητή να παρακολουθήσει το μάθημα μέσω webex. Ατομική η ευθύνη του ιδιωτικού υπαλλήλου να πάει στη δουλειά του χωρίς Μέσα Μεταφοράς. Ατομική και η ευθύνη του να πείσει τον εργοδότη του ότι δεν μπορεί να φτάσει στη δουλειά του με χιονοπέδιλα. 

Στο ιδιωτικοποιημένο κράτος του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, όλα είναι ατομική ευθύνη. Εκτός βέβαια από αυτούς που κυβερνούν, που αντί να λογοδοτούν ατομικά, για την κρατική ευθύνη που τους έλαχε -και δεν μπόρεσαν- να οργανώσουν, ρίχνουν το βάρος και το ανάθεμα στους πολίτες. 

Συνεχίζεται η ίδια πολιτική που τα καλοκαίρια αφήνει τις πυρκαγιές να καίνε όλη τη χώρα με μοναδικό σχέδιο να σβήσουν όταν φτάσουν στη θάλασσα και μοναδικό μέλημα να εκκενώνονται τα σπίτια για να μην υπάρξει νέο Μάτι και πολιτικό κόστος. 

Στόχος σε μια αναμενόμενη και μάλλον μέτριας έντασης κακοκαιρία δεν μπορεί να είναι να μην βγουν οι πολίτες από τα σπίτια τους, μην τύχει και αποκλειστούν στην Αττική Οδό και η κυβέρνηση φανεί ανίκανη. Στόχος είναι το κράτος να έχει πάρει όλα τα μέτρα για να μην αποκλειστεί κανείς. Τουλάχιστον όχι καταμεσής της πρωτεύουσας. 

Η κυβέρνηση μοιάζει με τους πειρατές στον Αστερίξ που με το βλέπουν τους Γαλάτες, βυθίζουν μόνοι τους το πλοίο τους, για να μην τους το βουλιάξουν αυτοί. 

Όμως αυτή δεν είναι η δουλειά του κρατικού μηχανισμού. Το να στέλνει η Πολιτική Προστασία μέσω του 112 μήνυμα να μένουμε μέσα στην πανδημία, στις πλημμύρες και στον χιονιά, και να τρέχουμε πανικόβλητοι στην πυρκαγιά, δεν συνιστά ούτε πολιτική προστασία, ούτε κρατική ευθύνη, ούτε συλλογική φροντίδα για το κοινό καλό. 

Πρόκειται για την πλήρη παραδοχή ότι το ιδιωτικοποιημένο νεοφιλελεύθερο κράτος έχει αποσυρθεί από την υποχρέωσή του να διασφαλίζει τα κοινά αγαθά, την ανθρώπινη ζωή, τη στέγη, την εργασία, την περιουσία των πολιτών του, και περιορίζει το ρόλο του στο να χρηματοδοτεί από τον κρατικό προϋπολογισμό το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Πρόκειται επίσης για την περίτρανη απόδειξη ότι η ιδιωτικοποίηση δρόμων, συγκοινωνιών και κρατικών λειτουργιών που τάχα θα έφερνε καλύτερη ποιότητα και αποτελεσματικότητα, φέρνει συστηματική και μόνιμη ταλαιπωρία, καθώς οι ιδιώτες για να περιορίσουν το κόστος και τα λειτουργικά έξοδα, δεν ανταποκρίνονται ούτε καν στα απαραίτητα. Το κράτος φυσικά, αντί να ελέγξει και να τιμωρήσει, τους καλύπτει και τους αποζημιώνει. 

Αυτό το κράτος, το ιδιωτικοποιημένο, το φιλικό στους επιχειρηματίες και εχθρικό στους πολίτες, το ανίκανο να κρατήσει ανοιχτούς τους πιο κεντρικούς δρόμους στην πρώτη χιονόπτωση, το συνειδητά ανήμπορο να ανταποκριθεί στην απαίτηση για παιδεία, για υγεία, για κοινωνικά αγαθά, δεν το θέλουμε. Από όποιον κι αν υπηρετείται, είτε λέγεται Τσίπρας, είτε Μητσοτάκης, είτε ΣΥΡΙΖΑ, είτε ΝΔ. 

Δύο βομβαρδισμοί που η ΚΝΕ “ξέχασε” να βάλει στις αφίσες της

Εκδίδοντας τρεις αφίσες, η ΚΝΕ αναρωτιέται ποια είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας. Σίγουρα όχι αυτή του πλυντηρίου του ΝΑΤΟ. Η νεολαία του ΚΚΕ αντιπαραθέτει τους ρωσικούς βομβαρδισμούς στην Ουκρανία με τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Γιουγκοσλαβία. Ο συμψηφισμός είναι βαρύς: μπορούν αλήθεια να “ισοφαριστούν” όσα έκαναν οι Αμερικανοί μετά το 1989, με όσα κάνουν σήμερα οι Ρώσοι;

Η μεταμόρφωση του ΚΚΕ από αντιΝατοϊκό και αντιμπεριαλιστικό κόμμα σε καθωσπρέπει πολιτικό κόμμα των ίσων αποστάσεων, δεν ήταν ξαφνική. Κυοφορείται εδώ και χρόνια, από την εποχή που το ΚΚΕ πήρε διαζύγιο από τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και αποφάσισε ότι ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός ταυτίζονται. Από τότε που η “καταλήστευση του κόσμου από μια χούφτα ιμπεριαλιστικών χωρών”, μετασχηματίστηκε σε “ιμπεριαλιστική πυραμίδα”. 

Προκύπτει επίσης από την κατάργηση της θέσης ότι ο “κομμουνισμός είναι η κίνηση προς την κατάργηση της υπάρχουσα τάξης πραγμάτων” και την υιοθέτηση της θέσης ότι ο κομμουνισμός είναι σύμβολα, σημαίες, νοσταλγία για το παρελθόν και επίκληση στο μακρινό μέλλον, χωρίς επίδικα και πολιτικές μάχες στο σήμερα. 

Η στροφή του ΚΚΕ δεν είναι ξαφνική. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε ως “στιγμή” απελευθέρωσης από τα αντιΝατοϊκά και αντιΑμερικανικά βαρίδια του παρελθόντος. Η υιοθέτηση της πλειοψηφικής αφήγησης της δυτικής Αριστεράς, ότι το ΝΑΤΟ και η Ρωσία όχι μόνο έχουν τις ίδιες ευθύνες, αλλά ότι η Ρωσία ειδικά είναι ο αδίκως επιτιθέμενος, ενώνει πλέον το ΚΚΕ με όσους άλλοτε κατηγορούσε ως υπόδουλους στα Νατοϊκά συμφέροντα. 

Ας ξεπεράσουμε το ερώτημα αν ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, ή αν είναι αποτέλεσμα της αμερικανικής επιθετικότητας και της νατοϊκής περικύκλωσης κάθε πραγματικού ή δυνητικού αντιπάλου της ευρωατλαντικής κυριαρχίας, άρα και της Ρωσίας. Ας ξεπεράσουμε δηλαδή το ερώτημα που η απάντησή του προσδιορίζει το χαρακτήρα του σημερινού πολέμου στην Ουκρανία.

Το γεγονός ότι το ΚΚΕ βρίσκεται στην Ελλάδα, και η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και η κυβέρνησή της φανατικός υποστηρικτής των αμερικανικών σχεδιασμών, μήπως μετατρέπει την πολιτική των ίσων αποστάσεων, σε όχι και τόσο ίσες; Αν πρόκειται για “ενδοϊμπεριαλιστικό” πόλεμο, το ΚΚΕ δεν θα έπρεπε να αγωνίζεται πρώτα από όλα για την ήττα του “δικού μας” ιμπεριαλισμού, του αμερικάνικου; Αυτήν την κλασική υπεραιωνόβια αλήθεια, πώς και την ξέχασε ο Περισσός και μοιράζει ακριβοδίκαια τις αφίσες του κρατώντας ίσες αποστάσεις; Οι ίσες αποστάσεις από δύο στρατόπεδα, δεν είναι ίσες όταν βρίσκεσαι καταμεσής στο ένα από τα δύο στρατόπεδα. 

Και επιπλέον: Πώς ακριβώς ο βομβαρδισμός της Ουκρανίας από τη Ρωσία “ισοδυναμεί” ή είναι “εξίσου καταδικαστέος” με τους βομβαρδισμούς των Αμερικανών στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν ή στη Γιουγκοσλαβία; Τόσο εύκολα εξισώνεται το “carpet bombing” που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ για παράδειγμα στο Ιράκ, που ισοπέδωσε ολόκληρα τετραγωνικά χιλιόμετρα, με τις μάλλον στοχευμένες και με σχετικά μικρές απώλειες σε αμάχους επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού;

Μπορεί η ΚΝΕ να συγκρίνει την κατεστραμμένη Φαλούτζα των 300 χιλιάδων κατοίκων, όπου οι Αμερικάνοι ισοπέδωσαν τα μισά σπίτια, βομβάρδισαν τα νοσοκομεία της και οδήγησαν στο θάνατο, στην αυτοκτονία ή στη λιμοκτονία χιλιάδες κατοίκους της, με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα πχ στο Χάρκοβο ή στο Κίεβο; 

Μπορεί κάποιος να ισορροπήσει ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία όταν οι Αμερικανοί είναι με αδιαμφισβήτητη διαφορά, μακράν πρώτοι (σε λογαριθμική κλίμακα), σε πολέμους, εισβολές, επεμβάσεις, βομβαρδισμούς, δολοφονίες αμάχων, διαμελισμούς χωρών, πραξικοπήματα, στρατιωτικές βάσεις, εμπάργκο, δολοφονίες ξένων αξιωματούχων, εκβιασμούς, απαγωγές, στρατόπεδα συγκέντρωσης;

Ακόμα και αν δεχτούμε χάριν της συζήτησης ότι η Ρωσία έχει άδικο και διεξάγει έναν επιθετικό πόλεμο, το γεγονός ότι εξισώνεται με τη δολοφονική πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί παρά να έχει ένα και μόνο αποτέλεσμα: Να σχετικοποιήσει και να υποβιβάσει τις ευθύνες του με διαφορά νούμερο ένα τρομοκράτη του σύγχρονου κόσμου. 

