Δέκα ψέματα για την καταναλωτική κόλαση της Black Friday. Tι μας διδάσκει η νεο-μαρξιστική ανάλυση;

Κυρίες και κύριοι, ξεκίνησε η κάθοδός μας στην κόλαση. Από τώρα μέχρι την Παραμονή των Χριστουγέννων, είμαστε έτοιμοι να βουτήξουμε στην άβυσσο. Μερικοί από εμάς είναι πρόθυμοι κατά τη Black Friday να έρθουν αντιμέτωποι οργισμένοι απέναντι σε κάποιον άλλον μανιασμένο αγοραστή για το τελευταίο εκπτωτικό PS4 σε κάποιο κατάστημα. Άλλοι θα είναι πεσμένοι στα γόνατα ζητώντας από τον πωλητή να ελέγξει και πάλι στην αποθήκη για να δει αν υπάρχει ακόμα αυτό το μοδάτο Zoomer Chimp, ένα ρομπότ 119,99 στερλινών που βγαίνει με αναγνώριση φωνητικών εντολών και – ήμαρτον Θεέ μου – 100 – ακόμα κόλπα. Και έπειτα, κάπου εκεί το πρωί την ημέρα των Χριστουγέννων, το έθνος μας θα νιώσει ένα οικείο αλλά ασαφές συναίσθημα. Ποιο θα είναι αυτό το συναίσθημα που θα μας ξανακατακλύσει; Οι τύψεις του καταναλωτή.

Ένα πράγμα που έχω μάθει ερευνώντας τις ζωές των αποδημησάντων πλέον νεο-μαρξιστών Γερμανών Εβραίων της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι ότι το shopping δεν είναι ένα διεγερτικό χόμπι που κινεί την οικονομία, αλλά κάτι σαν τον φλεγόμενο τροχό του Ιξίωνα στον οποίο είμαστε δεμένοι, μέχρις ότου ο θάνατος μας απελευθερώσει. «Το σήμερα είναι η εποχή της κόλασης», γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, το μεγάλο μυαλό της Σχολής της Φρανκφούρτης, στο The Arcades Project, στην κριτική του καταναλωτικού καπιταλισμού. Δεν γράφει για το τι γίνεται στα Toys R Us, αλλά θα μπορούσε. Σας παρουσιάζουμε λοιπόν 10 ψέματα για το shopping, για να σας βοηθήσουν να ξεφύγετε από τον φαύλο καταναλωτικό κύκλο της κόλασης, τόσο φοβερό που ούτε καν ο Δάντης δεν θα τολμούσε να τον φανταστεί.

Ψέμα 1: Περισσότερες επιλογές μας κάνουν πιο ευτυχισμένους

Όχι, δεν μας κάνουν. Η φαεινή να μας προτείνονται 101 είδη μούσλι, στηρίζεται στην ιδέα ότι ψάχνουμε τη καλύτερη δυνατή αγορά, έχοντας όμως το χρόνο και την ιδιοσυγκρασία να διερευνούμε ατέλειωτες επιλογές. Στην πραγματικότητα όμως, δεν έχουμε: αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών Herbert Simon κατέληξε στο σχήμα της «ικανοποίησης». Κάθε επιχείρηση που προσπαθεί να λάβει αποφάσεις που μεγιστοποιούν τις αποδόσεις της, βουλιάζει αυτομάτως σε μια ατέρμονη αναζήτηση για την καλύτερη δυνατή επιλογή. Αντίθετα, προτιμότερο είναι απλώς να «ικανοποιούνται», με αποτελέσματα που είναι «αρκετά καλά». Και ότι ισχύει για τις επιχειρήσεις, ισχύει και για τους καταναλωτές: ατελείωτες και άπειρες επιλογές, μας κάνουν δυστυχισμένους. Για να αποφύγουμε τη δυστυχία, πρέπει να κάνουμε επιλογές που να είναι απλώς αρκετά καλές. Δεν ψάχνουμε τη «μεγιστοποίηση». Η Σχολή της Φρανκφούρτης υποστήριξε ότι οι άνθρωποι αποδεχόμαστε τα προϊόντα που μας προσφέρονται. Πράγματι, είμαστε ιδεολογικά διαμορφωμένοι ώστε να ζητάμε αυτό που είναι διαθέσιμο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τέοντορ Αντόρνο και ο Μαξ Χορκχάιμερ στο κλασικό τους έργο «Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού» έγραψαν ότι «η ελευθερία να επιλέξεις μια ιδεολογία – δεδομένου ότι η ιδεολογία αντανακλά πάντα κάποιον οικονομικό εξαναγκασμό – αποδεικνύει παντού απλώς την ελευθερία να επιλέγεις κάτι που είναι πάντα το ίδιο».

Ψέμα 2: Τα αγαθά είναι δωρεάν

Στο πίσω μέρος του Zipvan (εταιρεία ενοικίασης αυτοκινήτων στο Λονδίνο), στο δρόμο που μένω, μια επιγραφή λέει στους περαστικούς ότι η επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων πληρώνει η ίδια για καύσιμα, ασφάλιση, ακόμα και αποζημίωση για τυχόν κυκλοφοριακή συμφόρηση. Ο πελάτης απλά θα πληρώσει το τίμημα για την ενοικίαση του αυτοκινήτου. Τα άλλα είναι δωρεάν. Και το σλόγκαν τελειώνει με «Είμαστε ωραία έτσι». Αυτοί οι τύποι δεν άκουσαν ποτέ τον Μίλτον Φρίντμαν; «Δεν υπάρχει», είπε ο οικονομολόγος, «δεν υπάρχει πουθενά το λεγόμενο ελεύθερο γεύμα», αναφερόμενος στα συσσίτια. Κάποιος πάντα πληρώνει για αυτό. Οι επιχειρήσεις δεν νιώθουν ποτέ «ωραία» και δεν χαρίζουν ποτέ τα προϊόντα τους, χωρίς να περιμένουν να προκαλέσουν θετικά συναισθήματα στους πελάτες τους, και ως εκ τούτου να ξαλαφρώσουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Όταν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ έγραφαν τις ακόλουθες λέξεις, δεν σκέφτονταν τις εμπειρίες μου στα βιβλιοπωλεία του BOGOF ή με τις εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων, αλλά σε κάθε περίπτωση εφαρμόζουν τέλεια: «Όλη η βία που έχει ασκηθεί στις λέξεις είναι τόσο άθλια, που δεν χρειάζεται πια να τις ακούμε».

Ψέμα 3: Προϊόντα φτιαγμένα να αντέχουν

Βάλτερ Μπένγιαμιν: “Το σήμερα είναι η εποχή της κόλασης”

Καμία σχέση. Το 1921 το καρτέλ Phoebus δημιούργησε λαμπτήρες που θα καίγονταν μετά από 1.000 ώρες αντί να δουλέψουν περί τις 1.500-2.000 ώρες που δούλευαν προηγούμενα κατασκευασμένες λάμπες. Γιατί; Για να κερδίσουν υποθέτω από τους δύστυχους καταναλωτές. Ο εφιάλτης του «καλύτερα κάτι να πεθαίνει παρά να επιδιορθώνεται», που φαντάστηκε ο Άλντους Χάξλει στο «Θαυμαστό καινούριο κόσμο» το 1932, σήμερα έχει πραγματοποιηθεί. Πλέον αυτή η πρακτική είναι παντού: πρέπει να αγοράσετε μια νέα οδοντόβουρτσα, πολύ απλά γιατί οι μπαταρίες δεν μπορούν πλέον να αντικατασταθούν.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αναγνώρισε ότι στην καταναλωτική κοινωνία είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα είδος εξευτελιστικού καταναγκασμού: αγοράζουμε νέα πράγματα για να αποκρύψουμε από τον εαυτό μας την απογοήτευσή μας για τις αστοχίες των παλαιών. Και τότε τα νέα πράγματα γίνονται παλιά και έτσι τα αλλάζουμε – εν μέρει για να αποκρύψουμε από τον εαυτό μας την απογοήτευσή μας για την αφόρητη αποτυχία της προηγούμενης αγοράς μας. Ο Μπένγιαμιν προσπάθησε να μας κάνει να δούμε ότι αυτό που κάνουμε είναι παρανοϊκό. Όπως υπογραμμίζει ο μελετητής του Μπένγιαμιν, ο Μαξ Πένσκι: «Η υπόσχεση της αιώνιας νεωτερικότητας και της απεριόριστης προόδου που κωδικοποιείται στις επιταγές της τεχνολογικής αλλαγής και των καταναλωτικών κύκλων, εμφανίζεται τώρα ως το αντίθετό της: πρόκειται για έναν καταναγκασμό δίχως τέλος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να αλλάξετε το κινητό σας σε iPhone 7.

Ψέμα 4: Κάποιες μάρκες φτιάχνουν σπουδαία προϊόντα

Θυμάστε το Apple Newton; Προφανώς και όχι. Ο Στηβ Τζομπς έβγαλε από την πρίζα αυτή την πολυχλευασμένη καταστροφή το 1997, τέσσερα χρόνια μετά από τότε που παρουσιάστηκε. Θεωρητικά επρόκειτο να αποτελέσει έναν προσωπικό ψηφιακό βοηθό που θα δούλευε αναγνωρίζοντας τη γραφή με το χέρι. Θα έγραφες με μια ψηφιακή γραφίδα πάνω σε μια επιφάνεια και ο υπολογιστής σου θα σου έδινε το κείμενο. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν γινόταν. Πάντα αναγνώριζε λάθος λέξεις. Ίσως σήμερα σκέφτεστε ότι η Siri της Apple είναι κάτι τέτοιο σε ότι αφορά την αναγνώριση φωνής. Δεν θα μπορούσα όμως να εκφέρω γνώμη επ’ αυτού.

Αν ο Μπένγιαμιν ήταν ακόμα ζωντανός, πιθανά να αγόραζε ένα Apple Newton. Έκανε συλλογή από πράγματα χωρίς αξία, από σκουπίδια, από αντικείμενα που υπόσχονταν την ουτοπία, αλλά τελικά αποδεικνύονταν εξευτελιστικά κενά και δίχως σημασία. Κάνοντάς το, σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να εκθέσει το ψέμα που βρίσκεται στην καρδιά του καταναλωτικού καπιταλισμού και να προκαλέσει μια επαναστατική αλλαγή. Όπως όμως θα έχετε παρατηρήσει, επανάσταση, δεν υπήρξε. Είμαστε ακόμα στην κόλαση που είχε διαγνώσει.

Ψέμα 5: Ποτέ δεν μπορείς να έχεις αρκετά παπούτσια

Αυτή τουλάχιστον είναι η ατάκα της Πάτσι Στόουν από το τηλεοπτικό σόου Absolutely Fabulous. Για την ακρίβεια, η πλήρης ατάκα είναι ακόμα πιο παλαβή: «Ποτέ δεν έχεις αρκετά καπέλα, γάντια και παπούτσια». Στην πραγματικότητα βέβαια, μπορείς. Σκεφτείτε την Ιμέλντα Μάρκος. Άφησε πίσω της 1220 ζευγάρια παπούτσια, όταν έφυγε κακήν κακώς μαζί με τον σύζυγό της, τον δικτάτορα Φερντινάντ Μάρκος των Φιλιππίνων, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1986. Είναι πάρα πολλά παπούτσια. Τριάντα χρόνια μετά, αυτή η συλλογή από παπούτσια είναι αναμφισβήτητα άχρηστη.

Ο φετιχισμός με τα παπούτσια που είχε η Ιμέλντα Μάρκος, είναι ένα παράδειγμα αυτού που ο Μαρξ ονομάζει φετιχισμό του εμπορεύματος. Η Σχολή της Φρανκφούρτης θεωρεί ακόμη πιο διαδεδομένο αυτόν τον φετιχισμό, από τότε που ο Μαρξ έγραφε το Κεφάλαιο στη βικτοριανή εποχή. Τι είναι όμως ο φετιχισμός του εμπορεύματος; Όταν ένα ζευγάρι παπούτσια ή ένα iPhone πωλείται, ανταλλάσσεται με ένα άλλο εμπόρευμα (τα χρήματα για παράδειγμα). Η ανταλλαγή αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, για παράδειγμα, μερικοί από τους στρεσαρισμένους και κακοπληρωμένους εργαζόμενους της Apple σκέφτονται μέχρι και …την αυτοκτονία, προκειμένου να ξεφύγουν από την δουλεία του να κατασκευάζουν εμπορεύματα τα οποία τα απολαμβάνετε εσείς και εγώ. Αυτή η διαγραφή των πραγματικών συνθηκών υπό τις οποίες δημιουργείται ένα προϊόν και η φαντασμαγορική, εξωπραγματική ζωή που προκύπτει όταν πλέον το προϊόν παράγεται και κυκλοφορεί, μας κάνει φετιχιστές.

Ο Γκεόργκι Λούκατς, που επηρέασε σημαντικά την αναπτυσσόμενη νεο-μαρξιστική κριτική της Σχολής της Φρανκφούρτης, στο κλασικό του έργο «Ιστορία και ταξική συνείδηση» ανέλυσε το νέο είδος ανθρώπου που αναδύεται σε αυτόν τον κόσμο του αχαλίνωτου φετιχισμού των εμπορευμάτων, ταυτόχρονα με την εκμηχάνιση και τις εξειδικευμένες βιομηχανικές διαδικασίες του 20ου αιώνα. Αυτός ο νέος άνθρωπος βλέπει τον κόσμο ως μια συλλογή εμπορευμάτων και τον εαυτό του ως κάτι που πρέπει να αγοράζεται και να πωλείται. Αυτός ο νέος άνθρωπος είναι τόσο εκφυλισμένος, που το να αγοράζει και να πουλά είναι η ουσία του: Ο νέος άνθρωπος -κατά Λούκατς- μπορεί να υποστηρίξει: Ψωνίζω, άρα υπάρχω. Και αντί να ενωθούμε για να ξεκινήσουμε την επανάσταση, αγοράζουμε περισσότερα παπούτσια.

Ψέμα 6: Αξίζει να πληρώσεις περισσότερο για να έχεις ποιότητα

Όταν η Βίβιαν Γουέστγουντ παρουσίασε μια συλλογή το 2010, είπε ότι δεν πρέπει να αγοράσουμε νέα ρούχα για έξι μήνες. «Το μήνυμά μου είναι: επιλέξτε καλά και αγοράστε λιγότερα», είπε – σαν να σας πρότεινε να αγοράσετε ένα φόρεμα της ίδιας, αντί να γεμίζετε τις τσάντες σας στο Zara με μπιχλιμπίδια μιας χρήσης. Αλλά, κυρία Βίβιαν, ο βιώσιμος καταναλωτισμός δεν είναι τόσο απλός. Λίγες χρόνια μετά τη συνέντευξη που έκανα με τη Γουέστγουντ για την κοσμοθεωρία της, ένας φίλος μου, μου χάρισε ένα ρολόι Βίβιαν Γουέστγουντ. Ήταν όμορφο και ήμουν ευχαριστημένος, και σκεφτόμουν ότι φτιάχτηκε για να διαρκέσει. Στη συνέχεια όμως οι αριθμοί ξεκόλησαν, το λουράκι χάλασε και οι δείκτες έσπασαν μέσα σε ένα χρόνο. Την επόμενη φορά που χρειάζομαι ένα νέο ρολόι, θα δοκιμάσω την Poundland (αλυσίδα καταστημάτων που πουλάει πολλά προϊόντα στην τιμή της 1 στερλίνας).

Όπως σε αρκετές θρησκείες όπου ένα αντικείμενο που επενδύεται με υπερφυσικές δυνάμεις γίνεται φετίχ για εκείνους που το λατρεύουν, έτσι και τα εμπορεύματα μέσα στον καπιταλισμό, αποκτούν μαγικές δυνάμεις. Η μάρκα Vivienne Westwood είχε, για μένα, μόνο τέτοιες μαγικές δυνάμεις. Το διάβασμα έργων της σχολής της Φρανκφούρτης με γλύτωσε από αυτό το φετίχ. Όταν πρόκειται για ψώνια, δεν εμπιστεύομαι κανέναν πια, ούτε καν τους γκουρού της μόδας.

Ψέμα 7: Υπάρχουν πράγματα που «πρέπει» να έχεις

Η Hollister (με τα ρούχα Abercrombie) παρουσιάζει μια σειρά από μπλουζάκια που «πρέπει να τα έχεις». Το Business Insider σε κατευθύνει με μια λίστα από 20 τεχνολογικά γκάτζετς κάτω των 20 στερλίνων που «πρέπει να έχεις» (μέσα σε αυτά ένας φορτιστής USB με πολλές εξόδους, μια θήκη τηλεφώνου που προσαρμόζεται στον καρπό, ένας φορτιστής για το αυτοκίνητο). Υπάρχει ακόμα και το musthave.co.uk, του οποίου τα προϊόντα ομορφιάς περιλαμβάνουν ένα μπουκαλάκι 15ml από το Truefitt & Hill (κερί για μουστάκι) για 17,50 στερλίνες. Τι κοινό έχουν όλα αυτά τα πράγματα; Το ότι δεν τα χρειάζεσαι.

Γιατί δεν έχουμε επαναστατήσει ενάντια στον καταναλωτικό καπιταλισμό και στο σύστημα των ψεμάτων του που εμφανίζονται ως καταναγκασμός; Επειδή, για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, έχουμε αλλοτριωθεί. Αυτή ήταν τουλάχιστον η οπτική του Μαρκούζε στο κλασικό του έργο του 1964 «Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος» όπου αναρωτιόταν απελπισμένα για το πώς οι εργαζόμενες τάξεις θα ξεσηκωθούν και θα σπάσουν τις αλυσίδες τους. «Αν ο εργάτης και το αφεντικό του βλέπουν το ίδιο πρόγραμμα τηλεόρασης και επισκέπτονται τα ίδια μέρη, αν η γραμματέας ντύνεται και στολίζεται όπως και η κόρη του αφεντικού, αν ένας μαύρος έχει Κάντιλακ, αν όλοι διαβάζουν την ίδια εφημερίδα, τότε αυτή η αφομοίωση δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση των τάξεων, δείχνει όμως τον βαθμό στον οποίον οι ανάγκες και οι αξίες που είναι απαραίτητες για τη διαιώνιση της άρχουσας τάξης, εμφανίζονται επίσης ως ανάγκες των υποτελών τάξεων. Όπως το έθεσε και ο Μάκολμ Χ σε διαφορετικό πλαίσιο «Υποστηρίζω ότι σας παραπλάνησαν, σας κατέκτησαν, σας κατέχουν».

Ψέμα 8: Υπάρχουν προϊόντα που είναι «επενδυτικές ευκαιρίες»

Τα περισσότερα αυτοκίνητα χάνουν το 50% με 60% της αξίας τους κατά τα τρία πρώτα χρόνια τους. Ο μεγάλος Γάλλος μυθιστοριογράφος Μαρσέλ Προυστ, ο οποίος είχε επηρεάσει βαθιά τη σκέψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν, κατάλαβε αυτού του είδους τις ανοησίες από την ηλικία των 18 ετών: «Η επιθυμία κάνει τα πράγματα να ανθίζουν», έγραφε, αλλά, «η κατοχή τους τα μαραίνει». Τα λόγια του αφορούσαν κυρίως τα αντικείμενα της σεξουαλικής επιθυμίας, αλλά ισχύουν εξίσου για μια μεταχειρισμένη BMW X5.

Ψέμα 9: Τα αυτοσυναρμολογούμενα έπιπλα από το ΙΚΕΑ φτιάχνουν ένα χαρούμενο σπιτικό

Πώς ξοδεύεται ο χρόνος μας αμέσως μετά την επιστροφή μας από τα ΙΚΕΑ;

Νωρίτερα φέτος η γυναίκα μου και εγώ συναρμολογήσαμε μια ντουλάπα Pax από τα ΙΚΕΑ. Μόνο και μόνο επειδή συμφωνήσαμε να ξεχάσουμε για πάντα εκείνο το Σαββατοκύριακο, έγινε κατορθωτό να επιβιώσει η σχέση μας. Υπάρχει ένα πολύ χρήσιμο γράφημα που δείχνει πώς ξοδεύεται ο χρόνος αμέσως μετά από μια αγορά από τα ΙΚΕΑ: Το 30% περίπου ξοδεύεται σε κατάρες και βρίσιμο, το 25% περίπου καταναλώνεται σε αστεία του τύπου «έκανα ό,τι μου είπε η γυναίκα μου», και το σημαντικότερο μέρος του χρόνου καταναλώνεται στο να διαλύεις ό,τι έφτιαξες επειδή το συναρμολόγησες λάθος.

Αλλά εδώ είναι η διαστροφή, που διαγνώστηκε από τη Σχολή της Φρανκφούρτης πριν από 70 χρόνια. Όλοι γνωρίζουμε ότι όταν αγοράζουμε τα ΙΚΕΑ, αγοράζουμε αυτοσυναρμολογούμενη μιζέρια, αλλά συνεχίζουμε παρόλα αυτά να ψωνίζουμε. Η αυτογνωσία για αυτόν τον κυνισμό μας γύρω από το shopping δεν μας σταματά από να το αγοράζουμε, αφού είμαστε ιδεολογικά τσακισμένοι. Όπως το έθεσαν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ: «Ο θρίαμβος της διαφήμισης στο πολιτισμικό πεδίο είναι ότι οι καταναλωτές αισθάνονται υποχρεωμένοι να αγοράζουν προϊόντα, παρόλο που καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται».

Ψέμα 10: Η ευτυχία αυξάνεται με περισσότερα περιουσιακά στοιχεία

Αντιθέτως. «Οι υλιστικές αξίες σχετίζονται με διάχυτη υπονόμευση της ευημερίας των ανθρώπων, με χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή, με κατάθλιψη και άγχος, με σωματικά προβλήματα, με διαταραχές προσωπικότητας, ναρκισσισμό και αντικοινωνική συμπεριφορά», έγραψε ο ψυχολόγος Tim Kasser στο «Τον υλισμό τον πληρώνεις ακριβά».

Για τη Σχολή της Φρανκφούρτης, η επιδίωξη της ευτυχίας μέσω των αγορών και της απόκτησης υλικών αγαθών είναι χυδαία. Ο Μπένγιαμιν έγραψε: «Δεν υπάρχει κανένα ντοκουμέντο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα και ντοκουμέντο βαρβαρότητας». Εφαρμόζοντας αυτό το μότο, μπορούμε να πούμε ότι η επιδίωξη της ευτυχίας μέσα από την αγορά καταναλωτικών αγαθών εμπεριέχει την ήττα της ανθρώπινης εκμετάλλευσης και της δυστυχίας. Αυτή άλλωστε η εκμετάλλευση και η δυστυχία έκανε δυνατό το εξευτελιστικό και αυτοκαταστροφικό κυνήγι της κατανάλωσης.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους!

Πηγή: The Guardian

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Ιταλία

Μια θύελλα εκκολάπτεται στην Ευρώπη: Η Ιταλία και τα δημόσια οικονομικά της βρίσκονται στο κέντρο της

Η Ρώμη ετοιμάζεται για μια χαλάρωση στις δημοσιονομικές πολιτικές της – κάτι που είναι ακριβώς αυτό που έχει ανάγκη η Ιταλία αυτήν την στιγμή, και ακριβώς το αντίθετο από αυτό που οι Βρυξέλες και οι κερδοσκόποι των χρηματιστηρίων, περιμένουν και απαιτούν.

Οι Βρυξέλες απαιτούν μια “δημοσιονομική εξυγίανση”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ρώμη θα μειώσει το έλλειμα της – την ετήσια διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και την φορολογία – έτσι ώστε να ξεκινήσει να ξεπληρώνει το τεράστιο δημόσιο χρέος της, το οποίο ανέρχεται στο 131% του ΑΕΠ, οριακά το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη μετά το Ελληνικό χρέος.

Η κυβέρνηση της Λέγκας και των Πέντε Αστέρων, έχει θέσει ως στόχο το έλλειμα της χώρας για τον επόμενο χρόνο να φτάσει το 2,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο αριθμός αυτός βρίσκεται αρκετά χαμηλά σε σχέση με το όριο του 3% που έχει θέσει η ΕΕ, ταυτόχρονα όμως, πολύ ψηλότερα από τον στόχο του 1,8% ετησίως, παραβιάζοντας τους κανόνες της ΕΕ, οι οποίοι καλούν για σταθερή μείωση του δημόσιου ελλείματος σε υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ιταλία, μέχρι να επέλθει ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός.

Το σχέδιο της Ρώμης περιλαμβάνει μια αναστροφή της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, κάτι που είχε θεσπιστεί το 2011, από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κόμματος των Δημοκρατικών. Αυτή είναι μια προοδευτική κίνηση και οικονομικά λογική, καθώς θα αναγκάσει τους εργοδότες να προσλάβουν περισσότερους νέους εργαζόμενους νωρίτερα, εξυπηρετώντας την μείωση του 31% της νεανικής ανεργίας.

Ο προϋπολογισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης ένα είδος “μισθού του πολίτη” που θα αφορά κυρίως τους νέους άνεργους, που τώρα βασίζονται στην οικογένεια τους για οικονομική υποστήριξη. Ο αρχηγός των Πέντε Αστέρων, Luigi Di Maio, έχει προτείνει  το ποσό των 780 ευρώ το μήνα για την “εξάλειψη της φτώχιας”. Φαίνεται βεβαίως υπερβολικό ποσό, όμως κάθε προσπάθεια να μειωθούν οι αριθμοί όσων ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχιας (οι οποίοι έχουν φτάσει τα 5,1 εκατομμύρια ή το 8,4% του πληθυσμού) κι έχουν τριπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια, θα πρέπει να θεωρηθεί καλοδεχούμενη.

Ο διάβολος θα φανεί πάντως στις λεπτομέρειες, που προς το παρόν δεν είναι αρκετές. Δυστυχώς δεν διαφαίνεται ο συγκεκριμένος «μισθός» να προσομοιάζει σε ένα «βασικό εισόδημα» που θα καταβάλλεται από την πολιτεία, ανεξαρτήτως από το ατομικό εισόδημα, τα έσοδα και την επαγγελματική κατάσταση του κάθε πολίτη. Για αυτό από μερικούς θεωρείται ως απάντηση στην “γενιά των μηδενικών ωρών»[i]. Αντιθέτως θα συνδεθεί με την υποχρέωση για εργασία: οι αποδέκτες του συγκεκριμένου επιδόματος, με εξαίρεση τους συνταξιούχους, θα υποχρεώνονται σε 8ώρη κοινωφελή εργασία την εβδομάδα, έτσι ώστε να αποδείξουν ότι αναζητούν εργασία, και να δεχτούν μια από τις πρώτες τρεις προσφορές εργασίας που θα δεχθούν. Αυτά ισχυρίζεται ο Di Maio.

Οι αριστεροί ψηφοφόροι – που άλλαξαν την ψήφο τους στις τελευταίες εκλογές από το κατ’ όνομα κεντροαριστερό αλλά στην πράξη νεοφιλελεύθερο Κόμμα των Δημοκρατικών, στο Κόμμα των Πέντε Αστέρων- αλλά και πολλοί νέοι ψηφοφόροι στήριξαν αυτή την ιδέα του βασικού μισθού. Πλέον όμως υπάρχουν φόβοι ότι στην πράξη θα είναι το ίδιο με το περίφημο πακέτο μεταρρυθμίσεων του καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, Hertz IV. Ακριβώς όπως περιγράφτηκε από την αμερικανική εφημερίδα The Nation ως “υποχρεωτική υπηρεσία επισφαλούς απασχόλησης”, οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις διεύρυναν μαζικά τους χαμηλόμισθους στη Γερμανία και οδήγησαν σε ακόμη χειρότερους μισθούς καθώς οι εργοδότες εκμεταλλεύονταν μια άφθονη προσφορά εργασίας.

Περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 10 δισεκατομμύρια που προορίζονται για το συγκεκριμένο σχέδιο στον ιταλικό προϋπολογισμό θα επενδυθούν στα γνωστά αναποτελεσματικά Κέντρα Απασχόλησης της χώρας ώστε να βοηθήσουν στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Οι περισσότεροι που θα λάβουν τον “μισθό του πολίτη” αναμένεται να είναι στο mezzogiorno (στη νότια περιοχή της Ιταλίας), όπου η φτώχεια και η ανεργία των νέων είναι υψηλότερες και όπου το κόμμα του Di Maio συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό ψήφων και το κόμμα αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη δύναμη στις γενικές εκλογές του Μαΐου.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση του τρόπου εργασίας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι προσανατολίζεται να χτυπήσει την φτώχεια στο νότο. Είναι επίσης ότι συμπεραίνει πως το κύριο πρόβλημα της Ιταλίας είναι η προσφορά εργασίας. Δεν είναι. Στην Ιταλία χρειάζονται εργαζόμενοι με περισσότερες δεξιότητες αλλά όχι Mac Jobbers (εργαζόμενοι που αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα δουλειές και τομείς). Αυτοί, καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της αγοράς εργασίας, χάρη στους νόμους «Hire and Fire» (Προσέλαβε και Απέλυσε) που ψηφίστηκαν το 2014 από το Δημοκρατικό Κόμμα του Matteo Renzi.

