Πολιτικά σημειώματα | Μάιος 2024. Μπροστά και στις ευρωεκλογές: Η συζήτηση που δεν γίνεται, τα ζητήματα που αποφεύγονται, η απονευρωμένη πολιτική και η αποδοχή του μοιραίου;

Το προεκλογικό κλίμα – όχι μόνο στην Ελλάδα – παραπέμπει σε χαμηλές θερμοκρασίες, στην πολιτική αδιαφορία, στην παραίτηση, στην προσφυγή στον Κανένα. Αυτό από τη μια πλευρά, αυτή της κοινωνίας. Από την άλλη, αυτή της συστημικής πολιτικής και των κομμάτων τους, ζούμε μια ιδεολογική απονεύρωση, μια πολιτική του «ό,τι να ‘ναι» που περιλαμβάνει εξυπνακισμούς, ατάκες, σελέμπριτι και δηθενιές, διαφημίσεις και τικ τοκ, με προφανή στόχο την ενίσχυση στις κάλπες. Παρατηρούμε διαρκώς ένα απολίτικο ή μεταπολιτικό (όπως μοντέρνα λέγεται) λόγο και στάση που είναι αποδεκτός και εφαρμόζεται από όλους (μηδενός – ούτε του ΚΚΕ – εξαιρουμένου). Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει, και που στην ουσία στοχεύουν κατασκευάζοντάς το,  είναι η υποτίμηση των προβλημάτων, η εξοικείωση και η αποδοχή του μοιραίου, η διαμόρφωση της κοινής λογικής στο ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν αλλάζουν τα πράγματα με την πολιτική και τους αγώνες. Συνέπεια είναι και η υποτίμηση των κομματικών μελών και οπαδών, ακόμα και η υποβάθμιση των λοιπών στελεχών, με αντίστοιχη προβολή του αρχηγού, του εγώ, του Μεσσία (σε αυτό, Μητσοτάκης και Κασσελάκης πρωταγωνιστούν). Όλα αυτά είναι μέσα στη νέα κατάσταση άσκησης πολιτικής την οποία προωθεί το σύνολο του συστημικού πολιτικού προσωπικού, μοιάζοντας σαν να έχει διαμορφώσει ένα πολιτικό καρτέλ.

Ευρωεκλογές χωρίς συζήτηση για την Ε.Ε.

1. Μια ΕΕ υπάκουη, προσδεδεμένη, πειθαρχημένη και εξαρτημένη πλέον από τις ΗΠΑ σε έναν κόσμο που αλλάζει, και αλλάζει υποβαθμίζοντάς την. Αν μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη ήταν η ήπειρος (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά κλπ) που έγραφε την ιστορία της ανθρωπότητας για πολλούς αιώνες, σήμερα αυτό αναζητείται, και προφανώς διεκδικείται από τις δυο απέναντι μεγάλες ηπείρους του Ειρηνικού ωκεανού, με πρωταγωνίστριες κυρίως τις ΗΠΑ, την Κίνα αλλά και την Ινδία, την ακούραστη Ιαπωνία και βεβαίως την τεραστίου εκτάσεως Ρωσία που έχοντας εγκαταλείψει οριστικά μετά τον πόλεμο με τη Δύση (μέσω Ουκρανίας) την προσπάθεια για ένταξή της στην Ευρώπη, οδηγείται σε συμμαχία με την Κίνα.

2. Μια ΕΕ σε οριζόντιες και κάθετες αντιθέσεις και διχασμούς που θα επιτείνουν την παρακμή της, την υποβάθμιση της στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, θα ενισχύσουν εθνικισμούς, προστατευτισμούς και που αυτά όλα θα καταλήξουν να φορτώνονται στις πλάτες των γνωστών υποζυγίων. Το διευθυντήριο δεν είναι όπως πριν και αμφισβητείται και το status της γερμανικής ηγεμονίας και του γαλλογερμανικού συμβιβασμού. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τελείωσε την φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία και δημιούργησε μια μη ανταγωνιστική γερμανική βιομηχανία που παλεύει να μετακομίσει στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και να μην αποβιομηχανοποιηθεί πλήρως. Η Γαλλία βρίσκει και αρπάζει την ευκαιρία να προβάλλει σαν ηγεμονικά στρατιωτική – πυρηνική δύναμη για αυτό και οι φωνές του Μακρόν για βοήθεια και ενεργή ανάμειξη στην Ουκρανία, πράγμα που δεν επιθυμεί ο Γερμανός Σολτς. Βλέπουμε να γίνεται μια επιθετική συζήτηση για πολεμικούς εξοπλισμούς και για το τέλος της «ειρηνικής περιόδου» των 70 τελευταίων χρόνων. Ο φόβος για εκλογή του Τραμπ το φετινό φθινόπωρο ενισχύει αυτή τη συζήτηση επομένως και τον αγώνα για ηγεμονία στην ΕΕ.

3. Μια ΕΕ που μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία βρέθηκε μπροστά σε μια ταξική υποβάθμιση των κοινωνιών της, όπου ακρίβεια, πληθωρισμός αλλά και σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική, δημιουργούν έντονους ταξικούς διχασμούς και αντιθέσεις οδηγώντας μια νέα γενιά σε χειρότερη μοίρα από τις προηγούμενες. Αν μάλιστα από το 2025 επιβληθούν οι δημοσιονομικοί κανόνες – και άρα παρθούν μέτρα (που θα είναι σκληρά) στους εθνικούς προϋπολογισμούς – για τα υπερβολικά ελλείμματα και το υψηλό χρέος, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κρίση χρέους πάνω από 10 χώρες της ΕΕ και τότε θα υπάρξουν δυσαρέσκειες και θα δημιουργηθούν εντάσεις.

Οι εργαζόμενες λαϊκές και νεολαιίστικες μάζες θα ξαναβρεθούν στο προσκήνιο, είναι θέμα χρόνου. Γιατί η επιθετική και βάρβαρη πολιτική του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού θα συνεχιστεί και περιλαμβάνει και τους λαούς του διευθυντηρίου.  Το ερώτημα είναι αν θα βρεθεί αντιμέτωπη αυτή η ν/φ πολιτική με μια άλλη οργανωμένη και σε διεθνή κλίμακα εναλλακτική, τόσο για τον χώρο της Ευρώπης όσο και για τις λαϊκές τάξεις.

4. Μια ΕΕ που μετατοπίζεται πιο δεξιά που υιοθετεί ακροδεξιά ατζέντα και πολιτική, που οδεύει σε ολοκληρωτισμούς και αυταρχισμούς (βλ. στάση της απέναντι στους διαφωνούντες και στα κινήματα για πόλεμο Ουκρανίας/Παλαιστίνης). Η ακροδεξιά θα ανέβει εκλογικά, το έχουν όλοι σίγουρο, ταυτόχρονα όμως αποτελεί μια λύση φόβητρο απέναντι σε ενδεχόμενες ταξικές η αντιιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις. Το πολιτικό ζήτημα είναι αν θα αποτελέσει και μια κυβερνητική επιλογή της αστικής τάξης των χωρών του διευθυντηρίου.

