Καπιταλισμός και Ψυχική Υγεία

Μια κρίση ψυχικής υγείας σαρώνει τον πλανήτη. Πρόσφατες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δείχνουν ότι περισσότεροι από τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από κατάθλιψη παγκοσμίως. Επιπλέον, είκοσι τρία εκατομμύρια λένε ότι εμφανίζουν συμπτώματα σχιζοφρένειας, ενώ περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άτομα αυτοκτονούν κάθε χρόνο.1 Στα μονοπωλιακά καπιταλιστικά έθνη, οι διαταραχές ψυχικής υγείας είναι η κύρια αιτία μείωσης του προσδόκιμου ζωής αμέσως μετά τις καρδιαγγειακές παθήσεις και τον καρκίνο.2 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 27% του ενήλικου πληθυσμού ηλικίας μεταξύ δεκαοκτώ και εξήντα έχουν αντιμετωπίσει επιπλοκές ψυχικής υγείας.3 Επιπλέον, στην Αγγλία, η κακή ψυχική υγεία σταδιακά επιδεινώθηκε μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η πιο πρόσφατη Έρευνα Ψυχιατρικής Νοσηρότητας Ενηλίκων της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (National Health Service Adult Psychiatric Morbidity Survey) δείχνει ότι το 2014, το 17,5% του πληθυσμού άνω των δεκαέξι ετών έπασχε από διάφορες μορφές κατάθλιψης ή άγχους, έναντι 14,1% το 1993. Επιπλέον, ο αριθμός των ατόμων των οποίων οι δυσκολίες ήταν αρκετά σοβαρές για να δικαιολογείται παρέμβαση αυξήθηκε από 6,9% σε 9,3%.4

Στην καπιταλιστική κοινωνία, οι βιολογικές εξηγήσεις κυριαρχούν στην κατανόηση της ψυχικής υγείας, εμποτίζοντας τόσο την επαγγελματική πρακτική όσο και την ευαισθητοποίηση του κοινού. Εμβληματική είναι η θεωρία των χημικών ανισορροπιών στον εγκέφαλο – εστιάζοντας στη λειτουργία νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη – η οποία έχει κυριαρχήσει στη λαϊκή και την ακαδημαϊκή συνείδηση, ​​παρά το γεγονός ότι παραμένει σε μεγάλο βαθμό αστήρικτη.5 Επιπλέον, εκφράζοντας τη δημοτικότητα του γενετικού αναγωγισμού μέσα στις βιολογικές επιστήμες, έγινε μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι γενετικές ανωμαλίες ως άλλη αιτία διαταραχών ψυχικής υγείας.6 Ωστόσο, οι εξηγήσεις που βασίζονται στο γονιδίωμα έχουν επίσης αποτύχει να δημιουργήσουν πειστικές αποδείξεις.7 Ενώ προσφέρουν δυνητικά διαφωτιστικές ιδέες για την κακή ψυχική ευημερία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι βιολογικές ερμηνείες δεν είναι καθόλου επαρκείς από μόνες τους. Αυτό που είναι απόλυτα σαφές είναι η ύπαρξη σημαντικών κοινωνικών προτύπων που εξηγούν την αδυναμία υποβάθμισης της κακής ψυχικής υγείας σε βιολογικό ντετερμινισμό.8

Η στενή σχέση μεταξύ ψυχικής υγείας και κοινωνικών συνθηκών αποκρύπτεται σε μεγάλο βαθμό, με τις κοινωνικές αιτίες να ερμηνεύονται μέσα σε ένα βιο-ιατρικό πλαίσιο και να συγκαλύπτονται με επιστημονική ορολογία. Οι διαγνώσεις συχνά ξεκινούν και τελειώνουν με το άτομο, προσδιορίζοντας τις βιo-ουσιαστικές αιτίες σε βάρος της εξέτασης κοινωνικών παραγόντων. Ωστόσο, η κοινωνική, πολιτική και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας πρέπει να αναγνωριστεί ως σημαντικός παράγοντας για την ψυχική υγεία των ανθρώπων, με ορισμένες κοινωνικές δομές να είναι πιο συμφέρουσες για την εμφάνιση της ψυχικής ευημερίας από άλλες. Ως βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το κοινωνικό εποικοδόμημα, ο καπιταλισμός είναι κύριος καθοριστικός παράγοντας της κακής ψυχικής υγείας. Όπως υποστήριξε ο μαρξιστής καθηγητής κοινωνικής εργασίας και κοινωνικής πολιτικής Iain Ferguson, «είναι το οικονομικό και πολιτικό σύστημα κάτω από το οποίο ζούμε-ο καπιταλισμός-που είναι υπεύθυνο για τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα προβλημάτων ψυχικής υγείας που βλέπουμε στον κόσμο σήμερα». Η άμβλυνση της ψυχικής δυσφορίας είναι δυνατή μόνο «σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση»9.Στο κείμενο που ακολουθεί, σκιαγραφώ εν συντομία την κατάσταση της ψυχικής υγείας στον προηγμένο καπιταλισμό, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη Βρετανία και κάνοντας χρήση του ψυχαναλυτικού πλαισίου του μαρξιστή Erich Fromm, το οποίο τονίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ορισμένες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν για να εξασφαλιστεί η βέλτιστη ψυχική υγεία. Ενισχύοντας τον ισχυρισμό του Ferguson, υποστηρίζω ότι ο καπιταλισμός είναι καθοριστικός για τον προσδιορισμό της εμπειρίας και της επικράτησης της ψυχικής ευημερίας, καθώς οι λειτουργίες του είναι ασυμβίβαστες με την πραγματική ανθρώπινη ανάγκη. Αυτή η σκιαγράφηση θα περιλαμβάνει μια απεικόνιση της πολιτικά συνειδητής κίνησης των χρηστών υπηρεσιών ψυχικής υγείας που εμφανίστηκε στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια για να αμφισβητήσει τις βιολογικές εξηγήσεις της κακής ψυχικής υγείας και να εντοπίσει την ανισότητα και τον καπιταλισμό στην καρδιά του προβλήματος.

Ψυχική Υγεία και Μονοπωλιακός Καπιταλισμός

Στα τελευταία κεφάλαια του Monopoly Capital, οι Paul Baran και Paul Sweezy έκαναν σαφείς τις συνέπειες του μονοπωλιακού καπιταλισμού για την ψυχολογική ευημερία, υποστηρίζοντας ότι το σύστημα αποτυγχάνει «να παρέχει τα θεμέλια μιας κοινωνίας ικανής να προάγει την υγιή και ευτυχισμένη ανάπτυξη των μελών της».10 Εξηγώντας μέσα από παραδείγματα τον εκτενή παραλογισμό του μονοπωλιακού καπιταλισμού, απεικόνισαν την εξευτελιστική φύση του. Μόνο για μια τυχερή μειοψηφία η εργασία μπορεί να θεωρηθεί ευχάριστη, ενώ για την πλειοψηφία είναι μια απόλυτα μη ικανοποιητική εμπειρία. Στην προσπάθεια να αποφύγει κανείς την εργασία πάση θυσία, ο ελεύθερος χρόνος συχνά δεν προσφέρει καμία παρηγοριά, και ταυτόχρονα καθίσταται χωρίς νόημα. Αντί να είναι μια ευκαιρία να κυνηγήσει κανείς το πάθος του, οι Baran και Sweezy υποστήριξαν ότι ο ελεύθερος χρόνος έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό συνώνυμος με την αδράνεια. Η επιθυμία να μην κάνουμε τίποτα αντανακλάται στην ποπ κουλτούρα, με τα βιβλία, την τηλεόραση και τις ταινίες να προκαλούν μια κατάσταση παθητικής απόλαυσης παρά να απαιτούν πνευματικές ενέργειες.11 Ο σκοπός τόσο της εργασίας όσο και του ελεύθερου χρόνου, ισχυρίστηκαν, συνδυάζεται σε μεγάλο βαθμό με την αύξηση της κατανάλωσης. Τα καταναλωτικά αγαθά που δεν καταναλώνονται πλέον για τη χρήση τους, έχουν γίνει καθιερωμένοι δείκτες κοινωνικού κύρους, με την κατανάλωση ως μέσο έκφρασης της κοινωνικής θέσης του ατόμου. Ο καταναλωτισμός, ωστόσο, γεννά τελικά δυσαρέσκεια καθώς η επιθυμία να αντικατασταθούν τα παλιά προϊόντα με νέα μετατρέπει την προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής θέσης του ατόμου σε μια αέναη επιδίωξη ενός ανέφικτου προτύπου. «Ενώ πληρούν τις βασικές ανάγκες επιβίωσης», υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, τόσο η εργασία όσο και η κατανάλωση «χάνουν όλο και περισσότερο το εσωτερικό τους περιεχόμενο και νόημα»12. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από κενό και υποβάθμιση. Με ελάχιστη πιθανότητα η εργατική τάξη να υποκινήσει επαναστατική δράση, η δυνητική πραγματικότητα αποτελεί συνέχεια της «τρέχουσας διαδικασίας φθοράς, με τις αντιφάσεις μεταξύ των καταναγκασμών του συστήματος και των στοιχειωδών αναγκών της ανθρώπινης φύσης να γίνονται όλο και πιο ανυπόφορες», με αποτέλεσμα «την εξάπλωση ολοένα και πιο σοβαρών ψυχικών διαταραχών»13. Στη σημερινή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, αυτή η αντίφαση παραμένει τόσο έντονη όσο ποτέ. Η σύγχρονη μονοπωλιακή-καπιταλιστική κοινωνία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ασυμβίβαστο μεταξύ, αφενός, της αδίστακτης επιδίωξης του καπιταλισμού για κέρδος και, αφετέρου, των βασικών αναγκών των ανθρώπων. Ως αποτέλεσμα, οι συνθήκες που απαιτούνται για τη βέλτιστη ψυχική υγεία υπονομεύονται βίαια, με τη μονοπωλιακή-καπιταλιστική κοινωνία να μαστίζεται από νευρώσεις και σοβαρότερα προβλήματα ψυχικής υγείας.

Erich Fromm: Ψυχική Υγεία και Ανθρώπινη Φύση

Η προσέγγιση των Baran και Sweezy για τη σχέση μεταξύ του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ατόμου επηρεάστηκε σημαντικά από την ψυχανάλυση. Πρώτον, έκαναν αναφορές στην κεντρικότητα των λανθάνουσων ενεργειών, όπως οι λιμπιντικές ορμές, και στην ανάγκη ικανοποίησης τους. Επιπλέον, δέχθηκαν τη φροϋδική αντίληψη ότι η κοινωνική τάξη απαιτεί την καταστολή των λιμπιντινικών ενεργειών και την μετουσίωση τους για κοινωνικά αποδεκτούς σκοπούς.14 Ο ίδιος ο Baran έχει γράψει για την ψυχανάλυση. Είχε συνεργαστεί με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στη Φρανκφούρτη στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και επηρεάστηκε άμεσα από το έργο των Eric Fromm και Herbert Marcuse.15 Μέσα σε αυτό το ευρύ πλαίσιο μπορεί να προσδιοριστεί μια θεωρία για την ψυχική υγεία στην ανάλυση των Baran και Sweezy, με τις αντιφάσεις μεταξύ του καπιταλισμού και της ανθρώπινης ανάγκης να εκφράζονται κυρίως μέσω της καταστολής των ανθρώπινων ενεργειών.  Κυρίως ο Fromm ήταν  αυτός ο οποίος ανέπτυξε μια μοναδική μαρξιστική ψυχαναλυτική θέση που παραμένει επίκαιρη για την κατανόηση της ψυχικής υγείας στη σημερινή εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού.  Και από αυτή τη συγκεκριμένη θέση επρόκειτο να αντλήσει ο Baran.16

Ενώ έκανε ρητή τη σημασία του Sigmund Freud, ο Fromm αναγνώρισε το μεγαλύτερο χρέος του προς τον Karl Marx, θεωρώντας τον ως τον κατεξοχήν διανοούμενο.17 Παρότι αποδέχεται τη φροϋδική υπόθεση του ασυνείδητου και την καταστολή και τροποποίηση των ασυνείδητων ορμών, ο Fromm αναγνώρισε την αποτυχία του ορθόδοξου φροϋδισμού να ενσωματώσει μια βαθύτερη κοινωνιολογική κατανόηση του ατόμου στην ανάλυσή του. Στρεφόμενος στον μαρξισμό, κατασκεύασε μια θεωρία του ατόμου του οποίου η συνείδηση ​​διαμορφώνεται από την οργάνωση του καπιταλισμού, με ασυνείδητες ορμές καταπιεσμένες ή κατευθυνόμενες προς την αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά. Ενώ ο Μαρξ δεν δημιούργησε ποτέ επίσημη ψυχολογία, ο Fromm θεώρησε ότι τα θεμέλια του ατόμου βρίσκονταν στην έννοια της αλλοτρίωσης. 18 Για τον Μαρξ, η αλλοτρίωση ήταν μια απεικόνιση του φοβερού σωματικού και ψυχικού αντίκτυπου του καπιταλισμού στους ανθρώπους.19 Στην ουσία του, η αλλοτρίωση δείχνει την αποξένωση που αισθάνονται τόσο από τον εαυτό τους όσο και από τον κόσμο γύρω τους, συμπεριλαμβανομένων των συνανθρώπων τους. Συγκεκριμένα η αξία της αλλοτρίωσης για την κατανόηση της ψυχικής υγείας έγκειται στην απεικόνιση της διάκρισης που εμφανίζεται στον καπιταλισμό μεταξύ της ανθρώπινης ύπαρξης και ουσίας. Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός διαχωρίζει τα άτομα από την ουσία τους ως συνέπεια της ύπαρξής τους. Αυτή η αρχή διαπέρασε το ψυχαναλυτικό πλαίσιο του Fromm, το οποίο υποστήριζε ότι, κάτω από τον καπιταλισμό, οι άνθρωποι αποχωρίζονται από τη φύση τους.

