Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων, Παναττική Συνέλευση, Τετάρτη 13/11, 6.30 μμ, Νομική

Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων καλεί σε συνελεύσεις σε πόλεις της χώρας, όπου θα συζητηθούν η Πολιτική Πρόταση των συλλογικοτήτων που τον έχουν συγκροτήσει (ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, ΑΡΑΝ, ΚΙΝΗΣΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ΣΥΛΛΟΓΟΣ Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ, ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ), το προσωρινό πλαίσιο κοινής λειτουργίας και η ανάδειξη Συντονιστικών, στην προοπτική μιας Πανελλαδικής Διαδικασίας στα τέλη Μάη 2020.

Οι διαδικασίες αυτές ξεκινούν με την Παναττική Συνέλευση, την ερχόμενη Τετάρτη 13 Νοεμβρίου, στις 6.30 μ.μ., στο αμφιθέατρο 16, στον 7ο όροφο του Μεγάρου Θεωρητικών Επιστημών (νέο κτήριο Νομικής, είσοδος από Σίνα και Μασσαλίας).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ

Κλείνει ο προηγούμενος και ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος

1. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου έκλεισε τον ταραγμένο κύκλο της προηγούμενης δεκαετίας με την αναγέννηση του δικομματισμού και τη Νέα Δημοκρατία στη θέση του ηγεμόνα και του αυτοδύναμου κυβερνήτη, μετά από χρόνια κατακερματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Με έναν ΣΥΡΙΖΑ που βγαίνει από τη μνημονιακή διαχείριση με μικρές σχετικά απώλειες και ταυτόχρονα με πορεία στην κατεύθυνση μιας σοσιαλφιλελεύθερης «προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης». Η Ακροδεξιά πλέον εκπροσωπείται κοινοβουλευτικά από τη συστημική Ελληνική Λύση, η οποία θα πιέζει τη ΝΔ προς μία ακόμη πιο εθνικιστική, αυταρχική και ρατσιστική πολιτική. Από την άλλη, η αδυναμία της Χρυσής Αυγής να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση φαίνεται να αποτυπώνει μια ευρύτερη τάση σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρούνται σήμερα στοιχεία κρίσης εκπροσώπησης (π.χ. αποχή που αποτελεί ταυτόχρονα και ανησυχητική ένδειξη απόγνωσης και εξατομίκευσης ευρύτερων μαζών).

2. Ανοίγει ένας νέος ιστορικός κύκλος. Η ΝΔ μπορεί να πέτυχε μια «καθαρή» νίκη στις τελευταίες εκλογές αλλά η σημερινή εκλογική της βάση δεν θυμίζει σε τίποτα τα στιβαρά κοινωνικά μπλοκ προηγούμενων δεκαετιών. Καλείται να διαχειριστεί μια ασθενική οικονομική ανάκαμψη, ένα βαθύ κοινωνικό πρόβλημα φτώχειας και ένα ογκώδες δημόσιο χρέος που δύσκολα θα αποπληρωθεί ομαλά σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την ραγδαία όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών στον κόσμο, την Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν θα επιτύχει το αναπτυξιακό σοκ που υπόσχεται, αλλά θα προωθήσει με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις επιχειρώντας να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους εις βάρος της εργατικής τάξης και ευρύτερα, των δυνάμεων της εργασίας και του λαού.

3. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντιφατική πραγματικότητα. Από τη μια έχουμε ένα δυσμενή συσχετισμό δύναμης τόσο για τις δυνάμεις της εργασίας όσο και για τις δυνάμεις της Αριστεράς. Από την άλλη όμως δεν φαίνεται εύκολα να προδιαγράφεται μια κοινωνική και κατ’ επέκταση, πολιτική σταθερότητα. Η ΝΔ θα διαχειριστεί τα αποτελέσματα τριών μνημονίων και το τέταρτο, εν αναμονή μνημόνιο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να περάσει αλώβητη από την επιβολή μνημονιακής εμπνεύσεως πολιτικών, όσο κραταιά και αν είναι. Σε πρώτη ανάγνωση, το 71,5% του δικομματισμού φαίνεται καθηλωτικό. Η στήριξη όμως προς το ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται απαραίτητα ως επιδοκιμασία των μνημονιακών πολιτικών που ακολούθησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του κινήθηκε βάσει της λογικής του μη χείρον βέλτιστον απέναντι σε μια αυταρχικότερη εκδοχή αναδιάρθρωσης, όπως αυτή εκφράζεται από τη ΝΔ. Σε αυτή την αντίδραση πρέπει να προστεθεί και ένα μέρος της αποχής.

4. Εκμεταλλευόμενη μια πραγματικότητα, που με σταθερό τρόπο έχει οικοδομηθεί ιδεολογικά και πολιτικά εδώ και χρόνια από όλες τις δυνάμεις του συστήματος (ΜΜΕ, κράτος, αστικά κόμματα), η πολιτική της ΝΔ παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

– Ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, ως προς τους όρους εξυπηρέτησης των συμφερόντων του, αλλά και ως προς την καταστρατήγηση και το ζωτικό χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ξεχωρίζει η επίθεση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που επιχειρεί να δώσει με το πρόσφατο νομοσχέδιο η κυβέρνηση, το οποίο καταργεί στην πράξη τις συλλογικές συμβάσεις, ενώ επιχειρεί να ποδηγετήσει τον συνδικαλισμό με τα ηλεκτρονικά μητρώα και ψηφοφορίες. Η σπουδή με την οποία η κυβέρνηση ικανοποιεί αιτήματα του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου που είχαν αντιμετωπίσει την αντίθεση του λαϊκού κινήματος είναι χαρακτηριστική στην περίπτωση των Σκουριών και του Ελληνικού. Το περιβάλλον υποβαθμίζεται και περιφρονείται, ενώ ο πολιτισμικός πλούτος της χώρας εκποιείται, αν δεν θεωρείται εμπόδιο για τις κάθε είδους «επενδύσεις».

– Το ζήτημα της μνημονιακής επιτροπείας και του πρόθυμου ακολουθητισμού στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς αποκτά κι αυτό νέα χαρακτηριστικά.   Η άρχουσα τάξη υποτάσσεται πλήρως στον αμερικάνικο και ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό, ευελπιστώντας να βελτιώσει τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα, με τη συμμετοχή της στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

– Ένταση και όξυνση του αυταρχισμού: η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μιας κερδισμένης με αίμα κατάκτησης του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος, είναι ενδεικτική της προσπάθειας της άρχουσας τάξης να ξεμπερδέψει το συντομότερο δυνατό με τα πιο προοδευτικά και φιλολαϊκά στοιχεία της πολιτικής κληρονομιάς της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους και αγωνιστές  στα Εξάρχεια. Η όξυνση του συντηρητισμού και του αυταρχισμού είναι τα πολιτικά «προαπαιτούμενα» για το νέο γύρο υπέρ-αντιδραστικής ανάπτυξης, θεμελιωμένης πάνω στην καταπάτηση εργατικών δικαιωμάτων και την καταστροφή του περιβάλλοντος.

– Ταχύτατα προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις: Η ΔΕΗ είναι το επόμενο βήμα σε αυτή τη διαδικασία, με την απαξίωση και την οριστική εκποίησή της στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά και τα πρώτα δείγματα της κυβερνητικής πολιτικής σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία  και το συνταξιοδοτικό σύστημα καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση των βασικών δημόσιων αγαθών και τη βαθύτερη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς .

– Συντηρητικοποίηση και οπισθοδρόμηση σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής που, δυστυχώς, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και σε σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων. Τα αντιπροσφυγικά και αντιμεταναστευτικά μέτρα της κυβέρνησης και η ένταση της αντίστοιχης ρητορικής εντάσσονται και σε αυτό το πλαίσιο. Το ίδιο και η συστηματική προώθηση ενός πιο  αυταρχικού και επιθετικού εθνικισμού, όπως και οι προτροπές της Υπουργού Θρησκευμάτων και Παιδείας για εμπλοκή ιεροδιδασκάλων στην εκπαιδευτική διαδικασία.

– Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιχειρεί να οικοδομήσει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες με ορισμένα μεσαία στρώματα πάνω στη μείωση της φορολογίας και με κάποιες ελαφρύνσεις που δεν ανατρέπουν αλλά ενισχύουν την κύρια πολιτική κατεύθυνση: την μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, την ενίσχυση της κερδοφορίας τους.

– Επιχειρεί να αναπτύξει συμμαχίες και με τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού ενώ λεηλατεί τα εργατικά δικαιώματα και το περιβάλλον στο όνομα των επενδύσεων και της «ανάπτυξης για όλους». Επιχειρεί έτσι να μετατρέψει την παθητική αποδοχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής -στην οποία διέπρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ- σε μια ενεργητική στήριξή της.

Αυτή η πολιτική δεν μπορεί όμως να αντιστρέψει ριζικά το πρόβλημα της χαμηλής δυναμικής και αποδοτικότητας των επενδύσεων. Στοιχείο που σχετίζεται και με τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας και με τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το (μετα)μνημονιακό μοντέλο ανάπτυξης. Κάτι που υπογραμμίζεται από τη διεθνή αδυναμία του κεφαλαίου να ξεπεράσει τη στασιμότητα στις μαζικές, παραγωγικές επενδύσεις. Η οποία, με τη σειρά της, οφείλεται στην αδυναμία να αναταχθεί σταθερά η πτωτική πορεία του μέσου ποσοστού κέρδους, να καταστραφούν μαζικά τα πιο αδύναμα κεφάλαια. Αποδεικνύεται ότι ούτε η μείωση του εργατικού κόστους, ούτε η λεηλασία της φύσης μπορούν να βγάλουν το σύγχρονο καπιταλισμό από τις δομικές αντιθέσεις του.  Αντίθετα, όλα τα μέχρι τώρα μέτρα οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση αυτών των αντιθέσεων.

5. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί τόσο με το μνημονιακό οικονομικό πλαίσιο που έχει επιβληθεί από ΕΕ και ευρωζώνη, όσο και με τον ατλαντικό προσανατολισμό της αστικής τάξης της Ελλάδας. Είναι ενσωματωμένος στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι και προσπαθεί να προβάλει –αυτό που προσπάθησε να εφαρμόσει- μια πολιτική ήπιας νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Με βάση αυτό θα κάνει αντιπολίτευση επιδιώκοντας την εναλλαγή και όχι τη ρήξη και την ανατροπή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προοδευτικές και λαϊκές φωνές στο εκλογικό του ακροατήριο ή ακόμη και την κομματική του βάση. Σημαίνει όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον μετατραπεί  στον δεύτερο πόλο της αστικής πολιτικής, με ορισμένες, βέβαια, διαφορές με τη ΝΔ, που δεν έχουν όμως ποιοτικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχουν δυνατότητες για μια μετωπική πολιτική συμπόρευση με αυτό το κόμμα, αλλά μπορούν να αξιοποιηθούν οι διαφοροποιήσεις στο μαζικό κίνημα.

«Τέλος εποχής» και για τις δυνάμεις της Αριστεράς

6. Τα κόμματα που διατυπώνουν έναν πιο ριζοσπαστικό, προοδευτικό ή και κομμουνιστικό λόγο, παρά την προσφορά και τους αγώνες της βάσης τους, δεν φάνηκαν ικανά να ωφεληθούν από τη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και να εκτιμήσουν τη βαρύτητα του εκλογικού αποτελέσματος: Η επίδοση του ΚΚΕ ήταν εντός του υποδιπλασιασμού των τελευταίων χρόνων. Η ΛΑΕ κυρίως, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστησαν σοβαρότατες εκλογικές ήττες. Η πρώτη τέθηκε σε ανεπίστρεπτη κρίση, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξαναγύρισε εκεί από όπου ξεκίνησε το 2009 και βαθιά διχασμένη. Ο κύκλος αυτών των πολιτικών μετώπων με τη σημερινή μορφή τους πολιτικά έχει κλείσει. Το κύριο είναι ότι κανένας από αυτούς τους φορείς δεν φαίνεται να έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα από τις ήττες και τις αποτυχίες του. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή αποτυχία όλων των προγραμμάτων και κομμάτων της Αριστεράς, απέναντι στην οποία τοποθετούμαστε και εμείς αυτοκριτικά.

7. Εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα συνιστά η ύφεση του λαϊκού κινήματος και η αδυναμία ανάπτυξης μαζικών αγώνων, τόσο γενικά όσο και ειδικότερα με πρωτοπόρα την εργατική τάξη. Κάποιες μαζικές κινητοποιήσεις μετά τις εκλογές (για τα Εξάρχεια, τον Φύσσα, τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Ζακ, εργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις κ.α.) έδειξαν τη διάθεση ενός εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου δυναμικού για σύγκρουση με την κυβέρνηση στο πεδίο της στήριξης των ανθρώπινων και δημοκρατικών δικαιωμάτων, χωρίς όμως οργανική σύνδεση με το εργατικό κίνημα. Απουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάτασης του μαζικού κινήματος και σύνδεσης των επιμέρους κινητοποιήσεων και αγώνων.

8. Η κατάσταση της Αριστεράς, στο σύνολό της, δυσκολεύει μια γρήγορη αναδιοργάνωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, κάνει το έργο της μαζικής και νικηφόρας αντίστασης στην επίθεση της ΝΔ και του νέου δικομματισμού, να μοιάζει με ηράκλειο άθλο. Ωστόσο, αυτός είναι ο δρόμος που απαιτείται να ακολουθήσει η ριζοσπαστική Αριστερά.

9. Για να ανταποκριθούμε σε αυτή την απαίτηση, χρειάζεται βαθιά, μαχόμενη και ουσιαστική αυτοκριτική επανεξέταση της τακτικής, των μετώπων και των συνθημάτων, από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, κρατώντας κάθε πολύτιμη παρακαταθήκη, αλλά με διάθεση υπέρβασης και σε ρήξη πλέον με ό,τι καθήλωσε τη δυνατότητα για μια ανατρεπτική αριστερή πολιτική. Χρειάζεται η σχεδιασμένη και έμπρακτη κοινή δράση των αριστερών δυνάμεων για μια ενωτική και μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ, για την ταξική αναδιοργάνωση του εργατικού, λαϊκού και νεανικού κινήματος και μια αποτελεσματική μετωπική συμμαχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

10. Το ΜεΡΑ25 κινείται πολιτικά σε μια κατεύθυνση ενσωμάτωσης στην ΕΕ και το αστικό πλαίσιο με πιο «μαχητική» διαπραγμάτευση, αν και εξέφρασε εκλογικά μεγάλο μέρος του δυναμικού που αναζήτησε τα προηγούμενα χρόνια μία διαφορετική ριζοσπαστική κατεύθυνση. Για αυτό δεν μπορεί να συνεισφέρει στην παραπάνω κατεύθυνση, παρά κάποιες διαφοροποιήσεις του σε επιμέρους ζητήματα.
Το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ, με όποιες μορφές κι αν συνεχίσουν, μπορούν και πρέπει να συμβάλουν σε μια ενωτική λαϊκή αντιπολίτευση. Αλλά, για διαφορετικούς λόγους, η σημερινή πολιτική τους εμποδίζει κάθε μια από αυτές τις δυνάμεις να ανταποκριθούν, πολύ περισσότερο, να ηγηθούν σε μια τέτοια αναγκαία προσπάθεια. Για αυτό χρειάζεται η υπέρβαση τόσο της ρεφορμιστικής, όσο και της σεχταριστικής πολιτικής στην Αριστερά.

Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός στην εποχή μας

11. Μετά τη δομική κρίση του 2008, το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός ανεβάζουν την επιθετικότητά τους σε όλα τα επίπεδα: Προετοιμάζουν πολέμους μέσα από την όξυνση των ανταγωνισμών, βαθαίνουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, χτυπούν τα δημοκρατικά, εργασιακά δικαιώματα και τις ελευθερίες, εντείνουν την καταπίεση, προωθούν αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις, καταπιέζουν μικρότερα έθνη και εθνότητες, τις γυναίκες, τους μετανάστες, τη νεολαία, καταστρέφουν το περιβάλλον.

12. Σήμερα, η αδυναμία επιτυχημένου ξεπεράσματος της κρίσης από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου οδηγεί σε αντικρουόμενες τάσεις τόσο διεθνώς όσο και στην Ε.Ε. Αφενός, μια τάση ακόμα πιο νεοφιλελεύθερης φυγής προς τα εμπρός, και αφετέρου μία τάση επαναφοράς προστατευτικών πρακτικών έναντι των κύριων διεθνών ανταγωνιστών. Η πρώτη τάση επενδύεται με ιδεολογήματα «κοσμοπολιτισμού» και υπεράσπισης του ανοίγματος των αγορών διεθνώς. Πατώντας πάνω στα αντιδραστικά κεκτημένα του νεοφιλελευθερισμού, αναπτύσσεται μια δεύτερη τάση: ένα αντιδραστικό, ακροδεξιό και εθνικιστικό ρεύμα, που εμφανίζεται ως δήθεν «αντισυστημικό», ενώ αποτελεί την πιο σκοτεινή όψη του συστήματος. Εντός του, επανεμφανίζονται  τα παλιά τέρατα: ο φασισμός και ναζισμός. Αυτές οι δύο τάσεις ανταποκρίνονται σε εσωτερικές δομικές ανάγκες και αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Εκφράζουν την όξυνση των αντιθέσεων εντός και των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων στο εσωτερικό των χωρών. Αντιθέσεις σχετικά με το μείγμα οικονομικής πολιτικής ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα επιμέρους μερίδων και των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που αυτές επιχειρούν να διαμορφώνουν. Η αδυναμία της ριζοσπαστικής και της κομμουνιστικής Αριστεράς να αρθρώσει έναν δομημένο και δυνάμει αντι-ηγεμονικό λόγο απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση», την Ε.Ε. και τις πολιτικές του κεφαλαίου άφησε αντικειμενικά χώρο σε αυτές τις δυνάμεις να εδραιωθούν κεφαλαιοποιώντας πολιτικά τη διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια.

13. Η εποχή μας είναι εποχή εμφάνισης ποιοτικά νέων παραγωγικών δυνάμεων, δυνητικά επαναστατικών για την παραγωγή πλούτου για το λαό και την απελευθέρωση χρόνου εντός και εκτός της εργασίας.  Ο καπιταλισμός, ειδικά στην περίοδο της κρίσης του, όχι μόνο δεν μπορεί να αξιοποιήσει επαρκώς τις κατακτήσεις της επιστήμης, της εργασίας και του πολιτισμού αλλά τις ιδιοποιείται, τις διαστρέφει και τελικά τις στρέφει ενάντια στη σύγχρονη  εργατική  τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά μεσαία στρώματα. Οι νέες και συνεχώς εξελισσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, οι οξυμένες αντιθέσεις και αντιφάσεις τους με τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, παράλληλα με τις μεγάλες δυσκολίες, εμπεριέχουν και εκφράζουν ταυτόχρονα τις σύγχρονες δυνατότητες  για μια βαθιά πολιτική και πολιτιστική επανάσταση στην εργασία, στη γενικότερη οργάνωση της ζωής του εργάτη -δημιουργού. Μπορούν να τροφοδοτήσουν μεγάλες κοινωνικές αναμετρήσεις, ώστε το εξαιρετικά επίκαιρο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»  να αποκτά υλική υπόσταση, να γίνεται υπόθεση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

14. Κατανοούμε ότι οι παραπάνω επισημάνσεις για τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό στην εποχή μας, δεν αρκούν για να απαντηθεί το μεγάλο ζήτημα μιας επαναστατικής στρατηγικής και μιας νέας κομμουνιστικής εναλλακτικής απάντησης στο ΤΙΝΑ του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων του συστήματος. Μεγάλα προβλήματα αναδεικνύονται μπροστά μας προς απάντηση, όπως η σχέση «παγκοσμιοποίησης» – διεθνοποίησης και έθνους κράτους, οι νέες σχέσεις εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, το σύγχρονο μονοπώλιο και οι πολυεθνικοί όμιλοι, τα καινούρια χαρακτηριστικά στο κράτος και στη δομή της αστικής εξουσίας, ο κατακερματισμός και η συγκέντρωση της εργατικής τάξης, οι νέες τεχνολογίες, τα μέσα ενημέρωσης, ο πολιτισμός και η διαμόρφωση της εργατικής και λαϊκής συνείδησης κ.α. Για αυτό, σήμερα, είναι αναγκαίο να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τα καινούρια χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού.

Η ΕΕ σε κρίση και σε πορεία βαθύτερης αντιδραστικοποίησης

15. Η Ε.Ε. προσπαθεί να δείξει εικόνα κανονικότητας αλλά οι πολιτικές και οικονομικές αντιθέσεις οξύνονται:

⎼ Οι χώρες της Ε.Ε. ανέκτησαν κατά μέσο όρο το επίπεδο παραγωγής (ΑΕΠ) που είχαν το 2008 σε 6 χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ενώ η Γερμανία χρειάστηκε μόλις 3, οι χώρες της ΟΝΕ κατά μέσο όρο χρειάστηκαν 7 χρόνια, ενώ η Ελλάδα και η Ιταλία 10 χρόνια μετά δεν το έχουν ανακτήσει ακόμη. Το ζήτημα του χρέους παραμένει ενεργό, κύρια στην Ιταλία.

⎼ Η διαδικασία του Brexit μένει να φανεί με πόσους κραδασμούς (συναινετικά ή όχι) θα προχωρήσει.

⎼ Υπάρχει κρίση και της διαδικασίας ολοκλήρωσης προς ανατολάς, σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που αμφισβητούν ακόμη και το περίφημο «ευρωπαϊκό κεκτημένο».

⎼ Ο Μακρόν, που θεωρήθηκε εμβληματικός εκφραστής της «εμβάθυνσης», δυο χρόνια μόλις μετά την ανάδειξή του στην προεδρία δείχνει σαφή σημάδια κόπωσης, με τη δημοτικότητά του να βαίνει διαρκώς μειούμενη χάρη και στην κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων. Η Μέρκελ αμφισβητείται από τα δεξιά και στην Ιταλία η ακροδεξιά Λέγκα, αναδεικνύεται σταδιακά σε κύρια πολιτική δύναμη.

Αυτή η Ε.Ε. δεν είναι εστία ειρήνης και οικονομικής ανάπτυξης για τους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης, είναι ένας αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός – καπιταλιστικός μηχανισμός. Δεν αλλάζει «από μέσα», δεν μεταρρυθμίζεται, παρά μόνο ανατρέπεται.  Κάτι που φυσικά δεν αρκεί να διαπιστώνεται αλλά πρέπει να τεκμηριώνεται στοιχειωδώς σοβαρά ειδικά και υπό το φως της εμπειρίας του 2015.

16. Η κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συνεπώς, παραμένει μπροστά μας. Παραμένει και η ανάγκη ανασύνταξης, ανασύνθεσης, βαθιάς ανασυγκρότησης και μετωπικής συστράτευσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για:

⎼ Μια κατεύθυνση λαϊκής ρήξης και αποδέσμευσης από την ΟΝΕ και την Ε.Ε.

⎼ Την εξυπηρέτηση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων.

⎼ Δημοκρατία προς όφελος των εργαζομένων και του λαού.

⎼ Λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.

⎼ Με τον λαό στο τιμόνι και με το αναγκαίο στη συγκυρία μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα,  για τη σύνδεση της αντιευρώ και αντι-ΕΕ ρήξης με μια φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση και με τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική.