Η ακροδεξιά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανούσιες κενές λόγου καταγγελίες, με εξορκισμούς και φοβικά σύνδρομα, ούτε βεβαίως με αδιαφορία σαν να πρόκειται για κάτι ακίνδυνο, σαν μια απλή συνέχεια της ίδιας πολιτικής. Η ακροδεξιά εμφανίζεται υπό την λεοντή ότι τάχα κοντράρει τον συστημισμό, τον δικαιωματισμό αλλά και τη διάλυση βασικών κοινωνικών θεσμών, τον ελιτισμό, εμφανίζει τους μετανάστες σαν ξένους που μολύνουν και απειλούν την κοινωνική ασφάλεια, εμφανίζεται η ίδια με μια πατριωτική προβιά προβάλλοντας σοβινιστικά και εθνικιστικά συνθήματα και προτάγματα, πατώντας πάνω σε υπαρκτές αντιθέσεις, εκμεταλλευόμενη ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά έχει εφαρμόσει, ή τουλάχιστον ανεχτεί τη νεοφιλελεύθερη και συστημική πολιτική, τον κοσμοπολιτισμό και την παγκοσμιοποίηση, την πολιτική των ταυτοτήτων και της δικαιωματικής ατζέντας, τη σιωπή για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, την αποστροφή απέναντι στα πατριωτικά – αντιπολεμικά – διεθνιστικά και αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα.

Οι αντιθέσεις και η ανησυχητική ρευστότητα στα Δυτικά Βαλκάνια

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί μια σειρά από καραμπόλες στο σκηνικό του  μεταβαλλόμενου κόσμου που περιλαμβάνει και τη λεγόμενη από παλιά πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, δηλαδή τα Βαλκάνια. Σήμερα στα δυτικά κυρίως Βαλκάνια, αναπτύσσονται διάφορες αντιθέσεις, πατώντας πάνω σε υπαρκτά άλυτα ζητήματα που ξαναδημιουργήθηκαν μετά τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και την ύπαρξη επτά νέων κρατών και κρατιδίων. Είναι γνωστή τόσο ιστορικά όσο και στον παρόντα χρόνο η γεωστρατηγική σημασία των Βαλκανίων που αποτελούν και σήμερα πεδίο ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.

Πάνω στο πτώμα της Γιουγκοσλαβίας, Γερμανία, Γαλλία και ΗΠΑ χρησιμοποιώντας το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, διείσδυσαν και κατέκτησαν θέσεις και αγορές. Μην ξεχνάμε όμως ότι όχι μόνο οικονομικά αλλά και κυρίως γεωπολιτικά  για την περιοχή δεν μπορεί να μην ενδιαφέρεται ή να μην απασχολείται η Ρωσία όταν μάλιστα περικυκλώνεται από το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα σιγά σιγά αλλά σταθερά έχει προχωρήσει η οικονομική διείσδυση της Κίνας (πρόσφατα επισκέφθηκε τη Σερβία ο Σι Τζινπίνγκ και πέρα από τις δεκάδες εμπορικές συμφωνίες υποστήριξε τη Σερβία στο ζήτημα με το Κόσσοβο). Μην ξεχνάμε επίσης την αντιπαράθεση της Σερβίας με τη  Βοσνία – Ερζεγοβίνη.

Ήταν κυρίως το ενδιαφέρον του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ που επέβαλλαν την συμφωνία των Πρεσπών (για την οποία πανηγύριζε και πανηγυρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα/Κοτζιά, παρόλο που αποδεικνύεται ότι τα προβλήματα ονομασίας και όχι μόνο με την γείτονα χώρα δεν λύθηκαν).

Ο λαϊκιστής – εθνικιστής υποψήφιος πρωθυπουργός της Β. Μακεδονίας Χ. Μίτσοσκι μαζί με τη νέα πρόεδρο του κρατιδίου Σιλιάνοφσκα (αντικατέστησαν τους σοσιαλδημοκράτες μετά από μια δεκαετία περίπου), υιοθέτησαν μια ρητορική που απαλείφει το Βόρεια και αφήνει στην κρατική ταυτότητα σκέτο το Μακεδονία. Ταυτόχρονα βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τη Βουλγαρία για το ζήτημα της βουλγαρικής μειονότητας ενώ έχουν σημαντικά κοινωνικοταξικά ζητήματα και μεγάλη μετανάστευση.

Η κυβέρνηση της ΝΔ σήμερα  αναπτύσσει μια επιθετική ρητορική (ευρωεκλογές γαρ και κίνδυνος από τα δεξιά της), γνωρίζοντας ότι είναι πολύ δύσκολο από τους βόρειους γείτονες μας να βρουν υποστηρικτές από ΕΕ και ΗΠΑ, όντας αδύναμοι και εξαρτημένοι. Κυρίως όμως γνωρίζουν ότι τυχόν αμφισβήτηση της υπό αμερικανικό σχεδιασμό συμφωνίας των Πρεσπών, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή από τον ευρωατλαντικό άξονα.  Η Ελλάδα αποτελεί επίσης την τρίτη εξαγωγική χώρα για αυτό το κράτος. Από την άλλη ο Ράμα προχώρησε σε μια αιφνίδια και συμβολική – για τον χρόνο κυρίως – συγκέντρωση στην Ελλάδα, αποφεύγοντας τόσο το εκκρεμές ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ) όσο και το θέμα Μπελέρη, κάνοντας όμως αναφορά για εκκρεμή ζητήματα που «είναι ανοικτός για την επίλυση τους». Πράγμα που σημαίνει ότι εγγράφει παρακαταθήκες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν, αναλόγως των εξελίξεων.

Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείο που βρέθηκε από κάτω από τα αλβανικά και βορειομακεδονικά θέματα ήταν η συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη με τις αντίστοιχες αντιπροσωπείες, τους υπουργούς εξωτερικών και τους αρχηγούς των μυστικών υπηρεσιών. Η επίσημη προπαγάνδα μιλάει για ήρεμα καλοκαίρια και για «ήπιο» κλίμα μεταξύ των δυο χωρών ενώ από την αντιπολίτευση στο σύνολό της έχουμε μια σιωπή, που είτε έχει να κάνει με ανικανότητα, είτε, πολύ πιο πιθανό, με συμφωνία… Διάλογος, διάλογος αλλά ο τούρκικος αναθεωρητισμός και διεκδικητισμός δεν είναι καθόλου σε ύφεση (θαλάσσια πάρκα, 12 ναυτικά μίλια, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, κλπ). Γι’ αυτό και κάνει λόγο για λύση πακέτο που θα πάει στη Χάγη με όλες τις διεκδικήσεις της Τουρκίας. Στη Χάγη αν πάνε τα θέματα προϋποθέτει ένα συνυποσχετικό μεταξύ των δυο χωρών, ή σε διαφορετική περίπτωση με βάση το δίκαιο της θάλασσας το οποίο όμως δεν το δέχεται και δεν το έχει υπογράψει η Τουρκία. Ο Ερντογάν ζητά να προσδιοριστούν και να μην υπάρχουν αναβολές στην προσφυγή στη Χάγη, ο Μητσοτάκης απαντά στον επιθετικό αναθεωρητισμό με την αφέλεια(;;;) του διαλόγου σε προβλήματα χρόνια, εκρηκτικά και που αφορούν την εθνική κυριαρχία.

Απέναντι στα παραπάνω απαιτείται: (α) Γνώση και θέσεις που να περιλαμβάνουν το σύνολο της Βαλκανικής και των αντιθέσεων της,  καθώς και το καυτό θέμα των ελληνοτουρκικών. (β) Ανάδειξη της αναγκαιότητας μιας πιο ανεξάρτητης πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, σε μια εποχή που ο κόσμος και η περιοχή αλλάζει. (γ) Προπαγάνδα στον κόσμο, στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές για αυτά τα ζητήματα και αντιπαράθεση με τις ακροδεξιές  λογικές και πολιτικές.

Πολιτικά σημειώματα | Μάρτιος 2024. Πολιτικές εξελίξεις και Ευρωεκλογές.