Η ανθρώπινη φύση, υποστήριξε ο Μαρξ, αποτελείται από διπλές ιδιότητες και πρέπει «πρώτα να ασχοληθούμε γενικά με την ανθρώπινη φύση και μετά με την ανθρώπινη φύση όπως τροποποιήθηκε σε κάθε ιστορική εποχή».20 Υπάρχουν ανάγκες σταθερές, όπως η πείνα και οι σεξουαλικές επιθυμίες, και έπειτα υπάρχουν σχετικές επιθυμίες που προέρχονται από την ιστορική και πολιτιστική οργάνωση της κοινωνίας.21 Εμπνευσμένος από τον Μαρξ, ο Fromm υποστήριξε ότι η ανθρώπινη φύση είναι εγγενής σε όλα τα άτομα, αλλά ότι η ορατή εκδήλωσή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό πλαίσιο. Είναι αστήρικτο να υποθέσουμε ότι «η ψυχική σύσταση του ανθρώπου είναι ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο η κοινωνία και ο πολιτισμός γράφουν το κείμενό τους και το οποίο δεν έχει τη δική του εγγενή ποιότητα.… Το πραγματικό πρόβλημα είναι να συμπεράνουμε ποιος είναι ο πυρήνας που είναι κοινός για ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή  και να το ξεχωρίσουμε από τις αναρίθμητες εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης»22 Ο Fromm αναγνώρισε τη σημασία των βασικών βιολογικών αναγκών, όπως η πείνα, ο ύπνος και οι σεξουαλικές επιθυμίες, ως συνιστώσες της ανθρώπινης φύσης που πρέπει να ικανοποιηθούν πριν από όλα τα άλλα.23 Ωστόσο, καθώς οι άνθρωποι εξελίχθηκαν, έφτασαν τελικά σε ένα σημείο υπέρβασης, από ζώο στη μοναδικότητα του ανθρώπου.24 Καθώς οι άνθρωποι βρίσκουν όλο και πιο εύκολο να ικανοποιήσουν τις βασικές βιολογικές τους ανάγκες, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας τους στη φύση, ο επείγων χαρακτήρας της ικανοποίησής τους έγινε σταδιακά λιγότερο σημαντικός, με την εξελικτική διαδικασία να επιτρέπει την ανάπτυξη περισσότερο πολύπλοκων πνευματικών και συναισθηματικών ικανοτήτων.25 Ως εκ τούτου, οι σημαντικότερες ορμές ενός ατόμου δεν είχαν πλέον τις ρίζες τους στη βιολογία, αλλά στην ανθρώπινη κατάσταση.26

Θεωρώντας επιτακτική την ανάγκη να οικοδομήσουμε μια κατανόηση της ανθρώπινης φύσης βάσει της οποίας θα μπορούσε να αξιολογηθεί η ψυχική υγεία, ο Fromm προσδιόρισε πέντε κεντρικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης. Το πρώτο είναι η «συγγένεια». Γνωρίζοντας ότι είναι μόνοι στον κόσμο, οι άνθρωποι προσπαθούν έντονα να δημιουργήσουν δεσμούς ενότητας. Χωρίς αυτό, είναι ανυπόφορο να υπάρχει κανείς ως άτομο.27 Δεύτερον, η κυριαρχία των ανθρώπων στη φύση επιτρέπει την ευκολότερη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών και την εμφάνιση ανθρώπινων ικανοτήτων, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Οι άνθρωποι ανέπτυξαν την ικανότητα έκφρασης μιας δημιουργικής νοημοσύνης, μετατρέποντάς τη σε ένα βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό που απαιτεί εκπλήρωση. Τρίτο, οι άνθρωποι, ψυχολογικά, απαιτούν ρίζες και αίσθηση ότι ανήκουν. Με τη γέννηση να διακόπτει τους δεσμούς με το ανήκειν στη φύση, τα άτομα συνεχώς αναζητούν ρίζες για να αισθάνονται ενωμένοι με τον κόσμο. Για τον Fromm, μια πραγματική αίσθηση του ανήκειν θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο σε μια κοινωνία βασισμένη στην αλληλεγγύη.29 Όλα τα άτομα πρέπει να δημιουργήσουν μια αίσθηση του εαυτού τους και μια επίγνωση ότι είναι ένα συγκεκριμένο άτομο.30 Πέμπτον, είναι ψυχολογικά απαραίτητο για τους ανθρώπους να αναπτύξουν ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο θα βρίσκουν νόημα για τον κόσμο και τις δικές τους εμπειρίες.31

Αντιπροσωπεύοντας αυτό που ο Fromm υποστήριζε ως μια παγκόσμια ανθρώπινη φύση, η ικανοποίηση αυτών των ορμών είναι απαραίτητη για τη βέλτιστη ψυχική ευημερία. Όπως υποστήριξε, «η ψυχική υγεία επιτυγχάνεται εάν ο άνθρωπος αναπτυχθεί σε πλήρη ωριμότητα σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά και τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Η ψυχική ασθένεια έγκειται στην αποτυχία μιας τέτοιας ανάπτυξης»32. Απορρίπτοντας μια ψυχαναλυτική κατανόηση που τονίζει την ικανοποίηση της λίμπιντο και άλλων βιολογικών κινήσεων, η ψυχική υγεία, ισχυρίστηκε, συνδέεται εγγενώς με την ικανοποίηση αναγκών που θεωρούνται μοναδικά ανθρώπινες. Στον καπιταλισμό, ωστόσο, η πλήρης ικανοποίηση της ανθρώπινης ψυχής ανατρέπεται. Για τον Fromm, η προέλευση της κακής ψυχικής υγείας εντοπίζεται στον τρόπο παραγωγής και τις αντίστοιχες πολιτικές και κοινωνικές δομές, των οποίων η οργάνωση εμποδίζει την πλήρη ικανοποίηση των έμφυτων ανθρώπινων επιθυμιών. 33 Οι επιπτώσεις αυτού στην ψυχική υγεία, υποστήριξε ο Fromm, είναι ότι «εάν ένα από τα βασικά είδη ανάγκης δεν καλύπτεται, το αποτέλεσμα είναι η παραφροσύνη. αν καλύπτεται αλλά με μη ικανοποιητικό τρόπο… η νεύρωση… είναι η συνέπεια.» 34

Δουλειά και Δημιουργική καταπίεση

Όπως ο Μαρξ, ο Φρομ υποστήριξε ότι η ενστικτώδης επιθυμία να είσαι δημιουργικός είχε τη μεγαλύτερη ευκαιρία ικανοποίησης μέσω της εργασίας. Στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ ισχυρίστηκε έντονα ότι η εργασία θα έπρεπε να είναι μια ικανοποιητική εμπειρία, επιτρέποντας στα άτομα να εκφράζονται ελεύθερα, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να σχετίζονται με τα προϊόντα της εργασίας τους ως νοηματοδοτημένες εκφράσεις της ουσίας και της εσωτερικής τους δημιουργικότητας. Η εργασία στον καπιταλισμό, ωστόσο, είναι μια αλλοτριωτική εμπειρία που αποξενώνει τα άτομα από τη διαδικασία. Η εργασία είναι αλλοτριωμένη, υποστήριξε ο Μαρξ, όταν «είναι εξωτερική για τον εργαζόμενο, δηλαδή δεν ανήκει στην ουσιώδη ύπαρξή του… επομένως, δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του αλλά αρνείται τον εαυτό του, δεν αισθάνεται ευχαριστημένος αλλά δυστυχισμένος, δεν αναπτύσσει ελεύθερα σωματική και ψυχική ενέργεια, αλλά απονεκρώνει το σώμα του και καταστρέφει το μυαλό του» 35. Στον καπιταλισμό, γίνονται μεγάλες προσπάθειες για να διαβεβαιωθεί ότι η ανθρώπινη ενέργεια διοχετεύεται στην εργασία, παρότι είναι συχνά μίζερη και ανιαρή. 36 Αντί να ικανοποιεί την ανάγκη για δημιουργική έκφραση, συνήθως την καταπιέζει μέσω της μονότονης και εξαντλητικής υποχρέωσης της μισθωτής εργασίας.37

Στη Βρετανία, υπάρχει ευρεία δυσαρέσκεια για την εργασία. Μια πρόσφατη έρευνα εργαζομένων που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2018 υπολόγισε ότι το 47% θα σκεφτόταν να αναζητήσει μια νέα δουλειά κατά το επόμενο έτος. Από τους λόγους που αναφέρθηκαν, ήταν εμφανής η έλλειψη ευκαιριών για εξέλιξη της σταδιοδρομίας, μαζί με την έλλειψη απόλαυσης από τη δουλειά και την αίσθηση ότι δεν κάνουν κάποια διαφορά. 38 Πολλοί άνθρωποι βιώνουν ότι  η εργασία τους έχει μικρή σημασία και δε δίνει  ευκαιρίες προσωπικής εκπλήρωσης και έκφρασης.

Από τέτοια στοιχεία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στη Βρετανία-όπως σε πολλά μονοπωλιακά καπιταλιστικά έθνη- ένα σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού αισθάνεται αποσυνδεδεμένο από τη δουλειά του και δεν το θεωρεί δημιουργική εμπειρία. Για τον Fromm, η συνειδητοποίηση των δημιουργικών αναγκών είναι απαραίτητη για να είναι κανείς ψυχικά υγιής. Καθώς είναι προικισμένοι με λογική και φαντασία, οι άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρξουν ως παθητικά όντα, αλλά πρέπει να λειτουργούν ως δημιουργοί.39 Ωστόσο, είναι σαφές ότι η εργασία στον καπιταλισμό δεν το επιτυγχάνει. Σημαντικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η εργασία δεν είναι επωφελής για την ψυχική υγεία, αλλά είναι πραγματικά επιζήμια για αυτήν. Παρόλο που τα ακριβή στοιχεία είναι πιθανό να παραμένουν άγνωστα λόγω του άυλου τέτοιων εμπειριών, μπορεί να συναχθεί ότι, για πολλά μέλη του εργατικού δυναμικού, είναι σύνηθες φαινόμενο η εργασία να προκαλεί γενική δυστυχία, δυσαρέσκεια και απελπισία. Επιπλέον, πιο σοβαρές καταστάσεις ψυχικής υγείας, όπως το άγχος, η κατάθλιψη και το στρες, εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως συνέπειες της δυσαρέσκειας στην εργασία. Το 2017-18, τέτοιες συνθήκες αποτελούσαν το 44% όλων των ασθενειών που σχετίζονται με την εργασία στη Βρετανία και αφορούσαν το 57 % όλων των εργάσιμων ημερών χάθηκαν από κακή υγεία. Μια ακόμη έρευνα το 2017 υπολόγισε ότι το 60% των Βρετανών εργαζομένων είχαν βιώσει κακή ψυχική υγεία σχετικά με τη δουλειά μέσα τον τελευταίο χρόνο, με την κατάθλιψη και το άγχος να είναι μερικές από τις πιο συχνές εκδηλώσεις.41

Αντί για πηγή απόλαυσης, η φύση και η οργάνωση της εργασίας στον καπιταλισμό σαφώς δεν λειτουργεί ως ικανοποιητικό μέσο για την εκπλήρωση της δημιουργικότητας ενός ατόμου. Όπως υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, «ο εργαζόμενος δεν μπορεί να βρει ικανοποίηση σε αυτό που επιτυγχάνει με τον κόπο του»42. Αντ’ αυτού, η εργασία αποξενώνει τα άτομα από μια θεμελιώδη πλευρά της φύσης τους, και κάνοντας το αυτό, προκαλεί την ανάδυση διάφορων αρνητικών καταστάσεων της ψυχικής υγείας. Με το ήμισυ περίπου του εργατικού δυναμικού στη Βρετανία να έχει αντιμετωπίσει προβλήματα ψυχικής υγείας που σχετίζονται με την εργασία, και έχοντας μεγάλη πιθανότητα να αισθάνεται μια γενική αίσθηση απελπισίας, επιβεβαιώνει αυτό που ο Fromm αποκάλεσε κοινωνικά προτυποποιημένο ελάττωμα.43 Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι η επιδείνωση της ψυχικής ευημερίας είναι μια τυπική απάντηση στην μισθωτή εργασία στις μονοπωλιακές-καπιταλιστικές κοινωνίες. Τα αρνητικά συναισθήματα γίνονται συνηθισμένα και, σε διαφορετικό βαθμό, αναγνωρίζονται ως φυσιολογικές αντιδράσεις στην εργασία. Με εξαίρεση τις σοβαρές διαταραχές ψυχικής υγείας, πολλές μορφές ψυχικής δυσφορίας που αναπτύσσονται ως αντίδραση θεωρούνται δεδομένες και δεν θεωρούνται σοβαρό πρόβλημα. Ως εκ τούτου, η υποβάθμιση της ψυχικής ευημερίας κανονικοποιείται.

