Τραμπ και Κίνα: Προς έναν Ψυχρό ή Θερμό Πόλεμο;

Με μια πρώτη ματιά, η διαμάχη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα περιστρέφεται γύρω από ζητήματα αθέμιτων ανταγωνιστικών πρακτικών και κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας. Με μια πιο προσεκτική εξέταση του ζητήματος, αντιλαμβανόμαστε ότι σχετίζεται με κάτι πολύ πιο θεμελιώδες: με τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Ουάσινγκτον να διατηρήσει την ηγεμονία της επί του πλανήτη. Οδεύουμε, άραγε, προς μία σύγκρουση των δύο τιτάνων;

Δύναμη απόλυτη και ανθεκτική στο χρόνο

Οι ΗΠΑ βγαίνουν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια τεράστια νίκη. Όλες οι παραδοσιακές και οι αναδυόμενες υπερδυνάμεις της εποχής έχουν εξαντληθεί πλήρως. Στην Ουάσινγκτον ονειρεύονται μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, σύμφωνα με την οποία θα είναι οι μόνοι επικεφαλής. Δυστυχώς, η ταχύτατη ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης και η κατάρριψη του πυρηνικού μονοπωλίου ανέκοψαν αυτά τα σχέδια.

Μισό αιώνα αργότερα, το όνειρο γίνεται πραγματικότητα, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Από εδώ και στο εξής, δεν θα υπάρχουν εμπόδια στην κυριαρχία της αυτοκρατορίας. Επιτέλους, οι ΗΠΑ αποτελούν τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της παγκόσμιας πολιτικής σκακιέρας. Και έτσι θέλουν να παραμείνουν τα πράγματα. Το Πεντάγωνο αναφέρει το 1992:

«Ο πρωταρχικός μας στόχος είναι να εμποδίσουμε την ανάδυση ενός νέου αντιπάλου. Θα πρέπει να διατηρούμε τον μηχανισμό εκείνο που θα αποτρέπει τους δυνητικούς ανταγωνιστές μας ακόμη κι από την ίδια την φιλοδοξία για έναν αναβαθμισμένο ρόλο σε περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο».

Σε αυτήν τη φάση, η Κίνα δεν αποτελεί (ακόμη) απειλή. Η οικονομία της είναι υποανάπτυκτη και το ΑΕΠ της είναι μόλις το 1/3 του αμερικανικού ΑΕΠ. Είναι, επίσης, μια χώρα ασήμαντη στο στρατιωτικό επίπεδο. Εκείνη την περίοδο η Κίνα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πρωτίστως ως παράδεισος κερδοφορίας: έχει ένα τεράστιο απόθεμα φθηνού, πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού, ενώ μπορεί να εξελιχθεί μακροπρόθεσμα σε μια ελκυστική νέα αγορά, καθώς διαθέτει το 1/5 του πληθυσμού παγκοσμίως.  Από την άλλη, η Κίνα αποβλέπει σε ξένες επενδύσεις και στην παγκόσμια αγορά, προκειμένου να αναπτυχθεί ραγδαία.

Στα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα, καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι με το οικονομικό άνοιγμα στην Κίνα ο καπιταλισμός θα παρεισφρήσει σταδιακά και κατά τρόπο μόνιμο στην Κίνα και θα καταφέρει εντέλει να την καταλάβει από το «κομμουνιστικό καθεστώς». Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: αφενός, ευνοϊκές προοπτικές για τις πολυεθνικές εταιρίες, αφετέρου εξάλειψη ενός ιδεολογικού αντιπάλου. Γι’ αυτό και η Κίνα γίνεται δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001.

Σε κάθε περίπτωση, η είσοδος στον ΠΟΕ τόνωσε πραγματικά την κινεζική οικονομία. Το 1995 η Κίνα ήταν 11η στη λίστα των χωρών με τις μεγαλύτερες εξαγωγές αγαθών. Είκοσι χρόνια αργότερα, βρίσκεται στην κορυφή της λίστας. Από την είσοδο στον ΠΟΕ, η οικονομία της έχει τετραπλασιαστεί. Αυτή η ανάπτυξη σήμανε σημαντικά κέρδη και για τις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές πολυεθνικές κάνουν χρυσές δουλειές στην Κίνα. Οι πωλήσεις τους ανήλθαν πέρυσι σε 500 δις δολάρια, που σημαίνει 100 δις περισσότερα από το εμπορικό έλλειμμα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού στις ΗΠΑ αυξάνεται λόγω της εισαγωγής φθηνών κινεζικών εμπορευμάτων. Υπάρχουν, επίσης, σημαντικά πλεονεκτήματα σε νομισματικό επίπεδο. Προκειμένου να διατηρήσει την ισοτιμία μεταξύ γουάν και δολαρίου, η Κίνα αγοράζει τεράστια ποσότητα δολαρίων, που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ αποκτούν πολύ φθηνές πιστώσεις και μπορούν να διατηρούν τα επιτόκια δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα.

Πέρα από τις αυταπάτες

Όμως, υπάρχει ένα τεράστιο «αλλά» στην όλη ιστορία: τίποτα δεν προχωράει βάση σχεδίου όσον αφορά την παλινόρθωση του καπιταλισμού εκ των έσω ή την αποδυνάμωση του κομμουνιστικού κόμματος.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας δεν τιθασεύτηκε μέσα από το εμπόριο. Το Κόμμα-Κράτος εξακολουθεί να ασκεί σταθερό έλεγχο στα ανώτερα επίπεδα της οικονομίας της Κίνας, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, μέσω της επιρροής του σε μεγάλες «ιδιωτικές» εταιρίες, οι οποίες μπορούν «να παραμείνουν κερδοφόρες και ιδιωτικές μόνο με την υποστήριξη του Κόμματος», λέει ο οικονομολόγος Brad W. Setser.

Αυτό το συνειδητοποιούν πλέον και οι κυρίαρχοι κύκλοι στις ΗΠΑ. Στην περιβόητη ομιλία του, ο Αντιπρόεδρος Pence το έθεσε χωρίς περιστροφές:

«Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, πιστέψαμε ότι μια ελεύθερη Κίνα αποτελούσε αναπόφευκτο επακόλουθο. Η Αμερική, μεθυσμένη από την αισιοδοξία που επικρατούσε στις αρχές του 21ου αιώνα, επέτρεψε στο Πεκίνο να έχει ελεύθερη πρόσβαση στην οικονομία μας, ενώ εντάξαμε την Κίνα στον ΠΟΕ. […] Όμως η ελπίδα εκείνη ματαιώθηκε».

Οι καπιταλιστικοί γίγαντες, δηλαδή χρηματοπιστωτικές, βιομηχανικές ή τεχνολογικές εταιρίες όπως η Google, η Amazon ή η Facebook, μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Όχι όμως στην Κίνα. Είναι ένα από λίγα μέρη σε αυτόν τον πλανήτη όπου οι κολοσσοί αυτοί ασκούν μικρή ή και καθόλου επιρροή. Επιπροσθέτως, η Κίνα δεν αποτελεί πια μια χώρα διαμετακόμισης, όπου τα προϊόντα απλώς συναρμολογούνται, με αποτέλεσμα να παρέχονται υπηρεσίες που δεν αποφέρουν ιδιαίτερα κέρδη για την ίδια τη χώρα.

Πηγή: αρθρογράφος

Το γεγονός ότι η Κίνα δεν είναι πια μια «παιδική χαρά» για τις μεγάλες πολυεθνικές είναι από μόνο του αρνητικό για τις ΗΠΑ. Όμως, το χειρότερο είναι ότι η οικονομική θέση των ΗΠΑ έχει αποδυναμωθεί, την ίδια περίοδο που αυτή της Κίνας έχει ενισχυθεί σημαντικά. Το 1980, το ΑΕΠ των ΗΠΑ αντιπροσώπευε το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ της Κίνας ήταν λίγο παραπάνω από το 1/20. Σήμερα αντιπροσωπεύουν αμφότερα από 1/4.

Μάλιστα, η ανάπτυξη της Κίνας δεν είναι μόνο ποσοτική. Η κινεζική οικονομία έχει κάνει και ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός. Μεγάλη πρόοδος έχει σημειωθεί στο τεχνολογικό πεδίο. Μέχρι πρόσφατα, θεωρούνταν μια χώρα «αντιγραφέας» τεχνολογίας, ενώ σήμερα θεωρείται καινοτόμος. Σήμερα το 40% όλων των ευρεσιτεχνιών παγκοσμίως είναι κινεζικές, ποσοστό μεγαλύτερο από το αντίστοιχο  ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας σωρευτικά.  Το 2015 τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Made in China 2025», προκειμένου να αναπτυχθεί περαιτέρω η βιομηχανία και να επιτευχθεί μεγαλύτερη αυτονομία σε 10 τομείς – κλειδιά της οικονομίας.

Μέσα από την παραπάνω διαδρομή, τα κινεζικά προϊόντα και οι υπηρεσίες γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικά. Μακροπρόθεσμα θα απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία των πολυεθνικών της Δύσης. Αυτό είναι, φυσικά, ένα ανεπιθύμητο και μη αποδεκτό αποτέλεσμα. Ο Peter Navarro, ανώτατος οικονομικός σύμβουλος του Trump δήλωσε ότι:

«Στο μανιφέστο της οικονομικής πολιτικής της, το “Made in China 2025”, η κυβέρνηση της Κίνας έχει θέσει αναλυτικούς στόχους σε σχέση με συγκεκριμένους βιομηχανικούς τομείς: από την τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική και την κβαντική υπολογιστική ως τα αυτοκατευθυνόμενα οχήματα… Αν η Κίνα καταλάβει αυτούς τους τομείς, τότε οι ΗΠΑ δεν θα έχουν κανένα οικονομικό μέλλον».

«Είναι ο στρατός, ηλίθιε»!

Σύμφωνα με τον Navarro, το πρόβλημα δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την οικονομία, την ευμάρεια ή τα κέρδη.

«Δεν κινδυνεύει μόνο η αμερικανική ευημερία… Η πνευματική ιδιοκτησία που προσπαθεί να πάρει η Κίνα αποτελεί τον βασικό της στόχο και παίζει ρόλο – κλειδί για την συνέχιση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ».

Οι δηλώσεις του Navarro είναι εξόχως αποκαλυπτικές. Η κυβέρνηση Trump κραυγάζει για το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, όμως δεν είναι αυτή η βασική ανησυχία. Το σημαντικότερο είναι η διατήρηση της κυριαρχίας σε τρεις τομείς: την τεχνολογία, τους βιομηχανική παραγωγή του μέλλοντος και τους εξοπλισμούς. Η κυριαρχία αυτή απειλείται πρώτα και κύρια από την Κίνα.

Πηγή: OECD

O Navarro δεν εκφράζει προσωπικές του απόψεις, αλλά την κυβερνητική πολιτική. Η πολιτική αυτή αναπτύχθηκε αναλυτικά σε μια αποκαλυπτική έκθεση του Πενταγώνου, το Σεπτέμβριο του 2018. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι τρεις προαναφερθέντες τομείς –τεχνολογίες, οικονομία, εξοπλισμοί- είναι στενά συνυφασμένοι μεταξύ τους. Το τεχνολογικό προβάδισμα είναι απαραίτητο για την υπερίσχυση στον οικονομικό ανταγωνισμό και τη διατήρηση της στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας. Η έκθεση προειδοποιεί ότι:

«Οι κινεζικές δαπάνες στον τομέα της Έρευνας & Ανάπτυξης πλησιάζουν ταχέως τις αντίστοιχες των ΗΠΑ και πιθανότατα θα πετύχουν ισοτιμία κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον».

Η έκθεση αναφέρεται ρητά και στο «Made in China 2025».

«Μία από τις κυριότερες πρωτοβουλίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας στο πεδίο της βιομηχανίας, το “Made in China 2025”, επικεντρώνεται στην τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική υπολογιστική, τη ρομποτική, τα αυτόνομα και νέα ενεργειακά οχήματα, τις ιατρικές συσκευές υψηλής απόδοσης, τα εξαρτήματα πλοίων υψηλής τεχνολογίας, καθώς και σε άλλους ανερχόμενους τομείς που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εθνική άμυνα».

Η Πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» (Belt & Road Initiative – BRI) θεωρείται επίσης ως αρνητική εξέλιξη. Η BRI είναι ένα κινεζικό δίκτυο θαλάσσιων και χερσαίων εμπορικών δρόμων, που απλώνεται σε 64 χώρες και περιλαμβάνει επενδύσεις, δάνεια, εμπορικές συμφωνίες και πλήθος Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, με συνολική αξία 900 δις δολάρια.

«Η στρατηγική της Κίνας για “μία Ζώνη, ένα Δρόμο» περιλαμβάνει τόσο κινήσεις συνεργασίας όσο και πιο επιθετικές επιλογές· στο πλαίσιο της παραπάνω πολιτικής, η Κίνα επεδίωξε την απόκτηση κρίσιμων υποδομών στις ΗΠΑ, όπως σιδηροδρόμων, λιμανιών και τηλεπικοινωνιών. Οι οικονομικές στρατηγικές της Κίνας, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφεραν οι βιομηχανικές πολιτικές άλλων κρατών, απειλούν σημαντικά τη βιομηχανική βάση των ΗΠΑ και δημιουργούν, κατά συνέπεια, όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο στην εθνική τους ασφάλεια».

Όμως, η σχέση που συνδέει τεχνολογία, οικονομία και εξοπλισμούς είναι πολύ βαθύτερη. Προκειμένου να διατηρήσουν την στρατιωτική κυριαρχία τους, οι ΗΠΑ χρειάζονται μια δική τους σταθερή βιομηχανική βάση. Από την οπτική της εθνικής ασφάλειας, η παγκοσμιοποίηση έχει παρατραβήξει. Η μετεγκατάσταση τμημάτων της αμερικανικής οικονομίας στο εξωτερικό έχει διαβρώσει τη βάση της πολεμικής βιομηχανίας, υπονομεύοντας έτσι την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.

«Η απώλεια πάνω από 60.000 αμερικανικών εργοστασίων, μεγάλων εταιριών και σχεδόν 5 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία από το 2000, απειλεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα των κατασκευαστών στις ΗΠΑ να ανταποκρίνονται στις εθνικές αμυντικές απαιτήσεις και δημιουργεί ανησυχία για την υγεία της βιομηχανικής βάσης παραγωγής και άμυνας. […] Σήμερα, στηριζόμαστε σε μεμονωμένες εγχώριες πηγές για ορισμένα προϊόντα και σε ξένες αλυσίδες ανεφοδιασμού για άλλα, και ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πιθανή αδυναμία να παράγουμε εξειδικευμένα στρατιωτικά εξαρτήματα εντός συνόρων».

Η προστατευτική πολιτική της κυβέρνησης Trump δεν πυροδοτείται κυρίαρχα από το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η έκθεση αναφέρεται σε αυτό μόνο παρεμπιπτόντως. Αυτό που έχει σημασία είναι η διασφάλιση μιας «δραστήριας αμυντικής βιομηχανικής βάσης», που θα στηρίζεται σε έναν «δραστήριο εγχώριο κατασκευαστικό τομέα» και σε «σταθερές αλυσίδες ανεφοδιασμού από το εξωτερικό». Αυτή είναι η «εθνική προτεραιότητα».

Όταν γίνεται λόγος για «αμυντικές δυνατότητες» αυτό σημαίνει, με  άλλα λόγια, πολεμική προετοιμασία. Αυτό που σκέφτεται το Πεντάγωνο δεν είναι μερικές περιφερειακές, μικρής κλίμακας συρράξεις, αλλά κατά βάση μία μεγάλη σε ένταση και διάρκεια πολεμική απόπειρα ενάντια στις «ρεβιζιονιστικές δυνάμεις», δηλαδή στην Κίνα και τη Ρωσία. Η έκθεση προτείνει την ριζική «αναδιοργάνωση» της αμερικανικής οικονομίας και την προετοιμασία για το «σενάριο μιας σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων». Όπως το έθεσε και ένας υψηλά ιστάμενος στρατιωτικός αξιωματούχους:

«Είμαστε εδώ και καιρό απασχολημένοι με πολέμους χαμηλών τεχνολογικών απαιτήσεων ενάντια σε ανθρώπους που εκτοξεύουν βόμβες από τις καρότσες φορτηγών, ενώ όλο αυτό το διάστημα η Κίνα υπήρξε πιο ξύπνια και μας αιφνιδίασε. Εκεί θα επικεντρωθούμε τώρα».

Κατά τον 20ο αιώνα οι κυριότερες προσπάθειες των ΗΠΑ στρέφονταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ κατά τον 21ο επικεντρώνονται στον «κινεζικό κίνδυνο». Στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τον προϋπολογισμό του 2019, το Κογκρέσο διατύπωσε ρητά ότι «ο στρατηγικός ανταγωνισμός με την Κίνα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο αποτελεί βασική προτεραιότητα των ΗΠΑ». Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο την οικονομία, αλλά μια συνολική στρατηγική σε πολλά μέτωπα. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, απαιτείται «η συντονισμένη λειτουργία πολλών επιμέρους στοιχείων της κρατικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την διπλωματία, την οικονομία, τις μυστικές υπηρεσίες, την επιβολή της νομιμότητας και το στρατό, έτσι ώστε να προστατευθεί και να ενισχυθεί η εθνική ασφάλεια».

Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στα ζητήματα που αφορούν τη στρατηγική για την οικονομία και το στρατό.

Ένα οικονομικό σιδηρούν παραπέτασμα

O Trump επιδιώκει μια συνολική αναδιάταξη των οικονομικών σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας. Όπως το έχει θέσει και ο ίδιος με το γνωστό του στυλ:

«Όταν ανέλαβα βαδίζαμε σε μια κατεύθυνση που θα επέτρεπε τελικά στην Κίνα να είναι μεγαλύτερη από εμάς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν πρόκειται πια να συμβεί».

Προκειμένου να αναχαιτιστεί η άνοδος της Κίνας, είναι αναγκαία η οικονομική αποσύνδεση των ΗΠΑ από την Κίνα στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Τόσο οι κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ όσο και οι αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα πρέπει να περιοριστούν και να αποκλειστούν. Καταρχήν, δίνεται βάρος στους στρατηγικούς τομείς.

Θα πρέπει να περιοριστεί και το αμοιβαίο εμπόριο. Οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει δασμούς στις μισές περίπου εισαγωγές από την Κίνα. Ο Trump απειλεί να επιβάλει δασμούς στο σύνολο των εισαγωγών, εάν κριθεί απαραίτητο. Στο στόχαστρο βρίσκονται και οι εξαγωγές προς την Κίνα. Για την ανάπτυξή της, η Κίνα εξαρτάται σημαντικά από υψίστης σημασίας εξαρτήματα, όπως μικροκυκλώματα (microchips). Το Μάιο του 2015, οι πωλήσεις μικροτσίπ στην ZTE, μια μεγάλη κινεζική εταιρία τηλεπικοινωνιών που απασχολεί 75.000 ανθρώπους, διακόπηκαν προσωρινά, θέτοντάς την σε κίνδυνο πτώχευσης. Η επιτυχημένη manager Kathleen Gaffney  προβλέπει ότι τα παραπάνω είναι μόνο η αρχή:

«Έχουμε το απόλυτο προβάδισμα στην τεχνολογία και την καινοτομία όσον αφορά τη βιομηχανία παραγωγής μικροκυκλωμάτων. Η Κίνα επιθυμεί να ηγηθεί κι αυτή μακροπρόθεσμα. Θα τα παράγουν στην Κίνα μέχρι το 2025. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να τους θέσουμε εμπόδια περιορίζοντας τις εξαγωγές μας.  Μια τέτοια κίνηση θα βλάψει την Κίνα αλλά δεν θα βλάψει το σύνολο της οικονομίας. Σε τέτοιου είδους ενέργειες θα προβούμε».

Οι πιο σοβαροί σχολιαστές πιστεύουν ότι οι δασμοί που επιβάλλονται αφενός θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομία των ΗΠΑ και ότι  αφετέρου θα επιλύσουν το πρόβλημα του ελλείμματος με την Κίνα. Δεν είναι όμως αυτή η πραγματική έγνοια του Trump και της κλίκας του. Ο βασικός τους στόχος είναι «να προσπαθήσουν να εμποδίσουν την τεχνολογική άνοδο της Κίνας παρά να κλείσουν μια συμφέρουσα για την αμερικανική οικονομία συμφωνία», όπως το έθεσε και ένας επενδυτής.

Η κυβέρνηση Trump προσπαθεί, ακόμη, να επεκτείνει τον εμπορικό της πόλεμο με την Κίνα και σε άλλες χώρες. Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με τον Καναδά και το Μεξικό για μια νέα συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, ο Trump έθεσε μια ρήτρα που ορίζει ότι οι δύο αυτές χώρες δεν μπορούν να συνάψουν καμία εμπορική συμφωνία με μια χώρα που δεν έχει «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», δηλαδή με την Κίνα. Σκοπεύει να συνάψει στο μέλλον τέτοιες συμφωνίες και με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εάν οι ΗΠΑ πετύχουν κάτι τέτοιο, θα αποτελέσει μεγάλο πλήγμα και την Κίνα και θα υψωθεί ένα είδος «οικονομικού σιδηρού παραπετάσματος» γύρω από τη χώρα.

Η αντι-κινεζική στάση δεν περιορίζεται στον Trump και μερικά «γεράκια» στην κυβέρνησή του. Μεγάλα τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου πιστεύουν ότι ΗΠΑ και Κίνα έχουν εμπλακεί σε έναν μακροπρόθεσμο, στρατηγικό ανταγωνισμό και ότι η άνοδος του ασιατικού γίγαντα αποτελεί απειλή για τη θέση των ΗΠΑ διεθνώς. Υπάρχει όλο και μεγαλύτερη συμφωνία ως προς το ότι η εμπορική πολιτική και η πολιτική εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να είναι στο εξής ενιαίες και ότι ο Λευκός Οίκος θα πρέπει να απαντήσει δυναμικά στον στρατηγικό ανταγωνιστή του. Η δίψα για σύγκρουση μεγαλώνει.

Η αντι-κινεζική διάθεση διακατέχει Ρεπουμπλικανούς, υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς, «όρνια» της εθνικής ασφάλειας και ανθρώπους του Πενταγώνου. Διακατέχει, ακόμη, και Δημοκρατικούς και τμήμα των συνδικάτων και της αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι η επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα θα διαρκέσει μάλλον για πολύ καιρό και σίγουρα δεν θα τερματιστεί μετά την αποχώρηση του σημερινού προέδρου από το οβάλ γραφείο.

«Άνοιξε πρώτος πυρ»

Η ανωτερότητα των ΗΠΑ στο στρατιωτικό επίπεδο είναι συντριπτική. Διαθέτουν 800 στρατιωτικές βάσεις σε πάνω από 70 χώρες και 150.000  στρατιώτες σε 177 χώρες. Οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες ξεπερνούν τα 600 δις δολάρια, ποσό που υπερβαίνει το 1/3 των συνολικών δαπανών του πλανήτη. Είναι συνολικά 3 φορές περισσότερες σε σχέση με τις δαπάνες τις Κίνας και 12 φορές περισσότερες, αν υπολογιστούν κατά κεφαλήν.

Επί 70 χρόνια, οι ΗΠΑ κυριεύουν τις θάλασσες και τον εναέριο χώρο σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, της Ανατολικής Ασίας περιλαμβανομένης. Απολάμβαναν σχεδόν απόλυτη ελευθερία κινήσεων και την δυνατότητα να στερούν από τους εχθρούς τους αυτήν την ελευθερία. Ο Trump επιθυμεί να παραμείνει έτσι:

«Η Αμερική δεν θα αποδεχθεί ποτέ να γίνει δεύτερη δύναμη. Θα κάνω τις ένοπλες δυνάμεις μας τόσο δυνατές, ώστε να μην φοβηθούμε ποτέ ξανά μια άλλη δύναμη».

Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας του 2017, η Κίνα οικοδομεί «τον πιο ικανό και πιο χρηματοδοτούμενο στρατό στον κόσμο, μετά από τον δικό μας». Η «άλλη δύναμη» στην οποία αναφέρεται ο Trump είναι η Κίνα. Σύμφωνα με τον Πεντάγωνο, πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί η υπεροχή στην Ανατολική Ασία. Αυτό σημαίνει να περιοριστεί η Κίνα.

«Όσο η Κίνα συνεχίζει την οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξή της, διεκδικώντας εξουσία μέσω μιας μακροπρόθεσμης, πανεθνικής στρατηγικής, θα συνεχίσει να ακολουθεί ένα πρόγραμμα στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, που στοχεύει μεσοπρόθεσμα στην περιφερειακή ηγεμονία σε Ινδικό και Ειρηνικό και μακροπρόθεσμα στον εκτοπισμό των ΗΠΑ, προκειμένου να καταστεί παγκόσμια κυρίαρχος».

Στην ψυχροπολεμική του ομιλία τον περασμένο Οκτώβρη, ο Αντιπρόεδρος Pence δεν άφησε κανένα περιθώριο για αμφιβολίες:

«Το μήνυμά μας προς τους ηγέτες της Κίνας είναι το εξής: Αυτός ο Πρόεδρος δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Όσο ενισχύουμε το στρατό μας, θα συνεχίσουμε να διασφαλίζουμε τα αμερικανικά συμφέρνοντα σε Ινδικό και Ειρηνικό».

Η στρατηγική κατά της Κίνας στο στρατιωτικό επίπεδο έχει δύο σκέλη: τον ανταγωνισμό για τους εξοπλισμούς και της περικύκλωση της χώρας.

Ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός έχει πάρει φωτιά. Οι ΗΠΑ δαπανούν 150 δις δολάρια ετησίως σε στρατιωτική έρευνα, δηλαδή 5 φορές περισσότερα από την Κίνα. Εργάζονται πυρετωδώς για μια νέα γενιά εξαιρετικά προηγμένων όπλων, drones και κάθε είδους ρομπότ, τα οποία δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει ένας μελλοντικός εχθρός. Τα F-35 ενσωματώνουν την κορυφαία τεχνολογία της εποχής και είναι 15-20 χρόνια πιο προηγμένα από τα κινεζικά μαχητικά αεροσκάφη. Στην ανάπτυξη τέτοιων όπλων προηγμένης τεχνολογίας χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική μηχανική, η τεχνολογία laser, οι υπερηχητικές ταχύτητες, η πυρηνική ανάφλεξη και ο ηλεκτρονικός πόλεμος. Πρόκειται για τις πολεμικές επιστήμες του μέλλοντος.

Προκειμένου να διατηρηθεί το εξοπλιστικό προβάδισμα, οι Κινέζοι θα πρέπει να κρατηθούν σε απόσταση. Σύμφωνα με την έκθεση για την Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του Δεκεμβρίου του 2017,

«Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός και η οικονομική διεύρυνση της Κίνας οφείλεται ως ένα βαθμό και στην πρόσβασή της στην οικονομία της καινοτομίας των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων».

Ο Λευκός Οίκος στρέφεται προς τον προστατευτισμό όχι μόνο σε σχέση με το εμπόριο, τις επενδύσεις ή την τεχνολογία, αλλά σε σχέση και με τη γνώση.

Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στα διαστημικά όπλα.

«Εάν η πολιτική της αποτροπής αποτύχει, είμαι πεπεισμένος ότι […] εάν έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν ισότιμο ή σχεδόν ισότιμο αντίπαλο, θα πρέπει να δώσουμε μάχη για την υπεροχή μας στο διάστημα», δηλώνει ο Στρατηγός John Raymond,  Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Πολεμικής Αεροπορίας.