Η ελληνική κοινωνία τουλάχιστον από τις αρχές του χρόνου έζησε τη δραματική συνέχεια του κύματος ακρίβειας, το δυσβάστακτο κόστος της στέγασης, τον αποικιακό-γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ -με την συμπαράσταση έως ανοχή των ευρωατλαντικών συμμάχων του- απέναντι στους Παλαιστίνιους, την συνέχιση της στρατιωτικοπολιτικής ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης βοήθειας στον Ζελένσκυ, με εμφανείς τις συνέπειες περαιτέρω υποβάθμισης και παρακμής της ΕΕ, τις αγροτικές κινητοποιήσεις και την άνοιξη των συγκλονιστικών αγώνων της νέας γενιάς.

Η ΝΔ μετά τις εθνικές εκλογές αισθανόταν κυρίαρχη και χωρίς αντίπαλο και φούλαρε τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές σε πολλά επίπεδα. Ορισμένες φορές εμφανιζόταν τόσο σαν κυβέρνηση, όσο και σαν αντιπολίτευση, μιας και τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα συμπεριφέρονται σαν συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση. Βορίδης και Σαμαράς δημιούργησαν ρωγμές στην κοινοβουλευτική της πολιτική με τον Βορίδη να πλασάρεται σαν ο ικανός να εκφράζει την ακροδεξιά της πτέρυγα και να βάζει υποθήκες για το μέλλον.

Ο ελληνικός λαός έζησε τον εξευτελισμό της πολιτικής μέσω του φαινόμενου Κασσελάκη και την πολιτική και οργανωτική ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, αντιλαμβανόμενος ότι κοινοβουλευτική αντιπολίτευση δεν υπάρχει, συνδυάζοντάς το μάλιστα και με την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ/Ανδρουλάκη να έχει ένα πειστικό σχέδιο και λόγο, ικανό να διεκδικήσει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματος εξουσίας.

Το ΚΚΕ εφαρμόζει μια ακίνδυνη πολιτική για την οποία παίρνει συγχαρητήρια – για την υπευθύνοτητά του- από την αστική πολιτική (βλέπε δηλώσεις Πρ.Παυλόπουλου για το δημοψήφισμα αλλά και για την επομένη μέρα το καλοκαίρι του 2015 -«Κάλεσα όλους τους πολιτικούς αρχηγούς των δημοκρατικών δυνάμεων. Ήταν συγκλονιστική εκείνη η ημέρα. Η υπευθυνότητα των πολιτικών αρχηγών, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ.»), διακηρύσσει την αλληλεγγύη του στην Παλαιστίνη αλλά μέχρι εκεί. Μετά τέλος, γιατί πρέπει να φαίνεται και να είναι φρόνιμο/υπεύθυνα θεσμικό  μέσα στη βουλή. Και όλα αυτά, σε αντιδιαστολή ακόμα και με ορισμένα γήπεδα που οπαδοί αντιστάθηκαν στις απαγορεύσεις και σήκωσαν σημαίες της Παλαιστίνης. Το ΚΚΕ κριτικάρει το νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια κλείνοντας το μάτι σε συντηρητικά ακροατήρια και στη μεγάλη δεξαμενή ψήφων που επηρεάζει η εκκλησία, κατεβάζει αντιπροσωπεία από  αγρότες-σε συμφωνία με Χρυσοχοίδη-Μητσοτάκη- στην Αθήνα για να βάλει τίτλους τέλους στις κινητοποιήσεις τους, και γενικά η δραστηριότητά του αφορά αποκλειστικά στο μάζεμα ψήφων. Μάλιστα πρόσφατα έκανε και μια ακόμα πολιτική αναθεώρηση, όταν στον τόμο ιστορίας που εξέδωσε αθωώνει  τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για το πραξικόπημα και την χούντα του 1967.

Ο υπόλοιπος χώρος συνεχίζει μια από τα ίδια αν και οφείλουμε να του πιστώσουμε τον ρόλο-άσχετα για ποιους αλλότριους σκοπούς το έκανε και προς χάρη της αντιγραφής του 2006- του πυροκροτητή ενός αγώνα που έβγαλε τους φοιτητές στο προσκήνιο, δημιουργώντας την αισιόδοξη έκπληξη.

Βρισκόμαστε  μπροστά, σε λιγότερο από τρείς μήνες, στην διεξαγωγή των  ευρωεκλογών και η ανησυχία στην Ευρώπη αφορά την ακροδεξιά. Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ θα δούμε μια σημαντική άνοδο της ακροδεξιάς, ενώ η ατζέντα της μονοπωλεί την πολιτική κατάσταση. Υπάρχει μια ακροδεξιά που «γειώνεται» πολιτικοκοινωνικά με ορισμένες από τις  αγωνίες λαϊκών στρωμάτων (πχ αγρότες, ακρίβεια κλπ). Η ακροδεξιά τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την συντηρητική στροφή που έχει καλλιεργηθεί  αρκετά χρόνια στην κοινωνία, γιατί έχουμε μια Ευρώπη σε παρακμή, γιατί αντί να υπάρχει σύγκλιση, διευρύνονται οι περιφερειακές ανισότητες, γιατί αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υπηρέτησαν τον νεοφιλελευθερισμό, ακόμα και στην κρίση του και στα πρόσφατα αδιέξοδά του. Το υπαρκτό κενό εναλλακτικής αντιπολίτευσης καλύπτεται από ένα ακροδεξιό λαϊκισμό, που όμως δεν εκδηλώνει συνολική αντισυστημική σύγκρουση με την ΕΕ, ούτε επιδιώκει τον κατακερματισμό ή την διάλυση της. Όλα αυτά βεβαίως επί του παρόντος, γιατί έτσι και αλλιώς τα πράγματα, ανάλογα  βεβαίως και με τα αποτελέσματα των  επερχόμενων  εκλογών, έχουν μια δυναμική και μετασχηματίζουν πολιτικά δρώντα υποκείμενα, άρα και την ακροδεξιά που κατά τα  φαινόμενα τείνει να γίνει η δεύτερη δύναμη στο ευρωκοινοβούλιο.

Το κυρίαρχο πολιτικό ερώτημα των ευρωεκλογών θα είναι αν κλονίζεται η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ και του Μητσοτάκη, από ποιους και προς τα πού. Η ΝΔ του Μητσοτάκη εμφανίζεται σαν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα κεντροδεξιάς κατεύθυνσης που έχει ενσωματώσει και ακροδεξιά στοιχεία. Η τωρινή ακροδεξιά είναι κατακερματισμένη αλλά σε δυναμική ανάπτυξη.

Το δεύτερο ερώτημα των ευρωεκλογών θα είναι αν η Ελλάδα θα ακολουθήσει το παράδειγμα των υπολοίπων χωρών της ΕΕ σε ότι αφορά στην άνοδο της ακροδεξιάς. Βέβαια το σοβαρό ερώτημα θα είναι –την επομένη των εκλογών- αν είναι μη αναστρέψιμη η συντηρητική στροφή στο ελληνικό εκλογικό σώμα.  Η άνοδος της ακροδεξιάς έχοντας ένα σκληρό πυρήνα του 10%, εμφανίζεται σήμερα  δημοσκοπικά με την άνοδο του κόμματος του Βελόπουλου. Πρέπει όμως  να μας προβληματίσει το επικίνδυνο ποσοστό των ακροδεξιών απόψεων που φθάνει περίπου στα 20% και που αφορά έναν κύκλο ευρύτερης επιρροής της. Η ακροδεξιά δεν έχει προς το παρόν ούτε ηγέτες, ούτε αξιόπιστη πολιτική παρουσία που μπορεί να απειλήσει. Όμως σε κάθε περίπτωση ισχύει ότι αναζητείται μια «Χρυσή Αυγή με γραβάτες».

