Κρίσιμη καμπή στα ελληνοτουρκικά

Η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας λόγω των ερευνών του Oruc Reis έχει ήδη ξεπεράσει σε διάρκεια την κρίση του Χόρα, το 1976. Ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου έστω από ατύχημα δεν είναι καθόλου αμελητέος, όπως έδειξε το περιστατικό με την ελληνική φρεγάτα Λήμνος και την τουρκική Kemal Reis. Εύλογα η κοινή γνώμη αναρωτιέται γιατί φτάσαμε ως εδώ και τι πρέπει να περιμένουμε στο εγγύς μέλλον.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε τροχιά κλιμακούμενων εντάσεων τα τελευταία χρόνια εξ αιτίας σειράς παραγόντων. Τρεις από αυτούς παίζουν προεξάρχοντες ρόλους. Ο πρώτος σχετίζεται με την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο την προηγούμενη δεκαετία- το ισραηλινό Λεβιάθαν το 2010, το κυπριακό Αφροδίτη το 2011 και το αιγυπτιακό Ζορ το 2015. Οι ανακαλύψεις δημιούργησαν προσδοκίες για ανάλογα κοιτάσματα στο χώρο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και τράβηξαν το ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών όπως η αμερικανική Exxon, η γαλλική Total, η ιταλική ENI και η ρωσική Novatek.

Ο πιο κοντινός και εύκολος δρόμος διοχέτευσης του φυσικού αερίου από αυτά τα κοιτάσματα στην Ευρώπη θα ήταν μέσω Τουρκίας. Ωστόσο η κυβέρνηση Ερντογάν είχε ήδη προκαλέσει την οργή του Ισραήλ από την υπόθεση του Μαβί Μαρμαρά (2010) και της Αιγύπτου λόγω της υποστήριξης των Αδελφών Μουσουλμάνων στην «Αραβική Άνοιξη» (2011), ενώ οι Αμερικανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη διευρυνόμενη συνεργασία της με τη Μόσχα (S-400 κ.α.) μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα κερδίζει έδαφος το ριψοκίνδυνο, οικονομικά και γεωπολιτικά, σχέδιο κατασκευής του αγωγού EastMed, μήκους 1.900 χιλιομέτρων και σε βάθος τριών, ο οποίος, αν κάποτε γίνει πραγματικότητα (πράγμα αμφίβολο) θα μεταφέρει φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας και Ιταλίας. Η πίεση στην Τουρκία έγινε πιο έντονη τον περασμένο Ιανουάριο, όταν συγκροτήθηκε το EastMed Forum από Ισραήλ, Κύπρο, Ελλάδα, Ιταλία, Αίγυπτο, Ιορδανία και Παλαιστίνη, δίνοντας τροφή σε υπερφίαλες προσδοκίες περί του «νέου ΟΠΕΚ της ανατολικής Μεσογείου». Νοιώθοντας ότι απειλείται με αποκλεισμό και περιθωριοποίηση από μια ανίερη συμμαχία, η Τουρκία του Ερντογάν επέλεξε να απαντήσει πλήττοντας αυτήν που, στα μάτια της, αντιπροσωπεύει τον πιο αδύναμο κρίκο, την Ελλάδα. Η συμφωνία με την κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον Σαράζ για τη χάραξη ΑΟΖ εξυπηρετούσε, πέραν των άλλων, και αυτή τη στόχευση.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η αποδυνάμωση της αμερικανικής ισχύος στην περιοχή ύστερα από το φιάσκο των πολέμων της εποχής Μπους και τη σταδιακή απόσυρση αμερικανικών δυνάμεων ήδη επί εποχής Ομπάμα. Η διάλυση της Λιβύης ύστερα από την επίθεση του ΝΑΤΟ στον Καντάφι και ο συριακός εμφύλιος δημιούργησαν καινούργιες μαύρες τρύπες στην περιοχή. Ζυγιάζοντας κινδύνους (κυρίως λόγω Κουρδικού) και προσδοκώμενα κέρδη, η Τουρκία του Ερντογάν έσπευσε να καλύψει το γεωπολιτικό κενό, φιλοδοξώντας να αναδειχθεί σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με προβολές στρατιωτικής ισχύος από το Ιράκ και τη Συρία μέχρι τη Λιβύη. Παρά τις ισχυρές αντιδράσεις από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο, ο Τραμπ, ασκώντας εξωτερική πολιτική υπερδύναμης με όρους μετοχικής εταιρείας, ευνοούσε ένα είδος «outsourcing» των αμερικανικών συμφερόντων, ελπίζοντας ότι η Τουρκία θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στις φιλοδοξίες ανταγωνιστικών δυνάμεων, όπως η Ρωσία και το Ιράν. Καθώς τα προγνωστικά αυτή την περίοδο προεξοφλούν νίκη του Μπάιντεν στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου (αν και τίποτα δεν μπορεί ακόμη να θεωρείται βέβαιο), ο Ερντογάν βιάζεται να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που θεωρεί ότι είναι ακόμη ανοιχτό, αλλά μπορεί γρήγορα να κλείσει.

Τι θέλει ο Ερντογάν

Ο τρίτος στη σειρά, αλλά όχι και σε σημασία παράγοντας αφορά τις αρνητικές, για την ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή, μετατοπίσεις στο ηγεμονικό μπλοκ της Τουρκίας. Η στροφή προς τον απολυταρχισμό στο εσωτερικό και τις επιθετικές διεκδικήσεις στο εξωτερικό ήταν ήδη ορατή από την πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση του Ερντογάν με το κύμα των διαδηλώσεων που ξεκίνησαν από το Γκεζί Παρκ της Κωνσταντινούπολης, το 2013. Επιταχύνθηκαν απότομα, όμως, ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, για το οποίο ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος ότι προήλθε από τις ΗΠΑ. Το επόμενο διάστημα, το άρχον συγκρότημα της Τουρκίας περνάει από την «μουσουλμανική δημοκρατία» (κατ’ αναλογία προς την ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία) των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» στο εκρηκτικό κράμα νεοοθωμανισμού- φασίζοντος εθνικισμού, με αποκρυστάλλωμα την κυβερνητική συμμαχία ΑΚΡ- ΜΗΡ (Γκρίζοι Λύκοι). Οι στρατιωτικές επεμβάσεις σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, όπως και το δόγμα περί «γαλάζιας πατρίδας» στο Αιγαίο βοηθούν τον Ερντογάν και τους συμμάχους του να εκτρέπουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την επιδείνωση των κοινωνικών προβλημάτων καθώς το «τουρκικό οικονομικό θαύμα» λαχανιάζει, η λίρα χάνει διαρκώς έδαφος, τα συναλλαγματικά αποθέματα εξαντλούνται, ξένα κεφάλαια αρχίζουν να φεύγουν και ο κίνδυνος να συρθεί η χώρα ικέτης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (κάτι που θα μπορούσε να σημάνει το πολιτικό τέλος του Ερντογάν) γίνεται ολοένα και πιο ορατός.

Ωστόσο αυτή η ριψοκίνδυνη «φυγή προς τα εμπρός» προκαλεί αντισυσπειρώσεις. Η Γαλλία, η μακράν ισχυρότερη μεσογειακή χώρα, δεν έχει καμία διάθεση να ανεχθεί την ανάδυση μιας Τουρκίας- ηγεμονικής δύναμης στο ανατολικό τμήμα της mare nostrum, όπως πρόσφατα χαρακτήρισε τη Μεσόγειο ο Εμανουέλ Μακρόν. Η Αίγυπτος, που έχει ένα μακρύ, πορώδες σύνορο με τη Λιβύη, αλλά και τα Εμιράτα, που φιλοδοξούν να γίνουν «Ισραήλ του Κόλπου», επείγονται επίσης να συγκρατήσουν την τουρκική επέκταση. Ο βομβαρδισμός, στις αρχές Ιουλίου, της τουρκικής βάσης στην Αλ Ουατίγια της Λιβύης (γράφτηκε και δεν διαψεύστηκε, αλλά ούτε επιβεβαιώθηκε, ότι έγινε από αεροπλάνα των Εμιράτων με επιμελητειακή υποστήριξη της Γαλλίας) εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο. Η μερική συμφωνία Ελλάδας- Αιγύπτου για την ΑΟΖ ερέθισε ακόμη περισσότερο την Άγκυρα, αν και δεν ξεπερνούσε τις δικές της κόκκινες γραμμές (Καστελόριζο, 28ος μεσημβρινός). Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων εβδομάδων ήταν περίπου προδιαγεγραμμένη, άλλωστε την προεξοφλούσαν επαίοντες και αξιωματούχοι σειράς χωρών καιρό τώρα. Το πρώτο, εύλογο ερώτημα είναι αν πρέπει να περιμένουμε τα χειρότερα.

Σε ό, τι αφορά την Τουρκία, ο Ερντογάν μπορεί να είναι μεγαλομανής, αλλά δεν είναι τυχοδιώκτης. Σκοπός του δεν είναι να οδηγήσει τα πράγματα σε πόλεμο με την Ελλάδα (γνωρίζει και ο ίδιος ότι θα ήταν καταστροφικός και για τις δύο πλευρές), αλλά να την οδηγήσει σε μια συνολική διαπραγμάτευση εφ΄ όλης της ύλης από θέση ισχύος. Γιαυτό και οι πρόσφατες προκλήσεις της Τουρκίας δεν ξεπερνούν τις κόκκινες γραμμές. Το Oruc Reis διεξάγει έρευνες σε διεθνή και όχι ελληνικά ύδατα (αν και ο ανυποψίαστος τηλεθεατής ή αναγνώστης στην Ελλάδα μάλλον δεν το έχει πάρει χαμπάρι, αφού ελάχιστοι είναι εκείνοι που του υπενθυμίζουν τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ πλήρους κυριαρχίας επί των χωρικών υδάτων και περιορισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων εκμετάλλευσης στα διεθνή ύδατα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ). Ωστόσο, παρότι δεν επιδιώκει τον πόλεμο, ο Ερντογάν δεν διστάζει να διακινδυνεύσει ένα θερμό επεισόδιο, προκαλώντας την Ελλάδα να είναι η πρώτη που θα τραβήξει τη σκανδάλη, με την πεποίθηση ότι σε αυτή την περίπτωση θα εγγράψει καινούργιες γκρίζες ζώνες, όπως στα Ίμια.

Τα διλήμματα για την Ελλάδα

Όσο για την Ελλάδα, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν επιδιώκει τη σύγκρουση- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται να συρθεί σ’ αυτήν. Από την αναγγελία του EastMed Forum μέχρι τις συμφωνίες για ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, στόχος ήταν η άσκηση πίεσης στην Τουρκία για την επίλυση των διαφορών (επισήμως η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μόνη προς διευθέτηση διαφορά τον ορισμό υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ) μέσω προσφυγής σε Διεθνές Δικαστήριο. Ακόμη και η μερική συμφωνία με την Αίγυπτο που εμφανίστηκε ως άσκηση επιθετικής διπλωματίας και εξόργισε τη Γερμανία, καθώς φάνηκε να αδειάζει τη μεσολαβητική πρωτοβουλία της, εντασσόταν στην ίδια στρατηγική: η Αθήνα επιδίωξε να εξασφαλίσει κάποια ατού ενόψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης ώστε να ισοσταθμίζει το τουρκικό τετελεσμένο της συμφωνίας με την Τρίπολη, και όχι να τορπιλίσει τη διαπραγμάτευση. Άλλωστε με το να σταματάει στον 28ο μεσημβρινό και να προβλέπει μειωμένη επήρεια για την Κρήτη, η Αθήνα έκλεινε το μάτι στην Άγκυρα για ακόμη περισσότερο μειωμένη επήρεια στο Καστελόριζο- κάτι που σημαίνει ότι η συνέχεια των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει.

Το θέμα είναι ότι ο Ερντογάν, και συνολικά το κυρίαρχο μπλοκ της Τουρκίας, δεν πρόκειται να δεχθούν μια διαπραγμάτευση και, τελικά, την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μόνο για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ αν δεν έχει προηγηθεί η επίλυση του προβλήματος των χωρικών υδάτων. Πρώτον, και το κυριότερο, γιατί αυτό είναι το καθοριστικό ζήτημα για την Τουρκία (η οποία, όχι τυχαία, γιαυτό και μόνο γιαυτό το ζήτημα έχει κηρύξει casus belli). Ενδεχόμενη επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια σε όλο το Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένων ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών, θα μεγάλωνε την έκταση της πλήρους ελληνικής κυριαρχίας από 43% σε 72% και θα έκλεινε όλα τα περάσματα ανοιχτής θάλασσας στα μεγάλα λιμάνια της Μικράς Ασίας για τα τουρκικά πλοία και αεροπλάνα, πράγματα που καμία τουρκική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχθεί αν δεν έχει προηγηθεί ταπεινωτική στρατιωτική ήττα. Επιπροσθέτως, γιατί η όποια συμφωνία για τα χωρικά ύδατα προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τον ορισμό υφαλοκρηπίδας/ ΑΟΖ- αν π.χ. έχουμε 12 νμ χωρικά ύδατα στην Εύβοια και την Κρήτη, 10 στη Λήμνο, 6 στο Καστελόριζο, με ρητή συναίνεση ή ανοχή της Τουρκίας, ανάλογη θα είναι η κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί το Διεθνές Δικαστήριο για τις ΑΟΖ.