Το ζήτημα κλειδί είναι η ζήτηση, όπως ισχύει εδώ και δύο δεκαετίες, κατόπιν των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των ιδιωτικοποιήσεων σε χώρες ώστε να ενταχθούν και στη συνέχεια να παραμείνουν στον αυστηρό κλοιό της Ευρωζώνης. Αυτό οδήγησε σε μια απότομη πτώση των ασφαλών και σχετικά καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μια γενικευμένη συμπίεση των μισθών, που οδήγησε τους απλούς Ιταλούς να δαπανούν λιγότερο σήμερα από ό,τι πριν από επτά χρόνια, και παρόλα αυτά εξακολουθούν να δαπανούν περισσότερα από όσα κερδίζουν. Εντούτοις, η μεταφορά κρατικού χρήματος στις τσέπες των πολιτών, για πρώτη φορά μπορεί να ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση, ειδικά εάν σχεδιάζει ο De Maio να την παράσχει μέσω μιας «ηλεκτρονικής κάρτας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ιταλικά καταστήματα». Αλλά θα είναι πιθανώς, ένα μέτρο ανεπαρκές και βραχύβιο. Ο μεγάλος κίνδυνος θα είναι οι μισθοί που σε όλο το εύρος τους, θα καταστέλλουν περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση, όπως έγινε στη Γερμανία, φτιάχνοντας και στην Ιταλία έναν ζητιάνο εργαζόμενο, αντιπροσωπευτικό του μοντέλου εργασίας που προάγει το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της Ευρώπης.

Τα υπόλοιπα μέτρα του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν έναν ενιαίο φόρο και μια ακόμη φορολογική “αμνηστία” σε μια χώρα της οποίας το κρατικό ταμείο χάνει περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από φοροαποφυγές, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Οι νικητές αυτών των πολιτικών θα είναι οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι. Δεν θα δαπανήσουν τα επιπλέον χρήματα για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, αλλά θα κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.

Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία – και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν σε θέσεις εργασίας – είναι το είδος της κρατικής ανάπτυξης και των μεγάλων δημόσιων δαπανών που εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 από διαδοχικές κυβερνήσεις των κεντροαριστερών και των δεξιών. Αλλά οι Salvini και Di Maio, οι αναπληρωτές πρωθυπουργοί, ιδεολογικά δεν δίνουν βαρύτητα στο δημόσιο τομέα. Υπάρχουν ελάχιστα ποσά στον προϋπολογισμό για τα κρατικά σχολεία και νοσοκομεία. Τα σχέδια ιδιωτικοποίησης της προηγούμενης κυβέρνησης παραμένουν αμετάβλητα. Όπως και οι υποσχέσεις προς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος για τα βομβαρδιστικά F-35, το οποίο με το εκπληκτικό κόστος των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ συν 35 δισεκατομμύρια σε υλικοτεχνική υποστήριξη και άλλα έξοδα για τα επόμενα 30 χρόνια, θα δημιουργήσει μόνο 1.500 θέσεις εργασίας στην Ιταλία. Πράγμα αντίθετο με τις υποσχέσεις του κινήματος των Πέντε Αστέρων, ότι θα μείωνε τις στρατιωτικές δαπάνες, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση και έκανε προεκλογικές καμπάνιες.

Σε τελική ανάλυση, η Ρώμη προγραμματίζει να δαπανήσει πολλά χρήματα που στην καλύτερη περίπτωση θα ενισχύσουν βραχυπρόθεσμα, μια οικονομία που τώρα είναι ζωντανή – νεκρή. Άλλωστε ποιος μπορεί να τα βάλει με την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ και τον Πρόεδρο της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιούνκερ;

Και ποιος, ειλικρινά, δεν θα ήθελε να τους δει να προπηλακίζουν τον Σαλβίνι; Είναι άλλωστε αυτό που θέλει να εμποδίσει τους πρόσφυγες που δραπετεύουν από τον πόλεμο, την πείνα και τη δυστυχία, στο να φτάσουν στις ιταλικές ακτές. Είναι αυτός που ζητά να τους εκτοπίζει ή να κάνει τον βίο αβίωτο για τους μετανάστες που ήδη ζουν στην Ιταλία, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους, αρνούμενος να εξασφαλίσει στα παιδιά τους τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Το πρόβλημα για την Kομισιόν είναι ότι στην πορεία προς τις Ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019, είναι έξυπνη πολιτική κίνηση για τους Salvini και Di Maio (ο πρώτος ευρωσκεπτικιστής επί χρόνια, ο δεύτερος ηγέτης ενός κόμματος με ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα) να στήσουν ένα θέατρο με τις Βρυξέλλες. Και αυτό το παιχνίδι της μπλόφας θα συνεχίζεται στην Ιταλία για το επόμενο διάστημα.

 

[i] Η γενιά των μηδενικών ωρών ή τα συμβόλαια των μηδενικών ορών αφορούν εργασίες που πληρώνονται ανά ώρα και στις οποίες δεν προβλέπεται από τον εργοδότη ένας ελάχιστος αριθμός ωρών απασχόλησης.

Πηγή: Counterpunch

Μετάφραση: Σοφία Χάντερ

Μπολσονάρο

Οι εκλογές στην Βραζιλία

Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία ήταν μια διευρυμένη νίκη του φασίστα υποψήφιου Χαίρ Μπολσονάρο επί του Φερνάντο Αντάντ, πρώην υπουργού παιδείας και υποψήφιου του Κόμματος των Εργαζομένων με την στήριξη του Λούλα. Ο Μπολσονάρο έφτασε ελάχιστα βήματα από το να νικήσει από τον πρώτο γύρο, και σχεδόν σίγουρα θα είναι ο νικητής του δεύτερου γύρου, που πραγματοποιείται στις 28 Οκτωβρίου.

Το πλαίσιο στο οποίο διενεργούνται οι εκλογές είναι εκείνο της χειρότερης οικονομικής κρίσης στην  ιστορία της Βραζιλίας από το 1930, με μια πτώση του Α.Ε.Π. περίπου στο 7% μεταξύ 2015 και 2016 και μία ελάχιστη ανάκτηση στο 1% κατά την διάρκεια του 2017. Η πτώση αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή  στο επονομαζόμενο ABCD, τη βιομηχανική ζώνη γύρω από το Σάο Πάολο, με το κλείσιμο  και την συρρίκνωση πολλών επιχειρήσεων και την απότομη αύξησης της ανεργίας. Η ανεργία αγγίζει το 13,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Ο Μπολσονάρο, στρατιωτικός ο ίδιος εν αποστρατεία, έχει στις λίστες του πολλούς αξιωματικούς, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο υποψήφιος για την αντιπροεδρία, ο απόστρατος στρατηγός, εδώ και μόλις ένα χρόνο, Χάμιλτον Μουράο. Λίγο πριν αποστρατευθεί, εισηγήθηκε την δυνατότητα άμεσης στρατιωτικής επέμβασης στην Βραζιλία. Επίσης όμως και ο αρχηγός του στρατού, στρατηγός Βίγιας Μπόας, έκανε διφορούμενες δηλώσεις, που μπορούν να ερμηνευθούν υπό το ίδιο πρίσμα. Τα εγκλήματα της στρατιωτικής δικτατορίας που κυβέρνησε την Βραζιλία από το 1964 ως το 1984, ποτέ δεν δικάστηκαν. Μάλιστα ο Μουράο υποστήριξε πως «τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν για τους δεξιούς».

Να θυμίσουμε πως ο Τεμέρ, ο πρόεδρος της Βραζιλίας από τότε που η Ντίλμα Ρούσεφ αποπέμφθηκε μέσω ενός θεσμικού πραξικοπήματος το 2017, ήδη είχε αποφασίσει μία άμεση στρατιωτική επέμβαση στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο στρατηγός Βάλτερ Σόουζα Μπράγκα Νέτο έφτασε να έχει κάτω από τις διαταγές του την αστυνομία, την πυροσβεστική και τα σωφρωνιστήρια. Σε εκείνη την φάση ο Εντουάρντο Βίγιας Μπόας ζήτησε «νομικές εγγυήσεις», ώστε οι στρατιώτες του σε καμία περίπτωση να μην δικαστούν από την τακτική δικαιοσύνη αλλά μόνο από στρατοδικείο.

Ο Μπολσονάρο  πέρα από τις γνωστές του σεξιστικές, ομοφοβικές, ρατσιστικές και  χαρακτηριστικές για τον μισογυνισμό τους  απόψεις, υποστηρίζει τα βασανιστήρια και εξύμνησε τον ναύαρχο Ματσάδο, που πέθανε πρόσφατα, βασανιστή κατά την διάρκεια της χούντας, μεταξύ άλλων και της ίδιας της Ντίλμα Ρούσεφ. Εισηγείται βίαιη καταστολή της εγκληματικότητας, και πολλοί από τους οπαδούς του συνηθίζουν να πυροβολούν με ένα όπλο, ως ένδειξη συμφωνίας με αυτές τις θέσεις. Η  εγκληματικότητα έχει αυξηθεί στην Βραζιλία λόγω της κρίσης και του εμπορίου ναρκωτικών. Κατά την διάρκεια του 2017 63.000 άτομα έχασαν την ζωή τους.

Στο πρόγραμμα του εισηγείται ανοιχτά την ιδιωτικοποίηση του φυσικού αερίου  και άλλων δημόσιων ενεργών στρατηγικών τομέων, για να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για την μείωση του δημόσιου χρέους και άρα και των τόκων του χρέους. Εγγυάται  την σταθερότητα της μακροοικονομίας επιδιώκοντας την δημοσιονομική ισορροπία τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης και το δημοσιονομικό πλεόνασμα τον δεύτερο χρόνο. Επιδιώκει τη διεύρυνση της ελεύθερης αγοράς, την μείωση των φόρων και της γραφειοκρατίας.

Η μεγαλοαστική βραζιλιάνικη τάξη, με επίκεντρο το Σάο Πάολο, προτιμούσε τον Αλκμίν ως υποψήφιο, μιας και την εκπροσωπεί απευθείας, αλλά λόγω της χαμηλής επίδοσης αυτού του υποψήφιου στις δημοσκοπήσεις, έγειρε προς τον Μπολσονάρο. Σε αυτό έπαιξε και κάποιο ρόλο και ο διορισμός ως οικονομικού συμβούλου του, του Πάουλο Γκουέδες, οικονομολόγου εκπαιδευμένου στο Σικάγο, ένα «Chicago boy», όπως θα λέγαμε. Ο Γκουέδες είναι τραπεζίτης και μέτοχος της  Br. Investmens, που έχει στην κατοχή της διάφορες εταιρείες λιανικής. Ήταν υποστηρικτής της ιδιωτικοποίησης όλων των κρατικών επιχειρήσεων της Βραζιλίας  συμπεριλαμβανομένης και της Petrobras. Ο Γκουέδες είχε προτείνει την επιβολή φόρου στις τραπεζικές συναλλαγές και ο Μπολσονάρο το ανασκεύασε κατευθείαν. Η πανίσχυρη ευαγγελική εκκλησία επίσης εκδήλωσε την υποστήριξη της στο πρόσωπο του Μπολσονάρο.

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός ήταν η μεγάλη αποχή που έφτασε το 20,3%, που ισοδυναμεί με 30 εκατομμύρια ψηφοφόρων. Αν προστεθούν τα λευκά 2,65% ή 3,1 εκατομμύρια και τα άκυρα 5,14% ή 7,2 εκατομμύρια, τότε το σύνολο ξεπερνά το ποσοστό του δεύτερου κόμματος, του Αντάντ. Το ποσοστό των λευκών, άκυρων και αποχής είναι ιδιαίτερα ψηλό στην πολιτεία του Σάο Πάολο, την πιο βιομηχανική της χώρας. Φαίνεται πως ένα τμήμα του πληθυσμού όλο και πιο μεγάλο κάθε φορά, δεν εκπροσωπείται από κανέναν υποψήφιο, και πιο συγκεκριμένα, δείχνει να απορρίπτει το ίδιο το σύστημα με ένα τρόπο μη οργανωμένο όμως, μιας και κανείς δεν κάλεσε σε λευκή ψήφο.

Σε ότι αφορά τον Αντάντ, να θυμίσουμε πως η κυβέρνηση Λούλα υποστηρίχθηκε από μία συμμαχία με συμμετοχή του Κόμματος Εργαζομένων, του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας και του Κόμματος του Δημοκρατικού Κινήματος Βραζιλίας. Ο Τεμέρ έσπασε την συμμαχία και αυτός και το κόμμα του, το Κ.Δ.Κ.Β., υποστηρίχτηκαν από τις κυρίαρχες τάξεις της χώρας, παρά τις καταγγελίες εναντίον του για διαφθορά και δωροδοκία. Τον είχαν ανάγκη για να βγάλει την βρώμικη δουλειά, να επιβάλει την εργατική μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε και το συνταξιοδοτικό που ακόμα δεν κατάφεραν να περάσουν. Η εργατική μεταρρύθμιση  αλλάζει τον κανονισμό του 1943, και αφήνει στους εργαζομένους ατομικά, και όχι στα σωματεία, την διαπραγμάτευση του μεροκάματου, επιπλέον μειώνονται οι υποχρεώσεις της εργοδοσίας και παραβλέπεται το εργατικό δίκαιο.

Ο Λούλα κατηγορήθηκε για δωροδοκία από την Petrobras και συνελήφθη. Παρά τις πολυάριθμες διαδηλώσεις υποστήριξης και τα δικαστικά μέσα, δεν επιτράπηκε να είναι υποψήφιος. Ήδη η κυβέρνηση της Ρούσεφ εφάρμοσε μια σειρά αντιλαϊκών μέτρων  λιτότητας ως απάντηση στις συνέπειες της διεθνούς κρίσης και των δομικών προβλημάτων της βραζιλιάνικης οικονομίας. Προβλήματα που οξύνθηκαν από την παρατεταμένη ξηρασία.

Ρόλο επίσης στην πολιτική κατάσταση της Βραζιλίας έπαιξαν τα σκάνδαλα της διαφθοράς που ξέσπασαν, ξεκινώντας από την υπόθεση Όντεμπρεχτ, υπόθεση που επίσης έπληξε εταιρίες και στην δική μας χώρα (σ.μτφ. Αργεντινή). Εκεί επίσης η διαφθορά σκότωσε, όπως εξάλλου συνέβη με γέφυρες και άλλα έργα που σχετίζονται ιδιαίτερα με το Μουντιάλ του 2014. Στο φως βγήκαν οι δωροδοκίες εκατομμυρίων των κατασκευαστικών εταιριών (Όντεμπρεχτ, Καμάργκο, Κορέα κλπ), προς κυβερνητικούς λειτουργούς.

Από τότε, οι εργαζόμενοι και ο βραζιλιάνικος λαός πραγματοποίησαν πολυάριθμους  αγώνες, με διάφορες εκφράσεις, ενάντια στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση, σε βαθμό που δεν ήταν γνώριμος στην Βραζιλία. Μία χώρα που δεν έχει την παράδοση της Αργεντινής στις κινητοποιήσεις στο δρόμο. Οι αγώνες αυτοί  ξεκίνησαν το 2013, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ένα συντονιστικό κέντρο και το κεντρικό συνδικάτο, η CUP, παρέμεινε στο ρόλο της υπεράσπισης της κυβέρνησης του Κόμματος των Εργαζομένων. Οι καταλήψεις γης σταμάτησαν από την ηγεσία του Κινήματος των Χωρίς Γη, που είναι κοντά στο Κόμμα Εργαζομένων.

Από την άλλη πλευρά οι χώροι  της επαναστατικής αριστεράς, προπαγάνδιζαν την πάλη ενάντια στην λιτότητα και την κρίση, την ανάγκη μιας λαϊκής αγροτικής  μεταρρύθμισης, την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, τον λαϊκό έλεγχο στα ΜΜΕ, φυλακή για τους διεφθαρμένους και επίλυση των μεγάλων προβλημάτων κατοικίας, εκπαίδευσης και υγείας των λαϊκών στρωμάτων. Βέβαια, οι χώροι αυτοί είναι ακόμα αρκετά μικροί, παρότι όπως γνωρίζουμε, είναι πιθανό να αναπτυχθούν γοργά.

Πηγή: pcr.org.ar

Μετάφραση: Παντελής Κουτσιανάς

Σάρα Βάγκενκνεχτ

Απέναντι στη Μέρκελ | Μια συνέντευξη με τη Σάρα Βάγκενκνεχτ.

Συνέντευξη στον Bhaskar Sunkara, η αγγλική μετάφραση έγινε από τον Adam Baltner.

Μιλάμε με την βουλευτή της Αριστεράς Σάρα Βάγκενκνεχτ για την αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία της για το κίνημα «Ξεσηκωθείτε» και το μέλλον της γερμανικής αριστεράς.

Η Σάρα Βάγκενκνεχτ είναι συνηθισμένη στις αντιπαραθέσεις. Ξεκινώντας την πολιτική καριέρα της στην χαοτική περίοδο που ακολούθησε τη γερμανική επανένωση το 1990, στα είκοσι της εντάχθηκε στο Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) και υπήρξε για αρκετά χρόνια σημαίνον μέλος της κομμουνιστικής του τάσης.

Το 2009 μετακόμισε από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στο γερμανικό κοινοβούλιο, λίγο καιρό αφ’ ότου το PDS ενώθηκε με μια αριστερή διάσπαση των Σοσιαλδημοκρατών σχηματίζοντας την Αριστερά, ενώ υπηρετεί ως συμπροεδρεύουσα της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς από το 2010. Αν και έχει κατηγορηθεί ότι ενισχύει την πόλωση τόσο στο κόμμα της όσο και στην ευρύτερη αριστερά, σε εθνικό επίπεδο παραμένει η πιο αναγνωρίσιμη δημόσια φιγούρα του κόμματος και η πιο δημοφιλής πολιτικός, με το ένα τέταρτο των Γερμανών ψηφοφόρων να δηλώνει ότι θα ψήφιζε ένα εκλογικό ψηφοδέλτιο με επικεφαλής τη Βάγκενκνεχτ. Η θέση της ως συμπροεδρεύουσα της κοινοβουλευτικής ομάδας και οι συχνές εμφανίσεις της στα μέσα ενημέρωσης την έχουν αναδείξει στη σημαντικότερη πολιτικό της γερμανικής αριστεράς.

Από το 2016 και έπειτα ξεσήκωσε νέες αντιδράσεις, ασκώντας κριτική στη θέση της Άνγκελα Μέρκελ για την προσφυγική της πολιτική. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι απέτυχε να κινητοποιήσει τις αναγκαίες ενισχύσεις και υποδομές ώστε να αποφευχθεί η υπέρμετρη επιβάρυνση των τοπικών κυβερνήσεων και της αγοράς εργασίας από την προσφυγική κρίση, οδηγώντας έτσι σε μια κλιμάκωση της κοινωνικής έντασης σε μια ήδη πολωμένη κοινωνία. Η δήλωσή της αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο εντός του κόμματός της όσο και στο ευρύτερο πολιτικό φάσμα, με πολλούς να την κατηγορούν ότι συναινεί με την άκρα δεξιά στο πλαίσιο μια συνολικότερης στρατηγικής επαναπροσέγγισης των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης που έχουν μετακινηθεί προς την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AFD).

Τον περασμένο χρόνο τόσο η Βάγκενκνεχτ όσο και ο σύντροφός της και πολιτικός της σύμμαχος Όσκαρ Λαφοντέν άνοιξαν μια δημόσια συζήτηση για την ανάγκη ενός πλατιού, αριστερού-λαϊκιστικού σχηματισμού που να ανακόψει την άνοδο της άκρας δεξιάς και να συνενώσει μια κεντροαριστερή πλειοψηφία της γερμανικής πολιτικής, ικανή να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στην βουλή. Ο νέος σχηματισμός που ονομάζεται «Aufstehen» (Ξεσηκωθείτε) δημιούργησε τη διαδικτυακή του πλατφόρμα στις αρχές Αυγούστου και έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση με μια συνέντευξη τύπου στο Βερολίνο στις 4 Σεπτεμβρίου. Στους βασικούς υποστηρικτές του, πέρα από τη Βάγκενκνεχτ, συμπεριλαμβάνονται πολλά μέλη της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλδημοκρατών, ο κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ και μια σειρά προσωπικότητες από τον τύπο και τον πολιτισμό. Από τότε πάνω από 150.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει για να συμμετάσχουν στο νέο «κίνημα», αν και το πρόγραμμά του είναι ακόμα προς διαπραγμάτευση.

Το «Ξεσηκωθείτε» είναι ένα στοίχημα παρόμοιο κατά κάποιο τρόπο με την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν Λυκ Μελανσόν. Στοχεύει να ανακόψει την ανάπτυξη του ακροδεξιού λαϊκισμού αλλά και να προσεγγίσει αποξενωμένους ψηφοφόρους υπερβαίνοντας τις υπάρχουσες οργανώσεις της Αριστεράς, πιθανά διαλύοντας θεσμούς που χρειάστηκε γενιές για να εδραιωθούν. Και οι δύο πρωτοβουλίες θέτουν ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, την φύση του αριστερού λαϊκισμού, και πως να προσεγγίσει κανείς ανθρώπους που έχουν πέσει στα χέρια της δεξιάς χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείψει τον πυρήνα των διεθνιστικών αρχών της αριστεράς.

Ο εκδότης του Jacobin, Bhaskar Sunkara, βρέθηκε στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο για την προώθηση του νέου συλλογικού τόμου στη γερμανική γλώσσα με τίτλο «Jacobin: Die Anthologie». Βρέθηκε με την Βάγκενκνεχτ για να ακούσει και τη δίκη της οπτική σχετικά με το κίνημα «Ξεσηκωθείτε» και τις σχετικές αντιδράσεις.

Για το πως πάρθηκε η απόφαση για τη σύσταση του «Ξεσηκωθείτε»…

Σημείο εκκίνησης για το «Ξεσηκωθείτε» αποτέλεσε ο σχηματισμός ενός ακόμα μεγάλου συνασπισμού μεταξύ της κεντροδεξιάς Χριστιανικής Δημοκρατικής Ένωσης (CDU) και του κεντροαριστερού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017. Αυτό σήμαινε τότε την συνέχιση ακριβώς των ίδιων πολιτικών που είχαμε να αντιμετωπίσουμε τα τελευταία χρόνια – πολιτικές που υποβάλλουν τον λαό σε πολύ υψηλά επίπεδα κοινωνικής ανασφάλειας, που οδηγούν στη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων και που διασπούν την κοινωνία.

Γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί πλέον. Το βιομηχανικό λόμπι και οι πλούσιοι ασκούν πολύ μεγαλύτερη επιρροή από τους απλούς πολίτες και αυτή τη στιγμή στη Γερμανία η πολιτική δεξιά είναι το μόνο κομμάτι που επωφελείται από αυτήν την κατάσταση. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑFD) – ένα κόμμα που διαδηλώνει στο δρόμο χέρι-χέρι με τους νεοναζί – έχει αναδειχθεί σε ηγέτη της αντιπολίτευσης.

Σε αυτό λοιπόν το σημείο είπα ότι πρέπει να ξεκινήσουμε κάτι καινούργιο, ότι χρειαζόμαστε ένα νέο κίνημα που να επαναδραστηριοποιήσει όλον εκείνο τον κόσμο που δεν αισθάνεται να εκπροσωπείται από τα υπάρχοντα κόμματα και που να πιέσει για κοινωνικά δικαιότερη πολιτική.

Για τα πρότυπα του «Ξεσηκωθείτε»…

Λοιπόν οι συνθήκες διαφέρουν από χώρα σε χώρα αλλά φυσικά και παρακολουθούμε τι κάνει το PODEMOS και κυρίως τι συμβαίνει στη Γαλλία. Η Ανυπότακτη Γαλλία είναι ένα ακόμα κίνημα που λειτουργεί εκτός των παραδοσιακών κομματικών δομών. Και παρ’ όλα αυτά ο ηγέτης του, Ζαν Λυκ Μελανσόν, έλαβε περίπου 20% των ψήφων στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017.

Έχουμε επίσης μια στενή σχέση με το Momentum, μια εξωκοινοβουλευτική καμπάνια πίσω από την τεράστια μεταστροφή του Εργατικού Κόμματους στο Ηνωμένο Βασίλειο και την εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του κόμματος. Είμαστε σε επαφή μαζί τους και καταμετρούμε ακόμα και μερικά από τα μέλη τους στις γραμμές μας – μέλη του Εργατικού Κόμματος που ζουν στη Γερμανία.

Για τους στόχους του «Ξεσηκωθείτε»…

Σίγουρα θέλουμε να ανακόψουμε την συνεχώς αυξανόμενη ανισότητα. Θέλουμε να σταματήσουμε την επέκταση του τομέα χαμηλών μισθών και τελικά να τον καταργήσουμε εντελώς.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες με ιδιαίτερα απορυθμισμένες αγορές εργασίας που χαρακτηρίζονται από εξπρές προσλήψεις και απολύσεις, η ύπαρξη αυτού του τομέα είναι σχετικά νέα στη Γερμανία. Ιστορικά μιλώντας οι ισχυρά ρυθμισμένες αγορές εργασίας έχουν υπάρξει ο κανόνας εδώ, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ήταν κυρίαρχες. Σε γενικές γραμμές ο λαός είχε σχετικά ασφαλείς θέσεις εργασίας. Αυτό έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 20 χρόνια.

Με μία λέξη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι θέλουμε κυβερνητικές ρυθμίσεις για να προστατεύσουμε τον λαό από τους εργοδότες εάν χρειαστεί, και από το κίνητρο του καθαρού κέρδους. Και φυσικά θέλουμε το κράτος ξανακάνει τα κοινωνικά αγαθά διαθέσιμα και προσβάσιμα σε όλους, είτε αυτό είναι η κατοικία, είτε η υγεία, είτε οι συντάξεις.

Είμαστε σε ένα σημείο τώρα όπου όλα ιδιωτικοποιούνται, με τιμές που αγγίζουν τα ύψη. Ακόμα και τα θεραπευτήρια και να νοσοκομεία έχουν ανοίξει στο κέρδος. Πιστεύουμε ότι οι παροχές που προσφέρουν αυτοί οι θεσμοί είναι δημόσιας ευθύνης και θα πρέπει να βρίσκονται υπό δημόσια διοίκηση.

Για τη σχέση της με την Αριστερά (Die Linke), τις επιτυχίες και της αποτυχίες της…

Η Αριστερά (Die Linke) αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια πολύ σημαντική επιτυχία: για πρώτη φορά στην ιστορία της Γερμανίας ένα κόμμα στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας καθιερώθηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο, λαμβάνοντας σταθερά ποσοστά γύρω στο 10%.

Ο στόχος της Αριστεράς ήταν επίσης να αυξήσει την πίεση της στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, για να το αναγκάσει να ακολουθήσει περισσότερο σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν το έχουμε επιτύχει που σημαίνει ότι πρέπει να πάμε μόνοι μας. Αυτό είναι και το κίνητρο πίσω από τη δημιουργία του «Ξεσηκωθείτε» – είπα στον εαυτό μου, δεν μπορούμε απλά να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτά που κάναμε μέχρι σήμερα.

Χρειαζόμαστε την Αριστερά ως κόμμα, χαίρομαι που υπάρχει, και το «Ξεσηκωθείτε» δεν θέλει να την θέσει υπό αμφισβήτηση. Αλλά μια κοινωνική αντιπολίτευση χρειάζεται να στηριχθεί από κοινωνική πίεση για να μπορέσει να ασκήσει το έργο της στο κοινοβούλιο. Είναι στην πρόθεση του «Ξεσηκωθείτε» να επεκτείνει την κοινωνική αυτή πίεση και να φτάσει πέρα από τις γραμμές στήριξης της Αριστεράς.

Για την κριτική που δέχεται το «Ξεσηκωθείτε» από αντιρατσιστικές οργανώσεις…

Έχουμε μέλη – μερικά από τα οποία προσμετρώνται στα ιδρυτικά μας – που είναι ενεργά στην δουλειά με τους πρόσφυγες και που συστρατεύτηκαν με το «Ξεσηκωθείτε» ακριβώς επειδή ένα από τα βασικά ζητήματά μας αυτή τη στιγμή είναι το να ανακόψουμε την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία και να σταματήσουμε τον λαό από να πηγαίνει στη δεξιά από φόβο και αγανάκτηση για την κοινωνική του κατάσταση.

Αυτό που συνέβη στις ΗΠΑ, όπου κατά βάση οι εργαζόμενοι των αποβιομηχανοποιημένων περιοχών εξέλεξαν τον  Ντόναλτ Τραμπ, συμβαίνει και στη Γερμανία αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Φυσικά η Εναλλακτική για τη Γερμανία δεν πρόκειται να κερδίσει την καγκελαρία, αλλά είναι σίγουρα μια εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη. Για το λόγο αυτό πολλοί άνθρωποι που φοβούνται τη δεξιά ολίσθηση βλέπουν την προσπάθειά μας ως εξαιρετικής σημασίας.

