Δέκα Χρόνια Μετά

Στις 21 Φεβρουαρίου του 2015, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό δήλωνε ότι

«Η Ελλάδα χθες πέτυχε μια σημαντική διαπραγματευτική επιτυχία στην Ευρώπη… θέσαμε στόχους, ήμασταν συγκροτημένοι, δείξαμε αποφασιστικότητα αλλά και ευελιξία, πετύχαμε στο τέλος τον βασικό μας σκοπό… Χθες ακυρώσαμε τα σχέδιά τους [των φιλομνημονιακών]. Αποτρέψαμε το σχέδιο των τυφλών, συντηρητικών δυνάμεων, μέσα και έξω από τη χώρα, να προκαλέσουν ασφυξία στην Ελλάδα στις 28 Φεβρουαρίου. Κρατήσαμε την Ελλάδα αξιοπρεπή και όρθια.»

Τι είχε συμβεί και προκάλεσε τους πανηγυρισμούς του τότε νέο-εκλεγμένου και δημοφιλούς πρωθυπουργού;

Στις 20 Φεβρουαρίου, μετά από δύο άκαρπες συνεδριάσεις στις 11 και 16 Φεβρουαρίου, το Eurogroup είχε δώσει παράταση τεσσάρων μηνών στη λήξη του τρέχοντος προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, γνωστό στην καθομιλουμένη ως ‘μνημόνιο’, το οποίο έληγε την 1η Μαρτίου.

Η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με την απόφαση όφειλε να παρουσιάσει τις προτάσεις της εντός τριών ημερών—όσες παρουσίασε όμως απορρίφθηκαν στη συνέχεια. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι με την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, η Ελλάδα αναγνώριζε όλες τις συμφωνίες-μνημόνια που είχαν προηγηθεί, όπως φυσικά και αυτό του οποίου αποδεχόταν την παράταση, καθώς αναγνωριζόταν το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων.

Επίσης θεωρήθηκε επιτυχία η μη αναφορά στην υποχρέωση επίτευξης του εξωπραγματικού πρωτογενούς πλεονάσματος που προέβλεπαν οι προηγούμενες συμφωνίες. Μάλιστα καθιερώθηκε και στα καθ΄ ημάς ο όρος του Κίσινγκερ περί ‘δημιουργικής ασάφειας’, γεγονός για το οποίο θριαμβολόγησαν, λες και κάτι είχαν επιτύχει, οι κυβερνητικοί, του Γιάνη συμπεριλαμβανομένου. Εννοείται ότι η ‘δημιουργική ασάφεια’ δεν εξάλειψε το πρόβλημα που η Ελλάδα ξανασυνάντησε μπροστά της.

Μια σειρά από άλλες θριαμβολογίες που περιλαμβάνονταν στο διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα, δεν είχαν καμία απολύτως βάση. Είπε τότε ότι

«Είναι μια συμφωνία που ακυρώνει στην πράξη τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης για περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, για απολύσεις εργαζομένων στο δημόσιο, για αυξήσεις στο ΦΠΑ στα τρόφιμα, στα φάρμακα και στις τουριστικές υποδομές.

Ακυρώνει στην πράξη τη λιτότητα και τους μηχανισμούς που την επιβάλλουν, όπως είναι τα εξωπραγματικά και υφεσιακά πρωτογενή πλεονάσματα.

Δημιουργεί το θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή των αναγκαίων, προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και αφορούν την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, τη μεταρρύθμιση του κράτους, αλλά και την ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης, που αποτελεί πρώτιστο καθήκον…

Χθες λοιπόν κάναμε ένα αποφασιστικό βήμα, αφήνοντας πίσω μας τη λιτότητα, τα Μνημόνια και τη Τρόικα.»

Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε ότι όχι μόνο δεν αφήσαμε τότε πίσω μας «τη λιτότητα, τα Μνημόνια και την Τρόικα» αλλά αντίθετα, στη συνέχεια τα βρήκαμε μπροστά μας με πολύ μεγάλη ένταση.

Ένα βασικό σημείο που πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ είναι ότι τόσο ο τότε υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης όσο και ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξήραν το γεγονός ότι η ‘μεγαλειώδης νίκη’ πραγματοποιήθηκε εντός των πλαισίων της ΕΕ. Δύσκολα μεν, αναίμακτα δε, καθώς στην Ευρώπη υπήρχαν ανεξίτηλες δημοκρατικές παραδόσεις.

Που σήμαινε ότι τα Eurogroups δεν ήταν κανένας «λάκκος λεόντων» αλλά μια συνάντηση πραγματικών κυρίων όπου πρυτάνευε η φωνή της λογικής και ότι τα πάντα μπορούσαν πλέον να διευθετούνται και να επιλύονται μέσω του «Ορθού Λόγου»–πράγμα που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ήταν και η επιδίωξη του Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος θεώρησε ότι ο στόχος του να επικρατεί η ‘δημοκρατία’, η ‘λογική’ και ο ‘ορθός λόγος’ στις σχέσεις εντός της ΕΕ είχε επιτευχθεί .

Οι πανηγυρισμοί της τότε κυβέρνησης ήταν ασυγκράτητοι. Ο Γιάνης δήλωσε στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε την ‘ιστορική απόφαση’:

«…αποδείξαμε ότι μπορούμε να διαπραγματευτούμε με καλή πίστη και να έχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα. Καταφέραμε να συνδυάσουμε τη λογική και την ιδεολογία. Τον σεβασμό στους κανόνες και στη δημοκρατίαΤο Σαββατοκύριακο θα είναι ένα Σαββατοκύριακο δημιουργίας και χαράς ότι η Ελλάδα αφήνει το Μνημόνιο πίσω και γινόμαστε συνσυγγραφείς του καταλόγου των μεταρρυθμίσεων που θα εισάγουμεΗ Ελλάδα σήμερα, βγήκε από τη μοναχική απομόνωση στην οποία βρισκόταν τα τελευταία πέντε χρόνια των μνημονίων στο Eurogroup. Σήμερα, πετύχαμε, η Ελλάδα—μέσα από τη διαπραγματευτική της στρατηγική, επειδή διανοηθήκαμε τη ρήξη και είπαμε την αλήθεια, δεν χρησιμοποιήσαμε απειλές, δεν μπλοφάραμε—να δημιουργήσουμε ερείσματα εντός του Eurogroup, εντός της ΕΕ».

Ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας το πήγε ακόμη παραπέρα λέγοντας στο διάγγελμά του ότι η νίκη έχει μεγαλύτερη σημασία για την ίδια την ‘Ευρώπη’ από όσο για την Ελλάδα, διότι αυτή, χάρη σ’ εμάς, επανασυνδέθηκε με τον καλό και δημοκρατικό της χαρακτήρα:

«…αποδείξαμε ότι η Ευρώπη αποτελεί πεδίο διαπραγμάτευσης και αμοιβαία βιώσιμων συμβιβασμών και όχι πεδίο εξόντωσης, υποταγής και τυφλής τιμωρίας. Και υπό αυτή την έννοια, ίσως η χθεσινή ημέρα να είναι πιο σημαντική για την Ευρώπη από ότι είναι για την ίδια την Ελλάδα

Ενδιαφέρον έχει και η τοποθέτηση στις 26 Μαρτίου 2015  του προηγούμενου πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Ο Σαμαράς παρουσίασε το μη δημοσιευμένο μέχρι τότε κείμενο της συμφωνίας σε συνέντευξη τύπου επισημαίνοντας ότι σαφώς το Μνημόνιο δεν έχει λήξει αφού η σύμβαση με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) απλά έχει παραταθεί—πράγμα που επιβεβαίωσε και το ίδιο το EFSF με ανακοίνωσή του—και ότι το ίδιο είχε κάνει και η δική του κυβέρνηση παλιότερα παίρνοντας παράταση δύο μηνών. Τόσο η επικαιροποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και η επικαιροποίηση που είχε κάνει αυτός «συνδέονται άρρηκτα με το Μνημόνιο» είπε.

«Η Σύμβαση που υπέγραψε η παρούσα Κυβέρνηση είναι τροποποίηση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης. Για να πάρει, δηλαδή, παράταση τέσσερις επί πλέον μήνες… Όπως ακριβώς είχε κάνει και η δική μας Κυβέρνηση, τον περασμένο Δεκέμβριο, για να πάρει τότε δύο μήνες παράταση…η ορολογία, τότε και τώρα, είναι ταυτόσημη».

Η διαφορά βέβαια ήταν ότι ο Σαμαράς υπερασπιζόταν την πειθάρχηση στην ΕΕ και την ανάγκη των μνημονίων ενώ ο Τσίπρας είχε ακριβώς την αντίθετη θέση και λόγω αυτής είχε ψηφιστεί από τον Ελληνικό λαό εκπαραθυρώνοντας τη ΝΔ από την κυβερνητική εξουσία.

 


 

Τι επακολούθησε τη ‘μεγαλειώδη μας νίκη’ της 20ης Φεβρουαρίου του 2015 είναι πια γνωστό. Η βασικότερη όμως επίπτωση δεν ήταν η συνέχιση των μνημονίων από την κυβέρνηση Τσίπρα, τα οποία κάποτε με απύθμενο τυχοδιωκτισμό οι ίδιοι καταργούσαν «με ένα νόμο, ένα άρθρο». Ούτε το γεγονός ότι η Ελλάδα έκτοτε δεν έχει ορθοποδήσει και οι εργαζόμενοι είδαν τις συνθήκες εκμετάλλευσής τους να χειροτερεύουν ραγδαία μέσω της λεγόμενης ‘εσωτερικής υποτίμησης’ ενώ  η νεολαία εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συντάξεις των παππούδων, η υπογεννητικότητα λόγω της αδυναμίας να στηθούν σπιτικά  οδηγεί στην εθνική εξαφάνιση, κ.λπ., κ.λπ.

Το χειρότερο είναι ότι η ίδια η αριστερά, δια του ΣΥΡΙΖΑ, χρεοκόπησε στη συνείδηση του λαού την ιδέα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Με σημαντική την ευθύνη του λεγόμενου ‘Αριστερού Ρεύματος’ του ΣΥΡΙΖΑ που αντί να βγει και να φωνάξει «τι γίνεται εδώ;» αμέσως μετά το Eurogroup, αυτό προτίμησε τις ‘μάχες’ στα παρασκήνια αυτό-βαυκαλιζόμενο ότι θα καταλάβει τον ΣΥΡΙΖΑ στο μέλλον με κινήσεις θέσεων εν κρυπτώ. Αλλά βέβαια, χρόνο δεν είχε και δεν το αντιλαμβανόταν…

Το ρολόι άρχισε την αντίστροφη μέτρηση μετά τις 20 Φεβρουαρίου. Και με τη συνεχή έκτοτε απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα πλέον έχει φτάσει στα όρια της πλήρους γελοιοποίησης—ενώ και τα απομεινάρια του πρώην ‘αριστερού ρεύματος’ δεν πάνε πίσω καθώς στοιχήθηκαν υπό τον Γιάνη—το τότε κυβερνητικό κόμμα πέτυχε να στερεώσει στη συνείδηση του μη πολιτικοποιημένου κόσμου την αντίληψη ότι «όλοι ίδιοι είναι», «άκρη δεν βγαίνει», κ.λπ., κ.λπ. Με την ισχυρή συνεπικουρία βέβαια του αυτιστικού κόμματος της άλλης ‘παραδοσιακής’ αριστεράς, του ΚΚΕ, που απαξιώνει την ενασχόληση με τη συγκυρία και την πραγματική πολιτική πάλη.

Όμως, ας αφήσουμε αυτό το θέμα…

Τι θα είχε συμβεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε υποχωρήσει στις πιέσεις—εντελώς μεταφυσική ερώτηση—και είχε επιδείξει χαρακτήρα στο Eurogroup; Τίποτα δεν είναι βέβαιο εκτός από το ότι η μάχη θα άξιζε τον κόπο και δεν θα είχε οδηγήσει στο βάλτωμα που έκτοτε διαλύει αργά αλλά σταθερά τη χώρα. Και όπως απέδειξε και το δημοψήφισμα, υπήρχαν οι λαϊκές εφεδρείες για μια μαχητική τακτική έστω και αν ο λαός δεν είχε προετοιμαστεί από την αριστερά για σύγκρουση.

 


 

Ο Γιάνης Βαρουφάκης έχει πει διάφορα κατά καιρούς, συχνά αντιφατικά, για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου στην οποία πρωταγωνίστησε.

Για παράδειγμα, έντεκα μήνες μετά, σε συνέντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά ο Γιάνης Βαρουφάκης υποστήριξε ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα έπρεπε να τηρήσει τις υποσχέσεις της και να οδηγήσει την χώρα σε πορεία έξω από τα μνημόνια, σύμφωνα με σχέδια που ήδη υπήρχαν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι έπρεπε να είχαμε επιμείνει προς αυτή την εκδοχή. Εννοείται ότι ο Γιάνης δεν εξηγεί πώς η ύπαρξη αυτών των μυστηριωδών σχεδίων, που τα βαφτίζει με το γράμμα Χ, συμβαδίζει με τις προηγούμενες επίμονες δηλώσεις του (βλ. παρακάτω) ότι τέτοια σχέδια—plan B—δεν υπήρχαν.

Δύο χρόνια μετά όμως στο βιβλίο του «Ανίκητοι Ηττημένοι: Η Μάχη μου με το Βαθύ Κατεστημένο της Ευρώπης» συνεχίζει να παρουσιάζει την απόφαση του Eurogroup με διθυράμβους, ως μία μεγάλη επιτυχία της τότε κυβέρνησης και της διαπραγματευτικής της στρατηγικής, φέρνοντας ως απόδειξη το ότι δεν υπήρχε σαφής αναφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα. Ήταν ο θρίαμβος της «δημιουργικής ασάφειας».

 


 

Στη συνέχεια αναδημοσιεύουμε ένα άρθρο γραμμένο μετά το πρώτο από τα τρία επίμαχα Eurogroups, αυτό της 11ης Φεβρουαρίου 2015, και πριν το δεύτερο (16 Φεβρουαρίου). Το άρθρο αυτό είχε αναρτηθεί στο κλειστό πλέον «Αριστερό Βήμα» καθώς και στο International Press Correspondence (Inprecor).

Όμως, για να μπούμε στο νόημα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας απαιτούνται κάποια στοιχεία.

Πριν το Eurogroup o Γ. Βαρουφάκης είχε πλέξει το εγκώμιο του ‘βαθέως κατεστημένου’ της Ευρώπης: σε συνέντευξή του στο περιοδικό Stern. Μιλώντας για τους Γερμανούς, δήλωσε πως «είναι καλύτεροι Ευρωπαίοι, καλύτεροι από τους Γάλλους, καλύτεροι και από εμάς τους Έλληνες». Αναφερόμενος στη Γερμανίδα καγκελάριο, ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έκανε λόγο για «την πιο έξυπνη πολιτικό στην Ευρώπη» συμπληρώνοντας «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία». Σε ό,τι αφορά το Γερμανό ομόλογό του, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο κ. Βαρουφάκης δήλωσε: «Είναι πιθανώς ο μόνος Ευρωπαίος πολιτικός με πνευματική υπόσταση και είναι δεσμευμένος Ευρωπαίος και ριζωμένος φεντεραλιστής».