Είναι γνωστό ότι το 2003, επί κυβέρνησης Σημίτη, οι μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών είχαν φτάσει πολύ κοντά σε μια συμβιβαστική λύση στο θέμα των χωρικών υδάτων, με επιλεκτική εφαρμογή του δικαιώματος επέκτασης, η οποία θα άνοιγε το δρόμο για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για τις ΑΟΖ. Σήμερα, ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, πρώτα απ’ όλα οι ΗΠΑ και η Γερμανία, πιέζουν για την επιστροφή σε αυτή την προσέγγιση, κάτι που θα απέτρεπε τον κίνδυνο του μοιραίου ρήγματος στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ενδεχομένως πιστεύουν ότι στην Ελλάδα για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση είναι ώριμα τα πράγματα για να περάσει η γραμμή του μεγάλου συμβιβασμού και της συνεκμετάλλευσης, καθώς τόσο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί τελικά να την καταπιούν, έστω με πολλούς εσωτερικούς τρανταγμούς (κάτι που δεν ήταν δυνατόν όταν ο επίσης πρόθυμος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε απέναντί του τον Ανδρέα Παπανδρέου ή όταν ο Σημίτης είχε απέναντί του τον Καραμανλή).

Δεν ξέρουμε αν έχουν δίκιο στους υπολογισμούς τους. Το βέβαιο είναι ότι μια παρόμοια γραμμή προσέγγισης ενέχει μεγάλο ρίσκο, καθώς δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Τουρκία του Ερντογάν δεν θα θέσει στο τραπέζι άλλες, καίριας σημασίας διεκδικήσεις της- αποστρατιωτικοποίηση νησιών του Αιγαίου, γκρίζες ζώνες επί βραχονησίδων- που συνιστούν μείζονα ζητήματα εθνικής ασφάλειας για την Ελλάδα. Με αυτά τα δεδομένα, το καλύτερο στο οποίο θα μπορούσαν να προσβλέπουν αυτή τη στιγμή οι δύο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι, θα ήταν η αποκλιμάκωση της κρίσης χωρίς θερμά επεισόδια και νέα τετελεσμένα και στη συνέχεια η έναρξη απ΄ευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, χωρίς ατλαντική επιδιαιτησία, για τη μείωση της έντασης και την αναζήτηση λύσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, με τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς σε θέματα που δεν αφορούν θεμελιώδη ζητήματα ασφαλείας για καμία από τις δύο πλευρές.

Υ.Γ. Υπό το φως των πρόσφατων εξελίξεων, δελεάζεται κανείς να υποστηρίξει ότι η παραίτηση από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής θα ήταν όχι μόνο οικολογικά βέλτιστη λύση, αλλά και το κλειδί για την αποκλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία. Δυστυχώς, τίποτα δεν είναι περισσότερο αβέβαιο.

Είναι αλήθεια ότι μέχρι την ανακάλυψη του κοιτάσματος ΠΡΙΝΟΣ, το 1973-74, η Τουρκία δεν είχε εγείρει καμία από τις διεκδικήσεις που προβάλλει σήμερα και οι ελληνοτουρκικές εντάσεις περιστρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά γύρω από το Κυπριακό. Ωστόσο η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων ήταν τότε και είναι σήμερα μόνο ο καταλύτης σε ένα μόνιμο συγκρουσιακό υπόστρωμα- ούτε το casus belli για τα χωρικά ύδατα θα εξέλιπε, ούτε το Κυπριακό θα λυνόταν από τη μια μέρα στην άλλη. Ας αφήσουμε που, ακόμη κι αν η Ελλάδα παραιτούνταν μονομερώς από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, η Τουρκία είναι σίγουρο ότι δεν θα το έκανε.

Το αν, πότε, πού, με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό θα εκμεταλλευτεί η Ελλάδα τον φυσικό της πλούτο είναι ένα σοβαρό θέμα εσωτερικής πολιτικής που πρέπει να συζητηθεί πολύ εξονυχιστικά, σε ορθολογική βάση (τι περιμένουμε να κερδίσουμε, τι επιπτώσεις θα έχει στο περιβάλλον και στον τουρισμό σε κάθε περίπτωση κλπ). Ακούμε με μεγάλο ενδιαφέρον προτάσεις αριστερών και οικολογικών δυνάμεων, στην Ελλάδα και διεθνώς, που προτείνουν να ανταμείβονται με διεθνή συμφωνία οι χώρες που παραιτούνται από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων τους, συμβάλλοντας σημαντικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι η οικολογία είναι ο από μηχανής θεός που λύνει όλα τα προβλήματα, ακόμη και ζητήματα ζωής ή θανάτου στην εξωτερική πολιτική των κρατών. Είναι άλλο πράγμα να αποφασίσεις, με τη δική σου βούληση, αν και πώς θα ασκήσεις ένα κυριαρχικό δικαίωμα και εντελώς άλλο να παραιτηθείς μονομερώς από αυτό το δικαίωμα, ανοίγοντας την όρεξη σε όσους επιβουλεύονται και άλλα.

Πηγή: ppapacon.blogspot.com

Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν μπορεί να υπερασπίσει ούτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ούτε την ειρήνη στην περιοχή

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Οι τελευταίες εξελίξεις με τις έρευνες του Oruc Reis συνιστούν αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Για την ακρίβεια επιβάλουν ντε φάκτο την άποψη του τουρκικού επεκτατισμού ότι τα ελληνικά νησιά στερούνται εντελώς υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Το ζήτημα δεν είναι ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες των NAVTEX της Τουρκίας, αλλά ότι αυτές κάθε φορά μετακινούνται από Νότια του Καστελόριζου προς τη θάλασσα νότιο – ανατολικά της Κρήτης και της Ρόδου. Η Τουρκία ξεκινά την εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου που ορίζει ως τουρκική ΑΟΖ όλη τη θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Προχωρά ένα ακόμα βήμα προς την απαίτησή της για μοίρασμα του Αιγαίου στην νοητή γραμμή ανάμεσα στην Τουρκία και στην ηπειρωτική Ελλάδα, αγνοώντας ολοκληρωτικά τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τις Κυκλάδες. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η υποτίμηση των εξελίξεων ως ήσσονος σημασίας είναι αφελής και προοπτικά επικίνδυνη.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα, η ελληνική κυβέρνηση, με την υπογραφή της μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, είχε ήδη αποδεχτεί ότι ακόμα και νησιά σαν την Κρήτη έχουν μειωμένη επήρεια στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα. Συνυπέγραψε μάλιστα αυτή την παραδοχή με μια χώρα που θεωρείται σύμμαχη και δεν προβάλει την παραμικρή διεκδίκηση απέναντι στην Ελλάδα και την εθνική της κυριαρχία. Ο κατατεμαχισμός και η αλά καρτ προσέγγιση της οριοθέτησης της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι ρίχνει νερό στο μύλο του τουρκικού επεκτατισμού.

Ο ισχυρισμός της ελληνικής κυβέρνησης ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, αν και είχε ποντίσει καλώδια στο βυθό, δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε έρευνες λόγω του «θορύβου» που προκαλούνταν από τα περιβάλλοντα πλοία, κάνει τέλειο τον επί δεκαετίες εξευτελισμό της ελληνικής διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής. Επιβεβαιώνει ότι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπάρχει μια επεκτατική πλευρά που διαρκώς προβάλει νέες απαιτήσεις με πράξεις και τετελεσμένα, και μια υποχωρητική πλευρά που διαρκώς αποδέχεται το γκριζάρισμα συνόρων και κυριαρχικών δικαιωμάτων, γκρινιάζοντας για το διεθνές δίκαιο, εκλιπαρώντας κάθε φορά τους ισχυρούς συμμάχους μήπως και βρει δικαίωση.

Η τελευταία εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αποτελεί μόνο κλιμάκωση των διαδοχικών επεκτατικών διεκδικήσεων της γειτονικής χώρας αλλά και απόδειξη χρεοκοπίας της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί η ελληνική άρχουσα τάξη. Δείχνει ότι οι επί μήνες θριαμβολογίες για δήθεν απομόνωση της Τουρκίας βρίσκονταν αποκλειστικά στη φαντασία του κυβερνητικού μηχανισμού προπαγάνδας. Αποδεικνύει επίσης ότι το «θεωρείστε μας δεδομένους» που δηλώνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η πολιτική της διαχρονικής υποτέλειας και ραγιαδισμού, δεν διασφαλίζει στο παραμικρό την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Ειδικά την τελευταία περίοδο, από την υπογραφή του μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης και μετά, η ελληνική εξωτερική πολιτική σέρνεται βεβιασμένα και άτσαλα πίσω από τις τουρκικές πρωτοβουλίες, επιχειρώντας να «απαντήσει» με διμερείς συμφωνίες για την ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Μόνο που οι ίδιες αυτές οι συμφωνίες, αντί να ισχυροποιήσουν, αποδυναμώνουν τις ελληνικές θέσεις, μετατρέποντας τη χώρα σε τερματοφύλακα διαδοχικών επιθετικών ενεργειών, με ιδιαίτερη έφεση στα αυτογκόλ.

Η ελληνική αστική τάξη, με μπόλικη κουτοπονηριά και περίσσευμα χατζηαβατισμού, θεώρησε κατά τα προηγούμενα χρόνια ότι η όξυνση Τουρκίας – ΗΠΑ θα βάλει την Ελλάδα ως μεγάλο συνδαιτημόνα στο τραπέζι των ιμπεριαλιστών. Προχώρησε στη σύμπτυξη του άξονα Ελλάδα – Ισραήλ – Αίγυπτος, υπό αμερικανική καθοδήγηση, θεωρώντας ότι όσο περισσότερο υποτακτική είναι στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, τόσο περισσότερο θα κερδίσει. Έκανε για μια ακόμα φορά λάθος.

Η ολόπλευρη εξάρτηση της χώρας από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και η φανατική προσκόλληση στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, αποδεικνύεται ανίκανη να υπερασπίσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. ΗΠΑ και Γερμανία ενδιαφέρονται κυρίως για τον εξευμενισμό της Τουρκίας, πριμοδοτούν ανοικτά τον ελληνοτουρκικό διάλογο για το σύνολο των λογικών και παράλογων διεκδικήσεων της Άγκυρας, στοχεύουν σε βάθος χρόνου στο μοίρασμα, στη συγκυριαρχία και στη συνεκμετάλλευση, γνωρίζοντας πως ό,τι και να κάνουν στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της θα είναι μονίμως δεδομένες και υποτακτικές. Ειδικά η Ε.Ε. εμφανίζεται λιγότερο ενιαία από ποτέ, καθώς η μεν Γερμανία ιεραρχεί με απόλυτο τρόπο τις εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία και τις συμφωνίες για το προσφυγικό, επιδιώκοντας να κρατά ικανοποιημένη την Άγκυρα, ενώ η αποδυναμωμένη Γαλλία επιχειρεί να δημιουργήσει αντίβαρα στην τουρκική παρουσία στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή αλλά και να προωθήσει τα προϊόντα της πολεμικής της βιομηχανίας.

Η στάση της ΕΕ απέναντι στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σε τίποτα δεν θυμίζει διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας ή έστω στήριξη προς χώρα – μέλος της. Από την άλλη, επί δεκαετίες στην Ελλάδα η παραμονή στην Ε.Ε. παρά την παραγωγική αποσάθρωση και το κοινωνικό ολοκαύτωμα που αυτή απαιτούσε, παρουσιάζονταν ως απαραίτητη για να διασφαλιστεί η χώρα από τους γεωπολιτικούς κινδύνους εξ Ανατολών. Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια οδήγησαν σε μεγαλύτερη εμβάθυνση της ιδεολογίας της εξάρτησης και της υποτέλειας. Στη λογική του αστικού πολιτικού συστήματος έχει ενσωματωθεί απολύτως η λογική της ψωροκώσταινας.

Η ελληνική άρχουσα τάξη ούτε καν μπορεί να διανοηθεί μια ανεξάρτητη, πολυεπίπεδη, εθνικά και κοινωνικά αξιοπρεπή πολιτική. Συνεχίζει και εκλιπαρεί την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ για μια δήλωση συμπάθειας, αντί να πιέσει με κάθε διπλωματικό μέσο (και βέτο), ενώ στο εσωτερικό από τη μια δημιουργεί θόρυβο για τη στρατιωτική ετοιμότητα της χώρας και από την άλλη επιδίδεται σε γελοίες δηλώσεις για τους ανέμους ή το θόρυβο των πλοίων… Πουλάει πατριωτισμό και εθνική υπερηφάνεια μόνο για εσωτερική κατανάλωση, ενώ προς το εξωτερικό επιδεικνύει το διαχρονικό ραγιάδικο χαρακτήρα της. Ο διαχωρισμός και με τις δύο αυτές όψεις του ίδιου νομίσματος (πατριδοκαπηλεία εντός – ραγιαδισμός εκτός) είναι βασικό αφετηριακό σημείο για κάθε προοδευτική και πραγματικά πατριωτική δύναμη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αυτή της τη στάση, όχι μόνο ναρκοθετεί την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αλλά κάνει δυσκολότερη τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή. Η πολιτική του κατευνασμού ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι δεν οδηγεί στην ειρήνη αλλά στον πόλεμο. Τα θερμά επεισόδια δεν απομακρύνονται από τα ρεσιτάλ παθητικότητας ούτε από τις ικεσίες προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Η Τουρκία, κατά τη συνήθη της πρακτική δοκιμάζει βήμα το βήμα τα όρια ανοχής της ελληνικής άρχουσας τάξης. Στόχος δεν είναι οι έρευνες αυτές καθαυτές αλλά η σταδιακή κατοχύρωση των απαιτήσεών της. Τελικός σταθμός είναι η συνδιαχείριση όλων των θαλάσσιων περιοχών σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο κερδίζοντας όμως λεόντειο μερτικό που να αντιστοιχεί στο αυξημένο γεωπολιτικό μέγεθός της έναντι της αποδυναμωμένης Ελλάδας και της μικρής Κύπρου. Για αυτό το λόγο και είναι αφέλεια η προσδοκία ότι η ειρήνη διασφαλίζεται με μια μικρή υποχώρηση. Οι διεκδικήσεις θα επανέρχονται και θα κλιμακώνονται από μια ανεξάρτητη, ενιαία και με στρατηγική τουρκική πολιτική που επιδιώκει να γίνει ρυθμιστής στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και όχι μόνο.