Μια τέτοια Αριστερά θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά την κρίση της ΕΕ προς όφελος των εργαζομένων και του λαού. Δίνοντας ένα αποτελεσματικό παράδειγμα άλλου δρόμου ενάντια στα ευρωπαϊκά μνημόνια, τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, την Ακροδεξιά και τον φασισμό, τις πολιτικές του κεφαλαίου και την ιμπεριαλιστική επιτροπεία. Ένα παράδειγμα που θα τονώσει τη λαϊκή αυτοπεποίθηση και τους αγώνες ενάντια στην ΟΝΕ και την ΕΕ και σε άλλες χώρες. Κι έτσι θα επιτελέσει και το διεθνιστικό καθήκον της απέναντι στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, με τους οποίους θέλουμε να συντονιστούμε ακριβώς επειδή βιώνουν παρόμοια καταπίεση από τις αστικές τάξεις τους στο πλαίσιο της ΕΕ

Η Ελλάδα , αδύναμος κρίκος στην ΕΕ και το διεθνές σύστημα

17. Η Ελλάδα, μια χώρα μέσου επιπέδου καπιταλιστικής ανάπτυξης, εντάχθηκε στην ΕΟΚ – ΕΕ με σκοπό να επιταχύνει αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ελληνική αστική τάξη επιδίωξε τη συμμετοχή στην ΟΝΕ ακόμα κι αν υπήρχαν φωνές που έθεταν το ζήτημα ότι η ελληνική καπιταλιστική οικονομία ήταν σχετικά αδύναμη ακόμη για να εκτεθεί στον ανταγωνισμό πιο παραγωγικών ευρωπαϊκών κεφαλαίων χωρίς την προστασία της νομισματικής ισοτιμίας.

Τα πρώτα χρόνια της ΟΝΕ η ελληνική οικονομία είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, βασιζόμενη στην αθρόα πίστωση λόγω της πτώσης των επιτοκίων (του ευρώ σε σχέση με τη σχετικά «σκληρή» δραχμή των χρόνων πριν από την ένταξη). Αυτή η πίστωση διοχετεύτηκε κυρίως σε κλάδους πιο προστατευμένους από τον διεθνή ανταγωνισμό (κατασκευές, εγχώριες υπηρεσίες, τουρισμός), μη εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων. Κλάδοι που αποδείχτηκαν εξαιρετικά ευάλωτοι στο ξέσπασμα της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα σε όλη την περίοδο του ευρώ η χώρα αύξανε το εμπορικό έλλειμμα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, κυρίως εξαιτίας της εισαγωγής προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που η ίδια δεν παράγει. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδήγησε στην αύξηση του δημόσιου ελλείμματος, του χρέους και του εξωτερικού δανεισμού και συνεπώς στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

18. Δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, οι βασικές ορίζουσες του «ελληνικού προβλήματος» είναι ακόμη υπαρκτές:

⎼ Η ελληνική οικονομία διατηρείται σχετικά στάσιμη, σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο (περίπου 24-25% μικρότερο) από το 2008.

⎼ Εξυπηρετείται η διαμόρφωση του συγκεκριμένου αναπτυξιακού προτύπου που προέβλεπαν τα μνημόνια για μια χώρα που θα είναι διαμετακομιστικός κόμβος μεταξύ Ανατολής και Ευρώπης με αναβαθμισμένες μεταφορικές υποδομές, με μια οικονομία έντασης εργασίας με έμφαση στις υπηρεσίες, τον τουρισμό και τις επενδύσεις real estate, με χαμηλό εργατικό κόστος και φιλικό περιβάλλον για «επενδύσεις».

⎼ Τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα συμπιέζονται για να αποκομίζουν κέρδος οι μεγάλες επιχειρήσεις. Οι δυνάμεις του εγχώριου κεφαλαίου έχουν κάθε συμφέρον να μη διακυβευτεί το ουσιαστικό «μνημονιακό κεκτημένο» για να αποκομίζουν κέρδος πλέον κυρίως μέσω της εσωτερικής υποτίμησης των μισθών και της λιτότητας.

⎼ Οι δυνάμεις της ΕΕ και των δανειστών μας έχουν κάθε συμφέρον να παραμένει σε αυτή την κατάσταση η ελληνική κοινωνία και οικονομία, εφόσον παραμένει εντός των ΟΝΕ – ΕΕ, για λόγους πολιτικού παραδειγματισμού, αλλά και για να μην υπάρξει νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που θα κλονίσει οικονομικά την ΕΕ. Συνεχίζοντας φυσικά να εκμεταλλεύονται ανάλογα την κατάσταση, αποσπώντας εμπορικά πλεονάσματα και «φιλέτα» μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Αυτή είναι η ουσία της ιμπεριαλιστικής επιτροπείας που έχει επιβληθεί στον ελληνικό λαό.

Πρέπει να είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ελληνική κοινωνία θα παραμείνει εγκλωβισμένη σε αυτή την «παγίδα» όσο παραμένει στο κλουβί της ΕΕ.

19. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα βίωσαν και βιώνουν πολύ βαθύτερα την καπιταλιστική κρίση, την αντεργατική και αντιδημοκρατική επιθετικότητα του κεφαλαίου, ενώ ζουν μέσα στην ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των πολεμικών προετοιμασιών.

Η αστική τάξη της Ελλάδας, όχι μόνον δεν προωθεί την «έξοδο» από τα μνημόνια, αλλά τα εμπεδώνει και τα «ιδιοποιείται», υποτάσσεται πλήρως στην ΕΕ και το ΔΝΤ, βαθαίνοντας την εκμετάλλευση και την κερδοφορία ειδικά των πολυεθνικών μονοπωλίων, ενώ προσθέτει και μια νέα αμερικανοκρατία. Προωθεί τις επιδιώξεις της ελληνικής ολιγαρχίας στα Βαλκάνια, η οποία, υπό την σκέπη των ΗΠΑ, επιχειρεί να ανακτήσει κάποιες θέσεις, όπως δείχνει η Συμφωνία των Πρεσπών. Η Συμφωνία αυτή δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που έχουν δημιουργήσει οι εθνικισμοί των βαλκανικών αστικών τάξεων, κυρίως γιατί είναι ενταγμένη στους ευρύτερους νατοϊκούς και ευρωενωσιακούς σχεδιασμούς, παρά ορισμένα θετικά σημεία της (π.χ. σύνθετη ονομασία, αναγνώριση σλαβομακεδονικού έθνους και γλώσσας).

20. Την ίδια στιγμή, ο τουρκικός καπιταλισμός είναι πιο ισχυρός, σήμερα. Διεκδικώντας ηγετικό ρόλο στην περιοχή αυξάνει την επιθετικότητά του, τις απειλές πολέμου, προβάλλει αναθεωρητικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μέσω του άξονα Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου, στον οποίο συμμετέχει ενεργά ο ελληνικός καπιταλισμός, εντείνει την παρέμβασή του στην Αν. Μεσόγειο για τον έλεγχο ειδικά των πηγών και δικτύων μεταφορών ενέργειας. Σε αυτό το τοπίο δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι για την έναρξη πολεμικών αναμετρήσεων στην περιοχή μας.

21. Οι πρώτες αυτές επισημάνσεις δείχνουν ότι είναι αναγκαίο να ανοίξει εκ νέου μια βαθύτερη συζήτηση και σε αυτό το ζήτημα: Ποιος είναι και που βαδίζει ο ελληνικός καπιταλισμός, ποια είναι η θέση του στο διεθνές καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό σύστημα, ποια είναι η κοινωνική διαστρωμάτωσή του, ποιες οι ιδιομορφίες του κ.α. Αυτή η συζήτηση είναι αναγκαία εάν θέλουμε να αναπτύξουμε μια συγκεκριμένη στρατηγική για την επανάσταση στον «αδύναμο κρίκο» του ελληνικού έθνους – κράτους, για τη διεθνή αλληλεπίδραση, αλλά και αν θέλουμε να αναπτύξουμε μια αποτελεσματική τακτική μετωπικής συγκέντρωσης δυνάμεων που θα απαντά στο «σήμερα» και θα συνδέει με το «αύριο».

Η κατάσταση του κομμουνιστικού, αριστερού και εργατικού – λαϊκού κινήματος

22. Σε αυτή την αντιφατική κατάσταση σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, αναπτύχθηκαν και θα αναπτύσσονται ημιαυθόρμητοι εργατικοί, κοινωνικοί και λαϊκοί αγώνες αντίστασης.

Μέσα σε αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες μπορεί να γεννηθούν τα σπέρματα από το μέλλον που θα συναντήσουν τις καλύτερες επαναστατικές παραδόσεις και κατακτήσεις του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Όμως,  το παρελθόν της ήττας βαραίνει ακόμη πάνω στο παρόν. Βαραίνει η στρατηγική κρίση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος από τις καταρρεύσεις και ανατροπές της σοσιαλιστικής απόπειρας του προηγούμενου αιώνα. Βαραίνουν δεκαετίες ρεφορμιστικής και συστημικής πολιτικής στην Αριστερά, μαζί με το σεχταρισμό και τον αριστερισμό. Σε όλα αυτά προστέθηκε και η ήττα των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων, τους οποίους η Αριστερά, ειδικά η κομμουνιστική, εξαιτίας της αδυναμίας και των ανεπαρκειών της απέτυχε να αξιοποιήσει.

23. Οι σημερινές εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις είναι ακόμη κατακερματισμένες, ανεπαρκείς και χωρίς σαφή προοπτική, διότι, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες, καθορίζονται από την έλλειψη επαναστατικού προγράμματος και προσανατολισμού. Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι επείγουσα και δεν αφορά αποκλειστικά κάποιον πολιτικό φορέα ή κάποιους «ειδικούς». Πρόκειται για μια διαδικασία που πρέπει να εξελιχθεί μέσα στην ανάπτυξη της δράσης, ανοιχτά μέσα στην εργατική τάξη και το λαό. Εκεί θα δώσει καθένας την συνεισφορά του.

24. Οι ηγεσίες και η πολιτική του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, για διαφορετικούς λόγους και παρά την προσφορά και τους αγώνες τους, δεν ανταποκρίνονται σε αυτό το καθήκον, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στις πρόσφατες αναμετρήσεις. Αδυνατούν να συλλάβουν τη νέα κατάσταση. Συνεχίζουν χωρίς ουσιαστική αυτοκριτική της πορείας τους. Γενικά, στην Αριστερά κυριαρχεί ο σεχταρισμός μαζί με τον οπορτουνισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο αρχηγισμός και ο κοινοβουλευτισμός. Αναπτύσσεται ένας ενδοαριστερός «εμφύλιος» που φτάνει μέχρι και σε φαινόμενα βίας.

Από την άλλη, ο αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος, παρά τη συμμετοχή τμημάτων του σε συνδικαλιστικούς και αντικατασταλτικούς αγώνες, δεν μπορεί συνολικά να ξεφύγει από την υποτίμηση της πολιτικής, προγραμματικής και οργανωτικής συγκρότησης και σε όψεις του, από το φετιχισμό της βίας και μία μηδενιστική αντικοινωνική στάση.

25. Από αυτή τη σκοπιά, για όλα τα παραπάνω απαιτείται μια βαθιά κριτική και αυτοκριτική αποτίμηση της τακτικής, των συνθημάτων και των πράξεων της Αριστεράς στην ταραγμένη δεκαετία που πέρασε και η οποία άφησε ανεξίτηλο ίχνος για το μέλλον. Κατανοούμε πλήρως ότι χωρίς μία συνολική αποτίμηση για αυτές τις ελλείψεις, συνολικά αλλά και για τις δικές μας, δεν μπορεί να υπάρξει ελπιδοφόρα τομή με τα λάθη και τις παθογένειες του παρελθόντος. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα προσπαθήσουμε να καταθέσουμε από κοινού έναν τέτοιο αναγκαίο και ουσιαστικό απολογισμό.

Για την αντιστροφή και υπέρβαση της κατάστασης

26. Είναι αναγκαίο ένα αποφασιστικό και μαχητικό βήμα αντιστροφής και υπέρβασης. Είναι η ώρα για μια νέα συσπείρωση δυνάμεων που θα συμβάλει στην προγραμματική ανασύνθεση της κομμουνιστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Που θα προωθεί ως στρατηγική τη ρήξη και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Με μαχόμενη κριτική αποτίμηση για την ιστορική πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς να ισοπεδώνεται η προσφορά του. Με στόχο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα αντάξιο της εποχής μας με βασικό καθήκον την ανασυγκρότηση του διεκδικητικού κινήματος και της Αριστεράς, ώστε να ανακοπεί η πορεία διάλυσης. Για να ανοίξει η συζήτηση για την επόμενη μέρα, μπροστά στους υπάρχοντες αριστερούς φορείς, ώστε να τεθούμε όλοι προ των ευθυνών μας.

27. Η ιστορική αποτίμηση της επαναστατικής απόπειρας του 20ου αιώνα και η νέα εποχή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού απαιτούν έναν βαθύ διάλογο που θα στηρίζεται στη θεωρία του Μαρξ και του Ένγκελς, στην επέκταση και την εμβάθυνσή του από τη συνεισφορά του λενινισμού, στον επαναστατικό μαρξισμό, αλλά και στη συμβολή όλων των μαχόμενων μαρξιστών, με στόχο μια, αντίστοιχη με την εποχή μας, στρατηγική για τις επαναστάσεις και την κομμουνιστική κοινωνία του 21ου αιώνα. Για να απαντήσουμε στα μεγάλα ερωτήματα: Ποια θα είναι η πορεία της επαναστατικής διαδικασίας στην εποχή μας; Τι συμπεράσματα αντλούμε από την εμπειρία των επαναστάσεων του 20ου αιώνα; Πώς προωθείται ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας;

28. Η αντίστοιχη συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος για την αντιστροφή της σημερινής κατάστασης. Το γεγονός ότι οι κομμουνιστικές δυνάμεις οφείλουν να προωθούν τη στρατηγική τους, δεν σημαίνει ότι παραιτούνται από τα μέτωπα, από άξονες συσπείρωσης και κοινής δράσης με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για τα προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα το λαό και τη χώρα.

Γι’ αυτό απαιτείται μια πορεία δημιουργίας ενός σύγχρονου εργατικού και λαϊκού, κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Σε αυτό το μέτωπο, οι πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό αγώνα με το ταξικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο του, όπως και αντίστροφα, να συμβάλουν έτσι ώστε ο αντικαπιταλιστικός αγώνας να εκφράζεται με τις σύγχρονες αντιιμπεριαλιστικές και δημοκρατικές αιχμές του.

Ένα τέτοιο μέτωπο δεν έρχεται σε σύγκρουση, αντίθετα, ενισχύει τις προσπάθειες για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, τροφοδοτεί την επαναστατική προοπτική.

Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο μέτωπο δεν μπορεί να είναι μόνον κοινωνικό. Είναι αναγκαία μια πολιτική συμμαχία των ανατρεπτικών αριστερών δυνάμεων. Που θα συσπειρώσει δυνάμεις ενάντια στο διπολισμό γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, αλλά και ενάντια στην Ακροδεξιά και το νεοφασισμό. Που θα δώσει νέα πνοή στο μαζικό κίνημα, θα συμβάλει σε νίκες και κατακτήσεις τι οποίες τόσο ανάγκη έχει ο λαός και η νεολαία.

Βασικά στοιχεία ενός πολιτικού προγράμματος για τη σημερινή περίοδο

29. Ένα τέτοιο μέτωπο έχει σαν κεντρικό πολιτικό και κοινωνικό στόχο:

Ριζικές κατακτήσεις για τα σύγχρονα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, προωθώντας τη ρήξη και ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού. Κατακτήσεις που μπορούν να επιβληθούν εντός και παρά το χρέος, την ΕΕ και την αστική κυριαρχία, με αγώνα εναντίον τους, ανοίγοντας νέες προοπτικές για την επαναστατική διαδικασία. Σε αυτή την κατεύθυνση  αναζητούμε μια πρόταση τακτικής για τη σημερινή περίοδο, που μπορεί να συσπειρώσει μετωπικά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Αποτελεσματική τακτική δεν μπορεί να είναι ούτε ο ρεφορμισμός και η υποταγή στο σύστημα, ούτε ο αριστερισμός και η άσφαιρη καταγγελία του καπιταλισμού.

Ένα τέτοιο μέτωπο χρειάζεται ένα πρόγραμμα πάλης με βάση τους παρακάτω βασικούς άξονες:

– Κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και λαϊκό εισόδημα, με σταθερές εργασιακές σχέσεις και μείωση του χρόνου εργασίας, προοδευτική φορολογία και προστασία της λαϊκής κατοικίας.

– Παύση πληρωμών, διαγραφή του δημόσιου χρέους, διαγραφή – ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους των λαϊκών στρωμάτων.

– Εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων με δημοκρατικό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

– Έξοδος από ευρώ και Ευρωπαϊκή Ένωση, λαϊκή κυριαρχία στη νομισματική πολιτική και σε όλους τους τομείς, στην οικονομία, την πρόνοια, την άμυνα, τη δημόσια περιουσία.

– Ειρήνη και ισότιμη συνεργασία των λαών σε Βαλκάνια, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Έξοδος από το ΝΑΤΟ, έξω οι βάσεις. Όχι στη νατοϊκή Συμφωνία των Πρεσπών και στον άξονα με ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο.

– Υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των εργατικών λαϊκών ελευθεριών, αποφασιστική αντιφασιστική πάλη.

– Δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία και ασφάλιση για όλους.

– Υπεράσπιση των μικρομεσαίων στρωμάτων και της μικρομεσαίας αγροτιάς.

– Στήριξη των δικαιωμάτων των νέων εργαζόμενων, των φοιτητών και μαθητών, των γυναικών και όλων των καταπιεζόμενων ομάδων.

– Υπεράσπιση των προσφύγων και των μεταναστών.

– Προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος από την καταστροφή χάριν του κέρδους.

30. Οι παραπάνω άξονες πολιτικού προγράμματος απαιτείται να βαθύνουν για να δοθούν πειστικές απαντήσεις:

– Στο θεμελιώδες κοινωνικό – οικονομικό ζήτημα, απέναντι στην καπιταλιστική κρίση, στην ανεργία, στην κρίση των τραπεζών, στις χρεοκοπίες επιχειρήσεων, στην ασυδοσία της «ελεύθερης αγοράς» και τη ζούγκλα του ανταγωνισμού, στο ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων και χώρων, στις ιδιωτικές καταστροφικές επενδύσεις, στις μειώσεις μισθών και συντάξεων, στην κατάργηση συλλογικών συμβάσεων.

– Στο δεύτερο μεγάλο ζήτημα, αυτό της δημοκρατίας, για δημοκρατικές, πολιτικές και συνταγματικές κατακτήσεις υπέρ των εργαζομένων και με την ενεργό συμμετοχή του λαού σε όλα τα πεδία, απέναντι στον εκφυλισμό και την αντιδραστική μετάλλαξη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στις νεοφασιστικές τάσεις κατάργησής της.

– Στο ζήτημα μιας αντιιμπεριαλιστικής ανεξάρτητης πολιτικής, απέναντι στους κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή μας από την πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης, από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων, απέναντι στην επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης.

31. Η δεκαετία που πέρασε ανέδειξε το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στο πρόγραμμα και το εργατικό λαϊκό μέτωπο με την κυβέρνηση και με την επαναστατική διαδικασία και εξουσία. Αυτό το μεγάλο πρόβλημα δεν απαντήθηκε επαρκώς από τις κομμουνιστικές επαναστατικές δυνάμεις, στην προηγούμενη δεκαετία, με αποτέλεσμα να «απαντηθεί» από τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια κατεύθυνση ενσωμάτωσης και υποταγής. Απαιτείται μια ριζοσπαστική αντιμετώπιση αυτών των σχέσεων, με βάση την εποχή μας, τις παλιές και σύγχρονες εμπειρίες, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών (π.χ. Λατ. Αμερική).

32. Ταυτόχρονα, μέσα και μαζί με την όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, οξύνεται ένα ευρύτερο σύνολο κοινωνικών αντιθέσεων, όπως η αντίθεση καπιταλισμού – φύσης, πόλης – υπαίθρου, έμφυλες αντιθέσεις και πατριαρχία, εθνοτικές αντιθέσεις και ρατσισμός, πολιτισμικές – θρησκευτικές αντιθέσεις κ.λπ. Η ανάπτυξη μαζικών κινημάτων για την καταπολέμηση των αντιδραστικών τάσεων σε κάθε πεδίο είναι αναγκαία, ταυτόχρονα με μία προσπάθεια σύνδεσής τους με το ευρύτερο κίνημα και ρεύμα για την απελευθέρωση των εργαζομένων και του λαού. Η σύνδεση αυτή απαιτεί σύγχρονες ειδικές θεωρήσεις και πρακτικές ανά πεδίο όσο και μία συνολική ταξική – κοινωνική οπτική σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό και με σοσιαλιστική – κομμουνιστική κατεύθυνση εντός των κινημάτων αυτών. Για να αντιμετωπιστεί η προσπάθεια του νεοφιλελευθερισμού, συχνά μέσω μεταμοντέρνων ιδεολογικών ρευμάτων, για τον κατακερματισμό, την απομόνωση και τελικά την ενσωμάτωση αυτών των κινημάτων σε μια κοσμοπολίτικη και φιλελεύθερη ατζέντα.

Στο μαζικό κίνημα

33. Τόσο οι κομμουνιστικές δυνάμεις, όσο και το μέτωπο, δοκιμάζονται, κρίνονται και υπηρετούν το μαζικό κίνημα.

Από αυτή τη σκοπιά, για να αναπτυχθούν μαζικοί, νικηφόροι εργατικοί αγώνες, είναι αναγκαίο να εξοπλιστεί το ταξικό συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα με ένα σύγχρονο πρόγραμμα διεκδικήσεων για το μισθό, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη δημοκρατία στους χώρους εργασίας κ.α. Χρειάζεται μετωπική συσπείρωση των αγωνιζόμενων, ταξικών δυνάμεων  για μια μαζική, ενωτική και ανεξάρτητη εργατική ταξική κίνηση που θα συμβάλει σε πλατιά αγωνιστικά σχήματα στους κλάδους και τις επιχειρήσεις. Θα συμβάλει στην ενότητα των διάσπαρτων δυνάμεων σε ένα αγωνιστικό ταξικό δίκτυο ανυπότακτων συνδικάτων, το οποίο θα υπερβαίνει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και θα αντιπαλεύει το ρεφορμισμό, χωρίς αποχωρήσεις και περιχαρακώσεις από την πλατιά βάση του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος.

34. Απέναντι στην ανάπτυξη των πολεμικών κινδύνων και του εθνικισμού χρειάζεται η ενωτική πάλη ενάντια στην σύγχρονη αμερικανοκρατία, τον ευρωατλαντικό άξονα και την κυβερνητική πολιτική, χωρίς υποκλίσεις σε άλλους ιμπεριαλισμούς. Η πάλη αυτή θα είναι αποτελεσματική εάν εμπνέεται από τον ευρύτερο αγώνα για εθνική ανεξαρτησία με σαφή αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, για λαϊκή κυριαρχία με εργατική ηγεμονία και για ισότιμη διεθνιστική συνεργασία των λαών. Σε αυτή την πάλη, οι κομμουνιστικές δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον πατριωτισμό με τον ταξικό διεθνισμό και αντίστροφα, ενάντια και στον αστικό κοσμοπολιτισμό και στον αστικό εθνικισμό.

Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο Πανελλαδικός Αντιπολεμικός Κινηματικός Συντονισμός ενώ, ταυτόχρονα, χρειάζεται η κοινή δράση όλων των αντιπολεμικών συλλογικοτήτων και η δημιουργία ενός ενωτικού μαζικού κινήματος για την προάσπιση της ειρήνης.

35. Απαιτείται η μετωπική προάσπιση και ανάπτυξη των δημοκρατικών, συλλογικών και ατομικών ελευθεριών, από την ακροδεξιά επιθετικότητα και τη φασιστική απειλή, από τη μόνιμη αντιδημοκρατική «εκτροπή» με κοινοβουλευτικό μανδύα. Για αυτό χρειάζεται η κοινή μετωπική δράση όλων των αντίστοιχων δημοκρατικών και αντιφασιστικών συλλογικοτήτων, η αποφασιστική απομόνωση του νεοφασισμού από το μαζικό κίνημα και η δημιουργία μιας πλατιάς δημοκρατικής αντιφασιστικής κίνησης μετωπικού χαρακτήρα.

36. Από τις βασικές προτεραιότητες είναι η συμβολή στην ανάπτυξη του κινήματος της νεολαίας, η οποία δέχεται μεγάλες επιθέσεις στην εργασία αλλά και στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στο στρατό και στον πολιτισμό. Είναι εμφανής η ανάγκη για μία μετωπική κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία νεολαίας που να επιχειρεί να αναμετρηθεί με το σύνολο των πεδίων του νεολαιίστικου κινήματος.

