Και μετά τις εκλογές;

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ δεν ακούγεται πια στις προεκλογικές εμφανίσεις. Έχουμε εκλογές στη χώρα που πέρασε τη χειρότερη οικονομική κρίση εδώ και 12 χρόνια, και η πολιτική συζήτηση για την πορεία της οικονομίας, τους μισθούς και τις συντάξεις, την ακρίβεια, τα αβάσταχτα νοίκια και τα ξεχειλωμένα ωράρια είναι ανύπαρκτη.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ σημαίνει απανωτές Ιδιωτικοποιήσεις, στην ουσία ξεπούλημα του Δημόσιου Τομέα στα διεθνή αρπακτικά που επί πινακίου φακής αγόρασαν λιμάνια, Τραίνα, Γη και τώρα θέλουν και το Νερό. Σημαίνει μείωση των μισθών κατά 15-20%, κατάργηση του 13ου και 14ου στο Δημόσιο, πάγωμα των τριετιών. Σημαίνει απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας και κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ είναι απαγορευμένη στο δημόσιο διάλογο αφού οδηγεί αναπόφευκτα και στο επόμενο ερώτημα «ποιος τα ψήφισε;» ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συναγωνίζονται σε επικοινωνιακό ρεσιτάλ για το ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της (ουσιαστικά) χρεοκοπημένης Ελλάδας.

Η λέξη ΜΝΗΜΟΝΙΑ δεν ακούγεται πια αλλά είναι εδώ περισσότερο από ποτέ. Είναι όλοι οι νόμοι και οι διατάξεις που έχουν διαλύσει τη χώρα και τα δικαιώματα των εργαζόμενων.

Τα βασικά ερωτήματα για τη χώρα και τους νέους εργαζόμενους πριν και μετά τις εκλογές παραμένουν εδώ και καιρό:

  1. Θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα 900€ καθαρά άμεσα; Θα αυξηθούν οι μισθοί στο Ιδιωτικό και στο Δημόσιο τουλάχιστον στο ύψος του τρέχοντος πληθωρισμού; Θα ξεπαγώσουν οι τριετίες στον Ιδιωτικό τομέα; Θα μπορεί ένας νέος εργαζόμενος να ζει με το μισθό που παίρνει και να καλύπτει τα βασικά έξοδα;
  2. Θα μπει φρένο στην ακρίβεια; Ή θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε όλο και περισσότερα; Θα μειωθεί ο ΦΠΑ στα βασικά είδη ή θα πάμε με το γελοίο καλάθι του νοικοκυριού που όχι απλά δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το διαιωνίζει; Θα χτυπηθεί η αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη των ομίλων;
  3. Θα μπει πλαφόν στα ενοίκια; Θα περιοριστεί το Airbnb; Θα καταργηθεί η Golden Visa ή θα συνεχίσουμε να ξεπουλάμε τις πόλεις στα διεθνή αρπακτικά; Θα συσταθεί επιτέλους και στην Ελλάδα ο θεσμός της Κοινωνικής Κατοικίας με φθηνά ενοίκια σε ακίνητα δημόσιας περιουσίας; Θα γίνει το σπίτι ξανά κοινωνικό αγαθό;
  4. Θα καταργηθεί το Χρηματιστήριο Ενέργειας; Ή θα συνεχίσουν να αισχροκερδούν καθημερινά οι μαφιόζοι της ενέργειας πάνω στις πλάτες ενός ολόκληρου λαού. Το καλοκαίρι λήγει το κόλπο Μητσοτάκη με την ενσωμάτωση της Ρήτρας Αναπροσαρμογής στους λογαριασμούς για να μην φαίνονται οι αυξήσεις. Θα μπει πλαφόν στην τιμή λιανικής; Θα ξαναλειτουργήσουν τα λιγνιτικά εργοστάσια ή θα είμαστε ξανά στο έλεος κάποιας διεθνούς ενεργειακής κρίσης;
  5. Θα παρθούν πίσω οι δολοφονικές Ιδιωτικοποιήσεις; Ή θα συνεχίσουμε σα να μη συνέβησαν ούτε τα Τέμπη, ούτε η πανδημία (που σιγά σιγά ιδιωτικοποιείται και το Σύστημα Υγείας), ούτε η ενεργειακή κρίση; Θα έχουμε Δημόσια Τραίνα, Δημόσια ΔΕΗ, Ισχυρό Ε.Σ.Υ., Δημόσια ΕΥΔΑΠ; Ή θα πάρουν όλα τον δρόμο των τηλεπικοινωνιών όπως ο ΟΤΕ;
  6. Θα μπει φρένο στα εργατικά ατυχήματα; Ή θα κάνουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα; Το 2022 ήταν χρονιά ρεκόρ για τα ατυχήματα εν ώρα εργασίας και για τους θανάτους λόγω έλλειψη μέτρων ασφαλείας και η Επιθεώρηση Εργασίας είναι πιο υποστελεχωμένη από ποτέ. Τα κέρδη των εταιριών είναι πάνω από την ανθρώπινη ζωή;

Στις 21 Μαΐου – Μαύρο Κόμματα των Μνημονίων

Γιατί δεν μου άρεσε ούτε η Ράνια Τζίμα

Τα πολιτικά debate στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν πολιτική συζήτηση, αποκάλυψη, πίεση και αντιπαράθεση. Ήταν και είναι πάντα φιλοφρόνηση στην εξουσία. Όχι απλά γιατί οι δημοσιογράφοι είναι άμεσα εξαρτώμενοι – σιτιζόμενοι από την κυβέρνηση, αλλά κυρίως γιατί τα ΜΜΕ δεν επιτρέπουν την παραμικρή “ανορθογραφία” που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αστική πολιτική. 

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς οι “όροι” του debate ή οι βαθμοί ελευθερίας των δημοσιογράφων. Το πρόβλημα είναι ότι το σύνολο των ερωτήσεων, άρα και της συζήτησης, εκκινεί από δεδομένα, στα οποία δεν επιτρέπεται αντίλογος και αμφισβήτηση, είναι δηλαδή ευθύς εξαρχής ιδεολογικά, πολιτικά και ταξικά καθορισμένα υπέρ της άρχουσας τάξης και εναντίον της εργαζόμενης πλειοψηφίας. 

Από τον δεδομένο και απαραβίαστο (επί ποινή εσχάτης προδοσίας) γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας ως φανατισμένο -στα όρια της αλλοφροσύνης- Νατοϊκό μαντρόσκυλο, μέχρι τη θρησκευτική πίστη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το ευρώ και την Ε.Ε. όπου όποιος αφήσει υπόνοια αμφισβήτησής τους, απειλείται με ανασκολοπισμό. 

Όταν αυτό λοιπόν το πλαίσιο είναι ιερό και απαραβίαστο, το ποιες ερωτήσεις θα γίνουν, πόσο πνευματώδεις ή βλακώδεις θα είναι, και πόσο θα έχει παπαγαλίσει ο Μητσοτάκης εκ των προτέρων τις έτοιμες απαντήσεις, είναι πράγμα δευτερεύον. Σίγουρα αποκαλυπτικό για την ποιότητα του πολιτικού και δημοσιογραφικού προσωπικού, αλλά πάντως δευτερεύον. 

Το χαρακτηριστικότερο δείγμα όλων ήταν οι επίμονες αναφορές, και στο debate, αλλά και πιο πριν, στο πόσο “κοστολογημένα” είναι τα προγράμματα των υποψηφίων. Πόσο δηλαδή οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για επέκταση των κουπονιών και αύξηση των μισθών στους γιατρούς, ή οι εξαγγελίες Τσίπρα για αύξηση των συντάξεων και μεγαλύτερη χρηματοδότηση στην παιδεία, “κοστίζουν” στον προϋπολογισμό. 

Αν δηλαδή διαθέτουν ή όχι τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο. 

Αν θα πάρουν ή όχι την έγκριση του Στουρνάρα και της ΤτΕ. 

Αν θα τύχουν ή όχι της αποδοχής των Βρυξελλών.

Σε αυτή τη συζήτηση πρωτοστατεί η ΝΔ ως θεματοφύλακας του νεοφιλελευθερισμού, προσχωρούν όμως πλήρως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, αποδεχόμενοι επί της ουσίας ότι μέτρο και κριτής των πάντων είναι η πανευρωπαϊκή λιτότητα και ο δημοσιονομικός ζουρλομανδύας. 

Η συζήτηση αυτή έχει ήδη οριοθετηθεί πολιτικά και ταξικά. Το γήπεδο είναι ήδη στημένο υπέρ της μνημονιακής πολιτικής, ανεξαρτήτως απόχρωσης. 

Ποιος ρώτησε, όχι αν έχουν κοστολογηθεί τα προγράμματα των κομμάτων, αλλά αν έχουν κοστολογηθεί οι ανάγκες μιας λαϊκής οικογένειας;

Ποιος πίεσε τον Μητσοτάκη, τον Τσίπρα, τον Ανδρουλάκη να πουν μπροστά στον ελληνικό λαό, με πόσα λεφτά το μήνα μπορεί αξιοπρεπώς να ζήσει σήμερα ένας άνθρωπος;

Και ποιος απαίτησε, αφού οι πολιτικοί αρχηγοί κοστολογήσουν με πόσα μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος, να απαντήσουν γιατί τον καταδικάζουν, περισσότερο από μια δεκαετία τώρα, στη μιζέρια;

Ποιος ζήτησε από τους πολιτικούς αρχηγούς να υπολογίσουν ένα προς ένα τα έξοδα του σούπερ μάρκετ, το ύψος των λογαριασμών, το ενοίκιο ή το δάνειο, τα φροντιστήρια των παιδιών, την ένδυση και υπόδυση, το κόστος θέρμανσης, το κόστος μετακίνησης;

Ποιος απαίτησε να λογοδοτήσουν οι εφαρμοστές της φτώχειας και οι κήρυκες της δημοσιονομικής εγκράτειας, πώς ακριβώς μπορεί να ζήσει σήμερα ένας άνθρωπος, όχι με τον κατώτατο μισθό των 780€, αλλά ακόμα και με τον μέσο μισθό των 1.170€;

Ουδείς ρώτησε τα παραπάνω. 

Ούτε η Ράνια Τζίμα που αποθεώνεται από το τηλεοπτικό κοινό γιατί έκανε επιθετικές ερωτήσεις. 