Στην Ελλάδα, η υπεράσπιση της ειρήνης, της εθνικής κυριαρχίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού αναζητά εκφραστή. Η άρχουσα τάξη σε όλες τις εκδοχές της δίνει γη και ύδωρ στον ιμπεριαλισμό και καταλήγει, με τον χυδαίο πραγματισμό του ακόμα πιο αποδυναμωμένου Ραγιά, στην αποδοχή των γκρίζων κυριαρχικών δικαιωμάτων και της συγκυριαρχίας με μειωμένο ρόλο και λόγο. Μοναδικός υπερασπιστής της εθνικής κυριαρχίας αναδεικνύεται ο λαός, μοναδικός δρόμος ο διεθνισμός απέναντι στον ιμπεριαλισμό αλλά και απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Στο βαθμό που καθυστερεί μία ραγδαία και ριζοσπαστική μεταμόρφωση της Ελλάδας σε μία ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα, η εσωτερική σήψη θα τροφοδοτεί και την εξωτερική υποταγή.

Για την πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Η πρόθεση εξόδου τουρκικών ερευνητικών και πολεμικών πλοίων στην θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά του Καστελόριζου αποτελεί συνέχεια και κλιμάκωση του σεναρίου που εξελίσσεται εδώ και χρόνια στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές καθορίζονται από την διαπλοκή τριών παραγόντων: του τουρκικού επεκτατισμού, της ελληνικής υποχωρητικότητας και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του διαίρει και βασίλευε.

Τελικός στόχος παραμένει η συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου υπό ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Οι εκκρεμότητες για τις ΑΟΖ, οι διαφορές για την υφαλοκρηπίδα, το γκριζάρισμα νησιών, τα «αμφισβητούμενα» νερά, ο αναθεωρητισμός συνθηκών και συνόρων, είναι επιμέρους κομμάτια μιας στρατηγικής που επίμονα και διαχρονικά, ωθεί στη συγκεκριμένη κατάληξη.

Η περιοχή που δεσμεύει η Τουρκία βρίσκεται εντός της ζώνης που ανακηρύχθηκε μονομερώς ως τουρκική ΑΟΖ με το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και το οποίο η ελληνική διπλωματία θεωρούσε ως ανυπόστατο και άκυρο. Η ελληνική ΑΟΖ φυσικά, δεν έχει ανακηρυχθεί ποτέ και πουθενά, παρά μόνο σε άτυπους χάρτες που κυκλοφορούν λαθραία στο διαδίκτυο και δηλώνουν ευσεβείς πόθους, περιλαμβάνοντας τη συγκεκριμένη περιοχή.

Η Τουρκία βήμα το βήμα θα δοκιμάζει τις ανοχές και την ευελιξία της ελληνικής πλευράς, φέρνοντας τις έρευνες όλο και πιο κοντά στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα, επιβάλλοντας στην πράξη την άποψή της ότι κανένα νησί δεν έχει ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα. Αυτό ακριβώς το σενάριο εξελίχθηκε στην Κύπρο με τελική κατάληξη την πειρατική γεώτρηση σε αδειοδοτημένο οικόπεδο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι κλιμακούμενες διεκδικήσεις της Τουρκίας φτάνουν μέχρι του σημείου να θεωρούν ότι ΑΟΖ δεν διαθέτει ούτε καν η Κρήτη (αυτό αποτυπώνει το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης), ενώ το πρώτο βήμα της κλιμάκωσης είναι οι τουρκικές έρευνες σε μια πιο αμφισβητούμενη περιοχή 180 χλμ νότια του Καστελόριζου. Γι’ αυτό και το ερώτημα δεν είναι βασικά και κυρίως το Καστελόριζο, για το οποίο η ελληνική εξωτερική πολιτική «επένδυσε» βλακωδώς σε ονειρώξεις ρήξης των ΗΠΑ-Ισραήλ με την Τουρκία, αλλά τα τετελεσμένα που δημιουργεί η διεκδίκηση της Άγκυρας για τουρκική ΑΟΖ που θα φτάνει έως τη Σκύρο.

Και αυτή η εξέλιξη αποδεικνύει στην πράξη ποιος προκαλεί την ελληνοτουρκική όξυνση και ποιος επιβάλει τετελεσμένα οδηγώντας τα πράγματα εκεί που θέλει. Η μία πλευρά επιχειρεί να λύσει το θέμα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας με την ντε φάκτο παρουσία της  σε νερά στα οποία τυχόν χάραξη ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα απαιτούσε τουλάχιστον διαπραγμάτευση. Η άλλη πλευρά παρακολουθεί, επιδίδεται σε διπλωματικά κλισέ, επικαλείται το διεθνές δίκαιο και επί της ουσίας εκλιπαρεί τους ισχυρούς συμμάχους (ΕΕ και ΗΠΑ) να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία. Στην πράξη, πρόκειται για μια ακόμα οδυνηρή ήττα της υποτελούς και εξαρτημένης από τον ευρω-ατλαντικό άξονα ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η τουρκική πλευρά δεν αυξάνει την ένταση για να προκαλέσει πόλεμο αλλά για να εξαναγκάσει την ΕΕ σε παραχωρήσεις και την Ελλάδα σε μια ακόμα παραδοχή ελληνοτουρκικής διαφοράς. Η δηλωμένη πρόθεσή της είναι να έχει λόγο και μερτικό σε οτιδήποτε συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, αντανακλώντας τους γεωστρατηγικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και αξιοποιώντας τις όποιες διασταλτικές ερμηνείες και εξαιρέσεις του διεθνούς δικαίου. Στη συγκεκριμένη φάση επιδιώκει να φέρει την Ελλάδα στο τραπέζι του διαλόγου επί όλων των θεμάτων (δηλαδή επί όλων των παλιών και νέων και μελλοντικών) μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων.

Η Ε.Ε. εξισώνοντας τις δύο πλευρές (αυτή που επικαλείται το διεθνές δίκαιο και αυτή που επιβάλει τετελεσμένα) υιοθετεί στην πράξη την τουρκική πολιτική και καλεί σε απευθείας διάλογο των δύο μερών για όλα τα θέματα που εγείρει ο τουρκικός επεκτατισμός. Η πολιτική αυτή οδήγησε στο φιάσκο των πρόσφατων συναντήσεων (Σουρανή – Καλίν) υπό γερμανική εποπτεία όπου και πάλι η Τουρκία έθεσε το σύνολο των αιτημάτων της και την ανάγκη διαλόγου για τις διεκδικήσεις της.

Τόσο η Ε.Ε. όσο και οι ΗΠΑ επιθυμούν μια Τουρκία εντός ευρωατλαντικού πλαισίου, που δεν θα προκαλεί εντάσεις στην περιοχή, που θα ελέγχει αποτελεσματικά τη στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών και φυσικά θα είναι παρούσα σε κάθε οικονομική εκμετάλλευση στην Ανατολική Μεσόγειο, υπό ιμπεριαλιστική σημαία. Για να εξευμενίσουν την τουρκική ηγεσία ώστε να ευθυγραμμιστεί σε αυτή την πορεία, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον δεν διστάζουν να ξεχάσουν τα δικαιώματα της πάντα πρόθυμης, πάντα δεδομένης, πάντα πιστής Ελλάδας.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις δηλώνουν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως ότι η χώρα είναι εσαεί δεσμευμένη στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των ΗΠΑ και ΕΕ, θεωρώντας ότι ο ραγιαδισμός ανταμοίβεται. Η πραγματικότητα και στο παρελθόν και σήμερα, αποδεικνύει το ανάποδο. Η υποτέλεια και η εκχώρηση της υπεράσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων σε τρίτους αποτελεί τον πιο γρήγορο δρόμο για ήττες και χρεοκοπίες.

Με δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα και τη στρατηγική των όλο και περισσότερων διεκδικήσεων και του αναθεωρητισμού συνόρων και συνθηκών, η μόνη λύση για την Ελλάδα είναι η έξοδος από το φαύλο κύκλο της αναμονής από τους «ισχυρούς φίλους και συμμάχους», η ανεξάρτητη, πολυδιάστατη, προσανατολισμένη στην ειρήνη και στη σταθερότητα εξωτερική πολιτική, η ρήξη με το ευρωατλαντικό σύστημα που αναπαράγει τα αδιέξοδα, τις ήττες και τον ραγιαδισμό.

Αυταπάτες, Σφαλιάρες, Μοναξιά, Διαπραγματεύσεις

Η τουρκική navtex και οι επιθετικές κινήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας συνθέτουν το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ελληνικής αποτυχίας που είναι πιθανό να εξελιχθεί σε ήττα ή και σε εθνική καταστροφή, αν δεν υπάρξει στροφή άρδην της ελληνικής πολιτικής.

Οι αυταπάτες: Από το 1996 και έπειτα, ένας συνδυασμός απόπειρας εξευμενισμού της Τουρκίας, ολοκληρωτικής πρόσδεσης της ελληνικής πολιτικής στις ΗΠΑ και στις Βρυξέλλες (στο Βερολίνο στην πραγματικότητα), σταδιακής εγκατάλειψης κάθε άλλης συμμαχίας ή έστω προνομιακής σχέσης και εναπόθεσης της άμυνας της Ελλάδας είτε σε φαντασιώσεις του τύπου “μας προστατεύει το ευρώ”, είτε σε αιγυπτιακά, ισραηλινά και άλλα τινά “φτερά”, που θα μας έδιναν κάλυψη κατέστησε την Ελλάδα, διεθνοπολιτικώς δεδομένη και αμυντικά αδύναμη. Το κόστος, η Ελλάδα το πληρώνει ήδη εδώ και καιρό αλλά θα το πληρώσει ακόμα εντονότερα στο μέλλον.

Εξίσου, η Ελλάδα πληρώνει την αντίληψη ότι επειδή είμαστε (Τουρκία και Ελλάδα) δύο ΝΑΤΟϊκά κράτη, η όποια αντιπαράθεση θα είναι πάντα ελεγχόμενη. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που οδεύει σε πλήρη απορρύθμιση, οι εγγυήσεις αυτές διαδραματίζουν ολοένα μικρότερο ρόλο ή δεν υπάρχουν.

Ακόμα μια αυταπάτη είναι αυτή που λέει ότι αν αποκαταστήσεις διαύλους επαφής με την Τουρκία, δηλαδή αν μιλάμε με την Τουρκία όποτε εκείνη θέλει και επί όποιου ζητήματος, όπως για παράδειγμα ανοήτως έκανε η κυβέρνηση με την τριμερή υπό γερμανική εποπτεία, η ένταση θα μειώνεται. Η πραγματικότητα είναι το αν, το πότε και με την παρουσία τίνος συνομιλείς απαιτεί προσεκτική στάθμιση

Οι σφαλιάρες: Η Ελλάδα είναι ίσως η πρώτη χώρα, της οποίας η ίδια η ελίτ αναγνωρίζει πλέον ότι οι συμμαχίες της δεν θα τη στηρίξουν την κρίσιμη ώρα, παρόλα αυτά επιμένει σε αυτές. Ήδη, το State Department χαρακτήρισε “αμφισβητούμενα” τα ύδατα στα οποία πρόκειται να λάβουν χώρα οι τουρκικές έρευνες. Είναι και αυτό χαρακτηριστικό κρατών που έχουν απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος της ουσιαστικής, εθνικής κυριαρχίας τους και των οποίων οι ελίτ λειτουργούν χωρίς τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά των εθνικών αστικών τάξεων.

Στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής, η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε μια ακόμα σφαλιάρα, καθότι όχι μόνο τα ευρώ-τουρκικά ζητήματα ορίστηκαν ως ελληνο-τουρκικά, αλλά επιπλέον παραπέμφθηκαν στις καλένδες του Σεπτεμβρίου. Οι βασικοί σύμμαχοί μας παραμένουν σιωπηλοί στην πραγματικότητα, με την εξαίρεση της Γαλλίας. Η στάση δε, επί της ουσίας των ΗΠΑ στέλνει το μήνυμα για άμεση διαπραγμάτευση επί τουρκικής ατζέντας.

Η μοναξιά: Η Ελλάδα (επιλέγει να) στέκεται μόνη της απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Αρνείται να αποκαταστήσει σχέσεις συμμαχικές με τη Συρία. Δεν διαθέτει ολοκληρωμένη πολιτική για τη Λιβύη και για τον αραβικό κόσμο. Οι ΗΠΑ και αν ήθελαν ακόμα, όπως και η Ε.Ε., για διαφορετικούς λόγους να υποστηρίξουν την Ελλάδα (πράγμα που δεν θέλουν) βιώνουν στιγμή εσωστρέφειας. Το Ισραήλ δεν θα πλήξει καίρια τις σχέσεις με την Τουρκία, οι οποίες παραμένουν στρατηγικές. Η Ρωσία δεν θα στηρίξει μια Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια (για πρώτη φορά ιστορικά) έχει πλήρως παγώσει τις σχέσεις μαζί της. Και βέβαια το Ιράν δεν λησμονεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικρότησε, χωρίς να του ζητηθεί, την δολοφονία Σολεϊμανί.