37. Σημαντική πλευρά της δράσης μας είναι και η συμβολή στην ανάπτυξη τοπικών κινημάτων και κινημάτων πόλης ενάντια στις προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις στο δημόσιο χώρο, την υποβάθμιση και ιδιωτικοποίηση των δημοτικών υπηρεσιών και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Για αυτό είναι αναγκαία η δράση μέσα στις αντίστοιχες λαϊκές κινηματικές μορφές (επιτροπές κατοίκων, σύλλογοι κλπ.) όσο και ο συντονισμός των κινηματικών αντιδράσεων όταν αναπτύσσονται. Ταυτόχρονα, επιδιώκουμε το συντονισμό των αριστερών ριζοσπαστικών αυτοδιοικητικών σχημάτων πόλης ώστε να υπάρχει ανταλλαγή εμπειρίας, αλλά και ως συμβολή στην ευρύτερη ανάπτυξη της λογικής της κοινής δράσης και της μετωπικής συμπόρευσης δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Η μετωπική πολιτική πρόταση στο σήμερα

38. Η κατεύθυνση για ένα μαζικό εργατικό και λαϊκό μέτωπο διεκδίκησης κατακτήσεων που θα προωθεί τη ρήξη και την ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού είναι ένα έργο μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, που προϋποθέτει την κατάκτηση ή τη δυνατότητα κατάκτησης της δημοκρατικής ηγεμονίας ενός κομμουνιστικού προγράμματος και μιας αντίστοιχης μετωπικής αντίληψης. Αυτό το κοινωνικό μέτωπο χρειάζεται την πολιτική πλευρά του, μια αριστερή συμμαχία ανατροπής. Γνωρίζουμε ότι ενώ είναι αναγκαίο, ένα τέτοιο μέτωπο και συμμαχία δεν είναι ακόμη ώριμο να πραγματοποιηθούν.

Σε αυτή την κατεύθυνση, εκτιμούμε ότι αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στο επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος στη φάση της ανάταξης είναι μια πολιτική συνεργασία διαλόγου και κοινής δράσης με πρακτικές πολιτικές δεσμεύσεις, μεταξύ αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων και αγωνιστών/τριών. Η μορφή αυτή μπορεί και πρέπει να είναι πιο ανοιχτή και «πειραματική» επειδή, στο φως της εμπειρίας έως τώρα, χρειάζονται και σοβαρές τομές στο επίπεδο του πολιτικού προγράμματος,  της δομής, της λειτουργίας και της φυσιογνωμίας ενός νέου, σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστικού μετωπικού εγχειρήματος.

Προτείνουμε έναν κινηματικό και πολιτικό χώρο με μια στοιχειώδη κεντρική πολιτική συμφωνία μετωπικού χαρακτήρα και δεσμεύσεις σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα, στην κοινή δράση και την παρέμβαση στα επιμέρους κοινωνικά κινήματα, που θα επιδιώξουμε προοπτικά να επεκταθεί γεωγραφικά, με τις ανάλογες μορφές παρέμβασης.

Αυτή η διεργασία αφορά ένα εύρος δυναμικού που κινείται ενωτικά – μετωπικά και ριζοσπαστικά, είτε οργανωμένο ακόμα σε υπαρκτά πολιτικά σχήματα, είτε ευρύτερο ανένταχτο δυναμικό. Η σκέψη, οι προτάσεις και οι πρωτοβουλίες μας για το προχώρημα αυτής της διαδικασίας θα υπηρετούν αυτό το κριτήριο, καλώντας ανοιχτά όλο αυτό το δυναμικό και έχοντας συναίσθηση του αναγκαίου χρόνου για την ευόδωση μιας τέτοιας διεργασίας ώστε να οδηγήσει στη σύγκλιση και συνεύρεση αυτών των δυνάμεων.

Παρά τις δυσκολίες τα τελευταία χρόνια και τη σύγχυση στη σημερινή εποχή, σε δυνάμεις του κινήματος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται ορισμένες πολιτικές διεργασίες και αναζητήσεις, στην κατεύθυνση για μετωπική λογική και αντίληψη ουσιαστικής κοινής δράσης, αντίληψη προγράμματος για μαζική αντίσταση, για θετικές διεκδικήσεις και αναμετρήσεις, για γόνιμη σύνδεση τακτικής και στρατηγικής, λογική γραμμής μαζών στην παρέμβαση, αυτοτέλειας του μαζικού κινήματος και όχι ελέγχους «κομματικών κορυφών», για ειλικρινή αναστοχαστική και ανασυνθετική διάθεση. Όλα αυτά διαμορφώνουν ορισμένες δυνατότητες για συγκλίσεις. Μια τέτοια διεργασία μπορεί και πρέπει να προχωρήσει χωρίς βεβιασμένες κινήσεις, αλλά με ό,τι είναι ώριμο να γίνει. Με σεβασμό στα υπάρχοντα σχήματα των κοινωνικών χώρων, αλλά ταυτόχρονα αναζητώντας έναν «οδικό χάρτη» για την όσο το δυνατόν ενωτική υπέρβασή τους, όπου αυτό είναι εφικτό.

Η πρόταση αυτή απευθύνεται σε όλη τη ριζοσπαστική Αριστερά και θα συγκροτηθεί από εκείνες τις δυνάμεις, ρεύματα και αγωνιστές/τριες που προσεγγίζουν έμπρακτα τις παραπάνω αντιλήψεις και λογικές.

39. Το περιεχόμενο αυτής της πρότασης είναι η συμφωνία πάνω σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις για τις οποίες θα αγωνιστούμε από κοινού στην πολιτική και στο μαζικό κίνημα αντιστρέφοντας την υποχώρηση, βοηθώντας στην ανάπτυξη των αγώνων που θα επιχειρούν να σπάνε την επίθεση της κυβέρνησης και να βελτιώνουν άμεσα τη θέση των εργαζομένων και το συσχετισμό δύναμης.

Αυτή η πολιτική συμφωνία κοινής δράσης και διαλόγου μπορεί να αρχίσει τη δράση της πάνω στους εξής άξονες: α) επιβολή στην πράξη συλλογικών συμβάσεων για αυξήσεις σε μισθούς – συντάξεις, σταθερή εργασία και μείωση του χρόνου εργασίας, β) αναχαίτιση και ματαίωση ιδιωτικοποιήσεων και ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, κρατικοποιήσεις – εθνικοποιήσεις με ευρύτερο κοινωνικό, δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο γ) διεκδίκηση δημόσιων επενδύσεων με σεβασμό στο περιβάλλον, φιλολαϊκά έργα υποδομής και ίδρυση δημόσιων επιχειρήσεων, με κοινωνικό, δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο, δ) δημοκρατική προάσπιση των συνδικάτων, των μαζικών φορέων, των λαϊκών αγωνιστών/τριών, των προσφύγων – μεταναστών, των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ, με διεκδικήσεις για μείωση του αστυνομικού κράτους, των μέσων καταστολής και του ρόλου των αστικών μέσων ενημέρωσης, για κατάργηση των «στρατοπέδων συγκέντρωσης» μεταναστών/τριών κ.λπ., ε) πάλη για την ειρήνη με ανεξάρτητη, πολυδιάστατη αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική, με διεθνιστική στήριξη των λαών, στ)  προάσπιση του περιβάλλοντος από τη ληστρική καπιταλιστική εκμετάλλευσή του.

Για μια συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της εποχής μας

40. Όλα τα παραπάνω καθήκοντα, η σκληρή περίοδος στην οποία εισερχόμαστε και πάνω από όλα, η συγκλονιστική εποχή που ζούμε, σε συνδυασμό με την αποτυχία των αριστερών δυνάμεων και προγραμμάτων στη δεκαετία που πέρασε, δείχνουν ότι απαιτείται  η δημιουργία ενός νέου αριστερού, επαναστατικού και κομμουνιστικού φορέα.

Σε αυτή την κατεύθυνση, απαιτείται η δημιουργία μιας μαζικής συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων προς μια ενωτική οργάνωση, που θα ανοίξει το δρόμο για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας.

Μια συσπείρωση δυνάμεων γύρω από ένα σαφές ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα για την περίοδο, πρώτα από όλα για το μισθό, το εισόδημα, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, αλλά και για τη δημοκρατία και τον αντιφασισμό, την εθνική ανεξαρτησία, την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, καθώς και για όλα τα ζητήματα που συγκλονίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, όπως το περιβάλλον και η διατροφή, το γυναικείο ζήτημα, ο ρατσισμός, οι σεξιστικές διακρίσεις κ.α.

Με ανοιχτή, δημιουργική συζήτηση και αναζήτηση για μια νέα στρατηγική σε επαναστατική και κομμουνιστική κατεύθυνση, με βάση το μαρξισμό, τις εμπειρίες από τις επαναστατικές απόπειρες του 20ου αιώνα και τις σύγχρονες, υλικές δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας, στην εποχή μας.

Μια συσπείρωση δυνάμεων με ενότητα στη δράση που θα διασφαλίζεται από εσωτερική δημοκρατία, με αιρετή και ανακλητή ηγεσία, προσανατολισμό στην εργατική τάξη, ειδικά στους συγκεντρωμένους χώρους βιομηχανίας και υπηρεσιών, στη νέα γενιά αλλά και σε όλο τον λαϊκό κόσμο της εργασίας.

Με μια συνεπή και σύγχρονη μετωπική πολιτική που θα ξεπερνά τόσο την υποταγή στις πτέρυγες της αστικής πολιτικής ή των αριστερών ρεφορμιστικών τάσεων, όσο και την απομόνωση από τις πλατιές εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, στο όνομα της επανάστασης. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ανατροπής, ακόμα και αν αυτό δεν είναι άμεσα εφικτό.

Μία συσπείρωση δυνάμεων με δημιουργία διεθνιστικών δεσμών, σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας, μεταφορών και εμπειριών έχουν ανέβει εκθετικά, ενώ ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός παρασύρουν την εργατική τάξη και τους λαούς στον εθνικισμό και τους πολέμους ή στην υποταγή στις κοσμοπολίτικες ολοκληρώσεις τους, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

41. Ο Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων προτείνει αυτόν τον δρόμο. Θα συμβάλει αποφασιστικά, με αυτοκριτική και σχεδιασμένη πορεία υπέρβασης του ίδιου, με συντροφικό πνεύμα σύνθεσης και κοινή στράτευση.

Καλεί τους αγωνιστές και αγωνίστριες που συμφωνούν, να συμβάλουν στη δημιουργία μιας συσπείρωσης πολιτικών δυνάμεων και αγωνιστών που αγωνίζονται για το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση του Συντονισμού Διαλόγου και Δράσης Κομμουνιστικών Δυνάμεων

Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιουλίου του 2019 μια κατάσταση με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά διαμορφώνεται στην πολιτική ζωή της χώρας. Τη σοσιαλφιλελεύθερη – διαχειριστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, διαδέχτηκε η ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη και συντηρητική πολιτική έκφραση της αστικής τάξης που εκφράζεται μέσα από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Στο διάστημα των δυόμιση αυτών μηνών, η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

– Ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, ως προς τους όρους εξυπηρέτησης των συμφερόντων του, αλλά και ως προς την καταστρατήγηση και το ζωτικό χτύπημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Ξεχωρίζει η επίθεση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που επιχειρεί να δώσει με το πρόσφατο νομοσχέδιο η κυβέρνηση, το οποίο καταργεί στην πράξη τις συλλογικές συμβάσεις, ενώ επιχειρεί να ποδηγετήσει τον συνδικαλισμό με τα ηλεκτρονικά μητρώα και ψηφοφορίες. Η σπουδή με την οποία η κυβέρνηση ικανοποιεί αιτήματα του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου που είχαν αντιμετωπίσει την αντίθεση του λαϊκού κινήματος είναι χαρακτηριστική στην περίπτωση των Σκουριών και του Ελληνικού. Το περιβάλλον υποβαθμίζεται και περιφρονείται, ενώ ο πολιτισμικός πλούτος της χώρας εκποιείται, αν δεν θεωρείται εμπόδιο για τις κάθε είδους «επενδύσεις».

– Συνέχιση της πορείας όλο και βαθύτερης ενσωμάτωσης της αστικής τάξης της χώρας μας και του πολιτικού της προσωπικού στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, παίρνοντας της σκυτάλη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το ζήτημα της μνημονιακής επιτροπείας και του πρόθυμου ακολουθητισμού στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς αποκτά κι αυτό νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά.   Η άρχουσα τάξη υποτάσσεται πλήρως στον αμερικάνικο και ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό, ευελπιστώντας να βελτιώσει τη θέση της στο παγκόσμιο σύστημα, με τη συμμετοχή της στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Μεσογείου και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.

– Ένταση και όξυνση του αυταρχισμού: η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, μιας κερδισμένης με αίμα κατάκτησης του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος, είναι ενδεικτική της προσπάθειας της άρχουσας τάξης να ξεμπερδέψει το συντομότερο δυνατό με τα πιο προοδευτικά και φιλολαϊκά στοιχεία της πολιτικής κληρονομιάς της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους και αγωνιστές  στα Εξάρχεια.

– Ταχύτατα προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις: Η ΔΕΗ, απ` ό,τι φαίνεται, θα είναι το επόμενο βήμα σ` αυτή τη διαδικασία, με την απαξίωσή της και την πλήρη και οριστική εκποίησή της στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά και τα πρώτα δείγματα της κυβερνητικής πολιτικής σε τομείς όπως η υγεία και η παιδεία  και το συνταξιοδοτικό σύστημα καταδεικνύουν αυτήν ακριβώς την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση των βασικών δημόσιων αγαθών και τη βαθύτερη σύνδεσή τους με τις ανάγκες της αγοράς .

– Συντηρητικοποίηση και οπισθοδρόμηση σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής που, δυστυχώς, βρίσκει πρόσφορο έδαφος και σε σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, με χαμηλή πολιτική εμπειρία και συνείδηση. Τα μέτρα και οι απαράδεκτες συνθήκες “φιλοξενίας” των αιτούντων άσυλο, για τα οποία ευθύνεται τόσο η σημερινή όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση εντάσσονται και σε αυτό το πλαίσιο. Το ίδιο και η ένταση ενός πρωτόγονου εθνικισμού (που δεν διστάζει, ωστόσο, να χαρακτηρίσει την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά ως εμπόδιο για τις επενδύσεις). Στο ίδιο πάντα πλαίσιο εγγράφονται και οι προτροπές της Υπουργού Θρησκευμάτων και Παιδείας (με συνειδητή την αντιστροφή των όρων του τίτλου του Υπουργείου) για εμπλοκή των ιεροδιδασκάλων (!) στην εκπαιδευτική διαδικασία ή, ακόμα, την αποστροφή της ίδιας ότι η ιστορία δεν θα πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα αλλά να προάγει την εθνική συνείδηση…

– Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επιχειρεί να οικοδομήσει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες με ορισμένα μεσαία στρώματα πάνω στη μείωση της φορολογίας και με κάποιες ελαφρύνσεις που δεν ανατρέπουν αλλά ενισχύουν την κύρια πολιτική κατεύθυνση: την μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, την ενίσχυση της κερδοφορίας τους.

– Επιχειρεί να αναπτύξει συμμαχίες και με τμήματα της εργατικής τάξης και του λαού πάνω στη λεηλάτηση των εργατικών δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος στο όνομα των επενδύσεων και της «ανάπτυξης για όλους». Επιχειρεί έτσι να μετατρέψει την παθητική αποδοχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής -στην οποία διέπρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ- σε μια ενεργητική στήριξή της.

– Αυτή η πολιτική δεν μπορεί όμως να αντιστρέψει ριζικά το πρόβλημα των επενδύσεων, γεγονός που αποδεικνύεται από την διεθνή αδυναμία του κεφαλαίου να ξεπεράσει την στασιμότητά τους. επενδύσεων. Διότι αυτή οφείλεται στην αδυναμία να αναταχθεί σταθερά η πτωτική πορεία του μέσου πσοσοστού κέρδους, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται μαζικά τα πιο αδύναμα κεφάλαια. Αποδεικνύεται ότι ούτε η μείωση του εργατικού κόστους, ούτε η λεηλασία της φύσης μπορούν να βγάλουν το σύγχρονο καπιταλισμό από τις δομικές αντιθέσεις του. Αντίθετα, όλα τα μέχρι τώρα μέτρα οδηγούν προοπτικά σε ακόμα μεγαλύτερη όξυνση αυτών των αντιθέσεων. Εκεί βρίσκεται η ρίζα της όξυνσης των θανατηφόρων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως δείχνει το Brexit, οι πολεμικές προετοιμασίες στον Περσικό, οι αντιπαραθέσεις για τα κοιτάσματα στην Κύπρο και την Αν, Μεσόγειο.

Ποιος θα απαντήσει σε αυτήν την καταστροφική δίνη στην οποία μπαίνει η χώρα; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί και δεν θέλει: ολοκληρώνει ταχέως την πορεία συμβιβασμού με τη στρατηγική του ιμπεριαλισμού και τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, παρόλες τις σοσιαλδημοκρατικού τύπου -φραστικές κυρίως- διαφοροποιήσεις, και χωρίς να παραγνωρίζουμε τις λαϊκές και προοδευτικές φωνές που έχουν ενδεχομένως εγκλωβιστεί στο εσωτερικό του ή στο εκλογικό σώμα που τον στήριξε.

Τα κόμματα που διατυπώνουν ένα πιο ριζοσπαστικό, προοδευτικό ή και κομμουνιστικό λόγο, παρά την προσφορά και τους αγώνες της βάσης τους, δεν φάνηκαν ικανά να ωφεληθούν από την πολιτική συγκυρία των εκλογών, αλλά ούτε και να εκτιμήσουν τη βαρύτητα του αποτελέσματος: η εκλογική επίδοση του ΚΚΕ ήταν εντός του πλαισίου της πτωτικής τάσης των τελευταίων χρόνων, η ΛΑΕ κυρίως αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπέστησαν σοβαρότατες εκλογικές ήττες. Το κύριο είναι ότι κανένας από αυτούς του φορείς δεν φαίνεται να έβγαλε τα αναγκαία συμπεράσματα από τις ήττες και τις αποτυχίες του.

Εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα συνιστά η ύφεση του λαϊκού κινήματος και η αδυναμία ανάπτυξης μαζικών αγώνων με πρωτοπόρα την εργατική τάξη. Ωστόσο αναπτύσσονται δειλά και με δυσκολίες κάποια πρώτα αγωνιστικά σκιρτήματα όπως η απεργία της 24ης Σεπτέμβρη και διαδηλώσεις για δημοκρατικά ζητήματα (για τα Εξάρχεια, τον Φύσσα και τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Ζακ). Ωστόσο απουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάτασης του μαζικού κινήματος και σύνδεσης των επιμέρους κινητοποιήσεων και αγώνων.

Μέσα σ` αυτές τις νέες, δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες, οι συλλογικότητες και οι αγωνιστές που συναπαρτίζουμε το Συντονισμό Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων, δηλώνουμε παρούσες και παρόντες την ανάγκη για μια ριζική αλλαγή πορείας της Αριστεράς, για μια συστράτευση δυνάμεων που θα βάλουν φρένο στην περαιτέρω ενίσχυση του κατακερματισμού, της μοναχικής «κομματικής» πορείας και των δήθεν ενωτικών προτάσεων που  στόχο έχουν την ενδυνάμωση μόνον του «κόμματος». Δηλώνουμε την ανάγκη για την αναζήτηση, προσέγγιση και κατάκτηση ενός σύγχρονου εναλλακτικού κομμουνιστικού προγράμματος.

Αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα, αλλά και ενός σύγχρονου εργατικού και λαϊκού, κοινωνικοπολιτικού, μετώπου, που θα υπερασπίζεται τις κατακτήσεις και θα διεκδικεί τα σύγχρονα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, προωθώντας τη ρήξη και ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του ϕασισμού. Δεσμευόμαστε να προχωρήσουμε σε μια σειρά άμεσων πολιτικών πρωτοβουλιών. Σ` αυτές συμπεριλαμβάνουμε το άνοιγμα της συζήτησης για τη δημιουργία ενός πόλου συσπείρωσης κομμουνιστικών ρευμάτων, ενός προπλάσματος του αναγκαίου «πολιτικού φορέα», παίρνοντας υπ` όψη τις διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις και στηριζόμενοι πάνω στις κατακτήσεις και στη συσσωρευμένη εμπειρία, θετική και αρνητική, του κομμουνιστικού κινήματος.

Για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος, προτείνουμε τις ακόλουθες μετωπικές πρωτοβουλίες: α)να προωθήσουμε μια ενωτική, συσπείρωση των ταξικών μαχόμενων δυνάμεων στο εργατικό κίνημα και να συμβάλουμε σε έναν ουσιαστικό συντονισμό ανεξάρτητων αγωνιζόμενων συνδικάτων,  β) να συμβάλουμε σε μια νέα πνοή στον Πανελλαδικό Αντιπολεμικό Κινηματικό Συντονισμό (ΠΑΚΣ), γ) να συμβάλουμε στη δημιουργία μιας κίνησης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και την αντιφασιστική πάλη, δ) να συντονίσουμε τις δυνάμεις μας και να συμβάλουμε σε μια κοινή δράση σχημάτων στις περιφέρειες και τους δήμους, ε) να συντονίσουμε τις δυνάμεις μας και να συμβάλουμε στο φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα. Προτείνουμε να ξεκινήσει μέσα στον Οκτώβριο μία διαδικασία  συσκέψεων και συνελεύσεων, ώστε να συζητηθούν και να προωθηθούν οι παραπάνω πρωτοβουλίες.

Παράλληλα, κατανοούμε την ανάγκη για μια μετωπική πρωτοβουλία συσπείρωσης αριστερών δυνάμεων σε μια πολιτική συμφωνία διαλόγου και κοινής δράσης που θα αγωνιστεί έμπρακτα ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ και την πολιτική της, ενάντια στην επανενσωμάτωση στον ΣΥΡΙΖΑ, με ένα συγκεκριμένο, θετικό πολιτικό πλαίσιο αιτημάτων υπέρ της βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας.

Μια τέτοια μετωπική πρωτοβουλία συσπείρωσης χρειάζεται ένα πρόγραμμα πάλης με βάση τους παρακάτω βασικούς άξονες:

– Κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και λαϊκό εισόδημα, με σταθερές εργασιακές σχέσεις και μείωση του χρόνου εργασίας, προοδευτική φορολογία και προστασία της λαϊκής κατοικίας.

– Παύση πληρωμών, διαγραφή του δημόσιου χρέους, διαγραφή – ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους των λαϊκών στρωμάτων.

– Εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων με δημοκρατικό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

– Έξοδος από ευρώ και Ευρωπαϊκή Ένωση, λαϊκή κυριαρχία στη νομισματική πολιτική και σε όλους τους τομείς, στην οικονομία, την πρόνοια, την άμυνα, τη δημόσια περιουσία.

– Ειρήνη και ισότιμη συνεργασία των λαών σε Βαλκάνια, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Έξοδος από το ΝΑΤΟ, έξω οι βάσεις. Όχι στη νατοϊκή Συμφωνία των Πρεσπών και στον άξονα με ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο.

– Υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των εργατικών λαϊκών ελευθεριών, αποφασιστική αντιφασιστική πάλη.

– Δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία και ασφάλιση για όλους.

– Υπεράσπιση των μικρομεσαίων στρωμάτων και της μικρομεσαίας αγροτιάς.

– Στήριξη των δικαιωμάτων των νέων εργαζόμενων, των φοιτητών και μαθητών, των γυναικών και όλων των καταπιεζόμενων ομάδων.

– Υπεράσπιση των προσφύγων και των μεταναστών.

– Προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος από την καταστροφή χάριν του κέρδους.