Όσο αφορά τη συγκεκριμένη διαπραγματευτική τακτική κατά τα Eurogroups, o τότε υπουργός Οικονομικών, όταν ρωτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 2015 «Πως θα αρθούν οι πιέσεις» αρκέστηκε να απαντήσει «μέσα από τον ορθό λόγο που δημιούργησε η Ευρώπη» [η υπογράμμιση δική του]. Δηλαδή, η ΕΕ θα υποχωρούσε στα αιτήματα της Ελλάδας, επειδή αυτά ήταν …«δίκαια», «λογικά», κ.λπ.(!) και δεν ήταν νοητό η Ευρώπη του ορθολογισμού να μην τα λάβει υπόψη της. Έτσι, σύμφωνα με την η αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ, τελικά η συμφωνία ήταν βέβαιη και αναπόφευκτη, έστω και με υποχωρήσεις, αφού η λύση θα πήγαζε από τον ήδη επικρατούντα…ορθό λόγο.

Ο παραλογισμός αυτής της διαπραγματευτικής λογικής υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο αν θυμηθούμε ότι στις 16 Φεβρουαρίου ο Γ. Βαρουφάκης επανήλθε με την απαίτηση προσαρμογής της Ευρώπης: «Η Ευρώπη πρέπει να προσαρμοστεί στο γεγονός πως η Ελλάδα αμφισβητεί ένα πρόγραμμα, το οποίο απέτυχε». Σύμφωνοι, αλλά αν η Ευρώπη δεν «προσαρμοστεί», τι προτείνει ο κ. Βαρουφάκης; Μα, τις αρχές της …δημοκρατίας απάντησε:

«Η Δημοκρατία λέει να υπάρξει ένας συγκερασμός αντιτιθέμενων απόψεων. Δεν μπορούμε να λέμε ότι αυτό είναι και τέλος. Η ιστορία της ΕΕ έχει αποδείξει πως τα τελεσίγραφα δεν αποτελούν λύση».

Εδώ προφανώς ο Γ. Βαρουφάκης εμφανίζεται δέσμιος ιδεαλιστικών ιδεοληψιών («οι αρχές της δημοκρατίας επιτάσσουν κ.λπ.»). Αλλά η εγκατάλειψη βασικών αρχών που οφείλουν να τηρούνται κατά τις διαπραγματεύσεις στη συνέχεια χτυπά κόκκινο. Διότι, αμέσως μετά, ο τότε υπουργός Οικονομικών, που όπως ο ίδιος λέει είναι και γνώστης της Θεωρίας Παιγνίων, προσέθεσε:

«Δεν μπλοφάρουμε, λέμε ότι θέλουμε τίμια συμφωνία και κοινά σημεία επαφής. Είναι η μόνη επιλογή που έχουμε. Είναι το σχέδιο Α μας. Δεν έχουμε σχέδιο Β».

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των διαπραγματεύσεων ήταν οι ενδυματολογικές εκκεντρικότητες που τράβηξαν την προσοχή των δημοσιογράφων, οι οποίοι στο μεγαλύτερο μέρος των ρεπορτάζ τους ασχολούνταν με τα κασκόλ και τα πουκάμισα του Γιάνη, αλλά και με την ανταπόκριση της κατά 5 έτη γηραιότερης κας Κριστίν Λαγκάρντ στους ενδυματολογικούς πειραματισμούς του Έλληνα υπουργού Οικονομικών, καθώς αυτή, καταγοητευμένη από τον Γιάνη, φόρεσε με τη σειρά της πέτσινα. Ο τίτλος του τότε άρθρου, που ακολουθεί, αντανακλά αυτή την κωμική πλευρά της, κατά τα άλλα, τραγικής ιστορίας.

 


Σκηνή από το Eurogroup της 11ης Φεβρουαρίου 2015

 

Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Διαπραγματεύσεις ή Σε Ποιο Ακριβώς Σημείο Βρισκόμαστε στη Διαπραγμάτευση με την ΕΕ;

Οπωσδήποτε αποτελεί πρωτοτυπία η δήλωση του παρουσιαζόμενου από τα ΜΜΕ “σκληρού” διαπραγματευτή, Γ. Βαρουφάκη, μετά το χθεσινό Eurogroup: «Δεν έχω αμφιβολία ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν και ότι θα υπάρξει συμφωνία που θα είναι θεραπευτική για την Ελλάδα και καλή για την Ευρωζώνη».

Διότι, αν ο συζητητής σου δε συζητά αλλά εκβιάζει, τότε εσύ, πέρα από τον “ορθό λόγο” του Καντ, οφείλεις να διαθέτεις και υλικά επιχειρήματα, αν τουλάχιστον εννοείς στα σοβαρά ότι θες να διαπραγματευτείς. Και σε μια τέτοια περίπτωση, όταν σε εκβιάζουν και εσύ τους διαβεβαιώνεις ότι τελικά θα συμφωνήσεις, μάλλον το μόνο που ‘διαπραγματεύεσαι’ είναι, όπως λέει και ο Γ. Βαρουφάκης, “τη φρασεολογία που χρειάζεται για κοινό έδαφος“, δηλαδή πώς τα τετελεσμένα που σου παρουσιάζουν θα τα πλασάρεις στο λαό που κυβερνάς.

Μήπως είμαστε υπερβολικοί την ώρα που η Ελληνική Κυβέρνηση ‘ιδρώνει την Ελληνική φανέλα’; Μήπως τελικά ο Γ. Βαρουφάκης διαθέτει κάποια κρυφά διαπραγματευτικά ατού που θα ρίξει στο τραπέζι ώστε να αποφύγει την πλήρη παράδοση; Το Eurogroup ζητά από την Ελληνική Κυβέρνηση να υπογράψει την παράταση του υπάρχοντος προγράμματος. Ανοιχτά και καθαρά. Τι λέει όμως ο Γ. Βαρουφάκης για το επίδικο; «Ζητούμε μια διατύπωση που θα επιτρέψει να συνεχίσουμε την αναζήτηση κοινού εδάφους». Και όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο αν διαθέτει όπλα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ή μπλοφάρει, απάντησε: «..δεν μπλοφάρουμε λέμε ότι θέλουμε τίμια συμφωνία και κοινά σημεία επαφής. Είναι η μόνη επιλογή που έχουμε. Είναι το σχέδιο Α μας. Δεν έχουμε σχέδιο Β.» Για να συμπληρώσει πως «Θα παραμείνουμε στο ευρώ. Είμαστε μια φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση που απλώς θέλει να αλλάξει πρόγραμμα».

Αν, όπως λέει η Ελληνική Κυβέρνηση, στο Eurogroup βρέθηκε προ εκβιαστικού τελεσιγράφου, τότε η σηματοδότηση με κάθε τρόπο της θέλησής της να υπογράψει και ο τονισμός της έλλειψης από την πλευρά της οποιουδήποτε άλλου σχεδίου, συνιστούν κατά τη γνώμη σας διαπραγματευτική τακτική; Ή μήπως θυμίζουν εκείνον τον αλήστου μνήμης υπόδικο προκάτοχο του κ. Βαρουφάκη, τον Γ. Παπακωνσταντίνου, που όταν ‘διαπραγματευόταν’ το πρώτο μνημόνιο διακήρυσσε σε όλους τους τόνους ότι η Ελλάδα δε διαθέτει άλλη διέξοδο από αυτό, παρομοιάζοντας την περίπτωσή της με τον “Τιτανικό“;

Ας δούμε όμως πού έχουμε βρεθεί μέσα σε λίγες μέρες διαπραγματεύσεων.

Μετά τις αρχικές θριαμβολογίες ότι στις 25 Ιανουαρίου το μνημόνιο πέρασε στην ιστορία και αλλάξαμε σελίδα, είχαμε τις προγραμματικές και την επακόλουθη εξειδίκευσή τους, όπου διάφορα ανακουφιστικά μέτρα μετακινήθηκαν χρονικά στο απώτερο μέλλον ( και όλοι το γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα η μετακίνηση ενός μέτρου κατά ένα χρόνο αποτελεί μετακίνηση στο απώτερο μέλλον). Πήγαμε στο Eurogroup με υποτιθέμενες κόκκινες γραμμές, που μάλλον αφορούσαν δυο-τρία άμεσα ανακουφιστικά μέτρα. ΟΚ, μας είπαν, αλλά υπάρχει πρόγραμμα, τα μνημόνια. Πείτε μας πού θα βρείτε τα λεφτά για τα δυο-τρία ανακουφιστικά μέτρα. Αντί να τους πούμε ότι σταματάμε την πληρωμή τοκοχρεολυσίων και από εκεί θα βρούμε τα λεφτά, τους διαβεβαιώσαμε ότι το χρέος θα πληρωθεί στο ακέραιο και ζητήσαμε απλά ο παρανοϊκός όρος για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5%, από όπου ικανοποιούνται οι πιστωτές, να γίνει 1,5% (ενώ ταυτόχρονα υπαινιχτήκαμε ότι και ένα 3% θα γινόταν αποδεκτό). Και όλα αυτά ενώ δεν υπάρχει ανεξάρτητος (από τους μηχανισμούς της ΕΕ) οικονομολόγος που να δέχεται ότι ο όρος αυτός έχει νόημα, πέρα από τα μπακαλίστικα της ποσόστωσης.

Χτες το απόγευμα ο Μοσκοβισί παρουσίασε στην Ελληνική αντιπροσωπεία ένα «καταπληκτικό» (κατά Βαρουφάκη) κείμενο, αλλά «δυστυχώς αυτό το καταπληκτικό κείμενο αποσύρθηκε». Εκτός από το κωμικοτραγικό του καψονιού στο οποίο υποβάλλονται, ας δούμε καλύτερα τι προέβλεπε το καταπληκτικό κείμενο που, κατά δήλωσή του κ. Βαρουφάκη, θα ήσαν «περισσότερο από ευτυχείς να υπογράψουν» οι στιβαροί Έλληνες διαπραγματευτές, «ακόμα και κάποια [χειρότερη] εκδοχή του». Το κείμενο αυτό προέβλεπε τετράμηνο «μορατόριουμ». Αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα υπάρξει ούτε «συμφωνία-γέφυρα», ούτε επέκταση του τρέχοντος προγράμματος. Δεν θα ακυρωθούν – για διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων μηνών – ούτε τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί, δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα και δεσμεύσεις και, για την ίδια χρονική περίοδο, θα ‘παγώσουν’ και οι εξαγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης. Με απλά λόγια, για τέσσερις μήνες δε θα πειραζόταν ούτε τρίχα από τις μνημονιακές συμφωνίες και δε θα εφαρμοζόταν ούτε τρίχα από τις εξαγγελίες της Ελληνικής Κυβέρνησης. Και αυτά όλα με το ‘καλημέρα’, ακριβώς κατά την περίοδο που η Ελληνική Κυβέρνηση χαίρει της μεγάλης εκτίμησης του Ελληνικού λαού και έχει το περιθώριο να πάρει πρωτοβουλίες και να επιβάλει τετελεσμένα (“στα βράση κολλάει το σίδερο” λέει η παροιμία). Το «καταπληκτικό» κείμενο του Μοσκοβισί ήταν μια καταπληκτική συνταγή για να χάσει τη φερεγγυότητά του ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στον Ελληνικό λαό…

Αλλά, ούτε και αυτό το μνημονιακό “μορατόριουμ” έγινε τελικά δεκτό από το “ιμπέριουμ” (μοδάτα τα λατινικά) και η απαίτηση είναι το “ναι σε όλα“. Φαίνεται τελικά ότι η σημειολογία των λέξεων αποτελεί το διακύβευμα της διαπραγμάτευσης και η απαίτηση της υπογραφής για την παράταση του μνημονιακού προγράμματος, παρόλο που η παράταση είχε ήδη γίνει ουσιαστικά δεχτή (αυτό προέβλεπε το “καταπληκτικό” κείμενο), είναι ισχυρότερη από την ίδια την παράταση. Θυμίζει λίγο αυτό τις ιστορικές “δηλώσεις μετανοίας” που ζητούνταν από τους αριστερούς να υπογράφουν, προκειμένου αυτοί να δυσφημιστούν στο περιβάλλον τους. Εν προκειμένω, αυτό που ζητείται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να “υπογράψει” ώστε να χάσει το κύρος του, που πρόσφατα έχει εκτοξευθεί στα ύψη. Αυτό είναι το ζητούμενο από τους ηγεμόνες και όχι η παράταση του μνημονίου, που ήδη τους έχει δοθεί.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ εννοεί τις διαπραγματεύσεις ως το θέατρο που παρακολουθούμε αυτές τις μέρες, όπου οι ενδυματολογικές προτιμήσεις των διαπραγματευτών αποτελούν το κύριο θέμα προσέλκυσης του φιλοθεάμονος κοινού, τότε ας γνωρίζει ότι το περιθώριο που του έχει δώσει η Ελληνική κοινωνία είναι εξαιρετικά μικρό. Διότι η φρίκη δεν εξορκίζεται με λέξεις, “γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει“.

ΣΗΜ: Όλα τα εισαγωγικά είναι από τη χθεσινή συνέντευξη τύπου του Γ. Βαρουφάκη. Οι πληροφορίες στηρίζονται στο ρεπορτάζ του εξαιρετικά φιλικού προς τον Γ. Βαρουφάκη TVXS.

 

 

1 Οι αντιλήψεις του Γιάνη Βαρουφάκη ήταν υπέρ της εμβάθυνσης της ‘Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης’ και μάλιστα κατά ακραίο τρόπο. Αναφέρομαι αναλυτικά σε αυτές σε ένα άρθρο του 2012 («Γ. Βαρουφάκης: Μνημονιακότερος των Μνημονιακών;») που είχε δημοσιευτεί στο Αριστερό Βήμα και αναδημοσιευτεί στο Ίσκρα. Η πρώτη ανάρτηση δεν έχει αρχειοθετηθεί ενώ η δεύτερη δυστυχώς βρίθει υπογραμμίσεων που δεν τις έχω κάνει εγώ. Το άρθρο αναδημοσιεύτηκε το 2015 στο Αριστερό Βήμα με μία εισαγωγή, επειδή ήταν επεξηγηματικό του παρόντος άρθρου για τις διαπραγματεύσεις στο Eurogroup, καθώς έπιανε αναλυτικά και επί της ουσίας τις απόψεις του βασικού διαπραγματευτή μας, που επίσης είχε αναλάβει και το υπουργείο Οικονομικών. Δυστυχώς η αναδημοσίευση επίσης δεν έχει αρχειοθετηθεί, αλλά την εισαγωγή (όπως και παραπομπή στην αρχειοθετημένη ανάρτηση της Ίσκρα) μπορεί ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης να βρει εδώ.

 

Ένα σύγχρονο πολιτικό πρόγραμμα είναι αναγκαίο απέναντι στο σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα

Το «τέλος» των μνημονίων εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς που σε τίποτα δεν θυμίζει την κοινωνική και εργασιακή πραγματικότητα πριν από την κρίση. Όχι μόνο δεν επιστρέψαμε στα προ του 2008 τοπία αλλά σε συνδυασμό και με τον ακραίο πληθωρισμό που πυροδότησε η πανδημία οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα βυθίζονται όλο και περισσότερο στον πάτο.  Σύμφωνα με τα γνωστά πλέον στοιχεία από την έρευνα της Eurostat, η Ελλάδα όχι μόνο δεν επανέρχεται στα προ- κρίσης επίπεδα αντίθετα κατρακυλάει στον πάτο τον χωρών της ΕΕ -3η από το τέλος- όσον αφορά την αγοραστική δύναμη που έχει ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα.