Επειδή όμως η ΚΝΕ αρέσκεται να απεικονίζει βομβαρδισμούς και να είναι ενάντια σε όλους τους βομβαρδισμούς, παραθέτουμε δύο βομβαρδισμούς που δεν “χώρεσαν” στις αφίσες της. Μάλλον θα ξεχάστηκαν. 

Ο πρώτος βομβαρδισμός είναι από την Ανατολική Ουκρανία, που μετά το ακροδεξιό φιλοΝατοϊκό πραξικόπημα του Μεϊντάν, βομβαρδίστηκε με συνέπεια και επιμονή από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, αν και τμήμα της ουκρανικης επικράτειας, καθώς ο εκεί λαός είχε ρωσική εθνική συνείδηση. Αυτή η συστηματική δίωξη, μέχρις σημείου εξόντωσης, των ρωσικών πληθυσμών στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η έναρξη του πολέμου, είτε αρέσει στη Δύση, είτε όχι.

Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις βομβάρδισαν τμήμα της ουκρανικής επικράτειας στοχεύοντας ειδικά σε πολιτικές και κοινωνικές υποδομές και προκαλώντας νεκρούς ανάμεσα σε αμάχους. Έκαψαν ζωντανούς αντιφασίστες συνδικαλιστές στο Κτίριο των Συνδικάτων στην Οδησσό. Βασάνισαν εθνικούς και ιδεολογικούς αντιφρονούντες, έχοντας οργανώσει για αυτό το σκοπό ναζιστικά τάγματα θανάτου. 

Η ΚΝΕ – μιας και της διέφυγαν οι ουκρανικοί βομβαρδισμοί και οι νεοναζιστικές σφαγές στο Ντονμπάς, στο Λουχάνσκ και στην Οδησσό- μπορεί να διαλέξει από τις παρακάτω φωτογραφίες μία (1) για να την κάνει αφίσα. 

Λουχάνσκ. Βομβαρδισμοί από Ουκρανία.

Ντονμπάς. Βομβαρδισμοί από Ουκρανία.

Οδησσός. Δολοφονίες από ουκρανικά τάγματα θανάτου.

Ένας δεύτερος βομβαρδισμός που “ξέχασε” η ΚΝΕ να καταδικάσει είναι αυτός του Βερολίνου του 1945Γιατί είναι αλήθεια ότι ο Κόκκινος Στρατός στην τιτάνια μάχη που έκανε να τσακίσει το ναζιστικό τέρας φτάνοντας στην ίδια του τη φωλιά, δεν δίστασε να βομβαρδίσει την πρωτεύουσα της Γερμανίας, ισοπεδώνοντας μάλιστα – από κοινού με τους Συμμάχους – ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. 

Βερολίνο 1945 μετά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς

Μήπως να περιμένουμε από τον Περισσό να βγάλει καμιά αφίσα που να καταδικάζει “κάθε βομβαρδισμό, από όπου κι αν προέρχεται” – ανάμεσά τους και τον βομβαρδισμό της ναζιστικής Γερμανίας;

Το δε χιλιομασημένο επιχείρημα ότι άλλο η Ρωσία και άλλο η Σοβιετική Ένωση, στην περίπτωση αυτή, δεν ισχύει. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι βομβαρδισμοί είναι καλοί αν τους κάνει μια σοσιαλιστική χώρα και κακοί αν τους κάνει μια καπιταλιστική χώρα. Τέτοιος αγράμματος και σχηματικός μαρξισμός ταιριάζει μόνο στη χειρότερη γκρούπα. 

Οι βομβαρδισμοί δεν κρίνονται από το αν αυτός που τους κάνει μιλά εξονόματος του σοσιαλισμού ή του καπιταλισμού. Κρίνονται από το αποτέλεσμα που παράγουν στον συσχετισμό δύναμης. Τι θα σήμαινε σήμερα μια νίκη του ΝΑΤΟ και ήττα της Ρωσίας στο μέτωπο της Ουκρανίας για τους λαούς και τους εργαζόμενους όλου του κόσμου; Και τι θα σήμαινε το ανάποδο;

Θα ήταν θετικό ή αρνητικό να σταματήσει, για πρώτη φορά στον μετακομμουνιστικό κόσμο, η πλήρης ασυδοσία των ΗΠΑ και η διαρκής επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ;

Είναι αυτό ένα αποτέλεσμα αδιάφορο για τους λαούς, για την εργατική τάξη, για τους κομμουνιστές; 

Ακόμα και αν η Ρωσία ήταν εξίσου σκληρός, κακός και αιματοβαμμένος ιμπεριαλιστής με τις ΗΠΑ, τι θα σήμαινε για τους λαούς, για την εργατική τάξη, για τους κομμουνιστές, το γεγονός ότι ο ενδοιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός μπλοκάρει – έστω προσωρινά – το άνοιγμα νέων πολεμικών μετώπων του ΝΑΤΟ, σε όποιο μήκος και πλάτος της γης γουστάρει η Ουάσινγκτον; 

Ή μήπως είναι η πρώτη φορά που οι λαοί, η εργατική τάξη και οι κομμουνιστές “επωφελούνται”, “ανασαίνουν” ή “ανακουφίζονται” από την όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού; (Κάνουμε πάντα τη χάρη στο ΚΚΕ να υιοθετούμε το βαθιά λαθεμένο σχήμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία).

Είναι τελικά κακό να ηττηθεί ο νούμερο ένα εχθρός των λαών, της ανεξαρτησίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός;

Έστω και πρόσκαιρα;

Έστω και αν αυτός που θα τον αναγκάσει σε ήττα ή αναδίπλωση, δεν θα είναι ο Κόκκινος Στρατός αλλά η Ρωσία ή/και η Κίνα;

Είναι κακό να διαμορφωθεί μια νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου δεν θα είναι ο κόσμος τσιφλίκι των Αμερικάνων και των συμμάχων τους;;

Σε αντίθεση με το κάλεσμα της ΚΝΕ “να μην διαλέξουμε κανέναν”, οι προοδευτικοί, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, πρέπει να διαλέξουν. 

Γιατί τα στρατόπεδα δεν φτιάχνονται όταν βγάζεις αφίσες που λες ότι δεν διαλέγεις στρατόπεδο. Τα στρατόπεδα φτιάχνονται όταν διαλέξεις αντίπαλο. Αυτό είναι το κρίσιμο στον πόλεμο στην Ουκρανία: όχι να διαλέξουμε ιμπεριαλιστή αλλά να διαλέξουμε αντίπαλο. Και μόνο έτσι – διαλέγοντας αντίπαλο – θα συγκροτηθεί το στρατόπεδο των λαών, της εργατικής τάξης, των κομμουνιστών, στρατόπεδο που τόσο έχει ανάγκη σήμερα η ανθρωπότητα. 

Να αρνηθούμε το ξεκατίνιασμα, την παρακμή και την αναξιοπιστία

1.

Οι ερχόμενες εκλογές δεν αξίζει να γίνουν για μια ακόμα φορά πεδίο αδιέξοδων, παρακμιακών και μικροπολιτικών διενέξεων στον ήδη ταλαιπωρημένο χώρο της Αριστεράς. Ανεξάρτητα με το τι λέγεται σε έναν μικρόκοσμο επιτελείων και στελεχών, η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, με δεδομένη τη χρόνια τελματωμένη κατάσταση στην Αριστερά και στο κίνημα, δεν πρόκειται να συμβάλει στην επίλυση του πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου που αντιμετωπίζουμε. Τα μαχαίρια μπορούν να μπουν στα θηκάρια τους. Δεν κρίνεται τίποτα ιδιαίτερο από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση.

2.

Το ξεκατίνιασμα, η διαστροφή των θέσεων του συνομιλητή, το μικροπολιτικό ταμπούρωμα σε σχήματα και κεκτημένα, οι καρικατούρες, οι στρεβλώσεις, ακόμα και τα ψέματα, πριμοδοτούν την απογοήτευση και την αποστράτευση, πολλαπλασιάζουν τη σύγχυση. Κείμενα, όρκοι πίστης, λόγοι, σημειώματα, απαντήσεις επί απαντήσεων, αναπαράγουν το αδιέξοδο. Πολύ περισσότερο όταν απλώς επαναλαμβάνουν αναμασήματα απόψεων και πρακτικών που περισσότερο από μια δεκαετία έχουν εκ των πραγμάτων αποδειχθεί ατελέσφορα, αυτοαναφορικά, απογοητευτικά.

3.

Το πρόβλημα ήταν και είναι πολύ βαθύτερο από το αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κατέβει με τη ΛΑΕ, αν η ΛΑΕ φλερτάρει με το ΜΕΡΑ 25, αν όσοι αποχώρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αντεπαναστάτες, αν όσοι θέλουν ενότητα είναι ρεφορμιστές, ή αν η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η παθητική αποδοχή ότι τίποτα καλύτερο δεν μπορεί να γίνει από το να διατηρείται ένα μοναστήρι με αναφορά στον κομμουνισμό. Το πρόβλημα γεννιέται από τη βαθιά και στρατηγική ήττα μιας Αριστεράς, που στο πολιτικό παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε ο αντιμνημονιακός αγώνας επέλεξε να είναι απούσα πολιτικά, κρύβοντας την πολιτική ανεπάρκεια πίσω από την κινηματική παρουσία. Όσο δεν αναμετριόμαστε συλλογικά και ειλικρινά με αυτή την ήττα, ούτε η Αριστερά, ούτε το λαϊκό κίνημα θα μπορέσει να ανασκοπήσει.

4.

Η παρακμή φτάνει σε σημεία που απωθούν νέους και αποστρατεύουν παλιότερους αγωνιστές. Αποκορύφωμα είναι η μετατροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε βίαιες αναμετρήσεις ομάδων και οργανώσεων, που αντιγράφουν πρακτικές οπαδικού χουλιγκανισμού (ραντεβού ομάδων με σχετικό εξοπλισμό). Πέραν του ότι αυτές οι πρακτικές είναι ξένες προς την Αριστερά και το κίνημα, είναι και επικίνδυνες καθώς μια και μόνο μοιραία κατάληξη σε κάποια από αυτές τις “αναμετρήσεις”, θα είχε ανυπολόγιστο κόστος σε όλα τα επίπεδα.

5.