Πέρυσι ο Trump αποφάσισε να ιδρύσει ένα νέο, πλήρως ανεπτυγμένο στρατιωτικό κλάδο: την Διαστημική Δύναμη των ΗΠΑ.

Η διεξαγωγή ενός προληπτικού πολέμου δεν αποκλείεται. Ο Bob Work, πρώην Υφυπουργός  Άμυνας, σημειώνει ότι η Κίνα αναπτύσσει πυραύλους που πλησιάζουν πολύ τις δυνατότητες των αμερικανικών.

«Οι ΗΠΑ δεν χρειάστηκε ποτέ να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που μπορούσε να ρίξει πυραύλους με τέτοιο βεληνεκές και τέτοια πυκνότητα βλημάτων όσο και οι ίδιες. Σε οποιονδήποτε μελλοντικό πόλεμο, η χρήση καθοδηγούμενων πυρομαχικών θα είναι τόσο εκτεταμένη και σημαντική[…]», ώστε θα έχει «μεγάλη σημασία να είμαστε οι πρώτοι που θα ανοίξουμε πυρ».

Το δεύτερο σκέλος του σχεδίου είναι η στρατιωτική περικύκλωση. Για το εξωτερικό της εμπόριο, η Κίνα βασίζεται κατά 90% στις θαλάσσιες μεταφορές. Περισσότερο από το 80% της πετρελαϊκής της τροφοδοσίας διέρχεται από τον Πορθμό της Malacca (κοντά στη Σιγκαπούρη), όπου οι ΗΠΑ έχουν μια στρατιωτική βάση. Ο Kissinger είπε κάποτε «έλεγξε το πετρέλαιο, και θα ελέγχεις τα κράτη». Σε κάθε περίπτωση, οι ΗΠΑ μπορούν με ευκολία να διακόψουν τη ροή πετρελαίου προς την Κίνα. Προς το παρόν, η Κίνα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μέχρι το 2020, το 60% ολόκληρου του αμερικανικού στόλου θα βρίσκεται σταθμευμένο στην ευρύτερη περιοχή. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι η Κίνα περικυκλώνεται και συμπιέζεται. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε εάν η Κίνα επρόκειτο να εγκαταστήσει μία οποιαδήποτε στρατιωτική εγκατάσταση –πόσο μάλλον μία βάση- κοντά στις ΗΠΑ.

Εντός του παραπάνω πλαισίου θα πρέπει να εξετάσουμε την κατασκευή μικρών νησιών από την Κίνα στη Νότια Θάλασσά της καθώς και τις αξιώσεις που εγείρει για ένα μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής. Ο έλεγχος των θαλάσσιων διαδρομών μέσω των των οποίων μεταφέρονται η ενέργεια και τα βιομηχανικά αγαθά είναι ζωτικής σημασίας για το Πεκίνο.

Η Παγίδα του Θουκυδίδη

Η Κίνα απειλεί την υπεροχή των ΗΠΑ. Θα οδηγήσει αναπόφευκτα αυτή η διαπίστωση σε μια θανάσιμη παγίδα σαν κι αυτή που περιέγραψε πρώτος ο Θουκυδίδης; Ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός περιγράφει πως η ανάπτυξη της Αθήνας δημιούργησε φόβο στη Σπάρτη και την οδήγησε να διεξάγει πόλεμο εναντίον της για να την αποτρέψει. Ο ιστορικός Graham Allison σκιαγραφεί το πώς τα τελευταία 500 χρόνια υπήρξαν 16 ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες μία ανερχόμενη δύναμη απείλησε την κυριαρχία μιας κυρίαρχης δύναμης. Δώδεκα φορές η κατάσταση αυτή κατέληξε σε πόλεμο.

Η ιστορία δεν είναι νομοτέλεια, αποτελεί όμως σημαντικό δείκτη. Σε κάθε περίπτωση, η σταθερή στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ αποτελεί εγγύηση για την διατήρηση της οικονομικής υπεροχής τους. Όταν κάνουμε λόγο για οικονομική υπεροχή, αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις χιλιάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, επιχειρήσεις εξαιρετικά ισχυρές που ασκούν τεράστια επιρροή στην πολιτική του Λευκού Οίκου, ανεξαρτήτως του εκάστοτε προέδρου. Τα δισεκατομμύρια των κερδών δεν θα παραδοθούν εύκολα, χωρίς έναν σκληρό αγώνα.

Όπως είπε και ο Μαρξ πριν από 160 χρόνια:

«Το κεφάλαιο απεχθάνεται την απουσία κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος». Εάν το κέρδος είναι μεγάλο, «το κεφάλαιο θα επιδείξει περίσσιο θράσος» κι εάν το κέρδος είναι πολύ μεγάλο «δεν θα υπάρξει έγκλημα που θα διστάσει να διαπράξει ούτε ρίσκο που θα διστάσει να πάρει».

Μερικοί θα υποστηρίξουν ότι η δύναμη μαζικής εξόντωσης που έχουν τα σύγχρονα όπλα είναι πολύ μεγάλη για να πάρει κάποιος το ρίσκο μιας σύρραξης μεγάλης κλίμακας. Όμως αυτή η λάθος συλλογιστική υπήρχε και πριν από εκατό χρόνια, σύμφωνα με την Katrina Mason.

«Πριν από λίγο περισσότερα από 100 χρόνια, οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι τα όπλα ήταν τόσο τεχνολογικά ανεπτυγμένα και τόσο θανατηφόρα, ώστε κανείς δεν θα κατέφευγε στη χρήση τους. Πολλοί διατύπωναν την άποψη ότι ο αδιάκοπος εξοπλιστικός ανταγωνισμός ήταν μέρος μιας οικονομικής προσπάθειας ενίσχυσης της εγχώριας βιομηχανίας και υποτιμούσαν το ενδεχόμενο να οδηγήσει ένας τέτοιος ανταγωνισμός σε σύρραξη. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τους διέψευσε και στις δύο εκτιμήσεις».

Πώς μπορούν τα γιγαντιαία οικονομικά συμφέροντα να τεθούν υπό δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να επικρατήσει η κοινή λογική κι όχι το κυνήγι του κέρδους; Το ερώτημα αυτό θα είναι καθοριστικό για το μέλλον.


*O Marc Vandepitte είναι Βέλγος φιλόσοφος και οικονομολόγος, συγγραφέας πολλών βιβλίων για τις σχέσεις Νότου-Βορρά, τη Λατινική Αμερική, την Κούβα και την Κίνα.

Πηγή: Global Research
Μετάφραση:
Ειρήνη Τσαλουχίδη

Η νέα ιμπεριαλιστική δομή

Το άρθρο του Samir Amin δημοσιεύθηκε στο Monthly Review τον Ιούλιο του 2019. Αναπτύσσει τη θέση του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατά τη γνώμη του χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Η κεντρική ιδέα

Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι ένας καπιταλισμός γενικευμένων μονοπωλίων. Αυτό που εννοώ με αυτό είναι ότι τα μονοπώλια δεν αποτελούν πλέον νησίδες (όσο σημαντικές και αν είναι) σε έναν ωκεανό εταιρειών που δεν είναι μονοπώλια -και κατά συνέπεια είναι σχετικά αυτόνομα- αλλά ένα ολοκληρωμένο σύστημα, και κατά συνέπεια ελέγχουν πλέον αυστηρά όλα τα παραγωγικά συστήματα. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ακόμη και οι μεγάλες που δεν ανήκουν επισήμως στα ολιγοπώλια, περικλείονται σε δίκτυα ελέγχου που έχουν δημιουργήσει τα μονοπώλια ένθεν κακείθεν. Κατά συνέπεια, το περιθώριο αυτονομίας τους έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες έχουν μετατραπεί σε υπεργολάβους των μονοπωλίων. Αυτό το σύστημα των γενικευμένων μονοπωλίων είναι το αποτέλεσμα ενός νέου σταδίου της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στις χώρες της τριάδας (σ.μ. ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του ’90.

Ταυτόχρονα, αυτά τα γενικευμένα μονοπώλια κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Παγκοσμιοποίηση είναι το όνομα που οι ίδιοι έχουν δώσει στις επιταγές μέσω των οποίων ασκούν τον έλεγχό τους στα παραγωγικά συστήματα της περιφέρειας του παγκόσμιου καπιταλισμού (όλος ο κόσμος πέρα από τους εταίρους της τριάδας). Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού.

Ως σύστημα, ο γενικευμένος και παγκοσμιοποιημένος μονοπωλιακός καπιταλισμός διασφαλίζει ότι τα μονοπώλια αυτά αντλούν ένα μονοπωλιακό ενοίκιο που εισπράττεται από τη μάζα της υπεραξίας (που μετατρέπεται σε κέρδη) που το κεφάλαιο αντλεί από την εκμετάλλευση της εργασίας. Στο βαθμό που αυτά τα μονοπώλια λειτουργούν στην περιφέρεια του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, αυτό το μονοπωλιακό ενοίκιο μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστικό ενοίκιο. Η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου -η οποία ορίζει τον καπιταλισμό σε όλες τις διαδοχικές ιστορικές μορφές του- διέπεται συνεπώς από τη μεγιστοποίηση του μονοπωλιακού/ιμπεριαλιστικού ενοικίου.

Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συσσώρευσης του κεφαλαίου βρίσκεται πίσω από τη συνεχή επιδίωξη της συγκέντρωσης των εισοδημάτων και των περιουσιών, αυξάνοντας τα μονοπωλιακά ενοίκια, και τα οποία καταλαμβάνονται κυρίως από τις ολιγαρχίες (πλουτοκρατίες) που ελέγχουν τους ολιγοπωλιακούς ομίλους, εις βάρος των εργατικών εισοδημάτων και ακόμη και των εσόδων του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με τη σειρά της, αυτή η συνεχώς αυξανόμενη ανισορροπία είναι η ίδια η προέλευση της χρηματιστικοποίησης του οικονομικού συστήματος. Αυτό που εννοώ είναι ότι ένα αυξανόμενο μέρος του πλεονάσματος δεν μπορεί πλέον να επενδυθεί στην επέκταση και ενίσχυση των παραγωγικών συστημάτων και ότι η “χρηματοοικονομική επένδυση” αυτού του αυξανόμενου πλεονάσματος είναι η μόνη δυνατή εναλλακτική λύση για τη συνέχιση της συσσώρευσης που ελέγχεται από τα μονοπώλια. Αυτή η χρηματιστικοποίηση, η οποία επιτείνει την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος (και του πλούτου), δημιουργεί το αυξανόμενο πλεόνασμα από το οποίο τρέφεται. Οι χρηματοπιστωτικές επενδύσεις (ή, ακριβέστερα, οι επενδύσεις της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας) συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμούς που κόβουν την ανάσα, δυσανάλογους με τους ρυθμούς αύξησης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (που και ο ίδιος γίνεται τότε σε μεγάλο βαθμό ψευδής) ή τους ρυθμούς επενδύσεων στο παραγωγικό σύστημα. Η εκπληκτική αύξηση των χρηματοοικονομικών επενδύσεων απαιτεί -και συντηρεί- μεταξύ άλλων, την αύξηση του χρέους, σε όλες τις μορφές του, ιδίως του δημόσιου χρέους. Όταν οι υπάρχουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν τον στόχο της “μείωσης του χρέους”, λένε σκόπιμα ψέματα. Η στρατηγική των χρηματιστικοποιημένων μονοπωλίων χρειάζεται την αύξηση του χρέους (την οποία επιδιώκουν και δεν αντιτίθενται) -ένα οικονομικά ελκυστικό μέσο για την απορρόφηση του πλεονάσματος από τα μονοπωλιακά ενοίκια. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται για τη “μείωση του χρέους”, όπως λέγεται, καταλήγουν στην πραγματικότητα να αυξάνουν τον όγκο του, που είναι η επιδιωκόμενη συνέπεια.

Οι πλουτοκράτες: Η νέα άρχουσα τάξη του παρωχημένου καπιταλισμού

Η λογική της συσσώρευσης έγκειται στην αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του ελέγχου του κεφαλαίου. Η τυπική ιδιοκτησία μπορεί να διασκορπιστεί (όπως στους “ιδιοκτήτες” των μετοχών στα συνταξιοδοτικά προγράμματα), ενώ η διαχείριση αυτής της ιδιοκτησίας ελέγχεται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο συγκέντρωσης της εξουσίας κυριαρχίας του κεφαλαίου, τέτοιο που οι μορφές ύπαρξης και οργάνωσης της αστικής τάξης, όπως ήταν γνωστές μέχρι σήμερα, έχουν μετασχηματιστεί πλήρως. Η αστική τάξη σχηματίστηκε αρχικά από σταθερές αστικές οικογένειες. Από γενιά σε γενιά, οι κληρονόμοι συνέχιζαν τις εξειδικευμένες δραστηριότητες των επιχειρήσεών τους. Η αστική τάξη χτίστηκε και οικοδομήθηκε σε βάθος χρόνου. Αυτή η σταθερότητα ενθάρρυνε την εμπιστοσύνη στις “αστικές αξίες” και προώθησε την επιρροή τους σε ολόκληρη την κοινωνία. Σε μεγάλο βαθμό, η αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη έγινε αποδεκτή ως τέτοια. Η πρόσβασή της στα προνόμια της άνεσης και του πλούτου φαινόταν άξια ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρείχε. Φαινόταν επίσης ότι είχε κυρίως εθνικό προσανατολισμό, ότι ήταν ευαίσθητη στα εθνικά συμφέροντα, όποιες κι αν ήταν οι ασάφειες και οι περιορισμοί αυτής της χειραγωγημένης έννοιας. Η νέα άρχουσα τάξη έρχεται σε απότομη ρήξη με αυτή την παράδοση. Ορισμένοι περιγράφουν τον εν λόγω μετασχηματισμό ως την ανάπτυξη των ενεργών μετόχων (που μερικές φορές χαρακτηρίζονται ακόμη και ως λαϊκιστές μέτοχοι) που αποκαθιστούν πλήρως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αυτός ο εγκωμιαστικός και παραπλανητικός χαρακτηρισμός νομιμοποιεί την αλλαγή και δεν αναγνωρίζει ότι η κύρια πτυχή του μετασχηματισμού αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης στον έλεγχο του κεφαλαίου και τη συνακόλουθη συγκέντρωση της εξουσίας. Η νέα άρχουσα τάξη δεν μετριέται πλέον σε δεκάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια, όπως συνέβαινε με την παλαιότερη αστική τάξη. Επιπλέον, ένα μεγάλο ποσοστό της νέας αστικής τάξης αποτελείται από νεοεισερχόμενους που αναδείχθηκαν περισσότερο από την επιτυχία των οικονομικών τους πράξεων (ιδίως στο χρηματιστήριο) παρά από τη συμβολή τους στις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Η ταχύτατη άνοδός τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους προκατόχους τους, των οποίων η άνοδος πραγματοποιήθηκε σε πολλές δεκαετίες.

Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας, ακόμη πιο έντονος από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, ενισχύει τη διαπλοκή της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας. Η “παραδοσιακή” ιδεολογία του καπιταλισμού έδινε έμφαση στις αρετές της ιδιοκτησίας εν γένει, ιδιαίτερα της μικρής ιδιοκτησίας -στην πραγματικότητα της μεσαίας ή μεσαίας-μεγάλης ιδιοκτησίας- που θεωρείται ότι προωθεί την τεχνολογική και κοινωνική πρόοδο μέσω της σταθερότητάς της. Σε αντίθεση με αυτό, η νέα ιδεολογία συσσωρεύει επαίνους στους “νικητές” και περιφρονεί τους “ηττημένους” χωρίς κανένα άλλο σκεπτικό. Ο “νικητής” εδώ έχει σχεδόν πάντα δίκιο, ακόμη και όταν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι οριακά παράνομα, αν δεν είναι προφανώς παράνομα, και σε κάθε περίπτωση αγνοούν τις κοινά αποδεκτές ηθικές αξίες.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μετατραπεί σε πελατειακό καπιταλισμό μέσω της δύναμης της λογικής της συσσώρευσης. Ο αγγλικός όρος “crony capitalism” δεν θα πρέπει να προορίζεται μόνο για τις “υπανάπτυκτες και διεφθαρμένες” μορφές της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής που οι “οικονομολόγοι” (οι ειλικρινείς και πεπεισμένοι πιστοί στις αρετές του φιλελευθερισμού) κατήγγειλαν παλαιότερα. Ισχύει τώρα για τον καπιταλισμό στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Η σημερινή συμπεριφορά αυτής της άρχουσας τάξης είναι αρκετά κοντά σε εκείνη της μαφίας, ακόμη και αν η σύγκριση φαίνεται προσβλητική και ακραία.

Το πολιτικό σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι πλέον πλουτοκρατικό. Αυτή η πλουτοκρατία προσαρμόζεται στην πρακτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία έχει γίνει “δημοκρατία χαμηλής έντασης”. Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε όποιον θέλετε, κάτι που δεν έχει καμία σημασία, αφού η αγορά και όχι το Κογκρέσο ή το Κοινοβούλιο είναι αυτό που αποφασίζει για τα πάντα. Η πλουτοκρατία προσαρμόζεται και αλλού σε απολυταρχικές μορφές διαχείρισης ή σε εκλογικές δυνάμεις.

Αυτές οι αλλαγές έχουν αλλάξει το καθεστώς των μεσαίων τάξεων και τον τρόπο ενσωμάτωσής τους στο παγκόσμιο σύστημα. Οι τάξεις αυτές αποτελούνται τώρα κυρίως από μισθωτούς και όχι πλέον από μικρούς παραγωγούς εμπορευμάτων όπως πριν. Αυτός ο μετασχηματισμός εκδηλώνεται ως κρίση των μεσαίων τάξεων, που χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη διαφοροποίηση: οι προνομιούχοι (υψηλοί μισθοί) έχουν γίνει οι άμεσοι φορείς της κυρίαρχης ολιγοπωλιακής τάξης, ενώ οι υπόλοιποι εξαθλιώνονται.

Οι κερδοσκόποι: Η νέα κυρίαρχη τάξη στην περιφέρεια

Η αντίθεση κέντρων/περιφέρειας δεν είναι καινούργια. Αποτελεί μέρος της παγκοσμιοποιημένης επέκτασης του καπιταλισμού από την αρχή, πριν από πέντε αιώνες. Κατά συνέπεια, οι τοπικές άρχουσες τάξεις των περιφερειακών καπιταλιστικών χωρών, είτε ήταν ανεξάρτητες είτε αποικίες, ήταν πάντα υποδεέστερες άρχουσες τάξεις, αν και εξακολουθούσαν να συνδέονται με τις χώρες τους, αντλώντας κέρδη από την ένταξή τους στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

Υπάρχει σημαντική ποικιλομορφία σε αυτές τις τάξεις, οι οποίες προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από εκείνες που κυριαρχούσαν στις κοινωνίες τους πριν από την υποταγή τους στον καπιταλισμό/ιμπεριαλισμό. Η επανάκτηση της ανεξαρτησίας οδήγησε συχνά στην αντικατάσταση αυτών των παλαιότερων (συνεργατικών) υποταγμένων τάξεων από νέες άρχουσες τάξεις -γραφειοκρατίες, κρατικές αστικές τάξεις- οι οποίες ήταν πιο νόμιμες στα μάτια του λαού (στην αρχή) λόγω της σύνδεσής τους με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Αλλά και εδώ πάλι, στις περιφέρειες που κυριαρχούνταν είτε από τον παλαιότερο ιμπεριαλισμό (μορφές πριν από το 1950) είτε από τον νέο ιμπεριαλισμό (από την εποχή του Μπαντούνγκ μέχρι περίπου το 1980), οι τοπικές άρχουσες τάξεις επωφελούνταν από μια ορατή σχετική σταθερότητα. Οι διαταραχές που προκλήθηκαν από τον ολιγοπωλιακό καπιταλισμό του νέου συλλογικού ιμπεριαλισμού (η τριάδα) ξερίζωσαν πραγματικά τις δυνάμεις όλων αυτών των παλαιότερων κυρίαρχων τάξεων στην περιφέρεια και τις αντικατέστησαν με μια νέα τάξη που θα ονομάσω κερδοσκόπους. Οι εν λόγω κερδοσκόποι είναι επιχειρηματίες, όχι δημιουργικοί επιχειρηματίες. Αποκομίζουν τον πλούτο τους από τις διασυνδέσεις τους με την κατεστημένη κυβέρνηση και τους ξένους αφέντες του συστήματος, είτε πρόκειται για εκπροσώπους των ιμπεριαλιστικών κρατών (ιδίως της CIA) είτε για τα ολιγοπώλια. Λειτουργούν ως καλοπληρωμένοι μεσάζοντες, επωφελούμενοι από ένα πραγματικό πολιτικό ενοίκιο. Αυτή είναι η προέλευση του μεγαλύτερου μέρους του πλούτου που συσσωρεύουν. Οι κερδοσκόποι δεν προσυπογράφουν πλέον καμία απολύτως ηθική και εθνική αξία. Σε μια καρικατούρα των alter-egos τους στα κυρίαρχα κέντρα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο από την “επιτυχία”, τη συσσώρευση χρημάτων, με μια πλεονεξία που ξεχωρίζει πίσω από έναν υποτιθέμενο έπαινο του ατόμου. Και πάλι, οι μαφιόζικες, ακόμη και οι εγκληματικές συμπεριφορές δεν είναι ποτέ μακριά.

Ο σχηματισμός της νέας τάξης των κερδοσκόπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ανάπτυξη των μορφών λούμπεν-ανάπτυξης που χαρακτηρίζουν ευρέως τον σύγχρονο Νότο. Αλλά ο κύριος άξονας του κυρίαρχου μπλοκ διαμορφώνεται από αυτή την τάξη μόνο στις “μη ανερχόμενες” χώρες. Στις “αναδυόμενες” χώρες, το κυρίαρχο μπλοκ είναι διαφορετικό.

Οι υποτελείς τάξεις: Ένα γενικευμένο αλλά κατακερματισμένο προλεταριάτο

Ο Καρλ Μαρξ όρισε αυστηρά τον προλετάριο (ένα ανθρώπινο ον που αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική του δύναμη στο κεφάλαιο) και αναγνώρισε ότι οι συνθήκες αυτής της πώλησης (“τυπικές” ή “πραγματικές” για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Μαρξ) ήταν πάντα διαφορετικές. Η κατάτμηση του προλεταριάτου δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Η περιγραφή ήταν πιο ακριβής για ορισμένα τμήματα της τάξης, όπως οι εργάτες του 19ου αιώνα στον νέο τομέα της μεταποίησης ή, ένα καλύτερο παράδειγμα, το εργοστάσιο του Φορντισμού στον 20ό αιώνα. Η εστίαση στον εργασιακό χώρο διευκόλυνε την αλληλεγγύη στους κοινούς αγώνες και την ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης, αλλά ενθάρρυνε επίσης τον εργατισμό σε ορισμένους ιστορικούς μαρξισμούς. Ο κατακερματισμός της παραγωγής που προκύπτει από τη στρατηγική του κεφαλαίου να εφαρμόσει τις δυνατότητες που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες, χωρίς ωστόσο να χάσει τον έλεγχο της υπεργολαβικής ή αποσυγκεντρωμένης παραγωγής, αποδυναμώνει την αλληλεγγύη και ενισχύει την ποικιλομορφία στην αντίληψη των συμφερόντων.

Έτσι, το προλεταριάτο φαίνεται να εξαφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που έχει γίνει πιο διαδεδομένο. Μορφές μικρής, αυτόνομης παραγωγής και εκατομμύρια μικροί αγρότες, τεχνίτες και έμποροι εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από την υπεργολαβική εργασία, τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων κ.λπ. Το ενενήντα τοις εκατό των εργαζομένων, τόσο στην υλική όσο και στην άυλη παραγωγή, γίνονται, με τυπικούς όρους, μισθωτοί εργάτες. Έχω βγάλει ορισμένα συμπεράσματα από τη διαφοροποίηση των μισθών. Μακριά από το να είναι ανάλογη με το κόστος της κατάρτισης για τα απαιτούμενα προσόντα, αυτή η διαφοροποίηση επιτείνεται στα άκρα. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την αναγέννηση του αισθήματος αλληλεγγύης. “Εμείς, το 99 τοις εκατό”, λένε τα κινήματα Occupy. Αυτή η διπλή πραγματικότητα -η εκμετάλλευση όλων από το κεφάλαιο και οι ποικίλες μορφές και η βία αυτής της εκμετάλλευσης- αποτελεί πρόκληση για την Αριστερά, η οποία δεν μπορεί να αγνοήσει “τις αντιφάσεις μεταξύ των ανθρώπων”, αλλά και να παραιτηθεί από την προσπάθεια να προχωρήσει σε μια σύγκλιση των στόχων. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπάγεται μια ποικιλομορφία στις μορφές οργάνωσης και δράσης του νέου γενικευμένου προλεταριάτου. Η ιδεολογία του “κινήματος” αγνοεί αυτές τις προκλήσεις. Η μετάβαση στην επίθεση απαιτεί μια αναπόφευκτη ανασυγκρότηση κέντρων ικανών να σκεφτούν την ενότητα των στρατηγικών στόχων.

Η εικόνα του γενικευμένου προλεταριάτου στην περιφέρεια, είτε αναδύεται είτε όχι, είναι διαφορετική με τουλάχιστον τέσσερις τρόπους: (1) η πρόοδος της “εργατικής τάξης”, ορατή στις αναδυόμενες χώρες, (2) η επιμονή μιας μεγάλης αγροτιάς που, ωστόσο, ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική αγορά και, κατά συνέπεια, υπόκειται σε εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, έστω και έμμεση, (3) η εξαιρετικά ταχεία ανάπτυξη των δραστηριοτήτων “επιβίωσης” που απορρέουν από τη λούμπεν-ανάπτυξη και (4) οι αντιδραστικές θέσεις μεγάλων τμημάτων των μεσαίων τάξεων όταν είναι οι αποκλειστικοί δικαιούχοι της ανάπτυξης.

Η πρόκληση για τη ριζοσπαστική Αριστερά σε αυτές τις συνθήκες είναι “να ενώσει τους αγρότες και τους εργάτες”, για να χρησιμοποιήσουμε όρους που προέρχονται από την Τρίτη Διεθνή, να ενώσει τους εργάτες (συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων άτυπων), την κριτική διανόηση και τις μεσαίες τάξεις σε ένα μέτωπο κατά των κομπραδόρων.

Νέες μορφές πολιτικής κυριαρχίας

Οι μετασχηματισμοί στην οικονομική βάση του συστήματος και στις ταξικές δομές που το συνοδεύουν έχουν αλλάξει τις συνθήκες άσκησης της εξουσίας. Η πολιτική κυριαρχία εκφράζεται πλέον μέσω μιας νέου τύπου “πολιτικής τάξης” και ενός κλήρου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που και οι δύο είναι αφιερωμένες αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του αφηρημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων. Η ιδεολογία του “ατόμου ως βασιλιά” και οι ψευδαισθήσεις του “κινήματος” που θέλει να μεταμορφώσει τον κόσμο, ακόμη και να “αλλάξει τη ζωή”(!) -χωρίς να θέτει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας από τους εργαζόμενους και τους λαούς- ενισχύουν μόνο τις νέες μεθόδους άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου.