Που οφείλεται όμως αυτή η κατάσταση αφού βγήκαμε από τα μνημόνια και η ανεργία έχει υποχωρήσει κάτω από το 10%; Γιατί δεν επιστρέφουμε σε μια προμνημονιακή κανονικότητα;

  • Πολύ υψηλός πληθωρισμός στα τρόφιμα που καθιστά την επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ εφιάλτη εν απουσία και δικτύων προστασίας του καταναλωτή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι τιμές έχουν αυξηθεί 47% σε σχέση με το 2020. Η αύξηση αυτή πυροδοτήθηκε σε σημαντικό βαθμό από την κούρσα του δυτικού κόσμου ΗΠΑ και ΕΕ να βγουν μπροστά από τους υπόλοιπους την περίοδο της πανδημίας τυπώνοντας τεράστιες ποσότητες χρήματος από τις κεντρικές τους τράπεζες- «φωτοτυπίες δολαρίων και ευρώ» που θα στήριζαν αγορές εμβολίων, επάρκεια τροφίμων και εφοδιαστικών αλυσίδων και το σύμφωνο σταθερότητας στις καλένδες όταν απειλήθηκε ο σκληρός- πυρήνας την ΕΕ.
  • Εκτίναξη του κόστους στέγης. Από το 2015 έως το 2023, οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 48% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τη Eurostat. Στη χώρα μας οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν από το 2017 έως το 2024 κατά 88% στην Αττική και κατά 69,2% πανελλαδικά. Φυσικά στην Ελλάδα η αύξηση αυτή οδηγείται από τον κατακλυσμό της αγοράς νέων ιδιοκτητών κινέζων, ισραηλινών, λιβανέζων, κλππου τα τελευταία χρόνια συστηματικά τοποθετούν μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων στην αγορά κατοικίας κυρίως στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
  • Αύξηση των λογαριασμών ρεύματος. Σχεδόν διπλασιασμός των τιμών σε σχέση με το 2018. Εδώ τεράστιο ρόλο παίζει η εγκαθίδρυση του target model που νομοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και καθορίζει τις τιμές πώλησης ρεύματος ανάλογα με το καύσιμο που έχει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή τους και η εγκληματική πολιτική της βίαιης απολιγνιτοποίησης χωρίς κανένα μακροπρόθεσμο σχέδιο απλά και μόνο κατ’ επιταγή της ΕΕ και για να γίνει η χώρας μας για άλλη μια φορά καλός πελάτης των εταιριών κατασκευής φωτοβολταϊκών, ανεμογεννητριών και φυσικά ηλεκτρικών αυτοκινήτων κεντρικο- ευρωπαικής προέλευσης. Άλλη μια φορά αποδείχτηκε περίτρανα ότι η απελευθέρωση του μονοπωλίου στην παραγωγή και προμήθεια ρεύματος όχι μόνο δεν έριξε τις τιμές αλλά έγινε προκειμένου να στηριχθούν τα κέρδη των ιδιωτών παρόχων που «τυγχάνουν» και κατασκευαστές δημοσίων έργων, εργοστασιάρχες, πετρελαιάρχες και φυσικά εκδότες και καναλάρχες. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία της ΔΕΗ παραμένει δημόσια- και δεν έχει πλήρως ιδιωτικοποιηθεί- φαίνεται να γίνεται προκειμένου με κρατικές πολιτικές να εξασφαλίζονται τα συμφέροντα των παρόχων μέχρι να ενηλικιωθεί το σύστημα απομύζησης του λαού και να μπορεί να περπατήσει μόνο του. Τότε θα μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί και η ΔΕΗ 100% τάχα για την αποπληρωμή μιας ακόμα δόσης χρέους.
  • Υποβάθμιση της δημόσιας δωρεάν παιδείας. Από την βρεφική ηλικία μέχρι την ανώτατη εκπαίδευση, τα χιλιάδες κενά, οι ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή, οι κακοπληρωμένοι εκπαιδευτικοί, οδηγούν γονείς και παιδιά στην ιδιωτική εκπαίδευση. Αυτό δεν γίνεται πάντα στην αναζήτηση του «καλύτερου για τα παιδιά μου» αλλά προκειμένου να πληρείται ένα μίνιμουμ συνθηκών (πρόγραμμα, ωράριο, φύλαξη) που να επιτρέπει στους γονείς να δουλεύουν 9-5 για να ανταποκριθούν στα υπόλοιπα καθήκοντα τους. Ειδικά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση όλο και λιγότερες οικογένειες μπορούν πλέον να ανταποκριθούν και να στείλουν τα παιδιά τους στην επαρχία και να πληρώνουν ένα ακόμα ενοίκιο για όσο διαρκούν οι σπουδές τους. Παράλληλα, ολοκληρώνεται σε μεγάλο βαθμό η αναδιάρθρωση -με την θεσμική πλέον κατοχύρωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων στην πραγματικότητα ιδιωτικών ΙΕΚ που όμως θα προσφέρουν ισότιμα πτυχία με τα υποβαθμισμένα δημόσια- οδηγώντας σε μια κατάσταση συνολικής υποβάθμισης του «ντόπιου» εκπαιδευτικού συστήματος. Έτσι τα «μεσαία στρώματα(;)» δεν θα χάνουν χρόνο με πανελλήνιες, μηχανογραφικά κλπ. και θα στέλνουν κατευθείαν τα παιδιά τους στην και ελληνική τριτοβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση ενώ οι «πλούσιοι», γόνοι κλπ. ούτως ή άλλως σπουδάζουν στα πανεπιστήμια της Δύσης.
  • Υποβάθμιση/ εμπορευματοποίηση της υγείας. Η διάλυση της δημόσιας υγείας που αναδείχτηκε με κραυγαλέο τρόπο την περίοδο της πανδημίας «χαρίζοντας» στην χώρα μας την μια αρνητική πρωτιά μετά την άλλη σε θανάτους ανά κατοίκους παρά την παροιμιώδη υπομονή και υπακοή του λαού στα περιοριστικά μέτρα την περίοδο του lock down, το κλείσιμο (λέγε με συνένωση) νοσοκομείων/ τμημάτων, η ιδιωτικοποίηση εντός των δημόσιων κλινικών, το «μεγάλο κόλπο» με τους επικουρικούς γιατρούς, οι τεράστιες ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό, οι πολύ χαμηλοί μισθοί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, τα εξαντλητικά ωράρια, το απαρχαιωμένο σύστημα διασύνδεσης και διοίκησης, η απουσία δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης αλλά και η φυγή προς τον «ιδιωτικό τομέα» μεγάλου μέρους του έμπειρου ιατρικού/ νοσηλευτικού προσωπικού- που σπούδασε και εκπαιδεύτηκε με δημόσιο χρήμα- σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών επιβαρύνουν και το κόστος διαβίωσης- επιβίωσης του λαού ακόμα περαιτέρω. Όλο και περισσότεροι στρέφονται στα ιδιωτικά πακέτα ασφάλισης τους οποίους τον πλασιέ κάνει με τεράστια επιτυχία ο Μητσοτάκης με τον Άδωνη τα τελευταία χρόνια.
  • Χαμηλοί μισθοί παρά την πτώση του ποσοστού της ανεργίας. Στον καπιταλισμό, η αύξηση των ανέργων οδηγεί σχεδόν αυτόματα σε μείωση των μισθών και δικαιωμάτων όσων εργάζονται, η μείωση των ανέργων όμως δεν οδηγεί σε αύξηση των μισθών των εργαζομένων. Η αντίθεση είναι γνωστή από παλιά, όμως στην Ελλάδα υπάρχει και το επιβαρυμένο παρελθόν της παραγωγικής από- συγκρότησης της χώρας, ο μεταπρατικός χαρακτήρας της οικονομίας, η διάλυση της κτηνοτροφικής/ γεωργικής παραγωγής, της μεσαίας βιοτεχνίας και της βιομηχανίας κατ’ απαίτηση της ΕΕ είτε με το μοντέλο τον κρατικοποιήσεων, είτε των ιδιωτικοποιήσεων εσχάτως. Η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υπηρεσιών και τουρισμού δημιουργούν μια αγορά εργασίας χαμηλής προστιθέμενης αξίας, μη ανταγωνιστικής λόγω και ενιαίου νομίσματος και ακριβή στην λειτουργία λόγω κόστους ενέργειας και καυσίμων. Ενώ οι συνθήκες εργασίας εντατικοποιούνται τα ουσιαστικά μέτρα ασφαλείας διαρκώς περιστέλλονται με αποτέλεσμα την ραγδαία αύξηση θανατηφόρων- και μη- εργατικών ατυχημάτων.
  • Η Ελλάδα είναι αιχμάλωτη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Το βάθεμα της εξάρτησης από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που υλοποιείται συστηματικά τα τελευταία πολλά χρόνια αλλά που κατά καιρούς παρουσιάζει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά έχει περάσει σήμερα σε μια νέα φάση. Ήδη από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με την συμφωνία των Πρεσπών, μέχρι την κυβέρνηση Μητσοτάκη με την πρόσδεση στο άρμα του ΝΑΤΟ σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την αποστολή ελληνικών οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία, το άνοιγμα της βάσης στην Αλεξανδρούπολη σαν βασικό σημείου τροφοδότησης του πολέμου με αμερικάνικο υλικό, τη στάση σχετικά με την γενοκτονία στην Γάζα και τον Λίβανο, την αποστολή φρεγάτας στην Υεμένης όλα τα παραπάνω αποτελούν μια ποιοτική αναβάθμιση και φυσικά δεν είναι άσχετα με την στάση που παίρνει συνολικά και η ΕΕ. Επιπλέον, η κοινή γνώμη προετοιμάζεται εδώ και καιρό με δηλώσεις παραγόντων και «σοφών» για λύσεις στα ελληνοτουρκικά σε βάρος των συμφερόντων του ελληνικού λαού. Σε μια εποχή που ο κόσμος κινείται ταχύτερα προς την κατεύθυνση ενός πολυπολικού κόσμου που- χωρίς να αμφισβητείται η παγκοσμιοποίηση- και άλλες χώρες διεκδικούν χώρο στο διεθνή καταμερισμό, η εξωτερική πολιτική της χώρας μοιάζει πιο μονοδιάστατη και δεδομένη από ποτέ.

Αν περιγράφαμε συνοπτικά την παραπάνω κατάσταση σαν το σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα ποια θα μπορούσε να είναι μια πολιτική απάντηση σε αυτό και ποιες θα ήταν εκείνες οι δυνάμεις ταξικά και πολιτικά που θα μπορούσαν να το πραγματώσουν;

Μιλώντας πιο γενικά απαιτείται μια κεντρική γραμμή, ένα συνεκτικό νήμα, που να ενώσει πολιτικά και κοινωνικά τους εργαζόμενους και τον λαό πάνω σε ένα σύγχρονο πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής του κοινωνικού προβλήματος. Αναζητείται εκείνη η κατεύθυνση που θα ενώσει τους μικρούς και μεγάλους αγώνες σε τροχιά αλλαγής του συσχετισμού δύναμής. Τα παραπάνω αποτελούν το εκρηκτικό μείγμα ξεσπασμάτων και ρωγμών. Μια συνολική πολιτική τοποθέτηση για το πώς προετοιμάζεσαι και τι μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις στο να υπάρξουν ξεσπάσματα επιταχύνοντας τον χρόνο είναι αναγκαία. Ποιο είναι εκείνο το ποιοτικό βήμα που όταν συντελεστεί θα τροποποιήσει γοργά τον συσχετισμό δύναμης προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας; Ποιος είναι ο αποφασιστικός στόχος; Αλλά βασικά ποιος ή ποιοι είναι διατεθειμένοι να ανοίξουν τον δρόμο περπατώντας σε αυτήν την κατεύθυνση;

Απαιτείται μια βασική εκτίμηση για το πως θα κινηθεί ο αντίπαλος-η αστική τάξη, η κυβέρνηση, οι κοινωνικοί της σύμμαχοι, τα υπόλοιπα κόμματα και ο διεθνής παράγοντας την επόμενη περίοδο καθώς και η αναζήτηση του μηχανισμού με τον οποίο εξασφαλίζεται συναίνεση από τα φτωχά και υπό φτωχοποίηση λαϊκά στρώματα.

Μετά την- με πάταγο- εξαΰλωση του χώρου που κάλυψε επί σχεδόν μια 10ετία ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγούμαστε σε ένα ιδιότυπο πολιτικό σύστημα με χαρακτηριστικά διπολισμού χωρίς όμως την παλιά πυγμή και ποσοστά.