Ουσιαστική σύνδεση και μοναξιά

Για τον Fromm, υπάρχει μια εγγενής σχέση μεταξύ θετικής ψυχικής υγείας, σημαντικών προσωπικών σχέσεων με τη μορφή αγάπης και φιλίας, και εκφράσεων αλληλεγγύης. Έχοντας απόλυτη επίγνωση της «μοναξιάς» τους στον κόσμο, τα άτομα προσπαθούν να ξεφύγουν από την ψυχολογική φυλακή της απομόνωσης.44 Ωστόσο, η λειτουργία του καπιταλισμού είναι τέτοια που συχνά εμποδίζει την ικανοποιητική ικανοποίηση αυτής της ανάγκης. Η ανεπάρκεια των κοινωνικών σχέσεων εντός των μονοπωλιακών-καπιταλιστικών κοινωνιών εντοπίστηκε από τους Baran και Sweezy. Υποστήριξαν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής αλληλεπίδρασης έχει επικρατήσει μία ελαφρότητα, καθώς τυποποιήθηκε από την επιφανειακή συζήτηση και την ψευδή τερπνότητα. Οι συναισθηματικές δεσμεύσεις που απαιτούνται για τη φιλία και οι πνευματικές προσπάθειες που απαιτούνται για συνομιλία απουσίαζαν σε μεγάλο βαθμό καθώς η κοινωνική αλληλεπίδραση γινόταν όλο και περισσότερο εστιασμένη σε απλές γνωριμίες και ψιλή κουβέντα.45 Ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρότι οι δυσκολίες μέτρησης της ύπαρξης και της φύσης της μοναξιάς είναι πολλές, αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις πιο διαδεδομένες νευρώσεις που μαστίζουν τον σημερινό καπιταλισμό. Θεωρείται όλο και περισσότερο μια σημαντική ανησυχία για τη δημόσια υγεία, και έγινε ίσως συμβολικά πιο εμφανής με την ίδρυση Υπουργείου Μοναξιάς το 2018 από τη βρετανική κυβέρνηση.

Ως νεύρωση, η μοναξιά έχει εξουθενωτικές συνέπειες. Τα άτομα μπορούν να καταφύγουν σε κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών για να ανακουφίσουν τη δυστυχία τους, ενώ η επίμονη εμπειρία αυξάνει την αρτηριακή πίεση και το στρες, και επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία του καρδιαγγειακού και του ανοσοποιητικού συστήματος. 46 Μια κατάσταση ψυχικής δυσφορίας από μόνη της, η μοναξιά επιδεινώνει πρόσθετα προβλήματα ψυχικής υγείας και είναι συχνά η βασική αιτία της κατάθλιψης.47 Το 2017, εκτιμήθηκε ότι το 13% των ατόμων στη Βρετανία δεν είχαν στενούς φίλους, ενώ ένα επιπλέον 17 % είχε φιλίες μέτριας έως κακής ποιότητας. Επιπλέον, το 45 % ισχυρίστηκε ότι αισθάνθηκε μοναξιά τουλάχιστον μία φορά τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, με το 18 % να αισθάνεται συχνά μοναξιά. Παρόλο που μια στενή σχέση αγάπης λειτουργεί ως εμπόδιο στη μοναξιά, το 47% των ανθρώπων που ζουν με έναν σύντροφο ανέφεραν ότι αισθάνονται μοναξιά τουλάχιστον μερικές φορές και το 16% το νιώθει συχνά.48 Αντανακλώντας τις κυρίαρχες επιστημονικές κατασκευές της ψυχικής υγείας, υπάρχουν πρόσφατες προσπάθειες για τον εντοπισμό γενετικών αιτιών της μοναξιάς, με τις περιβαλλοντικές συνθήκες να επιδεινώνουν την προδιάθεση ενός ατόμου σε αυτήν.49 Ωστόσο, ακόμη και οι πιο βιολογικά ντετερμινιστικές αναλύσεις παραδέχονται ότι οι κοινωνικές συνθήκες είναι σημαντικές για την ανάπτυξή της. Παρ ‘όλα αυτά, ελάχιστες μελέτες προσπαθούν να απεικονίσουν σοβαρά τον βαθμό στον οποίο ο καπιταλισμός είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στο πρόβλημα.

Ο ατομικισμός κυριαρχούσε πάντα ως αρχή πάνω στην οποία οικοδομείται η ιδανική καπιταλιστική κοινωνία. Η ατομική προσπάθεια, το να βασίζεσαι μόνο στον εαυτό σου και η ανεξαρτησία εγκρίνονται ως τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού. Όπως γίνεται κατανοητό σήμερα, η έννοια του ατόμου έχει τις ρίζες του στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και η έμφαση στις μεγαλύτερες κολεκτιβιστικές μεθόδους εργασίας – όπως μέσα στην οικογένεια ή το χωριό – παραδόθηκε στον καταναγκασμό των ατόμων, τα οποία πρέπει να είναι ελεύθερα να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στην αγορά. Πριν από τον καπιταλισμό, η ζωή συντελούνταν περισσότερο ως μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας, ενώ με η μετάβαση στον καπιταλισμό ανέπτυξε και επέτρεψε την εμφάνιση του απομονωμένου, ιδιωτικού ατόμου και της πυρηνικής, όλο και πιο ιδιωτικοποιημένης οικογένειας. 50 Ο Fromm υποστήριξε ότι η προώθηση και ο εορτασμός των ατομικών αρετών σηματοδοτεί ότι τα μέλη της κοινωνίας αισθάνονται πιο μόνα στον καπιταλισμό παρά σε προηγούμενους τρόπους παραγωγής.51 Η εξύψωση του ατόμου από τον καπιταλισμό γίνεται πιο εμφανής από την ισχυρή αντίθεσή του ανάμεσα στα ιδανικά της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, και την προτίμηση και το κίνητρο για τον ανταγωνισμό. Τα άτομα, λέγεται, πρέπει να ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε γενική βάση για να ενισχύσουν την προσωπική τους ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός είναι, από οικονομική άποψη, μία από τις βάσεις στις οποίες λειτουργεί η αγορά και, ιδεολογικά, αντιστοιχεί στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι, για να είναι κανείς επιτυχημένος, πρέπει να ανταγωνίζεται με άλλους για λιγοστούς πόρους. Συνέπεια του ανταγωνισμού είναι ότι διχάζει και απομονώνει τα άτομα. Τα άλλα μέλη της κοινωνίας δεν θεωρούνται πηγές υποστήριξης, αλλά μάλλον εμπόδια στην προσωπική πρόοδο. Συνεπώς, οι δεσμοί κοινωνικής ενότητας αποδυναμώνονται σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, η μοναξιά είναι ενσωματωμένη στη δομή κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα του συστήματος αξιών της.

Όχι μόνο η μοναξιά είναι αναπόσπαστο μέρος της καπιταλιστικής ιδεολογίας, αλλά επιδεινώνεται επίσης από την ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού ως συστήματος. Ως αποτέλεσμα της αμείλικτης προσπάθειας του καπιταλισμού για αυτο-επέκταση, η ανάπτυξη της παραγωγής είναι ένα από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του. Έχοντας γίνει μια αξιωματική έννοια, σπάνια αμφισβητείται η ιδέα της διευρυμένης παραγωγής. Το ανθρώπινο κόστος αυτού είναι ανατριχιαστικό, καθώς η εργασία προηγείται της επένδυσης σε κοινωνικές σχέσεις. Επιπλέον, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις άφησαν πολλούς εργαζόμενους με όλο και πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας και λιγότερη προστασία, εγγυημένα οφέλη και ώρες απασχόλησης – όλα αυτά επιδείνωσαν τη μοναξιά. Ενισχύοντας την προλεταριοποίηση του εργατικού δυναμικού, με όλο και περισσότερους εργαζόμενους που βρίσκονται σε κατάσταση ανασφάλειας και αυξημένης εκμετάλλευσης, η κεντρικότητα της εργασίας έχει γίνει μεγαλύτερη, καθώς η απειλή του να μην έχει δουλειά ή να μην μπορεί να εξασφαλίσει επαρκές βιοτικό επίπεδο, έχει γίνει πραγματικότητα για πολλούς σε μια «ευέλικτη» αγορά εργασίας.52 Τα άτομα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στην εργασία σε βάρος της δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων.

Η αυξανόμενη προσοχή που δίνεται στην εργασία μπορεί να απεικονιστεί σε σχέση με τις πρακτικές εργασίας. Παρά το γεγονός ότι η μέση διάρκεια της εβδομάδας εργασίας αυξήθηκε στη Βρετανία μετά την οικονομική κρίση της περιόδου 2007–09, η ευρύτερη εικόνα τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν επίσημα πτωτική. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν δει τον αριθμό των ωρών εργασίας τους να αυξάνεται, μαζί με τον αριθμό των θέσεων μερικής απασχόλησης. Επιπλέον, μεταξύ 2010 και 2015, σημειώθηκε αύξηση κατά 15% του αριθμού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που εργάζονται περισσότερο από σαράντα οκτώ ώρες την εβδομάδα (το νόμιμο όριο · επιπλέον ώρες πρέπει να συμφωνηθούν μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου).53 Επιπλέον, το 2016, μια έρευνα εργαζομένων έδειξε ότι το 27% εργάστηκε περισσότερο από όσο θα ήθελε, επηρεάζοντας αρνητικά τη σωματική και ψυχική του υγεία και το 31% θεώρησε ότι η εργασία τους παρεμβαίνει στην προσωπική τους ζωή. Σημαντικό να σημειώσουμε ότι η μοναξιά δεν είναι απλά χαρακτηριστικό της ζωής εκτός εργασίας, αλλά μια κοινή εμπειρία κατά τη διάρκεια της εργασίας. Το 2014, εκτιμήθηκε ότι το 42% των Βρετανών υπαλλήλων δεν θεωρούσαν κανέναν συνάδελφο ως στενό φίλο και πολλοί ένιωθαν απομονωμένοι στο χώρο εργασίας.

Η μεγαλύτερη ενασχόληση με παραγωγικές δραστηριότητες σε βάρος προσωπικών σχέσεων χαρακτηρίστηκε ως «λατρεία της απασχόλησης» από τους ψυχίατρους Jacqueline Olds και Richard Schwartz (cult of buzyness).55 Παρότι εύστοχα αναγνωρίζουν αυτήν την τάση, κατά τα άλλα το αντιμετωπίζουν με όρους σαν οι εργαζόμενοι να επιλέγουν αυτή τη ζωή. Αυτό εξαλείφει κάθε σοβαρή κριτική για τον καπιταλισμό και την πραγματικότητα ότι η «λατρεία της απασχόλησης» ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της εγγενούς ανάγκης του οικονομικού συστήματος για αυτο-επέκταση. Επιπλέον, οι Olds και Schwartz αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν αυτήν την τάση ως αντανάκλαση της δομικής οργάνωσης της αγοράς εργασίας, η οποία καθιστά την περισσότερη εργασία αναγκαία και όχι επιλογή. Η αποφυγή της μοναξιάς και η αναζήτηση ουσιαστικών σχέσεων είναι θεμελιώδεις ανθρώπινες επιθυμίες, αλλά ο καπιταλισμός καταστέλλει την ικανοποιητική εκπλήρωσή τους, μαζί με τις ευκαιρίες να σχηματίσουν κοινούς δεσμούς αγάπης και φιλίας, να εργαστούν και να ζήσουν με αλληλεγγύη. Σε απάντηση, όπως υποστήριξαν οι Baran και Sweezy, ο φόβος της μοναξιάς οδηγεί τους ανθρώπους να αναζητήσουν λιγότερο ικανοποιητικές κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες τελικά έχουν ως αποτέλεσμα αισθήματα μεγαλύτερης δυσαρέσκειας.