Οι διαπραγματεύσεις: Η ελληνική πολιτική ελίτ και επομένως και η κυβέρνηση θέλει να κάνει “πίσω”. Είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί με την Τουρκία απευθείας και να δεχτεί μειωμένη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη για τα ελληνικά νησιά. Πρόκειται για κομβικά λανθασμένη επιλογή, τόσο ως προς το σκέλος της απευθείας διαπραγμάτευσης, μάλιστα υπό ξένη εποπτεία, όσο και ως προς την προσέγγιση ότι το πρόβλημα με την Τουρκία έχει να κάνει με τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες και μόνο. Ήδη τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και οι ενσωματωμένοι αναλυτές τους έχουν πιάσει το τροπάρι για τους μεγάλους μας συμμάχους και του εφησυχασμού, εντείνοντας έτσι την έλλειψη προετοιμασίας του λαού μας.

Σαφώς η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική για την ειρήνη. Πολιτική για την ειρήνη σημαίνει όμως αμοιβαία προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη για τια θαλάσσιες δικαιοδοσίες. Στο βαθμό που οι ελληνικές ελίτ εκτίμησαν πως με ξένες πλάτες πολυεθνικών (και το εκτίμησαν) θα μπορούσαν να αποκλείσουν ή έστω να παρακάμψουν την Τουρκία έκαναν λάθος. Απέτυχαν ή και αρνήθηκαν να διαμορφώσουν εθνική πολιτική για την ειρήνη.

Την ίδια στιγμή όμως, ενώ οι θαλάσσιες δικαιοδοσίες αποτελούν καταλύτη για τις τουρκικές κινήσεις, ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν αφορά μόνο ή κυρίως αυτές. Το παράδειγμα της Συρίας, όπως και το εύρος των θεμάτων που θέτει στο τραπέζι η Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα αποδεικνύουν ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός συνιστά ευρύτερο ζήτημα, με στρατηγικά, ιδεολογικά και ταξικά-οικονομικά χαρακτηριστικά: αφορά το μερίδιο της Τουρκίας στον υπό επανασχεδιασμό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Όσοι χάνουν ή επιλέγουν να αγνοούν την μεγάλη εικόνα (από δεξιά και αριστερά) σύρουν τη χώρα σε διαπραγμάτευση επί της κυριαρχίας της εν γένει.

Το στρατιωτικό επεισόδιο προς το οποίο η Τουρκία ωθεί τα πράγματα έχει αυτόν τον στόχο. Στον ίδιο στόχο συντείνει αντικειμενικά, η διαχείριση στην οποία προβαίνει και η ελληνική κυβέρνηση. Αντί να κινητοποιήσει τον ελληνικό λαό, να στρέψει τη διεθνή πολιτική της Ελλάδας άμεσα, σε άλλη κατεύθυνση, να αποδείξει την αποφασιστικότητά της και ταυτοχρόνως, από τη μια, να θέσει στο τραπέζι μια πολιτική ειρήνης για τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες και από την άλλη να συντείνει στο να μετατραπεί η υπερ-έκταση της Τουρκίας σε σημείο αδυναμίας της, σύρεται στην τουρκική ατζέντα, στέλνοντας αντιφατικά μηνύματα στον ελληνικό λαό. Επιλέγει δηλαδή την πολιτική της ήττας, που θα οδηγήσει σε διαπραγμάτευση υπό συγκεκριμένους, αρνητικούς όρους και υπό κηδεμονία στο άμεσο μέλλον.

Για τις επικίνδυνες εξελίξεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Οι εξελίξεις στο Αιγαίο και την Νοτιοανατολική Μεσόγειο, συνεχίζονται εγκυμονώντας νέους κινδύνους για τους λαούς, ειδικά των δύο γειτονικών χωρών. Η ένταση της επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης οξύνεται, με την εκπόνηση και δημοσίευση σχεδίου ερευνών και εξόρυξης πετρελαίου σε περιοχές Βορειανατολικά και Ανατολικά της Ρόδου, Νοτιοανατολικά και Ανατολικά της Καρπάθου, Νοτιοανατολικά και Ανατολικά της Κρήτης εντός της ζώνης της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αμφισβητώντας στην πράξη το δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ των νησιών. Ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο καταστροφικό δίλημμα που βάζει η αστική τάξη της χώρας μας και το πολιτικό σύστημά της, θερμό επεισόδιο με άγνωστη κατάληξη ή εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού. Και οι δύο πλευρές του Αιγαίου γνωρίζουν καλά, ότι τα θερμά επεισόδια που ενέπλεξαν Ελλάδα και Τουρκία, από τον μεγάλο Αττίλα του ‘74, μέχρι τα Ίμια του ’96, καταλήγουν σε ελληνικές υποχωρήσεις και τουρκικές νέες διεκδικήσεις.

Η ελληνική κυβέρνηση εναποθέτει όλες τις ελπίδες της στις ΗΠΑ. Θα διαψευστεί οικτρά για μια ακόμη φορά. Ούτε η οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας δεν είναι ικανή να λύσει το πρόβλημα. Η πρόσδεση στο άρμα του ιμπεριαλισμού, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να εγγυηθεί, αλλά αντίθετα υπονομεύει την ειρήνη στην περιοχή και την διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού.

Η επικίνδυνη αυτή τουρκική κλιμάκωση γύρω από το μνημόνιο συνεργασίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης γίνεται ανεκτή από την πλευρά των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αφού, παρά τις φραστικές καταδίκες, στην πραγματικότητα οι σχέσεις Τραμπ – Ερντογάν δείχνουν να έρχονται πιο κοντά. Η ανάγκη της τουρκικής αστικής τάξης να μετατραπεί η χώρα της σε μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη της περιοχής από τη μία και η χρόνια δέσμευση της ελληνικής αστικής τάξης και όλων των κυβερνήσεων στο άρμα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και οι τυχοδιωκτισμοί της από την άλλη διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό μείγμα στην περιοχή του Αιγαίου και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Αυτή η ιδιόμορφη κατάσταση της περιοχής του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού σε συνδυασμό με την γενικότερη όξυνση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εγκυμονεί κινδύνους πολεμικών επεισοδίων ακόμα και γενικευμένων πολεμικών αντιπαραθέσεων.

Εμείς από την πλευρά μας γνωρίζουμε καλά ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν επικίνδυνη και καταστροφική για τους λαούς των δύο χωρών και γενικά τους λαούς της περιοχής. Η διαχείριση που επιλέγει σήμερα η ελληνική αστική τάξη ενόψει των τουρκικών απαιτήσεων είναι να επισείσει τον φόβο του πολέμου, των θερμών επεισοδίων και της στρατιωτικής εμπλοκής για να προχωρήσει κατά δόσεις και υπό κηδεμονία ΗΠΑ και Ε.Ε. σε «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου.

Το συμφέρον του ελληνικού λαού και των λαών της περιοχής, άρα και το καθήκον της Αριστεράς, είναι να αποτραπεί κάθε πολεμική περιπέτεια, να μην βαθύνει η ιμπεριαλιστική κυριαρχία και εκμετάλλευση, να μην παραχωρηθούν κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού λαού, να μην δικαιωθεί ο αναθεωρητισμός, να μην τροφοδοτηθούν νέες διεκδικήσεις και επιθετικές ενέργειες, Η παραπάνω εξίσωση όμως δεν έχει λύση στο παρόν πλαίσιο. Η ανατροπή του, δηλαδή η ανατροπή της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής, του αναθεωρητισμού της τουρκικής αστικής τάξης, της τυχοδιωκτικής στάσης του ελληνικού κεφαλαίου και της πρόσδεσης του στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ που οδηγεί σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, είναι όρος για την ειρηνική, ομαλή, αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας και γενικά της περιοχής. Δεν υπάρχει διαφορετικός δρόμος πέρα από την πάλη για συνολική ανατροπή πολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών, που θα ανοίξουν τον δρόμο στην ειρήνη και στη συνεργασία των λαών, χωρίς κινδύνους θερμών επεισοδίων και πολεμικών αναμετρήσεων.

Τα σχέδια επεκτατισμού της τουρκικής αστικής τάξης και ο τυχοδιωκτισμός και η καθιέρωση της ελληνικής αστικής τάξης ως του πλέον προβλέψιμου συμμάχου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ πρέπει να ηττηθούν. Πρώτα και κύρια πρέπει να ηττηθεί ο ιμπεριαλισμός και ο υπονομευτικός ρόλος του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή καθώς και τα συμφέροντα μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών για την διενέργεια των εξορύξεων και αντλήσεων πετρελαίου. Πρέπει να απαντήσουμε και να διεκδικήσουμε

  • Ειρήνη, φιλία και αμοιβαία συνεργασία μεταξύ των λαών Ελλάδας και Τουρκίας και των υπολοίπων λαών της περιοχής

  • Υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού που όμως δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικά όσο η χώρα μας παραμένει στο ΝΑΤΟ.

  • Ανεξάρτητη και αντιιμπεριαλιστική πολιτική – βέτο σε όργανα ΕΕ και ΝΑΤΟ

  • Άμεση απόσυρση των αμερικανικών βάσεων του θανάτου από τις δύο χώρες, παύση των ιμπεριαλιστικών εμπλοκών στην περιοχή.

  • Έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ

Ο ελληνικός αστισμός θα ήταν γελοίος, αν δεν ήταν επικίνδυνος

Ο ελληνικός αστισμός θα ήταν γελοίος, αν δεν ήταν επικίνδυνος

Χθες επιβεβαιώθηκε και επίσημα ότι η Τουρκία έστειλε το γεωτρύπανo Γιαβούζ στο οικόπεδο 8 της κυπριακής ΑΟΖ. Μετά από αποτυχημένες γεωτρήσεις σε άλλα οικόπεδα, η Τουρκία αποφάσισε να τρυπήσει εκεί που υπάρχει ήδη εγνωσμένο κοίτασμα, αδειοδοτημένο στην ιταλική ENI και στην γαλλική TOTAL. Το ιδιαίτερο στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι το οικόπεδο 8 βρίσκεται νότια της Κύπρου, δεν συνορεύει κατά κανένα τρόπο και καμιά ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου με την τουρκική ΑΟΖ, δεν γειτνιάζει καν γεωγραφικά με την κατεχόμενη βορειοανατολική Κύπρο. Η τουρκική γεώτρηση κάνει πράξη τον ισχυρισμό της Τουρκίας ότι κανένα νησί δεν έχει δική του υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, είτε πρόκειται για την Κρήτη, είτε πρόκειται ακόμα και για ανεξάρτητο κράτος, όπως η Κύπρος. Δικαιούται λοιπόν η Τουρκία να τρυπά και να εκμεταλλεύεται τη θάλασσα γύρω από την Κύπρο, αφήνοντας στο κράτος – μέλος της ΕΕ, μια ζώνη χωρικών υδάτων 12 ναυτικών μιλίων.

Η συγκεκριμένη πράξη συνιστά ανοικτή παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Υπό κανονικές συνθήκες, σε Ελλάδα και Κύπρο, οι αντιδράσεις θα όφειλαν να είναι ανάλογες του μεγέθους της παραβίασης. Όμως το αφήγημα για «απομονωμένη» Τουρκία και «θριαμβεύουσα» Ελλάδα δεν πρέπει να διαταραχθεί από τα ΜΜΕ της διαπλοκής και της παραπληροφόρησης. Το χοντροκομμένο ψέμα των ισχυρών συμμάχων που προστατεύουν τα ελληνικά συμφέροντα μπορεί να έχει καταρρεύσει με πάταγο, αλλά εντός Ελλάδας δεν δικαιούμαστε καν να διανοηθούμε τη ρήξη με το ευρωατλαντικό πλαίσιο.

Η Τουρκία δηλώνει ανοικτά ότι ο βασικός της στόχος είναι να συνδιαχειριστεί, ως η μεγαλύτερη περιφερειακή δύναμη, το σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου. Ειδικά σε ό,τι αφορά Ελλάδα και Κύπρο, διεκδικεί συγκυριαρχία στα πάντα, θεωρώντας ότι το γεωπολιτικό της μέγεθος δεν επιτρέπει επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, αλλά λεόντειο μερτικό. Δικαιούται λοιπόν να παρεμβαίνει οπουδήποτε, λειτουργώντας όχι απλώς στα όρια, αλλά τελείως έξω από κάθε πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Η περίπτωση της συγκεκριμένης γεώτρησης του Γιαβούζ, συνιστά ανοικτά πειρατική πράξη, καθώς δεν αφορά καν διαφιλονικούμενη θαλάσσια ζώνη ανάμεσα στην Τουρκία και στην Κύπρο. Παρά μόνο αν δεχτούμε ότι η Κύπρος δεν είναι κράτος. Κι όμως, αυτό δηλώνει αυτές τις μέρες ο Ερντογάν. Και δεν πρόκειται για γεγονός ήσσονος σημασίας που περνά στα ψιλά, ως μία ακόμα πρόκληση από τις πολλές.