Έχουμε επίγνωση των δυσκολιών του εγχειρήματος που έχουμε αναλάβει. Ωστόσο, με ανοιχτό μυαλό και με μαχόμενη αισιοδοξία, πιστεύοντας ότι η φύση και η ιστορία απεχθάνονται το κενό και ότι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας συνεχίζουν να αναζητούν μία πολιτική διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση,  σε διεθνιστική συνεργασία με τους εργαζόμενους των άλλων χωρών, θα συμβάλουμε ενωτικά για  να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις της εποχής μας, στις ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού, στο άνοιγμα καινούριων δρόμων του σοσιαλισμού.  Και καλούμε συλλογικότητες και συναγωνιστές/τριες που συμμερίζονται τις αγωνίες μας  να βαδίσουμε από κοινού στο δρόμο των κοινωνικών αγώνων, της ενιαιομετωπικής δράσης, της κομμουνιστικής προοπτικής.

Στην κατεύθυνση αυτή θα οργανώσουμε μια πρώτη συζήτηση για τη συγκρότηση πολιτικής – προγραμματικής πρότασης, με την οποία θα ξεκινήσουν οι μαζικές διαδικασίες διαλόγου στην Αθήνα σε πόλεις, κλαδους και γειτονιές, τέλη Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου, και την αγωνιστική παρουσία του Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων στην πορεία του Πολυτεχνείου.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε ΝΔ

Τοποθέτηση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Όταν μοιάζεις πολύ με τον αντίπαλό σου, αλλά θέλεις οπωσδήποτε να ξεχωρίσεις, οξύνεις ανούσιες και δευτερεύουσες διαφορές. Αυτή είναι με δυο λόγια η πολιτική κατάσταση την τελευταία περίοδο και ειδικά ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Πόλωση, όξυνση, υψηλοί τόνοι, ακραίοι χαρακτηρισμοί, έντονα διλήμματα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα διλήμματα όμως δεν μπορούν να κρύψουν τις μεγάλες ομοιότητες στην πολιτική τους.

  1. Τα δύο κόμματα μοιράζονται παρόμοια διαδρομή προς την εξουσία. Όπως ο Σαμαράς ήρθε στην εξουσία με τις υποσχέσεις του Ζαππείου και την «επαναδιαπραγμάτευση με σκοπό την έξοδο από τα μνημόνια», έτσι και ο Τσίπρας ήρθε στην εξουσία με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και το «σκίσιμο σε μια μέρα των μνημονίων». Και ο ένας και ο άλλος, ως πρωθυπουργοί, άσκησαν την πολιτική που κατήγγειλαν ως αντιπολιτευόμενοι δικαιώνοντας με την πολιτική τους τους εκάστοτε προηγούμενους, ακολουθώντας τους «μονόδρομους» που επέβαλαν οι δανειστές και κατακρεουργώντας την εθνική και κοινωνική αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού. Αυτή η απλή, βασική αλήθεια κρύβεται και διαστρεβλώνεται από όσους ανακαλύπτουν «αξεπέραστες διαφορές» ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα.
  2. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ παρά τις φραστικές τεχνητές οξύνσεις, ακολουθούν την ίδια -στον πυρήνα της- πολιτική. Από εκεί που οι άνθρωποι ήταν “πάνω από τα κέρδη” στον προκυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, μέτρο και κριτήριο πάντων είναι η αγορά. Το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης δηλώνει ότι η αγορά είναι η θεά του, δεν κρύβει το γεγονός ότι και ο Τσίπρας λογοδοτεί (και υπηρετεί) τις αγορές. Εκχώρησε τη δημόσια περιουσία, ξεπούλησε λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, ενέργεια και φυσικό πλούτο, υποθήκευσε τα πάντα στο Υπερταμείο, γιατί έτσι διέταξαν οι δανειστές και επιβάλει η αγορά. Γερμανοί, Κινέζοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι αγοράζουν μισοτιμής μια χώρα με υποτιμημένες αξίες και ο Τσίπρας είναι ο εκποιητής. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην δηλώνει λάτρης της ελεύθερης αγοράς, αλλά εφαρμόζει πιστά, άκαμπτα και σκληρά όλα τα δόγματά της. Από τα ματωμένα κοινωνικά πλεονάσματα που προϋποθέτουν κατάργηση του κράτους πρόνοιας, μέχρι τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις και τον περιορισμό του δημόσιου. Σε μια αποστροφή του ο Μητσοτάκης αναγνώρισε την αλήθεια: «Εμείς θα κάνουμε (τα ίδια) γιατί τα πιστεύουμε. Εσείς τα κάνετε αλλά δεν τα πιστεύετε». Τι νόημα όμως έχει η διαφορά στη θεωρία όταν η πράξη είναι παρόμοια;
  3. Τσίπρας και Μητσοτάκης, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πρόσωπα και κόμματα χρήσιμα και αγαπητά από τους υπερατλαντικούς προστάτες και τους ηγέτες της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Για τέσσερα χρόνια μάλιστα, ο Τσίπρας συγκέντρωσε ρητά και κατηγορηματικά την εύνοια των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Σε αντάλλαγμα και της αφοσίωσής του, αλλά και του μεγέθους της κωλοτούμπας και της μακράς διαδρομής που διένυσε για να γίνει ο «ευνοούμενος» των ισχυρών, έλαβε μικρά «δωράκια», όπως η αναβολή της περικοπής των συντάξεων, που όμως δεν αλλάζουν ούτε το πλαίσιο ούτε το πρόσημο της ασκούμενης πολιτικής. Ο Τσίπρας, για τις αγορές, το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ήταν περισσότερο χρήσιμος και προτιμητέος από τον Μητσοτάκη. Όχι απλά υπάκουος και πειθήνιος («προσόντα» που διακρίνουν και με το παραπάνω τον αρχηγό της ΝΔ), αλλά και ικανός να κρατά τις κοινωνικές αντιδράσεις σε ύπνωση. Η διακυβέρνηση Τσίπρα συνιστά μια ζωντανή υπενθύμιση στο λαό ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα από το μονόδρομο που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Αυτός είναι ο λόγος που οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες πριμοδοτούν ανοιχτά τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι του ΚΙΝΑΛ. Αυτός είναι ο λόγος που οι προσβλητικές δηλώσεις των ευρωπαίων αξιωματούχων για τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του κατά τους πρώτους μήνες του 2015, μετατράπηκαν σήμερα σε ύμνους και διθυράμβους. Βεβαίως τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και οι αγορές δεν έχουν σε τίποτα να ανησυχούν από τη διαφαινόμενη έλευση Μητσοτάκη. Γνωρίζουν ότι θα είναι και ο Μητσοτάκης δεδομένος στις πολιτικές λιτότητας για την εξυπηρέτηση του χρέους. Γνωρίζουν ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις και των δύο περί μείωσης των φόρων και εισφορών ύψους 5 δισ, θα τελούν υπό αμφισβήτηση και υπό τον έλεγχο των δανειστών, όπως υπενθύμισε πρόσφατα η έκθεση της Κομισιόν.
  4. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, από τη μία ισχυρίζονται ότι ξεπεράστηκαν οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος, από την άλλη όμως πλειοδοτούν σε τεχνητούς διαχωρισμούς. Ο Τσίπρας, μετά το διαζύγιο με τον Καμμένο, υιοθέτησε την αντιδεξιά γραμμή σερβίροντας την ξαναζεσταμένη από τη δεκαετία του ’80 σούπα της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, ενώ τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ συχνά καταφεύγουν σε αντιαριστερή, αντικομμουνιστική, αντιδραστική ρητορική. Οι εκατέρωθεν ρητορείες -με βουτιές στο παρελθόν- κρύβουν την αλήθεια της -σημερινής- πολιτικής σύγκλισης των δύο κομμάτων. Επιχειρούν να κουκουλώσουν το γεγονός ότι η Αριστερά από τη Δεξιά χωρίζονται με ανυπέρβλητο χάσμα, όχι γιατί βρίζονται μεταξύ τους, αλλά γιατί εκφράζουν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα. Το τελευταίο δεν ισχύει στην περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Τα κοινωνικά συμφέροντα που εκφράζουν, σε τελική ανάλυση, είναι ίδια. Μετά τις εκλογές δε, ομνύουν κάλπικα και οι δύο στην υπεράσπιση των στρωμάτων που τσάκισαν από κοινού με τις μνημονιακές τους πολιτικές, των λεγόμενων «μεσαίων στρωμάτων». Η κυβέρνηση Τσίπρα υιοθέτησε ως “κυβέρνηση της Αριστεράς” όλη την πολιτική της Δεξιάς. Αλλά όχι μόνο. Πρότεινε τον Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συγκυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια με τον Καμμένο. Ενσωμάτωσε ως κυβερνητικά στελέχη πολλούς παράγοντες, πολιτευτές, βουλευτές, πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων Καραμανλή και Σαμαρά. Ο Τσίπρας παρέδωσε την έννοια της Αριστεράς στη χλεύη και στον περίγελο της Δεξιάς. Όμως, η Αριστερά όπως άλλωστε και η Δεξιά δεν είναι «ιδιοκτησία» κομμάτων ή προσώπων. Είναι οι πολιτικές εκφράσεις διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων, ανταγωνιστικών προτάσεων, αντίπαλων ιδεολογιών. Ο Τσίπρας κατάφερε να σβήσει τις διαφορές Δεξιάς – Αριστεράς, τόσο με την πολιτική του, όσο και με τις μεταγραφές στελεχών της ΝΔ. Αυτό που πραγματικά πέτυχε είναι να καταγράψει τον εαυτό του και το κόμμα του στο στρατόπεδο της Δεξιάς.
  5. Ακόμα και το κατεξοχήν προνομιακό πεδίο της Δεξιάς, που ήταν η ασφυκτική πρόσδεση με τις ΗΠΑ, έγινε πλέον προνομιακό πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση Τσίπρα αναγνωρίζεται ανοιχτά ως η πιο φιλοαμερικανική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης που με προοδευτικό και «αντιεθνικιστικό» πρόσημο προωθεί όλα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Έλυσε το Μακεδονικό με εντολή των Αμερικάνων για να επιταχυνθεί η επέλαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Εντάχθηκε στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Αιγύπτου. Στήριξε τη σιωνιστική κατοχή στην Παλαιστίνη και το κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ. Συμμαχεί με κάθε αντιδραστικό καθεστώς στον αραβικό κόσμο, αρκεί να αποτελεί ενεργούμενο των ΗΠΑ. Μετατρέπει τη χώρα σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ, στον βασικό πληρεξούσιο της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Σήμερα, οι εκατέρωθεν κινήσεις στις ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, βάζουν και την Ελλάδα και την Κύπρο στην Προκρούστεια κλίνη των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των πολυεθνικών, καταργώντας κάθε έννοια εθνικής αξιοπρέπειας. Το «στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας» του Κανελλόπουλου στον Βαν Φλητ, αντικαταστάθηκε από το «πρέσβη μου ιδού η χώρα σας» του Τσίπρα στον Πάιατ. Όμως, παρά τις ασχήμιες του ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά ήταν, είναι και θα παραμείνει εκείνη η πολιτική και κοινωνική δύναμη που στέκεται αλληλέγγυα στους λαούς, παλεύει για να μην έχουν οι χώρες προστάτες και αγωνίζεται ενάντια στους φονιάδες των λαών και στις πολεμικές τους μηχανές.
  6. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, Τσίπρας και Μητσοτάκης αποδέχονται χωρίς αμφισβήτηση το σύνολο των μνημονίων που επιβλήθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα, όπως και τον μνημονιακό γύψο που έχει επιβάλει η Ευρωζώνη για τις επόμενες δεκαετίες. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να τροφοδοτούν την αποπληρωμή των δανείων, υψηλή φορολογία στα φυσικά πρόσωπα των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, μείωση των συντάξεων, συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών, ελάφρυνση επιχειρήσεων, διευκόλυνση «επενδύσεων», επιδότηση εργοδοτικών εισφορών. Και αν δημοσιονομικά ή στην διεθνή οικονομία πάει κάτι στραβά τα επόμενα 40 χρόνια, η πολιτική ανεξαρτησία της ΑΑΔΕ και το υπερταμείο υπενθυμίζουν ότι οι δανειστές θα είναι οι μόνοι που θα ωφεληθούν σε βάρος του λαού και της χώρας, με υπογραφή και του Τσίπρα και του Μητσοτάκη. Αυτός είναι ο μεταμνημονιακός γύψος που συμφωνήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και αυτό το πρόγραμμα όχι απλά δεν αμφισβητείται, αλλά είναι αποδεκτό με ενθουσιασμό από τη ΝΔ.
  7. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ δεν συγκρούονται με τον πυρήνα του αντιδραστικού κράτους στην Ελλάδα. Κανείς τους δεν συγκρούεται με την εκκλησία και τη χρόνια προστασία που της παρέχει το κράτος, τόσο για την σκοταδιστική προπαγάνδα της (Θρησκευτικά στο σχολείο), όσο και για τη σκανδαλώδη επιχειρηματική της δράση. Κανείς τους δε συγκρούεται με την “ανεξάρτητη” δικαιοσύνη που βάζει καθαρίστριες στη φυλακή για 10 χρόνια, αλλά για απάτες με πολλαπλάσια ζημιά για το δημόσιο ή εγκλήματα του κοινού ποινικού κώδικα με δράστες επιχειρηματίες ή πολιτικούς, η ποινή είναι πάντα “με αναστολή”. Κανείς τους δεν ακουμπάει το βαθύ αντιδραστικό χαρακτήρα της αστυνομίας ως σώμα καταστολής των λαϊκών αγώνων και φυτώριο ακροδεξιών πρακτικών και φωνών με θύματα πάντα τους νεολαίους, τους εργαζόμενους, τους μετανάστες, κάθε καταπιεσμένο. Στο μεταναστευτικό, στα πλαίσια της υποταγής του Τσίπρα στις απαιτήσεις Μέρκελ, ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε όχι μία αλλά πολλές «Αμυγδαλέζες», στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών που ζουν σε άθλιες συνθήκες. Η ανάδειξη από τον ΣΥΡΙΖΑ της (όλο και μειούμενης) διαφοράς με τη ΝΔ στο ζήτημα των ατομικών δικαιωμάτων, στην ουσία επιβεβαιώνει τη βαθιά τους συμφωνία στο χτύπημα των συλλογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
  8. Η ουσία είναι ότι οι πλούσιοι συνεχίζουν και γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και παρά τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί ελίτ, οι εφοπλιστές, οι μεγαλοεργολάβοι, ο βαθύς πυρήνας της μεγαλοαστικής τάξης δεν έχει θιγεί ούτε επί ΝΔ, ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα έχει αυξήσει τα κέρδη της. Οι καταγγελίες, οι κριτικές, η αντιπαράθεση, οι οξείς τόνοι ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αφορούν αποκλειστικά δευτερεύοντα στοιχεία, τους ρυθμούς, το περιτύλιγμα, το πλασάρισμα, αλλά όχι τον πυρήνα της κοινής μεταμνημονιακής πολιτικής. Συχνά μάλιστα αφορούν όχι απλά δευτερεύοντα ζητήματα της πολιτικής, αλλά αποπροσανατολιστικό κουρνιαχτό για το ποιος είναι πιο έντιμος, καθαρός, αμόλυντος ή ικανός να ασκήσει την ίδια πολιτική, στο ίδιο πλαίσιο. Η λιτότητα, η φτώχεια και η ανεργία παραμένουν κοινός τόπος και των μεν και των δε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαγγέλλει μια ήπια εφαρμογή, η ΝΔ εξαγγέλλει μια άγρια εφαρμογή. Πριν τις ευρωεκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ πάσχιζε να παρουσιάσει ως μέτρα κοινωνικής προστασίας τις μικροπαραχωρήσεις που επιτρέπουν οι δανειστές ως αντίδωρο για τον όγκο του έργου που έχει εκτελέσει. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να αποδείξει τη διαφορετικότητά του από τη ΝΔ. Στην πραγματικότητα όμως η αντιλαϊκή τομή από το 2010 μέχρι σήμερα, έχει τέτοιο μέγεθος που τα νεοφιλελεύθερης κοπής επιδόματα κοινωνικής προστασίας και η πολιτική των φιλοδωρημάτων μοιάζουν με ασπιρίνες απέναντι στον καρκίνο. Τώρα και οι δύο αναφέρονται στη «μεσαία τάξη» και στη μείωση φόρων και εισφορών, γιατί ποντάρουν να συσπειρώσουν αυτά τα στρώματα για τις εκλογές της 7ης Ιούλη. Ο Τσίπρας ακύρωσε -υποτίθεται- τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά μετά το τράβηγμα του αυτιού από τους δανειστές, τα επιτελεία Τσίπρα-Μητσοτάκη ήδη μηχανεύονται νέους φορολογικούς συντελεστές, για να συνεχιστεί η αφαίμαξη της κοινωνίας προς όφελος των δανειστών.
  9. Ο Μητσοτάκης εμφανίζεται ακόμα πιο επιθετικός και άγριος απέναντι στην εργαζόμενη κοινωνία, καθώς αποτελεί σάρκα από τη σάρκα του αστικού πολιτικού προσωπικού, λειτουργώντας στα λαϊκά στρώματα ως φόβητρο για τα «χειρότερα». Αυτή η εικόνα βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ για να εμφανίζεται ως διαφορετικός από τη ΝΔ, βολεύει και τη ΝΔ γιατί κερδίζει την εμπιστοσύνη της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών. Όμως εν πολλοίς η εικόνα αυτή είναι επικοινωνιακή. Πολλά από αυτά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αν τα έκανε η ΝΔ, πολλοί θα ανατρίχιαζαν: Η θέσπιση του υπερταμείου για 99 χρόνια. Η πώληση του Ελληνικού στο Λάτση για τιμή λιγότερο των 100 €/τμ. Ο νόμος Κατρούγκαλου που μειώνει τις συντάξεις έως και 30% στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Η αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67. Οι χιλιάδες πλειστηριασμοί –μερικές εκατοντάδες από αυτούς σε πρώτη κατοικία– από τράπεζες και κεδροσκοπικά funds. Η νομοθέτηση του διαχωρισμού της ΔΕΗ με σκοπό την μελλοντική ιδιωτικοποίηση. Οι ιδιωτικοποιήσεις σχεδόν όλων των υποδομών της χώρας (αεροδρόμια, λιμάνια, τρένα). Η μείωση του αφορολόγητου και οι 17 νέοι φόροι λεηλασίας του λαϊκού εισοδήματος. Το χτύπημα των απεργιών για τα πρωτοβάθμια σωματεία. Ο περιορισμός της κυριακάτικης αργίας στο εμπόριο. Η νομοθέτηση του μητρώου εργοδοτών που επιτρέπει στους εργοδότες να εκβιάζουν με επιχειρησιακές συμβάσεις, πολλές από αυτές 7 ημερών για τις οποίες φωνασκεί υποκριτικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μη τήρηση του μνημονιακού 5 αποχωρήσεις – 1 πρόσληψη ούτε καν στο χώρο της υγείας και της παιδείας. Η θεσμοθέτηση νέου συστήματος διορισμού στην παιδεία βασισμένο στη νεοφιλελεύθερη λογική των «ατομικών προσόντων». Η μετατροπή της Γ’ λυκείου σε φροντιστηριακό έτος, με απόσυρση των μαθημάτων γενικής παιδείας αλλά διατήρηση των θρησκευτικών. Το άνοιγμα δεκάδων στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών τύπου Μόριας. Η μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Τα δωράκια προς Μελισανίδη, Σαββίδη, COSCO, Νιάρχο μέσω κυρίως χρηματοδοτικών εργαλείων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και βεβαίως τα τυχοδιωκτικά παιχνίδια στην εξωτερική πολιτική, όπου η χώρα γίνεται πρακτορείο των ΗΠΑ, ξεπερνώντας στην υποταγή στις ΗΠΑ ακόμα και τον Γ. Παπανδρέου, τον Σημίτη και τον πατέρα Μητσοτάκη. Αν όλα αυτά τα έφερνε η ΝΔ θα χαρακτηρίζονταν ακραία δεξιά, αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική. Τώρα τι είναι; Γνωρίζουμε ότι η ΝΔ θα φέρει ακόμα πιο αντιλαϊκά μέτρα. Όμως το έδαφος είναι στρωμένο. Εν πολλοίς και ήδη νομοθετημένο από τον «αντίπαλο» ΣΥΡΙΖΑ.
  10. Αρκούν οι διαφορές στους ρυθμούς και στο περιτύλιγμα της κοινής τους πολιτικής για να προτιμήσει κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ από τη ΝΔ; Με όλο το σεβασμό στην ανάγκη της λαϊκής οικογένειας να γλυτώσει δέκα, είκοσι, τριάντα ευρώ το μήνα, ή να «αποτρέψει τα χειρότερα», πρέπει να θυμηθούμε ότι η λογική του μικρότερου κακού ανοίγει πάντα και διάπλατα το δρόμο σε ολόκληρο το κακό. Επί δεκαετίες το ζήσαμε με το ΠΑΣΟΚ. Κάθε φορά που ο λαός επέλεγε το «λιγότερο χειρότερο» ερχόταν το ακόμα χειρότερο. Και βήμα το βήμα, κάθε φορά που επιλέγαμε την ήπια και όχι την άγρια διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός απαιτούσε όλο και περισσότερο αίμα από την εργαζόμενη κοινωνία. Επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ακόμα πιο άγρια ΝΔ, ακόμα πιο κυνικό ΣΥΡΙΖΑ και ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται. Όσο εμπεδώνεται ότι η «αριστερά» είναι «μία από τα ίδια» και υπηρετεί τους «μονόδρομους» του συστήματος, τόσο ένας κόσμος που αναζητά «αντισυστημικές» λύσεις θα στρέφεται στην ακροδεξιά.

Ούτε ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ΝΔ.

Οι δύο διεκδικητές της εξουσίας δεν είναι ίδιοι. Υπάρχουν διαφορές. Είναι όμως όμοιοι και η βασική τους πολιτική είναι ταυτόσημη.

Οι διαφορές όχι μόνο δεν αναιρούν, αλλά αντίθετα κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης και ύπαρξης μιας αντισυστημικής αριστερής πολιτικής και προγράμματος για την έκφραση των συμφερόντων των εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και των πλουσίων. Το ότι αυτή η δύναμη δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί, δεν σημαίνει υποχώρηση από αυτό το καθήκον. Πολύ περισσότερο δεν σημαίνει την ενίσχυση του δηλητηρίου «δεν υπάρχει εναλλακτική». Δεν σημαίνει την κουτοπονηριά ότι «αφού δεν υπάρχει στον εφικτό ορίζοντα η ανατροπή, ας επιλέξουμε το μικρότερο κακό». Η αναστροφή της καταστροφής των τελευταίων ετών, η ανάταξη της κοινωνίας, η ανάκτηση της χαμένης κοινωνικής και εθνικής αξιοπρέπειας, απαιτεί να ηττηθούν και οι δύο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ.

Γνωρίζουμε καλά ότι στις εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν υπάρχει καμιά εκλογική πρόταση που να αποτελεί μια θετική διέξοδο. Με συντριπτική ευθύνη της υπαρκτής Αριστεράς δεν διαμορφώθηκε καμιά προοπτική για την αντίσταση του λαού στη λαίλαπα της επόμενης μέρας. Δεν συγκροτήθηκε πολιτική δύναμη που θα μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνίας.

Στο καθήκον της επανίδρυσης, της ανασύνθεσης, της κατεδάφισης και επανοικοδόμησης της Αριστεράς στη χώρα μας, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου δεν μπορούν να παίξουν θετικό ρόλο. Η επόμενη μέρα θα είναι δύσκολη, με βασικό, αλλά επίπονο και μακροχρόνιο καθήκον την αντιστροφή αυτής της κατάστασης προς όφελος του λαού και της χώρας.

Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη;

Είναι γεγονός ότι η συζήτηση για το αν και πως θα υπάρξει μαζική αντισυστημική αριστερά στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια ή αν θα ακολουθήσουμε την πορεία άλλων αριστερών κινημάτων της Ευρώπης (πχ Ιταλία, Γαλλία κ.α.), έχει ξεκινήσει. Στη συζήτηση αυτή το ΚΚΕ δεν παρεμβαίνει, καθώς δεν θεωρεί ότι υπάρχει κάποιο θέμα περί αριστερού κινήματος που έχει ηττηθεί. Το ζήτημα είναι να “αντέχει το κόμμα”. Μια βαθιά συστημική λογική, έξω από κάθε θεωρία, ηθική, ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος.