Το τρίτο ερώτημα έχει σχέση με τους αγώνες που έγιναν και γίνονται. Έχει να κάνει με το γεγονός ότι υπήρξε μια «κοινωνική αντιπολίτευση», ότι υπάρχει μια κοινωνική αριστερά η οποία δεν έχει πολιτική εκπροσώπηση. Το ΚΚΕ απαντάει με την πολιτική συλλογής ψήφων προς όφελός του, χωρίς να μετακινείται στο ελάχιστο από μια θεσμικού τύπου πολιτική ενταγμένη μέσα στο σύστημα. Η υπόλοιπη αριστερά μένει διαρκώς μεταξεταστέα στην απάντηση αυτών των  πολιτικών ερωτημάτων (και από αυτό δεν εξαιρείται κανένας). Είτε απέχει σχολιάζοντας χωρίς να ενδιαφέρεται να απαντήσει στο ερώτημα, είτε αδυνατεί να οικοδομήσει αξιόπιστο πολιτικό υποκείμενο που θα μπορεί να συνομιλήσει με τις λαϊκές τάξεις.

Ταυτόχρονα σιγά αλλά σταθερά, αυξάνει και διαχέεται μια  γενικευμένη δυσπιστία και έλλειψη εμπιστοσύνης πού συνοδεύεται και από φόβο και ανασφάλεια για το οικονομικό και κοινωνικό σήμερα και αύριο των λαϊκών στρωμάτων. Θεμελιώνεται με αυτόν τον τρόπο ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης, συσσωρεύεται μια μεγάλου μεγέθους κρίσιμη μάζα καχυποψίας και αμφισβήτησης, όταν μάλιστα αυξάνονται οι ανησυχίες για την καθημερινότητα και την οικονομική κατάσταση. Προς το παρόν αυτό πάει στον «Κανένα», δηλαδή δεν εμπιστεύομαι κανέναν, δεν θέλω κανένα, δεν συναινώ, θέλω να τιμωρηθούν όλοι κλπ. Θα δούμε τέτοια περίεργα και «παλαβά» εκλογικά ποσοστά που βεβαίως είναι ανησυχητικά και μελλοντικώς επικίνδυνα. Γιατί αυτή η μηδενιστική πολιτική    ευνοεί εκλογικά την ακροδεξιά. Απέναντι στον «Κανέναν» πρέπει να ορθωθεί το «Εμείς» . Μόνο που αυτό το «Εμείς» είναι σήμερα  ορφανό πολιτικά. Δεν εκπροσωπείται.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ θα τοποθετηθεί δημοσίως για τις πολιτικές εξελίξεις και την στάση της στις ευρωεκλογές. Θα θέσουμε την άποψη μας για την ανάγκη συγκρότησης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου μιας νέας αριστερής πολιτικής κίνησης, που θα λειτουργεί και θα δρα σαν ένας πόλος με μαζικό αποδεικτικό λόγο, μαζική απεύθυνση και δράση και εφικτό πρόγραμμα, που θα ανταποκρίνεται στο σημερινό κοινωνικό συσχετισμό και πραγματικότητα.

Πρόγραμμα εκλογικό και πολιτικό, που να δημιουργεί την πεποίθηση ότι μπορούν να εφαρμοστούν κρίσιμες πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις και αιτήματα, με στόχο την τροποποίηση του πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού δύναμης, τέτοια όπως για παράδειγμα:

  • Ανεξάρτητη πολύπλευρη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, που σήμερα σημαίνει πέραν των υπολοίπων να κρατήσει αποστάσεις από μια πολιτική εξάρτησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ τόσο σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κυρώσεις στη Ρωσία, όσο και στην συμμετοχή χωρών αλλά και της ίδιας της ΕΕ στον  πόλεμο στο πλευρό της Ουκρανίας. Να απαιτήσει την καταγγελία της Ισραηλινής στρατιωτικής μηχανής από την ΕΕ και την διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ αναγνωρίζοντας, η ΕΕ, το Παλαιστινιακό κράτος.
  • Να καλέσει τα κράτη και τους λαούς της ΕΕ σε ανυπακοή και σε άρνηση εφαρμογής του συμφώνου σταθερότητας  με στόχο την κατάργησή του
  • Να δημιουργήσει με χώρες εκτός ΕΕ ισότιμες αμοιβαίες και επωφελείς οικονομικές, εμπορικές, πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις
  • Να δημιουργήσει με τις γειτονικές χώρες σε Βαλκάνια και Μεσόγειο πολιτικοοικονομικο οργανισμό, στα πλαίσια αυτής της ανεξάρτητης πολιτικής, που πέραν των άλλων θα συμβάλλει και στην ειρήνη στην περιοχή
  • Να οικοδομήσει σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας με διαρκή διαβούλευση και σεβασμό στις πραγματικές ανάγκες και τα σημερινά δεδομένα του τόπου και των εργαζόμενων/παραγωγών ανα περιφέρεια, ζωντανεύοντας την επαρχία παραγωγικά, οικονομικά, πολιτισμικά
  • Να ανασυγκροτήσει και να ανασυνθέσει τις διαλυμένες κρατικές υποδομές, υπηρεσίες, η υγεία η παιδεία η πρόνοια. Να επιστραφούν στο δημόσιο οι μεταφορές η ενέργεια οι τηλεπικοινωνίες. Να θωρακίσει το φυσικό πλούτο και την ζωή και περιουσία από τις φυσικές καταστροφές, τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες και  τους σεισμούς.
  • Να θεμελιώσει νέους δημοκρατικούς θεσμούς, λαϊκής συμμετοχής, κοινωνικού ελέγχου, και λαϊκού συνεταιρισμού. Να μην επιτρέψει σε μη αιρετά και εκλεγμένα όργανα να επιβάλλουν και να ασκούν πολιτική.

Πολιτικά σημειώματα | Φεβρουάριος 2024. Πανευρωπαϊκή αγροτική αναταραχή.

Στην ΕΕ (Βέλγιο, Γερμανία, Πολωνία, Ολλανδία, Ισπανία, Ουγγαρία, Ελλάδα…) και ιδιαίτερα στη Γαλλία, ζήσαμε και ζούμε μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις. Στη Γαλλία μετά τα «κίτρινα γιλέκα» είχαμε την «πολιορκία του Παρισιού» όπου χιλιάδες αγρότες όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και στη Λυών και αλλού προχώρησαν μαζί με τα τρακτέρ τους σε αποκλεισμό κεντρικών δρόμων και αρτηριών των πόλεων ενώ παράλληλα  με εκατοντάδες μπάλες άχυρου στολίστηκαν οι δρόμοι γύρω από το τον πύργο του Άιφελ.

Καταρχάς πρέπει να εντοπίσουμε ότι υπάρχουν κάποια κοινά σημεία μεταξύ των αιτημάτων που θέτουν οι αγρότες.

Το πρώτο σημείο αφορά το αυξημένο κόστος παραγωγής που βεβαίως δεν αντισταθμίζεται από τις αυξήσεις στα καταναλωτικά είδη διατροφής οι οποίες κυρίως αυξάνουν τα κέρδη των πολυεθνικών τροφίμων. Το αυξημένο κόστος παραγωγής οφείλεται κυρίως στο κόστος ενέργειας πετρελαίου και αερίου καθώς και στην αύξηση του κόστους λιπασμάτων, ζωοτροφών, μεταφορικών κλπ. Ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας και οι κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία δημιουργούν και στον αγροτοδιατροφικό και πρωτογενή τομέα της ΕΕ οικονομική αιμορραγία και κοινωνικές  αναστατώσεις. Καθόλου εξαιρετέο βέβαια το γεγονός ότι μέσα στα τελευταία 40 χρόνια –όσο κρατάει η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού- το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έχει εξαπλασιαστεί.