Στην περιφέρεια, μια εξαιρετικά καρικατούρα μορφή επιτυγχάνεται όταν η λούμπεν-ανάπτυξη περιορίζει την άσκηση της εξουσίας σε ένα κομπραδόρικο κράτος και μια τάξη κερδοσκόπων. Αντίθετα, στις αναδυόμενες χώρες, κοινωνικά μπλοκ διαφορετικού τύπου ασκούν πραγματική εξουσία, η νομιμοποίηση της οποίας απορρέει από την οικονομική επιτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η αυταπάτη ότι η ανάδυση “στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και με καπιταλιστικά μέσα” θα επιτρέψει να φτάσουμε τα κέντρα, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς του εφικτού σε αυτό το πλαίσιο και τις συνακόλουθες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, ανοίγουν την πόρτα σε διαφορετικές πιθανές εξελίξεις που θα μπορούσαν να κινηθούν είτε προς το καλύτερο (προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού) είτε προς το χειρότερο (αποτυχία και επανακομπραδοποίηση).

Ο παρωχημένος καπιταλισμός και το τέλος του αστικού πολιτισμού

Τα χαρακτηριστικά των νέων κυρίαρχων τάξεων που περιγράφονται εδώ δεν είναι παροδικά συγκυριακά φαινόμενα. Ανταποκρίνονται αυστηρά στις λειτουργικές απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ο αστικός πολιτισμός -όπως κάθε πολιτισμός- δεν μπορεί να αναχθεί στη λογική της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος. Περιλαμβάνει μια ιδεολογική και ηθική συνιστώσα: τον έπαινο της ατομικής πρωτοβουλίας, βεβαίως, αλλά και την εντιμότητα και τον σεβασμό του νόμου, ακόμη και την αλληλεγγύη προς τον λαό, που εκφράζεται τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Αυτό το σύστημα αξιών εξασφάλιζε μια ορισμένη σταθερότητα στην κοινωνική αναπαραγωγή στο σύνολό της και σηματοδοτούσε τον κόσμο των πολιτικών αναπαραστάσεων στην υπηρεσία του. Αυτό το σύστημα αξιών εξαφανίζεται. Τη θέση του παίρνει ένα σύστημα χωρίς αξίες. Η άγνοια και η χυδαιότητα χαρακτηρίζουν μια αυξανόμενη πλειοψηφία σε αυτόν τον κόσμο των “κυρίαρχων”. Μια δραματική αλλαγή αυτού του είδους προαναγγέλλει το τέλος ενός πολιτισμού. Αναπαράγει αυτό που φαίνεται καθαρά από άλλες εποχές παρακμής. Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι ο σύγχρονος ολιγοπωλιακός καπιταλισμός πρέπει πλέον απερίφραστα να χαρακτηριστεί ως παρωχημένος, ανεξάρτητα από τις φαινομενικές άμεσες επιτυχίες του, αφού αυτές απορροφώνται πλήρως σε μια πορεία που οδηγεί ξεκάθαρα σε μια νέα βαρβαρότητα. (Αναφέρομαι εδώ στη μελέτη μου “Επανάσταση ή παρακμή;”, η οποία έχει ήδη συμπληρώσει περισσότερα από τριάντα χρόνια)1.

Το σύστημα του γενικευμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, “παγκοσμιοποιημένο” (ιμπεριαλιστικό) και χρηματιστικό, καταρρέει μπροστά στα μάτια μας. Αυτό το σύστημα είναι εμφανώς ανίκανο να ξεπεράσει τις αυξανόμενες εσωτερικές του αντιφάσεις και είναι καταδικασμένο να συνεχίσει την τρελή του βιασύνη. Η κρίση του συστήματος δεν οφείλεται σε τίποτε άλλο παρά στην ίδια του την “επιτυχία”. Η στρατηγική που χρησιμοποιούν τα μονοπώλια έχει πάντα οδηγήσει στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μέχρι σήμερα: τα σχέδια λιτότητας, τα λεγόμενα κοινωνικά (στην πραγματικότητα αντικοινωνικά) σχέδια απολύσεων, εξακολουθούν να επιβάλλονται παρά την αντίσταση. Η πρωτοβουλία παραμένει, ακόμη και τώρα, στα χέρια των μονοπωλίων (των αγορών) και των πολιτικών τους υπηρέτες (των κυβερνήσεων που υποτάσσουν τις αποφάσεις τους στις λεγόμενες απαιτήσεις της αγοράς).

Οι αναλύσεις των αγώνων και των συγκρούσεων που ξεκινούν με την ιδέα της αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε το νέο φαινόμενο της “ανάδυσης” ορισμένων χωρών του Νότου.

Ωστόσο, αυτό το φθινόπωρο του καπιταλισμού δεν συμπίπτει με μια “άνοιξη των λαών”, η οποία συνεπάγεται ότι οι εργαζόμενοι και οι λαοί που αγωνίζονται έχουν κάνει μια ακριβή εκτίμηση των απαιτήσεων, όχι για να “τελειώσει η κρίση του καπιταλισμού” αλλά για να “τελειώσει ο καπιταλισμός “2. Αυτό δεν έχει συμβεί, ή δεν έχει συμβεί ακόμα. Το χάσμα που χωρίζει το φθινόπωρο του καπιταλισμού από την πιθανή άνοιξη των λαών προσδίδει στη σημερινή στιγμή της ιστορίας τον επικίνδυνα δραματικό της χαρακτήρα. Η μάχη μεταξύ των υπερασπιστών της καπιταλιστικής τάξης και εκείνων που, πέρα από την αντίστασή τους, μπορούν να ωθήσουν την ανθρωπότητα στο μακρύ δρόμο προς το σοσιαλισμό, που θεωρείται ως ένα ανώτερο στάδιο του πολιτισμού, έχει μόλις αρχίσει. Όλες οι εναλλακτικές λύσεις -οι καλύτερες αλλά και οι πιο βάρβαρες- είναι επομένως δυνατές.

Η ίδια η ύπαρξη αυτού του χάσματος απαιτεί κάποια εξήγηση. Ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο. Είναι επίσης ένα σύστημα που βασίζεται στην πόλωση της ανάπτυξής του σε παγκόσμια κλίμακα. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός είναι τα δύο αδιαχώριστα πρόσωπα της ίδιας πραγματικότητας, αυτής του ιστορικού καπιταλισμού. Η αμφισβήτηση αυτού του συστήματος αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα μέχρι το 1980, σε ένα μακρύ κύμα νικηφόρων αγώνων από τους εργαζόμενους και τους κυριαρχούμενους λαούς. Οι επαναστάσεις που διεξήχθησαν κάτω από τις σημαίες του μαρξισμού και του κομμουνισμού, οι μεταρρυθμίσεις που κατακτήθηκαν στο πλαίσιο μιας σταδιακής πορείας προς το σοσιαλισμό, οι νίκες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων των αποικιοκρατούμενων και καταπιεσμένων λαών, όλα μαζί οικοδόμησαν σχέσεις ισχύος λιγότερο δυσμενείς για τους εργαζόμενους και τους λαούς από ό,τι προηγουμένως. Αλλά αυτό το κύμα εξαντλήθηκε χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συνέχισή του με νέες προόδους. Αυτή η εξάντληση επέτρεψε στη συνέχεια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο να ξαναπάρει την επίθεση και να αποκαταστήσει την απόλυτη και μονομερή εξουσία του, ενώ τα περιγράμματα ενός νέου κύματος αμφισβήτησης του συστήματος μόλις που διακρίνονται. Σε αυτό το ημίφως της νύχτας που δεν έχει τελειώσει ακόμα και της ημέρας που δεν έχει αρχίσει ακόμα, τα τέρατα και τα φαντάσματα παίρνουν μορφή. Ενώ ο γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι πραγματικά τερατώδης, οι απαντήσεις των δυνάμεων της απόρριψης είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό νεφελώδεις.

Η Ανάδυση και η Λούμπεν Ανάπτυξη

Ο όρος ανάδυση χρησιμοποιείται από διάφορους ανθρώπους σε εξαιρετικά διαφορετικά συμφραζόμενα και τις περισσότερες φορές χωρίς να προσδιορίζεται με σαφήνεια το νόημά του. Η ανάδυση δεν μετριέται από έναν αυξημένο ρυθμό αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ή των εξαγωγών για μεγάλο χρονικό διάστημα (πάνω από μια δεκαετία) ή από το γεγονός ότι η εν λόγω κοινωνία έχει επιτύχει ένα υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως το βλέπουν η Παγκόσμια Τράπεζα και οι συμβατικοί οικονομολόγοι. Η ανάδυση συνεπάγεται πολύ περισσότερα: συνεχή ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας και αύξηση της ικανότητας των βιομηχανιών αυτών να είναι ανταγωνιστικές σε παγκόσμια κλίμακα.

Επιπλέον, πρέπει να αποσαφηνιστούν δύο ακόμη ερωτήματα: ποιες βιομηχανίες εμπλέκονται και τι εννοούμε με τον όρο ανταγωνιστικός. Θα πρέπει να αποκλείσουμε τις εξορυκτικές βιομηχανίες (ορυχεία και καύσιμα), οι οποίες από μόνες τους μπορούν, σε χώρες καλά προικισμένες από τη φύση, να παράγουν επιταχυνόμενη ανάπτυξη χωρίς να παρασύρουν στο πέρασμά τους όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες της εν λόγω χώρας. Ακραία παραδείγματα αυτών των “μη-αναδυόμενων” καταστάσεων είναι οι χώρες του Κόλπου, η Βενεζουέλα και η Γκαμπόν. Είναι επίσης απαραίτητο να εξετάζεται η ανταγωνιστικότητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας καθώς και του παραγωγικού συστήματος στο σύνολό του, και όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα ενός επιλεγμένου αριθμού παραγωγικών μονάδων μεμονωμένα. Μέσω της μετεγκατάστασης ή της υπεργολαβίας, οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται σε χώρες του Νότου μπορούν να υποστηρίξουν τη δημιουργία τοπικών παραγωγικών μονάδων (θυγατρικών των πολυεθνικών ή αυτόνομων μονάδων) ικανών να εξάγουν στην παγκόσμια αγορά, γεγονός που τις καθιστά ανταγωνιστικές κατά την άποψη των συμβατικών οικονομικών. Η ανταγωνιστικότητα ενός παραγωγικού συστήματος εξαρτάται από διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, όπως το γενικό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων σε όλα τα επίπεδα και η αποτελεσματικότητα όλων των θεσμών που διαχειρίζονται την εθνική πολιτική οικονομία (φορολογικό σύστημα, εταιρικό δίκαιο, εργασιακά δικαιώματα, πιστώσεις, δημόσια στήριξη κ.λπ.) Με τη σειρά του, το εν λόγω παραγωγικό σύστημα δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις βιομηχανίες μεταποίησης που παράγουν βιομηχανικά προϊόντα για την παραγωγή και την κατανάλωση (αν και η απουσία αυτών σημαίνει πραγματικά ότι δεν υπάρχει παραγωγικό σύστημα που να αξίζει το όνομα), αλλά περιλαμβάνει επίσης την παραγωγή τροφίμων και γεωργικών προϊόντων, καθώς και τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την κανονική λειτουργία του συστήματος (ιδίως τις μεταφορές και τις πιστώσεις).

Η έννοια της ανάδυσης, λοιπόν, συνεπάγεται μια πολιτική και ολιστική προσέγγιση του ζητήματος. Επομένως, μια χώρα είναι αναδυόμενη μόνο στο βαθμό που οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση στοχεύουν στον στόχο της οικοδόμησης και ενίσχυσης μιας οικονομίας που είναι στραμμένη προς το εσωτερικό (ακόμη και αν είναι ανοικτή προς το εξωτερικό) και, κατά συνέπεια, ικανή να διεκδικήσει την εθνική οικονομική της κυριαρχία. Αυτός ο σύνθετος στόχος συνεπάγεται ότι η διεκδίκηση αυτής της κυριαρχίας περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της οικονομικής ζωής. Ειδικότερα, συνεπάγεται μια πολιτική που επιτρέπει σε μια χώρα να ενισχύσει την επισιτιστική της κυριαρχία καθώς και την κυριαρχία της στον έλεγχο των φυσικών πόρων και την πρόσβαση σε αυτούς από το εξωτερικό της εθνικής της επικράτειας. Αυτοί οι πολλαπλοί και συμπληρωματικοί στόχοι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους στόχους μιας κομπραδόρικης κυβέρνησης που αρκείται στο να προσαρμόζει το εφαρμοζόμενο μοντέλο ανάπτυξης στις απαιτήσεις του κυρίαρχου “φιλελεύθερου-παγκοσμιοποιημένου” παγκόσμιου συστήματος και στις δυνατότητες που αυτό προσφέρει.

Μέχρι στιγμής, δεν έχουμε πει τίποτα για τον προσανατολισμό της πολιτικής στρατηγικής που εφαρμόζει ένα συγκεκριμένο κράτος και μια συγκεκριμένη κοινωνία: Είναι καπιταλιστικό ή κινείται προς το σοσιαλισμό; Ωστόσο, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τη συζήτηση, διότι η επιλογή του προσανατολισμού μιας άρχουσας τάξης έχει σημαντικές θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την επιτυχία της ανάδυσης. Η σχέση μεταξύ των πολιτικών της ανάδυσης, από τη μια πλευρά, και των κοινωνικών μετασχηματισμών που τις συνοδεύουν, από την άλλη, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την εσωτερική συνοχή των πρώτων, αλλά και από το βαθμό της συμπληρωματικότητάς τους (ή της σύγκρουσής τους) με τους δεύτερους. Οι κοινωνικοί αγώνες -ταξικοί αγώνες και πολιτικές συγκρούσεις- δεν προκύπτουν από την “προσαρμογή” στη λογική του σχεδίου ανάδυσης του κράτους- αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για το τι κάνει το κράτος. Η τρέχουσα εμπειρία καταδεικνύει την ποικιλομορφία και τις διακυμάνσεις αυτών των σχέσεων. Η ανάδυση συνοδεύεται συχνά από επιδείνωση των ανισοτήτων. Ωστόσο, η ακριβής φύση αυτών των ανισοτήτων πρέπει να διευκρινιστεί: Εμφανίζονται οι ανισότητες αυτές σε ένα πλαίσιο όπου μια μικρή μειοψηφία ή μια μεγαλύτερη (η μεσαία τάξη) επωφελείται από τις ασκούμενες πολιτικές, ενώ η πλειοψηφία των εργαζομένων εξαθλιώνεται, ή σε ένα πλαίσιο όπου παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αυτής της πλειοψηφίας, έστω και αν ο ρυθμός αύξησης του εισοδήματός της είναι χαμηλότερος από εκείνον των δικαιούχων του συστήματος; Με άλλα λόγια, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές μπορούν να συνδέουν την ανάδυση με την εξαθλίωση ή όχι. Η ανάδυση δεν είναι ένα καθεστώς που μια χώρα επιτυγχάνει μια για πάντα. Αποτελείται από διαδοχικά βήματα – τα προηγούμενα, αν είναι επιτυχή, θα προετοιμάσουν το έδαφος για τα επόμενα ή, αν δεν είναι επιτυχή, θα οδηγήσουν σε αδιέξοδο.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η σχέση μεταξύ της αναδυόμενης οικονομίας και της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται η ίδια σε συνεχή μετασχηματισμό και αποτελεί μέρος διαφορετικών συνολικών δυνατοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την κοινωνική αλληλεγγύη στο έθνος ή να την αποδυναμώσουν. Συνεπώς, η ανάδυση δεν είναι συνώνυμη με την αύξηση των εξαγωγών και την αυξανόμενη ισχύ μιας χώρας που μετριέται με αυτόν τον τρόπο. Η αύξηση των εξαγωγών εξαρτάται από την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς που πρέπει να προσδιοριστεί (για την εργατική τάξη, τη μεσαία τάξη) και η πρώτη μπορεί να γίνει στήριγμα ή εμπόδιο για τη δεύτερη. Η αύξηση των εξαγωγών μπορεί έτσι να αποδυναμώσει ή να ενισχύσει τη σχετική αυτονομία της αναδυόμενης οικονομίας στις σχέσεις της με το παγκόσμιο σύστημα.

Η ανάδυση είναι ένα πολιτικό σχέδιο, όχι μόνο οικονομικό. Η αξιολόγηση της επιτυχίας της βασίζεται συνεπώς στην εξέταση της ικανότητάς της να μειώσει τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα καπιταλιστικά κέντρα συνεχίζουν την κυριαρχία τους, παρά τις οικονομικές επιτυχίες των αναδυόμενων χωρών που μετρώνται με τους όρους της συμβατικής οικονομίας. Από την πλευρά μου, έχω ορίσει αυτά τα μέσα με όρους ελέγχου από τις κυρίαρχες δυνάμεις της τεχνολογικής ανάπτυξης, της πρόσβασης στους φυσικούς πόρους, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος, των μέσων πληροφόρησης και των όπλων μαζικής καταστροφής. Υποστηρίζω επίσης τη θέση ότι υπάρχει πράγματι ένας συλλογικός ιμπεριαλισμός της τριάδας που σκοπεύει να διατηρήσει, με κάθε μέσο, την προνομιακή της θέση στην κυριαρχία του κόσμου και να εμποδίσει κάθε αναδυόμενη χώρα να αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία. Από αυτό συμπεραίνω ότι οι φιλοδοξίες των αναδυόμενων χωρών βρίσκονται σε σύγκρουση με τους στρατηγικούς στόχους της ιμπεριαλιστικής τριάδας και η έκταση της βίας σε αυτή τη σύγκρουση είναι ανάλογη με το βαθμό ριζοσπαστικότητας των προκλήσεων των αναδυόμενων χωρών προς τα προνόμια του κέντρου που απαριθμήθηκαν παραπάνω.

Τα οικονομικά της ανάδυσης δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη διεθνή πολιτική των εν λόγω χωρών. Ευθυγραμμίζονται με τον πολιτικοστρατιωτικό συνασπισμό της τριάδας; Αποδέχονται, κατά συνέπεια, τις στρατηγικές που εφαρμόζει ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου; Ή επιχειρούν να τις αντιμετωπίσουν;

Ένα αυθεντικό σχέδιο ανάδυσης είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που περιλαμβάνει τη μονομερή υποταγή στις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, το οποίο μπορεί να οδηγήσει μόνο σε αυτό που ονομάζω λούμπεν-ανάπτυξη. Δανείζομαι εδώ ελεύθερα τον όρο που χρησιμοποίησε ο αείμνηστος Αντρέ Γκούντερ Φρανκ για να αναλύσει μια παρόμοια ανάπτυξη, αλλά σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές συνθήκες. Σήμερα, η λούμπεν-ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της επιταχυνόμενης κοινωνικής αποσύνθεσης που συνδέεται με το μοντέλο “ανάπτυξης” (το οποίο δεν αξίζει το όνομα) που επιβάλλουν τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων στις κυριαρχούμενες κοινωνίες της περιφέρειας. Αντανακλάται στη δραματική αύξηση των δραστηριοτήτων επιβίωσης (η λεγόμενη άτυπη σφαίρα), με άλλα λόγια, από την εξαθλίωση που είναι συνυφασμένη με τη μονομερή λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Μεταξύ των εμπειριών της ανάδυσης, ορισμένες αξίζουν πλήρως τον χαρακτηρισμό, επειδή δεν αποτελούν μέρος διαδικασιών λούμπεν-ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, σε αυτές τις καταστάσεις, η εξαθλίωση δεν πλήττει τις εργατικές τάξεις. Αντίθετα, παρατηρείται βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, είτε μέτρια είτε ισχυρή. Δύο από αυτές τις εμπειρίες είναι σαφώς καπιταλιστικές: Νότια Κορέα και Ταϊβάν (δεν θα συζητήσω εδώ τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την επιτυχία του εγχειρήματος της ανάδυσης σε αυτές τις δύο χώρες). Δύο άλλες κληρονομούν την κληρονομιά των σοσιαλιστικών επαναστάσεων: Κίνα και Βιετνάμ. Η Κούβα θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε αυτή την ομάδα αν καταφέρει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που υφίσταται σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις ανάδυσης που συνδέονται με προφανείς διαδικασίες λούμπεν-ανάπτυξης. Η Ινδία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Τμήματα της κατάστασης της χώρας αντιστοιχούν σε αυτό που απαιτεί και παράγει η ανάδυση. Υπάρχει μια κρατική πολιτική που στοχεύει στην ενίσχυση ενός ευμεγέθους βιομηχανικού συστήματος, υπάρχει μια συνοδευτική επέκταση της μεσαίας τάξης, υπάρχει πρόοδος στις τεχνολογικές δυνατότητες και στην εκπαίδευση, και υπάρχει μια εξωτερική πολιτική ικανή να αυτονομηθεί στην παγκόσμια σκηνή. Αλλά υπάρχει επίσης επιταχυνόμενη φτωχοποίηση για τη μεγάλη πλειοψηφία -τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παράδειγμα ενός υβριδικού συστήματος που συνδυάζει την ανάδυση με τη λούμπεν-ανάπτυξη. Μπορούμε μάλιστα να αναδείξουμε τη συμπληρωματικότητα αυτών των δύο όψεων της πραγματικότητας. Πιστεύω, χωρίς να θέλω να κάνω μια τεράστια γενίκευση, ότι όλες οι άλλες χώρες που θεωρούνται αναδυόμενες ανήκουν σε αυτή την υβριδική οικογένεια, είτε πρόκειται για τη Βραζιλία, είτε για τη Νότια Αφρική, είτε για άλλες. Αλλά υπάρχουν επίσης -και αυτό ισχύει για τις περισσότερες άλλες χώρες του Νότου- καταστάσεις στις οποίες τα στοιχεία της ανάδυσης είναι ελάχιστα εμφανή, ενώ οι διαδικασίες της λούμπεν ανάπτυξης είναι σαφώς κυρίαρχες.

Η συμβολή του μαοϊσμού

Ο “εργατικός” και ευρωκεντρικός μαρξισμός της Δεύτερης Διεθνούς μοιραζόταν με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής μια γραμμική θεώρηση της ιστορίας, σύμφωνα με την οποία όλες οι κοινωνίες πρέπει πρώτα να περάσουν από ένα στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης, για το οποίο η αποικιοκρατία -από αυτή την άποψη “ιστορικά θετική”- φύτεψε τους σπόρους, πριν μπορέσουν να φιλοδοξούν να φτάσουν στο σοσιαλισμό. Η ιδέα ότι η “ανάπτυξη” ορισμένων (τα κυρίαρχα κέντρα) και η “υπανάπτυξη” άλλων (οι κυριαρχούμενες περιφέρειες) ήταν αδιαχώριστες, σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι δύο έμφυτα προϊόντα της παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού, ήταν εντελώς ξένη προς αυτήν.

Η πόλωση που ενυπάρχει στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση -ένα μείζον γεγονός με σημαντικές παγκόσμιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις- απαιτεί μια προοπτική που οδηγεί στην υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτή η πόλωση είναι η βάση για την πιθανή υποστήριξη μεγάλων τμημάτων των εργατικών τάξεων και, κυρίως, των μεσαίων τάξεων (των οποίων η ίδια η ανάπτυξη ευνοείται από τη θέση των κέντρων στο παγκόσμιο σύστημα) στις κυρίαρχες χώρες προς τον κοινωνικό-αποικιοκρατισμό. Ταυτόχρονα, μετατρέπει την περιφέρεια σε μια “ζώνη καταιγίδων” (όπως λέει η κινεζική έκφραση) σε μια μόνιμη φυσική εξέγερση ενάντια στην καπιταλιστική παγκόσμια τάξη. Βεβαίως, η εξέγερση δεν είναι συνώνυμη της επανάστασης, αλλά εγείρει τη δυνατότητα της τελευταίας. Τα κίνητρα για την απόρριψη του καπιταλιστικού μοντέλου δεν λείπουν, ακόμη και στο κέντρο του συστήματος, όπως δείχνει, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του 1968. Αναμφίβολα, η διατύπωση της πρόκλησης που επέλεξε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα κάποτε – “η ύπαιθρος περικυκλώνει τις πόλεις”- είναι κατά συνέπεια πολύ ακραία για να είναι χρήσιμη. Μια παγκόσμια στρατηγική για τη μετάβαση πέρα από τον καπιταλισμό προς τον παγκόσμιο σοσιαλισμό πρέπει να συντονίζει τους αγώνες στα κέντρα με εκείνους στην περιφέρεια του συστήματος.

Αρχικά, ο Β. Ι. Λένιν αποστασιοποιήθηκε από την κυρίαρχη θεωρία της Δεύτερης Διεθνούς και οδήγησε με επιτυχία μια επανάσταση στον “αδύναμο κρίκο” (Ρωσία), αλλά πάντα με την πεποίθηση ότι αυτό θα ακολουθούσε ένα κύμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη. Αυτή ήταν μια απογοητευμένη ελπίδα. Στη συνέχεια ο Λένιν κινήθηκε προς μια άποψη που έδινε μεγαλύτερη σημασία στη μετατροπή των εξεγέρσεων σε επαναστάσεις στην Ανατολή. Αλλά εναπόκειτο στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Μάο Τσετούνγκ να συστηματοποιήσουν αυτή τη νέα προοπτική.

Ο μαοϊσμός συνέβαλε αποφασιστικά σε μια συνολική αξιολόγηση των ζητημάτων και των προκλήσεων που αντιπροσωπεύει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική επέκταση. Μας επέτρεψε να θέσουμε στο κέντρο της ανάλυσης τα κέντρα/περιφέρειες σε αντίθεση με την επέκταση του εγγενώς ιμπεριαλιστικού και πολωτικού “πραγματικά υπάρχοντος” καπιταλισμού και να αντλήσουμε από την ανάλυση αυτή όλα τα συνεπαγόμενα διδάγματα για τον σοσιαλιστικό αγώνα τόσο στα κυρίαρχα κέντρα όσο και στις κυριαρχούμενες περιφέρειες. Αυτά τα συμπεράσματα έχουν συνοψιστεί σε μια όμορφη έκφραση κινεζικού τύπου: “Τα κράτη θέλουν ανεξαρτησία, τα έθνη θέλουν απελευθέρωση και οι λαοί θέλουν επανάσταση”. Τα κράτη -οι κυρίαρχες τάξεις όλων των χωρών του κόσμου, όταν είναι κάτι άλλο από λακέδες και μεταφορείς εξωτερικών δυνάμεων- εργάζονται για να διευρύνουν το χώρο κίνησής τους που τους επιτρέπει να ελιχθούν μέσα στο (καπιταλιστικό) παγκόσμιο σύστημα και να αναδειχθούν από “παθητικοί” δρώντες, καταδικασμένοι να προσαρμόζονται μονομερώς στις κυρίαρχες απαιτήσεις του ιμπεριαλισμού, σε “ενεργούς” δρώντες, οι οποίοι συμμετέχουν στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης. Τα έθνη -δηλαδή, ιστορικά μπλοκ δυνητικά προοδευτικών τάξεων- επιθυμούν την απελευθέρωση, συγκεκριμένα την “ανάπτυξη” και τον “εκσυγχρονισμό”. Οι λαοί -δηλαδή, οι κυριαρχούμενες και εκμεταλλευόμενες εργατικές τάξεις- επιδιώκουν το σοσιαλισμό. Η φράση αυτή μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον πραγματικό κόσμο σε όλη του την πολυπλοκότητα και, ως εκ τούτου, να διαμορφώσουμε αποτελεσματικές στρατηγικές δράσης. Συμμερίζεται την άποψη ότι η μετάβαση από τον καπιταλισμό στον παγκόσμιο σοσιαλισμό θα είναι μακρά, πολύ μακρά μάλιστα, και, κατά συνέπεια, έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη της Τρίτης Διεθνούς για τη “σύντομη μετάβαση”.

