Για την υστερία γύρω από τα κρυπτονομίσματα

Οι ηλεκτρονικές πληρωμές ωφελούν μέχρι στιγμής αποκλειστικά τους κερδοσκόπους. Το ψηφιακό χρήμα όμως θα μπορούσε να υπονομεύσει την κυριαρχία τουυ δολαρίου.

Το παλαιότερο ψηφιακό νόμισμα στον κόσμο, το Bitcoin, είναι πλεόν πάνω από δέκα ετών. Ωστόσο, το ηλεκτρονικό χρήμα υπήρξε πάντα ένα εξειδικευμένο προϊόν και η συζήτηση γι’ αυτό αφορούσε κατά βάση τους ειδικούς. Με τις τεράστιες διακυμάνσεις των τιμών το 2017 προσέλκυσε την ευρύτερη προσοχή του κοινού – ειδικά μεταξύ των κερδοσκόπων. Σχεδόν κανείς δεν ήθελε να πληρώσει με αυτό μέχρι τώρα. Το κανονιστικό του πλαίσιο είναι υπερβολικά σαθρό και η συναλλαγματική του ισοτιμία ιδιαίτερα ασταθής.

Όμως τώρα με τον κορονοϊό, η ψηφιοποίηση γενικά και το ψηφιακό χρήμα πιο συγκεκριμένα λαμβάνουν μια απροσδόκητη ώθηση: η ανέπαφη πληρωμή είναι ασφαλέστερη μπροστά στον κίνδυνο της μόλυνσης. Η ανάπτυξη των διαδικτυακών συναλλαγών συμβάλει επιπρόσθετα. Ταυτόχρονα, τα μετρητά γίνονται λιγότερο σημαντικά. Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, ειδικά στη Σουηδία, υπάρχουν περιοχές όπου δεν υπάρχουν πλέον ΑΤΜ πουθενά. Στη νότια Ευρώπη, η εισαγωγή μεθόδων πληρωμής χωρίς μετρητά αποτελούσαν πάντα μέρος των προγραμμάτων της τρόικας, τα οποία συνδέονταν με την έγκριση χρηματοδοτικής βοήθειας μετά την κρίση του ευρώ. Προωθείται επίσης τακτικά η κατάργηση των κερμάτων μικρότερης αξίας. Αλλά εάν τα μετρητά οδηγήσουν τελικά σε μεγάλο βαθμό στο ψηφιακό χρήμα, αυτό δεν θα ήταν απλώς μια ουδέτερη μετάβαση από ένα ντεμοντέ σε ένα σύγχρονο μέσο πληρωμής. Ο έλεγχος των νομισμάτων και των συστημάτων πληρωμών σημαίνει ισχύ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κράτη και μεγάλες εταιρείες ηλεκτρονικών δεδομένων ανταγωνίζονται για ηγετικές θέσεις στις νέες αγορές χρήματος. Ακόμα και στην ΕΕ τίθεται πλέον το ζήτημα της έκδοσης ενός ηλεκτρονικού ευρώ.

Το προβάδισμα της Κίνας

Το θέμα τέθηκε στην ημερήσια διάταξη από τη νέα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Christine Lagarde. Ενώ ο προκάτοχός της Mario Draghi είπε στο κοινοβούλιο της ΕΕ το καλοκαίρι του 2018 ότι δεν υπήρχε στο πρόγραμμα η έκδοση ενός ψηφιακού υποκατάστατου μετρητών, η Lagarde ζήτησε από την κεντρική τράπεζα να ασχοληθεί με το ζήτημα. Μια ομάδα εργασίας εργάζεται τώρα πάνω σε μια ιδέα για την εισαγωγή ενός ηλεκτρονικού νομίσματος για τη ζώνη του ευρώ. Σε μια διάσκεψη υψηλού επιπέδου τον Οκτώβριο του περασμένου έτους, ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Olaf Scholz (Σοσιαλδημοκράτες) ζήτησε επίσης «πρόοδο» στις ευρωπαϊκές προσπάθειες και «γρήγορες αποφάσεις». Η ξαφνική βιασύνη των οικονομικών επιτελείων και των κεντρικών τραπεζιτών στη ζώνη του ευρώ πιθανότατα οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο προβάδισμα της Κίνας. Το κρατικό ψηφιακό χρήμα κυκλοφορεί ήδη εκεί, αν και μέχρι στιγμής μόνο σε τοπικό επίπεδο ως μέρος ενός πιλοτικού έργου. Ωστόσο, εάν το Πεκίνο καταφέρει να εδραιωθεί διεθνώς στην αγορά ψηφιακού χρήματος, αυτό θα αποτελούσε σημαντική εξέλιξη στον οικονομικό πόλεμο με τις ΗΠΑ που ξεκίνησε η Ουάσιγκτον το 2019. Ένα ψηφιακό νόμισμα που ελέγχεται από την Κίνα θα δυσκόλευε τις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την κυριαρχία του δολαρίου για την επιβολή των γεωπολιτικών και οικονομικών τους συμφερόντων. Η ΕΕ είχε επίσης αισθανθεί τις επιπτώσεις της κυριαρχίας του δολαρίου αρκετές φορές στην πρόσφατη ιστορία της, για παράδειγμα στις ανεπιτυχείς προσπάθειες διατήρησης των συναλλαγών της με το Ιράν παρά τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Αυτές οι εμπειρίες θα πρέπει επίσης να ωθήσουν τις Βρυξέλλες να αναμιχθούν στην παγκόσμια υστερία σχετικά με τα κρυπτονομίσματα.

Facebook και συναφή

Οι ΗΠΑ, με τη σειρά τους, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους για τη νομισματική ηγεμονία τους με τον  να προσπαθούν να θέσουν όσο γίνεται το νόμισμα του Facebook, το οποίο μετονομάστηκε το φθινόπωρο από Libra σε Diem, υπό κυβερνητικό έλεγχο. Σε τελική ανάλυση, είναι το ψηφιακό νόμισμα που σήμερα έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα να λάβει σύντομα δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αποδείξει πολλές φορές ότι έχει τη δύναμη να θέσει υπό έλεγχο τις μεγάλες εταιρείες, εφόσον το απαιτούν τα εθνικά της συμφέροντα. Οι τελευταίες αποφάσεις σχετικά με το προσωπικό των ιδρυμάτων Libra και Diem δείχνουν ότι η Ουάσιγκτον θα πετύχει και αυτήν τη φορά. Για παράδειγμα, το σημερινό αφεντικό του Diem, Stuart Levey, ήταν Υπουργός Εξωτερικών στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ μέχρι τον Μάιο του 2020. Τον Απρίλιο, υποβλήθηκε αίτηση για έγκριση ως μέσο πληρωμής στην Ελβετία. Το νόμισμα πρόκειται να κυκλοφορήσει το 2021.

Δεν υπάρχει ακόμη συναίνεση στην ΕΕ σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης αυτής της εξέλιξης. Τον Σεπτέμβριο έγινε γνωστό ότι η Επιτροπή σχεδιάζει να αναπτύξει ένα κανονιστικό πλαίσιο για τα ιδιωτικά ψηφιακά νομίσματα έως το 2024. Ταυτόχρονα, ωστόσο, πέντε κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Γαλλίας, έθεσαν σε εφαρμογή την απαγόρευση των ιδιωτικών κρυπτονομισμάτων. Ο Scholz τόνισε ότι έπρεπε να διασφαλιστεί η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Σύμφωνα με τον Γάλλο ομόλογό του, Bruno Le Maire, μόνο η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την έκδοση νομισμάτων. Αυτή η αρχή δεν πρέπει να υπονομευθεί.

Πράγματι, εάν μεγάλες εταιρείες δεδομένων – δεν αγωνίζεται μόνο το Facebook για μια καλή θέση στην αγορά ηλεκτρονικού χρήματος – επιτύχει να δημιουργήσει τα δικά του μέσα πληρωμής σε ανταγωνισμό με τα κρατικά νομίσματα, το ήδη τεράστιο δυναμικό τους θα συνεχίσει να επεκτείνεται. Θα μπορούσαν να παρακολουθούν και να ελέγχουν κάθε συναλλαγή πληρωμής των πελατών τους, να ανταλλάσσουν δεδομένα, να χειραγωγούν την αξία του νομίσματός τους και να αποφεύγουν τους κυβερνητικούς κανονισμούς.

Πηγή: JungeWelt

Μετάφραση: antapocrisis

Η πανδημία συναντά τον καπιταλισμό: ο κορονοϊός και το μεγάλο κραχ

Τα χρηματιστήρια είναι συνήθως ένα καλό μέτρο για να προβλέψει κανείς επικείμενα οικονομικά προβλήματα ή ακόμα και προβλήματα στην παραγωγή του κέρδους. Η πανδημία ξεκινάει από την πρώτη παραγωγό χώρα στον κόσμο, την Κίνα. Η μητρόπολη Wuhan στην καρδιά της χώρας μπαίνει σε καραντίνα και τα χρηματιστήρια της Δύσης αρχίζουν να σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Ο Dax κλείνει στις 19 Φεβρουαρίου στις 13.795 μονάδες, ιστορικό υψηλό, και υποχωρεί έπειτα σταθερά. Οι κυβερνήσεις της Δύσης αρχίζουν να αναγνωρίζουν, η μία μετά την άλλη, πως ο ιός θα χρειαστεί δραστικά μέτρα. Η αρχή γίνεται από την ιταλική κυβέρνηση με λοκντάουν και αποκοπή ολόκληρων περιοχών της Λομβαρδίας και της Βενετίας από την υπόλοιπη χώρα. Κάπου εκεί καταλαβαίνουν επενδυτές και κερδοσκόποι πως ο ιός δεν απειλεί μοναχά την ανθρώπινη ζωή, μπορεί να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε βαθιά κρίση.

Και η κρίση ήρθε. Μετά το υψηλό του Φεβρουαρίου ο Dax και οι υπόλοιποι διεθνείς δείκτες έχασαν περίπου το 40% της αξίας τους. Για τους κερδοσκόπους φάνηκε να πραγματοποιείται το χειρότερο δυνατό σενάριο. Πρώτον, συνεχίστηκε η πτώση της κερδοφορίας των μεγάλων εταιρειών που είχε ξεκινήσει από το 2018 και η οποία, υπό την πίεση του κορονοϊού, απειλεί να μετατραπεί σε μια βαριά ύφεση. Δεύτερον, αδύναμες επιχειρήσεις σχεδόν έφτασαν στο χείλος της χρεοκοπίας και αδυνατούν να πληρώσουν τα χρέη τους, τα οποία έχουν περίπου διπλασιαστεί από το 2009. Τρίτον, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τους χρηματοδότες τους και κυρίως για τις τράπεζες και να θέσει ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε κίνδυνο. Η σχεδόν σε πανικό ατμόσφαιρα των χρηματιστηρίων ενισχύθηκε και από την κατάσταση στην αγορά πετρελαίου. Η τιμή του απαραίτητου για την βιομηχανική παραγωγή ορυκτέλαιου αποτελεί συχνά βάσιμο παγκόσμιο οικονομικό δείκτη. Η ζήτηση και οι τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει εδώ και μήνες κυρίως λόγω της αργής και ασθενικής ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα. Στο τέλος Φεβρουαρίου και στο ξεκίνημα του Μαρτίου κατέρρευσε επίσης και μια συμφωνία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων εξαγωγών ορυκτέλαιων του κόσμου, της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης πετρελαίου έγιναν προσωρινά αρνητικά. Ο αγοραστής λάμβανε ουσιαστικά μπόνους για να πάρει πετρέλαιο. Τις μέρες εκείνες εμφανίστηκαν και οι πρώτες συγκρίσεις με το 1929, όταν μειώθηκαν δραματικά οι τιμές των βιομηχανικών πρώτων υλών και των αγροτικών αγαθών.

Άξιο απορίας είναι το γεγονός πως τα χρηματιστήρια αρχίζουν ήδη από τον Απρίλιο να σημειώνουν άνοδο. Μέχρι τον Μάιο δε, είχε ανακτηθεί περισσότερο από το μισό των απωλειών του Μαρτίου. Στις ΗΠΑ το αρνητικό ρεκόρ της αρχής του έτους ξεπεράστηκε τον Σεπτέμβριο, με τα μεγάλα ιντερνετικά συμφέροντα που επωφελήθηκαν από την κρίση, τις Amazon, Alphabet, Apple, Facebook, Microsoft κ.α., να σημειώνουν σημαντικά κέρδη.

Τα κράτη στηρίζουν την ζήτηση και τις αγορές, αλλά η καθοδική πορεία απειλεί ακόμα την παγκόσμια οικονομία.

Η γρήγορη και – μέχρι στιγμής – βιώσιμη ανάκαμψη των χρηματιστηρίων κατέστη δυνατή καθώς ήταν αδύνατο να υπολογίσει κανείς το βάθος της κρίσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα, τη διάρκεια και τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της. Αρκούσε πιθανά πως οι κεντρικές τράπεζες των ισχυρών κρατών, κυρίως η αμερικανική FED και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρείχαν στις τράπεζες και έμμεσα και στις αγορές δάνεια πολλαπλάσια των προηγούμενων με ευνοϊκούς όρους. Οι τραπεζίτες των κεντρικών τραπεζών δήλωσαν έτσι προς πάσα κατεύθυνση πως δεν θα επέτρεπαν την κατάρρευση καμίας συστημικής τράπεζας, κανενός ταμείου και καμίας σκιώδους τραπεζικής αγοράς. Όπως έδειξε η έκβαση των πρώτων ημερών του Μαρτίου όμως, αυτή η χωρίς προηγούμενο ένεση ρευστότητας μέσω των κεντρικών τραπεζών δεν θα έφτανε. Κρίθηκε αναγκαίο, οι κυβερνήσεις των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών να απελευθερώσουν κεφάλαια από τον κρατικό προϋπολογισμό σε μια εντελώς νέα κλίμακα, πρώτον για να αποτρέψουν την πτώχευση μεγάλων εταιρειών, δεύτερον για να αποκαταστήσουν μερικά την απώλεια της ζήτητσης που προκάλεσε το λοκντάουν και τρίτον για να ενισχύσουν τις επενδύσεις μετά την καταστροφή που προκάλεσε ο κορονοϊός μέσω γενναίων παροχών.

Τα οικονομικά προγράμματα των κυβερνήσεων ήρθαν γρηγορότερα από ποτέ. Στη Γερμανία, ο υπουργός Οικονομίας Peter Altmaier (CDU) και ο υπουργός Οικονομικών Olaf Scholz (SPD) ανακοίνωσαν το γερμανικό πρόγραμμα βοήθειας στις 14 Μαρτίου. Αρχικά ήταν περίπου 900 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου διπλάσιο από το θρυλικό πρόγραμμα διάσωσης τραπεζών του Οκτωβρίου του 2008, στο αποκορύφωμα της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα. Επιπλέον, τέθηκε σε αναστολή η απαίτηση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς που είχε ενσωματωθεί στο σύνταγμα το 2009. Το ύψος του προγράμματος κρίθηκε θετικά. «Μπορούμε να το σηκώσουμε» είπαν υπουργοί, βουλευτές και ΜΜΕ. Οι καπιταλιστικές ενώσεις φαινόταν πολύ ικανοποιημένες που απαλλάχτηκαν τόσο εύκολα από την απαγόρευση της δημιουργίας χρέους, η οποία πρόσφατα τους έγινε βάρος, σίγουροι βέβαια πως ανα πάσα στιγμή μπορούν και την αναβιώσουν.

Η επιδημία σε καμία περίπτωση δεν έχει ξεπεραστεί, στη Δύση δεν έχει τεθεί καν υπό κάποιον έλεγχο. Οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την οικονομική συρρίκνωση κατά το επόμενο έτος είναι -4,4% για τις ΗΠΑ, -8,3% για την ΕΕ, -6% για την Γερμανία και ένα μικρό συν σχεδόν δύο τοις εκατό για την Κίνα. Σύμφωνα με αυτήν την εκτίμηση, ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου αναμένεται να μειωθεί κατά δέκα τοις εκατό το 2020. Ακόμα και σύμφωνα με αυτή τη φιλική εκτίμηση του ΔΝΤ, το 2021 δεν θα είναι σε θέση να αντισταθμίσει τη χειρότερη ύφεση που έχει βιώσει η παγκόσμια οικονομία μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό θα απαιτούσε από τα οικονομικά ισχυρά κράτη προγράμματα διάσωσης. Λόγω των περιστάσεων, συνετοί ηγέτες θα αναγκαστούν να δημιουργήσουν νέα ζήτηση (εξοπλισμοί, πράσινη ανάπτυξη, υποδομές, μπόνους κατά την αγορά καταναλωτικών αγαθών) και ταυτόχρονα να χρηματοδοτήσουν μέρος του κόστους παραγωγής αυτών. Στον κρατικό-μονοπωλιακό καπιταλισμό, εν μέσω ακόμα του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος, το κράτος γίνεται όλο και πιο απαραίτητο. Αντί για ανοδική πορεία ή ακόμη και για στασιμότητα, απειλεί η οικονομική ύφεση.

Πηγή: Junge Welt

Μετάφραση: antapocrisis

Ούτε Σχέδιο, Ούτε Ανάπτυξη. Ο θρίαμβος της προχειρότητας και της κοινοτοπίας

Το Σχέδιο Πισσαρίδη ξεκινάει με την παρατήρηση ότι οι αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας μας την περίοδο 1981-2019 ήταν πολύ απογοητευτικές, περίπου 0,9% ετησίως. Η σύγκριση με την περίοδο 1961-1980, όταν η ανάπτυξη ήταν 6,5% ετησίως, είναι καταλυτική. Η Επιτροπή αντιλαμβάνεται την τεράστια αυτή διαφορά ως μια απόδειξη της αδυναμίας της Ελλάδας να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που πρόσφερε η ένταξη στην ΕΕ το 1981.

Η πιθανότητα να συμβαίνει το αντίθετο δεν απασχολεί καθόλου την Επιτροπή. Οποιοσδήποτε καλόπιστος οικονομολόγος βλέποντας τη σύγκριση θα σκεφτόταν ότι το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και ΟΝΕ, αντί να προσφέρει ευκαιρίες, ίσως να συνέβαλε στην αντιστροφή της προηγούμενης αναπτυξιακής δυναμικής. Η ένταξη σηματοδότησε την απαρχή μιας αποτυχίας ιστορικού μεγέθους που θα καθορίσει την πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες. Θα περίμενε κανείς ότι μια τόσο «βαριά» Επιτροπή θα είχε σημαντικά πράγματα να πει για το κεντρικό αυτό ζήτημα.

Το Σχέδιο Πισσαρίδη δεν κάνει τίποτε τέτοιο. Στην ουσία παραβλέπει τους διεθνείς περιορισμούς μέσα στους οποίους κινείται μια οικονομία μεσαίου μεγέθους, όπως η ελληνική. Θεωρεί ότι το πρόβλημα της χώρας μας είναι κατά κύριο λόγο εγχώριο και στρέφει την προσοχή του στις γνωστές «ελληνικές» αδυναμίες.

Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι η χαμηλή ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στην χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών, δηλαδή της εργασίας και του κεφαλαίου, στην χαμηλή παραγωγικότητα, στην έλλειψη καινοτομίας, στην εσωστρέφεια, στο αναποτελεσματικό κοινωνικό κράτος και στις φτωχές περιβαλλοντολογικές επιδόσεις. Σε αυτά έγκειται το ελληνικό αναπτυξιακό πρόβλημα.

Πρόκειται για μνημείο προχειρότητας. Αλλά η προχειρότητα χαρακτηρίζει ολόκληρο το Σχέδιο και δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά για να το διαπιστώσει. Μας λέει, για παράδειγμα, ότι η χώρα είχε επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, οι οποίοι όμως αντιστράφηκαν το 2015, καθώς επίσης ότι η πανδημία του κορωνοϊού ανέστρεψε βίαια την αναπτυξιακή δυναμική που εμφανίστηκε ξανά το 2019. Από πουθενά δεν προκύπτει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Στο τέλος του 2019,  πολύ πριν την εμφάνιση της πανδημίας, βασικοί μακροοικονομικοί δείκτες, όπως οι επενδύσεις και οι ροές κεφαλαίων, έδειχναν ότι η χώρα ετοιμαζόταν να μπει σε τεχνική ύφεση το 2020.

Με τέτοιου είδους ανάλυση, είναι πολύ φυσιολογικό οι θεραπείες που προτείνει το Σχέδιο να είναι απολύτως κοινότοπες. Η κεντρική ιδέα, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο, είναι ότι η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να ανεβάσει τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης στο 3,5% ετησίως τα επόμενα χρόνια. Για να πετύχει αυτό το μεγάλο άλμα υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, να αυξηθεί η συμμετοχή της εργασίας, διευρύνοντας την απασχόληση ιδίως των γυναικών και των νέων. Για το σκοπό αυτό πρέπει να ελαφρυνθεί η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, απάλειψη της εισφοράς αλληλεγγύης και μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος. Πρέπει επίσης υπάρξει μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης.

Δεύτερον, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας. Απαιτείται αύξηση  των επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, ιδίως των ιδιωτικών, από τα σημερινά πολύ χαμηλά επίπεδα που μετά βίας ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ συνολικά. Η Επιτροπή προτείνει ευνοϊκή φορολογία των ιδιωτικών αποσβέσεων, αλλά και ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Εννοείται, βεβαίως, ότι η χώρα θα πρέπει να αξιοποιήσει τα περίφημα κονδύλια που ασμένως αναμένονται από την ΕΕ το 2021-23 και φυσικά να προσελκύσει Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Όλα αυτά θα γίνουν ενώ η χώρα θα τηρεί δημοσιονομική πειθαρχία, κρατώντας τα  δημόσια έσοδα και δαπάνες σε ισορροπία με την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ.

Παράλληλα η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει περισσότερο «εξωστρεφής» αυξάνοντας τα ποσοστά εξαγωγών και εισαγωγών στο ΑΕΠ. Ενδεικτικό της ποιότητας της Έκθεσης είναι ότι η ίδια αναφέρει ότι τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας είναι τα πετρελαιοειδή, τα φάρμακα και οι πλακέτες αλουμινίου, δηλαδή βιομηχανικά προϊόντα. Όταν όμως προσπαθεί να εντοπίσει κλάδους και προϊόντα στα οποία η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, τότε καταλήγει στον ήλιο, στη θάλασσα, στον πολιτισμό και σε επιλεγμένα αγροτικά προϊόντα πολυτελείας. Η περιλάλητη «εξωστρέφεια» μεταφράζεται σε μια σειρά από κοινοτοπίες που ακούει κανείς σε πολλά καφενεία.

Παρόμοιες κοινοτοπίες, τέλος, κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της Έκθεσης αφιερωμένο στις «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες υποτίθεται ότι απαιτούνται στο θεσμικό πλαίσιο της χώρας, ώστε να επιτευχθεί το πολυπόθητο 3,5%. Ο κατάλογος είναι μακροσκελέστατος: να ολοκληρωθεί το κτηματολόγιο, να υπάρξει μεταβίβαση εξουσιών σε τοπικό επίπεδο, να υπάρξει βελτίωση του συστήματος δικαιοσύνης, να γίνει αναμόρφωση του συστήματος παιδείας, να προχωρήσει η αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας, κ.λπ., κ.λπ.

Ποιος θα μπορούσε ποτέ να διαφωνήσει ότι η χώρα μας (ή οποιαδήποτε άλλη χώρα) θα είχε όφελος από ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης, παιδείας και υγείας; Συνιστά «Σχέδιο Ανάπτυξης» μια τέτοια διαπίστωση που ακολουθείται από ατελείωτες εκθέσεις ιδεών; Έχουν οι συντάκτες της Επιτροπής συναίσθηση της διαφοράς ανάμεσα στο «πώς θα μας άρεσε να είμαστε» και στο «πώς θα φτάσουμε εκεί που μπορούμε»; Ένα πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης δεν απεραντολογεί για το πρώτο ζήτημα. Απαντάει στο δεύτερο.

Ακόμη και μια γρήγορη ματιά αρκεί για να δείξει ότι το Σχέδιο Πισσαρίδη στον πυρήνα του είναι μια επανάληψη της ιδεοληπτικής προσέγγισης των «μεταρρυθμίσεων» κατά τη δεκαετία των μνημονίων. Όπως όλοι γνωρίζουμε πλέον, η προσέγγιση αυτή απέτυχε παταγωδώς να δημιουργήσει συνθήκες ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Από δω θα έπρεπε να ξεκινήσει η Επιτροπή, αν ήθελε να πει κάτι πραγματικά χρήσιμο για τη χώρα.

Για να το κάνει όμως θα έπρεπε καταρχάς να προσφέρει εποπτεία του διεθνούς θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένη να κινείται η χώρα μας, ιδίως μετά την κρίση του 2007-9. Θα έπρεπε επίσης να πάει πολύ πιο πέρα από τα νεοκλασικά οικονομικά της προσφοράς, καθώς και τις ανώδυνες μορφές των θεσμικών οικονομικών, τα οποία έχει πλήρως υιοθετήσει. Η αναπτυξιακή στασιμότητα της χώρας μας μετά την κρίση της Ευρωζώνης έχει να κάνει κυρίως με τα οικονομικά της ζήτησης. Η ζήτηση βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της γενικότερης «δομικής στασιμότητας» του σημερινού καπιταλισμού, όπως προκύπτει από τη σύγχρονη βιβλιογραφία.

Το προβληματικό διεθνές πλαίσιο

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον της ΕΕ και ειδικότερα της Ευρωζώνης. Η κανονικότητα της ΕΕ είναι πλέον τα μηδενικά (και αρνητικά) επιτόκια, οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης, ο πληθωρισμός κάτω από τον στόχο και οι ασφυκτικοί περιορισμοί οικονομικής πολιτικής που ασκεί το μηδενικό επιτόκιο. Η ίδια κανονικότητα υπάρχει και στις ΗΠΑ, αλλά με κάποιες διαφορές λόγω της μοναδικής θέσης του δολαρίου στην παγκόσμια οικονομία. Ο κορωνοϊός επέφερε μεγάλο πλήγμα σε αυτή την κανονικότητα, αλλά για την ώρα τα μακροχρόνια αποτελέσματα δεν είναι ξεκάθαρα.

Στην ουσία βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την «ιαπωνοποίηση» των ώριμων καπιταλιστικών οικονομιών του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι η νομισματική πολιτική αναγκαστικά υποχωρεί μπροστά στη δημοσιονομική πολιτική, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία για την αναπτυξιακή δυναμική. Πρόκειται για ιστορική εξέλιξη που επιταχύνθηκε ραγδαία από την κρίση της πανδημίας. Το Σχέδιο Πισσαρίδη ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτε γι’ αυτές τις εξελίξεις.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η αναπτυξιακή πορεία μιας οικονομίας εξαρτάται από τις σύνθετες σχέσεις ανάμεσα στον ιδιωτικό τομέα και τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης. Οι επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών συναρτώνται άμεσα με την ύπαρξη επαρκούς ζήτησης για τα προϊόντα τους, πράγμα που επίσης συναρτάται με το επίπεδο απασχόλησης. Αν η απασχόληση είναι χαμηλή, τότε και η επένδυση θα είναι χαμηλή γιατί λείπει η ζήτηση. Στον σημερινό καπιταλισμό η δημοσιονομική πολιτική είναι καθοριστική για την απασχόληση και το επίπεδο της ζήτησης, άρα και για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Το αποτέλεσμα της λιτότητας και της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» είναι μακροχρόνια υποχώρηση της αναπτυξιακής δυναμικής, παρά την ύπαρξη κερδοφορίας για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Την προηγούμενη δεκαετία η ΕΕ πλήρωσε πανάκριβα την περιοριστική δημοσιονομική πολιτική με καταβύθιση των ιδιωτικών επενδύσεων. Η Ελλάδα χτυπήθηκε βαρύτερα από κάθε άλλη χώρα με πλήρη επενδυτική κατάρρευση. Η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας ήταν επιτυχημένη είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η αρνητική επίδραση της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής θα είναι πολύ μεγάλη σε βάθος χρόνου γιατί έπληξε το δυνητικό ΑΕΠ της Ελλάδας. Πρόκειται για ιστορική καθίζηση, πανωλεθρία ορατή δια γυμνού οφθαλμού, η οποία όφειλε να είναι το πρώτο ζητούμενο της Επιτροπής Πισσαρίδη.

Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας που τόσο απασχολεί τους συντάκτες της Έκθεσης, οι οποίοι αναζητούν τις αιτίες του στις γνωστές «ελληνικές» αδυναμίες της πλευράς της προσφοράς, σχετίζεται άμεσα με την πλευρά της ζήτησης. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Μετά το 2007-9, οι οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ σφραγίστηκαν από χαμηλή παραγωγικότητα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της χαμηλής ζήτησης από την περιστολή των πραγματικών μισθών, ενώ τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατακόρυφα. Κυριάρχησε ένας άρρωστος χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός με χαμηλά επιτόκια, δημοσιονομική πειθαρχία, χαμηλούς μισθούς, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλή ανάπτυξη, αλλά παράλληλα με υψηλή κερδοφορία. Τα φαινόμενα ήταν έντονα στις χώρες της ΟΝΕ και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που αποτελεί μια ολόκληρη κατηγορία αποτυχίας από μόνη της.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, η χώρα έχασε τεράστιο μέρος της ανταγωνιστικότητάς της. Αδυνατώντας να προχωρήσει σε υποτίμηση του νομίσματος για να αντιμετωπίσει τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που προκάλεσε η κρίση του 2007-9 και η κρίση της Ευρωζώνης που ακολούθησε το 2010-13, η Ελλάδα προχώρησε σε βαθύτατη εσωτερική υποτίμηση. Το αποτέλεσμα ήταν δραματική συστολή της ζήτησης και τεράστια ανεργία. Η κερδοφορία ανέκαμψε, αλλά το πλήγμα στο δυνητικό ΑΕΠ και στον μηχανισμό συσσώρευσης και ανάπτυξης ήταν τεράστιο. Τα μνημόνια όχι μόνο δεν βελτίωσαν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας, όπως φαντάζονταν οι υπερασπιστές τους, αλλά τις καταβαράθρωσαν.

Τι απαιτείται;

Μόνο με θαύμα θα πετύχει η Ελλάδα ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% ετησίως με βάση το Σχέδιο Πισσαρίδη. Η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε τέλμα μέσα σε ένα πολύ δύσκολο διεθνές πλαίσιο. Για να υπάρξει ανάπτυξη απαιτούνται θαρραλέες τομές στην εγχώρια κοινωνική ισορροπία, αλλά και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Μετά την είσοδο στην ΕΕ, η Ελλάδα μπήκε σε διαδικασία χαμηλής και στρεβλής ανάπτυξης. Η υιοθέτηση του ευρώ το 2001 οδήγησε σε έντονα φαινόμενα «υποδεέστερης χρηματιστικοποίησης» της Ελλάδας, παρόμοια με άλλες χώρες της Νότιας Περιφέρειας. Η ελληνική οικονομία πάσχει από υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών, αδυναμία του δευτερογενούς τομέα, καθώς και έλλειμμα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στη γεωργία. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να ανταγωνιστεί διεθνώς και έχει μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές, ιδίως στα κεφαλαιουχικά αγαθά. Η εκτόξευση του δημόσιου χρέους ήταν απόρροια αυτών των μακροοικονομικών εξελίξεων.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης συστηματικό κενό αποταμιεύσεων, το οποίο πήρε ακραίες μορφές μετά την είσοδο στην ΟΝΕ. Υπάρχει αρνητική καθαρή αποταμίευση μετά το 2005, δηλαδή στην ουσία η χώρα δεν αναπληρώνει καν το κεφαλαιουχικό της δυναμικό. Το επενδυτικό κενό είναι γιγαντιαίο, τουλάχιστον 20 δις το χρόνο.  Μόνο κάποιος που δεν έχει καμία συναίσθηση της παγκόσμιας αγοράς μπορεί να πιστεύει ότι το κενό αυτό θα μπορούσε πότε να καλυφθεί από Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, ή από τα περιλάλητα κονδύλια της ΕΕ. Χωρίς συστηματική και δυναμική κινητοποίηση των εγχώριων πόρων δεν θα μπορέσει η Ελλάδα να μπει στην επενδυτική πορεία που απαιτείται για ταχύρρυθμη ανάπτυξη.

Τα χρόνια των μνημονίων επέφεραν βαριά επιδείνωση. Καμία δομική αδυναμία δεν θεραπεύθηκε. Αντίθετα, όπως ειπώθηκε παραπάνω, η βάρβαρη περιστολή της ζήτησης έπληξε δομικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Το χρέος και η ανάγκη εξυπηρέτησής του έδεσαν χειροπόδαρα τη δημοσιονομική πολιτική. Αν προσθέσουμε και την καταστροφή του τραπεζικού συστήματος, το οποίο είναι πλέον απολύτως ανίκανο να στηρίξει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας γίνεται ακόμη μεγαλύτερο.

Το χειρότερο από όλα είναι φυσικά η μαζική μετανάστευση του καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού σε μια χώρα που γερνάει χρόνο με το χρόνο. Η Ελλάδα έχει βρεθεί για τα καλά στην περιφέρεια της ΕΕ, με μια οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό, με ολόκληρες περιοχές να ερημώνονται πληθυσμιακά και χωρίς να μπορεί ο δημόσιος τομέας να απορροφήσει τις πιέσεις στην αγορά εργασίας, όπως έκανε στο παρελθόν. Ο κορωνοϊός είναι η χαριστική βολή. Αναπόφευκτα το πλήγμα στην οικονομία θα είναι πολύ χειρότερο στη χώρα μας από την υπόλοιπη Ευρώπη, με βαρύτατες επιπτώσεις στη φτώχεια και την ανεργία.

Για να σταθεί ξανά η Ελλάδα στα πόδια της χρειάζεται ένα πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης που θα αναγνωρίζει το διεθνές πλαίσιο και θα βασίζεται στη σύγχρονη οικονομική θεωρία και βιβλιογραφία. Η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη εξαρτώνται από τις συνθήκες ζήτησης, όπως και από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης/πίστωσης. Η αύξηση της παραγωγικότητας έρχεται μέσα από τεχνολογική αλλαγή που προκύπτει από αλλαγές στα μερίδια κόστους εργασίας και κεφαλαίου. Όταν πιέζεται το κεφάλαιο, τότε καινοτομεί. Το ζήτημα είναι να προσδιοριστεί η πορεία των πραγματικών μισθών και το κόστος μετάβασης των νέων τεχνολογιών ώστε να επιτευχθεί η άνοδος της παραγωγικότητας.

Όσο για τις εξαγωγές, ο ήλιος, η θάλασσα και ο πολιτισμός, όχι μόνο είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά συνεισφέρουν ελάχιστα στις δυνατότητες της Ελλάδας να αυξήσει την πολυπλοκότητα των εξαγωγών της. Η χώρα εξάγει ένα πλέγμα αγαθών κυρίως μεσαίας τεχνολογίας και εισάγει το σύνολο σχεδόν των κεφαλαιουχικών αγαθών υψηλότερης τεχνολογίας. Για να υπάρξει εξισορρόπηση αυτής της κατάστασης απαιτείται δημόσια παρέμβαση με στοχευμένες επενδύσεις και στήριξη συγκεκριμένων κλάδων. Απαιτούνται επίσης διαμεσολαβητικοί θεσμοί, για παράδειγμα, μια σειρά ινστιτούτα (όσα δεν κατέστρεψε η Τρόικα), όπως γίνεται σε τόσες άλλες χώρες του κόσμου. Αυτή θα ήταν όντως στήριξη της «εξωστρέφειας».  Τα υπόλοιπα είναι ευχολόγια κι ελαφρές κουβέντες.

Μέσα στο ζοφερό αυτό πλαίσιο και κατά παράδοξο τρόπο, ο κορωνοϊός προσφέρει μια νέα ευκαιρία στην Ελλάδα γιατί άλλαξε βίαια το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ. Οι αλλαγές είναι εντυπωσιακές και δημιουργούν δυνατότητα για διαφορετική πορεία και για τη χώρα μας.

Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ έχει σταδιακά μετεξελιχθεί σε μια αναγνωρίσιμη εκδοχή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ιαπωνικής Κεντρικής Τράπεζας, απορροφώντας τεράστιο όγκο κρατικών χρεογράφων. Στην ουσία η ΕΚΤ έχει εκμηδενίσει τα σπρεντ στα επιτόκια κρατικού δανεισμού. Ξαφνικά βρέθηκε ακόμη και η Ελλάδα να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια. Ταυτόχρονα υπήρξε άρση του Συμφώνου Σταθερότητας επιτρέποντας πρωτοφανή χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορέσει να διατηρήσει μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα το 2020-21.

Υπήρξε επίσης άρση των ελέγχων στον ανταγωνισμό και στην κρατική βοήθεια προς τις επιχειρήσεις, με άμεση δυνατότητα συστηματικής στήριξης της βιομηχανίας, πράγμα που έχει εκμεταλλευτεί κυρίως η Γερμανία. Τέλος, υιοθετήθηκε το Σχέδιο «Ευρώπη – Νέα Γενιά» παρέχοντας δημοσιονομικές μεταβιβάσεις χρηματοδοτημένες με από κοινού δανεισμό. Δεν πρόκειται επ’ ουδενί για βροχή δισεκατομμυρίων, όπως και εσκεμμένα και αφελώς λέγεται στη χώρα μας, αλλά σίγουρα είναι ένα σημαντικό βήμα που δείχνει τις αλλαγές που επιτελούνται στη ΕΕ.

Το ευρύτερο περιοριστικό πλαίσιο της ΕΕ και της ΟΝΕ δεν έχει φυσικά εκλείψει. Θα υπάρξει έντονη διαπάλη όταν περάσει η υγειονομική κρίση και τεθεί θέμα θεσμικής ανασύνταξης της νομισματικής ένωσης. Αλλά δεν θα είναι εύκολο για τους υποστηρικτές της λιτότητας να επιβάλλουν επιστροφή στους σκληρούς κανόνες της προηγούμενης δεκαετίας. Στο πλαίσιο αυτό το αναπτυξιακό πρόβλημα της Ελλάδας απαιτεί νέους χειρισμούς. Η χώρα πρέπει να δράσει κυρίαρχα παίρνοντας πρωτοβουλίες για να προστατεύσει την οικονομία της, τον λαό της και τη νεολαία της.

Χρειάζεται πραγματικό σχέδιο ανάπτυξης που θα αρχίσει να απαντάει στα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Σχέδιο που θα βασίζεται σε μια νέα σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προωθώντας θεσμούς που θα αλλάξουν την κοινωνική ισορροπία υπέρ του λαϊκού και εργατικού στοιχείου. Έχει καίρια σημασία το επόμενο διάστημα να υπάρξει ουσιαστική δημόσια συζήτηση για το πως θα πρέπει η χώρα μας να διαμορφώσει πολιτική τομών ώστε να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Η κυβέρνηση της ΝΔ δυστυχώς δεν έχει τίποτε να προσφέρει, όπως δείχνει και η Έκθεση Πισσαρίδη που παράγγειλε. Το πεδίο είναι ανοιχτό για νέες και ριζοσπαστικές προτάσεις.

V

To V είναι αυτό που βλέπετε κι αυτό που ξέρετε. Ενα γράμμα του λατινικού αλφαβήτου και όλων των λατινογενών γλωσσών. Μαζί με το U και το L υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν τα πιθανά σενάρια αντίδρασης της οικονομίας έπειτα από μια μεγάλη κρίση και βύθιση σε βαθιά ύφεση. Ανακεφαλαιώνω συνοπτικά τι σημαίνουν τα γράμματα στη γραφιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, για την οποία υποθέτω ότι όλο και κάποιο Νόμπελ Οικονομίας θα έχει δοθεί: το V είναι η αντίδραση ελατηρίου, ήτοι μια ανοδική εκτίναξη της οικονομίας, αφού πιάσει πάτο – αν υπάρχει πάτος. Το U απεικονίζει μια ομαλή αλλά βραδύτερη ανάκαμψη, μια αύξηση του ΑΕΠ που θέλει τον χώρο της και τον χρόνο της. Και το L είναι το απευκταίο και ολέθριο σενάριο μιας οικονομίας που, αφού πιάσει πάτο, σέρνεται για χρόνια, ενδεχομένως και δεκαετίες, στο επίπεδο αυτού του πάτου, σε όποιο βάθος κι αν τον έχει πετύχει.

Ο πάτος -τα έχουμε ξαναπεί αυτά- δεν είναι κάποιο σταθερό μέγεθος. Κάτω απ’ τον πάτο υπάρχει ο απόπατος, κάτω κι απ’ αυτόν ο βόρβορος, η άβυσσος, τα βάθη της κόλασης κι ό,τι άλλο έχει επινοήσει η ανθρώπινη φαντασία για να προσδιορίσει το άπειρο της έκπτωσης από τον παράδεισο ή -επειδή τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει- από το επίπεδο μιας ανεκτής επιβίωσης. Στο πεδίο της γήινης στατιστικής, κάτι αρκετά κοντά στον πάτο είναι το ελληνικό ΑΕΠ που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα κλείσει στο τέλος του χρόνου κοντά στα 160 δισ. ευρώ. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Σε σταθερές τιμές σημαίνει επιστροφή στα επίπεδα του 1995, από τότε τουλάχιστον που υπάρχουν ομοιόμορφα ευρωπαϊκά δεδομένα για το ΑΕΠ. Προσπαθήστε να θυμηθείτε τους εαυτούς σας πριν από 25 χρόνια, για να καταλάβετε. Για να επιστρέψουμε στον «παράδεισο» του 2010, την κορυφαία μεταπολεμική επίδοση ΑΕΠ πριν από την κρίση χρέους, απαιτείται μια αύξηση του πραγματικού πλούτου κατά 50%. Εδώ δεν φτάνει μόνο ένα «V». Αλμα επί κοντώ χρειάζεται. Και σε πόσα χρόνια είναι αυτό εφικτό; Σε πέντε; Δέκα; Αρα, ακόμη κι αν το 2021 η οικονομία τρέξει, για παράδειγμα, με 5%, πράγμα που μπορεί να είναι καλό για το κερδοσκοπικό παιχνίδι στο χρηματιστήριο και στην αγορά επενδύσεων, για τα εισοδήματα της πλειονότητας η ανάκαμψη θα είναι μια αργή, βασανιστική έρπυση στον οριζόντιο άξονα του «L».

Παρ’ όλα αυτά το «V» είναι το γράμμα και το σχήμα που θα χαρακτηρίσει την εξέλιξη της πανδημίας, την ανασύνταξη των οικονομιών και τη στάση των κοινωνιών στη μετά Covid εποχή. Αλλά όχι με τον τρόπο που εννοούν οι οικονομολόγοι, που φαντάζονται οι στατιστικολόγοι και που προτιμούν οι πολιτικοί βουκόλοι.

Αυτή η κρίση έχει κάτι ιστορικά μοναδικό και έχει ελάχιστη σχέση με τις συνήθεις, τις ασυνήθιστες, ακόμα και τις ακραίες κυκλικές κρίσεις του καπιταλισμού, για τις οποίες τα V, τα U και τα L κουτσά- στραβά έκαναν τη δουλειά της ερμηνείας και της διαχείρισης. Ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες του οικονομικού σύμπαντος εγκατέλειψαν, έστω προσωρινά, τις ιδεοληψίες και τις κλασικές νεοφιλελεύθερες ή νεοκεϊνσιανές συνταγές, η ευκολία με την οποία προσφεύγουν σε πολιτικές αδιανόητες πριν από ένα χρόνο, η άνεση με την οποία γλείφουν εκεί που έφτυναν, βαφτίζουν το κρέας ψάρι και μεγεθύνουν το παγκόσμιο δημόσιο χρέος λες και ανακάλυψαν την καλλιέργεια του λεφτόδεντρου, δείχνει ότι ακόμη κι αυτούς, τους κυνικούς άρπαγες του πλούτου των εθνών, ο κορονοϊός τούς έχει τρομάξει σαν μετεωρίτης που καταστρέφει το 1/3 του πλανήτη, σαν εισβολή εξωγήινων που κανείς δεν πίστευε, σαν ηφαίστειο που εκρήγνυται και βυθίζει τη Γη για χρόνια στο σκοτάδι. Εξ ου και ο πανικός, ο φόβος, η αμηχανία, η αδεξιότητα και η τρομακτική ανεπάρκεια στρατηγικής. Κάθε μέρα που περνάει διαψεύδει τις βεβαιότητες της προηγούμενης.

Το γράμμα «V», προς το παρόν, απεικονίζει σταθερά μόνο δυο ανθρώπινα μεγέθη: τον θάνατο και την απληστία. Το πρώτο είναι η καθημερινή μακάβρια στατιστική -νεκροί, κενές εντατικές, κρούσματα-, η οποία συνοδεύεται από την κοινωνική μηχανική του lockdown και τον κανιβαλικό αυτοματισμό των ευθυνών: φταίνε τα κωλόπαιδα οι νέοι, φταίνε οι κωλόγεροι, φταίνε οι μαθητές, φταίνε οι φοιτητές, φταίνε οι διαδηλωτές, φταίνε οι καταναλωτές, οι αθλητές, οι περιπατητές, οι συνοδοί σκύλων, οι εργαζόμενοι, οι απεργοί, οι συνδικαλιστές, οι επιβάτες, οι νοσούντες, φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από τις κυβερνήσεις που έχουν καταντήσει τις κρατικές μηχανές και τις δημόσιες υποδομές λάφυρα για τους επενδυτές και ερειπιώνες για τους πολίτες.

Το δεύτερο μέγεθος που απεικονίζει το «V», η απληστία, αποτυπώνεται στα ασύλληπτα κέρδη που αποκομίζουν από τα χρηματιστήρια οι κυνηγοί του χρήματος. Στη χειρότερη οικονομική και ανθρωπιστική κρίση των μεταπολεμικών χρόνων, οι αποδόσεις των μετοχών αυξάνονται με ρυθμό ευθέως ανάλογο των θανάτων από Covid-19. Ερεθίζονται με τη μυρωδιά της πτωμαΐνης, ανεβαίνουν και με την ελπίδα του εμβολίου ή της θεραπείας. Το έξυπνο χρήμα δεν χρειάζεται προσχήματα και ηθικές προφάσεις. Τρέφεται και με τη ζωή και με τον θάνατο.

Αλλά το ότι οι αγορές του χρήματος κινούνται με άλματα τύπου «V» δεν σημαίνει καθόλου ότι το ίδιο θα συμβεί αργά ή γρήγορα στην πραγματική οικονομία. Η ιδιομορφία και η μοναδικότητα αυτής της κρίσης -κι αυτό μπορεί να ακούγεται σαν ανέξοδη μελλοντολογία, αλλά δεν είναι, το λέει ακόμα και η Λαγκάρντ- είναι ότι, ακόμη κι όταν η πανδημία περάσει, θα έχει αφήσει πίσω της κοινωνικά συντρίμμια. Εκατομμύρια επιχειρήσεις βυθισμένες στα χρέη, εκατομμύρια χαμένες θέσεις εργασίας, εκατομμύρια εργαζόμενους με μειωμένες αποδοχές, εκατομμύρια νοικοκυριά με συρρικνωμένα εισοδήματα, εκατομμύρια νέους με προοπτικές ζωής πολύ χειρότερες από των γονιών και των παππούδων τους, εκτεθειμένους στον κίνδυνο φτώχειας, στις χαώδεις ανισότητες, στην αυταρχική εκτροπή και στην ψηφιακή επιτήρηση.

Σ’ αυτό το ζοφερό φορτίο, λοιπόν, η μόνη εκδοχή του «V» που ταιριάζει είναι αυτή της κοινωνικής έκρηξης.  Το V της εξέγερσης.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Αναδημοσίευση από kibi-blog

επιτροπή Πισσαρίδη

Βαθμολογώντας την έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη

Ένας νομπελίστας νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος (Πισσαρίδης) που στήριξε τα μέτρα των μνημονίων την περίοδο 2010 -2017 και ένας καθηγητής που εκπροσωπεί τον ΣΕΒ (Βέττας), τοποθετήθηκαν από την κυβέρνηση επικεφαλής μιας επιτροπής 10 ακαδημαϊκών φίλα προσκείμενων στην κυβέρνηση και έξι μεγαλοστελεχών επιχειρήσεων, με σκοπό να προσδώσουν “επιστημονική” τεκμηρίωση στην περαιτέρω κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και στην ανάδειξη ενός “επιτελικού κράτους” στην υπηρεσία των επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι στην έκθεση οι ενότητες που αφορούν στην αποτίμηση της ελληνικής οικονομίας υπερασπίζονται τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν την περίοδο 2010-2017. Επίσης πολλές από τις προτάσεις της Επιτροπής είχαν ήδη διατυπωθεί από την κυβέρνηση, από επιχειρηματικούς κύκλους και στα σχέδια που συνοδεύουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Από τις 120 σελίδες της έκθεσης το σημείο αιχμής είναι οι 14 προτάσεις που αφορούν τις παρεμβάσεις που προτείνονται από την επιτροπή. Παρά το ότι περιέχονται αναλυτικά στοιχεία για την ελληνική οικονομία και γίνεται αναφορά σε ορισμένες διεθνείς τάσεις, η έκθεση δεν προβαίνει σε καμία ποσοτική εκτίμηση των προτεινόμενων 14 δράσεων – και η κύρια αιτία είναι ότι τα αποτελέσματα είναι αμφίβολα και οι δυσμενείς επιπτώσεις σημαντικές για μεγάλες κοινωνικές ομάδες.

Οι μειώσεις φόρων είναι μια από τις βασικές παραμέτρους των προτάσεων της επιτροπής. Είναι μια αντανάκλαση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης ότι η μείωση των φόρων και όχι οι κυβερνητικές δαπάνες είναι αποτελεσματικότερες σε εποχή κρίσης για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αν μάλιστα συνδυαστούν οι μειώσεις φόρων με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που είναι σίγουρο ότι θα επανέλθουν στο άμεσο μέλλον, υπονοείται η μείωση των παροχών του κοινωνικού κράτους (παιδεία, υγεία, συντάξεις, κτλ). Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιτροπή δεν προτείνει μείωση στον ΦΠΑ και στους έμμεσους φάρους αλλά στους άμεσους, παρα το ότι η ίδια αναφέρει ότι οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα είναι μεγαλύτεροι ως ποσοστό του ΑΕΠ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και οι άμεσοι φόροι μικρότεροι. Αντίθετα, προτείνει ουσιαστικά μείωση των φόρων για τα υψηλά εισοδήματα των φυσικών προσώπων, που υποτίθεται θα καλυφθεί από το ευχολόγιο για διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Επί της ουσίας καταργείται η προοδευτικότητα της φορολογίας μέσω της νεοφιλελεύθερης αντίληψης ότι η φοροδιαφυγή οφείλεται κυρίως στην υψηλή φορολογία των ανώτερων εισοδηματικά κλιμακίων. Στο ίδιο πλαίσιο, η προτεινόμενη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και οι προτάσεις για τριετή απόσβεση των επενδύσεων για τις επιχειρήσεις, ως μέσο τόνωσης των επενδύσεων, είναι αμφίβολο αν θα έχουν αποτέλεσμα σε εποχή κρίσης.

Η τοποθέτηση της επιτροπής στρέφεται κατά των όποιων συμβάσεων εργασίας υφίστανται ακόμα, σε πλήρη συνταύτιση με τις εργοδοτικές οργανώσεις.

Η πρόταση για μείωση των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, καθώς και η προώθηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην ασφάλιση, συνιστούν σημαντικές τομές. Η μείωση των εισφορών σε ασφαλιστικό σύστημα που ήδη εμφανίζει προβλήματα λόγω κρίσης και επέκτασης ελαστικών εργασιακών σχέσεων (ενώ συγχρόνως υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για άμεσα μέτρα σε περίπτωση ελλείματος – πρβ. Τον δημοσιονομικό “κόφτη” των μνημονίων) συνεπάγεται μείωση των συντάξεων. Μάλιστα η ίδια η έκθεση το υπονοεί όταν αναφέρει ότι η κρατική ασφαλιστική δαπάνη πρέπει να μειωθεί από το 16,5% του ΑΕΠ.

Συγχρόνως η πρόταση για μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης σε πλήρως κεφαλαιοποιητική, προοπτικά σημαίνει την κατάργησή της για όσους την λαμβάνουν και την προώθηση επαγγελματικών ταμείων και ιδιωτικών ασφαλιστηρίων σε όσους έχουν οικονομική δυνατότητα. Πίσω από την προτεινόμενη αναδιάρθρωση υπάρχει η ρητά διατυπωμένη προοπτική για τοποθέτηση εως 100 δισ. ευρώ εντός της επόμενης 40ετίας σε επενδύσεις μέσω επαγγελματικών κ ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Πρακτικά δηλαδή, αφού δεν είναι σίγουρο ότι οι επιχειρηματίες θα επενδύσουν θα ωθήσουμε τον εργαζόμενο να το κάνει, με την αμφίβολη προοπτική να λάβει καλύτερη σύνταξη αν η οικονομία και το χρηματιστήριο πάνε καλά.

Προτείνεται η αποσύνδεση του κράτους από την οικονομική στήριξη των δήμων, με αντάλλαγμα την μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση. Είναι ένα μέτρο όπου το κράτος αποποιείται υποχρεώσεις και παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο, και επικεντρώνεται στον επιτελικό ρόλο διευθέτησης στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου. Η υιοθέτηση του μέτρου δεν αφορά μόνο την πληρωμή των δημοτικών υπαλλήλων και των δημοτικών τελών από έναν μελλοντικό δημοτικό ΕΝΦΙΑ, όπως νομίζουν πολλοί. Υπάρχουν πολλές υποδομές και δραστηριότητες που η λειτουργία τους περνά μέσα από τους δήμους (π.χ η παιδεία), ενώ η ιδιωτική κατοικία αποτελεί πολύ σημαντικό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας για να καθορισθεί η φορολογική της διαχείριση τοπικά. Πέρα από την υποχώρηση των δημοτικών υπηρεσιών στις υποβαθμισμένες περιοχές σε σχέση με τις αναβαθμισμένες εισοδηματικά, μαζί με την είσοδο ιδιωτικών υπηρεσιών όπου οι δημότες επιλέξουν χαμηλή φορολογία, δύσκολα θα βρεθεί κάποιο άλλο οικονομικό αποτέλεσμα για την συνολική οικονομία από την παραπάνω μετατροπή.

Αγαπημένο θέμα όλων των επίσημων πολιτικών είναι η στήριξη του προβληματικού τραπεζικού συστήματος, και φυσικά η έκθεση δεν μπορούσε να το παραλείψει. Σε πρώτο επίπεδο η έκθεση αφήνει ανοικτή την στήριξη του είτε με την δημιουργία bad bank είτε με νέα κεφάλαια, τα οποία προφανώς στη σημερινή συγκυρία θα είναι κρατικά. Σε δεύτερο επίπεδο προτείνει την αναδιάρθρωση του πτωχευτικού δικαίου και της δικαιοσύνης στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των οικονομικών υποθέσεων και των πλειστηριασμών. Η δημιουργία ειδικής οικονομικής δικαιοσύνης με υποχρέωση να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις εντος 12μηνου το μέγιστο, είναι αποκαλυπτική. Δηλαδή πρακτικά: νέο δημόσιο χρήμα στις τράπεζες και επιπλέον νομικό οπλοστάσιο στους τραπεζίτες, για να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους.

Η ξεχειλωμένη από τις αντεργατικές ρυθμίσεις αγορά εργασίας, κατά την έκθεση υστερεί σε κινητικότητα, έχει μικρή διασπορά μεταξύ μισθών, υπόκειται σε υπερβολική ρύθμιση, με προστατευόμενα προϊόντα και κλειστά επαγγέλματα. Ουσιαστικά η τοποθέτηση της επιτροπής στρέφεται κατά των όποιων συμβάσεων εργασίας υφίστανται -σε πλήρη συνταύτιση με τις εργοδοτικές οργανώσεις- καθώς και της προστασίας των απολύσεων. Μάλιστα ρητά διατυπώνεται ότι η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και η ψηφιοποίηση επιβάλλουν ευέλικτη αγορά εργασίας για ευκολότερη μετακίνηση μεταξύ κλάδων, ενώ το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων οφείλει να περιοριστεί.

Τέλος, ιδιαίτερα κεφάλαια αφιερώνονται στην ενέργεια και στην στροφή στην λεγόμενη “Πράσινη Ανάπτυξη”. Η υιοθέτηση καθαρότερων μορφών ενέργειας και η εξοικονόμηση ενέργειας είναι μια γενική αρχή που όσοι ασπάζονται την υπαρκτή κλιματική αλλαγή οφείλουν να προωθούν. Το θέμα είναι ότι η έκθεση περισσότερο στοχεύει στην εναρμόνιση με τις επιλογές της Ε.Ε στο ζήτημα των ρύπων καθώς και στα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, πάρα στο καθαρό οικολογικό ενδιαφέρον.

Όταν η ίδια η επιτροπή υποστηρίζει πως βασικός άξονας είναι να μειωθεί το κόστος ενέργειας και συγχρόνως να επιτύχει η Ελλάδα αύξηση των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές, είναι απορίας άξιο ότι η έκθεση δεν εξηγεί πώς θα επιτευχθεί αυτό με την στροφή στην πράσινη ανάπτυξη. Να συμφωνήσουμε ότι ο λιγνίτης πρέπει να περιοριστεί για οικολογικούς λόγους, αν και υπάρχουν τεχνολογίες διαχείρισης των εκπομπών του. Όμως και το φυσικό αέριο, που είναι μεν καθαρότερο αλλά θεωρείται και αυτό ορυκτό καύσιμο, αγνοείται παντελώς στην έκθεση, γιατί η ΕΕ δεν είναι παραγωγός. Τελικά εναρμόνιση με τις επιλογές της Ε.Ε θα έχει σαν συνέπεια την εξυπηρέτηση των βιομηχανιών του Βορρά που τα επόμενα χρόνια θα χρησιμοποιήσουν το πλεονέκτημα τους στις εναλλακτικές μορφές ενέργειες (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκα, κλπ.), και θα κατακλύσουν την ελληνική αγορά με ηλεκτρικά αυτοκίνητα για να ανανεώσουν τις χειμαζόμενες αυτοκινητοβιομηχανίες τους, καθώς και των εγχώριων εργολάβων που θα επωφεληθούν των επιδοτήσεων.

Ανακεφαλαίωση ενός φιάσκου

Οχι, δεν είναι για πέταμα η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη. Είναι μεν έκθεση κακών ιδεών, κατά το εύστοχο πρωτοσέλιδο της χθεσινής «Εφ.Συν.», αλλά δεν είναι και για πέταμα. Για την ακρίβεια, στις 122 σελίδες της ενδιάμεσης εκδοχής της (μας προδιαθέτει για μια πιο πλούσια τελική) βρίσκει κανείς χρήσιμα στοιχεία.

Βεβαίως, δεν έκανε και κανέναν τεράστιο κόπο η επιτροπή. Τα στοιχεία είναι της Eurostat, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, επεξεργασίες επιστημόνων, ερευνητών και διεθνών δεξαμενών σκέψης που η επιτροπή είχε την ευγενή καλοσύνη να συγκεντρώσει σε ένα μικρό στατιστικό πανόραμα της ελληνικής οικονομίας. Φυσικά, τη δουλειά μπορούσαν να την κάνουν και μεταπτυχιακοί φοιτητές, αλλά ας μην είμαστε μεμψίμοιροι.

Το ότι στα χρήσιμα στοιχεία η έκθεση Πισσαρίδη «τεκμηριώνει» νεοφιλελεύθερες κοινοτοπίες και μας σερβίρει σαν καινοτομία ξαναζεσταμένο φαγητό από την εποχή του μακαρίτη πατρός Μητσοτάκη δεν μας προκαλεί έκπληξη. Ετσι κι αλλιώς, η έκθεση -άθελά της- αποτελεί ανακεφαλαίωση του οικονομικού φιάσκου των τελευταίων είκοσι ετών. Φιάσκου της ιθύνουσας τάξης, φιάσκου της επιχειρηματικής ελίτ, φιάσκου του πολιτικού συστήματος. Αλλά και φιάσκου της τεχνοκρατικής διανόησης -νεοφιλελεύθερης ή σοσιαλφιλελεύθερης- που υπηρέτησε με το αζημίωτο το αποτυχημένο αναπτυξιακό μοντέλο. Αυτό που η επιτροπή φιλοδοξεί να διορθώσει.

Και να η μικρή «λεπτομέρεια» που διαφεύγει, εκτός αν κάποιος έχει την υπομονή να διαβάσει τα ονόματα των συντελεστών της έκθεσης Πισσαρίδη και όσων τους συμβούλευσαν, στις πρώτες σελίδες. Με λιγοστές εξαιρέσεις, οι περισσότεροι έχουν περάσει από όλες τις περιστρεφόμενες πόρτες πολιτικής, τεχνοκρατίας, βαθέος κράτους, επιχειρήσεων, πανεπιστημίων και οικονομικών λόμπι. Εχουν δηλαδή διατελέσει άμεσοι ή έμμεσοι συντελεστές του φιάσκου που τώρα διεκτραγωδούν και υπόσχονται να διορθώσουν. Τι τους κάνει να πιστεύουν ότι αυτή τη φορά έχουν να προσφέρουν κάτι πιο πετυχημένο;

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Αναζητώντας το χαμένο χρήμα

Θυμάστε τον μακαρίτη Κώστα Τσάκωνα στο «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Μαραγκού; Αναρωτιόταν: «Εξι χρόνια στο Δημοτικό, έξι χρόνια στο Γυμνάσιο, έξι χρόνια στο Πολυτεχνείο κι έξι χρόνια μέχρι να πάω σχολείο ίσον 24 κι άλλα έξι στο εξωτερικό 30. Είμαι 36, πού πήγαν τα άλλα έξι χρόνια;». Κι ανάλογη ήταν η απορία του αυταρχικού πατέρα Διαμαντόπουλου που αντικρίζοντας τη γυαλιστερή φαλάκρα του γιου αναρωτήθηκε «πού πήγαν οι μπούκλες του;».

Λοιπόν, αυτό ακριβώς μου θύμισε ο απολογισμός που έκανε ο ΣΕΒ για τα 40 χρόνια ελληνικής διαδρομής στην ενωμένη Ευρώπη και στον περίπλοκο κόσμο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (θυμάστε τα ΜΟΠ;), των πακέτων Ντελόρ, των πακέτων Σαντέρ κ.λπ., των ΕΣΠΑ. Ο απολογισμός του ΣΕΒ κινείται στα όρια της θρηνωδίας. Θρηνωδίας για τον χαμένο χρόνο, τον χαμένο κόπο και το χαμένο χρήμα. «Σπαταλάμε ευρωπαϊκούς πόρους για δεκαετίες με τον ίδιο τρόπο περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα», λέει το special report του ΣΕΒ. Δηλαδή, πεταμένα λεφτά. Σωρευτικά διατέθηκαν περίπου 160 δισ. ευρώ από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία σε 4 δεκαετίες, υποτίθεται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της σύγκλισης, κι έχει συμβεί το αντίθετο. Η παραγωγικότητα, ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και από συγκρίσιμες χώρες όπως η Πορτογαλία και το χάσμα από τις άλλες χώρες διευρύνεται. Ο μεθερμηνευόμενον, πρέπει να δούμε τι θα γίνει με το νέο ΕΣΠΑ, πώς θα μοιραστούν τα λεφτά της επόμενης επταετίας.

Ας πούμε ότι προσυπογράφω
. Ναι, ναι, προσυπογράφω μια διαπίστωση του ΣΕΒ που θα είχε μεγαλύτερη αξία αν αποτελούσε ειλικρινή αυτοκριτική -που δεν είναι-, μια και ο ΣΕΒ και οι στυλοβάτες του αυτές τις τέσσερις δεκαετίες της σπατάλης -στα όρια της διασπάθισης δημόσιου χρήματος- των ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων ήταν υποβολείς, συνδιαχειριστές, συγκυβερνήτες, συνδιαμορφωτές του ολέθριου παραγωγικού μοντέλου το οποίο τώρα πενθούν. Στο πάρτι της πελατειακής και χωρίς παραγωγική στρατηγική χρηματοδότησης ο ΣΕΒ και το επιχειρηματικό λόμπι που εκπροσωπεί ήταν ο ντι τζέι. Οι σχέσεις συνενοχής του με το πολιτικό σύστημα, με την παλαιοκομματική πελατεία, την κρατική και ευρωκρατική γραφειοκρατία αποτυπώνονται στα μνημεία βιομηχανικής παρακμής, στα εγκαταλειμμένα κουφάρια που είναι διάσπαρτα κατά μήκος των εθνικών οδών, στα παραγωγικά νεκροταφεία που αποκαλούνται βιομηχανικές ζώνες.

Στη συλλογική αρπαχτή πολλά μικρά μοσχαράκια βύζαξαν την αγελάδα, αλλά τη μεγάλη καρδάρα με το γάλα την έχυσαν οι εθνικοί βιομήχανοι, οι εθνικοί προμηθευτές, οι εθνικοί εργολάβοι και οι εθνικοί επενδυτές. Δηλαδή, όσους κυρίως εκπροσωπεί ο ΣΕΒ.

Στην απομύζηση, 
φυσικά, πρωταγωνίστησε κι ένα νέο στρώμα γραφειοκρατίας και παρασιτικής διαμεσολάβησης στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων που διαμορφώθηκε αυτές τις δεκαετίες: οι «προγραμματάκηδες». Το κόστος αυτής της διαμεσολάβησης συχνά συναγωνίζεται ή και υπερβαίνει την ποσόστωση προμήθειας (ελληνιστί: μίζας) που αναλογεί σε κάθε καθωσπρέπει σύστημα διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Ακόμη και οι εγγυήσεις διαφάνειας, δημοσιότητας και επιτήρησης που επέβαλε η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα θαρρείς ότι δεν είχαν άλλο στόχο από το να σιτίσουν τους διαμεσολαβητές, στους οποίους συνυπάρχουν από ΚΕΚ και δημοτικές επιχειρήσεις μέχρι τράπεζες, συνδικάτα και επιχειρηματικές ενώσεις. Οι εγγυήσεις και οι πολυσχιδείς διαδικασίες βουλώνουν στόματα και θαμπώνουν μάτια των ιθαγενών της ευρωπεριφέρειας, που πρέπει να θυμούνται ότι κάθε χιλιόμετρο οδοστρώματος που διασχίζουν με το αυτοκίνητό τους, κάθε μέτρο πεζοδρομίου που περπατούν, κάθε ράμπα αναπήρου που μπλοκάρουν με τα αυτοκίνητά τους, κάθε κυβικό τσιμέντου που έπεσε σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια έγιναν «με τη συγχρηματοδότηση Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ενωσης». Το αποτέλεσμα; Σε κάθε δέκα ευρώ ευρωπαϊκού χρήματος, τρία με τέσσερα χάνονται πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Και προστασία σε μαφιόζους να πληρώναμε, πιο φτηνά θα ερχόταν.

Και για να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ότι χωρίς «πορτιέρηδες» και φέις κοντρόλ ΕΣΠΑ δεν βλέπεις, ιδού, ακόμη και αυτό το διαπρύσιο, μαστιγωτικό special report του ΣΕΒ για τις χαμένες τέσσερις δεκαετίες, τα πεταμένα 160 δισ. και την «ώρα για αλλαγή πορείας» με το επόμενο ΕΣΠΑ συνοδεύεται από την υποχρεωτική σημείωση: «Το παρόν συντάχθηκε από τον Τομέα Βιομηχανίας, Ανάπτυξης, Δικτύων &και Περιφερειακής Πολιτικής του ΣΕΒ. Αξιοποιήθηκαν στοιχεία που παράχθηκαν στο πλαίσιο του έργου “Μηχανισμός παρακολούθησης των αλλαγών και υποστήριξης των δράσεων ανάπτυξης και προσαρμοστικότητας της βιομηχανίας”, το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ε.Ε. (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Ε.Π. “Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία”». Ακολουθούν τα λογότυπα της Ε.Ε., του ΕΠΑνΕΚ και του ΕΣΠΑ. Ητοι, ακόμη κι αυτή η 13 σελίδων προχειρογραφία, συρραφή κοινότοπων διαπιστώσεων του ΣΕΒ, έγινε με χρήματα του ΕΣΠΑ. Τόσο απλά.

Οι διαπιστώσεις, ακόμη και οι διατυπωμένες με «συγχρηματοδότηση», θα είχαν κάποια αξία αν κατέληγαν κάπου. Κι αν φώτιζαν και την άλλη όψη του τραγικού απολογισμού του χαμένου χρήματος. Διότι η νεοελληνική δοξασία ότι η δαιμόνια πελατειακή μηχανή που στήθηκε εδώ ξεγέλασε και τ’ άρπαξε από τους κουτόφραγκους είναι η πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω. Μια χαρά ήξεραν οι κουτόφραγκοι πού τα δίναν. Η υποτιθέμενη γενναιοδωρία τους ήταν το τίμημα που τους εξασφάλιζε τη μετατροπή της ευρωπεριφέρειας σε σουπερμάρκετ για τα προϊόντα τους. Δεν έτυχε. Πέτυχε.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Αναδημοσίευση από kibi-blog.blogspot.com

Ο τουρισμός ως «βαριά βιομηχανία της χώρας» και η Λάρκο

Το κλείσιμο του beach bar στον Άλιμο που ακολούθησε αυτό της Μυκόνου, σε συνδυασμό με την αύξηση των καταγεγραμμένων κρουσμάτων Κορονοϊού, κυρίως λόγω αφιχθέντων από άλλες χώρες, θύμισε ότι το ελληνικό καλοκαίρι και ο τουρισμός ως «βαριά βιομηχανία της χώρας», είτε είναι χαμένη υπόθεση είτε κρέμεται από μια κλωστή. Ήδη μεγάλα ξενοδοχεία θα παραμείνουν κλειστά, ενώ πράκτορες όπως η TUI ακυρώνουν συμβόλαια. Αν μέσα στον Ιούνιο ή αρχές Ιουλίου αυξηθούν τα κρούσματα και οδηγηθούμε σε αρκετές τοπικές καραντίνες, τότε η καταστροφή θα είναι ολική και για τις μικρότερες μονάδες και επιχειρήσεις του τουρισμού. Και βεβαίως η απόλυτη φτώχεια για τους 700.000 εργαζόμενους στον κλάδο αυτό, οι οποίοι θα πρέπει να επιζήσουν με παρατάσεις των επιδομάτων ανεργίας ή με τα φιλοδωρήματα της μερικής απασχόλησης.

Αν προσθέσουμε και ότι αυξάνει η νευρικότητα στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης, με βάση την τουρκική επιθετικότητα, φαίνεται ότι η βαριά βιομηχανία της χώρας, μόνο βαριά δε θα είναι. Για την ακρίβεια βέβαια ποτέ δεν ήταν. Ήταν ένα σύνθημα μιας παρασιτικής αστικής τάξης το οποίο ξεγυμνώνεται διαρκώς. Όπως ξεγυμνώθηκε το «ισχυρή Ελλάδα» το 2010 με την τότε οικονομική κρίση, έτσι και με την τωρινή υγειονομική κρίση, το μοντέλο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού λειτουργεί ως αντίστροφος καταλύτης που μεγαλώνει κάθε πρόβλημα και πολλαπλασιάζει κάθε αρνητική συγκυρία. Σε κάθε στροφή των εξελίξεων, είτε οικονομική, είτε γεωπολιτική, είτε ακόμα και μια πανδημία, η βαριά βιομηχανία του τουρισμού αποδεικνύεται φτερό στον άνεμο.

Τη διαπίστωση ότι το μοντέλο ανάπτυξης είναι στρεβλό δεν την κάνει, πλέον, μόνο η Αριστερά, ή τουλάχιστον αυτή η Αριστερά που αναγνωρίζει τον παρασιτικό και εξαρτημένο χαρακτήρα της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Όλο και περισσότεροι ψελλίζουν ότι δεν είναι δυνατόν σε μια έκτακτη κατάσταση να μη μπορούμε να παράξουμε υλικά αναγκαία για να ανταποκριθούμε.

Με αφορμή την υγειονομική κρίση τέθηκε το ερώτημα του τι μπορεί (αν πλέον μπορεί) να παράξει η Ελλάδα. Δεν συζητάμε φυσικά για τους αναπνευστήρες που παρήγαγε η Ιταλία ή τα ιατρικά μόνιτορ που παρήγαγε η Γερμανία. Συζητάμε για την απλή χειρουργική μάσκα που αποτελείται από βαμβάκι και ύφασμα και η οποία δεν μπορούσε να παραχθεί σε μια Ελλάδα με διαλυμένο παραγωγικό ιστό, κλειστές κλωστοϋφαντουργίες, ερειπωμένες βιομηχανικές μονάδες. Το ερώτημα τίθεται και πάλι όταν ένα εκατομμύριο άνθρωποι εξαρτώνται από το αν θα επιλέξουν οι Γερμανοί να κάνουν ηλιοθεραπεία στην Ελλάδα ή στην Κροατία ή αν ο Ερντογάν δημιουργήσει τετελεσμένα θερμών επεισοδίων στην Κρήτη.

Όσοι βλέπουν λίγο παραπέρα, αναγνωρίζουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει αυτό το μοντέλο ανάπτυξης. Ο Α. Παπαχελάς στην Καθημερινή το περασμένο Σαββατοκύριακο, είδε τη διέξοδο στην αλλαγή μοντέλου ανάπτυξης στην αντιγραφή …του Ισραήλ. Επένδυση στην πολεμική βιομηχανία, εκμεταλλευόμενοι και υποθάλποντας την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και επένδυση στις νέες τεχνολογίες μέσω μιας Silicon Valley αλά Ελληνικά με φορολογικά και επενδυτικά κίνητρα για τις πολυεθνικές του διαδικτύου. Μια σύγκριση μάλλον ανιστόρητη που εκτός των άλλων ως προοπτική δημιουργεί  περισσότερα αδιέξοδα απ’ όσα λύνει. Στο Φόρουμ των Δελφών Βενιζέλος και Μυτιληναίος, εξέχοντες εκπρόσωποι του πολιτικού και επιχειρηματικού ιστού που εξέθρεψε το συγκεκριμένο μοντέλο αποφάνθησαν ότι «στην Ελλάδα είδαμε ότι έχουμε ήλιο και θάλασσα και χτίσαμε ένα μονοκλαδικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο όμως έχει ρίσκα και πρέπει να αλλάξει».

Είναι προφανές ότι από τη διαπίστωση μέχρι την αλλαγή πλεύσης υπάρχει τρομακτική απόσταση. Μια παρασιτική άρχουσα τάξη και ένα πολιτικό και δημοσιογραφικό προσωπικό που έχει μάθει να υπάρχει λόγω της εύνοιας και της προστασίας των δυτικών «συμμάχων», αποκλειστικά και μόνο ως διαμεσολαβητής για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση του.

Την εποχή που συζητιέται το στρεβλό της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και που αποδεικνύεται ότι η έμμεση ή άμεση εξάρτηση του 30% της οικονομίας μιας χώρας από τον τουρισμό είναι αδιέξοδο, προωθείται από την κυβέρνηση και την Ε.Ε. η τριχοτόμηση και η ιδιωτικοποίηση ή η χρεοκοπία μιας από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες, της ΛΑΡΚΟ. Αν υλοποιηθεί το σχέδιο της κυβέρνησης, απειλείται με λουκέτο η μοναδική βιομηχανία νικελίου εντός Ε.Ε. και μία από τις δύο που λειτουργούν στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο εκτός Ρωσίας. Ή με εξαγορά από ανταγωνιστές (ακούγονται διάφοροι όμιλοι από Ελβετία).

Η Λάρκο από το 1989 είναι ανώνυμη εταιρεία με βασικούς μετόχους την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τη ΔΕΗ και το ελληνικό δημόσιο (ΟΑΕ). Διαθέτει μεταλλεία σε Εύβοια, Βοιωτία, Καστοριά, Κοζάνη. Η εταιρεία διαθέτει επίσης ένα μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Φθιώτιδα που απασχολεί την πλειονότητα των εργαζομένων της επιχείρησης. Μέχρι το 1989 ήταν ιδιοκτησίας Μποδοσάκη. Στην τότε εκκαθάριση φορτώθηκε με χρέη και μόλις το 2004 ξαναπέρασε σε κερδοφορία. Επί Καραμανλή το 2006 αλλάζει η ήδη υψηλή τιμολόγηση του ρεύματος και η ΛΑΡΚΟ πλήρωνε υπερδιπλάσια τιμή, με αποτέλεσμα από το χρέος που έχει σήμερα των 470 εκατ. Ευρώ τα 351,2 εκατ. είναι οφειλές προς τη ΔΕΗ.

Στα προβλήματα ανταγωνιστικότητας λόγω παγκοσμιοποίησης (νέα αντίστοιχα φτηνά εργοστάσια και εργατικά χέρια στην Ασία), η Ε.Ε. δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να χρηματοδοτήσει επενδύσεις για ανανέωση εξοπλισμού και νέες καινοτόμες μεθόδους ώστε να γίνει βιώσιμο το κόστος. Σημειωτέον ότι η παλαιότητα του εξοπλισμού κοστίζει πολλές φορές και ζωές εργατών. Με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου το 2014 και το 2017 κάνει σαφές ότι η μόνη «ανταγωνιστική» ελληνική μεγάλη επιχείρηση για την Ε.Ε. είναι η πτωχευμένη, απαξιωμένη και εν τέλει ξεπουλημένη σε πολυεθνικά μονοπώλια επιχείρηση. Να σημειώσουμε ότι η χώρα μας έχει επίσης κοιτάσματα χρωμίου, όπου μαζί με το νικέλιο μπορούν να παράξουν ανοξείδωτο χάλυβα και το 1982 πραγματοποιήθηκε (με επιτυχία) πείραμα στη ΛΑΡΚΟ παραγωγής αυτού, ωστόσο, στο πλαίσιο των πολιτικών της τότε ΕΟΚ, δεν προχώρησε στη δημιουργία αντίστοιχης μονάδας παραγωγής. Η ΛΑΡΚΟ όλα τα χρόνια πουλά το σιδηρονικέλιο σε ξένους ομίλους. Αυτοί παράγουν ανοξείδωτο χάλυβα και η Ελλάδα εισάγει αυτό που μπορούσε να παράγει καθετοποιημένα και να εξάγει.

Βέβαια τα ΜΜΕ στη χρεοκοπία της ΛΑΡΚΟ βλέπουν το γνωστό χιλιοπαιγμένο έργο. Τις πελατειακές σχέσεις και τους διορισμούς φίλων και εξαδέρφων, τη διαπλοκή με τη διοίκηση κάποιων συνδικαλιστών (οι οποίοι είναι της νεοφιλελεύθερης αντικρατικίστικης ΔΑΚΕ) τα προκλητικά προνόμια μερικών δεκάδων τέτοιων συνδικαλιστών, παραγόντων, στελεχών, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών αμείβεται με μισθούς των 1000 και των 1200 ευρώ.

Το ερώτημα βέβαια προς την κυβέρνηση είναι το εξής: Σε μια περίοδο που οι ευρωπαϊκές συνθήκες έχουν «χαλαρώσει», γιατί δεν επιλέγει να επενδύσει στη ΛΑΡΚΟ, να την ξανακάνει ανταγωνιστική και ταυτόχρονα να σπάσει το απόστημα των δικών της στελεχών και συνδικαλιστών που αμείβονται με 5.000 το μήνα; Γιατί επιλέγει να κλείσει άλλη μια βιομηχανία η οποία μπορεί να γίνει βιώσιμη;

Το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ είναι χαρακτηριστικό γιατί, παρά τις ρητορείες, ο λύκος δε μπορεί να γίνει πρόβατο. Το μοντέλο ανάπτυξης δεν μπορεί να αλλάξει από αυτούς που κερδοφορούν -άκοπα και αεριτζήδικα- από αυτό. Μια παρασιτική αστική τάξη για την οποία τα κέρδη είναι δικά της, αλλά οι ζημιές του ελληνικού δημοσίου. Μια Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία μεθοδεύει το κλείσιμο και την παρακμή των ελληνικών επιχειρήσεων προς όφελος των πολυεθνικών ομίλων. Ένα πολιτικό, δημοσιογραφικό προσωπικό που καθυβρίζοντας το δημόσιο διορίζει, κλέβει, αρπάζει ό,τι προλάβει από αυτό. Και σαν γαρνιτούρα, μια διαπλεκόμενη συνδικαλιστική γραφειοκρατία (καμία σχέση με τη συντριπτική πλειοψηφία των συνδικαλιστών που δίνουν μάχες με αυταπάρνηση για τα εργατικά συμφέροντα), χρήσιμη για να ελέγχει τους εργαζόμενους και να συναινεί στα νεύματα της εξουσίας.

Μια αντίστροφη πορεία πρέπει να ξεκινήσει από το ξήλωμα όλου του παραπάνω πλαισίου. Για να σταματήσει το ανέκδοτο ότι η βαριά μας βιομηχανία είναι ο τουρισμός.

H αβάσταχτη ελαφρότητα της “βαριάς βιομηχανίας” της χώρας, του τουρισμού

Εξ΄ αρχής, ο τουρισμός, είναι ένα οικονομικό μοντέλο το οποίο εξαρτάται από παράγοντες εξωτερικούς ως προς την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας μιας χώρας. Είναι λοιπόν ένας «φιλάσθενος» οικονομικός τομέας, καθώς είναι διαρκώς εξαρτώμενος από τις διεθνείς κρίσεις (οικονομικές, γεωπολιτικές, υγειονομικές, κτλ). Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα βάσει κάποιων ακόμη πολύ σημαντικών παραμέτρων, που είτε σχετίζονται με την λειτουργία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου, είτε οφείλονται σε κάποιες «ιδιαιτερότητες» της χώρας μας.

Πρώτον, μέσα στο διεθνώς παγκοσμιοποιημένο, οικονομικά και όχι μόνο, διεθνές περιβάλλον, όπου «φταρνίζονται στην Κίνα και αρρωσταίνουν στην Αμερική», οι κρίσεις «μεταφέρονται» άμεσα, χωρίς επί της ουσίας οι χώρες να μπορέσουν να ορθώσουν έγκαιρα κάποιο ουσιαστικό «τείχος προστασίας». Μια διεθνής κρίση, οποιασδήποτε σχεδόν μορφής, επηρεάζει πλέον σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό πολύ περισσότερες χώρες, αν όχι ολόκληρο τον πλανήτη, από ότι 10 ή 20 χρόνια πριν. Όπως η φούσκα των ακινήτων του 2008 που δημιούργησε  την μεγαλύτερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών, γεννήθηκε στην Αμερική και έπληξε τελικά την Ευρώπη, η πανδημία του Covid ταξίδεψε πολύ γρήγορα από την μακρινή Ασία στην Ευρώπη και στην Αμερική, δημιουργώντας μια πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, κυρίως στον Δυτικό κόσμο.

Δεύτερο, το κυρίαρχο μοντέλο του φθηνού μαζικοποιημένου «εκβιομηχανοποιημένου» τουρισμού που έχει επιλεχθεί για την Ελλάδα, τουλάχιστον την τελευταία δεκαπενταετία, που αφορά κυρίως στα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα των all inclusive και των βραχιολιών, είναι ακόμη πιο επιρρεπές στην κατάρρευση μπροστά σε μια δύσκολη διεθνή συγκυρία, όπως η σημερινή. Οι εποχή των Γερμανών και των Γιουγκοσλάβων της Χαλκιδικής έχει περάσει ανεπιστρεπτί και η χώρα έχει «προσαρμοστεί» στον φθηνότερο τουρισμό των πακέτων και των προσφορών. Η τουριστική κίνηση μπορεί να αυξανόταν τα προηγούμενα χρόνια, τα τουριστικά έσοδα όμως δεν ακολουθούσαν αναλογικά την αύξηση αυτή.

Τρίτον, η τεράστια οικονομική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό (αγγίζει το 30% του ΑΕΠ), δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες στο σύνολο της οικονομίας της χώρας. Όταν σχεδόν το 1/3 της οικονομίας εξαρτάται από έναν κλάδο, ο οποίος με τη σειρά του εξαρτάται από την διεθνή συγκυρία, δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να διαπιστώσεις το εξαιρετικά προβληματικό του πράγματος. Δεν χρειάζεται να ξέρεις καν οικονομικά προκειμένου να αντιληφθείς ότι στην περίπτωση που το ποσοστό από τον τουρισμό μειωθεί επικίνδυνα έστω και μία χρονιά, θα τροφοδοτήσει έναν φαύλο κύκλο, όχι μόνο συνολικότερης οικονομικής ύφεσης, αλλά περαιτέρω απορρύθμισης του τουριστικού μοντέλου. Η κατακρήμνιση της τιμής του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος, η αποδιοργάνωση των τουριστικών επιχειρήσεων και η ανασύσταση επί του χειρότερου της τουριστικής αγοράς, θα είναι μόνο κάποια από τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας σε μια τέτοια περίπτωση. Η πρόγνωση της φετινής τουριστικής σεζόν είναι ακόμη θολή, αυτό όμως που ήδη φαίνεται είναι ότι εκατοντάδες μικρές ως επί το πλείστον ξενοδοχειακές μονάδες  έχουν βγάλει πωλητήριο και αρκετές χιλιάδες είναι αυτές που δεν θα λειτουργήσουν, ανοίγοντας την όρεξη μεγάλων ξένων ομίλων που θέλουν να μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση αντί να επιλέξει να εκμεταλλευτεί μακροπρόθεσμα το πλεονέκτημα της χώρας ως Covid-free, πράγμα που οφείλεται, πέρα από τους ιδιαίτερους  παράγοντες της χώρας, στην μεγάλη αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία του κόσμου, ανοίγει τον τουρισμό με όρους αγέλης, χωρίς την ύπαρξη προληπτικών μέτρων για τους επισκέπτες, όπως την πραγματοποίηση διαγνωστικών τεστς, την απαίτηση ανοσολογικών ή άλλων υγειονομικών πιστοποιητικών, χωρίς καν την ύπαρξη ολοκληρωμένων υγειονομικών πρωτοκόλλων. Και μάλιστα την ίδια στιγμή που το δεύτερο κύμα της πανδημίας θεωρείται βέβαιο από τα πλέον επίσημα χείλη. Η «απομόνωση» της χώρας, λόγω της χαμηλής αεροπορικής της συνδεσιμότητας, ήταν ένας από τους σημαντικότερους  παράγοντες της χαμηλής εξάπλωσης του Covid-19, σε σύγκριση με άλλες «ανεπτυγμένες» χώρες. Αν ο παράγοντας αυτός εξαλειφθεί με την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων επισκεπτών, κανείς δεν εγγυάται ότι η καμπύλη της εξάπλωσης του ιού δεν θα αρχίσει να ακολουθεί μια εκθετική πορεία, που εν μέσω καλοκαιριού και δεδομένου ότι έχουν γίνει ελάχιστα για την ενίσχυση των δομών υγείας, θα κάνει τη διαχείριση του νέου κύματος ακόμη πιο δύσκολη από το πρώτο.

Είναι γεγονός ότι οικονομίες που δεν βασίζονται στα δικά τους πόδια αλλά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες, είναι καταδικασμένες σε συνθήκες κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε και αυτή που θα διανύσουμε, να αποσταθεροποιηθούν ακόμη περισσότερο. Η «βαριά βιομηχανία της χώρας» διανύει μια κρίσιμη περίοδο αβάσταχτης ελαφρότητας με άγνωστο το πότε, το πώς και σε ποιο βαθμό θα αναρρώσει. Μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο που προϋπήρχε αλλά ειδώθηκε ευκρινέστερα με την πανδημία, θα μπορούσε να υπάρξει καταρχήν μια αναζήτηση ενός διαφορετικού τουριστικού μοντέλου, λιγότερο εξαρτημένου από τον διεθνή παράγοντα, που δεν θα μπορεί να μη σέβεται τους ανθρώπους που υπηρετεί αλλά και το υπηρετούν, τις τοπικές κοινωνίες και φυσικά το περιβάλλον, κοινωνικό και φυσικό. Και να ανοίξει η αναγκαία εδώ και χρόνια συζήτηση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με τη σταδιακή του απεξάρτηση από τον ξένο οικονομικό παράγοντα και την επανασύσταση μιας εγχώριας οικονομίας, που να μην αποδεικνύεται φούσκα και να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος σε κάθε κρίση, αλλά να μπορεί στηρίζεται στα δικά της πόδια, στις δικές της παραγωγικές δυνατότητες και να σέβεται τους ανθρώπους της εργασίας που το δημιουργούν.

Η Πανδημία και η Παγκόσμια Οικονομία

Οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, πτώση εμβασμάτων, απότομες αντιστροφές ροών κεφαλαίων και υποτίμηση νομισμάτων. Μόνο οι τολμηρές πολιτικές – ελάφρυνση του χρέους, διεθνής χρηματοδότηση, προγραμματισμός και πολλά άλλα – θα αποτρέψουν περαιτέρω καταστροφή.

Υπάρχει ακόμη πολλή αβεβαιότητα σχετικά με την πανδημία COVID-19: όσον αφορά στην έκταση της εξάπλωσής της, τη σοβαρότητά της σε διάφορες χώρες, τη διάρκεια της έξαρσης και το αν μια αρχική βελτίωση της κατάστασης θα δώσει τη θέση της σε μια επανεμφάνιση. Αλλά ορισμένα πράγματα είναι ήδη σίγουρα: γνωρίζουμε ότι ο οικονομικός αντίκτυπος αυτής της πανδημίας είναι ήδη τεράστιος, με αποτέλεσμα οτιδήποτε έχουμε βιώσει στη ζωή μας μέχρι σήμερα να μοιάζει ασήμαντο. Το τρέχον σοκ στην παγκόσμια οικονομία είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και είναι πιθανό να είναι πιο έντονο από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929. Ακόμη και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι του εικοστού αιώνα, ενώ διέκοψαν τις αλυσίδες εφοδιασμού και κατέστρεψαν φυσική υποδομή και πληθυσμούς, δεν περιελάμβαναν τους περιορισμούς στην κινητικότητα και την οικονομική δραστηριότητα που ισχύουν σήμερα στην πλειονότητα των χωρών. Πρόκειται, επομένως, για μια πρωτοφανή παγκόσμια πρόκληση και απαιτεί πρωτοφανείς απαντήσεις.

Αυτός ο πολύ σοβαρός οικονομικός αντίκτυπος προφανώς δεν απορρέει από την ίδια την πανδημία, αλλά από μέτρα που έχουν υιοθετηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο για τη συγκράτησή της, τα οποία έχουν κυμανθεί από σχετικά ήπιους περιορισμούς στην κινητικότητα και τις δημόσιες συναθροίσεις έως ολοκληρωτικά lockdown (και λήψη αυστηρών μέτρων) που έχουν επιφέρει τη διακοπή των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων.

Αυτό έχει σημάνει μια ταυτόχρονη πίεση και στη ζήτηση και στην προσφορά. Κατά τη διάρκεια του κλειδώματος (lockdown), ο κόσμος (ειδικά όσοι είναι χωρίς μόνιμες συμβάσεις εργασίας) στερείται εισοδημάτων και η ανεργία αυξάνεται δραστικά, προκαλώντας τεράστιες μειώσεις στη ζήτηση κατανάλωσης που θα συνεχιστούν στην περίοδο μετά την άρση του κλειδώματος. Ταυτόχρονα, η παραγωγή και η διανομή σταματούν για όλα εκτός από τα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες – και ακόμη και για αυτούς τους τομείς, ο εφοδιασμός επηρεάζεται άσχημα λόγω ανεπαρκούς εφαρμογής και ανισορροπιών στις εισροές και εκροές που επιτρέπουν την παραγωγή και διανομή. Προηγούμενες περιφερειακές και παγκόσμιες κρίσεις δεν οδήγησαν σε αυτήν την σχεδόν απόλυτη παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Ο θανατηφόρος συνδυασμός της κατάρρευσης τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή τη φορά η κρίση είναι πραγματικά διαφορετική και πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά.

Το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών καταρρέει ήδη. Ο ΠΟΕ αναμένει ότι το εμπόριο θα μειωθεί σε ποσοστό μεταξύ 13 έως 32% το 2020. Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις θα μπορούσαν να αποδειχθούν μετριοπαθείς, επειδή σιωπηρά βασίζονται στη σχετικά γρήγορη συγκράτηση του ιού και στην άρση του λοκ ντάουν μέσα στο καλοκαίρι. Οι εξαγωγές αγαθών – εκτός από εκείνα που θεωρούνται “απαραίτητα” – έχουν σταματήσει ουσιαστικά. Τα ταξίδια έχουν περιοριστεί δραματικά σε σχέση με το παρελθόν και ο τουρισμός έχει επίσης σταματήσει προς το παρόν. Διάφορες άλλες διασυνοριακές υπηρεσίες που δεν μπορούν να παρασχεθούν ηλεκτρονικά, συρρικνώνονται απότομα. Οι τιμές του εμπορίου έχουν καταρρεύσει και θα συνεχίσουν να μειώνονται. Τον μήνα που προηγήθηκε έως τις 20 Μαρτίου 2020, οι τιμές των πρωτογενών εμπορευμάτων μειώθηκαν κατά 37%, με τις τιμές της ενέργειας και των βιομηχανικών μετάλλων να μειώνονται κατά 55%.

Εντός των εθνικών συνόρων, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται με έως τώρα αδιανόητα ποσοστά, επιφέροντας όχι μόνο μια δραματική άμεση κατάρρευση αλλά προοιωνίζει και μια  μελλοντική συρρίκνωση, καθώς θα υπάρξουν αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 22 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους σε τέσσερις εβδομάδες, ενώ το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί κατά 10 έως 14% από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Αλλού η κατάσταση δεν είναι διαφορετική, πιθανά μάλιστα να είναι χειρότερη, καθώς οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν πολλαπλούς παράγοντες οικονομικής ύφεσης. Το ΔΝΤ προέβλεψε στις 14 Απριλίου ότι η παγκόσμια παραγωγή θα μειωθεί κατά 3% το 2020 και κατά 4,5% σε κατά κεφαλήν όρους – και αυτό βασίζεται στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Αυτή η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας επηρεάζει αναγκαστικά την παγκόσμια χρηματοδότηση, η οποία βρίσκεται επίσης σε ανισορροπία. Η πάγια άποψη ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ατελείς, όχι μόνο λόγω ασύμμετρης αλλά και ελλιπούς πληροφόρησης, επιβεβαιώνεται από την πράξη: οι αγορές έχουν να κάνουν με την πρόβλεψη στον χρόνο και τώρα πρέπει οδυνηρά να αποδεχθούμε ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το μέλλον, ακόμη και λίγους μήνες μπροστά. Τα οικονομικά στοιχήματα και τα συμβόλαια που έγιναν πριν από λίγους μήνες τώρα φαίνεται εντελώς παράλογο να ισχύουν. Τα περισσότερα χρέη είναι σαφώς μη βιώσιμα. Οι ασφαλιστικές απαιτήσεις θα είναι τόσο ακραίες, με αποτέλεσμα να “γονατίζουν” τους περισσότερους ασφαλιστές. Οι χρηματιστηριακές αγορές καταρρέουν, καθώς οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι καμία από τις εικασίες στις οποίες στηρίχθηκαν οι προηγούμενες επενδύσεις δεν ισχύει πλέον. Αυτές οι αρνητικές δυνάμεις μαζί ισοδυναμούν με τεράστιες απώλειες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την ίδια τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης (μια τάξη που πάσχιζε χωρίς αποτέλεσμα να δείξει κάποιο δυναμισμό την τελευταία δεκαετία).

Άνισα αποτελέσματα

Σε έναν ήδη πολύ άνισο κόσμο, αυτή η κρίση έχει ήδη αυξήσει και θα συνεχίσει να αυξάνει απότομα την παγκόσμια ανισότητα. Ένα μεγάλο μέρος αυτού οφείλεται στις πολύ διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός από την Κίνα, την χώρα προέλευσης της πανδημίας, η οποία κατάφερε να συγκρατήσει τη διάδοσή της και να αναγεννήσει την οικονομική δραστηριότητα σχετικά γρήγορα), σε σύγκριση με τις προηγμένες οικονομίες. Το τρομακτικά τεράστιο μέγεθος της κρίσης προφανώς έχει χρεωθεί στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι οποίοι (πιθανώς προσωρινά) εγκατέλειψαν όλες τις συζητήσεις για τη δημοσιονομική λιτότητα και ξαφνικά φαίνεται ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα απλώς να χρηματοδοτήσουν πολιτικές από τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Είναι πιθανό ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα είχε καταρρεύσει υπό το κράτος του πανικού που προέκυψε την τρίτη εβδομάδα του Μαρτίου, χωρίς μαζική παρέμβαση από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου – όχι μόνο την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την Τράπεζα της Αγγλίας και άλλες.

Το «τεράστιο προνόμιο» των Ηνωμένων Πολιτειών ως κατόχων του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, τους δίνει προφανώς μεγαλύτερη ελευθερία να στηρίξουν τη δική τους οικονομία. Ωστόσο, άλλες ανεπτυγμένες χώρες προτείνουν, επίσης, αρκετά μεγάλα δημοσιονομικά πακέτα, από 5% του ΑΕΠ στη Γερμανία έως 20% στην Ιαπωνία, εκτός από διάφορα άλλα επεκτατικά και σταθεροποιητικά μέτρα μέσω των κεντρικών τραπεζών τους.

Αντίθετα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες έχουν πολύ λιγότερα περιθώρια να συμμετάσχουν σε τέτοιες πολιτικές, και ακόμη και εκείνες οι μεγαλύτερες αναπτυσσόμενες οικονομίες που θα μπορούσαν να το πράξουν, φαίνεται να περιορίζονται από τον φόβο ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα τιμωρήσουν σκληρά τυχόν δημοσιονομικές ατασθαλίες. Αυτό είναι από μόνο του τρομερό: οι οικονομικές ανάγκες τους είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από αυτές στον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι αναπτυσσόμενες χώρες -πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη ζήσει την πανδημία στην πραγματική της έκταση- έχουν πληγεί από μια αληθινή καταιγίδα κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου, πτώσης εμβασμάτων, απότομων αντιστροφών των ροών κεφαλαίων και υποτίμησης του νομίσματος. Μόνο τον Μάρτιο, η διαφυγή κεφαλαίων από περιουσιακά στοιχεία αναδυόμενων αγορών ήταν περίπου 83 δισεκατομμύρια δολάρια και από τον Ιανουάριο σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν φύγει έξω από τις αναπτυσσόμενες χώρες – σε σύγκριση με 26 δισεκατομμύρια δολάρια μετά την οικονομική κρίση του 2008. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου μειώθηκαν κατά τουλάχιστον 70% από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 2020 και τα spread στα ομόλογα των αναδυόμενων αγορών έχουν αυξηθεί απότομα. Τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών έχουν υποτιμηθεί ως επί το πλείστον απότομα, εκτός από της Κίνας. Η κρίση του συναλλάγματος δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, κάτι που είναι πιο δύσκολο να γίνει λόγω της συρρίκνωσης των εισροών συναλλάγματος και της αύξησης του εγχώριου κόστους για την εξυπηρέτησή τους. Στις αρχές του Απριλίου, ογδόντα πέντε χώρες είχαν προσεγγίσει το ΔΝΤ για βοήθεια έκτακτης ανάγκης λόγω σοβαρών προβλημάτων στις υποχρεώσεις πληρωμής σε ξένο νόμισμα και ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να αυξηθεί.

Αυτές οι εξωτερικές πιέσεις, οι οποίες είναι ήδη πολύ μεγαλύτερες από οποιοδήποτε φαινόμενο κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, συνδέονται πια με οικονομίες που ήδη παλεύουν με τις τρομερές εγχώριες οικονομικές συνέπειες των στρατηγικών τους για τον περιορισμό του ιού. Το βάρος αυτών των διαδικασιών έχει βαρύνει υπερβολικά τους άτυπους και επισφαλώς εργαζόμενους και τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι στερούνται βασικά μέσα για τη διαβίωσή τους και βυθίζονται στη φτώχεια με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Το 70% των εργαζομένων στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι εκτός τυπικής και δηλωμένης καταγραφής και είναι απίθανο να πληρώνονται έστω και στο ελάχιστο κατά τη διάρκεια του λοκ ντάουν, κατά το οποίο αναγκάζονται να είναι ανενεργοί. Οι εργαζόμενοι με τυπικές συμβάσεις έχουν επίσης αρχίσει να χάνουν τις δουλειές τους. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολόγισε στις αρχές του Απριλίου ότι περισσότεροι από τέσσερις στους πέντε εργαζόμενους στον κόσμο αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας και των συναφών πολιτικών απαντήσεων, και οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι  εργαζόμενες γυναίκες είναι πιο πιθανό να επηρεαστούν δυσανάλογα: να χάσουν θέσεις εργασίας και να αντιμετωπίσουν σημαντικές περικοπές αμοιβών, να πεταχθούν έξω από την αγορά εργασίας όταν υπάρξουν ξανά διαθέσιμες θέσεις, να υποφέρουν κατά τη διάρκεια του κλειδώματος λόγω αυξημένης πιθανότητας ενδοοικογενειακής βίας, να υποφέρουν από κακή διατροφή σε μια περίοδο έλλειψης τροφίμων στα νοικοκυριά.

Σε πολλές χώρες, οι ελλείψεις αγαθών συνδέονται με δραματικές αυξήσεις στην έκταση της απόλυτης φτώχειας και της αυξανόμενης πείνας, ακόμη και μεταξύ εκείνων που προηγουμένως δεν θεωρούνταν φτωχοί. Πράγματι, η επανεμφάνιση της πείνας σε παγκόσμια κλίμακα είναι πιθανώς μια ατυχής συνέπεια της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού που προέκυψαν. Επιπρόσθετα σε όλες αυτές τις καταθλιπτικές ειδήσεις, τα περισσότερα κράτη στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε υψηλά επίπεδα χρηματοδότησης του ελλείμματος (με δανεισμό από τις κεντρικές τράπεζες) ώστε να επιτρέψουν υψηλές δημόσιες δαπάνες, λόγω των συναλλαγματικών περιορισμών και της εντονότερης πίεσης που θα ασκήσουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας ακριβώς των ελλειμμάτων τους.

Οι συνέπειες

Αυτό, δυστυχώς, είναι μόνο η αρχή. Τι θα συμβεί όταν τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία; Να θυμόμαστε ότι μετά από ένα σεισμικό σοκ αυτού του μεγέθους, οι οικονομίες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν απλώς όπως πριν, ξεκινώντας από το σημείο που είχαν σταματήσει πριν από αυτήν την κρίση. Κατά το επόμενο έτος, πολλά πράγματα είναι πιθανό να αλλάξουν, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας αναδιοργάνωσης του εμπορίου και των ροών κεφαλαίων. Το διεθνές εμπόριο θα παραμείνει συγκρατημένο για μια περίοδο. Οι περισσότερες τιμές των εμπορευμάτων θα παραμείνουν επίσης χαμηλές, διότι η παγκόσμια ζήτηση θα χρειαστεί κάποιο χρόνο για να ανακάμψει. Αυτό θα επηρεάσει τα έσοδα των εξαγωγέων εμπορευμάτων, αλλά δεν πρόκειται να έχουν πλεονέκτημα ούτε οι εισαγωγείς εμπορευμάτων καθώς θα επικρατήσουν οι συνολικότερες αποπληθωριστικές πιέσεις που απορρέουν από την υποτονική ζήτηση.

Από την άλλη πλευρά, η διάσπαση των αλυσίδων εφοδιασμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκεκριμένες ελλείψεις, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων βασικών στοιχείων, δημιουργώντας πληθωρισμό κόστους, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων θα είναι ρευστές και ασταθείς, και οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες θα αγωνιστούν να προσελκύσουν επαρκές και ασφαλές κεφάλαιο ώστε να προστεθεί στις εγχώριες αποταμιεύσεις και να καλύψει το κόστος χρηματοδότησης του εμπορίου. Οι απότομες υποτιμήσεις νομισμάτων που έχουν ήδη συμβεί είναι απίθανο να αντιστραφούν εντελώς και θα μπορούσαν ακόμη και να επιταχυνθούν περαιτέρω, ανάλογα με τις στρατηγικές που ακολουθούνται τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτές οι πτώσεις των νομισματικών αξιών, τα υψηλότερα περιθώρια επί των τόκων που καταβάλλονται και οι αυξανόμενες αποδόσεις στα ομόλογα θα συνεχίσουν να κάνουν το εξυπηρετούμενο χρέος ένα τεράστιο πρόβλημα. Πράγματι, το χρέος των περισσότερων αναπτυσσόμενων χωρών θα είναι απλώς μη βιώσιμο.

Εκτός από τα προβλήματα στις εγχώριες τράπεζες και τους λοιπούς δανειστές εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα από μια πιθανή αδυναμία πληρωμής μεγάλης κλίμακας, θα υπάρξουν τεράστια προβλήματα στις ασφαλιστικές αγορές, με την αποτυχία ορισμένων ασφαλιστικών εταιρειών και την αύξηση των ασφαλίστρων που θα αποτελέσουν αντικίνητρο ασφάλισης για τις περισσότερες μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Τα έσοδα από ταξίδια και τουρισμό θα περιοριστούν επίσης σημαντικά μεσοπρόθεσμα, καθώς η πρότερη εμπιστοσύνη που υπήρχε σε αυτά τα ταξίδια θα έχει διαβρωθεί. Ομοίως, πολλοί μετανάστες θα έχουν χάσει τη δουλειά τους. Η ζήτηση για ξένη εργασία είναι πιθανό να μειωθεί σε πολλές χώρες υποδοχής, με αποτέλεσμα να μειωθούν και τα εμβάσματα. Όλα αυτά θα συνεχίσουν να ασκούν πίεση στα οικονομικά της κυβέρνησης, ειδικά (αλλά όχι μόνο) στον αναπτυσσόμενο κόσμο.

Αποφυγή της καταστροφής

Αυτή η λιτανεία της φρίκης βρίσκεται όντως μέσα στη σφαίρα του πιθανού. Ευτυχώς αυτά τα αποτελέσματα δεν είναι αναπόφευκτα: εξαρτώνται καθοριστικά από τις πολιτικές απαντήσεις. Οι τρομερές συνέπειες που περιγράφονται παραπάνω βασίζονται στους διεθνείς οργανισμούς και στις εθνικές κυβερνήσεις που δεν λαμβάνουν τα μέτρα που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Υπάρχουν τόσο εθνικές όσο και παγκόσμιες πολιτικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά πρέπει να εφαρμοστούν γρήγορα, προτού η κρίση προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές απαντήσεις δεν αυξάνουν (όπως συμβαίνει σήμερα) τις εθνικές και παγκόσμιες ανισότητες. Αυτό σημαίνει ότι οι στρατηγικές ανάκαμψης πρέπει να αναπροσανατολιστούν μακριά από τις παραχωρήσεις σε μεγάλες εταιρείες χωρίς επαρκή ρύθμιση των δραστηριοτήτων τους, και προς τη διευκόλυνση της επιβίωσης, της απασχόλησης και της συνεχιζόμενης ζήτησης της κατανάλωσης των ανθρώπων με μικρά και μεσαία εισοδήματα, και της επιβίωσης και επέκτασης πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Υπάρχουν ορισμένα προφανή βήματα που πρέπει να λάβει άμεσα η διεθνής κοινότητα. Αυτά τα βήματα βασίζονται στην υπάρχουσα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική – όχι επειδή αυτή η αρχιτεκτονική είναι θεμιτή, δίκαιη ή αποτελεσματική (δεν είναι), αλλά επειδή, δεδομένης της ανάγκης για ταχεία και ουσιαστική ανταπόκριση, απλώς δεν υπάρχει πιθανότητα κατασκευής σοβαρών εναλλακτικών θεσμών και ρυθμίσεων αρκετά γρήγορα. Τα υπάρχοντα θεσμικά όργανα – ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – πρέπει να επιτύχουν, γεγονός που απαιτεί την παύση της μεροληπτικής υποστήριξης του κεφαλαίου και την προώθηση της δημοσιονομικής λιτότητας.

Το ΔΝΤ είναι το μόνο πολυμερές ίδρυμα που έχει την ικανότητα να δημιουργεί παγκόσμια ρευστότητα και αυτή είναι η στιγμή που πρέπει να το κάνει σε μεγάλη κλίμακα. Μια άμεση θέσπιση  Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων (SDR), τα οποία είναι συμπληρωματικά αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία (καθορίζονται από ένα σταθμισμένο καλάθι πέντε κύριων νομισμάτων), θα δημιουργούσε πρόσθετη διεθνή ρευστότητα χωρίς επιπλέον κόστος. Δεδομένου ότι μια εκ νέου θέσπιση SDR πρέπει να διανεμηθεί σύμφωνα με την ποσόστωση κάθε χώρας στο ΔΝΤ, δεν μπορεί να είναι σε διακριτική ευχέρεια και δεν μπορεί να υπόκειται σε άλλα είδη προϋποθέσεων ή πολιτικής πίεσης. Πρέπει να δημιουργηθούν και να διανεμηθούν τουλάχιστον 1 έως 2 τρισεκατομμύρια SDR. Αυτό θα έχει τεράστια σημασία ώστε να διασφαλιστεί ότι οι παγκόσμιες διεθνείς οικονομικές συναλλαγές απλά δεν θα “παγώσουν” ακόμη και μετά την άρση των lockdown, και ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούν να ασχοληθούν με το διεθνές εμπόριο.

Οι προηγμένες οικονομίες με διεθνή αποθεματικά είναι πολύ λιγότερο πιθανό να χρειαστεί να τα χρησιμοποιήσουν, αλλά τα SDR μπορούν να αποδειχθούν σωτήρια για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρέχοντας πρόσθετους πόρους για την καταπολέμηση τόσο της πανδημίας όσο και της οικονομικής καταστροφής.

Αυτό είναι πολύ καλύτερο από την εξάρτηση από το ΔΝΤ για την παροχή δανείων, τα οποία συχνά απαιτούν όρους. (Στο βαθμό που απαιτούνται πρόσθετα δάνεια έκτακτης ανάγκης από το ΔΝΤ, πρέπει επίσης να παρέχονται χωρίς όρους, ως καθαρά αντισταθμιστική χρηματοδότηση για αυτό το άνευ προηγουμένου σοκ.)

Η έκδοση περισσότερων SDR είναι επίσης προτιμότερη από το να επιτρέπεται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να διαδραματίσει το ρόλο του μοναδικού σταθεροποιητή του συστήματος. Οι πολιτικές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας παρέχουν επί του παρόντος σε κεντρικές τράπεζες μερικών μόνο επιλεγμένων χωρών ρευστότητα δολαρίου. Αλλά αυτό δεν είναι μια πολυμερής κατανομή βασισμένη σε κανόνες. Αυτές οι ανταλλαγές αντικατοπτρίζουν τα στρατηγικά εθνικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και επομένως ενισχύουν τις παγκόσμιες ανισορροπίες ισχύος.

Ένας λόγος για τον οποίο υπήρξε μόνο περιορισμένη θέσπιση των SDR μέχρι στιγμής (η τελευταία αύξηση ήταν μετά την κρίση του 2008, αλλά μόνο με περίπου 276 δισεκατομμύρια SDR) είναι ο φόβος ότι μια τέτοια αύξηση της παγκόσμιας ρευστότητας θα προκαλούσε πληθωρισμό. Όμως, η παγκόσμια οικονομία έζησε χωρίς πληθωρισμό για περισσότερο από μια δεκαετία, ακόμα και αν είχαν γίνει οι μεγαλύτερες αυξήσεις ρευστότητας ποτέ, μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ακριβώς επειδή η παγκόσμια ζήτηση παρέμεινε χαμηλή.

Η τρέχουσα κατάσταση είναι διαφορετική μόνο επειδή είναι πιο οξυμμένη.

Το δεύτερο σημαντικό διεθνές μέτρο είναι η αντιμετώπιση προβλημάτων εξωτερικού χρέους. Θα πρέπει να υπάρξει αμέσως αναστολή ή πάγωμα όλων των αποπληρωμών χρέους (τόσο του χρεολύσιου όσο και των τόκων) για τους επόμενους έξι μήνες τουλάχιστον, καθώς οι χώρες αντιμετωπίζουν τόσο την εξάπλωση της νόσου όσο και τις συνέπειες του κλειδώματος. Αυτό το μέτρο πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι οι τόκοι δεν θα συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Είναι προφανές ότι πολύ λίγες αναπτυσσόμενες χώρες θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους όταν οι εισροές συναλλάγματος έχουν σταματήσει. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αν όλα τα άλλα είναι σε αναμονή στην παγκόσμια οικονομία σήμερα, γιατί οι στις πληρωμές χρέους πρέπει να γίνει κάτι διαφορετικό;

Η προαναφερθείσα αναστολή είναι μια προσωρινή κίνηση για να σωθούν αυτές οι χώρες σε  μια περίοδο που η πανδημία και οι περιορισμοί στην οικονομία βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους. Ωστόσο, είναι πιθανό να χρειαστεί ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους, και πρέπει να παρέχεται πολύ σημαντική ελάφρυνση του χρέους, ιδίως σε χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Ο διεθνής συντονισμός θα ήταν πολύ καλύτερος για όλους τους ενδιαφερόμενους από τις άτακτες αθετήσεις χρεών που θα ήταν διαφορετικά αναπόφευκτες.

Στα έθνη-κράτη, ο θεσμός των ελέγχων κεφαλαίου (capital controls) θα επέτρεπε στις αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον εν μέρει αυτούς τους παγκόσμιους μετωπικούς ανέμους, περιορίζοντας την αστάθεια των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ροών. Τέτοιοι έλεγχοι κεφαλαίου πρέπει να επιτρέπονται και να ενθαρρύνονται ρητά, προκειμένου να περιοριστεί η άνοδος των εκροών, να συγκρατηθεί η μείωση της ρευστότητας λόγω των πωλήσεων στις αναδυόμενες αγορές και να σταματήσει η πτώση των τιμών του νομίσματος και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Στην ιδανική περίπτωση, θα πρέπει να υπάρξει κάποια συνεργασία μεταξύ των χωρών για να αποφευχθεί η επιλογή μιας μόνο χώρας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Το επακόλουθο αυτής της κρίσης θα απαιτήσει επίσης μια αναβίωση του σχεδιασμού – κάτι που σχεδόν έχει ξεχαστεί σε πάρα πολλές χώρες στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Η κατάρρευση των συστημάτων παραγωγής και διανομής κατά τη διάρκεια του κλειδώματος σημαίνει ότι ο καθορισμός και η διατήρηση της προσφοράς βασικών εμπορευμάτων είναι κρίσιμης σημασίας. Τέτοιες αλυσίδες εφοδιασμού θα πρέπει να μελετηθούν ως προς τις εμπλεκόμενες σχέσεις εισροών-εκροών, οι οποίες με τη σειρά τους απαιτούν συντονισμό μεταξύ διαφορετικών επιπέδων και υπηρεσιών στις κυβερνήσεις καθώς και μεταξύ των επαρχιών – και ενδεχομένως και σε περιφερειακό επίπεδο.

Η πανδημία είναι πιθανό να επιφέρει αλλαγή στη στάση απέναντι στη δημόσια υγεία σε όλες σχεδόν τις χώρες. Δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ηγεμονίας έχουν οδηγήσει σε δραστικές μειώσεις των κατά κεφαλήν δαπανών για τη δημόσια υγεία σε πλούσιες και φτωχές χώρες. Είναι πλέον περισσότερο από προφανές ότι δεν ήταν απλώς μια άνιση και άδικη στρατηγική, αλλά μια ανόητη: χρειάστηκε μια μολυσματική ασθένεια για να καταδείξει ότι η υγεία της ελίτ εξαρτάται τελικά από την υγεία των φτωχότερων μελών της κοινωνίας. Εκείνοι που υποστήριξαν τη μείωση των δαπανών για τη δημόσια υγεία και την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας το έκαναν θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό τους. Αυτό ισχύει και σε παγκόσμια κλίμακα. Οι τρέχουσες αξιολύπητες εθνικές διαμάχες σχετικά με την πρόσβαση σε προστατευτικό εξοπλισμό και φάρμακα, προδίδουν μια πλήρη έλλειψη συνειδητοποίησης της φύσης του “θηρίου”. Αυτή η ασθένεια δεν θα τεθεί υπό έλεγχο πουθενά, εκτός εάν τεθεί υπό έλεγχο παντού. Η διεθνής συνεργασία δεν είναι μόνο επιθυμητή αλλά απαραίτητη.

Ενώ πιέζουμε για αυτές τις μεγάλες στρατηγικές για τις εθνικές κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς, πρέπει να έχουμε επίγνωση ορισμένων ανησυχιών. Η μία είναι ο φόβος ότι οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο θα χρησιμοποιήσουν την ευκαιρία που παρουσιάζεται από την πανδημία για να πιέσουν για την συγκέντρωση της εξουσίας, με σημαντικά αυξημένη παρακολούθηση και επιτήρηση των πολιτών, και αυξημένη λογοκρισία και έλεγχο των ροών πληροφοριών ώστε να μειώσουν τη δική τους ευθύνη. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει σε πολλές χώρες και ο φόβος της μόλυνσης οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να αποδεχθούν “εισβολές” στην ατομική σφαίρα και μορφές κρατικού ελέγχου στην ιδιωτική ζωή που πριν από μήνες θα θεωρούνταν απαράδεκτες. Θα είναι πιο δύσκολο να διατηρηθεί ή να αναβιώσει η δημοκρατία σε τέτοιες συνθήκες. Απαιτείται πολύ μεγαλύτερη δημόσια επαγρύπνηση τόσο στο παρόν όσο και μετά το τέλος της κρίσης.

Υπάρχει επίσης ο φόβος ότι οι αυξημένες ανισότητες που δημιουργούνται από αυτήν την κρίση θα ενισχύσουν τις υπάρχουσες μορφές κοινωνικών διακρίσεων. Κατ’ αρχήν, ένας ιός δεν σέβεται την τάξη ή άλλες κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις. Ωστόσο, υπάρχει η γνωστή σύνδεση ανάμεσα στην εισοδηματική φτώχεια και στις μολυσματικές ασθένειες. Στις άνισες κοινωνίες μας, οι φτωχές και οι κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες είναι πιο πιθανό να εκτεθούν στον COVID-19 και πιο πιθανό να πεθάνουν από αυτόν, επειδή η ικανότητα των ανθρώπων να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, η ευαισθησία τους σε ασθένειες και η πρόσβασή τους στη θεραπεία ποικίλλουν πολύ, ανάλογα με το εισόδημα, τα περιουσιακά στοιχεία, το επάγγελμα και την τοποθεσία. Ίσως ακόμη χειρότερα, οι πολιτικές περιορισμού του COVID-19 εντός των χωρών δείχνουν ακραία ταξική προκατάληψη. Η «κοινωνική αποστασιοποίηση» (καλύτερα περιγράφεται ως φυσική απόσταση) υπονοεί σιωπηρά ότι τόσο οι κατοικίες όσο και οι χώροι εργασίας δεν είναι τόσο γεμάτοι και υπό συμφόρηση, οπότε τάχα οι προδιαγεγραμμένοι κανόνες μπορούν εύκολα να διατηρηθούν. Ο φόβος της μόλυνσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας έφερε κάποιες πιο δυσάρεστες μορφές κοινωνικών διακρίσεων και προκαταλήψεων σε πολλές χώρες, από την αντιπάθεια στους μετανάστες, έως τη διαφοροποίηση βάσει της φυλής, της κάστας, της θρησκείας και της τάξης. Σε μια εποχή που η καθολικότητα της ανθρώπινης κατάστασης καθίσταται εμφανής λόγω ενός ιού, οι απαντήσεις σε πάρα πολλές χώρες έχουν επικεντρωθεί σε εξειδικευμένες διαιρέσεις, οι οποίες προμηνύουν δυσάρεστα για τη μελλοντική πρόοδο.

Παρά αυτές τις καταθλιπτικές πιθανότητες, είναι επίσης αλήθεια ότι η πανδημία, ακόμη και η τεράστια οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει, θα μπορούσαν επίσης να επιφέρουν κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά που οδηγούν σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Τρεις πτυχές αυτού του θέματος αξίζουν σχόλιο.

Το πρώτο είναι η αναγνώριση της ουσιαστικής φύσης και της κοινωνικής σημασίας των επαγγελμάτων περίθαλψης, και του μεγαλύτερου σεβασμού και αξιοπρέπειας που δείχνουμε στους αμειβόμενους και στους μη αμειβόμενους εργαζόμενους. Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα οι κοινωνίες να αυξήσουν τον αριθμό των αμειβόμενων εργαζομένων στον τομέα της περίθαλψης, να παρέχουν την απαιτούμενη κατάρτιση για αυτούς λόγω της μεγαλύτερης εκτίμησης των δεξιοτήτων που απαιτούνται σε μια τέτοια εργασία, και να προσφέρουν σε αυτούς τους εργαζομένους καλύτερες αποδοχές, περισσότερη νομική και κοινωνική προστασία και μεγαλύτερη αξιοπρέπεια.

Δεύτερον, η ευρύτερη συνειδητοποίηση από το λαό της πραγματικής πιθανότητας ότι μπορεί να συμβούν αδιανόητα γεγονότα και αδιανόητα φοβερές διεργασίες που εξαπολύονται από τον τρόπο ζωής μας, μπορεί επίσης να αποδείξει την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής και τις καταστροφές που θα προκαλέσει. Αυτό θα μπορούσε να κάνει περισσότερους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη αλλαγής του τρόπου με τον οποίο ζούμε, παράγουμε και καταναλώνουμε, προτού να είναι πολύ αργά. Μερικές από τις λιγότερο ορθολογικές πτυχές των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, ειδικά στην πολυεθνική βιομηχανία τροφίμων (η οποία έχει ενθαρρύνει τα προϊόντα από ένα μέρος του κόσμου να αποστέλλονται σε άλλο μέρος του κόσμου για επεξεργασία, προτού επιστρέψουν σε μέρη κοντά στην προέλευσή τους προς κατανάλωση), θα πρέπει να εξεταστούν και θα μπορούσαν να μειωθούν σημαντικά. Θα μπορούσαν να ακολουθηθούν και άλλες αλλαγές στον τρόπο ζωής και την κατανάλωση και τους τρόπους διανομής.

Τέλος, σε ένα πιο φιλοσοφικό επίπεδο, οι υπαρξιακές απειλές όπως οι πανδημίες ενθαρρύνουν την μεγαλύτερη αναγνώριση των πραγμάτων που έχουν σημασία στην ανθρώπινη ύπαρξη: καλή υγεία, ικανότητα επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους και συμμετοχή σε δημιουργικές διαδικασίες που φέρνουν χαρά και ικανοποίηση. Αυτές οι συνειδητοποιήσεις θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τα πρώτα βήματα προς πολιτιστικές αλλαγές που οδηγούν στην αναδιοργάνωση των κοινωνιών μας. Υπάρχει μια ευκαιρία να απομακρυνθούμε από κυρίαρχες ιδεολογίες σχετικά με τον ατομικισμό, τη μέτρηση όλων με βάση τη χρηστικότητα και το κέρδος, σε πιο κοινωνικά πλαίσια φροντίδας και συνεργασίας.

Πηγή: Dissent Magazine

Μετάφραση: antapocrisis