Είναι προφανές ότι ο στόχος της Άγκυρας δεν είναι ούτε ο πόλεμος, ούτε η αποκλειστική εκμετάλλευση. Στόχος είναι η ασφυκτική πίεση και η δημιουργία τετελεσμένων ώστε η Τουρκία να γίνει κυρίαρχο ή έστω συστατικό μέρος κάθε είδους σύμβασης και εκμετάλλευσης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αποκλείεται θερμό επεισόδιο ή περιορισμένη στρατιωτική εμπλοκή. Αυτά τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντα με βάση τους εκ των προτέρων πολιτικούς υπολογισμούς.

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ερντογάν, την επόμενη περίοδο, η Τουρκία θα διεξάγει έρευνες δίπλα στην Κρήτη. Όχι νότια από το Καστελόριζο, αλλά ανατολικά και νότια από την Κρήτη. Ο ελληνικός αστισμός και το πολιτικό του σύστημα θα έχουν σε αυτή την περίπτωση να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη εξίσωση. Θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε θερμό επεισόδιο με άγνωστη κατάληξη και σε εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Και οι δύο πλευρές του Αιγαίου γνωρίζουν καλά, ότι τα ελληνοτουρκικά θερμά επεισόδια, από τον μεγάλο Αττίλα του ‘74, μέχρι τα μικρά Ίμια του ’96, καταλήγουν σε ελληνικές υποχωρήσεις και τουρκικές νέες διεκδικήσεις. Ανεξάρτητα όμως από την εξέλιξη των σημερινών διεκδικήσεων της Άγκυρας, αποδεικνύεται μια ακόμα φορά ότι ο ραγιαδισμός, η εξάρτηση και ο χατζηαβατισμός προς ΗΠΑ και ΕΕ δεν διασφαλίζουν απολύτως τίποτα από την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Τι απαντά το αστικό πολιτικό σύστημα στην ωμή παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και στην απειλή παραβίασης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας;

Επαναλαμβάνει τα τετριμμένα περί τουρκικών προκλήσεων, ελληνικής ψυχραιμίας και διεθνούς δικαίου, αναμασώντας ανακοινώσεις καρμπόν, ίδιες και απαράλλακτες από την εποχή των Ιμίων.

Και κουνά την επιστολή Πομπέο προς Μητσοτάκη ως απόδειξη στήριξης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ. Φυσικά η στήριξη βρίσκεται μόνο στα κεφάλια του αστικού πολιτικού προσωπικού. Ο Πομπέο ευχαριστεί την Ελλάδα, διότι, αν και εισπράττει μόνο καρπαζιές και απαξίωση, επιμένει να δηλώνει προβλέψιμη και δεδομένη, υπογράφοντας μια νέα αμυντική συνεργασία με τις ΗΠΑ, αιμοδοτώντας την αμερικανική πολεμική βιομηχανία, στηρίζοντας την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ουάσιγκτον.

Επί του προκειμένου των ελληνοτουρκικών διαφορών ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επιμένει ότι «αυτοί που έχουν συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να επιδιώξουν λύσεις με ειρηνικά μέσα». Διατυπώνει με λόγια αυτό που ο Ερντογάν διεκδικεί με πράξεις: “Θέλουμε μοιρασιά, ας τα βρούμε…” Και επικαλείται το άρθρο 33 του ΟΗΕ περί ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Ούτε καν το Διεθνές Δίκαιο ή το Δίκαιο της Θάλασσας, σημαία (κατά τα άλλα) της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Η επιστολή Πομπέο συμπληρώνει τη μακρά αλυσίδα απαξίωσης των ελληνικών ισχυρισμών από την Ουάσιγκτον και τη συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ, μέχρι το Βερολίνο και τη Λιβύη. Η υποδοχή της από τα ελληνικά ΜΜΕ είναι ένας ακόμα μνημειώδης κρίκος παραπληροφόρησης, εξαπάτησης, χυδαίας προπαγάνδας.

Η ελληνική κυβέρνηση, για να διασκεδάσει την προσβλητική υποδοχή Μητσοτάκη από τον Τραμπ και τον ηχηρό αποκλεισμό της από το Βερολίνο, στήνει παραστάσεις κακής ποιότητας για να περισώσει τη χαμένη της αξιοπρέπεια.

Δηλώνει ο Δένδιας ότι «η Ελλάδα είναι έτοιμη να βοηθήσει την επόμενη ημέρα στη Λιβύη είτε με δυνάμεις για να υπάρξει ανακωχή, είτε με βοήθεια για άρση του εμπάργκο όπλων». Λίγες ώρες μετά το ίδιο το Υπουργείο διορθώνει τον υπουργό του διευκρινίζοντας ότι η δήλωση «αφορά αποκλειστικά σε παρατηρητές στο πλαίσιο ενός ενδεχόμενου διεθνή μηχανισμού επιτήρησης εκεχειρίας». Στο ενδιάμεσο των δύο δηλώσεων, οι σιτιζόμενοι δημοσιογράφοι από τα κονδύλια του Εξωτερικών και Αμύνης αποθέωναν την παρεμβατική πολιτική Μητσοτάκη στο Λιβυκό. Ο δε χιλιοδιαψευσμένος ελληνικός αντικαπιταλισμός χάρηκε που επιβεβαιώθηκε ο μύθος του «ελληνικού ιμπεριαλισμού», έστω και για λίγα λεπτά. Η παρεμβατική εξωτερική πολιτική της χώρας τελικά εξαντλήθηκε στην αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας φιλοξενία του πολεμάρχου Χαφτάρ.

Το ρεσιτάλ γελοιοποίησης συνεχίζεται με τα αντικρουόμενα δημοσιεύματα για την απόρριψη του αγωγού East Med από τον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών Ντι Μάιο. Δηλώσεις που ο Ντι Μάιο φέρεται να έκανε στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Αναντολού τινάζουν στον αέρα το τάχα μεγαλεπήβολο σχέδιο του East Med καθώς η χώρα-προορισμός, η Ιταλία, αμφισβητεί ευθέως τη βιωσιμότητα του αγωγού. Χωρίς την Ιταλία ο αγωγός θα στέλνει το φυσικό αέριο, καταμεσής της …Αδριατικής. Ελληνικά και κυπριακά ΜΜΕ ανέφεραν ότι οι δηλώσεις διαψεύστηκαν αλλά δεν εμφανίζονται οι διαψεύσεις σε κανένα Ιταλικό μέσο ενημέρωσης. Αν τελικά η Ιταλία επιβεβαιώσει την απουσία της από τη φιέστα της τριμερούς Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ για τον East Med και αμφισβητήσει ανοικτά τον αγωγό, η νέα «φαεινή» της ελληνικής διπλωματίας θα έχει χρεοκοπήσει πιο γρήγορα από κάθε προηγούμενη.

Συνισταμένη κάθε φαιδρής και σπασμωδικής πρωτοβουλίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, είναι η με κάθε τρόπο επιβεβαίωση της φανατικής προσκόλλησης στον αμερικανικό παράγοντα. Η ελληνική άρχουσα τάξη ακόμα και αν βλέπει ότι μια τέτοια πολιτική είναι αδιέξοδη, ακόμα και αν αισθάνεται ότι ο χατζηαβατισμός της δεν έχει αντίκρισμα, ακόμα και αν νιώθει προδομένη και απαξιωμένη, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Η εξάρτηση είναι στη φύση της. Και ακριβώς επειδή είναι στη φύση της, θα δίνει όσο γίνεται περισσότερα από τη χώρα, την οικονομία της, την κυριαρχία της στους ιμπεριαλιστές προστάτες της. Όσο οι ΗΠΑ και η ΕΕ κλείνουν το μάτι στο δίκαιο του ισχυρού και στον τουρκικό αναθεωρητισμό, η ελληνική αστική τάξη θα γίνεται βασιλικότερη του βασιλέως. Θα προσφέρει γη και ύδωρ, θα αναγνωρίζει και θα χειροκροτεί κάθε παραβίαση του διεθνούς δικαίου (ακόμα και αν έτσι ακυρώνει τα βασικά της επιχειρήματα), θα δηλώνει πρόθυμη να μπει στην πρώτη γραμμή της μάχης για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Θα προσδοκά απατηλά ότι η πίστη της και ο φανατισμός της, επιτέλους θα αναγνωριστούν. Θα διαψευστεί για μία ακόμα φορά.

Ο ελληνικός αστισμός θα ήταν γελοίος αν δεν ήταν τραγικός και επικίνδυνος.

Διάσκεψη του Βερολίνου: Μία ακόμα ήττα του ελληνικού ραγιαδισμού

Ξεκινάμε ανάποδα: Η Διαδικασία του Βερολίνου είναι η πιο χυδαία έκφραση του γερμανικού επεκτατισμού, της ιμπεριαλιστικής και ταυτόχρονα σπαρασσόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκροτήθηκε για να κρατήσει ανοικτή τη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και εξελίσσεται σε μοχλό παρέμβασης σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, επιχειρώντας να στριμώξει τα γερμανικά κυρίως συμφέροντα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία. Η Διάσκεψη για τη Λιβύη εντάσσεται σε αυτή την πολιτική. Υποκρίνεται ότι θέλει να αποφύγει μια δεύτερη Συρία, ενώ οι ηγέτιδες δυνάμεις της Διάσκεψης είναι αυτές που ενορχήστρωσαν την ανατροπή του Καντάφι το 2011. Μετά τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς που εξαπέλυσε η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Ομπάμα, καθώς και την ανοικτή παρέμβαση των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών στις εμφύλιες συγκρούσεις, η Λιβύη διαλύθηκε ως κρατική συγκρότηση. Έγινε έρμαιο αλληλοσυγκρουόμενων φατριών και ομάδων, μαζικής τρομοκρατίας, ακραίας φτώχειας, αιματηρής βίας, διαρκούς εμφυλίου. Η κατάπτωση και η οπισθοδρόμηση ήταν τέτοια που αναστήθηκαν τα σκλαβοπάζαρα του 16ου αιώνα, με ανθρώπους από την υποσαχάρια Αφρική να αγοράζονται και να πουλιούνται για εκατό δολάρια το κεφάλι. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της δυτικής επέμβασης στη Λιβύη την τελευταία δεκαετία. Τελεία και παύλα.

Από τη Διαδικασία του Βερολίνου, από το 2014 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα είναι απούσα. Όχι επειδή διαφωνεί με την ιμπεριαλιστική διεύρυνση της ΕΕ ή την πατερναλιστική εμπλοκή της Γερμανίας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι απούσα επειδή δεν λογαριάζεται ως άξιο λόγου μέγεθος στη διεθνή γεωπολιτική. Είναι απούσα, παρόλο που εκλιπαρεί την πρόσκληση, καθώς οι διοργανωτές παίρνουν τοις μετρητοίς αυτό που οι Έλληνες πρωθυπουργοί δηλώνουν σε όλους τους τόνους προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ: «Ό,τι και να κάνετε, ό,τι και να μας κάνετε, θεωρήστε μας δεδομένους και προβλέψιμους».

Οι δηλώσεις αυτές έγιναν φόρα παρτίδα από τον Μητσοτάκη στο πρόσφατο ταξίδι του στις ΗΠΑ. Χωρίς την παραμικρή αίσθηση εθνικής ευθύνης, αίσθηση που δεν έχει στο παραμικρό άλλωστε η ελληνική αστική τάξη, τέτοιες δηλώσεις εκμηδενίζουν την διαπραγματευτική αξία όσων τις κάνουν. Ωστόσο αποκρυσταλλώνουν την διαχρονική και διακομματική πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης που ανήγαγε την παρασιτική προσκόλληση στις ΗΠΑ και την ΕΕ σε «εθνικά ωφέλιμη πολιτική». Η κυβέρνηση Τσίπρα πολιτεύτηκε με γνώμονα την -περισσότερο μονοδιάστατη από ποτέ- ένταξη στις σκοπιμότητες του ευρωατλαντικού άξονα. Εκτίμησε εντελώς λάθος την όξυνση στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ και θεώρησε ότι ο χατζηαβατισμός της ελληνικής κυβέρνησης θα τη βάλει στο τραπέζι των νικητών, ενώ οι τάσεις ανεξαρτησίας του Ερντογάν θα τον κατατάξουν στους χαμένους. Την ίδια και απαράλλαχτη στρατηγική ακολουθεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τα γνωστά αποτελέσματα. Μας διαβεβαιώνει στο εσωτερικό, ειδικά μετά το μνημόνιο οριοθέτησης της τουρκο-λιβυκής ΑΟΖ, ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη, ενώ στην πραγματικότητα η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε αποσυνάγωγο των «ισχυρών της φίλων και συμμάχων». Η καταφανής χρεοκοπία του ελληνικού ραγιαδισμού φάνηκε με τον τραγέλαφο της συνάντησης Μητσοτάκη – Τραμπ, και επιβεβαιώθηκε από τις εξελίξεις στη λιβυκή κρίση.

Στις 29/12 ο Έλληνας πρωθυπουργός δήλωνε: «Θέλουμε να έχουμε λόγο στις εξελίξεις στη Λιβύη. Ζήτησα, και θα το ζητήσω ακόμη πιο επιτακτικά, να συμμετάσχουμε και εμείς στη διαδικασία του Βερολίνου. Γιατί συμμετέχει η Τουρκία και όχι η Ελλάδα;». Τελικά, στις 14/1 σύμφωνα με ανακοίνωση της Μέρκελ, στη Διάσκεψη της 19/1, έχουν προσκληθεί οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Κίνα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Τουρκία, η Δημοκρατία του Κονγκό, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Αλγερία και τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι μάλλον αναμενόμενη η παρουσία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, των όμορων χωρών της Λιβύης καθώς και των χωρών που εκπροσωπούν την Αφρικανική Ένωση και τον Αραβικό Σύνδεσμο.