Η συνεχής αυτοαναφορικότητα, η εσωστρέφεια, η έλλειψη αναφοράς στον λαϊκό παράγοντα και στα πραγματικά προβλήματα του εργαζόμενου κόσμου, φτιάχνουν μια Αριστερά που τρώει τις σάρκες της χωρίς να είναι πραγματική και χρήσιμη. Η αντιστροφή ενός δυσμενούς συσχετισμού για την εργαζόμενη κοινωνία δεν μπορεί δυστυχώς να γίνει από τη σημερινή υπάρχουσα Αριστερά. Χρειαζόμαστε μια άλλη κατάσταση πνευμάτων, ανθρώπων, σχημάτων, κουλτούρας και προοπτικής. Με σεβασμό σε όλους τους συντρόφους, συναγωνιστές και στελέχη που σήμερα δίνουν τον τόνο στις διεργασίες, στις συζητήσεις και στις αντιπαραθέσεις, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά τον αυτοπεριορισμό τους προς όφελος της κοινής αγωνίας χιλιάδων αριστερών για μια άλλη Αριστερά.

6.

Το βάθος της αναξιοπιστίας είναι τέτοιο που δημιουργεί χάσμα ακόμα και μέσα στην μικροκλίμακα της Αριστεράς ανάμεσα στη βάση και στα επιτελεία των οργανώσεων. Όλος ο κόσμος που έχει μια κοινή λογική καταλαβαίνει ότι το παιχνίδι του μουτζούρη ενόψει των εκλογών είναι εκ των προτέρων στημένο. Αγωνιστές που στέκονται στην περιφέρεια των οργανώσεων και είναι με το ένα πόδι στην ιδιώτευση ή την αποστράτευση αλλά δεν θέλουν να τα παρατήσουν, καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα από τις “καθοδηγήσεις” ότι ο δρόμος που άνοιξε απλώς αναπαράγει και εντείνει το αδιέξοδο.

7.

Υπάρχουν αριστεροί που αγωνιούν για το τι πρέπει να γίνει, δεν υπάρχει Αριστερά που μπορεί να τους εκφράσει. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο δεν απαντιέται και δεν μπορεί να απαντηθεί με τη μία ή την άλλη εκλογική συνεργασία, στάση ή απόφαση. Απαιτεί απαντήσεις που να αντιμετωπίζουν την εκλογική αναμέτρηση στην κλίμακα που (σήμερα) της αξίζει, να πάρουν διαζύγιο με τον εκλογικό κρετινισμό και να εστιάσουν στην πρόκληση της συγκέντρωσης και συσσώρευσης δυνάμεων που να έχουν αναφορά στην κομμουνιστική υπόθεση.

Ευρώπη δεν θέλατε; Φάτε τώρα υποκλοπές και αντιδημοκρατικές εκτροπές.

Τρικυμία στο ακραίο κέντρο επικρατεί μετά τη δημοσιοποίηση εκδήλωσης στην οποία συμμετέχει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, κατεξοχήν πολιτικός και συνταγματικός εκπρόσωπος του μνημονιακού παροξυσμού που κυριάρχησε στη χώρα από το 2010 και μετά. Η εκδήλωση διοργανώνεται από τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, με χαιρετισμό του κοσμήτορά της, Δημήτρη Χριστόπουλου (πρώην υποψήφιου του ΣΥΡΙΖΑ), και συμμετοχή των Αλιβιζάτου, Καμτσίδου, Κοντιάδη. 

Η εκδήλωση είναι μια ακόμα απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στον ακραίο μνημονιακό βενιζελισμό που πρωτοστάτησε στο αντι-Σύριζα μέτωπο το 2015 και στον ΣΥΡΙΖΑ του 2023. Άθελά του, αρχιτέκτονας αυτής της γέφυρας είναι ο ίδιος ο Μητσοτάκης που πήρε τοις μετρητοίς τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του αστικού πολιτικού προσωπικού επί της χώρας, θεωρώντας ότι μπορεί να παρακολουθεί δημοσιογράφους και πολιτικούς, να παραβιάζει κάθε λέξη του Συντάγματος και να βάζει κι από πάνω τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να γνωμοδοτεί υπέρ του κρατικού παρακράτους που έχει στήσει.  

Ο τίτλος “Μένουμε Ευρώπη;” (με ερωτηματικό) δεν θέτει σε αμφισβήτηση τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό των διοργανωτών. Το αντίθετο. Θεωρεί -αδίκως- ότι κίνδυνος για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας είναι οι αλλεπάλληλες αντισυνταγματικές πρακτικές του Μητσοτάκη. 

Έχουμε δηλαδή το εξής παράδοξο: Όσοι κατηγορούνταν ότι το καλοκαίρι του 2015 ήθελαν να βγάλουν τη χώρα από την Ευρώπη και να την κάνουν χώρα των Κικόνων και των Λαιστρυγόνων, σήμερα εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. 

Και από την άλλη, όσοι ανατρίχιαζαν τότε με το ενδεχόμενο να βγει η χώρα από το ευρώ, να γίνει Ανατολική Γερμανία και ο Πολλάκης να αναβιώσει τη Στάζι, σήμερα πρωταγωνιστούν σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της μεταπολίτευσης, όπου το κέντρο εξουσίας γύρω από τον πρωθυπουργό έχει στήσει ένα εκτεταμένο κύκλωμα παρακολουθήσεων, που θα ζήλευε και ο Μάρκους Βολφ.

Είναι αλήθεια ότι οι “μένουμε Ευρώπη” δεν διακρίνονται για τη συνέπεια σε ηθικές αξίες και ιδεολογικές αρχές. Κύριο μέλημά τους είναι η αναπαραγωγή τους, εντός ευρωπαϊκού πλαισίου, καθώς αυτό τους επιτρέπει να μασούν μετά μανίας επιδοτήσεις, προγράμματα, αναπτυξιακούς νόμους, χρηματοπιστωτική εύνοια και κρατικό χρήμα. 

Στην περίπτωση όμως των υποκλοπών, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν σε υποκρισία και καιροσκοπισμό ακόμα και τον εαυτό τους, πράγμα ομολογουμένως δύσκολο. 

Ήταν υποτίθεται οι θεματοφύλακες του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, των δημοκρατικών θεσμών, της συνταγματικής νομιμότητας. Ήταν βέβαια έτοιμοι να κάνουν πραξικόπημα το 2015 μετά την παταγώδη ήττα τους στο δημοψήφισμα, αν ο Τσίπρας δεν αναλάμβανε ο ίδιος να ανατρέψει τη λαϊκή ετυμηγορία.

Και σήμερα κλείνουν τα μάτια ή υποβιβάζουν το σκάνδαλο των υποκλοπών θεωρώντας ότι το γεγονός της παρακολούθησης ενός πολιτικού αρχηγού, υπουργών, δημοσιογράφων, ακόμα και του ίδιου του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, υπό τη νεφελώδη επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας, είναι ήσσονος σημασίας.

Τάχα “έμεναν Ευρώπη” το 2015 για να διαφυλάξουν το κράτος δικαίου, και σήμερα εξευτέλισαν το κράτος δικαίου και τσαλαπάτησαν κάθε ατομικό και πολιτικό δικαίωμα, για να υποκλέπτουν συνομιλίες και να εκβιάζουν φίλους και αντιπάλους. 

Ήταν έτοιμοι να βγουν στους δρόμους το 2015 για να διαφυλάξουν το Σύνταγμα και σήμερα το Σύνταγμα το χρησιμοποιούν ως χαρτί υγείας, με γνωμοδότηση μάλιστα Ντογιάκου. 

Το ότι τη λαϊκή βούληση και την ετυμηγορία της κοινωνικής πλειοψηφίας την έχουν γραμμένη, φάνηκε από το πώς συμπεριφέρθηκαν πριν και μετά το δημοψήφισμα του 2015. Το ότι το Σύνταγμα και τους νόμους τους έχουν επίσης γραμμένους φαίνεται από το πώς καταπίνουν σήμερα την κάμηλο των υποκλοπών, διυλίζοντας τον κώνωπα του νόμου 5002/2022.

Ήταν άνετοι το 2015 να τσαλαπατήσουν τη λαϊκή βούληση γιατί ο Τσίπρας ήταν κατά τη γνώμη τους τσόγλανος. Ας θυμηθούμε ειρήσθω εν παρόδω τον “εκτσογλανισμό της πολιτικής ζωής επί Τσίπρα”, φράση βενιζελικής έμπνευσης και εκφοράς.   

Είναι επίσης άνετοι το 2023 να τσαλαπατήσουν το Σύνταγμα, γιατί το Σύνταγμα πρέπει να τηρείται μόνον όταν τους ευνοεί. Ας θυμηθούμε πάλι τις αλλεπάλληλες και χυδαίες παραβιάσεις του Συντάγματος επί μνημονίων, υπέρ των οποίων με αμετροέπεια αλλά και φυσικότητα γνωμοδοτούσε ο εθνικός συνταγματολόγος. 

Ωστόσο, σήμερα, και στους μεν και στους δε, και στον ΣΥΡΙΖΑ και στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι το “μένουμε Ευρώπη” τους ένωσε. Μείναμε Ευρώπη ως χώρα για να διαιωνίζεται ο απρόσκοπτος πλουτισμός της αστικής τάξης και να χάνει η εργαζόμενη κοινωνία μισθούς και εισοδήματα. 

Προς τι λοιπόν η ένταση και οι τσακωμοί; 

Μήπως άλλωστε το κράτος δικαίου και η συνταγματική τάξη είναι “ευρωπαϊκά κεκτημένα”; Στην Ευρώπη δεν είχαμε διεξαγωγή αλλεπάλληλων δημοψηφισμάτων μέχρις ότου εκμαιευθεί το “σωστό” αποτέλεσμα; Στην Ευρώπη δεν είχαμε σκαιές και βάρβαρες συμπεριφορές του κόσμου του πλούτου προς τον κόσμο της εργασίας; Στην Ευρώπη δεν είχαμε μίζες και δωροδοκίες; Στην Ευρώπη δεν είχαμε παραβιάσεις εθνικών συνταγμάτων προς όφελος της υπερεθνικής ελίτ και των τραπεζών; Στην Ευρώπη δεν έχουμε μια μη εκλεγμένη γραφειοκρατία που πλουτίζει η ίδια, κηρύσσοντας τη λιτότητα για τους άλλους;

Ας μην ανησυχούν οι ανησυχούντες. 