Ο υλισμός και η αναζήτηση ταυτότητας και δημιουργικότητας

Για τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, η κατανάλωση είναι μια ζωτικής σημασίας μέθοδος  απορρόφησης της υπεραξίας. Στην εποχή του ανταγωνιστικού καπιταλισμού, ο Μαρξ δεν μπορούσε να προβλέψει πώς οι προσπάθειες πωλήσεων θα εξελιχθούν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά για να γίνουν εξίσου σημαντικές για την οικονομική ανάπτυξη. 57 Η διαφήμιση, η διαφοροποίηση προϊόντων, η προγραμματισμένη απαξίωση και η καταναλωτική πίστη είναι όλα βασικά μέσα για την τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης.  Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει έλλειψη ατόμων πρόθυμων να καταναλώσουν. Παράλληλα με την αποδοχή της εργασίας, ο Fromm προσδιόρισε την επιθυμία κατανάλωσης ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ζωής στον καπιταλισμό, υποστηρίζοντας ότι ήταν ένα σημαντικό παράδειγμα των χρήσεων στις οποίες οι ανθρώπινες ενέργειες κατευθύνονται για να υποστηρίξουν την οικονομία. 58 Με τα καταναλωτικά αγαθά να αποτιμώνται για την επιδεικτικότητά τους, και όχι για την επιδιωκόμενη λειτουργία τους, οι άνθρωποι έχουν μεταβεί από τις αξίες χρήσης σε συμβολικές αξίες. Η απόφαση να ασχοληθεί κανείς με την ποπ κουλτούρα και να αγοράζει ένα είδος αυτοκινήτου, μια μάρκα ρούχων ή τεχνολογικού εξοπλισμού, μεταξύ άλλων αγαθών, βασίζεται συχνά στο τι υποτίθεται ότι υπονοεί το προϊόν για τον καταναλωτή. Συχνά, ο καταναλωτισμός αποτελεί την κύρια μέθοδο μέσω της οποίας τα άτομα μπορούν να οικοδομήσουν μια προσωπική ταυτότητα. Οι άνθρωποι επενδύονται συναισθηματικά στις έννοιες που σχετίζονται με τα καταναλωτικά αγαθά, με την ελπίδα ότι οι όποιες άυλες ιδιότητες λέγεται ότι διαθέτουν αυτά, θα μεταφερθούν σε αυτούς μέσω της ιδιοκτησίας. Υπό τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, ο καταναλωτισμός αφορά περισσότερο την κατανάλωση ιδεών και λιγότερο την ικανοποίηση των εγγενών βιολογικών και ψυχολογικών αναγκών. Ο Fromm υποστήριξε ότι «η κατανάλωση πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη ανθρώπινη πράξη στην οποία εμπλέκονται οι αισθήσεις μας, οι σωματικές ανάγκες, η αισθητική μας προτίμηση… η ενέργεια της κατανάλωσης πρέπει να είναι μια ουσιαστική…εμπειρία. Στον πολιτισμό μας, υπάρχουν ελάχιστα από αυτά. Η κατανάλωση είναι ουσιαστικά η ικανοποίηση των τεχνητά διεγερμένων φαντασιώσεων».59

Η ανάγκη για ταυτότητα και δημιουργική εκπλήρωση ενθαρρύνει μια ακόρεστη όρεξη για κατανάλωση. Ωστόσο, κάθε αγορά συνήθως δεν ανταποκρίνεται στην υπόσχεσή της. Σπάνια η ικανοποίηση επιτυγχάνεται πραγματικά μέσω της κατανάλωσης, γιατί αυτό που καταναλώνεται είναι μια τεχνητή ιδέα και όχι ένα προϊόν που εμποτίζει την ύπαρξή μας με νόημα. Σε αυτή τη διαδικασία, ο καταναλωτισμός ως μορφή αποξένωσης γίνεται εμφανής. Αντί να καταναλώνουν ένα προϊόν που έχει σχεδιαστεί για να ικανοποιεί τις εγγενείς ανάγκες, τα καταναλωτικά προϊόντα αποτελούν παράδειγμα της συνθετικής τους φύσης μέσω των κατασκευασμένων εννοιών και συμβολισμών τους, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να διεγείρουν και να ικανοποιήσουν μια προσχεδιασμένη απάντηση και ανάγκη.60 Η ταυτότητα που μπορεί ένα άτομο να επιθυμεί ή να νιώθει ότι έχει αποκτήσει από την κατανάλωση ενός προϊόντος, καθώς και κάθε μορφή δημιουργικότητας που επικαλείται ένα καταναλωτικό αγαθό ή είδος ποπ κουλτούρας, είναι ψευδής.

Αντί να καλλιεργεί τη χαρά, η οικονομική ευημερία των μονοπωλιακών-καπιταλιστικών εθνών έχει προκαλέσει μια γενική ευρεία δυσαρέσκεια καθώς αποδίδεται μεγάλη αξία στη συγκέντρωση κτήσεων-περιουσίας. Ενώ ο καταναλωτισμός ως αξία υπάρχει σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, σε εκείνες με μεγαλύτερη ανισότητα – με τη Βρετανία να παρουσιάζει μεγαλύτερες ανισότητες πλούτου από τις περισσότερες άλλες χώρες – η επιθυμία κατανάλωσης και απόκτησης συμβάλλει σημαντικά στην εμφάνιση νευρώσεων, καθώς η προσπάθεια διατήρησης της κοινωνικής θέσης και μίμησης των ατόμων που βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνίας, γίνεται μία έντονη πίεση. Ο αντίκτυπος αυτού έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει τις βρετανικές οικογένειες τα τελευταία χρόνια. Το 2007, η UNICEF αναγνώρισε ότι η Βρετανία έχει το χαμηλότερο επίπεδο ευημερίας των παιδιών ανάμεσα στα 21 πιο εύπορα κράτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Σε απάντηση αυτών των αποτελεσμάτων, πραγματοποιήθηκε μια έρευνα για τις βρετανικές οικογένειες το 2011, συγκρίνοντάς τις με αυτές στην Ισπανία και τη Σουηδία, χώρες που κατατάχθηκαν στην πρώτη πεντάδα για την ευημερία των παιδιών.61

Από τα τρία έθνη, η κουλτούρα του καταναλωτισμού ήταν μεγαλύτερη στη Βρετανία, καθώς επικρατούσε σε όλες τις οικογένειες ανεξάρτητα από το επίπεδο οικονομικής ευμάρειας. Οι Βρετανοί γονείς θεωρήθηκαν πιο υλιστές από τους Ισπανούς και Σουηδούς ομολόγους τους και συμπεριφέρονταν με τον ανάλογο τρόπο στα παιδιά τους. Αγόρασαν τα πιο σύγχρονα, επώνυμα καταναλωτικά προϊόντα, κυρίως επειδή πίστευαν ότι θα εξασφάλιζε το στάτους του παιδιού τους μεταξύ των συνομηλίκων τους. Αυτή ήταν μια αξία που μοιράζονταν και τα ίδια τα παιδιά, με πολλά να αποδέχονται ότι το κοινωνικό κύρος τους βασίζεται στην ιδιοκτησία επώνυμων καταναλωτικών αγαθών, η οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία, συνέβαλε στην εμφάνιση ανησυχίας και άγχους, ειδικά για παιδιά από φτωχότερα νοικοκυριά που αναγνώριζαν το μειονέκτημά τους. Ενώ ένας καταναγκασμός για αγορά συνεχώς νέων προϊόντων για τους ίδιους και τα παιδιά τους εντοπίστηκε μεταξύ των Βρετανών γονέων, πολλοί εντούτοις ένιωθαν επίσης την ψυχολογική πίεση της προσπάθειας να διατηρήσουν έναν υλιστικό τρόπο ζωής και ενέδιδαν σε αυτές τις πιέσεις. Και στις τρεις χώρες, τα παιδιά αναγνώρισαν ότι οι ανάγκες για τη δική τους ευημερία συνίστανται σε ποιοτικό χρόνο που περνούν με γονείς και φίλους και ευκαιρίες να απολαύσουν τη δημιουργικότητά τους, ειδικά μέσω υπαίθριων δραστηριοτήτων. Παρ ‘όλα αυτά, η έρευνα έδειξε ότι, στη Βρετανία, πολλοί δεν ικανοποιούσαν τέτοιες ανάγκες. Οι γονείς δυσκολεύονταν να περάσουν αρκετό χρόνο με τα παιδιά τους λόγω εργασιακών δεσμεύσεων και συχνά τα αποθάρρυναν να συμμετάσχουν σε υπαίθριες δραστηριότητες λόγω ανησυχίας για την ασφάλεια τους. Στη συνέχεια, οι γονείς το αντιστάθμιζαν με καταναλωτικά αγαθά, τα οποία σε μεγάλο βαθμό δεν ικανοποιούσαν τις ανάγκες των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, οι ανάγκες των βρετανών παιδιών να σχηματίσουν και να συμμετάσχουν σε ουσιαστικές σχέσεις και να δράσουν δημιουργικά καταπιέζονται και οι προσπάθειες να ικανοποιηθούν αυτές οι ανάγκες μέσω του καταναλωτισμού δεν τους έφεραν ευτυχία.

Αντίσταση ως ταξική πάλη

Αν και δεν αρνούμαστε την ύπαρξη βιολογικών αιτιών, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η δομική οργάνωση της κοινωνίας ότι έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των ανθρώπων. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός λειτουργεί με τρόπο που εμποδίζει πολλούς να βιώσουν ψυχική ευεξία. Παρ ‘όλα αυτά, το ιατρικό μοντέλο συνεχίζει να κυριαρχεί, ενισχύοντας μια ατομικιστική αντίληψη για την ψυχική υγεία και αποκρύπτοντας τις βλαβερές συνέπειες του παρόντος τρόπου παραγωγής. Αυτό καταπιέζει τους χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας υποτάσσοντάς τους στην κρίση των ιατρών. Το ιατρικό μοντέλο ενθαρρύνει επίσης την αναστολή και τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων των ατόμων σε περίπτωση ψυχικής δυσφορίας, συμπεριλαμβανομένης της νομιμοποίησης της παραβίασης της εκούσιας δράσης τους και του αποκλεισμού τους από τη λήψη αποφάσεων. Για όσους υποφέρουν από ψυχική δυσφορία, η ζωή στον καπιταλισμό χαρακτηρίζεται συχνά από καταπίεση και διάκριση.

Έχοντας επίγνωση της καταπίεσής τους, οι χρήστες και οι επιζώντες των υπηρεσιών ψυχικής υγείας αμφισβητούν τώρα την ιδεολογική κυριαρχία του ιατρικού μοντέλου και την απόκρυψη του ψυχολογικού αντίκτυπου του καπιταλισμού. Επιπλέον, συσπειρώνονται όλο και περισσότερο και προβάλλουν ως εναλλακτική λύση την ανάγκη αποδοχής του κοινωνικού μοντέλου ψυχικής υγείας, εμπνευσμένου από το μαρξισμό. Το κοινωνικό μοντέλο αναπηρίας προσδιορίζει τον καπιταλισμό ως εργαλείο για την κατασκευή της κατηγορίας αναπηρίας, που ορίζεται ως μειονεκτήματα που αποκλείουν τα άτομα από την αγορά εργασίας. Υιοθετώντας μια ευρέως υλιστική οπτική, ένα κοινωνικό μοντέλο ψυχικής υγείας αντιμετωπίζει τα υλικά μειονεκτήματα, την καταπίεση και τον πολιτικό αποκλεισμό ως σημαντικές αιτίες ψυχικών ασθενειών.

Το 2017 στη Βρετανία, η ομάδα δράσης για την ψυχική υγεία National Survivor User Network απέρριψε κατηγορηματικά το ιατρικό μοντέλο και έθεσε την κοινωνική δικαιοσύνη στο επίκεντρο της εκστρατείας της. Στο πλαίσιο της έκκλησής της για κοινωνική προσέγγιση της ψυχικής υγείας, η ομάδα καταγγέλλει ρητά τον νεοφιλελευθερισμό, υποστηρίζοντας ότι η λιτότητα και οι περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση έχουν συμβάλει στην αύξηση των ατόμων που υποφέρουν από κακή ψυχική υγεία καθώς και στην επιδείνωση της υπάρχουσας ψυχικής υγείας. Αναγνωρίζοντας την κοινωνική ανισότητα ως συντελεστή στην εμφάνιση κακής ψυχικής υγείας, το National Survivor User Network υποστηρίζει ότι η πρόκληση που θέτουν οι χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας πρέπει να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης καταγγελίας ενάντια στη γενική ανισότητα στην κοινωνία, υποστηρίζοντας ότι « τα μέτρα λιτότητας, οι επιζήμιες οικονομικές πολιτικές, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι διαρθρωτικές ανισότητες είναι βλαβερές για τους ανθρώπους. Πρέπει να αμφισβητηθούν ως μέρος μιας ευρύτερης ατζέντας κοινωνικής δικαιοσύνης»62. Επιπλέον, η ομάδα δράσης Recovery in the Bin τοποθετεί τον εαυτό της και το ευρύτερο κίνημα ψυχικής υγείας μέσα στην ταξική πάλη, πιέζοντας για ένα κοινωνικό μοντέλο που αναγνωρίζει τον καπιταλισμό ως σημαντικό καθοριστικό παράγοντα της κακής ψυχικής υγείας. Επιπλέον, εκπροσωπώντας τις εθνοτικές μειονότητες, το Kindred Minds εκστρατεύει δυναμικά  με την προσέγγιση ότι η ψυχική δυσφορία είναι λιγότερο αποτέλεσμα βιολογικών χαρακτηριστικών και περισσότερο συνέπεια κοινωνικών προβλημάτων όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η οικονομική ανισότητα και έτσι «παθολογούνται ως ψυχικές ασθένειες». 63 Για το Kindred Minds, ο καταλύτης για την επιδείνωση της ψυχικής υγείας είναι η καταπίεση και οι διακρίσεις, με τις εθνικές μειονότητες να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα επίπεδα κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας και προκαταλήψεων.