Το πρόβλημα στην υπόλοιπη “γκρίζα ζώνη” της αριστεράς, κομμουνιστικογενούς και μη, είναι ότι στη συζήτηση εξακολουθούν και διεκδικούν χώρο οι πάσης φύσεως μικροπολιτικές σκοπιμότητες και υποκειμενισμοί. Προτάσεις εκλογικών συνεργασιών πάνε και έρχονται μαζί με προσχηματικές προτάσεις ενότητας. Απόψεις για επιβεβαιώσεις και «επιβεβαιώσεις» για κάθε μια αριστερά που έχει ο καθένας στο μυαλό του. Που για κάποιον έχασε γιατί δεν ήταν αρκετά αντιρατσιστική, για κάποιον άλλον γιατί δεν ήταν αρκετά ταξική, για κάποιον τρίτο γιατί δεν ήταν αρκετά κινηματική, για κάποιον τέταρτο γιατί δεν ήταν αρκετά πατριωτική. Άλλοι θεωρούν ότι το μοναδικό όχημα για να υπάρξει μια κάποια αριστερά στην Ελλάδα είναι ο Βαρουφάκης. Και άλλοι θεωρούν ότι η επανάληψη ενός συνδυασμού κινηματισμού-απεργιών και καταγγελίας του καπιταλισμού είναι η μόνη τίμια στάση. Η σύγχυση περισσεύει και το από που να ξεκινήσουμε, είναι σημαντικό ερώτημα. Ωστόσο μια καλή αρχή πάντα ήταν η πραγματικότητα.

Πρώτο στοιχείο. Γιατί χάσαμε; Ή δε χάσαμε όλοι μαζί; Κάποιος θα πει ότι κάποιοι άντεξαν (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και κάποιοι έχασαν (ΛΑΕ). Πέρα από το ψευδές και το φαιδρό αυτής της εκτίμησης, για αυτήν την άποψη δεν τίθεται θέμα αν χάσαμε, καθώς το “κόμμα άντεξε”. Μια λογική μικρού ΚΚΕ δηλαδή. Αν έχασε όμως το αριστερό κίνημα, με την έννοια ότι αριστεροί αγωνιστές έχουν αποστρατευτεί, το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση και το «δεν υπάρχει εναλλακτική» έχει εμπεδωθεί σε ευρύτερα στρώματα και επιπλέον εκλογικά έχουμε συρρικνωθεί, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χάσαμε γιατί δεν είχαμε μια γραμμή και πρακτική που ήθελε να εμποδίσει την ήττα.

Πιο συγκεκριμένα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν έβαλε ως στόχο τη συγκράτηση και τη συγκρότηση ενός μαζικού αγωνιστικού αριστερού δυναμικού, μετά το 2015 – για να μην πούμε από το 2012 όταν και διαφαινόταν μια τεραστίων διαστάσεων ήττα για το λαϊκό κίνημα. Στην ουσία επένδυσε σε μια πολιτική “καμένης γης”, στη ρευστοποίηση δηλαδή ενός μαζικού αριστερού ριζοσπαστικού χώρου στην Ελλάδα – πέραν του ΚΚΕ.

Η δε ηγεσία της ΛΑΕ – και ειδικά του ΑΡ – δεν έβλεπε την ήττα. Θεωρούσε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα πέσει το πρώτο εξάμηνο, άντε τον πρώτο χρόνο. Μέχρι προχθές θεωρούσε ότι έχει ρεύμα ισχυρό και ότι αυτό που την έφαγε είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων. Η ηγετική ομάδα διαρκώς έκλεινε το παιχνίδι σε ένα στενό πυρήνα – τόσο στενό που έως και παραδοσιακά στελέχη αυτού του χώρου έμεναν εκτός. Η βασική πολιτική πρακτική και ιδεολογία που έχει διαμορφώσει, ο κοινοβουλευτισμός, την είχε οδηγήσει σε μια πολιτική (επικοινωνιακή παλαιοκομματικού τύπου- αποκρουστική για πολύ κόσμο και ειδικά της νεολαίας) διαρκούς ικεσίας για να μπει η ΛΑΕ στο κοινοβούλιο. Στην ουσία όλες οι βασικές εκτιμήσεις, η γραμμή, η μορφή και επικοινωνία, ήταν εκτός πραγματικότητας. Είναι και αυτό ένα πρόβλημα στην πολιτική και μάλιστα από τα βασικά. Να μην έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Βασικό πρόβλημα όλων των μικρών ομάδων και οργανώσεων. Όσον αφορά όμως τη συντριβή της ΛΑΕ, διακατέχονται από υποκειμενισμό και όσοι διαβάζουν το πρόβλημα στο “θολό στίγμα” της ΛΑΕ, που δεν ήταν έντονα ταξικό αλλά μπερδεύτηκε με τα “εθνικά” στο Μακεδονικό. Γιατί όμως η Ζωή Κωνσταντοπούλου πήρε τριπλάσιο ποσοστό, χωρίς κανένα μηχανισμό και οργάνωση; Και ανάποδα, η Ανταρσυα που δε θόλωσε το στίγμα με τα “εθνικά” γιατί δεν πήρε παραπάνω; Ή το ΚΚΕ; Γιατί αυτή η άποψη παραγνωρίζει ότι τα φλερτ του Λαφαζάνη με τα μακεδονικά ήρθαν μετά από την ουσιαστική απονέκρωση και παράλυση της ΛΑΕ – καθώς δημοσκοπικά οριακά ήταν ανιχνεύσιμη στο 1% ήδη από το 2017;

Ή έχουμε την αίσθηση ότι ο Βαρουφάκης είχε την καταγραφή που είχε γιατί δεν “θόλωσε” το στίγμα του απευθυνόμενος σε εθνικό και όχι “ταξικό” ακροατήριο; Το ανάποδο, ο Βαρουφάκης απευθύνεται και σε εργατικά και σε μεσοαστικά στρώματα. Η «ανάλυση» ότι έλειψε η απεύθυνση στον «κόσμο της εργασίας», παραγνωρίζει ότι δεν συγκροτήθηκε κίνημα, έστω διαμαρτυρίας, αυτού του «κόσμου» εδώ και 6 χρόνια τουλάχιστον – και άρα και τάση να εκφραστει εκλογικά. Παραγνωρίζει ότι τα τελευταία κινήματα ήταν των αγροτών και των μηχανικών και δικηγόρων πριν 3 χρόνια, για το ασφαλιστικό. Παραγνωρίζει ότι το ασταθές στοιχείο σε κάθε τελευταίες εκλογές είναι τα λεγόμενα «μεσαία στρώματα» – κατά ΣΥΡΙΖΑ είναι όσοι ανήκουν εισοδηματικά στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο μιας κοινωνίας. Δηλαδή – πάντα κατά ΣΥΡΙΖΑ – ένα ζευγάρι εργατών των 800 € έκαστος αλλά και μια οικογένεια με 4.000 μηνιαίο εισόδημα, ανήκουν στα «μεσαία στρώματα». Για την μαρξιστική αριστερά, μπορεί αυτές οι έννοιες να είναι θολές, αλλά όλη αυτή η φιλολογία και η επιβαλλόμενη πραγματικότητα φτιάχνει και μια αντίστοιχη ψυχολογία για το που ανήκει ο καθένας. Παραγνωρίζει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωσε κι άλλο τους φόρους σε αυτά τα στρώματα. Παραγνωρίζει ότι ο στόχος της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην Ε.Ε. και την επιτροπεία, αφορά ένα ακροατήριο ευρύτερο από τον «κόσμο της εργασίας», ένα ακροατήριο που συχνά περιγράφεται ως «οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης».

Ο υποκειμενισμός δεν είναι καλός οδηγός. Είναι άλλο πράγμα ότι η απεύθυνση της ΛΑΕ και ειδικά της iskra στον κόσμο των μακεδονικών συλλαλητηρίων γινόταν με αποκρουστικούς όρους κοινοβουλευτικής ικεσίας, και άλλο πράγμα ότι μια ΛΑΕ εξίσου “ταξική” και λίγο πιο μετωπική από την Ανταρσυα θα είχε καλύτερη τύχη… Δε θα είχε.

Δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε αυστηρές μαρξιστικές κατηγορίες για να περιγράψουμε το πασιφανές. Η ΛΑΕ, παρά τους έντιμους αγώνες της, ήταν εκτός πραγματικότητας. Εκεί ήταν το πρόβλημα και όχι ότι «λέρωσε» το ταξικό με το εθνικό. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δε θα γίνει με ένα «καθαρό» ταξικό κίνημα και αυτό είναι ένα βασικό συμπέρασμα της δεκαετίας της κρίσης. Το ερώτημα πως μπορεί να σταθεί ένα έθνος-κράτος σε ρήξη με την παγκοσμιοποιημένη αγορά και τον ιμπεριαλισμό, θα είναι το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί.

Δεύτερο στοιχείο, το μέτωπο. Πολλοί λένε ότι αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Ανταρσυα κάτι καλύτερο θα γινόταν, ή αν γινόταν μέτωπο ΛΑΕ με Πλεύση. Ίσως να είχαμε ποσοστά άνω του 1% και εκλογικά θα ήταν μια ψήφος αντίστασης στην αποστράτευση. Θα ήταν μια στάση άμυνας απέναντι στην εμπέδωση του «δεν υπάρχει εναλλακτική» μετά το 2015.

Στάση άμυνας όμως, όχι προοπτικής. Το μέτωπο απέναντι σε μνημόνια, τρόικες, χρέος, ευρώ ήταν μια πρόταση που έδινε διέξοδο και προσανατολισμό το 2010-2011. Το 2012 η πρόταση αυτή ηττήθηκε πρώτη φορά όταν πήρε την ηγεμονία σε αυτό το ερώτημα το θολό αντιμνημονιακό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια βέβαια αυτή η πρόταση δεν ηττήθηκε γιατί δεν υιοθετήθηκε – δοκιμάστηκε ποτέ. Μετά το καλοκαίρι του 2015, όταν και δημιουργήθηκε η ΛΑΕ, το ΟΧΙ είχε ηττηθεί, ο δρόμος της ρήξης με τα μνημόνια, το χρέος, το ευρώ είχε φύγει προσωρινά από το τραπέζι. Ο εναλλακτικός δρόμος για τη χώρα, με σύγκρουση με το ευρωσύστημα, είχε φύγει από το λαϊκό προβληματισμό και τη δημόσια συζήτηση. Σίγουρα χρειάζεται ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, όμως πρέπει να προσδιοριστεί ο στόχος και το τι εννοούμε. Εκλογικό μέτωπο; Συνάντηση των μικρών οργανώσεων της αριστεράς σε μια ομόσπονδη κομματική δομή; Με στόχο ένα γενικό αντικαπιταλισμό; Την αντίσταση στη λιτότητα και την οργάνωση της αντίστασης στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές; Την αποτροπή του «διαμελισμού της χώρας» όπως λένε άλλοι που έχουν χαιρετήσει εδώ και χρόνια την αριστερή πολιτική; Η κίνηση με τις αδράνειες του παρελθόντος και τα «κεκτημένα» του κάθε χώρου, δε θα μπορούν να δώσουν κάποια προοπτική.

Το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, η ενότητα της αριστεράς, το αριστερό αντιμνημονιακό μέτωπο, είναι προτάσεις που συγκροτήθηκαν σε άλλες συνθήκες. Και επιπλέον υπάρχει και μια – κυρίως αρνητική – εμπειρία. Σήμερα δεν αρκεί να αθροίζεις δυνάμεις, πρέπει αυτές να μπορούν στοιχειωδώς να έχουν κάποιες κοινές εκτιμήσεις και μια κοινή λογική. Είναι εύκολο το ανάθεμα στις κινήσεις του Βαρουφάκη, με βάση και τα πεπραγμένα του το 2015 με την τότε καταστροφική διαπραγμάτευση. Δεν είναι στην αριστερά ακριβώς, είναι ένας σοσιαλδημοκράτης με τα γνωστά κουσούρια του ναρκισισμού κοκ. Όμως έθεσε ένα στόχο – τη χρεοδουλοπαροικία όμως την ονομάζει αυτός – και κάλεσε σε μέτωπο γι’ αυτό, έξω από τη λογική της αναπαραγωγής των ίδιων φθαρμένων προσώπων και της βαβέλ που θα δημιουργούσε ένα μέτωπο των αριστερών ή αντιμνημονιακών κινήσεων και οργανώσεων. Μέτωπο οργανώσεων που μέσα στη δεκαετία 2009-2019 απέδειξε ότι είναι περισσότερο παραλυτικό, παρά όχημα μετωπικής-κομματικής συγκρότησης του αγωνιστικού δυναμικού. Μια τέτοια λογική πρώτον ύπαρξης ξεκάθαρου στόχου με κύριο πρόβλημα την επιβαλλόμενη λιτότητα από το ευρωσύστημα, δεύτερον ανοίγματος έξω από φθαρμένα πρόσωπα και κινήσεις, είχε διατυπωθεί το 2016 στη ΛΑΕ. Ειδικά το δεύτερο όχι απλά δεν εισακούστηκε, αλλά έγινε ακριβώς το ανάποδο. Μόνιμη έκκληση σε Ανταρσυα και Πλεύση, αναπαραγωγή των ίδιων σχημάτων και προσώπων, με αποκορύφωμα την ίδια τη δημόσια εικόνα της ΛΑΕ.

Σήμερα επανέρχεται από διάφορες μεριές η πρόταση ενός μετώπου. Καταρχήν ως παιχνιδάκι μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Όλοι ξέρουν ότι ένα εκλογικό μέτωπο ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε θα γίνει για ακόμη μια φορά. Σε αυτό το έδαφος οι προτάσεις για ένα μέτωπο της μαχόμενης αριστεράς που έχει απομείνει είναι μια καρικατούρα των προτάσεων προ δεκαπενταετίας περί ενότητας των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ένα τέτοιο αριστερό μέτωπο μόνο νέες ήττες και νέα λάθη θα φέρει.

Τρίτη πλευρά της σύγχυσης. Το πρόγραμμα. Το μεταβατικό πρόγραμμα για την ακρίβεια. Το οποίο είναι το ίδιο το 2010 όταν έρχονταν τα μνημόνια, το 2011 όταν η πολιτική κρίση σοβούσε και οι μάζες ήταν στο δρόμο, το 2012 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν ρήξη με τα μνημόνια χωρίς ρήξη με τους δανειστές, το 2015 όταν το ΟΧΙ ηττήθηκε, το 2019 όταν η αριστερά πλέον αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης και κινηματικά υπάρχει η μεγαλύτερη συναίνεση μεταπολιτευτικά. Το ίδιο πρόγραμμα – με τις ίδιες αιχμές – ανεξαρτήτως συνθηκών και συσχετισμού.

Μάλιστα στη ΛΑΕ έως πρόσφατα θεωρούσαν ότι το ισχυρό τους ατού είναι το πρόγραμμα, καθώς υπήρχε μια αρκετά τεκμηριωμένη επεξεργασία για τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, τη διαγραφή των χρεών, την εθνικοποίηση των τραπεζών κ.α.. Σωστές και κρίσιμες επεξεργασίες που όμως ήταν έξω από τη μέση συνείδηση ή πολλά βήματα μπροστά από αυτήν, για να παραφράσουμε τους κλασικούς. Και ένα αριστερό λαϊκό πρόγραμμα που δεν κινητοποιεί τους εργαζόμενους και τα στρώματα που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, δεν είναι ούτε μεταβατικό, ούτε πρόγραμμα, ούτε αριστερό.

Το 2016 η Α’ συνδιάσκεψη της ΛΑΕ ξεκινούσε την επομένη της νίκης του Brexit. Τότε βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το «να που η ρήξη είναι εφικτή». Σήμερα τα πράγματα δεν έχουν επιβεβαιωθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο και το πως (και αν) θα γίνει το Brexit γεννάει πολλά ερωτηματικά. Λίγους μήνες μετά ο Μελανσόν στη Γαλλία καταγράφει μια θεαματική πορεία. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, δυό χρόνια μετά, η πορεία αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Στην Ιταλία έχουμε μια μόνιμη πολιτική κρίση με αντικείμενο αν «αντέχει» η ιταλική οικονομία να οξύνει την αντιπαράθεση με το Βερολίνο. Ταυτόχρονα τόνους προπαγάνδας δέχεται ο λαός για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όπου περίπου όποιος αντιστέκεται στις ΗΠΑ  (Βενεζουέλα, Κούβα) είναι καταδικασμένος. Την ίδια στιγμή που δε λέγεται κουβέντα βέβαια για τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα πειράματα σε Αργεντινή, Βραζιλία κοκ. Ποιο είναι το «μήνυμα» όμως που δέχεται η λαϊκή συνείδηση; Τι είναι αυτό που καταγράφεται;

Το «δεν υπάρχει εναλλακτική» μπορεί να ειπώθηκε 30 χρόνια πριν από τη Θάτσερ και η «ιστορία τελείωσε» σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, όμως αμφισβητήθηκε έκτοτε αρκετές φορές και από κινήματα και από τα πειράματα των αριστερών κυβερνήσεων στη Λ. Αμερική. Λειψά, δειλά, αλλά αμφισβητήθηκε. Η «άμπωτη» όλων των παραπάνω έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο. Μαζί με την προσωρινή, νικηφόρα για την παγκοσμιοποιητική αστική τάξη, κατάληξη της κρίσης στην ευρωζώνη – με εμβληματική την συνθηκολόγηση Τσίπρα – το «δεν υπάρχει εναλλακτική» απέκτησε περαιτέρω νομιμοποίηση και αποδοχή.

Οι πρόσφατες εκλογές απλά κατέγραψαν αυτές τις τάσεις και δυναμικές. Και στην Ευρώπη και στο πειραματόζωο Ελλάδα. Αν ισχύουν αυτά και ισχύει και η συντηρητικοποίηση, δεν μπορεί να μιλάμε με αυτάρκεια για το «μεταβατικό πρόγραμμα» που κατέκτησε ένα μέρος της αριστεράς το 2009.

Χρειάζεται να συζητήσουμε ξανά για το ποιο μπορεί να είναι ένα λαϊκό αριστερό πρόγραμμα σήμερα. Μεταβατικών διεκδικήσεων, ώριμων αιτημάτων, κεντρικών στόχων. Στις συνθήκες του «δεν υπάρχει εναλλακτικό πρόγραμμα». Ένα τέτοιο πρόγραμμα σίγουρα δεν είναι μια παράθεση συνθημάτων και συνδικαλιστικών αιτημάτων, αλλά δεν είναι και μια έκθεση ιδεών για έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό.

Αν ο υποκειμενισμός είναι ένα βασικό πρόβλημα η αδράνεια είναι ένα άλλο άσχημο κουσούρι. Αυτά ξέρουμε – αυτά κάνουμε. Που στην τωρινή συγκυρία σημαίνει μια ανούσια εμπλοκή με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Μια μάχη που δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην αριστερά από κάθε άποψη. Πέρα από περισσότερη αποστράτευση, περισσότερο υποκειμενισμό και μεγαλύτερη απογείωση από την πραγματικότητα. Ο Βαρουφάκης θα διεκδικήσει την ηγεμονία στον ρεφορμιστικό αριστερό χώρο, το ΚΚΕ την «αντοχή του» και οι υπόλοιποι θα διεκδικήσουν άλλη μια ήττα. Μέχρι την τελική νίκη.

Ωστόσο είναι δύσκολο να πει κάποιος ότι έχει τη λύση. Όμως χοντρικά οι δυνάμεις που αντιλαμβάνονται με ένα κοινό τρόπο την πραγματικότητα και έχουν τη διάθεση να την αλλάξουν, μπορούν και πρέπει να συναντηθούν. Σε μια πρώτη φάση θα πρέπει να είναι καθαρό ότι δε θα υπάρχουν  το πιθανότερο προτάσεις μαζικών ακροατηρίων. Μια πιο «στενή» συσσώρευση δυνάμεων είναι απαραίτητη για να μπορούμε να παρέμβουμε σε μια επόμενη φάση και στο πεδίο της πολιτικής, με μια αξιόπιστη και μαζική πολιτική πρόταση «για το κόμμα των φτωχών». Αυτό που έλειψε διαχρονικά από τη μεταπολίτευση ως τώρα.

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Όλη η Ελλάδα έγινε μπλε. Ποιοι φταίνε;

Πρώτα, η σοσιαλδημοκρατία προσχωρεί στον νεοφιλελευθερισμό. Μετά, ενοχοποιείται η Αριστερά για την κυριαρχία της Δεξιάς. Η παλιά γνωστή συνταγή ενεργοποιείται, αυτή τη φορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους πρόθυμους να παραβλέψουν τις βαριές, ιστορικές του ευθύνες. Ενόψει των εκλογών του Ιουλίου, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να πιέσει αφόρητα ό,τι βρίσκεται στα αριστερά του, ρίχνοντάς τους μάλιστα το φταίξιμο ότι «φέρνουν τον Κούλη». Στην καλύτερη, το φταίξιμο διαχέεται αριστοτεχνικά, τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και σε όλους τους υπόλοιπους, καθώς «πρέπει ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του». Εννοώντας προφανώς ότι φταίμε όλοι. Και ο ΣΥΡΙΖΑ που εξευτέλισε κάθε έννοια Αριστεράς, αλλά και οι υπόλοιποι που δεν έτρεξαν να προσχωρήσουν στον εξευτελισμό.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι μεσάζοντες του εκβιαστικού του διλήμματος κάνουν δύο μεγάλες λαθροχειρίες.

Η πρώτη είναι ότι έχουν καταργήσει την αριθμητική. Ακόμα και αν στα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ προστεθεί το ποσοστό του Βαρουφάκη, της Κωνσταντοπούλου, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ, πράγμα απίθανο και εξωπραγματικό, και πολιτικά αλλά και εκλογικά, ίσα που προσεγγίζεται το ποσοστό της ΝΔ.

Οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέχασαν να κάνουν πρόσθεση. Προτιμούν όμως να ξεχνούν να σκεφτούν. Και εδώ βρίσκεται η δεύτερη λαθροχειρία.

Ο λαός δεν τιμώρησε απλώς τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δεξιά του πολιτική. Αυτή είναι μια βολική ανάγνωση που βλέπει την κοινωνία σαν ένα εκκρεμές που πάει δεξιά ή αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία η κοινωνία δυσαρεστήθηκε από τη δεξιά πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν, η μέχρι σήμερα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά μια «αναγκαστική δεξιά» παρένθεση που θα ακολουθηθεί από μια γνήσια αριστερή πολιτική κοινωνικών παροχών και προστασίας.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι η δεξιά πολιτική που ως παρένθεση εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ με την προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο έστησε στα τρία μέτρα και εκτέλεσε εν ψυχρώ την ελπίδα, την προσδοκία ή την πεποίθηση ότι υπάρχει εναλλακτική.

Γιατί οι κοινωνίες δεν κινούνται μόνο δεξιά ή αριστερά. Κινούνται και μπροστά ή πίσω. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έσπρωξε την κοινωνία πολύ πίσω. Την έκανε να πιστέψει ότι η κοινωνική και πολιτική αλλαγή είναι ανέφικτη.

Ο κόσμος δεν καταψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή έγινε (μόνιμα για μερικούς, πρόσκαιρα για άλλους) δεξιός. Αν ήταν έτσι, δεν θα ψήφιζε τον ακόμα δεξιότερο Μητσοτάκη. Ο κόσμος στράφηκε δεξιά γιατί πλέον αποδέχτηκε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα αιματηρά πλεονάσματα, τη λιτότητα, την διευκόλυνση των επενδυτών που «θα φέρουν ανάπτυξη».

Η κοινωνία στράφηκε δεξιά γιατί το αγωνιστικό λαϊκό φρόνημα ποδοπατήθηκε όταν το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ. Και έκτοτε συνηθίσαμε στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες, στην ιδιώτευση, στην ατομική επιβίωση, στην παθητική αναδίπλωση.