Επειδή μείναμε Ευρώπη, και επειδή και οι πρώην ευρωσκεπτικιστές του ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησαν πρώτοι και καλύτεροι στο ευρωπαϊκό μέτωπο, σήμερα ο Μητσοτάκης ξεσαλώνει ως εθνικός ωτακουστής και κάνει το Σύνταγμα κουρελόχαρτο.

Επειδή μείναμε Ευρώπη, ήρθε η πιο μισαλλόδοξη, επιθετική, χολερική απέναντι σε δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά κυβέρνηση για να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα και να παρακολουθήσει τους πάντες.

Επειδή μείναμε Ευρώπη τα πολιτικά και συνταγματικά δικαιώματα μπήκαν στην κλίνη του Προκρούστη, και το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι ένα πουκάμισο αδειανό που επικαλούνται όσοι κατά καιρούς ομνύουν στο “κράτος δικαίου”.  

Οι υποκλοπές και οι αντισυνταγματικές εκτροπές είναι συνώνυμες με το ”μένουμε Ευρώπη”. Και επειδή “μένουμε Ευρώπη” το μητσοτακικό παρακράτος διαπρέπει στη θεσμική παρακμή.

Η κοινωνία, ο πολιτικός κόσμος και το αντιφασιστικό κίνημα απέναντι στο ερώτημα: Κατάδικοι Χ.Α. και εκλογές: “Αποκλεισμός ή ελευθερία συμμετοχής;”

Ό φασισμός και ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία. Η μαζική, πολύμορφη και ενωτική πάλη όλα τα προηγούμενα χρόνια απέτρεψε τη νομιμοποίησή του σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια και υποχρέωσε τις αρμόδιες δυνάμεις της κρατικής εξουσίας να ελέγξουν την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας της και όχι μόνο στα εκτελεστικά όργανα.

Η καταδικαστική απόφαση της 7.10.2020 έθεσε τέλος στην ατιμωρησία της φασιστικής βίας στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία μετά από πολλές δεκαετίες. Ζητούμενο ήταν όχι η απαγόρευση της πολιτικής δράσης, πράγμα που σε κανένα δικαστήριο δεν πρέπει να δίδεται το δικαίωμα να κάνει, αλλά η αποδοκιμασία και τιμωρία της εγκληματικής δράσης των κατηγορουμένων μελών της Χ.Α, που όπως αποδείχθηκε, εκδηλώθηκε με κίνητρο τη ναζιστική της ιδεολογία.

Το ζήτημα του επιτρεπτού της συμμετοχής η μη των καταδικασθέντων για την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» με την υπ’ αριθμόν 2425/2020 Απόφαση του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ύστερα από μία ιστορική δίκη που διήρκεσε πεντέμισι χρόνια, απασχολεί την επικαιρότητα σήμερα.

Οφείλουμε να επισημάνουμε, καταρχήν, σχετικά με το νομικό πλαίσιο, ότι το Σύνταγμα απαγορεύει ρητά (άρθρο 51 παρ. 2) τον περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος, εκτός των περιπτώσεων που δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για την ικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων η οποία προβλεπόταν ως παρεπόμενη ποινή από τις διατάξεις του παλαιού Ποινικού Κώδικα προέβλεπε επίσης ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της το αμετάκλητο της καταδίκης και, κατά συνέπεια, η κατάργηση της παρεπόμενης αυτής ποινής από το νέο Ποινικό Κώδικα δεν επέφερε οποιαδήποτε τροποποίηση στο νομικό καθεστώς αντιμετώπισης των καταδικασθέντων με βάση την ποινή τους.

Ωστόσο, οι συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 55 επ.) επιτρέπουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει κωλύματα και ασυμβίβαστα των βουλευτών, όχι με την έννοια της ποινής, αλλά με την έννοια του μέτρου για την εύρυθμη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του πολιτεύματος. Αυτή αντίστοιχα επιβάλλεται και από το άρθρο 29 του Συντάγματος, που προβλέπει την υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να εξυπηρετούν με την οργάνωση και δράση τους (σ.σ.  όχι με την ιδεολογία και τις πεποιθήσεις τους) την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, παρότι το τελευταίο δεν υλοποιείται από συγκεκριμένους εκτελεστικούς νόμους, ούτε προβλέπει κυρώσεις. Κωλύματα και ασυμβίβαστα υποψηφίων βουλευτών προβλέπονται ακόμα και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κοινωνική συμπεριφορά τους δεν ενέχει ηθική και ποινική απαξία όση αποτυπώνεται στο μέγεθος μιας καταδικαστικής απόφασης, ή και καμία απαξία, και γι’ αυτό δεν έχει και τον χαρακτήρα ποινής.

Έχοντας τις σκέψεις αυτές, κάποιοι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ήδη από τον Οκτώβριο 2020 είχαμε διατυπώσει την απαίτηση να αντιμετωπισθεί με ανάλογη τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας το ζήτημα της συμμετοχής των καταδικασμένων για ένταξη και διεύθυνση στην εγκληματική ναζιστική οργάνωση «Χρυσή Αυγή». Δεν υπηρετούσαμε καμμία προεκλογική σκοπιμότητα, το θέσαμε ως συνέπεια της όλης προσπάθειάς μας στη δίκη. Χωρίς να αμφισβητούμε στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, κρίναμε  ότι η θέσπιση διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία, ανάλογη και ισόρροπη αποτύπωση της κατάκτησης της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για τη θωράκισή της απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας, ανοχής και  νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013.

Επισημάναμε ότι για τη την θεσμική υλοποίηση της πρόβλεψης δεν βοηθά η χρήση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που είτε στην εκδοχή του νέου (που έχει καταργήσει από 1.7.2019 την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως παρεπόμενη ποινή), είτε στην εκδοχή του παλιού (που προέβλεπε  την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά απαιτούσε αμετάκλητη απόφαση), παρά μόνο τροποποίηση στην εκλογική νομοθεσία, ώστε να αντιμετωπιστεί ισόρροπα, ανάλογα και οριοθετημένα το ζήτημα της απαγόρευσης συμμετοχής τους στις βουλευτικές εκλογές, αφού η ναζιστική εγκληματική τους δράση συνιστά αυτονόητη απειλή για την δημοκρατία.

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έκλεισε τα μάτια για άλλη μία φορά και σε αυτήν στην δίκαιη απαίτηση του αντιφασιστικού κινήματος και έσπευσε λίγους μήνες μετά, και τότε με την φημολογία της περιρρέουσας ατμόσφαιρας για πρόωρες εκλογές, να νομοθετήσει το ν. 4804/2021, κύριος στόχος του οποίου όμως δεν ήταν παρά  ήταν η επέκταση του ορίου του 3% που ισχύει στις βουλευτικές εκλογές και στις δημοτικές και περιφερειακές, προκειμένου να υπάρξει δικαίωμα εκλογής συμβούλων από αυτοδιοικητική παράταξη, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι τον κύριο αντίπαλο της αποτελεί η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που στις αυτοδιοικητικές εκλογές 2019 είχε κατορθώσει να εκπροσωπηθεί σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας και σε εκατοντάδες Δήμους.

Για τις βουλευτικές εκλογές, με το άρθρο 92 του ν. 4804/2021, επιτράπηκε η συμμετοχή σε κόμματα ως υποψηφίων βουλευτών προσώπων τα οποία έχουν καταδικαστεί για ένταξη ή διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, αρκεί να μην είναι νόμιμοι εκπρόσωποι και αρχηγοί των κομμάτων αυτών. Με άλλα λόγια, δηλαδή, η Ν.Δ. “έκλεισε το μάτι” στα καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής και τους υπέδειξε να βαφτίσουν κάποιον άλλον, αχυράνθρωπο ή μη, ως αρχηγό του κόμματος, και ύστερα από αυτό να συμμετάσχουν ελεύθερα στα ψηφοδέλτια. Καταγγείλαμε επανειλημμένα την ρύθμιση αυτή χωρίς να εισακουστούμε.

Μπροστά στη γενική κατακραυγή  σήμερα η Νέα Δημοκρατία, επιδιώκοντας να δημιουργήσει εντυπώσεις αντιπερισπασμού στην ακροδεξιά και ανελέητη κοινωνικο – οικονομική της πολιτική, πολιτική της, την απροκάλυπτη στήριξη των κατασταλτικών εγκλημάτων, την ανοχή των σεξιστικών εγκλημάτων και την υστερία ενάντια στους πρόσφυγες και μετανάστες, το τείχος, τις επαναπροωθήσεις και τα ψέμματα, και όλα όσα άλλα επιβεβαιώνουν την εμμονή της στην πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς και κάνει τους φασίστες να νοιώθουν ισχυροί και δικαιωμένοι, σπεύδει να ζητήσει διαβούλευση από τα άλλα κόμματα με ποιο τρόπο θα νομοθετηθεί ο αποκλεισμός των καταδικασθέντων της Χ.Α. από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές.

Αλλά και τα στενότερα κίνητρά της Ν.Δ. βέβαια, δεν είναι και τόσο….αντιναζιστικά ! Είναι γνωστό (και πως να μην είναι με την συστηματική πλύσης εγκεφάλου από δημοσκοπήσεις και Μ.Μ.Ε. 😉 ότι οι δημοσκοπικές επιταγές, που εκπορεύονται πάντα από τα ίδια επιτελεία και συμφέροντα που εμπιστεύονται τη Ν.Δ. στη διαχείριση της εξουσίας της χώρας, φαίνονταν μέχρι πρότινος να οδηγούν «σηκωτό» τον Κασιδιάρη στην Βουλή (για τον οποίο μάλιστα φημολογείται ότι είχε και την ευφυή σκέψη να χρίσει αρχηγό του συνδυασμού που πρόκειται να συμμετάσχει στις επικείμενες εκλογές έναν συγγενή του που φέρει ακριβώς το ίδιο όνομα και επώνυμο, γελοιοποιώντας στην πράξη τις διατάξεις του νόμου Βορίδη), οπότε ο κίνδυνος απώλειας ψήφων και  δυσχέρανσης των μετεκλογικών κυβερνητικών της σχεδίων την οδηγεί εσπευσμένα στον προσανατολισμό του αποκλεισμού. Φαίνεται ότι οι τελευταίοι σχεδιασμοί στα επιτελεία της άρχουσας τάξης δεν εκτιμούν σε αυτήν τη φάση ως συμφέρουσα την παραγωγή μιας – παλιά, γνωστή και πολλαχού εκπορευόμενη εκδοχή επίσης – κοινοβουλευτικής “σοβαρής Χ.Α.”.