  • Η ΝΔ φαίνεται να μπορεί να κινηθεί εκλογικά από 20-30% όντας ο βασικός πόλος του συστήματος και ο κύριος εκφραστής της αστικής τάξης της χώρας. Κοινωνικά έχει τριγμούς λόγω της εκτίναξης του κόστους διαβίωσης και πολιτικά έχει τριγμούς από τα δεξιάς της με τα πολλά ακροδεξιά κόμματα και κομματίδια που έχουν δημιουργηθεί, όμως ακόμα ελέγχει το παιχνίδι γιατί εν απουσία μιας «ισχυρής προσωπικότητας» ο χώρος της ακροδεξιάς ή «Νέας Δεξιάς» είναι διασπασμένος και ο κάθε σχηματισμός φιλοδοξεί να εκφράσει ένα μικρό κομμάτι της κοινωνίας παρά έναν «δεξιό ριζοσπαστικό αντι-συστημισμό». Όσο η ΝΔ και ο Μητσοτάκης συνομιλεί προνομιακά και εκφράζει εκλογικά αυτό που λέγεται «κέντρο» φαίνεται ότι μπορεί να κυριαρχήσει στο παιχνίδι εξουσίας μόνος- είτε με μικρότερους συμμάχους που όμως δεν θα επηρεάσουν καθόλου το «μίγμα πολιτικής». Αν η διαγραφή Σαμαρά αποτελέσει πυροκροτητή ευρύτερων ανασχηματισμών στα δεξιά της ΝΔ αυτό μένει να φανεί σε συνδυασμό και με την στροφή που συντελείται σε ευρωατλαντικό επίπεδο με την εκλογή Τραμπ και την άνοδο της νέας εκδοχής της δεξιάς σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κλπ.
  • Το ΠΑΣΟΚ ελλείψει αντιπάλου θα προσπαθήσει και αυτό να συνομιλήσει με το «κέντρο» και να επαναπατρίσει ψηφοφόρους που έχασε την τελευταία 10 ετία. Πιθανά θα ενσωματώσει βουλευτές που θα μείνουν ορφανοί από την διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ο χώρος τον οποίο το σύστημα Μητσοτάκη έχει επιλέξει να βάλει στο κάδρο σαν τον βασικό του αντίπαλο γιατί ξέρει ότι μπορεί να συμπορευθεί μαζί του σε όλες τις στραβές που μπορεί να τύχουν.
  • Η Ακροδεξιά με τα διάφορα κόμματα της αθροίζει ένα διόλου αμελητέο ποσοστό κοντά στο 15%. Για πρώτη φορά το άθροισμα δεξιάς- ακροδεξιάς είναι περισσότερο από 50%. Αν θα καταφέρει να καβαλήσει το κύμα της νέας πραγματικότητας που δημιουργείται σε ευρωατλαντικό επίπεδο με την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ αλλά και την άνοδο της νέας δεξιάς σε Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ουγγαρία κλπ. και να εκφράσει τους «ριγμένους της παγκοσμιοποίησης» αλλά γκρέκα μένει να φανεί. Η άλλη εκδοχή της, η ναζιστική και εγκληματική άκρα δεξιά, φαίνεται να έχει ακόμα ερείσματα κυρίως στην νεολαία και ακόμα και μέσα από την φυλακή οι πρώην της αρχηγοί της Χρυσής Αυγής φαίνεται να επηρεάζουν ένα δυναμικό.
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ξεφτίλα που ακολούθησε η εκλογή Κασελλάκη οδηγείται και στην τυπική διάλυση. Τρία κόμματα έχουν ήδη προκύψει σαν θραύσματα της διάλυσης τα οποία θα κινούνται στο όριο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης εκλιπαρώντας για μια ψήφο στις όποιες εκλογές. Ο κόσμος που εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετακινηθεί είτε προς το ΠΑΣΟΚ είτε το ΚΚΕ εκλογικά αλλά βασικά έχει ήδη αναδιπλωθεί καθώς οι συνθήκες που γέννησαν την εκρηκτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλέον τροποποιηθεί.
  • Το ΚΚΕ είναι το άγαλμα της πολιτικής ζωής- δεν απειλεί και δεν απειλείται. Αρκείται σε έναν γενικό αντικαπιταλιστικό λόγο με μπόλικες «αντεπιθέσεις» και «ξεσηκωμούς» που όμως δεν έρχονται, ενώ από τον λόγο του απουσιάζει οποιαδήποτε πολιτική αιχμή όταν ζητήματα που είναι τάχατης «ταυτοτικά» για το ΚΚΕ τέθηκαν στην ημερήσια διάταξη (ευρωμονόδρομος, πόλεμος, λιτότητα). Η εκλογική άνοδος του κόμματος, του ΠΑΜΕ, της ΠΚΣ και όλων των πλατιών σχημάτων που ελέγχει δεν έχουν οδηγήσει σε ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των αγώνων, με αποκορύφωμα την νηνεμία στα ΑΕΙ σχετικά με την γενοκτονία στην Γάζα. Το ποιοτικό στοιχείο εδώ έχει να κάνει με την ολοκλήρωση της μετάλλαξης σε ένα «αντικαπιταλιστικό» κόμμα καθώς έχει εξαφανιστεί το καθήκον της πάλης με τον ιμπεριαλισμό από τον λόγο και την δράση του κόμματος αλλά και η ανάλυση για την θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο η οποία μάλλον είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα. Το ΚΚΕ αναμένεται να κρατήσει ένα σταθερό ποσοστό το οποίο θα αυξάνεται τις ήρεμες μέρες και θα συρρικνώνεται όταν υπάρχει κοινωνική αναταραχή.
  • Το ΜΕΡΑ25 και οι υπόλοιποι σχηματισμοί της ριζοσπαστικής αριστεράς αδυνατούν να απαντήσουν και να ανταποκριθούν στο καθήκον της οργάνωσης του λαού, της πολιτικής έκφρασης των διεκδικήσεων του και της αποτελεσματικής πάλης του. Ξαναζούμε την χρεοκοπία των «λύσεων» που προτάθηκαν στον κόσμο της αριστεράς και ζούμε την αρνητική πλευρά αυτής της χρεοκοπίας όπου περισσεύει η απαισιοδοξία, η απογοήτευση, η καχυποψία, η αποδιοργάνωση και τελικά η φθορά ενός αξιόλογου δυναμικού αγωνιστών. Δεν ιεραρχούν το καθήκον της ανασυγκρότησης ενός κομμουνιστικού φορέα με λαϊκά χαρακτηριστικά και την δημιουργία μια σύγχρονης αριστερής δύναμης σε σύνδεση με τις επικίνδυνες τάξεις ψηλά στο πολιτικό τους καθηκοντολόγιο. Παρά τις όποιες -διόλου ευκαταφρόνητες- προσπάθειες έγιναν τα τελευταία χρόνια να βρεθεί και να συμπορευτεί ένα δυναμικό πάνω στο καθήκον της οικοδόμησης κομμουνιστικής οργάνωσης λόγω των ουσιαστικών αποκλίσεων σε επίπεδο ιεραρχήσεων, γλώσσας, στυλ παρέμβασης και λειτουργίας δεν καρποφόρησαν. Οι σημερινές «συμπορεύσεις» περισσότερο αποτελούν αντανάκλαση της ανημπόριας και αμυντικές «στρατηγικές» παρά ελπιδοφόρα εγχειρήματα.

Στη χώρα μας, παρόλα αυτά, υπάρχουν πολλές δυνάμεις που αγωνίζονται στους κοινωνικούς χώρους, που οργανώνονται και επιμένουν, που αναμένουν παρακολουθώντας τις εξελίξεις και που οργίζονται και δεν ξεχνούν τον αντίπαλο. Δεν συναποτελούν ένα μέτωπο ούτε στρατεύονται στην ίδια συλλογικότητα είτε στο χτίσιμο μιας νέας κομμουνιστικής αριστεράς. Παραμένουμε στην θέση ότι είναι δυνατόν και απαραίτητο να ανασκοπήσουν δυνάμεις μέσα και έξω από αυτή την αριστερά, αλλά ότι νέο οικοδομηθεί θα κατασκευαστεί με νέα υλικά: με την νέα φουρνιά της εργατικής τάξης, με την νεολαία (όχι αποκλειστικά των πανεπιστημίων αλλά της γειτονίας, των γηπέδων, της σεζόν), με την γενιά του άρθρου 16 και της κρίσης αλλά και με την γενιά μια προηγούμενης πολιτικοποίησης.

Δεν παραβλέπουμε την οικοδόμηση ενός πολιτικού μετώπου με την μορφή μιας νέας αριστερής πολιτικής δύναμης που η προτεραιότητά της δεν θα είναι το κοινοβουλευτικό παιχνίδι –επιδιώκοντας όμως την κοινοβουλευτική συμμετοχή- αλλά η οργάνωση των κοινωνικών υποκειμένων . Μια νέα πολιτική δύναμη που θα προσπαθεί να ενώνει τις υποτελείς τάξεις και θα εκφράζει τις ανάγκες και τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας.

Ανάμεσα στην σύγκρουση εκμεταλλευτών- εκμεταλλευόμενων υπάρχει ένα κενό απουσιάζει η διέξοδος γιατί υπάρχει ένας μεγάλος απών, το κομμουνιστικό κόμμα. Χωρίς μια σύγχρονη κομμουνιστική δύναμη που θα θέτει το πεπερασμένο του καπιταλισμού σαν σύστημα κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και θα πασχίζει να ενώσει αιτήματα, αγώνες αλλά και δράση σε μια κατεύθυνση αντικατάστασης του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό η κατάσταση θα παραμένει πάνω κάτω ίδια όσον αφορά την μεγάλη εικόνα.

Μια σύγχρονη κομμουνιστική δύναμη όμως πρέπει να έχει ορισμένα απαραίτητα χαρακτηριστικά, να είναι:

  • λαϊκή να θέλει να «λερωθεί» και να ξεβολευτεί προσπαθώντας να ριζώσει μέσα στον λαό
  • χρήσιμη για την κοινωνία και αποτελεσματική
  • συμμετοχική που δεν επιδιώκει την ανάθεση
  • να (προσπαθεί να) έχει σχέση με την εργατική τάξη
  • να είναι σχολείο που θα παράγει ιδεολογία κόντρα στην ιδεολογία της αστικής τάξης και θα δημιουργεί ένα διαφορετικό πρότυπο ανθρώπου από τον σύγχρονο homo homini lupus που φτιάχνει ο νεοφιλελευθερισμός
  • να είναι πολιτική με την έννοια του να απαντάει στα ζητήματα που θέτει η ζωή με συγκεκριμένες προτάσεις και όχι με ιδεολογικές αρχές
  • να έχει εκτιμήσεις που πατάνε στην γη αλλά να προπαγανδίζει την «ουτοπία».

Προφανώς αυτά δεν γίνονται από την μια μέρα στην άλλη και η επανάσταση μοιάζει πιο μακρινή σήμερα, όμως αυτή η «κουλτούρα» δεν (πρέπει να) είναι χωρισμένη με σινικά τείχη με τα άμεσα πολιτικά καθήκοντα ενός μεταβατικού προγράμματος με στοιχεία εναλλακτικής προοπτικής. Απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει μια σύγχρονη αριστερή δύναμη είναι να έχει στο κέντρο της μια σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση. Αυτό είναι σήμερα το δίδυμο έλλειμα και το διπλό καθήκον το οποίο ζητά ανταπόκριση και μια νέα στράτευση.

Καλό ταξίδι σύντροφε Βαγγέλη

Έφυγε σήμερα από τη ζωή ο σ. Βαγγέλης Πισσίας, μετά από μακρόχρονη πάλη με τον καρκίνο.

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1947. Τα έντονα βιώματα στα παιδικά του χρόνια από την επίθεση των Άγγλων μετά την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ και η παλλαϊκή αντίσταση σ’ αυτή την επέμβαση τον επηρέασαν βαθιά και διαμόρφωσαν την τοποθέτησή του στην αριστερά.

Στα 15 του χρόνια εγκαθίσταται στην Αθήνα και το 1964 εισάγεται στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Οι πολιτικές και ιδεολογικές του αναζητήσεις τον φέρνουν κοντά στην Αναγέννηση και γίνεται μέλος της ΠΠΣΠ. Στη διάρκεια της δικτατορίας παίρνει μέρος στην παράνομη δουλειά και στα τέλη του 1970, με εντολή της οργάνωσης, βγαίνει στο εξωτερικό. Μετά τη μεταπολίτευση επανέρχεται στην Ελλάδα και αποτελεί βασικό μέλος της καθοδήγησης της ΟΜΛΕ και του ΚΚΕ(μ-λ) μέχρι τη διάλυσή του.

Οι καταβολές του, αλλά και οι ευαισθησίες του, συντέλεσαν ώστε να γνωρίζει σε βάθος οτιδήποτε σχετιζόταν με τον αραβικό κόσμο και να δείχνει έμπρακτα την αλληλεγγύη του με κάθε πρόσφορο τρόπο. Πρωταγωνιστής του ελληνικού Καραβιού για τη Γάζα, στοχοποιήθηκε από τους σιωνιστές και δύο φορές συνελήφθη σε ρεσάλτα των Ισραηλινών στο Καράβι.

Οι μεγάλες δυσκολίες της αρρώστιας του το τελευταίο διάστημα δεν τον σταμάτησαν από το να συζητά, να ενημερώνει, να συμμετέχει σε εκδηλώσεις για τη Γάζα.

Η κηδεία θα τελεστεί τη Δευτέρα, 11 Νοεμβρίου, στις 12:30 μ.μ. στο νεκροταφείο Ζωγράφου.

Η Παλαιστίνη ψάχνει μια αριστερά που θα την υπερασπιστεί

Τέσσερις μέρες, τρεις πορείες που εκδηλώνουν αλληλεγγύη προς την Παλαιστίνη στη Μυτιλήνη. Η πικετοφορία του ΚΚΕ το Σάββατο 5/10, η πορεία στην οποία κάλεσαν τα σωματεία νοσοκομειακών γιατρών και εκπαιδευτικών τη Δευτέρα 7/10 και η πορεία στην οποία κάλεσε η Λεσβιακή Δράση Αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη την Τρίτη 8/10. Παρόμοια είναι η εικόνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για οργασμό εκδηλώσεων αλληλεγγύης στον μαρτυρικό παλαιστινιακό λαό, τα δεινά του οποίου πλέον μοιράζεται κι ο λιβανέζικος. Θα μπορούσε να εκθειαστεί η πληθωρικότητα και να παινευτεί η πολυφωνία. Θα επρόκειτο όμως για μια αφελή ανάγνωση της πραγματικότητας.

Γιατί το γεγονός των τριών πορειών σε σχεδόν ισάριθμες μέρες αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Ο κύριος όγκος του συγκροτείται απ’ τον απομονωτισμό των αριστερών οργανώσεων/κομμάτων, από τον εγκλεισμό καθεμιάς τους σε στενούς θαλάμους όπου αυτάρεσκα αρκούνται στο άκουσμα της ηχούς της δικής τους φωνής, την παραίτηση από το στόχο συγκρότησης ευρύτερου και μαζικότερου κινήματος πέρα από τα περιορισμένα και στενά παραταξιακά ακροατήρια που έχει χτίσει η καθεμία.

Όλα αυτά βέβαια δεν αποτελούν κάτι νέο. Από την κρίση του 2008 η αριστερά επιμελώς αποφεύγει να αναλάβει τα καθήκοντα που αναλογούν στον ιστορικό της ρόλο και επιτάσσει η συγκυρία. Από την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 κι έπειτα, κατάφερε να εξάγει το συμπέρασμα ότι δικαιώθηκε ο μοναχικός δρόμος του κάθε φορέα που ομνύει στ’ όνομά της και να επιμείνει με ανανεωμένο ζήλο στην εμβάθυνση των χαραγμένων διαχωριστικών. Μπρος στη γενική και συντριπτική ήττα της αριστεράς που επέφεραν η «ριζοσπαστική» γονυκλισία στους επιβολείς της φτωχοποίησης και η «αριστερή» κατάφαση στα μνημόνια, οργανώσεις και κόμματα επέλεξαν να μπήξουν βαθύτερα τους πασσάλους της περίφραξής τους (ιδεολογικής και πολιτικής), αγνοώντας το γεγονός πως η επερχόμενη πλημμύρα θα τους παρέσερνε πάραυτα. Έκτοτε, ελλείψει χειροπιαστών νικών σε οποιοδήποτε πεδίο, απαθείς κι αποκομμένες απ’ τις πραγματικές ανάγκες ηγεσίες πασχίζουν να ανακηρύξουν ως θριάμβους καταστάσεις που στην καλύτερη αποτυπώνουν μια εικόνα στασιμότητας και προοδευτικής σήψης.

Αν μη τι άλλο, με τα τεκταινόμενα εδώ κι ένα χρόνο στην Παλαιστίνη, όπου ένα παραδοσιακά αρειμάνιο αλλά πλέον ασυγκράτητα και λυσσασμένα αιμοδιψές Ισραήλ εξαπολύει τη δολοφονική μανία του εναντίον όποιου η αποικιοκρατική του ματιά θωρεί ως κατώτερο, απειλώντας να παρασύρει ολόκληρη την περιοχή στη δίνη ενός καταστροφικού κι ολοκληρωτικού πολέμου, θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε μια αλλαγή στάσης. Ότι οι αλλεπάλληλες σφαγές και τρομοκρατικές ενέργειες του κράτους-δολοφόνου, πέρα από οργισμένες ανακοινώσεις θα επέφεραν και αφύπνιση όλων, ηγεσιών και μελών, και συνειδητοποίηση της ανάγκης υπέρβασης παθογενειών του παρελθόντος. Αλλά όποιος ήλπιζε σε κάτι τέτοιο έμελλε να απογοητευτεί.