Όμως η Ελλάδα, αν και έχει θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, απουσιάζει. Και όχι μόνο. Η κατάσταση της Λιβύης «καίει» την Γερμανία καθώς ενδιαφέρεται να μειώσει τις μεταναστευτικές ροές στην Κεντρική Ευρώπη και η Λιβύη είναι η βασική χώρα εισόδου. Η Ελλάδα, ως βασική ευρωπαϊκή χώρα υποδοχής των ανατολικών ροών, είχε διπλό λόγο να είναι παρούσα. Την κάνει απούσα η πάντα δεδομένη, πάντα πρόθυμη, πάντα προβλέψιμη, δέσμευση της αστικής της τάξης να εκτελεί χρέη θεραπαινίδας των ΗΠΑ και της ΕΕ.

Η παρουσία της Τουρκίας στη Διάσκεψη, καθώς και οι διμερείς πρωτοβουλίες Ρωσίας – Τουρκίας των προηγούμενων ημερών, αναδεικνύουν καθαρά την γειτονική χώρα, τη φιλοδοξία της αλλά και τη δυνατότητά της να αναλάβει ρόλο περιφερειακής δύναμης που καθορίζει τις εξελίξεις.

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός όπως έχει εκφραστεί με την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης δεν αφορά μόνο τα ελληνοτουρκικά σύνορα, αλλά το σύνολο των διευθετήσεων που έγιναν με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιδίωξη ανάληψης περιφερειακού ηγετικού ρόλου από την Τουρκία του 21ου αιώνα, είναι διεκδίκηση που έχει υλική βάση στα σημερινά δημογραφικά, οικονομικά και γεωπολιτικά δεδομένα και αναγνωρίζεται ανοικτά από τις ηγεμονικές δυνάμεις σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Αντίθετα, η στραπατσαρισμένη οικονομικά και κοινωνικά Ελλάδα από τα διαρκή μνημόνια και την εκχώρηση κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο, υποβαθμίζεται ακόμα περισσότερο. Η διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα υποβαθμίστηκε μέσω μνημονίων, αλλά θα κάλυπτε το χαμένο έδαφος μέσω του νέου γεωπολιτικού της ρόλου, ήταν απλώς το τυράκι στη φάκα μιας νέας, ισχυρής υποβάθμισης.

Αυτή την πικρή αλήθεια υπογραμμίζει το νέο ηχηρό ράπισμα που δέχθηκε ο ελληνικός αστισμός. Πρόκειται για έναν ακόμα κρίκο σε μια μακρά αλυσίδα αποτυχιών, χρεοκοπιών, ηττών, που όσο κι αν φτιασιδώνεται καταλλήλως στο εσωτερικό, δεν μπορεί να κρύψει ότι η ασφυκτική πρόσδεση στο άρμα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού είναι εγγύηση υποβάθμισης της χώρας, ακόμα και με τα μέτρα και σταθμά της αστικής τάξης.

Όταν η πολιτική της άρχουσας τάξης έχει καταστήσει τη χώρα απολύτως δεδομένη, είναι αναμενόμενο η Ελλάδα να μην λαμβάνεται υπόψη. Είναι αναμενόμενο να μην ερωτάται καν για τις εξελίξεις στη γειτονιά της, όσο κι αν χτυπιούνται οι κακόμοιροι κυβερνήτες της ότι η Ελλάδα είναι χώρα της ΕΕ, το πιο παλιό μέλος του ΝΑΤΟ στην περιοχή, αξιόπιστος σύμμαχος κλπ. Είναι αναμενόμενο, η ΕΕ και οι ΗΠΑ να μην μπαίνουν καν στον κόπο να της ανακοινώνουν τις επιδιώξεις τους, ακόμα και αν αυτές ακουμπάνε είτε την κυριαρχία, είτε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Η νέα χρεοκοπία του ελληνικού αστισμού αφορά απολύτως τον ελληνικό λαό και την κοινωνική πλειοψηφία. Όχι για να «γκρινιάξει» για την υποβάθμιση της χώρας και την απουσία της από τις «ειρηνευτικές διαδικασίες» της Λιβύης τις οποίες καθοδηγούν οι υπαίτιοι της διάλυσης και του εμφυλίου της. Αλλά για να ανατρέψει την πολιτική της εξάρτησης, της υποτέλειας, του ραγιαδισμού, που παράγει μόνο υποβάθμιση, ήττα και διπλή εκμετάλλευση. Η πολιτική της άρχουσας τάξης έχει πολλαπλώς χρεοκοπήσει. Οικονομικά, κοινωνικά, εθνικά, γεωπολιτικά. Οι χρεοκοπίες τον τελευταίο καιρό έρχονται με τρομακτική ταχύτητα.

Έχει αποδειχθεί, κατά τους δύο αιώνες της ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, ότι άλλη πολιτική, η ελληνική αστική τάξη, δεν διαθέτει. Η ανατροπή της χρεοκοπημένης πολιτικής της εξάρτησης και του ραγιαδισμού σημαίνει και την ανατροπή της τάξης που την εφαρμόζει. Για μια Αριστερά που κατανοεί το συγκεκριμένο καθήκον, το νέο ηχηρό και εξευτελιστικό χαστούκι που δέχθηκε η Ελλάδα του Μητσοτάκη και του Τσίπρα, θα ήταν ένα σημαντικό όπλο στην φαρέτρα της.

Μητσοτάκης στον Λευκό Οίκο: Όταν πας για μαλλί και βγαίνεις κουρεμένος

Τι ζητούσε η ελληνική πλευρά, σε αυτή τη συγκυρία, από τη συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ; Έμμεση στήριξη της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Επειδή μια τέτοια ευθεία δήλωση θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, η ελληνική κυβέρνηση είχε εστιάσει στην έμμεση έστω αποδοκιμασία της εμπλοκής της Τουρκίας στη Λιβύη (τμήμα της ήταν η ανακήρυξη τουρκικής ΑΟΖ πάνω από την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα), και ισχυρή επιδοκιμασία του East Med, ο οποίος πριν λίγες μέρες χρίστηκε αιχμή του δόρατος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Ήταν υπερβολικοί, εξωπραγματικοί, αθεράπευτα ρομαντικοί αυτοί οι στόχοι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής;

Όχι. Πρώτον επειδή το Στέητ Ντιπάρτμεντ είχε ήδη αποδοκιμάσει την εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη, αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας Άγκυρας – Τρίπολης. Δεύτερον, επειδή οι ΗΠΑ θεωρητικά στηρίζουν τον East Med (ανάμεσα σε πολλά άλλα ενεργειακά πρότζεκτ) με το ψήφισμα East Med Act που πέρασε από την Αμερικανική Γερουσία τον Δεκέμβριο. Θεωρητικά λοιπόν, ακόμα και αν ο Τραμπ δεν στήριζε ευθέως την Ελλάδα στο πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα περίμενε κανείς ότι θα στήριζε έμμεσα τους βασικούς πυλώνες που έθεσε η ελληνική εξωτερική πολιτική.

Με ποιες πεποιθήσεις προσήλθε ο Μητσοτάκης στον Λευκό Οίκο; Πρώτον ότι η Τουρκία είναι «απελπιστικά απομονωμένη», όπως ο ίδιος δήλωσε την προηγούμενη ημέρα στη Φλόριντα, και όπως καθημερινά μας πληροφορούν τα ελληνικά ΜΜΕ. Ο δε κυβερνητικός εκπρόσωπος, λίγες ώρες πριν τη συνάντηση δήλωσε ότι «η  Ουάσιγκτον αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα την Τουρκία και στη συνάντηση Τραμπ – Μητσοτάκη αυτό αναμένεται να επιβεβαιωθεί».

Τι έγινε τελικά στη συνάντηση;

Αν εξαιρέσουμε την μάλλον πρωτοφανή παραβίαση των τυπικών κανόνων του Λευκού Οίκου στις επισκέψεις ξένων ηγετών, η συνάντηση ήταν ο ορισμός της παροιμίας «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος».

Αντί για μια Τουρκία «διεθνώς απομονωμένη», όπως μας διαβεβαιώνουν τα ελληνικά ΜΜΕ και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο Τραμπ δήλωσε ότι ο Ερντογάν είναι «φίλος του».

Αντί για καταδίκη των τρίτων επεμβάσεων στη Λιβύη (και άρα έμμεση αποδοκιμασία της τουρκικής εμπλοκής), ο Τραμπ δήλωσε ότι αυτό που θα γίνει στη Λιβύη θα αποφασιστεί μαζί με τη Γερμανία, τη Ρωσία και την …Τουρκία. Παρόντος ενός εμβρόντητου Έλληνα πρωθυπουργού που έχει δηλώσει ότι το μνημόνιο Λιβύης – Τουρκίας θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας του και επιχείρησε να ψελλίσει ότι η συμφωνία λειτουργεί αποσταθεροποιητικά.

Αντί ο Τραμπ να δεσμευτεί για αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα, ο Μητσοτάκης προϊδέασε για ελληνικές επενδύσεις στην Αμερική, με την καθημαγμένη ελληνική οικονομία να ετοιμάζεται να αγοράσει F-35 για να χρηματοδοτήσει την αμερικανική στρατιωτική βιομηχανία.

Αντί οι ΗΠΑ να στηρίξουν ανοικτά τον East Med, έκαναν διάβημα στην Ελλάδα για το άνοιγμα της ελληνικής αγοράς στους Κινέζους και την τεχνολογία του 5g.

Αντί η Ελλάδα να επιμείνει στο σεβασμό στη διεθνή νομιμότητα και στις διεθνείς συνθήκες (πράγμα που συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις), ο Έλληνας πρωθυπουργός επιδοκίμασε άμεσα την δολοφονία Σουλεϊμανί, αποδεχόμενος το κουρέλιασμα κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου και το δίκαιο του ισχυρότερου.

Οι αφελείς εθελόδουλοι είδαν κέρδος, ή έστω μηδενικό ισοζύγιο, εκεί που μέχρι και τα μικρά παιδιά είδαν χρεοκοπία.

Τους έμεινε λοιπόν να παπαγαλίζουν αηδίες για το mirroring του Μητσοτάκη ή τα εξαίρετα αγγλικά του Έλληνα πρωθυπουργού. Μέχρι και η δικαιολογία ότι η απουσία κοινής συνέντευξης τύπου ήταν συμφωνημένη για να μην δεχτεί ο Τραμπ ερωτήσεις για το Ιράν ή την παραπομπή του, τινάχτηκε στον αέρα, όταν ο αμερικανός πρόεδρος απαντούσε μονομερώς επί είκοσι λεπτά σε ερωτήσεις άσχετες με την επίσκεψη Μητσοτάκη.

Το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός δηλώνει για την Ελλάδα ότι «είναι ο πιο προβλέψιμος σύμμαχος των ΗΠΑ». Έναν προβλέψιμο σύμμαχο τον θεωρείς δεδομένο, δεν διαπραγματεύεσαι μαζί του, δεν χρειάζεται να του παραχωρήσεις το παραμικρό.

Ο Μητσοτάκης πήγε στον Λευκό Οίκο τάχα για να επιβεβαιωθεί η εύνοια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Ας απολαύσουμε τη σχετική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου που έγινε πριν τη συνάντηση:

«Η αμερικανική πλευρά κάνει κάτι διαφορετικό τους τελευταίους μήνες από αυτό που έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Έχει αφήσει τις ασκήσεις ισορροπίας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία και αντιμετωπίζει την τουρκική προκλητικότητα με αποφασιστικότητα. Καταδίκασε το άκυρο μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης, χαρακτηρίζοντάς αυτή την ενέργεια προκλητική. Ερχόμαστε, λοιπόν, τώρα -ύστερα από μια σειρά δηλώσεων αξιωματούχων του Στέητ Ντιπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου- να συναντηθούμε με τον Αμερικανό Πρόεδρο, για να επιβεβαιωθεί αυτή η στάση».

Τι ακριβώς επιβεβαιώθηκε; Η πλήρης χρεοκοπία της αστικής πολιτικής που θεωρεί ότι όσο πιο δεδομένος είσαι, τόσο περισσότερο θα σε στηρίξουν. Και αυτή η πολιτική δεν είναι σκέτα κυβερνητική πολιτική. Είναι διακομματική, διαχρονική πολιτική, που ξεπέρασε κάθε προηγούμενο με την κυβέρνηση Τσίπρα και συνεχίζεται ίδια και απαράλλαχτη με την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πονηρούτσικα εστιάζει στην απαξίωση Μητσοτάκη από τον Τραμπ για να ισχυριστεί ότι ο Τσίπρας δεν θα ετύγχανε τέτοιας αποδοκιμασίας. Η αλήθεια είναι ότι τον Τσίπρα οι Αμερικανοί τον πρόσεχαν περισσότερο γιατί ούτε οι ίδιοι πίστευαν το μέγεθος της κωλοτούμπας και της αμερικανοδουλείας του. Ωστόσο, η απαξίωση των ΗΠΑ δεν αφορά το ίδιο το πρόσωπο του Μητσοτάκη, αλλά την ραγιάδικη και εξαρτημένη Ελλάδα και την πολιτική της «δεδομένης» και «προβλέψιμης» σύμπλευσής της με τους ιμπεριαλιστικούς τους σχεδιασμούς.