Φυσικά αυτό περιλαμβάνει το να απαντάς και στα προβλήματα που σχετίζονται με τη μετανάστευση. Πιστεύω ήταν μια κακή στρατηγική για την Αριστερά το να προσπαθήσει να απαντήσει στα προβλήματα αυτά σαν να μην υπήρχαν ή να τα αγνοήσει, και με τον τρόπο αυτό να τα αφήσει στη δεξιά. Και υπάρχουν προβλήματα: ως αποτέλεσμα της αναποτελεσματικής πολιτικής για την κατοικία τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια φοβερή κατάσταση έντασης στην αγορά κατοικίας και οι άνθρωποι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο για τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ενώ τα ενοίκια συνεχίζουν να ανεβαίνουν, ιδιαίτερα στις πιο φτωχές γειτονιές. Φυσικά αυτό θα οδηγήσει σε ενστάσεις για την έλευση περισσότερων προσφύγων, οι οποίοι θα πάνε επίσης στις φτωχότερες γειτονιές να βρουν κατοικίες.

Στην αγορά εργασίας – η οποία όπως έχω ήδη αναφέρει είναι δραματικά απορυθμισμένη – ο ανταγωνισμός στον τομέα χαμηλών μισθών εντείνεται. Οι πρόσφυγες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για να πιέσουν τους μισθούς προς τα κάτω, το οποίο με τη σειρά του τροφοδοτεί αντιπροσφυγικά συναισθήματα. Πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο ποιος ευθύνεται για τα προβλήματα αυτά – φυσικά όχι οι πρόσφυγες. Αλλά πρέπει να μιλήσουμε για αυτά τα προβλήματα, ακόμα και αν για μερικούς είναι δύσκολα.

Για την κριτική περί εθνικισμού και για τον εθνικισμό γενικότερα…

Θεωρώ τον εθνικισμό ασύμβατο με την πολιτική της αριστεράς. Για μένα, ο εθνικισμός σημαίνει το να θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο από κάποιον άλλο με βάση την προέλευση του – την εθνικότητά του – και να υποτιμάς άλλα έθνη και κουλτούρες, το να τους βλέπεις ως κατώτερους. Αυτό, για μένα, είναι ο εθνικισμός, απορρίπτω θεμελιωδώς αυτόν τον τρόπο σκέψης και δεν θα αποδεχόμουν υπό καμία συνθήκη να τον υποθάλψω.

Είναι όμως τελείως διαφορετικό το να απαιτείς από το κράτος, έτσι όπως υπάρχει σήμερα, να επιστρέψει στην άσκηση της ρυθμιστικής του εξουσίας. Και είναι ξεκάθαρο για μένα ότι αυτός ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος του καπιταλισμού χωρίς σύνορα – του εντατικοποιημένου, ασυγκράτητου  καπιταλισμού – είναι πάνω από όλα ένας κόσμος που ωφελεί τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν δημοκρατικοί θεσμοί που να λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχουμε αφεθεί μόνο με τα κράτη να παίζουν περισσότερο ή λιγότερο τον ρόλο των δυνητικά λειτουργικών, δημοκρατικών, ρυθμιστικών σωμάτων. Γι’ αυτό το «Ξεσηκωθείτε» απαιτεί από το κράτος να ρυθμίζει τον καπιταλισμό με γνώμονα τα συμφέροντα των πολιτών του και να θέτει όρια στα κίνητρα του κέρδους.

Για την Ευρώπη, την ΕΕ και την ευρωπαϊκή αριστερά…

Θα ήθελα να δω μια Ευρώπη εντός της οποίας κράτη και λαοί θα ζουν μεταξύ τους με αρμονία, στην οποία το αμοιβαίο μίσος δε θα ξεσπάσει ποτέ ξανά. Όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως υπάρχει σήμερα είναι μια δύναμη διαίρεσης που τροφοδοτεί σε τελική ανάλυση τα εθνικιστικά κινήματα. Η Ευρώπη των Βρυξελών είναι μια αντιδημοκρατική, συγκεντρωτική ύπαρξη που πυροδοτεί τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και προωθεί τις ιδιωτικοποιήσεις και στην οποία η Γερμανία καταλαμβάνει μια απόλυτα κυρίαρχη θέση.

Τη στιγμή αυτή μπορούμε να δούμε αντιστάσεις σε πολλές χώρες ενάντια σε αυτήν την κατάσταση. Οι λαοί λένε ότι δεν θέλουν να κυβερνώνται από το Βερολίνο, και δικαιολογημένα, γιατί στην πραγματικότητα κυριαρχούνται και κυβερνώνται από το Βερολίνο με πολλούς τρόπους. Το είδαμε στο απόγειο της κρίσης χρέους της Ευρώπης, όταν η ομοσπονδιακή μας κυβέρνηση υπαγόρεψε το πως η Ελλάδα και άλλες χώρες θα έπρεπε να απαντήσουν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνθήκες που είναι βαθιά νεοφιλελεύθερες στο περιεχόμενό τους, που στοχεύουν να προωθήσουν ένα μοντέλο απορυθμισμένου καπιταλισμού, ιδιωτικοποιήσεων και αποσάθρωσης του κοινωνικού κράτους. Εάν θέλουμε να επανενώσουμε την Ευρώπη, χρειαζόμαστε μια θεμελιακά διαφορετική νομική βάση για να το πετύχουμε. Το υπάρχον πλαίσιο δεν θα επαρκεί ποτέ και σε τελική ανάλυση διευκολύνει την αποσύνθεση. Δεν το βλέπουμε πλέον μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στη Σουηδία έχουμε επίσης τους Σουηδούς Δημοκράτες, ένα βαθιά ευρωσκεπτικιστικό δεξιό κόμμα που έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα, και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα.

Για τους ψηφοφόρους της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και τον κίνδυνο να υιοθετήσει αντιδραστικές ιδέες για να τους προσεγγίσει…

Δεν μπορούμε να τροφοδοτούμε τις προκαταλήψεις και τα ρατσιστικά συναισθήματα. Αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Παρ’ όλα αυτά, φυσικά και πρέπει να παλέψουμε και κερδίσουμε πίσω ψηφοφόρους της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, πολλοί από τους οποίους λίγο πολύ αποτελούν την ταξική σύνθεση της αριστεράς. Συχνά αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχότεροι, εργάζονται σε μη ελκυστικές δουλείες, παίρνουν χαμηλές συντάξεις και αισθάνονται ξεχασμένοι από την πολιτική αυτής της χώρας και έχουν δίκιο – δεν αισθάνονται απλά έτσι, είναι η πραγματικότητα. Και πρέπει να ιδωθεί ως αποτυχία της ευρύτερης αριστεράς το γεγονός ότι κινήθηκαν στα δεξιά αυτοί οι άνθρωποι. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα δεξιά κόμματα κερδίζουν από τα αριστερά, εξαιτίας της αποτυχίας της αριστεράς.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι σημαντικό να προσεγγίσουμε ξανά αυτούς τους ανθρώπους, όσο σημαντικό είναι να προσεγγίσουμε και όλους αυτούς που δεν ψηφίζουν πλέον καθόλου. Αυτό αντιπροσωπεύει μια ακόμα μεγαλύτερη κατηγορία, αυτή των δυσανάλογα φτωχότερων. Χαίρομαι πραγματικά γιατί οι άνθρωποι που προσεγγίζουμε σήμερα με το «Ξεσηκωθείτε» – πάνω από 140.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει μέχρι σήμερα – στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν έχουν σχέση με κανένα κόμμα. Είναι φανερό ότι αγγίζουμε ένα φάσμα στο οποίο τα πολιτικά κόμματα δεν φτάνουν πλέον.

Γιατί το «Ξεσηκωθείτε» δεν σχηματίστηκε στα πλαίσια του κόμματος της Αριστεράς…

Δεν μπορείς να προωθήσεις ένα ακομμάτιστο πρότζεκτ μέσα από ένα πολιτικό κόμμα. Είναι πολύ σημαντικό για μένα – και ευτυχώς είμαστε επιτυχημένοι σε αυτόν τον τομέα – να συμπεριλάβουμε ανθρώπους από την σοσιαλδημοκρατία, ειδικά μερικές πιο γνωστές φιγούρες όπως ο Σίμον Λάνγκε, που αντέκρουσε την ηγέτιδα του κόμματος Αντρέα Νάλες από τα αριστερά στο τελευταίο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Έχουμε επίσης έναν βουλευτή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και έναν αριθμό γνωστών σοσιαλδημοκρατών παλαιότερων γενεών και αυτοί οι άνθρωποι δεν θα ήταν ανοιχτοί σε ένα πρότζεκτ σχεδιασμένο να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κόμματος της Αριστεράς. Απλά δεν θα πρόσφεραν την υποστήριξή τους.

Για το μια πιθανή αριστερή στροφή στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το αν μπορεί ακόμα να κερδηθεί ο μέσος ψηφοφόρος του…

Πιστεύω ότι αυτό θα ήταν αρκετά δύσκολο με τις λειτουργίες του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ειδικά σε εθνικό επίπεδο, όπου έχουν προωθήσει εδώ και πολλά χρόνια μια διαφορετική πολιτική. Ταυτόχρονα, περισσότερα από πέντε χιλιάδες μέλη των Σοσιαλδημοκρατών έχουν υπογράψει για το «Ξεσηκωθείτε» και είναι ξεκάθαρο ότι οι τρέχουσες πολιτικές των Σοσιαλδημοκρατών έχουν απομακρύνει ψηφοφόρους του κόμματος εδώ και χρόνια.

Υπήρξε μια σύντομη στιγμή λίγο περισσότερο από έναν χρόνο πριν, λίγο αφ’ ότου ο Μάρτιν Σουλτς επιλέχθηκε για υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, που υπήρξε κάποια ελπίδα ότι το κόμμα θα γινόταν και πάλι πραγματικά σοσιαλδημοκρατικό. Μέσα σε λίγες μέρες τι κόμμα ανέβηκε δημοσκοπικά στο 30%, ένα άλμα δέκα μονάδων. Αυτό δεν κράτησε πολύ, καθώς ο Σουτλς αποδείχθηκε απογοητευτικός, αλλά δείχνει πόσο μεγάλη είναι η δυνατότητα.

Για το όραμά της για έναν πραγματικά δημοκρατικό σοσιαλισμό και για την κοινωνία που ονειρεύεται…

Νομίζω ότι χρειαζόμαστε άμεσα μια συζήτηση για την κοινωνία πέρα από τον καπιταλισμό, που δεν γυρίζει απλά πίσω στο μοντέλο του ανατολικού μπλοκ ή σε αυτό που έζησα ως παιδί στην ανατολική Γερμανία. Το σύστημα αυτό απέτυχε και δεν λείπει σε κανέναν μας. Αυτό ήταν μια κρατική οικονομία.

Αλλά έχω προτείνει στα βιβλία μου – ανάμεσα σε άλλα στο βιβλίο μου Ευημερία χωρίς Απληστία – ότι πιστεύω πως υπάρχουν και άλλες πιθανές μορφές ιδιοκτησίας. Για μένα η ερώτηση κλειδί για κάθε δίκαιη κοινωνία είναι το σε ποιόν ανήκει η οικονομία: ποιος ελέγχει τις επιχειρήσεις, ποιος επωφελείται της παραγωγής – με άλλα λόγια, ποιος κερδίζει από την εργασία του λαού.

Πιστεύω ότι η σχετικότητα του Μαρξ στην ερώτηση αυτή δεν έχει αλλάξει και ότι η εκμετάλλευση θα πρέπει να υπερνικηθεί με την μεταφορά της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων στους ανθρώπους που τις δουλεύουν. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ανήκουν στους εργάτες τους και όχι σε κάποια hedge funds ή σε οικογενειακές δυναστείες. Αυτό για μένα είναι μια κρίσιμη ερώτηση για κάθε δίκαιη κοινωνία.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: Νάσια Πλιακογιάννη

φαρμακοβιομηχανίες

Οι φαρμακοβιομηχανίες στο σύγχρονο καπιταλισμό

Η φαρμακοβιομηχανία βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στις πρώτες θέσεις της λίστας με τα υψηλότερα κέρδη[1]. Ο μύθος λέει ότι τα κέρδη της προέρχονται από την παραγωγή και την πώληση του πλήθους των θεραπευτικών επιτευγμάτων που έχει πετύχει η έρευνά της, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πρώτα από όλα, μετά την έκπτωση των φόρων, μόνο το 1,3% περίπου των χρημάτων που ξοδεύει η βιομηχανία φαρμάκων κατευθύνεται όντως στη βασική έρευνα, τον τύπο δηλαδή της έρευνας που οδηγεί στην παραγωγή νέων φαρμάκων[2]. Δεύτερον, η πλειοψηφία των νέων φαρμάκων που παράγονται από τις φαρμακευτικές εταιρίες προσφέρουν από ελάχιστα έως και καθόλου στην κατεύθυνση της δημιουργίας νέων θεραπευτικών επιλογών. Για παράδειγμα, τη δεκαετία 2005-2014, από τα 1.032 νέα φάρμακα και νέες θεραπευτικές χρήσεις παλαιότερων φαρμάκων που εισήχθησαν στη γαλλική αγορά μόνο 66 παρείχαν σημαντικά πλεονεκτήματα συγκριτικά με παλαιότερες θεραπείες, την ίδια στιγμή που περισσότερα από τα μισά αξιολογήθηκαν ως «τίποτα το καινούργιο» και 177 κατακρίθηκαν ως «απαράδεκτα», καθώς συνοδεύονταν από σοβαρές παρενέργειες και καθόλου πλεονεκτήματα[3].

Η βιομηχανία των φαρμάκων προσπαθεί να αιτιολογήσει τα υψηλά επίπεδα των κερδών της με το επιχείρημα ότι η έρευνα για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων ενέχει από τη φύση της πολύ μεγάλο οικονομικό κίνδυνο. Σε αυτό το σημείο, οι φαρμακευτικές εταιρίες ισχυρίζονται πως μόνο μία σε κάθε 10.000 νέες χημικές ενώσεις καταλήγει όντως στην παραγωγή ενός νέου φαρμάκου. Αυτό μπορεί να αληθεύει, ωστόσο η πλειοψηφία των χημικών ενώσεων που αποτυγχάνουν εγκαταλείπεται σε πολύ πρώιμα στάδια της έρευνας, όταν το κόστος είναι ακόμη χαμηλό. Το ποσό των 2,6 δις δολλαρίων που μνημονεύεται ως το αναγκαίο κόστος για να φτάσει ένα νέο φάρμακο στην αγορά[4] προκύπτει από απόρρητα στοιχεία των εταιριών και οι υπολογισμοί έχουν στηριχθεί σε ένα σύνολο εικασιών που έχει αμφισβητηθεί ευρέως [5]. Αν η ανάπτυξη νέων φαρμάκων ήταν μια υπόθεση με τόσο μεγάλο ρίσκο, τότε θα περίμενε κανείς τα κέρδη των εταιριών να γνωρίζουν διακυμάνσεις από καιρού εις καιρόν. Αντιθέτως, από το 1980 έως σήμερα, όλες οι μεγάλες εταιρίες τα πηγαίνουν πολύ καλά οικονομικά. Όπως σημειώνουν ο Stanley Finkelstein, γιατρός, και ο Peter Temin, οικονομολόγος, -εργαζόμενοι αμφότεροι στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT) – «Όσες φορές κι αν έχουν προειδοποιήσει οι ειδικοί αναλυτές της φαρμακοβιομηχανίας ότι η λήξη μιας πατέντας θα οδηγήσει τη μία ή την άλλη εταιρία σε εξαφάνιση, αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ»[6].

Παρά τα διαχρονικά εντυπωσιακά επίπεδα κερδοφορίας που επιτυγχάνει, η βιομηχανία φαρμάκων περνάει κρίση εξαιτίας τριών αιτίων: της λήξης δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας που αναμενόταν να οδηγήσει σε μία απώλεια εσόδων της τάξης των 75 δις δολλαρίων κατά το διάστημα 2010-2015, της μικρής διοχέτευσης νέων φαρμάκων στην αγορά και της συμπίεσης των τιμών σε πολλές χώρες, στις οποίες συμπεριλήφθηκαν πρόσφατα και οι ΗΠΑ[7]. Η κρίση αυτή αντικατοπρίζει την ανάδυση της χρηματιστικοποίησης, της μετατόπισης δηλαδή του κέντρου βάρους της οικονομικής δραστηριότητας από την παραγωγή υλικών αγαθών στις χρηματιστηριακές δραστηριότητες, που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Pedro Cuatrecasas, από το τμήμα Φαρμακολογίας και Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, στο San Diego, υποστηρίζει ότι: “Οι μέτοχοι, οι τραπεζίτες – επενδυτές και οι αναλυτές, που γνωρίζουν ελάχιστα για την ανακάλυψη νέων φαρμάκων, ασκούν τεράστιες πιέσεις για άμεσα κέρδη στους διευθύνοντες συμβούλους και τα διοικητικά συμβούλια των φαρμακευτικών εταιριών»[8].

Προκειμένου να συνεχίσει να προσελκύει τη χρηματοπιστωτική κοινότητα, η βιομηχανία φαρμάκων έχει αναπτύξει σειρά νέων στρατηγικών. Με τη στρατηγική ανάπτυξης φαρμάκων “blockbusters” να στερεύει από κέρδη, οι εταιρίες έχουν μετατοπιστεί στο μοντέλο ανάπτυξης φαρμάκων “nichebuster” (βλ. παρακάτω). Με τη διοχέτευση λιγότερων πιθανών προϊόντων στη γραμμή της έρευνας και ανάπτυξης των εταιριών, έχει γίνει έτι σημαντικότερη η διασφάλιση ότι τα υπό ανάπτυξη φάρμακα θα περάσουν άθικτα από τη διαδικασία έγκρισης. Για να το πετύχουν αυτό οι φαρμακευτικές εταιρίες έχουν βαθύνει τη σχέση τους με τις εποπτικές υπηρεσίες, ώστε να καταστρατηγήσουν ή να διαφθείρουν τους στόχους των εποπτικών διαδικασιών, συχνά με την συμπαιγνία και της κυβέρνησης. Στοιχείο – κλειδί για την επιβίωση της βιομηχανίας φαρμάκων είναι η δυνατότητά της να επεκτείνει την χρονική περίοδο για την οποία έχει το μονοπώλιο στην πώληση προϊόντων, πράγμα που μεταφράζεται σε ισχυρότερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τόσο στον ανεπτυγμένο κόσμο όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες που αντιπροσωπεύουν τα αναδυόμενα οικονομικά κέντρα ανάπτυξης. Με την απειλή της μείωσης των τιμών να καραδοκεί, εναλλακτικός τρόπος για να αυξήσουν τα κέρδη τους οι εταιρίες είναι να αυξήσουν τον όγκο της συνταγογράφησης των υπαρχόντων και των νέων φαρμάκων. Η επίτευξη αυτού του στόχου περνά μέσα από τον έλεγχο της γνώσης σχετικά με το πώς και πότε θα πρέπει να συνταγογραφούνται φάρμακα. Το υπόλοιπο αυτής της πραγματείας απασχολείται με τη διερεύνηση των τεσσάρων αυτών στοιχείων: της ανάπτυξης φαρμάκων τύπου “nichebuster”, της διαφθοράς των μηχανισμών εποπτείας, της ενίσχυσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και του ελέγχου της γνώσης γύρω από τα οφέλη και τις επιπτώσεις της χρήσης των φαρμακευτικών προϊόντων.

 Από τα φάρμακα κατηγορίας “blockbuster” στην κατηγορία “nichebuster”

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, η φαρμακοβιομηχανία λειτουργούσε με βάση το μοντέλο που είναι γνωστό ως “blockbuster”. Η βιομηχανία στόχευε στην ανάπτυξη φαρμάκων για χρόνιες παθήσεις, συνήθεις στις ανεπτυγμένες χώρες, όπως οι καρδιοπάθειες ή ο διαβήτης, και έπειτα τα προωθούσε πολύ στην αγορά, με την προσδοκία πωλήσεων που άγγιζαν το 1 δις δολλάρια ετησίως. Οι ασθένειες που εκδηλώνονται κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά στις αναπτυσσόμενες χώρες σε μεγάλο βαθμό αγνοούνταν, καθώς οι ασθενείς που προσβάλλονταν δεν είχαν αξιόλογη αγοραστική δύναμη. Από τα 850 νέα θεραπευτικά προϊόντα που προωθήθηκαν στην αγορά την περίοδο 2000-2011, μόνο 37 (4%) ήταν ενδεδειγμένα για τέτοιου τύπου ασθένειες[9].

Πρόσφατα, εφόσον έχουν εξαντληθεί όλοι οι «εύκολοι» στόχοι, υπήρξε μετατόπιση από το μοντέλο “blockbuster” στο μοντέλο “nichebuster”, κατά το οποίο οι φαρμακευτικές εταιρίες στοχεύουν μικρές θεραπευτικές αγορές με φάρμακα που μπορούν να πουλήσουν για εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια σε κάθε ασθενή για μια ετήσια θεραπεία. Κατά αυτήν την έννοια, οι προκλήσεις που γνωρίζει η φαρμακοβιομηχανία ομοιάζουν με αυτές που αντιμετωπίζουν και άλλες βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Η εξάντληση αγορών αποτελεί εγγενή συνθήκη στον καπιταλισμό, που απαιτεί «προϊόντα με διακριτική ικανότητα», -στην περίπτωσή μας όλο και πιο ακριβά προϊόντα για όλο και πιο μικρές αγορές-, προκειμένου να διασφαλίσει την κερδοφορία. Στις ΗΠΑ το κόστος των φαρμάκων που περιορίζουν την εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας έχει ανέλθει από 8.000-11.000$ ετησίως, που ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε 60.000$ ετησίως[10]. Το 2013, 120 ογκολόγοι από 15 χώρες ένωσαν τις δυνάμεις τους για να καταγγείλουν τις τιμές των νέων αντικαρκινικών φαρμάκων, που έχουν φτάσει τις 100.000$ ή και παραπάνω για μια ετήσια θεραπεία[11]. Η άποψη ότι οι τιμές αυτές δικαιολογούνται από το υψηλό κόστος της έρευνας και ανάπτυξης των φαρμάκων θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως επιβεβαιώνει και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, Hank Mckinnel, που δήλωσε ότι: «αποτελεί πλάνη να ισχυρίζεται κανείς ότι η βιομηχανία μας ή οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία κοστολογεί ένα προϊόν με γνώμονα την απόσβεση του κόστους για την έρευνα και ανάπτυξη[12]». Οι τιμές καθορίζονται από το πόσο μπορεί να αντέξει η αγορά. Όσο πιο απελπισμένοι είναι οι ασθενείς, τόσο πιο πολλά είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν.

Η διαφθορά στο σύστημα εποπτείας των φαρμάκων

Προτού οι εταιρίες μπορέσουν να αρχίσουν να κερδίζουν από τα φάρμακα που παράγουν, αυτά θα πρέπει να λάβουν έγκριση για να διοχετευθούν στην αγορά. Ωστόσο, σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου, η προϋπόθεση αυτή είναι απλώς τυπική, καθώς το 1/3 των χωρών έχουν ελάχιστη ή πολύ μικρή ικανότητα εποπτείας της αγοράς φαρμάκων[13]. Ακόμη και σε χώρες όπως η Ινδία, ο έλεγχος των φαρμάκων είναι πολλές φορές μια κοροϊδία, όπως δείχνει και το παράδειγμα της εξέτασης κάποιων συνδυαστικών φαρμακευτικών προϊόντων (fixed-dose combination), προϊόντων που περιέχουν δηλαδή δύο ή περισσότερες δραστικές ουσίες, κατά το έτος 2011-12. Η έρευνα πρόσφατα αποκάλυψε ότι οι εταιρίες εκμεταλλεύτηκαν τα χαμηλά επίπεδα του ελέγχου για να πουλήσουν «πολλά εκατομμύρια δόσεις […] συνδυαστικών φαρμακευτικών προϊόντων που περιελάμβαναν φάρμακα, η χρήση των οποίων έχει περιοριστεί, απαγορευθεί ή εξαρχής απορριφθεί σε άλλες χώρες εξαιτίας της σύνδεσής της με σοβαρές παρενέργειες, ακόμη και με το θάνατο[14]».

Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τα φάρμακα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαβρωθεί μέσω της επιρροής της φαρμακοβιομηχανίας. Η Courtney Davis και ο John Abraham, που διδάσκουν φαρμακευτικές πολιτικές στο King’s College του Λονδίνου, παρατηρούν ότι «τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε δει ένα σωρό απορρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων, που φαινομενικά στοχεύουν στην προώθηση της φαρμακευτικής καινοτομίας, η οποία θεωρείται πως εξυπηρετεί ταυτόχρονα τόσο τα εμπορικά συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας όσο και την υγεία των πολιτών[15]». Μια αιτιολόγηση για τους λόγους που επιτρέπεται κάτι τέτοιο να συμβαίνει προκύπτει από τη νεοφιλελεύθερη θεωρία της μεροληψίας υπέρ των επιχειρήσεων[16]. Ο Abraham υποστηρίζει πως «Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επιτρέπει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός σχετικά ισχυρού, παρεμβατικού κράτους, το οποίο μπορεί να ενθαρρύνει την (απο)ρύθμιση της αγοράς φαρμάκων υπέρ των συμφερόντων των εταιριών και από κοινού με αυτές[17]».  Ο Abraham υποστηρίζει ακόμη ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει τη δυνατότητα να καθοδηγεί το καθεστώς εποπτείας επηρεάζοντας όχι μόνο τις εποπτικές αρχές, αλλά και την ευρύτερη δημόσια διοίκηση κατά τρόπο άμεσο, μέσα από το lobbying, οικονομικές δωρεές και άλλες δραστηριότητες – για παράδειγμα, μέσω του να επιτύχει το διορισμό εκπροσώπων φαρμακευτικών εταιριών σε επιτροπές υπεύθυνες για το γενικότερο κυβερνητικό σχεδιασμό. Ως άμεσο αποτέλεσμα, το κράτος υποστηρίζει ενεργητικά τους ευρείς μεταρρυθμιστικούς στόχους της φαρμακοβιομηχανίας.

Η καθαρότερη εκδήλωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο σύστημα εποπτείας των φαρμάκων είναι η ευρύτατη υιοθέτηση ανταποδοτικών τελών που καταβάλουν οι εταιρίες ως πληρωμή για τις υπηρεσίες των ρυθμιστικών αρχών, όπως η Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) και η Ρυθμιστική Αρχή Φαρμάκων και Προϊόντων Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (UK MHRA). Οι μειώσεις της δημόσιας χρηματοδότησης του FDA αποτέλεσαν το βασικό μοχλό πίεσης για την εφαρμογή του συστήματος των ανταποδοτικών τελών στις ΗΠΑ. Η συνεχιζόμενη διστακτικότητα του Κογκρέσου να αυξήσει τη χρηματοδότηση του FDA ανάγκασε τον οργανισμό να εγκαταλείψει την προηγούμενη θέση του για αντίθεση στο σύστημα χρηματοδότησης μέσω ανταποδοτικών τελών που θα καταβάλλουν οι εταιρίες. Κατ’ εφαρμογή του Νόμου για τους Χρήστες Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων του 1992 (Prescription Drug User Fees Act – PDUFA), η βιομηχανία φαρμάκων συμφώνησε σε έναν συμβιβασμό: τα ανταποδοτικά τέλη που θα κατέβαλε θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά προς την χρηματοδότηση του Κογκρέσου και τα χρήματα θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας και της ταχύτητας της διαδικασίας αξιολόγησης νέων φαρμάκων με εμπορική επωνυμία. Κατά συνέπεια, η πλειοψηφία των πόρων από τα ανταποδοτικά τέλη αφιερώθηκε για την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού αξιολόγησης των φαρμάκων. Μόνο μετά το 2007 επετράπη στην Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων να χρησιμοποιήσει κάποια από αυτά τα επιπλέον χρήματα για την εποπτεία της ασφάλειας προϊόντων που είχε ήδη εγκρίνει.

Ο PDUFA επικυρωνόταν ακολούθως ανά πενταετία, με την τελευταία ανανέωσή του να γίνεται το 2012. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του PDUFA είναι ότι περιλαμβάνει διατάξεις που δεσμεύουν τον FDA να βελτιώνει διαρκώς το ποσοστό των νέων φαρμακευτικών εφαρμογών που εγκρίνονται εντός ορισμένης χρονικής περιόδου[18]. Καθώς οι πατέντες έχουν ορισμένη χρονική διάρκεια, όσο περισσότερο καιρό διατίθεται ένα φάρμακο στην αγορά τόσο μεγαλύτερο είναι το κέδρος των εταιριών από τις πωλήσεις του. Ο PDUFA, επιτρέποντας την ταχύτερη διάθεση των φαρμάκων στην αγορά, είχε ως αποτέλεσμα περισσότερα κέδρη για τις εταιρίες.