Το δεύτερο σημείο αφορά στην αυστηρή περιβαλλοντική ευρωπαϊκή νομοθεσία, στην πράσινη μετάβαση και  τις βιολογικές καλλιέργειες καθώς και τον περιορισμό της χρήσης λιπασμάτων. Σε αυτό το σημείο κερδήθηκε μια νίκη από τους αγρότες με την αναβολή έως το 2025 της υποχρεωτικής αγρανάπαυσης του 4% της καλλιεργήσιμης γης, ενώ αναμένονται και τα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής συνόδου για το αγροτικό στο τέλος του μήνα.

Στην πραγματικότητα το κεντρικό κοινό θέμα είναι η ακρίβεια και τα χαμηλά εισοδήματα. Εδώ ακριβώς αντιλαμβανόμαστε  και μια διεθνή (για τον χώρο τουλάχιστον της ΕΕ) έλλειψη. Κάτω από άλλους υποκειμενικούς (πολιτικούς και κοινωνικούς) όρους  θα μπορούσε να υπάρχει ένας ευρωπαϊκός συντονισμός διεκδικήσεων και αγώνων απέναντι στο διευθυντήριο των Βρυξελλών που να μπορούσε να απειλούσε επικίνδυνα και να φέρει αποτελέσματα. Δεν υπάρχει και δεν υπήρξε κανένα τέτοιο ενδιαφέρον πχ από μαζικά κόμματα πχ σαν του Μελανσόν, ΚΚΕ, Die Linke κλπ. Το αναφέρουμε αυτό γιατί δεν πρέπει να μας ξεφεύγει από την οπτική ότι πέραν των άλλων, σήμερα, περισσότερο από πριν έχουμε ανάγκη από μια διεθνή συζήτηση, γραμμή και συντονισμό αγώνων.

Υπάρχουν βεβαίως και οι εθνικές διαφορές και ιδιαιτερότητες των χωρών της ΕΕ, κυρίως λόγω της ανισομετρίας τους αλλά και λόγω των συνθηκών της οικονομίας και της παραγωγής τους. Η Γαλλία που έχει ένα ανεπτυγμένο αγροτικό τομέα και βρέθηκε από πρώτη τρίτη στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων θίγεται από την συμφωνία ΕΕ-MERCOSUR (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη) γιατί τα προϊόντα εισαγωγής από αυτές τις χώρες είναι φθηνότερα των Γαλλικών και ζητά να ακυρωθεί η συμφωνία αυτή που σημειωτέον οι συζητήσεις κράτησαν 20 χρόνια μέχρι να τελεσφορήσουν (η ακύρωση της συμφωνίας είναι από τα πρώτα αιχμηρά αιτήματα της  ακροδεξιάς Λεπέν).

Υπάρχει ένας δίκαιος φόβος στα ευρωπαϊκά  πολιτικά επιτελεία ενόψει  ευρωεκλογών που ακούει στο όνομα ακροδεξιά. Σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ αναμένεται εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς.  Να μην ξεχνάμε τη νίκη του ακροδεξιού Βίλντερς στην Ολλανδία όπου  συμβολή είχαν και οι αγροτικές κινητοποιήσεις που στα αιτήματα τους πρόβαλλαν την κατάργηση ή τον περιορισμό περιβαλλοντικών πολιτικών. Παντού σχεδόν στην ΕΕ ένας ακροδεξιός άνεμος εκμεταλλεύεται και τις αγροτικές διαμαρτυρίες, πέραν των συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών που αυξάνονται χρόνο με το χρόνο και κυρίως της φτωχοποίησης και του αποκλεισμού μεγάλου πλέον ποσοστού του πληθυσμού.

Όταν δεν δουλεύει η Αριστερά, όταν απουσιάζει το όραμα, θα δουλέψουν άλλα μαγαζιά με επικίνδυνα οράματα. Έτσι μοιάζει να ξεθωριάζει ή και να έχει φθάσει στο τέλος της η αντίθεση Δεξιάς – Αριστεράς και να έχει αντικατασταθεί από άλλου τύπου δήθεν αντιθέσεις

Στην Ελλάδα αναπτύσσεται μια αγροτική δυσαρέσκεια που έχει ομοιότητες αλλά και διαφορές με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις. Πέραν του ζητήματος ακρίβεια και κόστος παραγωγής με αντίστοιχη μείωση του αγροτικού εισοδήματος,  είναι υπαρκτό και το θέμα της πράσινης μετάβασης γιατί αποτελεί όρο για τις αγροτικές επιδοτήσεις που είναι ήδη συρρικνωμένες από την ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Πιο συγκεκριμένα για να μπορέσουν οι αγρότες να  εισπράξουν το σύνολο της επιδότησης πρέπει να αποδείξουν ότι βρίσκονται στην κατεύθυνση της πράσινης πρακτικής. Τέλος να μη ξεχνάμε ότι ο Θεσσαλικός κάμπος έχει στο σύνολο του (άνθρωποι, μηχανήματα, γη και ζώα) καταστροφικά έως ανεπανόρθωτα πληγεί από τις πρόσφατες πλημμύρες, ενώ κάτι αντίστοιχο σε σχέση με περιβαλλοντικά και κλιματικά προβλήματα βιώνει και ο αγροτικός πληθυσμός των χωρών του νότου της ΕΕ.

Αν μπορούσαμε κάτι να πούμε σε αυτά, πέρα από το αγωνιστικό, θα έπρεπε να κάναμε λόγο  για την δυνατότητα που έχει πνιγεί όμως λόγω κυρίως της ένταξής μας στην ΕΕ ενός δυνατού πρωτογενή τομέα με την κατά περιφέρειες εκβιομηχάνισή του αλλά και την εκμετάλλευση της γεωγραφίας μας και των πλούσιων περιβαλλοντικών-ήπιων μορφών ενέργειας που θα μπορούσαν να αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό στο ενεργειακό μείγμα της παραγωγής. Μιας παραγωγής και ενός τομέα που θα είχε σαν καταρχήν προσανατολισμό να θρέφει τους κατοίκους της Ελλάδας. Θα συμπληρώναμε την ύπαρξη ενός θεσμικού πλαισίου συνεταιρισμών (κακόηχη θεσμική λέξη,  λόγω του πασοκικού παρελθόντος παραγωγής συνεταιρισμένων λαμόγιων και του ευτελισμού τους) τέτοιου που να επέτρεπε στους αγρότες αλλά και στους καταναλωτές καλύτερες τιμές παραγωγής και κατανάλωσης αντιστοίχως.

Πολιτικά σημειώματα | Ιανουάριος 2024. Ευημερία των αριθμών αλλά όχι των ανθρώπων

Η συζήτηση για την οικονομία μας ενδιαφέρει πρωτίστως για να δούμε πως τα ζητήματα/ προβλήματα της μετατρέπονται είτε σε κοινωνικές εκρήξεις και αύξηση της διάχυτης δυσαρέσκειας είτε σε κοινωνικές συναινέσεις και ανοχές. Η πραγματική οικονομία δεν είναι προϋπολογισμοί και αριθμοί προβλέψεων ή στατιστικών. Η πραγματική οικονομία βρίσκεται στις τσέπες, στα οικογενειακά τραπέζια, στην αγορά, στην ικανότητα, τη δυνατότητα και την προσδοκία για την επιβίωση και την ποιότητα ζωής. Είναι σαφές ότι για εμάς σαν κομμουνιστική Αριστερά, δεν μας ενδιαφέρει η ευημερία των αριθμών αλλά των ανθρώπων.