Οικολογία και μαρξισμός

Το οικολογικό ζήτημα τίθεται σχεδόν σε όλες τις συζητήσεις. Αυτό είναι κατανοητό, δεδομένου ότι το μέγεθος των οικολογικών καταστροφών είναι πλέον σαφώς ορατό. Ωστόσο, αυτές οι συζητήσεις σπάνια ξεπερνούν τη σύγχυση. Μόνο μια μειοψηφία κινημάτων κατανοεί ότι η απάντηση στην πρόκληση απαιτεί να αφήσουμε πίσω τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Οι κατεστημένες δυνάμεις κατάλαβαν γρήγορα τον κίνδυνο και κατέβαλαν μεγάλες, δήθεν επιστημονικές, προσπάθειες -που στην πραγματικότητα είναι καθαρά ιδεολογική προπαγάνδα- για να αποδείξουν ότι ένας πράσινος καπιταλισμός είναι εφικτός. Μίλησα γι’ αυτό στις αναλύσεις μου για τα ζητήματα της “βιώσιμης” ανάπτυξης.3 Επίσης, αντίθετα, υποστήριξα ότι τα έργα των Mathis Wackernagel και William Rees, στα οποία αναφέρθηκα, καταδεικνύουν τη δυνατότητα υπολογισμού (τονίζω τη λέξη υπολογισμός, δηλαδή ποσοτικοποιημένο μέτρο) των αξιών χρήσης, υπό την προϋπόθεση της αποδέσμευσης από τον καπιταλισμό. Το βιβλίο του François Houtart (2010) αναλύει την απάτη του “πράσινου καπιταλισμού”. Ο John Bellamy Foster (2000) έχει δώσει μια αριστουργηματική ανάλυση του Μαρξ ως οικολόγου.4 Για τους λόγους αυτούς, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο για τους αναγνώστες να γνωρίζουν ποια είναι η άποψή μου σε αυτά τα ζητήματα, την οποία έχω υποστηρίξει ακούραστα σε πολλές συζητήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο μου Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας (2010).

Η άποψη των κυρίαρχων ρευμάτων του περιβαλλοντισμού, ιδίως της φονταμενταλιστικής ποικιλίας, δεν είναι ασφαλώς αυτή του μαρξισμού, αν και αμφότεροι δικαίως καταγγέλλουν τις καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”.

Ο περιβαλλοντισμός αποδίδει αυτές τις καταστροφικές συνέπειες στην ευρωκεντρική και προμηθεϊκή φιλοσοφία που χαρακτηρίζει τη “νεωτερικότητα”, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αποτελεί μέρος της φύσης, αλλά ισχυρίζεται ότι υποτάσσει την τελευταία στην ικανοποίηση των αναγκών του. Η θέση αυτή συνεπάγεται μια μοιραία κουλτουραλιστική συνέπεια. Εμπνέει την έκκληση να ακολουθήσουμε μια άλλη φιλοσοφία που τονίζει την υπαγωγή του ανθρώπου στη φύση, τη “μητέρα” του. Με αυτό το σκεπτικό, υποτιθέμενες εναλλακτικές και καλύτερες φιλοσοφίες, όπως αυτή που προέρχεται από μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Ινδουισμού, εξυμνούνται σε αντιπαράθεση με τη λεγόμενη δυτική φιλοσοφία. Πρόκειται για έναν κακώς μελετημένο έπαινο, ο οποίος αγνοεί το γεγονός ότι η ινδουιστική κοινωνία δεν διέφερε (και δεν διαφέρει) από τις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες, ούτε όσον αφορά τη χρήση βίας (η ινδουιστική κοινωνία κάθε άλλο παρά μη βίαιη είναι, όπως ισχυρίζεται ότι είναι) ούτε την υποταγή της φύσης στην εκμετάλλευση.

Ο Μαρξ αναπτύσσει την ανάλυσή του σε ένα εντελώς διαφορετικό έδαφος. Αποδίδει τον καταστροφικό χαρακτήρα της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη λογική της ορθολογικότητας του καπιταλισμού, η οποία διέπεται αποκλειστικά από την επιδίωξη του άμεσου κέρδους (βραχυπρόθεσμη κερδοφορία). Το αποδεικνύει αυτό και βγάζει τα ρητά συμπεράσματα στον 1ο τόμο του Κεφαλαίου.

Αυτές οι δύο μέθοδοι ερμηνείας της ιστορίας και της πραγματικότητας οδηγούν σε διαφορετικές κρίσεις σχετικά με το “τι πρέπει να γίνει” για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση – οι καταστροφικές συνέπειες της “ανάπτυξης”. Οι περιβαλλοντολόγοι οδηγούνται στην “καταδίκη της προόδου” και έτσι ενώνονται με τους μεταμοντέρνους στην αρνητική θεώρηση των επιστημονικών ανακαλύψεων και των τεχνολογικών εξελίξεων. Αυτή η καταδίκη οδηγεί, με τη σειρά της, σε μια μέθοδο οραματισμού για το πώς θα μπορούσε να είναι το μέλλον, η οποία δεν είναι, τουλάχιστον, πολύ ρεαλιστική. Έτσι, γίνονται προβλέψεις κατά τις οποίες ένας συγκεκριμένος φυσικός πόρος θα εξαντληθεί (τα ορυκτά καύσιμα, για παράδειγμα), και στη συνέχεια η εγκυρότητα αυτών των -θανατηφόρα κινδυνολογικών- συμπερασμάτων γενικεύεται με τον ισχυρισμό ότι οι πόροι του πλανήτη δεν είναι άπειροι, ο οποίος είναι ασφαλώς σωστός κατ’ αρχήν, αλλά όχι απαραίτητα ως προς το τι μπορεί να συναχθεί από αυτόν. Ως εκ τούτου, αγνοούνται πιθανές μελλοντικές επιστημονικές ανακαλύψεις που θα μπορούσαν να αντικρούσουν ένα συγκεκριμένο κινδυνολογικό συμπέρασμα. Φυσικά, το μακρινό μέλλον παραμένει άγνωστο και ποτέ δεν θα υπάρξει καμία εγγύηση ότι η “πρόοδος” θα καθιστά πάντα δυνατή την εξεύρεση λύσεων σε άγνωστες μελλοντικές προκλήσεις. Η επιστήμη δεν υποκαθιστά την πίστη στην αιωνιότητα (θρησκευτική ή φιλοσοφική). Στο πλαίσιο αυτό, η τοποθέτηση της συζήτησης στη φύση των προκλήσεων και στους τρόπους αντιμετώπισής τους δεν θα μας οδηγήσει πουθενά.

Αντίθετα, τοποθετώντας τη συζήτηση στο έδαφος που καθάρισε ο Μαρξ -την ανάλυση του καπιταλισμού- είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε στην ανάλυση των προκλήσεων. Ναι, θα υπάρξουν ακόμη επιστημονικές ανακαλύψεις στο μέλλον, βάσει των οποίων θα μπορούσαν να προκύψουν τεχνολογίες για τον έλεγχο του πλούτου της φύσης. Αλλά αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς φόβο αντιφάσεων είναι ότι όσο η λογική του καπιταλισμού αναγκάζει την κοινωνία να ασκεί τις επιλογές της με βάση τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία (που συνεπάγεται η αξιοποίηση του κεφαλαίου), οι τεχνολογίες που θα εφαρμοστούν για την εκμετάλλευση των νέων επιστημονικών επιτευγμάτων θα επιλέγονται μόνο αν είναι κερδοφόρες βραχυπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, αυτό συνεπάγεται ότι οι τεχνολογίες αυτές θα ενέχουν όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο να είναι καταστροφικές για το περιβάλλον. Μόνο όταν η ανθρωπότητα σχεδιάσει έναν τρόπο διαχείρισης της κοινωνίας που θα βασίζεται στην ιεράρχηση των αξιών χρήσης αντί των αξιών ανταλλαγής που συνδέονται με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια καλύτερη διαχείριση των σχέσεων μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης. Λέω “καλύτερη διαχείριση” και όχι “τέλεια διαχείριση”. Η τελευταία συνεπάγεται την εξάλειψη των περιορισμών στους οποίους υπόκειται κάθε ανθρώπινη σκέψη και δράση. Η πρώιμη κριτική του ευρωκεντρισμού που προώθησα (η οποία συνεχίζεται στη δεύτερη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου μου Ευρωκεντρισμός) συνεχίζει το έργο που ξεκίνησε ο Μαρξ ως αντίλογος στον πολιτιστικιστικό, μεταμοντέρνο και υποτίθεται περιβαλλοντικό λόγο5.

Η επιλογή των οικολόγων να συζητούν αυτά τα ζητήματα σε ένα λανθασμένο θεωρητικό πλαίσιο τους παγιδεύει, όχι μόνο σε θεωρητικά, αλλά κυρίως σε πολιτικά αδιέξοδα. Η επιλογή αυτή επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις του κεφαλαίου να χειραγωγούν όλες τις πολιτικές προτάσεις που προκύπτουν από αυτήν. Είναι γνωστό ότι η κινδυνολογία επιτρέπει στις κοινωνίες της ιμπεριαλιστικής τριάδας να διατηρήσουν το προνόμιο της αποκλειστικής πρόσβασης στους πόρους του πλανήτη και να εμποδίσουν τους λαούς της περιφέρειας να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της ανάπτυξής τους – είτε για καλό είτε για κακό. Είναι αναποτελεσματικό να απαντά κανείς στις “αντιασφαλιστικές” απόψεις με την επισήμανση του (αδιαμφισβήτητου) γεγονότος ότι οι ίδιες είναι απλά κατασκευάσματα των λόμπι (για παράδειγμα, του λόμπι της αυτοκινητοβιομηχανίας). Ο κόσμος του κεφαλαίου λειτουργεί πάντα με αυτόν τον τρόπο: τα λόμπι που υπερασπίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου έρχονται αενάως αντιμέτωπα μεταξύ τους και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Τα λόμπι υπέρ των ενεργοβόρων επιλογών αντιμάχονται τώρα τα λόμπι υπέρ του “πράσινου” καπιταλισμού. Οι οικολόγοι θα μπορέσουν να βγουν από αυτόν τον λαβύρινθο μόνο αν καταλάβουν ότι πρέπει να γίνουν μαρξιστές.

Σημειώσεις

  1. Βλέπε Samir Amin, “Révolution ou Decadence? La Crise du Système Impérialiste Contemporain et Celle de l’Empire Romain,” Review: Fernand Braudel Center 4, αριθ. 1 (1980): 155-67.
  2. Βλέπε Samir Amin, Ending Capitalism or Ending the Crisis of Capitalism?, trans. Victoria Bawtree (Οξφόρδη, Ηνωμένο Βασίλειο: Pambazuka, 2011).
  3. Samir Amin, Ο νόμος της παγκόσμιας αξίας, μτφρ. Brian Pearce και Shane Mage (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2010), 135-44.
  4. Βλέπε Mathis Wackernagel και William Rees, Our Ecological Footprint: Reducing Human Impact on the Earth (Gabriola Island, Canada: New Society, 1996)- François Houtart, Agrofuels: Big Profits, Ruined Lives and Ecological Destruction, trans. Victoria Bawtree (Νέα Υόρκη: Pluto, 2010)- John Bellamy Foster, Marx’s Ecology: (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2000).
  5. Samir Amin, Eurocentrism, 2η έκδοση, μτφρ. Russell Moore και James Membrez (Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2009).

Πηγή: Monthly Review

Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε.

Στις 26 Μάη ενάντια στην νεοφιλελεύθερη Ε.Ε.

Είναι προφανές, για ένα όλο και αυξανόμενο αριθμό πολιτών, πως η Ε.Ε., που γεννήθηκε στην πραγματικότητα ως πρόθεση του ΝΑΤΟ, είναι μια ολιγαρχική γεωπολιτική δομή, νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή. Αν και πεθαίνει, παρ’ ότι έχει μεγαλώσει η ψαλίδα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους και η  ανισότητα ανάμεσα στις διάφορες χώρες, παρ’ ότι έχει ωθήσει την Ελλάδα και άλλες χώρες του νότου στην καταστροφή, προκαλώντας ανεξόφλητα χρέη, οι κυρίαρχες ελίτ δεν λοξοδρομούν από το  ευρω-νεοφιλελεύθερο σχέδιο τους, τη μεταφορά και των τελευταίων απομειναριών πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας.

Οι ευρωεκλογές εξυπηρετούν τα σχέδια των κυρίαρχων ελίτ, που με την εκλογική τελετουργία, επιδιώκουν να δώσουν μια  επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης στην ένωση, η οποία απεναντίας είναι ολιγαρχική και αντιλαϊκή. Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο είναι ένα όργανο μαριονέτα, στερημένο από πραγματικά αποφασιστικές δυνάμεις και ολοκληρωτικά υποταγμένο στο Συμβούλιο και στην κομισιόν στα οποία ηγεμονεύει η εμπορική Γερμανία.

Σ’ αυτό το πλαίσιο η κριτική απάντηση σ’ αυτές τις εκλογές μέσω της αποχής μπορεί να  βρει  μια αυξανόμενη υποστήριξη ανάμεσα στους πολίτες διάφορων χωρών της Ε.Ε. Αυτή η θέση θα υποστηριχθεί από πολιτικές δυνάμεις που  έχουν στο πρόγραμμα τους τον κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό  που θα ξεπερνά το καπιταλιστικό σύστημα σε μια προοπτική πατριωτική και διεθνιστική.

Παρ’ όλα αυτά η απόρριψη  της νεοφιλελεύθερης  Ε.Ε. επίσης, θα έχει και άλλες εκφράσεις και τρόπους. Είναι δυνατό να υπάρξουν χώρες στις οποίες, λόγω των ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να διακηρυχθεί το όχι στην Ε.Ε. και το ευρώ και η ανάγκη της ρήξης είναι η συμμετοχή στις εκλογές ψηφίζοντας εκείνους που θέλουν την έξοδο από Ε.Ε., ευρώ και ΝΑΤΟ.

Εφόσον  ο  Ευρωπαϊκός Συντονισμός για την έξοδο από την Ε.Ε , το ευρώ και το ΝΑΤΟ  διακηρύττει την κυριαρχία των λαών και των εθνών, αναγνωρίζει τις διαφορετικές καταστάσεις που υφίστανται σε κάθε χώρα και τις επιλογές που πραγματοποιούνται από τις  εθνικές πολιτικές οργανώσεις που παίρνουν μέρος σ’ αυτόν.

Η βρετανική περίπτωση είναι ιδιαίτερα εμφανής. Αυτό που περισσότερο φοβάται η ευρωπαϊκή ελίτ είναι μια μεγάλη πλειοψηφία της λίστας του Brexit.

H Ιταλία είναι άλλη περίπτωση όπου  για πρώτη φορά στην ιστορία της, εδώ και δύο χρόνια, δύο λαϊκίστικες δυνάμεις μετατράπηκαν σε  πλειοψηφία, χάρη  στην καμπάνια τους ενάντια στο ευρώ, βρίσκονται στην εξουσία. Η ευρωκρατική ελίτ έχει μετατρέψει τις εκλογές σε ένα δημοψήφισμα για να συντρίψει την κυβέρνηση και να αναγκάσει την Ιταλία να γονατίσει.

Οι οργανώσεις που συμμετέχουν στον Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε., το ευρώ και το ΝΑΤΟ δουλεύουν ώστε η 26 του Μάη να αποτελέσει  μια ήττα για τις κυρίαρχες ελίτ  και το ευρω-νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα που προκαλεί μια αυξανόμενη ανισότητα και προωθεί  την διάλυση των κοινωνικών κατακτήσεων, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων στην υγεία, στην εκπαίδευση και στις συντάξεις. Θα ήταν μια νίκη για τις  δημοκρατικές διεκδικήσεις και για τις λαϊκές δυνάμεις  και αυτές που τάσσονται υπέρ της κυριαρχίας, μια νίκη που θα έδινε ώθηση στην πάλη για την απελευθέρωση των λαών και της εργατικής τάξης.

 

Ευρωπαϊκός Συντονισμός για την έξοδο από το Ευρώ, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.

14\5\2019

 

 

Ισπανική Βουλή

«Ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας», συνέντευξη του Diosdado Toledano González για την κατάσταση στην Ισπανία

Ενόψει των εκλογών στις 28 Απριλίου στην Ισπανία το antapocrisis πήρε την παρακάτω συνέντευξη από τον Diosdado Toledano González στο περιθώριο του αντιΕΕ Φόρουμ της Ρώμης στις 13-14 Απριλίου. Ο Diosdado Toledano González είναι εκπρόσωπος της πλατφόρμας «Έξω από το ευρώ» και της κίνησης «Σοσιαλισμός 21» στην Ισπανία. Μέλος του Podemos και του Catanuña en Comú και κοινωνικός ακτιβιστής.

Ποια είναι η πολιτική κατάσταση  σήμερα στην Ισπανία;

Τα αποτελέσματα της οικονομικής διεθνούς κρίσης  πάνω στην Ισπανία, στα πλαίσια της Ε.Ε. της οποίας οι μηχανισμοί άσκησαν κατ’ επανάληψη πίεση στις κυβερνήσεις της Ισπανίας, να εφαρμόσουν τις πολιτικές των περικοπών και της λιτότητας, να υποτιμήσουν τους μισθούς με στόχο να εγγυηθούν την επιστροφή του τεράστιου χρέους στις τράπεζες και στα γερμανικά και διεθνή ταμεία, προκάλεσαν μία  μεγάλη κοινωνική αναστάτωση  και απονομιμοποίησαν τους πολιτικούς θεσμούς στα μάτια μεγάλου τμήματος του πληθυσμού.

Η πρώτη έκφραση αυτής της αναστάτωσης  υπήρξε το ξέσπασμα του κινήματος των αγανακτισμένων στις 15 Μάη του 2011 και η εξάπλωσή του σ’ όλη την χώρα. Το κίνημα αυτό με τα συνθήματα «Δεν μας εκπροσωπούν» απευθυνόμενοι στους πολιτικούς, ή «Σοσιαλιστικό και Λαϊκό κόμμα είναι τα ίδια σκατά» αμφισβητώντας το δικομματικό καθεστώς που εναλλασσόταν  στην κυβέρνηση, είχε πλατιά υποστήριξη από τους πολίτες. Η κυβέρνηση Θαπατέρο συμφώνησε μια αντιμεταρρύθμιση των συντάξεων με τα συνδικάτα CCOO και UGT που επιμήκυνε την ηλικία συνταξιοδότησης στα 67 και τον Σεπτέμβριο του 2011 προώθησε με την στήριξη του Λαϊκού Κόμματος την τροποποίηση του άρθρου 135 του ισπανικού συντάγματος που εξασφαλίζει τους επιβεβλημένους από την Ε.Ε. στόχους της μείωσης του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, με κόστος σημαντικές κοινωνικές περικοπές και την καταπάτηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων κοινωνικών  δικαιωμάτων στην υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια.

Παρ’ όλα αυτά στις βουλευτικές εκλογές στα τέλη του 2011 θριάμβευσε με απόλυτη πλειοψηφία το λαϊκό κόμμα και το σοσιαλιστικό κόμμα καταποντίστηκε. Ήταν η κυβέρνηση Ραχόϊ  που πήρε σκληρά αντιλαϊκά μέτρα όπως η αντιμεταρρύθμιση  του 2012 που χτύπησε σημαντικά εργατικά δικαιώματα, που επέβαλε τον οργανικό νόμο για σταθερούς προϋπολογισμούς, εφαρμόζοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ε.Ε., που έφερε το νόμο «Μορντάθα» για να χτυπήσει δικαιώματα και ελευθερίες.

Στη διάρκεια αυτής της διακυβέρνησης ξεπηδούν νέα πολιτικά μορφώματα.

Εκείνη την περίοδο, η κοινωνική δυσαρέσκεια αυξάνεται και εκφράζεται με την μεγάλη κινητοποίηση των «πορειών για αξιοπρέπεια» με το σύνθημα «ψωμί, δουλειά, στέγη», όπου θα ενωθούν στη Μαδρίτη στις 22 του Μάη 2014 περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι! Στις ευρωεκλογές του ίδιου μήνα εισβάλουν νέα μορφώματα και κυρίως το podemos που συγκέντρωσε 1.200.000 ψήφους και 5 έδρες. Το όραμα που γεννήθηκε από το νέο μωβ μόρφωμα είχε ένα μεγάλο αποτέλεσμα στις βουλευτικές εκλογές του 2015 όπου μαζί με μορφώματα που επηρεάζει πήρε  5.000.000 και 69 έδρες.

Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης προκάλεσε εκλογές τον Ιούνη του 2016, όπου διευκολύνθηκε ο θρίαμβος του λαϊκού κόμματος, υπήρξε μια μικρή άνοδος της συμμαχίας Unidos  Podemos και εκ νέου ήττα των σοσιαλιστών κάτω από την αρχηγία του Πιέδρο Σάντσεθ εγκαινιάζοντας μια τεράστια εσωτερική κρίση που προσωρινά έληξε με την νίκη του παλιού μηχανισμού και την παραίτηση του Σάντσεθ τον Οκτώβρη του 2016. Παρόλα αυτά η εξέγερση της βάσης των σοσιαλιστών γύρω από τον Σάντσεθ που ανανεώνει και «κοκκινίζει» τον λόγο του, του επιτρέπει στο συνέδριο του κόμματος τον Ιούνιο του 2017, να ξαναπάρει τον έλεγχο του κόμματος.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια επανέρχεται  αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή το κίνημα των συνταξιούχων που κατακλύζει  δρόμους και πλατείες κάθε εβδομάδα, υπερασπιζόμενο την ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης των συντάξεων και συμπίπτει με την  αυξανόμενη αγανάκτηση από τα σκάνδαλα της διαπλοκής που συγκλόνιζαν την κυβέρνηση του λαϊκού κόμματος. Η κορύφωση έρχεται με την πρόταση μομφής στο κοινοβούλιο, όπου ηττάται η κυβέρνηση Ραχόι και αναδεικνύεται πρωθυπουργός ο αναγεννημένος ο Σάντσεθ.

Πως εκτιμάτε την διακυβέρνηση Σάντσεθ;

Η νέα κυβέρνηση του Σάντσεθ προσπάθησε να επιμηκύνει την διακυβέρνησή της διαμέσου μιας προγραμματικής συμφωνίας με τους Podemos Unidos γύρω από τον προϋπολογισμό του 2019. Το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας αποτελεί μια κοινωνική στροφή σε σύγκριση με τις πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Ανάμεσα στα μέτρα που περιείχε η συμφωνία ήταν η αύξηση του κατώτερου μισθού στα 900 ευρώ το μήνα, δηλαδή μια αύξηση του 22,3%. Αυτό το μέτρο πρόκειται να γίνει νομοθετική πράξη μέσα στο 2019.

Δύο γεγονότα συντομεύουν τη ζωή της κυβέρνησης:

A. Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ανδαλουσία τον Δεκέμβρη του 2018 με μια μεγάλη υποχώρηση σε ψήφους των σοσιαλιστών και του τοπικού Podemos Unidos [Adelante Andalucia], την αύξηση των Ciudadanos, και τη δυναμική εμφάνιση του ακροδεξιού Vox με 400.000 και 12 έδρες. Έτσι φτάνουμε σε τοπική κυβέρνηση Δεξιάς με την υποστήριξη του Vox.

B. H απόρριψη της διαπραγμάτευσης του γενικού κρατικού προϋπολογισμού του 2019 σαν συνέπεια της αρνητικής ψήφου από την μία της Δεξιάς και των Ciudadanos, από την άλλη των κομμάτων υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλονίας E.R.C. και Junts x Cataluna προκάλεσε πρόωρες εκλογές στις 28 του Απρίλη.

Βρίσκεστε σε προεκλογική περίοδο. Τι  πιστεύετε για αυτές τις εκλογές αλλά και για την παρουσία και το ρόλο των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς;

Τα εκλογικά σενάρια είναι ανοικτά. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν σαφείς τάσεις. Άνοδο του Σοσιαλιστικού κόμματος και πρωτιά σε ψήφους και έδρες, πτώση του Λαϊκού κόμματος, άνοδος των Ciudadanos αλλά όχι όσο προέβλεπαν προηγούμενες δημοσκοπήσεις, σημαντική πτώση των Unidos Podemos και δυναμική εμφάνιση του Vox σε ψήφους και έδρες. Άλλο σοβαρό στοιχείο είναι το μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων γύρω στο 40%. Το σενάριο της πλειοψηφίας των 3 δεξιών κομμάτων  δεν τους εξασφαλίζει πλειοψηφία και στην βουλή, καθώς ο εκλογικός νόμος ευνοεί τα μεγάλα κόμματα στις μικρές εκλογικές περιφέρειες και άρα τιμωρεί την πολυδιάσπαση. Το σενάριο κυβέρνησης των σοσιαλιστών θα εξαρτηθεί από τα ποσοστά των Unidos Podemos και άλλων σχηματισμών.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τα 3 δεξιά κόμματα θα άνοιγε μια περίοδο αναστάτωσης με μεγάλους κοινωνικούς αγώνες, αλλά επίσης με μεγάλο κίνδυνο διάσπασης του λαού γύρω από περιφερειακές αντιπαραθέσεις όπως στην περίπτωση της Καταλονίας.

Η συγκρότηση μιας κυβέρνησης των σοσιαλιστών, στην προοπτική ενός νέου κύκλου ύφεσης, δεν εξασφαλίζει  την εκπλήρωση των υποσχέσεων για μια κοινωνική στροφή. Η ευθυγράμμιση του Πέδρο Σάντσεθ  με τους θεσμούς της Ε.Ε. οι αγαστές σχέσεις με τον Μακρόν και την Μέρκελ, η  δουλοπρέπεια απέναντι στον Τραμπ σχετικά με την αναγνώριση του σφετεριστή, πραξικοπηματία Γκουαϊδό στην Βενεζουέλα ορίζουν την πολιτική του.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του Unidos Podemos και η διαχείριση του, το αν θα μπει δηλαδή στην κυβέρνηση ή το αν θα κάνει αντιπολίτευση, σε συνδυασμό με το στοίχημα της κινητοποίησης της κοινωνίας και της ενδυνάμωσης του λαϊκού παράγοντα, είτε θα ματαιώσει ελπίδες και ευκαιρίες, είτε θα ανοίξει μια προοπτική πιο πραγματική για την προετοιμασία της κοινωνικής αλλαγής στο μέλλον.

Πώς εκτιμάτε την εμφάνιση του νέου κόμματος της ακροδεξιάς; Ποια τα ακροατήρια που επηρεάζει;

Η εκτίναξη του Vox είναι φρούτο της απόπειρας των οικονομικών εξουσιών να ελέγξουν πολιτικά τις αυτονομιστικές συγκρούσεις, συγκεντρώνοντας την υπαρκτή δυσαρέσκεια σε μια ψήφο τιμωρίας της διαφθαρμένης δεξιάς που αντιπροσωπεύει το λαϊκό κόμμα και να πριμοδοτήσουν μια πολιτική ακραίου φιλελευθερισμού και συγκεντρωτισμού.

Ο ηγέτης του Vox για μεγάλο διάστημα ανατράφηκε στους κόλπους του Λαϊκού κόμματος. Η οικονομική πολιτική του Vox είναι ακραία φιλελεύθερη, υποστηρίζει την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και των συντάξεων, την μείωση των  φόρων των πλούσιων και στηρίζει  μέτρα ενάντια στα δικαιώματα της εργατικής τάξης ακόμα και τον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας. Σαν μοντέλο κράτους υποστηρίζει τον συγκεντρωτισμό και την κατάργηση των αυτόνομων τοπικών κυβερνήσεων και της αυτονομίας των περιοχών. Η ιδεολογία του είναι αντιδραστική, εκτρέφει την ξενοφοβία και υπόσχεται την απέλαση των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Πρόκειται για ένα αυταρχικό κόμμα υπέρ της καταστολής των δικαιωμάτων των πολιτών και προπαγανδίζει την απαγόρευση των αυτονομιστικών κομμάτων αλλά και των μαρξιστικών λενινιστικών οργανώσεων.