Έως το 1989, το 65% της χρηματοδότης της Διεύθυνσης Ελέγχου των Φαρμάκων στο Ηνωμένο Βασίλειο (ο προκάτοχος του MHRA) προερχόταν από τα ανταποδοτικά τέλη και το 35% από τη φορολογία. Τότε, η χρηματοδότηση άλλαξε και προέρχεται πλέον κατά 100% από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλλουν οι εταιρίες, γεγονός που αντανακλούσε τη φιλοσοφία της κυβέρνησης των Συντηρητικών υπό την Θάτσερ, που πίστευε ότι η επιστήμη θα πρέπει να αναγκαστεί να «ανταποκρίνεται ταχύτερα» στις ανάγκες της βιομηχανίας[19]. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, η φιλοσοφία των ανταποδοτικών τελών φαίνεται πως έχει γίνει αποδεκτή ήδη από την ίδρυση της αντίστοιχης εποπτικής αρχής. Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται κατά προτεραιότητα, αυτά των πολιτών ή εκείνα των φαρμακοβιομηχανιών;

Τα αποδεικτικά στοιχεία καταδεικνύουν πως το σύστημα των ανταποδοτικών τελών έχει αρνητικές συνέπειες στην δημόσια ασφάλεια. Στις ΗΠΑ, ο καθιερωμένος χρόνος για την αξιολόγηση μίας αίτησης για την έγκριση ενός νέου φαρμάκου είναι 300 ημέρες και, κατ’ εφαρμογή του PDUFA, ο FDA υποχρεούται να διεκπεραιώνει το 90% των αιτήσεων εντός αυτών των χρονικών ορίων. Αν αυτός ο στόχος δεν επιτευχθεί, η ανανέωση της υποχρέωσης καταβολής ανταποδοτικών τελών εκ μέρους των εταιριών διακινδυνεύεται, με αποτέλεσμα να απειλείται ο οργανισμός με απώλεια σημαντικού μέρους της χρηματοδότησής του. Στην πράξη, φαίνεται πως όσο ο FDA παλεύει για να φτάσει την προθεσμία έκδοσης της απόφασης, τόσο χαλαρώνει τα στάνταρντς του για την αξιολόγηση της ασφάλειας του προϊόντος. Συγκριτικά με τα φάρμακα που εγκρίνονταν σε άλλες χρονικές περιόδους, αυτά που εγκρίνονταν κατά το τελευταίο δίμηνο πριν την παρέλευση των προθεσμιών είχαν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να αποσυρθούν από την αγορά για λόγους ασφαλείας και περίπου 4.5 φορές περισσότερες πιθανότητες να λάβουν μεταγενέστερα την ένδειξη του «μαύρου κουτιού», την ένδειξη δηλαδή που μπορεί να επιβάλλει ο FDA να φέρουν τα φάρμακα με τις πιο επικίνδυνες παρενέργειες[20].

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν κατατεθεί μία αίτηση για έγκριση νέου φαρμάκου στον EMA, ο οργανισμός είναι υπεύθυνος για την επιλογή των λεγόμενων «Εισηγητή» και «Συν-εισηγητή» (Rapporteur και Co-Rapporteur), δηλαδή πρέπει να επιλέξει ποιες από όλες τις εθνικές υπηρεσίες των κρατών-μελών θα διεκπεραιώσουν την αίτηση αξιολόγησης. Με δεδομένο ότι η πλειοψηφία των εποπτικών αρχών στις χώρες της Ε.Ε. χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τα ανταποδοτικά τέλη, υπάρχει συχνά έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν το ρόλο του Εισηγητή και Συν-εισηγητή, ώστε να εξασφαλίσουν έσοδα[21]. Ο ανταγωνισμός θέτει τις εθνικές εποπτικές αρχές υπό σημαντική πίεση, ώστε να συμμορφώνονται στο χρονοδιάγραμμα 210 ημερών που θέτει η Ε.Ε. για την έγκριση των φαρμάκων ή και να πετυχαίνουν ακόμη μικρότερο χρόνο, καθώς ένα από τα βασικά κριτήρια των εταιριών, όταν προτείνουν κάποια υπηρεσία στον EMA για τη θέση του Εισηγητή και Συν-εισηγητή, είναι τα ποσοστά των ταχείων διεκπεραιώσεων της διαδικασίας. Οι πέντε από τους συνολικά 15 εργαζόμενους στις γερμανικές, σουηδικές και βρετανικές εποπτικές αρχές, που έδωσαν συνέντευξη στους καθηγητές του Πανεπιστημίου του York, Abraham και Graham Lewis, συμφώνησαν με την άποψη ότι το χρονοδιάγραμμα αυτό αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία, ενώ ακόμη πέντε απάντησαν πως πιθανώς να αποτελεί. Στο ίδιο πνεύμα, μια Επιτροπή του Βρετανικού Κοινοβουλίου αρμόδια για τη διερεύνηση της επιρροής της φαρμακοβιομηχανίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο MHRA, όπως και πολλοί άλλοι εποπτικοί οργανισμοί, χρηματοδοτείται εξολοκλήρου από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλουν αυτοί που πρέπει να εποπτεύει. Σε αντίθεση, όμως, με άλλους εποπτικούς οργανισμούς, ανταγωνίζεται άλλες ευρωπαϊκές υπηρεσίες προκειμένου να εξασφαλίσει πόρους. Η κατάσταση γεννά την εύλογη ανησυχία ότι ο οργανισμός μπορεί να ξεφύγει από το στόχο της προστασίας και της προαγωγής της δημόσιας υγείας πέρα από ό,τιδήποτε άλλο στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει πόρους από τα ανταποδοτικά τέλη των εταιριών[22]».

Αποτελεί «δικαίωμα» η διανοητική ιδιοκτησία;

Τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (Intellectual Property Rights – IPRs) αποτελούν βασική πηγή εισοδήματος και κερδών για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Στο σύγχρονο φαρμακευτικό περιβάλλον, τα βασικά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας είναι τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας πάνω στα ίδια τα προϊόντα και τα δικαιώματα στα δεδομένα που παράγουν οι εταιρίες, όταν διεξάγουν κλινικές δοκιμές πριν την κυκλοφορία των προϊόντων τους στην αγορά, για να αξιολογήσουν την ασφάλεια και την αποδοτικότητά τους. Όσο πιο ισχυρή κατοχύρωση παρέχει το νομικό σύστημα μιας χώρας στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τόσο περισσότερο καιρό μπορούν να διατηρούν οι εταιρίες το μονοπώλιο στα προϊόντα τους και τόσο περισσότερα χρήματα μπορούν να κερδίζουν από αυτά. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η βιομηχανία φαρμάκων παλεύει όχι απλά για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας αλλά και για την ισχυρότερη κατοχύρωσή τους.

Μια από τις πρώτες εκδηλώσεις της μανίας με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ήταν η άσκηση παρασκηνιακής πίεσης εκ μέρους της βιομηχανίας, που οδήγησε τις ΗΠΑ να επιμείνουν ώστε ο Καναδάς να ξηλώσει από το νομικό του σύστημα την πρόβλεψη για υποχρεωτικές άδειες* διανοητικής ιδιοκτησίας, ως αντάλλαγμα για την αρχική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου ΗΠΑ-Καναδά του 1987[23] και έπειτα την Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου του 1994. Εκείνη την εποχή, χάρη στο σύστημα των υποχρεωτικών αδειών, ο Καναδάς μείωνε τις συνολικές φαρμακευτικές του δαπάνες κατά 15% περίπου[24]. (Μια υποχρεωτική άδεια επιτρέπει σε έναν παρασκευαστή γεννοσήμων να παράγει ένα φάρμακο ακόμη και αν αυτό υπόκειται σε πατέντα).

*[ΣτΜ: Οι υποχρεωτικές άδειες (compulsory licensing) αποτελούν την εξαίρεση στο σύστημα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο κατά κανόνα παραχωρεί αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης στον δημιουργό. Το σύστημα υποχρεωτικών αδειών επιτρέπει σε τρίτους να χρησιμοποιούν προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας για ορισμένες χρήσεις, που συνήθως εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του δημιουργού και έναντι ορισμένης από το νόμο αμοιβής.]

Στις ΗΠΑ, τελευταία «νίκη» υπέρ των ισχυρότερων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας υπήρξε η κατοχύρωση δικαιώματος 12ετούς, αποκλειστικής εμπορικής εκμετάλλευσης των βιολογικών φαρμακευτικών προϊόντων, δηλαδή όσων αποτελούνται από ζωντανά κύτταρα. Αυτά τα δώδεκα χρόνια είναι αποτέλεσμα της πρόβλεψης για 4ετή προστασία των ερευνητικών δεδομένων και για 8ετή, μετέπειτα, αποκλειστική εκμετάλλευση των βιολογικών προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι ο FDA δεν θα δώσει άδεια σε ένα «βιο-ομοειδές» προϊόν, δηλαδή στο αντίστοιχο ενός γεννοσήμου στον τομέα των βιολογικών προϊόντων, κατά τη διάρκεια των 8 αυτών ετών. Πολλές φορές, η προστασία των ερευνητικών δεδομένων μπορεί να είναι πιο σημαντική κι από τις ίδιες τις πατέντες για τις εταιρίες, καθώς δεν χωρεί δικαστική προσφυγή εναντίον της, ενώ για τις πατέντες μπορεί να υπάρξει. Παρά το γεγονός ότι τα βιολογικά αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 1% των συνταγών που γράφονται στις ΗΠΑ, ευθύνονται για το 28% της φαρμακευτικής δαπάνης, και το νούμερο αυτό αναμένεται να αυξηθεί[25]. Παραδείγματος χάριν, το Cerezyme, μια αγωγή για την νόσο του Gaucher, μιας σπάνιας, κληρονομικής διαταραχής έλλειψης ενός ενζύμου, κοστίζει 200.000$ ετησίως για κάθε ασθενή.

Σε διεθνές επίπεδο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, έχοντας τη στήριξη της φαρμακοβιομηχανίας, άσκησε πιέσεις για να διασφαλίσει την πρόβλεψη κάποιου μηχανισμού επίλυσης των διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών
(Investor – State Dispute Settlement – ISDS) στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Οι μηχανισμοί αυτοί επιτρέπουν στις εταιρίες να προσφεύγουν εναντίον κρατών[26]. Η εταιρία Eli Lilly έκανε χρήση των διατάξεων για την επίλυση διαφορών που προέβλεπε η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου για να διεκδικήσει 500 εκ. δολλάρια από την κυβέρνηση του Καναδά, επειδή τα δικαστήρια του Καναδά ακύρωσαν τις πατέντες για δύο φάρμακά της[27]. Μπορεί οι διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, που περιλαμβάνονται στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην πρόσβαση σε φθηνά φάρμακα στις ανεπτυγμένες χώρες, καθώς προκαλούν καθυστέρηση στην κυκλοφορία των γεννοσήμων, όμως οι συνέπειες στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ πιο καταστροφικές. Για παράδειγμα, στο Βιετνάμ, με την υφιστάμενη νομοθεσία για τις πατέντες, το 68% των φορέων του HIV λαμβάνει αντιρετροϊκά φάρμακα, ενώ αν είχε εφαρμοστεί η αποτυχημένη τελικά Δια-ειρηνική Εμπορική Συμφωνία **(TPP), το ποσοστό αυτό θα είχε πέσει στο 30%[28].

** [Σ.τ.Μ: Trans-Pacific Partnership: Διεθνής εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλίας, Βιετνάμ, Περού, Χιλής, Μαλαισίας κ.ά. Προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αλλαγές στα συστήματα προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, δυσχεραίνοντας έτσι την κυκλοφορία φθηνότερων, γεννοσήμων φαρμάκων. Δεν εφαρμόστηκε, καθώς οι ΗΠΑ υπό την νέα διοίκηση Τραμπ απέσυραν την υπογραφή τους.]

Η φαρμακοβιομηχανία έχει στην ιστορία της πάνω από τρεις δεκαετίες επιτυχούς άσκησης παρασκηνιακών πιέσεων για ισχυρότερα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, που αρχίζει με την εισήγηση στον 8ο Γύρο πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων της Ουρουγουάης, ο οποίος κατέληξε στην συγκρότηση του Διεθνούς Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organization – WTO). Η Pfizer και ο τότε διευθύνων σύμβουλός της, Edmund Pratt, έπαιξαν βασικό ρόλο στο να πείσουν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να θέσει το ζήτημα των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ως βασικό στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων[29]. Το αποτέλεσμα ήταν η Συμφωνία για τις σχετιζόμενες με το Εμπόριο Πτυχές των Δικαιωμάτων Διανοητικής Ιδιοκτησίας του 1994 (Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights – TRIPS), που επέβαλε ομοιόμορφες ρυθμίσεις για τις πατέντες σε όλα τα κράτη-μέλη του WTO, που σήμαιναν 20ετείς εμπορικές πατέντες για τα φαρμακευτικά προϊόντα και περιορισμό της χρήσης των υποχρεωτικών αδειοδοτήσεων ως μέσου για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας γεννοσήμων στην αγορά. Ο στόχος της βιομηχανίας φαρμάκων ήταν να υποχρεώσει όλες τις χώρες να υιοθετήσουν στα νομικά τους συστήματα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αντίστοιχα με εκείνα που προβλέπονταν στις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το επίπεδο της ανάπτυξής τους ή τη δυνατότητά τους να παρέχουν στους πλυθυσμούς τους φαρμακευτικές θεραπείες σε προσιτή τιμή. Πολλές ανεπτυγμένες χώρες δεν είχαν υιοθετήσει την πλήρη προστασία της πατέντας στα φαρμακευτικά προϊόντα έως και τη δεκαετία του ’70 ή και αργότερα, όταν το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν τους ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες δολλάρια. Η συμφωνία TRIPS ανάγκασε αναπτυσσόμενες χώρες με κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκατοντάδων ή λίγων χιλιάδων δολλαρίων να υιοθετήσουν αντίστοιχες ρυθμίσεις[30].

Εξαιτίας της ισχυροποίησης των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ως το 2000 πολλές αναπτυσσόμενες χώρες είχαν έρθει αντιμέτωπες με μια κατάσταση όπου η τιμή της τριπλής θεραπείας για τον υιό HIV υπερέβαινε τα 10.000$ ετησίως ανά ασθενή και η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε γεννόσημα φάρμακα χαμηλού κόστους επρόκειτο να εξαφανιστεί στο άμεσο μέλλον[31]. Αντιμέτωπη με αυξανόμενα ποσοστά μολύνσεων με τον ιό HIV και με τέτοιες τιμές για την αντίστοιχη θεραπεία, η Κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής πέρασε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 την «Τροποποιητική Πράξη για τον Έλεγχο των Φαρμάκων και των Σχετικών Ουσιών», η οποία προέβλεπε την υποκατάσταση των φαρμάκων που δεν υπόκειντο σε πατέντα από γεννόσημα φάρμακα και την δυνατότητα εισαγωγής γεννοσήμων, που δεν αποτελούσαν προϊόν απομίμησης, από τρίτες χώρες, χωρίς προηγούμενη άδεια των κατόχων των σχετικών δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Σε απάντηση, το 1998, 39 πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρίες, έχοντας την υποστήριξη των ΗΠΑ (επί κυβέρνησης Κλίντον) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προσέφυγαν εναντίον της κυβέρνησης της Νοτίου Αφρικής ισχυριζόμενες ότι το παραπάνω νομοθέτημα παραβίαζε τόσο τη συμφωνία TRIPS όσο και το σύνταγμα της χώρας. Εν τέλει, ενόψει της εκτεταμένης κοινωνικής αντίδρασης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απέσυρε τη στήριξή της προς την δικαστική προσφυγή και χωρίς αυτήν οι εταιρίες απέσυραν την αγωγή τους[32].

Από τότε, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. χρησιμοποιούν τις ρυθμίσεις της συμφωνίας TRIPS ως minimum για να θεωρηθεί μία ρύθμιση για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αποδεκτή και προσπαθούν να εντατικοποιήσουν την προστασία τους με κάθε νεότερη εμπορική συμφωνία, εντάσσοντας σε αυτήν νέες και πιο αυστηρές διατάξεις. Ορισμένα από τα αποτελέσματα των παραπάνω κινήσεων είναι οι μεγαλύτερες περίοδοι παράτασης του χρόνου ισχύος μιας πατέντας (οι πατέντες μπορούν να παραταθούν πλέον και πέραν των 20 ετών) και η εξάλειψη της δυνατότητας προσφυγής εναντίον μιας πατέντας σε στάδιο προγενέστερο της χορήγησης του σχετικού δικαιώματος[33]. Κατ’ αντιστοιχίαν προς τις επιπτώσεις που περιγράψαμε σχετικά με την πρόσβαση σε φάρμακα για τον HIV στο Βιετνάμ, οι διατάξεις των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου που προβλέπουν εντατικότερη προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ελαττώνουν σημαντικά την πρόσβαση σε συνταγογραφούμενα φάρμακα[34].

Η περίπτωση της Ταϋλάνδης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα για το πώς κυβερνήσεις σε συνεργασία με τη φαρμακοβιομηχανία χρησιμοποιούν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας ως εργαλείο επιβολής στις αναπτυσσόμενες χώρες. Επικαλούμενη τις υψηλές τιμές των φαρμάκων και την υποχρέωσή της να παρέχει πρόσβαση σε βασικά φάρμακα, η Ταϋλάνδη εξέδωσε το 2006 μια υποχρεωτική άδεια για το lopinavir/ritonavir, ένα συνδυασμό ουσιών που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του HIV. Ο Επίτροπος Εμπορίου της Ε.Ε. απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Υπουργό Εμπορίου της Ταϋλάνδης για το ζήτημα. Η Abbott, η εταιρία παραγωγής του lopinavir/ritonavir, αντέδρασε αποσύροντας όλες τις νέες φαρμακευτικές εφαρμογές που είχε υποβάλει στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων της Ταϋλάνδης, συμπεριλαμβανομένης και της ιδιαιτέρως αναγκαίας, νεότερης εκδοχής του lopinavir/ritonavir, που ήταν ανθεκτική στην υψηλή θερμοκρασία[35].

Όταν τα γεννόσημα παράγονται κατόπιν χορήγησης υποχρεωτικής άδειας, οι επώνυμες εταιρίες καταγγέλλουν ταχύτατα το σχετικό μέτρο. Ο Marijn Dekkers, διευθύνων σύμβουλος της Bayer, χαρακτήρισε τις υποχρεωτικές αδειοδοτήσεις ως «κατ’ ουσίαν κλοπή», παρά το γεγονός ότι είναι απολύτως νόμιμες σύμφωνα με τη συμφωνία TRIPS. Επιπλέον, μιλώντας για το νέο και εξαιρετικά αποτελεσματικό για τη θεραπεία της ηπατίτιδας Γ φάρμακο της εταιρίας, το subosbuvir (Sovaldi), ο Dekkers σχολίασε: «Δεν αναπτύξαμε αυτό το φάρμακο για την αγορά της Ινδίας, ας είμαστε ειλικρινείς. Εννοώ, όπως γνωρίζετε, ότι αναπτύξαμε αυτό το προϊόν για δυτικούς ασθενείς, που μπορούν να το αντέξουν οικονομικά, το λέω με κάθε ειλικρίνεια»[36].

Ελέγχοντας τη γνώση

Όσες κλινικές μελέτες αποτυγχάνουν να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα ενός σκευάσματος ή εγείρουν σημαντικούς προβληματισμούς για την ασφάλειά του, μπορούν να επηρεάσουν δραματικά την πώληση του προϊόντος. Τον Ιούλιο του 2002, τα αποτελέσματα της κλινικής μελέτης που διεξήγαγε η Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών (Women’s Health Initiative) έδειξαν ότι ο συνδυασμός οιστρογόνων/προγεστερόνης, που χρησιμοποιείται στην θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που βρίσκονται μετά την κλιμακτήριο.[37] Μέχρι τον Ιούνιο του 2003, οι συνταγές για το Prempro, το πιο διαδεδομένο σκεύασμα οιστρογόνων/προγεστερόνης, είχαν μειωθεί κατά 66% στις ΗΠΑ.[38]

Προκειμένου να αποφύγουν σενάρια όπως το παραπάνω και να συνεχίσουν να αυξάνουν τα έσοδά τους, οι εταιρίες έχουν διευρύνει τη δράση τους από τον έλεγχο επί της ανάπτυξης νέων φαρμάκων στον έλεγχο επί της γνώσης για τα φάρμακα αυτά, με σκοπό να διασφαλίσουν ότι θα είναι το δικό τους μήνυμα αυτό που θα φτάσει στους γιατρούς και τους ασθενείς.[39] Οι φαρμακευτικές εταιρίες χρηματοδοτούν το σύνολο σχεδόν των κλινικών δοκιμών που διεξάγονται πριν εισαχθεί ένα φάρμακο στην αγορά, εκείνων δηλαδή που χρησιμοποιούνται ως βάση για την έγκριση ενός νέου φαρμάκου ή μια νέας ένδειξης για ένα υφιστάμενο φάρμακο. Οι δοκιμές αυτές αποτελούν το θεμέλιο της γνώσης σχετικά με ένα φάρμακο, κατά συνέπεια το αποτέλεσμά τους είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Ως χρηματοδότες, οι εταιρίες ελέγχουν κάθε πτυχή των κλινικών δοκιμών: από τον αρχικό σχεδιασμό τους ως τον τρόπο διεξαγωγής και ανάλυσης των ευρυμάτων τους, τον τρόπο υποβολής τους στις εποπτικές αρχές, όπως ο FDA, το εάν και πώς θα δημοσιευτούν, και σε μεγάλο βαθμό το πώς θα παρουσιαστούν στους γιατρούς.

Η μεροληψία υπέρ των εταιρικών συμφερόντων ξεκινά από τον σχεδιασμό της κλινικής μελέτης. Όταν το νέο φάρμακο που τίθεται υπό δοκιμή εξετάζεται συγκριτικά προς ένα άλλο φάρμακο, που κυκλοφορεί ήδη στην αγορά, μπορεί να επιλεχθούν ακατάλληλα χαμηλές ή υψηλές δόσεις του ανταγωνιστικού φαρμάκου, προκειμένου είτε να μειώσουν την αποδοτικότητά του είτε να αυξήσουν τις παρενέργειές του.[40] Κατά τη δεκαετία του ’80, ο συνηθέστερος λόγος για τον τερματισμό κλινικών δοκιμών σε τελευταία ερευνητικά στάδια, στις οποίες περιλαμβάνονταν δοκιμές θεραπειών για τον καρκίνο, τις καρδιαγγειακές νόσους και τη νεογνική σηψαιμία, ήταν το οικονομικό κόστος (σε ποσοστό 43%), συγκριτικά με λόγους όπως η αποδοτικότητα του φαρμάκου (31%) και η ασφάλειά του (21%).[41] Στους οικονομικούς λόγους περιλαμβανόταν η περιορισμένη εμπορική αγορά στην οποία απευθυνόταν το φάρμακο, το ανεπαρκές αναμενόμενο κέρδος από την επένδυση και η αλλαγή στις ερευνητικές προτεραιότητες που επερχόταν μετά από συγχωνεύσεις εταιριών. Ωστόσο, η διακοπή μιας έρευνας αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση του άρθρου 6 της Διακήρυξης του Ελσίνκι, που έχει θέσει διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές για την διεξαγωγή κλινικών ερευνών.[42] Το άρθρο 6 δηλώνει ότι: «σε ιατρικές έρευνες που περιλαμβάνουν ανθρώπινα υποκείμενα, η ευημερία κάθε ξεχωριστού ερευνητικού υποκειμένου πρέπει να προέχει έναντι όλων των άλλων συμφερόντων». Ο τερματισμός κλινικών δοκιμών, πριν αυτές ολοκληρωθούν, με βάση αποκλειστικά οικονομικά κριτήρια στην πράξη σημαίνει ότι «τα τριμηνιαία επιχειρηματικά σχέδια ή η αλλαγή των διευθυνόντων συμβούλων» προέχουν έναντι «της υπεύθυνης διεξαγωγής ιατρικής έρευνας, η οποία ενέχει ένα κοινωνικό καθήκον και μια ηθική ευθύνη που υπερβαίνει τα τριμηνιαία επιχειρηματικά πλάνα ή την αλλαγή των διευθυνόντων».[43]

Υπάρχουν αποδείξεις για το γεγονός ότι δεν τίθενται όλα τα ερευνητικά δεδομένα που προκύπτουν από κλινικές δοκιμές στη διάθεση των εποπτικών αρχών και ότι παρουσιάζονται κατά τρόπο παραπλανητικό. Η εταιρία Merck δεν παρείχε εγκαίρως στον  FDA στοιχεία για τη θνησιμότητα, που αφορούσαν δύο έρευνες για τη χρήση του rofecoxib σε ασθενείς με Alzheimer ή άλλη γνωστική βλάβη.[44] Η Glaxo Smith Kline υπέβαλε στον FDA στοιχεία σχετικά με το φάρμακό της για το άσθμα, το salmeterol, που έδιναν την εικόνα μιας προφανούς μείωσης των κινδύνων που σχετίζονται με το φάρμακο, σε σχέση με τους πραγματικούς.[45]

Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο οι εταιρίες μεταβάλλουν την ερμηνεία των ερευνητικών αποτελεσμάτων στο μεσοδιάστημα από την υποβολή των στοιχείων στον FDA έως τον πραγματικό χρόνο δημοσίευσης των ερευνητικών δεδομένων, είναι η έρευνα που εξέτασε την αποτελεσματικότητα του celecoxib, ενός μη στεροειδούς, αντιφλεγμονώδους και παυσιπόνου φαρμάκου που κατασκεύασε η Pfizer. Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στηριζόταν σε ερευνητικά δεδομένα 6 μηνών και φαινομενικά αποδείκνυε την προστατευτική δράση του celecoxib αναφορικά με τη μείωση των γαστρορραγιών συγκριτικά με παραδοσιακά αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Ωστόσο, οι δύο κλινικές δοκιμές που παρουσιάζονταν συνδυαστικά στην δημοσίευση συνεχίστηκαν για 12 και 16 μήνες, αντίστοιχα. Σε διάστημα 12 έως 16 μηνών δεν υπήρχε καμία διαφορά σε σχέση με τις παρενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα ανάμεσα στους ασθενείς εκείνους που χρησιμοποιούσαν το celecoxib και στους χρήστες παραδοσιακών μη στεροειδών, αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.[46]

Η έννοια του “ghostwriting” στο πλαίσιο της φαρμακοβιομηχανίας αναφέρεται στην πρακτική κατά την οποία οι εταιρίες, ή κάποιος που λειτουργεί εκ μέρους τους, προσλαμβάνουν συγγραφείς κειμένων ιατρικού ενδιαφέροντος προκειμένου να συντάξουν ένα ιατρικό άρθρο ή μία επιστολή, που θα βασίζεται σε ερευνητικά δεδομένα που ανήκουν στην εταιρία. Το άρθρο μεταβιβάζεται, στη συνέχεια, σε κάποιον ακαδημαϊκό ερευνητή που συμφωνεί να το υπογράψει, συνήθως έναντι αμοιβής ή για λόγους πρεστίζ που σχετίζονται με την απόκτηση περισσότερων δημοσιεύσεων. Όταν το άρθρο εντέλει τυπώνεται, δεν υπάρχει καμία αναγνώριση του ρόλου που έπαιξε ο αφανής συγγραφέας στην παραγωγή του. Η εταιρία Wyeth επιστράτευσε τέτοιους αφανείς κειμενογράφους, προκειμένου να διατηρήσει τα κέρδη ύψους 2 δις δολαρίων από τις ετήσιες πωλήσεις του Premarin και του Prempro, των δύο προϊόντων της που χρησιμοποιούνταν για θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT), τόσο πριν όσο και μετά από τη δημοσίευση της Πρωτοβουλίας για την Υγεία των Γυναικών, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι των φαρμάκων τύπου HRT υπερτερούν έναντι των πλεονεκτημάτων τους. Τα δικαστικά αρχεία καταδεικνύουν ότι οι αφανείς κειμενογράφοι έπαιξαν τεράστιο ρόλο, συντάσσοντας 26 επιστημονικές εργασίες που υποστήριζαν τη χρήση των φαρμάκων τύπου HRT. Τα άρθρα αυτά δεν αποκάλυπταν το ρόλο που έπαιξε η Wyeth στην παραγγελία και την πληρωμή της δουλειάς αυτής.[47]

Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα επιλεκτικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων κλινικών δοκιμών που έγιναν για λογαριασμό των φαρμακοβιομηχανιών και είχαν αρνητικά αποτελέσματα. Από τις 37 έρευνες για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα αποτελέσματα των οποίων ο FDA χαρακτήρισε ως αρνητικά ή αμφισβητήσιμα, οι 22 δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ.[48] Η μη δημοσίευση όλων των δεδομένων μπορεί να οδηγήσει σε υπερκτίμηση της αποτελεσματικότητας του φαρμάκου και υποτίμηση των παρενεργειών του. Τα δημοσιευμένα στοιχεία υπερεκτίμησαν τα ωφέλη του αντικαταθλιπτικού reboxetine έναντι ψευδοφαρμάκων (placebo) έως και κατά 115%, ενώ υποτίμησαν και τους κινδύνους του.[49] Απόρρητα αρχεία της εταιρίας GlaxoSmithKline χρησιμοποιήθηκαν για να καταδείξουν τις αποκλίσεις ανάμεσα στα πραγματικά αποτελέσματα μιας έρευνας που εξέτασε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της χρήσης του αντικαταθλιπτικού paroxetine σε εφήβους και στα αποτελέσματα που τελικά δημοσιεύτηκαν.[50] Η δημοσίευση ισχυριζόταν πως «το paroxetine δεν προκαλούσε σε γενικές γραμμές προβλήματα και ήταν αποτελεσματικό σε εφήβους με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή»[51]. Εν αντιθέσει, σύμφωνα με τα καθορισμένα από πρωτόκολλο πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια ερευνητικά αποτελέσματα, «δεν υπήρξε σημαντική διαφορά ως προς την αποτελεσματικότητα ανάμεσα στο paroxetine και τα ψευδοφάρμακα στα δύο πρωτοβάθμια και στα έξι δευτεροβάθμια αποτελέσματα», ενώ το paroxetine συσχετίστηκε με επιβλαβείς συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης μιας αύξησης του αυτοκτονικού ιδεασμού.[52]

Οι εταιρίες αναγνωρίζουν, τέλος, πως υπάρχει ένα κενό αξιοπιστίας όταν παρουσιάζουν απευθείας στους γιατρούς στοιχεία σχετικά με τα προϊόντα τους. Προκειμένου να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα, επιστρατεύουν γιατρούς και ερευνητές θεωρούμενους ως «διαμορφωτές της κοινής γνώμης». Η διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι οι παραπάνω «διαμορφωτές» αποτελούν ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης είναι ζωτικής σημασίας για τις εταιρίες, προκειμένου να διατηρείται και η εμπιστοσύνη των γιατρών που παρακολουθούν τις παρουσιάσεις τους. Όταν όμως ένας τέτοιος «διαμορφωτής» αρχίζει να δρα ανεξάρτητα και να παρεκκλίνει από τις απόψεις που καλλιεργούν οι εταιρίες, τότε ακριβώς αρχίζει να αμφισβητείται και η αξία του για αυτές[53]. Ένας τέτοιος «διαμορφωτής» συνέταξε μια σειρά ιατρικών αναφορών σχετικά με ένα συγκεκριμένο φάρμακο κάποιας εταιρίας, στις οποίες, όπως αποκάλυψε, παρουσίαζε το προϊόν ως λιγότερο επωφελές συγκριτικά με ένα αντίστοιχο φάρμακο άλλης εταιρίας. Όταν οι ιατρικές αυτές αναφορές δημοσιεύτηκαν, οι προσκλήσεις που δεχόταν για να μιλήσει σε συνέδρια μειώθηκαν από 4 έως 6 μηνιαίως σε ουσιαστικά καμία[54].

Ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός

Σε μία αδημοσίευτη εργασία του, ο Βρετανός οικονομολόγος Alan Maynard αναφέρει:

«Η οικονομική θεωρία προβλέπει ότι οι εταιρίες θα επενδύουν στην αλλοίωση επιστημονικών δεδομένων κάθε φορά που οι ωφέλειες από μια τέτοια πρακτική υπερβαίνουν το κόστος. Εάν η ανακάλυψη των δεδομένων αυτών αναμένεται να επιφέρει υψηλό κόστος για τις ρυθμιστικές αρχές, τότε η αλλοίωσή τους μπορεί να είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Η επένδυση χρημάτων στην αλλοίωση των ερευνητικών δεδομένων, τόσο των κλινικών όσο των οικονομικών, αναμένεται να γίνεται κατά τρόπο λεπτομερή και συνολικό όσον αφορά τα φαρμακευτικά προϊόντα, καταλαμβάνοντας κάθε πτυχή των διαδικασιών αξιολόγησής τους. Οι επενδύσεις αυτού του είδους αναμένεται να είναι εκτεταμένες όσο οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε επιστημονικό επίπεδο και σε επίπεδο χάραξης πολιτικών διατηρούν τεχνοκρατικό και απόρρητο χαρακτήρα, καθιστώντας την ανακάλυψη των πραγματικών δεδομένων δυσχερή και δαπανηρή[55]».

Παρά το γεγονός ότι η φαρμακοβιομηχανία μοιάζει ανίκητη, η κρίση που αντιμετωπίζει προσφέρει την ευκαιρία να υποστηρίξουμε νέους τρόπους εισαγωγής στην αγορά φαρμάκων που θα είναι πιο οικονομικά και θα ανταποκρίνονται σε πραγματικές ιατρικές ανάγκες, κι όχι στο στόχο της μεγιστοποίησης των εταιρικών κερδών. Το Ινστιτούτο “Mario Negri” στην Ιταλία, που υφίσταται από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, έχει να παρουσιάσει έναν εναλλακτικό τρόπο διεξαγωγής φαρμακολογικών ερευνών. Αναλαμβάνει μεν την επ’ αμοιβή διεξαγωγή ερευνών για λογαριασμό φαρμακευτικών εταιριών, διατηρώντας όμως την ανεξαρτησία του, μέσω του σχεδιασμού των κλινικών ερευνών, της διεξαγωγής τους, της συλλογής και ανάλυσης των δεδομένων και της δημοσίευσης των απατελεσμάτων χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της χρηματοδοτικής πηγής. Επιπλέον, το Ινστιτούτο δεν δέχεται αντί πληρωμής κάποια πατέντα επί των φαρμακευτικών προϊόντων ούτε απαιτεί κάποιο άλλου τύπου πνευματικό δικαίωμα, ενώ διαθέτει ελεύθερα τα ερευνητικά δεδομένα. Απορρίπτει, τέλος, κάθε χρηματοδότηση όταν το επιστημονικό προσωπικό του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει το συμφέρον της δημόσιας υγείας[56].

Αν και αξίζει να εφαρμόσουμε το μοντέλο του Ινστιτούτου “Mario Negri” σε ευρύτερη κλίμακα, παραμένει το ζήτημα της επιλογής των φαρμάκων στα οποία θα επικεντρωθεί η έρευνα, καθώς και της διαμόρφωσης της τελικής τους τιμής από τις εταιρίες. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω υπάρχουν ορισμένες προτάσεις που κυκλοφορούν εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία, με στόχο αφενός να κατευθυνθεί η έρευνα και ανάπτυξη φαρμάκων στα προϊόντα που ανταποκρίνονται σε πραγματικές ιατρικές ανάγκες, αντί σε εκείνα που απλώς ενισχύουν τα εταιρικά κέρδη· αφετέρου να πηγάζουν τα έσοδα των εταιριών πρωτίστως από την θεραπευτική αξία των φαρμάκων κι όχι τόσο από τις τιμές τους. Ο γερουσιαστής των ΗΠΑ Bernie Sanders σύστησε νομοθετικά και αναθεώρησε τον «Ειδικό Λογαρισμών Βραβείων Ιατρικής Καινοτομίας», με στόχο την αποσύνδεση των κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη φαρμακευτικών εφαρμογών από τις υψηλές τιμές των φαρμάκων μέσω βραβείων που ενισχύουν την καινοτομία. «Τα παρεχόμενα κίνητρα μπορούν να συντείνουν σε σημαντικούς στόχους όπως προϊόντα που […] αντιμετωπίζουν τις ερευνητικές προτεραιότητες από τη σκοπιά της εξυπηρέτησης της υγείας[57]».

Υπάρχει, περαιτέρω, και η «θεωρία της δήμευσης» (“sequestration thesis”) που έχει διατυπωθεί από τον Arthur Schafer, Διευθυντή του «Κέντρου για την Επαγγελματική Δεοντολογία και τις Εφαρμογές της» στο Πανεπιστήμιο της Manitoba[58].  Σύμφωνα με την παραπάνω πρόταση, ένας δημόσιος οργανισμός όπως τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health) ή το αντίστοιχό του σε άλλα κράτη, θα οργάνωνε και θα διαχειριζόταν τις κλινικές έρευνες και τα δεδομένα που παράγονταν από αυτές, αντλώντας την χρηματοδότησή του από την φορολόγηση των φαρμακευτικών εταιριών και/ ή τα συνολικά φορολογικά έσοδα[59]. «Οι φαρμακευτικές εταιρίες δεν θα πλήρωναν πλέον άμεσα τους επιστήμονες για να αξιολογήσουν τα προϊόντα τους· αντιθέτως,  οι επιστήμονες θα εργάζονταν για λογαριασμό του ελεγκτικού οργανισμού».[60] Ο Dean Baker, συνιδρυτής του «Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας» της Ουάσινγκτον, προχωράει ακόμη περισσότερο υποστηρίζοντας ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο όλες οι κλινικές έρευνες θα χρηματοδοτούνται από το δημόσιο, με το κόστος τους στις ΗΠΑ να καλύπτεται μέσω των χαμηλότερων τιμών για τα φάρμακα που υπάγονται στο πρόγραμμα Medicare και σε άλλα δημόσια προγράμματα πρόνοιας*.[61]

[*Σ.τ.Μ: Αναφέρεται σε δημόσια προγράμματα πρόνοιας, μέσω των οποίων το κράτος αναλαμβάνει την κάλυψη μέρους της φαρμακευτικής δαπάνης για συγκεκριμένα φάρμακα. Η πρόταση του Dean Baker σημαίνει την προνομιακή ένταξη των φαρμάκων που θα παράγονται στις ΗΠΑ από δημόσια έρευνα στα παραπάνω προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας].

Ορισμένα εθνικά συστήματα υγείας έχουν σημειώσει σχετική επιτυχία στον έλεγχο των συνολικών φαρμακευτικών δαπανών μέσω ποικίλων μηχανισμών. Ο Καναδάς έχει θεσπίσει ένα ανώτατο όριο για την τιμή εισαγωγής στην αγορά νέων φαρμάκων στα οποία αναγνωρίζεται πατέντα.[62] Κατ’ αποτέλεσμα, οι τιμές των επώνυμων φαρμάκων είναι, κατά μέσο όρο, περίπου 50% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές στις ΗΠΑ.[63] Παρόλα αυτά, η τιμή αναφοράς που χρησιμοποιεί ο Καναδάς για την τιμολόγηση των φαρμάκων είναι ο μέσος όρος της τιμής τους σε 7 άλλες χώρες, μεταξύ των οποίες ορισμένες από τι πιο ακριβές στον κόσμο· αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι φαρμακευτικές δαπάνες στον Καναδά αντιστοιχούν σε 713$ κατά κεφαλήν, ποσό που κατατάσσει τον Καναδά στην 4η θέση των χωρών που ξοδεύουν περισσότερα για φάρμακα[64]. Η Αυστραλία, με το «Πρόγραμμα Φαρμακευτικής Πρόνοιας», που καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού, διαπραγματεύεται τις τιμές των φαρμάκων σε εθνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, η Αυστραλία επιτυγχάνει τιμές για επώνυμα φάρμακα που είναι 9-10% χαμηλότερες από αυτές του Καναδά[65]. Η Νέα Ζηλανδία είναι ακόμη πιο επιθετική καθώς χρησιμοποιεί το σύστημα της κατάθεσης ανταγωνιστικών προσφορών για την εισαγωγή των γενοσήμων, ενώ τιμολογεί τα επώνυμα φάρμακα με ένα σύστημα τιμών αναφοράς. Με το σύστημα τιμολόγησης βάσει τιμών αναφοράς ομαδοποιούνται σε μια κατηγορία όλα τα φάρμακα που έχουν ισοδύναμο θεραπευτικό αποτέλεσμα για ένα ορισμένο πρόβλημα υγείας και έπειτα η κυβέρνηση πληρώνει για τον ασφαλισμένο μόνο το φθηνότερο φάρμακο της κατηγορίας. Μέσω των δύο αυτών τεχνικών και μερικών ακόμη μέτρων, η Νέα Ζηλανδία πλήρωσε το 2012 μόλις 777 εκατομμύρια NZ$, αντί να δαπανήσει 2.34 δισεκατομμύρια, όπως αναμενόταν, βάσει του ρυθμού αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε η χώρα κατά το 2000[66].

Ωστόσο, παρά τις όποιες επιτυχίες στον περιορισμό των συνολικών δαπανών, καμία αναπτυγμένη χώρα δεν έχει δείξει πρόθυμη να ανφισβητήσει το υπάρχον καθεστώς προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο παραχωρεί μονοπώλια για πάνω από 20 χρόνια και αποκλείει από την αγορά τα πιο φθηνά γενόσημα φάρμακα. Όλα τα συστήματα εποπτείας της αγοράς φαρμάκων χρηματοδοτούνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό μέσω ανταποδοτικών τελών, με αποτέλεσμα να υποθάλπεται έτσι ένα σύστημα που καθιστά τις εποπτικές αρχές ευεπηρέαστες απένταντι στις ανάγκες της φαρμακοβιομηχανίας για ταχεία έγκριση νέων προϊόντων. Εν τέλει, η διεξαγωγή των κλινικών μελετών παραμένει σε όλο τον κόσμο υπό τον έλεγχο των φαρμακευτικών εταιριών. Η προώθηση των φαρμάκων τόσο στους επαγγελματίες υγείας όσο και στους καταναλωτές είναι – ακόμη και σε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία – ζήτημα ανεπαρκώς ρυθισμένο, με αποτέλεσμα η γνώση τόσο αυτών που συνταγογραφούν τα φάρμακα όσο και των ασθενών να παραμένει περιορισμένη.

Οι φαρμακευτικές εταιρίες είναι εξαιρετικά ισχυρές λόγω του πλούτου τους. Συγκεντρώνουν τόση δύναμη με την ενεργό σύμπραξη των ρυθμιστικών αρχών και των κυβερνήσεων που εποπτέουν τις αρχές αυτές. Η εισαγωγή ενός συστήματος χρηματοδότησης μέσω ανταποδοτικών τελών σήμανε ότι -για οργανισμούς όπως ο FDA-προτεραιότητα έχουν πλέον οι αξίες της ελεύθερης αγοράς και όχι η δημόσια υγεία. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου, τα φάρμακα εγκρίνονται πλέον με όλο και λιγότερα αποδεικτικά στοιχεία και  το αποτέλεσμα είναι κακής ποιότητας θεραπευτικές αγωγές και περισσότερα προβλήματα ασφάλειας των φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αγορά. Η εντατικοποίηση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας μέσω διεθνών και διμερών εμπορικών συμφωνιών προστατεύει τα εταιρικά κέρδη, αλλά σημαίνει ότι περιορίζεται σε παγκόσμια κλίματα η πρόσβαση σε απαραίτητα φάρμακα, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Στην τελική, η φαρμακοβιομηχανία μπορεί να χειραγωγεί τη γνώση σχετικά με την αξία των φαρμακευτικών προϊόντων βλάπτοντας όχι μόνο την γνώση των ιατρών, αλλά –το σημαντικότερο- βλάπτοντας την υγεία των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή που η φαρμακοβιομηχανία αναπτύσσει νέες μεθόδους για να αντιμετωπίσει την εσωτερική της κρίση, μια κρίση που είναι εγγενής στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής φαρμάκων, υπάρχουν και σοβαρές προτάσεις για το πώς να κάμψουμε την ισχύ της και να διασφαλίσουμε ότι τα φάρμακα αναπτύσσονται και τιμολογούνται κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες της υγείας κι όχι απλώς στην ανάγκη για μεγαλύτερα κέρδη.


*O Joel Lexchin διδάσκει πολιτικές για την υγεία στο Πανεπιστήμιο του York και είναι γιατρός επειγόντων περιστατικών στην ιατρική – ερευνητική οργάνωση “University Health Care” στο Toronto. Το παρόν άρθρο αποτελεί διασκευή αποσπάσματος από το βιβλίο “Η Ιατρική Περίθαλψη στο χειρουργικό κρεβάτι: Υπερβαίνοντας τον Καπιταλισμό για το καλό της Υγείας μας» του Howard Waitzkin, που είναι διαθέσιμο από τις εκδόσεις του Monthly Review.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] Harriet Washington, Deadly Monopolies(New York: Anchor, 2011); Richard Anderson, “Pharmaceutical Industry Gets High on Fat Profits,” BBC News, November 6, 2014.

Donald W. Light and Joel Lexchin, “Foreign Free Riders and the High Price of US Medicines,” BMJ331 (2005): 958–60.

[3] Prescrire Editorial Staff, “New Drugs and Indications in 2014,” Prescrire International24 (2015): 107–10.

[4] Joseph A. DiMasi, Henry G. Grabowski, and Ronald W. Hansen, “Innovation in the Pharmaceutical Industry: New Estimates of R&D costs,” Journal of Health Economics47 (2016): 20–33.

[5] Donald W. Light and Rebecca N. Warburton, “Extraordinary Claims Require Extraordinary Evidence,” Journal of Health Economics24 (2005): 1030–33.

[6] Stanley Finkelstein and Peter Temin, Reasonable Rx: Solving the Drug Price Crisis(Upper Saddle River, NJ: FT, 2008).

[7] Greg Miller, “Is Pharma Running Out of Brainy Ideas?” Science329 (2010): 502–04; David Holmes, “Skies Darken Over Drug Companies,” Lancet 379 (2012): 1863–64.

[8] Pedro Cuatrecasas, “Drug Discovery in Jeopardy,” Journal of Clinical Investigation 116 (2006): 2837–42.

[9] Belen Pedrique, Nathalie Strub-Wourgaft, Claudette Some, Piero Olliaro, Patrice Trouiller, Nathan Ford, Bernard Pécoul, and Jean-Hervé Bradol, “The Drug and Vaccine Landscape for Neglected Diseases (2000–11): A Systematic Assessment,” Lancet Global Health 1 (2013): e371–79.

[10] Daniel M. Hartung, Dennis N. Bourdette, Sharia M. Ahmed, and Ruth H. Whitham, “The Cost of Multiple Sclerosis Drugs in the US and the Pharmaceutical Industry,” Neurology 84 (2015): 2815–22.

[11] Andrew Pollack, “Doctors Denounce Cancer Drug Prices of $100,000 a Year,” New York Times, April 25, 2013.

Hank McKinnell, A Call to Action: Taking Back Healthcare for Future Generations(New York: McGraw Hill, 2005).

[13] World Health Organization, The World Medicines Situation(Geneva: WHO, 2004).

[14] Patricia McGettigan, Peter Roderick, Rushikesh Mahajan, Abhay Kadam, and Allyson M. Pollock, “Use of Fixed Dose Combination (FDC) Drugs in India: Central Regulatory Approval and Sales of FDCs Containing Non-Steroidal Anti-Inflammatory Drugs (NSAIDs), Metformin, or Psychotropic Drugs,” PLoS Medicine12 (2015): e1001826.

[15] Courtney Davis and John Abraham, Unhealthy Pharmaceutical Regulation: Innovation, Politics and Promissory Science(Hampshire, UK: Palgrave Macmillan, 2013).

[16] John Abraham, “Sociology of Pharmaceuticals Development and Regulation: A Realist Empirical Research Programme,” Sociology of Health & Illness 30 (2008): 869–85.

[17] Davis and Abraham, Unhealthy Pharmaceutical Regulation.

[18] James L. Zelenay, Jr. “The Prescription Drug User Fee Act: Is a Faster Food and Drug Administration Always a Better Food and Drug Administration?” Food and Drug Law Journal60 (2005): 261–338.

[19] John Abraham, Science, Politics and the Pharmaceutical Industry: Controversy and Bias in Drug Regulation(London: UCL Press, 1995).

[20] Daniel Carpenter, Evan James Zucker, and Jerry Avorn, “Drug-Review Deadlines and Safety Problems,” New England Journal of Medicine 358 (2008):1354–61.

[21] John Abraham and Graham Lewis, “Europeanization of Medicines Regulation,” in John Abraham and Helen Lawton Smith, eds., Regulation of the Pharmaceutical Industry(Hampshire, UK: Palgrave Macmillan, 2003), 42–81.

βλ. 21

[23] House of Commons, Health Committee, The Influence of the Pharmaceutical Industry: Fourth Report of Session 2004–05, vol. 1 (London: Stationery Office Limited, April 5, 2005).

[24] Joel Lexchin, “Pharmaceuticals, Patents and Politics: Canada and Bill C-22,” International Journal of Health Services 23 (1993): 147–60.

[25] Ameet Sarpatwari, Jerry Avorn, and Aaron S Kesselheim, “Progress and Hurdles for Follow-On Biologics,” New England Journal of Medicine 372 (2015): 2380–82.

[26] James Love, “TPP, Designed to Make Medicine More Expensive, Reforms More Difficult,” Medium, June 8, 2015, http://medium.com.

[27] Kazi Stastna, “Eli Lilly Files $500M NAFTA Suit Against Canada Over Drug Patents,” CBC News, September 13, 2013.

[28] Hazel Moir, Deborah H. Gleeson, Brigitte Tenni, and Ruth Lopert, Assessing the Impact of Alternative Patent Systems on the Cost of Health Care: The TPP and HIV Treatment in Vietnam (Sydney: Asia-Pacific Innovation Conference, 2014).

[29] Peter Drahos, “Expanding Intellectual Property’s Empire: The Role of FTAs,” International Centre for Trade and Sustainable Development, November 2003, http://ictsd.org.

[30] Jean O. Lanjouw and William Jack, “Trading Up: How Much Should Poor Countries Pay to Support Pharmaceutical Innovation?” CGD Brief 4 (2004): 1–7

[31] Campaign for Access to Essential Medicines, Untangling the Web of Antiretroviral Price Reductions(Geneva: Médecins Sans Frontières, 2010).

[32] Ellen ’t Hoen, “TRIPS, Pharmaceutical Patents, and Access to Essential Medicines: A Long Way from Seattle to Doha,” Chicago Journal of International Law 3 (2002): 27–48.

[33] Stephanie Rosenberg, “Comparative Chart of Pharmaceutical Patent and Data Provisions in the TRIPS Agreement, Free Trade Agreements Between Trans-Pacific FTA Negotiating Countries and the U.S., and the U.S. Proposal to the Trans-Pacific FTA,” Public Citizen, November 8, 2012, http://citizen.org.

[34] Youn Jung and Soonman Kwon, “The Effects of Intellectual Property Rights on Access to Medicines and Catastrophic Expenditure,” International Journal of Health Services 45 (2015): 507–29.

[35] Ellen ‘t Hoen, The Global Politics of Pharmaceutical Monopoly Power: Drug Patents, Access, Innovation and the Application of the WTO Doha Declaration on TRIPS and Public Health (Diemen: AMB, 2009).

[36] “’We Didn’t Make This Medicine for Indians…We Made It for Western Patients Who Can Afford It’: Pharmaceutical Chief Tries to Stop India Replicating Its Cancer Treatment,” Daily Mail, January 24, 2014.

[37] Writing Group for the Women’s Health Initiative Investigators, “Risks and Benefits of Estrogen Plus Progestin in Healthy Postmenopausal Women: Principal Results from the Women’s Health Initiative Randomized Controlled Trial,” JAMA 288 (2002): 321–33.

[38] Adam L. Hersh, Marcia L. Stefanick, and Randall S. Stafford, “National Use of Postmenopausal Hormone Therapy: Annual Trends and Response to Recent Evidence,” JAMA 291 (2004): 47–53.

[39] Marc-André Gagnon, The Nature of Capital in the Knowledge-Based Economy: The Case of the Global Pharmaceutical Industry (Toronto: York University Press, 2009).

[40] Antonio Nieto, Angel Mazon, Rafael Pamies, Juan J. Linana, Amparo Lanuza, Fernando Oliver Jiménez, Alejandra Medina-Hernandez, and Javier Nieto, “Adverse Effects of Inhaled Corticosteroids in Funded and Nonfunded Studies,” Archives of Internal Medicine 167 (2007): 2047–53.

[41] Joseph A DiMasi, “Success Rates for New Drugs Entering Clinical Testing in the United States,” Clinical Pharmacology & Therapeutics 58 (1995): 1–14; Bruce M. Psaty and Drummond Rennie, “Stopping Medical Research to Save Money: A Broken Pact with Researchers and Patients,” JAMA 289 (2003): 2128–31.

[42] “WMA Declaration of Helsinki: Ethical Principles For Medical Research Involving Human Subjects,” World Medical Association, March 29, 2017.

[43] βλ. 42.

[44] Bruce M. Psaty and Richard A. Kronmal, “Reporting Mortality Findings in Trials of Rofecoxib for Alzheimer Disease or Cognitive Impairment: A Case Study Based on Documents from Rofecoxib Litigation,” JAMA 299 (2008): 1813–17.

[45] Peter Lurie and Sidney M. Wofle, “Misleading Data Analyses in Salmeterol (SMART) Study,” The Lancet 366 (2005): 1261–62.

[46] James M. Wright, Thomas L. Perry, Kenneth L. Bassett, and G. Keith Chambers, “Reporting of 6-Month vs 12-Month Data in a Clinical Trial of Celecoxib,” JAMA 286 (2001):2398–99.

[47] Natasha Singer, “Medical Papers by Ghostwriters Pushed Therapy,” New York Times, August 5, 2009.

[48] Eric H. Turner, Annette M. Matthews, Efthia Linardatos, Robert A. Tell, and Robert Rosenthal, “Selective Publication of Antidepressant Trials and Its Influence on Apparent Efficacy,” New England Journal of Medicine 358 (2008): 252–60.

[49] Dirk Eyding, Monika Lelgemann, Ulrich Grouven, Martin Härter, Mandy Kromp, Thomas Kaiser, Michaela F. Kerekes, Martin Gerken, and Beate Wiseeler, “Reboxetine for Acute Treatment of Major Depression: Systematic Review and Meta-Analysis of Published and Unpublished Placebo and Selective Serotonin Reuptake Inhibitor Controlled Trials,” BMJ 341 (2010): e4737.

[50] Jon Jureidini, Leeman B. McHenry, and Peter R Mansfield, “Clinical Trials and Drug Promotion: Selective Reporting of Study 329,” International Journal of Risk & Safety in Medicine 20 (2008): 73–81.

 [51] Martin B. Keller, Neal D. Ryan, Michael Strober et al., “Efficacy of Paroxetine in the Treatment of Adolescent Major Depression: A Randomized, Controlled Trial,” Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry 40 (2001): 762–72.

[52] S. Swaroop Vedula, Lisa Bero, Roberta W Scherer, and Kay Dickersin, “Outcome Reporting in Industry-Sponsored Trials of Gabapentin for Off-Label Use,” New England Journal of Medicine 361 (2009): 1963–71.

[53] Sergio Sismondo, “‘You’re Not Just a Paid Monkey Reading Slides’: How Key Opinion Leaders Explain and Justify Their Work,” Edmund J. Safra Working Papers, Harvard University, No. 26 (2013).

[54] John W. Norton, “Is Academic Medicine for Sale?” New England Journal of Medicine 343 (2000): 508.

[55] Alan Maynard, personal communication with the author, 2001.

[56] Donald W. Light and Antonio F. Maturo, Good Pharma: The Public-Health Model of the Mario Negri Institute (New York: Palgrave Macmillan, 2015).

[57] James Love, What’s Wrong with Current System of Funding R&D, and What Are Ideas for Reforms? (Washington, D.C.: Knowledge Ecology International, 2015).

[58] Arthur Schafer, “Biomedical Conflicts of Interest: A Defence of the Sequestration Thesis—Learning From the Cases of Nancy Olivieri and David Healy,” Journal of Medical Ethics 30 (2004): 8–24.

[59] Tracy R. Lewis, Jerome H. Reichman, and Anthony Deh-Chuen So, “The Case for Public Funding and Public Oversight of Clinical Trials,” Economists’ Voice 4 (2007): 1–4; Marcia Angell, The Truth About the Drug Companies: How They Deceive Us and What to Do About It (New York: Random House, 2004).

[60] Lewis, Reichman, and So, “The Case for Public Funding and Public Oversight of Clinical Trials.”

[61] Dean Baker, “The Benefits and Savings from Publicly Funded Clinical Trials of Prescription Drugs,” International Journal of Health Services 38 (2008): 731–50.

[62] Patented Medicine Prices Review Board, Annual Report 2016 (Ottawa: PMRPB, 2017), http://pmprb-cepmb.gc.ca.

[63] Patented Medicine Prices Review Board, Annual Report 2012 (Ottawa: PMPRB, 2013).

[64] Organization for Economic Co-operation and Development, Health at a Glance 2015: OECD Indicators (Paris: OECD, 2015).

[65] Productivity Commission, 2003, Evaluation of the Pharmaceutical Industry Investment Program, Research Report (Canberra: AusInfo, 2003)

[66] Pharmaceutical Management Agency, Annual Review 2012 (Wellington: PHARMAC, 2013), http://pharmac.govt.nz.