Γιατί το πρόβλημα δεν ήταν αν οι ερωτήσεις ήταν επιθετικές. Το πρόβλημα ήταν αν οι ερωτήσεις ξεκινούσαν από τη λάθος αφετηρία.  Η συζήτηση εδώ και χρόνια, πάντα μα πάντα, ξεκινά ανάποδα. Όχι από τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά από τις απαιτήσεις και τα “ιερά και τα όσια” της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα και διεθνώς. Μέχρι να τα αμφισβητήσουμε και να μπει η αμφισβήτησή τους στην ημερήσια διάταξη, τέτοια και χειρότερα debate θα έχουμε. 

Βουβές εκλογές, ελλείψεις, κενά, αλλά και ελπίδες

Αλήθεια γίνονται εκλογές;  Ναι, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς ο γνωστός  πληθωρισμός φυλλαδίων, συνθημάτων, κινήσεων, στημένων συγκεντρώσεων, βαρετών συζητήσεων στα ΜΜΕ. Το γνωρίζουν αυτό τα  κολακευόμενα «αντικείμενα» που θεωρούνται πολίτες  και (προσ) καλούνται ως λαός να ψηφίσουν;

Κοινή διαπίστωση είναι ότι λίγες  μέρες πριν να ανοίξουν οι κάλπες έχουμε μια διάχυτη σιωπή, μια ατμόσφαιρα βουβαμάρας. Στα διλήμματα των τριών προσωπείων που υπηρετούν τη μνημονιακή ισορροπία (που όμως κάτω από όρους είναι περαστική και κινούμενη), ο κόσμος μοιάζει να αδιαφορεί. Ο κόσμος έχει αντιπάθειες, δεν εμπιστεύεται και δεν του αρέσουν τα προβαλλόμενα πρόσωπα. Οδεύουμε σε εκλογές που η ψήφος θα καθοριστεί από την ποσότητα και την ποιότητα της αντιπάθειας, το βάθος  της αναξιοπιστίας, τον θυμό των νέων.

Δεν έχουμε πλειοψηφική ψήφο πίστης, δεν έχουμε μεγάλα ποσοστά συσπείρωσης, σιγουριάς, θετικότητας ψήφου. Παραφράζοντας τον «εθνάρχη» την Κυριακή θα ψηφίζουν και την ίδια ώρα θα αισθάνονται κοψοχέρηδες.

Είναι σωστό, είναι δίκαιο όμως να είμαστε έκπληκτοι και να αναρωτιόμαστε για αυτό το βουβό κλίμα;

Θα ξεχάσουμε άραγε το τι συνέβη στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια; Θα ξεχάσουμε τις ομοιότητες στην πολιτική, που ακόμα και στο έγκλημα των Τεμπών μας υπενθύμισαν την διάλυση του κράτους; Θα ξεχάσουμε το κορωνοϊό και τις χιλιάδες των νεκρών, τη διάλυση του καθημαγμένου ΕΣΥ; Θα ξεχάσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις του ηλεκτρισμού, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, τις καθηλωμένες συντάξεις και τους δεκάδες χιλιάδες νέους που μετανάστευσαν;

Οι υπεύθυνοι, είτε με αυταπάτες, είτε χωρίς, έχουν ονοματεπώνυμο: ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, όλοι μαζί, υπηρέτες και οικοδόμοι της μνημονιακής ελλαδικής πραγματικότητας, διαγκωνίζονται σήμερα για το πόσο άγρια ή ήπια θα είναι η διαχείριση της σημερινής (μνημονιακής πάντα) ισορροπίας.

Η διάχυτη αναξιοπιστία που απλώνεται στο σύνολο του επίσημου αλλά δυστυχώς ακουμπά και τον λεγόμενο ανεπίσημο πολιτικό κόσμο, μπορεί να χαρακτηρισθεί  ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο.

Πρώτον γιατί στην ψυχολογία, στο «συλλογικό ασυνείδητο» των μαζών, έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι το πλαίσιο είναι δεδομένο και δεν το πειράζει κανένας. Αυτό το πλαίσιο είναι η διπλή θηλειά που εξαρτά την ελλαδική πραγματικότητα και καθορίζει τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων. Από τη μια, η θηλιά της ΕΕ που επιβάλλει τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές και έχει εγκαταστήσει το μνημονιακό πλαίσιο από το 2010. Από την άλλη, η ευρωατλαντική θηλιά  όπου η μεγάλη δύναμη, οι ΗΠΑ, ως αυτοκράτορας, κάνουν ό,τι θέλουν, όπου θέλουν.  Στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων μοιάζει η πολιτική να μην έχει κάποιο χρήσιμο ρόλο και αξία. Υπάρχει η άποψη (εσφαλμένα αλλά υπάρχει και είναι ισχυρή και βαίνει αυξανόμενη) ότι με την πολιτική και ειδικά τις εκλογικές διαδικασίες, δεν ανατρέπεται η καθημερινότητα σου, δεν καλυτερεύει η ζωή σου.

Ποιο από τα τρία πρόσωπα του δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ) στην Ελλάδα θέλει να ανατρέψει αυτό το πλαίσιο ή έστω θέλει να αμφισβητήσει και να αρνηθεί  πλευρές του;

Εδώ απαγορεύεται μάλιστα δια αποκλεισμού και φραστικού προπηλακισμού οποιαδήποτε συζήτηση που θίγει ακροθιγώς το νόμισμα και την πολιτική του ευρώ, τους μη αιρετούς οργανισμούς και «άρχοντες» της Ε.Ε. με τους παχυλούς μισθούς και το θανάσιμο μίσος τους για τον κόσμο της δουλειάς.

Απαγορεύεται και η συζήτηση για το άλλοτε λαομίσητο  ΝΑΤΟ, την ίδια στιγμή που έχουν φροντίσει να αμβλύνουν την μνήμη αλλά και τα δίκαια αντιαμερικανικά αισθήματα του λαού μας. Μια συζήτηση που δεν γίνεται, ενώ είναι εμφανείς, τόσο η ρυτιδιασμένη και παρακμάζουσα οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά ΕΕ, αλλά και η ανάδυση νέων πόλων στο παγκόσμιο επίπεδο, που αρνούνται στις ΗΠΑ να συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα και στο δολάριο  να είναι το αποθεματικό και παγκόσμιο ανταλλακτικό νόμισμα

Δεύτερος λόγος της πολιτικής αναξιοπιστίας είναι ότι η μορφή που παίρνει η σημερινή πολιτική έχει περισσότερο να κάνει με επικοινωνιακά τρυκ και πόζες παρά με εκπροσώπηση συμφερόντων. Σελέμπριτις να κοσμούν τα ψηφοδέλτια, λαμπερά πρόσωπα σε ιλουστρασιόν χαρτιά και καμπάνιες στο διαδίκτυο, και βέβαια εμπέδωση ότι πολιτική σημαίνει πρόσωπα και όχι έκφραση συμφερόντων. Απουσιάζουν οι άνθρωποι του πραγματικού μόχθου, όχι μόνο από τα ψηφοδέλτια αλλά πρωτίστως από τη συζήτηση. Είναι αόρατοι, είναι αποκλεισμένοι.

Αντιθέτως ο κόσμος της Εκάλης και του Κολωνακίου, αλλά και οι μεσοαστικές και κάποιες μικροαστικές κατηγορίες, αυτές που αποκαλούνται το οικονομικό κέντρο που καθορίζει το πολιτικό κέντρο και τα πράγματα στην χώρα, είναι παρόντες. Λες και αυτοί είναι το πλειοψηφικό και το καθοριστικό στοιχείο των εκλογών. Φυσικά, αυτό γίνεται για λόγους ευρύτερων κοινωνικών συναινέσεων που έχει ανάγκη η αστική πολιτική, αλλά και για να εμπεδώσει η πλειοψηφική «πλέμπα» ότι αν θέλει να είναι λιγάκι ορατή πρέπει να εξαρτηθεί από αυτούς.

Τρίτος λόγος της διευρυμένης αναξιοπιστίας είναι τα υπαρκτά ερωτήματα: παίρνονται οι αποφάσεις στο κοινοβούλιο; Έχει αξία η ψήφος; Μπορούν πραγματικά να διαμορφώνουν την πραγματικότητα οι πολιτικές αποφάσεις και η λαϊκή ετυμηγορία;

Αυτά τα ερωτήματα που ο λαός τα απαντάει αρνητικά έχουν δημιουργήσει το τεράστιο και συνεχώς αυξανόμενο αίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης. Έχει συρρικνωθεί η λαϊκή κυριαρχία, η δύναμη των  εθνικών  κοινοβουλίων, η αγορά και οι θεσμοί της επιβάλλουν πολιτικές, ενώ οι από κάτω είναι αμόρφωτοι, είναι αποκλεισμένοι, αντιμετωπίζονται σαν πράγματα-αντικείμενα που δεν τους συναντάμε, δεν τους ακούμε. Αποτελούν επιπλέον εύφορο έδαφος το οποίο μπορεί να σπαρθεί το φασιστικό δηλητήριο και να αποτελέσουν μαζικό στρατό της ακροδεξιάς, η οποία βαπτίζεται με το δήθεν ταξικό μίσος της ως αντισυστημική δύναμη.

Υπάρχουμε εμείς, υπάρχουν και αυτοί, αλλά δεν είναι καθαρό, ούτε το εμείς, ούτε το αυτοί. Ενώ υπάρχουν δυο Ελλάδες, δυο κόσμοι, ενώ ο ταξικός διχασμός είναι παντού ορατός, σε όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής, δεν βρίσκει αξιόπιστη πολιτική έκφραση. Δεν υπάρχει το κόμμα των φτωχών που θα τα βάλει με το κόμμα των πλουσίων.

Η σημερινή μορφή της πολιτικής στην περίοδο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Το συναντάμε σε όλες τις χώρες του ευρωατλαντικού πόλου και στην ίδια την ιμπεριαλιστική μητρόπολη, τις ΗΠΑ. Έχει στο DNA της: την εκχώρηση της εξουσίας και των αποφάσεων στην αγορά, τη δημιουργία εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών μη αιρετών αλλά εντεταλμένων από την αγορά, που αποφασίζουν και δεσμεύουν λαούς, περιοχές, τάξεις και στρώματα, τη συρρίκνωση της ελάχιστης λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας, τη δραματική μείωση της δύναμης των κοινοβουλίων, τον αποκλεισμό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, των φτωχών, των σύγχρονων της γης των κολασμένων. Αυτοί οι αόρατοι, οι άφωνοι, οι δίχως έκφραση, αποτελούν όμως στρατό, που στα τελευταία χρόνια προβάλλει επικίνδυνα στο προσκήνιο εκφράζοντας περισσότερο την οργή και απόγνωσή του.

