Διπλωματία των σεισμών, διπλωματία των λαών και διπλωματία των υποκριτών
Οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία και προκάλεσαν αδιανόητες καταστροφές με ισοπεδωμένες πόλεις και χιλιάδες νεκρούς, προκαλούν δικαίως ισχυρό αίσθημα αλληλεγγύης, φιλίας και συνδρομής. Αυτό το αίσθημα οφείλει να μετασχηματιστεί σε συγκεκριμένη και υλική βοήθεια.
Ωστόσο, οι εκκλήσεις για μια νέα “διπλωματία των σεισμών” που ανακαλούν μνήμες από το 1999 και την αμοιβαία παροχή βοήθειας ανάμεσα στις δύο χώρες, με αφορμή τους σεισμούς που έπληξαν Τουρκία και Ελλάδα, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, φαίνεται να αγνοούν, (δυστυχώς σκοπίμως), το πώς κινούνται και από πού διαμορφώνονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αν οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας ήταν αποκλειστικά και μόνο ζήτημα αισθημάτων των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, τα πράγματα θα ήταν απλούστερα και καλύτερα. Δυστυχώς όμως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώνονται από το ρόλο και τα αιτήματα που διεκδικούν οι δύο χώρες και οι άρχουσες τάξεις τους, και κυρίως από το πώς διαμορφώνει το πλαίσιο αυτών των ρόλων ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός. Δυσάρεστη αλήθεια για τους θιασώτες της “διπλωματίας των σεισμών”, αλλά δεν παύει να είναι αλήθεια.
Μια σύντομη αναδρομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Με την πτώση της ΕΣΣΔ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, ο κόσμος παύει να καθορίζεται από τον ανταγωνισμό Δύσης – Ανατολής και σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική άρχουσα τάξη αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι πολύ πιο διευρυμένος από αυτόν που της αντιστοιχούσε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είναι απλώς το προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στην Ανατολή, αλλά μια δύναμη με θρησκευτική και πολιτική επιρροή στην υπό διαρκή ανάφλεξη Μέση Ανατολή, με ερείσματα και δεσμούς στις πρώην σοβιετικές μουσουλμανικές δημοκρατίες του Καυκάσου οι οποίες ανεξαρτητοποιούνται αναζητώντας την εθνική τους ολοκλήρωση. Η τουρκική άρχουσα τάξη διαμορφώνει την περίοδο εκείνη ένα σχέδιο μετατροπής της Τουρκίας σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη από ένα μέχρι πρότινος απλό μέλος ενός από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα των άλλοτε δύο υπερδυνάμεων.
Στο πλαίσιο αυτό, αυξάνονται οι διεκδικήσεις της Τουρκίας προς όλες τις κατευθύνσεις, και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αυτές οι διεκδικήσεις τυποποιούνται στο γκριζάρισμα του Αιγαίου που προκαλεί και την κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996. Η τουρκική πλευρά εγείρει για πρώτη φορά θέμα κυριαρχίας βραχονησίδων, θεωρώντας ότι το Αιγαίο είναι γκρίζα ζώνη, το καθεστώς του οποίου δεν διευκρινίζεται από τις υπάρχουσες συνθήκες. Η ελληνική σημαία κατεβαίνει από τα Ίμια και ανεβαίνει η τουρκική.
Η κυβέρνηση Σημίτη πρέπει να αντιμετωπίσει το σκληρό δίλημμα “πόλεμος ή ταπεινωτική υποχώρηση” και αποδέχεται με ευγνωμοσύνη την παρέμβαση των ΗΠΑ “no ships, no troops, no flags”, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι ότι τα Ίμια και κατ’ επέκταση όλο το Αιγαίο πέραν των χωρικών υδάτων των 6 μιλίων, είναι αδιευκρίνιστης κυριαρχίας – γκρίζα ζώνη. Στη συλλογική μνήμη θα μείνει η προτροπή του Υπουργού Εξωτερικών Θ. Πάγκαλου προς τον τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ “να πούμε ότι τη σημαία την πήρε ο αέρας”, ενδεικτική της ποιότητας, του βάθους και της στρατηγικής που διέπνεε την άρχουσα τάξη της χώρας σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα.