Ο καπιταλισμός δεν θα μπορέσει ποτέ να προσφέρει τις συνθήκες που ευνοούν περισσότερο την επίτευξη ψυχικής υγείας. Η καταπίεση, η εκμετάλλευση και η ανισότητα καταστέλλουν σε μεγάλο βαθμό την πραγματική συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Η αντίσταση στη βιαιότητα του αντίκτυπου του καπιταλισμού στην ψυχική ευημερία πρέπει να είναι κεντρική για την ταξική πάλη, καθώς ο αγώνας για τον σοσιαλισμό δεν είναι ποτέ μόνο για αυξημένη υλική ισότητα, αλλά και για την ανθρωπότητα και μια κοινωνία στην οποία βρίσκονται όλες οι ανθρώπινες ανάγκες ικανοποιούνται, συμπεριλαμβανομένων των ψυχολογικών. Όλα τα μέλη της κοινωνίας επηρεάζονται από την απάνθρωπη φύση του καπιταλισμού, αλλά, αργά και αποφασιστικά, ο αγώνας διεξάγεται πιο ρητά από τους πιο καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους. Η πρόκληση που τίθεται πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος της ευρύτερης ταξικής πάλης, ως ένα μέτωπο μεταξύ πολλών, στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική ισότητα, αξιοπρέπεια και σεβασμό.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. World Health Organization, Fact Sheets on Mental Health (Geneva: World Health Organization, 2017), http://who.int.
  2. World Health Organization, Data and Resources (Geneva: World Health Organization, 2017), http://euro.who.int/en.
  3. World Health Organization, Data and Resources.
  4. Sally McManus, Paul Bebbington, Rachel Jenkins, and Traolach Brugha, Mental Health and Wellbeing in England: Adult Psychiatric Morbidity Survey 2014 (Leeds: NHS Digital, 2016).
  5. Brett J. Deacon and Dean McKay, “The Biomedical Model of Psychological Problems: A Call for Critical Dialogue,” Behavior Therapist 38, no. 7 (2015): 231–35. Pharmaceutical companies who have identified it as a market opportunity have been the primary beneficiaries of this approach, exemplified by the proliferation of anti-depressants as illustrated by Brett J. Deacon and Grayson L. Baird, “The Chemical Imbalance Explanation of Depression: Reducing Blame at what Cost?,” Journal of Social and Clinical Psychology 28, no. 4 (2009): 415–35.
  6. As exemplified by Jordan W. Smoller et al., “Identification of Risk Loci with Shared Effects on Five Major Psychiatric Disorders: A Genome-Wide Analysis,” Lancet 381, no. 9875 (2013): 1371–79. In this study, five of the most common mental-health disorders, including schizophrenia, bipolar disorder, and depression, were associated with genetic variations.
  7. Deacon and McKay, “The Biomedical Model of Psychological Problems,” 233.
  8. Social class is one of the most significant indicators of mental health, as evidenced by research within the social sciences dating back to the earlier part of the twentieth century. The first most notable study of this kind is Robert E. L. Farris and Henry W. Dunham, Mental Disorders in Urban Areas (Chicago: Chicago University Press, 1939), which identified higher rates of mental disorders in the poorest districts of Chicago. This was followed by, among others in both Britain and the United States, August B. Hollingshead and Frederick C. Redlich, Social Class and Mental Illness (New York: John Wiley, 1958); Leo Srole, Thomas S. Langer, Stanley T. Michael, Marvin K. Opler, and Thomas A. C. Rennie, Mental Health in the Metropolis: The Midtown Manhattan Study (New York: McGraw-Hill, 1962); and John J. Schwab, Roger A. Bell, George J. Warheit, and Ruby B. Schwab, Social Order and Mental Health: The Florida Health Study (New York: Brunner-Mazel, 1979).
  9. Iain Ferguson, Politics of the Mind: Marxism and Mental Distress (London: Bookmarks, 2017), 15–16.
  10. Paul Baran and Paul Sweezy, Monopoly Capital (New York: Monthly Review Press, 1966), 285.
  11. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 346–47.
  12. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 346.
  13. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 364.
  14. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 354–55.
  15. Paul A. Baran, The Longer View (New York: Monthly Review Press, 1969), 92–111; Paul M. Sweezy, “Paul A. Baran: A Personal Memoir,” in Paul A. Baran: A Collective Portrait (New York: Monthly Review Press, 32–33. The unpublished chapter of Baran and Sweezy’s Monopoly Capital, entitled “The Quality of Monopoly Capitalist Society II,” drafted by Baran, had included an extensive section on mental health. That chapter, however, was not included in the book because it was still unfinished at the time of Baran’s death. Nevertheless, some elements of the mental-health argument were interspersed in other parts of the book. When “The Quality of Monopoly Capitalism II” was finally published in Monthly Review in 2013, almost sixty years after it was drafted by Baran, the section on mental health was excluded due to its incomplete character. See Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, “The Quality of Monopoly Capitalist Society: Culture and Communications” Monthly Review 65, no. 3 (July–August 2013): 43–64. It is worth noting that the treatment of mental health in Monopoly Capital did not go unnoticed and was subject to criticism by Robert Heilbroner in a review in the New York Review of Books, to which Sweezy responded in a letter, defending their analysis in this regard. See Robert Heilbroner, Between Capitalism and Socialism (New York: Vintage, 1970), 237–46; Paul M. Sweezy, “Monopoly Capital” (letter), New York Review of Books, July 7, 1966, 26.
  16. The influence of Fromm is evident in Baran’s work and correspondence. He studied Fromm’s The Sane Society, together with Marcuse’s Eros and Civilization and One Dimensional Man (in manuscript form). He was undoubtedly familiar with the wider body of work by both thinkers. While Baran was not in complete agreement with the details of Marcuse’s analyses, he openly acknowledged the importance and significance of his work, identifying Eros and Civilizationas having great relevance to U.S. society and recognizing a psychoanalytical analysis as vital to understanding monopoly-capitalist society. See Nicholas Baran and John Bellamy Foster, The Age of Monopoly Capital: Selected Correspondence of Paul A. Baran and Paul M. Sweezy, 1949–1964 (New York: Monthly Review Press, 2017), 127, 131. See also the “Baran-Marcuse Correspondence,” Monthly Review Foundation, https://monthlyreview.org.
  17. Erich Fromm, Beyond the Chains of Illusion: My Encounter with Freud and Marx(London: Continuum, 2009), 7.
  18. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 35.
  19. Bertell Ollman, Alienation: Marx’s Conception of Man in a Capitalist Society (Cambridge: Cambridge University Press, 1977), 131.
  20. Karl Marx, Capital, vol. 1 (1867; repr. London: Lawrence and Wishart, 1977), 571.
  21. Erich Fromm, Marx’s Concept of Man(London: Bloomsbury, 2016), 23–24.
  22. Erich Fromm, The Sane Society(London, Routledge, 2002), 13.
  23. Fromm, The Sane Society, 65.
  24. Fromm, The Sane Society, 22.
  25. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 27.
  26. Fromm, The Sane Society, 27.
  27. Fromm, The Sane Society, 28–35.
  28. Fromm, The Sane Society, 35–36.
  29. Fromm, The Sane Society, 37–59.
  30. Fromm, The Sane Society, 59–61.
  31. Fromm, The Sane Society, 61–64
  32. Fromm, The Sane Society, 14.
  33. Fromm, The Sane Society, 76.
  34. Fromm, The Sane Society, 66.
  35. Karl Marx, Economic and Philosophic Manuscripts of 1844(1932; repr. Radford, Virginia: Wilder Publications, 2011).
  36. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 63.
  37. Fromm, The Sane Society, 173.
  38. Investors in People, Job Exodus Trends: 2018 Employee Sentiment Poll(London: Investors in People, 2018), http://investorsinpeople.com.
  39. Fromm, The Sane Society, 35.
  40. Health and Safety Executive, Work Related Stress, Depression or Anxiety Statistics in Great Britain, 2018(Bootle, UK: Health and Safety Executive, 2018), 3, http://hse.gov.uk.
  41. Business in the Community, Mental Health at Work Report 2017(London: Business in the Community, 2017), http://bitc.org.uk.
  42. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 345.
  43. Fromm, The Sane Society, 15.
  44. Fromm, The Sane Society, 29.
  45. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 347–48.
  46. Jo Griffin, The Lonely Society?(London: Mental Health Foundation, 2010), 6–7.
  47. Griffin, The Lonely Society?, 4
  48. David Marjoribanks and Anna Darnell Bradley, You’re Not Alone: The Quality of the UK’s Social Relationships(Doncaster: Relate, 2017), 17–18.
  49. Luc Goossens, Eeske van Roekel, Maaike Verhagen, John T. Cacioppo, Stephanie Cacioppo, Marlies Maes, and Dorret I. Boomsma, “The Genetics of Loneliness: Linking Evolutionary Theory to Genome-Wide Genetics, Epigenetics, and Social Science,” Perspectives on Psychological Science 10, no 2 (2015): 213–26.
  50. Michael Oliver, The Politics of Disablement(Basingstoke, UK: Macmillan Press, 1990); Eli Zaretsky, Capitalism, the Family, and Personal Life (London: Pluto Press, 1976).
  51. Fromm, The Fear of Freedom, 93.
  52. See Ricardo Antunes, “The New Service Proletariat,” Monthly Review69, no. 11 (April 2018): 23–29, for an analysis of the evolving insecurity of labor markets within the advanced capitalist nations and the hardening of proletarian divisions.
  53. Trade Union Congress, “15 Per Cent Increase in People Working More than 48 Hours a Week Risks a Return to ‘Burnout Britain’, Warns TUC,” September 9, 2015; Josie Cox, “British Employees are Working More Overtime than Ever Before—Often for No Extra Money,” Independent, March 2, 2017.
  54. David Marjoribanks, A Labour of Love—or Labour Versus Love?: Our Relationships at Work; Relationships and Work(Doncaster: Relate, 2016).
  55. Jacqueline Olds and Richard Schwartz, The Lonely American: Drifting Apart in the Twenty-First Century(Boston: Beacon Press, 2009).
  56. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 347–48.
  57. Baran and Sweezy, Monopoly Capital, 115.
  58. Fromm, Beyond the Chains of Illusion, 63.
  59. Fromm, The Sane Society, 129-130.
  60. Robert Bocock, Consumption(London: Routledge, 2001), 51.
  61. United Nations Children’s Fund, Innocenti Report Card 7: Child Poverty in Perspective: An Overview of Child Well-Being in Rich Countries(Florence: UNICEF Innocenti Research Centre, 2007), http://unicef-irc.org.
  62. National Survivor User Network, NSUN Manifesto 2017: Our Voice, Our Vision, Our Values, (London: National Survivor User Network, 2017), http://nsun.org.uk.
  63. Raza Griffiths, A Call for Social Justice: Creating Fairer Policy and Practice for Mental Health Service Users from Black and Minority Ethnic Communities(London: Kindred Minds, 2018).

Πηγή: Monthly Review

Μετάφραση: antapocrisis

Οι ελίτ κερδοσκοπούν σκανδαλωδώς από τα καινοτόμα “αυτόνομα” δημόσια σχολεία

To antapocrisis αναδημοσιεύει τη συνέντευξη της Carol Burris στην Meagan Day για το περιοδικό Jacobin. H Carol Burris, πρώην διευθύντρια σχολείου και νυν επικεφαλής του Δικτύου για τη Δημόσια Εκπαίδευση μιλά για την εμπειρία των σχολείων τσάρτερ. Τα σχολεία τσάρτερ είναι ημιαυτόνομα δημόσια σχολεία που λειτουργούν κατά βάση με δημόσια χρηματοδότηση και με μια σύμβαση-συμβόλαιο μεταξύ πολιτείας, ΜΚΟ, χορηγών. Αυτή η σύμβαση  περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο οργάνωσης και διαχείρισης του σχολείου, τι αναμένεται να επιτύχουν οι μαθητές και πώς θα μετρηθεί η επιτυχία. Θεωρούνται πρότυπο στο μοντέλο που θελει να ακολουθήσει και η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή αυτό των αυτόνομων σχολεία που θα αξιολογούνται με βάση στόχους που έχουν τεθεί από κυβέρνηση, ιδιώτες και χορηγούς.

Η Carol Burris θεωρεί ότι τα σχολεία charter δεν βελτιώνουν τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα aλλά διοχετεύουν τα χρήματα των φορολογουμένων στις τσέπες των αδίστακτων – συχνά εγκληματικών – διαχειριστών του σχολείου. Πρόκειται για μια εθνική ντροπή που πρέπει να τελειώσει.