Το Vox μαζεύει ψήφους από τα πιο αντιδραστικά τμήματα της δεξιάς, ιδιοκτήτες γης, μικροαστούς, αλλά και λαϊκά στρώματα που αγνοούν το πραγματικό πρόγραμμα του και παρασύρονται από ένα  συναισθηματικό ισπανικό εθνικιστικό λόγο στην πιο καθυστερημένη του εκδοχή. Οι εκλογικές του προοπτικές είναι ο άγνωστος χ με δεδομένο αυτό που συνέβη στις τοπικές εκλογές στην Ανδαλουσία και το υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων.

Ποια η κατάσταση αυτή την περίοδο στην Καταλονία και στο αυτονομιστικό κίνημα;

Η καταλανική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη γύρω από το αυτονομιστικό ζήτημα.

Παρά το ότι οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένα 48% υποστηρίζει την ανεξαρτησία και οι υπόλοιποι είναι αντίθετοι, όταν τίθεται το ερώτημα να επιλέξουν πώς πρέπει να συνεχίσει η αυτόνομη διακυβέρνηση, με ένα ομοσπονδιακό μοντέλο που να δίνει περισσότερες εξουσίες και έσοδα στην Καταλονία ή με ανεξαρτησία, οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας μειώνονται στο ένα τρίτο των ερωτηθέντων. Ακόμα και το απόλυτα πλειοψηφικό ρεύμα στο «δικαίωμα στην απόφαση» που είχε φτάσει το 80%, τελευταία μειώθηκε κατά 20 μονάδες.

Αναμφίβολα, η μονόπλευρη κήρυξη της ανεξαρτησίας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο συσχετισμός δυνάμεων και ο βαθμός κοινωνικής συναίνεσης σε Καταλονία, Ισπανία και Ε.Ε., διευκόλυνε την επιβολή του άρθρου 155, την καθαίρεση της τοπικής  αυτονομιστικής κυβέρνησης, την προσωρινή φυλάκιση των ηγετών της και την παραπομπή τους στο ανώτατο δικαστήριο για τα εγκλήματα της εξέγερσης, της ανυπακοής και της κατάχρησης δημόσιου χρήματος.

Παράλληλα, οι πολιτικές εντάσεις ανάμεσα στα κόμματα που είναι υπέρ της ανεξαρτησίας για να αποκτήσουν την πολιτική ηγεμονία και να διευθύνουν τις αντίστοιχες στρατηγικές και πορείες, αποθάρρυναν σαφώς τις προσδοκίες όσων στήριζαν την ανεξαρτησία, καθώς δεν υπάρχει μια λογική πολιτική λύση που να  τυγχάνει ευρείας αποδοχής.

Ποια η πρόβλεψη σας για τις εκλογές στην Καταλονία; Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος της Αριστεράς;

Οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται στην Καταλονία και αφορούν τις γενικές εκλογές δείχνουν πως: Το ERC ( Ρεπουμπλικανική Αριστερά) φαίνεται να αυξάνεται και να μετατρέπεται σε πρώτη πολιτική δύναμη σε έδρες και ψήφους, εις βάρος του Junts x Cataluna  που δείχνει να μειώνεται αισθητά. Οι σοσιαλιστές  αυξάνονται πολύ σε βάρος του Cataluna en Comu-Podem (Podemos) που φαίνεται να μειώνεται στο μισό της εκλογικής του δύναμης καθώς στις προηγούμενες γενικές εκλογές ήταν η πρώτη δύναμη. Οι Ciudadanos δεν φαίνεται να παίρνουν κάτι σημαντικό, το Λαϊκό κόμμα  χάνει λόγω διαρροών προς το VOX που είναι πιθανό στην επαρχία της Βαρκελώνης να φτάσει και 2-3 έδρες. Επίσης πολύ σημαντικό είναι το μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων.

Μία Αριστερά με ένα σχέδιο κοινωνικής αλλαγής, οφείλει να έχει σαν προτεραιότητα της την υπεράσπιση των κοινωνικών διεκδικήσεων και των συμφερόντων της εργατικής τάξης που περνά μέσα από την οικοδόμηση της ενότητάς της και όχι της διάσπασής της λόγω των τοπικών συγκρούσεων και την ευθυγράμμιση της με τα συμφέροντα της εθνικιστικής δεξιάς, τόσο της καταλανικής όσο και της ισπανικής.

Αυτό σημαίνει πως πρέπει να χτιστεί μια μεγάλη συμμαχία της εργατικής τάξης, της κοινωνικής πλειοψηφίας, στο σύνολο του ισπανικού κράτους που να επιτρέπει την απαραίτητη συγκέντρωση δυνάμεων για να υπάρξει ρήξη με την μοναρχία και η ανάπτυξη μιας διαδικασίας  που θα ανακηρύξει τη δημοκρατία και ένα σύνταγμα που θα εκφράζει την οικονομική και λαϊκή κυριαρχία, θα μας αποσυνδέσει από τις συμφωνίες της Ε.Ε. και από το ευρώ και έτσι θα εξασφαλίζει τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα. Το παραπάνω σύνταγμα θα πρέπει να ορίζει ένα μοντέλο ομοσπονδιακό και αλληλέγγυο στην Ισπανία και οφείλει να εξασφαλίζει το δικαίωμα των διαφορετικών λαών της Ισπανίας για αυτοδιάθεση. Τελικά, να προσφέρει μια εναλλακτική ελπιδοφόρα και ελκυστική για την συμβίωση των λαών της Ισπανίας, με ένα κοινό σχέδιο που θα δίνει εγγυήσεις.

Ποια είναι η κοινή γνώμη στην Ισπανία γύρω από το ζήτημα της Ε.Ε. την περίοδο της κρίσης; Έχει αλλάξει κάτι; Τι μέλλον θα μπορούσε να έχει ένα αντί-Ε.Ε. κίνημα στην Ισπανία και ποιος θα μπορούσε να είναι ο  ρόλος της Αριστεράς σ’ αυτό;

Η ισπανική κοινωνία έχει μετατοπιστεί από μια αρχική φιλόΕΕ θέση, σαν απάντηση στην μακρά περίοδο της φρανκικής δικτατορίας, σε έναν αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό, συνέπεια των πολιτικών των επιβαλλόμενων περικοπών και της λιτότητας από την Ε.Ε. στην υπηρεσία των ολιγαρχιών της Κεντρικής Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γερμανίας. Η εικόνα του Eurogroup να επιβάλλει αυστηρά μέτρα στον ελληνικό λαό είχε ένα καταστρεπτικό  αποτέλεσμα και πέρα από την Ελλάδα, για τις  ελπίδες που είχαν εναποτεθεί στην Ε.Ε.

Αυτός ο ευρωσκεπτικισμός στην Ισπανία εκφράστηκε σε διάφορες δημοσκοπήσεις. Τον Ιούνιο του 2016, το Pew Research Center δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας που έδειχνε ότι αρνητική γνώμη για την Ε.Ε. είχε το 49% του πληθυσμού της Ισπανίας, πίσω από Ελλάδα και Γαλλία. Το ευρωβαρόμετρο που δημοσιοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2018 επιβεβαίωνε πως ο ευρωσκεπτικισμός  είχε καταγραφεί στην Ισπανία με μια πτώση 6 μονάδων της θετικής γνώμης για την Ε.Ε.

Παρ’ όλα αυτά αυτός ο ευρωσκεπτικισμός δεν έχει πολιτική έκφραση μέχρι στιγμής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ένα μέρος της κοινής γνώμης στην Ισπανία γύρω από το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε. είναι πολιτικά ορφανό.

Η διεξαγωγή της διεθνούς συνάντησης στην Βαρκελώνη για την έξοδο από το ευρώ στις 10 και 11 Οκτώβρη  του 2015 έδωσε μία ώθηση στην δημιουργία ενός κινήματος άποψης και πρωτοβουλιών με στόχο την ανάκτηση της οικονομικής και λαϊκής κυριαρχίας, την έξοδο από το ευρώ και την αποδέσμευση από την Ε.Ε. με ένα πρόγραμμα συνεργασίας με τις χώρες της Ευρώπης με όρους ισότητας, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.

Ανάμεσα στις πρωτοβουλίες που πάρθηκαν από την Πλατφόρμα για την Έξοδο από το Ευρώ, ξεχωρίζει η επιστολή που απευθυνόταν στο κοινοβούλιο και υπογράφονταν  πλατιά από διανοούμενους και προσωπικότητες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με στόχο την ακύρωση του νόμου για δημοσιονομική σταθερότητα που ψηφίστηκε το 2012, που επέβαλλε ταβάνι στις δαπάνες διάφορων υπηρεσιών, δήμων και αυτόνομων κυβερνήσεων και την αποσύνδεση από το Σύμφωνο Σταθερότητας της Ε.Ε.

Αυτή η πρόταση διείσδυσε στην κοινωνία και διάφορες πολιτικές δυνάμεις την υιοθέτησαν σε διαφορετικά βέβαια επίπεδα και αποχρώσεις. Το εκλογικό πρόγραμμα των Podemos περιλαμβάνει στο σημείο 233 την πρόταση της κατάργησης του άρθρου 135 του ισπανικού συντάγματος και του νόμου της δημοσιονομικής σταθερότητας (συγκεκριμενοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας της Ε.Ε. στην Ισπανία), το βασκικό PNV σχεδιάζει την αναθεώρηση του ταβανιού δαπανών για τις υπηρεσίες κ.τ.λ. Η θέση επίσης για έξοδο από το ευρώ υιοθετήθηκε από το Κ. Κ. Ισπανίας στο τελευταίο του συνέδριο, επίσης από άτομα και τομείς εθνικιστικών οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και σε προσωπικό επίπεδο από ακτιβιστές του Podemos, της Ενωμένης Αριστεράς και του αντικαπιταλιστικού ρεύματος.

Είμαστε πεισμένοι, μπροστά στο πανόραμα της εξελισσόμενης κρίσης, του σχεδίου  της Ε.Ε. και της προοπτικής ενός νέου κύκλου οικονομικής ύφεσης που θα εντείνει τις συσσωρευμένες αντιθέσεις και ανισορροπίες στην Ε.Ε., ότι το σχέδιο της ανάκτησης της λαϊκής και οικονομικής κυριαρχίας, το στοίχημα της εξόδου από το ευρώ και της αποδέσμευσης από τις άδικες συμφωνίες της Ε.Ε., θα προχωρήσει με ένα άτεγκτο τρόπο μέσα στο λαό μέχρι να γίνει πραγματικότητα.

Το ξεπέρασμα ενός καπιταλισμού απαρχαιωμένου και ολοένα και πιο επικίνδυνου, το σχέδιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, απαιτούν, ως προϋπόθεση για να γίνουν εφικτά, την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και των οικονομικών εργαλείων.

Τη συνέντευξη πήρε και μετέφρασε
για το antapocrisis.gr
ο Παντελής Κουτσιανάς.

Νομιμοποίηση της κάνναβης και διωγμός των Παλαιστίνιων

Ένα ακροδεξιό κόμμα, που εγκωμιάζει ταυτόχρονα τη νομιμοποίηση της κάνναβης και την εκδίωξη των Παλαιστίνιων, θα μπορούσε να είναι η έκπληξη των προσεχών κοινοβουλευτικών εκλογών του Ισραήλ.

Η κάνναβη δεν οδηγεί απαραίτητα στον πασιφισμό, καθώς μπορεί ταυτόχρονα να είναι ο Δούρειος Ίππος των «καθαρών» εξτρεμισμών. Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση του ισραηλινού πολιτικού μορφώματος Ζεχούτ (Ταυτότητα), μέχρι πρότινος λοιδωρούμενου, το οποίο όμως πλέον κερδίζει από 3 ως 7 έδρες σύμφωνα με δημοσκοπήσεις για τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 9ης Απριλίου (σ’ ένα σύνολο 120 εδρών στην Κνεσέτ). Ο Moshe Feiglin, ιδρυτής και επικεφαλής του Ζεχούτ, ήδη πέτυχε ένα εντυπωσιακό μπεστ-σέλλερ με την εκλογική του πλατφόρμα «Ένας ελεύθερος Εβραίος: Κράτος του Ισραήλ, οδηγίες χρήσης» το οποίο πρόσκαιρα εκθρόνισε το τελευταίο μπεστ-σέλλερ του Ισραηλινού φιλόσοφου Youval-Noah Harari. Η πιο δημοφιλής πρόταση του Feiglin αφορά την «άρση της δίωξης των χρηστών κάνναβης» μέσω της νομιμοποίησης του εμπορίου της «όπως συμβαίνει με την πώληση του αλκοόλ». Η νομιμοποίηση θα μπορούσε να τον φέρει πιο κοντά σε ένα νεανικό εκλογικό κοινό, που αναμφίβολα δεν έχει πλήρη αντίληψη της προσήλωσης του Feiglin στο να εκδιώξει τους Παλαιστίνιους από τα κατεχόμενα εδάφη.

Η περίπτωση μιας ακομπλεξάριστης δεξιάς

Μηχανικός υπολογιστών και 56 ετών, ο Feiglin μπήκε στην πολιτική το 1993 διαμέσου της ανελέητης αντιπολίτευσης του στις συμφωνίες ειρήνης του Όσλο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Δίνει μάλιστα τον τόνο σε ένα κίνημα πολιτικής ανυπακοής με την ονομασία «Είναι η δική μας γη!», το οποίο αντισταθμίζει τον χαρακτήρα γκρουπούσκουλου με το μπλοκάρισμα κόμβων, που προκαλούν εκτεταμένο μποτιλιάρισμα. Αυτού του είδους ο ακτιβισμός, που τον καθιστά αντι-δημοφιλή, του χρεώνει επίσης σοβαρά μπερδέματα με τη δικαιοσύνη. Λαμβάνοντας υπόψη λοιπόν τον κίνδυνο μιας παρατεταμένης πολιτικής περιθωριοποίησης, ο Feiglin επιχειρεί εισοδισμό στο Λικούντ, προκειμένου εντός του ιστορικού δεξιού ισραηλινού κόμματος να εμφυτέψει ένα ακροδεξιό ρεύμα. Η κίνηση αυτή, η «Εβραϊκή Κατεύθυνση», συσπειρώνει δυνάμεις ιδίως μεταξύ των εποίκων, ενώ ο Feiglin είναι και ο ίδιος κάτοικος του εποικισμού Karnei Chomron, κοντά στη Ναμπλούς.

Στο ξεκίνημα της δεύτερης Ιντιφάντα, το 2000, ο Feiglin, καλεί σε κυρώσεις εναντίον των Παλαιστινίων της Ναμπλούς με πρόθεση την εκδίωξη τους στην Ιορδανία. Τιμά τη μνήμη του Ισραηλινού εποίκου, που το 1994 δολοφόνησε 29 Παλαιστίνιους που προσεύχονταν στη Χεβρώνα. Τολμά να παρουσιάζεται εναντίον του Νετανιάχου για την ηγεσία του Λικούντ, κερδίζοντας το 12% των ψήφων στις εσωκομματικές εκλογές του 2005 και το 24% το 2007. Αυτή η πρόοδος του ανοίγει τις πόρτες της Κνεσέτ, όπου και κατέχει έδρα ως μέλος του Λικούντ το διάστημα 2013-2015, έχοντας παράλληλα τη θέση του αντιπροέδρου του κοινοβουλίου. Στη συνέχεια εγκαταλείπει το Λικούντ για να στήσει το δικό του κόμμα, το Ζεχούτ, σφυρηλατώντας το πρόσταγμα μιας ολοκληρωτικής ιουδαιοποίησης του «Όρους του Ναού», που απευθύνεται στην Πλατεία των Τζαμιών της Ιερουσαλήμ. Ο Feiglin αξιώνει το πέρασμα του τρίτου ιερού χώρου του Ισλάμ στον αποκλειστικό έλεγχο του Μεγάλου Ραββίνου, την έξωση όλων των Παλαιστίνιων που θα αρνούνται την ισραηλινή κυριαρχία στο σύνολο της Ιερουσαλήμ καθώς και τη μεταφορά της Κνεσέτ και των υπουργείων στην παλιά πόλη.

Μαλακά ναρκωτικά και σκληρή δεξιά

O Feiglin υποστηρίζει γενικά την καθαρή προσάρτηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Δυτικής Όχθης, κατεχόμενες κι οι δυο από το 1967, καθώς και την «παροχή βοήθειας για μετανάστευση» στον παλαιστινιακό πληθυσμό, δηλαδή την μαζική μεταφορά του στην Ιορδανία και σε άλλες χώρες. Δε θα τους επιτρεπόταν να διαβιούν στη γη τους παρά μόνο ως «σταθεροί κάτοικοι», έχοντας προηγουμένως επιβεβαιώσει την απρόσκοπτη υπακοή τους στο κράτος του Ισραήλ και προς μια μικρή πλειοψηφία «πολιτών με πλήρη δικαιώματα». Αυτός ο έκδηλος και διαπιστευμένος ρατσισμός ήδη γνωρίζει μια ανησυχητική έκφραση στον ίδιο τον εποικισμό που ζει ο Feiglin. Γονείς μαθητών του Karnei Chomron μόλις πέτυχαν την αποπομπή του αραβικού προσωπικού καθαριότητας του σχολείου τους, με το αιτιολογικό ότι: «η ζωή των παιδιών μας βρίσκεται σε προτεραιότητα, είμαστε ρατσιστές και λατρεύουμε την εβραϊκή φυλή».

Η τωρινή ενδυνάμωση του Ζεχούτ στα πολιτικά γκάλοπ δεν θα γίνει πραγματικότητα παρά μόνο αν το κόμμα υπερβεί το όριο του 3, 25% των ψήφων, προκειμένου να μπει στην Κνεσέτ. Η δημοφιλία του Feglin αποδεικνύει σε κάθε περίπτωση ότι τα διαπιστευτήρια που δίνει ο Νετανιάχου στην σκληροπυρηνική δεξιά, παρά να συγκρατήσουν τον ριζοσπαστισμό της, ευνοούν αντίθετα το υπερθεμάτισμα των άκρων. Ο στιγματισμός των Αράβων του Ισραήλ από τον πρωθυπουργό είναι ήδη αρκετά προβληματικός. Ακόμα χειρότερα, η συμμαχία που συγκρότησε με τους σουπρεματιστές της «Εβραϊκής Ισχύος» αξιολογήθηκε σε ένα editorial της εφημερίδας Le Monde ως « μια σκοτεινή αποτύπωση κυνισμού στην πολιτική». Η υποψηφιότητα του αρχηγού της «Εβραϊκής Ισχύος» έχει εξάλλου κηρυχθεί άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο, ακόμη κι αν αυτό το ανοιχτά ρατσιστικό μόρφωμα, πρόσφατα ενσωματωμένο εντός ενός κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού, θα συμμετέχει στις επόμενες εκλογές.

Αυτό είναι επακριβώς το βεβαρυμένο πλαίσιο, όπου το αποτέλεσμα του Ζεχούτ στις 9 Απριλίου θα λάβει όλη του τη σημασία. Μια εκλογική επιτυχία του Feglin, δίχως να θλίβει τους φίλους της κάνναβης, θα έφερνε πρωτίστως στο προσκήνιο ένα φοβερό μήνυμα μίσους και βίας.

 

Δημοσιεύτηκε στο lemonde.fr στις 24 Μαρτίου 2019 με τίτλο:
Légalisation du cannabis et expulsion des Palestiniens.

Μετάφραση: Κολοκυθάς Κωνσταντίνος

Σχόλια μετάφρασης

Κνεσέτ: Κοινοβούλιο του Ισραήλ

Λικούντ: Κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού με πρόεδρο τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου

Σουπρεματιστές: εδώ οι οπαδοί της υπεροχής της εβραϊκής φυλής

Μια μαρξιστική κατανόηση του ιμπεριαλισμού

Το άρθρο του Tony Norfield που ακολουθεί επιχειρεί να οριοθετήσει τη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό με βάση το μαρξιστικό πλαίσιο της θεωρίας της αξίας. Διευκρινίζει ότι η αξία της εργατικής δύναμης δεν είναι ίδια σε παγκόσμιο επίπεδο και αυτό δεν αφορά κατ’ ανάγκη διαφορές στην παραγωγικότητα. Αυτό είναι ένα κομβικό σημείο καθώς επί χρόνια οι χαώδεις μισθολογικές διαφορές ανάμεσα στον παγκόσμιο Βορρά και στον παγκόσμιο νότο δικαιολογούνταν με αναφορά στην διαφορά της παραγωγικότητας ανάμεσα στους εργαζόμενους. Θέτει επίσης την προβληματική για τη χαμηλή κερδοφορία της παραγωγικής φάσης, σχετικά με τις φάσεις που προηγούνται και έπονται της παραγωγής, οι οποίες είναι πιο κερδοφόρες. Οι μεν παραγωγικές διαδικασίες έχουν μεταναστεύσει στην περιφέρεια, ενώ οι διαδικασίες σχεδιασμού, διαφήμισης, διάθεσης, επικεντρώνονται στο κέντρο.

Αξία της εργατικής δύναμης, μισθοί, παραγωγικότητα και ιμπεριαλισμός. Ένα βασικό πράγμα που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η συζήτηση αυτών των θεμάτων συχνά μπερδεύει το ζήτημα της αξίας της εργατικής δύναμης με αυτό της εκμετάλλευσης ή του ποσοστού εκμετάλλευσης. Και τα δύο επηρεάζονται από την κοινωνική παραγωγικότητα – πόσο μπορεί να παραχθεί σε μια ώρα – αλλά αποτελούν διαφορετικές πτυχές της απασχόλησης της εργασίας από το κεφάλαιο.

Για παράδειγμα, υποθέστε ότι η αξία της εργατικής δύναμης, που αντιπροσωπεύεται από το μισθό, είναι παντού η ίδια. Τότε το ποσοστό εκμετάλλευσης – το ποσό της υπεραξίας σε σύγκριση με την αξία της εργατικής δύναμης – είναι υψηλότερο αν ορισμένοι εργαζόμενοι εργάζονται περισσότερες ώρες με το μέσο επίπεδο παραγωγικότητας. Ακόμη και με τον ίδιο αριθμό ωρών εργασίας, το ποσοστό εκμετάλλευσης θα είναι υψηλότερο όταν οι εργαζόμενοι είναι πιο παραγωγικοί ανά ώρα από το μέσο όρο – συνήθως σημαίνει ότι εργάζονται πιο εντατικά, ή έχουν καλύτερη τεχνολογία ή έχουν υψηλότερες δεξιότητες. Μια ώρα παραγωγικής κοινωνικής εργασίας στον καπιταλισμό παράγει το ίδιο ποσό αξίας με μια άλλη μόνο αν είναι της ίδιας παραγωγικότητας, έντασης κλπ.[i]

Φυσικά, η αξία της εργατικής δύναμης δεν είναι παντού η ίδια, οπότε αυτό προσθέτει άλλη μια μεταβλητή στον τρόπο υπολογισμού της εκμετάλλευσης. Αν η αξία της εργατικής δύναμης είναι πολύ χαμηλότερη σε ορισμένες χώρες από ό,τι σε άλλες, η εκμετάλλευση μπορεί να είναι μεγαλύτερη, αλλά μπορεί και να είναι μικρότερη, ανάλογα με τις ώρες εργασίας, την ένταση, την παραγωγικότητα κ.λπ. Ωστόσο, αυτά είναι αφηρημένα σημεία της θεωρίας- η πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας παρουσιάζει μια πολύ πιο απλή εικόνα.

1. Μισθοί, αξία της εργατικής δύναμης

Όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές στο βιοτικό επίπεδο παγκοσμίως. Ομοίως, κάθε καπιταλιστική επιχείρηση γνωρίζει ότι οι εργαζόμενοι σε μια χώρα μπορεί να λαμβάνουν μισθούς που είναι ένα μικρό κλάσμα αυτών μιας άλλης χώρας. Πρόσφατα στοιχεία από το Conference Board των ΗΠΑ για το 2012-13 δείχνουν ότι το ωριαίο κόστος αποζημίωσης στη μεταποίηση (δηλαδή μισθοί συν διάφορες άμεσα καταβαλλόμενες παροχές) στην Κίνα και την Ινδία ήταν 11,3% και 4,5%, αντίστοιχα, του επιπέδου των ΗΠΑ, παρά την προηγούμενη αύξηση, ιδίως στην Κίνα. Έτσι, αν ο Αμερικανός εργαζόμενος έπαιρνε 25 δολάρια την ώρα, ο Κινέζος εργαζόμενος έπαιρνε κάτω από 3 δολάρια την ώρα και ο Ινδός εργαζόμενος ακόμα λιγότερα. Στις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, αντίθετα, τα επίπεδα αποζημίωσης ήταν γενικά υψηλότερα από εκείνα των ΗΠΑ, αν και για το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 20% χαμηλότερα, σχεδόν 21 δολάρια την ώρα.

Ανεξάρτητα από το αν κάποιος λαμβάνει υπόψη του την επίδραση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, του τοπικού κόστους ή οτιδήποτε άλλο, παραμένει γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου προλεταριάτου ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης σε σύγκριση με εκείνους των πλούσιων χωρών. Η διαφορά είναι τόσο μεγάλη που, ακόμη και με τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση τις τελευταίες δεκαετίες, είναι σαφές ότι δεν υπήρξε “εξίσωση” των μισθών στην παγκόσμια αγορά, ούτε πραγματικά σημαντική μείωση των διαφορών. Για το λόγο αυτό, θα ήταν λάθος να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει παντού ίση αξία της εργατικής δύναμης, οπότε αν μια ομάδα εργαζομένων αμείβεται κάτω από αυτή, τότε αμείβεται κάτω από την “αξία” της εργατικής δύναμης. Αντίθετα, είναι πολύ πιο λογικό να υποστηρίξουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές αξίες της εργατικής δύναμης σε διάφορες χώρες, για διάφορους ιστορικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους.

Εξακολουθεί να ισχύει το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου προλεταριάτου ζει σε συνθήκες ανέχειας σε σύγκριση με εκείνους των πλούσιων χωρών.

Λαμβάνοντας υπόψη τα απόλυτα επίπεδα των μισθών (βασικά, την αγοραστική τους δύναμη ή τους πραγματικούς μισθούς), θα μπορούσαν ενδεχομένως να υπάρξουν κινήσεις προς την κατεύθυνση της εξίσωσης, αλλά μόνο αν υπήρχε ελεύθερη αγορά εργατικής δύναμης. Ωστόσο, από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν τα ταξίδια έγιναν λιγότερο δαπανηρά, υπήρξε επίσης η ανάπτυξη των νόμων περί διαβατηρίων και των ελέγχων της μετανάστευσης στις πλουσιότερες χώρες. Οι κυβερνήσεις τα εφάρμοσαν αυτά όχι μόνο λόγω ανησυχιών για τους “ανεπιθύμητους αλλοδαπούς”. Το πιο σημαντικό ήταν ότι τα εργατικά συνδικάτα και οι εργαζόμενοι στις πλουσιότερες χώρες διαμαρτυρήθηκαν για τις πιέσεις που ασκήθηκαν στην αγορά εργασίας για χαμηλότερους μισθούς από αυτούς τους μετανάστες και την επιπλέον ζήτηση για στέγαση κλπ.