Η Τουρκία έχει προχωρήσει ένα βήμα, η Ελλάδα έχει υποχωρήσει ένα βήμα, ακολουθώντας έτσι τον διαχρονικό κανόνα της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας. Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1996, ο Τάσος Ισαάκ και ο Σολωμός Σολωμού δολοφονούνται σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και η ελληνοτουρκική κρίση οξύνεται.
Ωστόσο, στον μετακομμουνιστικό κόσμο της δεκαετίας του ‘90 η Τουρκία είναι πολύ χρήσιμη για τη Δύση, και η τουρκική πλευρά έχει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Το Κυπριακό πρέπει να κλείσει, η Ελλάδα πρέπει να συναινέσει, και η Τουρκία πρέπει να επιβεβαιωθεί ως συστατικός παίκτης στα αμερικανικά σχέδια για τη Μέση Ανατολή. Η διατεταγμένη εκ των άνω (ΗΠΑ) προσέγγιση των δύο πλευρών μπαίνει στο τραπέζι.
Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1997, υπό την επίβλεψη της Μαντλίν Ολμπράιτ, Σημίτης και Ντεμιρέλ, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, συμφωνούν σε κοινό ανακοινωθέν για «τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο». Το αμερικανικό πλαίσιο προβλέπει σεβασμό των νόμιμων και ζωτικών συμφερόντων κάθε χώρας στο Αιγαίο και στοχεύει στην προώθηση του αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, έχοντας όμως από πριν καταλαγιάσει την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Ελλάδα, μονίμως συμμορφούμενη στις επιταγές των ΗΠΑ, αποδέχεται στην πράξη τις γκρίζες ζώνες, δηλαδή συμφωνεί στη μη άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η δε Τουρκία στηρίζεται στη συμφωνία που έγινε για τα Ίμια και στη Συμφωνία της Μαδρίτης για να αμφισβητήσει εφόλης της ύλης την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Ο κανόνας “ένα βήμα πίσω για την Ελλάδα, ένα βήμα μπροστά για την Τουρκία”, συνεχίζει να εφαρμόζεται.
Η Ελλάδα, ενάμιση χρόνο μετά, παραδίδει δεσμώτη τον Οτσαλάν, ηγέτη του Κούρδων, στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας. Το ίδιο καλοκαίρι, οι σεισμοί και η αμοιβαία βοήθεια ανάμεσα στις δύο χώρες, επισφραγίζουν τη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας Τουρκίας. Η βελτίωση αυτή εκμεταλλεύεται τα γνήσια και αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς για να προωθήσει μια καλά σχεδιασμένη και υπό αμερικανική διεύθυνση ενοποίηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Η “διπλωματία των σεισμών”
Η “διπλωματία των σεισμών” αντανακλά το αίσθημα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς ανάμεσα σε δύο λαούς που δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, αλλά συμπίπτει με την ανάγκη και των δύο κυβερνήσεων να ομονοήσουν ενώπιον της Ουάσινγκτον. Είναι η εποχή που η Ε.Ε. διατηρεί ανοιχτό το ενδεχόμενο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας και η Ελλάδα αποδέχεται την αποσύνδεση του Κυπριακού από την προσέγγιση Τουρκίας – ΕΕ.
Η “διπλωματία των σεισμών” χειροκροτείται από την ΕΕ και τις ΗΠΑ που βλέπουν μια επιζήμια για τα συμφέροντά τους ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις να καταλαγιάζει. Ωστόσο το πλαίσιο που διαμορφώνει ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός στην περιοχή, δεν έχει καμία σχέση με τα γνήσια και ανόθευτα αισθήματα ειρηνικής συνύπαρξης και φιλίας που ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1999, και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα.
Το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο είναι προ των πυλών, ο Έλληνας ΥΠΕΞ Γ. Παπανδρέου χορεύει ζεϊμπέκικο με τον Τζεμ να βαράει παλαμάκια, ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός γίνεται κουμπάρος με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ερντογάν, και όλα μοιάζουν να προμηνύουν μια ιστορική στροφή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ωστόσο, οι αμερικανονατοϊκοί σχεδιασμοί για την Ανατολική Μεσόγειο προχωρούν και τα πράγματα θα αλλάξουν.