Η διάταξη την οποία προτείνει η κυβέρνηση είναι πολύ χειρότερη από αυτήν που έχει θεσπίσει ήδη, για τον λόγο ότι διευρύνει ανεπίτρεπτα το εύρος των κομμάτων και προσώπων τα οποία αποκλείει από τις εκλογές και, ακόμα χειρότερα, διότι απεμπολώντας απροκάλυπτα τη νομοθετική της εξουσία, μεταθέτει στην κρίση του Αρείου Πάγου, ενός δικαστικού σώματος δηλαδή που δεν νομιμοποιείται ευθέως από τον λαό, ούτε συγκροτείται από το Σύνταγμα για να νομοθετεί, την κρίση για το αν ένα κόμμα απειλεί ή όχι την δημοκρατία. Δεν ζούμε όμως στις εποχές που οι ιδεολογίες και οι πολιτικές εγκρίνονταν ή απορρίπτονταν από τα δικαστήρια και δεν επιθυμούμε να συμβάλουμε στην επάνοδό της. Και ο Αρειος Πάγος πρέπει να περιορίζεται στον συνταγματικό του ρόλο που είναι ο τυπικός έλεγχος της νομιμότητας των κομμάτων, συνδυασμών και υποψηφίων και όχι ο ουσιαστικός έλεγχος του ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου τους και ο αποκλεισμός τους από τη νομιμότητα.

Συνεπώς, η διάταξη που προτείνει η Ν.Δ. είναι παντελώς απαράδεκτη και μόνο για τον λόγο αυτόν.

Απέναντι στο ζήτημα που ανοίγει το αντιφασιστικό κίνημα εύλογα προβληματίζεται (γίνεται λόγος για προβληματισμό και όχι για δίλημμα γιατί καμμία από τις δύο επιλογές δεν υπερτιμά τη σημασία των θεσμών απέναντι στην κινηματική δράση) ανάμεσα σε δύο επιλογές :

1) Την επιλογή της αντίθεσης σε οποιονδήποτε εκλογικό περιορισμό, ακόμα και για τους ναζιστές με το σκεπτικό ότι είναι ανεπίτρεπτη η παραχώρηση στο κράτος οποιασδήποτε εξουσίας απαγόρευσης λειτουργίας κομμάτων η και συμμετοχής τους στις εκλογές με το σκεπτικό ότι αυτή θα χρησιμοποιηθεί και ενάντια σε οποιονδήποτε άλλον σχηματισμό μη αρεστό στο σύστημα. Το σκεπτικό αυτό απορρέει από βαρειά και μακρόχρονη ιστορική εμπειρία, αφού ολόκληρη η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ιστορία διώξεων της αριστεράς, ενώ ο αποκλεισμός από τη νομιμότητα κομμουνιστικών κομμάτων τα τελευταία χρόνια είναι γεγονός σε δεκάδες  χώρες, καθώς και η διακηρυκτική καταδίκη του κομμουνισμού από όργανα και φορείς της Ε.Ε.

2) Την επιλογή της απαίτησης να αποκλεισθούν από τη νομιμότητα και τις εκλογές αυτοί που έχουν καταδικασθεί για κακουργήματα που αποδεδειγμένα τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο. Το σκεπτικό της επιλογής αυτής είναι το γνωστό “Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας”, σε συνδυασμό με την ανάγκη θεσμικής και νομικής αποτύπωσης και κατοχύρωσης των κατακτήσεων της κοινωνίας, ανάμεσα στις οποίες προφανέστατα σημαντική θέση κατέχει η πολιτική απομόνωση του ναζισμού και η προστασία από τη νομιμοποίηση της εγκληματικής του δράσης. Απέναντι στην ανησυχία της επέκτασης των απαγορεύσεων στην αριστερά, η επιλογή αυτή προβάλλει την απάντηση ότι ο κίνδυνος αυτός αποτρέπεται όσο ο συσχετισμός δυνάμεων επιβάλλει τη νομιμότητα της δράσης της και αποκρούει την απαγόρευσή της.

Το “θεσμικό προσωπικό” του αντιφασιστικού κινήματος έχει την υποχρέωση να αναζητήσει λύση στη δεύτερη επιλογή προκειμένου να δοκιμασθεί αν είναι εφικτή κατά τρόπο που να διαψεύδει τους φόβους μια ρύθμιση αποκλεισμού των εχθρών της ελευθερίας. Και αυτό επιχειρεί το κείμενο που διαβάζετε.

Μόνη ικανή ανεκτή συνταγματικά ρύθμιση είναι εκείνη η οποία θα αποκλείει από τις εκλογές πρόσωπα και κόμματα τα οποία συνδέονται με συγκεκριμένα εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή των άρθρων187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο (εφόσον αυτό προκύπτει από το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης) και ο αποκλεισμός των κομμάτων και των προσώπων αυτών από το δικαίωμα εκλέγεσθαι σε όλη τη διάρκεια της ποινής που εκτίουν, εφόσον σε αυτήν δεν έχει χορηγηθεί αναστέλλουσα δύναμη ενόψει έφεσης. Και όχι η γενική της εφαρμογή σε καταδικασθέντα για διάφορα ποινικά αδικήματα πρόσωπα η η επέκτασή της σε άλλα κόμματα που να ανοίγει τον δρόμο για τον αποκλεισμό τους στα γνωστά αντιδραστικά πλαίσια εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό και τη θεωρίας των δυό άκρων.

Χωρίς καμμία θεσμολαγνική αυταπάτη και έχοντας πάντα την επίγνωση ότι ο ναζισμός ως πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζεται στην κοινωνία και στο δρόμο (“Τον φασισμό τσακίζουν αγώνες λαϊκοί”) παρά στους θεσμούς, που δεν στάθηκαν ποτέ ικανοί, στο μέτρο που υποτίθεται ότι θέλησαν, να τον ανακόψουν, ο γράφων θα είχε να προτείνει την ακόλουθη διατύπωση διάταξης :

Κόμματα, των οποίων ο αρχηγός ή ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή περισσότεροι του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης έχουν καταδικαστεί με  απόφαση  των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότηταςπου τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, καθώς και συνασπισμοί κομμάτων στους οποίους συμμετέχει τέτοιο κόμμα, αποκλείονται από τη συμμετοχή στις εκλογές. Τα καταδικασθέντα πρόσωπα αποκλείονται και ως μεμονωμένοι υποψήφιοι η και ως υποψήφιοι κομμάτων και συνασπισμών που δεν εμπίπτουν στο πρώτο εδάφιο.

Ομοίως αποκλείονται από τις εκλογές κόμματα των οποίων ο αρχηγός ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή οι υποψήφιοι βουλευτές έχουν καταδικαστεί με απόφαση οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας χωρίς αναστολή ή χωρίς αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης για κακουργήματα  των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα, ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότητας, τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο, όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση.

Η ρύθμιση αυτή ισχύει όσο διαρκεί για τα ως άνω φυσικά πρόσωπα η επιβληθείσα ποινή. Το χρονικό διάστημα αποστέρησης υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής και η υφ όρον απόλυση δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.

Η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται μεν εκ των υστέρων σε σχέση με το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης για τη Χ.Α, όμως είναι ανεκτή συνταγματικά διότι όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελεί ποινή (έστω και παρεπόμενη, που θα προϋπέθετε ποινική πρόβλεψη πριν την τέλεση της πράξης), αλλά μέτρο.

 Τα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης από τον γράφοντα παραπάνω ρύθμισης, ότι :

1) Δεν πρόκειται για διάταξη φρονηματική, διότι δεν αποκλείει τους ναζιστές γενικά από τις εκλογές, αλλά αποκλείει μόνο εκείνους οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο.

2) Δεν θέτει εκτός νόμου κανένα κόμμα με  κριτήριο την ιδεολογία του, ακόμα και τη ναζιστική. Κατά συνέπεια, κρίνει με γνώμονα την πράξη και όχι το φρόνημα.

3) Δεν απολήγει σε πολιτικές διώξεις αντιφρονούντων, όπως συνέβαινε με τα ιδιώνυμα, τους αντιτρομοκρατικούς νόμους κλπ.

4) Δεν προβλέπει μόνιμο αποκλεισμό, αφού η διάρκεια του αποκλεισμού από  δικαίωμα εκλέγεσθαι δεν είναι δια βίου, αλλά μόνο όσο διαρκεί η ποινή που επιβλήθηκε.

5) Δεν αναθέτει σε καμμία κυβερνητική, διοικητική η δικαστική αρχή την υποκειμενική κρίση σχετικά με την επικινδυνότητα των καταδικασθέντων και την τέλεση του αδικήματος από ναζιστικό κίνητρο, αλλά αντλεί στοιχεία μόνο από την ίδια την προηγηθείσα καταδικαστική απόφαση.

6) Συναρτάται με την μη χορήγηση αναστέλλουσας δύναμης στην έφεση, πράγμα που σημαίνει ότι ακολουθεί το σκεπτικό του δικαστηρίου στο μείζον (που είναι η στέρηση της ελευθερίας) και στο έλασσον (που είναι το δικαίωμα εκλέγεσθαι).

Ας σημειωθεί ότι  για τον Η. Κασιδιάρη, εκτός από την απόφαση του Οκτώβρη 2020 που δεν του έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση (όπως και σε άλλους 39 καταδικασθέντες), μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δύο ακόμα απορριπτικές αποφάσεις σε αντίστοιχα αιτήματά του, μία στις 19.12.2022 από το Α΄ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που δικάζει από τις 17.6.2022 την υπόθεση στον δεύτερο βαθμό και άλλη μία στις 16.1.2023 από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών Αθηνών.

7) Επικεντρώνεται στα καταδικασθέντα πρόσωπα και αντλεί από τη συμμετοχή τους τις έννομες συνέπειες για ην απαγόρευση συμμετοχής των αντίστοιχων κομμάτων, χωρίς να την επεκτείνει σε κόμματα ακόμα και ναζιστικής ιδεολογίας,που δεν περιλαμβάνουν καταδικασθέντες με ναζιστικό κίνητρο για τα παραπάνω εγκλήματα.