Αποκλεισμένη και απαγορευμένη (κατασταλτικά, προληπτικά και  ιδεολογικά) παραμένει η συζήτηση για το πώς να πάμε αλλιώς, πώς να ξανασχεδιάσουμε και να ξανασκαλίσουμε τους δρόμους μιας εναλλακτικής πορείας, μιας χειραφέτησης που θα πατά στο τέλος του καπιταλισμού και θα απαντά ότι υπάρχει ζωή μετά τον καπιταλισμό, και αυτή βεβαίως δεν είναι η δευτέρα παρουσία. Αλλά αυτό το κενό αναζητά έκφραση, ύλη, δύναμη, σχέδιο. Πάνω από όλα αναζητάει την ανάληψη της ευθύνης να τεθεί με σοβαρούς όρους η ατζέντα της συζήτησης.

Σε αυτόν τον δρόμο, επιμένουμε ότι υπάρχουν αρκετές δυνάμεις, νέες και παλιότερες.

Επιπλέον, υπάρχουν και ανθίζουν ελπίδες, ντόπιες και εισαγόμενες.

Ελπίδα ήταν το πλειοψηφικό κύμα οργής και θυμού της νεολαίας, που στο έγκλημα των Τεμπών με συναίσθημα (χωρίς συναίσθημα η πολιτική δεν έχει ιδεολογία), πλημμύρισε τους δρόμους δείχνοντας τους ενόχους και στα τρία πρόσωπα του δικομματισμού, απαιτώντας το τέλος των ιδιωτικοποιήσεων και την επιστροφή σε ένα άλλο δημόσιο. Μια οργή και ένας θυμός που δεν έχει σήμερα πολιτική έκφραση, έστω σε μια νέα πολιτική δύναμη που θα ένωνε διαφορετικές φωνές σε μια κοινή συνισταμένη, στην ανατροπή της μνημονιακής ισορροπίας και των υπηρετών της.

Ελπίδα ήταν και ο μακροχρόνιος, ανειρήνευτος αγώνας των Γάλλων εργαζομένων και της νεολαίας που καταξεσχίζει τα αφηγήματα της ΕΕ και του Μακρόν.

Η ελπίδα, για να μετασχηματιστεί σε πολιτική φωνή και δύναμη, απαιτεί χρόνο, θέληση, κοινή λογική αλλά κυρίως ανάληψη και όχι εκχώρηση της ευθύνης. Αυτό είναι το κεντρικό ζητούμενο για όσους καταλαβαίνουν με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, και όχι το τι ακριβώς θα ψηφίσουμε στις 21 Μαΐου.

Προγράμματα, υποσχέσεις και «ποιος θα κυβερνήσει τελικά αυτόν τον τόπο»

Κ. Μητσοτάκης:  «Χωρίς φοβικότητα, με θάρρος και τόλμη να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Χρειαζόμαστε πλέον ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με ψηφιακά χαρακτηριστικά».

Ν. Ανδρουλάκης: «Χρέος λοιπόν των σοσιαλδημοκρατών είναι να διαμορφώσουν τις συνθήκες για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις και θα προστατεύει τον κόσμο της εργασίας». 

Α. Τσίπρας: «Πρόκειται για τον οδικό χάρτη της προοδευτικής κυβέρνησης, για ένα συμβόλαιο με την κοινωνία, που εμπεριέχει τις δεσμεύσεις για μια κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας μακράς πνοής». 

Γ. Τσούνης, Πρέσβης ΗΠΑ: «Η εξαιρετική αυτή συνεργασία διατηρείται εδώ και πάνω από μία δεκαετία παρά τις τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα…. μέσα σε αυτά τα χρόνια η Ελλάδα αναδείχθηκε «σε στρατιωτικό εφοδιαστικό κόμβο για το ΝΑΤΟ» Καμία από τις δύο πλευρές»,(σ.σ.: εννοεί ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία) δεν έχουν το μονοπώλιο του τι είναι σωστό και τι λάθος». 

Καθημερινή (άρθρο της Ειρήνης Χρυσολωρά): «Η κεντρική ιδέα της πρότασης της Κομισιόν για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες είναι τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια 4ετούς διάρκειας, που θα συμφωνούνται σε διμερή βάση με το κάθε κράτος-μέλος και θα προβλέπουν έναν συνδυασμό μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Το μέγεθος της προσαρμογής πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να εξασφαλίζει καθοδική πορεία του χρέους για χώρες με χρέος πάνω από 100% του ΑΕΠ και μείωση του ελλείμματος κατά 0,5% του ΑΕΠ τον χρόνο για χώρες με έλλειμμα πάνω από το όριο του 3% του ΑΕΠ. Αυτά θα προκύπτουν από την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που θα κάνει η Επιτροπή… Το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026, που υποβάλλει η κυβέρνηση αύριο Κυριακή 30 Απριλίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προσπαθεί να υπακούσει σ’ αυτούς τους κανόνες, που –πάντως– βρίσκονται ακόμη υπό διαπραγμάτευση. Προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7%-1% του ΑΕΠ για φέτος και στην περιοχή του 2% τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, όπως διευκρινίζεται, το πρόγραμμα αυτό έχει μόνο ένα βασικό σενάριο, που δεν περιλαμβάνει τις προεκλογικές εξαγγελίες, πλην της πρόβλεψης για αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, κόστους 500 εκατ. ευρώ. Τα μέτρα, όμως, που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν δημοσιονομικό κόστος 1,2 δισ. ευρώ για το 2023 (περιλαμβανομένων των 500 εκατ. ευρώ των δημοσίων υπαλλήλων), που ανεβαίνει σταδιακά στα 2,2-2,3 δισ. ευρώ το 2027 (συνολικά 8 δισ. ευρώ την τετραετία). Για να εφαρμοστούν τα συγκεκριμένα μέτρα πρέπει να εξασφαλισθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος μόνιμου χαρακτήρα 700 εκατ. ευρώ έως 1,8 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει πρόσθετα μόνιμα μέτρα… Σύμφωνα με τις προτάσεις της Κομισιόν, οι λεγόμενες «καθαρές δαπάνες», δηλαδή οι δαπάνες αφαιρουμένων των προσωρινού χαρακτήρα εσόδων, δεν πρέπει να αυξάνονται με ρυθμό υψηλότερο από το μεσοπρόθεσμο ΑΕΠ. Ετσι, ένα έκτακτο έσοδο, που δημιουργεί προσωρινά δημοσιονομικό χώρο, δεν δικαιολογεί αύξηση μόνιμης δαπάνης, όπως οι συντάξεις, σύμφωνα με τους νέους κανόνες. Μόνο μια μόνιμη αύξηση εσόδων, π.χ. ένας νέος φόρος, το επιτρέπει».

Το προεκλογικό κλίμα παραμένει χαλαρό έως αδιάφορο. Η αποστροφή, η απόσταση ή ακόμα και η οργή απέναντι στο πολιτικό σύστημα καθορίζει αυτή τη στάση. Τα μνημονιακά και ευρωατλαντικά κόμματα προσπαθούν να αλλάξουν το κλίμα με πλήθος υποσχέσεων, όπως διορισμοί στα υποστελεχωμένα νοσοκομεία και σχολεία, αυξήσεις στους κατακρεουργημένους από την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια μισθούς, μειώσεις φόρων.

Δεν είναι γενικώς η έλλειψη πολιτικοποίησης ή η ανωριμότητα του ελληνικού λαού. Καλώς ή κακώς υπάρχει μια λαϊκή σοφία για το «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Άσχετα αν αυτή οδηγείται τελικά σε συντηρητικοποίηση και αναδίπλωση καθώς δημιουργείται η πεποίθηση ότι «δεν αλλάζει τίποτα».

Οι δημοσιονομικοί κανόνες είναι σαφείς. Για να δώσει μια χώρα, με πρόβλημα χρέους, κάπου αυξήσεις θα πρέπει να δηλώσει ισοδύναμο μέτρο. Από ποιες δαπάνες θα κόψει ή ποιό φόρο θα προσθέσει.

Κάτι τέτοιο δεν είδαμε στο πρόγραμμα του Μητσοτάκη.

Ούτε στο πρόγραμμα Τσίπρα, το οποίο απαιτεί και περισσότερο δημοσιονομικό χώρο – πέρα από την υπόσχεση να καταργήσει τους μισούς νόμους από όσους ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε (πχ τράπεζες, ενέργεια).

Και όσον αφορά τη συζήτηση για τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, σε έναν κόσμο που γεωπολιτικά αλλάζει ραγδαία, οι διεκδικητές της εξουσίας δεν μπαίνουν καν στον κόπο να μας πουν τι θέλουν. 

Μιλά για λογαριασμό τους ο πρέσβης των ΗΠΑ.  Για να μην ξεχνάμε «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο».

Το ερώτημα της ρήξης με το μνημονιακό και ευρωατλαντικό πλαίσιο και της διεκδίκησης μιας πιο ανεξάρτητης πολιτικής μπορεί να μην βρίσκει, προς το παρόν, πολιτική δύναμη που να το απαντά. Το λαϊκό φρόνημα παραμένει χαμηλά, μετά το τραύμα του 2015. Ωστόσο το άγχος των μνημονιακών κομμάτων να τάζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες ή να την πέφτουν με λύσσα στο Βαρουφάκη για την παραμικρή υπόνοια μικροαμφισβήτησης των ευρωπαϊκών κανόνων, δείχνει ότι δεν μπορεί παρά να ξαναμπεί στο τραπέζι.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση για τις εκλογές της 21ης Μαϊου