Η διπλωματία των παζαριών και της ελεημοσύνης
Την επόμενη δεκαετία η κατάσταση αλλάζει, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση με το ειδικό της βάρος στην Ευρωζώνη να φθίνει, ενώ η Τουρκία επιδιώκει ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Συρίας. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν τον διαμελισμό της Συρίας καθώς ο Άσαντ δεν τους είναι αρεστός, εξέλιξη που αντικειμενικά ενθαρρύνει τους Κούρδους της Συρίας να διεκδικήσουν αυτονομία. Αυτό είναι αιτία πολέμου για την Τουρκία η οποία αποστασιοποιείται σχετικά από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο με την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το καλοκαίρι του 2016, την οποία ο Ερντογάν χρεώνει στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Ο Τούρκος πρόεδρος είναι αναγκαίος αλλά όχι ο πλέον αρεστός στην Ουάσινγκτον, γεγονός που κάνει την ελληνική άρχουσα τάξη να νομίζει ότι θα κομίσει οφέλη και κέρδη στα εθνικά θέματα. Η συμφωνία των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απότοκο της δικομματικής πλέον πεποίθησης ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι δεδομένα και ασυζητητί στο στρατόπεδο των ΗΠΑ χωρίς υποσημειώσεις, αστερίσκους και διεκδικήσεις. Η εξωτερική πολιτική της χώρας συμπυκνώνεται πλέον στην (αφελή) ελπίδα ότι η πειθήνια και πρόθυμη στάση της Ελλάδας θα εκτιμάται (και θα επιβραβεύεται) δεόντως από τους υπερατλαντικούς συμμάχους.
Η Τουρκία αντίθετα παίζει σε πολλά ταμπλό και διεκδικεί για τον εαυτό της, παζαρεύοντας διαρκώς, απειλώντας, συναινώντας και ξανά παζαρεύοντας από την αρχή, επιχειρώντας να αναβαθμίσει το ρόλο και τη θέση της. Η ελληνοτουρκική ένταση επανέρχεται καθώς η Τουρκία ανεβάζει την κλίμακα των διεκδικήσεων σε κυριαρχικά δικαιώματα, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, υποθαλάσσιες έρευνες κλπ, ενώ η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο (χωρίς όμως να πηγαίνει για όλα στη Χάγη), ελπίζει στην ευμενή ουδετερότητα των ΗΠΑ και αυτοπροβάλλεται ως πάντα δεδομένος και διαθέσιμος σύμμαχος.
Μέσα σε μια δεκαετία η διπλωματία των σεισμών έδωσε τη θέση της στην διπλωματία των παζαριών και των εκβιασμών, από τη μεριά της γείτονος, και στη διπλωματία της ελεημοσύνης και του καλού παιδιού που θα επιβραβευθεί, από τη μεριά της Ελλάδας.
Και οι δύο λαοί;
Τα αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης που γεννιούνται μέσα από τις ανθρωπιστικές και φυσικές καταστροφές διαστρέφονται και λοξοδρομούν, χρησιμοποιούνται όταν, και όσο βολεύει, μετασχηματίζονται από τα πάνω με μπόλικες δόσεις οξύτητας, πατριωτισμού και εθνικοφροσύνης, και ξανά ανασύρονται, όταν η Ουάσινγκτον το επιθυμήσει.
Συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση ή φιλία και αλληλεγγύη;
Σήμερα, και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μη βαίνει καλώς για το δυτικό στρατόπεδο, η ελληνοτουρκική όξυνση δεν είναι παραγωγική για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι είναι δεδομένη για τις ΗΠΑ, βρέξει – χιονίσει, επομένως η αμερικανική στρατηγική εστιάζει αποκλειστικά στη ρυμούλκηση της Τουρκίας και στην πλήρη στοίχησή της στα ευρωατλαντικά σχέδια.