Η αριστερά συνολικά διακατέχεται από τα αδρανή αντανακλαστικά και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις με τις οποίες εμποτίστηκε εδώ και δεκαετίες. Απαρτιζόμενη από οργανώσεις/κόμματα που επιλέγουν τον αναχωρητισμό από την προσπάθεια δημιουργίας ρηγμάτων στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και την διύλιση του θεωρητικού κώνωπα μπρος στην ενεργό ανάμειξη και δράση, φαίνεται να μην μπορεί να αντισταθεί στην εγωπαθή λατρεία του ειδώλου της όπως αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από διαστρεβλωτικούς ιδεολογικούς καθρέπτες.

Ποικίλων ειδών επεξεργασίες (ιστορικές, πολιτικές, ιδεολογικές κ.ά.), αντί να προκύπτουν από ανάλυση και μελέτη της πραγματικότητας με σκοπό την αλλαγή της, υπαγορεύονται από την κοντόθωρη ανάγκη εξυπηρέτησης συγκυριακών πολιτικών σκοπιμοτήτων και στοχοθεσιών που τίθενται από ναρκισσιστικές ηγεσίες. Ο πλούτος απόψεων θεωρείται υπαρξιακή απειλή και η αδιαμφισβήτητη επικράτηση της μοναδικής «ορθής» γραμμής μονόδρομος, αποκλείοντας εκ προοιμίου οποιαδήποτε δυνατότητα σύγκλισης και συνεργασίας. Οι σχέσεις μεταξύ οργανώσεων γίνονται αντιληπτές ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος του ενός μπορεί να προκύψει μόνο ως ζημία του άλλου.

Κι ενώ όλοι φέρουν ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση, εύλογα τη μεγαλύτερη όλων τη φέρει το ΚΚΕ. Καταλαμβάνοντας την αδιαμφισβήτητη πρωτιά (εντός της αριστεράς) για την οποία τόσο αυτάρεσκα και άχαρα βαυκαλίζεται, συστηματικά αποτυγχάνει να αρθεί στο ύψος των απαιτήσεων που τόσο αυτή η περίοπτη θέση όσο και η ιστορικότητα και το οργανωτικό εκτόπισμά του γεννάν. Υποτάσσοντας το καλό του κινήματος σ’ αυτό του κόμματος, αποφεύγει επιμελώς να αναλάβει οποιαδήποτε μετωπική πρωτοβουλία. Υπερθεματίζοντας την ιδεολογική του καθαρότητα και αναθεματίζοντας οποιαδήποτε «αιρετική» απόκλιση, το μόνο μέτωπο που μπορεί να διανοηθεί είναι με τον εαυτό του. Σ’ αυτή του τη στάση έχει πλέον βρει και πολλούς μιμητές, που παρότι στερούνται του διαμετρήματος ενός ΚΚΕ σίγουρα δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν απ’ το σεχταρισμό, το μαξιμαλιστικό βερμπαλισμό του.

Αν όλ’ αυτά μέχρι τώρα ήταν βαθιά προβληματικά και καταστροφικά για το μέλλον του λαού και του κινήματος, λαμβάνουν διαστάσεις εγκληματικές μεσούσης της πιο βάρβαρης και εμπεριστατωμένα καταγεγραμμένης γενοκτονίας του καιρού μας. Το τι κάνουμε ή παραλείπουμε να κάνουμε σήμερα, με δεδομένα τα μέσα που έχει καθένας μας στη διάθεσή του, βαραίνει πολύ περισσότερο απ’ ότι χθες. Η ιστορία θα καταγράψει τη στάση όλων και θα είναι αμείλικτη. Αλίμονο στις ηγεσίες και τα μέλη εκείνα που σε μια τόσο κρίσιμη καμπή επιλέξουν την επανάπαυση στην ανέξοδη υπερεπαναστασιολογία και τις παλιές παθογενείς πρακτικές αντί της βασάνου της υπέρβασής τους.

Τέσσερις μέρες και τρεις πορείες μετά, ο αγώνας για την Παλαιστίνη ακόμα αναζητά την αριστερά που θα βγει μπροστάρης τoυ.

Πηγή: Στο Νησί

Να κρατήσουμε ψηλά τη σημαία του αντιαμερικανικού αγώνα. Συμφωνεί το ΚΚΕ;

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

Μια καταθλιπτική ομοφωνία έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό πολιτικό σύστημα διαμορφώνοντας αντίστοιχα κι ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας: Η φανατική – μέχρις παραφροσύνης – στήριξη του ευρωατλαντικού άξονα και η βασιλικότερη του βασιλέως υποστήριξη των αμερικανικών σχεδιασμών. Η Ελλάδα, με την παρούσα κυβέρνηση, αλλά και το πολιτικό της προσωπικό γενικότερα, φιγουράρει ως η πλέον φιλο-αμερικανική χώρα στην ευρύτερη περιοχή, ενταγμένη μέχρι το λαιμό στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, θλιβερός νατοϊκός προβοκάτορας, σε διατεταγμένη υπηρεσία της Ουάσινγκτον, με πρωθυπουργό, υπουργούς και πολιτικούς έτοιμους να αντικαταστήσουν τα εθνικά σύμβολα με τα ισραηλινά, τα ελληνικά όπλα με τα ουκρανικά, και τα εθνικά συμφέροντα με τα αμερικανικά.

Αν για το κατεξοχήν κόμμα της άρχουσας τάξης, το κόμμα που εξέφρασε διαχρονικά στη χώρα την υποταγή στο αμερικανικό μπλοκ και το δουλικό “ανήκομεν εις την Δύσιν”, τη ΝΔ, μια τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη και ιστορικά λογική, για το ΠΑΣΟΚ και για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα άλλο από τη φυσιολογική κατάληξη μιας πορείας ολοσχερούς προσχώρησης στο νεοφιλελευθερισμό, προσχώρηση κοινή, έστω και με είκοσι χρόνια διαφορά. Οι τοποθετήσεις για παράδειγμα σχετικά με την Ουκρανία, το Ισραήλ ή το Ιράν, θα μπορούσαν να είχαν γραφεί από την αμερικανική πρεσβεία. Εκδόθηκαν ωστόσο από τρία όμοια κόμματα που μοιράζονται τις κοινές αξίες του ευρωατλαντισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Από κοντά και η ακροδεξιά που ενώ υπαινικτικά, δειλά, (και αποκλειστικά λόγω ορθοδοξίας) κλείνει το μάτι σε μια αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία, στην πράξη τάσσεται με την συλλογική Δύση,, ενώ δεν αμφισβητεί στο παραμικρό την ένταξη και τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πολεμικό στρατόπεδο του ΝΑΤΟ και στις εκστρατείες του. Η δε ευρωπαϊκή ακροδεξιά, δίχως τον σκόπελο της θρησκευτικής συγγένειας, αποτελεί μαντρόσκυλο των ΗΠΑ ενάντια στη Ρωσία.

Το τραγικό ωστόσο είναι ότι νεόκοπες θεωρίες στο χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς επιχειρούν να βγάλουν λάδι τις ΗΠΑ και την πολιτική τους όχι μόνο σήμερα, αλλά και αναδρομικά.

Το ΚΚΕ ασχημονεί ενάντια στους αντιαμερικανικούς και αντιμπεριαλιστικούς αγώνες του ελληνικού λαού, όχι απλώς με τη σημερινή του στάση που αθωώνει την αμερικανική επιθετικότητα και τον αιματοβαμμένο και αδίστακτο επεμβατισμό της Ουάσινγκτον σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, αλλά και με έναν επίμονο, ανιστόρητο και υβριστικό ιστορικό αναθεωρητισμό.

Ο κόσμος το έχει τούμπανο για την αμερικανοκίνητη Χούντα, αλλά το ΚΚΕ δηλώνει πρόσφατα, με κρυφό καμάρι, ότι η Χούντα δεν επιβλήθηκε εν γνώση, υπό την κατανόηση και τελικά την αποδοχή και τη στήριξη των ΗΠΑ. Ήταν απλώς ενδοαστική διαμάχη.

Στη χθεσινή της ανακοίνωση, η ΚΕ του ΚΚΕ επαναλαμβάνει τα πρόσφατα “ευρήματα” του κόμματος όπως αυτά εμφανίστηκαν στον Γ2 τόμο του δοκιμίου ιστορίας. Σύμφωνα με αυτά, οι ΗΠΑ και οι μυστικές τους υπηρεσίες, ήταν απούσες (άρα και αθώες) της προετοιμασίας, της επιβολής και της εδραίωσης της Χούντας, η οποία ήταν απλώς αποτέλεσμα “ενδοαστικών αντιθέσεων” και απλής εναλλαγής των καπιταλιστικών μορφών της πολιτικής εξουσίας.

Η αγωνιώδης προσπάθεια του ΚΚΕ να αθωώσει τις ΗΠΑ και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων “νέων ιστορικών δεδομένων” ή “πηγών” που δεν ήταν σε γνώση του κινήματος επί δεκαετίες, ή που δεν γνώριζαν μέχρι σήμερα πλήθος μελετητών, τα κόμματα της Αριστεράς και το σύνολο του κόσμου, που μέχρι σήμερα αναδείκνυε αυτό που γράφτηκε στις πύλες του Πολυτεχνείου: “Έξω οι ΗΠΑ, έξω το ΝΑΤΟ” – χρεώνοντας τη Χούντα στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Το αντίθετο: το σύνολο των δεδομένων υπογραμμίζουν ότι η εμπλοκή των ΗΠΑ στην πολιτική ανωμαλία της περιόδου 1965 – 1967 αλλά και στην εδραίωση και μακροημέρευση της Χούντας την περίοδο 1967 – 1974, ήταν καθοριστική. Η λαθροχειρία του ΚΚΕ επιχειρεί να ενδυθεί “ιστορικό μανδύα” κάνοντας αναφορές αποκλειστικά σε αυτά που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας και αφορούν εκθέσεις της πρεσβείας και όχι επιχειρησιακά έγγραφα της CIA τα οποία παραμένουν απόρρητα. Βολικά, σκόπιμα και συνειδητά, κάνει ότι αγνοεί πως ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δεν εκφράστηκε στο παρελθόν, και δεν εκφράζεται και σήμερα, αποκλειστικά από ένα κανάλι, ή έναν οργανισμό (πχ. Στέιτ Ντιπάρτμεντ), αλλά από διαπλεκόμενους, πολυεπίπεδους, διακριτούς, αλλά σε τελική ανάλυση συγκλίνοντες μηχανισμούς, που υπηρετούν τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (CIA, επιτροπές Γερουσίας, ΝΑΤΟ, σύμβουλοι Λευκού Οίκου κλπ).

Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι πρόβλημα ιστορικής έρευνας, αλλά πολιτικής εκτίμησης. Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος, Γ. Παποδόπουλος, σύνδεσμος της CIA με την ΚΥΠ προδικτατορικά, το σύνολο της “ακροδεξιάς συνωμοτικής ομάδας” (που την γνώριζε καλά η πρεσβεία), αλλά και οι βασικές συντελεστές της εκτροπής του διαστήματος 1965 – 1967 (από τον βασιλιά μέχρι τον Μητσοτάκη), δρουν σε απόλυτη εναρμόνιση με τις αμερικανικές επιδιώξεις και σε συμφωνία με την Ουάσινγκτον. Η άμεση στήριξη της Χούντας από τον αμερικανικό παράγοντα, η άρνηση καταδίκης της στα διεθνή φόρα, η επίσκεψη του αντιπροέδρου των ΗΠΑ στην Ελλάδα το 1971, αλλά και η ίδια η φύση του καθεστώτος, ως “αντικομμουνιστικού οχυρού” που θα διασφάλιζε την παραμονή της χώρας στο ΝΑΤΟ και στη Δύση, αποδεικνύουν ότι οι ΗΠΑ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των όρων της ανωμαλίας, στην παρατεταμένη παρέμβαση στρατού και ανακτόρων στην πολιτική ζωή, και τελικά στη στήριξη και μακροημέρευση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.

Στο Πολυτεχνείο οι εξεγερμένοι φώναζαν θάνατος στο φασισμό και στον ιμπεριαλισμό αλλά δεν ήταν το σημερινό ΚΚΕ εκεί, να τους διαφωτίσει ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είχε σχέση με τη Χούντα γιατί αυτή ήταν αποκλειστικό κατασκεύασμα “ριγμένης μερίδας της αστικής τάξης”. Όταν ο Κλίντον ζήτησε συγγνώμη για το ρόλο των ΗΠΑ επί δικτατορίας, δεν φανταζόταν ότι το ΚΚΕ, είκοσι χρόνια μετά, θα έδινε αναδρομικό συγχωροχάρτι.

Ο ιστορικός αναθεωρητισμός του ΚΚΕ, που ξεκινά από την ακύρωση του ρόλου του ΕΑΜ ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και φτάνει μέχρι την αθώωση των ΗΠΑ για τη Χούντα, έχει πολιτικές και ιδεολογικές αιτίες. Σηματοδοτεί την στροφή του ΚΚΕ σε μια πολιτική ακίνδυνη και γραφική, που φλυαρεί από το πρωί μέχρι το βράδυ στον καπιταλισμό, αλλά έχει αποκλείσει τα πολιτικά μέτωπα, τις κοινωνικές αλλαγές, την αντιμπεριαλιστική δράση και τη δυνατότητα ανατροπής του καπιταλισμού, σε σημείο που φτάνει να δέχεται συγχαρητήρια από την αστική τάξη για την «υπεύθυνη στάση» του (πχ. δημοψήφισμα 2015).

Ωστόσο, ειδικά η αθώωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για το ρόλο του στη Χούντα, δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των πολιτικών και ιδεολογικών μεταλλάξεων του Περισσού. Σε έναν κόσμο όπου η αμερικανική ηγεμονία αμφισβητείται, όπου το ΝΑΤΟ τα έχει βρει σκούρα στην Ουκρανία και όπου ο νέος πολυπολικός κόσμος απειλεί να αντικαταστήσει την ασύδοτη ευρωατλαντική ηγεμονία, οι ΗΠΑ απαιτούν πλήρη υποταγή και δηλώσεις από όλους. Ακόμα και το ΚΚΕ θα πρέπει να στοιχηθεί και να πειθαρχήσει, όχι φυσικά με τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανεμίζει τα συμφέροντα της αστερόεσσας ή η ΝΔ θα αναπαράγει την πολιτική του “στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας”. Το ΚΚΕ δεν μπορεί να υποστηρίξει ευθέως τις ΗΠΑ, αλλά θα αθωώσει τις ιμπεριαλιστικές τους επεμβάσεις, τις Χούντες και τους πολέμους που εξαπέλυσαν,  και θα κρύψει τις σημερινές τους ευθύνες κάτω από το χαλί μιας αντικαπιταλιστικής γενικολογίας.