Τέτοιοι έλεγχοι παραμένουν σε ισχύ, με διάφορες μορφές, από τότε. Όπου έχουν χαλαρώσει, όπως με την ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στην ΕΕ από το 2004, αυτό έχει προκαλέσει πολιτικά προβλήματα, όπως φάνηκε στην τελευταία ψηφοφορία για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ψηφοφόροι της “εξόδου” (κυρίως στην Αγγλία και την Ουαλία) ήταν εκείνοι που αισθάνονταν ότι είχαν υποφέρει από την εισροή φθηνότερων “Πολωνών υδραυλικών” κ.λπ. που τους έκαναν άνεργους, έκαναν τη στέγαση πιο ακριβή ή λιγότερο διαθέσιμη και έκαναν τις ουρές για ιατρικές υπηρεσίες και πληρωμές κοινωνικής πρόνοιας μεγαλύτερες. Παρομοίως, στις ΗΠΑ έχουμε τις προτάσεις του “τείχους Τραμπ” για να κρατήσουμε έξω τους Μεξικανούς κ.λπ. Αυτές οι πολιτικές κινήσεις, που έρχονται σε αντίθεση με τη συνήθη καπιταλιστική αναζήτηση για το χαμηλότερο εργατικό κόστος, είναι απαντήσεις της άρχουσας τάξης στην οικονομική δυσαρέσκεια μιας πιστής, φιλοϊμπεριαλιστικής εργατικής τάξης που απαιτεί προστασία από το κράτος της.

Από μαρξιστική άποψη, οι μισθοί βασίζονται στο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ή στο τι πρέπει να πληρώσουν οι καπιταλιστές στους εργάτες για να τους κάνουν να εμφανιστούν στην εργασία τους (όχι μόνο ατομικά, αλλά και για να συνυπολογίσουν τα οικογενειακά έξοδα κ.λπ.) Αυτό, με τη σειρά του, εξαρτάται από το κόστος διαβίωσης ως ελάχιστο, συν αυτό που ο Μαρξ ονόμασε “ιστορικό και ηθικό στοιχείο”. Αυτό το τελευταίο στοιχείο βασίζεται στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν, συμπεριλαμβανομένης της επιτυχίας ή μη του αγώνα της εργατικής τάξης για υψηλότερους μισθούς, παροχές κ.λπ.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει απαραίτητα άμεση σχέση των μισθών με την παραγωγικότητα. Είναι αλήθεια ότι η υψηλότερη παραγωγικότητα μπορεί να επιτρέψει στον καπιταλιστή να κάνει κάποιες παραχωρήσεις στους μισθούς και τις παροχές, ενώ εξακολουθεί να έχει κέρδος. Εξίσου, η χαμηλή παραγωγικότητα σημαίνει ότι ο καπιταλιστής θα πρέπει να επιβάλει σκληρούς όρους προκειμένου να επιβιώσει στον ανταγωνισμό. Ωστόσο, δεν υπάρχει σχέση ένα προς ένα. Εξαρτάται από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Μια ήττα της εργατικής τάξης μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα εκμετάλλευσης και υψηλή παραγωγικότητα, αλλά χαμηλούς μισθούς. Αυτό ίσχυε για παράδειγμα για το “οικονομικό θαύμα” της Δυτικής Γερμανίας τη δεκαετία του 1950, όπου η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης ήταν συγκρίσιμη με εκείνη επί Χίτλερ.

Στις ιμπεριαλιστικές χώρες, η καπιταλιστική τάξη μπορεί να επιτεθεί στο βιοτικό επίπεδο, αλλά έχει πολύ λιγότερη ελευθερία να το κάνει απ’ ό,τι στις κυριαρχούμενες χώρες.

Σε περιόδους ανάπτυξης χωρίς κρίση, είναι πιθανό να αυξηθούν οι μισθοί, αλλά συνήθως διαπιστώνουμε ότι οι μισθοί αυξάνονται λιγότερο από την παραγωγικότητα. Ο βαθμός στον οποίο συμβαίνει αυτό δεν είναι προκαθορισμένος. Η αύξηση της παραγωγικότητας αποτελεί συνήθως ένδειξη αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης, παρά το γεγονός ότι μπορεί επίσης να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο (υψηλότεροι πραγματικοί μισθοί) για τους εργαζόμενους. Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο για τους εργαζόμενους στις κυρίαρχες, ιμπεριαλιστικές χώρες και για εκείνους που βρίσκονται σε πιο υποδεέστερη θέση.

Στις ιμπεριαλιστικές χώρες, η καπιταλιστική τάξη μπορεί να επιτεθεί στο βιοτικό επίπεδο, αλλά έχει πολύ λιγότερη ελευθερία να το κάνει απ’ ό,τι στις κυριαρχούμενες χώρες. Στις τελευταίες, εκκινεί επίσης από ένα χαμηλότερο επίπεδο βιοτικού επιπέδου από το οποίο θα ξεκινήσει την εκμετάλλευση. Σε αυτή την περίπτωση, τα “ιστορικά και ηθικά στοιχεία” λειτουργούν προς το συμφέρον του κεφαλαίου. Ειδικά για τις χώρες που είναι πρόσφατα εισερχόμενες στην παγκόσμια οικονομία, οι πιο παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις μπορούν να υποκαταστήσουν τους υψηλότερους μισθούς που πληρώνει ο καπιταλιστής (π.χ. εργάτες από την ύπαιθρο που εργάζονται σε εργοστάσια, αλλά εξακολουθούν να καλλιεργούν μέρος της δικής τους τροφής). Οι μισθοί θα είναι πολύ χαμηλότεροι από ό,τι στις μεγάλες χώρες, ακόμη και αν η παραγωγικότητα στο εργοστάσιο δεν είναι τόσο πολύ χαμηλότερη, ή μπορεί ακόμη και να είναι υψηλότερη, από ό,τι στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες.

2. Παραγωγικότητα

Αξίζει επίσης να έχουμε υπόψη μας μερικά σημεία σχετικά με τα μέτρα παραγωγικότητας στις κοινώς χρησιμοποιούμενες οικονομικές στατιστικές και τις διαφορές μεταξύ ιμπεριαλιστικών και κυριαρχούμενων χωρών.

Το μέσο εθνικό επίπεδο παραγωγικότητας στις κυριαρχούμενες χώρες μπορεί να είναι χαμηλό, δεδομένου ότι συχνά θα περιλαμβάνει ένα μεγάλο γεωργικό ή εμπορικό τομέα που βασίζεται στη διαβίωση και μικρούς παραγωγούς. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τους οικονομολόγους να υποστηρίξουν ότι οι διαφορές στους μισθούς είναι συνάρτηση των διαφορών στην παραγωγικότητα (με την παραδοχή ότι οι εργαζόμενοι αμείβονται ανάλογα με την αξία των προϊόντων τους – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη μαρξιστική αντίληψη). Αλλά αυτό το επιχείρημα των οικονομολόγων αγνοεί βολικά ότι οι ξένες εταιρείες από ιμπεριαλιστικές χώρες επενδύουν ή προμηθεύονται από εταιρείες σε τομείς της οικονομίας όπου τα επίπεδα παραγωγικότητας δεν διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνα των μεγάλων χωρών.

Η Foxconn, για παράδειγμα, έχει μηχανοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τις τεράστιες εγκαταστάσεις παραγωγής της στην Κίνα με έναν τεράστιο αριθμό βιομηχανικών ρομπότ. Αυτό αναδεικνύει πώς η τεράστια διαφορά μεταξύ των μισθολογικών επιπέδων που πληρώνονται στην Κίνα, την Ινδία κ.λπ. και των μισθολογικών επιπέδων που πληρώνονται στην πατρίδα μας αποτελεί ένδειξη πρόσθετης εκμετάλλευσης, με την έννοια της αξίας που παράγεται σε σχέση με την αξία του μισθού που πληρώνεται. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης (s/v) από αυτές τις εταιρείες στην Ινδία/Κίνα κ.λπ. και όχι για ένα σημάδι ότι πληρώνουν χαμηλούς μισθούς επειδή η παραγωγικότητα είναι χαμηλή.

Νομίζω ότι ένα βασικό σημείο του βιβλίου του John Smith “Ιμπεριαλισμός” είναι να δείξει πώς οι στατιστικές που σχετίζονται με το ΑΕΠ σημαίνουν ότι οι μετρήσεις της “παραγωγής” αξίας είναι απίστευτα στρεβλές υπέρ των πλούσιων χωρών. Με την εμπορική (και γενικότερη) ισχύ τους στην αγορά, είναι σε θέση να επιβάλλουν μια συμφωνία στους παραγωγούς των καταπιεσμένων χωρών, παρόλο που αυτή εμφανίζεται ως αξία που συσσωρεύεται στις δικές τους εγχώριες οικονομίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Apple Inc, μια αμερικανική εταιρεία, φαίνεται τόσο κερδοφόρα, παρά το γεγονός ότι παράγει ελάχιστα ή τίποτα στις ΗΠΑ.

3. Αποδοτικότητα, ποσοστό κέρδους

Οι διαφορές στα εθνικά ποσοστά εκμετάλλευσης μπορεί να μην είναι ο λόγος ή ο μόνος λόγος για τα διαφορετικά μετρούμενα ποσοστά κέρδους. Οι φορολογικές παραχωρήσεις για το ξένο κεφάλαιο ή άλλες ευνοϊκές συμφωνίες για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων μπορεί επίσης να είναι σημαντικές. Εξίσου, η φθηνότερη γη ή άλλοι διαθέσιμοι πόροι μπορούν επίσης να συμβάλουν στην αύξηση των κερδών, ανεξάρτητα από τους μισθούς που μπορεί να καταβάλλονται.

Αυτό εγείρει το ερώτημα γιατί “όλες” οι καπιταλιστικές επενδύσεις δεν μεταναστεύουν στην πιο κερδοφόρα τοποθεσία, ή γιατί δεν έχουν μετακινηθεί όλες στην Κίνα κ.λπ. Ο John Smith έχει κάνει κάποια χρήσιμα σχόλια εδώ, τόσο για το ότι η μετανάστευση αφορά μεγάλο μέρος της παραγωγικής ικανότητας – όπως φαίνεται σε ορισμένες λεπτομέρειες των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων που διακρίνουν τα κεντρικά γραφεία και τις πιο εμπορικού τύπου εγκαταστάσεις από τις εγκαταστάσεις παραγωγής – όσο και για το ότι υπήρξε διάκριση στις αγορές προϊόντων μεταξύ επιχειρήσεων υψηλής και χαμηλής τεχνολογίας. Οι πρώτες ανήκουν σε μια “αγορά”, αυτή που διοικείται από τις μεγάλες δυνάμεις που παράγουν αεροδιαστημικά προϊόντα, προϊόντα μηχανικής κορυφαίας τεχνολογίας κλπ, με πατέντες και άλλα εμπόδια εισόδου για τους ανταγωνιστές. Οι δεύτερες είναι μια ξεχωριστή αγορά που κατασκευάζει κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, είδη ένδυσης, απλούστερα εξαρτήματα για άλλα προϊόντα, όπου ο ανταγωνισμός είναι έντονος.

Ο Shih, πρώην στέλεχος της Acer, σημειώνει ότι το χειρότερο πράγμα που πρέπει να κάνεις αν θέλεις να βγάλεις χρήματα είναι να παράγεις τα προϊόντα, αντί να τα σχεδιάζεις ή να τα πουλάς!

Θα πρόσθετα ότι υπάρχει επίσης μια επιπλέον “αξία” που δίνεται από τις πατέντες σχεδιασμού και την πνευματική ιδιοκτησία, καθώς και από τη δύναμη του μάρκετινγκ. Λίγο-πολύ όλο αυτό το οικονομικό όφελος προκύπτει για τις εταιρείες που εδρεύουν στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Πρόκειται για μια μορφή μονοπωλιακού ελέγχου των αγορών, που ενισχύεται από τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη των πλούσιων καταναλωτών – από αυτή την άποψη είναι ένα χαρακτηριστικό του μονοπωλιακού ελέγχου που αυτοενισχύεται. Μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία σε αυτό το θέμα δίνεται από την “Χαμογελαστή καμπύλη του Stan Shih”, όπου ο Shih, πρώην στέλεχος της Acer, σημειώνει ότι το χειρότερο πράγμα που πρέπει να κάνεις αν θέλεις να βγάλεις χρήματα είναι να παράγεις τα αγαθά, αντί να τα σχεδιάζεις ή να τα πουλάς!

Αυτό παραπέμπει στην ακμή του βρετανικού ιμπεριαλισμού, όταν η Βρετανία ήταν περισσότερο εμπορικός και οικονομικός φορέας παρά παραγωγός. Αν μη τι άλλο, το πρότυπο της παγκόσμιας οικονομίας σήμερα, με τη δύναμη της Google, του Facebook, της Amazon κ.λπ., δείχνει ότι η κερδοφορία έχει ελάχιστη σχέση με την παραγωγή οποιασδήποτε αξίας. Μην είστε ηλίθιοι, βάλτε άλλους να κάνουν τη σκληρή δουλειά της παραγωγής!

Τέτοιες εξελίξεις θέτουν επίσης ερωτήματα σχετικά με την εξίσωση των ποσοστών κέρδους διεθνώς, όπως μετράται από τα μέτρα μέτρησης του ποσοστού κέρδους με βάση τις χώρες. Ναι, οι εταιρείες θα τείνουν να εστιάζουν εκεί όπου μπορούν να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη. Αλλά πώς το κάνουν αυτό, και σημαίνει αυτό ότι αλλάζουν τοποθεσία; Αυτό είναι ένα ακόμη σημάδι ότι η ανάλυση του Μαρξ, ακόμη και του Λένιν, είναι μόνο ένα σημείο εκκίνησης για την ανάλυση του ιμπεριαλισμού σήμερα.

4. Παραγωγικότητα, C/V[ii], ποσοστό κέρδους, ιμπεριαλισμός

Υψηλότερη παραγωγικότητα σημαίνει παραγωγή περισσότερων αξιών χρήσης με μικρότερη εισροή αξίας, δηλαδή λιγότερη αξία (κοινωνικός χρόνος εργασίας) ανά μονάδα παραγόμενου εμπορεύματος. Συνήθως, και ιστορικά, αυτό επιτυγχάνεται μέσω της εκμηχάνισης. Αλλά μπορεί να υπάρξουν πρωτοποριακές καινοτομίες που χρησιμοποιούν πολύ λιγότερους πόρους (σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο) ανά μονάδα προϊόντος (για παράδειγμα, στις τηλεπικοινωνίες, στη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων) και μπορεί ακόμη και να συνεπάγονται πολύ μικρότερο κόστος σταθερού κεφαλαίου. Έτσι, υπάρχει μια πολύ συνηθισμένη, αλλά όχι πάντα αναγκαία σχέση μεταξύ υψηλότερου C/V (οργανική σύνθεση κεφαλαίου) και υψηλότερης παραγωγικότητας.

Το σημείο που θα ήθελα να τονίσω, ωστόσο, είναι ότι σε μεγάλο μέρος της ιστορικής εργασίας για τον ιμπεριαλισμό υπάρχει η λανθασμένη άποψη ότι ο βασικός μηχανισμός εκμετάλλευσης/μεταφοράς αξίας είναι ότι οι χώρες με υψηλότερο C/V (προφανώς, οι πιο ανεπτυγμένες) αποσπούν αξία από τις χώρες με χαμηλότερο C/V (τις λιγότερο ανεπτυγμένες). Αυτό προκύπτει από τη διαδικασία που περιγράφει ο Μαρξ για την εξίσωση των ποσοστών κέρδους στην καπιταλιστική αγορά, δηλαδή ότι υπάρχει μια ροή αξίας (με βάση τις τιμές παραγωγής που διαφέρουν από τις αξίες) από τις επιχειρήσεις με χαμηλό C/V προς τις επιχειρήσεις με υψηλό C/V.

Αντίθετα, το οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού θα πρέπει να δείχνει πώς οι ισχυρότερες χώρες ασκούν οικονομική δύναμη πάνω στους καταπιεσμένους.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον ιμπεριαλισμό ως κάτι το ιδιαίτερο σε μια νέα φάση του καπιταλισμού! Είναι ένα φυσιολογικό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής αγοράς, ακόμη και μέσα σε μια ιμπεριαλιστική χώρα. Η οικονομική ανάλυση του ιμπεριαλισμού δεν έχει καμία σχέση με αυτή την πτυχή. Αντίθετα, το οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού θα πρέπει να δείξει πώς οι πιο ισχυρές χώρες ασκούν οικονομική δύναμη πάνω στους καταπιεσμένους. Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο μια μονοπωλιακή αγορά που διοικείται από τις μεγαλύτερες χώρες προσπαθεί να αποτρέψει την όποια εξίσωση της ελεύθερης αγοράς που θα έπρεπε να συμβεί, είτε αυτή αφορά την κερδοφορία -για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους- είτε ακόμη και τα επίπεδα των μισθών, για να κρατήσουν τους πληθυσμούς τους με το μέρος τους, όταν πρόκειται για αυτοκρατορική σύγκρουση!

5. Συμπέρασμα: τα οφέλη του ιμπεριαλισμού

Με οικονομικούς όρους, ο ιμπεριαλισμός δεν ωφελεί μόνο τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις και εταιρείες, αλλά και τη μάζα των πληθυσμών στις ισχυρές χώρες. Αυτό έρχεται μέσω των παραχωρήσεων που οι πρώτοι είναι σε θέση να δώσουν στους δεύτερους, είτε σε κοινωνικές παροχές, είτε σε μισθούς απευθείας. Στις μεγάλες χώρες, ακόμη και όταν οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας βρίσκονται υπό πίεση, ή όταν η ανεργία αυξάνεται, παραμένει μια σαφής διάκριση μεταξύ του βιοτικού επιπέδου και του κρατικά χρηματοδοτούμενου δικτύου κοινωνικής ασφάλειας που διαθέτουν οι εργαζόμενοι στις πλούσιες χώρες και αυτών που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στις φτωχές χώρες. Αυτά τα προνόμια αποτελούν σημαντική υλική βάση για την πολιτική προοπτική της μάζας των εργαζομένων στις πλούσιες χώρες.

Αναφορές

[i] Σημειώστε επίσης ότι και το αν δημιουργείται αξία καθορίζεται κοινωνικά. Για παράδειγμα, αν παράγεται υπερβολική ποσότητα ενός συγκεκριμένου προϊόντος, τότε ένα μέρος της κοινωνικής εργασίας που διατίθεται για την παραγωγή του είναι άχρηστο. Αυτό θα αποτυπωθεί σε απούλητα προϊόντα ή/και σε πτώση των τιμών.

[ii] Στμ. Ο λόγος C/V εκφράζει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και είναι το κλάσμα του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο. Σταθερό κεφάλαιο είναι οι πρώτες ύλες, τα μέσα παραγωγής και τα βοηθητικά υλικά, ενώ μεταβλητό κεφάλαιο είναι αυτό που μετατρέπεται σε εργατική δύναμη.

Πηγή: Socialist Economist

Μετάφραση: antapocrisis

Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση

Εισαγωγή

«Ο κομμουνισμός δεν είναι δόγμα αλλά κίνημα· εκκινεί όχι από πρώτες αρχές αλλά από τα δεδομένα», έγγραψε ο Φρίντριχ Ένγκελς. Οι ευρείες διεθνείς διαφορές στο βαθμό εκμετάλλευσης, η τεράστια παγκόσμια μετατόπιση της παραγωγής και του κέντρου βάρους της βιομηχανικής εργατικής τάξης σε χώρες και περιοχές που αυτό είναι μέγιστο, η δραματικά αυξημένη εξάρτηση των εταιριών που εδράζονται στις ιμπεριαλιστικές χώρες (και παρομοίως η ευημερία και κοινωνική ειρήνη σε αυτές) στα εισοδήματα αυτής της εκμετάλλευσης – αυτά είναι τα πιο σημαντικά δεδομένα για το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό από τα οποία πρέπει να εκκινήσουμε. Οι ακραίοι βαθμοί εκμετάλλευσης στα εργοστάσια υφαντουργίας του Μπαγκλαντές, στις κινεζικές γραμμές παραγωγής και στα νοτιοαφρικανικά ορυχεία πλατίνας είναι ένα απτό, άμεσα παρατηρήσιμο γεγονός, που το βιώνουν κάθε μέρα στο πετσί τους εκατοντάδες εκατομμύρια εργάτες στις χώρες με χαμηλούς μισθούς. Δεν χρειαζόμαστε θεωρία για να το γνωρίζουμε αυτό, χρειαζόμαστε μόνο να αφαιρέσουμε τις παρωπίδες μας και να ανοίξουμε τα μάτια μας. Αλλά όντως χρειαζόμαστε μια θεωρία αν θέλουμε να καταλάβουμε ό,τι μπορούμε να δούμε και να εκτιμήσουμε τις συνέπειες που έπονται από αυτό.

Μονοπώλιο και ανταγωνισμός

Είναι χρήσιμο να αναλογιστούμε πως η εκμετάλλευση και η υπερεκμετάλλευση στέκονται σε σχέση με ένα άλλο ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του ιμπεριαλισμού: τον ανταγωνισμό/μονοπώλιο. Το μονοπώλιο είναι εγγεγραμμένο στο DNA του καπιταλισμού – οι μεμονωμένοι κεφαλαιοκράτες δεν επιδιώκουν τόσο να ανταγωνιστούν όσο να βρουν ένα τρόπο να αποφύγουν τον ανταγωνισμό, να αποκτήσουν ένα πλεονέκτημα επί των αντιπάλων τους, να ασκήσουν κάποιου είδους μονοπώλιο που θα τους δώσει μεγαλύτερα του μέσου κέρδη. Ο ανταγωνισμός επέρχεται από τις αδιάκοπες προσπάθειες μεμονωμένων καπιταλιστών να παραβιάσουν τον θεμελιώδη νόμο της αξίας, δηλαδή, την ανταλλαγή ισοδύναμων μεταξύ πωλητή και αγοραστή. Η ξέφρενη παρόρμησή τους μπορεί να περιοριστεί μόνο από μια εξωτερική δύναμη, εξ ου και η ανάγκη για ένα κράτος και ένα σύστημα νόμων ανεξάρτητων από τους μεμονωμένους κεφαλαιοκράτες – και ως εκ τούτου, οι ακατάπαυστες προσπάθειες μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών και ομάδων τους να καταλάβουν το κράτος ώστε να ικανοποιήσουν την πείνα τους για μονοπωλιακά κέρδη.

Το μονοπώλιο έρχεται σε πολλές μορφές. Κάποια αφορούν στην παραγωγή, π.χ. τεχνολογικές καινοτομίες που επιτρέπουν σε μεμονωμένους καπιταλιστές να παράγουν ένα δεδομένο εμπόρευμα πιο αποτελεσματικά από τους άλλους· άλλα στη διανομή (η επωνυμία ή άλλες μορφές μονοπώλησης στην αγορά, φραγμοί απέναντι σε νεοεισερχόμενους, κατάληψη του κράτους, προνομιούχα πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες και εισροές, κλπ.)· όλα μπορεί να είναι βραχύβια ή μακράς διαρκείας. Κοινό σε όλες τις μορφές μονοπωλίου είναι ότι αναδιανέμουν υπεραξία ανάμεσα σε κεφάλαια, δίνοντας τη δυνατότητα σε κεφαλαιοκράτες ή σε ομάδες τους να καρπώνονται επιπλέον κέρδη πουλώντας εμπορεύματα πάνω από τις τιμές παραγωγής του (prices of production) (δηλαδή τις τιμές που εξισώνουν το ποσοστό κέρδους) εις βάρος των υπολοίπων που αποσπούν μικρότερα κέρδη.

Από την άλλη μεριά, κανένα από αυτά δεν αυξάνει την ποσότητα υπεραξίας που είναι διαθέσιμη για αναδιανομή. Αυτό αληθεύει ακόμα και για τεχνολογικές καινοτομίες που ελαττώνουν την ποσότητα εργασίας που απαιτείται για να παραχθούν τα αγαθά κατανάλωσης των εργατών – μόνο όταν αυτή η καινοτομία γενικευτεί, δηλαδή όταν πάψει η μονοπώλησή της από έναν μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη, επιφέρει την ελάττωση της αξίας της εργατικής δύναμης και μια αντίστοιχη αύξηση στο ποσοστό υπεραξίας – και μόνο εφόσον αν οι εργάτες δεν καταφέρουν να αποσπάσουν μεγαλύτερους πραγματικούς μισθούς από αυτά τα οφέλη.

Εκμετάλλευση και υπερεκμετάλλευση

Ενώ το μονοπώλιο αφορά στην αναδιανομή της υπεραξίας, η εκμετάλλευση αφορά στην απόσπασή της. Και όπως κάθε καπιταλιστής ονειρεύεται να γίνει μονοπώλιο, έτσι βρίσκεται στο DNA κάθε καπιταλιστή η αναζήτηση τρόπων μεγιστοποίησης της αποσπώμενης υπεραξίας. Στο Κεφάλαιο ο Μαρξ αναλύει λεπτομερώς δυο τρόπους που οι κεφαλαιοκράτες το κάνουν αυτό – επεκτείνοντας την εργάσιμη μέρα πέραν του ‘αναγκαίου χρόνου εργασίας’, δηλαδή του χρόνου που απαιτείται για την αντικατάσταση των αξιών που καταναλώνονται από τον εργάτη/τρια και την οικογένειά του/της, και που ο Μαρξ καλεί απόλυτη υπεραξία· και ελαττώνοντας τον αναγκαίο χρόνο εργασίας μέσω αυξήσεων της παραγωγικότητας που φτηναίνουν τα αγαθά κατανάλωσης των εργατών, κάτι που ονομάζει σχετική υπεραξία.

Και οι δυο τρόποι διαφέρουν από τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασία λόγω ελάττωσης των επιπέδων εργατικής κατανάλωσης. Ο Μαρξ αναφέρει σε πολλά σημεία του Κεφαλαίου ότι ‘η συμπίεση του μισθού του εργάτη κάτω από την αξία της εργατικής του δύναμης’, ‘εξαιρείται της μελέτης μας λόγω της υπόθεσης μας ότι όλα τα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής δύναμης, πωλούνται και αγοράζονται στην πλήρη αξία τους·’ και επίσης δήλωσε ότι ‘η διάκριση ανάμεσα σε ποσοστά υπεραξίας σε διαφορετικές χώρες και επομένως ανάμεσα σε διαφορετικά εθνικά επίπεδα εκμετάλλευσης της εργασίας είναι εξολοκλήρου εκτός του πεδίου της παρούσας ερευνάς μας’ (για αναφορές και περαιτέρω συζήτηση, δείτε το βιβλίο Ιμπεριαλισμός στον Εικοστό Πρώτο ΑιώναImperialism in the Twenty-first Century).

Ούτε η απόλυτη υπεραξία, ούτε η σχετική υπεραξία, χωριστά ή σε συνδυασμό είναι σε θέση να εξηγήσουν από μόνες τους τις σχέσεις αξίας των σύγχρονων παγκοσμιοποιημένων δικτύων παραγωγής. Οι απόπειρες να το κάνουν αυτό αποτυγχάνουν τη δοκιμασία της θεωρητικής συνοχής – ο Μαρξ ρητά εξαίρεσε τη μείωση των επιπέδων κατανάλωσης των εργατών από αυτές τις έννοιες. Και αποτυγχάνουν την εμπειρική δοκιμασία – η μετατόπιση στην παραγωγή τόσων πολλών αγαθών κατανάλωσης προς τις χώρες χαμηλών μισθών σημαίνει ότι οι μισθοί και η παραγωγικότητα των εργατών σε αυτές τις χώρες έχουν γίνει βασικές ορίζουσες της σχετικής υπεραξίας στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Αυτό που είναι καινούργιο είναι η τεράστια κλίμακά του· η εξαιρετική σημασία της συνεισφοράς του Ρούι Μάουρο Μαρίνι (Ruy Mauro Marini) στη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού βρίσκεται, εν μέρει, στην παρατήρησή του ότι κατά την εποχή που ζούσε ο Μαρξ, οι εισαγωγές φτηνότερου φαγητού και άλλων αγαθών κατανάλωσης που παράγονταν με υπερεκμεταλλευόμενη εργασία στις αποικίες και νεο-αποικίες της Βρετανίας βοήθησαν στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας εντός της ίδιας της Βρετανίας, μειώνοντας τον αναγκαίο χρόνο εργασίας χωρίς να μειώσουν τα επίπεδα κατανάλωσης.