Ιντλίμπ

Πούτιν και Ερντογάν κατέληξαν σε μια καλή συμφωνία για την Ιντλίμπ

Το παρακάτω άρθρο του E. J. Magnier, αν και γραμμένο από εμφανώς φιλο-ρωσική σκοπιά δίνει μια ιδιαίτερη οπτική στη φαινομενικά περίεργη συμφωνία Ρωσίας – Τουρκίας για την πόλη Ιντλίμπ, η οποία έδινε χρόνο στους τζιχαντιστές. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι το κρίσιμο στη συγκεκριμένη απόφαση είναι η πάση θυσία αποφυγή κάθε προσχήματος για μια νέα αμερικανική επέμβαση στη Συρία.

Έντονος προβληματισμός εκφράζεται για την μοίρα της πόλης Ιντλίμπ αφότου οι πρόεδροι Βλαντιμίρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατέληξαν σε μια συμφωνία που οδήγησε σε αναστολή της πολυαναμενόμενης στρατιωτικής επιχείρησης κατά των τζιχαντιστών και των συμμάχων τους. Λίγες μόνο λεπτομέρειες της συμφωνίας έχουν αποκαλυφθεί, ήταν όμως αρκετές για να γεννήσουν αμφιβολίες τόσο για την εγκυρότητά της όσο και για την βιωσιμότητά της. Σε κάθε περίπτωση, αισιοδοξία διαποτίζει την ρωσική, ιρανική και τουρκική πλευρά – ενώ οι τζιχαντιστές στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της δεν αντιμετωπίζουν πλέον το ενδεχόμενο της ένοπλης σύρραξης ως αναπόφευκτο. Η βασική διαφορά, μετά την συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν, έγκειται στο ότι η Τουρκία ούτε θα έχει πλέον τέτοια στρατιωτική παρουσία, ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τους τζιχαντιστές, ούτε θα εκμεταλλεύεται ο Ερντογάν ως πλεονέκτημα τις αναταράξεις που προκαλεί στην Ευρώπη, όταν απειλεί με μια βιβλικού τύπου «Έξοδο εκατομμυρίων προσφύγων» προς τη Γηραιά Ήπειρο, προκειμένου να αποφύγει την στρατιωτική σύγκρουση για την Ιντλίμπ.

Αυτό που δεν έχει γίνει τόσο ξεκάθαρο από τις δημοσιοποιημένες πληροφορίες είναι το γεγονός ότι αμφότεροι Ερντογάν και Πούτιν συνεισέφεραν στην αποκλιμάκωση της έντασης για το θέμα της Ιντλίμπ -μιαν ένταση την οποία οι ίδιοι είχαν κλιμακώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών- και κατέληξαν σε μια προσήκουσα και ικανοποιητική συμβιβαστική λύση.

Πριν την συμφωνία για την Ιντλίμπ, ο Πούτιν είχε δεσμευθεί για την εκκαθάριση της πόλης και των περιχώρων της από τζιχαντιστές και είχε στηρίξει την ρητορική του Σύρου Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, που δήλωνε ότι: «και η τελευταία σπιθαμή της Συρίας θα απευλευθερωθεί». Ο συριακός στρατός είχε συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών εντός της περιοχής των 4.000 τ.χλμ. στα βόρεια σύνορα που έχει καταληφθεί από την Τουρκία, τους πολεμικούς της «αντιπροσώπους» και άλλες τζιχαντιστικές ομάδες. Η παραπάνω ενέργεια πυροδότησε την έντονη αντίδραση των ΗΠΑ, οι δυνάμεις των οποίων έχουν καταλάβει περιοχές στην βορειοανατολική (al-Hasaka) και ανατολική (al-Tanf) Συρία.

Εάν δεν είχε συναφθεί η συμφωνία, η προοπτική απελευθέρωσης της Ιντλίμπ –που θα σήμαινε την εξάλειψη κάθε στρατιωτικής κατοχής του ISIS στην ανατολική Μεσόγειο- θα ακύρωνε κάθε πρόσχημα για την παραμονή των αμερικανικών δυνάμεων και την διατήρηση κατεχόμενων περιοχών στην Συρία. Μια τέτοια εξέλιξη θα ανάγκαζε την Ουάσινγκτον να «ξηλώσει» τις τρεις μεγαλύτερες βάσεις της (από τις περίπου 12 που διαθέτει συνολικά) καθώς και τα αεροδρόμια που είχε εγκαταστήσει στη Συρία κατά την περίοδο που αμφισβητούνταν η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ. Η αμφισβήτηση αυτή είχε ωθήσει τις ΗΠΑ στο να αναζητήσουν Ευρωπαίους συμμάχους και να καταστρώσουν από κοινού ένα σχέδιο για να πλήξουν το συριακό στρατό, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις φαινομενικές «χημικές επιθέσεις» του Άσαντ, και για να θέσουν ένα τέρμα στις ροές των προσφύγων προς την Γηραιά Ήπειρο. Προκειμένου να απαντήσουν στους μεγαλύτερους ελιγμούς που έχει κάνει ο ρωσικός στρατός μέχρι σήμερα κατά μήκος των ακτών της Συρίας, οι ΗΠΑ συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στη Μεσόγειο.

Η Ρωσία και το Ιράν αντιλαμβάνονταν ότι οι ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να βρουν – ή ακόμα και να κατασκευάσουν – οποιοδήποτε πρόσχημα προκειμένου να χτυπήσουν το συριακό στρατό. Εάν η Ρωσία δεν προσέτρεχε προς υπεράσπιση του Σύρου συμμάχου της, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εξευτελισμό για τον Πούτιν. Η Μόσχα θα «ξέμενε» με μια πολύ αδύναμη χώρα, με τον τίτλο της υπερδύναμης που κατέχει -ο οποίος θα σχετιζόταν με τον αριθμό των πυρηνικών όπλων που διαθέτει και θα περιοριζόταν σε αυτόν-, και με το ειδικό βάρος που έχει ο ρόλος της στον ΟΗΕ, αλλά θα εμφανιζόταν προφανώς ανήμπορη να προστατεύσει τους συμμάχους της. Στην περίπτωση που η Ρωσία απαντούσε με αντίποινα σε μια αμερικανική επίθεση στη Συρία, το πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν πέρα από κάθε φαντασία.

Για τον Ερντογάν, ο πόλεμος στην Ιντλίμπ θα σήμαινε την απώλεια της θέσης του ως ηγέτη του ισλαμικού κόσμου. Θα ακολουθούσε το δρόμο της Σαουδικής Αραβίας προς την ατίμωση· η Σαουδική Αραβία, πάλαι ποτέ ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου, απώλεσε το ρόλο αυτό εξαιτίας της ανοιχτής ευθυγράμμισής της με τις πολιτικές των ΗΠΑ και του Ισραήλ για τη Μέση Ανατολή και για το Παλαιστινιακό ζήτημα ειδικότερα. Στο ενδεχόμενο απελευθέρωσης της Ιντλίμπ από τις συριακές και ρωσικές δυνάμεις, οι «στρατιωτικοί αντιπρόσωποι» του Ερντογάν θα έμεναν απροστάτευτοι και το κύρος του στο εσωτερικό της Τουρκίας θα υπονομευόταν.

Όμως η Ρωσία και η Τουρκία μοιράζονται θεμελιώδη στρατηγικά συμφέροντα, ίσως περισσότερα κι από αυτά που συνδέουν Ρωσία και Ιράν. Επιπροσθέτως, ο Πούτιν δημιουργεί μία ρωγμή εντός του ΝΑΤΟ επιτυγχάνοντας μια εμπορική, στρατιωτική και στρατηγική συμμαχία με ένα τόσο σημαντικό κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, την Τουρκία.

Όλοι όσοι υπέγραψαν τη συμφωνία, συμπεριλαμβανομένου και του Ιράν (που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επιτυχή έκβαση), έχουν πολλά να χάσουν και λίγα να κερδίσουν στην περίπτωση μιας ένοπλης σύγκρουσης για την Ιντλίμπ. Οι μόνοι που θα κέρδιζαν από μια σύγκρουση θα ήταν οι τζιχαντιστές. Η συμφωνία Πούτιν-Ερντογάν επιβάλλει την δημιουργία μιας αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης 15-20 χιλιομέτρων, που θα βρίσκεται υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των τζιχαντιστών. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν ένοπλοι τζιχανιστές της αλ-Νούσρα στην αγροτική ανατολική Ιντλίμπ, στην αγροτική Χάμα και στην πεδιάδα της Σαλ–αλ-Γκαμπ. Όλα τα οχυρωματικά έργα θα πρέπει να απομακρυνθούν, όλος ο βαρύς οπλισμός να «ξηλωθεί», ενώ δεν θα επιτρέπονται επιθέσεις εναντίον θέσεων του συριακού στρατού.

Η Τουρκία δεν θα μπορέσει σε καμία περίπτωση να εφαρμόσει πλήρως την συμφωνία μέχρι τις 10 Οκτωβρίου ή τις 15 Νοεμβρίου ή ακόμη και μέχρι τις 15 Ιανουαρίου. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα πρέπει να αρχίσει να εφαρμόζει ό,τι είναι καταρχήν εφικτό, προκειμένου να επιβάλλει τον έλεγχό της στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια: είτε οι τζιχαντιστές θα επαναξιολογήσουν τις επιλογές τους και θα αποφασίσουν να επιτεθούν στην Τουρκία, είτε θα συγχωνευθούν με τουρκικές παραστρατιωτικές ομάδες και θα επιτρέψουν στους ξένους μαχητές να αποχωρήσουν.

Η πρώτη επιλογή είναι αυτοκτονική, καθώς θα βρουν απέναντί τους το συριακό, τον τουρκικό και το ρωσικό στρατό, και πάνω από όλα τις δεκάδες χιλιάδες των «ανταρτών» που έχουν αναλάβει ρόλο στρατιωτικού αντιπροσώπου της Τουρκίας στην περιοχή. Οι τζιχαντιστές θα μπορούσαν να βασιστούν στον Αλλάχ και να αρχίσουν μια μάχη εντός της περιοχής των 4.000 τ.χλμ., χωρίς καμιά προοπτική για το μέλλον, με αποτέλεσμα να πεθάνουν μαχόμενοι. Μια τέτοια εξέλιξη είναι σε μεγάλο βαθμό απίθανη, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο μικρές τζιχαντιστικές ομάδες να απορρίψουν την συμφωνία, πυροδοτώντας εσωτερική διαμάχη στην Ιντλίμπ και τα περίχωρά της.

Εντωμεταξύ, οι σύμμαχοι της Συρίας έχουν ενισχύσει τις θέσεις τους μέσα στο Χαλέπι με μεγάλο αριθμό στρατιωτικών μονάδων ειδικών δυνάμεων. Η παραπάνω κίνηση έρχεται ως αντίδραση σε πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών που αποκάλυψαν σχέδια των τζιχαντιστών να επιτεθούν στην κατοικημένη περιοχή “apartments 3000 project”[1], σε περίπτωση αποτυχίας της συμφωνίας.

Η Ρωσία δεν επιθυμεί ένα νέο πόλεμο στη Συρία, αλλά τον τερματισμό του πολέμου που μετράει ήδη 7 χρόνια. Κατά συνέπεια, θα ήταν μάλλον αδιανόητο να ξεκινήσει η Ρωσία μια επίθεση στην Ιντλίμπ την ίδια στιγμή που πλήθος στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ και της ΕΕ βρίσκονται παρούσες και σε επιφυλακή στην περιοχή, με μερικές εξ αυτών να πραγματοποιούν ήδη στρατιωτικούς ελιγμούς στην Μεσόγειο, αρκετά έτοιμες να βομβαρδίσουν τον συριακό στρατό. Η συμφωνία για την Ιντλίμπ προσφέρει στον Πούτιν και τον Ερντογάν τη δυνατότητα να απεγκλωβιστούν από τη δύσκολη θέση τους και θα αναστατώσει τα σχέδια των ΗΠΑ για παράταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Εφόσον η Τουρκία δεν περιοριστεί μόνο στις καλές προθέσεις, αλλά προχωρήσει σε αυστηρή εφαρμογή μερικών έστω από τους όρους της συμφωνίας για την Ιντλίμπ, θα υπάρχει πάντα η δυνατότητα της επέκτασής της. Ένα πράγμα είναι βέβαιο αυτή τη στιγμή· η Τουρκία θα επιβάλλει τον έλεγχό της στην πόλη της Ιντλίμπ και τα περίχωρά της. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο πρόεδρος Άσαντ προς το παρόν – τουλάχιστον μέχρις ότου οι ΗΠΑ να δώσουν οριστικό τέλος στα πολεμικά τους σχέδια.

Πηγή: ejmagnier.com

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

[1] ΣτΜ – «Apartments 3000 project”:  Οικιστική ζώνη στο Χαλέπι, όπου κτίστηκαν 3.000 διαμερίσματα με κρατική πρωτοβουλία –στα πρότυπα των δικών μας «εργατικών κατοικιών». Υπήρξε πεδίο εκτεταμμένων ένοπλων συγκρούσεων στη μάχη για την απελευθέρωση της πόλης από το συριακό στρατό.

Σαμίρ Αμίν 1931 - 2018

Σαμίρ Αμίν: Μια μικρή εισαγωγή και φόρος τιμής

Ο Σαμίρ Αμίν γεννήθηκε στο Κάιρο το 1931 και σπούδασε στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα της Αιγύπτου (Lycée Français du Caire). Συνέχισε την ανώτατη εκπαίδευσή του στο Παρίσι στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών (“Sciences Po”) από όπου έλαβε το δίπλωμά του το 1952. Ακολούθησε το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών, όπου απέκτησε τον διδακτορικό του τίτλο στην Πολιτική Οικονομία το 1957. Εργάστηκε στο Γραφείο Σχεδιασμού της Αιγύπτου από το 1957 έως το 1960, έως ότου οι διωγμοί των κομμουνιστών από το καθεστώς Νάσερ τον ανάγκασαν να φύγει. Από το 1960 έως το 1963 ήταν υπάλληλος στο Υπουργείο Συντονισμού του νεοσύστατου Μάλι. Αφού έγινε καθηγητής στη Γαλλία το 1966, επέλεξε να διδάξει στο Παρίσι (Βενσέν) και στο Ντακάρ της Σενεγάλης. Η έδρα του επί σαράντα χρόνια είναι το Ντακάρ, όπου υπηρέτησε δέκα χρόνια ως διευθυντής του Αφρικανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης και Σχεδιασμού των Ηνωμένων Εθνών και από το 1980 διευθύνει το Αφρικανικό Γραφείο του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου. Είναι πρόεδρος του Παγκόσμιου Εναλλακτικού Φόρουμ[i].

Κατά την άποψή μου, το ευρύ έργο του Αμίν συνοψίζεται στη διπλή σημασία του «Ο νόμος της Αξίας και ο Ιστορικός Υλισμός», τίτλος ενός από τα βιβλία του που επανεκδόθηκε αργότερα ως «Ο νόμος της Παγκόσμιας Αξίας». Η πνευματική εργασία του Μαρξ, όπως σημειώνει, φαίνεται να χωρίζεται στα γραπτά για τα οικονομικά και στα γραπτά για την πολιτική.

Αυτή η φαινομενική αντιπαράθεση δύο ανεξάρτητων πεδίων οδήγησε σε μια ορισμένη ερμηνεία του μαρξισμού, η οποία βρίσκεται όχι μόνο στα βασικά εγχειρίδια και στα εκλαϊκευτικά φυλλάδια αλλά διαπερνά και τις κυρίαρχες τάσεις του μαρξισμού. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία υπάρχει, αφενός, μια σωστή οικονομική επιστήμη, η μαρξιστική πολιτική οικονομία. Από την άλλη μεριά, ο μαρξισμός υποτίθεται ότι είναι μια επιστήμη των κοινωνιών, ο ιστορικός υλισμός. Βάση της είναι η θεμελιώδης πρόταση ότι η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Αυτά τα δύο «κεφάλαια» του μαρξισμού, θεωρούνται συμπληρωματικά. Η ενότητά τους προέρχεται από τη μέθοδο που εμπνέει και τα δύο[ii].

Για τον Αμίν, αυτή η βασική διαίρεση της μαρξιστικής θεωρίας δεν πρέπει να αμφισβητηθεί. Παρόλα αυτά, επιμένει ότι οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού, που συνοψίζονται από τον νόμο της αξίας, «υποτάσσονται στους νόμους του ιστορικού υλισμού»[iii]. Η οικονομική επιστήμη, ενώ είναι απαραίτητη, δεν μπορεί να εξηγήσει στο υψηλότερο δυνατό αφαιρετικό επίπεδο, όπως κάνουν οι μαθηματικές εξισώσεις, την πλήρη πραγματικότητα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού – καθώς δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την ιστορική προέλευση του καπιταλιστικού συστήματος ούτε τη φύση της ταξικής πάλης. Ούτε μπορεί να παρουσιάσει με αυστηρά καθοριστική μορφή τη σύγχρονη ιστορική εκδήλωση του νόμου της αξίας, που εκφράζεται ως θεωρία της «παγκοσμιοποιημένης αξίας», και η οποία απαιτεί το συνυπολογισμό παραγόντων, όπως η μονοπωλιακή εξουσία και η άνιση ανταλλαγή[iv]. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να δούμε τις σχέσεις της αξίας ως ιστορικά «μετασχηματιζόμενες», με τρόπους λιγότερο καθοριστικούς από ό,τι συμβαίνει στα αφηρημένα μοντέλα που βασίζονται σε μια ελεύθερα ανταγωνιστική οικονομία, τα οποία όμως εξακολουθούν να είναι αντικείμενο μιας ουσιαστικής πολιτικής-οικονομικής ανάλυσης.

Το έργο του Σαμίρ Αμίν επιχειρεί να διερευνήσει τα ευρύτερα φαινόμενα που αναλύονται από τον ιστορικό υλισμό και πώς αυτά άλλαξαν και αναμόρφωσαν τον νόμο της αξίας στον καπιταλισμό, καθώς μεταμορφώθηκε στο μονοπωλιακό του στάδιο και αργότερα στη σημερινή του φάση που κυριαρχείται από «γενικευμένα, χρηματιστηριοποιημένα και παγκοσμιοποιημένα ολιγοπώλια» της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία)[v]. Είναι η υπεροχή του ιστορικού υλισμού πάνω στον νόμο της αξίας που μπορεί να συλλάβει επίσης την επαναστατική κοινωνική απάντηση των λαϊκών τάξεων στον καπιταλισμό, η οποία προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις του ταξικού και του εθνικού[vi].

Στην ανάλυση του Σαμίρ Αμίν, ο νόμος της αξίας και ο ιστορικός υλισμός δεν έχουν ισάξια ισχύ – μόνο και μόνο επειδή ο πρώτος δεν προσφέρει στον κόσμο καμία διέξοδο, ενώ ο τελευταίος το κάνει. Ωστόσο, είναι αδύνατη μια ουσιαστική κριτική κατανόηση του καπιταλισμού χωρίς κάποια κατανόηση του πώς ο νόμος της αξίας μετασχηματίστηκε κάτω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό.

Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας

Με τα δικά του λόγια, η ανάλυση του Αμίν σχετικά με την «ιστορία του καπιταλισμού συμπίπτει με τα συμπεράσματα που οι Μπάραν, Σουήζυ και Μάγκντοφ (και μετά από αυτούς, η ομάδα του Monthly Review) έχουν αντλήσει από την προηγούμενη ανάλυσή τους του μονοπωλιακού καπιταλισμού»[vii]. Αυτά περιλαμβάνουν: (1) Την τάση του καπιταλισμού προς την υπερσυσσώρευση που σχετίζεται με το πρόβλημα της απορρόφησης του πλεονάσματος. (2) Τη στασιμότητα ως τον κανόνα και την ταχεία οικονομική ανάπτυξη ως την εξαίρεση στο πλαίσιο του αναπτυγμένου καπιταλισμού. (3) Την αναίρεση του ελεύθερου ανταγωνισμού μέσω της ανάπτυξης του μονοπωλιακού κεφαλαίου που ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα. (4) Την αντιμετώπιση της οικονομικής στασιμότητας εν μέρει μέσω της παραγωγής που συγκεντρώνεται στο κράτος[viii]. (5) Την αναγνώριση ότι η ταχεία ανάπτυξη του 1945-1975 ήταν κυρίως προϊόν των ιστορικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίες δεν μπορούσαν να διαρκέσουν. (6) Την εστίαση στην χρηματιστηριοποίηση, η οποία εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80 ως ένα νέο, ισχυρότερο αντίδοτο στη στασιμότητα, «αδιαχώριστο από τις απαιτήσεις επιβίωσης του ίδιου του συστήματος»[ix].

Αυτή η αντίληψη για την οικονομική ανάπτυξη επεκτείνεται στη σκέψη του Σαμίρ Αμίν μέσω της ενσωμάτωσης έξι επιπλέον θέσεων: (1) Την ύπαρξη δύο ιστορικών φάσεων στην ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού – του μονοπωλιακού καπιταλισμού που είχε υπάρξει μέχρι το 1971 και του παγκόσμιου μονοπωλιακού χρηματιστικού καπιταλισμού έκτοτε[x]. (2) Την ικανότητα προσαρμογής του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε δύο μεγάλες κρίσεις – του 1873-1945 και του 1971-σήμερα, μέσω της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης σε παγκόσμια κλίμακα, της χρηματιστικοποίησης και της «εμβάθυνσης της παγκοσμιοποίησης». (3) Τη διαμόρφωση σε παγκόσμιο επίπεδο «δύο μοντέλων συσσώρευσης», ενός αυτόκεντρου του Κέντρου, και ενός αποδιαρθρωμένου και προσανατολισμένου στο εξωτερικό, της Περιφέρειας. (4) Τη μετάβαση από την περίοδο της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης που περιέγραφε ο Λένιν, στην περίοδο της ηγεμονίας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και από εκεί στο συλλογικό ιμπεριαλισμό της τριάδας με ηγεμόνα τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του εικοστού αιώνα. (5) Τη διαίρεση μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας ως καθοριστική αντίθεση του συστήματος, η οποία αντανακλάται σε μια σειρά επαναστατικών κινημάτων στον τρίτο κόσμο. (6) «Τον μετασχηματισμό του νόμου της αξίας στο νόμο της παγκοσμιοποιημένης αξίας»[xi].

Η θεωρία της παγκόσμιας αξίας είναι η σημαντική συμβολή του Αμίν στην οικονομική θεωρία, την οποία μπορούμε να συνοψίσουμε ως ένα σύστημα άνισης ανταλλαγής / ιμπεριαλιστικής μίσθωσης που διχάζει τον παγκόσμιο Βορρά από τον παγκόσμιο Νότο. Σήμερα η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου εκδηλώνεται με την ανάπτυξη του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο είναι όλο και πιο ευκίνητο (με τη βοήθεια της τεχνολογίας), καθώς οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις γίνονται ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένες και χρηματιστικοποιούμενες. Εντούτοις, οι διαιρέσεις στο επίπεδο του εθνικού κράτους παραμένουν άθικτες, καθώς οι κυβερνήσεις προωθούν τα συμφέροντα των «εταιρειών τους» έναντι των άλλων χωρών, ενώ περιορίζουν την κινητικότητα της εργασίας[xii]. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα άνισης ανταλλαγής, στο οποίο η διαφορά στο μισθό της εργατικής δύναμης σε διαφορετικά έθνη, είναι μεγαλύτερη από τη διαφορά στην παραγωγικότητά τους. Αυτό δημιουργεί ένα σύστημα «ιμπεριαλιστικών ενοικίων» που συγκεντρώνονται στις παγκοσμιοποιημένες εταιρείες του Κέντρου – το οποίο, λιγότερο ευθέως, στους επίσημους οικονομικούς κύκλους αναφέρεται ως «παγκόσμιο αρμπιτράζ (σ.μτφ. πλεονέκτημα / επενδυτική ευκαιρία) εργασίας». (Μια ανάλογη διαδικασία συμβαίνει και με το φυσικό πλούτο που αντλείται από τον παγκόσμιο Νότο). Αυτό δείχνει την υπερεκμετάλλευση της εργασίας στην περιφέρεια, η οποία λαμβάνει μισθό μικρότερο από την αξία της εργατικής της δύναμης. Αυτή η κατάσταση κατέστη δυνατή και από την ύπαρξη ενός μαζικού παγκόσμιου εφεδρικού στρατού εργασίας που βρίσκεται κυρίως στην Περιφέρεια. Το γεγονός ότι η εργασία ανταμείβεται διαφορετικά στο Κέντρο από ό,τι στην Περιφέρεια και το γεγονός ότι αυτό σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αποτελεί την ουσία του ιμπεριαλιστικού συστήματος σήμερα. Η ύπαρξη χαμηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στο Βορρά και υψηλότερου ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στο Νότο, αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την ενότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης.

Ο ιστορικός υλισμός και η κριτική του “Απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα”

Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας σημαίνει, σύμφωνα με τον Αμίν, ότι υπάρχει ένα ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα, το οποίο καλύπτει τόσο τον Βορρά όσο και τον Νότο, και που επιβάλλεται από το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, υποστηριζόμενο από την τριάδα (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία). Ωστόσο, οι συνθήκες των ταξικών, εθνικών και ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων (καθώς και η πολιτική και ο πολιτισμός), αφορούν το μεγαλύτερο πεδίο του ιστορικού υλισμού. Αυτό το πεδίο δεν μπορεί να περιοριστεί στο νόμο της αξίας ακόμη και στην παγκοσμιοποιημένη του μορφή. Επιπλέον, ο ιστορικός υλισμός ασχολείται επίσης με την ανάλυση των προκαπιταλιστικών και των μετακαπιταλιστικών κοινωνιών για τις οποίες ο νόμος της αξίας δεν έχει άμεση σχέση.

Πράγματι, οι προσπάθειες να στενέψουμε τον ιμπεριαλισμό αποκλειστικά σε ό,τι εκλαμβάνουμε ως στενούς οικονομικούς νόμους ενός καθαρού καπιταλισμού (και της υποτιθέμενης πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης του μοντερνισμού), οδηγούν σε μοιραία λάθη. «Ο ίδιος ο όρος ιμπεριαλισμός», παρατηρεί ο Αμίν, έχει τεθεί σε απαγόρευση, καθώς έχει κριθεί «αντιεπιστημονικός». Απαιτούνται σημαντικές διαστρεβλώσεις για να αντικατασταθεί ο ιμπεριαλισμός με έναν πιο «αντικειμενικό» όρο, όπως «διεθνές κεφάλαιο» ή «διεθνικό κεφάλαιο». Λες και ο κόσμος διαμορφώθηκε αποκλειστικά από οικονομικούς νόμους, και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τεχνικές εκφράσεις για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Λες και το κράτος και η πολιτική, η διπλωματία και οι στρατοί έχουν εξαφανιστεί από τη σκηνή! Ο ιμπεριαλισμός είναι ακριβώς το αμάλγαμα των απαιτήσεων και των νόμων για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Είναι οι κοινωνικές, εθνικές και διεθνείς συμμαχίες που στηρίζουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Και είναι και οι πολιτικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από αυτές τις συμμαχίες[xiii].

Ο ευρωκεντρισμός είναι μια ιδεολογία που συγκροτήθηκε ακριβώς, λέει ο Αμίν, για να αρνηθεί την παγκόσμια διαίρεση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας προτείνοντας μια ενιαία γραμμή εξέλιξης του πολιτισμού: αυτής που περιγράφει τη νεωτερικότητα ως το ξεδίπλωμα των «φυσικών» καπιταλιστικών παρορμήσεων, και που κάνει την Ευρώπη, ως πρότυπο αυτών των χαρακτηριστικών και παρορμήσεων, τη μοναδική οικουμενική κουλτούρα. Αντίθετα, ο Αμίν προτείνει μια ιστορία του πολιτισμού, στην οποία τα τυχαία πλεονεκτήματα της «Δύσης», που προέρχονται από τη φεουδαρχία – μια ιδιαίτερα οπισθοδρομική μορφή του τρόπου παραγωγής που χαρακτήριζε όλους τους πρώιμους πολιτισμούς (κοινωνίες υποτελείς σε αφέντες/άρχοντες) – οδήγησαν στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, πρώτα σε αυτές τις κοινωνίες. Αυτό, στη συνέχεια δημιούργησε ένα παγκόσμιο ρήγμα, που γεννήθηκε από την επιθετική επέκταση του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας.