Για τις εκλογές της 21ης Μαΐου,
με τη ματιά μας στραμμένη στην επόμενη μέρα

  1. Παρά τη διάχυτη οργή για το έγκλημα των Τεμπών και τις καταστροφικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων υποδομών, ο αρνητικός συσχετισμός παραμένει. Απουσιάζει ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο πέραν αυτού που παρουσιάζει ως μονόδρομο ο καπιταλισμός. Απουσιάζει και μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που να έχει πρόγραμμα ανατροπής αυτού του συσχετισμού δύναμης. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι η Αριστερά (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ) δοκιμάστηκε, κυβέρνησε και τελικά εφάρμοσε το ίδιο, πάνω-κάτω, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Δεν έχει αναληφθεί σοβαρά από κανένα συλλογικά οργανωμένο υποκείμενο η ευθύνη ανατροπής αυτής της αίσθησης. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και στην απουσία μιας μετωπικής αριστερής-προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που θα συγκρούονταν με πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού και θα εξέφραζε, έστω πρόσκαιρα και μερικά, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
  2. Η μακρά ύφεση που πλήττει τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο έχει αρνητικά αποτελέσματα στην καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων και πολύ περισσότερο των νέων εργαζομένων. Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός μειώνουν τις προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής και επιπλέον καθιστούν προβληματική την ίδια την επιβίωση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να διαιρεί το ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων γεωγραφικά και πολιτικά (δύση και ανατολή). Απέναντι σε αυτό το οικονομικό – γεωπολιτικό πλαίσιο έχουμε μια πολιτική πλήρους υποταγής από την πλευρά της αστικής τάξης. Τόσο η υπαγωγή της Ελλάδας στο ατλαντικό σχέδιο (ΝΑΤΟ – ΗΠΑ) όσο και η ένταξη και παραμονή στο οικονομικό ευρωπαϊκό σχέδιο (ΕΕ), δεν αμφισβητούνται θεωρητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων και πρακτικά – πολιτικά δεν αντιπαλεύονται από κανέναν. Από την άλλη, η εργαζόμενη κοινωνία δεν έχει υπερβεί το σοκ του 2015 και χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες στιγμές μοιρολατρίας, αμηχανίας, οργής, αδιεξόδου. Εγκλήματα σαν αυτό των Τεμπών, απελευθερώνουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στην διαχρονική και κοινή πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και αναδεικνύουν την ευθύνη των κομμάτων που την εφάρμοσαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Δεν μπορούν όμως να συγκροτήσουν το αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ζήτημα που προκύπτει, σε κάθε στροφή της συγκυρίας, το δίλημμα παραμένει: είτε αποδοχή του συστήματος και των πολιτικών του, είτε σύγκρουση. Ενδιάμεσες απαντήσεις και εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.
  3. Το γεγονός ότι το πλαίσιο της αντιπαράθεσης είναι δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκλογών. Δεν κυοφορούνται εκπλήξεις για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η εκλογική αναμέτρηση αφορά κυρίως την εμπέδωση του δικομματισμού και τη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ποιότητα, τον προβληματισμό και τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, λίγο πριν τις κάλπες. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είναι βαθιά και οργανική, τροφοδοτεί την ηγεμονία της απροκάλυπτης δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται από το πρόσωπο του Μητσοτάκη, κι ορίζει, είτε το θέλουμε, είτε όχι, πολύ πιο σύνθετα και στρατηγικά καθήκοντα από αυτά της μιας ή της άλλης εκλογικής στάσης.
  4. Σε αυτή τη συγκεκριμένη συνθήκη, ο δρόμος ανάταξης του λαϊκού φρονήματος, του κινήματος και της Αριστεράς δεν περνά από τις εκλογικές μάχες αλλά αφορά μια πιο βαθιά, επίπονη, δύσκολη διαδικασία ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα. Βαθύτερη εννοούμε καταρχήν την προγραμματική συγκρότηση για το τι σημαίνει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα και την κοινωνία σε ρήξη με την ολιγαρχία και το ευρωατλαντικό πλαίσιο, αξιόπιστες διαδικασίες συγκρότησης πολιτικού μετωπικού υποκειμένου, πέρα από την μετωπική φλυαρία και τους παραγοντισμούς της τελευταίας 10ετίας, και κυρίως επίπονη προσπάθεια οργάνωσης του κοινωνικού υποκειμένου για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια σημαντική στιγμή στην πολιτική διαδικασία, αλλά σημαντικότερη είναι η ανταπόκριση σε ανάγκες που υπερβαίνουν τις εκλογές. Το πρόβλημα γίνεται πιο οξύ ειδικά όταν στις εκλογικές μάχες δεν παρεμβαίνει μια πολιτική πρόταση που να απαντάει σε αυτές τις ανάγκες. Η υπέρβαση των πολλαπλών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία δεν θα γίνει μέσα από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση. Ανεξάρτητα από αναλαμπές, εκρήξεις, ξεσπάσματα, ο συσχετισμός δύναμης παραμένει τέτοιος που απαιτεί βαθύτερη στάση από την εκλογική στιγμή. Αν υπήρχε εκλογική δύναμη που να υπηρετεί αυτό το πολιτικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης δυνάμεων, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ θα ήταν παρούσα.
  5. Είναι προφανές ότι στεκόμαστε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ενάντια στα κόμματα που εκφράζουν τις -όχι ίδιες- αλλά πάντως όμοιες μνημονιακές, συστημικές ή «αντισυστημικές»-ακροδεξιές, ευρωατλαντικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν διαλέγουμε τον ήπιο (ΣΥΡΙΖΑ) από τον αυταρχικό (ΝΔ) διαχειριστή, μιας δεδομένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ιστορικά διαδεδομένη λογική λεηλασίας της Αριστεράς που είναι η επιλογή του «μικρότερου κακού», δηλαδή σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί ότι οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγαλύτερο κακό. Στο χώρο που ορίζεται αριστερά και ριζοσπαστικά, το μεν ΚΚΕ αδιαφορεί και αποσύρεται, γιατί καταλαβαίνει ότι η παραμικρή αμφισβήτηση του συστημικού πλαισίου οδηγεί σε σύγκρουση, ενώ από την άλλη, ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΜΕΡΑ25 αφορά μια κεντροαριστερή φιλολαϊκή διαχείριση (που κι αυτή ακόμα δεν είναι αποδεκτή από τον σημερινό καπιταλισμό). Η δε εξωκοινοβουλευτική αριστερά επιμένει να δοκιμάζει το ίδιο ανύπαρκτο πολιτικό σχέδιο, εδώ και δεκαετίες, που δεν μετατοπίζει στο παραμικρό το συσχετισμό. Το διπλό καθήκον της οικοδόμησης τόσο της κομμουνιστικής Αριστεράς όσο και μιας νέας μετωπικής πολιτικής δύναμης, παραμένει ορφανό και δε θα λυθεί – ούτε καν θα διευκολυνθεί – στην εκλογική μάχη.
  6. Οι υπαρκτές δυνάμεις της ελληνικής αριστεράς, παρ’ όλες τις διαφορές τους, δε μπορούν ή δε θέλουν να δώσουν πολιτική διέξοδο, τώρα ή μετά τις εκλογές. Ωστόσο είτε η εκλογική λεηλασία αυτής της αριστεράς από τη λογική του μικρότερου κακού – ειδικά αν υπάρξουν δεύτερες εκλογές – είτε η αριθμητική και κοινοβουλευτική συρρίκνωσή της θα επιταχύνει την αποστράτευση την απογοήτευση τον ατομικό-ιδιωτικό δρόμο . Δυστυχώς θα εμπεδώνει βαθύτερα την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Μια τέτοια συρρίκνωση δεν θα βοηθήσει τη δράση για χιλιάδες αριστερούς και κομμουνιστές που παλεύουν στα συνδικάτα, στα σωματεία, στους κοινωνικούς χώρους, στη δημόσια συζήτηση, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την ολοκληρωτική ΝΑΤΟποίηση της χώρας, την αναδιανομή του πλούτου και της εξουσίας υπέρ της αστικής τάξης.
  7. Με αυτή τη λογική, καλούμε σε μαύρισμα όλων των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων, ακροδεξιών κομμάτων που εφάρμοσαν στο παρελθόν -και υποστηρίζουν και σήμερα- όμοιες πολιτικές. Καλούμε σε στήριξη αριστερών και ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων, με πλήρη συνείδηση των ανεπαρκειών, των λαθών, των αναντιστοιχιών τους. Δεν μπαίνουμε σε αντιπαραθέσεις, τουναντίον, αναζητούμε δίαυλους επικοινωνίας και μορφές πολιτικής και αγωνιστικής συγκρότησης των νέων ανθρώπων και των εργαζομένων τάξεων που ψηφίζουν άκυρο ή απέχουν. Πάνω από όλα όμως, καλούμε να αναταχθούν και να ανασκοπήσουν υπαρκτές πολυάριθμες δυνάμεις και άνθρωποι για να καλυφθεί το κενό της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και να συγκεντρωθούν όροι για τη συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής δύναμης που θα αναλαμβάνει το την ευθύνη της σύγκρουσης με το νεοφιλελεύθερο και ευρωατλαντικό πλαίσιο. Αυτό το διπλό καθήκον ορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής μάχης που δίνει η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ μπροστά στις ερχόμενες εκλογές, και προφανώς υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα.

 

Περί των ορίων της αριστεράς και των εκλογών

Για τις επερχόμενες εκλογές είναι καλό να μιλούμε εγκαίρως, αναλαμβάνοντας το σχετικό κόστος για την όποια λανθασμένη εκτίμηση κάνουμε. Οι εκλογές που έρχονται θα είναι πιθανότατα και αυτές, εκλογές ήττας για ό,τι μπορούμε σχηματικώς και εν μέρει υπεραπλουστετικώς να αποκαλέσουμε λαϊκά συμφέροντα.

Η επίδραση των διαδοχικών ηττών άλλου επιπέδου και άλλης σημασίας (‘90-‘91, ’96, 2009, 2015) είναι ακόμα έντονη και λειτουργεί διαλυτικώς σε κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης με βάθος. Επιπλέον είναι τόσο τραγική η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και τόσο ανεπαρκή τα μικρότερα αριστερά κόμματα, ώστε πιθανότατα η ΝΔ θα μείνει πρώτη (τουλάχιστον αν δε δούμε δραματικά γεγονότα στον δρόμο προς τις κάλπες).

Την ίδια στιγμή, οι εκλογές αυτές λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον ραγδαίων και εντυπωσιακών αλλαγών. Η Δύση χάνει με αιματηρό τρόπο (τον μόνο εφικτό δυστυχώς) τα παγκόσμια πρωτεία. Ένας άνεμος ελευθερίας φυσά στην Ασία και στην Αφρική, όχι με την έννοια της φιλελευθεροποίησης των πολιτικών συστημάτων αλλά της διαμόρφωσης ενός πλαισίου νέου δυνατοτήτων για τους (νέο-) αποικιοκρατούμενους λαούς. Παραλλήλως, δίπλα στους κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών όπλων και την κλιματική αλλαγή, η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης διαμορφώνει νέες ιστορικές δυνατότητες και απειλές. Και τέλος, μια νέα φάση όξυνσης της οικονομικής κρίσης έχει ξεκινήσει.

Ένα από όλα αυτά θα αρκούσε για να μιλούμε για μια από τις πλέον κρίσιμες περιόδους των τελευταίων δεκαετιών (μετά μάλιστα από 15 χρόνια κρίσης). Όλα μαζί φτιάχνουν επιτέλους ενδιαφέροντας καιρούς.