Αυτή είναι η μεγάλη υπηρεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα και στην άρχουσα τάξη. Δευτερεύον είναι ότι μείωσε τις συντάξεις με το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου, ότι έδεσε ασφυκτικά τη χώρα στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς, ή ότι ιδιωτικοποίησε λιμάνια, αεροδρόμια, δημόσιο πλούτο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησε τον Μητσοτάκη να μιλά για 7 μέρες εργασία ή τον Βενιζέλο να παριστάνει τον θεματοφύλακα της δημοκρατίας και της συνταγματικής τάξης. Τους δικαίωσε εκ των πραγμάτων ακολουθώντας την πολιτική τους.

Όλη η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, αλλά το πινέλο και το χρώμα τα κρατούσε ο Τσίπρας.

Έχει ευθύνη η Αριστερά;

Προφανώς, όχι όμως γιατί δεν στήριξε τον Τσίπρα.

Έχει ευθύνη γιατί δεν έστησε μια ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πειστική, μαζική, πλειοψηφική. Για αυτό ελέγχονται και το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΛΑΕ αλλά και οποιοσδήποτε θέλει να μιλά στο όνομα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτή ήταν η ευθύνη τους. Αυτό ήταν το καθήκον τους. Και χρεοκόπησαν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο εκκωφαντικά.

Δεν μπορούν όμως να ελεγχθούν σε αυτό τους το καθήκον από όσους σαλπίζουν προσχώρηση στον εφιαλτικό μονόδρομο του «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αν κάποιος σκούζει υπέρ της ενσωμάτωσης, δεν μπορεί να κριτικάρει την Αριστερά που δεν πείθει για τη ρήξη. Αν το δικό σου στρατόπεδο είναι αδύναμο, δεν προσχωρείς στο αντίπαλο. Εκτός κι αν απλώς, ψάχνεις για προσχήματα.

Στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ με οποιονδήποτε τρόπο (κριτικά στο δεύτερο γύρο ή εκβιαστικά, μπροστά στον Μητσοτάκη, στις εθνικές εκλογές), σημαίνει ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο της εναλλακτικής προοπτικής. Σημαίνει αναγνώριση και αποδοχή ότι δεν μπορούσαν τα πράγματα να πάνε αλλιώς και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να στηρίζουμε τον ηπιότερο νεοφιλελευθερισμό απέναντι στον κυνικότερο.

Μόνο που αυτό δεν συνιστά διέξοδο από μια δύσκολη κατάσταση, αλλά διαρκή εγκλωβισμό.

Η Ελλάδα βάφτηκε μπλε, η ΝΔ έρχεται φουριόζα και εκδικητική, ο εργαζόμενος κόσμος θα πληρώσει ακόμα περισσότερο τα σπασμένα.

Όπως όμως «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί» για την κρίση, έτσι και «δεν φταίμε όλοι μαζί» για το μπλε χρώμα του χάρτη. Είναι άλλη η ευθύνη του δράστη ενός εγκλήματος και άλλη αυτού που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το έγκλημα.

Πώς μπορεί να ληφθεί το μήνυμα;

Λέει ο Εκκλησιαστής ότι για τα πάντα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος: Υπάρχει «καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν», «καιρός του φυτεύειν και καιρός του εκριζόνειν το πεφυτευμένον», «καιρός του καταστρέφειν και καιρός του οικοδομείν», «καιρός του κλαίειν και καιρός του γελάν», «καιρός του πενθείν και καιρός του χορεύειν», «καιρός του σχίζειν και καιρός του ράπτειν», «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».

Θα μπορούσε να σημειώσει κανείς ότι για τους αριστερούς, σήμερα είναι καιρός και για γέλια και για κλάματα. Ταυτόχρονα. Στην ουσία όμως ο Εκκλησιαστής έχει δίκιο. Υπήρχε για κάθε τι ο κατάλληλος καιρός.

Από την εμφάνιση της κρίσης το 2010 μέχρι το 2012 ήταν καιρός μεγάλων ανασυνθέσεων στην Αριστερά και ανάληψης πρωτοβουλιών για μια χώρα έξω από τα δεσμά του χρέους, του ευρώ και της ΕΕ. Ήταν ο καιρός που η εργαζόμενη κοινωνία είχε ανοικτά μάτια και αυτιά, ενώ η πολιτική κρίση ρευστοποιούσε κόμματα, ανέτρεπε συσχετισμούς, δημιουργούσε εύφορο έδαφος για μεγάλες αλλαγές στη χώρα και στην κοινωνία. Ήταν ο «καιρός της ευκαιρίας και της πρωτοβουλίας».

Από το 2012 μέχρι το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε τροχιά εξουσίας με ένα πρόγραμμα και ένα κόμμα που αντικειμενικά θα οδηγούσε είτε στην ενσωμάτωση, είτε στην ήττα. Δεν χρειάζονταν μαντικές ικανότητες για να μπορεί να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο. Αρκούσε απλή λογική και ελάχιστος μαρξισμός. Έλειψαν και τα δύο. Στη φάση αυτή, όφειλε να συγκροτηθεί η αξιόπιστη πρόταση για την επόμενη μέρα της ενσωμάτωσης ή της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, με πλήρη συναίσθηση ότι αν δεν συγκροτηθεί μια τέτοια πρόταση, η παλίρροια θα πνίξει τους πάντες. Ήταν ο «καιρός της συγκρότησης και της ενότητας».

Από το 2015 μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ περπάτησε στον δρόμο που άνοιξε το τρίτο μνημόνιο. Η κοινωνία τσακίστηκε πολιτικά, πείστηκε ότι όλοι ίδιοι είναι, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, παραιτήθηκε από την απόπειρα να αναζητήσει διέξοδο. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είχε τέτοιο βάθος και έκταση που η ανασυγκρότησή της θα όφειλε να γίνει με όρους ανασύνθεσης και επανίδρυσης. Η παρέμβαση στο πολιτικό πεδίο δεν θα ήταν αποτελεσματική αν δεν συγκροτούνταν και δεν συσπειρώνονταν δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς σε διαφορετικό επίπεδο. Ήταν ο καιρός του «γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης».

Τελικό αποτέλεσμα των τριών αυτών περιόδων είναι η μειούμενη στασιμότητα, η γενικευμένη ανημπόρια, η πολιτική αφασία, όπως αυτές καταγράφηκαν στην τελευταία τριπλή εκλογική αναμέτρηση.

Είναι προφανές ότι σωστές εκτιμήσεις για το τι πρέπει να γίνει σε κάθε περίοδο δεν υπήρξαν. Ή, αν, και όσο υπήρξαν, παρέμειναν σχολιασμός και δεν μετασχηματίστηκαν σε πολιτική.

Αν διερωτάται κανείς τι χρειαζόμαστε σήμερα, επανερχόμαστε στον Εκκλησιαστή: Είναι καιρός του αποθνήσκειν, καιρός του εκριζόνειν, καιρός του καταστρέφειν, καιρός του σχίζειν, καιρός του σιγάν.

Υπάρχουν δυνάμεις που αποδέχονται αυτή την οπτική; Όχι. Ίσως υπάρχουν επιμέρους τάσεις, σχήματα ή αγωνιστές. Όχι όμως δυνάμεις.

Το ΚΚΕ τεχνηέντως προσπαθεί να κρύψει την ιστορικά εντυπωσιακή αδυναμία ενός κομμουνιστικού κόμματος να επωφεληθεί της κρίσης του αντιπάλου συστήματος και στρατοπέδου. Περίπου δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, πολιτικής κρίσης, τεκτονικών αλλαγών, μεγάλων κινητοποιήσεων, μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων, οδηγούν σε μείωση δυνάμεων από εκλογές σε εκλογές, αλλά και -ακόμα χειρότερα- σε υποστολή των αγώνων και του λαϊκού κινήματος. Στη πρώτη φάση το ΚΚΕ δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για μια πρόταση και ένα πρόγραμμα για τη διέξοδο της χώρας και της κοινωνίας. Αντίθετα υπογράμμισε σε όλους τους τόνους ότι η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ είναι αδιάφορη έως και βλαπτική αν δεν συνδέεται άμεσα με τον σοσιαλισμό. Στη δεύτερη φάση δικαιολόγησε τη συμπίεσή του από τις ψευδείς προσδοκίες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και στην τρίτη φάση που αποδομείται ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει «τάση σταθεροποίησης» των δυνάμεών του.

Το ΚΚΕ, σε εθνικές εκλογές, από το 7,54% και 517.000 ψήφους το 2009, φτάνει στο 8,48% και 536.000 ψήφους το 2012 για να προσγειωθεί στο 5,47% και 338.000 ψήφους τον Γενάρη του 2015 και 5,55% και 302.000 ψήφους τον Σεπτέμβρη του 2015. Στις ευρωεκλογές από το 6,11% και 349.000 ψήφους του 2014 φτάνει στο 5,35% και 302.000 ψήφους το 2019. Αυτά εμφανίζονται ως «τάση σταθεροποίησης», όμως η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη αν συνδυαστεί με την παραλυτική κατάσταση στο λαϊκό και εργατικό κίνημα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κρύβεται πίσω από το αποτέλεσμα της ΛΑΕ θεωρώντας ότι το 0,64% συνιστά αντοχή ενώ το 0,56% συνιστά κατάρρευση. Οι δυνάμεις της μειώνονται και στις τρεις κάλπες σε ποσοστά που την καθιστούν σχετικά ανύπαρκτη δύναμη στο επίπεδο της πολιτικής πρότασης και προοπτικής. Οι κάποιες χιλιάδες αγωνιστές που απαρτίζουν τα ψηφοδέλτιά της και έχουν σημαντική παρουσία στους εργασιακούς χώρους ή στα τοπικά κινήματα, δεν συνιστούν αντίβαρο στο μηδαμινό πολιτικό της βάρος – τουναντίον. Πώς είναι δυνατόν μια δύναμη που συσπειρώνει αρκετές χιλιάδες ανθρώπους με μαζική συνδικαλιστική και κινηματική δράση, να αδυνατεί να πείσει έναν κύκλο ευρύτερο των λίγων δεκάδων χιλιάδων που αποτελούν τη μόνιμη εκλογική της επιρροή; Το επιχείρημα που επιστρατεύεται για να απαλυνθεί το αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα κάνει ακόμα πιο οδυνηρό το αδιέξοδο.

Η αναξιοπιστία της «αντικαπιταλιστικής συνεργασίας» εκτινάσσεται αν αναλογιστεί κανείς τα διπλά κατεβάσματα στους μεγάλους δήμους, τα ξεκατινιάσματα ανάμεσα στις δύο Ανταρσίες, αλλά και την εντελώς αντίθετη μετεκλογική στάση για τον δεύτερο γύρο. Το μεν ΝΑΡ με δυσκοίλια ασάφεια προτρέπει σε καταψήφιση της Λαϊκής Συσπείρωσης, το δε ΣΕΚ προτείνει υπερψήφιση μέχρι και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κριτική στη ΛΑΕ σήμερα είναι σαν να κλέβεις παγκάρι εκκλησίας. Δεν πληρώνει τη μία ή την άλλη θέση ή παρέκκλιση, αλλά τη συνολική χρεοκοπία της φυσιογνωμίας και της ταυτότητάς της, που με ευθύνη της ηγεσίας της μετατράπηκε σε γραφικές διαβεβαιώσεις για την …αυξανόμενη επιρροή της. Και στον χώρο αυτό, οι αγωνιστές που υπάρχουν είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο, αναγκαίο για την επόμενη μέρα, και αν και ήδη τσακισμένο δεν πρέπει να διαλυθεί εντελώς σε νέα, απονενοημένα εκλογικά διαβήματα.

Πέρα από τα οργανωμένα σχήματα υπάρχουν τάσεις, αγωνιστές, απόψεις και υποψίες που διατρέχουν οριζόντια όλους τους σχηματισμούς. Αυτή η οριζόντια τάση έχει μια κοινή λογική, αντιλαμβάνεται ότι οι πανηγυρισμοί και οι περιχαρακώσεις είναι εντελώς ξένες με την πραγματικότητα, δυσκολεύεται να ακολουθήσει ένα νέο κρεσέντο αυτοαναφορικότητας και χαζομάρας ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Από την άλλη δεν έχει ασφαλή οδό διαφυγής.

Υπάρχει ένα ανεπίδοτο μήνυμα που πλανάται πάνω από την Αριστερά εδώ και χρόνια. Από την πρώτη εμφάνιση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης, μέχρι σήμερα. Το μήνυμα αυτό δεν λαμβάνεται, παρά τις διαδοχικές ήττες, διασπάσεις, αποχωρήσεις, αποστρατεύσεις. Οι ηγεσίες αναπαράγουν ένα βολικό μικρόκοσμο που δεν αλληλεπιδρά με την πραγματικότητα, δεν προβληματίζεται σοβαρά από την κατάσταση όπως διαμορφώνεται έξω από βολικά σχήματα, δίπολα, «αντοχές» και «αναλύσεις».

Πολλοί αγωνιστές δίνουν διαρκώς παράταση εμπιστοσύνης, δεύτερες, τρίτες, τέταρτες και ούτω καθεξής ευκαιρίες. Για να διαψευστούν σε κάθε συγκυρία. Γιατί η ψήφος ανοχής σε μια «δύναμη που τουλάχιστον …»  μεταφράζεται σε ψήφος εμπιστοσύνης σε μια πορεία που μεγαλώνει κάθε φορά το αδιέξοδο.

Στις επόμενες εκλογές θα έχουμε και πάλι μια από τα ίδια. Ένα ΚΚΕ που θα «αντέξει» μειούμενο, μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα επικαλείται τους αγωνιστές της για να φτιασιδώσει τη γραμμή της και μια ΛΑΕ που θα παρακαλάει -χωρίς αντίκρισμα- τους υπόλοιπους να συνεργαστεί.

Υπάρχει αξιοπρεπής στάση εξόδου από μια δύσκολη κατάσταση; Θεωρητικά θα ήταν ένα «κοινό ψηφοδέλτιο άμυνας», στην περαιτέρω διάλυση, χωρίς υψηλές προσδοκίες και μεγάλα λόγια. Δεν πρόκειται όμως να συμβεί. Οι προτάσεις «μετώπων» που θα κατατεθούν τις επόμενες μέρες θα είναι το αναγκαίο προπέτασμα καπνού για «μια από τα ίδια».

Στην κατάσταση αυτή ο μόνος τρόπος να επιδοθεί το μήνυμα είναι να μην υπάρξει ψήφος ανοχής. Στο σημείο που βρισκόμαστε, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά μόνο την αναξιοπιστία μας και τον εκλογικό μας κρετινισμό. Ας τα χάσουμε.

Και ο γιαλός είναι στραβός, και στραβά αρμενίζουμε

Και ο γιαλός είναι στραβός και στραβά αρμενίζουμε…

Είναι σαφές ότι μετά το 2015 το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση και η αξιοπιστία της Αριστεράς στα τάρταρα. Μακάρι το πρόβλημα να ήταν μόνο οι ψευδαισθήσεις που προκάλεσε σε ισχυρή μερίδα αριστερών ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την περίπτωση η διατυμπανιζόμενη «επιβεβαίωση» του ΚΚΕ θα άνοιγε ένα νέο κύκλο αγωνιστικής ανάτασης. Όμως το μόνο που άνοιξε είναι η εκλογική τακτική του Περισσού που υποδέχεται πλέον κάθε μετανοήσαντα αμαρτωλό προς άγραν ψήφων. Το πρόβλημα δεν ήταν –σκέτα- οι αυταπάτες. Ήταν η συνολική και δομική αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει διαφορετικό λόγο, σχέδιο, πρακτική από τον ΣΥΡΙΖΑ. Που είχε ως κατάληξη είτε το πολιτικό μοναστήρι, είτε τις σειρήνες του κυβερνητισμού. Και σε αυτή την αδυναμία βασικό ρόλο έπαιξε το ΚΚΕ (που σήμερα παριστάνει την αναμάρτητη και αμόλυντη δύναμη) αλλά και όλες οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην κομμουνιστική Αριστερά.

Η εποχή της εθνικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα το 2010 δεν απαιτούσε πολιτική απόσυρση και business as usual. Δεν απαιτούσε παθητική αναμονή της διαφαινόμενης από νωρίς ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ, με την απατηλή προσδοκία να αλλάξει την επόμενη μέρα, θετικά, ο συσχετισμός δύναμης. Δεν απαιτούσε προσχώρηση στη λογική «το μοναστήρι να είναι καλά».

Σήμερα εμπεδώνεται σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας ο μονόδρομος του «δεν υπάρχει εναλλακτική» και εθίζεται η εργαζόμενη κοινωνία στις χαμηλότερες δυνατές προσδοκίες. Συρρικνώνονται διαρκώς οι όροι μιας ιδεολογικής, πολιτικής και κινηματικής σύγκρουσης με το σύστημα.

Όσοι σήμερα δεν προσχωρούν στον ατιμωτικό κουτσογιωργακισμό του 21ου αιώνα «Ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ να μην έρθει ο Κούλης», βρίσκονται σε αμηχανία.

Ένα μέρος επιλέγει την εύκολη λύση της εκλογικής στήριξης στο ΚΚΕ. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που το 2015 κατηγορούσαν –αν δεν κατήγγειλαν ή χλεύαζαν- όλους όσους δεν στηρίζαμε ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο πάθος που μας έλεγαν τότε ότι «όλο το παιχνίδι παίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ», ότι «είναι ανοικτό το διακύβευμα», ότι «δεν πρόκειται ο Τσίπρας να υποχωρήσει», σήμερα, ανανήψαντες, βλέπουν το φως το αληθινό. Με το ίδιο πάθος που τότε στήριζαν ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα ψηφίζουν ΚΚΕ. Και τότε έκαναν λάθος, και σήμερα κάνουν λάθος. Και θα κάνουν λάθος και αύριο γιατί εθίζονται στις εύκολες λύσεις και στην ανάθεση. Το 2015 εύκολη λύση ήταν οι ζητωκραυγές για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας το ρεύμα, αναθεματίζοντας μια άλλη, δύσκολη πορεία συγκρότησης ενός μετώπου διεξόδου από το ευρωατλαντικό πλαίσιο. Σήμερα εύκολη λύση είναι το εκλογικό απάγκιο στο ΚΚΕ, αναθεματίζοντας όσους δεν καταλαβαίνουν ότι «ο Περισσός τα έλεγε» και «τουλάχιστον δεν πρόδωσε». Αύριο θα είναι κάτι άλλο. Με την ίδια βεβαιότητα, κατηγορηματικότητα, αφέλεια, ευκολία. Δυστυχώς όμως, και για αυτούς και για όλους μας, εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.

Ένα άλλο μέρος επιλέγει την παθητική αναμονή. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο κομμάτι του αγωνιστικού δυναμικού που δεν προσχωρεί στη νεοφιλελεύθερη Αριστερά. Δεν συγκινείται – δικαίως- από κανέναν. Θα δώσει μια ψήφο ανοχής, οίκτου ή ελεημοσύνης στην υπαρκτή Αριστερά (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ή ακόμα και σε σχήματα όπως του Βαρουφάκη ή της Κωνσταντοπούλου, χωρίς την παραμικρή όμως ελπίδα ότι κάτι θετικό μπορεί να προκύψει. Διαδικασίες ενότητας ή μετωπικής συγκρότησης αυτού του χώρου, δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Προσκρούουν στη γενική αναξιοπιστία, στις επανειλημμένες εκκλήσεις χωρίς αποτέλεσμα, στις προσχηματικές προτάσεις. Τόσο, που ακούγονται φαιδρές οι πρωτοβουλίες ένθεν κακείθεν για διάλογο και ενότητα. Θεωρητικά, την επόμενη μέρα των κακών εκλογικών αποτελεσμάτων, θα μπορούσε να ανοίξει με άλλους, θετικούς όρους, η συζήτηση. Είναι όμως πιθανό, ακόμη και τότε, το φτύσιμο να εκληφθεί ως βροχή.

Η κατάσταση θυμίζει τον Μπέκετ: Περιμένουμε κάποιον ή κάτι που θα έρθει να μας σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Σαν τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν προσμένουμε τον άγνωστο σωτήρα, αυτός όμως δεν εμφανίζεται. Ακόμα και όταν η αυλαία πέφτει, παραμένουμε στις θέσεις μας γιατί δεν αποφασίζουμε καν να φύγουμε. Περιμένουμε τον Γκοντό.

Η κοινή λογική θα έλεγε ότι σε ένα τέτοιο τοπίο μεταξύ παραίτησης, απογοήτευσης και χαμηλών προσδοκιών η Αριστερά θα άνοιγε τη διαδικασία για το ποια πολιτική είναι αυτή που μπορεί να κάνει πράξη το «ούτε ΣΥΡΙΖΑ – ούτε ΝΔ». Επειδή όμως η σχέση του χώρου με την κοινή λογική δεν είναι και η καλύτερη, συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο: Δηλητηριώδης τακτική περαιτέρω αποδιάρθρωσης με ζητούμενο την εκλογική καταγραφή εκάστου καταστήματος.

Ξεκινάμε από τις προσχηματικές προτάσεις για τις ευρωεκλογές.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει πρόταση για τις ευρωεκλογές προς χώρους που αποσκίρτησαν το 2015 από το ΣΥΡΙΖΑ. Ως εδώ καλά. Περιλαμβάνει βέβαια στους αποδέκτες της πρότασής της δυνάμεις που δεν έχουν την καλύτερη σχέση με την πολιτική γραμμή της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ευρώ (Δικτύωση, Δίκτυο, ΟΝΡΑ, ΑΡΚ κλπ), και που επιπλέον δεν έχουν αποσαφηνίσει κατηγορηματικά και χωρίς αμφιβολία τη σχέση τους με έναν μετεκλογικά αντιπολιτευόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως με αυτή την τολμηρότατη για τα δεδομένα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ απεύθυνση, αποκλείεται η ΛΑΕ. Η οποία, ότι και να της καταλογίσει κανείς, ούτε βλέπει θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ούτε αφήνει περιθώρια συμμαχιών με τον αυριανό ΣΥΡΙΖΑ. Οι σκοπιμότητες της συγκεκριμένης πρότασης βγάζουν μάτι.

Η ΛΑΕ από την άλλη, αφού ανακοίνωσε ψηφοδέλτιο, εκλογική διακήρυξη, υποψήφιους ευρωβουλευτές, κατέθεσε δημόσια μια ακόμα πρόταση για μέτωπο. Με την ευρηματική μάλιστα διατύπωση του Π. Λαφαζάνη ότι «βάζει την υπογραφή του σε λευκό χαρτί». Εδώ η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά. Θεωρητικά, εάν σε ενδιαφέρει οποιαδήποτε μορφή μετωπικής συμπόρευσης, εξαντλείς κάθε τέτοια δυνατότητα, ανοικτά, δημόσια, πιέζοντας, δίνοντας χώρο, υποστέλλοντας κομματικά λάβαρα και προσωπικές φιλοδοξίες και ενεργοποιώντας διαδικασίες. Όχι αφού έχεις ανακοινώσει ψηφοδέλτια και εκλογικά κατεβάσματα, αλλά πολύ νωρίτερα, έξω και πέρα από εκλογικές σκοπιμότητες που επίσης βγάζουν μάτι.

Στις δε αυτοδιοικητικές, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Εκεί η μεν ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιλέγει όχι απλά τη μοναχική πορεία και κάθοδο αλλά και τη διάσπαση του εαυτού της, καθώς σε σειρά κεντρικών δήμων, δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατεβαίνουν τουλάχιστον σε δύο ανταγωνιστικά ψηφοδέλτια (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα).  Δίπλα σε αυτά συγκροτούνται και άλλα δημοτικά σχήματα από τη ΛΑΕ ή και άλλους σχηματισμούς. Ο λόγος; Ηγεμονισμοί και αλληλοαποκλεισμοί δυνάμεων που κατά τ’  άλλα κλίνουν σε όλους τους τόνους την έρμη την εργατική δημοκρατία. Αποκορύφωμα της τελευταίας η διάλυση συνεδρίασης περιφερειακού σχήματος που αποφάσιζε κατά πλειοψηφία συμπόρευση με άλλες δυνάμεις. Και όλα αυτά όταν τα αυτοδιοικητικά σχήματα αυτής της Αριστεράς, με ελάχιστες εξαιρέσεις, λειτουργούν λίγο πριν τις εκλογές και πέφτουν σε χειμερία νάρκη αμέσως μετά. Καμία αντίληψη για κινήματα γειτονιάς, όλα για την εκλογική καταγραφή, πάντα όμως στο όνομα των κινημάτων και της επίκλησης της «επαναστατικής» αριστεράς κόντρα στο ρεφορμισμό.