Αν οι έννοιες του Μαρξ της απόλυτης και σχετικής υπεραξίας είναι ανεπαρκείς για να εξηγηθούν οι πραγματικότητες της εκμετάλλευσης στα σύγχρονα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής, τι άλλο χρειαζόμαστε; Η σύντομη απάντηση: μια θεωρητική σύλληψη της υπερεκμετάλλευσης. Όπως είδαμε, ο Μαρξ επανειλημμένα και ρητά εξαίρεσε και τη συμπίεση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης και τις διεθνείς κυμάνσεις του ποσοστού υπεραξίας από τη ‘γενική θεωρία’ του, του κεφαλαίου. Η μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης περιστέλλοντας τα επίπεδα κατανάλωσης (ή κάτι που είναι το ίδιο πράγμα, η μετατόπιση της παραγωγής σε χώρες που τα επίπεδα κατανάλωσης των εργατών και η αξία της εργατικής δύναμης είναι πολύ χαμηλότερα) είναι ένας διακριτός, τρίτος τρόπος να αυξηθεί η υπεραξία, και έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής, ως η κινητήρια δύναμη του μεγαλύτερου μετασχηματισμού της.

Η επανανακάλυψη αυτής της τρίτης μορφής υπεραξίας είναι η ρήξη που μας παρέχει το κλειδί για να απελευθερωθούν οι δυναμικές έννοιες που περιέχονται στο Κεφάλαιο, και έγινε από τον Άντι Χιγκινμπότομ (Andy Higginbottom) σε μια συνεδριακή δημοσίευση του 2009 με τίτλο Η Τρίτη Μορφή Αύξησης της Υπεραξίας[ii] (The Third Form of Surplus Value Increase), χτίζοντας πάνω στο έργο του Μαρίνι και αναπτύσσοντας την παραπέρα σε μια σειρά πρωτοποριακών δημοσιεύσεων και άρθρων ([iii]), ([iv]), ([v]), (βλ. εδώεδώ και εδώ). Στη δημοσίευσή του το 2009 έγραψε, «ο Μαρξ αναφέρεται σε τρεις ξεχωριστούς τρόπους που το κεφάλαιο μπορεί να αυξήσει την υπεραξία, αλλά ονομάζει μόνο δυο από αυτούς ως απόλυτη υπεραξία και σχετική υπεραξία. Τον τρίτο μηχανισμό, τη μείωση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, ο Μαρξ τον παραδίδει στη σφαίρα του ανταγωνισμού και εκτός της ανάλυσής του».

Συμπέρασμα – Ιμπεριαλισμός, μονοπωλιακός καπιταλισμός και υπερεκμετάλλευση

Τώρα μπορούμε να βάλουμε αυτά τα δυο συστατικά στοιχεία του καπιταλισμού – μονοπώλιο/ανταγωνισμός και εκμετάλλευση/υπερεκμετάλλευση – μαζί. Όπως είδαμε στην αρχή, κάθε καπιταλιστής ονειρεύεται να γίνει μονοπώλιο, αλλά για τους καπιταλιστές στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη, στο Μεξικό και άλλες νότιες χώρες αυτά τα όνειρά τους μένουν απλά όνειρα· δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στηρίζονται αποκλειστικά στην απόσπαση υπεραξίας από τους δικούς τους εργάτες υπερεκμεταλλεύοντάς τους μέχρι και πέραν εσχάτων – ή μάλλον, να βασίζονται πάνω στο τι τους απέμεινε αφού τα μονοπώλια και οι ιμπεριαλιστές έχουν πάρει το μερίδιό τους (Η Κίνα είναι μια εξαιρετικά σημαντική, αλλά ακόμα, μερική εξαίρεση, γι’ αυτό και είναι σε τροχιά σύγκρουσης με της υπάρχουσες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αρχικώς την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ). Από την άλλη μεριά, τα μονοπώλια και οι ιμπεριαλιστές έχουν την επιλογή να μοιραστούν κάποιες από τις μονοπωλιακές και ιμπεριαλιστικές προσόδους τους με τους δικούς τους εργαζόμενους – να εξαγοράσουν έτσι κοινωνική ειρήνη, να επεκτείνουν την αγορά για τα εμπορεύματά τους, και επίσης να χρηματοδοτήσουν κρατικές δαπάνες σκληρής και μαλακής δύναμης με στόχο την ενίσχυση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας τους επί των υποκείμενων εθνών.

Κλείνοντας: η μονοπωλιακή παρόρμηση των κεφαλαιοκρατών, δηλαδή η επιθυμία να συλλάβουν υπεραξία εις βάρος άλλων κεφαλαιοκρατών, παρέα με την ακόρεστη επιθυμία τους για υπερεκμεταλλεύσιμη εργασία, συνδυάζονται για να ορίσουν την εγγενή στον καπιταλισμό, αδυσώπητη ιμπεριαλιστική τροχιά. Οι μετασχηματισμοί της νεοφιλελεύθερης εποχής αντιπροσωπεύουν όχι την αντικατάσταση του ιμπεριαλισμού, όπως λεγεώνες αρνητών του ισχυρίζονται ενώ δηλώνουν πίστη στο μαρξισμό, αλλά την αποκορύφωσή του.


[i] https://mronline.org/2018/04/14/exploitation-and-super-exploitation/

[ii] https://www.academia.edu/11418979/Third_form_of_extraction_surplus_value

[iii] https://www.researchgate.net/publication/263569325_’Imperialist_Rent’_in_Practice_and_Theory

[iv]https://www.researchgate.net/publication/323583151_Enslaved_African_labour_in_the_Americas_from_primitive_accumulation_to_manufacture_with_racial_violence

[v]https://www.researchgate.net/publication/293079079_Structure_and_essence_in_Capital_I_Extra_surplus-value_and_the_stages_of_capitalism

Πηγή: Monthly Review Online

Αναδημοσίευση από kordatos.org

μετάφραση: Άρης Ντα Κούνια Ντα Κώστα Ντίας

επιμέλεια: Διονύσης Περδίκης

Ο πόλεμος εναντίον της Βενεζουέλας είναι χτισμένος σε ψέματα

Ταξιδεύοντας με τον Ούγκο Τσάβες, σύντομα κατάλαβα την απειλή που αντιπροσωπεύει η Βενεζουέλα. Σε έναν γεωργικό συνεταιρισμό στην πολιτεία Λάρα, οι άνθρωποι περιμένουν υπομονετικά στη ζέστη, με καλή διάθεση. Κανάτες νερού και χυμός πεπονιού περνά από χέρι σε χέρι. Εμφανίστηκε μια κιθάρα και μια γυναίκα, η Καταρίνα, στάθηκε και τραγούδησε με μπάσα φωνή.

«Τι λένε τα λόγια της;», ρώτησα.

«Ότι είμαστε υπερήφανοι», ήταν η απάντηση.

Τα χειροκροτήματα για το τραγούδι της μπλέχτηκαν με τα χειροκροτήματα για την άφιξη του Τσάβες. Ο Τσάβες κάτω από το ένα χέρι είχε μια τσάντα γεμάτη με βιβλία. Φορούσε το μεγάλο κόκκινο πουκάμισό του και τους χαιρέτησε με το όνομά τους. Σταμάτησε για να τους ακούσει. Με εντυπωσίασε η ικανότητά του να ακούει.

Αλλά τώρα διάβαζε. Για σχεδόν δύο ώρες διάβαζε στο μικρόφωνο από τη στοίβα των βιβλίων που είχε μαζί του: Όργουελ, Ντίκενς, Τολστόι, Ζολά, Χέμινγουεϊ, Τσόμσκι, Νερούδα: μια σελίδα από το ένα, μια δύο γραμμές από το άλλο. Οι άνθρωποι γύρω του χειροκροτούσαν και επιδοκίμαζαν καθώς πήγαινε από συγγραφέα σε συγγραφέα.

Τότε οι αγρότες πήραν το μικρόφωνο και του είπαν για αυτά που τους απασχολούσαν και αυτά που χρειάζονταν. Ένα αρχαίο πρόσωπο, αργασμένο από τον ήλιο και τη δουλειά, από έναν κοντινό οικισμό, έκανε μια μεγάλη, κριτική αναφορά στο ζήτημα της άρδευσης. Ο Τσάβες κρατούσε σημειώσεις.

Εδώ καλλιεργείται κρασί, από ένα σκούρο σταφύλι τύπου syrah. «Τζον, Τζον, έλα εδώ», είπε ο πρόεδρος, αφού με είδε αποκοιμισμένο από τη ζέστη και βυθισμένο στον Όλιβερ Τουίστ.

«Του αρέσει το κόκκινο κρασί», δήλωσε ο Τσάβες στο ακροατήριο που φώναζε και χειροκροτούσε και μου έδωσε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Τα λίγα λόγια μου σε άσχημα ισπανικά προκάλεσαν γέλια και σφυρίγματα.

Παρακολουθώντας τον Τσάβες έβλεπα έναν άνθρωπο ο οποίος υποσχέθηκε, όταν ανέβηκε στην εξουσία, ότι κάθε κίνηση του θα υπόκειται στη βούληση του λαού. Σε οκτώ χρόνια, ο Τσάβες κέρδισε οκτώ εκλογές και δημοψηφίσματα: ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Ήταν -με εκλογικούς όρους- ο πιο δημοφιλής αρχηγός κράτους στο δυτικό ημισφαίριο, πιθανότατα στον κόσμο.

Πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία για κάθε σημαντική μεταρρύθμιση των Τσαβίστας, κυρίως για το νέο σύνταγμα, για το οποίο το 71% των πολιτών ενέκρινε καθένα από τα 396 άρθρα που καθόριζαν με ανήκουστο τρόπο τις ελευθερίες. Όπως το άρθρο 123, το οποίο αναγνώρισε για πρώτη φορά τα ανθρώπινα δικαιώματα των μιγάδων και των μαύρων. Ο Τσάβες ήταν ένας από αυτούς.

Σε μία από τις ομιλίες του στο δρόμο ανέφερε έναν φεμινιστή συγγραφέα: «Η αγάπη και η αλληλεγγύη είναι ίδιο πράγμα». Το κοινό του το καταλάβαινε πολύ καλά αυτό και το εξέφραζε με αξιοπρέπεια. Οι απλοί άνθρωποι θεωρούν τον Τσάβεζ και την κυβέρνησή του ως τους πρωταθλητές τους: ως τους δικούς τους ανθρώπους.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους αυτόχθονες, τους μιγάδες και τους Αφροβενεζουελάνους, οι οποίοι είχαν ιστορικά περιφρονηθεί από τους προκάτοχους του Τσάβες και από εκείνους που ζουν σήμερα μακριά από τις φτωχογειτονιές, στα αρχοντικά και στα ρετιρέ του Ανατολικού Καράκας, που πηγαινοέρχονται στο Μαϊάμι, εκεί που είναι οι τράπεζές τους, και θεωρούν τους εαυτούς τους ως «λευκούς». Είναι ο ισχυρός πυρήνας αυτού που τα ΜΜΕ ονομάζουν «αντιπολίτευση».

Όταν γνώρισα αυτή την τάξη, στα προάστια που ονομάζονται Country Club, σε σπίτια με χαμηλούς πολυελαίους και άσχημα πορτρέτα, αναγνώρισα και τους ανθρώπους της. Θα μπορούσαν να είναι λευκοί Νοτιοαφρικανοί, η μικροαστική μπουρζουαζία της Κωνστάντια και του Σάντον, οι πυλώνες των σκληρότητας του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής.

Οι γελοιογράφοι στον Τύπο της Βενεζουέλας, η πλειοψηφία του οποίου ανήκει σε μια ολιγαρχία που αντιτίθενται στην κυβέρνηση, περιέγραφαν τον Τσάβες ως πίθηκο. Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός αναφερόταν στον «πίθηκο». Στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, οι λεκτικές αναφορές των παιδιών της καλής κοινωνίας, είναι συχνά ρατσιστικές ύβρεις για εκείνους που είναι μετά βίας ορατοί από την τρομακτική ρύπανση.

Αν και η πολιτική για τις ταυτότητες είναι η νέα τρέλα σε όλες τις σελίδες των φιλελεύθερων εφημερίδων της Δύσης, η φυλή και η τάξη είναι δύο λέξεις που σχεδόν ποτέ δεν αναφέρθηκαν κατά την πενιχρή «κάλυψη» της πρόσφατης και πιο κυνικής προσπάθειας της Ουάσιγκτον να αρπάξει τη μεγαλύτερη πηγή πετρελαίου στον κόσμο και να κυριαρχήσει στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.

Όλα τα ελαττώματα των Τσαβίστας – όπως για το γεγονός ότι επέτρεψαν στην οικονομία της Βενεζουέλας να γίνει όμηρος των διεθνών τιμών του πετρελαίου, αλλά και για το ότι ποτέ δεν αμφισβήτησαν στα σοβαρά το μεγάλο κεφάλαιο και τη διαφθορά – από την άλλη μεριά εξισορροπούνται με το ότι έφεραν κοινωνική δικαιοσύνη και υπερηφάνεια σε εκατομμύρια ανθρώπους, και το έκαναν με πρωτοφανή δημοκρατία.

«Από τις 92 εκλογικές διαδικασίες που παρακολουθήσαμε», δήλωσε ο πρώην πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ, του οποίου το Κέντρο Κάρτερ είναι ένας αξιόπιστος παρατηρητής των εκλογών σε όλο τον κόσμο, «θα έλεγα ότι η εκλογική διαδικασία στη Βενεζουέλα είναι η καλύτερη στον κόσμο». Αντίθετα, δήλωσε ο Κάρτερ, το αμερικανικό εκλογικό σύστημα, που στηρίζεται στα χρήματα που διαθέτει ένας υποψήφιος για την εκστρατεία του, «είναι ένα από τα χειρότερα».

Επεκτείνοντας την ιδέα μιας παράλληλης λαϊκής εξουσίας και μιας κοινοτικής εξουσίας  των φτωχογειτονιών, ο Τσάβες χαρακτήρισε τη δημοκρατία της Βενεζουέλας ως «την δική μας εκδοχή της ιδέας του Ρουσσώ περί λαϊκής κυριαρχίας».

Στο Μπάριο Λα Λίνεα, καθισμένη στη μικροσκοπική της κουζίνα, η Μπεατρίς Μπαλάζο μου είπε ότι τα παιδιά της ήταν η πρώτη γενιά των φτωχών που θα παρακολουθήσει ένα πλήρες πρόγραμμα στο σχολείο και θα τους δοθεί ένα ζεστό γεύμα και θα μάθουν μουσική, τέχνη και χορό. «Έχω δει την εμπιστοσύνη τους να ανθίζει σαν λουλούδι», είπε.

Στο Μπάριο Λα Βέγκα, άκουσα μια νοσοκόμα, τη Μαριέλα Ματσάντο, μια μαύρη γυναίκα 45 ετών, με διαβολικό γέλιο, απευθυνόμενη σε ένα τοπικό συμβούλιο για θέματα που σχετίζονταν από τους άστεγους μέχρι τον πόλεμο των συμμοριών. Εκείνη την ημέρα ξεκίνησαν το «Πρόγραμμα Μητέρες των Γειτονιών» ένα πρόγραμμα που αντιμετώπιζε τη φτώχεια των ανύπαντρων μητέρων. Σύμφωνα με το σύνταγμα, οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να πληρώνονται ως απασχολούμενες με τη φροντίδα των παιδιών τους και μπορούν να δανειστούν από μια ειδική τράπεζα των γυναικών. Τώρα οι φτωχότερες νοικοκυρές κερδίζουν το αντίστοιχο ποσό των 200 δολαρίων το μήνα.

Σε μια αίθουσα που φωτίζεται από μία μόνο λάμπα φθορισμού, συναντήθηκα με την Άννα Λουτσία Φερνάντεζ, ηλικίας 86 ετών, και την Μαβίς Μέντεζ, ηλικίας 95 ετών. Μόλις 33 ετών, η Σόνια Αλβάρεζ, είχε έρθει μαζί με τα δύο παιδιά της. Κάποτε, κανένας από αυτούς δεν μπορούσε να διαβάσει και να γράψει. Τώρα μελετούν μαθηματικά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Βενεζουέλα διαθέτει σχεδόν 100% εγγράμματων ανθρώπων.

Αυτό είναι το «πρόγραμμα Ρόμπινσον», η οποία σχεδιάστηκε για ενήλικες και εφήβους που προηγουμένως δεν είχαν δυνατότητα εκπαίδευσης εξαιτίας της φτώχειας. Το «πρόγραμμα Ρίμπας» δίνει σε όλους τη δυνατότητα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. (Τα ονόματα Ρόμπινσον και Ρίμπας αναφέρονται σε ηγέτες ανεξαρτησίας της Βενεζουέλας από τον 19ο αιώνα).

Στα 95 έτη της, η Μαβίς Μέντεζ είχε δει μια στρατιά κυβερνήσεων, κυρίως υποτελών της Ουάσιγκτον, που απλώς προέδρευαν σε μια κλοπή δισεκατομμυρίων δολαρίων των πετρελαιοφόρων πηγών της χώρας. Μεγάλο μέρος των κλεμμένων δολαρίων πήγε στο Μαϊάμι. «Δεν ζούσαμε με την ανθρώπινη έννοια της λέξης», μου είπε. «Ζήσαμε και πεθαίναμε χωρίς πραγματική εκπαίδευση και τρεχούμενο νερό. Τα τρόφιμα δεν μπορούσαμε να τα αγοράσουμε… Όταν αρρωσταίναμε, οι πιο αδύναμοι πέθαιναν… Τώρα μπορώ να διαβάσω και να γράψω το όνομά μου, και πολλά άλλα, και ό,τι και να λένε οι πλούσιοι και τα μέσα ενημέρωσης, έχουμε φυτέψει τους σπόρους της αληθινής δημοκρατίας και έχω τη χαρά να βλέπω να συμβαίνει αυτό».

Το 2002, κατά τη διάρκεια ενός πραξικοπήματος που υποστηρίχθηκε από την Ουάσιγκτον, οι γιοι και οι κόρες και οι εγγονές και οι εγγονοί της Μαβίς συμμετείχαν σε μια διαδήλωση εκατοντάδων χιλιάδων που κατέβηκαν από τις φτωχογειτονιές των λόφων γύρω από το Καράκας, απαίτησαν και επέβαλαν ο στρατός να παραμείνει πιστός στον Τσάβες.

«Ο λαός με έσωσε», μου είπε ο Τσάβες. «Το έκανε, παρόλο που με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν εναντίον μου, εμποδίζοντας ακόμη και την καταγραφή των βασικών γεγονότων για το τι συνέβη. Για να δείτε τι έγινε με τη δημοκρατία και την ηρωική δράση, προτείνω να μην κοιτάξετε πέρα από τον λαό».

Από το θάνατο του Τσάβες το 2013, ο διάδοχός του Νικολάς Μαδούρο έχει αποκτήσει μια χυδαία ταμπέλα στον δυτικό Τύπο ως «πρώην οδηγός λεωφορείου» ενσαρκώνοντας έναν νέο Σαντάμ Χουσεΐν. Η διαστρέβλωση των μέσων ενημέρωσης είναι γελοία. Στη θητεία του Μαδούρο, η διακύμανση της τιμής του πετρελαίου προκάλεσε υπερπληθωρισμό και έπληξε τις τιμές σε μια κοινωνία που εισάγει σχεδόν όλο το φαγητό της. Ωστόσο, όπως δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα ο δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστας Πάμπλο Ναβαρέττε, η Βενεζουέλα δεν είναι η καταστροφή που απεικονίζεται. «Υπάρχουν τρόφιμα παντού», έγραψε. «Έχω γυρίσει πολλά βίντεο με φαγητό στις αγορές (σε όλο το Καράκας) …είναι βράδυ της Παρασκευής και τα εστιατόρια είναι γεμάτα».

Το 2018, ο Μαδούρο επανεξελέγη πρόεδρος. Ένα τμήμα της αντιπολίτευσης μποϊκόταρε τις εκλογές, μια τακτική που είχε εφαρμοστεί και εναντίον του Τσάβες. Το μποϊκοτάζ απέτυχε: 9.389.056 άτομα ψήφισαν. Συμμετείχαν δεκαέξι κόμματα και έξι υποψήφιοι για την προεδρία. Ο Μαδούρο κέρδισε 6.248.864 ψήφους, ή 67,84%.

Την ημέρα των εκλογών, μίλησα σε έναν από τους 150 εξωτερικούς παρατηρητές των εκλογών. «Ήταν απολύτως δίκαιες», είπε. «Δεν υπήρξε καμιά απάτη, κανένας από τους κραυγαλέους ισχυρισμούς των μέσων ενημέρωσης για νοθεία δεν ευσταθεί. Κανένας».

Όπως συμβαίνει στο πάρτι τσαγιού της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, η κυβέρνηση Τραμπ παρουσίασε τον Χουάν Γκουαϊδό, ένα δημιούργημα της Εθνικής Συμμαχίας για τη Δημοκρατία, προκάλυμμα της CIA, ως «νόμιμο Πρόεδρο της Βενεζουέλας». Άγνωστος για το 81% του λαού της Βενεζουέλας, σύμφωνα με το περιοδικό The Nation, ο Γκουαϊδό δεν έχει εκλεγεί από κανέναν.

Ο Μαδούρο είναι «παράνομος», λέει ο Τραμπ (ο οποίος κέρδισε την αμερικανική προεδρία με τρία εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από την αντίπαλό του), είναι ένας «δικτάτορας», λέει ο αποδεδειγμένα ψυχικά ασταθής αντιπρόεδρος Μάικ Πενς. Μια πετρελαιοπηγή εν αναμονή είναι η Βενεζουέλα για τον προεδρικό σύμβουλο Τζον Μπόλτον (ο οποίος, όταν του πήρα συνέντευξη το 2003, μου είπε: «Γεια σας, είστε κομμουνιστής, ή ίσως ακόμη και Εργατικός;»).

Ως ειδικό απεσταλμένο του στη Βενεζουέλα, ο Τραμπ έχει ορίσει έναν καταδικασμένο εγκληματία, τον Έλιοτ Άμπραμς, του οποίου οι ίντριγκες και τα κόλπα στην υπηρεσία των προέδρων Ρήγκαν και Μπους συνέβαλαν στη δημιουργία του σκανδάλου Ιράν-Γκέητ κατά τη δεκαετία του 1980 προκαλώντας την κατάρρευση της κεντρικής Αμερικής σε χρόνια μιζέρια, που είναι βουτηγμένη στο αίμα.

Αφήνοντας όμως τον Λιούις Κάρολ, τον συγγραφέα της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» κατά μέρος, αυτές οι «τρέλες» κανονικά ανήκουν σε ειδησεογραφικά δρώμενα από τη δεκαετία του 1930. Και όμως τα ψέματά τους για τη Βενεζουέλα γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό από όσους πληρώνονται για να διατηρούν την ίδια πορεία στα πράγματα.

Στις ειδήσεις του Καναλιού 4, ο Τζον Σνόου επιτέθηκε στον βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Κρις Γουίλιαμσον, «Κοιτάξτε, εσείς και ο κ. Κόρμπιν βρίσκεστε σε μια πολύ άσχημη θέση [στο ζήτημα της Βενεζουέλας]». Όταν ο Γουίλιαμσον προσπάθησε να εξηγήσει γιατί η επέμβαση ενάντια σε μια κυρίαρχη χώρα ήταν λάθος, ο Σνόου τον έκοψε. «Άντε στο καλό»!

Το 2006, οι ειδήσεις του Καναλιού 4 κατηγόρησαν με ένταση τον Τσάβεζ ότι σχεδίαζε να φτιάξει πυρηνικά όπλα με το Ιράν: μια φαντασίωση. Ο τότε ανταποκριτής στην Ουάσιγκτον, Τζόναθαν Ράγκμαν, επέτρεψε σε έναν εγκληματία πολέμου, στον Ντόναλντ Ράμσφελντ, να παρομοιάζει τον Τσάβες με τον Χίτλερ, χωρίς καμιά αντίρρηση.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου West of England μελέτησαν τις αναφορές που γίνονται στη Βενεζουέλα από το BBC για μια δεκαετία. Εξετάστηκαν 304 αναφορές και διαπίστωσαν ότι μόνο τρεις από αυτές αναφέρονται σε κάποια από τις θετικές πολιτικές της κυβέρνησης. Για το BBC, όλες οι δημοκρατικές κατακτήσεις της Βενεζουέλας, η νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα προγράμματα για τα τρόφιμα, οι πρωτοβουλίες στον τομέα της υγείας και η μείωση της φτώχειας, δεν συνέβησαν ποτέ. Το μεγαλύτερο πρόγραμμα εξάλειψης του αναλφαβητισμού στην ανθρώπινη ιστορία δεν συνέβη, όπως και τα εκατομμύρια ανθρώπων που διαδηλώνουν για να υποστηρίξουν τον Μαδούρο και τιμούν τη μνήμη του Τσάβες, δεν υπάρχουν.

Όταν ρωτήθηκε γιατί κατέγραψε μόνο την πορεία της αντιπολίτευσης, η δημοσιογράφος του BBC Όρλα Γκερίν, ανέφερε ότι ήταν «πολύ δύσκολο» να καλυφθούν δύο πορείες σε μια μέρα.

Έχει κηρυχθεί πόλεμος στη Βενεζουέλα, όμως η αλήθεια για αυτόν τον πόλεμο είναι «πολύ δύσκολη» να παρουσιαστεί.

Είναι πολύ δύσκολο να παρουσιαστεί η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου από το 2014, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα των εγκληματικών μηχανισμών της Wall Street. Είναι πολύ δύσκολο να αναφερθεί το σαμποτάζ της απαγόρευσης πρόσβασης της Βενεζουέλας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ. Είναι πολύ δύσκολο να αναφερθούν οι «κυρώσεις» της Ουάσιγκτον ενάντια στη Βενεζουέλα, οι οποίες έχουν προκαλέσει παράνομη απώλεια τουλάχιστον 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα έσοδα της Βενεζουέλας από το 2017, συμπεριλαμβανομένων των εισαγόμενων φαρμάκων αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι πολύ δύσκολο να αναφερθεί η πράξη της Τράπεζας της Αγγλίας να αρνηθεί να επιστρέψει το χρυσό της Βενεζουέλας ως αυτό που πραγματικά είναι: μια πράξη σύγχρονης πειρατείας.

Ο πρώην εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών, Άλφρεντ ντε Ζάιας, παρομοιάζει την κατάσταση με μια «μεσαιωνική πολιορκία» που σχεδιάστηκε «για να γονατίσει τις χώρες». Είναι μια εγκληματική επίθεση, λέει. Είναι παρόμοιο με αυτό που αντιμετώπισε ο Σαλβαντόρ Αλιέντε το 1970, όταν ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον με το τότε ισοδύναμο του Τζον Μπόλτον, τον Χένρι Κίσινγκερ, αποφάσισαν να «κάνουν την οικονομία [της Χιλής] να ουρλιάξει». Η μακρά σκοτεινή νύχτα του Πινοσέτ ακολούθησε.