Δυστυχώς, τα κόμματα τα οποία θα συμμετέχουν στην επόμενη Βουλή δεν έχουν προετοιμαστεί παρά σε ελάχιστο βαθμό στην καλύτερη περίπτωση, για όλα αυτά. Αν μάλιστα για τη δεξιά και τους «σώγαμπρους» του συστήματος εξουσίας κάτι τέτοιο είναι λογικό και αναμενόμενο, για την αριστερά διαφόρων εκδοχών είναι αρκετά καταθλιπτικό.

Μηδενός κόμματος της όποιας εκδοχής αριστεράς εξαιρουμένου, παραμένουν πρώτα κόμματα της Δύσης και έπειτα σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή οτιδήποτε άλλο. Κάποια έχουν κάνει βήματα ριζοσπαστικοποίησης πλην όμως ανεπαρκή και επιφανειακά και κάποια άλλα έχουν υιοθετήσει αντιδραστικές και αντικειμενικά φιλό-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις με άφθονη πλην όμως ανέξοδη επαναστατική ρητορική και εθιμοτυπία. Σε κάθε περίπτωση είτε αδυνατεί, είτε δε θέλει η ελληνική αριστερά να αντιληφθεί τόσο ότι αλλάζει ο κόσμος όσο και γιατί είναι καλό το γεγονός ότι αλλάζει. Ως εκ τούτου και ασχέτως προθέσεων προδίδει τον απελευθερωτικό της ρόλο.

Επιπλέον, δεν αγγίζει παρά ελάχιστα έως καθόλου, με οργανωμένο και συλλογικό τρόπο τα σύγχρονα θέματα. Πρόγραμμα δεν είναι οι ιδέες του επικεφαλής ή μιας ηγετικής ομάδας, μεταφερμένες στα κομματικά κείμενα. Αυτό είναι παιχνίδι ακαδημαϊκής επιρροής. Πρόγραμμα είναι η κινητοποίηση οργανωμένων χώρων και προσώπων προς τη βαθιά επεξεργασία των ζητημάτων που αφορούν τον κοινωνικό σχηματισμό. Εξ ου και βλέπει κανείς να υπάρχει πλήρης απουσία σοβαρών επεξεργασιών ως προς τα μέσα παραγωγής (κατοχή και κινητοποίησή τους  σήμερα και υπό τις παρούσες συνθήκες) ως προς το ρόλο των νέων τεχνολογιών, ως προς συνέπειες της μακρόχρονης κρίσης (πχ. Δημογραφικές μεταβολές) ως προς τη συνολική και όχι μόνο επιμέρους, προετοιμασία για τη νέα φάση της κρίσης. Δεν αρκεί να μιλούμε για το ιδιωτικό ή δημόσιο χρέος επειδή αυτό αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα σε συγκεκριμένα κόμματα. Πού είναι για παράδειγμα, η συζήτηση για τις χιλιάδες αποφοίτων λυκείων και πανεπιστημίων, με μηδενικές προοπτικές δουλειάς συναφούς με τα όποια προσόντα τους; Πού είναι η συζήτηση για το ρόλο της τεχνικής παιδείας και τα εργατικά δικαιώματα; Είτε παραπέμπονται στο σοσιαλισμό, είτε χωράνε σε μια- δυο γραμμές διακηρυκτικού χαρακτήρα, όταν δεν απουσιάζουν εντελώς γιατί δε συμφώνησαν οι διαβόητες τάσεις και συνιστώσες που μας τυραννούν δεκαετίες.

Η ανεπάρκεια αυτή (ή η συνειδητή άρνηση) αποτελεί το πιο καθαρό αποτέλεσμα της ήττας ή και των ηττών. Η απομάκρυνση του κοινωνικού από το πολιτικό έχει εσωτερικευθεί από την αριστερά εξ ου και η τελευταία είναι τόσο αδύναμη. Έχουμε μια αριστερά που ηγεμονεύεται ιδεολογικώς από τον πυρήνα των δεξιών ιδεών και δη τη σημαντικότερη: την αντίληψη της πολιτικής ως «βασιλείου των ειδικών». Παρεμπιπτόντως και συνήθως, αυτοί οι «ειδικοί» δεν είναι παρά μετριότητες για να μην πούμε εντελώς αδαείς.

Δεν πρόκειται για ζήτημα έξυπνων ιδεών και καταστατικών προβλέψεων αλλά για την κυρίαρχη παρουσία της λογικής της κάστας και της εξουσιαστικής της νοοτροπίας. Οι αντιλήψεις και της αριστεράς έχουν ως όριο τη Βουλή και την εκπροσώπηση. Τα στελέχη είναι κυριολεκτικώς μια επαγγελματική ομάδα δια του κόμματος, τα οποία εν τέλει εξαντλούν τον ορίζοντά τους στο πώς θα διασφαλίσουν τη δική τους παρουσία στη Βουλή.

Ο μηχανισμός (πάντα αναγκαίος μέσα στα κόμματα) παρασιτεί εις βάρος του κοινωνικού στοιχείου, το διώχνει από την πολιτική διαδικασία, θεωρώντας ότι μπορεί να το επιστρατεύει μόνο ως άλλοθι και άθροισμα κλακαδόρων. Κούνια που τους κούναγε… Το ενδιαφέρον για τις ανάγκες του λαού φτάνει μέχρι του σημείου που δεν θα ταραχτεί η κυνική ανάγκη του μηχανισμού για αναπαραγωγή του. Όσο πιο μικρός ο μηχανισμός, τόσο πιο κυνικός. Τα όρια της σημερινής αριστεράς και επομένως και αυτών των εκλογών είναι απελπιστικά μικρά.

Ωστόσο, έστω κι έτσι είναι υπαρκτή η δυνατότητα προώθησης ορισμένων αλλαγών. Ποια είναι η σημαντικότερη; Η αποσταθεροποίηση κατά ένα μέρος του συστήματος εξουσίας. Χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχουμε υποστεί 8 χρόνια απόλυτης σταθερότητας του συστήματος εξουσίας. Αυτή η σταθερότητα γίνεται επισφαλής για λόγους εξωγενείς και ενδογενείς. Έχει νόημα λοιπόν η ψήφος αποσταθεροποίησης του συστήματος εξουσίας. Πρόκειται για ρόλο τον οποίο παρεμπιπτόντως τα ναζιστικά κατακάθια δεν μπορούν και δε θέλουν να παίξουν. Τον ρόλο του μαστιγίου του συστήματος εξουσίας θα διαδραματίσουν και πάλι.

Επομένως, με όλες τις προαναφερθείσες ανεπάρκειες και αδυναμίες εκδοχών της αριστεράς, γνωρίζοντας τα όρια τόσο αυτών των σχηματισμών, όσο και του ίδιου του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού (τα οποία θα γίνονται ολοένα στενότερα), λαμβάνοντας υπόψιν ότι η διέξοδος θα ανοίξει από το οργανωμένο κοινωνικό στοιχείο και όχι από την κάστα των κοινοβουλευτικών, η ψήφος αποσταθεροποίησης έχει νόημα. Η συγκυβέρνηση του ευρωατλαντισμού και του νεοφιλελευθερισμού πρέπει αριθμητικώς να γίνει δυσκολότερη και κατά το δυνατό να βρεθούν στη Βουλή πρόσωπα με βάθος. Πράγμα σπάνιο αλλά όχι ανύπαρκτο ακόμα και στα σημερινά ψηφοδέλτια.

Τι σημαίνει ότι κάποιο κόμμα είναι αντισυστημικό;

«Ενισχύονται τα αντισυστημικά κόμματα», ακούμε συχνά πυκνά να λένε οι αναλυτές των δημοσκοπήσεων. Τι σημαίνει, όμως, ότι κάποιο κόμμα είναι αντισυστημικό; Σημαίνει πολύ απλά ότι είναι κατά του συστήματος. Και ποιο είναι το σύστημα που υπάρχει; Ο καπιταλισμός (εκτός αν ζούμε σε κομμουνιστική κοινωνία και δεν το γνωρίζουμε). Και ποιους βαφτίζουν αντισυστημικούς; Ανάμεσα σε άλλους και τους ναζί και τους ακροδεξιούς. Άρα πρέπει εμείς να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι οι νεοναζί μάχονται τον καπιταλισμό!

Παρατήρηση 1η: Υπάρχει συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία με βάση την οποία οι ναζί στη Γερμανία αυτοχαρακτηρίστηκαν τους ως εθνικοσοσιαλιστές (έκλεψαν, δηλαδή, τον χαρακτηρισμό του σοσιαλιστή από την αριστερά) και χρησιμοποιούσαν δήθεν αντικαπιταλιστικό λόγο. Ωστόσο, ήταν επιλεκτικοί στην κίβδηλη αντικαπιταλιστική ρητορική τους. Δεν καταγγέλλανε το μεγάλο κεφάλαιο γενικά αλλά τους τραπεζίτες που τους συνέδεαν με τους Εβραίους. Η χρηματοδότησή τους και ενίσχυσή τους από το μεγάλο κεφάλαιο και η υλοποίηση των επιθυμιών του που οδήγησε στο σφαγείο του Β΄ παγκόσμιου πολέμου με τις ανείπωτες φρικαλεότητες των ναζί, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το ποιον εξυπηρετούσαν.

Παρατήρηση 2η: Οι εγχώριοι νεοναζί, όταν η Χρυσή Αυγή βρισκόταν στη βουλή, έκαναν συνεχώς ερωτήσεις για το εφοπλιστικό κεφάλαιο με στόχο την υπεράσπισή του. Επίσης, έβαλαν ως στόχο την εκκαθάριση της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης από τους κομμουνιστές συνδικαλιστές και πάλι προς τέρψη του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Αυτοί οι ίδιοι ενισχύθηκαν ποικιλοτρόπως από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Ουδέποτε έθεσαν θέμα εξόδου από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Ουδέποτε μίλησαν για την ανάγκη να αυξηθεί η φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου. Ονομάζονται, λοιπόν, αντισυστημικοί όλοι αυτοί που εκτός των άλλων έχουν χαρακτηρισθεί δικαστικά ως εγκληματική οργάνωση και αποδεδειγμένα δολοφόνησαν και προπηλάκισαν άνανδρα αθώους ανθρώπους. Ή ακόμη άνθρωποι ή πολιτικά μορφώματα (βλέπε Μπογδάνο για παράδειγμα) που αποτελούν τους πιο λυσσασμένους υπερασπιστές του καπιταλισμού και εμφορούνται από αντικομμουνισμό και μάλιστα στην πιο χυδαία του μορφή.