Το ΚΚΕ δίνει διαπιστευτήρια σε αυτή τη νέα εποχή και στις ασφυκτικές πιέσεις του ευρωατλαντισμού, τάχα με “ίσες αποστάσεις”, τάχα με σκλήρυνση της στάσης απέναντι στην εγχώρια αστική τάξη, στην ουσία όμως, με αθώωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, με κουκούλωμα των διαχρονικών εγκληματικών του ευθυνών κάτω από γενικόλογες αναφορές σε ενδοιμπεριαλιστικές συγκρούσεις, όπου φταίνε όλοι, αλλά στο τέλος δεν φταίει κανένας, και από βαθιά λαθεμένες εκτιμήσεις για “ιμπεριαλιστικό πόλεμο” στην Ουκρανία ή στη Μέση Ανατολή (!). Πριν από είκοσι χρόνια ακουγόταν το σύνθημα “Εξήντα χρόνια ΝΑΤΟ η ίδια ιστορία, Χούντες, Πολέμοι, Τρομοκρατία”. Τώρα, ούτε για τις Χούντες φταίνε οι Αμερικάνοι, ούτε ίσως για τους πολέμους και την τρομοκρατία.

Το ΚΚΕ περιφρονεί τους αγώνες της περιόδου της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, διαστρεβλώνει το ιστορικό τους περιεχόμενο, απεχθάνεται πλέον τον αντιμπεριαλιστικό και αντιαμερικάνικό τους προσανατολισμό.

Διαπράττει ύβρη απέναντι στην ιστορία και στο λαό, υποστέλλοντας (πλέον και τυπικά) μια εμβληματική σημαία για το λαϊκό κίνημα της χώρας μας. Η σημαία του αντιμπεριαλιστικού και αντιαμερικανού αγώνα, η σημαία των αγώνων του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ, του Μπελογιάννη, της μεταπολεμικής Αριστεράς, της αντιδικτατορικής Αντίστασης, των Αγώνων της μεταπολίτευσης, πρέπει να ξανασηκωθεί.

Διεκδίκηση ή διαχείριση;

Ανακοίνωση για τις εκλογές της 21ης Μαϊου

Για τις εκλογές της 21ης Μαΐου,
με τη ματιά μας στραμμένη στην επόμενη μέρα

  1. Παρά τη διάχυτη οργή για το έγκλημα των Τεμπών και τις καταστροφικές συνέπειες της ιδιωτικοποίησης και της διάλυσης των δημόσιων υποδομών, ο αρνητικός συσχετισμός παραμένει. Απουσιάζει ένα εναλλακτικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο πέραν αυτού που παρουσιάζει ως μονόδρομο ο καπιταλισμός. Απουσιάζει και μια αξιόπιστη πολιτική δύναμη που να έχει πρόγραμμα ανατροπής αυτού του συσχετισμού δύναμης. Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θεωρεί ότι η Αριστερά (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ) δοκιμάστηκε, κυβέρνησε και τελικά εφάρμοσε το ίδιο, πάνω-κάτω, νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Δεν έχει αναληφθεί σοβαρά από κανένα συλλογικά οργανωμένο υποκείμενο η ευθύνη ανατροπής αυτής της αίσθησης. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και στην απουσία μιας μετωπικής αριστερής-προοδευτικής εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που θα συγκρούονταν με πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού και θα εξέφραζε, έστω πρόσκαιρα και μερικά, τα συμφέροντα των εργαζομένων και των μικρομεσαίων στρωμάτων.
  2. Η μακρά ύφεση που πλήττει τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο έχει αρνητικά αποτελέσματα στην καθημερινή επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων και πολύ περισσότερο των νέων εργαζομένων. Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός μειώνουν τις προσδοκίες μιας καλύτερης ζωής και επιπλέον καθιστούν προβληματική την ίδια την επιβίωση. Σε αυτό το περιβάλλον, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζει να διαιρεί το ενιαίο σύστημα κοινωνικών σχέσεων γεωγραφικά και πολιτικά (δύση και ανατολή). Απέναντι σε αυτό το οικονομικό – γεωπολιτικό πλαίσιο έχουμε μια πολιτική πλήρους υποταγής από την πλευρά της αστικής τάξης. Τόσο η υπαγωγή της Ελλάδας στο ατλαντικό σχέδιο (ΝΑΤΟ – ΗΠΑ) όσο και η ένταξη και παραμονή στο οικονομικό ευρωπαϊκό σχέδιο (ΕΕ), δεν αμφισβητούνται θεωρητικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών κομμάτων και πρακτικά – πολιτικά δεν αντιπαλεύονται από κανέναν. Από την άλλη, η εργαζόμενη κοινωνία δεν έχει υπερβεί το σοκ του 2015 και χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενες στιγμές μοιρολατρίας, αμηχανίας, οργής, αδιεξόδου. Εγκλήματα σαν αυτό των Τεμπών, απελευθερώνουν τη δυσαρέσκεια απέναντι στην διαχρονική και κοινή πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και αναδεικνύουν την ευθύνη των κομμάτων που την εφάρμοσαν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Δεν μπορούν όμως να συγκροτήσουν το αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ζήτημα που προκύπτει, σε κάθε στροφή της συγκυρίας, το δίλημμα παραμένει: είτε αποδοχή του συστήματος και των πολιτικών του, είτε σύγκρουση. Ενδιάμεσες απαντήσεις και εύκολες λύσεις, δεν υπάρχουν.
  3. Το γεγονός ότι το πλαίσιο της αντιπαράθεσης είναι δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, προσδιορίζει και τον χαρακτήρα των συγκεκριμένων εκλογών. Δεν κυοφορούνται εκπλήξεις για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Η εκλογική αναμέτρηση αφορά κυρίως την εμπέδωση του δικομματισμού και τη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ποιότητα, τον προβληματισμό και τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο, λίγο πριν τις κάλπες. Η αναξιοπιστία της Αριστεράς είναι βαθιά και οργανική, τροφοδοτεί την ηγεμονία της απροκάλυπτης δεξιάς νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται από το πρόσωπο του Μητσοτάκη, κι ορίζει, είτε το θέλουμε, είτε όχι, πολύ πιο σύνθετα και στρατηγικά καθήκοντα από αυτά της μιας ή της άλλης εκλογικής στάσης.
  4. Σε αυτή τη συγκεκριμένη συνθήκη, ο δρόμος ανάταξης του λαϊκού φρονήματος, του κινήματος και της Αριστεράς δεν περνά από τις εκλογικές μάχες αλλά αφορά μια πιο βαθιά, επίπονη, δύσκολη διαδικασία ανασυγκρότησης σε όλα τα επίπεδα. Βαθύτερη εννοούμε καταρχήν την προγραμματική συγκρότηση για το τι σημαίνει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα και την κοινωνία σε ρήξη με την ολιγαρχία και το ευρωατλαντικό πλαίσιο, αξιόπιστες διαδικασίες συγκρότησης πολιτικού μετωπικού υποκειμένου, πέρα από την μετωπική φλυαρία και τους παραγοντισμούς της τελευταίας 10ετίας, και κυρίως επίπονη προσπάθεια οργάνωσης του κοινωνικού υποκειμένου για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Οι εκλογές μπορεί να είναι μια σημαντική στιγμή στην πολιτική διαδικασία, αλλά σημαντικότερη είναι η ανταπόκριση σε ανάγκες που υπερβαίνουν τις εκλογές. Το πρόβλημα γίνεται πιο οξύ ειδικά όταν στις εκλογικές μάχες δεν παρεμβαίνει μια πολιτική πρόταση που να απαντάει σε αυτές τις ανάγκες. Η υπέρβαση των πολλαπλών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία δεν θα γίνει μέσα από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση. Ανεξάρτητα από αναλαμπές, εκρήξεις, ξεσπάσματα, ο συσχετισμός δύναμης παραμένει τέτοιος που απαιτεί βαθύτερη στάση από την εκλογική στιγμή. Αν υπήρχε εκλογική δύναμη που να υπηρετεί αυτό το πολιτικό σχέδιο ανάταξης και ανασυγκρότησης δυνάμεων, η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ θα ήταν παρούσα.
  5. Είναι προφανές ότι στεκόμαστε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ενάντια στα κόμματα που εκφράζουν τις -όχι ίδιες- αλλά πάντως όμοιες μνημονιακές, συστημικές ή «αντισυστημικές»-ακροδεξιές, ευρωατλαντικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεν διαλέγουμε τον ήπιο (ΣΥΡΙΖΑ) από τον αυταρχικό (ΝΔ) διαχειριστή, μιας δεδομένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ιστορικά διαδεδομένη λογική λεηλασίας της Αριστεράς που είναι η επιλογή του «μικρότερου κακού», δηλαδή σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, έχει επίσης ιστορικά αποδειχθεί ότι οδηγεί αναπόφευκτα στο μεγαλύτερο κακό. Στο χώρο που ορίζεται αριστερά και ριζοσπαστικά, το μεν ΚΚΕ αδιαφορεί και αποσύρεται, γιατί καταλαβαίνει ότι η παραμικρή αμφισβήτηση του συστημικού πλαισίου οδηγεί σε σύγκρουση, ενώ από την άλλη, ο ιδεολογικός προσανατολισμός του ΜΕΡΑ25 αφορά μια κεντροαριστερή φιλολαϊκή διαχείριση (που κι αυτή ακόμα δεν είναι αποδεκτή από τον σημερινό καπιταλισμό). Η δε εξωκοινοβουλευτική αριστερά επιμένει να δοκιμάζει το ίδιο ανύπαρκτο πολιτικό σχέδιο, εδώ και δεκαετίες, που δεν μετατοπίζει στο παραμικρό το συσχετισμό. Το διπλό καθήκον της οικοδόμησης τόσο της κομμουνιστικής Αριστεράς όσο και μιας νέας μετωπικής πολιτικής δύναμης, παραμένει ορφανό και δε θα λυθεί – ούτε καν θα διευκολυνθεί – στην εκλογική μάχη.
  6. Οι υπαρκτές δυνάμεις της ελληνικής αριστεράς, παρ’ όλες τις διαφορές τους, δε μπορούν ή δε θέλουν να δώσουν πολιτική διέξοδο, τώρα ή μετά τις εκλογές. Ωστόσο είτε η εκλογική λεηλασία αυτής της αριστεράς από τη λογική του μικρότερου κακού – ειδικά αν υπάρξουν δεύτερες εκλογές – είτε η αριθμητική και κοινοβουλευτική συρρίκνωσή της θα επιταχύνει την αποστράτευση την απογοήτευση τον ατομικό-ιδιωτικό δρόμο . Δυστυχώς θα εμπεδώνει βαθύτερα την αίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Μια τέτοια συρρίκνωση δεν θα βοηθήσει τη δράση για χιλιάδες αριστερούς και κομμουνιστές που παλεύουν στα συνδικάτα, στα σωματεία, στους κοινωνικούς χώρους, στη δημόσια συζήτηση, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την ολοκληρωτική ΝΑΤΟποίηση της χώρας, την αναδιανομή του πλούτου και της εξουσίας υπέρ της αστικής τάξης.
  7. Με αυτή τη λογική, καλούμε σε μαύρισμα όλων των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων, ακροδεξιών κομμάτων που εφάρμοσαν στο παρελθόν -και υποστηρίζουν και σήμερα- όμοιες πολιτικές. Καλούμε σε στήριξη αριστερών και ριζοσπαστικών ψηφοδελτίων, με πλήρη συνείδηση των ανεπαρκειών, των λαθών, των αναντιστοιχιών τους. Δεν μπαίνουμε σε αντιπαραθέσεις, τουναντίον, αναζητούμε δίαυλους επικοινωνίας και μορφές πολιτικής και αγωνιστικής συγκρότησης των νέων ανθρώπων και των εργαζομένων τάξεων που ψηφίζουν άκυρο ή απέχουν. Πάνω από όλα όμως, καλούμε να αναταχθούν και να ανασκοπήσουν υπαρκτές πολυάριθμες δυνάμεις και άνθρωποι για να καλυφθεί το κενό της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά και να συγκεντρωθούν όροι για τη συγκρότηση μιας μετωπικής πολιτικής δύναμης που θα αναλαμβάνει το την ευθύνη της σύγκρουσης με το νεοφιλελεύθερο και ευρωατλαντικό πλαίσιο. Αυτό το διπλό καθήκον ορίζει το περιεχόμενο της πολιτικής μάχης που δίνει η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ μπροστά στις ερχόμενες εκλογές, και προφανώς υπερβαίνει τον εκλογικό ορίζοντα.

 

Περί των ορίων της αριστεράς και των εκλογών

Για τις επερχόμενες εκλογές είναι καλό να μιλούμε εγκαίρως, αναλαμβάνοντας το σχετικό κόστος για την όποια λανθασμένη εκτίμηση κάνουμε. Οι εκλογές που έρχονται θα είναι πιθανότατα και αυτές, εκλογές ήττας για ό,τι μπορούμε σχηματικώς και εν μέρει υπεραπλουστετικώς να αποκαλέσουμε λαϊκά συμφέροντα.

Η επίδραση των διαδοχικών ηττών άλλου επιπέδου και άλλης σημασίας (‘90-‘91, ’96, 2009, 2015) είναι ακόμα έντονη και λειτουργεί διαλυτικώς σε κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης με βάθος. Επιπλέον είναι τόσο τραγική η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και τόσο ανεπαρκή τα μικρότερα αριστερά κόμματα, ώστε πιθανότατα η ΝΔ θα μείνει πρώτη (τουλάχιστον αν δε δούμε δραματικά γεγονότα στον δρόμο προς τις κάλπες).

Την ίδια στιγμή, οι εκλογές αυτές λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα περιβάλλον ραγδαίων και εντυπωσιακών αλλαγών. Η Δύση χάνει με αιματηρό τρόπο (τον μόνο εφικτό δυστυχώς) τα παγκόσμια πρωτεία. Ένας άνεμος ελευθερίας φυσά στην Ασία και στην Αφρική, όχι με την έννοια της φιλελευθεροποίησης των πολιτικών συστημάτων αλλά της διαμόρφωσης ενός πλαισίου νέου δυνατοτήτων για τους (νέο-) αποικιοκρατούμενους λαούς. Παραλλήλως, δίπλα στους κινδύνους από τη χρήση πυρηνικών όπλων και την κλιματική αλλαγή, η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης διαμορφώνει νέες ιστορικές δυνατότητες και απειλές. Και τέλος, μια νέα φάση όξυνσης της οικονομικής κρίσης έχει ξεκινήσει.

Ένα από όλα αυτά θα αρκούσε για να μιλούμε για μια από τις πλέον κρίσιμες περιόδους των τελευταίων δεκαετιών (μετά μάλιστα από 15 χρόνια κρίσης). Όλα μαζί φτιάχνουν επιτέλους ενδιαφέροντας καιρούς.

Δυστυχώς, τα κόμματα τα οποία θα συμμετέχουν στην επόμενη Βουλή δεν έχουν προετοιμαστεί παρά σε ελάχιστο βαθμό στην καλύτερη περίπτωση, για όλα αυτά. Αν μάλιστα για τη δεξιά και τους «σώγαμπρους» του συστήματος εξουσίας κάτι τέτοιο είναι λογικό και αναμενόμενο, για την αριστερά διαφόρων εκδοχών είναι αρκετά καταθλιπτικό.