Καπέλα, εκβιασμοί, αποκλεισμοί, σεντόνια αναλύσεων με μόνο στόχο την κατά μόνας εκλογική καταγραφή. Κυριολεκτικά, πρόκειται για την αποθέωση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Η γενική γραμμή είναι «κατεβαίνω στις εκλογές μόνος μου και άρα υπάρχω ως οργάνωση/σχήμα/μέτωπο». Η πεμπτουσία της αστικής πολιτικής γίνεται πρακτική αυτού του χώρου, τροφοδοτώντας κι άλλο την αναξιοπιστία. Κάνοντας πρακτικά τους τροχονόμους της παραίτησης, είτε προς ΣΥΡΙΖΑ, είτε προς ΚΚΕ.

Γίνεται όλο και πιο σαφές, αν και είναι πικρό: Αυτός ο χώρος, παρά τους αξιόλογους συντρόφους και αγωνιστές, ως πολιτικός χώρος και πολιτική πρακτική δεν μπορεί να συμβάλλει θετικά. Αποτελεί πολιτικο-ιδεολογικά ένα μικρό ΚΚΕ.

Για την δύσκολη κατάσταση και τον στραβό γιαλό ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε πολλά. Το να μην αρμενίζουμε όμως στραβά είναι απολύτως υποκειμενική επιλογή και απόφαση. Έχει κόστος, απαιτεί ρήξεις, ξεβολέματα και ανατροπές, αλλά κάθε μέρα που περνά προσθέτει επιπλέον αρνητικό φορτίο.

Πελετίδης

Η τακτική ήττας του ΚΚΕ για το Δήμο της Πάτρας

Παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα από τη συνέντευξη που έδωσε ο Κώστας Πελετίδης στην τηλεόραση του Super B στις 29/1/19, αποκαλυπτική για την πολιτική συμμαχιών του ΚΚΕ ενόψει των δημοτικών εκλογών. (Όλη η συνέντευξη βρίσκεται εδώ).

Ερώτηση: Πάνω σε αυτό που λέτε για συνένωση δυνάμεων, επειδή δεν θα έχουμε ερώτηση από τον Χρήστο Πατούχα θα πάω σε ένα θέμα που έθιξε ο ίδιος, μια που βάζετε την συνένωση δυνάμεων και που εδώ και αρκετούς μήνες έχει θέσει ένα ζήτημα προκειμένου να συνενωθεί ο χώρος της αριστεράς και να πάει ενωμένος στις εκλογές με εσάς επικεφαλής, και λέει δεν έχω πάρει καμία απάντηση από τον Κώστα Πελετίδη. «Eγώ λέω στηρίζω τον Κώστα Πελετίδη στον δεύτερο γύρο», εδώ ήταν ο Χρήστος Πατούχας,το είπε ξεκάθαρα. Το είχε πει, σας στηρίζει από τώρα, το ξέρετε και εσείς, χωρίς καμία προϋπόθεση και το είχε πει και το 2014 και λέει να πάμε συνενωμένοι και δεν πήρε καμία απάντηση, τι απαντάτε εσείς πάνω σε αυτό;

Κώστας Πελετίδης: Εμείς εκείνο το οποίο λέμε είναι ότι συνενωνόμαστε και συνεχίζουμε εκείνη την ένωση δυνάμεων. Εμείς δεν συζητούμε για πολιτικές δυνάμεις, είναι άλλο θέμα αυτό το οποίο συζητούμε εμείς τώρα και λέμε ότι όπου και αν ανήκεις θα βρεθούμε στον ίδιο δρόμο και στο ίδιο μετερίζι, και λέμε και σε αυτόν που είναι στην ΝΔ και αυτόν που είναι στο ΠΑΣΟΚ και αυτόν που είναι στο ΣΥΡΙΖΑ και αυτόν που είναι σε άλλες οργανώσεις .

Ερώτηση: Μα μια αυτοδιοικητική παράταξη της Πάτρας είναι, δεν είναι πολιτική δύναμη

Κώστας Πελετίδης: Ναι ο καθένας μας είναι πολιτική παράταξη. Εμείς αυτά τα βρίσκουμε τα συζητάμε δεν είναι αυτό το ζήτημα μας, ούτως ή άλλως η ζωή έχει δείξει, συνεργαζόμαστε.

Ερώτηση: Θα πάτε σε συνεργασίες;

Κώστας Πελετίδης: Μα οι συνεργασίες γινόντουσαν και γίνονται

Ερώτηση: Μετά ή πριν;

Κώστας Πελετίδης: Μα εμείς μέσα στην ζωή συνεργαζόμαστε.

Ερώτηση: Μάλιστα, δηλαδή η Λαϊκή Συσπείρωση κατεβαίνει ως έχει ξεκάθαρα;

Κώστας Πελετίδης: Μα φυσικό είναι αυτό.

Ερώτηση: Άρα δεν υπάρχει συνεργασία πριν.

Κώστας Πελετίδης: Τι συνεργασία να υπάρχει πριν;

Ερώτηση: Συνένωση παρατάξεων, Λαϊκή Συσπείρωση με Χρήστο Πατούχα. Κατεβαίνει μαζί σας η Βίβιαν Σαμούρη, λέω ένα παράδειγμα αυτά που ακούγονται.

Κώστας Πελετίδης: Εμείς λοιπόν εκείνο το οποίο λέμε είναι ότι η Λαϊκή Συσπείρωση θα πορευτεί ως Λαϊκή Συσπείρωση και προχωρούμε και από εκεί και πέρα είναι ανοιχτή σε όλους τους ανθρώπους που θέλουν να αγωνιστούν -καλής θέλησης- και θα πορευτούμε μαζί σε αυτόν τον αγώνα. Σε αυτόν τον αγώνα τον κοινό εμείς δεν ξεχωρίζουμε κανέναν.

Γίνεται σαφές, από τις παραπάνω απαντήσεις, ποια είναι η κεντρικά αποφασισμένη τακτική του ΚΚΕ στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές στην Πάτρα. «Εμείς εδώ είμαστε και όποιος θέλει ακολουθεί». Τακτική που ξεδιπλώθηκε αργότερα με τη συμμετοχή στο ψηφοδέλτιο της Λαϊκής Συσπείρωσης υποψηφίων από διάφορους χώρους πέραν του ΚΚΕ. «Καλοδεχούμενοι όλοι στη Λαϊκή Συσπείρωση». Ως πρόσωπα μεμονωμένα. Όχι ως παρατάξεις. Καλοδεχούμενοι οι προερχόμενοι από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Ως πρόσωπα, όχι ως παρατάξεις. Καλοδεχούμενοι οι προερχόμενοι από το ΣΥΡΙΖΑ. Ως πρόσωπα, όχι ως παρατάξεις. Καλοδεχούμενοι οι προερχόμενοι από τη ΛΑΕ. Ως πρόσωπα, όχι ως παρατάξεις.

Λες και η συνεργασία με τους «προερχόμενους» δεν είναι πολιτική συμμαχία. Λες και τα πρόσωπα δεν έχουν πολιτική διαδρομή ή ταυτότητα. Λες και δεν ξέρουμε το πολιτικό τους παρελθόν και τη στάση τους.

Μόνο η συνεργασία με την Ανυπότακτη Πολιτεία θα ήταν πολιτική συνεργασία με βάση τη λογική του ΚΚΕ. Θα μπορούσε όμως να μην είναι πολιτική, θα γινόταν κοινωνική, αν συνεργαζόταν μόνο ο επικεφαλής της με τη Λαϊκή Συσπείρωση (ή δυο-τρία πρόσωπα), και όχι η παράταξη εν συνόλω. Προαπαιτούμενο δηλαδή η διάλυση της Ανυπότακτης Πολιτείας για να συνεργαστεί με τη ΛΑΣ.

Η εκλογική τακτική του ΚΚΕ για το Δήμο της Πάτρας δεν είναι απλά κοντόθωρη. Δεν βάζει απλά το κόμμα πάνω από το συλλογικό συμφέρον. Είναι τακτική ήττας. Με βάση το νέο εκλογικό νόμο και την απλή αναλογική είναι πολύ πιθανό προκύψει ένας Δήμαρχος χωρίς δημοτικό συμβούλιο, με το Μαύρο Μέτωπο της αντιπολίτευσης ενωμένο και πλειοψηφικό. Να περάσει επί της ουσίας ο Δήμος στα χέρια των δυνάμεων της αγοράς και ας μην έχουν το Δήμαρχο δικό τους. Και επειδή ο στόχος της Λαϊκής Συσπείρωσης για 50% από την πρώτη Κυριακή δεν πείθει ούτε τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, η πρόταση της Ανυπότακτης Πολιτείας για Μέτωπο Νίκης είναι η μόνη λογική και εφικτή πρόταση, που έχει κριτήριο το αποτέλεσμα προς όφελος των λαϊκών δυνάμεων της πόλης.

Το ΚΚΕ και τα κίτρινα γιλέκα

Το ΚΚΕ και τα κίτρινα γιλέκα

Διανύουμε μια περίοδο όπου το λαϊκό, το εργατικό και γενικά το ανταγωνιστικό στο σύστημα κίνημα βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση. Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με τα απόνερα της κατάρρευσης του ΄89-΄91 και της συνακόλουθης αστικής εφόρμησης για εμπέδωση του αντικομμουνισμού και του καπιταλιστικού μονοδρόμου. Ενώ η κρίση σε διεθνές επίπεδο χτυπάει κόκκινο και το αίτημα μιας διαφορετικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης θα έπρεπε να είναι στην ημερήσια διάταξη, οι αντιδράσεις είναι υποτυπώδεις, αναιμικές, πρωτόλειες. Σε πλανητικό επίπεδο καταγράφεται μια εκκωφαντική αναντιστοιχία μεταξύ αναγκών και ανταπόκρισης του οργανωμένου υποκειμενικού παράγοντα.

Στα πλαίσια αυτά, έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που στέκεται και αξιολογεί κανείς κινήματα όπως αυτό των “κίτρινων γιλέκων” στη Γαλλία. Το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” έχει απασχολήσει αρκετά τη διεθνή και εγχώρια επικαιρότητα. Συζητιέται σε καφενεία, σε χώρους εργασίας, σε τηλεοπτικά παράθυρα. Απασχολεί τους πολιτικούς φορείς, ιδίως τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς. Η οπτική γωνία και η στόχευση είναι συνήθως καθοριστικές για την άποψη που επιλέγει να υιοθετήσει και τη στάση που επιλέγει να τηρήσει ο καθένας. Ειδική αξία έχει όμως η τοποθέτηση της αριστεράς και ειδικά της κομμουνιστικής απέναντί του.

Αίσθηση προκαλεί η τοποθέτηση του ΚΚΕ για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Όχι γιατί δεν ήταν αναμενόμενη, αλλά γιατί είναι αμυντική, αβασάνιστη, συνομωσιολογική.  Διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη (Για ποιον … φωσφορίζουν τα «κίτρινα γιλέκα»;) ότι:

α. μάλλον το κίνημα των κίτρινων γιλέκων κατευθύνεται από τις ΗΠΑ ή τη Λεπέν (“το ζήτημα έχει και γεωπολιτικές προεκτάσεις, όπως προδίδει η συζήτηση γύρω από την εμπλοκή του πρώην συμβούλου του Αμερικανού Προέδρου Στιβ Μπάνον, που επιχειρεί να συντονίσει στην ΕΕ αστικές εθνικιστικές δυνάμεις, ανάμεσά τους και τον «Εθνικό Συναγερμό» της Λεπέν”, “τη στήριξή της στα κίτρινα γιλέκα εξέφρασε από την πρώτη στιγμή η Λεπέν”, “αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι στις διαδηλώσεις εμφανίζονται να παίζουν ρόλο νεοναζιστικά τάγματα εφόδου”).

β.  “τα κίτρινα γιλέκα θυμίζουν αρκετά τα λεγόμενα «κινήματα» των «αγανακτισμένων» και της «πλατείας», που κάθε άλλο παρά «αυθόρμητα» ήταν”. Τα κινήματα αυτά απολογίζονται στο πόδι ως “κινήματα που εκκολάφθηκαν σε συνθήκες ανόδου της λαϊκής δυσαρέσκειας για την αντιλαϊκή πολιτική και αξιοποιήθηκαν για να επιταχύνουν διεργασίες και ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα, σε Ισπανία, Ελλάδα και αλλού, εγκλωβίζοντας τελικά το λαό σε «εναλλακτικές» κομμένες και ραμμένες στις ανάγκες του κεφαλαίου”.

γ.  η κοινωνική τους σύνθεση συνιστά ασυγχώρητο παράπτωμα: “Στα «κίτρινα γιλέκα» ξεχωρίζει η συμμετοχή μικρομεσαίων στρωμάτων, ειδικά από την επαρχία και πολλών μικροεπιχειρηματιών”.

δ. το “κείμενο διεκδικήσεων” που κυκλοφόρησε αποτελεί απαύγασμα οπορτουνισμού και επαναστατικής μειοδοσίας.

Η τοποθέτηση του ΚΚΕ είναι επιεικώς απαράδεκτη. Ένα από τα πιο σημαντικά σύγχρονα κινήματα, που έχει στριμώξει την κυβέρνηση Μακρόν επί ένα μήνα και την αναγκάζει σε πολιτική αναδίπλωση, χρεώνεται ως “αμερικάνικος δάκτυλος”. Και αυτό ως θέση αρχής περισσότερο, παρά ως λογική αλληλουχία γεγονότων και συμπερασμάτων. Η φιλολογία γύρω από τον Στιβ Μπάνον θεωρείται αρκετή από το ΚΚΕ για να ξεμπερδεύει σχετικά με την προέλευση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Αν είναι έτσι όμως, κάθε κίνημα που θα ξεσπάει, θα έχει μια αντικειμενική λειτουργία υπέρ μιας ιμπαριαλιστικής χώρας και κατά μιας άλλης, άρα και “κομμουνιστικής” υφής κινήματα θα μπορούσε να τα χρέωνε στον ιμπαριαλισμό μια τέτοια μεθοδολογία.

Το ΚΚΕ σπεύδει να δικαιώσει την απελπισμένη προσπάθεια της Λεπέν να ψαρέψει σε θολά νερά και να οικειοποιηθεί το κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Ακόμα και οι Γάλλοι ναζί δε θα μπορούσαν να είναι τόσο αισιόδοξοι ως προς την αποτελεσματικότητα και το ρόλο που τους αποδίδει το ΚΚΕ στην εμφάνιση του νέου αυτού κινήματος. Ενός κινήματος που κάθε άλλο παρά αντιμεταναστευτική ρητορική έχει, ενώ το πρόγραμμά του είναι οι διεκδικήσεις των λαϊκών στρωμάτων, των όλο και φτωχότερων εργαζομένων.

Η ταξινόμηση μαζί με τους “αγανακτισμένους” της Αθήνας και τους “Podemos” της Ισπανίας θεωρείται κίνηση ματ από το ΚΚΕ, καθώς έχει φροντίσει να αποδομήσει τα δύο παραπάνω κινήματα, να τα χρεώσει ως αστικά δημιουργήματα, να τα κρίνει εκ του αποτελέσματος και εκ των κυβερνήσεων που τα ακολούθησαν. Όμως κινήματα που ξεσπούν στη σημερινή εποχή έχουν το σπέρμα του μισού, της ήττας, του ανολοκλήρωτου. Το πιο πιθανό είναι να τα διαχειριστεί και αξιοποιήσει ο αντίπαλος. Το εύκολο και ανέξοδο είναι να τα καταγγείλουμε. Το δύσκολο είναι να τα επενδύσουμε πολιτικά, να τα αγκαλιάσουμε, να τα καθοδηγήσουμε και να παίξουμε ρόλο ώστε να γίνουν νικηφόρα και μέρος μιας διαδικασίας υπέρβασης του σημερινού καταθλιπτικού συσχετισμού δυνάμεων. Μέχρι να αλλάξουν οι συσχετισμοί των δυνάμεων και να δημιουργηθούν σοβαρά αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να ξεσπούν κινήματα; Όταν ξεσπούν πρέπει να καταγγέλλονται ως προδοτικά; Όλα τα κινήματα αυτά ανήκουν στην αστική τάξη και τους αμερικάνους;

Τα κίτρινα γιλέκα δεν είναι ένα κίνημα που θα ρίξει τον καπιταλισμό. Ούτε ένα κίνημα που θα σφραγίσει τον 21ο αιώνα. Ούτε έχει κομμουνιστικό πρόσημο και ιδεολογία. Ούτε έχει αμιγώς εργατικά χαρακτηριστικά. Δεν καθοδηγείται από κάποια οργανωμένη δύναμη με επαναστατικό προσανατολισμό (αφού δε φαίνεται να υπάρχει κάποια τέτοια υπολογίσιμη δύναμη στη Γαλλία). Δε θα λύσει το πρόβλημα των λαών και της εργατικής τάξης στον 21ο αιώνα.

Δημιουργεί όμως αντικειμενικά μια αισιοδοξία σε όσους επιμένουν να τοποθετούνται απέναντι στον οδοστρωτήρα του καπιταλισμού, της ΕΕ, των αστικών μονοδρόμων. Σε όσους θεωρούν ότι η ιστορία δεν τέλειωσε το ΄91, αλλά πρέπει και πρόκειται να εκτυλιχθούν νέα και καθοριστικά επεισόδια της ταξικής πάλης που θα αλλάξουν τα σημερινά καταθλιπτικά τοπία υπέρ των εργαζομένων. Η αισιοδοξία ως τοποθέτηση (αλλά και ως ψυχολογία) είναι αναπόσπαστο συστατικό για όσους τοποθετούνται με την πλευρά της επανάστασης, του σοσιαλισμού, της ανατροπής του καπιταλισμού. Επιπλέον, τα κίτρινα γιλέκα συνιστούν ένα βασικό επιχείρημα για τους λαούς να αγωνίζονται. Τονώνουν την αισιοδοξία του αγώνα, σε καιρούς που ο αγώνας είναι ντεμοντέ, ηττημένος και μάταιος. “Ο αγώνας έχασε… για ακόμα μια φορά ζήτω ο αγώνας!”, φωνάζουν τα κίτρινα γιλέκα. Φέρνουν αντικειμενικά μια κινηματική ανάταση, ασχέτως του αν τελικά θα νικήσουν.

Κινήματα όπως των κίτρινων γιλέκων, των πλατειών στα 2010-2012 στην Ελλάδα ή των Podemos στην Ισπανία υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η ταξική πάλη είναι πάντοτε παρούσα. Δε διαγράφεται – δεν εξορίζεται από την κοινωνική και πολιτική σφαίρα, όσα διατάγματα και αναθέματα και να βγάλουν οι κονδυλοφόροι του συστήματος, όση απουσία – αδιαφορία – ανικανότητα – ανυπαρξία και να επιδείξει η αριστερά. Η ταξική πάλη, η λαϊκή οργή, η θέληση για συλλογική διεκδίκηση είναι παρούσες κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα που θέτουν τα κίτρινα γιλέκα.

Τα κινήματα αυτά έχουν περιορισμούς και όρια που δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν. Είναι και δεν είναι αυθόρμητα. Είναι αυθόρμητα καθώς δεν καθοδηγούνται από κάποιο πολιτικό κόμμα. Δεν είναι αυθόρμητα γιατί τίποτα δεν είναι τελείως ανεξάρτητο και ξεκομμένο από την πολιτική ζωή γενικά. Καθώς δεν υπάρχει διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ως καθοδηγητικό κέντρο για τους αγώνες των λαών και της εργατικής τάξης, ούτε σοβαρά αριστερά/κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις σε καμμιά χώρα, είναι φυσικό επόμενο κάθε κίνημα που ξεσπάει να είναι ανεπαρκές και θνησιγενές. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταγγέλλεται και να κατακεραυνώνεται; Πολύ περισσότερο να χρεώνεται στους πράκτορες του καπιταλισμού; Ή ακόμη χειρότερα στους φασίστες;

Φυσικά όταν γίνεται λόγος για ταξική πάλη, δεν είναι δυνατό να σημαίνει απλά και μόνο μια χυδαία, γραμμική και “εργαστηριακή” σύλληψη του στιλ “από εδώ οι εργάτες” και “από εκεί οι αστοί”. Ο Λένιν σημείωνε ότι όποιος περιμένει να δει μια καθαρή επανάσταση και δύο σαφώς οριοθετημένα και τακτοποιημένα στρατόπεδα “αστοί/προλετάριοι” δεν πρόκειται να τη δει ποτέ. Και ως τώρα η αλήθεια είναι κανείς δεν την έχει δει. Η πραγματική κίνηση είναι πάντα πιο πλούσια από τα σχέδια επί χάρτου και τα μανιφέστα. Επί του παρόντος το αντικείμενό μας δεν είναι η επανάσταση, αλλά πιο πρωτόλεια ζητήματα – καθήκοντα. Και στο επίπεδο αυτό όμως, αν το κριτήριό μας είναι η “καθαρότητα” που απορρίπτει τις “ανεπαρκείς κινηματικές συγκροτήσεις”, τότε δεν πρόκειται να γίνουν βήματα μπροστά.

Η απαιτητικότητά μας απέναντι στα κινήματα που ξεσπούν εν πολλοίς ερήμην την κομμουνιστικής αριστεράς δε μπορεί να είναι τόσο απόλυτη. Κυρίως επειδή η αριστερή/κομμουνιστική πολιτική και παρέμβαση είναι από ανίσχυρη έως απούσα διεθνώς. Για να είμαστε σοβαροί, πρέπει να τηρείται κάποιο μέτρο. Όσο πιο πολύ ανταποκρίνεται κανείς στα καθήκοντά του, τόσο πιο αυστηρός δικαιούται να είναι απέναντι στους άλλους. Αν η κομμουνιστική αριστερά είναι τόσο συνεπής, σοβαρή και αποτελεσματική σε σχέση με τα καθήκοντά της, τότε μπορεί να κατακεραυνώνει ανθρώπους ή κινήματα που “δε στέκονται στο ύψος που θα έπρεπε”. Αν όμως είναι κατά βάση απούσα, ανήμπορη, παραιτημένη και θεωρητικολογεί, τότε δεν έχει κανένα δικαίωμα να υψώνει τον πήχη των προσδοκιών στα ουράνια για τους άλλους. Επιεικής με τον εαυτό μας και αυστηροί με τους άλλους, είναι η σίγουρη συνταγή για την αποτυχία, τη γελοιοποίηση και τη γραφικότητα. Τότε κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά και με το δίκιο του.

Το ΚΚΕ έχει επιλέξει μια αδιέξοδη στάση. Να θεωρητικολογεί χωρίς τέλος και σε ό,τι αφορά στο πρακτικό πεδίο να αρκείται σε κινήσεις και συσπειρώσεις γύρω από τον εαυτό του, οι οποίες συσπειρώνουν κάτι ελάχιστα παραπάνω από τον εαυτό του. Να ορίζει ως βασική του προτεραιότητα το μονοπώλιο στο χώρο της αριστεράς και όχι το διεμβολισμό και την αποδυνάμωση του αντιπάλου. Να αναπαράγει το μηχανισμό του καθώς και ένα εκλογικό ποσοστό, χωρίς να πασχίζει για την έκφραση των αναγκών της εργατικής τάξης και του λαού. Να καταγγέλλει εύκολα και αφ’ υψηλού διάφορα ελπιδοφόρα κινήματα, χωρίς να κάνει το παραμικρό για τη συγκρότηση κινημάτων (πέρα από καρικατούρες κινήματος, όπου η στενή επιρροή του ΚΚΕ σε διάφορους εργασιακούς χώρους βαφτίζεται εργατικό κίνημα). Να αφήνει το λαό ανυπεράσπιστο στην εποχή της κρίσης και να μη θέτει ζήτημα εξουσίας, καθώς “δεν είμαστε έτοιμοι, οι συνθήκες δεν είναι ώριμες… κλπ”. Αν στην εποχή της κρίσης δεν είναι ώριμες οι συνθήκες, πότε θα είναι; Ποιος είναι ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης και του κόμματός της; Πότε πρέπει αυτός να εκπληρωθεί; Το μακρινό και αόριστο μέλλον έχει ένα πλεονέκτημα: δεν απαιτεί καμία συνέπεια – καμία λογοδοσία – κανέναν έλεγχο. Για αυτό ο Περισσός έχει βρει τη μόνιμη επωδό: δεν είναι ώριμες οι συνθήκες, άρα τα καθήκοντα παραπέμπονται. Άρα δεν πρόκειται να κάνω ποτέ κάτι και κανείς δεν πρόκειται να μου ζητήσει λογαριασμό για αυτό.