Παρατήρηση 3η: Ερωτώμενοι οι αναλυτές των δημοσκοπήσεων πώς ορίζουν αυτοί την έννοια του αντισυστημικού απαντάνε με έναν απίστευτα αστείο τρόπο: «Υπάρχει (για κάποιον κόσμο) μία περιπεπλεγμένη περιπλοκή συμφερόντων που αλληλοεξυπηρετούνται και που κρατάει το στάτους κβο του συστήματος. Ο κόσμος που επιλέγει τα αντισυστημικά κόμματα σημαίνει ότι θέλει να τα ισοπεδώσει όλα», μας είπε ο αναλυτής Δ. Μαύρος σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο, ενώ σε άλλη του συνέντευξη είπε πως το πιο αντισυστημικό κόμμα είναι η Χρυσή Αυγή. Είτε η απάντηση αυτή είναι προϊόν ανοησίας είτε στημένης απάντησης, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Διαμορφώνεται μία άποψη σε αυτό που συνηθίζουμε να λέμε κοινή γνώμη με βάση την οποία αντισυστημικός μπορεί να είναι και ο νεοναζί. Έτσι ονομάζουμε αντισυστημικό ό,τι μπορεί να νομίζει ο κόσμος ότι είναι (ή ό,τι τον μαθαίνουν να πιστεύει) και όχι χρησιμοποιώντας επιστημονικά εργαλεία ανάλυσης. Εν τέλει συγκροτείται μία επίπλαστη εικόνα για το μακρύ χέρι τους συστήματος και το μακρύ αυτό χέρι πάει να μετατραπεί στον τιμωρό του συστήματος όχι στην πραγματικότητα αλλά στα μάτια των απλών ανθρώπων. Ηθελημένα ή άθελα οι νεοναζί με αυτό τον τρόπο προμοτάρονται. Ειδικά σε μία εποχή κατά την οποία υπάρχει μεγάλη οργή και απαξίωση του συστήματος.

Παρατήρηση 4η: Το αντισυστημικό κόμμα κρίνεται από τέσσερα στοιχεία: α) από το αν καταγγέλλει την αδικία, την εκμετάλλευση, την καταπίεση και ό,τι τα αναπαράγει, β) από το αν αποκαλύπτει τα πραγματικά αίτια των προβλημάτων, γ) από το αν έχει πρόγραμμα που συγκρούεται με το υπάρχον πλαίσιο και στοχεύει σε μία κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση και δ) κυρίως από το αν μάχεται στην πράξη για το δίκιο των καταπιεσμένων. Αντισυστημικό κόμμα δεν μπορεί να είναι αυτό που απλώς αναπαράγει τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές ή ακόμη χειρότερα αυτό που αποτελεί τον τραμπούκο του συστήματος.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε κάτι βασικό. Οι περισπούδαστοι δημοσκόποι που αντικειμενικά είναι και διαμορφωτές άποψης και ψυχολογίας, δεν είναι αθώοι αναλυτές. Οι δημοσκοπικές εταιρείες συνδέονται με κόμματα και συμφέροντα. Δεν είναι ευαγή ιδρύματα που μοχθούν για την αποτύπωση των κοινωνικών τάσεων. Συχνά οι ερωτήσεις που θέτουν είναι στημένες και τα αποτελέσματα «πειραγμένα». Ας θυμηθούμε μόνο τι αποτελέσματα προβλέπανε πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του 2015.

Η αριστεία σκοτώνει. Όχι άλλη αριστεία. Όχι άλλοι νεκροί.

Η κυβέρνηση των αρίστων του Κυριάκου Μητσοτάκη ήρθε στην εξουσία πουλώντας το αφήγημα ότι είναι ικανοί, αποτελεσματικοί, αξιόπιστοι διαχειριστές. Πολιτικές διαφορές με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ – μετά τα μνημόνια – επί της ουσίας δεν υπήρχαν, ή ήταν εντελώς δευτερεύουσες. Η διαφορά ήταν ότι οι Συριζαίοι ήταν κατσαπλιάδες, αγροίκοι, ανίκανοι και κακοντυμένοι, ενώ οι κολλεγιόπαιδες νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας και μόνιμοι ένοικοι του Μαξίμου, ήταν άριστοι, πτυχιούχοι των ακριβότερων Πανεπιστημίων, σχεδόν νέιτιβ σπήκερς αγγλικών, με ακριβά ρούχα, καλούς τρόπους και γραβάτες.

Ο Μητσοτάκης υποσχέθηκε “όχι άλλο Μάτι” και επί των ημερών του συνέβη κάτι χειρότερο. Αν στο Μάτι είχαμε μια φυσική καταστροφή, ένα ανίκανο – αδιάφορο κράτος και μια κυβέρνηση να πελαγοδρομεί, να καταρρέει και να παίζει θέατρο, στα Τέμπη είχαμε την παταγώδη χρεοκοπία της Ελλάδας του Μητσοτάκη, δηλαδή της Ελλάδας της “αριστείας”, της “ικανότητας”, της “αξιοκρατίας” και του “ψηφιακού μετασχηματισμού”. 

Στα Τέμπη, όλα είχαν ειπωθεί, όλοι είχαν προειδοποιηθεί, όλοι γνώριζαν. Οι κακοί συνδικαλιστές, οι επάρατοι εργατοπατέρες, όσο κι αν στοχοποιούνται από τον ένοχο πρωθυπουργό είναι αυτοί που είχαν δίκιο. Είχαν στείλει μέχρι και εξώδικα στον υβριστή τους, όπου προειδοποιούσαν τον κ. Μητσοτάκη να πάρει μέτρα, να μη συμβεί το δυστύχημα για να μην χύνει μετά κροκοδείλια δάκρυα. Η κυβέρνηση επέλεξε να τους αγνοήσει. Και τώρα η χώρα θάβει τους νεκρούς της με το υπουργικό συμβούλιο και τον πρωθυπουργό να παριστάνουν τις τεθλιμμένες χήρες και να χύνουν τα κροκοδείλια δάκρυα για τα οποία είχαν προειδοποιηθεί. Σήμερα, η εκστρατεία εναντίον των συνδικαλιστών ενορχηστρώνεται μετά μανίας, αλλά τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. 

Ο Μητσοτάκης ήρθε στην εξουσία υποσχόμενος ότι θα βάλει τη χώρα σε πρόγραμμα μετά τον “εκτροχιασμό” που υποτίθεται υπέστη από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ότι θα σταματήσει το “πάμε κι όπου βγει” του Βαρουφάκη όταν αυτός διαπραγματευόταν με την τρόικα. Ότι θα βάλει φρένο στον λαϊκισμό, στις πελατειακές σχέσεις, στο πλιάτσικο του κράτους, στο χάος του δημοσίου. 

Η Ελλάδα, μας διαβεβαίωνε ο κ. Μητσοτάκης, “ταξιδεύει στο πρώτο βαγόνι της ευρωπαϊκής αμαξοστοιχίας”. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα του Μητσοτάκη στέλνει στο θάνατο τα παιδιά που ήταν και στο πρώτο και στο δεύτερο και στο τρίτο βαγόνι του Intercity 62. Η Ελλάδα, μας έλεγε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος “ηγείται της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης”. Στην πράξη, είμαστε πίσω και από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση που σηματοδότησαν οι σιδηρόδρομοι του 19ου αιώνα – τα τρένα στην Ελλάδα ταξιδεύουν τυφλά. Οι Ιάπωνες, κατά τον Πιερρακάκη, “θέλουν να αντλήσουν μαθήματα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας μας”. Όμως η χώρα μας δεν μπορεί να ελέγξει, ούτε ψηφιακά, ούτε αναλογικά, ούτε καν με σήματα καπνού, αν δύο τρένα κινούνται σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης. 

Ποτέ άλλοτε, τόσο ψέμα, τόση προπαγάνδα, και τόσο θέατρο, δεν πληρώθηκε τόσο ακριβά σε ανθρώπινες ζωές.

Μια κινέζικη παροιμία λέει πως όσο ψηλότερα ανεβαίνει η μαϊμού στο δέντρο, τόσο περισσότερο φαίνεται ο πισινός της. Και η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη πήρε πολύ ψηλά τον αμανέ της αριστείας.

Και ήρθαν οι 57 νεκροί. 

Οι άριστοι τα σκάτωσαν. Απέτυχαν να εγγυηθούν την ασφάλεια των πολιτών. Στην πραγματικότητα άλλωστε ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για αυτήν. Με το τρένο ταξιδεύει η πλέμπα. Παιδιά της επαρχίας, φοιτητές, εργαζόμενοι του μεροκάματου, χαμηλά εισοδήματα, μετανάστες. Τα δικά τους παιδιά, ταξιδεύουν με αεροπλάνο και κατά πάσα πιθανότητα δεν φοιτούν στο ΑΠΘ αλλά στα Αγγλικά πανεπιστήμια, επί πληρωμή. Θα αγοράσουν ωραία πτυχία, και μετά θα παραστήσουν, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, τους επόμενους “άριστους”, “άξιους” και “ικανούς”, τους μόνους που προορίζονται από τον Θεό και την Ιστορία να κυβερνούν αυτή την καθυστερημένη και ταλαίπωρη χώρα.

Το να συγκρούονται μετωπικά δύο τρένα στην Ελλάδα του 2023, σε διπλή γραμμή, την ώρα που επί 150 χρόνια, τρένα σε μονές γραμμές, δεν είχαν ποτέ συγκρουστεί, θέλει πράγματι πτυχία από το Χάρβαρντ, από το Κολάμπια, από το Ταφτς και το Στάνφορντ. 

Γιατί απαιτεί διάλυση των υποδομών, υποστελέχωση των υπηρεσιών, μείωση της ασφάλειας, επιπλέον κέρδος, συμβάσεις που σέρνονται επ’ αόριστον προς όφελος των εργολάβων. Οι άριστοι μισούν από τα βάθη της καρδιάς τους τα κοινωνικά αγαθά, θεωρώντας ότι δεν πρέπει να είναι κοινωνικά. Πρέπει να είναι πεδίο κερδοσκοπίας. 