8) Δεν επεκτείνεται σε περισσότερα αδικήματα από εκείνα με τα οποία εκδηλώνεται συνήθως η ναζιστική βία (που οι διαχειριστές της έννομης τάξης αρνούνται ακόμα να την εντάξουν στο ΠΚ 187Α) ούτε σε εγκλήματα με άλλο πλην ναζιστικού κινήτρου. Και έτσι δεν “παίρνει σβάρνα” άλλα μέρη της κοινωνίας, ιδίως σε εποχές άκρατου ποινικού λαϊκισμού και αυστηροποίησης.

9) Προβλέπεται μόνο για κακουργήματα (σοβαρά και δεκτικά φυλάκισης) αδικήματα και όχι μικρότερης κλίμακας αδικήματα π.χ. πλημμελήμματα.

Αν έλειπε οποιαδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις, θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να μην ψηφισθεί τίποτα ή ακόμα και να παραμείνει σε ισχύ  ακόμα και η φαιδρή διάταξη του άρθρου 92 ν. 4804/1992.

Συνεπώς η ανησυχία ότι μία ρύθμιση όπως αυτή που προτείνεται είναι δυνατό να ανοίξει τον δρόμο και για μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και κυρίως για την Αριστερά, που εύλογα και σωστά εκφράζεται και αμφισβητεί τις καλές προθέσεις των συστημικών κύκλων, αφού ολόκληρη η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ιστορία διώξεων της αριστεράς, δεν επιβεβαιώνεται από τα νομικά δεδομένα των εννόμων συνεπειών της διάταξης αυτής, η οποία περιορίζει τον αποκλεισμό στην εγκληματική δράση με ναζιστικό κίνητρο, χωρίς να τη διευρύνει κατά τρόπο που να είναι δυνατόν να υπαχθούν και άλλοι. Αλλά ούτε και τα πολιτικά δεδομένα της περιόδου καθιστούν ρεαλιστική την πρόβλεψη ότι μία τέτοια διάταξη είναι δυνατό να αποκλείσει την Αριστερά ή να τη θέσει εκτός νόμου. Αφενός διότι η Ελλάδα (ευτυχώς) δεν είναι ……Εσθονία, αλλά και αφετέρου διότι οι ένοπλες αντικαπιταλιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν διακατέχονται από την στόχευση να υποδυθούν το πολιτικό κόμμα και να συμμετάσχουν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες διατηρώντας την όποια παράνομη δράση τους.

Χωρίς να αμφισβητείται και πάλι στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, η θέσπιση της παραπάνω διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία αποτύπωση της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για κατάκτηση της θωράκισης της άμυνας αυτής απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας και ανοχής και κατ’ ουσίαν νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013. Ανάλογη θεσμική αποτύπωση αποτέλεσε ο ν. 4203/2013 για την αναστολή της χρηματοδότησης της Χ.Α, που μάλιστα κρίθηκε ανεκτός συνταγματικά με δύο αποφάσεις του ΣτΕ, αρχικά με την 83/2014 Συμβ. Αναστολών και οριστικά με την 518/2015 ΟλομΣτΕ, που απέρριψε σχετική αίτηση ακύρωσης της Χ.Α. Το ίδιο και οι αποφάσεις σε Δήμους και Περιφέρειες που έθεσαν σε αργία από τις θέσεις των συμβούλων καταδικασθέντα πρόσωπα (άρθρο 236α ν. 3852/2010). Και δεν μίλησε κανείς για κίνδυνο επέκτασης. Ούτε και υπήρξε.

Αλλιώς θα πρέπει να δεχθούμε τό άτοπο ότι το κίνημα δεν πρέπει να διεκδικεί  τη θεσμική και νομική αποτύπωση και κατοχύρωση των κατακτήσεών του.

Και πέρα από την προτεινόμενη διάταξη σχετικά με τις εκλογές, η δίκη της Χρυσής Αυγής και η αντιμετώπιση της ναζιστικής, ρατσιστικής και φασιστικής εγκληματικής βίας υπάρχουν και άλλες διεκδικήσεις, που βαρύνουν με αντίστοιχες υποχρεώσεις την κυβέρνηση και τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις.

1) Η αποτελεσματική και άμεση αντιμετώπιση κάθε προσπάθειας αναβίωσης τραμπούκικων, φασιστικών και ναζιστικών πρακτικών, που αν και χωρίς την έκταση των Ταγμάτων Εφόδου της Χρυσής Αυγής επιχειρούν κατά καιρούς  την επανεμφάνιση τους και είναι βέβαιο ότι, όσο αντιμετωπίζονται με ανοχή, θα την επαυξάνουν.

2) Η αποζημίωση με νομοθετική πράξη των θυμάτων της Χρυσής Αυγής, των οικογενειών τους και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, που εργάζονται απλήρωτοι επί οχτώ χρόνια στην υπόθεση αυτή, με διάθεση του ποσού της παρακρατημένης κοινοβουλευτικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής.

Το κράτος  είναι υπόχρεο, αφού ανέχθηκε, αν όχι υπέθαλψε, τα ναζιστικά αυτά εγκλήματα να αποζημιώσει τα θύματα τους όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες και να απαλλάξει τα θύματα από ατελέσφορους και δαπανηρούς αγώνες στα αστικά δικαστήρια. Το γεγονός ότι οι υπόδικοι της Χρυσής Αυγής οδηγήθηκαν στο ακροατήριο χωρίς την κατηγορία του ΠΚ 187Α (αφού ο σημερινός Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και τότε Εισαγγελέας Εφετών, δεν άσκησε ποινική δίωξη και για το αδίκημα αυτό, παρότι βοούσαν τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωνε ακόμα και ο ίδιος) είχε ως έννομη συνέπεια, πέρα απ’ όλα τα άλλα, και την απαλλαγή του κράτους από την παροχή αποζημιώσεων στα θύματα της ως θύματα τρομοκρατίας, όπως γίνεται για κάθε τζάμι που σπάει ύστερα από γκαζάκια ή μολότοφ στα γραφεία οποιουδήποτε πολιτικού ή αναγραφή συνθημάτων κλπ.

Ο αγώνας ενάντια σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του φασισμού, στην ανοχή των ρατσιστικών εγκλημάτων και τη νομιμοποίηση της ναζιστικής εγκληματικής βίας δεν σταματάει, ούτε “εμπιστεύεται” περισσότερο από τις δυνάμεις του τους θεσμούς, που είναι πάντα υπηρέτες της εξουσίας. Αλλά όταν οι αγώνες αποκτούν νίκες και κατακτήσεις, είναι προς όφελός τους να  νομιμοποιούνται.

Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας. Οχι στη συμμετοχή των καταδικασθέντων για ναζιστικά εγκλήματα στις εκλογές. Αποζημιώσεις στα θύματα της ΧΑ και τις οικογένειές τους. Καμμία ανοχή στη φασιστική, ρατσιστική και ναζιστική εγκληματική δράση και τη νομιμοποίησή της.

Από τον Ξανθόπουλο στον …Φιλιππίδη

Ο θάνατος του Νίκου Ξανθόπουλου μπορεί να μην σημαίνει πολλά για τις γενιές που γεννήθηκαν στη μεταπολίτευση. Δεν έζησαν τη σχέση αγάπης του ηθοποιού με τον λαό. Τον απλό λαό, τον φτωχό λαό, τον εργάτη λαό, τον μετανάστη λαό. Ο Νίκος Ξανθόπουλος πρωταγωνίστησε σε κάποιες από τις εμπορικότερες ταινίες της εποχής του, οι οποίες βέβαια δεν διεκδικούσαν δάφνες ποιότητας ή κινηματογραφικής πρωτοπορίας.

Εξέφρασε όμως με τον πιο καθαρό, τον πιο αδιαμεσολάβητο τρόπο, την πλευρά των ηττημένων. Εξέφρασε δηλαδή τους χαμένους του εμφυλίου που ήταν και οι χαμένοι της ζωής. Τον κόσμο της σκληρής δουλειάς και του λειψού μεροκάματου. Τον κόσμο που μετανάστευε μαζικά λόγω φτώχειας. Τον κόσμο που ακόμα κι αν δεν τολμούσε να εκφραστεί πολιτικά στα μαύρα χρόνια της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας, του δεξιού παρακράτους και της χούντας, διατηρούσε οργανικές σχέσεις και άρρηκτους δεσμούς με την παράταξη που το 1949 ηττήθηκε στρατιωτικά, αλλά είχε κερδίσει ηθικά και πολιτικά.

Ο κατατρεγμός του φτωχού στις ταινίες του Ξανθόπουλου ήταν σε ατομικό επίπεδο. Δήλωνε όμως τον συλλογικό κατατρεγμό του καλύτερου μισού του ελληνικού λαού, που αντί να τιμηθεί για το ρόλο του στην αντίσταση βρέθηκε κάτω από το μαχαίρι και το ρόπαλο του χίτη και του ταγματασφαλίτη. Το ατομικό βάσανο του φτωχού πλην τίμιου νέου ήταν η έμμεση αναπαράσταση του συλλογικού βάσανου του τίμιου πλην ηττημένου κινήματος.

Ο κόσμος που γύριζε από τις εξορίες και τα Μακρονήσια, που τρομοκρατούνταν από το μακρύ χέρι του κράτους και του παρακράτους, που δεν μπορούσε να βρει δουλειά παρά μόνο στα γιαπιά και στα καράβια, πρόβαλε τον εαυτό του στις ταινίες του Ξανθόπουλου και στα τραγούδια του Καζαντζίδη. 

Ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν πρωταγωνίστησε στις ποιοτικότερες ταινίες, αλλά σύμφωνα με τους ομοτέχνους του και τους κριτικούς θεάτρου, ήταν ποιοτικός ηθοποιός με εξαιρετικές εμφανίσεις σε νεαρή ηλικία και σε απαιτητικούς ρόλους. Γιος ΕΑΜίτη, αριστερός και ο ίδιος, κυρίως όμως λαϊκός και γνήσιος μέχρι το τέλος. Ακολούθησε στη ζωή του πορεία παράλληλη με τους χαρακτήρες που υποδύονταν στις ταινίες του. Με αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, με σεμνότητα και ταπεινότητα, με αγάπη στο βιβλίο και εκτίμηση στη μόρφωση.