Το κίνημα ιδιωτικοποιήσεων των σχολείων έχει προωθηθεί ως ένα τεράστιο πείραμα στις “καινοτόμες” προσεγγίσεις στην εκπαίδευση. Στην πραγματικότητα όμως υπήρξε κυρίως ένα πείραμα στο πώς να διοχετευτούν χρήματα από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα χρησιμοποιώντας μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ως μεσάζοντες.

Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι, ακόμη και παθιασμένοι ακτιβιστές της δημόσιας εκπαίδευσης, προσπαθούν να κατανοήσουν τους μηχανισμούς με τους οποίους τα σχολεία charter αποφέρουν κέρδη. Να μια ένδειξη: το λόμπι των σχολείων charter είναι επί του παρόντος έτοιμο για ένα νομοσχέδιο που εμποδίζει την παροχή ομοσπονδιακών κονδυλίων σε οποιοδήποτε σχολείο charter που «συνάπτει συμφωνία με μια κερδοσκοπική οντότητα για τη λειτουργία, την εποπτεία ή τη διαχείριση των δραστηριοτήτων του σχολείου». Ισχυρίζονται ότι αυτό τους αναγκάζει να επιλέξουν μεταξύ δημόσιου χρήματος και ιδιωτικής διαχείρισης – και δεν θέλουν να επιλέξουν.

Η Επιτροπή Πιστώσεων επηρεάστηκε στο να συμπεριλάβει αυτή τη διάταξη αφού εξέτασε μια έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Δίκτυο για τη Δημόσια Εκπαίδευση (NPE) με την ονομασία Chartered For Profit, όπου περιγράφεται λεπτομερώς πώς λειτουργούν τα σχολεία charter με σκοπό το οικονομικό κέρδος.


M.D.

Όλα τα σχολεία charter, με εξαίρεση εκείνα της Αριζόνα, πρέπει να είναι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Ωστόσο, οι άνθρωποι βγάζουν τεράστια κέρδη από αυτά. Πώς προκύπτει αυτό;

C.B.

Ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα σχολεία charter, αν όχι και όλα, βγάζουν κέρδη είναι επειδή δημιουργούν μια κερδοσκοπική εταιρεία διαχείρισης. Αρχικά το σχολείο charter συγκροτείται από τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό, ο οποίος λαμβάνει ομοσπονδιακά, τοπικά και κρατικά κεφάλαια – και στη συνέχεια ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός γυρίζει και δίνει αυτά τα χρήματα στην κερδοσκοπική εταιρεία για τη διαχείριση του σχολείου.

Αυτές οι κερδοσκοπικές εταιρείες ανήκουν συχνά σε ένα ή δύο άτομα ή ακόμα και σε οικογένειες. Αυτό είναι παράνομο σε ορισμένες πολιτείες, αλλά όπου δεν απαγορεύεται, θα δείτε συχνά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του μη κερδοσκοπικού οργανισμού να είναι ιδιοκτήτες του κερδοσκοπικού οργανισμού. Και συχνά τα μέλη του μη κερδοσκοπικού διοικητικού συμβουλίου θα λαμβάνουν κάποιο επίδομα από την κερδοσκοπική εταιρεία.

Τώρα, μερικά από αυτά τα κέρδη παρέχουν μόνο περιορισμένο αριθμό υπηρεσιών. Αλλά πάρα πολλά από αυτά τα ιδρύματα, ειδικά μερικές από τις μεγάλες αλυσίδες όπως η National Heritage Academy, λειτουργούν χρησιμοποιώντας αυτό που είναι γνωστό ως συμβόλαιο «σκούπα». Ο λόγος για τον οποίο ονομάζεται έτσι είναι επειδή ο κερδοσκοπικός διαχειριστής σαρώνει κάθε δεκάρα του δημόσιου χρήματος που λαμβάνει ένα σχολείο charter, στην κερδοσκοπική εταιρεία διαχείρισης έργου για τη διαχείριση του σχολείου.

Στη συνέχεια, η κερδοσκοπική εταιρεία παρέχει είτε απευθείας υπηρεσίες, (από υπηρεσίες διαχείρισης έως υπηρεσίες καφετέριας), είτε συνάπτει συμφωνίες με άλλη κερδοσκοπική εταιρεία για την παροχή υπηρεσιών. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο στόχος είναι να λειτουργήσει το σχολείο charter με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν απομείνει χρήματα στην άκρη. Και όσο περισσότερα χρήματα εξοικονομούν κάνοντας πράγματα όπως η πρόσληψη εκπαιδευτικών άνευ προσόντων και η άρνηση να διδάξουν μαθητές με ειδικές ανάγκες, τόσο περισσότερα χρήματα απομένουν στο τέλος της ημέρας.

Συχνά, οι ιδιοκτήτες των κερδοσκοπικών εταιρειών διαχείρισης κλείνουν επίσης συμβόλαια με άλλες εταιρείες των οποίων είναι ιδιοκτήτες. Η μεγαλύτερη αλυσίδα, η Academica, για την οποία μπορείτε να διαβάσετε στην έκθεση Chartered For Profit του Δικτύου για τη Δημόσια Εκπαίδευση, έχει πενήντα έξι διαφορετικές εταιρείες εγγεγραμμένες σε μία μόνο διεύθυνση και εβδομήντα εταιρείες εγγεγραμμένες σε άλλη διεύθυνση, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών ακινήτων, εταιρειών χαρτοφυλακίου αλλά και εταιρείες χρηματοδότησης. Επομένως, πληρώνονται ουσιαστικά με δημόσια χρήματα για μια ποικιλία υπηρεσιών.

M.D.

Ποιος είναι ο ρόλος της ακίνητης περιουσίας στη δημιουργία κέρδους για τον τομέα των σχολείων charter; Και τι γίνεται με τα διαδικτυακά σχολεία charter, τα οποία δεν διαθέτουν ακίνητα;

C.B.

Η ακίνητη περιουσία είναι ένας άλλος τρόπος που οι εταιρείες διαχείρισης χρησιμοποιούν συχνά για να αποκομίζουν κέρδη. Παίρνουν κάθε είδους φορολογικά πλεονεκτήματα και δάνεια χαμηλού επιτοκίου για να αγοράσουν ένα ακίνητο και στη συνέχεια εκμισθώνουν το ακίνητο με μεγάλο κέρδος στα σχολεία charter.

Τα δημόσια χρήματα πηγαίνουν στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό charter και κατόπιν μεταφέρονται στην κερδοσκοπική εταιρεία ακινήτων, η οποία κατέχει το κτίριο. Ουσιαστικά, ο φορολογούμενος πληρώνει την υποθήκη. Και έπειτα μετά την αποπληρωμή της υποθήκης, το πουλάνε στο σχολείο charter σε φουσκωμένη τιμή.

Τα διαδικτυακά σχολεία charter έχουν τις δικές τους στρατηγικές. Οι δύο μεγαλύτερες διαδικτυακές αλυσίδες σχολείων charter είναι οι Pearson και K12, για τις οποίες μπορείτε επίσης να διαβάσετε στο Chartered for Profit. Βρίσκουν ανθρώπους για να υπηρετούν ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου, άτομα που ίσως προτείνει η τοπική οργάνωση υπεράσπισης του σχολείου charter, και αυτό το μη κερδοσκοπικό συμβούλιο γίνεται η μαριονέτα των κερδοσκοπικών εταιρειών.

Για να λειτουργήσει το σχολείο, ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός πρέπει να αγοράσει υπηρεσίες από τον κερδοσκοπικό, ο οποίος κάνει πραγματικά τα πάντα. Ο κερδοσκοπικός οργανισμός παρέχει το πρόγραμμα σπουδών, τους δασκάλους, τα βιβλία, τους υπολογιστές. Χρεώνει μια υψηλή τιμή για αυτά τα πράγματα και όταν οι ΜΚΟ αναπόφευκτα δεν μπορούν να πληρώσουν για όλα αυτά με τα δημόσια χρήματα που λαμβάνουν, ο κερδοσκοπικός οργανισμός τους δανείζει τα χρήματα.

Αυτό το χρέος διατηρεί τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς συνδεδεμένους με τους κερδοσκοπικούς. Δεν μπορούν να βγουν από αυτήν τη ρύθμιση εκτός εάν είναι πρόθυμοι να εξοφλήσουν, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν. Και αυτό δίνει στις κερδοσκοπικές εταιρείες το δικαίωμα να συνεχίσουν να χρεώνουν με υπερβολικό κόστος υπηρεσίες – με οτιδήποτε μπορούν να την βγάλουν καθαρή σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάσταση.

M.D.

Φαίνεται επίσης ότι διαπράττονται πολλές κλοπές και απάτες στον τομέα των σχολείων charter. Το Δίκτυο για τη Δημόσια Εκπαίδευση έχει μια σελίδα στον ιστότοπο του που είναι αφιερωμένη στη συλλογή ειδήσεων σχετικά με τα σκάνδαλα των σχολείων charter σε ολόκληρη τη χώρα και συχνά διαπράττεται ένα κάθε μέρα. Αλήθεια τι πραγματικά συμβαίνει;

C.B.

Αυτό ισχύει τόσο για τη μη κερδοσκοπική όσο και για την κερδοσκοπική πλευρά των πραγμάτων. Μπορείτε να δείτε τον τεράστιο όγκο των σκανδάλων των σχολείων charter σε αυτήν την ενότητα του ιστότοπου, την οποία ενημερώνουμε στο τέλος κάθε μήνα.

Βλέπουμε τους ανθρώπους να διογκώνουν τις τιμές, να δημιουργούν ψεύτικα τιμολόγια, να ψεύδονται, να συμπράττουν με τους κερδοσκοπικούς οργανισμούς και να μη λογοδοτούν σε κανέναν όπως επίσης και να κλέβουν. Μερικές φορές οι άνθρωποι αυτοί παίρνουν απλώς την πιστωτική κάρτα για το σχολείο charter και πηγαίνουν σε εστιατόρια, στο εμπορικό κέντρο ακόμα και στο Disney World. Δεν συγκλονίζομαι πλέον. Και δεν μιλάμε για μικροποσά αλλά για εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

Πάρτε, για παράδειγμα, το σκάνδαλο των σχολών charter Α3 στην Καλιφόρνια. Αυτοί οι δύο τύποι ξεκίνησαν ένα μη κερδοσκοπικό σχολείο charter και είχαν όλες αυτές τις εταιρείες από την πλευρά που θα μπορούσαν να ρίξουν τα χρήματα. Στη συνέχεια κινήθηκαν κατά περιοχές και, για μια μείωση του κέρδους, υποχρέωσαν τους μαθητές να εγγραφούν στο διαδικτυακό τους καλοκαιρινό σχολείο, στο οποίο τα παιδιά δεν θα παρευρίσκονταν ποτέ. Πιάστηκαν αφού πήραν 50 εκατομμύρια δολάρια από την πολιτεία της Καλιφόρνια και τώρα αναμένεται να μείνουν για πολύ καιρό στη φυλακή. Ένας από αυτούς μάλιστα διέφυγε στην Αυστραλία.

Στο Οχάιο υπήρξε το σκάνδαλο ECOT, μια άλλη απάτη πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Ήταν ένα διαδικτυακό σχολείο charter που «μαγείρευε» τα απουσιολόγια. Αυτό συμβαίνει πολύ με τα διαδικτυακά σχολεία charter. Αναφέρουν ότι τα παιδιά παρευρέθηκαν όταν δεν το έκαναν, ή απλά συνδέθηκαν και αποσυνδέθηκαν γρήγορα. Εν τω μεταξύ, λαμβάνουν ένα ημερήσιο ποσοστό παρακολούθησης από το κράτος.

Στο Τέξας υπήρχε το σκάνδαλο IDEA. Το IDEA υποσχέθηκε εξαιρετική απόδοση για φτωχά παιδιά και όλοι πίστευαν ότι αυτό ήταν ό,τι καλύτερο στο χώρο. Πήραν μάλιστα 200 εκατομμύρια δολάρια από την Betsy DeVos. Αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η ηγετική ομάδα χρησιμοποίησε τα δημόσια κονδύλια για το προσωπικό της όφελος, αγοράζοντας αεροπορικά εισιτήρια πρώτης θέσης και θέσεις σεζόν ή ενοικιάζοντας ιδιωτικά τζετ. Ολόκληρη η ανώτερη ομάδα διαχείρισης παύθηκε, ξεκινώντας από τον ιδρυτή.

Τα άτομα αυτά μπορούν να γίνουν πολύ πλούσια αν διευθύνουν σχολεία charter, είτε μέσω κερδοσκοπικού είτε μέσω μη κερδοσκοπικού οργανισμού. Η Eva Moskowitz, η οποία είναι υπεύθυνη για τα σχολεία charter της Success Academy της Νέας Υόρκης και πουθενά αλλού, λαμβάνει μισθό σχεδόν 1 εκατομμυρίου δολαρίων το χρόνο. Συγκριτικά, ο προϊστάμενος δημοσίων σχολείων της Νέας Υόρκης κερδίζει περίπου 250.000 δολάρια ετησίως.