Κριτήριο για τους προοδευτικούς και αριστερούς ανθρώπους είναι η οικονομική πραγματικότητα των λαϊκών στρωμάτων και βεβαίως η σχέση αυτής της πραγματικότητας με την αντίστοιχη των αστικών στρωμάτων. Πάνω σε αυτή την πραγματικότητα προβάλλονται αιτήματα και διεκδικήσεις, στηρίζεται η προπαγάνδα και η κινητοποίηση/ενεργοποίηση των μαζών, πάνω σε αυτό το πεδίο –που βεβαίως δεν είναι το μοναδικό- ασκείται η πολιτική αποκάλυψη καταγγελία και στοχοποίηση πολιτικών δυνάμεων κυβέρνησης και κράτους.

Το κυβερνητικό αφήγημα εμφανίζεται τόσο αισιόδοξο, όσο και πολύ αποτελεσματικό. Μείωση της ανεργίας, ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας από τους διεθνείς οίκους, αύξηση κατώτατου μισθού, αύξηση των δημοσίων εσόδων, υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης από τις μεγάλες χώρες της ΕΕ. Αλλά το κυβερνητικό αφήγημα δεν βάζει στους υπολογισμούς της ότι ακόμα λειτουργεί αυθόρμητα η ορμή μετά τα μνημόνια και την κρίση, ηθελημένα ξεχνά την στασιμότητα έως και την ύφεση στις μεγάλες χώρες της  ΕΕ λόγω ενεργειακού προβλήματος και προσανατολισμού, ξεχνά ότι η αύξηση των δημοσίων εσόδων έχει να κάνει περισσότερο με τον πληθωρισμό, δεν μετράει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού και γενικά των αμοιβών εξατμίστηκε με τον πληθωρισμό και την ακρίβεια (δεν είναι καθόλου τυχαία και η μείωση των καταθέσεων, όταν επί τρία χρόνια είχαμε αύξηση –προφανώς από την επαναεισαγωγή χρημάτων που μετανάστευσαν στην κρίση), αλλά  κυρίως σιωπά μπροστά στην έννοια της ευημερίας. Υπάρχει ευημερία και δεν την βλέπουμε; Ευημερούν οι Έλληνες και αν ναι, ποια κοινωνικά στρώματα;  Ο τουρισμός, η οικοδομή και το real estate πράγματι  πήγαν καλά (για μια ακόμα χρονιά) και έφεραν αποδόσεις, σε όλους όσους κινούνται μέσα ή βοηθητικά  σε αυτές τις δραστηριότητες. Όμως στην πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων επικρατεί ο φόβος της ακρίβειας και οι χαμηλές έως μηδενικές προσδοκίες.

Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει να αντιμετωπίσει άμεσα και μακροπρόθεσμα προβλήματα (που έχουν να κάνουν κυρίως με το χρέος και την δαμόκλειο σπάθη του 2032 όπου από τότε θα συνυπολογίζονται και οι τόκοι του που σήμερα βρίσκονται σε αναβολή και θα αυξήσουν το χρέος κατά 25 δισ ανεβάζοντάς το περίπου στα 380 δισ), έχοντας επιλέξει να συνεχίσει στον υπάρχοντα προσανατολισμό της οικονομίας και με σκληρό δεδομένο το «ανήκομεν στη δύση».

Βαδίζει για το 2024 έχοντας προαναγγείλει ένα μεταμνημονιακό αστικό εκσυγχρονισμό, που περιλαμβάνει: Α) μείωση της φοροδιαφυγής-στοχοποιώντας ελεύθερους επαγγελματίες και αυξάνοντας την χρήση ηλεκτρονικού χρήματος που είναι ελέγξιμο. Ταυτόχρονα δεν ακουμπά την άμεση φορολογία, αλλά κρατάει υψηλά τους έμμεσους φόρους που είναι και κοινωνικά άδικοι. Β) Κτηματολόγιο και χωροταξικό σχεδιασμό με μείωση της γραφειοκρατίας για τη διευκόλυνση επενδύσεων στη γη και γενικά στο real-estate. Γ) Μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος για να συρρικνώσει τις  χρονοβόρες διαδικασίες και αποφάσεις. Δ) Ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους και της δημόσιας διοίκησης με στόχο κέρδος στο χρόνο και μείωση απασχόλησης. Ε) Συνέχεια των ιδιωτικοποιήσεων με λοκομοτίβα την παιδεία και την υγεία και προσέλκυση επενδύσεων που ακόμα βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της ΕΕ.

Φαίνεται προς το παρόν να μην έχει κανένα πολιτικό και κοινωνικό αντίπαλο, επίσης δεν έχει ένα σύμφωνο σταθερότητας που άμεσα να τον πνίγει (εξαιρέθηκαν οι εξοπλιστικές δαπάνες από τα ελλείμματα, μείωση του ελληνικού χρέους μόνο 1%, όταν εκτιμάται ότι θα τρέχει η ελληνική οικονομία με πάνω από 2,4% κλπ). Όμως δεν είναι ακριβώς ρόδινα και ευτυχισμένα  τα πράγματα και αυτό έχει αποδειχθεί στο πρόσφατο παρελθόν. Καιρικά φαινόμενα συν το διαλυμένο μνημονιακό κράτος (Τέμπη, πλημμύρες Θεσσαλία, πυρκαγιές σε Έβρο, Εύβοια, Ρόδος κλπ), σοκάρουν την οικονομία, είτε άμεσα είτε μακροπρόθεσμα. Ο πόλεμος και η αντιπαράθεση Δύσης Ανατολής (βλέπε Ουκρανία και Παλαιστίνη) έχουν  άμεση σχέση και δημιουργούν σκληρές  συνέπειες στην αύξηση του πληθωρισμού και της ακρίβειας.

Βρισκόμαστε σε μια παγκόσμια στιγμή όπου έχουμε και απειλούνται ευρύτερες γεωπολιτικές  εντάσεις που αναστατώνουν την εμπορική αλυσίδα και τον εφοδιασμό με άμεσες συνέπειες σε πληθωρισμό και ακρίβεια (βρίσκεται σε εξέλιξη η αναμέτρηση μεταξύ των σιιτών Χούθι της Υεμένης και των ΗΠΑ, στην Ερυθρά θάλασσα, αναμέτρηση που είναι δυνατόν να προκαλέσει αντίστοιχο σοκ με τον covid, τόσο ενεργειακά όσο και εμπορικά).

Ζούμε μια ορατή και αόρατη σύγκρουση μεταξύ των δύο κόσμων, δυτικού και ανατολικού που συνοδεύεται και από τοπικές και περιφερειακές οικονομικές εντάσεις που μπορούν να  επιφέρουν και κρίσεις, καθώς και από μια μερική αποπαγκοσμιοποίηση. Είναι ομολογουμένη η κρίση ακινήτων στην Κίνα που συνεπάγεται και τραπεζική στήριξη των κατασκευαστικών κολοσσών, είναι καταγεγραμμένη ευρέως και σε μεγάλο εύρος η πτώση της αξίας των εμπορικών ακινήτων (και λόγω αύξησης της τηλεργασίας) στις μητροπόλεις των ΗΠΑ, καθώς και ο φόβος της μεγάλης επιστροφής της ανεργίας. Στη Γερμανία, τα νέα από το ενεργειακό πρόβλημα για την βαριά της βιομηχανία είναι άσχημα και η ανταγωνιστικότητα της  αυτοκινητοβιομηχανίας της που αποτελεί την λοκομοτίβα της ανάπτυξής της πλήττεται, τόσο από την πλευρά των Κινέζων/Κορεατών όσο και από την πλευρά της Ινδίας που φαίνεται πως θα ηγηθεί για το 2024 της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογισθεί και το οικονομικό βάρος από την πράσινη μετάβαση που έχει επιβληθεί σαν κεντρική πολιτική για την ΕΕ. Μια πολιτική που αφαιμάζει την οικονομία της Ελλάδας γιατί η τέτοιου προσανατολισμού και είδους πράσινη μετάβαση είναι πέρα από εισαγόμενη και κοστοβόρα.

Οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό- όχι μόνο για την χώρα μας αλλά και για το σύνολο της ΕΕ- δεν είναι καθόλου υπερβολικές, αν συνυπολογισθούν όλα τα παραπάνω και βεβαίως το γεγονός ότι στη χώρα μας απουσιάζει ένας ικανός και αποτελεσματικός κρατικός ελεγκτικός μηχανισμός.

Πολιτικά σημειώματα | Δεκέμβριος 2023. Ακροδεξιά: Να ανησυχήσουμε για την επέλασή της;

Η εκλογή Μιλέι, του τρελού με το αλυσοπρίονο, στην Αργεντινή, μπορεί να απομάκρυνε τις Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία και να σόκαρε τα BRICS (τα οποία η Αργεντινή εγκαταλείπει), να ευχαρίστησε τις ΗΠΑ και το νόμισμα τους με το οποίο επανασυνδέεται, να ενθουσίασε τους (διεθνείς και ντόπιους) ολιγάρχες γιατί τους έταξε το «ότι μπορεί να κρατήσει ο ιδιωτικός τομέας θα το κρατήσει», να  χάιδεψε τα αυτιά των Αργεντίνων,με το τραμπικό σύνθημα «πρώτα η Αργεντινή» και με  το τέλος του πληθωρισμού (που τρέχει με 150%), όμως σκόρπισε πολλά ενδιαφέροντα και σκληρά ερωτηματικά για την φορά της αλλαγής σε  ένα κόσμο που πράγματι αλλάζει ενώ κατακερματίζεται.

Στην γηραιά ήπειρο «της ευημερίας, του πολιτισμού και της δημοκρατίας»  άνεμος αισιοδοξίας φυσάει σε όλα τα ακροδεξιά μορφώματα σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς βγήκε πρώτο και ο ίδιος φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός των Ολλανδών. Στη Γερμανία, το ενδεχόμενο εκλογών ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 2024, ανεβάζει δημοσκοπικά πολύ ψηλά το ακροδεξιό κόμμα AFD (Εναλλακτική Γερμανία). Έχουμε ακροδεξιά πρωθυπουργό στην Ιταλία (Μελόνι), άνοδο του VOX στην Ισπανία και του FPO στην Αυστρία, η ακροδεξιά στη Σουηδία έφτασε στο 20% και στηρίζει την κυβέρνηση, στη Φιλανδία είναι επίσης εταίροι στην κυβέρνηση, στην Πολωνία κυβερνά ο ακροδεξιός Ματέους Μοραβιέσκι από το 2017, ενώ στην  Ουγγαρία κυβερνάει για 13 χρόνια ο Βίκτορ  Όρμπαν, ακροδεξιός με φιλορωσική ιδιοτελή κατεύθυνση, αλλά και  στη  φτωχότερη  Βουλγαρία η φιλορωσική ακροδεξιά ανέβηκε στο 14%. Να μην ξεχνάμε τέλος και την Γαλλία της Λεπέν που απειλεί τον Μακρόν και δημοσκοπικά είναι δημοφιλέστερη του.

Στην Ευρώπη μπορούμε να μιλάμε για μια αντιδραστική, αντιπολιτική  και αντιδημοκρατική μετατόπιση που εδράζεται αλλά και αλληλοτροφοδοτείται από μια κοινωνική μεταστροφή προς εθνικιστικές, ρατσιστικές και συντηρητικές απόψεις και στάσεις ζωής.

Που οφείλεται αυτό το φαινόμενο  πόσο επικίνδυνο είναι και  τι πρέπει να κάνει μια πραγματικά αριστερή πολιτική δύναμη;

Πριν λίγα χρόνια για την Ευρώπη και ειδικά για την ΕΕ θα  παρέπεμπε σε  σενάρια επιστημονικής  φαντασίας η ύπαρξη μιας ισχυρής ακροδεξιάς και ενός μείγματος πολύπλευρου και αντιφατικού εθνικισμού. Και αυτό γιατί αυτά τα πολιτικοκοινωνικά μορφώματα εμφανίζονταν να συγκρούονται  με το διακηρυγμένο και μονότονα προπαγανδιστικό επίσημο και θεσμικό όραμα της Ευρώπης, της συνεργασίας της ενοποίησης και του κοσμοπολιτισμού.

Η οικονομική κρίση του 2008, η πανδημία και ο φόβος αλλά και οι αντιεπιστημονικές θεωρίες που την συνόδεψαν, ο πληθωρισμός και ο κίνδυνος μιας πολύχρονης και σκληρής φτωχοποίησης, το τέλος των προσδοκιών, οι αλλαγές στo εκπαιδευτικό σύστημα (πχ.υποχρηματοδότηση έως εγκατάλειψη των ανθρωπιστικών σπουδών, εξασθένιση έως και απόρριψη της κριτικής σκέψης κ.α), η συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής, το «τέλος» των κοινωνικών και συλλογικών αξιών και το σύνολο του ανθρωπολογικού μοντέλου που εισήγαγε -και το οποίο ηγεμονεύει – ο νεοφιλελευθερισμός, είναι μόνο μερικές από τις πολύ σοβαρές αιτίες πάνω στις οποίες στρώθηκε το χαλί για να περπατήσει η ακροδεξιά.

Μπορούμε να το πούμε και αλλιώς, το τέλος του κομμουνισμού σαν εναλλακτικό όραμα και πραγματικότητα και η ταυτόχρονη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, άνοιξαν την πόρτα στην ακροδεξιά. Ο νεοφιλελευθερισμός αγκαλιάστηκε από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (Μπλέρ, Σρέντερ, Ολάντ κλπ), δημιουργώντας ένα πολιτικό κενό στα αριστερά της παραδοσιακής Δεξιάς, τελειώνοντας το δικομματισμό 50 περίπου χρόνων, μαζί με τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και δικαίου, της μεταπολεμικής δημοκρατίας και της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.

Μια σειρά από πολιτικοί και κρατικοί θεσμοί βρίσκονται στο στόχαστρο και απαξιώνονται, ενώ μια γενικευμένη δυσαρέσκεια απλώνεται απέναντι στο ενιαίο κομματικό – πολιτικό σύστημα. Όλα αυτά γίνονται βούτυρο στο ψωμί της ακροδεξιάς τα οποία τα εκμεταλλεύεται κατάλληλα προβάλλοντας ένα αντισυστημικό αφήγημα που βεβαίως είναι ένας επικίνδυνος μύθος.

Αν η σοσιαλδημοκρατία – κεντροαριστερά ζει και βλέπει την μείωση των ποσοστών της και την λεηλάτηση της από την παραδοσιακή δεξιά, η αριστερά είτε δεν υπάρχει, είτε καταποντίζεται.

Σχηματίζεται λοιπόν μια νέα κατάσταση και μια νέα δυναμική στην Ευρώπη, όπου εμφανίζεται ένα «ανταγωνιστικό» δίπολο από την μια δεξιά/κεντροδεξιά, και από την άλλη ακροδεξιά, ανταγωνίζονται για την κυβερνητική εξουσία και καταλήγουν εταίροι σε αρκετές περιπτώσεις. Η ακροδεξιά ατζέντα και πρόγραμμα ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στη δεξιά και δεν αποτελεί καθόλου έκπληξη ότι οι θέσεις που ενώνουν ακροδεξιά και κεντροδεξιά είναι περισσότερες από αυτές που τις χωρίζουν.