Η λατρεία στο πρόσωπό του ήταν ανεπανάληπτη, ειδικά ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στον απόδημο ελληνισμό. Κάπου στην αυτοβιογραφία του έγραφε:

«… Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή τη αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος , πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με το κόσμο, ένας μ΄αυτούς…Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα».

Αυτό ήταν το παιδί του λαού. 

Ας κάνουμε τη σύγκριση με τα παιδιά της αστικής τάξης. 

Όχι τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα ή τους γόνους των εφοπλιστών με τους οποίους ο Ξανθόπουλος συγκρούονταν στις ταινίες για τα μάτια μιας “Αγγελικούλας”.

Αλλά πολλούς μεγαλοσχήμονες, σημερινούς καλλιτέχνες που αντιλαμβάνονται ότι τέχνη μπορούν να κάνουν αν υιοθετηθούν από την εξουσία ή αν σιτίζονται από την ολιγαρχία.

Και φυσικά το σταριλίκι όχι μόνο δεν τους κάνει πιο έντιμους και πιο εντάξει, αλλά τους μετατρέπει σε κατά φαντασία ημίθεους, με εξουσιαστικές, σεξιστικές, υποτιμητικές, και όπως προέκυψε και για ορισμένους από δαύτους, κακουργηματικές συμπεριφορές.

Δεν είναι μόνο ζήτημα εποχής, πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού για το πώς φτάσαμε από εκεί που είχαμε Ξανθόπουλους και Κατράκηδες, να έχουμε Φιλιππίδηδες και Λιγνάδηδες.

Είναι και ζήτημα κοινωνικής τάξης και ποιότητας κάθε κοινωνικής τάξης.

Από εδώ τα παιδιά του λαού. Από εκεί τα παιδιά της αστικής τάξης.

Ένα αγεφύρωτο ηθικό χάσμα τα χώριζε και θα τα χωρίζει. 

Η συναυλία του ΚΚΕ για τον Ξαρχάκο προκαλεί τη θλίψη και κρύβει την ανεπάρκεια

Όχι επειδή ο Ξαρχάκος ανήκει στη Δεξιά – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Αλλά επειδή το ΚΚΕ τείνει να μετατραπεί σε όμιλο πολιτιστικής υπενθύμισης των περασμένων αγώνων του λαού μας. Και τίποτα παραπάνω. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: Επειδή το ΚΚΕ (αλλά και το σύνολο της Αριστεράς) σήμερα δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω, επιλέγει να μας θυμίζει απλώς τα περασμένα μεγαλεία. 

Από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι τις συναυλίες για τον Μητροπάνο και τον Μικρούτσικο, το ΚΚΕ οργανώνει μια ρετρό, νοσταλγική, ακίνδυνη εκδρομή στο παρελθόν. Αν συνοδευόταν από μια πολιτική και ιδεολογική, σύγχρονη και επικίνδυνη (για την αστική τάξη) παρουσία, αυτή η επιστροφή θα ήταν χρήσιμη. Θα αναδείκνυε συνέχειες, αναφορές και ρίζες. Όμως δεν είναι. Και όχι μόνο δεν είναι χρήσιμη αλλά είναι νανουριστική, στενάχωρη και θλιβερή. 

Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι ένα κόμμα δεν πρέπει να έχει πολιτιστική πρόταση. Ούτε φυσικά όσοι λένε ότι ένα κόμμα μπορεί να τιμά μόνο τους συνοδοιπόρους του. Το πρόβλημα ξεκινά όταν υποκαθίσταται η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τον αντίπαλο στο σήμερα, από τις νοσταλγικές και ασφαλείς προσφυγές στο πολιτισμικό χθες. 

Τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι πλέον ο μακράν μαζικότερος πολιτιστικός θεσμός της χώρας. Αριστεροί από όλα τα ρεύματα, προοδευτικοί και δημοκράτες, ακόμα και ανανήψαντες που έχουν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα, επισκέπτονται το Πάρκο Τρίτση, περιδιαβαίνουν ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες, θυμούνται την εποχή που ο Θεοδωράκης ξεσήκωνε τα πλήθη, την εποχή που το ΚΚΕ απειλούσε το σύστημα, την εποχή που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κρεμλίνο και η Αριστερά πυρπολούσε τις καρδιές των νέων και των εργατών. 

Μια πικρή νοσταλγία μας κατακλύζει, όσους υπήρξαμε ή και υπάρχουμε στην Αριστερά, για τότε που όλοι, μα όλοι, πίστευαν ότι ο κόσμος αλλάζει. Καλύπτουμε έτσι την πίκρα για σήμερα, που ούτε καν η Αριστερά δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 

Μένουμε λοιπόν με την ανάμνηση για αυτά που είχαμε και αυτά που χάσαμε παλιότερα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ανικανότητας και ανημπόριας στο σήμερα. Γιατί να αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες του παρόντος, ειδικά όταν αυτές απαιτούν βαθιές αυτοκριτικές και εκ βάθρων ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς, και να μην καταφύγουμε στην ασφάλεια και στη θαλπωρή του ένδοξου παρελθόντος;

Αυτό υπηρετούν οι συναυλίες του ΚΚΕ  και αυτό δεν είναι προσφορά ούτε στην Αριστερά, ούτε στον πολιτισμό, ούτε στην ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο η συναυλία όσο και το ίδιο το ΚΚΕ, χειροκροτήθηκαν από την ΕΦΣΥΝ μέχρι τη LIFO και τον …Χωμενίδη.  

Τραγουδάμε με συγκίνηση τη Δραπετσώνα του Μίκη και το Κάντε υπομονή του Ξαρχάκου, γιατί αυτό είναι το συλλογικό ηρωικό μας παρελθόν, λείπει όμως η Αριστερά που θα κάνει τον ουρανό πιο γαλανό, και τη λεμονιά να ανθίσει στη γειτονιά.

Το να συγκινείται ο αριστερός κόσμος από τέτοιες συναυλίες είναι φυσιολογικό. Και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το ενοσοποιήσει.  

Το να χρησιμοποιείται όμως, συνειδητά και σκόπιμα, αυτή η πολιτιστική κατάδυση στο παρελθόν, ως προκάλυμμα καπνού για την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια στο σήμερα, είναι θλιβερό.

Γιατί είναι βολικότερος ο θάνατος του Γλύξμπουργκ από τον θάνατο του 6χρονου;

Σχόλιο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Ο Γλύξμπουργκ και η κηδεία του κυριαρχούν στην επικαιρότητα ως εύκολη και σε ένα βαθμό ανέξοδη αντιπαράθεση. Η Δεξιά δεν χάνει την ευκαιρία να θυμίσει τις εκλεκτικές συγγένειες που διατηρεί ακόμα και σήμερα με τη μοναρχία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να εξιλεωθεί στον κεντρώο χώρο τον οποίο ψύχρανε με το  σκάνδαλο των υποκλοπών και τη χοντροκομμένη απόπειρα συγκάλυψής του, ενώ η Αριστερά υπενθυμίζει τα δεινά που σώρευσε στον τόπο η δυναστεία. 

Όλα αυτά ισχύουν, αλλά δεν παύουν να συνιστούν μια βολική πολιτική συζήτηση. Κυρίως για την Αριστερά. 

Ήταν είναι και θα είναι πάντα χρήσιμη η ανάδειξη των μεγάλων διαιρετικών τομών του παρελθόντος. Ειδικά στη χώρα που ζούμε, είναι απολύτως αναγκαία η υπενθύμιση της διαίρεσης των Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν στους κατακτητές και στους τυράννους και σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και έγιναν τύραννοι. Αυτή είναι η ιστορία της χώρας μας κατά τον περασμένο αιώνα.  

Οι εκκλήσεις “να αφήσουμε πίσω τα παλιά” προσπαθούν να κρύψουν ότι η ιστορία προχωρά όταν η κοινωνία διαιρείται σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, και οπισθοχωρεί οταν οι καταπιεζόμενοι ανεμίζουν τα λάβαρα των καταπιεστών. Σήμερα ζούμε το δεύτερο, αλλά παλιότερα συνέβαινε και το πρώτο. 

Το πραγματικό ερώτημα που θέτει ο θάνατος του Γλύξμπουργκ δεν είναι πώς ακριβώς θα ταφεί ο τελευταίος εστεμμένος μιας καταστροφικής για τη χώρα και τη δημοκρατία δυναστείας, αλλά το πώς οι καταπιεζόμενοι θα συγκροτήσουν εαυτόν και θα διαμορφώσουν το δικό τους στρατόπεδο. 

Λίγες μέρες πριν πεθάνει στα 82 του χρόνια ο έκπτωτος μονάρχης, ένα παιδί 6 χρονών από τα Γρεβενά έπαθε ανακοπή καρδιάς. Αναζητήθηκε ΜΕΘ στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι. Αποφασίστηκε η διακομιδή του στην Πάτρα (!) στο Νοσοκομείο του Ρίου. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ χάλασε στο δρόμο και περίμενε να έρθει …άλλο ασθενοφόρο. Όταν τελικά βρέθηκε κρεβάτι για το παιδί, ο χρόνος που χάθηκε ήταν πλέον μοιραίος. Ο 6χρονος πέθανε, και οι γονείς δώρισαν τα όργανά του.

Αν υπήρχε ντροπή και φιλότιμο, αυτή η ιστορία έπρεπε να οδηγήσει τον ακροδεξιό υπουργό Υγείας (που κλαίει και οδύρεται για τον Γλύξμπουργκ), όχι σε παραίτηση, αλλά σε ατιμωτική αποπομπή. Και ολόκληρη την κυβέρνηση να καθίσταται υπόλογη για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες που έχει το να χάνεται η ζωή ενός παιδιού. Όχι επειδή έτσι ήταν γραφτό, ούτε επειδή ιατρικά ήταν αναπότρεπτο, αλλά επειδή οι πολιτικές προτεραιότητες οδήγησαν στο να μην υπάρχει διαθέσιμη παιδική κλίνη ΜΕΘ σε όλη τη βόρεια Ελλάδα. Η πολιτική που εφαρμόζεται σκότωσε ένα παιδί. 

Αν αυτό δεν είναι πολιτική ευθύνη, τότε τι είναι; 

Το πώς και το γιατί του θανάτου του 6χρονου παιδιού είναι λιγότερο βολικό ζήτημα για μια Αριστερά που τρώει από τις δόξες και τις μάχες του παρελθόντος, ζει από τα έτοιμα της Εθνικής Αντίστασης, της εποποιίας του 40, των αγώνων ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, τον αντιδικτατορικό αγώνα. 