Η στάση αυτή είναι λανθασμένη και αναπαράγει το αδιέξοδο. Είναι στάση παθητικότητας και αναμονής. Αποδοχής του συσχετισμού δυνάμεων σαν να είναι κάτι το δεδομένο και το αμετακίνητο. Συνιστά άρνηση του ιστορικού ρόλου του κόμματος της εργατικής τάξης. Πρακτικά είναι φυγομαχία και παραίτηση, συνθηκολόγηση με τον ταξικό αντίπαλο. Απαιτείται μια εντελώς διαφορετική στάση. Ενεργητικής παρέμβασης στην ταξική πάλη. Αναμέτρησης με το καθήκον της τροποποίησης του συσχετισμού των δυνάμεων. Εμπλοκής με το πολιτικό προσκήνιο, μέσα από μια σειρά συμμαχιών και μετώπων με κατεύθυνση τη συγκέντρωση δυνάμεων που μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και πολλαπλασιαστικά σε διάφορα επίπεδα. Οργάνωσης του λαού. Ώσμωσης με τα νέα κινήματα που ξεδιπλώνονται στο έδαφος του πολιτικού κενού. Προσπάθειας τροφοδοσίας των κινημάτων αυτών με στοιχεία προγράμματος και ιδεολογίας και όχι εύκολης αναχώρησης από αυτά μέσω της χρέωσής τους στον ταξικό αντίπαλο. Ειλικρίνειας και αυτογνωσίας, που βλέπει στην ανεπάρκεια των σύγχρονων κινημάτων να καθρεφτίζεται η ανεπάρκεια της σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς. Αποφασιστικότητας, που θέτει το φιλόδοξο αλλά αναγκαίο καθήκον της συγκρότησης μια σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς. Μέσα από διαδικασίες συνάντησης δυνάμεων, σύνθεσης και υπέρβασης. Επαναστατικής πράξης και όχι επαναστατικής λογοκοπίας.

Νίκη είναι να βγαίνεις από μια δύσκολη κατάσταση

1. Αποφεύγοντας την επαναλαμβανόμενη συζήτηση για την ήττα του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς, δεν πρέπει να αποφύγουμε να αναγνωρίσουμε τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης που καθορίζει σχέδια, πρακτικές, αλλά και τη σκέψη και την ψυχολογία των βασικών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Αναμφίβολα είμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και το βασανιστικό ερώτημα είναι το αν, πότε, και κάτω από ποιους όρους αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αντιστραφεί. Το ερώτημα αυτό συνυπάρχει –καθόλου άδικα- με την αμφισβήτηση αν εμείς είμαστε ικανοί να την υπερβούμε. Και τούτο διότι αυτή η πραγματικότητα είναι συνισταμένη πολλών καταστάσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που πηγάζουν από το μακρινό παρελθόν και φθάνουν έως τις μέρες μας. Ο συσχετισμός δύναμης και οι διαδικασίες ανατροπής του αφορούν τη στρατηγική και την ταχτική του σήμερα. Το στρατηγικό ερώτημα είναι το πώς από την κατάσταση της παθητικής υποχώρησης και της συνολικής διάλυσης, θα περάσουμε στην κατάσταση της συγκρότησης, της οικοδόμησης και της ενεργοποίησης οργανώσεων και λαϊκών κινημάτων.

2. Η χρεοκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού βαραίνει παγκόσμια στις συνειδήσεις όλων των προοδευτικών ανθρώπων, που βιώνουν στο πετσί τους τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, που αντιλαμβάνονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα, που αγωνίζονται για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Η είσοδος στον άγριο νεοφιλελευθερισμό και η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης βρήκε ανέτοιμη και σε αμηχανία την υπαρκτή Αριστερά που κινήθηκε στα πλαίσια των δευτερευουσών αντιθέσεων, πολιτικά ουραγός και ιδεολογικά αδύναμη. Ο ιμπεριαλισμός εισήλθε δυναμικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου χωριού, σε ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο. Η συζήτηση όμως για αυτόν ήταν πολύ φτωχή. Ο ιμπεριαλισμός εξοστρακίστηκε από την ατζέντα συζήτησης και δράσης της Αριστεράς. Επικρατεί η φροντίδα για τα ατομικά δικαιώματα. Μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η πολύ δυσκολότερη -είναι αλήθεια- υπεράσπιση των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών. Αποτέλεσμα είναι η διάρρηξη σχέσεων με τα πληττόμενα στρώματα και τάξεις. Επικρατεί η πολιτική γύρω από τις τραγικές συνέπειες της ιμπεριαλιστικής πρακτικής (πχ μετανάστες). Ξεχνιέται όμως η θεωρία και η πράξη για ένα κίνημα αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολιτική τακτική, πρωτοβουλίες και συμμαχίες για ανάκτηση σε εθνικό επίπεδο των εξουσιών που έχουν μεταφερθεί στις ιμπεριαλιστικές υπερεθνικές ολοκληρώσεις (πχ ΕΕ). Θα σήμαινε ακόμη συγκέντρωση δυνάμεων για χτύπημα στους εκάστοτε αδύναμους και κρίσιμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (πχ. ευρώ). Η αδιαφορία και η υποτίμηση του εθνικού ζητήματος συνοδεύονταν με έναν τάχα διεθνιστικό κοσμοπολιτισμό που βοηθούσε τα μάλα στο πέρασμα της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα πληρώνουμε ακόμα αυτό το διεθνιστικό φαντασιακό της «Ευρώπης των λαών» το οποίο προώθησε το ευρωκομμουνιστικό και τροτσκιστικό ρεύμα, και το οποίο όμως αποδέχθηκε, με συνθηματολογικές και μόνο διαφωνίες, σχεδόν το σύνολο της Αριστεράς.

3. Η κρίση του 2008 ήταν μια ευκαιρία, μια επικίνδυνη ευκαιρία για τις επικίνδυνες τάξεις και στρώματα, μια ανατρεπτική ευκαιρία για την αντισυστημική Αριστερά. Θα μπορούσε να μπει ένα τέλος στον διακηρυγμένο θάνατο του κομμουνισμού και στην φαντασμαγορία της δύναμης και της ευρωστίας του καπιταλισμού. Θα μπορούσε ακόμη, να ανασυγκροτηθεί η επαναστατική Αριστερά, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα μαζικών λαϊκών αγώνων σε πολλές γειτονιές του κόσμου. Οι βαθιές και καταστροφικές κρίσεις του καπιταλισμού δίνουν μια τέτοια δυνατότητα. Στην πράξη όμως εκτυλίχθηκε η χειρότερη δυνατή εκδοχή. Το κεφάλαιο άρπαξε την ευκαιρία και ξεπέρασε – προσωρινά – την χρεοκοπία του συστήματος, επιτιθέμενο στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Ο καπιταλισμός και όχι η Αριστερά, υπενθύμισε την κεντρικότητα της ταξικής πάλης. Πλέον το κεφάλαιο ρεφάρει και ανακτά όλο το έδαφος που επί 70 και πλέον χρόνια παραχώρησε. Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας που κερδήθηκαν υπό τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής, αναιρούνται συστηματικά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού, ενώ σήμερα επιταχύνεται αυτή η αναίρεση μετά την κρίση του 2008. Ο καπιταλισμός ξεπερνά τον μεταπολεμικό του ταξικό συμβιβασμό και επιτίθεται συνολικά. Ζούμε πρωτόγνωρες κοινωνικές –εργασιακές καταστάσεις που θυμίζουν τα προοκτωβριανά τοπία. Κοινωνίες της λιτότητας, της φτώχειας της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας. Το καινούριο στοιχείο της κρίσης είναι ο αποκλεισμός όχι της «διαφορετικότητας» αλλά της μέχρι πρότινος «βολεμένης» πλειοψηφίας των μικρομεσαίων στρωμάτων και κατηγοριών. Το γεγονός αυτό δεν αφορά αποκλειστικά κάποιες πολιτικές επιλογές. Συνδέεται με την αντικειμενική αδυναμία του καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση να εξαγοράζει και να ενσωματώνει μικρομεσαία στρώματα, τουλάχιστον στον ρυθμό και την κλίμακα προηγούμενων δεκαετιών.

4. Η «υπαρκτή» Αριστερά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που έθεσε η καπιταλιστική κρίση, γιατί δεν ήταν αντισυστημική Αριστερά. Η μετάλλαξη δεν έγινε ούτε το 2010, ούτε το 2015. Πολλά χρόνια πριν, και καθόλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, είχε δημιουργηθεί μια συστημική κοινοβουλευτική λογική και είχε καλλιεργηθεί ο ευρωατλαντικός σεβασμός – αν όχι προσανατολισμός. Όσοι μάλιστα ήθελαν να εμφανίζονταν διαφορετικοί (πχ ΚΚΕ) στάθηκαν «υπεύθυνα» όσο ακριβώς χρειάστηκε, για να παραμείνουν ακίνδυνοι για την αστική πολιτική. Το ΚΚΕ, ως εθνικό και υπεύθυνο κόμμα που συνυπέγραψε το κοινωνικό συμβόλαιο με Κ.Καραμανλή και Α.Παπανδρέου, από το 1974 έως σήμερα απέδειξε ότι οι αντίπαλοι δεν πρέπει να το φοβούνται. Όποτε ο λαός ήταν στον δρόμο και η εξουσία μπορούσε να διεκδικηθεί, το ΚΚΕ τηρούσε το συμβόλαιο και αναζητούσε συμμαχίες με την σοσιαλδημοκρατία, ενώ στην κρίση φλυαρεί για την λαϊκή εξουσία, ξεχνώντας τη βασική λενινιστική θέση για τα άμεσα και ώριμα λαϊκά αιτήματα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ανέμεναν την δικαίωσή τους 30 ή 50 χρόνια μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δικαίωσε τις πολιτικές που είχαν ασκηθεί έως τότε (σήμερα απέμεινε με μόνη σημαία τη σύγκρουση με την διαφθορά) και εξάντλησε όλα τα ηθικά και αξιακά προτερήματα και την κληρονομιά της κομμουνιστικής Αριστεράς. Δυστυχώς, και πάνω από όλα, εμβολίασε τα λαϊκά στρώματα με την απογοήτευση, με την λογική και την ψυχολογία ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.

5. Η ιδιώτευση, η διάλυση, η απογοήτευση, δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια λογική με την οποία πορεύτηκε η υπαρκτή Αριστερά. Μια λογική τριάντα και πλέον ετών, όπου κυριάρχησε η συστημική κοινοβουλευτική πολιτική του ΚΚΕ και του ΣΥΝ. Αυτή η πορεία, είτε οδήγησε στην ήττα, είτε έκανε δυνάμεις και ανθρώπους να χάσουν την κοινή λογική (όπως συνέβη κατά κόρον στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά), είτε οδήγησε στην αντιγραφή της αστικής κοινοβουλευτικής πολιτικής. Από τη μια η θεωρητικολογία που εκπροσωπούσε δήθεν την εργατική τάξη, χωρίς αυτή να το γνωρίζει, με μια λογική που δεν ήθελε να ξεβολευτεί από ατελέσφορα σχήματα και μορφές, με ανιαρές επαναλήψεις, αρκεί κάτι να φαινότανε ότι κάτι έκανε. Από την άλλη, η πολιτική του εφικτού και του υπεύθυνου, με μια λογική εκπροσώπησης, και όχι δημιουργίας ικανοτήτων και συμμετοχής. Κοινή συνισταμένη ήταν μια Αριστερά που είτε ερωτοτροπούσε με την επικοινωνιακή πολιτική και μιμούνταν τον αστισμό, είτε βούλιαζε στο σεχταρισμό, γυρνώντας τις πλάτες της στον κόσμο. Μια Αριστερά που βολεύτηκε με τα επαγγελματικά στελέχη αντί για τους επαγγελματίες επαναστάτες. Στο τέλος, όλα τα οργανωμένα ρεύματα της Αριστεράς ακολούθησαν την κατηφόρα της υποτίμησης του λαϊκού παράγοντα. Η βαθύτερη αιτία έχει να κάνει με την έλλειψη προσήλωσης, πίστης και στόχου για την ανατροπή του συστήματος.

6. Στην κατάσταση αυτή, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα αναζητείται εναλλακτική; Γεγονός είναι ότι μάζες έχουν ανεπίλυτα ερωτήματα και ανάγκες. Θέλουν, και το εκφράζουν με ιδιόρρυθμους και ακανόνιστους τρόπους, μια διαφορετική κατάσταση. Στις λαϊκές ιδίως μάζες δεν τους αρέσουν τα πράγματα όπως είναι, αλλά δεν ξέρουν πώς μπορούν να τα αλλάξουν, ούτε βεβαίως θεωρούν ότι οι ίδιες είναι ικανές να αλλάξουν τα πράγματα. Οπότε, βασικά αναθέτουν και αναμένουν. Όμως ένα κοινό ερώτημα, μια κοινή αναζήτηση αυθορμήτως σχηματίζεται. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της αισιοδοξίας για μια νέα αρχή στην προσπάθεια της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η κρίση δεν έχει τέλος και μακροχρόνια συστημική ισορροπία δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται. Η ΕΕ συνεχίζει να κλυδωνίζεται οικονομικά και πολιτικά, βρίσκεται σε παρακμή, χωρίς ιδεολογικό ή στρατηγικό ορόσημο που να πείθει, και ταυτόχρονα σε μια θέση που συμπιέζεται από τον διεθνή ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκει διαρκώς εμπόδια και απειλές μετά το Brexit, με πρόσφατο παράδειγμα την Ιταλία αλλά και τη γενική άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων που αμφισβητούν μέχρι ενός ορίου τη συνοχή της. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η αδυναμία υπέρβασης της κρίσης ανατινάζουν χώρες, τόπους και κοινωνικές συνθήκες, ενώ αυξάνουν διαρκώς τους φόβους για μεγαλύτερες συγκρούσεις, οικονομικές και γεωπολιτικές. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, καθόλου δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτοανατίναξης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, μολονότι στις ελίτ υπάρχει ζωηρή η επιθυμία να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία με ταχείς ρυθμούς.
Οι «από κάτω» αναζητούν και αναθέτουν την επίλυση των προβλημάτων τους σε όσους διακηρύσσουν ότι τα βάζουν με τις «ελίτ», χωρίς να θίγουν όμως το σύστημα και τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αυτή είναι η εκλογική βάση της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αυτή η βάση θα μπορούσε να είναι η υλική δύναμη της Αριστεράς, αν δεν υποτιμούσε τον κόσμο και αν στοχοποιούσε επί του συγκεκριμένου το σύστημα. Η αναζήτηση εναλλακτικής μπλοκάρεται από την υπερίσχυση του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική». Η υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου θα υπάρξει σε εκείνο το σημείο όπου θα υπάρξουν νίκες που θα αναδεικνύουν την δύναμη των μαζών και την αδυναμία των αντιπάλων. Οι μεγάλες νίκες απαιτούν πολλαπλές  δοκιμασίες και αρκετές δυνάμεις, ενώ έχουν ανάγκη  μικρές νίκες -παραδείγματα και αφορούν όλες τις μεριές του πλανήτη. Για παράδειγμα η νίκη του συριακού λαού υπό τον Άσσαντ, είναι μια νίκη παράδειγμα. Ή ακόμη και ο συμβιβασμός –αν υπάρξει- του διευθυντηρίου της ΕΕ με την Ιταλία, ανεξάρτητα από το ποια είναι η κυβέρνησή της, θα είναι μια νίκη που αφορά όλους τους λαούς της Ευρώπης.

7. Στην Ελλάδα, πολιτικά, η λύση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε η αποτελεσματικότερη δυνατή για το σύστημα. Δεν αποδίδει απλά το αναμενόμενο από μια μνημονιακή κυβέρνηση έργο, αλλά καθιστά το λαϊκό κίνημα παράλυτο και σμπαραλιασμένο, διαχέοντας διαρκώς το «δεν υπάρχει εναλλακτική» από τον νεοφιλελευθερισμό. Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν πεδίο κατοχύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, ως του ενός από τους δύο, και μάλλον αποτελεσματικότερου πόλου της αστικής πολιτικής, ικανού να βγάζει το δύσκολο έργο, όταν οι συνθήκες δυσκολέψουν. Ταυτόχρονα, θα αναδείχνουν πολιτικά και εκλογικά το τέλος της σημερινής υπαρκτής Αριστεράς και πιο συγκεκριμένα του χώρου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Η πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων που αντιλαμβάνονται την κατάσταση οφείλει να κινηθεί στον αντίποδα της λογικής να πάμε όπως συνήθως, περιμένοντας απαθείς μια μοιραία σύγκρουση. Απαιτείται επίσης η αντιπαράθεση με τη λογική του μικρότερου κακού που διαρκώς στέλνει τον κόσμο διαλυμένο και απογοητευμένο στον ΣΥΡΙΖΑ. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι όμοια κόμματα, ακολουθούν όμοια πολιτική. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ίδια κι απαράλλαχτα με τους προηγούμενους, εντείνει τις προσπάθειες εκμαυλισμού και εξαγοράς συνειδήσεων για να παραμείνει στην εξουσία.

8. Σήμερα χρειάζεται να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Αυτό καταρχάς σημαίνει να μη θεωρούμε δεδομένη την επόμενη κίνησή μας. Να μην συνεχίζουμε να κάνουμε άστοχες κινήσεις. Να φροντίσουμε να ανοίξουμε με ειλικρίνεια την συζήτηση για τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης και τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε. Απαιτείται πολιτική και οργανωτική προετοιμασία στη σημερινή συγκυρία, με πολύ σημαντικότερη αντοχή και βάθος από το παρελθόν. Δεν υπάρχουν εύκολες και μαγικές λύσεις, ούτε πολιτικές τοποθετήσεις μεγάλης κλίμακας που μπορούν να διεισδύσουν και να πείσουν ευρύτατα ακροατήρια. Χρειάζονται δοκιμασίες και πειραματισμοί στη δράση. Αυτό είναι το πρώτιστο καθήκον της επόμενης περιόδου, που μπορεί να συνδυάζεται με έντιμες δοκιμασίες ενότητας ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης των διάσπαρτων και οργανωμένων δυνάμεων της αντιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Είναι απαραίτητη η οικοδόμηση ενός πόλου συζήτησης και δράσης με την συμμετοχή οργανώσεων και δυνάμεων κομμουνιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς με στόχο τον διαρκή προσδιορισμό μιας ενιαίας στρατηγικής και ταχτικής που να καταλήγει σε οργανωτικές προσεγγίσεις και ενότητες. Δεν έχουμε ανάγκη μια πολύχρωμη, πλουραλιστική ή πληθυντική Αριστερά που να χωρά τους πάντες και τα πάντα χωρίς ιεραρχήσεις, στόχους και προτεραιότητες. Ένα αριστερό και προοδευτικό μέτωπο έκφρασης των εργαζομένων και της νεολαίας θα ήταν αναγκαίο σήμερα, όμως η πρόσφατη ιστορία όμως έδειξε ότι αν δεν ξεκινήσουμε από την συγκρότηση μιας αντισυστημικής Αριστεράς, κάτι τέτοιο θα συμβαίνει με όρους που οδηγούν στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και στο δυσμενή συσχετισμό δύναμης.

9. Έχουμε ανάγκη μια Αριστερά της κοινής λογικής μια Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά (γιατί αυτή και μόνο αυτή μπορεί να είναι η εναλλακτική του σήμερα). Χρειαζόμαστε μια Αριστερά της μαζικής δράσης και πράξης, που δεν θεωρητικολογεί, δεν κλείνεται σε βολικά σχήματα και αλήθειες, δεν ευλογεί το ιδεολογικό της ρεύμα για να αισθάνεται δικαιωμένη. Αντίθετα, αναζητά να ακούσει και να μάθει από τον κόσμο της δουλειάς και να δοκιμάσει πρακτικές, δράσεις, μορφές και σχέσεις που να δικαιώνουν τις έννοιες μαζική, λαϊκή και ανατρεπτική. Να ενώνει και ενώνεται με στόχο την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.

Έχουμε ανάγκη από μια αντιμπεριαλιστική Αριστερά που να στοχοποιεί και να αντιπαλεύει οργανισμούς, πολιτικές  και θεσμούς οικονομικής στρατιωτικής και πολιτισμικής προώθησης  της παγκοσμιοποίησης. Που να οικοδομεί αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Που  να ξαναβάζει στην ατζέντα της τον ιμπεριαλισμό και να τον ιεραρχεί σαν τον κύριο αντίπαλο, στενά συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό. Δεν μπορούμε να είμαστε με μια παναριστερά που ο κοσμοπολιτισμός της συμβαδίζει με την υποτίμηση του εθνικού ζητήματος, θεωρώντας πως αυτός είναι ο σύγχρονος διεθνισμός.

Σήμερα έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που πασχίζει να έχει και να δοκιμάζει, ένα λαϊκό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων που να οδηγεί σε επιμέρους  μικρά διεκδικητικά κινήματα με στόχο την νίκη και την αποτελεσματικότητα, για να είναι δυνατόν να ξαναγεννηθεί η ελπίδα και να αποκτήσει αξία ο συλλογικός αγώνας. Που να γνωρίζει ότι η λαϊκή εξουσία δεν έρχεται από τον ουρανό αλλά σαν αποτέλεσμα της μάχης για τα ώριμα ζητήματα. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε από μια εντός των τειχών αριστερή πρωτοβουλία για…, ούτε από άστοχες και άμαζες απεργίες που δημιουργούν περισσότερους απεργοσπάστες παρά απεργούς, ούτε από την ανιαρά επαναλαμβανόμενη αριστερή (;) «συγκέντρωση και πορεία», που αναδεικνύει περισσότερο μια βολική μορφολαγνεία και λιγότερο ή καθόλου τη μαζική απεύθυνση και δράση.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που έχει την απλή μαρξιστική λογική ότι οι οργανώσεις δεν οικοδομούνται από φοιτητές. Όπως επίσης ότι οι φοιτητές και οι νεολαίοι πρέπει να μπουν μπροστά σε ένα σκληρό ιδεολογικό αγώνα ενός άλλου τρόπου σκέψης και ζωής και να δημιουργήσουν ένα πολιτικό και συνδικαλιστικό πρόγραμμα που να απευθύνεται και να ασκεί επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα και τάξεις που πλήττονται και που αποκλείονται από πολύπλευρους ταξικούς φραγμούς.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που αντιλαμβάνεται το ευρωσύστημα σαν τον κύριο συστημικό αντίπαλο και την ευρωζώνη σαν το οικονομικό και πολιτικό συνεκτικό στοιχείο του ευρωσυστήματος. Που αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται ένα μαζικό διαρκές προπαγανδιστικό κίνημα συγκεκριμένης  αποκάλυψης και στοχοποίησής του.

Όλα αυτά  με ένα σύστημα προτεραιοτήτων αποτελούν–σίγουρα όχι για όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά τουλάχιστον την αντιμπεριαλιστική Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά-  ένα ορισμένο ενωτικό πλαίσιο προβληματισμού και κοινής δράσης. Αποτελούν μια πρόσκληση και μια πρόταση με στόχο να βγούμε από την δύσκολη κατάσταση ή να προλάβουμε τα χειρότερα.