Ο ανταποκριτής του Guardian, Τομ Φίλιπς, έχει τουιτάρει μια εικόνα ενός καπακιού από αναψυκτικό στο οποίο οι λέξεις στα ισπανικά σημαίνουν στο τοπικό ιδίωμα: «Κάνε ξανά τη Βενεζουέλα cool». Ο δημοσιογράφος ως κλόουν μάλλον είναι το τελικό στάδιο του εκφυλισμού της επικρατούσας δημοσιογραφίας.

Σε περίπτωση που ο αχυράνθρωπος της CIA Γκουαϊντό και οι λευκοί ρατσιστές αρπάξουν την εξουσία, θα πρόκειται για την 68η ανατροπή μιας κυρίαρχης κυβέρνησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν δημοκρατίες. Ένα γενικευμένο ξεπούλημα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και του ορυκτού πλούτου της Βενεζουέλας θα ακολουθήσει σίγουρα, μαζί με την κλοπή του πετρελαίου της χώρας, όπως ακριβώς άλλωστε περιγράφεται από τον Τζον Μπόλτον.

Επί της τελευταίας κυβέρνησης του Καράκας που ελεγχόταν από την Ουάσινγκτον, η φτώχεια έφθασε σε ιστορικές διαστάσεις. Δεν υπήρχε υγειονομική περίθαλψη για εκείνους που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Δεν υπήρχε καθολική εκπαίδευση. Η Μαβίς Μέντεζ, και εκατομμύρια σαν αυτήν, δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν. Πόσο cool είναι αυτό, Τομ;

Πηγή: teleSUR από johnpilger.com

Μετάφραση: Χ. Κατσούλας, antapocrisis.gr

Οι ιδιαιτερότητες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Λατινική Αμερική

Οι ιδιαιτερότητες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Λατινική Αμερική

Οι ιδιαιτερότητες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Λατινική Αμερική

Η θεώρηση του ιμπεριαλισμού ως γενικού φαινομένου αδυνατεί να δει τον ιδιαίτερο τρόπο που αυτός  λειτουργεί, σε ένα συγκεκριμένο και προσδιορισμένο πλαίσιο. Ενώ η άσκηση της ιμπεριαλιστικής εξουσίας είναι μια κοινή στρατηγική, τα κίνητρά της, τα μέσα, οι στόχοι και η πρακτική ποικίλλουν, ανάλογα με τη φύση της ιμπεριαλιστικής χώρας και της χώρας την οποία στοχεύει.

Η Βενεζουέλα, ο σημερινός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών του πρόεδρου Ντόναλντ Τραμπ, είναι μια περίπτωση που απεικονίζει τις «ιδιαιτερότητες» της ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Θα προχωρήσουμε στο να περιγράψουμε το υπόβαθρο, τις τεχνικές και τις επιπτώσεις της ιμπεριαλιστικής αρπαγής της εξουσίας.

Ιστορικό Υπόβαθρο

Οι ΗΠΑ έχουν μακρά ιστορία παρέμβασης στη Βενεζουέλα, κυρίως για να αποκτήσουν τον έλεγχο του πετρελαϊκού της πλούτου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η Ουάσιγκτον στήριξε μια στρατιωτική δικτατορία -υπό την ηγεσία του Perez Jimenez- μέχρι αυτή να ανατραπεί από  την μαζική συμμαχία επαναστατικών, σοσιαλιστικών, εθνικοαπελευθερωτικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η Ουάσιγκτον δεν μπορούσε να επέμβει και δεν επενέβη. Αντίθετα, πήρε το μέρος των κεντροαριστερών κομμάτων της Λαϊκής Δράσης (AD) και των κεντροδεξιών κομμάτων της COPEI τα οποία κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στη ριζοσπαστική αριστερά. Με την πάροδο του χρόνου οι ΗΠΑ επανάκτησαν την ηγεμονία τους έως ότου η οικονομία βρέθηκε σε κρίση την δεκαετία του 1990, οδηγώντας έτσι σε λαϊκές εξεγέρσεις και κρατικές σφαγές.

Οι ΗΠΑ δεν παρενέβησαν αρχικά, καθώς θεώρησαν ότι θα μπορούσε να ελέγξουν τον Ούγκο Τσάβες καθώς αυτός δεν είχε δεσμούς με την αριστερά. Επιπλέον, οι ΗΠΑ εκείνο το διάστημα είχαν ανοιχτά στρατιωτικά μέτωπα στα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία) και στη Μέση Ανατολή και προετοιμάζονται για πολέμους εναντίον του Ιράκ και άλλων εθνικών χωρών που αντιτίθενται στο Ισραήλ και υποστηρίζουν την Παλαιστίνη.

Χρησιμοποιώντας το πρόσχημα μιας παγκόσμιας τρομοκρατικής απειλής, η Ουάσιγκτον ζητούσε υποταγή στα σχέδια της για έναν παγκόσμιο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Ο πρόεδρος Τσάβες δεν υπέκυψε. Δήλωσε ότι «δεν  μπορείς να καταπολεμήσεις  την τρομοκρατία με τρομοκρατία». Οι ΗΠΑ αποφάσισαν ότι η δήλωση ανεξαρτησίας του Τσάβες ήταν απειλή για την ηγεμονία των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική και όχι μόνο. Η Ουάσιγκτον αποφάσισε να ανατρέψει τον εκλεγμένο πρόεδρο Τσάβες, ακόμη και προτού εθνικοποιήσει την αμερικανική βιομηχανία πετρελαίου.

Τον Απρίλιο του 2002, οι ΗΠΑ διοργάνωσαν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο νικήθηκε μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από την λαϊκή εξέγερση που υποστηρίχθηκε από κομμάτια του στρατού. Μια δεύτερη απόπειρα ανατροπής του προέδρου Τσάβες ξεκίνησε από τα στελέχη της πετρελαϊκής βιομηχανίας, μέσω ενός πετρελαϊκού αποκλεισμού (lock out). Ηττήθηκε από τους πετρελαιοπαραγωγούς και τους εκτός χώρας εξαγωγείς πετρελαίου. Η εθνική – λαϊκή επανάσταση του Τσάβες προχώρησε στην εθνικοποίηση των πετρελαϊκών εταιρειών που υποστήριζαν το lock out.

Τα αποτυχημένα πραξικοπήματα οδήγησαν την Ουάσιγκτον να υιοθετήσει προσωρινά μια εκλογική στρατηγική η οποία ήταν αδρά χρηματοδοτούμενη από την Ουάσιγκτον μέσω ελεγχόμενων ιδρυμάτων και ΜΚΟ. Οι επαναλαμβανόμενες εκλογικές ήττες οδήγησαν την Ουάσιγκτον να στραφεί σε εκλογικά μποϊκοτάζ και προπαγανδιστικές εκστρατείες με σκοπό να απονομιμοποιήσει την εκλογική επιτυχία του προέδρου Τσάβες.

Οι αποτυχημένες προσπάθειες της Ουάσιγκτον για την αποκατάσταση της ιμπεριαλιστικής εξουσίας, είχαν τα  αντίστροφα αποτελέσματα. Ο Τσάβες αύξησε την εκλογική του επιρροή, επέκτεινε τον κρατικό έλεγχο επί του πετρελαίου και άλλων κρατικών πόρων και ριζοσπαστικοποίησε τη λαϊκή του βάση. Επιπλέον, ο Τσάβες εξασφάλισε όλο και μεγαλύτερη υποστήριξη για τις αντιιμπεριαλιστικές του πολιτικές, μέσα στην κυβέρνηση. αλλά και στα κινήματα σε όλη τη Λατινική Αμερική και αύξησε την επιρροή και τους δεσμούς του σε όλη την Καραϊβική παρέχοντας επιδοτούμενο πετρέλαιο.

Ενώ διάφοροι σχολιαστές αποδίδουν την μαζική υποστήριξη και επιρροή του Πρόεδρου Τσάβες στο χαρισματικό του χαρακτήρα, οι αντικειμενικές συνθήκες, που είναι ιδιαίτερες για τη Λατινική Αμερική, ήταν αυτές που αποδείχθηκαν καθοριστικές. Στην ήττα των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων από τον Πρόεδρο Τσάβες, συνέβαλαν πέντε προϋποθέσεις:

  1. Η βαθιά ανάμιξη των ΗΠΑ σε πολλούς παρατεταμένους πολέμους ταυτόχρονα – συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής, της Νότιας Ασίας και της Βόρειας Αφρικής, αποσυντόνισαν την Ουάσιγκτον. Επιπλέον, οι στρατιωτικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ προς το Ισραήλ υπονόμευσαν τις προσπάθειες των ΗΠΑ να στραφούν εκ νέου στη Βενεζουέλα.
  2. Η πολιτική επιβολής κυρώσεων των ΗΠΑ έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της παραγωγικής έκρηξης του 2003-2011, η οποία παρείχε στην Βενεζουέλα, ως πετρελαιαγωγό χώρα τους οικονομικούς πόρους για τη χρηματοδότηση εγχώριων κοινωνικών προγραμμάτων και άρα την αντιμετώπιση των τοπικών μποϊκοτάζ από κομμάτια της ελίτ που συμμάχησαν με τις ΗΠΑ.
  3. Η Βενεζουέλα επωφελήθηκε από τις νεοφιλελεύθερες κρίσεις της δεκαετίας του 1990-2001, που οδήγησαν στην άνοδο των κεντροαριστερών πατριωτικών λαϊκών κυβερνήσεων σε ολόκληρη την περιοχή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, το Εκουαδόρ, τη Βολιβία και την Ονδούρα. Επιπλέον, τα «κεντρώα» καθεστώτα στο Περού και τη Χιλή παρέμειναν ουδέτερα. Επιπλέον η Βενεζουέλα και οι σύμμαχοί της εξασφάλισαν ότι οι ΗΠΑ δεν θα ελέγχουν την οργάνωση της περιφέρειας.
  4. Ο πρόεδρος Τσάβες, ως πρώην στρατιωτικός αξιωματούχος, εξασφάλισε την αφοσίωση των στρατιωτικών δυνάμεων, αποκόπτοντας τις προσπάθειες των ΗΠΑ για την οργάνωση πραξικοπημάτων.
  5. Οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές κρίσεις του 2008-2009 ανάγκασαν τις ΗΠΑ να ξοδέψουν πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια για τη διάσωση των τραπεζών. Οι οικονομικές κρίσεις και η μερική ανάκαμψη ενίσχυσαν τα θησαυροφυλάκια του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά εξασθένησαν τη σχετική επιρροή του Πενταγώνου.

Με άλλα λόγια, ενώ οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές και οι στρατηγικοί στόχοι παρέμειναν, η ικανότητα των ΗΠΑ να κατακτούν περιοχές, περιοριζόταν από αντικειμενικούς όρους.

Παράγοντες που ευνοούν την ιμπεριαλιστική επέμβαση

Τις αντίστροφες περιστάσεις που ευνοούσαν τον ιμπεριαλισμό μπορούμε να τις διακρίνουμε στην πιο πρόσφατη εποχή. Περιλαμβάνουν τέσσερις προϋποθέσεις:

  1. Το τέλος της υπερπαραγωγής στην εμπορευματική παραγωγή αποδυνάμωσε τις οικονομίες των κεντροαριστερών συμμάχων της Βενεζουέλας και οδήγησε στην άνοδο των ακροδεξιών καθοδηγούμενων από τις ΗΠΑ καθεστώτων, καθώς και στην αύξηση των κινήσεων για πραξικοπήματα, των επίσης υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ, αντιπάλων του νεοεκλεγέντος προέδρου Μαδούρο.
  2. Η αποτυχία στη διαφοροποίηση των εξαγωγών, των αγορών, των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και των συστημάτων διανομής κατά τη διάρκεια της περιόδου οικονομικής επέκτασης, οδήγησε σε μείωση της κατανάλωσης και της παραγωγής, και επέτρεψε στον ιμπεριαλισμό να προσελκύσει ψηφοφόρους, ιδίως από τους μεσαίους και κατώτερης μεσαίας τάξης καταναλωτές, τους εργαζόμενους, τους επιχειρηματίες και τους καταστηματάρχες.
  3. Το Πεντάγωνο επικέντρωσε τα στρατιωτικά του σχέδια από τη Μέση Ανατολή στη Λατινική Αμερική, εντοπίζοντας στρατιωτικούς και πολιτικούς συμμάχους – πελάτες ανάμεσα σε βασικά καθεστώτα – τη Βραζιλία, την Αργεντινή, το Εκουαδόρ, το Περού και τη Χιλή.
  4. Η πολιτική παρέμβαση της Ουάσιγκτον στις εκλογικές διαδικασίες της Λατινικής Αμερικής άνοιξε την πόρτα για την οικονομική εκμετάλλευση πόρων και την στρατολόγηση στρατιωτικών συμμάχων, έτσι ώστε να απομονώσει και να περικυκλώσει την πατριωτική, λαϊκή, Βενεζουέλα.

Οι αντικειμενικές εξωτερικές συνθήκες ευνοούσαν την ιμπεριαλιστική αναζήτηση της Ουάσιγκτον για κυριαρχία. Τα εγχώρια ολιγαρχικά λόμπι ισχύος ενίσχυσαν τη δυναμική για την ιμπεριαλιστική επέμβαση, την πολιτική κυριαρχία και τον έλεγχο της πετρελαϊκής βιομηχανίας.

Η μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο της Βενεζουέλας, η κινητοποίηση της εκλογικής βάσης και η συστηματική δολιοφθορά της παραγωγής και της διανομής, είχαν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η αυτοανακηρυχθείσα δεξιά αγκάλιασαν το πραξικόπημα των ΗΠΑ καθοδηγούμενο από την ακροδεξιά, υιοθετώντας μια δημοκρατική και ανθρωπιστική ρητορική.

Η Ουάσιγκτον αύξησε τις οικονομικές κυρώσεις για να λιμοκτονήσει τους υποστηρικτές του Τσάβες, προερχόμενων από στρώματα χαμηλών εισοδημάτων, ενώ κινητοποίησε τους Ευρωπαίους και Λατινοαμερικανούς συμμάχους – υποτακτικούς της για να πιέσουν την παράδοση της Βενεζουέλας. Ταυτόχρονα σχεδίαζε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα.

Η τελική φάση του στρατιωτικού πραξικοπήματος που σχεδιάστηκε και οργανώθηκε στις ΗΠΑ απαιτούσε τρεις προϋποθέσεις:

  1. Μια διαίρεση στον στρατό ώστε να παρέχει στο Πενταγώνο και τους σχεδιαστές πραξικοπήματος ένα πρόσωπο και ένα πρόσχημα για μια «ανθρωπιστική» εισβολή των ΗΠΑ.
  2. Μια «συμβιβαστική» πολιτική ηγεσία που επιδιώκει πολιτικό διάλογο με τους αντιπάλους που προετοιμάζονται για πόλεμο.
  3. Τη δέσμευση όλων των λογαριασμών στο εξωτερικό και το κλείσιμο όλων των δανείων και αγορών από τα οποία εξακολουθεί να εξαρτάται η Βενεζουέλα.

Συμπεράσματα

Ο ιμπεριαλισμός είναι μια κεντρική πτυχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού των ΗΠΑ. Αλλά δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους και τα μέσα του όταν και όπως επιθυμεί. Οι μεταβολές σε παγκόσμιο επίπεδο καθεστώτων και ο συσχετισμός δυνάμεων μπορούν να αποτρέψουν και να καθυστερήσουν την ιμπεριαλιστική επιτυχία.

Τα πραξικοπήματα μπορούν να νικηθούν και να μετατραπούν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με επιτυχημένες οικονομικές πολιτικές και στρατηγικές συμμαχίες.

Η Λατινική Αμερική ήταν επιρρεπής σε ιμπεριαλιστικά πραξικοπήματα και στρατιωτικές επεμβάσεις. Ωστόσο, είναι επίσης σε θέση να οικοδομήσει περιφερειακές, ταξικές και διεθνείς συμμαχίες.

Σε αντίθεση με άλλες περιοχές και ιμπεριαλιστικούς στόχους, η Λατινική Αμερική αποτελεί έδαφος για τους ταξικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες. Οι οικονομικοί κύκλοι συνοδεύουν την άνοδο και πτώση των ταξικών διεκδικήσεων και ως εκ τούτου οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προχωρούν και υποχωρούν.

Η επέμβαση των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα είναι ο μακρύτερος πόλεμος του αιώνα μας (δεκαοκτώ χρόνια) – πέραν της εισβολής των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η σύγκρουση δείχνει επίσης πως οι ΗΠΑ βασίζονται σε περιφερειακούς υποτακτικούς και υπερπόντιους συμμάχους για να τους παρέχουν κάλυψη για τις επεμβάσεις τους.

Ενώ τα πραξικοπήματα είναι συχνά, οι συνέπειές τους είναι ασταθείς – οι υποτακτικοί είναι αδύναμοι και τα καθεστώτα είναι ευάλωτα απέναντι σε λαϊκές εξεγέρσεις.

Τα αμερικανικά πραξικοπήματα κατά των λαοφιλών καθεστώτων οδηγούν σε αιματηρές σφαγές που δεν κατορθώνουν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση μεγάλης κλίμακας.

Αυτές είναι οι «ιδιαιτερότητες» των πραξικοπημάτων κατά των λαών της Λατινικής Αμερικής.

Μετάφραση: Σοφία Χαντέρ

Πηγή: Global Research

Η Αργεντινή σε αναταραχή

Δεκαεφτά χρόνια μετά την κρίση του 2001 στην Αργεντινή, η κυβέρνηση του Μάκρι που αναδείχθηκε στην εξουσία το Δεκέμβριο του 2015, προωθεί ένα σκληρό πρόγραμμα διαρθρωτικών προσαρμογών για τον λαό ακολουθώντας τις δανειακές επιταγές του ΔΝΤ. Η χώρα, η οποία για το 2018 βρίσκεται στην προεδρία του G20,  είναι μία από αυτές που επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, τη διαρροή κεφαλαίων, την αύξηση του δολαρίου και τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, όπως συμβαίνει και με την κρίση που εξελίσσεται στην Τουρκία.

Στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου του προέδρου Τραμπ που έχει στόχο να ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές έναντι των υπολοίπων, η αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε άνοδο του δολαρίου, που τώρα δείχνει να είναι ασφαλέστερο από ποτέ. Δολάρια επαναπατρίζονται στις ΗΠΑ για να επωφεληθούν από την ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, οι ταμειακές ροές ξαφνικά στεγνώνουν ενώ τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών πέφτουν απότομα.

Η αναταραχή στην Αργεντινή

Το πέσος είναι σε ελεύθερη πτώση, οι τιμές εκτινάσσονται, η κατανάλωση έχει μειωθεί στο ελάχιστο, η μεσαία τάξη συμπιέζεται, πολλές εταιρείες και επιχειρήσεις κλείνουν, η πείνα εξαπλώνεται στις απομακρυσμένες περιοχές και οι κερδοσκόποι πανικοβάλλονται χωρίς να ξέρουν τι να εφεύρουν για να αποφύγουν το ναυάγιο. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να είχαμε διδαχθεί από την προηγούμενη κρίση ώστε να μην την αναπαράξουμρ: η Αργεντινή έχει ήδη αντιμετωπίσει την ίδια κατάσταση στο παρελθόν… ο λαός το θυμάται, 2001… υπήρχε πείνα, ήταν ο ήχος από τις άδειες κατσαρόλες όταν τις χτυπούν εξαγριωμένα κουτάλια μπροστά από κλειστές τράπεζες. Αυτό ήταν το «corralito». Από την άλλη πλευρά, το κεφάλαιο απομακρύνονταν διακριτικά, περιμένοντας καλύτερες μέρες. Το σενάριο που ενορχηστρώθηκε από το ΔΝΤ σε ολόκληρο τον πλανήτη επαναλαμβάνεται ατέρμονα, συνεχίζοντας με τις ίδιες εμετικές συστάσεις, ανεξάρτητα από το γεωγραφικό πλάτος της ενδιαφερόμενης χώρας.

Ο Μάκρι καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας της επαναλάμβανε συνεχώς το σύνθημα της «μηδενικής φτώχειας».  Σήμερα η δημοτικότητά του βυθίζεται και το σύνθημά του κείτεται ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις που δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν, ενώ για μια ακόμα φορά η εμπιστοσύνη του λαού σκόνταψε, προδομένη από τη δύναμη του χρήματος. Λανθασμένα, η θεραπεία της λιτότητας, ο οποία το μόνο που κάνει είναι να επιδεινώνει την κοινωνική κατάσταση, έχει ήδη αρχίσει και εφαρμόζεται εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια από μια σκληρή δεξιά κυβέρνηση.

Τα πρώτα 15 δις δολάρια του υπερ δανείου των 50 δις δολαρίων του ΔΝΤ που συμφωνήθηκε τον Ιούνιο, δε φαίνεται να είναι αρκετά για να σταθεροποιήσουν την οικονομία που έχει χτυπηθεί από έναν πληθωρισμό της τάξης του 30%, αποτέλεσμα της ισχυρής υποτίμησης του νομίσματος. Το πέσος έχασε σχεδόν το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου μέσα σε μόλις δύο μέρες, στις 29 και 30 Αυγούστου, και 98% μέσα στους τελευταίους 12 μήνες (50% από την αρχή του έτους), αγγίζοντας το ιστορικό χαμηλό των 40 πέσος ανά δολάριο.

Μέσα στην αλλοφροσύνη, η κεντρική τράπεζα της Αργεντινής ανέβασε το βασικό της επιτόκιο  από 45% σε 60% στις 30 Αυγούστου, ένα από τα υψηλότερα του κόσμου, ακολουθώντας μία αύξηση από 40% σε 45% στις 13 Αυγούστου, η οποία είχε στόχο την αύξηση των επενδύσεων σε εγχώριο νόμισμα. Παρ’ όλα αυτά, η ενέργεια αυτή όπως και άλλες ενέργειες της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής, η οποία από την αρχή της χρονιάς έχει πουλήσει περισσότερα από 12 δις δολάρια από τα αποθέματα συναλλάγματός της για να σταθεροποιήσει το πέσος, απέτυχαν να ικανοποιήσουν τον φόβο των επενδυτών ότι επίκειται πτώχευση ή να συγκρατήσουν την πτώση των τιμών. Προκλητικότατα, στις 31 Αυγούστου, μια μέρα μετά τη θεαματική άνοδο των επιτοκίων, ο αμερικανικός οίκος αξιολογήσεων, η Standard & Poor’s, έθεσε το χρέος της Αργεντινής υπό «αρνητική παρακολούθηση».

Η Λιτότητα του ΔΝΤ

Στις 3 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος της Αργεντινής Μαουρίτσιο Μάκρι ανακοίνωσε ένα πακέτο σκληρής λιτότητας υπό την επίβλεψη του ΔΝΤ. Αυτό περιελάμβανε την εισαγωγή φόρου τεσσάρων πέσος ανά εξαγώγιμο δολάριο στις αγροτικές εξαγωγές, κάτι που ο ίδιο ο Μάκρι αναγνώρισε ότι πρόκειται για «κακούς φόρους» αλλά το ύψος του ελλείματος ήταν τέτοιο που απαιτούσε μέτρα ανάγκης. Αφού επιβλήθηκε τόση λιτότητα στους φτωχούς, το μέτρο του φόρου τελικά δεν ίσχυσε για τους παραγωγούς σόγιας και καλαμποκιού, τους μεγαλύτερους προμηθευτές συναλλάγματος της χώρας που χτυπήθηκαν σκληρά από μια ξηρασία ρεκόρ νωρίτερα αυτή τη χρονιά. Επιπρόσθετα, ο Μάκρι ανακοίνωσε την απομάκρυνση 12 από τα 22 υπουργεία του! Ο κ. Μάκρι δηλώνει ότι θα κλείσει τα υπουργεία πολιτισμού, εργασίας, επιστήμης και τεχνολογίας, ενέργειας, αγροτικής ανάπτυξης, υγείας, τουρισμού και περιβάλλοντος, για να τα μετατρέψει σε γραμματείες υπό την αιγίδα άλλων υπουργείων: το πολιτισμού και το επιστήμης και τεχνολογίας για παράδειγμα περνάνε στη δικαιοδοσία του υπουργείου παιδείας, το εργασίας στο υπουργείο παραγωγής, το υγείας στο κοινωνικής ανάπτυξης και το αγροτικής ανάπτυξης μετακινείται στο υπουργείο οικονομικών και απολύει 600 υπαλλήλους. Μέχρι τώρα, μόνο οι δικτατορίες των Αραμπουρου και Ονγκανια τόλμησαν να διαλύσουν το υπουργείο υγείας.

Στις 4 Σεπτεμβρίου ο υπουργός οικονομικών της Αργεντινής Νίκολας Ντουχοβνε και ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Γκουστάβο Κανιονέρο επισκέφτηκαν το ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον για να διαπραγματευτούν μια αναθεώρηση της συμφωνίας που υπογράφηκε τον Ιούνιο και την επίσπευση της αποταμίευσης του δανείου. Η Αργεντινή στεγνώνει από ρευστότητα. Ταυτόχρονα, ο δικαστής Χόρχε ντι Λέλλο κατηγόρησε τον πρόεδρο Μάκρι για κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση των καθηκόντων του ως δημόσιος αξιωματούχος επειδή υπέγραψε τη συμφωνία της 7ης Ιουνίου με το ΔΝΤ χωρίς πρώτα να την καταθέσει στη βουλή, παραβιάζοντας έτσι το σύνταγμα. Από την πλευρά του ο Μάκρι είναι ανίκανος να κατευνάσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Δήλωσε δε πρόσφατα στην τηλεόραση και επαναλαμβάνει συνεχώς ότι «η κρίση αυτή δεν είναι απλά μια ακόμα κρίση, πρέπει να είναι η τελευταία… τα δύσκολα έχουν ήδη περάσει». Παρ’ όλα αυτά, τα ίδια λάθη αναπαράγουν τα ίδια αποτελέσματα και η ιστορία επαναλαμβάνεται…

Στους δρόμους οι αυξανόμενες τιμές διογκώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Στο Μπουένος Άιρες, τη Λα Πλάτα, τη Ροζάριο, το Μαρ ντελ Πλάτα, σε διάφορες πόλεις της χώρας ο λαός εκφράζει τη δυσαρέσκειά του στην αύξηση των τιμών ή στις περικοπές του προϋπολογισμού που έχουν επιβληθεί στη δημόσια διοίκηση σαν αντάλλαγμα για το δάνειο του ΔΝΤ, περικοπές σαν αυτές που έχουν επιβληθεί στα δημόσια πανεπιστήμια. Σε απεργία για πάνω από έναν μήνα, οι καθηγητές των πενήντα επτά δημοσίων πανεπιστημίων απαιτούν αυξήσεις στους μισθούς τους. Ξυπνώντας τις τραγικές μνήμες της κατάρρευσης του 2001, τα συσσίτια είναι πάλι γεμάτα όχι μόνο με παιδιά αλλά με ολόκληρες οικογένειες… Ο αυξανόμενος πληθωρισμός μειώνει τα περιθώρια της ήδη πεσμένης κατανάλωσης και ο αμερικανικός κολοσσός Walmart έχει ήδη προβεί σε πώληση εκατό σούπερ μάρκετ. Η τιμή του ψωμιού έχει αυξηθεί περισσότερο από 20% μέσα σε λίγες μέρες. Όπως το 2001, ο λαός πεινάει για ψωμί και κοινωνική δικαιοσύνη.

Πηγή: Counterpunch