Πολλά από αυτά είναι δυνατά μόνο και μόνο επειδή υπάρχει τόσο μικρή επιτήρηση. Ήμουν δασκάλα σε δημοτικό σχολείο και μετέπειτα διευθύντρια λυκείου. Οι αγορές έπρεπε να δημοσιεύονται για να υποβληθεί προσφορά και όλα ήταν πολύ διαφανή. Δεν μπορούσα να συνάψω συμβόλαιο με την εταιρεία επίπλων του θείου μου Louie για την αγορά γραφείων. Αυτό όμως μπορείς να το κάνεις στον κόσμο του σχολείου charter.

Με τις κερδοσκοπικές εταιρείες δεν υπάρχει διαφάνεια. Το κράτος μπορεί να έρθει και να πει «Ανοίξτε τα βιβλία σας» κι εκείνοι μπορούν να πουν «Όχι» και να ξεφύγουν. Με τις μη κερδοσκοπικές εταιρείες υπάρχει λίγο περισσότερη διαφάνεια, αλλά ακόμα και τότε δεν μπορείτε να δείτε τι συμβαίνει στους σχετικούς οργανισμούς τους, επειδή αυτοί οι οργανισμοί δεν είναι ανοιχτοί στον δημόσιο έλεγχο. Είναι ιδιωτικοί.

Επιπλέον, στις περισσότερες περιοχές με δημόσια σχολεία έχετε ένα εκλεγμένο σχολικό συμβούλιο ή έναν δήμαρχο που διευθύνει το σχολείο. Εάν δεν σας αρέσει αυτό που κάνουν, μπορείτε να τους θέσετε εκτός υπηρεσίας. Όμως οι μη κερδοσκοπικές επιτροπές  είναι όλες τους ιδιωτικές επιτροπές. Έχετε δισεκατομμυριούχους που κάθονται σε αυτά τα διοικητικά συμβούλια όπου προσκαλούν τους φίλους τους και δημιουργούν έναν αστείο εσωτερικό κύκλο που κανείς άλλος δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει εκεί.

Το λόμπι των σχολείων charter λέει ότι αυτό το μοντέλο είναι απαραίτητο για την καινοτομία. Τι γίνεται όμως με την ικανότητα διάπραξης απάτης και αποφυγής διαφάνειας που σας βοηθά να είστε πιο καινοτόμοι; Η καινοτομία που βλέπουμε πολύ συχνά, δυστυχώς, δεν είναι τίποτα άλλο παρά εγκληματική χειραγώγηση.


Σχόλια μετάφρασης

Επιτροπή Πιστώσεων (House Committee on Appropriations): επιτροπή της αμερικάνικης βουλής των Αντιπροσώπων που συνεργάζεται με τη Γερουσία για την ψήφιση νόμων που έχουν να κάνουν με πιστώσεις.

Δίκτυο για τη Δημόσια Εκπαίδευση (Network for Public Education): Συμβουλευτικός φορέας για την αμερικάνικη δημόσια εκπαίδευση που ιδρύθηκε το 2013 και θέτει σαν σκοπό του να διατηρήσει, να προωθήσει, να βελτιώσει και να ενισχύσει τα δημόσια σχολεία τόσο για τις τρέχουσες όσο και για τις μελλοντικές γενιές μαθητών.

Betsy (Elizabeth) DeVos: στέλεχος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ που χρημάτισε υπουργός παιδείας των ΗΠΑ από το 2017 ως το 2021.

Πηγή: Jacobin

Μετάφραση: antapocrisis

Τεκτονικός τριγμός: οι επενδύσεις εγκαταλείπουν τις ΗΠΑ και συσσωρεύονται στην Κίνα

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να εξασφαλίσουν ένα μάξιμουμ συμμάχων στον πόλεμο τους εναντίον της Κίνας, μόνο που δεν διαθέτουν ισχυρό χαρτί για να τους πείσουν. Δεν υπάρχουν πια καθαροί και ισχυροί «ατλαντιστές» για να υπερασπιστούν τη γραμμή των ΗΠΑ και των ιδιοτελών τους συμφερόντων στην πορεία. Γι’ αυτό που συνίσταται σε συλλογικό συμφέρον, θα ήταν μπορούσε να ανατρέξει κανείς την πρόθεση του Πεκίνου να εγκαθιδρύσει ένα νέο πλαίσιο διεθνών σχέσεων που βασίζεται στο αμοιβαίο όφελος. Και αυτό όντως αλλάζει 70 χρόνια του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.

Υποστηρίζοντας τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, το Πεκίνο βρίσκεται καθοδόν να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, (που περιχαρακώνονται πλέον στον εαυτό τους), και να γίνει ο πρώτος παγκόσμιος προορισμός των ξένων επενδύσεων, δημιουργώντας ένα δίλημμα για τον νέο άνδρα του Λευκού Οίκου.

Ο Ντόναλντ Τραμπ αποχώρησε αλλά οι πολλαπλές πτυχές της κληρονομιάς του βρίσκονται ακόμα εκεί. Αναφορικά με το εμπόριο, εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Τα μέλη της ομάδας Μπάιντεν υποσχέθηκαν μια «νέα οπτική» για το εμπόριο και τις διεθνείς επενδύσεις που θα επιχειρήσει να επισημάνει εκ νέου την προτεραιότητα των Αμερικανών εργαζόμενων αναφορικά με το απλό άνοιγμα των διεθνών αγορών στις αμερικανικές επιχειρήσεις, μια γραμμή που θα μπορούσε δυνητικά να είναι πιο τραμπική από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι επιχειρώντας να κατευθύνει και να διαχειριστεί τις εσωτερικές κρίσεις, η ομάδα Μπάιντεν έθεσε το εμπόριο σε δευτερεύουσα θέση, επιδεικνύοντας αδιαφορία, παραδείγματος χάρη, εν όψει της νέας δυνητικής εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν διερευνήσει ο Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον.

Στα πλαίσια όλης αυτής της κατάστασης είχαμε μια νέα εντυπωσιακή ανάπτυξη. Το 2020 η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να γίνει ο πρώτος προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο με περισσότερα από 140 δις δολάρια μέσα στη χρονιά. Εφόσον οι διάφοροι χειρισμοί της πανδημίας είναι εν μέρει υπεύθυνοι γι’ αυτή, η συγκεκριμένη εξέλιξη ακολουθεί μια τάση που είδε τις επενδύσεις εντός των ΗΠΑ να καταρρέουν με εντυπωσιακό τρόπο υπό την τετραετή προεδρία του Τραμπ, ακολουθώντας ένα δυσμενές πολιτικό κλίμα, της πολιτικής «Η Αμερική Μπροστά» και της δυναμικής έξωσης των κινεζικών επιχειρήσεων και επενδυτών.

Αν λάβουμε υπόψη μας τους δυο αυτούς παράγοντες, οι λόγοι των Δημοκρατικών για μια στροφή του Μπάιντεν εναντίον της Κίνας και τη δημιουργία «εμπορικών συνασπισμών» φαίνονται να έχουν λίγες ευκαιρίες να σταθεροποιηθούν. Οι Δημοκρατικοί απορρόφησαν την προστατευτική κληρονομιά του Τραμπ και δεν διαθέτουν τον διαθέσιμο πολιτικό χώρο για να δώσουν στις άλλες χώρες τα οικονομικά μέσα για να παλέψουν κόντρα στο Πεκίνο. Ζητήματα όπως η επανανενσωμάτωση του Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) παραμένουν απλώς σε κατάσταση μελλοντικών σχεδίων. Υπό αυτές τις συνθήκες, εφόσον η Κίνα διατηρεί τη στρατηγική του κλεισίματος νέων συμφωνιών ελεύθερης συναλλαγής, ο Μπάιντεν δεν διαθέτει πραγματικά την απάντηση προς το Πεκίνο που πολλοί ήλπιζαν, ενώ οι αποδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες η Κίνα έχει πάρει το πάνω χέρι στο οικονομικό πεδίο, συνεχίζουν να συσσωρεύονται.

Όταν εκλέχθηκε ο Μπάιντεν, οι κύριοι αριστεροί φιλελεύθεροι της Αμερικής ήλπιζαν ότι ο Τραμπ και η εποχή του συνθήματος «Η Αμερική Μπροστά» θα τερματιστούν. Ο νέος πρόεδρος παρουσιάστηκε σαν ένα πρόσωπο που γεννά εμπιστοσύνη, αξιόπιστο και σεβαστό που θα αποκαθιστούσε τις «αλτρουιστικές» δονήσεις της Αμερικής και θα εναντιωνόταν στην Κίνα διαμέσω μιας επιστροφής στην πολυπολικότητα, σε αντίθεση με τον μονισμό του Τραμπ. Υπέθεσαν ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ απέτυχαν απέναντι στην Κίνα κάτω από την προηγούμενη προεδρία ήταν ο αρνητισμός του Τραμπ καθώς και ότι υπό τις «σεβαστές ΗΠΑ» τα υπόλοιπα κράτη θα επέστρεφαν αμέσως στα γνωστά τους σχήματα, εφόσον ο νέος πρόεδρος έχει κάνει λόγο για «εμπορικούς συνασπισμούς» ενάντια στην Κίνα. Αλλά το ερώτημα είναι το κατά πόσο ακριβώς το γνωρίζουν;

Εκεί ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση που περιμένει τη θητεία του Μπάιντεν. Τοποθετείται εναντίον του Τραμπ αλλά φαίνεται εξίσου να κλίνει στην προτίμηση της πολιτικής της στήριξης των Αμερικανών εργαζόμενων του Τραμπ και στην υποβόσκουσα υπόθεσή του, σύμφωνα με την οποία το να στηριχτεί στις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με τα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη θα είναι προκατειλημμένη αναφορικά με το εσωτερικό πολιτικό συμφέρον, εκτός εάν τα έθνη αυτά αγοράζουν κυρίως αγαθά στις ΗΠΑ αντί να πωλούν.

Ο πιο σημαντικός και ο πιο εμφανής δρόμος για να αντιτεθεί στο Πεκίνο θα ήταν να προχωρήσει την συμφωνία TPP και να κοντράρει τη συμφωνία RCEP, στην οποία μετέχει η Κίνα. Εξάλλου, λόγω της εσωτερικής της αντιδημοφιλίας, η λύση αυτή θεωρείται ολοένα και περισσότερο μη διαχειρίσιμη πολιτικά. Στο πλαίσιο αυτό η ικανότητα του Μπάιντεν να επιλύσει τις εμπορικές διαφορές με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να τεθεί εκτός κούρσας, ειδικά από τότε που η ΕΕ κατέδειξε την στρατηγική της ανεξαρτησία διαμέσω της καινούριας της συμφωνίας επενδύσεων με την Κίνα, στην οποία η διοίκηση Μπάιντεν εναντιωνόταν έντονα.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτό που ο Μπάιντεν και οι οπαδοί του ελπίζουν είναι πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη και η Κίνα δίχως καμιά αμφιβολία πρόκειται να διατηρήσει το ρυθμό του παιχνιδιού των ελεύθερων συναλλαγών και να ενισχύσει τις επιτυχίες της. Πρόσφατα το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας ξεκαθάρισε τις προτεραιότητες του για το 2021, που αφορούν τη διερεύνηση νέων εμπορικών συμφωνιών με το Ισραήλ και το Συμβούλιο συνεργασίας του Κόλπου, μια τριμερή συμφωνία με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία αλλά και τη Νορβηγία. Σε σχέση με τις θέσεις «Η Αμερική Μπροστά» και «Δουλειά για τους Αμερικάνους», το Πεκίνο διαρκώς παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής των πολυμερών ελεύθερων συναλλαγών και του ανοίγματος ενώ έχει μετατρέψει τα λόγια του σε πράξεις κλείνοντας ολοένα και περισσότερες συμφωνίες.

Ο Τραμπ σε σχέση με το σημείο αυτό απέσυρε τις ΗΠΑ και η θέληση του Μπάιντεν να υιοθετήσει ορισμένες πτυχές του προγράμματος του, με ένα τρόπο λιγότερο καταστροφικό, δεν πρόκειται παρά να βλάψει εκ προοιμίου την τοποθέτηση του. Η Κίνα ευνοεί την παγκοσμιοποίηση ενώ η Αμερική τον προστατευτισμό.

Συνεπώς δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η Κίνα έχει το πάνω χέρι στον οικονομικό σχεδιασμό και ότι αυτό δεν θα οδηγήσει παρά σε περαιτέρω ανάπτυξη. Όπως μάλιστα το επεσήμανα πολλές φορές, το έτος 2020 και η πανδημία άλλαξαν την ισορροπία των δυνάμεων. Το Πεκίνο θα συνεχίσει να απαντά στις ΗΠΑ, όχι αντιμετωπίζοντας τες κατά πρόσωπο, αλλά ξεπερνώντας τες στον διπλωματικό σχεδιασμό με βάση το εμπόριο.