Αν ένα συμπέρασμα αξίζει να κρατήσει ο εργαζόμενος ελληνικός λαός, είναι ότι η όλο και βαθύτερη εξάρτηση, ο όλο και μεγαλύτερος ραγιαδισμός δεν αποτελεί την παραμικρή εγγύηση για την ειρήνη και την ισότιμη και φιλική συνύπαρξη των λαών, για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, ή έστω για τα «εθνικά συμφέροντα». Το ανάποδο: Αποτελούν εγγύηση εθνικής αναξιοπρέπειας και διαβατήριο επικίνδυνης εμπλοκής της χώρας στις πολεμικές περιπέτειες του παγκόσμιου προβοκάτορα, των ΗΠΑ.

Ελληνική εξωτερική πολιτική: από χρεοκοπία σε χρεοκοπία

Από την πτώση του υπαρκτού μέχρι σήμερα, η ελληνική εξωτερική πολιτική στηρίζεται στην προσδοκία ότι η πλήρης προσχώρηση στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς και η εκχώρηση των εθνικών της θεμάτων στην ΕΕ και τις ΗΠΑ θα λειτουργήσει σε όφελός της. Η προσδοκία αυτή δημιουργεί δόγματα, εκτιμήσεις και σενάρια τα οποία διαψεύδονται ηχηρά, το ένα μετά το άλλο. Από τη Συμφωνία της Μαδρίτης και την πεποίθηση ότι η ΕΕ θα πιέσει την Τουρκία σε επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα, μέχρι την πρόσφατη βεβαιότητα ότι η όξυνση σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας θα βάλει την Ελλάδα στην πρώτη θέση στο τραπέζι των κερδισμένων, η ελληνική εξωτερική πολιτική, διακομματικά και διαχρονικά, μετρά ηχηρές διαψεύσεις. Κανείς φυσικά από την ιθύνουσα ελίτ δεν έχει την ευθιξία να κάνει τον παραμικρό απολογισμό αυτών των αλλεπάλληλων χρεοκοπιών.

Καθοριστικό στοιχείο που διαπερνά όχι μόνο την εξωτερική πολιτική, αλλά κάθε πτυχή της κοινωνίας και της οικονομίας, είναι η εξάρτηση της χώρας από τον ιμπεριαλισμό. Δεν πρόκειται επομένως για την μία ή την άλλη πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης. Η εξάρτηση από τον ευρωατλαντικό άξονα είναι ο μόνιμος καμβάς στον οποίο εξελίσσονται οι χειρισμοί των εθνικών θεμάτων. Η ελληνική αστική τάξη έμαθε νωρίς και πολύ καλά το μάθημά της, πριν εκατό χρόνια, όταν επιχείρησε να κινηθεί χωρίς την έγκριση των πατρώνων της και προκάλεσε την Μικρασιατική καταστροφή. Έσωσε δε τη μίζερη και δοσίλογη ύπαρξή της κατά τη δεκαετία του ‘40, αποκλειστικά χάρη στην ξένη επέμβαση. Το μάθημα αυτό, έχει αποτυπωθεί στο γενετικό υλικό του ελληνικού αστισμού που επιλέγει έκτοτε συνειδητά την πατρωνία, την ξένη κυριαρχία, την μονοδιάστατη προσκόλληση στο ευρωπαϊκό και υπερατλαντικό πλαίσιο.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι το πιο οξύ ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η ιστορία αυτών των σχέσεων ερμηνεύεται από τρεις παράγοντες: Πρώτον από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία και παρέμβαση, δεύτερον από την τουρκική επιθετικότητα, τρίτον από την ελληνική υποχωρητικότητα. Τα τρία αυτά στοιχεία συνυπάρχουν, με περιόδους έξαρσης ή ύφεσης, και ορίζουν την ιδιαίτερη ποιότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Από τον Αττίλα του 1974 και μετά, η Τουρκία διαρκώς αναβαθμίζει τις διεκδικήσεις της. Ειδικά μετά το 1989 – 1991 προσχωρεί όλο και πιο ανοικτά στον ιστορικό αναθεωρητισμό, αμφισβητώντας διεθνείς συμβάσεις, ιστορικές συνθήκες, αποδεκτό δίκαιο, θαλάσσια και χερσαία σύνορα. Η αναβάθμιση των απαιτήσεών της αποτελεί έκφραση του αυξανόμενου γεωπολιτικού της ρόλου καθώς και της οικονομικής και δημογραφικής της μεγέθυνσης. Η τουρκική άρχουσα τάξη προσδοκά να αναλάβει τον ευρύτερο περιφερειακό ρόλο που θεωρεί ότι απώλεσε με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό τουρκικό κατεστημένο θεωρεί ότι οι ανακατατάξεις του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα έχουν αδικήσει την Τουρκία, ενώ ο ανταγωνισμός ΗΠΑ – ΕΣΣΔ δεν της επέτρεψε να αναπτύξει τις αυτοδύναμες δυνατότητές της. Πρέπει λοιπόν να ανακτηθούν ρόλος, επιρροή, ίσως και εδάφη. Η άνοδος Ερντογάν στην εξουσία (2003) αποτύπωσε καθαρά το νέο ρόλο που διεκδικεί η Τουρκία μετά την κατάρρευση του διπολικού κόσμου και εκφράστηκε με το «στρατηγικό βάθος» και τη «γαλάζια πατρίδα».

Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική επιλογή της Τουρκίας, τι ισχυρίστηκε και πώς πολιτεύτηκε η ελληνική αστική τάξη τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια;

Πρώτον, ότι εφόσον και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ θα έχουν αντικειμενικά ρόλο επιδιαιτησίας και κατευνασμού. Αν ο γείτονας εξαγριωθεί το μεγάλο αφεντικό θα τον φρονιμέψει. Ειδικά όταν η Ουάσιγκτον βλέπει ότι η Ελλάδα μετατρέπεται διαρκώς σε αμερικανονατοϊκό προτεκτοράτο. Το αποτέλεσμα βέβαια το είδαμε στην Κύπρο, όπου το έγκλημα της κατοχής, εισβολής, εποικισμού μετρά ήδη πέντε δεκαετίες, αλλά και στα Ίμια όπου η υπερατλαντική παρέμβαση απέτρεψε μεν τον πόλεμο, αλλά νομιμοποίησε τις γκρίζες ζώνες (no troops, no ships, no flags).

Δεύτερον, ότι η Τουρκία θέλει με κάθε τρόπο να μπει στην ΕΕ, και στην πορεία αυτή θα «αναγκαστεί» να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο και να σταματήσει η ένταση. Και αυτή η προσδοκία χρεοκόπησε, όταν πλέον η Τουρκία δήλωσε ανοικτά ότι δεν την ενδιαφέρει η ευρωπαϊκή της προοπτική αλλά η ανάκτηση του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης και ηγεμονεύουσας χώρας στον μουσουλμανικό κόσμο.

Τρίτον, ότι η απόπειρα της Τουρκίας να παίξει ρόλο περιφερειακής δύναμης σχετικά αυτονομημένης από τις ΗΠΑ, να συνομιλήσει με την Ρωσία, να τσουγκριστεί με τους Νατοϊκούς σχεδιασμούς στη Συρία και στο Κουρδικό, θα επιφέρει την οργή της Ουάσιγκτον, την απομόνωση της Τουρκίας και την ανάδειξη της Ελλάδας στον μόνο αξιόπιστο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή. Η εισβολή της Τουρκίας στη Συρία με πράσινο φως ΗΠΑ – Ρωσίας, η εγκατάλειψη των Κούρδων, η αποστασιοποίηση του γ.γ. του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών στην ελληνοτουρκική όξυνση, αλλά και το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης, αποτέλεσαν ηχηρό ράπισμα και αυτού του «εθνικού δόγματος».

Αν και οι τρεις αυτοί ισχυρισμοί, αποτέλεσαν το θεμελιώδη λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες, η παταγώδης διάψευσή τους δεν προκάλεσε την παραμικρή αυτοκριτική. Στην ουσία αυτά τα «στρατηγικά δόγματα» κουκούλωναν τον ελληνικό υποχωρητισμό. Η ενδοτικότητα κρυβόταν κάθε φορά πίσω από την επίκληση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, διεθνοποιώντας τάχα το πρόβλημα και μηρυκάζοντας τα ίδια φραστικά κλισέ για το διεθνές δίκαιο και τη νομιμότητα.

Οι αλλεπάλληλες στρατηγικές για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα καταλήγουν σε εντυπωσιακές χρεοκοπίες:

Το 1994 εξαγγέλλεται το πυροτέχνημα του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος Ελλάδας – Κύπρου από την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου. Είχε μηδενική πραγματική αξία και χρησίμευσε αποκλειστικά στην εκτόξευση των εξοπλισμών που ακολούθησε με τα γνωστά αποτελέσματα. Το δόγμα αποσύρθηκε σιωπηλώς μέσα στη χλεύη για τους S-300 και την απαξία για το πάρτι της μίζας.

Το 1997, ένα χρόνο μετά τα Ίμια, Σημίτης και Ντεμιρέλ υπογράφουν τη συμφωνία της Μαδρίτης. Ανάμεσα σε διατυπώσεις για σεβασμό του διεθνούς δικαίου, η συμφωνία αναφέρει την ύπαρξη «ζωτικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων της κάθε χώρας στο Αιγαίο». Η φράση αυτή γίνεται έκτοτε σημαία της τουρκικής διπλωματίας, υποστηρίζοντας από γκρίζες ζώνες μέχρι αναθεώρηση συνθηκών.

Το 1999, η σύνοδος κορυφής του Ελσίνκι κάνει αποδεκτή την υποψηφιότητα της Τουρκίας και της Κύπρου στην ΕΕ. Στο κείμενο συμπερασμάτων γίνεται λόγος για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Είναι η πρώτη φορά που η ελληνική εξωτερική πολιτική αποδέχεται ότι υπάρχουν εκκρεμείς διαφορές με την Τουρκία πέραν της υφαλοκρηπίδας.

Η προώθηση της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ γίνεται με την τραγική πεποίθηση του ελληνικού αστισμού ότι οι ευρωπαίοι εταίροι θα συνετίσουν τη γείτονα και θα την αναγκάσουν να αποδεχτεί το διεθνές δίκαιο και όχι το δίκαιο του ισχυρού. Η προτεραιότητα της Τουρκίας όμως είναι διαφορετική και στέλνει (και αυτό) το αφήγημα στον κάλαθο των αχρήστων.

Η προώθηση της ένταξης της Κύπρου γίνεται με την εξίσου τραγική πεποίθηση ότι δεν θα δεχτεί η ΕΕ να υπάρχει χώρα – μέλος με κατεχόμενο τμήμα της. Λίγα χρόνια αργότερα η «λύση» που ετοίμαζε ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός, το σχέδιο Ανάν, απορρίπτεται. Πλέον η ΕΕ έχει ως μέλος της μια διχοτομημένη Κύπρο, επιρρίπτοντας εμμέσως την ευθύνη στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αποδεχόμενη και νομιμοποιώντας ντε φάκτο την κατοχή.

Τη βλακώδη πεποίθηση ότι η Τουρκία επιθυμώντας το ευρωπαϊκό χρίσμα θα συναινέσει σε υποχωρήσεις, διαδέχθηκε η βλακωδέστερη πεποίθηση ότι η απομάκρυνση της Τουρκίας από το ευρωατλαντικό πλαίσιο θα μετατρέψει την Ελλάδα σε απόλυτη ευνοούμενη της Δύσης.

Προτού αποδειχθεί ότι και η νέα στρατηγική είναι εξίσου άστοχη, η Ελλάδα προσχώρησε ολοσχερώς, με εκπληκτικό χατζηαβατισμό, στον αμερικανικό άξονα, συγκροτώντας τριμερείς με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο. Η πολιτική αυτή απογειώθηκε επί Τσίπρα, καθιστώντας τον ΣΥΡΙΖΑ αγαπημένο των Αμερικανών, θεωρητικοποιήθηκε από τον Κοτζιά, γέννησε τη συμφωνία των Πρεσπών και το πυροτέχνημα του East Med. Κατάφερε παράλληλα να φέρει τις σχέσεις με τη Ρωσία στο χειρότερο δυνατό σημείο απελαύνοντας διπλωμάτες της, κάλεσε τις ΗΠΑ να φτιάξουν βάση σε κάθε νομό της χώρας, επέκτεινε τη βάση της Σούδας μέχρις του σημείου να φέρει πυρηνικά όπλα.

Την εποχή που η Τουρκία αποδείκνυε ότι δεν είναι δεδομένη, η Ελλάδα εκμηδένιζε την πραγματική διαπραγματευτική της αξία δηλώνοντας εσαεί διαθέσιμη στον οποιονδήποτε υπερατλαντικό σχεδιασμό. Η πολιτική αυτή συνέπεσε με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια και χρησιμοποιήθηκε καταλλήλως στο εσωτερικό: Μπορεί η κοινωνία να ισοπεδώνεται και η χώρα να ταπεινώνεται, αλλά αν είμαστε τα καλά παιδιά των Αμερικανών, θα ανταμειφθούμε.

Το άδειασμα των Κούρδων από την αμερικανική υπερδύναμη ήταν προειδοποίηση και για την Ελλάδα. Και πράγματι, στην όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσα στο 2019, η Ουάσιγκτον αντί να στηρίξει τον φανατικότερο υπηρέτη της και να τιμωρήσει τον άτακτο γείτονα, έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Η κατάληξη ήταν αναμενόμενη για όλους, εκτός από τον ελληνικό αστισμό που για μια ακόμα φορά είδε τα σχήματα στα οποία πόνταρε να χρεοκοπούν.