Στην περίπτωση του ΟΣΕ η αριστεία ξεσάλωσε. Υπό τη διεύθυνση της ΕΕ διέλυσαν τον ΟΣΕ, κατακρεούργησαν και τεμάχισαν έναν ενιαίο οργανισμό, με στόχο η επιβατική κίνηση με εξασφαλισμένες τις δημόσιες επιδοτήσεις να πουληθεί μπιρ παρά στους ξένους, ενώ οι υποδομές να μείνουν να σαπίζουν και να απαξιώνονται στο μνημονιακό και πτωχευμένο δημόσιο. Ξεκίνησαν από υπαρκτά προβλήματα σπατάλης και διαφθοράς. Και εμφανίστηκαν ως χειρούργοι, έχοντας όχι απλά σκοτώσει, αλλά κατακρεουργήσει τον ασθενή. 

Αν λοιπόν τα τρένα να συγκρούονται μετωπικά σε διπλή σιδηροδρομική γραμμή, το 2023, τι χρειαζόμαστε υπουργούς αποφοίτους Χάρβαρντ, ΜΙΤ και Κολάμπια; 

Μήπως να επιλέγαμε υπουργούς αποφοίτους κάποιου ΕΠΑΛ;

Γιατί σε αυτή την περίπτωση, οι πιθανότητες να μην είχε γίνει το δυστύχημα θα ήταν πολύ περισσότερες. Οι απόφοιτοι του ΕΠΑΛ δεν θα σφύριζαν αδιάφορα στις προειδοποιήσεις των ειδικών. Δεν θα έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια τα εξώδικα των σιδηροδρομικών. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν θα έβαζαν την καριέρα τους πάνω από τις ζωές δεκάδων ομοίων τους.

Δυστυχώς έχουμε πολιτικούς από τα ακριβά σχολεία και τα ακριβότερα Πανεπιστήμια. Πολιτικούς που κλίνουν τη λέξη αριστεία, αλλά δεν θέλουν και δεν μπορούν να διασφαλίσουν ασφαλείς μεταφορές. Πολιτικούς που αυτοδιαφημίζονται ως ντούερς αλλά δεν θέλουν και δεν μπορούν να προχωρήσουν τις απαραίτητες συμβάσεις, τουλάχιστον αν αυτές δεν αποφέρουν θηριώδη κέρδη για την τάξη που εκπροσωπούν. 

Η αριστεία σκοτώνει. Όχι επειδή το θέλει ή το σχεδιάζει, αλλά επειδή αδιαφορεί για κάθε τι που δεν φουσκώνει τις τσέπες της άρχουσας τάξης. Και οι τσέπες των εθνικών νταβατζήδων δεν γεμίζουν με ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές. Οι τσέπες τους φουσκώνουν με ιδιωτικούς δρόμους, με ιδιωτικά διόδια, με καρτέλ στην ενέργεια, με αεροπορικό μονοπώλιο. Αυτά ήθελε να κάνει η αριστεία και αυτά έκανε. 

Όχι άλλη αριστεία, όχι άλλοι νεκροί.

Επιστολή ενός σιδηροδρομικού: “Ντρέπομαι”

Διαχρονικό «έγκλημα»; Πάνω στο πτώμα της νιότης… η εγκατάλειψη (του σιδηροδρομικού δικτύου)

Διαβάζω από ανάρτηση του Γιάννη Αγγελάκα: “ούτε αυτοί ντρέπονται, ούτε εμείς ντρεπόμαστε και το προτεκτοράτο συνεχίζει το προεκλογικό του καρναβάλι πάνω στο πτώμα της νιότης που δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να ξενιτευτεί”.

Με δύο αράδες ο ερμηνευτής και στιχουργός, ο καλλιτέχνης, περιγράφει την πραγματικότητα.

Ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσει κάποιος πολύ βαθιά στο ιστορικό παρελθόν, για την πορεία της απαξίωσης του σιδηρόδρομου.

Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, υπήρχε ο ΟΣΕ (όπως υπήρχε και ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια… κλπ κλπ) και αποτελούσε έναν δημόσιο οργανισμό που εκτελούσε το μεταφορικό έργο επιβατών και εμπορευμάτων. Αυτός ο οργανισμός είχε τη δυνατότητα επίσης της επέκτασης, της συντήρησης, της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού του σιδηροδρομικού δικτύου και του τροχαίου υλικού (μηχανές , βαγόνια μεταφοράς, ειδικά σιδηροδρομικά οχήματα). Είχε, βάσει κεντρικού σχεδιασμού, αναπτύξει τις διάφορες υποδομές του όπως εργοστάσια παραγωγής  και συντήρησης σιδηροδρομικών οχημάτων και υλικών, στελεχωμένες επιθεωρήσεις και υπηρεσίες, συνεργεία και εργοδηγούς γραμμής, επανδρωμένους σταθμούς και εγκαταστάσεις. Επίσης, πέρα από την ευθύνη της εκτέλεσης των δρομολογίων, είχε την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης των νέων απαιτούμενων έργων και μελετών για το σιδηροδρομικό δίκτυο.

Όλα αυτά πριν 30 με 35 χρόνια.

Μέχρι τότε περίπου, που στα πλαίσια της ευθυγράμμισης της εθνικής πολιτικής με τις (νεοφιλελεύθερες) οδηγίες της ενωμένης Ευρώπης, της ΕΟΚ και κατόπιν ΕΕ, όλο αυτό το πακέτο θα έπρεπε να «εκσυγχρονιστεί και να αναβαθμιστεί»…  Θα έπρεπε να σπάσει σε κομμάτια διαχειρίσιμα από τον νεοφιλελευθερισμό, αλλού η εκμετάλλευση-κυκλοφορία, αλλού η υποδομή και το τροχαίο υλικό, αλλού τα έργα και οι μελέτες, αλλού η συντήρηση, αλλού η ακίνητη περιουσία. Μόνο νούμερα, στατιστικές και κέρδη ή ζημίες, μόνο βάσει των ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων…  (βλέπε πολιτική Θάτσερ στην Μ. Βρετανία). Θα έπρεπε να πάψει να υφίσταται το «δημόσιο μονοπώλιο» στη σιδηροδρομική μεταφορά, να ενισχυθεί η «υγιής ανταγωνιστικότης» των ιδιωτικών επιχειρήσεων… να ρυθμιστούν όλα αυτά σύμφωνα με τους «νόμους της αγοράς», βρε αδερφέ. Να πάψει να υπάρχει ως μέσο συλλογικής κατανάλωσης, να ξεκοπεί από τον ρόλο που έχει ως κοινωνικό αγαθό.

Από τότε λοιπόν, ξεκίνησε μια πορεία που καθόρισε τη μοίρα του οργανισμού, με ορατό αποτέλεσμα τη σημερινή κατάσταση και πραγματικότητα.

Αρχές μνημονιακών χρόνων (2010 – 2011):

Ο ΟΣΕ είναι ο πρώτος οργανισμός που βάλλεται πανταχόθεν (είναι πολλοί, είναι άχρηστοι, τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι, παίρνουν πολλά, φταίνε οι εργαζόμενοι, τα τραίνα κοστίζουν…κλπ κλπ).

Διαλύεται σε κομμάτια, εταιρείες για την υποδομή, την κυκλοφορία, την ακίνητη περιουσία (2η μεγαλύτερη μετά απ’ αυτήν της εκκλησίας, που περιλαμβάνει αρκετά ακίνητα «φιλέτα»), τα έργα!

Όλα τα παραπάνω σύμφωνα με τις ευλογίες των ευρωπαίων εταίρων …αυτών  που τώρα συμπάσχουν και μας συμπαραστέκονται .

Μετατάξεις, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, απαξίωση για τις εγκαταστάσεις και για το προσωπικό που παρέμενε, εγκατάλειψη, …διαλυμένο «βασίλειο»!

ΑΥΤΟΙ:

Δεν τους ενδιαφέρει η ανάπτυξη αυτού του μέσου (αποτελεί ίσως το λαϊκότερο μέσο μαζικής μεταφοράς), μετακινούνται – ταξιδεύουν με αυτό μόνο η πλέμπα, οι νεολαίοι, άντε τα φαντάρια και ίσως κάποιοι συνταξιούχοι. Γιατί να τους νοιάξει;  αυτοί μετακινούνται – ταξιδεύουν με το αεροπλάνο, με το αμάξι, με τον σωφέρ τους.

Το μισούν, για όλους τους παραπάνω λόγους και για το ότι δεν τους αποφέρει τα αναμενόμενα κέρδη για τις επιχειρήσεις τους. Είναι ανταγωνιστικό στους δρόμους (βλέπε εθνικοί εργολάβοι και διόδια), μπορεί να γίνει ανταγωνιστικό με την αεροπορική μεταφορά (βλέπε Ολυμπιακή που έγινε aegean), είναι ακόμη το φτηνότερο και λαϊκότερο μέσο μαζικής μεταφοράς κλπ κλπ.

Έχουν προχωρήσει στην υποβάθμισή του από πολύ παλιά, διότι τα συμφέροντα του δικτύου των πετρελαιάδων (καύσιμα, βενζίνες – πετρέλαια), των εισαγωγέων – εμπόρων αυτοκινήτων και ανταλλακτικών,  των εργολάβων κατασκευαστών – ασφαλτάδων, είναι αυτά που δίνουν τον τόνο, που κυριαρχούν!!!   

Ασχολούνται με αυτό παρεμπιπτόντως και περιστασιακά, μόνο όταν πρόκειται να μοιραστεί η πίτα των χρηματοδοτήσεων στους εθνικούς εργολάβους για προμήθειες, έργα και μελέτες.

Το θεωρούν βάρος που ξεφορτώθηκε, μπορούν τώρα να «αξιοποιήσουν» την ακίνητη περιουσία του.

Εξαρτημένοι – δεμένοι – διαπλεκόμενοι, από ξένες πολυεθνικές και ντόπιες εταιρείες,   συμφέροντα εργολάβων – κατασκευαστών – προμηθευτών, παλιές και νέες τεχνολογίες – χρήσιμες ή άχρηστες (…χρήσιμες γι’ αυτούς).

Στα πλαίσια της διατήρησης… του προτεκτοράτου.   

Αντ’ αυτού σήμερα, μετά την καταστροφή, τον όλεθρο, τον θάνατο …προεκλογικό καρναβάλι, όχι μόνο τώρα, αλλά κάθε φορά!!! Διαχρονικά !!! Παντού!!!