Η όποια αντιπαράθεση ή διαφωνία δεν αφορά το κοινωνικό πρόβλημα και τις πραγματικές σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η δυστυχία/έλλειψη είναι ότι ο πραγματικός κοινωνικός διχασμός πού θεμελιώνεται από την ταξική πάλη και αντιπαράθεση δεν βρίσκει πολιτική εκπροσώπηση (κατά το ένα μέρος του), και από αυτήν την άποψη, το σχήμα δεξιά – αριστερά εμφανίζεται ξεπερασμένο.

Έτσι, η πολιτική ορθότητα του παρελθόντος βρίσκεται στο στόχαστρο και αντιμετωπίζεται κυρίως από τις φτωχές, αμόρφωτες και εγκαταλελειμμένες λαϊκές (μην ξεχνάμε τα μικροαστικά ριγμένα και με χαμηλές προσδοκίες στρώματα)  και εργατικές μάζες με αρκετή απέχθεια και στα όρια του μίσους. Αμφισβητούνται διαρκώς και περισσότερο  η πολυπολιτισμικότητα, η παγκοσμιοποίηση, ο κοσμοπολιτισμός και αναδεικνύονται δηλητηριώδικα ο ρατσισμός, ο εθνικισμός (χωρίς όμως εθνική κυριαρχία), και ο ρηχός πατριωτισμός (χωρίς φυσικά αντιιμπεριαλισμό), σαν κεντρικά προτάγματα και συνθήματα στα οποία τσιμπάει και ένα μέρος της νεολαίας.

Η ακροδεξιά είναι προσεκτική –στις περισσότερες των μορφών της- σε σχέση με τον παλιό  φασιστικό λόγο και την πρακτική του. Όμως ο αντισυστημισμός της τελειώνει όταν έχει πρακτικά και κυβερνητικά να αποφασίσει για τα λαϊκά στρώματα, τα προβλήματα και αιτήματα  τους, που αφορούν  στην υπεράσπιση των εργατικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Δεν μπορεί, ούτε θέλει να επιβάλει μια πολιτική αναδιανομής του παραγόμενου  πλούτου με μονομερή κατεύθυνση προς τους  εργαζόμενους, δεν έχει στο πρόγραμμα της την υπεράσπιση και την διεύρυνση του δωρεάν και κοινωνικού χαρακτήρα των υπηρεσιών υγείας, ασφάλειας, εκπαίδευσης, πρόνοιας κλπ. Από την άποψη αυτή διαμορφώνει ένα αντικομματικό-αντιπολιτικό λόγο χωρίς κανένα αφήγημα εναλλακτικό και ανατρεπτικό του σχήματος «Δεν υπάρχει εναλλακτική».

Στην Ελλάδα έχουμε τρεισήμισι κόμματα με ακροδεξιό λόγο (Σπαρτιάτες με υποβολέα τον Κασιδιάρη, Νίκη, Ελληνική Λύση και μέρος της ΝΔ) μέσα στη Βουλή, ενώ διεκδίκησαν την ψήφο μας πάνω από 10 αντίστοιχα πολιτικά μορφώματα, που αποδεικνύει το γεγονός ότι η ακροδεξιά έχει μεγάλη ζήτηση αλλά δεν έχει ηγεσία που να τη συνενώνει και να δημιουργεί ικανότητα  κυβερνητικής δύναμης. Σήμερα αυτό φαντάζει καθησυχαστικό αλλά δεν μπορεί να το αντιμετωπίζουμε διαρκώς με αυτό τον τρόπο.

Η ΝΔ έχει ακόμα την δυνατότητα (από το 1974 τουλάχιστον με τον Κ. Καραμανλή), να εγκλωβίζει – ενσωματώνει ένα παραδοσιακό ακροδεξιό ακροατήριο που υπάρχει ιστορικά στην Ελλάδα και βρίσκεται τουλάχιστον στο 5% -8% του εκλογικού σώματος. Οι παρουσίες Βορίδη – Πλεύρη- Γεωργιάδη, αλλά και οι αντιπολιτευτικές κορώνες – φωνές του Σαμαρά, επιλεκτικά σε κοινωνικά ζητήματα (γάμος ομοφυλοφίλων εκκλησία κ.α), καθώς και σε «εθνικά» θέματα (πχ Πρέσπες), που όμως δεν έχουν καθόλου  αντινατοϊκό χρώμα, ενσωματώνονται χωρίς φθορά εντός της ΝΔ.

Η σημερινή αυτοαποκαλούμενη αριστερά βοηθά στην ανάπτυξη αυτών των αντιλήψεων και των πολιτικών μορφωμάτων γιατί πολύ απλά το υπάρχον πραγματικό κενό δεν την ενδιαφέρει να το καλύψει και αντικειμενικά το έχει εδώ και χρόνια εκχωρήσει στην ακροδεξιά.

H σημερινή λεγόμενη αριστερά είναι μια νεοφιλελεύθερη και ατλαντικο-δυτική αριστερά.  Και τούτο γιατί:

  1. Έχει εγκαταλείψει τα λαϊκά στρώματα, θεωρώντας πως το κοινωνικό ζήτημα έχει χοντρικά επιλυθεί από τον 20ο αιώνα με το κράτος προνοίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να προβληματιστούμε για το τι εννοούμε και τι περιλαμβάνει το κοινωνικό ζήτημα: δεν εννοούμε σκέτα νέτα και χυδαία τα οικονομικά ζητήματα –παρόλο που η οικονομία είναι η βάση- αλλά εννοούμε το σύνολο των ζητημάτων της καθημερινής ζωής που χειραφετούν την εργατική τάξη και απελευθερώνουν τον άνθρωπο. Δεν έχουμε μια προλεταριακή λαϊκή αριστερά, αλλά μια αριστερά απεύθυνσης και έκφρασης των μικροαστικών και μεσαίων στρωμάτων που υποστηρίζει τα αιτήματά τους, που ο δικαιωματισμός με μπόλικη οικολογία και κοσμοπολιτισμό (που βαφτίζεται διεθνισμός), έχει αντικαταστήσει την υπεράσπιση των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων, και κάνει μια απλή αναφορά για τις ανισότητες και τις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης και  καταπίεσης που τις γεννούν.
  2. Έχει υποστείλει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας – κυριαρχίας και του πατριωτισμού (πατριωτισμός χωρίς αντιιμπεριαλισμό είναι εθνικισμός και σωβινισμός), χωρίς να προσφέρει ένα αντισυστημικό εναλλακτικό λόγο στην ακροδεξιά που εκμεταλλεύεται το κενό και εκφράζει ένα συνθηματολογικό πατριωτισμό χωρίς να στοχοποιεί την πολιτική της εξάρτησης (οικονομική –πολιτική- στρατιωτική) από τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Είναι ανάγκη να τεθούν οι προτεραιότητες (ενάντια στον ευρωατλαντισμό, τον ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση, και στο κέντρο να βρίσκονται  τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και η υπεράσπισή τους και όχι ο εύκολος και ενσωματώσιμος δικαιωματισμός). Είναι ανάγκη η οικοδόμηση μιας χρήσιμης για τους εργαζόμενους και επικίνδυνης για το σύστημα αριστεράς, που θα αμφισβητεί το δόγμα της ΤΙΝΑ και θα αναζητά την «ουτοπία» ενός άλλου κόσμου που στο προσκήνιο θα είναι οι λαοί και οι εργαζόμενοι. Αυτή η ταυτότητα πρέπει να έχει η αριστερά.