Η νέα φαεινή πεποίθηση της ελληνικής αστικής πολιτικής είναι ότι η μπλόφα του East Med θα πιέσει την Τουρκία να κάτσει στο τραπέζι της λογικής διαπραγμάτευσης. Η χρεοκοπία και αυτής της πολιτικής είναι προφανής και θα αποδειχθεί τα επόμενα χρόνια.

Οι διαδοχικές διαψεύσεις, ήττες, αποτυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συνοδεύονταν από τρία ακόμα στοιχεία:

Πρώτον, τις κατά καιρούς άκοπες και ανέξοδες εθνικιστικές κορώνες (συνήθως της εκάστοτε αντιπολίτευσης) που όμως αφορούσαν αποκλειστικά την εγχώρια κατανάλωση και δεν μετατρέπονταν σε επίσημη κρατική εξωτερική πολιτική. Ο εθνικισμός ήταν η βολική εσωτερική εναλλακτική του ραγιαδισμού, του χυδαίου πραγματισμού, της υποχωρητικότητας. Αύξανε ωστόσο το κόστος για μια πραγματιστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών -πράγμα που πολύ θα ήθελαν αλλά δεν τολμούσαν- οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις.

Δεύτερον, τη μεταφυσική πεποίθηση ότι η χρονοτριβή, η διατήρηση του θολού στάτους κβο, η υποδοχή κάθε νέας τουρκικής απαίτησης με φράσεις κλισέ της αστικής πολιτικής, συνιστά εξωτερική πολιτική. Οι ανακοινώσεις των ΥΠΕΞ όλα αυτά τα χρόνια, σε κάθε συγκυρία, σε κάθε νέα στροφή των σχέσεων, θα μπορούσαν να έβγαιναν από έναν phrase generator (συνδυάζοντας σε κάθε πιθανό συνδυασμό τις λέξεις ψυχραιμία, σύνεση, αποφασιστικότητα, διεθνές δίκαιο).

Τρίτον, την ατολμία των πιο πραγματιστών να φέρουν όλες τις ελληνοτουρκικές διαφορές στη Χάγη, καθώς γνωρίζουν ότι η σκόπιμη αμφισημία που υπάρχει στο γράμμα του διεθνούς δικαίου, δουλεύει υπέρ του δικαίου του ισχυρού. Είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι οποιαδήποτε απόφαση της Χάγης θα μοιράζει κόστη και οφέλη και για τις δύο πλευρές, επιβάλλοντας συγκυριαρχία υπό ιμπεριαλιστική εποπτεία, ενώ ουδείς διασφαλίζει ότι η γειτονική χώρα δεν θα επανέλθει με νέες διεκδικήσεις. Σήμερα, όλο και πληθαίνουν οι φωνές και οι προβληματισμοί για προσφυγή στη Χάγη υπό προϋποθέσεις, καθώς οι συσσωρευμένες αποτυχίες, κάνουν την ελληνική εξωτερική πολιτική συνώνυμη του ανέκδοτου.

Για το διεθνές δίκαιο, τις συμβάσεις και την πιθανή προσφυγή στη Χάγη θα επανέλθουμε σε νέο σημείωμα.

Αγωγός East Med: Μπαμ ηκούσθη στον αέρα…

Αγωγός East Med: Μπαμ ηκούσθη στον αέρα…

…πλην τα βόλια πήγαν πέρα, λέει το τραγουδάκι για τον λαγό. Ταιριάζει απολύτως στη σημερινή παράτα υπογραφής προσυμφώνου για τον αγωγό East Med. Το μπαμ είναι ηχηρό, καθώς Ελλάδα, Κύπρος και Ισραήλ εμφανίζονται ότι υπέγραψαν την ενεργειακή συμφωνία …της δεκαετίας. Τα βόλια όμως όχι απλά δεν βρίσκουν στόχο, αλλά δεν υπάρχουν καν. Τα πυρά είναι άσφαιρα. Ο αγωγός East Med είναι όνειρο θερινής νυκτός που βασικό στόχο έχει να πιέσει την Τουρκία σε μονιμότερο φιλοδυτικό προσανατολισμό. Ως προς αυτό έχει τις ευλογίες της Ουάσινγκτον και της ΕΕ, αλλά οι ευλογίες δεν φτιάχνουν αγωγό. Δημιουργούν κλίμα, αυξάνουν την πίεση, «δένουν» ακόμη περισσότερο τον αμερικανόπνευστο άξονα Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας, αλλά επί της ουσίας, ο αγωγός δεν πρόκειται να κατασκευαστεί.

Από τεχνικής πλευράς, το έργο είναι οικονομικά ασύμφορο και κατασκευαστικά πολύ δυσκολότερο από άλλες λύσεις μεταφοράς. Ήδη χρησιμοποιείται ευρέως η τεχνική της υγροποίησης του φυσικού αερίου και της μεταφοράς του μέσω τάνκερ, λύση που έχει όχι τις ευλογίες, αλλά την πραγματική στήριξη των ΗΠΑ και τη συμμετοχή των μεγάλων πολυεθνικών ενέργειας. Η δε πόντιση ενός αγωγού 2.000 χιλιομέτρων στα τεράστια βάθη της Ανατολικής Μεσογείου φαντάζει κακόγουστο αστείο, αν αναλογιστεί κανείς ότι λίγο βορειότερα, μέσω Τουρκίας, υπάρχει ήδη δίκτυο χερσαίων αγωγών που ακολουθεί χοντρικά την ίδια διαδρομή. Ο τελικός αποδέκτης μάλιστα του αγωγού (η Ιταλία) παραμένει τραγικά αδιάφορος για τον East Med δείχνοντας μάλλον ότι γνωρίζει την κατάληξη.

Το τεχνικό και οικονομικό γκροτέσκο συμπληρώνεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με τους διαπρύσιους υποστηρικτές του αγωγού, τα κοιτάσματα του Ισραήλ επαρκούν για να δεσμεύσουν το 20% του αγωγού, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό που ΘΑ κάνει τον αγωγό βιώσιμο ΘΑ προκύψει από τα κοιτάσματα που ΘΑ εκτιμηθούν στην πορεία και ίσως ΘΑ είναι διαθέσιμα. Οι ευχές Χατζηδάκη (γιατί περί ευχών πρόκειται) αναφέρουν το κοίτασμα Γλαύκος της Κύπρου, για το οποίο παρεμπιπτόντως η πολυεθνική EXXON έχει ήδη προκρίνει σταθμό υγροποίησης LNG, στο βαθμό βέβαια που το κοίτασμα κριθεί εκμεταλλεύσιμο.

Συνεχίζοντας το όνειρο θερινής νυκτός καταμεσής του χειμώνα, αρκεί να αναφέρουμε ότι για να καταστεί βιώσιμος ο αγωγός απαιτούνται αθροιστικά ποσότητες που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν (10 τρισ. κυβικά πόδια), ούτε στην ισραηλινή, ούτε στην κυπριακή ΑΟΖ, παρά μόνο στην αιγυπτιακή. Όμως η Αίγυπτος έχει ήδη δημιουργήσει σταθμό υγροποίησης φυσικού αερίου και δεν είναι επ’ ουδενί διατεθειμένη να μεταφέρει το αέριο των κοιτασμάτων της μέσω του East Med. Για αυτό, αν και αναπόσπαστο τμήμα των τριμερών συμφωνιών της Ελλάδας και των αμερικανόπνευστων αξόνων της Ανατολικής Μεσογείου, η Αίγυπτος δεν συμμετέχει στην παράτα του East Med.

Τούτων δοθέντων ο αγωγός East Med, από τεχνικής – οικονομικής άποψης δεν πρόκειται να γίνει. Ακόμα και αν σπαταληθούν 10 δις ευρώ για τη δημιουργία του, δεν θα είναι οικονομικά βιώσιμος σε βάθος χρόνου.

Πολύ περισσότερο όμως από τους τεχνικούς – οικονομικούς λόγους, ο αγωγός θα μείνει κενό γράμμα για γεωπολιτικούς λόγους.

Γιατί πολύ απλά περνά από τις ΑΟΖ Ελλάδας – Κύπρου που συνορεύουν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία χάνει σχεδόν ολοκληρωτικά την ΑΟΖ της νότιας ακτογραμμής της λόγω Καστελόριζου. Η δε Τουρκία πρόσφατα ανακήρυξε ΑΟΖ σε συμφωνία με την νόμιμα αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Λιβύης που κατά κυριολεξία περνά πάνω από την Κρήτη και την Κάρπαθο. Το μέγεθος της αναντιστοιχίας των δύο πλευρών εκατέρωθεν του Αιγαίου υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι η Ελλάδα και η Κύπρος όχι μόνο δεν ανακήρυξαν ΑΟΖ, αλλά δεν τόλμησαν καν να δώσουν στη δημοσιότητα τις συντεταγμένες των ΑΟΖ που (θα) διεκδικούσαν. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, τον οποίο η Τουρκία έχει ήδη δηλώσει ότι θεωρεί κυριαρχικό της δικαίωμα, οι λεοντόκαρδοι των Αθηνών και της Λευκωσίας θα ποντίσουν αγωγό; Έστω και με τη συμμετοχή των Ισραηλινών;

Το γεγονός ότι ο East Med αποτελεί απλά διπλωματικό χαρτί (και μάλιστα καμένο) αποδεικνύεται από τις ίδιες τις δηλώσεις των τριών επικεφαλής της σημερινής προ-συμφωνίας. Δηλώνουν «ανοικτοί» σε νέα μέρη και σε χώρες που θα θελήσουν μελλοντικά να εισέλθουν. Το μισό μάτι τους είναι στην Αίγυπτο (για να καταστεί βιώσιμος ο αγωγός) και το άλλο μισό στην Τουρκία (για να επιτραπεί η κατασκευή του). Ακόμα και στο μαγικό ενδεχόμενο όμως να λυθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας Ελλάδας – Τουρκίας (άλυτο από τα μέσα του 1970) και να διευθετηθούν οι ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου, Αιγύπτου, Ισραήλ, Λιβάνου (πράγμα απίθανο με τα σημερινά δεδομένα), η Άγκυρα δεν έχει κανένα λόγο να συναινέσει στην αχρήστευση των χερσαίων αγωγών που περνούν από το έδαφός της, ούτε φυσικά να μοιραστεί τα πλεονεκτήματα του ελέγχου των ενεργειακών οδών.

Στην εξωτερική πολιτική, όπως και στα χαρτιά, οι παίκτες καταφεύγουν συχνά σε μπλόφες. Ποτέ και πουθενά όμως, μια μπλόφα, που εκ των προτέρων είναι γνωστό ότι είναι μπλόφα, δεν έφερε αποτέλεσμα.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι σημερινές παράτες στο Ζάππειο αφορούν απλώς τη δήλωση έτι περαιτέρω σύσφιξης σχέσεων ανάμεσα στους πρόθυμους των Αμερικανών (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ), την κατά φαντασία πίεση προς την Τουρκία, τη στενότερη πρόσδεση στις αμερικανικές σκοπιμότητες. Οι οποίες, αν και καλοβλέπουν κάθε κίνηση προς την Τουρκία που την ασφαλίζει στον ευρωατλαντικό άξονα, δεν καίγονται για τον East Med.

Επειδή όμως όταν μιλάμε για την ενέργεια, το ωφέλιμο είναι προτιμότερο από το τερπνόν, και η αρπαχτή είναι νόμος (ειδικά για τις αστικές τάξεις με την ποιότητα της ελληνικής), διαβάζουμε ότι ο αγωγός έχει μπει στον Κατάλογο των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος της ΕΕ, έχει συσταθεί θυγατρική της ΔΕΠΑ που διαχειρίζεται το έργο, ενώ θα δαπανηθούν 70 εκατομμύρια ευρώ για την προ-μελέτη της προ-συμφωνίας του έργου. Πεδίο δόξης λαμπρόν για αεριτζήδες και αετονύχηδες.

Τελευταίο, αλλά σημαντικό: Η ελληνική εξωτερική πολιτική, εδώ και τρεις δεκαετίες, βρίθει από βλακώδη σχήματα, εκτιμήσεις και στοιχήματα: Από τη συμφωνία του Ελσίνκι και την προσδοκία ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας θα την υποχρεώσει σε αποδοχή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, μέχρι τις πρόσφατες βεβαιότητες ότι η Τουρκία θα τα σπάσει οριστικά με τις ΗΠΑ και η Ελλάδα ως αποκλειστική ευνοούμενη των ΗΠΑ θα είναι συνδαιτημόνας στο πλούσιο τραπέζι των κερδών, η ελληνική εξωτερική πολιτική πάει από ήττα σε ήττα και από διάψευση σε διάψευση. Για τη λαμπρή ιστορία τριάντα ετών αποτυχίας, θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.

Ο αγωγός East Med είναι ένας ακόμη κρίκος σε μια αλυσίδα βλακωδών προσδοκιών και διαφημιστικών και μόνο πονταρισμάτων του αστισμού που θα αποδειχθεί εξίσου ατελέσφορος με τα προηγούμενα σχήματα – δόγματα – κινήσεις μιας άρχουσας τάξης, που από γεννησιμιού της έμαθε ότι δεν μπορεί να υπάρξει πέρα και έξω από την εξάρτησή της από τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Οι σημερινοί διθύραμβοι των ΜΜΕ για τον -με κοινή πολιτική Τσίπρα, Μητσοτάκη- αγωγό δεν πρόκειται να αλλάξουν το γεγονός μιας ακόμα εκ των προτέρων χρεοκοπημένης κίνησης.