Οι τουρκικές εκλογές την άνοιξη του 2023, είτε δώσουν νέα ηγεσία, είτε όχι, θα ανοίξουν -και δεν θα κλείσουν- ένα νέο γύρο τουρκικών διεκδικήσεων. Οι παρατηρητές της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας θα έχουν προσέξει ότι η κεμαλική αντιπολίτευση είναι πιο διεκδικητική, αναθεωρητική και απαιτητική σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, τα κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία, ακόμα και από τον Ερντογάν. Το παζάρι και ο εκβιασμός, συστατικά στοιχεία της τουρκικής διπλωματίας, θα ενταθούν αν η κατάσταση στην Ουκρανία παγιωθεί εναντίον του ΝΑΤΟ και η Κίνα παραμείνει σε αδιατάρακτη τροχιά κατάκτησης της παγκόσμιας ηγεμονίας, σε οικονομικό τουλάχιστον επίπεδο. Στον πάγκο του κρεοπωλείου θα μπει η Ελλάδα.
Δείγματα αυτής της πολιτικής έχουν ήδη δοθεί πολλαπλώς. Από τις δηλώσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μέχρι τις πολλαπλές διαψεύσεις που έχει δεχτεί το ελληνικό αφήγημα από τον Λευκό Οίκο και τους εκπροσώπους του, το συμπέρασμα είναι ένα: Η Τουρκία είναι μεγάλο μέγεθος για τους Αμερικάνους και επ ουδενί δεν θα αφεθεί να γλιστρήσει προς την Ανατολή, ειδικά σήμερα που η κυριαρχία της Δύσης αμφισβητείται ανοιχτά.
Η επωδός των ΗΠΑ -και λιγότερο άγαρμπα της ΕΕ- είναι μία και μόνη: “Βρείτε τα”. Στη Χάγη ή μόνοι σας. Με συγκυριαρχία και συνεκμετάλλευση, με παράλληλα βεβαίως γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα (καθώς οι πολεμικές βιομηχανίες πρέπει να εισπράττουν), με εσαεί επικυρίαρχο και επιδιαιτητή την Ουάσινγκτον.
Νέος γύρος προσέγγισης θα προκύψει, και οι διάφοροι συνήθεις ύποπτοι στην Ελλάδα τον έχουν προαναγγείλλει (πχ δηλώσεις Ντόρας Μπακογιάννη για Χάγη).
- Ένα ενδεχόμενο είναι να υπάρξει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο (διόλου απίθανο ενδεχόμενο) και το δίλημμα “πόλεμος ή Χάγη” να αποκτήσει ευήκοα ώτα στην ελληνική κοινωνία, με δεδομένο βέβαια ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν θα είναι σε όλα θετική για τις ελληνικές διεκδικήσεις.
- Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι η σταδιακή καλλιέργεια νέου κλίματος φιλίας που θα εκμεταλλεύεται τραγικά γεγονότα όπως αυτό των σεισμών για να οδηγήσει σε συμφωνίες συγκυριαρχίας και συνεκμετάλλευσης, υπό τις εντολές πάντα των ΗΠΑ.
- Και ένα τρίτο ενδεχόμενο είναι η γραμμή Μολυβιάτη – Καραμανλή, “άσε τα πράγματα να σαπίζουν, έτσι κι αλλιώς αν πάμε σε συμφωνία, αυτή δεν θα είναι θετική για την Ελλάδα”. Μόνο που η τρίτη γραμμή προϋποθέτει μια Τουρκία εξευμενισμένη, πράγμα δύσκολο χωρίς νέα βήματα οπισθοχώρησης από την ελληνική πλευρά.
Αυτά τα ενδεχόμενα είναι (και τα τρία) ανταγωνιστικά και ξένα με τα πραγματικά αισθήματα φιλίας και αλληλεγγύης των δύο λαών, γιατί διαιωνίζουν το ίδιο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωατλαντικής κυριαρχίας, του παζαριού, των εκβιασμών και των εκκλήσεων ελεημοσύνης και ευμένειας, εντός αυτής.
Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι να πάμε σε μια διατεταγμένη νέα “διπλωματία των σεισμών” που εξίσου εύκολα με το παρελθόν θα καταλήξει σε νέο γύρο εντάσεων, αμφισβητήσεων, αναθεωρητισμού, αλλά σε συνολική ρήξη και έξοδο από την αμερικανική – Νατοϊκή κυριαρχία και τα εθνικά “αιτήματα” Ελλάδας και Τουρκίας, που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της, και με αποδέκτη και κριτή το μεγάλο αφεντικό, την Ουάσινγκτον.