Η άνοδος του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα εδραίωσε ένα σύστημα «απαρτχάιντ σε παγκόσμια κλίμακα» που διακρίνει τις εύπορες χώρες του Βορρά από εκείνες του Νότου[xiv]. Αντί να υποφέρουν από μια αρχική υπο-ανάπτυξη, όπως θα μας δίδασκε η θεωρία του εκμοντερνισμού, οι χώρες της Περιφέρειας γνώρισαν, όπως μας το είπε η κλασική θεωρία της εξάρτησης, την «ανάπτυξη της υπο-ανάπτυξης». Σε αυτή την κατάσταση, οι κοινωνικοί τους σχηματισμοί αναδιαρθρώθηκαν βίαια και βρέθηκαν σε εξαρτημένη θέση (με την Ιαπωνία να είναι η μεγάλη εξαίρεση). Παρόλο που ορισμένες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής ενσωματώνονται ολοένα και περισσότερο στην παγκόσμια μεταποιητική βιομηχανία από τα τέλη του 20ου αιώνα, άλλες χώρες, ιδίως στην υποσαχάρια Αφρική, υποβιβάστηκαν στην κατηγορία του «Τέταρτου κόσμου» ή μονίμως φτωχές. Επιπλέον, ακόμη και εκείνες οι χώρες που φαίνεται ότι αναπτύσσονται γρήγορα (οι «αναδυόμενες οικονομίες») εξακολουθούν να εξαρτώνται από πολλές απόψεις από τα κεφάλαια του Κέντρου και να εξαρτώνται από τα κράτη της τριάδας και τα διεθνή μονοπώλια[xv]. Η Κίνα, λόγω του μεγέθους της και της κληρονομιάς της μαοϊκής επανάστασης, αποτελεί για τον Αμίν τη σημαντικότερη εξαίρεση από αυτή την τάση, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.

Όσον αφορά την ταξική δομή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, κυριαρχούν παγκοσμίως έξι τάξεις: (1) Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη του Κέντρου, η οποία συγκεντρώνει προς όφελός της, μεγάλο μέρος της υπεραξίας της παγκόσμιας οικονομίας. (2) Το προλεταριάτο του Κέντρου, το οποίο μέχρι πρόσφατα απολάμβανε πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις λίγο-πολύ παράλληλες με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. (3) Η εξαρτημένη αστική τάξη της Περιφέρειας που βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση με το διεθνές κεφάλαιο. (4) Το προλεταριάτο της Περιφέρειας, που υπόκειται σε υπερεκμετάλλευση – λόγω της αποσύνδεσης της παραγωγικότητάς του από το μισθό του. (5) Οι αγρότες της Περιφέρειας, καταπιεσμένοι από τη διπλή εκμετάλλευση των προκαπιταλιστικών μορφών και της καπιταλιστικής παραγωγής. (6) Οι καταπιεστικές τάξεις των μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής (π.χ. παραδοσιακοί ολιγάρχες). Όλη αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί ένα σύνθετο τοπίο αγώνων και συμμαχιών[xvi].

Η συνδυασμένη επιρροή του ιμπεριαλισμού και της υπερεκμετάλλευσης σημαίνει ότι τα πολιτικά συστήματα στην Περιφέρεια συνήθως ρέπουν προς διάφορες μορφές απολυταρχίας, και ολόκληρη αυτή η ασταθής δομή υποστηρίζεται από στρατιωτικές παρεμβάσεις, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προκειμένου να διατηρηθεί ο έλεγχος των κρατών της Περιφέρειας, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συχνά προωθούν οπισθοδρομικές κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν από τα βάθη της ιστορίας, όπως είναι η περίπτωση του πολιτικού Ισλάμ. Κατά την άποψη του Αμίν, το πολιτικό Ισλάμ είναι κυρίως δημιούργημα του ιμπεριαλισμού. Η εισαγωγή της δημοκρατίας στο Νότο, χωρίς τη μεταβολή των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων ή χωρίς την αμφισβήτηση του ιμπεριαλισμού, δεν είναι παρά μια «απάτη» (και μάλιστα διπλής δεδομένου του πλουτοκρατικού χαρακτήρα των αποκαλούμενων «δυτικών δημοκρατιών»).

Η πολιτική απαίτηση στον Νότο για απελευθέρωση από τον Βορρά, εκφράζεται, σύμφωνα με τον Αμίν, με τη διάσκεψη του Μπαντούνγκ (σ.μτφ. Ινδονησία) του 1955, του κινήματος των Αδέσμευτων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η διάρρηξη των ιμπεριαλιστικών δεσμών έχει αποδειχθεί αδύνατη με απλούς πολιτικούς ελιγμούς σε κρατικό επίπεδο. Επιπλέον, με τη Σοβιετική Ένωση να μην υπάρχει πλέον ως εναλλακτική παγκόσμια δύναμη, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1990, το περιθώριο ελιγμών για τα κράτη του Νότου έχει γίνει ακόμη πιο περιορισμένο. Η κυριότερη ελπίδα για τα έθνη του Νότου έγκειται επομένως στις πραγματικές επαναστάσεις (που μπορούν να έχουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών) και στη δημιουργία κοινωνικών μπλοκ που επιδιώκουν την ανάπτυξη σε εναλλακτική κατεύθυνση, αποσυνδέονται από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, και στηρίζονται στην ανάπτυξη των αντιιμπεριαλιστικών συμμαχιών εντός του Νότου. Κρίσιμη για την παγκόσμια κοινωνική επανάσταση είναι η πολυπόθητη επανάσταση της εργατικής τάξης του Βορρά ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον ίδιο τον καπιταλισμό: μια προοπτική που γίνεται πιθανότερη καθώς το παγκόσμιο σύστημα μπαίνει σε οξείες διαμάχες. Παρόλα αυτά, οι πρωταγωνιστές της επαναστατικής αλλαγής στον εικοστό αιώνα ήταν οι καταπιεσμένες τάξεις της περιφέρειας – όπως φαίνεται σε μια ολόκληρη σειρά επαναστάσεων (Μεξικό, Ρωσία, Κίνα, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ κλπ.), έτσι όπως εκφράστηκαν από την έκκληση του Τσε Γκεβάρα «για ένα, δύο, πολλά Βιετνάμ»[xvii]. Αυτές οι καταπιεσμένες τάξεις της Περιφέρειας, παραμένουν οι πρωταγωνιστές και του εικοστού πρώτου αιώνα.

Για τον Αμίν, και προφανώς για τους λαούς όλου του κόσμου, είναι οι δραματικές εξεγέρσεις της νέας μπελ επόκ του τέλους του εικοστού και των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, οι οποίες έχουν σήμερα τη μεγαλύτερη ιστορική σημασία: εκείνες που λαμβάνουν χώρα στην Ασία (πχ Νεπάλ ), στη Λατινική Αμερική (πχ. Βενεζουέλα και Βολιβία) και στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή (πχ Αίγυπτος, Τυνησία, Υεμένη και Μπαχρέιν) – θέτοντας το ζήτημα της «Αραβικής Άνοιξης». Είναι αυτή η σημαντική συγκυρία – που σχετίζεται με την Αραβική εξέγερση – στην οποία εστιάζουν τα άρθρα του στο τρέχον τεύχος του Monthly Review. Με τα άρθρα του αυτά, επεκτείνει την ανάλυσή του ώστε να καλύψει τα ευρύτερα πολιτικά ζητήματα της «απάτης της Δημοκρατίας και της καθολικής εναλλακτικής».

Η απόλυτη καταστροφή που συνιστά ο καπιταλισμός για τον πλανήτη στην φάση του παγκόσμιου ολιγοπωλιακού – χρηματιστηριακού κεφαλαίου, είναι ξεκάθαρη στην ανάλυση του Αμίν και αντιπροσωπεύει, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο μήνυμα του. «Ο καπιταλισμός», γράφει, «προσαρμόζεται μόνο στις ανάγκες που δημιουργούν οι αγώνες και οι συγκρούσεις που διαμορφώνουν την ιστορία του. Το τίμημα είναι να τονίζεται ο χαρακτήρας του ως καταστροφέας των βάσεων του πλούτου, των ανθρώπων (που αντιμετωπίζονται ως εργατική δύναμη – εμπόρευμα) και της φύσης (που και αυτή υποβιβάζεται στο επίπεδο του εμπορεύματος). Η πρώτη μεγάλη κρίση (που ξεκίνησε το 1873) ξεπληρώθηκε με τριάντα χρόνια πολέμων και επαναστάσεων (1914-1945). Η δεύτερη κρίση, (ξεκίνησε το 1971), εισήλθε στο δεύτερο, εντελώς χαοτικό, στάδιο της εξέλιξής της με την οικονομική κατάρρευση του 2008, φέρνοντας φρίκη και καταστροφές που αποτελούν απειλή για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο καπιταλισμός έχει γίνει ένα ξεπερασμένο κοινωνικό σύστημα».

Αν θέλουμε τελικά να βγούμε από αυτό το «μακρύ τούνελ», δηλώνει, «διέξοδος θα είναι ο σοσιαλισμός» … μια κοινωνία που αποσκοπεί στην υπέρβαση «της κληρονομιάς της άνισης ανάπτυξης που είναι εγγενής στον καπιταλισμό» προσφέροντας σε «όλους τους ανθρώπους του πλανήτη ολόπλευρη κοινωνική ανάπτυξη» – σύμφωνη με τις οικολογικές απαιτήσεις[xviii].


[i] Samir Amin, “Samir Amin (born 1931)” (αυτοβιογραφία), σε Philip Arestis and Malcolm Sawyer, The Biographical Dictionary of Dissenting Economists (Northampton, MA: Edward Elgar, 2000), 1-7, και Accumulation on A World Scale (New York: Monthly Review Press, 1974). Για μια σύνοψη της πρώιμης ανάπτυξης της θεωρίας του Αμίν για την άνιση ανταλλαγή και την εξαρτημένη συσσώρευση δες John Bellamy Foster, The Theory of Monopoly Capitalism (New York: Monthly Review Press, 1986), 178-84.

[ii] Samir Amin, The Law of Value and Historical Materialism (New York: Monthly Review Press, 1978), 1-2.

[iii] Amin, The Law of Value and Historical Materialism, 3.

[iv] Samir Amin, The Law of Worldwide Value (New York: Monthly Review Press, 2010), 12-13. Η αναγνώριση εκ μέρους του Αμίν των περιορισμών που εμφανίζουν τα μαθηματικά μοντέλα, δεν τον αποτρέπει από το να τα χρησιμοποιεί με περιορισμένο τρόπο για να εκφράσει τις βασικές παραμέτρους του παγκόσμιου νόμου της αξίας. Ibid., 86-87. Πολλές πλευρές της θεωρίας του Αμίν για την παγκόσμια αξία, ήταν παρούσες κατά τη δεκαετία του 70. Δες Samir Amin, Imperialism and Unequal Development (New York: Monthly Review Press, 1977). Αυτό που άλλαξε και καθόρισε περισσότερο τα πράγματα ήταν η μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007-08, που έκανε καθαρό ότι ο μονοπωλιακός καπιταλισμός μπήκε σε μια νέα φάση ολιγοπωλιακού – χρηματιστικού κεφαλαίου (δες τη σημείωση 10) και οδήγησε τον Αμίν στην οριστική διαμόρφωση της άποψης του ιμπεριαλιστικού ενοικίου.

[v] Amin, The Law of Worldwide Value, 14.

[vi] Samir Amin, Class and Nation, Historically and in the Current Crisis (New York: Monthly Review Press, 1980).

[vii] Amin, The Law of Worldwide Value, 117.

[viii] Ο Αμίν αναφέρεται συγκεκριμένα στη δουλειά των Μπάραν και Σουήζυ για το “τμήμα 3” (σε διάκριση με το τμήμα 1, επένδυση, και τμήμα 2, κατανάλωση), που αντιπροσωπεύει τη διοχέτευση του πλεονάσματος προϊόντων επί μονοπωλιακού καπιταλισμού στις κρατικές δαπάνες, συχνά με τη μορφή στρατιωτικών δαπανών. Αλλά επίσης αναφέρεται στην αύξηση των μη παραγωγικών δαπανών στην οικονομία γενικά. Ο Αμίν παρατηρεί ότι για να αντιμετωπίσει ο Μπάραν αυτό το δύσκολο πρόβλημα εισήγαγε την έννοια του “πλεονάσματος”, συμπληρώνοντας τον παραδοσιακό υπολογισμό της υπεραξίας. Amin, The Law of Worldwide Value, 27. Δες επίσης John Bellamy Foster, “Marxian Economics and the State,” στο Foster and Henryk Szlajfer, The Faltering Economy (New York: Monthly Review Press, 1984), 325-49, and The Theory of Monopoly Capitalism, 24-50.

[ix] Amin, The Law of Worldwide Value, 118.

[x] Ο Αμίν χρησιμοποιεί τον όρο “ολιγοπωλιακό – χρηματιστικό κεφάλαιο” για να εξηγήσει την τελευταία φάση του καπιταλισμού. Δες Samir Amin, “’Market Economy’ or Oligopoly-Finance Capital,” Monthly Review 59, no. 11 (April 2008): 51-61. Αυτή η διατύπωση αντιστοιχεί στο πώς εμείς στο Monthly Review κατανοούμε την εξέλιξη της νέας φάσης του καπιταλισμού, και η οποία ξεκινά από την απόπειρα να κατανοηθούν οι δυνάμεις που αργότερα οδήγησαν στη Μεγάλη Οικονομική Κρίση του 2007-2008. Δες John Bellamy Foster, “Monopoly-Finance Capital,” Monthly Review 58, no. 7 (December 2006): 1-14; John Bellamy Foster and Fred Magdoff, The Great Financial Crisis (New York: Monthly Review Press, 2009).

[xi] Amin, The Law of Worldwide Value, 118-119, 89-90.

[xii] Η αναγνώριση της ζώσας σημασίας των διαιρέσεων των εθνικών κρατών είναι κρίσιμη για τη θεωρία του Αμίν για τον ιμπεριαλισμό και διαχωρίζει την ανάλυσή του τόσο από τις “θεωρίες της παγκοσμιοποίησης” που αρνούνται το έθνος κράτος, όσο και από τις θεωρίες του “διεθνικού κεφαλαίου” που υποστηρίζει, με πιο εξευγενισμένο τρόπο, το ίδιο επιχείρημα. Δες Samir Amin “Transnational Capitalism or Collective Imperialism,” Pambazuka News, 522, March 23, 2011, http://www.pambazuka.org.

[xiii] Samir Amin, Eurocentrism (New York: Monthly Review Press, 1989), 141.

[xiv] Amin, The Law of Worldwide Value, 53.

[xv] Οι πέντε τρόποι του μονοπωλιακού ελέγχου – τεχνολογία, οικονομία, φυσικοί πόροι, επικοινωνίες και στρατός – με τους οποίους το Κέντρο εξακολουθεί να ελέγχει την Περιφέρεια περιγράφονται στο βιβλίο του Σαμίρ Αμίν, Capitalism in the Age of Globalization (London: Zed Books, 1997), 4-5.

[xvi] Amin, The Law of Worldwide Value, 92-93.

[xvii] Amin, The Law of Worldwide Value, 122-28.

[xviii] Amin, The Law of Worldwide Value, 50, and Eurocentrism, 152.

 

Το παραπάνω κείμενο του John Bellamy Foster, εκδότη του Monthly Review, δημοσιεύτηκε με αφορμή τα 80α γενέθλια του Σαμίρ Αμίν, τον Οκτώβριο του 2011. Το συγκεκριμένο άρθρο συνόψιζε, κατά το περιοδικό, τη βασική συμβολή του Σαμίρ Αμίν στο κίνημα για την κοινωνική απελευθέρωση και το σοσιαλισμό.

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Φυσικά και μπορούμε να εκλέγουμε τον εκάστοτε προοδευτικό Δημοκρατικό. Μετά όμως τι γίνεται;

Χθες, η Alexandra Ocasio-Cortez κέρδισε την εκλογή για τον Δημοκρατικό υποψήφιο για το Κογκρέσο στη Νέα Υόρκη, σε μια περιοχή όπου πλειοψηφούν οι Λατίνοι, εναντίον του αλαζόνα δεξιού, αδιαμφισβήτητου επικεφαλής των Δημοκρατικών του Κουίνς, ο οποίος μάλιστα είχε να αμφισβητηθεί εκλογικά από το 2004. Αυτός ο λευκός ήταν στο τσεπάκι των μεγάλων εταιρειών που συνεισφέρουν πακτωλό χρημάτων στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, τόσο, ώστε θεωρούνταν ως ένας από τους λίγους που θα μπορούσε να διαδεχθεί την ηγέτιδα των Δημοκρατικών Νάνσυ Πελόζι στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στην πραγματικότητα άλλωστε, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο τα δύο κόμματα επιλέγουν τους επικεφαλής τους σε κάθε πολιτειακό νομοθετικό σώμα. Το ίδιο γίνεται φυσικά και στα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου (Βουλή και Γερουσία) – επικεφαλής είναι όσοι φέρνουν τις μεγαλύτερες δωρεές από ισχυρές εταιρείες και πλούσιους ιδιώτες.

Η Ocasio-Cortez πραγματοποίησε την εκστρατεία της υποστηρίζοντας την υγειονομική περίθαλψη και τη δωρεάν φοίτηση στα κολλέγια. Κατήγγειλε την τελευταία σφαγή στη Γάζα. Είπε ότι το ICE[i] θα έπρεπε να καταργηθεί, ενώ την προηγούμενη ημέρα των εκλογών βρισκόταν σε κέντρο κράτησης μεταναστών στο Νότιο Τέξας. Είναι μια νεαρή εργαζόμενη, από το Πουέρτο Ρίκο, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες αρνήθηκε την εταιρική χρηματοδότηση και εργαζόταν σε μια πραγματική δουλειά, ως σερβιτόρα, όταν ξεκινούσε την εκστρατεία της. Είναι μέλος του DSA[ii] και δηλώνει σοσιαλίστρια. Και τώρα είναι η υποψήφια των Δημοκρατικών σε μια εκλογική περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Για πολλούς ανθρώπους στην Αριστερά, είναι μια ευκαιρία για γιορτή. Μπορώ να το καταλάβω, δούλευα επί ένα τέταρτο του αιώνα στο Σικάγο, από όπου κατάγομαι, στις καμπάνιες ενάντια στη δυναστεία των Δημοκρατικών Daley. Εκλέξαμε προοδευτικούς αντιπροσώπους στο δημοτικό συμβούλιο, στα νομαρχιακά γραφεία, στα νομοθετικά σώματα της Πολιτείας, στο Κογκρέσο, ενώ το 1983 και το 1987 εκλέξαμε και προοδευτικό δήμαρχο. Βοήθησα να εγγραφούν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στους εκλογικούς καταλόγους. Εγώ και άλλοι πολλοί άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα, φανταστήκαμε ότι θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε ένα κίνημα από τα κάτω που θα μπορούσε να μετασχηματίσει το Δημοκρατικό κόμμα.

Το σχέδιο όμως δεν δούλεψε όπως φανταζόμασταν.

Γιατί αποδεικνύεται ότι και οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι και το Δημοκρατικό κόμμα είναι θεσμοί και οι θεσμοί αλλάζουν τα άτομα πιο συχνά από όσο τα άτομα αλλάζουν τους θεσμούς. Μερικοί από τους ανθρώπους μας απομακρύνθηκαν σιγά σιγά από τις δεσμεύσεις τους, άλλοι αλλάξαν ανοικτά, άλλοι απομονώθηκαν και ξεβράστηκαν. Παρά τις φράσεις που υπάρχουν στα χείλη όλων, δεν βρήκαμε ποτέ πώς να κάνουμε τους αντιπροσώπους μας να κρατούν τις υποσχέσεις τους, πώς να επιβάλουμε κάποιου είδους λογοδοσία.

Ήμασταν και εξακολουθούμε να είμαστε στο έλεος και υπό τις ιδιοτροπίες των υποψηφίων και των αξιωματούχων που βοηθάμε να εκλέξουμε. Όταν ο Chuy Garcia έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος του Σικάγου, αρνήθηκε να μιλήσει για την αστυνομική ασυδοσία του Homan Square[iii] και να καταγγείλει το αίσχος. Ακόμη χειρότερα, ζήτησε την πρόσληψη και άλλων αστυνομικών, χωρίς οι υποστηρικτές του μέσα στο κίνημα να μπορούν καν να του μιλήσουν. Ακόμα βέβαια και το Πράσινο Κόμμα δεν είναι απρόσβλητο από αυτό το φαινόμενο. Όταν η Jill Stein επέλεξε να υποχωρήσει από μια διεκδίκηση για πρόσβαση περισσότερων ψηφοφόρων στις εκλογές του 2016 στην Τζόρτζια και στη Βόρεια Καρολίνα, δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσαν να κάνουν οι Πράσινοι σε αυτές τις πολιτείες. Τίποτα απολύτως. Πώς ακριβώς λοιπόν θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν υποψήφιο ή εκλεγμένο αξιωματούχο να λογοδοτεί; Υπάρχουν σήμερα τα διαθέσιμα μέσα για να το πετύχουμε; Μάλλον όχι. Ίσως όμως πρέπει να τα οικοδομήσουμε.

Τον περασμένο χρόνο, σε μια διήμερη συνάντηση του Movement School[iv] στο Τζάκσον του Μισισιπή, ο Kali Akuno, συνιδρυτής της Συνεργασίας για το Τζάκσον[v], παρατήρησε ότι στο Τζάκσον οι κινηματικές δυνάμεις απέδειξαν ότι θα μπορούσαν να εκλέξουν τον Chokwe Lumumba, (και τον πατέρα και τον γιο), στη θέση του δημάρχου. Αλλά για πολλά χρόνια έκτοτε, και μετά από πολλαπλές θητείες των συγκεκριμένων δημάρχων, δεν μπορούσαμε να πούμε ποια είναι η υποστήριξη που το Τζάκσον παρέχει στην ατζέντα ενός ριζοσπαστικού οικονομικού μετασχηματισμού.

Ανακαλύψαμε πριν από κάποια χρόνια, ότι υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορούμε να κερδίσουμε τις εκλογές. Η Ocasio-Cortez είναι μια γυναίκα από το Πουέρτο Ρίκο που αντιπαρατέθηκε εναντίον ενός λευκού τεμπέλη που ήδη κατείχε το αξίωμα, σε μια περιφέρεια με πλειοψηφία Λατίνων, και μπόρεσε να δημιουργήσει μια οργάνωση που έφερε σε πέρας τη  δουλειά. Οι απόψεις που εξέφρασε για τα περισσότερα θέματα είναι αξιέπαινες. Αυτό όμως που σπάνια σκεφτόμαστε είναι αυτό που κερδίζουμε πραγματικά όταν νικάμε εκλογικά.

Όταν είμαστε νικητές στα εκτελεστικά αξιώματα, όπως στους δημάρχους, οι υποψήφιοι μας γίνονται υπεύθυνοι για τη διαχείριση της λιτότητας και των περικοπών. Αυτό συμβαίνει στο Τζάκσον του Μισισιπή και στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ για να δώσω απλά δύο παραδείγματα. Έχουμε εκλέξει προοδευτικούς αξιωματούχους σε διάφορα μέρη εδώ και πολύ καιρό. Ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε αν η ικανότητά μας να εκλέγουμε προοδευτικούς αξιωματούχους έχει ξεπεράσει κατά πολύ την ικανότητά μας να ασκούμε πραγματική πίεση πάνω τους. Τελικά, μεταμορφώνουμε το Δημοκρατικό κόμμα ή απλώς το νομιμοποιούμε πυροδοτώντας λαμπερές καριέρες;

Δεν υποκρίνομαι ότι έχω τις απαντήσεις. Αλλά αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να τεθούν. Και δεν πρέπει να είμαστε φοβισμένοι για να τα θέσουμε.

Πηγή: Black Agenda Report

Μετάφραση: antapocrisis.gr

[i] Immigration and Customs Enforcement – το ομοσπονδιακό γραφείο αντιμεταναστευτικής πολιτικής

[ii] Democratic Socialists of America: Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σοσιαλδημοκρατική οργάνωση στις ΗΠΑ η οποία κατά περίσταση στηρίζει υποψήφιους του Δημοκρατικού Κόμματος (ανάμεσά τους έχει στηρίξει τον Κέρι, τον Ομπάμα και τον Σάντερς).

[iii] Το Homan Square λειτούργησε με ευθύνη της Αστυνομίας του Σικάγο ως μια τεράστια αποθήκη κράτησης και ανακρίσεων, παραβιάζοντας το πρωτόκολλο και τους κανόνες (στέρηση δικηγόρου, ανάκριση χωρίς δικηγόρο κλπ). Περίπου 7.000 υπολογίζονται όσοι κρατήθηκαν και ανακρίθηκαν κατά το διάστημα 2004-2015, οι 6.000 εκ των οποίων ήταν μαύροι.

[iv] Το Movement School είναι μια απόπειρα να δημιουργηθούν σχολεία σε κοινότητες φτωχότερων και αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων, χωρίς δίδακτρα. Στόχος τους είναι «να σπάσουν το φαύλο κύκλο της φτώχειας».

[v] Οργανισμός που προωθεί τη συνεργασία και την ανάπτυξη της κοινότητας στο Τζάκσον του Μισισιπή.

Οι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν τη μοίρα τους: Τώρα μόνο η Δαμασκός μπορεί να τους σώσει.

Οι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν τη μοίρα τους: Τώρα μόνο η Δαμασκός μπορεί να τους σώσει.

Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποχωρήσει από τη Συρία «πολύ σύντομα» και να  παραδώσει  την πόλη του Μάνμπιτζ στην Τουρκία έπεσε σαν κεραυνός στους Σύριους Κούρδους στο βόρειο τμήμα της χώρας. Αυτοί οι Κούρδοι, οι οποίοι λειτουργούν καθημερινά ως ασπίδα προστασίας για τις δυνάμεις των ΗΠΑ, χειραγωγήθηκαν επίτηδες από το αμερικανικό κατεστημένο για να καλύψουν και να προστατεύσουν τις κατοχικές δυνάμεις των ΗΠΑ στη βορειοανατολική Συρία. Ο Τραμπ εμφανίζεται έτοιμος να εγκαταλείψει τους Κούρδους από μέρα σε μέρα. Όμως δεν αρκείται σε αυτό: ο Τραμπ βγάζει τώρα τους Κούρδους σε «δημοπρασία», περιμένοντας ποια θα είναι η αραβική χώρα που θα καταλάβει την ελεγχόμενη από τους Κούρδους περιοχή και θα αντικαταστήσει τους Αμερικάνους στο έδαφος που προς το παρόν έχουν τις βάσεις τους.

Ποιες είναι λοιπόν οι επιλογές για τους Κούρδους;

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ προφανώς δεν δίνει δεκάρα για τη τύχη των Κούρδων. Είναι έτοιμος να τους εγκαταλείψει, παρότι ξέρει ότι δεν έχουν άλλο μέρος να πάνε ή άλλη προστασία να αναζητήσουν. Οι Κούρδοι έχασαν την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης στη Δαμασκό, λόγω των ανόητων πολιτικών και στρατιωτικών επιλογών τους – και, φυσικά, καταδιώκονται από την Τουρκία, η οποία θεωρεί ότι όλοι οι Κούρδοι της Συρίας είναι μέρος των Μονάδων Προστασίας του Κουρδικού Λαού (YPG), μια ομάδα που η Άγκυρα θεωρεί τρομοκρατική.

Οι «μύθοι» γύρω από τους Κούρδους (ότι «είναι οι καλύτεροι μαχητές εναντίον του Ισλαμικού Κράτους» ή ότι «είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών») είναι λάθος. Αυτή η ρητορική προέρχεται κυρίως από τη δεκαετία του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν το Κουρδιστάν για να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα στο Ιράκ την εποχή του Σαντάμ Χουσεΐν.

Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ θεώρησαν τους Κούρδους ως μια γέφυρα στη Μέση Ανατολή που θα τους επέτρεπε την παρουσία των στρατιωτικών και των μυστικών τους υπηρεσιών για τις ίδιες και για το Ισραήλ. Με τον πόλεμο που επιβλήθηκε στη Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσεδαφίστηκαν στη συριακή κουρδική ζώνη της Αλ-Χασάκα με την ελπίδα να διαιρέσουν την περιοχή ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ. Επιπλέον, οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διακηρύσσουν ανοιχτά τους στενούς δεσμούς τους με το Ισραήλ παρά την εχθρότητα των κρατών στα οποία ζουν: και του Ιράκ και της Συρίας.

Ο Συριακός Στρατός και οι σύμμαχοί του πολέμησαν το Ισλαμικό Κράτος σε ολόκληρη τη επικράτεια, χάνοντας δεκάδες χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες. Και στο Ιράκ, οι ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας πολέμησαν επίσης το Ισλαμικό Κράτος στο σύνολο της ιρακινής επικράτειας, όπου το ISIS ήταν παρόν και έχασαν επίσης χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες (οι Λαϊκές Δυνάμεις Κινητοποίησης – Hashd αλ-Sha‘bi μόνες τους έχασαν πάνω από 11.000 μαχητές).