Άλλωστε η διάλυση της δημόσιας υγείας είναι έργο δεκαετιών και το υπηρέτησαν, όχι με τον ίδιο τρόπο, ούτε με τον ίδιο ρυθμό, αλλά πάντως το υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις και ειδικά οι μνημονιακές. Επί μνημονίων μειώθηκε ο αριθμός των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, επί μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε η υγεία, επί μνημονίων έκλεισαν νοσοκομεία. Και επί μνημονίων δεν κυβερνούσε μόνο ο Μητσοτάκης. 

Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε ξανά το έξοχο πλάνο του Θόδωρου Αγγελόπουλου από τον Θίασο, με τη σκηνή στο κέντρο διασκέδασης. Εκεί, η παρέα των νέων του ΕΑΜ τραγουδά “το χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, Δημοκρατία και όχι Βασιλιά”. Το απόσπασμα μας συγκινεί και μας θυμίζει ότι ο αγώνας για την ελευθερία στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τον αγώνα ενάντια στο αιματοβαμμένο μοναρχοφασιστικό καθεστώς. Πράγματι, το ‘χουμε γράψει στο Σύνταγμα με αίμα, αλλά ποιοι είμαστε σήμερα εμείς, που τότε το γράψαμε;

Υπενθυμίζει η Αριστερά το δημοψήφισμα του ‘74 που έλυσε το πολιτειακό, αλλά κρύβει το δημοψήφισμα του 2015. Γιατί το πρώτο το σεβάστηκαν όλοι (βόλεψε και την άρχουσα τάξη), αλλά το δεύτερο δεν το σεβάστηκε κανείς. Ούτε αυτοί που το έχασαν και χωρίς ντροπή βγήκαν αμέσως μετά ως τιμητές της λαϊκής ετυμηγορίας, ούτε αυτοί που υποτίθεται ότι το κέρδισαν, αλλά κακοποίησαν, αλλοίωσαν, εξευτέλισαν την καταγεγραμμένη βούληση του ελληνικού λαού, υπογράφοντας τα εντελώς ανάποδα μια εβδομάδα μετά. Ούτε φυσικά όσοι προτιμούν να απέχουν από κάθε μάχη που θα μπορούσε να εξελιχθεί επικίνδυνα για το σύστημα. 

Η κατάδυση στο παρελθόν, έχει νόημα ως διαρκής υπενθύμιση ότι κατά τον εικοστό αιώνα τα καλύτερα παιδιά του ελληνικού λαού βρέθηκαν με τη σωστή και δίκαιη μεριά της ιστορίας, με την πλευρά των στρατιωτικά ηττημένων αλλά πολιτικά και ηθικά νικητών, και δοκίμασαν στο πετσί τους όλη τη βαρβαρότητα και τη μισαλλοδοξία της Δεξιάς, του Παλατιού, των ΗΠΑ και του φασισμού.

Δεν αρκεί όμως για να συγκροτήσει τα σημερινά στρατόπεδα. Οι γραμμές τους χάνονται, οι διαχωρισμοί αλλοιώνονται και “κοινοί τόποι” εφευρίσκονται (του ευρωατλαντισμού, της αγοράς, της συναίνεσης και της σύνεσης).

Τότε, ήταν η παράταξη του βασιλιά, η Δεξιά με την ακροδεξιά, αλλά τη συνέδραμε στις κρίσιμες στιγμές και το κέντρο. Ορθώθηκαν δύο Ελλάδες, η μία απέναντι στην άλλη. Η Ελλάδα της υποτέλειας, του ευτελισμού, της εξάρτησης, των πατρώνων από τη μιά και η Ελλάδα της ανεξαρτησίας, της λαοκρατίας, της δικαιοσύνης από την άλλη. Από τη μια η Δεξιά με τους όμορους κύκλους και τα συγκοινωνούντα δοχεία της (κεντρώος ήταν ο αρχιαποστάτης του ‘65) και από την άλλη η Αριστερά. 

Σήμερα η Αριστερά λείπει. Υπάρχουν μέλη, φίλοι και οπαδοί της, αλλά δεν υπάρχει δύναμη, δεν υπάρχει συγκρότηση, δεν υπάρχει στρατόπεδο και στρατός που να δίνει μάχες και να φιλοδοξεί να τις κερδίσει.  

Ο θάνατος του 6χρονου μας υπενθυμίζει πολύ περισσότερο από τον θάνατο του Γλύξμπουργκ ότι Αριστερά δεν είναι η παράταξη που θυμίζει τους αγώνες του παρελθόντος, αλλά η παράταξη που έρχεται από το παρελθόν και έχει μέλλον, παλεύοντας για να καλυτερεύσουν οι ζωές των απλών ανθρώπων. Η Αριστερά αντλεί από το παρελθόν αλλά ανασαίνει στο παρόν. Εμπνέεται από τους αγώνες του εικοστού αιώνα αλλά θα μπορέσει να ανασυγκροτηθεί μόνο στους αγώνες του σήμερα. 

Αυτή η άβολη αλήθεια χάνεται στο βολικό πεδίο του αντιμοναρχισμού, της ιστορίας των αγώνων του 60 και του 70, των δαφνών του παρελθόντος. 

Ας μιλήσουμε λοιπόν περισσότερο για τον θάνατο του 6χρονου και λιγότερο για τον θάνατο του Γλύξμπουργκ. 

Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. Κινδυνεύει από τους Μητσοτάκη – Ντογιάκο.

Η μόνιμη επωδός όσων εισηγούνται μεγαλοψυχία, λήθη, δημοσία δαπάνη κηδεία του τέως βασιλιά και απόδοση τιμών αρχηγού κράτους είναι ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τους Γλύξμπουργκ. 

Πράγματι, η δημοκρατία στη χώρα δεν κινδυνεύει από τους μπουφόνους της βασιλείας, Ούτως ή άλλως η ελλαδική εκδοχή γαλαζοαίματων υπήρξε ανίκανη και γκροτέσκο, σχεδόν όσο υπήρξε επιζήμια και καταστροφική. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχάσουμε την ιστορία. Απαιτεί όμως να μην κλείνουμε τα μάτια στο παρόν συζητώντας για το παρελθόν. 

Ο έκπτωτος μονάρχης πεθαίνει μία μέρα μετά την πρωτοφανή γνωμάτευση Ντογιάκου, που λειτουργώντας ως εκτελεστικό όργανο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, απαγορεύει στην ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) την περαιτέρω διερεύνηση του μέγα σκανδάλου των υποκλοπών, απειλώντας μάλιστα σκαιότατα τα μέλη της με απαγγελία κατηγοριών. 

Βεβαίως ο κ. Ντογιάκος πατά πάνω στον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο 5022/2022 της κυβέρνησης Μητσοτάκη για να απειλήσει την ΑΔΑΕ. Δεν ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι ένας νόμος μπορεί να ερμηνεύεται μόνο σε συμφωνία με το Σύνταγμα και όχι εναντίον του, αλλά αυτό είναι θέμα που θα το εξηγήσουν καλύτερα οι νομικοί και οι συνταγματολόγοι, όσοι τουλάχιστον δεν είναι εξωνημένοι των ποικίλων εξουσιών.

Ο αποκαλούμενος και “ψηλός” ή και “Παναθηναϊκάκιας”, νυν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αποφάσισε να ερμηνεύσει τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη προστατεύοντας την κυβέρνηση από τυχόν επόμενες αποκαλύψεις για το εύρος και το είδος των υποκλοπών που οργανώθηκαν από την ΕΥΠ, όντας αυτή υπό την άμεση διοικητική και πολιτική ευθύνη του κ. Μητσοτάκη. 

Όλη η ιστορία των υποκλοπών μοιάζει πια να βγήκε από ένα ενιαίο κέντρο (ή καλύτερα παράκεντρο) εξουσίας: ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει προσωπικά την ΕΥΠ από την πρώτη μέρα της θητείας του, η ΕΥΠ οργανώνει παρακολουθήσεις και υποκλοπές συνομιλιών πολιτικών προσώπων, υπουργών, στρατιωτικών, η κυβέρνηση κάνει νόμο με τον οποίο θωρακίζει τις υποκλοπές, και μόλις ξεσπά το σκάνδαλο και απειλείται το περαιτέρω ξεσκέπασμα των παρακολουθήσεων από την ΑΔΑΕ, η κυβέρνηση κάνει νέο νόμο με τον οποίο “περιορίζει” την ΑΔΑΕ, ενώ ο εισαγγελέας ερμηνεύει τον νόμο προληπτικά (!) και απειλεί ανοικτά την Αρχή. 

Όμορφος, αγγελικός κόσμος, και προπαντός δημοκρατικός… 

Αν η γνωμάτευση Ντογιάκου παρθεί τοις μετρητοίς, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ κινδυνεύει με σύλληψη στο βαθμό που αντέξει την πρωτοφανή πίεση την οποία υφίσταται και συνεχίσει να ασκεί τις από το Σύνταγμα προβλεπόμενες αρμοδιότητές του. Το ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πρωτοφανές για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που αρέσκεται να δηλώνει κράτος Δικαίου, δεν φαίνεται να ενοχλεί τους ιεροφάντες του “συνταγματικού πατριωτισμού” που θυμούνται το Σύνταγμα και τους νόμους μόνο στο βαθμό που βολεύει την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό με πρώτο από όλο τη φαμίλια Μητσοτάκη. 

Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη δημοκρατία στην Ελλάδα του 2023, και όχι οι έκπτωτοι, αναξιόπιστοι, φαιδροί και ολίγιστοι Γλύξμπουργκ, μισόν αιώνα σχεδόν μετά από την αποπομπή τους. 

Τη βασιλεία την έκρινε ήδη η ιστορία – κι ας μην αρέσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη – και αποφάνθηκε για τον ιστορικό της ρόλο ο ελληνικός λαός, όχι απλώς με το δημοψήφισμα του ‘74, αλλά με τους αγώνες και το αίμα του. 

Το πώς θα αντιμετωπιστεί ο σημερινός κίνδυνος των πολλαπλών αντισυνταγματικών εκτροπών που εκπορεύονται από την ίδια την κυβέρνηση και συνηγορούνται από τον ανώτατο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αυτή είναι η πρόκληση για τη δημοκρατία.