Αυτή η ρήξη με το πλαίσιο που επιβάλουν οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, θα δημιουργούσε το έδαφος για μια πραγματική διπλωματία των λαών και όχι των αμερικανικών πρεσβειών, που θα εκμεταλλεύεται θετικά και όχι υποκριτικά τα αισθήματα αλληλεγγύης των δύο λαών, αισθήματα που εκδηλώνονται εντονότερα σε στιγμές ανείπωτης καταστροφής και πόνου όπως αυτές που βιώνουν οι Τούρκοι, οι Κούρδοι και οι Σύριοι στα ερείπια των πόλεων και των χωριών τους.
Και η διπλωματία των υποκριτών
Τα φαινόμενα είναι φυσικά, αλλά οι καταστροφές είναι ταξικές. Από τον σεισμό χτυπήθηκε όχι απλά η πιο φτωχή και υποβαθμισμένη περιοχή της Τουρκίας, αλλά η περιοχή που κατοικείται από Κούρδους, πολίτες δεύτερης κατηγορίας του τουρκικού κράτους. Είναι επιπλέον η περιοχή που ζουν σε καταυλισμούς εκατομμύρια πρόσφυγες από τον πόλεμο στη Συρία.
Ο σεισμός χτύπησε όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τη Συρία. Και αν η Τουρκία τυγχάνει της διεθνούς συμπάθειας και στήριξης γιατί είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Συρία είναι αποσυνάγωγος του δυτικού κόσμου γιατί η ηγεσία της είναι φιλορωσική και μη αρεστή σε ΗΠΑ και ΕΕ.
Από το 2011, την αρχή του εμφυλίου στη Συρία, η ΕΕ αποφάσισε κυρώσεις εναντίον της συριακής κυβέρνησης, που ευνόησαν αντικειμενικά την ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους. Οι κυρώσεις αυτές ανανεώνονται διαρκώς και ισχύουν μέχρι και το καλοκαίρι του 2023.
Ανάμεσα στις κυρώσεις αυτές, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Ε. είναι: Πετρελαϊκό εμπάργκο, περιορισμοί επενδύσεων, δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που τηρεί στην ΕΕ η Κεντρική Τράπεζα της Συρίας, εξαγωγικοί περιορισμοί. Υποτίθεται ότι οι κυρώσεις αυτές είναι μέτρα ενάντια στην τρομοκρατία, αλλά στην πράξη είναι μέτρα ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, που ήταν και ο βασικός αντίπαλος του Ισλαμικού Κράτους.
Στην παρούσα φάση, και με χιλιάδες νεκρούς, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες αστέγους, η προϋπάρχουσα ανθρωπιστική κρίση στα τουρκο-συριακά σύνορα επιδεινώνεται δραματικά. Ωστόσο, για την ΕΕ και κάθε κράτος μέλος της χωριστά, μεγαλύτερη σημασία έχει η συνεχιζόμενη τιμωρία του φιλοΡώσου και αντιΑμερικάνου Άσαντ, παρά η μερική έστω ανακούφιση του συριακού λαού.
Το αμερικανικό σχέδιο διαμελισμού της Συρίας μπορεί να μην ευοδώθηκε, αλλά οι κυρώσεις και το εμπάργκο ενάντια στη Συρία καλά κρατούν. Στη δε Ελλάδα, από το 2012 απελάθηκε ο Σύρος πρέσβης και έκτοτε, πρεσβεία της Συρίας στη χώρα μας δεν υπάρχει. Άλλη μια ένδειξη υπαγωγής των ελληνικών εξωτερικών σχέσεων στα συμφέροντα της υπερδύναμης.
Στη Συρία ακόμα και τώρα, τρεις μέρες μετά την πρωτόγνωρη καταστροφή, υπάρχει αεροπορικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ και η μόνη βοήθεια που έχει φτάσει είναι από τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και μερικές ακόμα χώρες που δεν συντάσσονται με τον δυτικό ολοκληρωτισμό.
Πρόκειται για τη χείριστη υποκρισία στα συντρίμμια των ερειπίων. Επιλεκτικές ευαισθησίες, παλιανθρωπιά, φαρισαϊσμός και κούφια λόγια για ευρωπαϊκά κεκτημένα, ανθρωπισμό και αλληλεγγύη.
Αυτή είναι η διπλωματία των υποκριτών.