Αντίθετα, οι απώλειες για τους Κούρδους και σε εξοπλισμό και σε έμψυχο δυναμικό ήταν πολύ πιο περιορισμένες. Στο Ιράκ, ενώ πολεμούσαν το ISIS στην κουρδική ζώνη του βορρά, οι Κούρδοι έχασαν περίπου 2.000 μαχητές. Και στη Συρία, όταν οι Κούρδοι πολέμησαν εναντίον του ISIS, οι απώλειες των μαχητών τους ήταν κάποιες εκατοντάδες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες τζόγαραν στο κουρδικό όραμα: οι Κούρδοι της Συρίας και του Ιράκ ήθελαν να ιδρύσουν ένα κράτος. Η Ουάσιγκτον τροφοδότησε αυτό το όνειρο με τη δική της ανάγκη να έχει τοπικές δυνάμεις ως αντιπροσώπους της, για να δημιουργήσει βάσεις σε περιοχές όπου το Ιράν έχει ισχυρή επιρροή (στο Ιράκ και στη Συρία). Το κουρδικό σχέδιο απέτυχε στο Ιράκ λόγω της αποφασιστικής θέλησης της Ιρακινής κεντρικής κυβέρνησης να αποτρέψει τη διχοτόμηση της χώρας. Στη Συρία, το εν λόγω σχέδιο, δεν είχε και δεν έχει καμία πιθανότητα να πετύχει επειδή και η Τουρκία, και το Ιράν, και το Ιράκ και η Συρία έχουν δικούς τους λόγους η καθεμία να αποτρέψουν είτε ένα κουρδικό κράτος είτε μια αμερικανική κατοχή στο βόρειο τμήμα της Συρίας.

Κανείς δεν περιμένει οι Ηνωμένες Πολιτείες να φύγουν χωρίς να κερδίσουν κάποιο αντάλλαγμα για την απόσυρσή τους ή ένα ακόμη υψηλότερο αντάλλαγμα για την παραμονή τους. Ο Τραμπ αναίρεσε την απόφασή του να αποσύρει τις δυνάμεις του στη Συρία «πολύ σύντομα», χωρίς να δώσει ακριβές χρονοδιάγραμμα για τη παραμονή τους. Στη συνέχεια ζήτησε από άλλες χώρες να αντικαταστήσουν τις αμερικανικές δυνάμεις, χωρίς να υπολογίσει τους Κούρδους. Οι Κούρδοι είναι αλήθεια ότι δεν τον νοιάζουν ιδιαίτερα. Η κίνηση αυτή δείχνει επίσης ότι δεν επιθυμεί να αναλάβει τα έξοδα. Στην πραγματικότητα οι Αμερικανοί δεν έχουν ξοδέψει κανένα ιδιαίτερο ποσό, ούτε καν στην ανοικοδόμηση της Ράκα την οποία κατέστρεψαν για να απομακρύνουν τον ISIS.

Όποια κι αν είναι η απόφαση (είτε πρόκειται να μείνουν, είτε πρόκειται να φύγουν οι αμερικανικές δυνάμεις), οι Σύριοι Κούρδοι έχασαν την ευκαιρία να αποφασίσουν για τη μοίρα τους, κυρίως λόγω της επαναλαμβανόμενης απόφασής τους να κρυφτούν κάτω από τα φουστάνια των ΗΠΑ.

Στο θύλακα του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία, η κουρδική διοίκηση αρνήθηκε να παραδώσει την περιοχή στον έλεγχο της συριακής κυβέρνησης. Οι Κούρδοι αποφάσισαν να πολεμήσουν τον πιο αδίστακτο εχθρό τους, την Τουρκία, επί δύο μήνες, για να χάσουν τελικά ολόκληρη την περιοχή και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες να καταφύγουν στην Αλ-Χασάκα και το Ντεϊρ-Εζούρ. Η διοίκηση του Αφρίν πίστευε ότι ο όλος κόσμος θα έτρεχε να τους υποστηρίξει και να εμποδίσει τη στρατιωτική προώθηση της Τουρκίας: αυτό ήταν το μεγαλύτερό τους λάθος. Στην πραγματικότητα, μόνο ο πρόεδρος Άσαντ έστειλε 900 άνδρες από τις Δυνάμεις Εθνικής Άμυνας (NDF) για να βοηθήσει την αντίσταση στο Αφρίν, αλλά απέτυχε να πείσει την τοπική διοίκηση να επιτρέψει στον συριακό στρατό να πάρει τον έλεγχο του θύλακα του Αφρίν, πριν να είναι πολύ αργά. Οι ΗΠΑ προτίμησαν να δουν τους Τούρκους στρατιώτες (τον αγριότερο εχθρό των Κούρδων) να ελέγχουν το Αφρίν, παρά τις δυνάμεις της Δαμασκού.

Οι Κούρδοι φαίνεται να μην καταλαβαίνουν ότι δεν είναι πλέον το «αγαπημένο παιδί» της Δύσης. Επέλεξαν να αγνοήσουν το λάθος που έκαναν οι Κούρδοι του Ιράκ όταν αποφάσισαν να πάνε σε δημοψήφισμα και απέτυχαν θεαματικά να ιδρύσουν το ανεξάρτητο κράτος τους. Και οι ΗΠΑ θα ήταν μάλλον ευτυχείς αν περισσότεροι Κούρδοι του Αφρίν εκτοπίζονταν και συγκεντρώνονταν στην Αλ-Χασάκα, γιατί έτσι θα υπήρχαν περισσότεροι μαχητές – αντιπρόσωποι των ΗΠΑ ώστε να υποστηρίξουν τους στόχους της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή.

Είναι γνωστό ότι οι Κούρδοι έχασαν εκατοντάδες μαχητές πολεμώντας το Ισλαμικό Κράτος για να ανακτήσουν το Μανμπίτζ, τη Ράκα και άλλα χωριά στην Αλ-Χασάκα και στο Ντεϊρ-Εζούρ. Πολέμησαν για να υποστηρίξουν την αμερικανική κατοχή στην βορειοανατολική Συρία, προσφέροντας στη Ουάσιγκτον μια δικαιολογία να παραμείνει στα συριακά εδάφη, υποστηρίζοντας ότι η παρουσία της εκεί είχε σχέση με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Όχι μόνο δεν επενέβησαν οι ΗΠΑ στο Αφρίν, αλλά η Ουάσιγκτον ζήτησε από τις κουρδικές δυνάμεις του YPG να παραδώσουν το Μανμπίτζ στη Νατοϊκή σύμμαχο των ΗΠΑ, την Τουρκία.

Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου δήλωσε, μετά τη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, Mike Pompeo, ότι «οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα ξεκινήσουν από κοινού να ελέγχουν την πόλη Μανμπίτζ». Οι τοπικές αραβικές φυλές al-Bubna, al-Baqqarah και al-Tayy εξέδωσαν ανακοινώσεις «καλωσορίζοντας τις τουρκικές δυνάμεις στην Μανμπίτζ, καθώς έτσι θα τερματιστεί η κατοχή της πόλης από το PYD και το ΡΚΚ».

Είναι σαφές ότι οι Κούρδοι δέχθηκαν εκούσια να χειραγωγηθούν από τις ΗΠΑ, ελπίζοντας να τους μείνουν τα ψίχουλα που θα τους αφήσουν οι Αμερικάνοι και ίσως να υλοποιήσουν το όνειρο της ανεξαρτησίας. Πλέον κάτι τέτοιο, φαίνεται πολύ μακριά από το να συμβεί, τουλάχιστον για τις επόμενες δεκαετίες.

Οι Κούρδοι έμειναν έκπληκτοι όταν άκουσαν τον Ντόναλντ Τραμπ να δηλώνει υπέρ μιας άμεσης απόσυρσης των ΗΠΑ από τη Συρία, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι είχαν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους μέσα σε μία νύχτα. Ήταν δύσκολο για τους Κούρδους να βλέπουν τους Αμερικανούς να τους γυρνάνε την πλάτη και να ενεργούν σύμφωνα με το δικό τους εθνικό συμφέρον, χωρίς έγνοια για το τι μπορεί να συμβεί μετά την απόσυρσή τους, αγνοώντας επιπλέον τις θυσίες που έχουν κάνει οι Κούρδοι για να βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων των ΗΠΑ στη Συρία.

Όταν ο Τραμπ δέχθηκε να παραμείνουν οι δυνάμεις των ΗΠΑ «λίγο ακόμα», η απόφαση αυτή έδωσε μια προσωρινή -αλλά απατηλή- ελπίδα στους Κούρδους, νομίζοντας ότι η μοίρα τους πήρε μια μικρή αναβολή. Για πόσο καιρό όμως; Μόνο μέχρι να αποσύρουν οι ΗΠΑ όλες τις δυνάμεις τους ή αναγκαστούν να υποχωρήσουν υπό την πίεση της «συριακής αντίστασης» που αρχίζει να δυναμώνει στην περιοχή της Συρίας που έχει καταληφθεί από τις ΗΠΑ.

Η νεοεμφανισθείσα αντίσταση φαίνεται να οργανώνεται από τις τοπικές φυλές, κυρίως τους Μπακαρά και τους Αλ Ασάσνεχ καθώς και άλλες τοπικές ομάδες έτοιμες να ξεσηκωθούν εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων, επαναφέροντας στη μνήμη το πώς ξεκίνησε η εξέγερση ενάντια στις δυνάμεις των ΗΠΑ, στη Βαγδάτη το 2003.

Αυτό που οι Σύριοι Κούρδοι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ή να συνειδητοποιήσουν είναι ότι ο Τραμπ δεν θα λοξοδρομήσει καθόλου από το δρόμο του για να τους προστατεύσει, ούτε θα βάλει την αεροπορία του να μεταφέρει τους Κούρδους στις ΗΠΑ, όταν έρθει η ώρα να φύγουν οι ΗΠΑ από τη Συρία. Το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο: όταν τελειώσει ο πόλεμος, κανείς δεν θέλει τους «αντιπροσώπους» που πολεμούσαν για λογαριασμό τους. Γίνονται άχρηστο φορτίο.

Ακόμη περισσότερο, οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να εξαλείψουν ολοκληρωτικά το Ισλαμικό Κράτος γιατί αυτή η δύναμη νομιμοποιεί την παρουσία τους στη Συρία. Το ISIS αποτελεί την καλύτερη δικαιολογία για την Ουάσινγκτον να διατηρήσει τις δυνάμεις της στη Συρία. Βοηθά επίσης στους στόχους των ΗΠΑ όταν οι μαχητές του επιτίθενται στη μοναδική διαθέσιμη δίοδο ανάμεσα στη Συρία και το Ιράκ, τον δρόμο Αμπού Καμάλ- Αλ Καέμ. Τέλος, η διατήρηση του Ισλαμικού Κράτους θα δίνει κάποια μηνύματα –αν και αδύναμα– ότι η Συρία εξακολουθεί να είναι μια ασταθής χώρα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εγκαταλείψουν την Τουρκία, γνωρίζοντας ότι η Ρωσία και το Ιράν περιμένουν την Άγκυρα με ανοιχτές αγκάλες. Για να κρατήσει την Τουρκία στο πλευρό της, η Ουάσιγκτον προσέφερε στο πιάτο της Τουρκίας την ελεγχόμενη από τους Κούρδους πόλη του Μανμπίτζ. Επιπλέον, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Τουρκία δεν θα δεχτεί ποτέ ένα κουρδικό κράτος στα σύνορά της με τη Συρία. Είναι μόνο θέμα χρόνου να συνειδητοποιήσουν οι Κούρδοι ότι έχουν προδοθεί και ότι η μοίρα τους έχει σφραγιστεί.

Οι Κούρδοι κάποια στιγμή αντιμετωπίστηκαν ως προδότες από την κεντρική κυβέρνηση της Δαμασκού: θα εξακολουθήσουν να θεωρούνται ως τέτοιοι εάν δεν εγκαταλείψουν τον ρόλο τους ως ασπίδα για τις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Άσαντ άνοιξε την πόρτα για απευθείας διαπραγματεύσεις και οι Κούρδοι δήλωσαν «έτοιμοι να διαπραγματευτούν». Το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι Κούρδοι δεν είναι περίπλοκο: πρέπει να σταματήσουν να προστατεύουν τις κατοχικές δυνάμεις (Αμερικανικές, Γαλλικές, Βρετανικές) στη βόρεια Συρία.

Οι Κούρδοι προτίμησαν να αφήσουν την Τουρκία να μπει στη συριακή επικράτεια και να καταλάβει το Αφρίν, παρά να στραφούν προς το κράτος που τους φιλοξένησε όταν έφτασαν στην περιοχή πριν αρκετές δεκαετίες. Οι Κούρδοι παρέδωσαν ένα έδαφος το οποίο δεν τους ανήκε. Ανήκει στο συριακό κράτος και οι Κούρδοι πρέπει να ξυπνήσουν.

Τι γίνεται λοιπόν με τους Κούρδους; Ποιοι απομένουν στο πλευρό τους;

Ο Τραμπ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τους Κούρδους, ανέβαλε όμως την απόφασή του επειδή είναι προς όφελος του Ισραήλ –όχι των ΗΠΑ– να διατηρηθεί η αμερικανική κατοχή της βόρειας Συρίας. Επιπλέον, ο Τραμπ ήθελε χρηματοδότηση από τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα. Μετέτρεψε λοιπόν τον αμερικανικό στρατό σε μισθοφορικό και σε όπλα που διατίθενται προς πώληση. Τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία – σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης – προσέφεραν από κοινού 400 εκατομμύρια δολάρια, αλλά ο Τραμπ ζήτησε 4 δισεκατομμύρια δολάρια για να παραμείνουν οι στρατιώτες του στο έδαφος. Φαίνεται ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ έχουν γίνει η χήνα με τα χρυσά αυγά λόγω των πλούσιων χωρών της Μέσης Ανατολής. Μέσα σε αυτή την περίπλοκη και μπερδεμένη κατάσταση, οι Κούρδοι δεν έχουν θέση.

Η εξίσωση είναι πολύ απλή: εάν οι αμερικανικές δυνάμεις παραμείνουν και εξακολουθούν να κατέχουν τη βορειοανατολική Συρία, η Ουάσιγκτον πρέπει να επενδύσει στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων υποδομών, πράγμα που απαιτεί πραγματικό χρήμα. Αυτό δεν ταιριάζει με τους στόχους του Τραμπ να μαζεύει χρήμα και να μην επενδύει ούτε ένα δολάριο. Αυτό είναι που οι Κούρδοι δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν και φαίνεται ότι εξακολουθούν να μην καταλαβαίνουν.

Συμπερασματικά, οι Κούρδοι δεν έχουν κάποια ειδική θέση υπό τις φτερούγες των ΗΠΑ. Δεν είναι πλέον οι μόνοι στη Μέση Ανατολή που σχετίζονται με το Ισραήλ. Το Μπαχρέιν, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν κρύβουν πλέον την ανταλλαγή επισκέψεων με αξιωματούχους του Ισραήλ και μιλούν ανοιχτά υπέρ των σχέσεων με το Τελ Αβίβ.

Οι Κούρδοι έχουν μόνο μία δυνατότητα: να προσεγγίσουν την κεντρική κυβέρνηση στη Δαμασκό για διαμεσολάβηση, να σταματήσουν να προστατεύουν μια δύναμη κατοχής και να καταλάβουν ότι είναι απλά το κρέας για τα κανόνια για χάρη της σχέσης ΗΠΑ-Τουρκίας. Οι Κούρδοι πρέπει να κάνουν πολύ καθαρό ότι δεν θέλουν να χρησιμοποιηθούν ως όργανο για να υπηρετηθεί ο αμερικανικός στόχος του διαμελισμού της Συρίας. Όλες οι πρόσφατες τοποθετήσεις των Κούρδων καθιστούν κάτι τέτοιο εξαιρετικά απίθανο. Αλλά είναι ο μόνος δρόμος για αυτούς, αν είναι σε θέση να το πράξουν. Σε αυτή την περίπτωση μπορούν να κερδίσουν την πλήρη επανένταξη στο κράτος που τους υποδέχθηκε όταν έφτασαν στην περιοχή πριν από 100 χρόνια.

Πηγή: https://ejmagnier.com

Μετάφραση: antapocrisis.gr

Η διατομεακότητα είναι η τρύπα που πέσαμε και η αφροαπαισιοδοξία είναι ένα φτυάρι. Ας σταματήσουμε να σκάβουμε. (Για την πολιτική των ταυτοτήτων – Μέρος 1ο)

Ήρθε η ώρα να αποδομήσουμε κριτικά την πολιτική που στηρίζεται στη διατομεακότητα[i] καθώς και το νόθο παιδί της, την αφρο-απαισιοδοξία[ii].

Η Αριστερά των ΗΠΑ έχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα, που ίσως είναι η ρίζα όλων των άλλων προβλημάτων της. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ορίζεται στο έδαφος της ταξικής συνείδησης ή ταξικών σχημάτων. Η συμμετοχή στα συνδικάτα ανέρχεται στο 5% του εργατικού δυναμικού και τα μεγάλα συνδικάτα ελέγχονται εδώ και καιρό από το Δημοκρατικό Κόμμα. Έτσι, η Αμερικανική Αριστερά αποτελείται από τους μαύρους ακτιβιστές που είναι εγκλωβισμένοι στο κουτάκι τους, από τους ακτιβιστές για ζητήματα φύλου που είναι εγκλωβισμένοι στο δικό τους κουτάκι, από τους μετανάστες και τους αλληλέγγυους που είναι στο δικό τους κουτί, από τους οικολόγους αγωνιστές που έχουν τη δικιά τους γωνία, και από τον κάθε έναν που βρίσκεται στο δικό του κουτάκι. Ο καθένας από εμάς επιχειρεί επίμονα να αναγάγει σε μείζον τη «δική του» εμπειρία. Αν είμαστε τυχεροί, εξασκούμε πού και πού την περίφημη «διατομεακότητα».

Είναι μια συνταγή για την αποτυχία. Αλλά αυτές είναι οι ΗΠΑ, λέμε στους εαυτούς μας, όπου, για κάποιο λόγο, μια Αριστερά της ταξικής πάλης, δεν έχει γεννηθεί ποτέ. Προσαρμοζόμενοι σε αυτή την τοξική πραγματικότητα, αρνούμενοι να αναλάβουν την ευθύνη για κάποια αλλαγή, οι Αμερικανοί αριστεροί έχουν αναπτύξει μια απατηλή γλώσσα, μια μέθοδο που έχει δημιουργήσει ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο η ταξική ανάλυση είναι ξεπερασμένη και αποθαρρύνεται, ενώ ο ταξικός αγώνας εξοβελίζεται από την ημερήσια διάταξη. Η διατομεακότητα και το υιοθετημένο παιδί της, η αφρο-απαισιοδοξία, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ντουλάπας στην οποία η αμερικανική Αριστερά έχει κλειδώσει τον εαυτό της.

Η διατομεακότητα χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την ακαδημαϊκό Kimberlé Crenshaw όταν εξέταζε μια αστική δίκη στην οποία μια μαύρη γυναίκα ισχυρίστηκε ότι είχε πέσει θύμα διακρίσεων και ως μαύρη ΚΑΙ ως γυναίκα. Παραδόξως, το δικαστήριο απέρριψε την αξίωσή της, λέγοντας ότι η ενάγουσα έπρεπε να επιλέξει αν θα επικαλούνταν διάκριση με βάση το φύλο ή με βάση τη φυλή, καθώς δεν έπρεπε να επιλέξει και τα δύο. Η Crenshaw δημιούργησε τον όρο διατομεακότητα για να καλύψει αυτές τις περιπτώσεις πολλαπλών και επικαλυπτόμενων καταπιέσεων. Ως νομική θεωρία δεν απέκτησε ιδιαίτερη ισχύ. Αλλά στον πολιτικό κόσμο και στο χώρο των μη κερδοσκοπικών οργανισμών, η διατομεακότητα έχει γίνει μια ευρέως διαδεδομένη λέξη.

Στον κόσμο της πολιτικής και των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων η διατομεακότητα έχει υποκαταστήσει την παραδοσιακή αριστερή αντίληψη της αλληλεγγύης που αναπτύσσεται κατά τη συλλογική μάχη ενάντια στον ταξικό εχθρό. Η διατομεακότητα δεν αρνείται την ύπαρξη ταξικής πάλης, απλώς ρητορικά την υποβαθμίζει σε κάτι σαν τις μάχες ενάντια στις διακρίσεις που υφίστανται τα ΑΜΕΑ, οι ηλικιωμένοι. Τη θεωρεί ισοδύναμη με τη μάχη ενάντια στη λευκή υπεροχή, στο σεξισμό, στο σπισισμό [iii]και γενικά τις μάχες ενάντια σε μια μεγάλη λίστα όλων των αρνητικών φαινομένων. Το ύπουλο στοιχείο γύρω από την αντικατάσταση της αλληλεγγύης από τη διατομεακότητα είναι ότι η διατομεακότητα συνιστά λαθρεμπόριο εννοιών που υποσκάπτει την πραγματική κοινωνική αλληλεγγύη.

Η διατομεακότητα σημαίνει ότι ο καθένας βάζει πρώτα το δικό του συμφέρον, τη δική του καταπίεση – αν και αυτό δεν ομολογείται πάντα, διότι τότε η αντίφαση θα ήταν προφανής. Η περίτεχνη διατύπωση για το ζήτημα είναι ότι όλοι θέτουν ως μείζον ζήτημα την ξεχωριστή δική τους καταπίεση και λειτουργούν ως σύμμαχοι, αν, και όταν, τα συμφέροντά τους συναντιούνται. Όλη αυτή η ιστορία καταλήγει σε ανοησία, σαν την ανοησία στην οποία κατέληξαν οι επικεφαλής των πορειών με τα ροζ γατο-καπέλα[iv] που δήλωσαν στη Cindy Sheehan[v] ότι το γυναικείο κίνημα τους δεν μπορεί να ασχοληθεί με την αντίσταση στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό «μέχρις ότου όλες οι γυναίκες απελευθερωθούν».

Το σύμπλεγμα των μη κερδοσκοπικών οργανισμών, το οποίο χρηματοδοτείται από το πλουσιότερο 1% της κοινωνίας, προωθεί και ανταμείβει τη διατομεακότητα σε κάθε ευκαιρία, ακριβώς επειδή αυτή θάβει και αποκηρύσσει την ταξική πάλη. Η διατομεακότητα μας έχει ενσταλάξει την αντίληψη ότι η Αριστερά είναι ενοχλητικές εκλογικές ομάδες πίεσης που διαμαρτύρονται, επιδιώκοντας χρηματοδότηση και σταδιοδρομία για τους επικεφαλής τους, αντί για τη δύναμη που προσπαθεί να ανατρέψει την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων και να αγωνιστεί για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου. Ακόμη και η Χίλαρι Κλίντον χρησιμοποιεί πλέον τη λέξη διατομεακότητα.

H αφρο-απαισιοδοξία είναι ένας όρος που δημιουργήθηκε από τον Δρ Frank Wilderson από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Irvine, και συνιστά το αφρικανικό παιδί της διατομεακότητας. Η αφρο-απαισιοδοξία, όπως λέει ο Wilderson, είναι η συνειδητοποίηση ότι οι μαύροι δεν έχουν φυσικούς συμμάχους πουθενά, ότι γεννιόμαστε με σιδερένιους χαλκάδες στα πόδια μας, σημάδια από το μαστίγιο στην πλάτη μας και θηλιές στους λαιμούς μας. Οι μαύροι, λέει ο Wilderson, είναι «σε μια κατάσταση οντολογικού θανάτου» και οι νεκροί δεν έχουν συμμάχους, τουλάχιστον όχι ανάμεσα στους ζωντανούς. Ο Wilderson τουλάχιστον είναι ειλικρινής. Παραδέχεται ανοικτά ότι η αφρο-απαισιοδοξία δεν οδηγεί πουθενά και δεν προσφέρει απαντήσεις σε στρατηγικά ή ακόμα και άμεσα ερωτήματα. Ο στόχος του Wilderson μοιάζει με το στόχο ενός ηλικιωμένου που ρίχνει φραστικά πυροτεχνήματα και δεν νοιάζεται πολύ για το πού ή πώς θα εκραγούν, φτάνει να εκραγούν. Του φτάνει, ό,τι κι αν γίνει.

Αλλά στο πλαίσιο μιας Αριστεράς των ΗΠΑ που απλά ΔΕΝ διεξάγει ταξική πάλη, τα πυροτεχνήματα του Wilderson εκτοξεύονται ξανά και ξανά, τόσο από τους μεγαλύτερους, που θα όφειλαν να γνωρίζουν καλύτερα, όσο και από τους νεότερους, που ψάχνουν να ταιριάξουν με αυτό που θεωρείται ως «κίνημα». Η διατομεακότητα που κυριαρχεί στην Αριστερά των ΗΠΑ είναι ένα είδος δηλητηριώδους ατμόσφαιρας στην οποία η επικολυρική πρόζα της αφρο-απαισιοδοξίας ταιριάζει και ευδοκιμεί. Είναι ένας τόπος, όπου ο ανέντιμος μπορεί να προσποιηθεί, και ο ανυποψίαστος μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχουν απαντήσεις. Ακόμη και αν ο Wilderson παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν.

Για να είμαστε δίκαιοι, κάποιοι ακτιβιστές της διατομεακότητας, προσποιούνται ότι αποδέχονται και στηρίζουν την ταξική πάλη. Η Patrice Cullors, μία από τις τρεις συνιδρύτριες του διάσημου hashtag #blacklivesmatter, ανακήρυξε τον εαυτό της και την Alicia Garza «έμπειρους μαρξιστές». Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι ένας έμπειρος μαρξιστής θα εξέταζε την ιστορία των ΗΠΑ και θα κατανοούσε ότι δεν υπάρχουν ταξικές οργανώσεις ή μέτωπα που κάνουν ταξικό αγώνα, συνεπώς θα προσπαθούσε να ξεπεράσει τα εμπόδια ώστε να δημιουργηθούν και να αναπτυχθούν τέτοιες οργανώσεις και μέτωπα.

Αλλά ο θρίαμβος της διατομεακότητας έχει οδηγήσει την αμερικανική Αριστερά στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Η διατομεακότητα παριστάνει ότι ο ταξικός αγώνας και η ανατροπή της καπιταλιστικής τάξης και η μάχη για την εξουσία είναι πράγματα ανέφικτα, αδύνατα, μη ρεαλιστικά ή απλώς δευτερεύοντα, μπροστά στον αγώνα για ζητήματα φύλου, για τους μετανάστες, για το περιβάλλον. Ή, στην περίπτωση της αφρο-απαισιοδοξίας, είναι δευτερεύοντα μπροστά στους αγώνες ενάντια στους σιδερένιους χαλκάδες και τις θηλιές στο λαιμό μας που αισθανόμαστε οι μαύροι. Η διατομεακότητα καλεί την Αριστερά να προσαρμοστεί στην αδυναμία και στην δηλητηριώδη μας ατμόσφαιρα, δεν την καλεί να αγωνιστεί για την εξουσία, για να υπάρξει κοινωνική αλλαγή.

Η διατομεακότητα είναι μια βαθιά τρύπα. Η αφρο-απαισιοδοξία είναι ένα φτυάρι. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σταματήσουμε να σκάβουμε.

Πηγή: Black Agenda Report

Μετάφραση: antapocrisis.gr


[i] ΣτΜ. Η διατομεακότητα (intersectionality) είναι διαδεδομένος όρος στην αμερικανική Αριστερά και σημαίνει την ενασχόληση με τις ταυτότητες που ορίζονται από το φύλο, τη φυλή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, τις διατροφικές προτιμήσεις κλπ, θεωρώντας ότι οι καταπιέσεις που προκύπτουν σε αυτούς τους τομείς είναι κυρίαρχες και οι αντίστοιχοι καταπιεζόμενοι πρέπει να συντονιστούν βάζοντας στην προμετωπίδα τους ο καθένας το πρόβλημά του.

[ii] ΣτΜ. Η αφρο-απαισιοδοξία είναι όρος που αναφέρεται στην ιδιαίτερα δυσχερή θέση των μαύρων θεωρώντας ότι φέρουν στη συμπεριφορά και στην ιδεολογία τους τα αποτελέσματα αιώνων καταπίεσης, σκλαβιάς και μαρτυρίων.

[iii] ΣτΜ. Η έννοια σπισισμός δηλώνει τη διάκριση μεταξύ διαφορετικών ζωικών ειδών, πράγμα που αποφέρει και την εκμετάλλευση κάποιων ειδών από κάποια άλλα, συνήθως εννοείται η εκμετάλλευση των ζώων από τους ανθρώπους.

[iv] ΣτΜ. Ο Dixon αναφέρεται στο PussyHat project και στο ρόλο του στις Πορείες των Γυναικών, το κίνημα που ξέσπασε κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Τραμπ, κατά το οποίο χιλιάδες γυναίκες διαμαρτύρονταν για τη σεξιστική συμπεριφορά του Τραμπ φορώντας ροζ καπέλα με αυτάκια γάτας, φτιαγμένα από τις ίδιες.

[v] ΣτΜ. Ακτιβίστρια ενάντια στον πόλεμο, μητέρα στρατιώτη που σκοτώθηκε στο Ιράκ. Πολιτικοποιήθηκε γρήγορα μετά το θάνατο του γιού της και έπαιξε ρόλο στο αντιπολεμικό κίνημα.