Μηδενός κόμματος της όποιας εκδοχής αριστεράς εξαιρουμένου, παραμένουν πρώτα κόμματα της Δύσης και έπειτα σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά ή οτιδήποτε άλλο. Κάποια έχουν κάνει βήματα ριζοσπαστικοποίησης πλην όμως ανεπαρκή και επιφανειακά και κάποια άλλα έχουν υιοθετήσει αντιδραστικές και αντικειμενικά φιλό-ιμπεριαλιστικές αναλύσεις με άφθονη πλην όμως ανέξοδη επαναστατική ρητορική και εθιμοτυπία. Σε κάθε περίπτωση είτε αδυνατεί, είτε δε θέλει η ελληνική αριστερά να αντιληφθεί τόσο ότι αλλάζει ο κόσμος όσο και γιατί είναι καλό το γεγονός ότι αλλάζει. Ως εκ τούτου και ασχέτως προθέσεων προδίδει τον απελευθερωτικό της ρόλο.

Επιπλέον, δεν αγγίζει παρά ελάχιστα έως καθόλου, με οργανωμένο και συλλογικό τρόπο τα σύγχρονα θέματα. Πρόγραμμα δεν είναι οι ιδέες του επικεφαλής ή μιας ηγετικής ομάδας, μεταφερμένες στα κομματικά κείμενα. Αυτό είναι παιχνίδι ακαδημαϊκής επιρροής. Πρόγραμμα είναι η κινητοποίηση οργανωμένων χώρων και προσώπων προς τη βαθιά επεξεργασία των ζητημάτων που αφορούν τον κοινωνικό σχηματισμό. Εξ ου και βλέπει κανείς να υπάρχει πλήρης απουσία σοβαρών επεξεργασιών ως προς τα μέσα παραγωγής (κατοχή και κινητοποίησή τους  σήμερα και υπό τις παρούσες συνθήκες) ως προς το ρόλο των νέων τεχνολογιών, ως προς συνέπειες της μακρόχρονης κρίσης (πχ. Δημογραφικές μεταβολές) ως προς τη συνολική και όχι μόνο επιμέρους, προετοιμασία για τη νέα φάση της κρίσης. Δεν αρκεί να μιλούμε για το ιδιωτικό ή δημόσιο χρέος επειδή αυτό αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα σε συγκεκριμένα κόμματα. Πού είναι για παράδειγμα, η συζήτηση για τις χιλιάδες αποφοίτων λυκείων και πανεπιστημίων, με μηδενικές προοπτικές δουλειάς συναφούς με τα όποια προσόντα τους; Πού είναι η συζήτηση για το ρόλο της τεχνικής παιδείας και τα εργατικά δικαιώματα; Είτε παραπέμπονται στο σοσιαλισμό, είτε χωράνε σε μια- δυο γραμμές διακηρυκτικού χαρακτήρα, όταν δεν απουσιάζουν εντελώς γιατί δε συμφώνησαν οι διαβόητες τάσεις και συνιστώσες που μας τυραννούν δεκαετίες.

Η ανεπάρκεια αυτή (ή η συνειδητή άρνηση) αποτελεί το πιο καθαρό αποτέλεσμα της ήττας ή και των ηττών. Η απομάκρυνση του κοινωνικού από το πολιτικό έχει εσωτερικευθεί από την αριστερά εξ ου και η τελευταία είναι τόσο αδύναμη. Έχουμε μια αριστερά που ηγεμονεύεται ιδεολογικώς από τον πυρήνα των δεξιών ιδεών και δη τη σημαντικότερη: την αντίληψη της πολιτικής ως «βασιλείου των ειδικών». Παρεμπιπτόντως και συνήθως, αυτοί οι «ειδικοί» δεν είναι παρά μετριότητες για να μην πούμε εντελώς αδαείς.

Δεν πρόκειται για ζήτημα έξυπνων ιδεών και καταστατικών προβλέψεων αλλά για την κυρίαρχη παρουσία της λογικής της κάστας και της εξουσιαστικής της νοοτροπίας. Οι αντιλήψεις και της αριστεράς έχουν ως όριο τη Βουλή και την εκπροσώπηση. Τα στελέχη είναι κυριολεκτικώς μια επαγγελματική ομάδα δια του κόμματος, τα οποία εν τέλει εξαντλούν τον ορίζοντά τους στο πώς θα διασφαλίσουν τη δική τους παρουσία στη Βουλή.

Ο μηχανισμός (πάντα αναγκαίος μέσα στα κόμματα) παρασιτεί εις βάρος του κοινωνικού στοιχείου, το διώχνει από την πολιτική διαδικασία, θεωρώντας ότι μπορεί να το επιστρατεύει μόνο ως άλλοθι και άθροισμα κλακαδόρων. Κούνια που τους κούναγε… Το ενδιαφέρον για τις ανάγκες του λαού φτάνει μέχρι του σημείου που δεν θα ταραχτεί η κυνική ανάγκη του μηχανισμού για αναπαραγωγή του. Όσο πιο μικρός ο μηχανισμός, τόσο πιο κυνικός. Τα όρια της σημερινής αριστεράς και επομένως και αυτών των εκλογών είναι απελπιστικά μικρά.

Ωστόσο, έστω κι έτσι είναι υπαρκτή η δυνατότητα προώθησης ορισμένων αλλαγών. Ποια είναι η σημαντικότερη; Η αποσταθεροποίηση κατά ένα μέρος του συστήματος εξουσίας. Χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχουμε υποστεί 8 χρόνια απόλυτης σταθερότητας του συστήματος εξουσίας. Αυτή η σταθερότητα γίνεται επισφαλής για λόγους εξωγενείς και ενδογενείς. Έχει νόημα λοιπόν η ψήφος αποσταθεροποίησης του συστήματος εξουσίας. Πρόκειται για ρόλο τον οποίο παρεμπιπτόντως τα ναζιστικά κατακάθια δεν μπορούν και δε θέλουν να παίξουν. Τον ρόλο του μαστιγίου του συστήματος εξουσίας θα διαδραματίσουν και πάλι.

Επομένως, με όλες τις προαναφερθείσες ανεπάρκειες και αδυναμίες εκδοχών της αριστεράς, γνωρίζοντας τα όρια τόσο αυτών των σχηματισμών, όσο και του ίδιου του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού (τα οποία θα γίνονται ολοένα στενότερα), λαμβάνοντας υπόψιν ότι η διέξοδος θα ανοίξει από το οργανωμένο κοινωνικό στοιχείο και όχι από την κάστα των κοινοβουλευτικών, η ψήφος αποσταθεροποίησης έχει νόημα. Η συγκυβέρνηση του ευρωατλαντισμού και του νεοφιλελευθερισμού πρέπει αριθμητικώς να γίνει δυσκολότερη και κατά το δυνατό να βρεθούν στη Βουλή πρόσωπα με βάθος. Πράγμα σπάνιο αλλά όχι ανύπαρκτο ακόμα και στα σημερινά ψηφοδέλτια.

Δύο βομβαρδισμοί που η ΚΝΕ “ξέχασε” να βάλει στις αφίσες της

Εκδίδοντας τρεις αφίσες, η ΚΝΕ αναρωτιέται ποια είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας. Σίγουρα όχι αυτή του πλυντηρίου του ΝΑΤΟ. Η νεολαία του ΚΚΕ αντιπαραθέτει τους ρωσικούς βομβαρδισμούς στην Ουκρανία με τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στη Γιουγκοσλαβία. Ο συμψηφισμός είναι βαρύς: μπορούν αλήθεια να “ισοφαριστούν” όσα έκαναν οι Αμερικανοί μετά το 1989, με όσα κάνουν σήμερα οι Ρώσοι;

Η μεταμόρφωση του ΚΚΕ από αντιΝατοϊκό και αντιμπεριαλιστικό κόμμα σε καθωσπρέπει πολιτικό κόμμα των ίσων αποστάσεων, δεν ήταν ξαφνική. Κυοφορείται εδώ και χρόνια, από την εποχή που το ΚΚΕ πήρε διαζύγιο από τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και αποφάσισε ότι ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός ταυτίζονται. Από τότε που η “καταλήστευση του κόσμου από μια χούφτα ιμπεριαλιστικών χωρών”, μετασχηματίστηκε σε “ιμπεριαλιστική πυραμίδα”. 

Προκύπτει επίσης από την κατάργηση της θέσης ότι ο “κομμουνισμός είναι η κίνηση προς την κατάργηση της υπάρχουσα τάξης πραγμάτων” και την υιοθέτηση της θέσης ότι ο κομμουνισμός είναι σύμβολα, σημαίες, νοσταλγία για το παρελθόν και επίκληση στο μακρινό μέλλον, χωρίς επίδικα και πολιτικές μάχες στο σήμερα. 

Η στροφή του ΚΚΕ δεν είναι ξαφνική. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε ως “στιγμή” απελευθέρωσης από τα αντιΝατοϊκά και αντιΑμερικανικά βαρίδια του παρελθόντος. Η υιοθέτηση της πλειοψηφικής αφήγησης της δυτικής Αριστεράς, ότι το ΝΑΤΟ και η Ρωσία όχι μόνο έχουν τις ίδιες ευθύνες, αλλά ότι η Ρωσία ειδικά είναι ο αδίκως επιτιθέμενος, ενώνει πλέον το ΚΚΕ με όσους άλλοτε κατηγορούσε ως υπόδουλους στα Νατοϊκά συμφέροντα. 

Ας ξεπεράσουμε το ερώτημα αν ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, ή αν είναι αποτέλεσμα της αμερικανικής επιθετικότητας και της νατοϊκής περικύκλωσης κάθε πραγματικού ή δυνητικού αντιπάλου της ευρωατλαντικής κυριαρχίας, άρα και της Ρωσίας. Ας ξεπεράσουμε δηλαδή το ερώτημα που η απάντησή του προσδιορίζει το χαρακτήρα του σημερινού πολέμου στην Ουκρανία.

Το γεγονός ότι το ΚΚΕ βρίσκεται στην Ελλάδα, και η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και η κυβέρνησή της φανατικός υποστηρικτής των αμερικανικών σχεδιασμών, μήπως μετατρέπει την πολιτική των ίσων αποστάσεων, σε όχι και τόσο ίσες; Αν πρόκειται για “ενδοϊμπεριαλιστικό” πόλεμο, το ΚΚΕ δεν θα έπρεπε να αγωνίζεται πρώτα από όλα για την ήττα του “δικού μας” ιμπεριαλισμού, του αμερικάνικου; Αυτήν την κλασική υπεραιωνόβια αλήθεια, πώς και την ξέχασε ο Περισσός και μοιράζει ακριβοδίκαια τις αφίσες του κρατώντας ίσες αποστάσεις; Οι ίσες αποστάσεις από δύο στρατόπεδα, δεν είναι ίσες όταν βρίσκεσαι καταμεσής στο ένα από τα δύο στρατόπεδα. 

Και επιπλέον: Πώς ακριβώς ο βομβαρδισμός της Ουκρανίας από τη Ρωσία “ισοδυναμεί” ή είναι “εξίσου καταδικαστέος” με τους βομβαρδισμούς των Αμερικανών στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν ή στη Γιουγκοσλαβία; Τόσο εύκολα εξισώνεται το “carpet bombing” που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ για παράδειγμα στο Ιράκ, που ισοπέδωσε ολόκληρα τετραγωνικά χιλιόμετρα, με τις μάλλον στοχευμένες και με σχετικά μικρές απώλειες σε αμάχους επιχειρήσεις του ρωσικού στρατού;

Μπορεί η ΚΝΕ να συγκρίνει την κατεστραμμένη Φαλούτζα των 300 χιλιάδων κατοίκων, όπου οι Αμερικάνοι ισοπέδωσαν τα μισά σπίτια, βομβάρδισαν τα νοσοκομεία της και οδήγησαν στο θάνατο, στην αυτοκτονία ή στη λιμοκτονία χιλιάδες κατοίκους της, με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα πχ στο Χάρκοβο ή στο Κίεβο; 

Μπορεί κάποιος να ισορροπήσει ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Ρωσία όταν οι Αμερικανοί είναι με αδιαμφισβήτητη διαφορά, μακράν πρώτοι (σε λογαριθμική κλίμακα), σε πολέμους, εισβολές, επεμβάσεις, βομβαρδισμούς, δολοφονίες αμάχων, διαμελισμούς χωρών, πραξικοπήματα, στρατιωτικές βάσεις, εμπάργκο, δολοφονίες ξένων αξιωματούχων, εκβιασμούς, απαγωγές, στρατόπεδα συγκέντρωσης;

Ακόμα και αν δεχτούμε χάριν της συζήτησης ότι η Ρωσία έχει άδικο και διεξάγει έναν επιθετικό πόλεμο, το γεγονός ότι εξισώνεται με τη δολοφονική πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί παρά να έχει ένα και μόνο αποτέλεσμα: Να σχετικοποιήσει και να υποβιβάσει τις ευθύνες του με διαφορά νούμερο ένα τρομοκράτη του σύγχρονου κόσμου. 

Επειδή όμως η ΚΝΕ αρέσκεται να απεικονίζει βομβαρδισμούς και να είναι ενάντια σε όλους τους βομβαρδισμούς, παραθέτουμε δύο βομβαρδισμούς που δεν “χώρεσαν” στις αφίσες της. Μάλλον θα ξεχάστηκαν. 

Ο πρώτος βομβαρδισμός είναι από την Ανατολική Ουκρανία, που μετά το ακροδεξιό φιλοΝατοϊκό πραξικόπημα του Μεϊντάν, βομβαρδίστηκε με συνέπεια και επιμονή από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, αν και τμήμα της ουκρανικης επικράτειας, καθώς ο εκεί λαός είχε ρωσική εθνική συνείδηση. Αυτή η συστηματική δίωξη, μέχρις σημείου εξόντωσης, των ρωσικών πληθυσμών στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η έναρξη του πολέμου, είτε αρέσει στη Δύση, είτε όχι.

Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις βομβάρδισαν τμήμα της ουκρανικής επικράτειας στοχεύοντας ειδικά σε πολιτικές και κοινωνικές υποδομές και προκαλώντας νεκρούς ανάμεσα σε αμάχους. Έκαψαν ζωντανούς αντιφασίστες συνδικαλιστές στο Κτίριο των Συνδικάτων στην Οδησσό. Βασάνισαν εθνικούς και ιδεολογικούς αντιφρονούντες, έχοντας οργανώσει για αυτό το σκοπό ναζιστικά τάγματα θανάτου. 

Η ΚΝΕ – μιας και της διέφυγαν οι ουκρανικοί βομβαρδισμοί και οι νεοναζιστικές σφαγές στο Ντονμπάς, στο Λουχάνσκ και στην Οδησσό- μπορεί να διαλέξει από τις παρακάτω φωτογραφίες μία (1) για να την κάνει αφίσα. 

Λουχάνσκ. Βομβαρδισμοί από Ουκρανία.

Ντονμπάς. Βομβαρδισμοί από Ουκρανία.

Οδησσός. Δολοφονίες από ουκρανικά τάγματα θανάτου.