Από τα διάφορα «μέσα» επικοινωνίας:

«Ανθρώπινο λάθος» ή ο ανταγωνισμός Siemens – Alstom στην ανάταξη της τηλεδιοίκησης του ΟΣΕ;

Σταθμάρχης της Hellenic Train ή σύγχρονα συστήματα ελέγχου της κυκλοφορίας, φωτοσήμανσης και τηλεδιοίκησης;

Θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο ή δεν υπάρχει πια τσίπα;

Είναι ο Κούγιας ο καταλληλότερος ή το θέατρο σκιών;

Οι προηγούμενοι φταίνε, που τα κάναν χειρότερα ή η σημερινή μαφιόζικη συμμορία;

Εικόνες από εγκαίνια ή χρήσιμα έργα για τον κόσμο, για την κοινωνία αυτής της χώρας;

Φωτογραφία στα συντρίμια των τρένων ή στην αιμοδοσία;

Ανεξάρτητη επιτροπή τεχνοκρατών – ειδικών διερεύνησης ή ο λύκος που φυλάει τα πρόβατα;

Στην κοινωνία της εικόνας, πόσο μετράει η ανθρώπινη απώλεια;

ΕΜΕΙΣ

Σήμερα όλοι εμείς …οι άλλοι, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την φριχτή πραγματικότητα …του πτώματος της νιότης που δεν πρόλαβε…να ΣΩΘΕΙ!

Δεν το χωράει το μυαλό!

Δεν αρκούν τα ερωτήματα!

Δεν φτάνουν οι διαπιστώσεις!

Δεν πνίγεται το κλάμα!

Δεν αντέχεται ο πόνος!

Δεν μπορώ την «κακιά την ώρα»!

(Δεν;) Υπάρχει εναλλακτική για τις ζωές μας!

Τα αυτονόητα! Φτάνει!

Ντρέπομαι ! Γιατί ανεχόμαστε τους εχθρούς της κοινωνίας, της νεολαίας, του λαού!

———————————————————

Ένας εργαζόμενος στον σιδηρόδρομο

Τα λάθη δεν είναι ανθρώπινα

Οταν κυβερνήσεις και εταιρείες αποδίδουν κάποιο ατύχημα σε «ανθρώπινο λάθος», υπονοούν ότι έχουν δημιουργήσει απόλυτα ασφαλή συστήματα τα οποία καταστρέφονται από την ηλιθιότητα των χειριστών τους. Νέες επιστημονικές προσεγγίσεις μάς καλούν να ξανασκεφτούμε τι είναι λάθος και πότε ένα σύστημα μπορεί να θεωρείται ασφαλές.

Νέα Υόρκη

Κάθε φορά που τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται σε τροχαία ατυχήματα υπάρχει μια μαγική φράση την οποία επαναλαμβάνουν ad nauseam: «Το 94% των περιστατικών οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος». Θα τη διαβάσεις στις αναλύσεις της Wall Street Journal και της Washington Post αλλά θα τη βρεις ακόμη και σε ανακοινώσεις υπουργών και αξιωματούχων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Στηριζόμενοι σε αυτή την πληροφορία, που αποδίδει την ευθύνη σχεδόν αποκλειστικά στους οδηγούς, οι Αρχές επιχειρούν να μειώσουν τα δυστυχήματα είτε μέσω καλύτερης ενημέρωσης και εκπαίδευσης των οδηγών είτε με υψηλά πρόστιμα για κάθε είδους παραβάσεις.

Αντίθετα στην Ευρώπη οι υπεύθυνοι αντί να εστιάζουν στα «λάθη» των οδηγών επιβάλλουν αυστηρότερα κριτήρια ασφαλείας στις αυτοκινητοβιομηχανίες και διορθώνουν συχνότερα τη σήμανση των δρόμων και τις οδικές υποδομές σε περιοχές όπου παρατηρούνται περισσότερα ατυχήματα. Η διαφορά στις δύο προσεγγίσεις μετριέται σε ανθρώπινες ζωές. Οπως εξηγούσε πριν από δύο χρόνια το περιοδικό The Atlantic, την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των νεκρών σε αυτοκινητικά δυστυχήματα στην Αμερική αυξήθηκε κατά 10%, ενώ την ίδια περίοδο στις χώρες της Ε.Ε. μειώθηκε κατά 36%. Μάλιστα οι ΗΠΑ είναι από τις ελάχιστες χώρες του αναπτυγμένου κόσμου όπου τα θανατηφόρα ατυχήματα ως ποσοστό του πληθυσμού αυξάνονται.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το μαγικό ποσοστό τού 94% είναι υπό μια έννοια ψευδές. Για την ακρίβεια, στηρίζεται σε μια «παρανόηση» έκθεσης που δημοσίευσε το 2005 η Εθνική Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NHTSA). «Η κρίσιμη αιτία (critical reason), δηλαδή το τελευταίο περιστατικό στην αλυσίδα των γεγονότων που οδηγεί στο ατύχημα, οφείλεται κατά 94% στον οδηγό», ανέφερε η έκθεση, αλλά αμέσως μετά συμπλήρωνε ότι «η κρίσιμη αιτία δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ο καθοριστικός παράγοντας (cause) του ατυχήματος».

Οι συντάκτες τού The Atlantic ανέλαβαν να εξηγήσουν με το ακόλουθο παράδειγμα τη διαφορά ανάμεσα στους δύο όρους: «Μια μέρα με ομίχλη ο οδηγός ενός SUV κινείται στο όριο ταχύτητας με 65 χλμ./ώρα. Καθώς εισέρχεται σε μια πόλη, το όριο πέφτει στα 40 χλμ./ώρα αλλά το πλάτος και η σήμανση του δρόμου παραμένουν αμετάβλητα, ενώ η μοναδική πινακίδα που ενημερώνει για την αλλαγή του ορίου ταχύτητας δεν είναι εύκολα ορατή. Τελικά ο οδηγός χτυπά και σκοτώνει έναν πεζό ο οποίος περνά από μια διάβαση χωρίς φανάρια».

Σε αυτό το παράδειγμα η «κρίσιμη αιτία» είναι το λάθος του οδηγού. Στους «καθοριστικούς παράγοντες» όμως περιλαμβάνεται η ομίχλη, η κακή κατασκευή του αυτοκινητόδρομου, η προβληματική σήμανση, η έλλειψη φαναριών και το γεγονός ότι το βάρος αλλά και το σχήμα στο εμπρόσθιο τμήμα του SUV αυξάνουν δραματικά την πιθανότητα ο πεζός να υποκύψει στα τραύματά του. («Εφ.Συν.» 15/10/2022 «Στις ενδιάμεσες εκλογές θα ψηφίζουν και τα SUV»).

Η διαφορά ανάμεσα στην «κρίσιμη αιτία» και τους «καθοριστικούς παράγοντες» δεν είναι απλώς σημειολογική και η σύγχυση των όρων δεν είναι διόλου τυχαία ή αθώα. Η θεωρία ότι το 94% των ατυχημάτων οφείλεται σε «ανθρώπινο λάθος» επιτρέπει στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία να γλιτώνει δισεκατομμύρια δολάρια αποφεύγοντας τεχνολογικές βελτιώσεις που θα αύξαναν την ασφάλεια των οχημάτων. Την ίδια ώρα η πολιτεία, αντί να αναλάβει τις ευθύνες της για τη βελτίωση των υποδομών, μετατρέπεται σε τιμωρό των απρόσεκτων οδηγών – αντί για κράτος πρόνοιας λειτουργεί σαν κράτος Λεβιάθαν. Εν τέλει, αντί ολόκληρο το σύστημα να λειτουργεί ώστε να περιορίζει τα λάθη, η τιμωρία του οδηγού εκλαμβάνεται ως επιβεβαίωση ότι το σύστημα λειτουργεί στην εντέλεια.

Αν αφήσουμε για λίγο τον μικρόκοσμο ενός τροχαίου ατυχήματος, θα δούμε ότι η θεωρία του ανθρώπινου λάθους χρησιμοποιείται πάντα για να συγκαλύψει τις ευθύνες κρατών και εταιρειών σε ιστορικά δυστυχήματα. Στο δυστύχημα του Τσέρνομπιλ το 1986 η σοβιετική δικαιοσύνη επιχείρησε αρχικά να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον υπεύθυνο βάρδιας του μοιραίου αντιδραστήρα, ενώ παρόμοιες προσπάθειες είχαν γίνει και στο ατύχημα του πυρηνικού εργοστασίου Three Mile Island στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ το 1979. Και στις δύο περιπτώσεις οι χειριστές των αντιδραστήρων έκαναν πράγματι λάθη, καθώς υποτίμησαν δυσλειτουργίες του συστήματος, για τις οποίες όμως ούτε ευθύνονταν αλλά ούτε είχαν την κατάλληλη εκπαίδευση για να τις αντιμετωπίσουν.

Στο βιβλίο του «The Field Guide to Understanding Human Error» («Πρακτικός οδηγός για την κατανόηση του ανθρώπινου λάθους»), ο καθηγητής ψυχολογίας Σίντνεϊ Ντέκερ κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην παλιά και τη νέα θεώρηση του ανθρώπινου λάθους. Η παλιά, εξηγεί, εντοπίζει το πρόβλημα στα άτομα που προκαλούν κάποιο ατύχημα μέσα σε ένα σύστημα το οποίο θεωρείται εκ προοιμίου καλοσχεδιασμένο και απόλυτα ασφαλές. Σε αυτή την περίπτωση η αντιμετώπιση του προβλήματος επικεντρώνεται σε περισσότερους περιορισμούς για τα άτομα, σε καλύτερη εκπαίδευση ή στην τιμωρία αυτών που προκάλεσαν το ατύχημα.

Σε αυτή τη θεώρηση, σημειώνει ο Ντέκερ, οι διευθυντές που θέτουν σε εφαρμογή τα πρωτόκολλα και τους κανόνες ασφαλείας θεωρούνται «έξυπνοι», ενώ οι χειριστές, οι οποίοι αντιμετωπίζονται σαν «ηλίθιοι», πρέπει απλώς να υπακούν τις εντολές των ανωτέρων τους. Αντίθετα, στη νέα θεώρηση του ανθρώπινου λάθους η συμπεριφορά του ατόμου δεν αντιμετωπίζεται ως αιτία του ατυχήματος αλλά σαν ένα σύμπτωμα βαθύτερων προβλημάτων του συστήματος. «Στη νέα θεώρηση», σημειώνει ο Ντέκερ, «δεν έχουμε ως δεδομένο ότι οι άνθρωποι έρχονται να κάνουν κακή δουλειά. Οταν λοιπόν συμβαίνει κάτι κακό, πρέπει να κοιτάξεις πέρα από αυτούς τους ανθρώπους και να αναζητήσεις τις συνθήκες μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται».

Προσπαθήστε τώρα να το εξηγήσετε αυτό σε μια φιλελεύθερη κυβέρνηση η οποία κατηγορείται για τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων περίπου έναν μήνα πριν από τις εκλογές.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών