Ποια μπορεί να είναι η απάντηση της Κίνας στον πόλεμο δασμών του Τραμπ;

Ο Wang Huiyao, πρόεδρος της CCG (Center for China and Globalization – σ.μτφ. πρόκειται για το Κέντρο για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση, ένα think tank που εδρεύει στην Κίνα), μιλάει στο Associated Press για το πώς θα επηρεάσει ο πόλεμος δασμών που ξεκίνησε ο Τραμπ το εμπόριο και τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ. Η συζήτηση έγινε στις 4 Απριλίου, όταν οι ανακοινωθέντες δασμοί ήταν ακόμα στο 54% (σήμερα έχουν φτάσει στο 125%) και πριν ο Τραμπ ανακοινώσει την αναστολή δασμών για όλο τον υπόλοιπο κόσμο για 90 ημέρες, πλην αυτών προς την Κίνα. Η συζήτηση διατηρεί ωστόσο τη χρησιμότητά της καθώς δείχνει πλευρές της οπτικής των Κινέζων.

Οι βασικές εκτιμήσεις του Wang Huiyao είναι ότι η απόφαση του Τραμπ να αυξήσει δραστικά τους δασμούς σε χώρες που εκτείνονται σε όλο τον κόσμο είναι «αυτοκαταστροφική», ότι θα προκαλέσουν βαρύτατες επιβαρύνσεις σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας, ενώ εκτιμούν ότι πρόκειται για έναν εμπορικό πόλεμο με όλο τον κόσμο. Αντίθετα, η στρατηγική της Κίνας είναι να εμπορεύεται περισσότερο με τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική, με την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Εκτιμά τέλος ότι η Κίνα θα γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος και ότι η οικονομία της θα συναλλάσσεται περισσότερο με άλλα έθνη με τις ΗΠΑ … να απομονώνονται περισσότερο.

AP

Τι πιστεύετε – ποια στρατηγική μπορεί να ακολουθήσει η Κίνα έναντι των δασμών που ανακοίνωσε ο Πρόεδρος Τραμπ;

Henry Huiyao Wang

Λοιπόν, υπάρχουν πολλά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, ο νέος εμπορικός δασμός του Τραμπ είναι αντιπαραγωγικός και πιθανότατα και αυτοκαταστροφικός, επειδή οι ΗΠΑ υπολογίζουν μόνο το έλλειμμα αγαθών που έχουν. Δεν υπολογίζουν το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα υπηρεσιών που έχουν. Ξέρετε, έχουν 300 δισεκατομμύρια δολάρια ή και περισσότερα στο εμπορικό πλεόνασμα υπηρεσιών. Έτσι, αν το αφαιρέσετε αυτό από το έλλειμμα αγαθών, αυτό μειώνει τρομερά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών των ΗΠΑ. Το εμπόριο υπηρεσιών των ΗΠΑ είναι πάντα πλεονασματικό.

Και στη συνέχεια, έχετε ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα εμπορικών πληρωμών σε δολάρια ΗΠΑ, και οι ΗΠΑ έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα έχοντας αυτά τα δολάρια. Επίσης, προσελκύουν όλες τις επενδύσεις στις ΗΠΑ. Έτσι, υπάρχει μια τεράστια ροή κεφαλαίων προς τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Έτσι, μπορείτε να δείτε ότι έχουν πολλά οφέλη, όχι μόνο από το έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών. Έχουν πλεόνασμα στο εμπόριο υπηρεσιών. Έχουν πλεόνασμα στη χρηματοδότηση. Έχουν πλεόνασμα στις επενδύσεις. Έχουν πλεόνασμα στη συγκέντρωση του ταλέντου. Ξέρετε, οι ΗΠΑ απλώς συγκεντρώνουν από παντού, εκτός από το εμπόριο αγαθών, επειδή το εμπόριο αγαθών είναι βαρέων καθηκόντων, εντάσεως εργασίας, βρώμικης παραγωγής και μη φιλικό προς το περιβάλλον. Αυτό οι ΗΠΑ το έχουν εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό, ή ίσως να το έχουν εγκαταλείψει σκόπιμα. Δεν θα πρέπει να θεωρείται κάτι κακό.

Επομένως, πρόκειται για ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Η Κίνα και η Ινδία έχουν πολλά εργατικά χέρια. Η ASEAN έχει πολλά εργατικά χέρια. Έτσι, όλα τα πράγματα έντασης εργασίας βρίσκονται σε αυτές τις χώρες. Τώρα οι ΗΠΑ λένε: «Ω, θα μεταφέρουμε πίσω όλη την παραγωγή έντασης εργασίας ή κάτι τέτοιο». Δεν νομίζω ότι αυτό θα συμβεί. H αυτοκινητοβιομηχανία και ορισμένες άλλες βιομηχανίες, παρόλο που υπάρχει κάποια αυτοματοποίηση, εξακολουθούν να είναι αρκετά ενεργοβόρες. Νομίζω ότι η στρατηγική που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ δεν είναι σωστή.

Όσον αφορά τα κινεζικά αντίμετρα, βλέπουμε τις ΗΠΑ να ξεκινούν τον εμπορικό πόλεμο σε αυτή τη θητεία, αλλά θυμηθείτε ότι οι ΗΠΑ έβαζαν ήδη δασμούς από την πρώτη θητεία Τραμπ. Αλλά είναι πραγματικά αντιπαραγωγικό, διότι το εμπόριο της Κίνας με τις ΗΠΑ συνήθιζε να φτάνει περίπου στο 20% του συνολικού εμπορίου της Κίνας. Μετά τον εμπορικό πόλεμο κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, έφτασε περίπου στο 11% ή 10%. Ήταν σχεδόν μειωμένο κατά το ήμισυ. Ωστόσο, το εμπόριο των ΗΠΑ με την Κίνα, από τότε που ο Τραμπ ξεκίνησε τον εμπορικό πόλεμο στην πρώτη θητεία, αυξήθηκε κατά 20%. Δεν μειώθηκε. Μπορείτε να δείτε ότι δεν επηρέαζε πραγματικά την Κίνα τόσο πολύ.

Αλλά αυτή τη φορά, με τον νέο γύρο δασμών, όχι μόνο στην Κίνα, τώρα με στόχο όλο τον κόσμο, αυτό θα επηρεάσει πραγματικά όχι μόνο την Κίνα, αλλά την ΕΕ, τον Καναδά, το Μεξικό, τη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή και την ASEAN, πολλές χώρες. Αυτό θα ωθήσει όλα αυτά τα έθνη – τα άλλα 80 ή 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ – να ανταλλάξουν περισσότερα εμπορεύματα μεταξύ τους. Να ξεχάσουν τις ΗΠΑ ή ίσως να συναλλάσσονται λιγότερο με τις ΗΠΑ. Αυτό είναι πραγματικά κακό για την αμερικανική οικονομία μακροπρόθεσμα.

Ίσως θα μπορούσαν να κερδίσουν βραχυπρόθεσμα, αλλά νομίζω ότι ακόμη και βραχυπρόθεσμα, μπορεί να διαταράξει σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια αγορά και να δημιουργήσει αβεβαιότητες. Ξέρετε, στις επιχειρήσεις αρέσει η βεβαιότητα. Θέλουν να επενδύουν σε ένα σταθερό περιβάλλον. Έτσι, τώρα όλοι κρατούν τα χρήματά τους σφιχτά στη τσέπη τους, και τότε κανείς δεν πρόκειται να επενδύσει ή ίσως ακόμη και να υπάρξει αποεπένδυση. Αυτό θα είναι πολύ κακό.

Επειδή η Κίνα αγοράζει πολύ λιγότερα από τις ΗΠΑ τώρα, δεν νομίζω ότι μπορεί να κάνει πολλά στα εμπορικά μέτρα. Για παράδειγμα, όταν ο πρόεδρος Τραμπ εισήγαγε δασμούς 10% και πρόσθεσε άλλο ένα 10% σε όλες τις κατηγορίες κινεζικών προϊόντων, η Κίνα εισήγαγε αντίμετρα μόνο σε περίπου 100 κατηγορίες – όχι σε όλες τις κατηγορίες, μόνο σε 100 κατηγορίες.

Βλέπετε, λοιπόν, ότι η στρατηγική της Κίνας είναι να εμπορεύεται περισσότερο με την ASEAN και τη Λατινική Αμερική, και βλέπω ότι το εμπόριο Κίνας-ΕΕ θα γνωρίσει μια ακόμη έκρηξη. Η Κίνα εμπορεύεται επίσης περισσότερο με τις χώρες της Ζώνης (BRI – Belt and Road Initiative). Τώρα, το ήμισυ του εμπορίου της Κίνας είναι με τις χώρες της Ζώνης και το 70% του εμπορίου της Κίνας είναι με χώρες εκτός των G7. Επίσης, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας είναι η ASEAN.

Προσπαθώ να είμαι αρκετά προσεκτικός αλλά και προσγειωμένος. Νομίζω ότι η Κίνα θα περάσει αυτή την εμπορική διαταραχή που προκαλείται από την αμερικανική κυβέρνηση και νομίζω ότι το πιθανό αποτέλεσμα είναι ότι η Κίνα θα γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος με περισσότερες χώρες και οι ΗΠΑ μπορεί να υποφέρουν στο τέλος, να απομονωθούν περισσότερο και ίσως να ξαναζήσουν ακόμη και την ύφεση του 1927 που επηρέασε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλω να πω, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή.

Έτσι, είναι πολύ σημαντικό για την Κίνα να μην ακολουθήσει αυτόν τον εμπορικό πόλεμο, να μην απαντήσει τρέχοντας σε ένα καθοδικό δρόμο. Ας τρέξει προς την κορυφή. Ενώ οι ΗΠΑ αυξάνουν τους δασμούς σε μια σειρά από χώρες, η Κίνα έχει μειώσει τους δασμούς στο μηδέν για 43 χώρες. Ας τρέξουμε λοιπόν προς την κορυφή. Η Κίνα το κάνει αυτό. Νομίζω ότι, στο τέλος, αυτό θα αποδώσει για την Κίνα.

AP

Νομίζω ότι η Κίνα πρέπει να κάνει κάτι ως απάντηση. Πιστεύετε ότι τα αντίμετρα θα υπερβούν το πλαίσιο της εμπορικής πολιτικής;

Henry Huiyao Wang

Είναι λίγο παράλογο για τη σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ να δρομολογήσει αυτού του είδους την καταστροφική κίνηση στην παγκόσμια εμπορική πρακτική και το εμπορικό σύστημα. Το «Make America Great Again», ξέρετε, ουσιαστικά επιστρέφει στο νόμο της ζούγκλας, με τον καθένα να προστατεύει μόνο τα δικά του συμφέροντα. Δεν είναι το Make the World Great Again, αλλά απλά το Make America Great Again. Αυτό θα έχει πραγματικά τεράστιο αντίκτυπο στον υπόλοιπο κόσμο.

Πιστεύω ότι η Κίνα μπορεί ακόμα να κάνει ως προς τον εμπορικό πόλεμο μερικά πράγματα επιλεκτικά. Αλλά κυρίως, αυτό που μπορεί να κάνει η Κίνα είναι να διαφοροποιήσει το εμπόριο της Κίνας με πολλές άλλες χώρες, όπως κάνει ήδη η Κίνα, και αυτό θα ωθήσει τις κινεζικές εταιρείες να γίνουν παγκόσμιες πριν από το χρονοδιάγραμμα. Ξέρετε, στο μέλλον, δεν θα είναι Made in China-θα είναι Made in the World, για την Κίνα, για τον κόσμο.

Ένα άλλο πράγμα είναι ότι από τις δύο συνόδους που μόλις ολοκληρώσαμε τον περασμένο μήνα, είναι σαφές ότι η Κίνα πρόκειται να κάνει περισσότερα για την εγχώρια κατανάλωση και την εγχώρια κυκλοφορία. Επιπλέον, η Κίνα κάνει πολλά στην τεχνητή νοημοσύνη, στις νέες ποιοτικές παραγωγικές δυνάμεις και στη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Αυτό θα φέρει την Κίνα σε πιο ευνοϊκή θέση.

Έτσι, νομίζω ότι μια Κίνα που τα πηγαίνει καλά στον κόσμο είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστούν αυτοί οι εμπορικοί δασμοί και ο εμπορικός πόλεμος.

AP

Πώς θα επηρεάσει αυτό τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ;

Henry Huiyao Wang

Νομίζω ότι αυτό θα επηρεάσει τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ διότι, τελικά, η Κίνα και οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες και οι δύο μεγαλύτερες γεωπολιτικές δυνάμεις στον κόσμο.

Βλέπω ότι ο πρόεδρος Τραμπ εδραιώνει τη θέση του στη Βόρεια Αμερική. Κάνει περισσότερα με τον Καναδά, το Μεξικό, τη Γροιλανδία, τον Παναμά – βασικά, η Βόρεια Αμερική εδραιώνεται – και μάλιστα κάνει μια μεγάλη ένωση της Βόρειας Αμερικής. Αυτό δεν είναι δημοφιλές στην Ευρώπη.

Βλέπω επίσης ότι η Κίνα θα βελτιώσει σημαντικά τις σχέσεις της με την ΕΕ, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ινδία – ξέρετε, όλες αυτές τις γειτονικές χώρες…

AP

Υπάρχει μια εικασία ότι ο Τραμπ ξεκίνησε αυτόν τον δασμό κατά της Κίνας επειδή θέλει να έχει περαιτέρω διαπραγματεύσεις με την Κίνα. Ο κόσμος θα πίστευε ότι ο Τραμπ θα ήθελε να χρησιμοποιήσει τους δασμούς ως διαπραγματευτικό εργαλείο. Συμφωνείτε με αυτή την ιδέα;

Henry Huiyao Wang

Απολύτως. Ο Τραμπ είναι επιχειρηματίας και είναι πολύ της διαπραγμάτευσης, πράγμα που είναι καλό. Θέλω να πω, αν ένας επιχειρηματίας διοικεί τη χώρα, το να είναι πιο πολύ διαπραγματευτής, είναι απολύτως κατανοητό. Ξεκινώντας τον εμπορικό πόλεμο, ελπίζω ότι αυτό δεν θα προκαλέσει μεγάλη ζημιά και θα βάλει τους ανθρώπους πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό έκανε στην πρώτη θητεία του. Θυμάμαι ότι ο Lighthizer, ο Mnuchin και ο αντιπρόεδρος Liu He ταξίδευαν συχνά μεταξύ των δύο χωρών για την επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας, της συμφωνίας της πρώτης φάσης. Ας συνεχίσουμε λοιπόν τη δεύτερη φάση, την τρίτη φάση.

Έτσι, νομίζω ότι, σίγουρα, οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ μπορούν να βελτιωθούν. Βλέπουμε τον Πρόεδρο Τραμπ να προσκαλεί τον Πρόεδρο Σι στην ορκωμοσία του. Ο Κινέζος αντιπρόεδρος Χαν Ζενγκ πήγε εκεί και στη συνέχεια ο πρόεδρος Τραμπ είπε ότι ήθελε να έχει μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο Σι ή να προσκαλέσει τον πρόεδρο Σι στις ΗΠΑ, κάτι που είναι σπουδαίο. Βλέπουμε πολλές ευκαιρίες, είτε πρόκειται για τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου είτε για την 80ή επέτειο της ειρήνης του ΟΗΕ για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, η Κίνα θα γιορτάσει, στις 3 Σεπτεμβρίου, την 80ή επέτειο της νίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατά της ιαπωνικής εισβολής. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες θα έρθουν γι’ αυτό. Εάν ενδιαφέρεται ο Πρόεδρος Τραμπ, είμαι βέβαιος ότι θα είναι επίσης ευπρόσδεκτος. Έτσι, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου πιστεύω ότι οι δύο πρόεδροι μπορούν να συναντηθούν και η διπλωματία των αρχηγών κρατών είναι πάντα η καλύτερη πρακτική για τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ. Και, αν όχι, του χρόνου έχουμε τη σύνοδο κορυφής του APEC στην Κίνα. Είμαι βέβαιος ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα έρθει και πάλι. Έτσι, υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.

AP

Λέτε λοιπόν ότι η Κίνα είναι πρόθυμη να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ποιο είναι το συναίσθημα που εισπράτετε από την κινεζική κυβέρνηση; Ποια είναι η προσέγγιση της Κίνας απέναντι στους εμπορικούς δασμούς;

Henry Huiyao Wang

Όπως είπα, η κινεζική κυβέρνηση κάνει πολλά πράγματα. Δεν ασκεί μόνο μία πολιτική. Για παράδειγμα, η Κίνα έχει επιλέξει ορισμένους στόχους αντιποίνων, όπως έκανε με τους δασμούς 20% στο παρελθόν. Θα μπορούσε, φυσικά, να επιλέξει μερικούς ακόμη. Νομίζω ότι υπάρχουν πάντα διαθέσιμα εργαλεία για να το κάνει αυτό. Αλλά φυσικά, η Κίνα δεν βασίζεται σε αυτό. Η Κίνα βασίζεται επίσης στην τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης, στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας και στις συναλλαγές με άλλα έθνη, όπως έχει ήδη γίνει. Και στη συνέχεια, οι κινεζικές εταιρείες μπορούν να εξάγουν προϊόντα στον κόσμο τώρα – στην Ευρώπη, την ASEAN, τη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική. Έτσι, αυτός ο δασμός θα ωθήσει τις κινεζικές εταιρείες να γίνουν παγκόσμιες νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα.

Νομίζω ότι η Κίνα έχει έναν συνδυασμό διαφοροποίησης του εμπορίου, στηριζόμενη στην εγχώρια οικονομία και, φυσικά, στοχεύοντας σε μερικούς τομείς όπου η Κίνα μπορεί να έχει αντίκτυπο στις ΗΠΑ, όπως οι σπάνιες γαίες, οι οποίες εξακολουθούν να είναι τα πιο περιζήτητα αγαθά της Κίνας σε όλο τον κόσμο. Η Κίνα εξακολουθεί να έχει κυρίαρχη θέση σε αυτόν τον τομέα. Έτσι, υπάρχουν πολλά, πολλά μέτρα που θα μπορούσε να λάβει η Κίνα για να αντισταθμίσει αυτόν τον δασμό.

AP

Θα μπορούσατε να αναλύσετε περισσότερο, εστιάζοντας στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ;

Henry Huiyao Wang

Νομίζω ότι οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ στη δεύτερη θητεία του Τραμπ πιθανώς θα βελτιωθούν. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι, αυτή τη θητεία, ο Τραμπ δεν στοχεύει μόνο στην Κίνα – στοχεύει στον κόσμο. Τώρα, ονόμασε την 2η Απριλίου «Ημέρα Απελευθέρωσης» και λέει ότι ο κόσμος έχει εκμεταλλευτεί τις ΗΠΑ. Επιδιώκει αυτό που αποκαλεί «αμοιβαία μεταχείριση» για τον υπόλοιπο κόσμο- η Κίνα είναι απλώς μέρος αυτού.

Στην πρώτη του θητεία, επικεντρώθηκε πραγματικά στην Κίνα και δημιούργησε μια συναίνεση για την Κίνα. Αλλά από την εκλογή του, ο Τραμπ έχει πει 30 με 40 φορές καλά πράγματα για την Κίνα -ο πρόεδρος Σι είναι καλός φίλος, έχουμε καλή σχέση με την Κίνα, το εκπαιδευτικό σύστημα της Κίνας είναι καλύτερο από το δικό μας- όλα αυτά τα καλά πράγματα. Και δεν ακούει κανείς πάρα πολλά αρνητικά πράγματα. Έτσι, πιστεύω ότι, όπως είπε ο Πρόεδρος Τραμπ, «η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν από κοινού να λύσουν όλα τα προβλήματα του κόσμου».

Νομίζω ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται επίσης την Κίνα. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ παίζουν τώρα βασικό ρόλο σε αυτόν τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και τώρα έχουν ειρηνευτικές συνομιλίες. Οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα στείλουν στρατεύματα στο έδαφος της Ουκρανίας και ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ είπε ότι πρέπει να λάβουν μέρος στη διευθέτηση τα ευρωπαϊκά στρατεύματα και τα μη ευρωπαϊκά στρατεύματα. Τον άκουσα να το λέει αυτό στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Αν λοιπόν μιλάμε για μη ευρωπαϊκά στρατεύματα, ποια είναι αυτά; Έχετε την Ινδία, έχετε τη Βραζιλία και στη συνέχεια έχετε την Κίνα.

Νομίζω ότι ίσως θα έπρεπε να επιστρέψουμε στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Είμαι σίγουρος ότι η Ρωσία δεν θέλει ξανά ευρωπαϊκά στρατεύματα του ΝΑΤΟ στα σύνορα, γιατί αυτός είναι ο λόγος που ξεκίνησε τον πόλεμο. Αν έχουμε μια ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ εκεί, με δυνάμεις από τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία, τότε θα έχετε μια εγγύηση όχι μόνο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αλλά και από τις χώρες BRICS – την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία. Αυτό θα ήταν πιο αποδεκτό και από τις δύο πλευρές και θα μπορούσε να επιτευχθεί ειρήνη.

Ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε κατά την εναρκτήρια ομιλία του ότι θέλει να είναι ειρηνοποιός και ενοποιητής. Οι άνθρωποι λένε ότι θέλει να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης. Νομίζω ότι αυτός είναι ο στόχος του -δεν θέλει να ξεκινήσει στρατιωτικούς πολέμους. Μειώνει το προσωπικό του Πενταγώνου και εξορθολογίζει την αμερικανική κυβέρνηση. Θέλει να κάνει πολλές μεταρρυθμίσεις.

Στο εσωτερικό μέτωπο, κάνει μεταρρυθμίσεις για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, μειώνοντας τους φόρους έως και 15%. Είπε ότι καλωσορίζει τις κινεζικές εταιρείες να επενδύσουν στις Η.Π.Α. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης των εμπορικών δασμών – κινεζικές εταιρείες που πηγαίνουν στις Η.Π.Α. και επενδύουν εκεί, όπως έκαναν οι ιαπωνικές εταιρείες τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, γεγονός που γρήγορα ηρέμησε τα παράπονα των Η.Π.Α..

Έτσι, βλέπω ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ έχουν τεράστιες ευκαιρίες συνεργασίας. Αν ο Τραμπ θέλει να είναι ένας πρόεδρος της ειρήνης για τον κόσμο, χρειάζεται πραγματικά την Κίνα για να παράσχει την τελική διευθέτηση στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας. Η Ρωσία είπε επίσης ότι χρειάζεται τον ΟΗΕ, οπότε η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ θα ήταν ο ιδανικός τρόπος για να λυθεί αυτό το ζήτημα.

Υπάρχουν και άλλα ζητήματα – η Παλαιστίνη και το Ισραήλ, το Ιράν, οι Χούτι και η Βόρεια Κορέα. Αν ο Τραμπ θέλει να λύσει ή να περιορίσει αυτά τα ζητήματα, χρειάζεται την Κίνα, όπως η Κίνα μεσολάβησε για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας.

Έτσι, νομίζω ότι αυτό είναι πιθανώς αυτό που θέλει ο Τραμπ να είναι η Κίνα – ένας σπουδαίος εταίρος σε όλα αυτά τα παγκόσμια ζητήματα. Αν είναι έτσι, τότε η Κίνα και οι ΗΠΑ θα έχουν πιο σταθερές σχέσεις.

Οι άνθρωποι μιλούν για το φαινόμενο Νίξον, όπου η Ρωσία μπορεί να έρθει πιο κοντά στις ΗΠΑ και να στραφεί εναντίον της Κίνας. Πραγματικά πιστεύω ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, επειδή η Ρωσία έχει ένα τεράστιο χάσμα και δυσπιστία με τις δυτικές χώρες περισσότερο από ποτέ, εδώ και 80 χρόνια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τώρα, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτή η δυσπιστία θα βαθύνει για άλλα 5, 10 ή ακόμη και 20 χρόνια. Δεν νομίζω ότι θα συμφιλιωθούν γρήγορα και ότι θα έρθουν κοντά.

Επίσης, η οικονομία της Ρωσίας, στην οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις από όλες τις δυτικές χώρες, βασίζεται πλέον σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα. Το 2024, η αύξηση του ΑΕΠ της Ρωσίας έφτασε το 4,1%, το οποίο είναι πολύ υψηλό για τα τελευταία χρόνια – σε μεγάλο βαθμό λόγω του κανονικού εμπορίου με την Κίνα. Έτσι, νομίζω ότι η Ρωσία εξαρτάται από την Κίνα ακόμη περισσότερο τώρα, και η δυσπιστία και το χάσμα της με τη Δύση έχουν βαθύνει πολύ, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Δεν νομίζω ότι θα ενωθούν γρήγορα και θα κάνουν συμμαχία εναντίον της Κίνας. Αυτό είναι πραγματικά ευσεβής πόθος.

Από πολλές απόψεις, οι ΗΠΑ χρειάζονται την Κίνα περισσότερο από ό,τι η Κίνα χρειάζεται τις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Τραμπ θέλει να ενοποιήσει τη Βόρεια Αμερική και οι Ευρωπαίοι είναι αντίθετοι σε αυτό. Η Κίνα επίσης δεν συμφωνεί με τη θέση των ΗΠΑ σε αυτό. Επίσης, η Διώρυγα του Παναμά – η Κίνα έχει θέσει την πώληση σε αναμονή, ή τουλάχιστον βρίσκεται σε εξέλιξη μια επανεξέταση. Έτσι. οι ΗΠΑ πρέπει να κάνουν συμφωνίες με την Κίνα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να συζητηθούν.

Πιστεύω ότι η φαιντανύλη είναι ένα ζήτημα που είναι πολύ μικρότερο σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα θέματα παγκόσμιας ειρήνης, όπου η Κίνα και οι ΗΠΑ μπορούν να διαδραματίσουν πολύ θετικό ρόλο. Όπως μου είπε ο Γκράχαμ Άλισον στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, στην εκδήλωσή μου, μέχρι τον επόμενο Φεβρουάριο, σε ένα χρόνο από τώρα, οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ θα είναι καλύτερες από τη σημερινή κατάσταση.

AP

Ποια είναι όμως η στάση της Κίνας μέχρι στιγμής;

Henry Huiyao Wang

Η Κίνα στέκεται με αυτοπεποίθηση και σταθερότητα. Η Κίνα είναι στο πλευρό της πλειοψηφίας του κόσμου – κατά του εμπορικού πολέμου, κατά του απομονωτισμού, προστατεύοντας και προωθώντας το ελεύθερο εμπόριο. Η Κίνα υποστηρίζει τα Ηνωμένα Έθνη, καλύπτοντας πάνω από το 20% του σχεδίου δαπανών τους. Η Κίνα υποστηρίζει τον ΠΟΕ, τον ΠΟΥ και τις προσπάθειες για την κλιματική αλλαγή. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών και ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών μόλις την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσαν ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.

Έτσι, μπορείτε να καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι να συνεργάζονται η Κίνα, η ΕΕ και ο υπόλοιπος κόσμος για να αντιμετωπίσουν κάποια κακή συμπεριφορά των ΗΠΑ που αποσταθεροποιεί το πολυμερές σύστημα.

AP

Νομίζω ότι αυτές είναι ουσιαστικά όλες οι ερωτήσεις μου. Υπάρχει κάτι που θέλετε να προσθέσετε που δεν ρώτησα, αλλά θεωρείτε ότι είναι σημαντικό;

Henry Huiyao Wang

Σε γενικές γραμμές, είμαι επίσης συγκρατημένα αισιόδοξος επειδή οι ΗΠΑ θέλουν να επιτύχουν τόσα πολλά πράγματα – παγκόσμια ειρήνη, περιορισμό της φαιντανύλης και άλλα ζητήματα – ιδιαίτερα παγκόσμια ειρήνη επειδή βρισκόμαστε στα πρόθυρα πολέμου σε πολλά μέρη. Εάν οι ΗΠΑ προωθούν πραγματικά την ειρήνη, η Κίνα μπορεί να είναι ένας ισχυρός εταίρος.

Έτσι, νομίζω ότι, υπό αυτή την έννοια, ως οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, έχουν κοινά συμφέροντα. Δεν μπορούν να αφήσουν τον κόσμο να διαλυθεί εξαιτίας συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών χωρών. Έχουν τεράστιο συμφέρον να συνεργαστούν για να λειτουργήσει αυτός ο νέος πολυπολικός κόσμος, να διατηρήσουν, να βελτιώσουν και να ενισχύσουν το νέο πολυμερές σύστημα και να διατηρήσουν παγκόσμιους θεσμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο ΠΟΥ και ο ΠΟΕ.

Έτσι, νομίζω ότι υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον για τη συνεργασία των ΗΠΑ και της Κίνας.

Πηγή: The East is Read

Μετάφραση: antapocrisis

Ο οικονομικός υπεύθυνος του Τραμπ εξηγεί την οικονομική πολιτική του Τραμπ

Είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι οι δασμοί που επέβαλε ο Τραμπ είναι παιδιάστικες και βλακώδεις παρορμήσεις ενός γελοίου Προέδρου. Δεν συμφωνούμε με αυτή την επιδερμική αντίληψη. Ο κόσμος αλλάζει, και αλλάζει γρηγορότερα από τα ερμηνευτικά σχήματα που κυριαρχούν στη φιλελεύθερη Δύση και κατ’ επέκταση και στη δυτική διανόηση.

Η οικονομική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης, ανεξάρτητα από το αν θα πετύχει ή όχι τους στόχους της, έχει βαθύτερες αιτίες και είναι σημείο της νέας εποχής: Του τέλους της παγκοσμιοποίησης όπως τη γνωρίσαμε εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, της αναδιάταξης των παγκόσμιων ισορροπιών εις βάρος της Δύσης, της ανάδυσης ενός πολυπολικού κόσμου με την Κίνα να απειλεί σοβαρά την ηγεμονία των ΗΠΑ. Η οικονομική πολιτική των δασμών (και όχι μόνο) συναρτάται απόλυτα από αυτές τις νέες καταστάσεις. Κεντρικό σημείο της είναι οι φραγμοί που επιχειρούν να στήσουν οι ΗΠΑ στον έλεγχο των εμπορικών ροών και της εφοδιαστικής αλυσίδας που ήδη έχει πετύχει η Κίνα, καθώς και το μοίρασμα του κόστους που αναπόφευκτα έχει η διατήρηση της αμερικανικής ηγεμονίας σε όλες τις σύμμαχες χώρες των ΗΠΑ. Αυτός ο διπλός στόχος εξηγεί τον πόλεμο δασμών στον οποίο επιδίδεται η διακυβέρνηση Τραμπ.

Για πληρέστερη ενημέρωση και βαθύτερη κατανόηση της πολιτικής του πολέμου δασμών που κήρυξαν οι ΗΠΑ, αναδημοσιεύουμε την παρακάτω παρέμβαση του Stephen Miran, προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Τραμπ, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ο ιθύνων νους της συγκεκριμένης πολιτικής που εξήγγειλε και εφαρμόζει η Ουάσινγκτον. Το παρακάτω κείμενο είναι από τη συζήτηση που έγινε στο Hudson Institute στις 7 Απριλίου 2025.

Joel Scanlon:

Είμαι ο Joel Scanlon, εκτελεστικός αντιπρόεδρος εδώ στο Ινστιτούτο Hudson. Είμαστε ευγνώμονες σε όσους από εσάς ήρθατε μαζί μας αυτοπροσώπως σε αυτό το υπέροχο ανοιξιάτικο απόγευμα, και ευχαριστώ και όσους παρακολουθούν διαδικτυακά. Είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες στον Dr. Stephen Miran που είναι εδώ σήμερα για τις παρατηρήσεις του και τη συνομιλία του με τον συνάδελφό μου Tom Duesterberg. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από τις καθημερινές απαιτήσεις του Λευκού Οίκου. Αλλά σε μια εποχή που νομίζω ότι είναι δίκαιο να αποκαλέσουμε αβέβαιη οικονομική συγκυρία, τόσο για την αμερικανική όσο και για την παγκόσμια οικονομία, υπάρχουν λίγες περιστάσεις για να εξηγήσουμε την οικονομική ατζέντα του προέδρου Τραμπ, αυτό που ο πρόεδρος έχει αποκαλέσει οικονομική επανάσταση, το μείγμα των πολιτικών που θα αποτελέσουν τη βάση της προσέγγισής του και τους δεσμούς μεταξύ της οικονομικής και της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.

Ο Δρ Μίραν υπηρέτησε επιτυχώς το Υπουργείο Οικονομικών και στην πρώτη κυβέρνηση του Προέδρου Τραμπ. Ενώ εξακολουθούσε να βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα ως ανώτερος στρατηγικός σύμβουλος της Hudson Bay Capital το περασμένο φθινόπωρο, συνέγραψε το επιδραστικό και ευρέως διαβασμένο εγχειρίδιο «Οδηγίες χρήσης για την αναδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος συναλλαγών». Τώρα υπηρετεί ως 32ος πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Προέδρου. Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστώ πολύ που βρίσκεστε εδώ στο Hudson. Το βήμα είναι δικό σας.

Stephen Miran:

Σας ευχαριστώ όλους για την παρουσία σας εδώ. Σήμερα θα ήθελα να συζητήσω για την παροχή από τις Ηνωμένες Πολιτείες αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν παγκόσμια δημόσια αγαθά για ολόκληρο τον κόσμο. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν μια ομπρέλα ασφαλείας που δημιούργησε τη μεγαλύτερη εποχή ειρήνης που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Δεύτερον, οι ΗΠΑ παρέχουν το δολάριο και τα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία των κρατικών τίτλων που καθιστούν δυνατό το παγκόσμιο εμπορικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο έχει υποστηρίξει τη μεγαλύτερη εποχή ευημερίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Και τα δύο αυτά μας κοστίζουν ακριβά. Από την πλευρά της άμυνας, οι ένστολοι άνδρες και γυναίκες μας αναλαμβάνουν ηρωικά σειρά κινδύνων για να κάνουν το έθνος μας στον κόσμο ασφαλέστερο, διατηρώντας τις ελευθερίες μας από γενιά σε γενιά. Και φορολογούμε σκληρά εργαζόμενους Αμερικανούς για να χρηματοδοτήσουμε την παγκόσμια ασφάλεια. Στον οικονομικό τομέα, η αποθεματική λειτουργία του δολαρίου έχει προκαλέσει επίμονες νομισματικές στρεβλώσεις και έχει συμβάλει μαζί με άλλες χώρες με αθέμιτους εμπορικούς φραγμούς σε μη βιώσιμα εμπορικά ελλείμματα.

Αυτά τα εμπορικά ελλείμματα έχουν αποδεκατίσει τον μεταποιητικό μας τομέα και πολλές οικογένειες της εργατικής τάξης στις κοινότητές τους, μόνο και μόνο για να διευκολύνουν τους μη Αμερικανούς να συναλλάσσονται μεταξύ τους. Επιτρέψτε μου να διευκρινίσω ότι με τον όρο αποθεματικό νόμισμα εννοώ όλες τις διεθνείς λειτουργίες του δολαρίου, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και του εμπορίου. Έχω χρησιμοποιήσει συχνά το παράδειγμα ότι όταν οι ιδιωτικοί παράγοντες σε δύο διαφορετικές ξένες χώρες συναλλάσσονται μεταξύ τους, αυτό συνήθως γίνεται σε δολάρια λόγω της ιδιότητας του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος. Αυτό το εμπόριο συνεπάγεται αποταμιεύσεις που εκφράζονται με τίτλους σε δολάρια, συχνά σε ομόλογα του Δημοσίου. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι Αμερικανοί πληρώνουν για την ειρήνη και την ευημερία, όχι μόνο των ίδιων, αλλά και των μη Αμερικανών. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα ανέχεται πλέον να κάνουν άλλα έθνη δωρεάν χρήση του αίματος, του ιδρώτα και των δακρύων μας, είτε πρόκειται για την εθνική ασφάλεια είτε για το εμπόριο. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη από τις πρώτες εκατό ημέρες της κινηθεί δυναμικά για να αναπροσανατολίσει τις αμυντικές και εμπορικές μας σχέσεις, ώστε να δημιουργήσει για τους Αμερικανούς ένα πιο δίκαιο καθεστώς.

Ο Πρόεδρος έχει υποσχεθεί να ανοικοδομήσει τη διαλυμένη βιομηχανική μας βάση και να επιδιώξει εμπορικούς όρους που θα βάζουν τους Αμερικανούς εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις σε προτεραιότητα. Είμαι οικονομολόγος και όχι στρατιωτικός αναλυτής, οπότε θα σταθώ περισσότερο στο εμπόριο παρά στην άμυνα, αλλά τα δύο είναι βαθιά συνδεδεμένα. Για να καταλάβετε πώς λειτουργεί αυτό, φανταστείτε δύο ξένα έθνη, ας πούμε την Κίνα και τη Βραζιλία, που συναλλάσσονται μεταξύ τους. Καμία από τις δύο χώρες δεν έχει ένα νόμισμα που να είναι αξιόπιστο, ρευστοποιήσιμο και μετατρέψιμο, γεγονός που καθιστά τις συναλλαγές μεταξύ τους δύσκολες. Ωστόσο, επειδή μπορούν να συναλλάσσονται σε δολάρια ΗΠΑ που υποστηρίζονται από αμερικανικά ομόλογα, είναι σε θέση να συναλλάσσονται ελεύθερα μεταξύ τους και να ευημερούν. Τέτοιου είδους συναλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο λόγω της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ που διασφαλίζει την οικονομική μας σταθερότητα και την αξιοπιστία του δανεισμού μας. Η στρατιωτική και οικονομική μας κυριαρχία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και η κυβέρνηση Τραμπ είναι αποφασισμένη να τις διατηρήσει. Αλλά η οικονομική μας κυριαρχία έχει κόστος. Ενώ είναι αλήθεια ότι η ζήτηση για δολάρια έχει διατηρήσει τα επιτόκια δανεισμού μας σε χαμηλά επίπεδα, έχει επίσης όμως διατηρήσει τις αγορές συναλλάγματος στρεβλές.

Αυτή η διαδικασία έχει επιβαρύνει αδικαιολόγητα τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους μας, καθιστώντας τα προϊόντα και την εργασία τους μη ανταγωνιστικά στην παγκόσμια σκηνή και αναγκάζοντας τη μείωση του εργατικού δυναμικού μας στον τομέα της μεταποίησης κατά περισσότερο από το ένα τρίτο από το υψηλότερο σημείο που έφτασε ποτέ, και ταυτόχρονα τη μείωση του μεριδίου μας στην παγκόσμια μεταποίηση κατά 40%. Πρέπει να είμαστε σε θέση να κατασκευάζουμε πράγματα σε αυτή τη χώρα, όπως είδαμε κατά τη διάρκεια του COVID, όταν πολλές από τις αλυσίδες εφοδιασμού μας δεν μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς να εξαρτώνται από τον μεγαλύτερο αντίπαλό μας, την Κίνα. Είναι σαφές ότι δεν πρέπει να βασιζόμαστε στον μεγαλύτερο αντίπαλό μας για εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για την ασφάλεια και την προστασία των πληθυσμών μας. Ούτε θα πρέπει να επιτρέπεται στον μεγαλύτερο αντίπαλό μας να επωφελείται τόσο πολύ από μια διεθνή αρχιτεκτονική ασφάλειας και χρηματοδότησης που χρηματοδοτούμε. Υπάρχουν και άλλες ατυχείς παρενέργειες από την παροχή αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων. Άλλοι μπορεί να αγοράσουν τα περιουσιακά μας στοιχεία για να χειραγωγήσουν το δικό τους νόμισμα για να διατηρήσουν τις εξαγωγές τους φθηνές. Με τον τρόπο αυτό, καταλήγουν να διοχετεύουν τόσα πολλά χρήματα στην οικονομία των ΗΠΑ που τροφοδοτούν οικονομικές αδυναμίες και κρίσεις.

Για παράδειγμα, κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της κατάρρευσης του 2008, η Κίνα μαζί με πολλά ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αύξησαν τις συμμετοχές τους σε ενυπόθηκα δάνεια των ΗΠΑ, γεγονός που συνέβαλε στην τροφοδότηση της φούσκας των ακινήτων, προωθώντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια πίστωσης στον τομέα των ακινήτων χωρίς να ληφθεί υπόψη αν οι επενδύσεις είχαν νόημα. Η Κίνα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για να ανακάμψουμε, έως ότου ο πρόεδρος Τραμπ μάς επανέφερε στο σωστό δρόμο κατά την πρώτη του θητεία. Κατά την άποψή μου, για να συνεχιστεί η παροχή αυτών των δίδυμων παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, πρέπει να βελτιωθεί η κατανομή των βαρών σε παγκόσμιο επίπεδο. Εάν άλλα έθνη θέλουν να επωφεληθούν από τη γεωπολιτική και οικονομική ομπρέλα των ΗΠΑ, πρέπει να σηκώσουν το βάρος τους και να πληρώσουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Το κόστος δεν μπορεί να επιβαρύνει αποκλειστικά τους καθημερινούς Αμερικανούς που έχουν ήδη δώσει τόσα πολλά. Το καλύτερο αποτέλεσμα είναι εκείνο στο οποίο η Αμερική συνεχίζει να δημιουργεί παγκόσμια ειρήνη και ευημερία και να παραμένει ο εφεδρικός πάροχος, και οι άλλες χώρες όχι μόνο συμμετέχουν στην αποκόμιση αυτών των οφελών, αλλά συμμετέχουν και στην ανάληψη του κόστους.

Βελτιώνοντας την κατανομή των βαρών, μπορούμε να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα, να διατηρήσουμε τα παγκόσμια συστήματα ασφάλειας και εμπορίου, να παραμείνουμε ο εφεδρικός πάροχος για πολλές δεκαετίες στο μέλλον. Επιπλέον, είναι κρίσιμο όχι μόνο για τη δικαιοσύνη αλλά και για την ικανότητα. Βρισκόμαστε υπό πολιορκία από εχθρικούς αντιπάλους που προσπαθούν να διαβρώσουν τη μεταποιητική και αμυντική βιομηχανική μας βάση και να διαταράξουν το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα. Δεν θα είμαστε σε θέση να παράσχουμε ούτε αμυντικά ούτε αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία εάν η μεταποιητική μας ικανότητα αποψιλωθεί. Ο πρόεδρος έχει καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται να παραμείνουν ο πάροχος αποθεματικών, αλλά ότι το σύστημα πρέπει να γίνει δικαιότερο. Πρέπει να ανοικοδομήσουμε τις βιομηχανίες μας για να προβάλλουμε τη δύναμη που απαιτείται για να διατηρήσουμε το εφεδρικό καθεστώς, και πρέπει να είμαστε σε θέση να πληρώνουμε τους λογαριασμούς μας για να το κάνουμε αυτό. Ποιες μορφές μπορεί να πάρει αυτή η κατανομή των βαρών; Υπάρχουν πολλές επιλογές. Ακολουθούν μερικές ιδέες.

Πρώτον, οι άλλες χώρες μπορούν να δεχθούν δασμούς στις εξαγωγές τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς αντίποινα. Παρέχοντας έσοδα στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών για τη χρηματοδότηση της παροχής παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Τυχόν αντίποινα θα επιδεινώσουν παρά θα βελτιώσουν την κατανομή των βαρών. Αυτό μπορεί να καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη τη χρηματοδότηση των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Δεύτερον, θα μπορούσαν να σταματήσουν τις αθέμιτες και επιβλαβείς εμπορικές πρακτικές ανοίγοντας τις αγορές τους και αγοράζοντας περισσότερο από την Αμερική. Τρίτον, θα μπορούσαν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες και τις προμήθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αγοράζοντας περισσότερα προϊόντα αμερικανικής κατασκευής και αποφορτίζοντας τα μέλη των υπηρεσιών μας και δημιουργώντας θέσεις εργασίας εδώ. Τέταρτον, μπορούν να επενδύσουν και να εγκαταστήσουν εργοστάσια στην Αμερική. Δεν θα αντιμετωπίσουν δασμούς εάν κατασκευάζουν τα προϊόντα τους σε αυτή τη χώρα. Πέμπτον, θα μπορούσαν απλώς να γράψουν επιταγές στο Υπουργείο Οικονομικών, που θα μας βοηθούσαν να χρηματοδοτήσουμε και τα παγκόσμια δημόσια αγαθά. Οι δασμοί αξίζουν λίγη επιπλέον προσοχή. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι και ορισμένοι επενδυτές απορρίπτουν τους δασμούς ως αντιπαραγωγικούς στην καλύτερη περίπτωση και καταστροφικά επιζήμιους στη χειρότερη. Κάνουν μεγάλο λάθος.

Ένας λόγος για τον οποίο η οικονομική συναίνεση σχετικά με τους δασμούς είναι τόσο λανθασμένη είναι ότι σχεδόν όλα τα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι για να μελετήσουν το διεθνές εμπόριο υποθέτουν είτε ότι δεν υπάρχουν καθόλου εμπορικά ελλείμματα είτε ότι τα ελλείμματα είναι βραχύβια και διορθώνονται γρήγορα μέσω νομισματικών προσαρμογών. Σύμφωνα με τα συνήθη μοντέλα, τα εμπορικά ελλείμματα θα προκαλέσουν την αποδυνάμωση του δολαρίου, η οποία μειώνει τις εισαγωγές και ενισχύει τις εξαγωγές, εξαλείφοντας τελικά το εμπορικό έλλειμμα. Εάν συμβεί αυτό, οι δασμοί μπορεί να είναι περιττοί, επειδή το εμπόριο θα εξισορροπηθεί από μόνο του με την πάροδο του χρόνου. Και κατά την άποψη αυτή η παρέμβαση με δασμούς μπορεί μόνο να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ωστόσο, η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών εδώ και πέντε δεκαετίες, και αυτά έχουν διευρυνθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, πηγαίνοντας από περίπου 2% του ΑΕΠ στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, σε ένα υψηλό επίπεδο σχεδόν 4% του ΑΕΠ στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Και όλα αυτά συνέβησαν ενώ το δολάριο ανατιμήθηκε και όχι υποτιμήθηκε, όπως μπορεί να σας λένε αυτά τα μοντέλα. Η μακροχρόνια περίοδος είναι εδώ και τα μοντέλα κάνουν λάθος. Ένας λόγος για τον οποίο κάνουν λάθος είναι ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους την παροχή από τις ΗΠΑ των παγκόσμιων αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων. Το καθεστώς των αποθεματικών έχει σημασία, και επειδή η ζήτηση για το δολάριο ήταν ακόρεστη, ήταν πολύ ισχυρή για να ισορροπήσουν οι διεθνείς ροές ακόμη και σε διάστημα πέντε δεκαετιών.

Πιο πρόσφατες οικονομικές αναλύσεις επιτρέπουν την πιθανότητα επίμονων εμπορικών ελλειμμάτων που αντιστέκονται στην αυτόματη επανεξισορρόπηση, και αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα που έχουν βιώσει οι ΗΠΑ. Δείχνουν ότι με την επιβολή δασμών κατά των εξαγωγικών χωρών, οι ΗΠΑ μπορούν να βελτιώσουν τα οικονομικά αποτελέσματα, να αυξήσουν τα έσοδα και να επιβάλουν τεράστιες απώλειες για το κράτος που επιβάλλει δασμούς, ακόμη και με πλήρη αντίποινα. Υπό αυτή την έννοια, η ανάλυση αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν επίπτωση των δασμών δείχνει ότι ένα μεγάλο μερίδιο και βάρος των δασμών πληρώνεται από τη χώρα στην οποία εφαρμόζουμε τους δασμούς. Οι χώρες που έχουν μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα είναι αρκετά άκαμπτες. Δεν μπορούν να βρουν άλλες πηγές ζήτησης για να υποκαταστήσουν τη ζήτηση της Αμερικής. Αντιθέτως, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εξάγουν. Και η Αμερική είναι η μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά στον κόσμο. Αντίθετα, η Αμερική έχει πολλές επιλογές υποκατάστασης. Μπορούμε να φτιάξουμε πράγματα στην πατρίδα μας ή μπορούμε να αγοράσουμε από χώρες που μας φέρονται καλά, που μας φέρονται δίκαια, αντί από χώρες που μας εκμεταλλεύονται.

Αυτή η διαφορά στη μόχλευση σημαίνει ότι άλλες χώρες καταλήγουν να επωμίζονται το κόστος των δασμών. Μπορούμε να ανακατανείμουμε τη ζήτησή μας πέρα από τα σύνορα πιο εύκολα από ό,τι άλλες χώρες μπορούν να μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους πέρα από τα σύνορα. Το 2018 2019, η Κίνα επωμίστηκε το κόστος των ιστορικών δασμών του προέδρου Τραμπ μέσω ενός πιο αδύναμου νομίσματος, πράγμα που σημαίνει ότι οι πολίτες της έγιναν φτωχότεροι με λιγότερη αγοραστική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή. Τα έσοδα από τους δασμούς που πλήρωσε η Κίνα χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των φορολογικών περικοπών του προέδρου Τραμπ για τους Αμερικανούς εργαζόμενους και τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Αυτή τη φορά, οι δασμοί θα βοηθήσουν στην πληρωμή τόσο των περικοπών φόρων όσο και της μείωσης του ελλείμματος. Οι χαμηλότεροι φόροι για τους Αμερικανούς που χρηματοδοτούνται εν μέρει από έσοδα που παρέχονται από τους ξένους θα δημιουργήσουν οικονομική ανάπτυξη, δυναμισμό και ευκαιρίες, που όμοιες τους δεν έχει δει ποτέ η χώρα μας, εγκαινιάζοντας τη νέα χρυσή εποχή του Προέδρου Τραμπ. Η μείωση του ελλείμματος θα συμβάλει στη μείωση των επιτοκίων του Δημοσίου και με τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων και τα επιτόκια των καταναλωτικών πιστωτικών καρτών τονώνοντας μια οικονομική έκρηξη.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ, ότι οι δασμοί δεν επιβάλλονται απλώς για να εισπράξουν έσοδα. Για παράδειγμα, οι αμοιβαίοι δασμοί του προέδρου έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση δασμολογικών και μη δασμολογικών φραγμών και άλλων μορφών εξαπάτησης, όπως η χειραγώγηση του νομίσματος, το ντάμπινγκ και οι επιδοτήσεις για την απόκτηση αθέμιτου πλεονεκτήματος. Τα έσοδα είναι μια ωραία παρενέργεια, και αν χρησιμοποιηθούν εν μέρει για τη μείωση των φόρων, μπορούν να συμβάλουν στην υπερτροφοδότηση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και στην τόνωση των αμερικανικών εξαγωγών. Η κατανομή των βαρών μπορεί να επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να συνεχίσουν να ηγούνται του ελεύθερου κόσμου για πολλές δεκαετίες. Είναι απαραίτητο όχι μόνο για λόγους δικαιοσύνης αλλά και για λόγους σκοπιμότητας. Εάν δεν ανασυγκροτήσουμε τον κατασκευαστικό μας τομέα, θα καταπονηθούμε στην παροχή της ασφάλειας που χρειαζόμαστε για την ασφάλειά μας, την ασφάλεια του κόσμου και για να στηρίξουμε τις χρηματοπιστωτικές μας αγορές και τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κόσμος μπορεί να εξακολουθήσει να έχει την αμερικανική αμυντική ομπρέλα και το εμπορικό σύστημα και τα αποθεματικά περιουσιακά στοιχεία, αλλά θα πρέπει να αρχίσει να πληρώνει το δίκαιο μερίδιό του γι’ αυτά. Σας ευχαριστώ, και είμαι ευτυχής να δεχτώ κάποιες ερωτήσεις.

Thomas Duesterberg:

Για την ολοκληρωμένη εξήγηση της υπερδομής, ή αν θέλετε, της πολιτικής που έχει αναλάβει η κυβέρνησή σας. Ήθελα να ξεκινήσω με την αποσαφήνιση ενός από τα μεγάλα μυστήρια της πρόσφατης εποχής, που είναι ο τύπος που χρησιμοποιήθηκε για την ανακοίνωση του ύψους των αμοιβαίων δασμών την περασμένη εβδομάδα. Δεν βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στους δασμολογικούς συντελεστές. Θα μπορούσατε να εξηγήσετε από πού προήλθε αυτός ο τύπος και πώς εντάσσεται στη συνολική σκέψη σχετικά με τον τρόπο επίλυσης των προβλημάτων που διατυπώσατε;

Stephen Miran:

Ευχαριστώ, Τομ. Ναι, αυτή η φόρμουλα έχει οδηγήσει κάποιες συζητήσεις πρόσφατα. Το CEA συμμετείχε στον υπολογισμό διαφόρων μέσων, στην εκτίμηση προσεγγίσεων για τη σκέψη σχετικά με τα μη δασμολογικά εμπόδια, και εξετάστηκαν διάφορες προσεγγίσεις. Στο τέλος της ημέρας, ο πρόεδρος επέλεξε να ακολουθήσει μια φόρμουλα σχετικά με το κλείσιμο των εμπορικών ελλειμμάτων, που πρότεινε κάποιος άλλος στην κυβέρνηση, και αυτή ήταν η προσέγγιση που αποφασίστηκε να ακολουθηθεί. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο πρόεδρος κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε σχέση με τα εμπορικά ελλείμματα. Το εκτελεστικό διάταγμα αφορούσε τα εμπορικά ελλείμματα. Και έτσι, φυσικά, τα εμπορικά ελλείμματα θα εμπλέκονταν σε μεγάλο βαθμό στον υπολογισμό των δασμολογικών συντελεστών, διότι αυτή ήταν η βάση για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και έτσι είναι απολύτως λογικό να χρησιμοποιείτε μια τέτοια προσέγγιση αν προσπαθείτε να προσαρμόσετε τα εμπορικά ελλείμματα.

Thomas Duesterberg

Εντάξει. Λοιπόν, ας προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα. Πολλές χώρες έχουν παρουσιάσει ιδέες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχουν διατυπωθεί και οι δασμοί έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Εσείς, στην εναρκτήρια ομιλία σας και ο πρόεδρος όταν ανακοίνωσε τη νέα πολιτική, μιλήσατε για μια σειρά από διαφορετικά προβλήματα που έχουμε. Η χειραγώγηση του νομίσματος, ένα από αυτά. Οι επιδοτήσεις είναι ένα άλλο. Η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ένα άλλο. Για να βοηθήσετε τόσο την επιχειρηματική κοινότητα όσο και τους εμπορικούς μας εταίρους να καταλάβουν τι είναι αυτό που πρέπει να κάνουν οι ίδιοι ή οι εμπορικοί μας εταίροι, υπάρχει ένας γενικός τρόπος να σκεφτούμε για τη στάθμιση των διαφόρων παραγόντων, όπως η μείωση των επιδοτήσεων, η μείωση των δασμών, η μείωση της χειραγώγησης του νομίσματος; Πώς θα συνδυαστούν αυτοί οι διάφοροι παράγοντες ώστε η κυβέρνησή σας να λάβει την απόφαση ότι αυτό είναι αρκετό, ότι συμβάλλουμε ικανοποιητικά στη συνολική επανεξισορρόπηση;

Stephen Miran:

Αυτή είναι μια σπουδαία ερώτηση. Υποθέτω ότι, επιτρέψτε μου να πω, ότι δεν κέρδισα μια σαρωτική νίκη στις εκλογές, ο πρόεδρος ήταν αυτός που κέρδισε, και έτσι ο πρόεδρος θα αποφασίσει στο τέλος της ημέρας ποιο πακέτο, αν υπάρχει, θέλει να δεχτεί ως συμφωνία.

Ο πρόεδρος φημίζεται για τη διαπραγματευτική του ικανότητα και φημίζεται για την ικανότητά του να δημιουργεί συμφωνίες όταν κανείς δεν πιστεύει ότι αυτό είναι δυνατό. Έτσι, θα ενθάρρυνα τους ανθρώπους σε άλλες χώρες να πλησιάσουν με προσφορές. Νομίζω ότι όλα αυτά που είπατε θα ήταν ευπρόσδεκτα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η διοίκηση και ο πρόεδρος έχουν καταστήσει σαφές ότι επιθυμούμε αυξημένη πρόσβαση σε ξένες αγορές που θα ενισχύσει τις εξαγωγές μας. Υπάρχουν πολλές αγορές στις οποίες τα αμερικανικά προϊόντα είτε δεν επιτρέπονται είτε υπάρχουν σαθροί κανονισμοί που έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύουν τους τοπικούς κατεστημένους φορείς. Και αυτοί οι κανονισμοί μπορεί να σχετίζονται με περίεργες απαιτήσεις υγείας που είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που έχουμε εδώ, ή με περιβαλλοντικές απαιτήσεις ή οτιδήποτε άλλο που κρατάει τα προϊόντα μας μακριά. Και μερικές φορές μπορεί να είναι και δασμολογικοί συντελεστές. Θα μπορούσαν να είναι επιδοτήσεις. Θα μπορούσαν να είναι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Υπάρχουν όλων των ειδών τα εμπόδια για τις αμερικανικές εξαγωγές σε όλο τον κόσμο. Και μπορώ μόνο να φανταστώ ότι ο πρόεδρος θα καλωσόριζε πραγματικά την άρση των εμποδίων στις αμερικανικές εξαγωγές που θα καθιστούσαν την αμερικανική παραγωγή τόσο ανταγωνιστική όσο θα έπρεπε, αντί να κρατείται τεχνητά εκτός ξένων αγορών.

Thomas Duesterberg:

Διηύθυνα επί 12 χρόνια μια εμπορική ένωση που ήταν αφιερωμένη στην προώθηση του μεταποιητικού τομέα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι παρατηρήσεις σας και οι παρατηρήσεις του προέδρου τονίζουν πολύ την ανάγκη να επιστρέψει ή να αναπτυχθεί η αμερικανική μεταποίηση. Αλλά αναρωτιέμαι αν δεν υπάρχει ένας ευρύτερος τρόπος να το σκεφτούμε αυτό, διότι αυτό που βλέπουμε στο μέλλον είναι προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, αλλά και πράγματα όπως το λογισμικό, το κοινωνικό, το ψηφιακό εμπόριο του ενός ή του άλλου είδους, τα κοινωνικά μέσα. Όλα αυτά τα πράγματα είναι σημαντικά για την οικονομία μας και ένας από τους επιταχυντές της ανάπτυξης στην οικονομία μας είναι η ψηφιακή οικονομία. Και υπάρχουν εμπόδια για τους Αμερικανούς παρόχους, ιδίως από την Ευρώπη και την Κίνα για τους ψηφιακούς μας παρόχους. Είναι αυτό ένα σημαντικό μέρος αυτού που θα σκεφτείτε ότι πρέπει να διορθωθεί μέσω της διαδικασίας διαπραγμάτευσης;

Stephen Miran:

Πιστεύω λοιπόν ότι αυτά τα πράγματα είναι σημαντικά. Και νομίζω ότι η κατασκευαστική δύναμη είναι σημαντική, νομίζω ότι η ψηφιακή δύναμη είναι σημαντική και νομίζω ότι η δύναμη των υπηρεσιών είναι σημαντική. Νομίζω ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι σημαντικά. Νομίζω ότι είναι αδιαμφισβήτητο ότι έχουμε χάσει λίγο την ισορροπία μας έναντι της μεταποίησης σε σχέση με αυτά τα πράγματα που έχουν σημασία. Και η ισορροπία χάθηκε σε τέτοιο βαθμό που γίνεται απειλή για την εθνική ασφάλεια, διότι πρέπει να είσαι σε θέση να παράγεις πράγματα αν πρόκειται να αμυνθείς. Δεν μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου με αλγόριθμους διαφήμισης. Και έτσι αυτά είναι σημαντικά. Οι υπηρεσίες είναι σημαντικές. Δεν θέλω να πω ότι οι υπηρεσίες δεν είναι σημαντικές ή ότι δεν πρέπει να παράγουμε υπηρεσίες. Νομίζω ότι είναι επίσης σημαντικό να έχουμε μια διαφοροποιημένη οικονομία και μια επαρκώς διαφοροποιημένη βιομηχανική βάση, ώστε αν χρειαστεί να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, να είμαστε σε θέση να το κάνουμε.

Thomas Duesterberg:

Εντάξει. Στο σημαντικό έγγραφό σας, A User’s Guide to Restructuring Global Trading System, συζητάτε τρόπους αντιμετώπισης της υπερτίμησης του δολαρίου. Και ο πρόεδρος το έχει επισημάνει αυτό, και ο υπουργός Bessent το έχει επισημάνει. Ο πρόεδρος και οι σύμβουλοί του έχουν υποστηρίξει σταθερά ότι μέρος των μέσων για την επίτευξη της επανεξισορρόπησης του παγκόσμιου εμπορίου είναι να αντιστραφεί η επί δεκαετίες πορεία του υπερτιμημένου δολαρίου. Πώς σκέφτεστε να το πετύχετε αυτό; Και η απλουστευμένη ερώτηση που τίθεται συχνά σε αξιωματούχους όπως εσείς είναι: «Είμαστε πραγματικά υπέρ ενός ισχυρού δολαρίου;».

Stephen Miran:

Σας ευχαριστώ. Πρώτα απ’ όλα, επιτρέψτε μου να διευκρινίσω μερικά πράγματα σχετικά με αυτό το κομμάτι. Πρώτον, δεν είναι σημαντικό. Το έγραψα πριν αναλάβω τον ρόλο που έχω σήμερα ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής. Δεν αντικατοπτρίζει την πολιτική της διοίκησης. Πολλοί άνθρωποι έχουν υποθέσει ότι ακολουθούμε κρυφά κάποια πολιτική πορεία που περιγράφεται σε αυτό το έγγραφο. Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Ο Πρόεδρος είναι πολύ διαφανής εδώ και μήνες σχετικά με το τι σκόπευε να κάνει και συνεχίζει να εκπληρώνει τις υποσχέσεις που έδωσε κατά την προεκλογική εκστρατεία, και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα συνεχίσουμε να το κάνουμε.

Δεύτερον, αυτό το κομμάτι είχε πραγματικά δύο στοιχεία. Το ένα ήταν η διάγνωσή μου για το πρόβλημα, την οποία μόλις ανέπτυξα. Η διάγνωσή μου για το πρόβλημα που κρύβεται πίσω από τη μεταποίηση και τα εμπορικά ελλείμματα είναι κατά κάποιο τρόπο μια επεξεργασία των όσων εξέθεσα σε εκείνο το κομμάτι. Αλλά πέρα από τη διάγνωση του προβλήματος, το κομμάτι αυτό έχει ως στόχο να παρέχει ένα βιβλίο συνταγών. Εδώ είναι τα διάφορα εργαλεία στην εργαλειοθήκη και τι μπορείτε να κάνετε με αυτά. Ορισμένες συνταγές είναι εύκολο να γίνουν. Κάποιες είναι δύσκολο να γίνουν. Κάποιες είναι ένα θρεπτικό, ωραίο γεύμα και κάποιες άλλες θα σας κάνουν να πεινάσετε ξανά σε μισή ώρα. Κάποιες μπορεί να σας κάνουν να αρρωστήσετε λίγο. Το κομμάτι αυτό επιχειρεί να αξιολογήσει τους πιθανούς κινδύνους και τα οφέλη που συνδέονται με κάθε πολιτική. Δεν υποστηρίζει καμία από αυτές. Και νομίζω ότι έχει υπάρξει ένας τεράστιος όγκος γραπτών που έχει παρερμηνεύσει τον εαυτό μου ως υποστηρικτή οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου, οποιασδήποτε συγκεκριμένης συνταγής. Δεν είμαι ο σεφ. Υπάρχει ένας σεφ και αυτός είναι ο πρόεδρος και αυτός αποφασίζει τι θα φτιάξει.

Εγώ τι πιστεύω; Νομίζω ότι η λύση είναι η καλύτερη κατανομή των βαρών. Και νομίζω ότι τα έσοδα από τους δασμούς είναι ένα θαυμάσιο μέσο για τη βελτίωση της κατανομής των βαρών, διότι μας επιτρέπει να χρηματοδοτήσουμε την παροχή παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Μας επιτρέπει να ελαφρύνουμε τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών μας για την παροχή αυτών των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, να ελαφρύνουμε το πρόβλημα των διεθνών ροών για την παροχή αυτών των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, και αυτό είναι το κλειδί για την ανθεκτικότητα και για τη διατήρηση του συστήματος ως έχει για πολλές δεκαετίες στο μέλλον, σε αντίθεση με το να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου οι Αμερικανοί θα εκφράζουν πολιτική απογοήτευση για το σύστημα αυτό.

Thomas Duesterberg:

Ένας άλλος στόχος που έχει διατυπώσει η κυβέρνηση και σχετίζεται με την επανεξισορρόπηση είναι να διατηρηθούν τα επιτόκια αρκετά χαμηλά και ίσως ακόμη και να μειωθούν στο μακρύτερο άκρο της κλίμακας, έτσι ώστε το εθνικό χρέος που έχουμε να μην εκτοπίζει τις αμυντικές δαπάνες αφενός, αλλά και να μην αποτελεί τέτοιο βάρος μακροπρόθεσμα. Έτσι, εσείς, σε μια άλλη εργασία που κάνατε, και λυπάμαι που επιστρέφω στην ακαδημαϊκή σας καριέρα, αλλά κάνατε μια εργασία με τον Nouriel Roubini που σημείωνε ότι η κυβέρνηση Biden είχε εμπλακεί σε μια μορφή κρυφής ποσοτικής χαλάρωσης για να αντισταθμίσει εν μέρει τη σύσφιξη της Fed και να συμβάλει στην επίμονη διατήρηση του πληθωρισμού. Η τακτική αυτή περιλαμβάνει τη στρέβλωση της έκδοσης κρατικού χρέους προς τα έντοκα γραμμάτια αντί για τα ομόλογα. Θέλω να πω, είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων για το τεράστιο χρέος των ΗΠΑ. Είναι αυτού του είδους η πολιτική κάτι που θα σκεφτόταν η κυβέρνησή σας για να κρατήσει τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα;

Stephen Miran:

Ναι, εννοώ, νομίζω ότι ο Nouriel και εγώ ήμασταν αρκετά σαφείς σε αυτό το έγγραφο ότι αυτή δεν ήταν μια πολιτική που πιστεύαμε ότι ήταν υγιής για τη χώρα ή για τα οικονομικά της χώρας μακροπρόθεσμα. Η προσαρμογή των αλλαγών, στην πραγματικότητα, επιτρέψτε μου να κάνω ένα βήμα πίσω και να πω, πρώτα απ’ όλα, ότι αυτή η ερώτηση θα πρέπει να απευθύνεται στο Υπουργείο Οικονομικών. Δεν είναι οι δικές μου μετοχές. Δεν ελέγχω την έκδοση του χρέους του Υπουργείου Οικονομικών ή την πολιτική. Αλλά παρ’ όλα αυτά, μιλώντας για λίγο για τα οικονομικά, είναι ορθόδοξη πολιτική έκδοσης να ανταποκρίνεται κανείς σε μια ξαφνική έξαρση των χρηματοδοτικών αναγκών με την έκδοση εντόκων γραμματίων. Αν υπάρχει πόλεμος, αν υπάρχει ύφεση, το έλλειμμα θα επεκταθεί δραματικά, δεν θέλετε πραγματικά να διαταράξετε τις χρηματοπιστωτικές αγορές για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος, οπότε εκδίδετε βραχυπρόθεσμο χρέος αντί για μακροπρόθεσμο χρέος, επειδή έτσι αποφεύγεται η διαταραχή των αγορών.

Αυτή είναι η ορθόδοξη πολιτική, και παραμένει κατάλληλη όταν έχετε μια αιχμή χρηματοδότησης. Αυτή είναι η σωστή προσέγγιση. Αλλά όχι, γενικά, θεωρούσα τις αποκλίσεις, και νομίζω ότι ο Nouriel θα συμφωνούσε με αυτό, θεωρούσαμε ότι οι αποκλίσεις από την ορθόδοξη πολιτική έκδοσης δεν ήταν απαραίτητα υγιείς για τη χώρα ή για τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Thomas Duesterberg:

Μακροπρόθεσμα;

Stephen Miran:

Μακροπρόθεσμα, ναι. Αλλά για να γίνω σαφής, αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρώ ότι το Υπουργείο Οικονομικών είναι υποχρεωμένο να διαλύσει αμέσως τα κατά κάποιο τρόπο παρελθοντικά, κατά την άποψή μου, λάθη του προηγούμενου Υπουργείου Οικονομικών. Και νομίζω ότι επειδή επισημαίνω ότι κάποιος κατασκευάζει μια ωρολογιακή βόμβα δεν υποχρεώνει κανέναν να πέσει πάνω της για να την εξουδετερώσει και έτσι δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το Υπουργείο Οικονομικών θα διατηρήσει τα οικονομικά μας σε ασφαλή και υγιή βάση.

Thomas Duesterberg:

Εντάξει. Και είστε βέβαιος, σύμφωνα με την οικονομική σας ανάλυση, ότι με την ποικιλία των πολιτικών που έχετε θέσει σε εφαρμογή, συμπεριλαμβανομένης της απορρυθμιστικής κατεύθυνσης της πολιτικής σας, της πολιτικής υπέρ της ενέργειας, ότι μπορούμε να διατηρήσουμε τον πληθωρισμό υπό έλεγχο; Διότι η Fed φαίνεται να ανησυχεί ότι η συσσώρευση πολιτικών μας οδηγεί ενδεχομένως προς την κατεύθυνση ενός λίγο μεγαλύτερου πληθωρισμού;

Stephen Miran:

Ναι, εννοώ, το πιστεύω. Νομίζω ότι η ρυθμιστική πλευρά της οικονομίας είναι ένας από τους σημαντικότερους προσδιοριστικούς παράγοντες της πλευράς της προσφοράς της οικονομίας γενικά, τόσο για τη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ, όσο και για τις τιμές. Και οι οικονομολόγοι, νομίζω, το υποτιμούν επειδή είναι δύσκολο να μελετηθεί. Οι φόροι είναι αρκετά εύκολο να μελετηθούν. Κάποιος έχει οριακό φορολογικό συντελεστή 28% ή 34%, και είναι αρκετά απλό, όπως το πώς να το σκεφτεί κανείς αυτό.

Αντιμετωπίζετε όμως ένα διαφορετικό ρυθμιστικό περιβάλλον ανάλογα με το είδος της επιχείρησης που έχετε, το πόσο παλιά είναι η επιχείρησή σας, πόσο μεγάλη είναι η επιχείρησή σας, πόσους υπαλλήλους έχετε, σε ποια δικαιοδοσία δραστηριοποιείστε, πόσο φιλικοί είστε με τις τοπικές ρυθμιστικές αρχές, τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Το ρυθμιστικό περιβάλλον που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι πολύπλοκο, πολυδιάστατο και απίστευτα λεπτομερειακό και απίστευτα μη μετρήσιμο. Ως αποτέλεσμα, είναι δύσκολο για τους οικονομολόγους να το μελετήσουν, και νομίζω ότι εδώ έχουμε ένα κλασικό πρόβλημα, όπου οι οικονομολόγοι υποτιμούν τον ρυθμιστικό αντίκτυπο στην οικονομία. Και αν πιστεύετε ότι οι υψηλές τιμές οφείλονται στο ότι δεν υπάρχουν αρκετά πράγματα για να καλύψουν τη ζήτηση των καταναλωτών, η ευκολότερη προσέγγιση είναι να φτιάχνουμε περισσότερα πράγματα. Και ο τρόπος για να φτιάξουμε περισσότερα πράγματα είναι να βγάλουμε από τη μέση την κυβερνητική ρυθμιστική αρχή, να αφήσουμε τις εταιρείες να προσαρμόσουν την προσφορά τους στα μεταβαλλόμενα πρότυπα ζήτησης, να αφήσουμε τις εταιρείες να παράγουν περισσότερο, δεν θα έπρεπε να χρειάζονται τρία χρόνια για να πάρουν τις άδειες ή περισσότερο για να πάρουν τις άδειες για να χτίσουν ένα εργοστάσιο ή να εισέλθουν σε μια συγκεκριμένη αγορά. Αυτό θα έπρεπε να γίνεται πολύ πιο γρήγορα. Και έτσι νομίζω ότι αυτό είναι κρίσιμης σημασίας για να σκεφτούμε τις τιμές. Και υπό αυτή την έννοια, νομίζω ότι η Fed έχει έναν πολύ καλύτερο εταίρο όσον αφορά τον πληθωρισμό από ό,τι η προηγούμενη κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση θα λάβει μέτρα για να διευρύνει την πλευρά της προσφοράς, να διευρύνει την ικανότητα της αμερικανικής οικονομίας να παράγει πράγματα που επιθυμούν οι καταναλωτές.

Thomas Duesterberg:

Θέλω να αλλάξω ελαφρώς ταχύτητα εδώ και να επικεντρωθώ λίγο περισσότερο στην Κίνα. Αναφέρατε στις εισαγωγικές σας παρατηρήσεις ότι η κλασική οικονομική θεωρία υποδηλώνει ότι τα εμπορικά ελλείμματα αυτορυθμίζονται όσον αφορά τις κινήσεις των νομισμάτων.

Stephen Miran:

Τα υποθέτει. Η κλασική οικονομική θεωρία απλά υποθέτει, το ονομάζουν συνθήκη εγκάρσιας μεταβολής. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που κάνουν είναι να κάνουν υποθέσεις για το πρόβλημα.

Thomas Duesterberg:

Λοιπόν, ξέρουμε ότι δεν λειτούργησε. Και μέρος του λόγου που δεν λειτούργησε στην πραγματικότητα είναι επειδή μερκαντιλιστικές χώρες όπως η Κίνα, οι οποίες παραβιάζουν σχεδόν κάθε κανόνα του οικονομικού εγχειριδίου των ελεύθερων αγορών, επιδοτήσεις, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, υπερπαραγωγή, κλείσιμο της δικής τους αγοράς. Έτσι, πολλοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι η αδύναμη οικονομία της Κίνας τα τελευταία χρόνια συγκρατείται μόνο από τις υπερεπενδύσεις σε παραγωγική ικανότητα και τις εξαγωγές που προκύπτουν από την παραγωγή αγαθών από τις υπερεπενδύσεις τους.

Αυτό έχει παρατηρηθεί ξανά και ξανά σε βιομηχανίες όπως ο χάλυβας, τα ηλιακά πάνελ, τα κρίσιμα ορυκτά, τα ηλεκτρικά οχήματα, μεταξύ άλλων. Και εξαρτώνται από την πρόσβασή τους στις ξένες αγορές προηγμένων οικονομιών όπως η δική μας, οι οποίες είναι περισσότερο προσανατολισμένες στην κατανάλωση. Αλλά το ερώτημα είναι, αν η Κίνα έχει πραγματικά μια αδύναμη και εξασθενημένη οικονομία και εξαρτάται από τις εξαγωγές, η δασμολογική πολιτική που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση και η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική έναντι της Κίνας. Επομένως, η ερώτησή μου είναι αν η ανάλυσή σας σχετικά με το πού κατευθύνεται η κινεζική οικονομία συμφωνεί με την ιδέα ότι είναι πραγματικά αποδυναμωμένη και είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις ενέργειες που λαμβάνει η κυβέρνησή σας στον τομέα των δασμών και του κλεισίματος κάποιας πρόσβασης στις αγορές μας;

Stephen Miran:

Πιστεύω ότι οι Κινέζοι είναι ευάλωτοι στο να βιώσουν σημαντική οικονομική πίεση ως αποτέλεσμα της ιστορικά τολμηρής δράσης που έχει αναλάβει ο πρόεδρος. Και έχουν περιορισμένη ικανότητα να απορροφήσουν αυτόν τον πόνο. Αυτό που βλέπετε από την Κίνα είναι ότι τείνει να εναλλάσσεται μεταξύ διαφορετικών κινητήριων μοχλών της αναπτυξιακής της μηχανής με βάση το τι αισθάνεται ότι μπορεί να αντέξει ανά πάσα στιγμή. Και τείνουν να έχουν αυτούς τους “από πάνω προς τα κάτω” στόχους για το ΑΕΠ και στη συνέχεια, εντάξει, τι μπορούμε να κάνουμε για να επιτύχουμε αυτόν τον στόχο για το ΑΕΠ; Και τη μια στιγμή είναι οι εξαγωγές προς την Αμερική, την επόμενη είναι η διόγκωση της φούσκας των ακινήτων, και μετά οι εξαγωγές προς άλλες χώρες. Και έτσι, τον τελευταίο χρόνο περίπου, βρίσκονται σε μια νέα κατάσταση όπου προσπαθούν να εξάγουν την επιπλέον παραγωγική τους ικανότητα σε όλο τον κόσμο. Αλλά στο τέλος της ημέρας, δεν υπάρχει υποκατάστατο της αμερικανικής ζήτησης.

Και έτσι δεν ξέρω αν θα είναι τόσο επιτυχημένη η προσπάθειά τους να βρουν μια εναλλακτική λύση. Και αυτό είναι μέρος του γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μόχλευση και άλλες χώρες όχι. Μπορούμε να μιλήσουμε για περιστατικά; Θα με ρωτήσετε ή μπορώ να το αναφέρω τώρα;

Thomas Duesterberg:

Βέβαια.

Stephen Miran:

Νομίζω λοιπόν ότι η συχνότητα εμφάνισης των δασμών είναι ένα από τα πιο σημαντικά. Έτσι, οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τη λέξη επίπτωση για να αναφερθούν στο ποιος επωμίζεται το κόστος ή το όφελος οποιασδήποτε οικονομικής πολιτικής, είτε πρόκειται για δασμό, είτε για επιδότηση, είτε για φόρο, είτε για ρύθμιση, είτε για οτιδήποτε άλλο. Είναι το ποιος βιώνει πραγματικά τις συνέπειες. Και ένα από τα βασικά αποτελέσματα της οικονομικής επιστήμης είναι ότι το πρόσωπο που επωμίζεται το οικονομικό κόστος ή όφελος δεν είναι στην πραγματικότητα συνάρτηση του ποιος πρέπει να καταβάλει την πληρωμή στην κυβέρνηση. Είναι συνάρτηση των σχετικών ελαστικοτήτων, που βασικά είναι ευκολότερο να σκεφτούμε ως το ποιος είναι πιο ευέλικτος και ποιος είναι άκαμπτος. Και το παράδειγμα που μου αρέσει να χρησιμοποιώ με τους ανθρώπους είναι οι φόροι ακίνητης περιουσίας, επειδή πιστεύω ότι είναι κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να συσχετίσουν.

Φανταστείτε ότι αγοράζετε ένα σπίτι και ξαφνικά η πόλη στην οποία θέλετε να αγοράσετε ένα σπίτι λέει: «Εντάξει, αυξάνουμε τους φόρους ακίνητης περιουσίας κατά 300% και ο λογαριασμός του φόρου ακίνητης περιουσίας σας δεν θα είναι 10.000 δολάρια το χρόνο, αλλά 30.000 δολάρια το χρόνο». Αυτό είναι ένα μεγάλο άλμα, σωστά; Και έτσι αν είστε πολύ ευέλικτοι, (ένας οικονομολόγος θα έλεγε ελαστικός), αν είσαι λοιπόν πολύ ευέλικτος, μπορεί να αποφασίσεις, ε, θα πάω να κοιτάξω την επόμενη πόλη, γιατί θα μπορούσα να ζήσω τρία μίλια πιο κάτω και να είμαι σε παρόμοια κοινότητα. Και θα ήταν μια χαρά. Μπορείτε να μετακινήσετε τη ζήτησή σας πέρα από τα σύνορα. Το άτομο που πουλάει το σπίτι δεν μπορεί να μετακινήσει το σπίτι του πέρα από τα σύνορα. Το σπίτι είναι κολλημένο σε αυτή την πόλη, σωστά; Έτσι, επειδή είστε ευέλικτοι, μπορείτε να προσαρμόσετε τη συμπεριφορά σας για να αποφύγετε το βάρος του φόρου. Το άτομο που πουλάει το σπίτι δεν μπορεί να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του. Το σπίτι είναι κολλημένο εκεί που είναι κολλημένο. Οπότε πρέπει να ρίξει την τιμή πώλησής του επειδή η ζήτηση για το σπίτι αυτό εξαφανίστηκε. Σωστά; Και έτσι αυτή η χαμηλότερη τιμή πώλησης είναι πλέον ξεκάθαρη.

Οι οικονομολόγοι της αγοράς θα έλεγαν ότι η επίπτωση του φόρου ακίνητης περιουσίας έπεσε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού, όχι στον αγοραστή του σπιτιού. Ο αγοραστής του σπιτιού αλλάζει συμπεριφορά για να αποφύγει τον φόρο. Ο πωλητής του σπιτιού δεν ήταν σε θέση να αλλάξει τη συμπεριφορά του για να αποφύγει τον φόρο. Σωστά; Τώρα, όταν το σκέφτεστε αυτό με τα τιμολόγια, λέτε, εντάξει, ποιος είναι ευέλικτος και ποιος είναι άκαμπτος; Μπορούμε να ανακατανείμουμε τη ζήτησή μας στα σύνορα. Τα εργοστάσια που έχουν ήδη κατασκευαστεί δεν μπορούν να μετακινηθούν. Είναι κολλημένα εκεί που είναι. Η Κίνα έχει αναπτύξει εργοστάσια για την πώληση στην καταναλωτική αγορά των ΗΠΑ. Έχουν εκπαιδεύσει εργάτες για να πουλήσουν στην αμερικανική καταναλωτική αγορά. Μπορούμε να μετακινήσουμε τη ζήτησή μας πέρα από τα σύνορα. Αυτά τα εργοστάσια και οι πολίτες δεν μπορούν να μετακινηθούν. Έχουν κολλήσει εκεί που βρίσκονται. Και έτσι η επίπτωση θα πέσει πάνω τους. Ακριβώς όπως στο παράδειγμα του φόρου ακίνητης περιουσίας. Σωστά;

Τώρα, αυτό συμβαίνει αυτόματα την πρώτη μέρα; Όχι. Αλλά θα συμβεί με την πάροδο του χρόνου; Απολύτως. Αυτή είναι απλώς η βασική οικονομική θεωρία της επίπτωσης στα δημόσια οικονομικά. Και αν η επίπτωση πέφτει σε άλλες χώρες επειδή είναι άκαμπτες, οι Κινέζοι πρέπει τώρα να βρουν κάποιο άλλο μέρος για να απορροφήσουν τη ζήτησή τους, να απορροφήσουν την πλεονάζουσα προσφορά τους. Και μαντέψτε τι; Δεν υπάρχει πουθενά αλλού να απορροφήσει την πλεονάζουσα προσφορά τους. Ποιος θα αγοράσει όσο οι Αμερικανοί καταναλωτές; Κανείς, σωστά; Δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος να απορροφήσει την πλεονάζουσα προσφορά τους. Προμηθεύουν άκαμπτα την παγκόσμια αγορά. Και αυτή η ανελαστικότητα, όπως θα έλεγαν οι οικονομολόγοι, η ανελαστικότητα, σημαίνει ότι επωμίζονται το βάρος, επωμίζονται την επίπτωση των δασμών. Και γι’ αυτό οι δασμοί αντιπροσωπεύουν έσοδα για το Δημόσιο των Ηνωμένων Πολιτειών που χρηματοδοτούνται από τις χώρες στις οποίες επιβάλλουμε δασμούς.

Thomas Duesterberg:

Λοιπόν, αν μου επιτρέπετε να αντιπαρατεθώ λίγο σε αυτό, διότι υπάρχει καταναλωτική ζήτηση εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Ας πάρουμε τα ηλεκτρικά οχήματα, η οποία είναι η τελευταία κινεζική βιομηχανία που αναπτύσσεται. Και ειλικρινά, δεν μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε. Κανείς άλλος δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί στην τιμή που βρισκόμαστε τώρα. Έτσι, μπορούν να πωλούν στη Νοτιοανατολική Ασία και κυριαρχούν σε αυτή την αγορά. Προσπαθούν να εισέλθουν στην Ευρώπη. Η Ευρώπη μάλλον δεν θα τους αφήσει να το κάνουν αυτό.

Αλλά υπάρχουν και άλλες αγορές σε όλο τον κόσμο στην Κεντρική Ασία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, στις οποίες εργάζονται οι Κινέζοι. Και υπάρχουν ορισμένοι τομείς, και θέλω να αναφέρω τις σπάνιες γαίες ως έναν από αυτούς όπου η κινεζική στρατηγική δεν είναι μόνο να είναι παραγωγός χαμηλού κόστους, αλλά και να θέσει εκτός αγοράς όλους τους άλλους που θα μπορούσαν να τους ανταγωνιστούν. Και το έχουν κάνει αυτό αποτελεσματικά με τις σπάνιες γαίες. Έτσι, το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από αυτό είναι ότι πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί για να αναπτύξουμε υποστήριξη από τους συμμάχους μας, ή από εκείνους που ελπίζουμε ότι θα είναι σύμμαχοί μας για να αντισταθούμε στην Κίνα. Υπήρξαν και κάποιες επικρίσεις σχετικά με την προσέγγιση των οριζόντιων δασμών, που στην πραγματικότητα μας οδηγούν σε λάθος κατεύθυνση. Επειδή οι αρνητικές αντιδράσεις, ιδίως από τους Ευρωπαίους, από άλλους, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας περισσότερο την ανάγκη να έχουμε συμμάχους και να αντιδράσουμε στην Κίνα καθώς βαθμολογούμε αυτή την πληθώρα δασμών που θέτουμε σε εφαρμογή;

Stephen Miran:

Επιτρέψτε μου πρώτα να αναφερθώ στο ειδικό σημείο των ηλεκτρικών οχημάτων, το οποίο είναι ότι δεν εισάγαμε κανένα από αυτά αρχικά από την Κίνα. Σωστά; Και έτσι καμία από τις επιπτώσεις δεν πέφτει πάνω μας εξ ορισμού, επειδή ο δασμολογικός συντελεστής για τα εν λόγω αγαθά δεν αλλάζει. Αλλά νομίζω ότι το ευρωπαϊκό παράδειγμα είναι… . Χαίρομαι που το αναφέρατε, διότι ούτε οι Ευρωπαίοι θέλουν να είναι ο προορισμός για την κινεζική ικανότητα εξόδου, σωστά; Και έτσι, θα περίμενα ότι και άλλες χώρες θα αποφάσιζαν τελικά το ίδιο πράγμα. Δεν θέλουμε οι δικές μας βιομηχανίες να καταστραφούν από αυτή την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της Κίνας. Και πολλές άλλες αγορές θα αποφασίσουν τελικά πιθανότατα το ίδιο πράγμα, το οποίο οδηγεί στην έλλειψη εναλλακτικών λύσεων, σωστά; Και καταλήγει στην έλλειψη ευελιξίας στην ανακατανομή της προσφοράς.

Το ευρύτερο θέμα της πολιτικής έναντι της Κίνας, κοιτάξτε, στο τέλος της ημέρας ο πρόεδρος κέρδισε τις εκλογές και ο πρόεδρος θα διαπραγματευτεί ή όχι με διάφορες χώρες για ένα σύνολο ενός είδους πακέτου, σωστά; Και αμφιβάλλω ότι οποιοδήποτε πακέτο θα επικεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο στοιχείο. Φαντάζομαι ότι θα έχουν πολλά στοιχεία, όπως συζητήσαμε προηγουμένως, δασμούς και μη δασμολογικά εμπόδια, επιδοτήσεις, αγορές, οτιδήποτε, σωστά; Πιθανώς θα υπάρχει μια ποικιλία από στοιχεία σε κάθε θεωρητικό αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης. Η συμβουλή μου θα ήταν ότι κάποια από αυτά τα πράγματα που περιγράψατε θα ήταν καλό να συμπεριληφθούν σε οποιοδήποτε τελικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο πρόεδρος είναι αυτός που θα λάβει αυτές τις αποφάσεις.

Thomas Duesterberg:

Εντάξει. Πριν περάσουμε στις ερωτήσεις του ακροατηρίου, αυτή η τελευταία ερώτηση σχετίζεται εν μέρει με την Κίνα, αλλά θα διατυπώσω τον ισχυρισμό ότι δεδομένων όλων όσων συνέβησαν στον κόσμο του εμπορίου τα τελευταία 20 χρόνια, την άφιξη μιας μεγάλης μερκαντιλιστικής χώρας στη σκηνή, την ακαμψία του συστήματος κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, την αλλαγή των κανόνων αυτού του οργανισμού, ότι ο ΠΟΕ είναι ουσιαστικά σχεδόν νεκρός. Και από την άλλη πλευρά, οι Κινέζοι, με διάφορα μέσα, όπως η προσπάθεια υπονόμευσης του δολαρίου, η δημιουργία του δικού τους συστήματος χρηματοδότησης, το σύστημα Belt and Road, το made in China 2025, τους BRICS, προσπαθούν να οικοδομήσουν μια εναλλακτική οικονομική σφαίρα, αν θέλετε. Αυτό μας αποκλείει. Θα πρέπει να σκεφτόμαστε ή η κυβέρνησή σας να σκέφτεται το επόμενο βήμα για την ανοικοδόμηση μιας τάξης βασισμένης σε κανόνες; Ίσως αποκλείοντας την Κίνα, αλλά όχι απαραίτητα, αν και πιθανότατα δεν πρόκειται να αλλάξει την κατεύθυνση προς την οποία βαδίζει. Θα πρέπει να σκεφτόμαστε το επόμενο στάδιο ενός παγκόσμιου εμπορικού συστήματος βασισμένου σε κανόνες;

Stephen Miran:

Νομίζω ότι η θέσπιση κανόνων είναι καλό πράγμα. Και είναι κάτι που νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο. Και όπως έχω πει, υπήρξε μια μακρά περίοδος κατά την οποία πολλά άρθρα ειδήσεων έβγαζαν, τη μία ή την άλλη συνταγή από το βιβλίο συνταγών μου και έλεγαν ότι αυτό συμβαίνει. Και δεν μπορούσα να απαντήσω επειδή δεν μπορούσα να μιλήσω δημόσια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιβεβαίωσης. Αλλά στη συνέχεια, αφού επιβεβαιώθηκα, τότε μπορούσα να πω, όχι, δεν υπάρχει κανένα μυστικό σχέδιο εδώ. Ο Πρόεδρος είναι πολύ σαφής. Επικεντρώνεται σε δίκαιους και αμοιβαίους δασμούς και έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα. Κοιτάξτε, όπως είπα και πριν, ο πρόεδρος είναι ένας φοβερός διαπραγματευτής, σωστά; Ο οποίος διαπραγματεύεται συμφωνίες σε όλη του την καριέρα. Και αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να διαπραγματευτεί για να δημιουργήσει ένα καλύτερο εμπορικό σύστημα για την Αμερική και τον κόσμο, αυτός είναι ο Πρόεδρος Τραμπ. Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αν κάποιος μπορεί να το κάνει, αυτός μπορεί. Και έτσι η συμβουλή μου προς κάθε ξένη κυβέρνηση που μπορεί να το θέλει είναι ότι καταλαβαίνω ότι το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα σε διάφορα σημεία του Λευκού Οίκου. Συνεχίστε να καλείτε στο τηλέφωνο τον Λευκό Οίκο.

Thomas Duesterberg:

Εντάξει. Το κοινό, πολύ υπομονετικό. Και θέλω να περάσω στις ερωτήσεις. Θέλω να ξεκινήσω με τον κ. Stein από την Washington Post, νομίζω. Είστε ακόμα εδώ;

Στάιν:

Ναι, φυσικά. Προφανώς, λοιπόν, έχετε μιλήσει εδώ αρκετά για το παγκόσμιο εμπορικό έλλειμμα, το οποίο νομίζω ότι πολλοί οικονομολόγοι συμφωνούν ότι είναι ένα σοβαρό θέμα που πρέπει να συζητηθεί. Η κριτική βέβαια ήταν ότι τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος την περασμένη εβδομάδα μπορεί να μην φαίνονται να ανταποκρίνονται σε αυτό το παγκόσμιο ζήτημα, αλλά αντίθετα να στοχεύουν αρκετά αυστηρά χώρες για τις οποίες υπάρχει ελάχιστη ένδειξη ότι συμβάλλουν στο πρόβλημα που περιγράψατε εδώ σήμερα. Θα μπορούσατε να εξηγήσετε για παράδειγμα γιατί στο Λεσότο επιβάλλονται δασμοί 50%; Ποια είναι η συμβολή του Λεσότο στο πρόβλημα που εντοπίσατε για την κυριαρχία του δολαρίου; Και έτσι υποθέτω ότι η γενικότερη ερώτηση είναι ότι ανάμεσα στο πρόβλημα που εντοπίσατε εδώ και των μέτρων για το εμπορικό έλλειμμα που ανακοίνωσε ο πρόεδρος υπάρχει ένα χάσμα. Σας ευχαριστώ λοιπόν που είστε εδώ και που δεχτήκατε την ερώτηση.

Stephen Miran:

Σας ευχαριστώ. Επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να πω ότι δεν νομίζω ότι η κυριαρχία του δολαρίου αποτελεί πρόβλημα. Νομίζω ότι η κυριαρχία του δολαρίου είναι ένα σπουδαίο πράγμα. Έχει κάποιες παρενέργειες που μπορεί να είναι προβληματικές και θα ήθελα να βρω τρόπους να βελτιώσω τις παρενέργειες ώστε η κυριαρχία του δολαρίου να μπορεί να συνεχιστεί για δεκαετίες στο διηνεκές. Νομίζω ότι αυτό θα ήταν υπέροχο.

Η διάγνωσή μου για τα προβλήματα αυτών των παρενεργειών είναι ένα είδος γενικής διάγνωσης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το διεθνές εμπόριο και η διεθνής χρηματοδότηση. Οι αμοιβαίοι δασμοί που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα είναι μια συγκεκριμένη πολιτική που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των αθέμιτων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών. Υπάρχουν και άλλες πολιτικές που έχει ανακοινώσει ο πρόεδρος. Υπάρχουν άλλοι δασμοί έναντι της USMCA, της φαιντανύλης, των αυτοκινήτων. Υπάρχουν και άλλες μελέτες σε εξέλιξη. Το πλαίσιό μου δεν προκάλεσε άμεσα με οποιονδήποτε τρόπο τους αμοιβαίους δασμούς. Είναι ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που στοχεύει στη συγκεκριμένη εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης των εμπορικών ελλειμμάτων. Επειδή η εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι τα εμπορικά ελλείμματα, η μορφή αποκατάστασης της εθνικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης έπρεπε να σχετίζεται με τα εμπορικά ελλείμματα. Και αυτό είναι ένα μέρος του λόγου για τον οποίο οι δασμολογικοί συντελεστές υπολογίστηκαν με τον τρόπο που υπολογίστηκαν. Δεν μπορώ να μιλήσω συγκεκριμένα για κάποια συγκεκριμένη χώρα, αλλά γνωρίζω ότι αν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι τα εμπορικά ελλείμματα, τότε τα εμπορικά ελλείμματα θα πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη σκέψη για το πώς θα διορθωθεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Gavin Bade:

Πρόεδρε, ο Gavin Bade από την Wall Street Journal. Ήθελα να ρωτήσω σχετικά με το θέμα των διαπραγματεύσεων. Είστε εδώ πάνω και λέτε, «Σηκώστε το τηλέφωνο και καλέστε συνέχεια». Μόλις είδαμε την είδηση, ενώ εσείς μιλούσατε, ότι ο Υπουργός Οικονομικών θα ηγηθεί των διαπραγματεύσεων με την Ιαπωνία, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα έχουμε ένα άρθρο στους Financial Times από τον Peter Navarro που λέει πολύ ξεκάθαρα, και παραθέτω, «Αυτό δεν είναι διαπραγμάτευση. Και οι χώρες που έχουν στήσει εμπορικά εμπόδια εδώ και δεκαετίες και απευθύνονται σήμερα στον Λευκό Οίκο δεν θα πρέπει απλώς να πιστεύουν ότι αν μειώσετε τους δασμούς, θα τους μειώσουμε κι εμείς». Γιατί, λοιπόν, υπάρχουν αντικρουόμενες αφηγήσεις από την κυβέρνηση όσον αφορά το αν πρόκειται για διαπραγμάτευση ή όχι; Και πολύ συγκεκριμένα, μπορούμε να περιμένουμε κάποια συμφωνία πριν από την έναρξη ισχύος των αμοιβαίων δασμών στις 9 Απριλίου; Αν θα μπορούσατε να απαντήσετε συγκεκριμένα και σε αυτό, θα ήταν υπέροχο. Σας ευχαριστώ.

Stephen Miran:

Σίγουρα. Και αυτό είναι μια χαρά. Η διαφωνία είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορείτε να ενισχύσετε τα επιχειρήματά σας και να αποφύγετε την ομαδική σκέψη και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ υγιές. Δεν μπορώ να μιλήσω για το αν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αυτή η επιλογή θα παραμείνει τελικά στον πρόεδρο, όπως συνέβαινε πάντα. Και να επισημάνω σε όλους, όπως έκανα και πριν, την ιστορία της ικανότητας του προέδρου να δημιουργεί συμφωνίες όταν κανείς δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν. Κανείς δεν πίστευε ότι η συμφωνία της πρώτης φάσης με την Κίνα θα γινόταν το 2019, και όμως έγινε, επειδή ο πρόεδρος είναι τόσο ταλαντούχος διαπραγματευτής. Και αυτή η συμφωνία της πρώτης φάσης θα παρείχε μια ποικιλία παραχωρήσεων από την Κίνα σε όλο το φάσμα των σημαντικών διαστάσεων του εμπορίου, της πνευματικής ιδιοκτησίας, της πρόσβασης στην αγορά, του νομίσματος, της αγοράς γεωργικών προϊόντων. Και νομίζω ότι θα ήταν φανταστική αν οι Κινέζοι την είχαν τηρήσει.

Δυστυχώς, οι Κινέζοι εγκατέλειψαν τη συμφωνία της πρώτης φάσης και η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε να την αγνοήσει. Δώσαμε στην κυβέρνηση Μπάιντεν ένα υπέροχο εμπορικό αποτέλεσμα και μετά αποφάσισαν να το πετάξουν στα σκουπίδια χωρίς κανέναν λόγο. Και νομίζω ότι αυτό ήταν εξαιρετικά ατυχές. Και θα ήταν ωραίο για την Κίνα να προσπαθήσει να ανταποκριθεί σε αυτό σε οποιοδήποτε σημείο των τελευταίων ετών, των τελευταίων μηνών. Επομένως, δεν μπορώ να σας πω τι πρόκειται να συμβεί ή τι δεν πρόκειται να συμβεί, παρά μόνο να πω ότι ο πρόεδρος είναι ο μόνος που θα το αποφασίσει. Αλλά μπορώ να σας δείξω την ιστορία του και η ιστορία του στα θέματα της δημιουργίας συμφωνιών είναι αρκετά μεγάλη.

Gavin Bade:

Αν μου επιτρέπετε, κύριε, η συμβουλή που δίνετε στον πρόεδρο σχετικά με το αν θα πρέπει να κάνει μια συμφωνία ή όχι είναι διαφορετική από αυτή που του έδινε π.χ. ο Peter Navarro;

Stephen Miran:

Λοιπόν, δεν βρίσκομαι ανάμεσα στους δύο στις συνομιλίες που κάνουν. Ωστόσο, νομίζω ότι είμαι αρκετά ξεκάθαρος ότι πιστεύω ότι η Αμερική αξίζει καλύτερους εμπορικούς όρους. Με τι ακριβώς μοιάζει αυτό, έχω περιγράψει ότι δεν επικεντρώνομαι σε κάποια διάσταση των καλύτερων εμπορικών όρων. Και έτσι η γνώμη μου είναι ότι υπάρχει μια ποικιλία βελτιώσεων που θα μπορούσαν να γίνουν, αλλά στο τέλος της ημέρας, ο πρόεδρος είναι ο αποφασίζων και αυτός θα αποφασίσει.

Thomas Duesterberg:

Νομίζω ότι έχουμε χρόνο για μια ακόμη γρήγορη ερώτηση.

Patrick Wilson:

Καλησπέρα. Είμαι ο Πάτρικ Γουίλσον. Εργάζομαι για την MediaTek. Είμαστε μια ταϊβανέζικη εταιρεία ημιαγωγών, οπότε προφανώς παρακολουθούμε στενά, αλλά επενδύουμε και συνεχίζουμε να επενδύουμε στις ΗΠΑ Η ερώτησή μου αφορά το εργατικό δυναμικό. Διηύθυνα επίσης μια εμπορική ένωση στον τομέα της μεταποίησης. Και το νούμερο ένα ζήτημα των τελευταίων 11 ετών για τους αμερικανούς κατασκευαστές ήταν η έλλειψη εξειδικευμένων εργαζομένων. Οι θέσεις εργασίας μένουν ακάλυπτες για πολλούς μήνες κάθε φορά. Η ανεργία στους μεταποιητικούς κλάδους είναι χαμηλότερη από ό,τι στη γενική οικονομία. Κατά την πρώτη θητεία του προέδρου, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν το Συμβούλιο του Προέδρου για την πολιτική του εργατικού δυναμικού. Και όπως ακριβώς είπατε, η κυβέρνηση Μπάιντεν αγνόησε πολλές από αυτές τις σπουδαίες συστάσεις που προέκυψαν από την πολιτική εργατικού δυναμικού του Προέδρου Τραμπ. Αναρωτιέμαι, προφανώς αυτό αποτελεί μέρος της στρατηγικής για την ανανέωση της μεταποίησης στις ΗΠΑ, πώς εντάσσεται σε αυτό το θέμα το εργατικό δυναμικό και υπάρχει κάποιος τρόπος να δράσουμε κατά κάποιον τρόπο βάσει αυτών των σπουδαίων συστάσεων που έδωσαν οι σύμβουλοι του προέδρου την προηγούμενη φορά;

Stephen Miran:

Συμφωνώ ότι θα ήταν πολύ καλό να επανέλθει αυτό το θέμα. Και νομίζω ότι η άποψή μου είναι ότι η επένδυση στους Αμερικανούς είναι μια από τις πιο επωφελείς επενδύσεις που θα μπορούσατε να κάνετε. Το ανθρώπινο κεφάλαιο έχει σημασία, οι άνθρωποί μας, το μέλλον μας, και πρέπει να επενδύσουμε σε αυτούς. Και συμφωνώ απόλυτα με αυτό. Επιτρέψτε μου όμως να το γυρίσω σε εσάς και να σας κάνω μια ερώτηση. Γιατί οι εταιρείες δεν επενδύουν περισσότερο στην εκπαίδευση των εργαζομένων;

Patrick Wilson:

Θυμάμαι ότι στις ΗΠΑ οι εταιρείες ξοδεύουν σχεδόν πέντε φορές περισσότερα δολάρια για τα δικά τους προγράμματα κατάρτισης από ό,τι όλες οι πολιτειακές και τοπικές και ομοσπονδιακές κυβερνήσεις μαζί. Είναι μια αναλογία πέντε προς ένα. Έτσι, σίγουρα οι εργοδότες είναι πολύ αφοσιωμένοι στην εκπαίδευση των εργαζομένων τους. Νομίζω όμως ότι το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για σπουδαίες θέσεις εργασίας στην οικονομία μας. Και έτσι οι ίδιες οι θέσεις εργασίας στον τομέα της μεταποίησης που θέλουμε να επαναφέρουμε, πολλές από αυτές είναι λιγότερο ελκυστικές για τους Αμερικανούς εργαζόμενους από τις άλλες θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης, όπως ίσως η εργασία σε ένα εργοστάσιο ημιαγωγών, η οποία είναι μια πολύ ελκυστική θέση εργασίας και έχει πολλούς υποψήφιους. Αλλά κάποια άλλα πράγματα, όπως η εργασία συναρμολόγησης, για παράδειγμα, είναι λιγότερο ελκυστικά για τους Αμερικανούς εργαζόμενους.

Stephen Miran

Μου αρέσει αυτή η απάντηση, διότι μπορώ να απαντήσω λέγοντας ότι αν βελτιώσουμε τη ζήτηση για τα αμερικανικά προϊόντα ανοίγοντας τις ξένες αγορές στα προϊόντα μας και καταργώντας τους άδικους ασύμμετρους εμπορικούς άξονες και τους άδικους ασύμμετρους εμπορικούς όρους, όλοι οι κατασκευαστές μας θα είναι πιο ανταγωνιστικοί, όλοι οι κατασκευαστές μας θα έχουν πολύ περισσότερες επιχειρήσεις και πολύ μεγαλύτερη ζήτηση. Και θα είναι σε θέση να πληρώνουν τους μισθούς που απαιτούνται για την πρόσληψη εργαζομένων και θα είναι πολύ πιο ελκυστικό να εργάζεται κανείς σε μία από αυτές τις επιχειρήσεις που αναφέρετε σε σχέση με τους άλλους εργαζόμενους.

Thomas Duesterberg

Πρόεδρε, σας ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σας. Αναρωτιέμαι, ξέρω ότι πρέπει να επιστρέψετε στον πραγματικό κόσμο, ο οποίος είναι αρκετά πολυάσχολος αυτές τις μέρες, αλλά μήπως υπάρχει κάτι που δεν έχουμε καλύψει και για το οποίο θα θέλατε να μιλήσετε πριν κλείσουμε το θέμα;

Stephen Miran:

Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχει, αλλά δεν μπορώ να το σκεφτώ τώρα. Αλλά ίσως το κάνουμε στο μέλλον.

Thomas Duesterberg:

Εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ.

Stephen Miran:

Σας ευχαριστώ.

Πηγή: Hudson Institute

Μετάφραση: antapocrisis

Οι «αμοιβαίοι δασμοί» του Τραμπ κλιμακώνουν τον οικονομικό πόλεμο

Το παρακάτω άρθρο του Nick Beams δημοσιεύτηκε στο World Socialist Web Site (WSWS)  και επιχειρεί να εξηγήσει την πολιτική δασμών που εξαγγέλθηκε και άρχισε να εφαρμόζεται από τη διακυβέρνηση Τραμπ. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι δασμοί θα αυξήσουν τις τιμές των εισαγόμενων στις ΗΠΑ προϊόντων, άρα θα προκαλέσουν ακρίβεια και πληθωρισμό, ενώ η εγχώρια αμερικανική παραγωγή στην πράξη είναι δύσκολο να ανασυγκροτηθεί καθώς ένα σύγχρονο προϊόν συναρμολογείται από τμήματα που μπορεί να παράγονται σε δεκάδες διαφορετικές χώρες. Θέτει επίσης τη βασική αντίφαση της οικονομικής πολιτικής Τραμπ: από τη μια να ρίξει την ισοτιμία του δολαρίου ώστε να μειωθεί το έλλειμμα ισοζυγίου και να αυξηθούν οι εξαγωγές αμερικανικών προϊόντων, αλλά από την άλλη να διατηρηθεί το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, πράγμα που αντιφάσκει με τυχόν διολίσθησή του.

Η πολιτική δασμών του Τραμπ προκαλείται από δύο αλληλένδετους στόχους. Στο οικονομικό μέτωπο, επιδιώκει να αποσπάσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια από αυξήσεις δασμών, που τελικά θα πληρωθούν από τις αμερικανικές εταιρείες και τους καταναλωτές, για να στηρίξει την ολοένα επιδεινούμενη εμπορική και οικονομική θέση των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα αποδυναμώνει τους παγκόσμιους οικονομικούς αντιπάλους ιδίως την Κίνα, για να βελτιώσει την εμπορική θέση των ΗΠΑ.

Επίσης, στοχεύει στην ενίσχυση της στρατιωτικής ικανότητας των ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας δασμούς για να αναγκάσει τις εταιρείες, ξένες και εγχώριες, να αυξήσουν το επίπεδο των δραστηριοτήτων τους στο αμερικανικό έδαφος, μεγάλο μέρος των οποίων είναι απαραίτητο για τον εφοδιασμό του στρατού.

Σύμφωνα με το νέο καθεστώς, οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν «αμοιβαίους δασμούς» σε μια σειρά από χώρες. Ο δασμός δεν καθορίζεται από τον δασμό που άλλες χώρες επιβάλλουν στις αμερικανικές εξαγωγές.

Αντίθετα, έχει αποδοθεί ένας αριθμός σε κάθε μία από τις εμπλεκόμενες χώρες. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο τον δασμό που επιβάλλεται στις αμερικανικές εξαγωγές, αλλά και όλα τα μέτρα, όπως οι επιδοτήσεις, οι κανονισμοί, τα μέτρα βιοασφάλειας για τα γεωργικά προϊόντα και η αξία του νομίσματος, πράγματα τα οποία οι ΗΠΑ θεωρούν ότι έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με έναν δασμό ως διάκριση εις βάρος των ΗΠΑ.

Ο αμοιβαίος δασμός που θα επιβληθεί έχει οριστεί στο μισό αυτού του αριθμού. Έτσι, για την Κίνα, βασικό στόχο του νέου καθεστώτος, ο αριθμός που της αποδίδουν οι οικονομικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ είναι 67 και ο ανταποδοτικός δασμός θα είναι 34%. Αυτό θα προστεθεί στον δασμό 20% που έχει ήδη επιβληθεί στα κινεζικά προϊόντα, με αποτέλεσμα το συνολικό επίπεδο δασμών να ανέλθει στο 54%.

Μία από τις άμεσες επιπτώσεις της αύξησης των δασμών, που θα τεθεί σε ισχύ στις 9 Απριλίου, θα είναι μια σημαντική αύξηση των τιμών για ένα ευρύ φάσμα αγαθών που κατασκευάζονται στην Κίνα και αγοράζονται από τους Αμερικανούς καταναλωτές.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία ο Τραμπ έχει καταγγείλει ως έναν οργανισμό που έχει συσταθεί για να «πηδάει» τις ΗΠΑ, έχει λάβει τον αριθμό 39 και η δασμολογική επιβάρυνση θα είναι 20 τοις εκατό.

Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας -αρκετές από τις οποίες έχουν γίνει κέντρο παραγωγικών δραστηριοτήτων για πολλές εταιρείες που επιδιώκουν να αποφύγουν τις επιπτώσεις των εμπορικών απαγορεύσεων στην Κίνα- θα πληγούν ακόμη περισσότερο. Ο δασμός για την Ταϊλάνδη θα είναι 36 τοις εκατό, για τη Μαλαισία 24 τοις εκατό και για το Βιετνάμ 46 τοις εκατό.

Ο δασμός για τη Νότια Κορέα, η οποία έχει ήδη πληγεί από τον δασμό 25 τοις εκατό για τα «ξενόφερτα» αυτοκίνητα, θα είναι 25 τοις εκατό. Και ο κατάλογος συνεχίζεται.

Σε όλες τις χώρες που δεν θα πληγούν με «αμοιβαίο δασμό» θα επιβληθεί δασμός 10% στις εξαγωγές τους, σε ένα μέτρο που αποσκοπεί, εν μέρει, στο να αποτρέψει τις εταιρείες από το να μεταφέρουν κάποιες από τις δραστηριότητές τους σε χώρες που δεν έχουν στοχοποιηθεί ειδικά από τις ΗΠΑ.

Ο Τραμπ ξεκίνησε την παρουσίαση του νέου δασμολογικού καθεστώτος στον Λευκό Οίκο με το συνηθισμένο πλέον παραλήρημά του κατά του υπόλοιπου κόσμου.

«Για δεκαετίες, η χώρα μας λεηλατήθηκε, λεηλατήθηκε, βιάστηκε και λεηλατήθηκε από έθνη κοντά και μακριά, τόσο από φίλους όσο και από εχθρούς», είπε, σημειώνοντας αργότερα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι φίλοι ήταν χειρότεροι από τους εχθρούς.

Για χρόνια, οι σκληρά εργαζόμενοι Αμερικανοί πολίτες αναγκάστηκαν να κάθονται στο περιθώριο, καθώς άλλα έθνη γίνονταν πλούσια και ισχυρά, σε μεγάλο βαθμό εις βάρος μας, αλλά τώρα είναι η σειρά μας να ευημερήσουμε.

Ωστόσο, οι επανειλημμένοι ισχυρισμοί του Τραμπ ότι τα δασμολογικά μέτρα θα δημιουργήσουν μια νέα χρυσή εποχή για τις ΗΠΑ είναι μια μυθοπλασία. Δεν θα μειώσουν τον πληθωρισμό, αλλά θα αυξήσουν τις τιμές σε ένα ευρύ φάσμα αγαθών. Οι δασμοί στα αυτοκίνητα θα αυξήσουν τις τιμές των αυτοκινήτων από 3.000 έως 10.000 δολάρια.

Χιλιάδες θέσεις εργασίας θα χαθούν, και όποια νέα εργοστάσια δημιουργηθούν στις ΗΠΑ θα είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοματοποιημένα, με μικρό εργατικό δυναμικό για να μειωθεί το κόστος.

Επιπλέον, το λεγόμενο προϊόν «αμερικανικής κατασκευής» είναι ανύπαρκτο. Κάθε αυτοκίνητο στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, είναι προϊόν ενός πολύπλοκου διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Για παράδειγμα, το φορτηγό Ford F-150 pickup, ένα από τα πρότυπα του θεωρούμενου ως «αμερικανικού» αυτοκινήτου, αποτελείται από χιλιάδες εξαρτήματα που εισάγονται από όλο τον κόσμο.

Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι το νέο δασμολογικό καθεστώς είναι μια μαγική πανάκεια που θα αποπληρώσει τόσο το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ όσο και το εμπορικό έλλειμμα.

Όμως οι εκτιμήσεις για τα αναμενόμενα έσοδα από τους δασμούς, σύμφωνα με την Capital Economics, είναι ότι το πολύ-πολύ να αποφέρουν περίπου 800 δισεκατομμύρια δολάρια.

Μόνο ο λογαριασμός των τόκων για το αμερικανικό χρέος, που σήμερα ανέρχεται σε περίπου 36 τρισεκατομμύρια δολάρια και αυξάνεται, ανέρχεται σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια κάθε χρόνο, καθώς γίνεται γρήγορα το μεγαλύτερο κονδύλι του προϋπολογισμού.

Οι εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ είναι εσωτερικά αντιφατικές. Από τη μία πλευρά, θέλει να διευρύνει τις εξαγωγικές αγορές των ΗΠΑ αποδυναμώνοντας την αξία του δολαρίου ΗΠΑ, καθιστώντας έτσι τα αμερικανικά προϊόντα φθηνότερα στις παγκόσμιες αγορές. Αλλά η διατήρηση του καθεστώτος του αποθεματικού νομίσματος, το οποίο ο Τραμπ θεωρεί υπαρξιακό ζήτημα για τις ΗΠΑ -η απώλειά του, όπως έχει πει, θα ήταν ισοδύναμη με την απώλεια ενός πολέμου- εξαρτάται από ένα ισχυρό δολάριο.

Επιπλέον, όσο κι αν ο Τραμπ αναπολεί τον πρόεδρο Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ και το δασμολογικό του καθεστώς στις αρχές του 20ού αιώνα, η αμερικανική οικονομία έχει προ πολλού ξεπεράσει τα εθνικά της σύνορα και εξαρτάται από μια επεκτεινόμενη παγκόσμια οικονομία.

Αλλά η παγκόσμια οικονομία, που ήδη βιώνει κάποιους από τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών, πρόκειται τώρα να δεχτεί άλλο ένα σημαντικό πλήγμα. Σύμφωνα με υπολογισμούς που δημοσιεύθηκαν νωρίτερα αυτή την εβδομάδα στους Financial Times, το συνολικό πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να είναι της τάξης των 1,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων εάν, όπως είναι προφανές, υπάρξουν αντίποινα (σ.μτφ. ήδη όλες οι εμπλεκόμενες χώρες ανακοίνωσαν κόντρα δασμούς στους δασμούς Τραμπ).

Συν τοις άλλοις, υπάρχει αυξανόμενη νευρικότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές -που βρίσκονται ήδη σε εύθραυστη κατάσταση λόγω της αύξησης του παγκόσμιου χρέους τόσο των κυβερνήσεων όσο και των επιχειρήσεων.

Αυτό εκφράστηκε στην επιστολή του Larry Fink, του διευθύνοντος συμβούλου της BlackRock, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο, προς τους μετόχους αυτή την εβδομάδα. Είπε ότι «ο προστατευτισμός έχει επιστρέψει δυναμικά» και ότι στις συζητήσεις του, οι άνθρωποι ήταν «πιο ανήσυχοι για την οικονομία από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην πρόσφατη ιστορία».

Η πρόσφατη ιστορία, πρέπει να σημειωθεί, περιλαμβάνει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τη χρηματοπιστωτική κρίση του Μαρτίου του 2020, η οποία είδε το πάγωμα της αγοράς ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου.

Ο Τραμπ επιβάλλει το σαρωτικό δασμολογικό καθεστώς βάσει του νόμου περί διεθνών οικονομικών εξουσιών έκτακτης ανάγκης του 1977, ο οποίος ψηφίστηκε επί δημοκρατικής κυβέρνησης Κάρτερ και του δίνει την εξουσία να κηρύξει εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης εάν υπάρχει μια «ασυνήθιστη και έκτακτη» απειλή από το εξωτερικό των ΗΠΑ που επηρεάζει την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική ή την οικονομία.

Το λεγόμενο ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος ανέφερε ότι η εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου και επίμονου εμπορικού ελλείμματος. Ήταν 918 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024, μια αύξηση 17% από το προηγούμενο έτος.

Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου κατέστησε σαφές ότι οι στρατιωτικές σκοπιμότητες αποτελούν κεντρική κινητήρια δύναμη του νέου δασμολογικού καθεστώτος. Οι «αμοιβαίοι δασμοί» στρέφονται κατά των χωρών «με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν τα μεγαλύτερα εμπορικά ελλείμματα», αλλά σχεδόν κάθε φορά που θίγονται οικονομικά θέματα στο έγγραφο, συνδέονται με στρατιωτικά ζητήματα.

Το έγγραφο αναφέρει ότι οι «ολέθριες» οικονομικές πολιτικές και πρακτικές των εμπορικών εταίρων υπονομεύουν την ικανότητα των ΗΠΑ να παράγουν αγαθά για το κοινό «και τον στρατό, απειλώντας την εθνική ασφάλεια».

Το ‘Made in America’, διακήρυττε, δεν είναι απλώς ένα σλόγκαν – είναι μια οικονομική προτεραιότητα και προτεραιότητα εθνικής ασφάλειας αυτής της κυβέρνησης.

Τα αμερικανικά αποθέματα στρατιωτικών αγαθών ήταν «πολύ χαμηλά για να είναι συμβατά με τα συμφέροντα της εθνικής άμυνας» και οι εξελίξεις στη βιοκατασκευή, τις μπαταρίες και τη μικροηλεκτρονική πρέπει να υπάρξουν, «για την υποστήριξη των αμυντικών αναγκών».

Εξηγώντας την εστίαση στους μη δασμολογικούς φραγμούς, ιδίως όσον αφορά την Κίνα, ανέφερε ότι αυτοί όχι μόνο υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ, αλλά και απείλησαν «την οικονομική και εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ αυξάνοντας την εξάρτησή μας από τις ελεγχόμενες από το εξωτερικό αλυσίδες εφοδιασμού για κρίσιμες βιομηχανίες, καθώς και για καθημερινά αγαθά».

Το ενημερωτικό δελτίο περιέγραφε τον κεντρικό πυρήνα του οικονομικού πολέμου.

“Το σημερινό διάταγμα περιέχει επίσης εξουσία τροποποίησης, η οποία επιτρέπει στον Πρόεδρο Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς εάν οι εμπορικοί εταίροι προβούν σε αντίποινα ή να μειώσει τους δασμούς εάν οι εμπορικοί εταίροι λάβουν σημαντικά μέτρα για την αποκατάσταση των μη αμοιβαίων εμπορικών ρυθμίσεων και την ευθυγράμμιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε θέματα οικονομίας και εθνικής ασφάλειας”.

Με άλλα λόγια, μπείτε στη σειρά ή θα χτυπηθείτε -και μάλιστα πιο σκληρά αν κουνήσετε το δάχτυλο.

Τα δασμολογικά μέτρα δεν είναι απλώς μια προετοιμασία για πόλεμο – είναι σίγουρα αυτό, και σε παλαιότερες εποχές θα μπορούσαν να θεωρηθούν πράξη πολέμου. Σήμερα, τα όρια μεταξύ των καταστάσεων πολέμου και ειρήνης είναι θολά, καθώς ο πόλεμος στο οικονομικό μέτωπο συνδέεται άμεσα με την επεκτατική προσπάθεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού – οι απειλές να γίνει ο Καναδάς το 51ο κράτος, οι συνεχιζόμενες επιχειρήσεις για την κατάληψη της Γροιλανδίας και οι αυξημένοι βομβαρδισμοί των Χούθι στην Υεμένη, είναι μερικές μόνο εικόνες αυτής της επεκτατικής προσπάθειας.

Πηγή: World Socialist Web Site

Μετάφραση: antapocrisis

Πίσω από τον κλιμακούμενο δασμολογικό πόλεμο του Τραμπ: Μια συνέντευξη με τον μαρξιστή οικονομολόγο Michael Roberts

Σε αυτή τη συνέντευξη με τον Federico Fuentes για το Διεθνές Περιοδικό Σοσιαλιστικής Ανανέωσης LINKS, ο Roberts δίνει την άποψή του για την πρόσφατη δέσμη δασμών που ανακοίνωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump στις 2 Απριλίου, την οποία ο Trump ονόμασε «Ημέρα Απελευθέρωσης», αλλά η Wall Street Journal τη χαρακτήρισε ως «τον πιο ηλίθιο εμπορικό πόλεμο στην ιστορία». Ο Roberts περιγράφει πώς οι δασμοί εντάσσονται στο ευρύτερο σχέδιο του Trump για την επαναβεβαίωση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ και πώς θα μπορούσε να συγκροτηθεί μια αριστερή απάντηση.

Θα μπορούσατε να εξηγήσετε τη σημασία και τα κίνητρα των νέων δασμών του Τραμπ; Είναι πιθανό να επιτύχουν αυτό που θέλει ο Τραμπ;

Οι αυξήσεις των δασμών του Τραμπ στις εισαγωγές αγαθών των ΗΠΑ είναι οι μεγαλύτερες εδώ και περισσότερα από 130 χρόνια, αυξάνοντας τον πραγματικό μέσο δασμολογικό συντελεστή σε πάνω από 25%. Αυτό θα πλήξει σοβαρά τις εξαγωγές αγαθών προς τις ΗΠΑ από φτωχές χώρες του «Παγκόσμιου Νότου», οι οποίες δεν εξαιρούνται. Αντιθέτως, μια χώρα όπως το Βιετνάμ αντιμετωπίζει αύξηση δασμών κατά 45%, ενώ η Κίνα αντιμετωπίζει αύξηση δασμών κατά 59%. Όλες οι χώρες δέχονται αύξηση των δασμών κατά 10%, ακόμη και αν οι ΗΠΑ δεν έχουν εμπορικό έλλειμμα μαζί τους.

Η κυβέρνηση Τραμπ ισχυρίζεται ότι αυτές οι αυξήσεις δασμών είναι απαραίτητες για να τερματιστεί η «ληστεία» της αμερικανικής παραγωγής από άλλες χώρες μέσω «κακών πρακτικών», άδικων φόρων, ποσοστώσεων και επιδοτήσεων. Στόχος είναι να μειωθεί ή να εξαλειφθεί το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ και να αναγκαστούν οι ξένοι κατασκευαστές να επενδύσουν και να πωλούν απευθείας στις ΗΠΑ. Ο στόχος είναι επίσης να δοθεί η δυνατότητα στους εγχώριους κατασκευαστές των ΗΠΑ να αντικαταστήσουν τα ξένα προϊόντα με προϊόντα αμερικανικής κατασκευής – και έτσι να «κάνουν την Αμερική μεγάλη ξανά».

Αυτό είναι ανοησία. Οι ΗΠΑ άρχισαν να εμφανίζουν εμπορικό έλλειμμα με άλλες χώρες τη δεκαετία του 1980, επειδή η αμερικανική μεταποίηση μετέφερε τις δραστηριότητές της στον Παγκόσμιο Νότο και τον Καναδά, προκειμένου να επωφεληθεί από το φθηνό εργατικό δυναμικό και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Μεγάλο μέρος των αγαθών που εξάγονται στις ΗΠΑ προέρχεται από αμερικανικές εταιρείες με έδρα το Μεξικό, τον Καναδά, την Κίνα κ.λπ. Το Βιετνάμ εξάγει εκατομμύρια παπούτσια στις ΗΠΑ, τα οποία κατασκευάζονται σε 59 εργοστάσια της Nike που ανήκουν στις ΗΠΑ εκεί. Η Tesla κατασκευάζει τα περισσότερα από τα ηλεκτρικά της αυτοκίνητα στην Κίνα. Το κόστος παραγωγής των ΗΠΑ στο εσωτερικό είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι στο εξωτερικό, όχι μόνο επειδή η εργασία είναι ακριβότερη, αλλά επειδή η παραγωγικότητα στο εξωτερικό αυξάνεται πολύ ταχύτερα με τις νέες τεχνολογίες, ιδίως στην Κίνα.

Αυτό που θα κάνουν αυτοί οι δασμοί είναι, πρώτον, να μειώσουν τις εισαγωγές αναγκαίων αγαθών για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ, ή/και να αυξήσουν τις τιμές τους. Έτσι, η οικονομία των ΗΠΑ θα πληγεί. Δεύτερον, αν υπάρξουν αντίποινα – όπως και ήδη υπάρχουν- τότε οι αμερικανικές εξαγωγές θα υποφέρουν ανάλογα, με αποτέλεσμα να μην αλλάξει σχεδόν καθόλου το έλλειμμα ισοζυγίου των ΗΠΑ. Ένας σπειροειδής εμπορικός πόλεμος θα μειώσει την ανάπτυξη, θα αυξήσει τον πληθωρισμό και θα οδηγήσει σε ύφεση τις ΗΠΑ και άλλες οικονομίες που βρίσκονται ήδη στο χείλος του γκρεμού.

Υποστηρίζουν οι καπιταλιστές των ΗΠΑ τους δασμούς του Τραμπ;

Η άρχουσα ελίτ του χρηματοπιστωτικού τομέα και των μεγάλων επιχειρήσεων βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Ήλπιζαν ότι ο Τραμπ θα χρησιμοποιούσε απλώς τις αυξήσεις των δασμών ως όπλο για να διαπραγματευτεί παραχωρήσεις στο εμπόριο, τις επενδύσεις και την τεχνολογία. Αυτό ισχύει μόνο εν μέρει. Τώρα συνειδητοποιούν ότι αυτοί οι δασμοί είναι πιθανό να παραμείνουν. Ως αποτέλεσμα, το αμερικανικό χρηματιστήριο κατέρρευσε. Οι τιμές των μετοχών των κορυφαίων εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης και τεχνολογίας – των λεγόμενων Magnificent Seven (Apple, Microsoft, Google, Amazon, Nvidia, Meta (Facebook) και Tesla) – έπεσαν ακόμη περισσότερο, ενώ ακόμη και το δολάριο ΗΠΑ υποχώρησε. Οι οικονομολόγοι της επικρατούσας τάσης καταδικάζουν σχεδόν ομόφωνα τους δασμούς του Τραμπ.

Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει πολιτικές κινήσεις από την άρχουσα ελίτ εναντίον του, παρόλο που οι δημοσκοπήσεις είναι αρνητικές προς τον Τραμπ. Φοβούνται τις ομάδες των Τραμπιστών. Οι Δημοκρατικοί σιωπούν, οι επενδυτικές τράπεζες είναι ήσυχες και οι πετρελαϊκές εταιρείες είναι ενθαρρυντικές. Μόνο οι Αμερικανοί αγρότες θρηνούν για το φόβο των αντιποίνων της Κίνας και άλλων χωρών στις αγροτικές εξαγωγές των ΗΠΑ. Εδώ, ο Τραμπ έχει αφήσει υπονοούμενα για ένα πακέτο διάσωσης. Έχει επίσης αποφύγει τους δασμούς κατά του Καναδά και του Μεξικού για τις εισαγωγές αυτοκινήτων (καθώς μεγάλο μέρος αυτών προέρχεται από αμερικανικές εταιρείες που εδρεύουν στην άλλη πλευρά των συνόρων). Προς το παρόν, η άρχουσα ελίτ έχει παραλύσει.

Πώς εντάσσονται αυτοί οι δασμοί στην ευρύτερη εξωτερική πολιτική του Τραμπ, ιδίως στην αυξανόμενη αντιπαράθεση με την Κίνα;

Υπάρχει κάποια μέθοδος στην τρέλα του Τραμπ. Θέλει να διατηρήσει τις ΗΠΑ ως ηγεμονική δύναμη στον κόσμο, αλλά όχι πλέον προσπαθώντας να «αστυνομεύσει» τον κόσμο, όπως έκαναν οι Δημοκρατικοί. Ο Τραμπ θέλει να επιστρέψει στο Δόγμα Μονρόε. Το 1823, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέιμς Μονρό πρότεινε στους Ευρωπαίους αποίκους να μείνουν μακριά από τη Λατινική Αμερική και να αφήσουν το δυτικό ημισφαίριο στις ΗΠΑ. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, η Λατινική Αμερική είχε γίνει η «πίσω αυλή» της. Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ επέκτειναν τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες τους στον Ειρηνικό μέχρι τις Φιλιππίνες και τα έβαλαν με την ανερχόμενη Ιαπωνία, γεγονός που τελικά οδήγησε στο Περλ Χάρμπορ και στην είσοδο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σήμερα, ο Τραμπ θέλει να παρατήσει την Ευρώπη και να την αφήσει να ασχοληθεί με τη Ρωσία, ενώ επιτρέπει στο Ισραήλ να φροντίσει τη Μέση Ανατολή και να ασχοληθεί με το Ιράν. Ο στόχος είναι να επιτρέψουν στις ΗΠΑ να επικεντρωθούν στην εντατικοποίηση των προσπαθειών να στραγγαλίσουν την κινεζική οικονομία και να επιβάλουν μια ενδεχόμενη «αλλαγή καθεστώτος» για να μετατρέψουν την Κίνα σε μαριονέτα των ΗΠΑ, όπως έγινε η Ιαπωνία. Δυστυχώς για τον ίδιο και αυτό το Δόγμα Μονρόε+, μπορεί να είναι πολύ αργά για να σταματήσει η άνοδος της Κίνας, ακόμη και με αυξήσεις δασμών κατά 60%.

Για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δεκαετιών, οι ΗΠΑ ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτό που συχνά αποκαλείται «παγκοσμιοποίηση», η οποία επιδίωξε να μειώσει τους εμπορικούς φραγμούς. Μήπως αυτοί οι δασμοί σημαίνουν το τέλος της «παγκοσμιοποίησης»;

Το κύμα παγκοσμιοποίησης των δεκαετιών του 1990 και του 2000 έληξε με τη Μεγάλη Ύφεση του 2008-9. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, το παγκόσμιο εμπόριο ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο, ιδίως το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών. Οι δασμοί του Τραμπ θα το επιδεινώσουν αυτό. Κατά τις δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης, οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες μετέφεραν την παραγωγή τους στο εξωτερικό και τσέπωναν τα κέρδη τους σε σκόπιμα κατασκευασμένους φορολογικούς παραδείσους. Οι ροές κεφαλαίου επιταχύνθηκαν μεταξύ των μεγάλων οικονομιών, αλλά αύξησαν επίσης την εκμετάλλευση του Παγκόσμιου Νότου. Αλλά στη μακρά ύφεση της δεκαετίας του 2010 και στη δεκαετία του 2020, οι ροές κεφαλαίων έχουν επίσης υποχωρήσει.

Εάν οι δασμοί του Τραμπ δείχνουν προς την κατεύθυνση της περαιτέρω οικονομικής αποσύνδεσης, θα μπορούσε αυτό να δημιουργήσει χώρο για τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου να ακολουθήσουν πιο αυτόνομες στρατηγικές ανάπτυξης;

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η «αποσύνδεση» -δηλαδή η σχετική μείωση των εμπορικών και κεφαλαιακών ροών μεταξύ των χωρών του Παγκόσμιου Νότου και των ιμπεριαλιστικών χωρών του πυρήνα- θα επιτρέψει στις μεγάλες χώρες του Παγκόσμιου Νότου να εισαγάγουν πιο προοδευτικές οικονομικές «βιομηχανικές στρατηγικές», να ξεφύγουν από τη μέγγενη του ιμπεριαλισμού και να αρχίσουν να «καλύπτουν τη διαφορά». Είμαι επιφυλακτικός. Ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ έχει αποδυναμωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό εξηγεί εν μέρει την άνοδο του Τραμπ. Αλλά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη οικονομική δύναμη (το δολάριο εξακολουθεί να κυριαρχεί) και η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο. Εξακολουθούν να έχουν την υποστήριξη (ως επί το πλείστον) των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών.

Η εναλλακτική ομάδα BRICS [υπό την ηγεσία της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Κίνας και της Νότιας Αφρικής] είναι ποικιλόμορφη πολιτικά και οικονομικά και δεν έχει πραγματική οικονομική ή στρατιωτική επιρροή. Οι περισσότερες χώρες BRICS διοικούνται από αυταρχικές δικτατορίες (Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Σαουδική Αραβία) ή αδύναμα νεοφιλελεύθερα καπιταλιστικά καθεστώτα (Νότια Αφρική, Ινδία) που δεν εκπροσωπούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Η ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και η επιδίωξη μιας ανεξάρτητης οικονομικής ανάπτυξης θα απαιτούσε δημόσια ιδιοκτησία στους κύριους τομείς αυτών των οικονομιών, προγραμματισμένες κρατικά καθοδηγούμενες επενδύσεις, δημοκρατία της εργατικής τάξης και μια διεθνιστική εξωτερική πολιτική, κάτι που δεν υπάρχει, ούτε καν στην Κίνα. Αντίθετα, οι ηγέτες των BRICS αντιτίθενται σθεναρά σε τέτοιες πολιτικές.

Ο Τραμπ έχει εμφανίσει τους δασμούς του ως έναν τρόπο για να «φέρει πίσω τις θέσεις εργασίας» και να «προστατεύσει τους εργαζόμενους των ΗΠΑ». Ποια θέση πρέπει να πάρουν οι δυνάμεις της εργατικής τάξης απέναντι σε αυτούς τους δασμούς και στη συζήτηση για ανταποδοτικούς δασμούς από άλλες χώρες, είτε στον Παγκόσμιο Βορρά είτε στον Νότο;

Πολλοί συνδικαλιστικοί ηγέτες των ΗΠΑ υποστηρίζουν τους δασμούς με την πεποίθηση ότι αυτό θα προσφέρει περισσότερες θέσεις εργασίας και θα αναζωογονήσει τις εγχώριες βιομηχανίες. Αυτό είναι λάθος, διότι οι δασμοί θα μειώσουν μόνο τις αμερικανικές εξαγωγές, θα επιταχύνουν τον πληθωρισμό και θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ προς την ύφεση. Επιπλέον, ο Τραμπ ετοιμάζει τεράστιες φοροελαφρύνσεις για τους πλούσιους, οι οποίες θα πληρωθούν με τεράστιες περικοπές στις κρατικές υπηρεσίες, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την πρόνοια.

Οι εργατικοί ηγέτες των ΗΠΑ θα πρέπει: να αντιταχθούν σε όλες τις περικοπές υπηρεσιών, να απαιτήσουν υψηλότερους φόρους στους πλούσιους και τις μεγάλες επιχειρήσεις και να ζητήσουν την εξαγορά των τραπεζών και των Magnificent Seven, μαζί με την ανάπτυξη ενός επενδυτικού σχεδίου υπό την ηγεσία του κράτους για την ενίσχυση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας. Οι ηγέτες των εργαζομένων θα πρέπει να αντιταχθούν στις εθνικιστικές, προστατευτικές και αντιμεταναστευτικές πολιτικές και να επιδιώξουν τη δημιουργία συμμαχιών και τη χάραξη κοινών πολιτικών με τους εργαζόμενους σε άλλες χώρες.

Στον Παγκόσμιο Νότο, οι ηγέτες των εργαζομένων θα πρέπει όχι μόνο να αντιταχθούν στους δασμούς αλλά και να απαιτήσουν το τέλος του καπιταλιστικού ελέγχου των οικονομιών τους. Θα πρέπει να συνδεθούν με τις οργανώσεις των εργαζομένων στον Παγκόσμιο Βορρά για να καθιερώσουν κοινές πολιτικές για το ελεύθερο εμπόριο, τον τερματισμό των καταπιεστικών χρεών και αποτελεσματικά μέτρα για τον έλεγχο του κλίματος, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη ήδη αποδεκατίζει περιοχές σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πηγή: LINKS

Μετάφραση: antapocrisis

Γερμανία: το τέλος της ηγεμονίας στην ΕΕ;

Το παρακάτω άρθρο του οικονομολόγου Michael Roberts γράφηκε πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών στη Θουριγγία και τη Σαξονία όπου η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” κατέκτησε την πρώτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα ενώ τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού υπέστησαν συντριβή. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη βασική εκτίμηση του άρθρου, ότι η Γερμανία διέρχεται βαθιά οικονομική κρίση που παράγει πολιτικές ανατροπές και κρίση ηγεμονίας στην ΕΕ. Ανεξάρτητα από επιμέρους εκτιμήσεις στις οποίες μπορεί κανείς να διατηρεί επιφυλάξεις, ο Roberts θέτει επί τάπητος τη βασική πλευρά της κρίσης σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στη Γερμανία και στη Γαλλία που δεν είναι άλλος από την οικονομική στασιμότητα. Τόσο η πανδημία, όσο και κυρίως ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν κοστίσει ανυπολόγιστα στην Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία που ως χώρα παραγωγός λυγίζει κάτω από την ενεργειακή ακρίβεια την οποία επέβαλαν οι βλέψεις της Ουάσινγκτον στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Σήμερα (στμ 1/9/2024) διεξάγονται εκλογές σε δύο μεγάλα επαρχιακά κρατίδια (Lander) στην ανατολική Γερμανία Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι προηγούνται τα ευρωσκεπτικιστικά, αντιμεταναστευτικά, ρωσόφιλα κόμματα, τόσο της ακροδεξιάς όσο και της νέας αριστεράς. Τα κόμματα του σημερινού ομοσπονδιακού συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των λεγόμενων Ελεύθερων Δημοκρατών αποδεκατίζονται σε σημείο ανυπαρξίας σε αυτά τα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Τα τρία ανατολικά κρατίδια μαζί φιλοξενούν περίπου 8,5 εκατομμύρια ανθρώπους, αποτελώντας το 10% του πληθυσμού της Γερμανίας. Αλλά δεν είναι μόνο σε αυτά τα κρατίδια που το «κέντρο» της γερμανικής πολιτικής καταρρέει. Τα τρία κόμματα της κυβέρνησης συνασπισμού του καγκελάριου Σολτς είδαν το συνδυασμένο ποσοστό τους να πέφτει από πάνω από το 50% στα τέλη του 2021, σε λιγότερο από το ένα τρίτο σήμερα.

Σε αυτές τις εκλογές στο κρατίδιο, το δεξιό ισλαμοφοβικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) αναμένεται να συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 30% στη Θουριγγία και τη Σαξονία, με την προοπτική να κερδίσει την εξουσία στην πρώτη. Ο Bjorn Höcke, ο οποίος έχει ήδη καταδικαστεί δύο φορές για τη χρήση απαγορευμένων ναζιστικών συνθημάτων, είναι ο ηγέτης του AfD στη Θουριγγία. Αλλά και ένα νέο αριστερό κόμμα, με το ομώνυμο όνομα Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW), αναμένεται να λάβει έως και 15-20% των ψήφων.

Η Γερμανία αντιμετωπίζει μια έξαρση της μετανάστευσης, καθώς ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου έφτασε τις 334.000 το 2023. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 56% των Γερμανών δήλωσε ότι φοβάται ότι μπορεί να κατακλυστεί από τη μετανάστευση. Φαίνεται λοιπόν ότι η μετανάστευση και ο ρατσισμός είναι οι κινητήριοι μοχλοί της ανόδου του ακροδεξιού AfD. Αλλά η ειρωνεία είναι ότι η ψήφος του AfD βελτιώθηκε κυρίως σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας όπου η μετανάστευση ήταν σχετικά χαμηλή -είναι ο φόβος και όχι η πραγματικότητα που οδηγεί σε τέτοιες προκαταλήψεις και αντιδράσεις.

Εξάλλου, οι Γερμανοί έχουν συνηθίσει τους μετανάστες. Η Γερμανία είναι ο δεύτερος πιο δημοφιλής μεταναστευτικός προορισμός στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ. Πάνω από ένας στους πέντε Γερμανούς (ή περίπου 18,6 εκατομμύρια) έχει τουλάχιστον εν μέρει ρίζες εκτός της χώρας. Αλλά το ζήτημα της μετανάστευσης έγινε τεράστιο ζήτημα στη Γερμανία λόγω της καταστροφής στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία που οδήγησε σε μαζική και γρήγορη εισροή προσφύγων, περίπου 2 εκατ. τα τελευταία δύο χρόνια στη Γερμανία. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες τοποθετήθηκαν στις φτωχότερες περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, που ήδη βρίσκονται υπό την πίεση της φτωχότερης στέγασης, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών.

Η άλλη ειρωνεία είναι ότι η συμπρόεδρος του AfD δεν είναι φτωχή λαϊκίστρια προερχόμενη από τον λαό, αλλά αντίθετα η Alice Weidel είναι πρώην οικονομολόγος της Goldman Sachs και σύμβουλος χρηματοοικονομικών – σαν τον άλλον μεταρρυθμιστή «λαϊκιστή» ηγέτη του Ηνωμένου Βασιλείου Nigel Farage, ο οποίος είναι χρηματιστής. Αυτοί οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου δεν έχουν καμία σχέση με τους απλούς ψηφοφόρους τους, αλλά προσπαθούν να ανέλθουν στην εξουσία με βάση την προκατάληψη και την ψευδολογία. Το φαινόμενο των «λαϊκιστικών» δεξιών εθνικιστικών κομμάτων δεν περιορίζεται στη Γερμανία. Στη Γαλλία υπάρχει ο Εθνικός Συναγερμός, στο Ηνωμένο Βασίλειο το κόμμα της Μεταρρύθμισης και στην Ιταλία έχουμε τους Αδελφούς της Ιταλίας που βρίσκονται πραγματικά στην εξουσία. Πράγματι, σχεδόν σε όλα τα κράτη της ΕΕ, υπάρχουν κόμματα αντίδρασης που συγκεντρώνουν γύρω στο 10-15% των ψήφων, όπως επιβεβαίωσαν οι πρόσφατες εκλογές της Συνέλευσης της ΕΕ.

Για μένα, όλα αυτά είναι προϊόν της Μακράς Κρίσης στις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-9, η οποία έχει πλήξει τους φτωχότερους και λιγότερο οργανωμένους πληθυσμούς της εργατικής τάξης, μαζί με τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους. Έχουν στραφεί στον «εθνικισμό» για μια απάντηση, θεωρώντας ότι οι αιτίες της κατάρρευσής τους είναι οι μετανάστες, οι ελεημοσύνες προς άλλες χώρες της ΕΕ και οι μεγάλες επιχειρήσεις – με αυτή τη σειρά.

Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί περισσότερο στη Γερμανία εξαιτίας των επακόλουθων επιπτώσεων της πανδημικής ύφεσης και του πολέμου στην Ουκρανία. Η μεγάλη παραγωγική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, έχει ακινητοποιηθεί μετά την πανδημία. Και οι ψήφοι για τα παραδοσιακά κόμματα έχουν καταποντιστεί μαζί της.

Η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας αποκάλυψε το υποκείμενο ζήτημα της «διπλής αγοράς εργασίας» με ένα ολόκληρο στρώμα προσωρινών εργαζομένων μερικής απασχόλησης για τις γερμανικές επιχειρήσεις με πολύ χαμηλούς μισθούς. Περίπου το ένα τέταρτο του γερμανικού εργατικού δυναμικού λαμβάνει σήμερα μισθό «χαμηλού εισοδήματος», σύμφωνα με τον κοινό ορισμό, ο οποίος είναι μικρότερος από τα δύο τρίτα του μέσου όρου, ποσοστό που είναι υψηλότερο και από τις 17 ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από τη Λιθουανία. Αυτό το φθηνό εργατικό δυναμικό, συγκεντρωμένο στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, βρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με τον τεράστιο αριθμό προσφύγων που καταφθάνουν τα τελευταία δύο χρόνια. Έτσι πολλοί ψηφοφόροι της ανατολικής Γερμανίας πιστεύουν ότι το πρόβλημα είναι η μετανάστευση.

Αλλά κάτω από τη βιτρίνα βρίσκεται η επιδείνωση της γερμανικής οικονομίας, που πλήττει ιδιαίτερα την ανατολική χώρα. Η Γερμανία είναι το πολυπληθέστερο κράτος της ΕΕ και η βασική οικονομική της δύναμη, καθώς αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% του ΑΕΠ του μπλοκ. Η μεταποίηση εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το 23% της γερμανικής οικονομίας, σε σύγκριση με το 12% στις ΗΠΑ και το 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και η μεταποίηση απασχολεί το 19% του γερμανικού εργατικού δυναμικού, έναντι 10% στις ΗΠΑ και 9% στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αλλά αυτή η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε ύφεση. Το πραγματικό ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 μειώθηκε κατά 0,1% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2024 και κατά το ίδιο ποσό σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Πράγματι, το πραγματικό ΑΕΠ της Γερμανίας δεν παρουσίασε καμία αύξηση για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα και έχει πραγματικά μείνει στάσιμο τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Η γερμανική κυβέρνηση ακολούθησε δουλοπρεπώς τις πολιτικές της δυτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ και τερμάτισε την εξάρτησή της από τη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία –μάλιστα συμφώνησε ακόμη και με την ανατίναξη του ζωτικού αγωγού φυσικού αερίου Nordstream. Το ενεργειακό κόστος έχει εκτοξευθεί στα ύψη για τα γερμανικά νοικοκυριά.

Πράγματι, οι πραγματικοί μισθοί στη Γερμανία εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, όπως και σε πολλές χώρες της ΕΕ.

Αλλά πιο σημαντικό για το γερμανικό κεφάλαιο είναι το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος για τους κατασκευαστές. Το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο (DIHK) σχολιάζει: “Οι υψηλές τιμές της ενέργειας επηρεάζουν επίσης τις επενδυτικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων και συνεπώς την ικανότητά τους να καινοτομούν. Περισσότερο από το ένα τρίτο των βιομηχανικών επιχειρήσεων δηλώνουν ότι είναι σε θέση να επενδύσουν σήμερα λιγότερο σε βασικές επιχειρησιακές διαδικασίες λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας. Το ένα τέταρτο δηλώνει ότι μπορεί να ασχοληθεί με την προστασία του κλίματος με λιγότερους πόρους και το ένα πέμπτο των βιομηχανικών εταιρειών πρέπει να αναβάλει τις επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία». «Εκτός από τη σχεδιαζόμενη μετεγκατάσταση της παραγωγής, αυτό αποτελεί άλλη μια οξεία απειλή για τη Γερμανία ως βιομηχανική τοποθεσία», προειδοποιεί ο Achim Dercks (DIHK). «Εάν οι ίδιες οι εταιρείες δεν επενδύουν πλέον στις βασικές τους διαδικασίες, αυτό θα ισοδυναμεί με σταδιακή αποσύνθεση».

Το περασμένο καλοκαίρι, το ΔΝΤ υπολόγιζε ότι αυτό το αυξανόμενο κόστος θα μείωνε τη δυνητική οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας έως και 1,25% ετησίως, «ανάλογα με την τελική
μέγεθος του σοκ των ενεργειακών τιμών και το βαθμό στον οποίο η αυξημένη ενεργειακή απόδοση μπορεί να το μετριάσει».

Τα τελευταία τρία χρόνια, η μεταποιητική δραστηριότητα έχει καταρρεύσει.

Επίσης, η ανάκαμψη της κερδοφορίας για το γερμανικό κεφάλαιο από την αρχή του ευρώ, η μετεγκατάσταση βιομηχανικού δυναμικού στα ανατολικά της ΕΕ και οι χαμηλοί μισθοί για μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού έχουν τελειώσει. Η κερδοφορία του γερμανικού κεφαλαίου άρχισε να μειώνεται στη Μεγάλη Ύφεση και μέσω της Μακράς Κρίσης της δεκαετίας του 2010. Αλλά η μεγαλύτερη πτώση ήρθε στην πανδημία και η κερδοφορία βρίσκεται τώρα σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.


Πηγή: EWPT 7.0 και βάση δεδομένων AMECO.

Ακόμη χειρότερα, η μάζα των κερδών έχει επίσης αρχίσει να μειώνεται, καθώς το αυξανόμενο κόστος παραγωγής (ενέργεια, μεταφορές, εξαρτήματα) κατατρώει τα έσοδα. Και όταν τα συνολικά κέρδη μειώνονται, θα ακολουθήσει κατάρρευση των επενδύσεων και ύφεση.

Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ένα υποκατάστατο των επενδύσεων) συρρικνώνεται.

Αυτό με φέρνει στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι ότι η κατάντια της Γερμανίας οφείλεται στην έλλειψη καταναλωτικής ζήτησης και στην «υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα». Υποστηρίζεται ότι το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας (εξαγωγές έναντι εισαγωγών) δείχνει μια «ανισορροπία» στην οικονομία που θα πρέπει να διορθωθεί με την αύξηση της κατανάλωσης.

Αυτό όμως είναι ανοησία. Αν εξετάσουμε τις συνιστώσες του γερμανικού πραγματικού ΑΕΠ από την έναρξη της πανδημικής ύφεσης το 2020, μπορούμε να δούμε ότι η ύφεση της Γερμανίας δεν ήταν αποτέλεσμα της ύφεσης της κατανάλωσης (αύξηση 1%), αλλά των επενδύσεων. Η πτώση της κερδοφορίας και των κερδών οδήγησε σε πτώση των επενδύσεων (πτώση 7%).

Επίσης, η Γερμανία δεν «πλημμυρίζει» τον κόσμο με τις εξαγωγές της. Το εμπορικό πλεόνασμα με τον υπόλοιπο κόσμο είναι σχεδόν αμετάβλητο στα 20 δισ. ευρώ ετησίως, όπως και στα χρόνια της δεκαετίας του 2010.

Οι εξαγωγές αγαθών είναι λίγο πολύ σταθερές- οι εισαγωγές είναι αυτές που μειώθηκαν μετά την πανδημία, καθώς οι Γερμανοί κατασκευαστές περιόρισαν την παραγωγή και τη χρήση πρώτων υλών και εξαρτημάτων.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν απότομα για να προσπαθήσουν να μετριάσουν τον αντίκτυπο της απώλειας θέσεων εργασίας και μισθών. Αλλά μόλις τελείωσε αυτό, η κυβέρνηση συνασπισμού εφάρμοσε μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας, υποτίθεται για να συμμορφωθεί με τις αυστηρές επιταγές της Επιτροπής της ΕΕ και το γερμανικό σύνταγμα που ορίζει ότι το κράτος «μπορεί να ξοδεύει μόνο όσα χρήματα κερδίζει».

Η κυβέρνηση πάγωσε τα σχέδια χρηματοδότησης για το κλίμα και τον εκσυγχρονισμό και κάλυψε με μέτρα λιτότητας μια «τρύπα» 17 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της. Αυτό περιελάμβανε την κατάργηση της επιδότησης ντίζελ για τα γεωργικά οχήματα, η οποία προκάλεσε οργισμένες διαμαρτυρίες των αγροτών. Τρακτέρ εισέβαλαν σε πόλεις και απέκλεισαν αρκετούς κόμβους αυτοκινητοδρόμων. Η αναστάτωση για εκατομμύρια μετακινούμενους επιδεινώθηκε από την απεργία των μηχανοδηγών στο υπό διάλυση ιδιωτικοποιημένο σιδηροδρομικό σύστημα.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είναι ο ηγέτης του μικρού νεοφιλελεύθερου κόμματος της «ελεύθερης αγοράς» FDP, επιμένει στην περικοπή των κοινωνικών δαπανών (πλήττοντας ιδιαίτερα τις χώρες της ανατολικής Γερμανίας). Ο Λίντνερ θέλει να περικόψει τις κρατικές δαπάνες έως και κατά 50 δισεκατομμύρια ευρώ!

Αυτό που δείχνουν όλα αυτά είναι ότι ακόμη και ο γερμανικός καπιταλισμός, η πιο επιτυχημένη προηγμένη καπιταλιστική οικονομία στην Ευρώπη, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις διχαστικές δυνάμεις της Μακράς Ύφεσης. Αλλά δείχνει επίσης ότι η δουλοπρεπής παρακολούθηση των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού από τη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού στο όνομα της «δυτικής δημοκρατίας» για την Ουκρανία και το Ισραήλ καταστρέφει την ηγεμονία του γερμανικού κεφαλαίου και το βιοτικό επίπεδο των φτωχότερων πολιτών της. Δεν είναι περίεργο που οι φωνές του εθνικισμού και της αντίδρασης κερδίζουν έδαφος.

Πηγή: The Next Recession

Μετάφραση: antapocrisis

“Αποκάλυψη Τώρα” ή αργότερα; Τι σημαίνει η κατάρρευση των χρηματιστηρίων και τι φοβάται περισσότερο η Κεντρική Τράπεζα (Fed) των ΗΠΑ.

Η αμερικανική οικονομία είναι υπερβολικά χρηματιστικοποιημένη για να αντέξει οποιαδήποτε διαρκή πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων

Στις αγορές επικρατεί μακελειό και τα πράγματα κινούνται με τη δύναμη ενός τσουνάμι.

Ο ιαπωνικός Nikkei 225 έπεσε πάνω από 12% τη Δευτέρα[1], στη μεγαλύτερη πτώση μιας ημέρας από τη «Μαύρη Δευτέρα» του 1987[2]. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Dow έχει πέσει περίπου 1.000 μονάδες, ενώ ο Nasdaq έχει καταρρεύσει σχεδόν 4% σε αυτό που έχει εξελιχθεί σε ένα παγκόσμιο ξέσπασμα της αγοράς[3].

Τα ερεθίσματα που πυροδότησαν το ξεπούλημα είναι αρκετά ξεκάθαρα και έχουν καλυφθεί επαρκώς από τα οικονομικά μέσα ενημέρωσης. Η απογοητευτική έκθεση της Παρασκευής για την απασχόληση στις ΗΠΑ πυροδότησε φόβους για ύφεση στις ΗΠΑ. Το άλλοτε φλογερό, αλλά υπερβολικά μοχλευμένο[4] και υπερτιμημένο trading[5] σε εταιρείες ‘Τεχνητής Νοημοσύνης’ (ΑΙ) πήγε κατά διαόλου, γεγονός που οδήγησε σε λουτρό αίματος για τις μετοχές της τεχνολογίας.

Για την τελευταία εξέλιξη ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό το σπάσιμο του μαζικού carry-trade[6] μεταξύ δολαρίου και γεν – όπου οι επενδυτές δανείζονταν φθηνά σε γεν και επένδυαν σε περιουσιακά στοιχεία των ΗΠΑ με υψηλότερη απόδοση. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί περίπου ως ένα μεγάλο αρμπιτράζ επιτοκίων: Δανεισμός με χαμηλά επιτόκια και δανειοδότηση (επένδυση) με υψηλότερα επιτόκια. Αλλά όταν η Τράπεζα της Ιαπωνίας αύξησε τα επιτόκια στις 31 Ιουλίου και, ίσως ακόμη πιο σημαντικό, σηματοδότησε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες αυξήσεις, επακολούθησε μια μαζική παραίτηση από αυτές τις θέσεις carry-trade. Αυτό αντηχεί στις αγορές και οδήγησε σε πολλά margin calls[7]. Και δεδομένου ότι οι επενδυτές συχνά πρέπει να πουλήσουν άλλα περιουσιακά στοιχεία για να ανταποκριθούν στα margin calls, αυτό δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις πωλήσεων.

Η πρόβλεψη για το πού μπορεί να κατευθυνθούν οι αγορές τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες είναι ένα επικίνδυνο εγχείρημα που δεν θα αποτολμήσω. Πολλοί επενδυτές προσπαθούν βέβαια να πιάσουν το παροιμιώδες ‘μαχαίρι που πέφτει’—δηλαδή να αγοράσουν κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά από μια απότομη πώληση. Ορισμένοι αναλυτές λένε ήδη ότι ο πανικός είναι υπερβολικός και ότι τα πράγματα θα σταθεροποιηθούν σύντομα. Αν είχα μεγάλη βεβαιότητα για το πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα βραχυπρόθεσμα, θα έκανα απλά συναλλαγές στην αγορά, και δεν θα έγραφα γι’ αυτήν.

Αντί λοιπόν να ψάχνουμε στο σκοτάδι με μια πρόβλεψη, ας προσπαθήσουμε να βρούμε τρόπο να σκεφτούμε για όσα συμβαίνουν. Και είναι πάντα καλό να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να προσπαθούμε να βρούμε την άποψη «από ψηλά» μέσα στην τρικυμία. Πρώτον, έχουμε το προφανές: Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια αρκετά κλασική περίπτωση απεμπλοκής θέσεων και όχι για μια αντίδραση σε οικονομικό σοκ. Πολλοί επενδυτές μετοχών είχαν μπλέξει πολύ βαθιά κυνηγώντας τη φούσκα των μετοχών τεχνολογίας – και πολλοί από αυτούς τους άτυχους ανθρώπους δανείζονταν φθηνά σε ιαπωνικά γεν για να το κάνουν αυτό (βλ. παραπάνω για το carry trade). Υπάρχουν πολλά margin calls σε εξέλιξη, πολλές αναγκαστικές ρευστοποιήσεις σε μοχλευμένες θέσεις—και πιθανότατα πολλές σύζυγοι που ασφαλίζουν τα παράθυρα στα ψηλά κτίρια[8].

Υποθέτοντας ότι αυτό δεν θα ξεθυμάνει γρήγορα, αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό να δούμε είναι πώς εξελίσσεται η αντίληψη της αγοράς για τα επόμενα βήματα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ—και στη συνέχεια ποια θα είναι αυτά τα βήματα. Αυτό δεν συμβαίνει τόσο επειδή η Fed είναι παντοδύναμη, αλλά επειδή εδώ είναι το σημείο όπου το χάος της στιγμής διασταυρώνεται με ορισμένα από τα βαθιά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αμερικανικής οικονομίας.

Η Fed διατήρησε τα επιτόκια σε αναμονή στη συνεδρίαση του Ιουλίου, ενώ άφησε έντονα υπονοούμενα για μείωση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο. Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ καθυστέρησε πάρα πολύ να μειώσει τα επιτόκια μετά τη σειρά των αυξήσεων που ακολούθησαν την πανδημία με στόχο την ανάσχεση του πληθωρισμού. Οι προσδοκίες της αγοράς για τις επερχόμενες μειώσεις των επιτοκίων είχαν κινηθεί έντονα υψηλότερα ακόμη και πριν από τα πρόσφατα γεγονότα.

Ωστόσο, η κατάρρευση της αγοράς έχει ωθήσει αυτή τη συζήτηση σε υπερδιέγερση. Εάν μόλις την περασμένη Τετάρτη τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης[9] που συνδέονται με το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων έδειχναν 87% πιθανότητα μείωσης κατά 25 μονάδες βάσης—τη μικρότερη δυνατή κίνηση—τον Σεπτέμβριο, οι επενδυτές τώρα εκτιμούν ότι θα υπάρξει χαλάρωση κατά 55 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου και κατά 100 μονάδες βάσης μέχρι τη συνεδρίαση του Νοεμβρίου. Με άλλα λόγια, η αγορά βλέπει περίπου 20% πιθανότητα μιας κατεπείγουσας μείωσης του βασικού επιτοκίου.

Θα μπορούσε η δυσμενής έκθεση για την απασχόληση της Παρασκευής να αποτελεί στ’ αλήθεια μια τόσο μεγάλη ανατροπή για την αμερικανική οικονομία; Σίγουρα μετακίνησε τη βελόνα, αλλά δύσκολα μπορεί να εξηγήσει μια τόσο ριζική μεταβολή. Αυτό που πραγματικά κρύβεται πίσω από μια τέτοια τιμολόγηση—για να μην αναφέρουμε τις εκκλήσεις για έκτακτη [άμεση] μείωση—είναι μια αντίληψη ότι η Fed πρέπει να παρέμβει και να σώσει τις αγορές.

Αυτό λέει πολλά για το πώς θεωρείται ότι η Fed έχει, εκτός από την επίσημη εντολή της για σταθερότητα των τιμών και πλήρη απασχόληση, και μια σιωπηρή εντολή για σταθερότητα της [χρηματιστηριακής] αγοράς. Αυτή η κρυφή τρίτη εντολή έχει ακόμη και όνομα: “Fed put”.

Στα χρηματοοικονομικά, το «put» είναι ένα συμβόλαιο που δίνει στον ιδιοκτήτη του το δικαίωμα να πουλήσει κάτι—όπως μια μετοχή, ένα ομόλογο ή ένα εμπόρευμα—σε μια προκαθορισμένη τιμή, ανεξάρτητα από την τιμή της αγοράς. Σκεφτείτε το ως εγγύηση—ανεξάρτητα από το πόσο έχει πέσει η αγορά, μπορείτε να ξεφορτωθείτε το περιουσιακό σας στοιχείο στην καθορισμένη τιμή.

Όμως, ο όρος έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται με μια πιο γενική έννοια. Εφαρμοσμένος στην περίπτωση της Fed, σημαίνει ότι υπάρχει η πεποίθηση ότι όποτε η οικονομία ή οι αγορές στραφούν προς τα κάτω, η Fed θα επέμβει και θα μειώσει τα επιτόκια ή θα τυπώσει χρήμα για να δώσει τόνωση. Μια τέτοια πολιτική, φυσικά, διαψεύδεται επισήμως, αλλά πολλοί επενδυτές πιστεύουν ότι υπάρχει ένα κατώτατο όριο που στηρίζει τις αγορές, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς όπως υπάρχει για ένα περιουσιακό στοιχείο για το οποίο διαθέτουμε δικαίωμα «πώλησης» [put option[10]]. Αυτό αποτελεί μια σημαντική εστία της φαινομενικά αβάσιμης και αδιατάρακτης εμπιστοσύνης στην αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά, η οποία επικρατεί με ελάχιστες εξαιρέσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Πράγματι, η Fed έχει δείξει επανειλημμένα ότι είναι έτοιμη να παρέμβει με διάφορους τρόπους—άμεσα ή αδιαφανώς—όποτε απειλείται η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Όλες οι αφηγήσεις που βλέπουμε γύρω από τη Fed τις τελευταίες 48 ώρες μιλάνε για μια σθεναρή πεποίθηση ότι κάποια εκδοχή του «Fed put» παραμένει σε ισχύ. Αν και η Fed είναι απίθανο να προχωρήσει πραγματικά τόσο μακριά ώστε να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση για τη μείωση των επιτοκίων—κάτι τέτοιο θα αποτελούσε απροκάλυπτη επίδειξη πανικού—είναι πολύ πιθανό να πείσει με επιθετικό τρόπο τις αγορές να απομακρυνθούν από τον γκρεμό, με κάθε τρόπο, σχεδόν υποσχόμενη γενναίες μειώσεις επιτοκίων για το υπόλοιπο του έτους. Και αν τα πράγματα πραγματικά εκτροχιαστούν στις αγορές, μια πιο δυναμική παρέμβαση είναι σχεδόν εγγυημένη.

Ας προχωρήσουμε λοιπόν ένα βήμα παραπέρα και ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από αυτή την αόρατη αφοσίωση [της Fed] στις αγορές. Μήπως πρόκειται απλά για μια κοινότοπη διαφθορά από την πλευρά των μελών της επιτροπής της Fed που κατέχουν μετοχές; Όχι. Δεν είναι αυτός ο τρόπος που λειτουργεί το σύστημα.

Αυτό που πραγματικά κρύβεται πίσω από όλα αυτά είναι ότι η Fed απλώς ανταποκρίνεται σε μια βαθιά διαρθρωτική στρέβλωση της οικονομίας που είναι σε κοινή θέα αλλά συχνά δεν εκτιμάται επαρκώς. Η αμερικανική οικονομία είναι τόσο χρηματιστικοποιημένη και τόσο μοχλευμένη και τόσοι πολλοί Αμερικανοί (ιδίως οι άρχουσες τάξεις) εξαρτώνται τόσο πολύ από τις τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για την εξασφάλιση του πλούτου τους, ώστε μια διαρκής και μακροπρόθεσμη πτώση των αγορών θα ήταν απλώς καταστροφική. Εάν ένα μεγάλο μέρος του ΑΕΠ συνδέεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, οι κινήσεις στις αγορές αποκτούν μια σημασία που υπερβαίνει κατά πολύ τις περιουσίες των παικτών της Wall Street.

Για να βρεθεί μια μάλλον αξιοσημείωτη απεικόνιση αυτού του γεγονότος, δεν έχετε παρά να δείτε το βαθμό στον οποίο ακόμη και η φορολογική βάση εξαρτάται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το 2023 ήταν ένα αρκετά καλό έτος για την οικονομία, είτε κρίνεται από την αγορά εργασίας είτε από τα στοιχεία ανάπτυξης. Παρ’ όλα αυτά, οι συνολικές εισπράξεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν μειωμένες κατά περίπου 7% σε σχέση με το 2022. Πώς είναι δυνατόν αυτό να συμβαίνει σε ένα έτος κατά το οποίο όχι μόνο η οικονομία αναπτύχθηκε, αλλά και το προσωπικό εισόδημα αυξήθηκε στην πραγματικότητα; Η απάντηση: Οι εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων στην πραγματικότητα μειώθηκαν παρά την αύξηση των εισοδημάτων, επειδή οι πραγματοποιήσεις κεφαλαιακών κερδών από το προηγούμενο έτος ήταν χαμηλότερες (οι πραγματοποιήσεις κεφαλαιακών κερδών είναι απλώς τα κέρδη από επενδύσεις που πωλούνται). Ο λόγος για τη μείωση των κεφαλαιακών κερδών είναι ότι το 2022 οι αμερικανικές μετοχές είχαν τη χειρότερη χρονιά τους από το 2008.

Η αστάθεια της αγοράς είναι επομένως το μοναδικό πράγμα που φοβάται πάνω απ’ όλα η Fed—καθώς και οι δυνάμεις εξουσίας στην Ουάσιγκτον και τη Νέα Υόρκη. Θα αποδεχτούν κάθε είδους βραχυπρόθεσμη σκέψη, θα εισάγουν κάθε ηθικό κίνδυνο και θα φουσκώσουν και θα ξαναφουσκώσουν κάθε φούσκα για να κρατήσουν τις αγορές σε έξαρση. Αν το τίμημα αυτού είναι ο πληθωρισμός ή ακόμη πιο διαστροφικές στρεβλώσεις στην οικονομία, τότε ας γίνει έτσι.

Εν τω μεταξύ, οι μετοχές έχουν αποτελέσει ένα κρίσιμο όπλο στο οπλοστάσιο των πλουσιότερων τάξεων της Αμερικής για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του πληθωρισμού. Ενώ οι άνθρωποι με σταθερό εισόδημα ή εκείνοι των οποίων οι μισθολογικές αυξήσεις δεν συμβαδίζουν με την αύξηση των τιμών βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να διαβρώνεται, η τάξη των επενδυτών είναι σε θέση να νικήσει τον πληθωρισμό μέσω των υψηλών τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Τι σημασία έχει μια αύξηση 10% στο παντοπωλείο, αν το χαρτοφυλάκιό σας έχει αυξηθεί κατά 20%; Αυτό συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην εξήγηση της αυξανόμενης διχοτόμησης της αμερικανικής οικονομίας μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων.

Ό,τι κι αν προκύψει από την τρέχουσα αστάθεια, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι η ‘Αποκάλυψη’ δεν είναι κοντά. Όταν τελικά φτάσει ο λογαριασμός για όλα αυτά τα παιχνίδια και το φούσκωμα των τιμών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό δεν θα συμβεί με μια κατάρρευση των χρηματιστηρίων. Οι χρηματιστηριακές αγορές, άλλωστε, μπορούν πάντα να ξαναφουσκώσουν μέσω της εκτύπωσης χρήματος, και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη Fed να μένει απαθής ενώ οι αγορές κατρακυλούν στη λήθη. Οι αγορές, οι οποίες εκπροσωπούν τα συμφέροντα της τάξης των προνομιούχων που επωφελούνται από την άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, θέλουν εύκολο χρήμα προκειμένου να συνεχίσουν να ανεβαίνουν. Και αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να παίρνουν αυτό που θέλουν για περισσότερο χρόνο από ό,τι οποιαδήποτε λογική θα υπαγόρευε ότι θα έπρεπε.

Σε ονομαστικούς όρους, οι χρηματιστηριακές αγορές μπορούν να ανεβαίνουν επ’ άπειρον, με τις περιστασιακές αναποδιές να εξομαλύνονται με περισσότερη ρευστότητα. Το ερώτημα είναι απλώς—με ποιο κόστος; Θα εξακολουθήσει να υπάρχει μια λειτουργική αγορά ομολόγων; Πού θα βρίσκεται ο πληθωρισμός; Θα κουβαλάμε τα χαρτονομίσματα με καροτσάκια;

Αυτό που είναι σημαντικό να παρακολουθήσουμε τις επόμενες εβδομάδες και μήνες είναι πόσο σοβαρά παίρνει η Fed τα όσα συμβαίνουν στις αγορές και πόσο την κρατά όμηρο η αγορά για να δράσει. Δεν θα υπάρξουν δηλώσεις από το κτίριο Eccles[11] που θα λένε ότι οι αγορές πρέπει να διασωθούν, αλλά οι πράξεις μιλάνε πάντα πιο δυνατά από τα λόγια. Και το πώς θα ενεργήσει η Fed θα αποκαλύψει πού βρίσκονται οι πραγματικές προτεραιότητές της.

 

[1] Δείκτης του χρηματιστηρίου του Τόκιο

[2] Στις 19 Οκτωβρίου του 1987, ημέρα Δευτέρα, οι παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές κατέρρευσαν απροσδόκητα με τα από μια περίοδο ‘υπερθέρμανσης’

[3] Dow Jones και δείκτης Nasdaq: Δείκτες των αμερικανικών χρηματιστηρίων.

[4] Μόχλευση είναι ο δανεισμός μέσω σύγχρονων τεχνικών (παράγωγα) που πολλαπλασιάζει τα κέρδη ως ποσοστό των επενδυμένων κεφαλαίων, αλλά—αν τα πράγματα στραβώσουν—οδηγεί σε ολοκληρωτικές απώλειες κεφαλαίου. Από τεχνική άποψη τα ‘παράγωγα προϊόντα’ διευκολύνουν την διαχείριση χαρτοφυλακίων επιτρέποντας την χρήση προχωρημένων μαθηματικών μεθόδων για την ποσοτική ανάλυση.

[5] Trading: Οι αγοραπωλησίες κερδοσκοπικού χαρακτήρα

[6] Carry Trade: Ένα είδος arbitrage, όπου ο κερδοσκόπος δανείζεται ‘φθηνά’ για να αγοράσει αξίες με καλύτερες αποδόσεις από το επιτόκιο δανεισμού του—συνήθως αφορά δυνατότητες που παρουσιάζονται στις αγορές συναλλάγματος

[7] Margin-call: Όταν ο κερδοσκόπος χάνει στις μοχλευμένες θέσεις του, εάν αυτές δεν καλύπτονται πλέον από τα κεφάλαιά του, η χρηματιστηριακή εταιρία θα του ζητήσει να βάλει επιπλέον χρήματα στον λογαριασμό του. Αυτό είναι το margin-call. Συχνά, λόγω έλλειψης ρευστότητας, τα χρήματα πρέπει να προκύψουν από υποχρεωτική πώληση περιουσιακών στοιχείων, που συνεπάγεται πιέσεις και επίταση της κρίσης στις τιμές.

[8] Ως γνωστόν, κατά το κραχ του 1929, πολλοί τραπεζίτες και πτωχευμένοι επενδυτές αυτοκτονούσαν πέφτοντας από υψηλά κτίρια.

[9] Τα ‘Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης’ (ΣΜΕ) είναι ένα παράγωγο προϊόν σύμφωνα με το οποίο ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει να παραδώσει εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού ορίζοντα κάποιο προϊόν σε ορισμένη τιμή στον άλλο συμβαλλόμενο. Στην περίπτωση των ομολόγων, τα ΣΜΕ αντανακλούν τις προσδοκίες της αγοράς για την μελλοντική πορεία του βασικού επιτοκίου.

[10] Όταν κάποιος αγοράζει ένα put option σημαίνει ότι εξασφαλίζει ότι η τιμή πώλησης του αντίστοιχου περιουσιακού του στοιχείου δεν θα πέσει χαμηλότερα από την τιμή που ορίζει το put option. Το θέμα με το Fed put είναι ότι οι επενδυτές θεωρούν (και αυτό επιβεβαιώνεται από την εμπειρία), ότι η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ δεν θα επιτρέψει κατάρρευση των τιμών κάτω από κάποιο ‘φράγμα’. Δεδομένου ότι αυτό ειδικά το put option δεν αγοράζεται στην ελεύθερη αγορά, η πεποίθηση για την ύπαρξή του οδηγεί σε ένταση της κερδοσκοπίας, αφού η κεντρική τράπεζα θεωρείται ότι θα παρέμβει για να ‘σώσει’ τζάμπα τους κερδοσκόπους. Έχουμε εδώ το φαινόμενο του λεγόμενου ‘ηθικού κινδύνου’ (moral hazard). Φυσικά, όλα αυτά επιτείνουν τον δυνητικό κίνδυνο στις χρηματαγορές καθώς μεταθέτουν για το μέλλον τη λύση των πραγματικών προβλημάτων τα οποία μεγεθύνονται συν τω χρόνω.

[11] Το Marriner S. Eccles Federal Reserve Board Building στεγάζει τα κεντρικά γραφεία του Συμβουλίου Διοικητών του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος (Federal Reserve System) των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πηγή: Russia Today

Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης

Ακρίβεια εναντίον πληθωρισμού, αλήθεια εναντίον μούφας

Τώρα που οι καταναλωτές, ξεπαραδιασμένοι από τη λιτή ευωχία και γαστριμαργία των γιορτών, επιστρέφουν στην άπληστη ρουτίνα των οφειλών, με τις δόσεις της Εφορίας, του ΕΝΦΙΑ, των τραπεζικών δανείων, τα τέλη κυκλοφορίας και τα νέα, «φθηνά» τιμολόγια ρεύματος να περιμένουν να πάρουν το αίμα τους πίσω μέχρι τα τέλη Φλεβάρη, ίσως έχει ενδιαφέρον να παραλλάξουμε τη σαρκαστική παροιμία της μνημονιακής εποχής: «Γιατί στο τέλος του μισθού μένει τόσος μήνας;». Και η παραλλαγή που προτείνω είναι η εξής: «Γιατί στο τέλος του πληθωρισμού μένει τόση ακρίβεια;»

Η πληθωριστική κρίση της τελευταίας διετίας, εκτός του ότι άδειασε τις τσέπες δισεκατομμυρίων ανθρώπων και γέμισε τα ταμεία μερικών χιλιάδων επιχειρηματικών ομίλων και των ιδιοκτητών τους (πληθωρισμός κερδών, για να μην ξεχνιόμαστε, ονομάστηκε το φαινόμενο ακόμη και από τους καθωσπρέπει κεντρικούς τραπεζίτες), αποκάλυψε κάτι μυστηριώδες: ο πληθωρισμός μπορεί να φεύγει, αλλά η ακρίβεια να μένει. Το στατιστικό μέγεθος που μετρούν οι κυβερνήσεις και οι «ανεξάρτητες» (και αυτές!) στατιστικές αρχές μπορεί να συρρικνώνεται, αλλά οι τιμές να μένουν εκεί που αναρριχήθηκαν ή και να αυξάνονται. Με λίγα λόγια, άλλο πληθωρισμός και άλλο ακρίβεια.

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Νοέμβριο έκλεισε μόλις στο 3%, από το διψήφιο ποσοστό που είχε εκτοξευτεί πριν από δύο χρόνια. Αλλά αυτό δεν μας κατέστησε κατά τι πλουσιότερους ή εν πάση περιπτώσει πιο «βιώσιμους». Αυτό που αποκαλείται τελευταία από Αμερικανούς αναλυτές «λαϊκός πληθωρισμός» (people’s inflation), δηλαδή οι τιμές των βασικών αγαθών και υπηρεσιών για τροφή και στέγαση, εξακολουθεί και ξεκοκαλίζει τουλάχιστον το 50% του μέσου εισοδήματος μισθωτών και άλλων βιοποριζόμενων με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Δεν θέλει και καμιά σοφία, ούτε ειδική επιστημονική γνώση να καταλάβει κανείς το γιατί. Ας πάρουμε το απλούστερο παράδειγμα. Την τιμή του ψωμιού, του χωριάτικου, τύπου 70%, που λένε. Το 2021 η ταπεινή φραντζολίτσα στον φούρνο ετιμάτο περίπου 80 λεπτά. Σήμερα δεν τη βρίσκεις κάτω από 1,20. Η ΕΛΣΤΑΤ μπορεί να μετράει τον ετήσιο πληθωρισμό του ψωμιού στο 10% ή 15%, αλλά η πραγματική ανατίμησή του από το 2021 είναι 50%. Πόσο αυξήθηκε ο μέσος μισθός το ίδιο διάστημα; Ακόμη και με βάση τους φτιασιδωμένους κυβερνητικούς υπολογισμούς, η συνολική αύξησή του από το 2019 δεν ξεπερνά το 13%. Το ίδιο μετράει άλλωστε η ΕΛΣΤΑΤ για το μέσο διαθέσιμο εισόδημα: αύξηση 13,4% στην τετραετία. Αν βάλεις δίπλα και τον στατιστικό πληθωρισμό της ίδιας περιόδου, περίπου 14,5%, βγαίνει μία η άλλη. Βολικό, έτσι; Αλλά τι σχέση έχει αυτό το ποσοστό με τις αθροιστικές ανατιμήσεις 50% έως 100% στο ψωμί, στο λάδι, στα φρούτα, στα λαχανικά, στα ζυμαρικά, στο γάλα, στα νοίκια, στο ρεύμα, αλλά και στο ίδιο το χρήμα (το κόστος δανεισμού), δηλαδή σε όλα αυτά από τα οποία εξαρτάται η επιβίωση των ανθρώπων; Καμία.

Ετσι, την ώρα που οι κεντρικοί τραπεζίτες βαυκαλίζονται ότι με τις αυξήσεις επιτοκίων τιθασεύουν το τέρας, επαναφέρουν τον πληθωρισμό όλο και πιο κοντά στον ιερό στόχο του 2% και διατηρούν την ευρωστία των νομισμάτων τους στις αγορές, τα δικά μας νομίσματα και χαρτονομίσματα, σε φυσική ή άυλη εκδοχή, είναι σκοροφαγωμένα, πληθωριστικά και με υπονομευμένη αγοραστική δύναμη. Γιατί σημασία δεν έχει ποια είναι η τιμή ενός αγαθού, αλλά αν μπορείς να το αγοράσεις με τα λεφτά που έχεις στην τσέπη ή στην πιστωτική σου. Αν η στατιστική, η οικονομική και νομισματική πολιτική προσγειώνονταν στο επίπεδο των φτωχότερων και μέσων νοικοκυριών θα σταματούσαν να μετράνε το μυστικιστικό και ανώφελο για την πλειονότητα μέγεθος και θα μετρούσαν τα δύο άλλα, που αποτυπώνουν την ταξική άβυσσο του οικονομικού πολιτισμού μας: τον «λαϊκό πληθωρισμό» και τον «πληθωρισμό των κερδών».

Η προσήλωση της πολιτικής, οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ στον στατιστικό πληθωρισμό είναι ένα απατηλό τρικ που οδηγεί σε ακραίες πλάνες. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα. Στην Αργεντινή του φασίζοντος Μιλέι ο πληθωρισμός είναι 161% και στην Τουρκία του Ερντογάν 64%. Στο Νότιο Σουδάν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός, -3,3% κατέγραψε η τελευταία μέτρηση, αλλά δεν βγήκαν να πανηγυρίσουν από χαρά οι 10,5 εκατ. κάτοικοί του, που ζουν με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 1.700 δολάρια τον χρόνο. Ο πληθωρισμός πράγματι διαβρώνει το εισόδημα των ανθρώπων, το ίδιο και η εξασθένηση του εθνικού νομίσματος, όχι όμως ως στατιστικό μέγεθος, αλλά ως πραγματική μείωση της αγοραστικής δύναμης και των μισθών τους. Ο αρνητικός πληθωρισμός (αποπληθωρισμός) του Ν. Σουδάν δεν καθιστά τους κατοίκους του 50 φορές πλουσιότερους από τους Αργεντίνους ή 20 φορές από τους Τούρκους.

Αλλωστε, για να μην πάμε τόσο μακριά, σε άλλες ηπείρους, ας ρίξουμε μια ματιά στα νέα τιμολόγια ρεύματος, που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη «φθήνια» τους, λέει και έχουμε φάει τόσους λωτούς που δεν θυμόμαστε ούτε ότι τους φάγαμε. Μετά τη διετία τρόμου με τη ρήτρα αναπροσαρμογής και τις αναγκαστικές κρατικές επιδοτήσεις, έσκασαν μύτη τιμολόγια περίπου 14 λεπτά την κιλοβατώρα (στα πράσινα). Σαμπάνιες! Οι πάροχοι ανακοίνωσαν χρεώσεις κάτω από τις αναμενόμενες. «Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία, εν αφθονία μού παρέχεις σπίτι, τροφή και κιλοβατώρες!». Η πρώην δημόσια ΔΕΗ λίγο φθηνότερη, οι βασικοί ανταγωνιστές της ελάχιστα ακριβότεροι, άρα πρέπει να κάνουμε τουμπεκί, γιατί και ο πληθωρισμός του ρεύματος ελέγχεται. Πλάκα μάς κάνουν; Το αληθινό μέτρο, όμως, είναι το εξής: Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, η υπό κατάρρευση (κατά Χατζηδάκη) ΔΕΗ χρέωνε 9,4 λεπτά την κιλοβατώρα και 7 το νυχτερινό. Πόση αύξηση είναι μέχρι τα 14 λεπτά; 35%; Περίπου. Τόσο, λοιπόν, πρέπει να πέσουν κι οι τιμές του ρεύματος για να καταλάβει ο μέσος άνθρωπος ότι έπεσε και ο «πληθωρισμός της ενέργειας». Κι άλλο τόσο και περισσότερο πρέπει να ψαλιδιστεί ο «πληθωρισμός των κερδών», που τελικά αποδεικνύεται η βασική, αν όχι η μόνη εκδοχή πληθωρισμού, όπως αποδεικνύει το πάρτι κερδοφορίας και μερισμάτων στους μετόχους, που με τη μέγιστη αλαζονεία προβάλλουν από τρίμηνο σε τρίμηνο οι επιχειρηματικοί όμιλοι που έχουν τον έλεγχο της πείνας και της επιβίωσής μας.

Ο πληθωρισμός μάς έκανε γενικά φτωχότερους, αλλά μας έκανε λίγο πλουσιότερους σε γνώση και κατανόηση. Μάθαμε τουλάχιστον να ξεχωρίζουμε τον πληθωρισμό από την ακρίβεια και την αλήθεια από τη μούφα.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Η χρηματο-οικονομική καταιγίδα που έρχεται στις ΗΠΑ θα προκαλέσει βαθιές αναταράξεις σε όλο τον κόσμο

Κατά τον Οκτώβριο οι εκτιμώμενες ετησιοποιημένες πληρωμές τόκων
για το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ πέρασαν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε πρωτοφανείς εξελίξεις που είναι το αποτέλεσμα της ακραία επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ σε όλα τα μέτωπα—Ευρώπη, Ασία και πλέον και Μ. Ανατολή. Οι περιπέτειες στις οποίες έχει εμπλακεί η ηγέτιδα χώρα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος την έχουν οδηγήσει σε πρωτοφανή επίπεδα δανεισμού για να ανταπεξέλθει στις εξίσου πρωτοφανείς δαπάνες. Το συνεχές ξεπέρασμα κάθε θεσμοθετημένης οροφής για το αμερικανικό χρέος μαζί με τις σαφείς παραβιάσεις του διεθνούς νομικού πλαισίου με τις κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων και συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ρωσίας σήμερα—και αύριο ποιος ξέρει ποιανού άλλου—έχουν κλονίσει σοβαρότατα την εμπιστοσύνη  στα ομόλογα, δηλαδή στο χρέος, του αμερικανικού δημοσίου και κατ’ επέκταση και στο δολάριο καθώς διαχέονται αμφιβολίες για το μέχρι χθες αδιανόητο: την ικανότητα και προθυμία του αμερικανικού δημοσίου να τιμήσει τα χρέη του. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι αμφιβολίες αυτές βασίζονται ολοένα και περισσότερο στα τρέχοντα πραγματικά δεδομένα.

Η χωρίς αιδώ εκτύπωση χαρτονομίσματος από τις ΗΠΑ, που κάνουν έτσι χρήση της ισχύος με την οποία έχουν προικιστεί λόγω της χρήσης του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, θα έχει βαρύτατες επιπτώσεις στο μεσο-μακροπρόθεσμο μέλλον του αμερικάνικου καπιταλισμού. Οι ΗΠΑ σαφώς το αντιλαμβάνονται αυτό, αλλά τα πιεστικά προβλήματα που τους δημιουργεί η τρέχουσα στρατηγική τους της συντήρησης εστιών ανάφλεξης ανά την υδρόγειο προκειμένου να υποχρεώνουν τις σύμμαχες σε αυτές χώρες να εγκαταλείπουν οποιαδήποτε σκέψη ανεξαρτητοποίησης  στο όνομα του ενός και του άλλου μπαμπούλα (Ρωσικός στην Ευρώπη, Κινεζικός στην Ασία) τις έχουν οδηγήσει σε σαφώς μυωπικές πολιτικές, όπου το βασικό πλέον γι’ αυτές είναι η άμεση αντιμετώπιση των τρεχόντων προβλημάτων (συντήρηση του πολέμου στην Ουκρανία, συντήρηση της έντασης στην Ασία, συντήρηση του πολέμου στην Μ. Ανατολή, κ.λπ.). Στα πλαίσια αυτά δανείζονται αλλά και εκτυπώνουν δολάρια σαν να μην υπάρχει αύριο αφήνοντας την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργεί αυτή η συμπεριφορά για το απώτερο μέλλον.

H διαχρονική πορεία του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ σε τρισεκατομμύρια δολάρια,
μαζί με τις προβλέψεις για την επόμενη δεκαετία σύμφωνα με το
Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, όπως παρουσιάζονται σε σημείωμα της ΒοΑ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τις τελευταίες είκοσι ημέρες το εθνικό χρέος των ΗΠΑ αυξήθηκε περισσότερο από 500 δισεκατομμύρια δολάρια φτάνοντας τα 33,7 τρισεκατομμύρια σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών (Treasury Department), ενώ πριν από 50 μέρες αυτό βρισκόταν στα 33,04 τρις και πριν από τρεις μήνες στα 32 τρις. Υπενθυμίζεται ότι από τον Ιανουάριο του 2023 ξεπεράστηκε το τότε θεσμοθετημένο ανώτατο όριο των 31,4 τρις ενώ τον Ιούνιο του 2023 με απόφαση του Κογκρέσου καταργήθηκε κάθε όριο μέχρι το 2025 προκειμένου να μπορέσει να ανταπεξέλθει το αμερικανικό δημόσιο στις δημοσιονομικές υπερβάσεις που επιβάλλουν οι τυχοδιωκτισμοί του.

Σε ένα σημείωμά της που δημοσιεύτηκε την Τρίτη 7 Νοεμβρίου η Bank of America εκτιμά ότι με την ακολουθούμενη πορεία το χρέος θα έχει ξεπεράσει τα 50 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2033 επικαλούμενη στοιχεία από το Γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου (Congressional Budget Office—CBO).

Κατά τα δύο τελευταία έτη, η ραγδαία επιτάχυνση των ποσών που απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του χρέους
λόγω του τερατώδους δανεισμού του Αμερικανικού δημοσίου έχει πλέον φτάσει
στην καταβολή τόκων ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων τον χρόνο
(αναγωγή σε ετήσια βάση των στοιχείων κατά το τέλους του Οκτωβρίου του 2023).

Κατά το Bloomberg, η δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους αυξάνει με ραγδαίους ρυθμούς έχοντας πλέον—τέλη Οκτωβρίου—ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια τον χρόνο (!)  σε ετησιοποιημένη βάση. Κατά τον  στρατηγικό αναλυτή επενδύσεων της Bank of America, Michael Hartnett: «Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ είναι… μεγαλύτερο από το συνολικό ΑΕΠ της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και της Ινδίας». O ίδιος εκτιμά ότι το ανεξόφλητο χρέος πρόκειται να αυξάνεται κατά 5,2 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε μέρα ή 218 εκατομμύρια δολάρια κάθε ώρα, για τα επόμενα 10 χρόνια. Προσέθεσε ότι το πιθανότερο σενάριο είναι οι κεντρικές τράπεζες να διασώσουν στο μέλλον τις κυβερνήσεις των χωρών τους [ΣΗΜ. Μίλησε έτσι, στον πληθυντικό] μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης και της εισαγωγής ελέγχου στην καμπύλη των αποδόσεων», δηλαδή με απλά λόγια, μέσω θεσμοθετημένου υπερ-πληθωρισμού.

Με πιο απλά λόγια, μόνο λόγω του δημόσιου χρέους, σε κάθε Αμερικανό αυτή τη στιγμή αναλογεί χρέος άνω των εκατό χιλιάδων δολαρίων ($100.689) και οι ΗΠΑ καταβάλουν κάθε μέρα περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια για τόκους, ποσό που προβλέπεται να υπερδιπλασιαστεί σε δέκα έτη.

Να προσθέσουμε ότι σε ανησυχητικά επίπεδα κινείται και ο δανεισμός των νοικοκυριών στις ΗΠΑ με αυξητική τάση σε κάθε είδους δανεισμό και σημαντικότερη επιτάχυνση στα φοιτητικά δάνεια και στα δάνεια πιστωτικών καρτών, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει το δημόσιο χρέος που αποτυπώνει αμεσότερα τις επιθετικές στρατηγικές των ΗΠΑ για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας και δεν θα ασχοληθούμε παραπέρα με τον δανεισμό των ιδιωτών.[1]

Άραγε ο πρόεδρος Μπάιντεν προσπαθεί να διακρίνει πού έχει φτάσει το εθνικό χρέος της χώρας της οποίας ηγείται;

Τις τελευταίες μέρες εμφανίζονται ειδήσεις με καταιγιστικό ρυθμό στο χρηματο-οικονομικό μέτωπο που έχουν ανοίξει οι ΗΠΑ, με κορυφαία είδηση την υποβάθμιση από ‘σταθερή’ σε ‘αρνητική’ της πιστοληπτικής ικανότητας του αμερικανικού δημοσίου την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου από τον εκ των κορυφαίων διεθνώς οργανισμό επενδυτικής αξιολόγησης της Moodys.

Σε μια προσπάθεια να δώσουμε μια εικόνα των σοβαρότατων εξελίξεων, επιλέξαμε μια σειρά άρθρων/αναλύσεων κυρίως από Δυτικούς ειδικούς οι οποίοι όμως αρθρογραφούν σε ρωσικά ΜΜΕ. Η επιλογή είναι συνειδητή και αποσκοπεί στην παρουσίαση της εικόνας από ανθρώπους που είναι μεν μέσα στο δυτικό σύστημα των χρηματο-οικονομικών αγορών αλλά ταυτόχρονα έχουν αποκτήσει μια αποστασιοποιημένη οπτική γωνία. Παραθέτουμε τέσσερα άρθρα, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι περισσότερο πληροφοριακά. Η άποψη του τρίτου είναι πολύ πιο διεισδυτική και ενδιαφέρουσα για έναν πληροφορημένο αναγνώστη ενώ το τέταρτο—παρά τον εντυπωσιακό τίτλο—περισσότερο απεικονίζει τις αμφιβολίες για τις εξελίξεις και τις συνακόλουθες ταλαντεύσεις ενός ενεργού μετέχοντος στις αγορές ομολόγων.

*          *          *

(Α) Υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ σε “αρνητική”. Η Moody’s αναφέρει τα ελλείμματα και την πολιτική πόλωση ως βασικό λόγο για την κίνηση αυτή

 [11 Νοεμβρίου, RUSSIA TODAY] Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s άλλαξε τις προοπτικές των ΗΠΑ από “σταθερές” σε “αρνητικές”, αναφέροντας τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα και την αξιοσημείωτη μείωση της δυνατότητας πληρωμής του χρέους ως βασικούς λόγους για την κίνηση αυτή την Παρασκευή.

Η υποβάθμιση ακολουθεί μια παρόμοια ανακοίνωση από τον ομόλογό του οίκο αξιολόγησης Fitch, ο οποίος εξέφρασε ανησυχίες για την κατάσταση των οικονομικών των ΗΠΑ και το βάρος του εθνικού χρέους, όταν μείωσε την αξιολόγησή του για τη χώρα νωρίτερα φέτος.

Στις τελευταίες προοπτικές της, ωστόσο, η Moody’s διατήρησε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις του εκδότη και των βασικών μη εξασφαλισμένων ομολόγων των ΗΠΑ στο ΑΑΑ.

«Η συνεχιζόμενη πολιτική πόλωση εντός του αμερικανικού Κογκρέσου αυξάνει τον κίνδυνο ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν συναίνεση σε ένα δημοσιονομικό σχέδιο για να επιβραδύνουν την πτώση της οικονομικής δυνατότητας εξυπηρέτησης του χρέους», ανέφερε ο οίκος σε ανακοίνωσή του που είδε το Reuters.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της Moody’s, στο πλαίσιο των υψηλότερων επιτοκίων και χωρίς αποτελεσματικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής για τη μείωση των κρατικών δαπανών ή την αύξηση των εσόδων, τα δημοσιονομικά ελλείμματα των ΗΠΑ θα παραμείνουν μεγάλα, αποδυναμώνοντας σημαντικά τη δυνατότητα πληρωμής του χρέους.

Η Fitch είχε διατηρήσει την υψηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση των ΗΠΑ από το 1994, ενώ η S&P, μια άλλη μεγάλη εταιρεία αξιολόγησης, υποβάθμισε τη χώρα από ΑΑΑ σε ΑΑ+ το 2011 εν μέσω κρίσης περιορισμού του χρέους. Από τις τρεις κύριες πιστωτικές εταιρείες, η Moody’s παραμένει η μόνη με κορυφαία αξιολόγηση για τις ΗΠΑ.

Τον Σεπτέμβριο, το εθνικό χρέος των ΗΠΑ έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 33 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Το προηγούμενο ρεκόρ των 32 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είχε σημειωθεί τον Ιούνιο, όταν η Ουάσινγκτον απέφυγε μια τεχνική χρεοκοπία με την ψήφιση ενός νόμου που καταργούσε προσωρινά το ανώτατο όριο του εθνικού χρέους μέχρι το 2025.

«Τα επιτόκια έχουν μετατοπιστεί ουσιαστικά και δομικά υψηλότερα», δήλωσε ο William Foster, ανώτερος πιστωτικός αξιωματούχος της Moody’s, σε συνέντευξή του στο Bloomberg.

«Αυτό είναι το νέο περιβάλλον για τα επιτόκια. Η προσδοκία μας είναι ότι αυτά τα υψηλότερα επιτόκια και τα ελλείμματα γύρω στο 6% του ΑΕΠ για τα επόμενα αρκετά χρόνια, και πιθανώς υψηλότερα, σημαίνουν ότι η δυνατότητα πληρωμής του χρέους θα συνεχίσει να πιέζει τις ΗΠΑ».

*          *          *

(Β) Από το AAA στο AAARGH! Να γιατί η πιστωτική προειδοποίηση της Moody’s για τις ΗΠΑ θα επιταχύνει την από-δολαριοποίηση

Tου Ilya Tsukanov [12 Νοεμβρίου, Sputnik International]

Ο γίγαντας πιστοληπτικής αξιολόγησης με έδρα τη Νέα Υόρκη μείωσε την Παρασκευή τις προοπτικές της πιστοληπτικής ικανότητας της Αμερικής από “σταθερές” σε “αρνητικές”, επικαλούμενος την επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Το Sputnik επικοινώνησε με τον βετεράνο οικονομολόγο και ειδικό στα μακροοικονομικά Dr. Sergio Rossi για να μάθει τη γνώμη του σχετικά με τις επιπτώσεις της κίνησης της Moody’s.

Ο Λευκός Οίκος κατηγόρησε τον Moody’s για την απειλή της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ, με την εκπρόσωπο Τύπου Karine Jean-Pierre να υποστηρίζει ότι η επιδείνωση των προοπτικών ήταν «άλλη μια συνέπεια του εξτρεμισμού και της δυσλειτουργίας των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο».

Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Wally Adeyemo αμφισβήτησε επίσης την απόφαση, τονίζοντας ότι «ενώ η δήλωση της Moody’s διατηρεί την αξιολόγηση ΑΑΑ των Ηνωμένων Πολιτειών, διαφωνούμε με τη μετατροπή των προοπτικών σε αρνητικές. Η αμερικανική οικονομία παραμένει ισχυρή και οι τίτλοι του Δημοσίου είναι το κατεξοχήν ασφαλές και ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο στον κόσμο», διαβεβαίωσε ο Adeyemo σε ανακοίνωσή του.

«Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιδείξει τη δέσμευσή της για δημοσιονομική βιωσιμότητα, μεταξύ άλλων μέσω της μείωσης του ελλείμματος κατά περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια που περιλαμβάνεται στη συμφωνία του Ιουνίου για το όριο του χρέους, καθώς και μέσω των δημοσιονομικών προτάσεων του προέδρου Μπάιντεν που θα μειώσουν το έλλειμμα κατά σχεδόν 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία», πρόσθεσε ο αναπληρωτής επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών.

Η απόφαση της Moody’s ελήφθη λίγες ώρες μετά τις συναντήσεις της υπουργού Οικονομικών Janet Yellen με τον Κινέζο ομόλογό της He Lifeng στο Σαν Φρανσίσκο την Παρασκευή, ενόψει της επικείμενης συνόδου κορυφής της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού την ερχόμενη εβδομάδα. Η Yellen, η οποία διαβεβαίωσε πρόσφατα ότι η Ουάσινγκτον μπορεί «σίγουρα να αντέξει οικονομικά» να συνεχίσει να διοχετεύει δεκάδες δισεκατομμύρια χρήματα των φορολογουμένων σε συγκρούσεις στην Ουκρανία και το Ισραήλ, δεν έχει ακόμη σχολιάσει την απόφαση της Moody’s.

Η Moody’s είναι ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους διεθνείς οίκους αξιολόγησης που σηματοδοτεί την πιθανή υποβάθμιση της αξιολόγησης των ΗΠΑ, με την Standard and Poor να το έχει ήδη κάνει το 2011, επικαλούμενη την πολιτική πόλωση μετά την τελευταία τότε αναμέτρηση για το ανώτατο όριο του χρέους. Η Fitch υποβάθμισε τον Αύγουστο την αξιολόγηση των ΗΠΑ σε ΑΑ+, επικαλούμενη μια «αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση κατά τα επόμενα τρία χρόνια» και τη συμφωνία της τελευταίας στιγμής για το χρέος που επιτεύχθηκε τον Ιούνιο, όταν η χώρα βρέθηκε και πάλι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας για το εθνικό χρέος της που αγγίζει τα 33 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η Γέλεν «διαφώνησε έντονα» με την απόφαση αυτή, υπονοώντας ότι βασίστηκε σε «ξεπερασμένα δεδομένα».

Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Wally Adeyemo θεωρεί ότι οι τίτλοι του αμερικανικού
δημοσίου αποτελούν «το κατεξοχήν ασφαλές και ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο στον κόσμο»,
μια δήλωση που έγινε σε μια απελπισμένη προσπάθεια να καθησυχαστούν οι ξένοι δανειστές
του αμερικανικού δημοσίου και κυρίως η κεντρική τράπεζα της Κίνας.

Οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας των κρατών έχουν σχεδιαστεί για να αξιολογούν τους κινδύνους που συνδέονται με τον δανεισμό χρημάτων σε μια χώρα, αλλά και να προσφέρουν σήματα στους χρηματοδότες σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους που ενέχουν οι επενδύσεις σε μια χώρα. Όσο χειρότερη είναι η αξιολόγηση, τόσο χειρότερος θεωρείται ο κίνδυνος. Η χαμηλότερη δυνατή βαθμολογία της Moody’s είναι το C, το οποίο σηματοδοτεί ότι ο δανειολήπτης βρίσκεται σε κατάσταση αθέτησης ορισμένων ή όλων των οικονομικών του υποχρεώσεων.

Η υποβάθμιση των προοπτικών έρχεται την ώρα που η Ουάσινγκτον οδεύει προς άλλη μια προθεσμία διακοπής της λειτουργίας της στις 17 Νοεμβρίου, με τους Ρεπουμπλικάνους στη Βουλή των Αντιπροσώπων να καταθέτουν νομοσχέδιο για τη συνέχιση της χρηματοδότησης της κυβέρνησης χωρίς νέες πιστώσεις για την Ουκρανία ή το Ισραήλ. Ο Λευκός Οίκος έχει κατακεραυνώσει το νομοσχέδιο για την προσωρινή χρηματοδότηση ως «ακραία» και «μη σοβαρή» πρόταση, με την Ζαν-Πιερ να το αποκαλεί «συνταγή για περισσότερο ρεπουμπλικανικό χάος και περισσότερα λουκέτα – τελεία και παύλα».

Κατά την εκπρόσωπο τύπου του Λευκού Οίκου, Karine Jean-Pierre, η αποσύνδεση του νομοσχεδίου για την συνέχιση της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών στις ΗΠΑ από την ‘βοήθεια’ προς την Ουκρανία και προς το Ισραήλ και η χωριστή συζήτηση των τελευταίων θα προκαλέσει χάος και λουκέτα. Στην πραγματικότητα υπαινίσσεται ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν θα ασκήσει βέτο σε ένα τέτοιο νομοσχέδιο προτιμώντας να ‘κλείσουν’ οι αμερικανικές κυβερνητικές υπηρεσίες στην περίπτωση που δεν εγκριθούν τα 60 δις που ζητά για το Κίεβο (περίπτωση να μην εγκριθεί η βοήθεια προς το Ισραήλ δεν υπάρχει καθώς το Κογκρέσο τάσσεται 110% με την χώρα που αντιπροσωπεύει τις ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή) .

Το πόσο “μη σοβαρή” είναι η πρόταση της Βουλής των Αντιπροσώπων θα φανεί αυτή την εβδομάδα, καθώς οι νομοθέτες διαπραγματεύονται για να περάσει η προσωρινή χρηματοδότηση, με τον πρόσφατα επιλεγμένο πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον να φαίνεται απίθανο να υποχωρήσει στο θέμα της Ουκρανίας, αφού ο προκάτοχός του, Κέβιν Μακάρθι, απομακρύνθηκε από τη θέση του τον Οκτώβριο λόγω κατηγοριών ότι πρότεινε “μυστικές παράλληλες συμφωνίες” για πρόσθετα χρήματα για την Ουκρανία.

Η αλλαγή των προοπτικών από την Moody’s, σε συνδυασμό με την κατά τα φαινόμενα κρίση χωρίς τέλος του shutdown [ΣΗΜ. Του λουκέτου στις κυβερνητικές υπηρεσίες λόγω έλλειψης πόρων], τον πληθωρισμό, τις επιπτώσεις των συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και τις αυξανόμενες ενδείξεις μιας διαφαινόμενης ύφεσης στις ΗΠΑ, είναι όλα κακά νέα για την Ουάσιγκτον και τη Δύση γενικότερα, λέει ο Dr. Sergio Rossi, καθηγητής μακροοικονομίας και νομισματικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ στην Ελβετία.

«Η κατάσταση για τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ είναι πράγματι μάλλον ανησυχητική, καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ συσσωρεύει δημοσιονομικά ελλείμματα για μεγάλο χρονικό διάστημα και επί του παρόντος οι οικονομικές προοπτικές είναι πολύ προβληματικές για μια σειρά ενδιαφερόμενων φορέων στη χώρα αυτή αλλά και πέραν αυτής», είπε ο Dr. Rossi στο Sputnik.

«Ειδικότερα, οι πραγματικές πληθωριστικές πιέσεις στις αγορές των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών επηρεάζουν έναν αυξανόμενο αριθμό νοικοκυριών των ΗΠΑ και προκαλούν μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων στην αγορά εργασίας, καθώς και για ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα, ιδίως επειδή ένας αριθμός επιχειρήσεων θα μειώσει τις επενδύσεις και θα μπορούσε επίσης να έχει μια σειρά προβλημάτων για την αποπληρωμή των τραπεζικών τους χρεών βραχυπρόθεσμα. Μια άλλη συστημική κρίση θα μπορούσε έτσι να ξεσπάσει σύντομα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αποτέλεσμα να επηρεάσει αρνητικά μια σειρά από δυτικές χώρες», προειδοποίησε ο οικονομολόγος.

Ο Dr. Rossi πιστεύει ότι η πολιτική των ΗΠΑ στο μέλλον, και ιδίως οι αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ σχετικά με περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων, θα καθορίσουν εν μέρει το πόσο άσχημα θα εξελιχθεί μια πιθανή κρίση.

Ο καθηγητής δεν πιστεύει τις διαβεβαιώσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Wally Adeyemo σχετικά με τη δύναμη της αμερικανικής οικονομίας και τη ρευστότητα του χρέους της, υποθέτοντας ότι τα σχόλια των Αμερικανών αξιωματούχων αποσκοπούν στο να ζωγραφίσουν μια “αισιόδοξη εικόνα” της οικονομίας για να αποτρέψουν τα bank runs [επιδρομές καταθετών για ανάληψη] και να αποτρέψουν τους ξένους επενδυτές από το να ξεφορτωθούν τα αμερικανικά περιουσιακά τους στοιχεία σε μια “πώληση όσο-όσο”.

«Ο ισχυρισμός ότι οι τίτλοι του αμερικανικού Δημοσίου είναι το πιο ρευστό περιουσιακό στοιχείο στον κόσμο» είναι ομοίως «μια προσπάθεια αποτροπής των ξένων κατόχων αυτών των τίτλων, ιδίως της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας», από το να πουλήσουν αυτούς τους τίτλους και να σταματήσουν την αγορά και άλλων κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Rossi.

Οι πέντε κυριότερες ξένες χώρες δανειστές των ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια η Κίνα, που κατά την πρώτη δεκαπενταετία του 21ου αιώνα ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ των ξένων (αλλά και εγχώριων) δανειστών των ΗΠΑ, περιορίζει συστηματικά την έκθεσή της σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Παρόλ’ αυτά και σήμερα παραμένει η δεύτερη σε ποσότητα χώρα-δανειστής των ΗΠΑ.

Εάν συμβεί, το τελευταίο «θα καταστήσει αδύνατη για την κυβέρνηση των ΗΠΑ τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της βραχυπρόθεσμα, μειώνοντας έτσι τη δολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, με αποτέλεσμα να προκληθεί ισχυρότερη υποτίμηση του δολαρίου ΗΠΑ στις αγορές συναλλάγματος – η οποία θα αυξήσει επίσης τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία των ΗΠΑ ως αποτέλεσμα του υψηλότερου κόστους των εισαγόμενων προϊόντων της», προειδοποίησε ο Rossi.

Η αμερικανική κυβέρνηση έχει δύο επιλογές για να λύσει το πρόβλημα της κρατικής χρηματοδότησης, καμία από τις οποίες δεν είναι όμορφη όσον αφορά τους απλούς Αμερικανούς, φοβάται ο οικονομολόγος.

«Από τη μία πλευρά, ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε να προτείνει μια μείωση των δημόσιων δαπανών, την οποία ένας αριθμός πολιτικών θα αποδεχόταν, αφού τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα δεν θίγονται, ιδίως καθώς αυτές οι περικοπές δαπανών θα επηρεάσουν τη χαμηλή και τη μεσαία τάξη, αφήνοντας έτσι τα συμφέροντα των ισχυρών δυνάμεων ανεπηρέαστα από αυτά τα μέτρα λιτότητας… Ο κατάλογος αυτών των περικοπών θα μπορούσε να περιλαμβάνει κυρίως πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει να αυξήσει τη φορολογική πίεση, ιδίως όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος ή τη φορολόγηση των κερδών των επιχειρήσεων σε εκείνους τους τομείς, όπως τα τρόφιμα και η ενέργεια, καθώς τα κέρδη αυτά έχουν αυξηθεί πολύ χάρη στις τρέχουσες γεωπολιτικές εντάσεις στον κόσμο», εξήγησε ο Rossi.

Όσον αφορά τη χρονική στιγμή της απόφασης της Moody’s – η οποία ήρθε στο πλαίσιο της επικείμενης συνόδου κορυφής του APEC που θα ξεκινήσει την Τετάρτη, ο καθηγητής προέβλεψε ότι πολλά από τα 21 μέλη του APEC θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε «περαιτέρω απο-δολαριοποίηση των οικονομιών και των διεθνών συναλλαγών τους» και να μειώσουν τις συμμετοχές σε αμερικανικό χρέος.

«Θα μπορούσαν επίσης να επαναφέρουν στις χώρες τους μέρος των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, οι οποίες μεταφέρθηκαν στην αμερικανική οικονομία για να επωφεληθούν από την εξέχουσα θέση της στον κόσμο, η οποία εξαφανίζεται ολοένα και περισσότερο [λόγω] μιας σειράς πολιτικών αποφάσεων του παρελθόντος και του παρόντος» από Αμερικανούς αξιωματούχους, οι οποίες έχουν «επιδεινώσει την κατάσταση της χώρας τους για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους», σύμφωνα με τα λόγια του Rossi.

«Η παγκόσμια οικονομία γίνεται πολυπολική και η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθεί να αποτρέψει την απώλεια της ‘ήπιας ισχύος’ της μέσω μιας στρατηγικής ‘ό,τι κι αν χρειαστεί’, η οποία, στην πραγματικότητα, θα προκαλέσει τελικά περισσότερη ζημιά παρά οφέλη στις Ηνωμένες Πολιτείες», συνόψισε ο Dr. Rossi.

*          *          *

(Γ) Η “Οικονομία της τρομοκρατίας”: Η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να δημιουργήσει μια νέα οικονομική καταστροφή για ολόκληρο τον κόσμο.

Η αμερικανική αγορά κρατικών ομολόγων, η οποία είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν φαίνεται να λειτουργεί,

Από τον Henry Johnston, μέλος της συντακτικής ομάδας του RT. Εργάστηκε για πάνω από μια δεκαετία στον χρηματοπιστωτικό τομέα και είναι κάτοχος άδειας FINRA Series 7 και Series 24. [10 Νοεμβρίου, RUSSIA TODAY]

Υπάρχει ένα απόφθεγμα που έχει γίνει ουσιαστικά αξιωματικό: η αγορά ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου είναι η βαθύτερη και πιο ρευστή στον κόσμο. Και ένα επακόλουθο αυτού είναι: Τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ είναι “απαλλαγμένα από κινδύνους”.

Αυτοί οι κάποτε θεωρούμενοι ως δεδομένοι πυλώνες μιας αιώνιας αλήθειας τώρα δείχνουν τρομερά ασταθείς. Οι τεκτονικές πλάκες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος υπό την ηγεσία των ΗΠΑ σείονται ολοένα και πυκνότερα τα τελευταία χρόνια, αλλά τελευταία οι δονήσεις συμβαίνουν με μεγαλύτερη συχνότητα. Στην καρδιά αυτού του όλο και πιο εύθραυστου και δυσλειτουργικού συστήματος βρίσκεται η αγορά ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου.

 

Φρεσκοτυπωμένα δολάρια (©  Mark Wilson/Getty Images). Την Τετάρτη, 8 Νοεμβρίου ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου John Kirby δήλωσε ότι είχε εξαντληθεί το 96% των προβλεπόμενων κονδυλίων βοήθειας προς την Ουκρανία. Την επομένη, κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων στο Κρεμλίνο, ένας από αυτούς παρατήρησε ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πρόβλημα καθώς μπορούν να εκτυπώνουν δολάρια επ’ αόριστον. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Νμίτρι Πεσκόφ, απάντησε ότι όμως, οι ΗΠΑ περιορίζονται από την ποσότητα χαρτιού που διαθέτουν για την εκτύπωση, το οποίο τελειώνει.

Όλοι έχουν παρατηρήσει την απότομη άνοδο των αποδόσεων τους τελευταίους μήνες. Στις αρχές Οκτωβρίου, η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς έφτασε σχεδόν στο 5%, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 ετών. Αυτό είναι, φυσικά, απολύτως κατανοητό: οι αυξήσεις των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχουν ωθήσει τις αποδόσεις των ομολόγων σε υψηλότερα επίπεδα. Αλλά αυτό που παρατηρούμε είναι κάτι περισσότερο από μια εκδήλωση των ιδιοτροπιών των ευμετάβλητων αγορών.

Καθώς οι ξένοι αγοραστές αμερικανικών κρατικών ομολόγων στερεύουν και η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεχίζει να δημιουργεί αστρονομικά ελλείμματα σε μια εποχή υψηλών επιτοκίων, η αγορά κρατικών ομολόγων δέχεται όλο και περισσότερες πιέσεις και παρουσιάζει όλο και περισσότερα σημάδια δυσλειτουργίας. Οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθούν.

Πού έχουν πάει όλοι οι ξένοι;

Υπήρξε μια εποχή που τα κρατικά ομόλογα αποτελούσαν ουσιαστικά το μεγαλύτερο εξαγωγικό προϊόν των ΗΠΑ και χρησίμευαν ως μηχανισμός για το σύστημα χρηματοδότησης των προμηθευτών σε μακροοικονομικό επίπεδο, σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ εισήγαγαν αγαθά και ενέργεια από τον υπόλοιπο κόσμο με αντάλλαγμα δολάρια – και αυτά τα δολάρια ανακυκλώνονταν ευλαβικά πίσω στα κρατικά ομόλογα για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος των ΗΠΑ.[2]

Όταν τα ελλείμματα άρχισαν να αυξάνονται τη δεκαετία του 1980 υπό τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν, πολλοί αναρωτήθηκαν πώς θα χρηματοδοτούνταν. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας εκείνης, ξένες κεντρικές τράπεζες -κυρίως οι ιαπωνικές- έκαναν την εμφάνισή τους και άρχισαν να αγοράζουν μεγαλύτερες ποσότητες αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Κατά την περίοδο 1986-2002, οι ξένες κεντρικές τράπεζες αγόρασαν το 28-30% του συνολικού όγκου των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου που εκδόθηκαν-. Ειδικότερα, την περίοδο 2002-2014, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBOC) είχε γίνει ο κύριος αγοραστής και το ποσοστό των εξωτερικών αγοραστών έφθασε το επιβλητικό 53%.

Από το 2014, το ποσοστό αυτό είναι αρνητικό 4%[3], πράγμα που σημαίνει ότι οι ξένες κεντρικές τράπεζες έχουν σταματήσει να αγοράζουν σε καθαρή βάση, και όλα αυτά ενώ τα ελλείμματα των ΗΠΑ συνέχισαν να αυξάνονται. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτή τη μεταστροφή. Μεγάλη προσοχή δόθηκε στην πρώτη δέσμη κυρώσεων κατά της Ρωσίας το 2014 και στο ότι η Μόσχα ξεκίνησε στη συνέχεια την πορεία από-επένδυσης από το δολάριο – μια διαδικασία που το Πεκίνο παρακολουθούσε στενά. Υπήρχε όμως και μια βαθύτερη συνειδητοποίηση σε ολόκληρη την υφήλιο ότι οι ΗΠΑ δεν θα διαχειρίζονταν ή δεν θα μπορούσαν πλέον να διαχειριστούν το δολάριο προς το συμφέρον του πλανήτη.

Όταν η Fed εξαπέλυσε το πρωτοφανές πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης τον Μάρτιο του 2009, ο πρόεδρος [της Fed] Ben Bernanke παραδέχτηκε ότι είχε “περάσει τον Ρουβίκωνα”. Πέντε ημέρες μετά την ανακοίνωση του προγράμματος, ο Zhou Xiaochuan, ο διοικητής της PBoC [People’s Bank of China–Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας], δημοσίευσε μια λευκή βίβλο με τον όχι και τόσο διακριτικό τίτλο “Να μεταρρυθμιστεί το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα”, ζητώντας την αναδιαμόρφωση του πλαισίου που ίσχυε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φτάνοντας στο 2014 και έχοντας παρακολουθήσει τη Fed να τετραπλασιάζει τον ισολογισμό της σε περίπου 4,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, η Κίνα έλαβε τη στρατηγική απόφαση να σταματήσει να ενισχύει το χαρτοφυλάκιο της ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου. Ο επιπόλαιος χαρακτήρας με τον οποίο οι Αμερικανοί τύπωναν χρήμα για καθαρά εγχώριους λόγους – απαξιώνοντας έτσι εμμέσως το υπάρχον χρέος, από το οποίο η Κίνα κατείχε μεγάλο μέρος – σίγουρα δεν άρεσε στο Πεκίνο.

Οι κινεζικές αγορές αμερικανικών κρατικών ομολόγων κορυφώθηκαν το 2014 και έκτοτε μειώνονται.
Ο πίνακας δείχνει το ποσό σε δολάρια κρατικού χρέους των ΗΠΑ που διακρατεί η Κίνα  © Πηγή: Ycharts.com

Αν το 2014 υπήρξε κάτι σαν σταυροδρόμι για την ξένη ζήτηση για κρατικά ομόλογα, ήταν επίσης η χρονιά που—και αυτό σίγουρα δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση—οι ΗΠΑ υιοθέτησαν έναν κανόνα που υποχρέωνε τις μεγάλες τράπεζες να διατηρούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων υψηλής ποιότητας. Ένα μεγάλο μέρος αυτών θα ήταν φυσικά τα κρατικά ομόλογα. Φαινομενικά, αυτό έγινε για να διασφαλιστεί ότι οι συστημικά σημαντικές τράπεζες είχαν επαρκή ρευστότητα σε ένα σενάριο βραχυπρόθεσμης πίεσης. Είχε όμως ως αποτέλεσμα να αναγκάσει τις τράπεζες να αγοράζουν περισσότερα κρατικά ομόλογα – ακριβώς τη στιγμή που οι μεγάλες ξένες κεντρικές τράπεζες τα απέφευγαν.

Η πρώτη ένδειξη προβλημάτων ρευστότητας

Παρεμπιπτόντως, ήταν επίσης το 2014 όταν άρχισαν να προσελκύουν την προσοχή τα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά του Δημοσίου. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, η αγορά κλονίστηκε χωρίς εμφανή αιτία, κάτι στο οποίο τελικά δεν δόθηκε σημασία, καθώς θεωρήθηκε απλώς ένα “flash rally”.

Στην πορεία σημειώθηκαν και αρκετοί άλλοι σημαντικοί κλυδωνισμοί – η ξαφνική κρίση των repos τον Σεπτέμβριο του 2019, το πάγωμα της αγοράς ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου τον Μάρτιο του 2022[4] και το κραχ της αγοράς Gilt του Ηνωμένου Βασιλείου το φθινόπωρο του 2022, το οποίο είχε αντίκτυπο στην αγορά ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου, αλλά προτιμούμε να περάσουμε γρήγορα στο 2022.

Στην πορεία σημειώθηκαν και αρκετοί άλλοι σημαντικοί κλυδωνισμοί – η ξαφνική κρίση των repos τον Σεπτέμβριο του 2019, το πάγωμα της αγοράς ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου τον Μάρτιο του 2022 και το κραχ της αγοράς Gilt του Ηνωμένου Βασιλείου το φθινόπωρο του 2022, το οποίο είχε αντίκτυπο στην αγορά ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου, αλλά προτιμούμε να περάσουμε γρήγορα στο 2022.

Η πιο άσχημη έξαρση του πληθωρισμού εδώ και τέσσερις δεκαετίες είχε αναγκάσει τη Fed να αυξήσει απότομα τα επιτόκια. Τα υψηλότερα επιτόκια ώθησαν τις αποδόσεις των ομολόγων προς τα πάνω, και δεδομένου ότι οι τιμές των ομολόγων κινούνται αντιστρόφως ανάλογα με τις αποδόσεις, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα υπέστησαν απώλειες. Πολλές αμερικανικές τράπεζες βρέθηκαν σε σημαντικά αρνητική θέση στις θέσεις τους σε κρατικά ομόλογα, γεγονός που δεν έπαιξε καθόλου μικρό ρόλο στην κατάρρευση της Silicon Valley Bank νωρίτερα φέτος [ΣΗΜ. Μάρτιος 2023]. Υπήρχαν πολλοί συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους κατέρρευσε η συγκεκριμένη τράπεζα – η πρακτικά ανύπαρκτη διαχείριση κινδύνου ήταν ένας από αυτούς – αλλά αυτό που αποκάλυψε το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ότι πολλές τράπεζες κάθονταν πάνω σε μεγάλες μη πραγματοποιημένες ζημίες όσον αφορά τις θέσεις τους στα κρατικά ομόλογα.

Καθώς οι καταθέτες ζητούσαν τα χρήματά τους πίσω – τόσο για το φόβο της χρεοκοπίας των τραπεζών όσο και για να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς με υψηλότερες αποδόσεις – οι τράπεζες θα έπρεπε να πουλήσουν τα υποτιμημένα κρατικά ομόλογά τους σε μια ταχέως επιδεινούμενη αγορά, όπου οι αγοραστές θα ήταν λίγοι.

Ωστόσο, διαισθανόμενοι αναμφίβολα την ευθραυστότητα ολόκληρου του συστήματος και μη θέλοντας μια πλήρη κατάρρευση επί των ημερών τους, ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ και οι συνάδελφοί του αποφάσισαν να δράσουν – και έδρασαν αποφασιστικά.

Λανσάροντας άλλο ένα ακρωνύμιο

Αλλά τι ακριβώς έκαναν; Θεσμοθέτησαν άλλο ένα από αυτά τα προγράμματα διάσωσης με ακρωνύμια, αυτό που ονομάζεται Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης (Bank Term Funding Program – BTFP). Σε μια εποχή που η Fed προσπαθούσε να αυστηροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσθέσει ρευστότητα στην αγορά, αποδεικνύοντας έτσι (λες και υπήρχε αμφιβολία) ότι η μάτσο ρητορική της Fed για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εκτείνεται μόνο μέχρι το σημείο όπου αρχίζει η δυσλειτουργία της αγοράς.

Το BTFP επέτρεψε στις τράπεζες να έχουν πρόσβαση σε μονοετή δάνεια από τη Fed με την κατάθεση ομολόγων [ΣΗΜ. από τις τράπεζες στην Fed ως ενέχυρο]. Δεν υπάρχει τίποτα ασυνήθιστο σε αυτό – πρόκειται για αρκετά συνήθη μέτρα. Αλλά είναι η τιμολόγηση που εγείρει φρύδια. Αντί να ακολουθηθεί η συνήθης πρακτική και να επιβάλλεται η αποτίμηση των εν λόγω ομολόγων στην αγοραία αξία – δηλαδή να χρησιμοποιείται η αγοραία αξία και όχι η ονομαστική αξία – οι εξασφαλίσεις θα μπορούσαν να αναρτώνται στην ονομαστική τους αξία, ανεξάρτητα από το πού διαπραγματεύονται τα ομόλογα. Έτσι, ένα ομόλογο που, ας πούμε, έχει ονομαστική αξία 100 δολαρίων, αλλά διαπραγματεύεται σήμερα στα 70 δολάρια, μπορεί να κατατεθεί στη Fed με αντάλλαγμα ένα δάνειο 100 δολαρίων.

Αλλά στην πραγματικότητα η ιστορία είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και από αυτό. Όπως επεσήμανε ο αναλυτής Luke Gromen, όταν κοιτάξει κανείς κάτω από την επιφάνεια της διευκόλυνσης BTFP, συνειδητοποιεί ότι ουσιαστικά ισοδυναμεί με ήπιο έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων για τις τράπεζες – τουλάχιστον για εκείνες που έχουν υποκαταστήματα στις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, επρόκειτο τόσο για μια διάσωση της αγοράς του Δημοσίου όσο και για μια διάσωση των τραπεζών. [ΣΗΜ. Δηλαδή με αυτόν τον τρόπο η Fed προχώρησε στον έλεγχο της καμπύλης των αποδόσεων των ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου οι οποίες (αποδόσεις) πλέον δεν διαμορφώνονταν από την αγορά. Το μέτρο αυτό έχει μεγάλη σημασία για να κατανοήσουμε όσα προετοιμάζονται για το μέλλον, δηλαδή υπερπληθωρισμός με ταυτόχρονη τεχνητή πίεση των επιτοκίων ώστε να μπορέσει να εξυπηρετηθεί το χρέος του αμερικανικού δημοσίου. Εξυπακούεται ότι τότε οι πρώτες που θα εξαϋλωθούν θα είναι οι λαϊκές καταθέσεις ενώ ταυτόχρονα θα περισταλεί σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων].

Σίγουρα ήταν μια διάσωση για τις τράπεζες, οι οποίες είχαν με ταχύτητα βρεθεί σε λάθος βηματισμό πληττόμενες από ένα διπλό χτύπημα αφενός κινήσεων της αγοράς εναντίον τους και αφετέρου εκροών καταθέσεων, και έπρεπε να καλύψουν τις σημαντικές απώλειες που είχαν στα χαρτιά. Αλλά η βαθύτερη επίπτωση ήταν ότι αυτό χρησίμευσε ως ένα είδος προαναγγελίας του ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων – ένα ανορθόδοξο εργαλείο πολιτικής που χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες για να στοχεύουν μέσω αγορών σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο επιτοκίων. Ένα πράγμα πρέπει να γίνει σαφές: ο έλεγχος της καμπύλης αποδόσεων είναι το σημείο όπου οι ελεύθερες χρηματοπιστωτικές αγορές πεθαίνουν.

Παρόλο που η Fed δεν στόχευε σε ένα συγκεκριμένο επιτόκιο, αλλά μάλλον προσπαθούσε να ελέγξει τη ροή των πιστώσεων, το εργαλείο πολιτικής είχε ως αποτέλεσμα να περιορίσει ουσιαστικά τις αποδόσεις κάτω από την τρέχουσα τιμή της αγοράς – και αυτό είναι ένας σημαντικός προάγγελος για το πού οδεύουν τα πράγματα.

Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank είναι πλέον παλιά είδηση και οι αρμόδιοι έχουν παράσχει διαβεβαιώσεις ότι η τραπεζική κρίση έχει προ πολλού ξεπεραστεί. Αλλά τα στοιχεία του BTFP φαίνεται να λένε το αντίθετο: στις 28 Ιουνίου (τα πιο πρόσφατα στοιχεία που μπόρεσα να βρω), η αξιοποίηση του προγράμματος από τις τράπεζες είχε φτάσει πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια – πράγμα που σημαίνει ότι οι διασώσεις εξακολουθούν να πραγματοποιούνται πολλούς μήνες αργότερα.

Το BTFP υποτίθεται ότι θα διαρκέσει μόλις ένα έτος, αλλά ήδη γίνεται λόγος ότι θα αποτελέσει μόνιμο μέρος του χρηματοπιστωτικού τοπίου. Όπως λέει και το παλιό ρητό, δεν υπάρχει τίποτα πιο μόνιμο από ένα προσωρινό κυβερνητικό πρόγραμμα.

Η καμπύλη των αποδόσεων του 10ετούς Αμερικανικού ομολόγου.

Το Υπουργείο Οικονομικών ανακοινώνει εξαγορές….για μια στιγμή, ‘εξαγορές’;

Εν τω μεταξύ, πιο πρόσφατα έγινε άλλο ένα σταθερό βήμα προς την κατεύθυνση του ελέγχου της καμπύλης αποδόσεων, όταν το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει πρόγραμμα επαναγοράς τίτλων το επόμενο έτος. Κάπου στην πορεία της αργής καθόδου της αγοράς ομολόγων του αμερικανικού Δημοσίου προς την έλλειψη ρευστότητας και τη δυσλειτουργία ήταν βέβαιο ότι θα βλέπαμε άμεσες αγορές χρέους από το Δημόσιο που κανείς στην αγορά δεν θέλει να αγοράσει – και τώρα αυτό πλέον συμβαίνει.

Το συγκεκριμένο εργαλείο έχει να επιστρατευτεί από το 2000, όταν έγινε κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες (η κυβέρνηση είχε πλεόνασμα και εξέδιδε κρατικά ομόλογα για να διατηρήσει την πρόσβαση στην αγορά, με τα έσοδα από τα νέα ομόλογα να χρησιμοποιούνται για την επαναγορά των παλαιών). [ΣΗΜ. Εννοεί ότι λόγω του πλεονάσματος δεν υπήρχε λόγος για έκδοση ομολόγων, αλλά η αμερικανική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να παύσει η έκδοση ομολόγων οπότε κατέφυγε στο παραπάνω σχήμα].

Όμως τώρα αυτό γίνεται, σύμφωνα με τα σχόλια ενός αξιωματούχου του Υπουργείου Οικονομικών σε ένα φόρουμ στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο, για να “[βοηθήσει] να γίνει η αγορά ομολόγων του Δημοσίου πιο ρευστή και ανθεκτική” και σε μια χαρωπή κομματική γλώσσα, “για να διασφαλιστεί ότι η αγορά ομολόγων του Δημοσίου παραμένει η βαθύτερη και πιο ρευστή αγορά στον κόσμο”. Δηλώσεις όπως αυτές που έγιναν με έναν άνετο business-as-usual τρόπο και παρουσιάστηκαν ως ένα μικρό πρόγραμμα συντήρησης που δεν θα χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση μιας πιθανής κρίσης, υποκρύπτουν πόσο πολύ αυτό αντιπροσωπεύει μια ακόμη “διάβαση του Ρουβίκωνα”.

Αν το αναλύσετε αυτό, σημαίνει ότι το Υπουργείο Οικονομικών προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να μην υπάρχουν αρκετοί αγοραστές για τη χιονοστιβάδα των εκδόσεων που θα βγουν στην αγορά τα επόμενα τρίμηνα. Ανακοινώνοντας ένα πρόγραμμα επαναγοράς, το Υπουργείο Οικονομικών ουσιαστικά θέτει τις βάσεις για να γίνει ο “αγοραστής τελευταίας καταφυγής” χωρίς να το δηλώνει ρητά, κάτι που φυσικά θα τρόμαζε τις αγορές. Είναι επίσης λίγο πολύ ακριβώς αυτό που κάνει η Ιαπωνία την τελευταία δεκαετία περίπου – ουσιαστικά κρατικοποιεί το χρέος που κανείς δεν θέλει.

Ο θρυλικός αναλυτής Zoltan Pozsar έχει περιγράψει αυτό που βλέπουμε μέσω της εξής εικόνας: Είναι ως εάν η Fed και το Υπουργείο Οικονομικών να “χτίζουν σκαλωσιές γύρω από την αγορά ομολόγων του Δημοσίου” για να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα της έλλειψης ρευστότητας και της έλλειψης ενός οριακού αγοραστή. Το ερώτημα που δεν μπορεί να τεθεί αλλά πρέπει να τεθεί είναι: γιατί είναι όλα αυτά απαραίτητα στην πιο βαθιά, ασφαλή και ρευστή αγορά στον κόσμο;

Η κυβέρνηση ξοδεύει σαν να μην υπάρχει αύριο

Εν τω μεταξύ, φέτος το έλλειμμα των ΗΠΑ αναμένεται να φθάσει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το εκπληκτικό 8,5% του ΑΕΠ, και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα επιβραδυνθεί. Αυτό είναι ένα πρακτικά ανήκουστο ποσοστό σε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η έκδοση κρατικών ομολόγων αναμένεται να εκτοξευθεί στα ύψη τα επόμενα τρίμηνα. Εκτός από το ξεχωριστό ερώτημα του πώς οι ΗΠΑ μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις ξαφνικά μαζικά υψηλότερες πληρωμές τόκων για αυτό το χρέος – που τώρα εκτιμάται ότι θα φτάσει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε ετήσια βάση φέτος – υπάρχει και το ζήτημα της οξείας έλλειψης οριακών αγοραστών αυτού του χρέους.

Τα ελλείμματα του ομοσπονδιακού κράτους από το οικονομικό έτος 2007 έως το 2023. Τα ελλείμματα του 2020 και του 2021 ήταν ασυνήθιστα υψηλά λόγω των κινήτρων που σχετίζονται με την πανδημία. © Πηγή: Ycharts.com

Η Fed προβαίνει σε ποσοτική σύσφιξη, πράγμα που σημαίνει ότι επιτρέπει στα ομόλογα να ωριμάσουν και να εξαλειφθούν από τον ισολογισμό της αντί να τα μετακυλήσει. Οι εμπορικές τράπεζες των ΗΠΑ έχουν μικρή ικανότητα ή όρεξη για περισσότερες αγορές κρατικών ομολόγων. Στην πραγματικότητα προσπαθούν να αποσύρουν τη διάρκεια από τους ισολογισμούς τους και έχουν μειώσει τα χαρτοφυλάκια των κρατικών ομολόγων. Ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Jamie Dimon, προειδοποίησε πρόσφατα ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να ανέβουν ακόμη περισσότερο, οπότε είναι σαφές ότι δεν επιθυμεί να επενδύσει σε κρατικά ομόλογα.

Οι ΗΠΑ αρνούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα σταθερά να πιστέψουν ότι είχαν δημοσιονομικό πρόβλημα και, για να είμαστε δίκαιοι, στην εποχή των χαμηλών επιτοκίων και με την ξένη ζήτηση για αμερικανικό χρέος να είναι πάντοτε παρούσα, ίσως και να μην είχαν. Μπορεί οι ΗΠΑ να ήταν εθισμένες στο χρέος, αλλά παρέμεναν λειτουργικές.

Όμως η ύπαρξη τεράστιων ελλειμμάτων σε μια εποχή αυξανόμενων επιτοκίων είναι ένα εύφλεκτο μείγμα. Κατά κάποιον τρόπο αυτό παραπέμπει στη δεκαετία του 1940, επίσης μια εποχή υψηλών ελλειμμάτων και αυξανόμενων επιτοκίων λόγω του πολέμου – και επίσης όταν ο έλεγχος της καμπύλης αποδόσεων είχε επιστρατευτεί. Αλλά στην πραγματικότητα οι δύο περιπτώσεις απέχουν πολύ. Η ακόμα θεμελιωδώς υγιής και εξαιρετικά παραγωγική οικονομία των ΗΠΑ της μεταπολεμικής περιόδου επανήλθε γρήγορα στις σωστές βάσεις και τέτοιες ανορθόδοξες πολιτικές εγκαταλείφθηκαν. Η σημερινή άκρως χρηματιστικοποιημένη, βαθιά υπερχρεωμένη οικονομία των ΗΠΑ είναι σκιά του προηγούμενου εαυτού της, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ δεν φαίνεται να έχουν προσαρμοστεί.

Κάποια μορφή άμεσου ελέγχου της καμπύλης των αποδόσεων θα έρθει και πιθανότατα μάλλον νωρίτερα παρά αργότερα. Ήδη έχει αρχίσει να εισχωρεί στη σφαίρα της mainstream κερδοσκοπίας. Αλλά αυτή τη φορά δύσκολα θα μοιάζει με μια προσωρινή πολιτική σε καιρό πολέμου- μάλλον θα είναι μια κίνηση απελπισίας που θα προχωράει πολύ πιο μακριά στον δρόμο προς την απόλυτη δυσλειτουργία μιας αγοράς στην ίδια την καρδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Και αυτό θα προκαλέσει ένα πανηγύρι συνεπειών. Η κατάρρευση της λειτουργίας της αγοράς κρατικών ομολόγων θα πυροδοτήσει την πλατιά διάδοση της επιφοίτησης ότι οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε κάτι παρόμοιο με το λεωφορείο στην ταινία “Speed” του Keanu Reeves το 1994 που, παγιδευμένο από τρομοκράτες, θα εκραγεί αν επιβραδύνει κάτω από τα 50 μίλια/ώρα . Πολιτικά ανίκανες να υπαναχωρήσουν από τα προνόμια και τις στρατιωτικές δεσμεύσεις τους, αλλά και ανίκανες να τα αντέξουν οικονομικά, θα προσκρούσουν στον δημοσιονομικό τοίχο των υπερβολικών δαπανών για τόκους και της ανεπαρκούς ζήτησης για το χρέος τους.

Η Fed έχει γίνει απίστευτα επιδέξια στο να μπαλώνει τις αγορές και, για να παραθέσω τα λόγια του Luke Gromen, στο να χρησιμοποιεί την καθιερωμένη της τεχνική “επέκτασης και προσποίησης… και μετά φουσκώματος” και ίσως συνεχίσει να βρίσκει όλο και πιο έξυπνους τρόπους για να διατηρεί το κλονισμένο οικοδόμημα όρθιο για αρκετό καιρό. Αλλά η σήψη στην καρδιά του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος γίνεται όλο και πιο εμφανής για όσους έχουν τα μάτια να τη δουν.

*          *          *

(Δ) Ο καβαλάρης της οικονομικής αποκάλυψης: Η πρόβλεψη της Παρασκευής για το χρέος των ΗΠΑ έχει σοκάρει traders και τραπεζίτες

Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s πατάει το κουμπί του πανικού, καθώς οι προοπτικές του αμερικανικού χρέους κάνουν βουτιά σε “αρνητικές”.

Από τη Russian Market (έργο ενός οικονομικού μπλόγκερ, Ελβετού δημοσιογράφου και πολιτικού σχολιαστή με έδρα τη Ζυρίχη. Ακολουθήστε τον στο X @runews) [12 Νοεμβρίου, RUSSIA TODAY]

© Getty Images / dblight

Καθώς χτύπησε το καμπανάκι του κλεισίματος την Παρασκευή, προκαλώντας τη συνήθη έξοδο των τραπεζιτών και των traders προς τα στέκια τους για το καθιερωμένο ποτό, έπεσε μια βόμβα: Η Moody’s Investors Service άλλαξε τις προοπτικές της για την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών από σταθερές σε αρνητικές, επικαλούμενη αυξημένους κινδύνους για τη δημοσιονομική ευρωστία.

Η προσαρμογή αυτή έρχεται εν μέσω της διαφαινόμενης απειλής ενός κυβερνητικού shutdown, με εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση μέχρι τις 17 Νοεμβρίου και τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον να αποκαλύπτει ένα ρεπουμπλικανικό σχέδιο χρηματοδότησης της κυβέρνησης.

Στο πλαίσιο ενός περιβάλλοντος αυξημένων επιτοκίων, η Moody’s υπογραμμίζει την ανάγκη λήψης αποτελεσματικών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, προειδοποιώντας ότι, χωρίς τέτοια μέτρα, η δυνατότητα πληρωμής του χρέους θα μπορούσε να αποδυναμωθεί σημαντικά. Ο οίκος αποδίδει μέρος του κινδύνου στη συνεχιζόμενη πολιτική πόλωση στο Κογκρέσο, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την επίτευξη συναίνεσης επί ενός δημοσιονομικού σχεδίου. Παρά τις αρνητικές προοπτικές, η Moody’s αναμένει ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την εξαιρετική οικονομική τους δύναμη, υποδηλώνοντας ότι οι θετικές εκπλήξεις στην ανάπτυξη θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την επιδείνωση της οικονομικής επιδεκτικότητας του χρέους.

Καθώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει πιθανές προκλήσεις χρηματοδότησης και πολιτικό αδιέξοδο, η απόφαση της Moody’s ευθυγραμμίζεται με μια τάση που παρατηρήθηκε τον Αύγουστο, όταν η Fitch υποβάθμισε την μακροπρόθεσμη αξιολόγηση αθέτησης εκδότη των ΗΠΑ σε ξένο νόμισμα. Η Moody’s είναι πλέον η μόνη μεγάλη πιστωτική εταιρεία που διατηρεί κορυφαία αξιολόγηση για τις ΗΠΑ, με την S&P Global Ratings να έχει αφαιρέσει από τη χώρα την κορυφαία βαθμολογία της ήδη από το 2011.

Η κίνηση αυτή πυροδοτεί συζητήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις για τους επενδυτές και τους συμμετέχοντες στην αγορά. Ενώ η μετακίνηση της Moody’s σηματοδοτεί ανησυχίες για τον δημοσιονομικό κίνδυνο, οι ειδικοί σημειώνουν ότι ο αντίκτυπος της υποβάθμισης στις τράπεζες και τους θεσμικούς επενδυτές φαίνεται να είναι περιορισμένος, δεδομένης της καθιερωμένης χρήσης των αμερικανικών κρατικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων και ρυθμιστικών περιουσιακών στοιχείων. Η υποβάθμιση εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις εναλλακτικές λύσεις έναντι των κρατικών ομολόγων και ωθεί στην εξέταση της εξελισσόμενης δυναμικής της αγοράς ως απάντηση σε αυτές τις αλλαγές στην πιστοληπτική αξιολόγηση.

Παρά τις επικρίσεις και τις διαφωνίες, η αλλαγή από τη Moody’s χρησιμεύει ως υπενθύμιση των αυξανόμενων δημοσιονομικών κινδύνων και προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, συμβάλλοντας σε ένα πολύπλοκο οικονομικό τοπίο, καθώς το έθνος αντιμετωπίζει πιθανές διαταραχές και αβεβαιότητες. Μετά την ανακοίνωση, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης των δεκαετών κρατικών ομολόγων σημείωσαν πτώση, σημειώνοντας νέα χαμηλά στη διάρκεια της συνεδρίασης, ενώ η απόδοση των δεκαετών κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ ανέκαμψε στο 4,65%, ισοφαρίζοντας τα υψηλά της προηγούμενης συνεδρίασης.

Προοπτικές αγοράς της Δευτέρας: Προβλέποντας μια πτωτική τάση εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για την υποβάθμιση των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου

Καθώς οι αγορές ετοιμάζονται να ανοίξουν τη Δευτέρα, αναμένεται πτωτική τάση. Είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι οι κρατικές ελλειμματικές δαπάνες δεν μιμούνται τα οικονομικά των νοικοκυριών- αντίθετα, παράγουν χρήματα στον ιδιωτικό τομέα. Καθώς οι πληρωμές τόκων από την κυβέρνηση αυξάνονται, οι ΗΠΑ δεν αντιμετωπίζουν μια δυαδική επιλογή μεταξύ της εξυπηρέτησης των τόκων και της επένδυσης στην πραγματική οικονομία. Η υποβάθμιση των αμερικανικών κρατικών ομολόγων εισάγει ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπό της σε διάφορους συμμετέχοντες στην αγορά. Παρά την αναπροσαρμογή της αξιολόγησης, τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των αμερικανικών κρατικών ομολόγων, όπως η υψηλή αξιολόγηση, η ρευστότητα και η εύρωστη αγορά repos, παραμένουν ανέπαφα.[5]

Οι εμπορικές τράπεζες, κύριοι αγοραστές κρατικών ομολόγων, τα χρησιμοποιούν για ρυθμιστικούς σκοπούς, ως ασφάλεια και για την αντιστάθμιση του κινδύνου επιτοκίου, με το ρυθμιστικό πλαίσιο της Βασιλείας να μετριάζει τις επιπτώσεις της υποβάθμισης στις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Στην ουσία, για τις τράπεζες, η υποβάθμιση αυτή είναι ασήμαντη. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία, σημαντικοί αγοραστές κρατικών ομολόγων, τα χρησιμοποιούν για αντιστοίχιση και εξασφάλιση μεγάλης διάρκειας, γεγονός που υποδηλώνει ελάχιστη ουσιαστική επίπτωση. Οι διαχειριστές συναλλαγματικών διαθεσίμων, λαμβάνοντας υπόψη τις αξιολογήσεις, συχνά ομαδοποιούν τις κυβερνήσεις με αξιολόγηση ΑΑΑ-ΑΑ, μετριάζοντας τη σημασία της υποβάθμισης.

Η υποβάθμιση προκαλεί προβληματισμό σχετικά με τις εναλλακτικές λύσεις έναντι των κρατικών ομολόγων, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των κρατικών ομολόγων της Ιαπωνίας (σαρκαστικό γέλιο) και της αγοράς ομολόγων της Ευρώπης. Στη σφαίρα της δυναμικής της αγοράς, είναι ζωτικής σημασίας να εστιάζουμε στο ρυθμό μεταβολής, αποφεύγοντας τις υπερ-ερμηνείες και δίνοντας έμφαση στην εξαγωγή συμπερασμάτων.

Αυτή η προσέγγιση ευθυγραμμίζεται με τον τρόπο με τον οποίο η αγορά ανταποκρίνεται στις εξελισσόμενες καταστάσεις. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Wally Adeyemo επέκρινε την υποβάθμιση από τον οίκο Moody’s, διαβεβαιώνοντας ότι οι ΗΠΑ διατηρούν την αξιολόγηση ΑΑΑ, τονίζοντας τη δύναμη της αμερικανικής οικονομίας και την παγκόσμια προβολή των κρατικών τίτλων ως ασφαλών και ρευστών περιουσιακών στοιχείων.

Αυτό το διπλό χτύπημα θα προκαλέσει σοκ στο εταιρικό χρέος, χτυπώντας το κουμπί επαναφοράς σε υψηλότερα επιτόκια. Το 2023, 500 δισεκατομμύρια δολάρια υφιστάμενου εταιρικού χρέους θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν, ακολουθούμενα από 800 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024 και 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2025. Κρατηθείτε – οι καταναλωτές πρόκειται να νιώσουν το τσίμπημα.

ο ποσοστό ανεργίας, που ήδη βρίσκεται σε ανοδική πορεία, παίζει τον ρόλο του σε αυτό το εξελισσόμενο οικονομικό δράμα. Αν το συνδυάσετε με μια ανεστραμμένη καμπύλη αποδόσεων, το ντόμινο πέφτει με τρόπο που προδίδει ένα πράγμα: μια διαφαινόμενη, βαθιά ύφεση. Το μόνο πράγμα που εμποδίζει ένα άμεσο κραχ; Το μαντέψατε – οι άφθονες κρατικές δαπάνες. Είναι ένα προσωρινό τσιρότο, αλλά οδηγεί τις ΗΠΑ σε ένα επικίνδυνο σπιράλ.

Η αρχικά αινιγματική δήλωση της Τζάνετ Γέλεν αποκτά ένα σαφές νόημα με μια πιο προσεκτική εξέταση, καθώς υπονόησε διακριτικά ώρες πριν από το κλείσιμο της Παρασκευής ότι η Κίνα θα μπορούσε να μειώσει τα κρατικά της χαρτοφυλάκια. Οι έμποροι παραμέρισαν με ευτυχία αυτή τη συγκεκαλυμμένη προειδοποίηση, απολαμβάνοντας την άνοδο του Dow κατά 400 μονάδες.

Σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των οίκων αξιολόγησης να ενημερώνουν εκ των προτέρων τις κυβερνήσεις για επικείμενες υποβαθμίσεις, η διακριτική ενημέρωση της Yellen για την επερχόμενη υποβάθμιση χρησίμευσε ως ένα διακριτικό μήνυμα προς την Κίνα. Τώρα γίνεται φανερό ότι τα άτομα που πωλούσαν κρατικά ομόλογα το απόγευμα της Παρασκευής, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου συντριπτικά θετικού κλίματος στην αγορά, πιθανότατα ανταποκρίνονταν σε αυτή την παρασκηνιακή πληροφόρηση.

Με την Yellen να πιέζει για μια γενναία έκδοση κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών και όχι ενός αλλά δύο συνεχιζόμενων πολέμων (επιπλέον 700 δισεκατομμύρια δολάρια αυτό το τρίμηνο και ένα τεράστιο ποσό 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων το πρώτο τρίμηνο του 2024), προετοιμαστείτε για το αναπόφευκτο: αύξηση των αποδόσεων και πτώση των τιμών των ομολόγων. Ενισχύοντας το δράμα, η Κίνα και η Ιαπωνία, που τρέφουν σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα του θείου Σαμ να πληρώνει το χρέος του, ίσως αποφασίσουν να εγκαταλείψουν τα αμερικανικά ομόλογα που κατέχουν.

Μπορούν οι ΗΠΑ να αντέξουν πραγματικά δύο πολέμους, ειδικά με ένα εκτεταμένο παγκόσμιο δίκτυο 800 στρατιωτικών βάσεων; Οι υπέρογκες δαπάνες δεν ενισχύουν ακριβώς την πραγματική οικονομία- είναι απλώς ένας αντιπερισπασμός από τα πραγματικά ζητήματα που φουντώνουν στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Καλώς ήρθατε στον ταραχώδη κόσμο του οικονομικού μπρα-ντε-φερ.


[1] Το χρέος των πιστωτικών καρτών στις ΗΠΑ συνέχισε να αυξάνεται από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, σηματοδοτώντας το όγδοο συνεχές τρίμηνο αύξησης σε ετήσια βάση, ανέφεραν οικονομολόγοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης σε έκθεσή τους που αφορά το τρίτο τρίμηνο του 2023. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, τα υπόλοιπα των πιστωτικών καρτών αυξήθηκαν κατά 48 δισεκατομμύρια δολάρια (4,7%) σε σχέση με τους τρεις προηγούμενους μήνες και κατά 154 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσια βάση, η μεγαλύτερη αύξηση από την έναρξη των καταγραφών το 1999. Αυτό οδήγησε το συνολικό ανεξόφλητο χρέος των πιστωτικών καρτών σε νέο ρεκόρ ύψους 1,08 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Παράλληλα, τα υπόλοιπα των ενυπόθηκων δανείων αυξήθηκαν επίσης στα 12,14 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τα υπόλοιπα των φοιτητικών δανείων και των δανείων αυτοκινήτου αυξήθηκαν σε 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια το καθένα. Το συνολικό χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 228 δισεκατομμύρια δολάρια κατά την περίοδο αναφοράς, κυρίως λόγω των πιστωτικών καρτών και των φοιτητικών δανείων, και έφθασε τα 17,29 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Το συνολικό χρέος των νοικοκυριών στις ΗΠΑ παρουσιάζει αυξητικές τάσεις τόσο στο σκέλος των ενυπόθηκων δανείων όσο και στις υπόλοιπες κατηγορίες.

Τα φοιτητικά δάνεια (ροζ) και τα χρέη στις πιστωτικές κάρτες (κίτρινο) παρουσιάζουν επιτάχυνση ενώ αθξητική τάση εμφανίζεται και στα χρέη για απόκτηση αυτοκινήτου.

[2] Ο συγγραφέας εδώ ουσιαστικά αναφέρεται στο μοντέλο ‘ζευγαρώματος’ (coupling) της Κινεζικής με την Αμερικανική οικονομία, το οποίο έχει μελετηθεί διεξοδικά από τον μαρξιστή οικονομολόγο καθηγητή Michael Hudson. Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, τα δολάρια από τα προϊόντα που εξήγαγε η Κινεζική βιομηχανία στις ΗΠΑ κατά μεγάλο ποσοστό επενδύονταν σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, πράγμα που επέτρεπε στις ΗΠΑ να εισάγουν νέα δολάρια στο σύστημα, μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν εκ νέου αγορές Κινεζικών προϊόντων. Έτσι, μεγάλο μέρος των κερδών της Κινεζικής βιομηχανίας περνούσαν σε μελλοντικές υποσχετικές ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ μπορούσαν να απολαμβάνουν σχεδόν χωρίς περιορισμούς τα βιομηχανικά αγαθά της Κίνας. Φυσικά, εννοείται ότι το σχήμα αυτό μεγεθύνει συνεχώς τον δανεισμό και δημιουργεί μεγάλους κινδύνους σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών ενώ ταυτόχρονα κρατά σε πολιτική ομηρία τα χρήματα των Κινέζων, πράγμα που απέκτησε τεράστια επικαιρότητα μετά το πάγωμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ρωσικής Ομοσπονδίας από τη Δύση.

[3] Μεταφράζω επακριβώς, αλλά προφανώς ο συγγραφέας εννοεί ότι οι ξένες κεντρικές τράπεζες από αγοραστές συνολικά μεταβλήθηκαν σε πωλητές. Από το προηγούμενο διάγραμμα γνωρίζουμε ότι τόσο η Κίνα όσο και η Ιαπωνία έχουν μεταβληθεί σε πωλητές.

[4] Είμαι της γνώμης ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος και ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στο ‘seize up’ της αγοράς τον Μάρτιο του 2020—άλλωστε στο πρωτότυπο κείμενο αυτόν ακριβώς τον όρο χρησιμοποιεί—που προκλήθηκε από πανικό λόγω του λοκ-ντάουν που προκάλεσε ο COVID-19. Τότε, μέσα σε λίγες μέρες κατέρρευσε η τιμή του 10ετούς Αμερικανικού ομολόγου αναφοράς προκαλώντας τεράστιες απώλειες στα hedge funds λόγω της αστοχίας της πολιτικής arbitrage που ακολουθούσαν (βλ. διάγραμμα). Η αλυσιδωτή αντίδραση που θα ακολουθούσε αποφεύχθηκε χάρις στην άμεση παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ που μέσα σε λίγες μέρες αγόρασε ομόλογα ύψους άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων. Σχετικά βλ. και το άρθρο του Bloomberg που επιγράφεται: «Από μία άποψη ο Μάρτιος του 2020 ήταν χειρότερος από την χρηματο-οικονομική κρίση [ΣΗΜ. του 2008]» (αρχειοθετημένο, δηλ. χωρίς paywall, το άρθρο υπάρχει εδώ).

Το διάγραμμα παρουσιάζει τη χρονική σειρά των αποδόσεων του συνόλου των hedge funds. Βλέπουμε την απότομη κάθοδο κατά τον Μάρτιο του 2020. Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν χάρις στην παρέμβαση της Fed που διέσωσε το σύστημα από την κατάρρευση.

[5] Προφανώς το άρθρο έχει γραφτεί πριν το άνοιγμα των αγορών τη Δευτέρα. Όντως, τη Δευτέρα το δεκαετές ομόλογο του Αμερικανικού Δημοσίου σημείωσε ανεπαίσθητη πτώση, αλλά την Τρίτη η τιμή του παρουσίασε αξιόλογη άνοδο η οποία ερμηνεύτηκε από ορισμένους ως συνέπεια των ελαφρά καλύτερων από το αναμενόμενο στοιχείων για τον πληθωρισμό που ανακοινώθηκαν την Τρίτη.

Ηθικός κίνδυνος ή δημιουργική καταστροφή;

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ καταρρέουν. Και μια μεγάλη διεθνής ελβετική τράπεζα, η Credit Suisse, βρίσκεται κοντά στην πτώχευση. Μια χρηματοπιστωτική κρίση που έχει να εμφανιστεί από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008 φαίνεται να εξελίσσεται. Ποια θα είναι η αντίδραση των νομισματικών και χρηματοπιστωτικών αρχών;

Το 1928, ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και τραπεζίτης, Andrew Mellon, πίεσε για υψηλότερα επιτόκια προκειμένου να ελεγχθεί ο πληθωρισμός και η κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο, που τροφοδοτούνταν από τις πιστώσεις. Κατόπιν  αιτήματός του, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια και τον Αύγουστο του 1929 η Fed εκτόξευσε τα επιτόκια σε επίπεδα – ρεκόρ. Μόλις δύο μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1929, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης υπέστη το χειρότερο κραχ στην ιστορία του, σε αυτό που ονομάστηκε “Μαύρη Τρίτη“. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Το 1929 ο Mellon συνέχιζε απτόητος. Συμβούλευσε τον τότε πρόεδρο Hoover να «ρευστοποιήσει την εργασία, να ρευστοποιήσει τις μετοχές, να ρευστοποιήσει τους αγρότες, να ρευστοποιήσει την ακίνητη περιουσία. . . αυτό θα καθαρίσει τη σαπίλα από το σύστημα. Το υψηλό κόστος ζωής και η υψηλή διαβίωση θα μειωθούν. Οι άνθρωποι θα εργάζονται σκληρότερα, θα ζουν πιο ηθικά. Οι αξίες θα αναπροσαρμοστούν και οι άνθρωποι των επιχειρήσεων θα ξεχωρίσουν από τους λιγότερο ικανούς ανθρώπους». Επιπλέον, υποστήριξε την απομάκρυνση των «αδύναμων» τραπεζών ως σκληρή αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος. Αυτό το «ξεσκαρτάρισμα» θα επιτυγχανόταν με την άρνηση δανεισμού μετρητών στις τράπεζες (παίρνοντας δάνεια και άλλες επενδύσεις ως εγγύηση) και με την άρνηση κυκλοφορίας πληθωριστικού νομίσματος. Το μεγάλο τραπεζικό κραχ ακολουθήθηκε από την Μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του ‘30.

Το 2008, όταν ξεδιπλώθηκε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κραχ, οι αρχές αρχικά στόχευσαν σε κάτι παρόμοιο. Επέτρεψαν την πτώχευση της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns. Αλλά μετά ήρθε μια άλλη, η Lehman Brothers. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αμφιταλαντεύτηκε και τελικά αποφάσισε να μην τη σώσει με παροχή πιστώσεων. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ραγδαία κατάρρευση των μετοχών και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και μια βαθιά ύφεση, η Μεγάλη Ύφεση. Ο τότε πρόεδρος της Fed, Ben Bernanke, ήταν υποτίθεται μελετητής της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 και παρόλα αυτά συμφώνησε να χρεοκοπήσει η τράπεζα. Στη συνέχεια, αναγνώρισε ότι ως «δανειστής έσχατης καταφυγής», η δουλειά της Fed ήταν να αποφύγει τέτοιες καταρρεύσεις, ιδίως για τις τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν» και  δημιουργούσαν ένα ντόμινο καταρρεύσεων σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Είναι σαφές ότι τώρα οι κυβερνήσεις και οι νομισματικές αρχές θέλουν να αποφύγουν τη … μανία ρευστοποίησης και το κραχ τύπου Lehmans Brother, ακόμη και αν μια τέτοια πολιτική θα καθάριζε τη «σαπίλα του συστήματος» και θα ξεχώριζε την ήρα από το στάρι, οδηγώντας σε μια νέα μέρα. Από πολιτική άποψη, κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για τις κυβερνήσεις που θα προεδρεύουν μιας ακόμη τραπεζικής κατάρρευσης- και από οικονομική άποψη, θα προκαλούσε πιθανότατα μια νέα και βαθιά ύφεση. Έτσι, είναι προτιμότερο να «τυπωθεί περισσότερο χρήμα» για να διασωθούν οι καταθέτες και οι κάτοχοι ομολόγων των τραπεζών και να αποτραπεί η χρηματοπιστωτική μετάδοση, με το τραπεζικό σύστημα είναι τόσο διασυνδεδεμένο.

Αυτό έκαναν τελικά οι αρχές το 2008-9 και αυτό θα κάνουν και αυτή τη φορά. Οι αξιωματούχοι αρχικά δεν ήταν σίγουροι για τη διάσωση της Silicon Valley Bank. Γρήγορα άλλαξαν γνώμη μετά τις ενδείξεις για εκκολαπτόμενα bank runs σε όλες τις ΗΠΑ. Συνεντεύξεις με αξιωματούχους που συμμετείχαν στις συζητήσεις ή ήταν κοντά σε αυτές, κάνουν λόγο για 72 φρενήρεις ώρες. Η Credit Suisse είναι επίσης πιθανό να λάβει παρόμοια οικονομική στήριξη.

Υπάρχουν και σήμερα υποστηρικτές της προσέγγισης του Mellon και εξακολουθούν να έχουν ένα κάποιο δίκιο. Ο Ken Griffin, ιδρυτής του μεγάλου hedge fund Citadel, δήλωσε στους Financial Times ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν έπρεπε να είχε παρέμβει για να προστατεύσει όλους τους καταθέτες της SVB. Και συνέχισε: «Οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι είναι μια καπιταλιστική οικονομία, και αυτό καταρρέει μπροστά στα μάτια μας… Έχει χαθεί η οικονομική πειθαρχία με την κυβέρνηση να διασώζει πλήρως τους καταθέτες». Δεν μπορούμε να έχουμε «ηθικό κίνδυνο», είπε. «Οι απώλειες για τους καταθέτες θα ήταν ασήμαντες και θα είχε καταστεί σαφές ότι η διαχείριση των κινδύνων είναι απαραίτητη».

Ο ηθικός κίνδυνος είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γεγονός ότι οι τράπεζες και οι εταιρείες θεωρούν ότι μπορούν πάντα να πάρουν χρήματα ή πιστώσεις από κάποιον, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης. Έτσι, ακόμα αν κάνουν απερίσκεπτες κερδοσκοπικές ενέργειες που πάνε στραβά, αυτό δεν έχει σημασία. Θα διασωθούν. Όπως θα μπορούσε να το θέσει ο Mellon: αυτό είναι ανήθικο.

Η άλλη πλευρά του επιχειρήματος λέει ότι το γεγονός πως οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι όσοι καταθέτουν τα χρήματά τους σε αυτές θα πρέπει να τα χάσουν, ενώ δεν έχουν δική τους υπαιτιότητα. Έτσι, οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέμβουν για να σώσουν τους καταθέτες. Και έχουν κι αυτοί δίκιο. Όπως το έθεσε ένας άλλος δισεκατομμυριούχος – ιδιοκτήτης hedge fund, ο Bill Ackman, όταν προέκυψε η κατάρρευση της SVB, η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) πρέπει «να εγγυηθεί ρητά όλες τις καταθέσεις τώρα», διότι «η οικονομία μας δεν θα λειτουργήσει ούτε και το κοινοτικό και περιφερειακό τραπεζικό μας σύστημα». Ο Mark Cuban εξέφρασε την απογοήτευσή του για το ανώτατο όριο ασφάλισης της FDIC που εγγυάται έως 250. 000 δολάρια σε έναν τραπεζικό λογαριασμό ως «πολύ χαμηλό». Επέμεινε επίσης ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα πρέπει να εξαγοράσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της SVB. Ο αντιπρόσωπος στο Κονγκρέσο Eric Swalwell, ένας Δημοκρατικός από την Καλιφόρνια, συντάχθηκε με τους προαναφερθέντες γράφοντας στο Twitter ότι «πρέπει να διασφαλίσουμε ότι όλες οι καταθέσεις που υπερβαίνουν το όριο των 250 χιλιάδων δολαρίων της FDIC θα διασφαλιστούν».

Η ειρωνεία εδώ είναι ότι αυτοί που ζητούν διασώσεις τώρα είναι οι ίδιοι κερδοσκόποι καπιταλιστές που συνήθως υποστηρίζουν σταθερά την «ελεύθερη αγορά και τη μη  παρέμβαση του κράτους». Ένας άλλος υποστηρικτής του πακέτου διάσωσης είναι ο Sacks, παλιός συνεργάτης του επενδυτή Peter Thiel, ο οποίος πιστεύει βαθιά στις «ελεύθερες αγορές» και στον «καπιταλισμό». Αλλά ήταν όμως πρώτο το Founders Fund του Thiel που πυροδότησε το bank run που βύθισε την SVB.

Ο αρθρογράφος των Financial Timers Martin Wolf εξήγησε το δίλημμα: «Οι τράπεζες πτωχεύουν. Όταν το κάνουν, εκείνοι που θα χάσουν φωνάζουν για κρατική διάσωση». Το δίλημμα είναι ότι «αν το απειλούμενο κόστος είναι αρκετά μεγάλο, θα πετύχουν. Με αυτόν τον τρόπο, κρίση με την κρίση, δημιουργήσαμε έναν τραπεζικό τομέα που θεωρητικά είναι ιδιωτικός, αλλά στην πράξη είναι προστατευόμενος του κράτους. Το τελευταίο με τη σειρά του προσπαθεί να περιορίσει την τάση των μετόχων και της διοίκησης των τραπεζών να εκμεταλλευτούν τα δίκτυα ασφαλείας που απολαμβάνουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, αλλά δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της». Επομένως, καταλήγουμε στον ηθικό κίνδυνο επειδή η εναλλακτική λύση είναι ο Αρμαγεδδών. Όπως καταλήγει ο Wolf: «πρόκειται για ένα χάλι».

Ποια είναι λοιπόν η λύση που προσφέρεται για να αποφευχθούν αυτά τα συνεχή τραπεζικά χάλια; Ο φιλελεύθερος οικονομολόγος Joseph Stiglitz μας λέει ότι «η SVB αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από την αποτυχία μιας μεμονωμένης τράπεζας. Είναι ενδεικτικό βαθιών αποτυχιών στην άσκηση τόσο της ρυθμιστικής όσο και της νομισματικής πολιτικής. Όπως και η κρίση του 2008, ήταν προβλέψιμη και προβλεπόμενη». Αλλά αφού μας είπε ότι η ρύθμιση δεν λειτουργεί, ο Stiglitz υποστηρίζει ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη και αυστηρότερη ρύθμιση! «Χρειαζόμαστε αυστηρότερη ρύθμιση, για να διασφαλίσουμε ότι όλες οι τράπεζες είναι ασφαλείς». Λοιπόν, πώς πήγε αυτό μέχρι στιγμής;

Κανείς δεν έχει τίποτα να πει για δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών, τίποτα για το να γίνει η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών μια δημόσια υπηρεσία και όχι ένας τεράστιος τομέας απερίσκεπτης κερδοσκοπίας. Η SVB κατέρρευσε επειδή οι ιδιοκτήτες της πόνταραν στην άνοδο των τιμών των κρατικών ομολόγων και στα χαμηλά επιτόκια για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αλλά πήγε στραβά και τώρα οι άλλοι πελάτες των τραπεζών θα πληρώσουν γι’ αυτό με αυξημένες προμήθειες και ζημίες για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ενώ θα λείψει και η χρηματοδότηση των παραγωγικών επενδύσεων για να πληρωθεί ένα ακόμη τραπεζικό χάος.

Τα παρακάτω είχα υποστηρίξει πριν από 13 χρόνια: «Η απάντηση για την αποφυγή μιας νέας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης δεν είναι μόνο περισσότερη ρύθμιση (ακόμη και αν αυτή δεν είναι τόσο αποδυναμωμένη, όσο οι κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ). Οι τραπεζίτες θα βρουν νέους τρόπους να χάσουν τα χρήματά μας, παίζοντας με αυτά για να βγάλουν κέρδη για τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους. Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, ήταν η αγορά «ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης», τα οποία ήταν μπλεγμένα σε περίεργα χρηματοπιστωτικά πακέτα που ονομάζονταν τίτλοι που εξασφαλίζονταν με υποθήκη και εξασφαλισμένες υποχρεώσεις χρέους, κρυμμένα εκτός των ισολογισμών των τραπεζών, και τα οποία κανείς, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, δεν καταλάβαινε. Την επόμενη φορά θα είναι κάτι άλλο. Στην απελπισμένη αναζήτηση του κέρδους και της απληστίας, δεν υπάρχουν όρια στην οικονομική απάτη».

Ας επιστρέψουμε στο δίλημμα της επιλογής μεταξύ «ηθικού κινδύνου» και «ξεσκαρταρίσματος». Όπως είπε ο Mellon, η εκκαθάριση των πτωχευμένων επιχειρήσεων, ακόμη και αν συνεπάγεται ύφεση, είναι μια αναγκαία διαδικασία για τον καπιταλισμό. Πρόκειται για μια διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής», όπως την περιέγραψε ο οικονομολόγος Joseph Schumpeter τη δεκαετία του 1930. Η εκκαθάριση και η καταστροφή των αξιών του κεφαλαίου (μαζί με τη μαζική ανεργία) μπορεί να θέσει τις βάσεις για έναν «πιο λιτό και στιβαρό» καπιταλισμό, ικανό να ανανεωθεί για περισσότερη εκμετάλλευση και συσσώρευση με βάση την υψηλότερη κερδοφορία για όσους επιβιώσουν από την καταστροφή.

Όμως οι καιροί έχουν αλλάξει. Έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο για  αυτούς που χαράζουν τη στρατηγική του κεφαλαίου, τις νομισματικές αρχές και τις κυβερνήσεις, να εξετάσουν το ενδεχόμενο της «εκκαθάρισης». Αντίθετα, ο «ηθικός κίνδυνος» είναι η μόνη επιλογή για να αποφευχθεί μια μεγάλη ύφεση και μια πολιτική καταστροφή για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Όμως, οι διασώσεις και μια νέα πληγή από ενέσεις ρευστότητας δεν θα μπορούσαν μόνο να ανατρέψουν πλήρως τις μάταιες προσπάθειες των νομισματικών αρχών να ελέγξουν τα ακόμα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού. Σημαίνει επίσης τη συνέχιση της χαμηλής κερδοφορίας, των χαμηλών επενδύσεων και της χαμηλής παραγωγικότητας σε οικονομίες που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την κατάσταση ζόμπι. Δηλαδή ακόμη περισσότερη μακροχρόνια ύφεση.

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Νομισματική σύσφιξη, πληθωρισμός και κατάρρευση τραπεζών

Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Fed[1] των ΗΠΑ Τζέι Πάουελ κατέθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο σχετικά με τον πληθωρισμό και τη νομισματική πολιτική της Fed. Προκάλεσε τρόμο στις χρηματοπιστωτικές αγορές όταν φάνηκε να λέει ότι τα τελευταία στοιχεία για την οικονομία θα οδηγήσουν πιθανότατα σε περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό. Ο Πάουελ υποστήριξε ότι, αν και ο γενικός πληθωρισμός έχει υποχωρήσει, ο βασικός πληθωρισμός[2], ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, παραμένει επίμονος. Επίσης, η αγορά εργασίας των ΗΠΑ φαινόταν ακόμη εξαιρετικά ισχυρή, γεγονός που δικαιολογούσε την ανάγκη ελέγχου των επιπτώσεων τυχόν αυξήσεων των μισθών. Ανέφερε και πάλι ότι θα ήταν απαραίτητο να αυξηθεί περαιτέρω το επιτόκιο βάσης της Fed (το οποίο θέτει το κατώτατο όριο για όλα τα άλλα επιτόκια δανεισμού) έως ότου τεθεί υπό έλεγχο το μισθολογικό κόστος.

Γράφημα 1: Εξέλιξη του βασικού πληθωρισμού στις ΗΠΑ, την Ευρωζώνη και το Η.Β. την τελευταία διετία.

Για ακόμη μια φορά, ο Πάουελ, όπως και άλλοι διοικητές κεντρικών τραπεζών, υποστήριξε ότι ο πληθωρισμός οφείλεται στην “υπερβολική ζήτηση” και επίσης στον κίνδυνο αύξησης των μισθών που προκαλεί μια αλυσιδωτή αντίδραση αύξησης των τιμών. Υπάρχουν όμως πολλές ενδείξεις ότι δεν είναι η υπερβολική ζήτηση ή η αύξηση των μισθών που προκάλεσε την επιτάχυνση του πληθωρισμού. Έχω παραθέσει σχετικά στοιχεία σε αρκετές προηγούμενες αναρτήσεις. Σε μια πρόσφατη ανάρτηση, παρέθεσα μια μακροσκελή μελέτη του Joseph Stiglitz, η οποία παρουσίαζε με τεκμηριωμένο τρόπο στοιχεία που έδειχναν ότι ο πληθωρισμός προκλήθηκε από ελλείψεις στην πλευρά της προσφοράς και όχι από “υπερβολική ζήτηση”.

Έκτοτε, έχουν προκύψει περισσότερα στοιχεία που τεκμηριώνουν την παραπάνω θέση, ότι το πρόβλημα ανέκυψε στην πλευρά της προσφοράς. Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι όταν η οικονομία βγήκε από τα  lockdown της πανδημίας COVID-19 και την ακόλουθη ύφεση, υπήρξε μια στροφή προς την αγορά περισσότερων αγαθών. Ωστόσο, οι παραγωγοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αυτό το κύμα. «Το κύριο συμπέρασμά μας είναι ότι η μετατόπιση της καταναλωτικής ζήτησης από τις υπηρεσίες προς τα αγαθά μπορεί να εξηγήσει ένα μεγάλο μέρος της αύξησης του πληθωρισμού στις ΗΠΑ μεταξύ του 4ου τριμήνου του 2019 και του αντίστοιχου τριμήνου του 2021. Αυτό το σοκ της ανακατανομής της ζήτησης προκαλεί αύξηση στον πληθωρισμό λόγω του κόστους της αύξησης της παραγωγής αγαθών, καθώς άλλωστε οι τομείς αυτοί τείνουν να έχουν πιο ευέλικτες τιμές από τους τομείς παροχής υπηρεσιών».

Υπάρχουν και άλλα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η άνοδος του πληθωρισμού προκλήθηκε κυρίως από μη μισθολογικά κόστη (πρώτες ύλες, εξαρτήματα και μεταφορικά κόστη) και από τις μεγάλες αυξήσεις στα περιθώρια κέρδους. Οι αυξήσεις των μισθών έπαιξαν τον μικρότερο ρόλο.

Γράφημα 2: Τα τελευταία στοιχεία για τις αυξήσεις των μισθών στις ΗΠΑ επιβεβαιώνουν ότι δεν είναι οι μισθοί που αυξάνουν τον πληθωρισμό.

Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις ΗΠΑ. Στην Ευρωζώνη, ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ότι η αύξηση του πληθωρισμού επήλθε από την αύξηση του μη μισθολογικού κόστους και της κερδοφορίας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσίευσε πρόσφατα μία εκτίμηση σχετικά με τη συμβολή των κερδών, των φόρων και του μισθολογικού κόστους στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης.

Γραφήματα 3 και 4: Στοιχεία που καταδεικνύουν ότι από το πρώτο τρίμηνο του 2021 μέχρι σήμερα ο καθοριστικότερος παράγοντας αύξησης του πληθωρισμού είναι η αύξηση της κερδοφορίας και όχι η αύξηση των μισθών.

Λοιπόν, ακόμη και έτσι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η αυστηρότερη νομισματική πολιτική, δηλαδή η αύξηση των επιτοκίων για την αύξηση του κόστους δανεισμού και η μείωση της προσφοράς χρήματος με την πώληση των αποθεμάτων ομολόγων των κεντρικών τραπεζών θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να μειώσει τον πληθωρισμό. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει σύμφωνα με την ανάλυση της ίδιας της ΕΚΤ. Σε μελέτη της, η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι μια αύξηση των επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα μειώνει τον πληθωρισμό μόνο κατά περίπου 0,1 έως 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η ΕΚΤ εκτιμά επίσης ότι η μεγαλύτερη αρνητική ετήσια επίδραση των αυξήσεων των επιτοκίων στο ΑΕΠ θα πραγματωθεί μόλις μετά από εννέα τρίμηνα!

Γράφημα 5: Ανάλυση των μακροοικονομικών επιπτώσεων της αύξησης των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης (αριστερός και μεσαίος πίνακας), αποτίμηση των σωρευτικών συνεπειών σε βάθος 12 τριμήνων μιας τυποποιημένης περικοπής του προϋπολογισμού κατά 500 δις ευρώ (δεξιός πίνακας).

Το κλειδί για τον πληθωρισμό βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς. Ειδικότερα, μακροπρόθεσμα, είναι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας σε κάθε οικονομία. Εάν η αύξηση της παραγωγής ανά εργαζόμενο επιβραδυνθεί ή ακόμη και μειωθεί, το κόστος ανά μονάδα παραγωγής θα αυξηθεί και αυτό θα αναγκάσει τις εταιρείες να προσπαθήσουν να αυξήσουν τις τιμές. Μία ακόμη πρόσφατη μελέτη υποστήριξε ότι «οι ραγδαίες αυξήσεις του κόστους παραγωγής και οι συμφορήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού δημιουργούν τις προϋποθέσεις ώστε οι εταιρείες που μπορούν κάπως να επηρεάσουν τις τιμές να οδηγηθούν σε αυξήσεις προκειμένου να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους. Έχουμε δηλαδή έναν «πληθωρισμό των πωλητών». Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι το κλειδί για τον πληθωρισμό. Πράγματι, υπάρχει ισχυρή αντίστροφη συσχέτιση (0,45) μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και των ρυθμών πληθωρισμού κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Γράφημα 6: Αποτύπωση της συσχέτισης μεταξύ της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ και του πληθωρισμού από το 1948 έως το 2023.

Ο Πάουελ κάνει πλέον λόγο για μια άμεση και σημαντική άνοδο των επιτοκίων. Ωστόσο, οι επιπτώσεις των προηγούμενων αυξήσεων δεν επηρέασαν σχεδόν καθόλου τον πληθωρισμό. Ούτε ο περιορισμός της προσφοράς χρήματος φαίνεται να έχει μεγάλη επίδραση στον πληθωρισμό, αντίθετα με την άποψη των μονεταριστών. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlement – BIS) είναι η διεθνής ένωση κεντρικών τραπεζών σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι οικονομολόγοι της είναι ένθερμοι μονεταριστές και υποστηρικτές της αυστριακής σχολής των ελεύθερων αγορών. Σε μια πρόσφατη μελέτη, η BIS διαπίστωσε «μια στατιστικά και οικονομικά σημαντική συσχέτιση σε μια σειρά χωρών μεταξύ της υπερβολικής αύξησης του χρήματος το 2020 και του μέσου πληθωρισμού το 2021 και το 2020». Ο John Plender των Financial Times, ένας ακόμη ειδήμονας της αυστριακής σχολής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν χρειάζεται να είναι κανείς απόλυτος οπαδός της θεωρίας της ποσότητας του χρήματος για να δει ότι η άνοδος των τιμών των κατοικιών και των μετοχών στις ΗΠΑ πέρυσι οφείλεται ουσιαστικά στο ότι πάρα πολλά χρήματα κυνηγούσαν πολύ λίγα περιουσιακά στοιχεία».

Σημειώστε δύο πράγματα εδώ. Πρώτον, υπάρχει ένα θέμα αιτιώδους συνάφειας. Όπως παραδέχεται η BIS, «Η συζήτηση σχετικά με την κατεύθυνση της αιτιότητας στη σχέση μεταξύ κυκλοφορίας χρήματος και πληθωρισμού δεν έχει διευθετηθεί πλήρως. Η παρατήρηση ότι η αύξηση του χρήματος σήμερα συμβάλλει στην πρόβλεψη του πληθωρισμού αύριο δεν συνεπάγεται από μόνη της αιτιώδη συνάφεια». Θα μπορούσε να ισχύει ότι «το εισόδημα και όχι το χρήμα είναι αυτό που προκαλεί την αύξηση των δαπανών, με την εξέλιξη των χρηματικών υπολοίπων να λειτουργεί ως σήμα». Στη συνέχεια, όμως, η BIS υποστηρίζει ότι «η σχέση αιτιότητας δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής για να αντλήσουμε χρήσιμο πληροφοριακό περιεχόμενο για την σχέση του χρήματος με τον πληθωρισμό – στον οποίο εστιάζουμε εδώ». Σίγουρα όμως έχει σημασία το εάν αν είναι η οικονομική δραστηριότητα, η αύξηση της παραγωγής και των δαπανών που οδηγεί τη συνολική προσφορά χρήματος ή μήπως ισχύει το αντίστροφο;

Δεύτερον, ο Plender σημειώνει ότι η αυξημένη προσφορά χρήματος συνδέεται με την άνοδο των τιμών των κατοικιών και των μετοχών – καμία αναφορά δεν γίνεται στις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών. Και αυτό είναι το θέμα. Η έντονη αύξηση της προσφοράς χρήματος και τα χαμηλά επιτόκια μέχρι και την πανδημία δεν οδήγησαν σε άνοδο των τιμών και επιτάχυνση του πληθωρισμού στα καταστήματα. Αντίθετα, η προσφορά χρήματος τροφοδότησε μια πιστωτική έκρηξη που εκφράστηκε με μια έκρηξη των ακινήτων και των χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Το στοιχείο που χάνει το επιχείρημα των μονεταριστών είναι ότι οι αλλαγές στην προσφορά χρήματος μπορεί επίσης να σημαίνουν αλλαγές στην ταχύτητα του χρήματος, δηλαδή στον ρυθμό κυκλοφορίας του υπάρχοντος χρηματικού αποθέματος. Αν η ταχύτητα του χρήματος μειώνεται, αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι μετρητών δεν τα ξοδεύουν για αγαθά και υπηρεσίες, αλλά τα συσσωρεύουν σε καταθέσεις ή επενδύουν σε ακίνητα και χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Έτσι, καθώς η αύξηση της προσφοράς χρήματος επιταχύνθηκε κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, η ταχύτητα του χρήματος μειώθηκε, καθώς τα μετρητά χρησιμοποιήθηκαν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην κτηματομεσιτική κερδοσκοπία.

Γράφημα 7: Μεταβολές στην ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος στις ΗΠΑ από το 1960 έως το 2020. Πηγή: Federal Reserve Bank

Παρατηρείστε όμως την αλλαγή που σημειώθηκε μετά την πανδημία. Η Fed περιορίζει την προσφορά χρήματος για να ελέγξει τον πληθωρισμό. Αφού εκτινάχθηκε το 2020 κατά τη διάρκεια της πανδημικής ύφεσης, η προσφορά χρήματος τώρα συρρικνώνεται.

Γράφημα 8: Μεταβολές στην προσφορά του χρήματος στις ΗΠΑ από το 1960 έως το 2020. Πηγή: Federal Reserve Bank

Σε αντίθεση όμως με την αυτήν την συρρίκνωση της προσφοράς, η ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρηματικού αποθέματος ανεβαίνει, εξουδετερώνοντας τα αντιπληθωριστικά αποτελέσματα μιας αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής. Αυτό καθιστά μια περιοριστική νομισματική πολιτική αναποτελεσματική ως προς την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, πλην όμως επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη και την εργασία. Η πολιτική της Fed δεν θα προσφέρει τίποτα άλλο πέρα από το να επιταχύνει μια πτώση σε οικονομική ύφεση. Οι ερευνητές της Fed από το Κλίβελαντ ανέλυσαν τις πιο πρόσφατες οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής της Fed για την Ελεύθερη Αγορά (Federal Open Market Committee – FOMC). Το οικονομικό τους μοντέλο προβλέπει ότι η τρέχουσα πρόβλεψη της FOMC για την ανεργία θα μειώσει τον βασικό πληθωρισμό στο 2,75%, αλλά μόνο μέχρι το 2025. Ενώ μια «βαθιά ύφεση θα ήταν απαραίτητη για να επιτευχθεί» η πρόβλεψη για πληθωρισμό 2,1% που επιδιώκει η Fed.

Και τώρα έχουμε την κατάρρευση της Silicon Valley Bank ως συνέπεια της ανόδου των επιτοκίων από την Fed. Δείτε τη σχετική μου ανάρτηση. Πράγματι, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αναγκάσει τη Fed να παγώσει το σχέδιό της για μια μεγαλύτερη και ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων. Η Fed είναι παγιδευμένη σε ένα δίλημμα: περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να σημαίνουν περισσότερες καταρρεύσεις τραπεζών και ύφεση. Εάν όμως σταματήσουν οι αυξήσεις, κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως η Fed δεν έχει όπλα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.

Και τα χειρότερα έρχονται για τον λεγόμενο «παγκόσμιο Νότο». Εάν η Fed συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια, τότε το δολάριο θα ανακτήσει την ισχύ του μετά την πρόσφατη και σύντομη πτώση (βλ. παρακάτω γράφημα).

Το συνολικό παγκόσμιο χρέος ξεπερνάει πλέον τα 300 τρισεκατομμύρια δολάρια ή αλλιώς υπερβαίνει το 345% του παγκόσμιου ΑΕΠ, καθώς το σχετικό ποσό ανέβηκε από τα 255 τρισεκατομμύρια δολάρια ή το 320% του ΑΕΠ που ίσχυε πριν την πανδημία. Όσο πιο καταχρεωμένος είναι ο πλανήτης, τόσο πιο ευαίσθητος καθίσταται απέναντι στις αυξήσεις των επιτοκίων. Για να αξιολογήσει τη σωρευτική επίδραση του δανεισμού και των υψηλότερων επιτοκίων, ο Economist, υπολόγισε το κόστος των τόκων για τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τις κυβερνήσεις σε 58 χώρες. Οι οικονομίες αυτές μαζί αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το 2021 το κόστος των τόκων τους ανήλθε σε 10,4 τρισ. δολάρια, ή 12% του σωρευτικού τους ΑΕΠ. Μέχρι το 2022 θα έχει φθάσει τα 13 τρισ. δολάρια, ή 14,5%. Καθώς μεγάλο μέρος του χρέους των οικονομιών του Παγκόσμιου Νότου είναι σε δολάρια, η ανατίμηση του δολαρίου σε σχέση με τα νομίσματά τους αποτελεί πρόσθετο βάρος. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες ξοδεύουν σήμερα περισσότερα για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους παρά για την υγεία των πολιτών τους!

Η ύφεση λοιπόν δεν βρίσκεται απλώς στην ατζέντα των οικονομιών της G7. Η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους και η ύφεση ήδη ξεκινά για τις «αναπτυσσόμενες» χώρες (π.χ. Σρι Λάνκα, Ζάμπια, Πακιστάν, Αίγυπτος).

[1] Σ.τ.Μ.: Federal Reserve: Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α.

[2] Σ.τ.Μ.: Ως γενικός ή ονομαστικός πληθωρισμός (headline inflation) αναφέρεται ο πληθωρισμός στον υπολογισμό του οποίου συνυπολογίζονται οι μεταβολές των τιμών στην ενέργεια και τα τρόφιμα, σε αντίθεση με τον βασικό ή δομικό πληθωρισμό (core inflation), για τη μέτρηση του οποίου δεν συνυπολογίζονται οι μεταβολές στα παραπάνω αγαθά. Η διαφοροποίηση ως προς τον τρόπο υπολογισμού σχετίζεται με την μεγάλη αστάθεια των τιμών ενέργειας και τροφίμων. Ο γενικός/ ονομαστικός πληθωρισμός θεωρείται πιο κρίσιμο οικονομικό μέγεθος για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ενώ για τις αναπτυγμένες οικονομίες θεωρείται –υπό κανονικές τουλάχιστον συνθήκες- κρισιμότερο μέγεθος ο βασικός / δομικός πληθωρισμός.

Πηγή: Michael Roberts Blog

Μετάφραση: antapocrisis.gr