Ένας δεύτερος βομβαρδισμός που “ξέχασε” η ΚΝΕ να καταδικάσει είναι αυτός του Βερολίνου του 1945Γιατί είναι αλήθεια ότι ο Κόκκινος Στρατός στην τιτάνια μάχη που έκανε να τσακίσει το ναζιστικό τέρας φτάνοντας στην ίδια του τη φωλιά, δεν δίστασε να βομβαρδίσει την πρωτεύουσα της Γερμανίας, ισοπεδώνοντας μάλιστα – από κοινού με τους Συμμάχους – ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. 

Βερολίνο 1945 μετά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς

Μήπως να περιμένουμε από τον Περισσό να βγάλει καμιά αφίσα που να καταδικάζει “κάθε βομβαρδισμό, από όπου κι αν προέρχεται” – ανάμεσά τους και τον βομβαρδισμό της ναζιστικής Γερμανίας;

Το δε χιλιομασημένο επιχείρημα ότι άλλο η Ρωσία και άλλο η Σοβιετική Ένωση, στην περίπτωση αυτή, δεν ισχύει. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι βομβαρδισμοί είναι καλοί αν τους κάνει μια σοσιαλιστική χώρα και κακοί αν τους κάνει μια καπιταλιστική χώρα. Τέτοιος αγράμματος και σχηματικός μαρξισμός ταιριάζει μόνο στη χειρότερη γκρούπα. 

Οι βομβαρδισμοί δεν κρίνονται από το αν αυτός που τους κάνει μιλά εξονόματος του σοσιαλισμού ή του καπιταλισμού. Κρίνονται από το αποτέλεσμα που παράγουν στον συσχετισμό δύναμης. Τι θα σήμαινε σήμερα μια νίκη του ΝΑΤΟ και ήττα της Ρωσίας στο μέτωπο της Ουκρανίας για τους λαούς και τους εργαζόμενους όλου του κόσμου; Και τι θα σήμαινε το ανάποδο;

Θα ήταν θετικό ή αρνητικό να σταματήσει, για πρώτη φορά στον μετακομμουνιστικό κόσμο, η πλήρης ασυδοσία των ΗΠΑ και η διαρκής επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ;

Είναι αυτό ένα αποτέλεσμα αδιάφορο για τους λαούς, για την εργατική τάξη, για τους κομμουνιστές; 

Ακόμα και αν η Ρωσία ήταν εξίσου σκληρός, κακός και αιματοβαμμένος ιμπεριαλιστής με τις ΗΠΑ, τι θα σήμαινε για τους λαούς, για την εργατική τάξη, για τους κομμουνιστές, το γεγονός ότι ο ενδοιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός μπλοκάρει – έστω προσωρινά – το άνοιγμα νέων πολεμικών μετώπων του ΝΑΤΟ, σε όποιο μήκος και πλάτος της γης γουστάρει η Ουάσινγκτον; 

Ή μήπως είναι η πρώτη φορά που οι λαοί, η εργατική τάξη και οι κομμουνιστές “επωφελούνται”, “ανασαίνουν” ή “ανακουφίζονται” από την όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού; (Κάνουμε πάντα τη χάρη στο ΚΚΕ να υιοθετούμε το βαθιά λαθεμένο σχήμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία).

Είναι τελικά κακό να ηττηθεί ο νούμερο ένα εχθρός των λαών, της ανεξαρτησίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, ο ευρωατλαντικός ιμπεριαλισμός;

Έστω και πρόσκαιρα;

Έστω και αν αυτός που θα τον αναγκάσει σε ήττα ή αναδίπλωση, δεν θα είναι ο Κόκκινος Στρατός αλλά η Ρωσία ή/και η Κίνα;

Είναι κακό να διαμορφωθεί μια νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου δεν θα είναι ο κόσμος τσιφλίκι των Αμερικάνων και των συμμάχων τους;;

Σε αντίθεση με το κάλεσμα της ΚΝΕ “να μην διαλέξουμε κανέναν”, οι προοδευτικοί, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, πρέπει να διαλέξουν. 

Γιατί τα στρατόπεδα δεν φτιάχνονται όταν βγάζεις αφίσες που λες ότι δεν διαλέγεις στρατόπεδο. Τα στρατόπεδα φτιάχνονται όταν διαλέξεις αντίπαλο. Αυτό είναι το κρίσιμο στον πόλεμο στην Ουκρανία: όχι να διαλέξουμε ιμπεριαλιστή αλλά να διαλέξουμε αντίπαλο. Και μόνο έτσι – διαλέγοντας αντίπαλο – θα συγκροτηθεί το στρατόπεδο των λαών, της εργατικής τάξης, των κομμουνιστών, στρατόπεδο που τόσο έχει ανάγκη σήμερα η ανθρωπότητα. 

Να αρνηθούμε το ξεκατίνιασμα, την παρακμή και την αναξιοπιστία

1.

Οι ερχόμενες εκλογές δεν αξίζει να γίνουν για μια ακόμα φορά πεδίο αδιέξοδων, παρακμιακών και μικροπολιτικών διενέξεων στον ήδη ταλαιπωρημένο χώρο της Αριστεράς. Ανεξάρτητα με το τι λέγεται σε έναν μικρόκοσμο επιτελείων και στελεχών, η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, με δεδομένη τη χρόνια τελματωμένη κατάσταση στην Αριστερά και στο κίνημα, δεν πρόκειται να συμβάλει στην επίλυση του πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου που αντιμετωπίζουμε. Τα μαχαίρια μπορούν να μπουν στα θηκάρια τους. Δεν κρίνεται τίποτα ιδιαίτερο από τη μία ή την άλλη εκλογική στάση.

2.

Το ξεκατίνιασμα, η διαστροφή των θέσεων του συνομιλητή, το μικροπολιτικό ταμπούρωμα σε σχήματα και κεκτημένα, οι καρικατούρες, οι στρεβλώσεις, ακόμα και τα ψέματα, πριμοδοτούν την απογοήτευση και την αποστράτευση, πολλαπλασιάζουν τη σύγχυση. Κείμενα, όρκοι πίστης, λόγοι, σημειώματα, απαντήσεις επί απαντήσεων, αναπαράγουν το αδιέξοδο. Πολύ περισσότερο όταν απλώς επαναλαμβάνουν αναμασήματα απόψεων και πρακτικών που περισσότερο από μια δεκαετία έχουν εκ των πραγμάτων αποδειχθεί ατελέσφορα, αυτοαναφορικά, απογοητευτικά.

3.

Το πρόβλημα ήταν και είναι πολύ βαθύτερο από το αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα κατέβει με τη ΛΑΕ, αν η ΛΑΕ φλερτάρει με το ΜΕΡΑ 25, αν όσοι αποχώρησαν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αντεπαναστάτες, αν όσοι θέλουν ενότητα είναι ρεφορμιστές, ή αν η ψήφος στο ΚΚΕ είναι η παθητική αποδοχή ότι τίποτα καλύτερο δεν μπορεί να γίνει από το να διατηρείται ένα μοναστήρι με αναφορά στον κομμουνισμό. Το πρόβλημα γεννιέται από τη βαθιά και στρατηγική ήττα μιας Αριστεράς, που στο πολιτικό παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε ο αντιμνημονιακός αγώνας επέλεξε να είναι απούσα πολιτικά, κρύβοντας την πολιτική ανεπάρκεια πίσω από την κινηματική παρουσία. Όσο δεν αναμετριόμαστε συλλογικά και ειλικρινά με αυτή την ήττα, ούτε η Αριστερά, ούτε το λαϊκό κίνημα θα μπορέσει να ανασκοπήσει.

4.

Η παρακμή φτάνει σε σημεία που απωθούν νέους και αποστρατεύουν παλιότερους αγωνιστές. Αποκορύφωμα είναι η μετατροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε βίαιες αναμετρήσεις ομάδων και οργανώσεων, που αντιγράφουν πρακτικές οπαδικού χουλιγκανισμού (ραντεβού ομάδων με σχετικό εξοπλισμό). Πέραν του ότι αυτές οι πρακτικές είναι ξένες προς την Αριστερά και το κίνημα, είναι και επικίνδυνες καθώς μια και μόνο μοιραία κατάληξη σε κάποια από αυτές τις “αναμετρήσεις”, θα είχε ανυπολόγιστο κόστος σε όλα τα επίπεδα.

5.

Η συνεχής αυτοαναφορικότητα, η εσωστρέφεια, η έλλειψη αναφοράς στον λαϊκό παράγοντα και στα πραγματικά προβλήματα του εργαζόμενου κόσμου, φτιάχνουν μια Αριστερά που τρώει τις σάρκες της χωρίς να είναι πραγματική και χρήσιμη. Η αντιστροφή ενός δυσμενούς συσχετισμού για την εργαζόμενη κοινωνία δεν μπορεί δυστυχώς να γίνει από τη σημερινή υπάρχουσα Αριστερά. Χρειαζόμαστε μια άλλη κατάσταση πνευμάτων, ανθρώπων, σχημάτων, κουλτούρας και προοπτικής. Με σεβασμό σε όλους τους συντρόφους, συναγωνιστές και στελέχη που σήμερα δίνουν τον τόνο στις διεργασίες, στις συζητήσεις και στις αντιπαραθέσεις, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά τον αυτοπεριορισμό τους προς όφελος της κοινής αγωνίας χιλιάδων αριστερών για μια άλλη Αριστερά.

6.

Το βάθος της αναξιοπιστίας είναι τέτοιο που δημιουργεί χάσμα ακόμα και μέσα στην μικροκλίμακα της Αριστεράς ανάμεσα στη βάση και στα επιτελεία των οργανώσεων. Όλος ο κόσμος που έχει μια κοινή λογική καταλαβαίνει ότι το παιχνίδι του μουτζούρη ενόψει των εκλογών είναι εκ των προτέρων στημένο. Αγωνιστές που στέκονται στην περιφέρεια των οργανώσεων και είναι με το ένα πόδι στην ιδιώτευση ή την αποστράτευση αλλά δεν θέλουν να τα παρατήσουν, καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα από τις “καθοδηγήσεις” ότι ο δρόμος που άνοιξε απλώς αναπαράγει και εντείνει το αδιέξοδο.

7.

Υπάρχουν αριστεροί που αγωνιούν για το τι πρέπει να γίνει, δεν υπάρχει Αριστερά που μπορεί να τους εκφράσει. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο δεν απαντιέται και δεν μπορεί να απαντηθεί με τη μία ή την άλλη εκλογική συνεργασία, στάση ή απόφαση. Απαιτεί απαντήσεις που να αντιμετωπίζουν την εκλογική αναμέτρηση στην κλίμακα που (σήμερα) της αξίζει, να πάρουν διαζύγιο με τον εκλογικό κρετινισμό και να εστιάσουν στην πρόκληση της συγκέντρωσης και συσσώρευσης δυνάμεων που να έχουν αναφορά στην κομμουνιστική υπόθεση.

Η συναυλία του ΚΚΕ για τον Ξαρχάκο προκαλεί τη θλίψη και κρύβει την ανεπάρκεια

Όχι επειδή ο Ξαρχάκος ανήκει στη Δεξιά – δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Αλλά επειδή το ΚΚΕ τείνει να μετατραπεί σε όμιλο πολιτιστικής υπενθύμισης των περασμένων αγώνων του λαού μας. Και τίποτα παραπάνω. Ή για να το πούμε πιο καθαρά: Επειδή το ΚΚΕ (αλλά και το σύνολο της Αριστεράς) σήμερα δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω, επιλέγει να μας θυμίζει απλώς τα περασμένα μεγαλεία. 

Από το Φεστιβάλ της ΚΝΕ μέχρι τις συναυλίες για τον Μητροπάνο και τον Μικρούτσικο, το ΚΚΕ οργανώνει μια ρετρό, νοσταλγική, ακίνδυνη εκδρομή στο παρελθόν. Αν συνοδευόταν από μια πολιτική και ιδεολογική, σύγχρονη και επικίνδυνη (για την αστική τάξη) παρουσία, αυτή η επιστροφή θα ήταν χρήσιμη. Θα αναδείκνυε συνέχειες, αναφορές και ρίζες. Όμως δεν είναι. Και όχι μόνο δεν είναι χρήσιμη αλλά είναι νανουριστική, στενάχωρη και θλιβερή. 

Δεν έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι ένα κόμμα δεν πρέπει να έχει πολιτιστική πρόταση. Ούτε φυσικά όσοι λένε ότι ένα κόμμα μπορεί να τιμά μόνο τους συνοδοιπόρους του. Το πρόβλημα ξεκινά όταν υποκαθίσταται η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση με τον αντίπαλο στο σήμερα, από τις νοσταλγικές και ασφαλείς προσφυγές στο πολιτισμικό χθες. 

Τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ είναι πλέον ο μακράν μαζικότερος πολιτιστικός θεσμός της χώρας. Αριστεροί από όλα τα ρεύματα, προοδευτικοί και δημοκράτες, ακόμα και ανανήψαντες που έχουν πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα, επισκέπτονται το Πάρκο Τρίτση, περιδιαβαίνουν ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες, θυμούνται την εποχή που ο Θεοδωράκης ξεσήκωνε τα πλήθη, την εποχή που το ΚΚΕ απειλούσε το σύστημα, την εποχή που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κρεμλίνο και η Αριστερά πυρπολούσε τις καρδιές των νέων και των εργατών. 

Μια πικρή νοσταλγία μας κατακλύζει, όσους υπήρξαμε ή και υπάρχουμε στην Αριστερά, για τότε που όλοι, μα όλοι, πίστευαν ότι ο κόσμος αλλάζει. Καλύπτουμε έτσι την πίκρα για σήμερα, που ούτε καν η Αριστερά δεν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. 

Μένουμε λοιπόν με την ανάμνηση για αυτά που είχαμε και αυτά που χάσαμε παλιότερα, επιβεβαιώνοντας την αίσθηση ανικανότητας και ανημπόριας στο σήμερα. Γιατί να αναμετρηθούμε με τις δυσκολίες του παρόντος, ειδικά όταν αυτές απαιτούν βαθιές αυτοκριτικές και εκ βάθρων ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης της Αριστεράς, και να μην καταφύγουμε στην ασφάλεια και στη θαλπωρή του ένδοξου παρελθόντος;

Αυτό υπηρετούν οι συναυλίες του ΚΚΕ  και αυτό δεν είναι προσφορά ούτε στην Αριστερά, ούτε στον πολιτισμό, ούτε στην ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο η συναυλία όσο και το ίδιο το ΚΚΕ, χειροκροτήθηκαν από την ΕΦΣΥΝ μέχρι τη LIFO και τον …Χωμενίδη.  

Τραγουδάμε με συγκίνηση τη Δραπετσώνα του Μίκη και το Κάντε υπομονή του Ξαρχάκου, γιατί αυτό είναι το συλλογικό ηρωικό μας παρελθόν, λείπει όμως η Αριστερά που θα κάνει τον ουρανό πιο γαλανό, και τη λεμονιά να ανθίσει στη γειτονιά.

Το να συγκινείται ο αριστερός κόσμος από τέτοιες συναυλίες είναι φυσιολογικό. Και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το ενοσοποιήσει.  

Το να χρησιμοποιείται όμως, συνειδητά και σκόπιμα, αυτή η πολιτιστική κατάδυση στο παρελθόν, ως προκάλυμμα καπνού για την πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια στο σήμερα, είναι θλιβερό.