Αυτό ακριβώς έρχεται να προστεθεί στο γεγονός ότι η Κίνα ήταν η μόνη μεγάλη παγκόσμια δύναμη που κατέγραψε ανάπτυξη το 2020, που στάθηκε ο πρώτος παγκόσμιος ευνοούμενος των ξένων άμεσων επενδύσεων την ίδια χρονιά, και που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ με όρους ακαθάριστης εσωτερικής παραγωγής ως το 2028. Σε αυτό το πλαίσιο ο Μπάιντεν δεν έχει εύκολη απάντηση να δώσει στην Κίνα αναφορικά με το εμπόριο ενώ το κλείδωμα του προστατευτισμού δεν θα καταφέρει τίποτα άλλο παρά να εμποδίσει την Ουάσιγκτον να είναι ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πηγή: Investig’action

Μετάφραση: antapocrisis

Η δημοκρατία είναι νεκρή

Πάρα πολλοί Αμερικανοί λατρεύουν να καυχώνται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι δημοκρατία. Αυτή η ιδέα γίνεται άκριτα αποδεκτή και αναφέρεται και ως απόδειξη της ανωτερότητας της χώρας. Κάθε δημόσια δραστηριότητα και εκδήλωση είναι μια ευκαιρία να επαναληφθεί και να αναβαθμιστεί αυτή η ψευδής αφήγηση. Εκδηλώσεις πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως οι εκλογές, οι γιορτές, οι διαφημίσεις, οι σχολικές εκδηλώσεις και η θρησκευτική λατρεία χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν ψευδείς πεποιθήσεις σχετικά με τον βαθμό εξουσίας που έχει ο μέσος πολίτης έναντι της κυβέρνησής του. Φυσικά, όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτή η αφήγηση ήταν και παραμένει ψέμα. Τα λεξικά ορίζουν τη δημοκρατία ως την κυβέρνηση που εκπροσωπεί τους πολίτες μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων, ή ως τον κανόνα που η πλειοψηφία αποφασίζει, ή ως την κοινωνία που παρέχει ίσα δικαιώματα σε όλους. Η ιστορία αυτής της χώρας σπάνια ανταποκρίθηκε σε κάποια από αυτές τις περιγραφές. Στο πρόσφατο όμως παρελθόν, η ιδέα ότι αυτή η χώρα είναι δημοκρατία εξελίχθηκε σε φάρσα. Δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά αυταπάτες, ενώ κάθε δύναμη που ασκεί ο λαός είναι δυστυχώς ανεπαρκής.

Αυτή η κατάσταση είναι προφανής σε όποιον προσέχει. Οι Αμερικανοί όχι μόνο δεν καταφέρνουν αυτό που επιδιώκουν από το πολιτικό σύστημα, αλλά παίρνουν το αντίθετο από αυτό που θέλουν. Ο ρυθμός που προχωρά το ολιγαρχικό κράτος έχει επιταχυνθεί τελευταία, αλλά η δυναμική ήταν εμφανής εδώ και αρκετό καιρό.

Ακόμη και η ακαδημαϊκή ελίτ γνωρίζει, έχει δώσει στοιχεία σε μια συζήτηση που όμως αγνοείται. Οι καθηγητές Martin Gilens του Πανεπιστημίου Princeton και Benjamin Page του Πανεπιστημίου Northwestern είναι οι συγγραφείς της μελέτης «Δοκιμές Θεωριών της Αμερικανικής Πολιτικής: Ελίτ, Ομάδες Ενδιαφέροντος και Μέσος Πολίτης». Ενώ η δουλειά τους δεν χρησιμοποιεί τη λέξη ολιγαρχία, οι συγγραφείς είναι αρκετά σαφείς στα ευρήματά τους. Ο καθηγητής Gilens έδωσε μια σύντομη περίληψη των συμπερασμάτων τους:

«Θα έλεγα ότι σε αντίθεση με τι σας οδηγούν να πιστεύετε δεκαετίες έρευνας της πολιτικής επιστήμης, οι απλοί πολίτες δεν έχουν ουσιαστικά καμία επιρροή σε αυτό που κάνει η κυβέρνησή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, οι οικονομικές ελίτ και οι ομάδες συμφερόντων, ειδικά εκείνες που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις, έχουν σημαντικό βαθμό επιρροής. Η χάραξη κυβερνητικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες αντικατοπτρίζει τις προτιμήσεις αυτών των ομάδων – οικονομικών ελίτ και οργανωμένων συμφερόντων».

Παρόλο που αυτή η μελέτη δεν επηρέασε ιδιαίτερα τη δημόσια συζήτηση, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η παραβίαση της λαϊκής βούλησης είναι προφανής για όλους. Εάν αυτό δεν ίσχυε, ο κατώτατος μισθός θα ήταν υψηλότερος, δεν θα υπήρχαν περικοπές στα επιδόματα και οι Αμερικανοί θα είχαν ένα καθολικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Δεν θα υπήρχαν συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών NAFTA ή TPP που εξαναγκάζουν σε έναν αγώνα προς τα κάτω τους μισθούς των εργαζομένων, καταστρέφουν ολόκληρα οικοσυστήματα και παραβιάζουν την εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Εάν αυτή η χώρα ήταν πραγματικά δημοκρατική, η πόλη του Ντιτρόιτ δεν θα είχε καταθέσει πτώχευση για τον απλό λόγο ότι οι ψηφοφόροι στο Ντιτρόιτ, όπως και στην πολιτεία του Μίσιγκαν, ψήφισαν για την κατάργηση του νόμου για τον μάνατζερ έκτακτης ανάγκης που προκάλεσε την πτώχευση.

Οι Αμερικανοί δεν θέλουν τις ολοένα και συχνότερες παρεμβάσεις σε κάθε γωνιά της γης να επιβάλλονται από τον ένα πρόεδρο μετά τον άλλον, αλλά αυτό είναι που παίρνουν. Θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα κλιματικής αλλαγής που δημιουργούνται από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Δεν θέλουμε οι πλούσιοι άνθρωποι να ελέγχουν την πολιτική, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πει ξανά και ξανά ότι το χρήμα ισούται με το λόγο και οι αποφάσεις αυτές αποδεικνύουν το βασικό συμπέρασμα της παραπάνω μελέτης. Με απλά λόγια, το χρήμα έχει λόγο, και αυτοί που δεν έχουν χρήμα, δεν έχουν φωνή.

Εάν δεν συνέβαινε αυτό, οι Αμερικανοί εργαζόμενοι δεν θα ήταν φτωχότεροι από τους αντίστοιχους ομολόγους τους στον υπόλοιπο κόσμο. Η λεγόμενη μεσαία τάξη σε αυτήν τη χώρα είχε τη δυνατότητα να ζει καλύτεροι από τη μεσαία τάξη στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό δεν ισχύει πλέον με τη στασιμότητα των μισθών και την απώλεια θέσεων εργασίας. Δεν ισχύει με μια χώρα που δεν εφαρμόζει αναδιανομή εισοδήματος που θα προστάτευε τους ανθρώπους από τη φτώχεια. Σε μια δημοκρατική χώρα, η Walmart με τους κατώτερους μισθούς της δεν θα ήταν ο μεγαλύτερος εργοδότης. Η μεταποίηση που κάποτε κυριαρχούσε στο οικονομικό τοπίο θα εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού με υψηλότερους μισθούς και με άλλα οφέλη που παρέχουν οικονομική ασφάλεια.

Σε μια δημοκρατία, ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που δημιούργησε την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, δεν θα είχε διασωθεί. Θα είχαν διασωθεί όμως οι εργαζόμενοι. Οι εταιρείες δεν θα λάμβαναν φοροαπαλλαγές και άλλες κρατικές επιδοτήσεις. Οι εργαζόμενοι θα λάμβαναν. Και αν ο μέσος άνθρωπος είχε κάποιο λόγο στο θέμα, οι μεγάλοι τραπεζίτες θα ήταν τώρα πίσω από τα κάγκελα.

Ο μύθος της αμερικανικής δημοκρατίας είναι μόνο ένας από τους πολλούς που λατρεύονται στην εποχή της άγνοιας και της δυσπιστίας, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να συνεχίζεται η σύγχυση και η αυταπάτη. Η μόνη φορά που θα δοκιμάσουμε πώς είναι μια δημοκρατία είναι η στιγμή που θα αποφασίσουμε ότι δεν την έχουμε, αλλά ισχυριστούμε ξεκάθαρα ότι σκοπεύουμε να την αποκτήσουμε.

Η ψεύτικη αφήγηση φθείρεται καθώς η ποιότητα ζωής πέφτει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είναι δημοκρατικό έθνος, εάν το μόνο δικαίωμα που έχουν οι πολίτες είναι να πηγαίνουν σε ένα εκλογικό τμήμα κάθε λίγα χρόνια. Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να φετιχοποιούμε ό, τι σαφώς δεν λειτουργεί για την πλειοψηφία των ανθρώπων και να αρχίσουμε να μιλάμε για κάτι νέο. Σε τελική ανάλυση, η τρέλα, σύμφωνα με τον ορισμό, είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, αλλά να περιμένεις ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Το μόνο αποτέλεσμα που έχουμε να δείξουμε, είναι ότι κουμάντο κάνουν οι ελίτ. Αν αυτό είναι αποδεκτό, τότε οι άνθρωποι, πραγματικά έχουν τρελαθεί.

Πηγή: Black Agenda Report

Μετάφραση: antapocrisis

Το 2020 ανέτρεψε το Μύθο της Αμερικανικής «Ασφάλειας»

Εάν υπάρχει ένα βασικό μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από το 2020, είναι ότι η χώρα με τις μεγαλύτερες δαπάνες για την «εθνική ασφάλεια» είναι ένα από τα λιγότερο ασφαλή μέρη στον πλανήτη. Αντιμέτωπες με μία θανατηφόρα πανδημία που έχει σαρώσει τον πλανήτη, οι ΗΠΑ είναι προς το παρόν πρώτες σε απόλυτο αριθμό θανάτων και στην 4η θέση όσον αφορά τον αριθμό θανάτων ανά 100.000 κατοίκους. Τα τελευταίας τεχνολογίας, εξαιρετικά προηγμένα εξοπλιστικά συστήματα «εθνικής ασφάλειας» που έχουμε -τα οποία κοστίζουν τρισεκατομμύρια δολάρια- όχι μόνο δεν μας βοήθησαν ενόψει ενός πραγματικού κινδύνου, αλλά επανειλημμένα συνέβαλαν στην όξυνσή του, στερώντας πόρους από μία πιο ανθρώπινη, κοινωνική απάντηση στην πανδημία και εξαπολύοντας βία κατά των πιο βαριά πληγέντων πληθυσμών.

Το τρομακτικό αυτό δεδομένο θα πρέπει να μας αφυπνίσει και να οδηγήσει σε ριζική αναθεώρηση του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε τις «απειλές» και τους κινδύνους καθώς μπαίνουμε στη νέα δεκαετία.

Το δόγμα της «ασφάλειας» αποτελεί την βασική, οργανωτική αρχή που διέπει την διαχείριση των δημοσίων δαπανών εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ είναι με διαφορά ο πιο αδρά χρηματοδοτούμενος στον πλανήτη, καθώς υπερβαίνει τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς των 10 επόμενων στην κατάταξη χωρών αθροιστικά. Σύμφωνα με στοιχεία της οργάνωσης National Priorities Project (NPP)[1] ο στρατιωτικός προϋπολογισμός για το έτος του 2019 αντιπροσώπευε το 53% του συνολικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, που καθορίζεται ετησίως από το Κονγκρέσο μέσω της διαδικασίας έγκρισης των πιστώσεων. Το παραπάνω ποσοστό ανεβαίνει σημαντικά έαν λάβει κανείς υπ’ όψιν και τον προϋπολογισμό των «στρατιωτικοποιημένων» δαπανών[2], στον οποίο περιλαμβάνονται τόσο οι πολεμικές δαπάνες των ΗΠΑ όσο και οι δαπάνες για το σωφρονιστικό σύστημα, τον «πόλεμο» κατά των ναρκωτικών και την καταστολή της μετανάστευσης (η National Priorities Project υπολογίζει ότι οι «στρατιωτικοποιημένες» δαπάνες ανέρχονται σε 64,5% του συνολικού προϋπολογισμού για το έτος 2019). Εντός του Δεκεμβρίου, ενόσω η ανεργία εκτινασσόταν και οι Αμερικανοί περίμεναν σε τεράστιες ουρές συσσιτίων για τη διανομή τροφίμων, το Κονγκρέσο ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία τον Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό Εθνικής Άμυνας για το 2021, που προβλέπει δαπάνες ύψους 740 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Nancy Pelosi (που ανήκει στο Δημοκρατικό Κόμμα και εκλέγεται στην Καλιφόρνια) εγκωμίασε το σχέδιο του στρατιωτικού προϋπολογισμού από το βήμα της Βουλής των Αντιπροσώπων, υποστηρίζοντας ότι «ενισχύει την ασφάλειά μας». Ο Πρόεδρος Τραμπ, από την άλλη, απείλησε με βέτο κατά του Ομοσπονδιακού Προϋπολογισμού Εθνικής Άμυνας προβάλλοντας αντιρρήσεις… υψίστης σημασίας, όπως για παράδειγμα την επιμονή του να συμπεριληφθεί στο σχέδιο νόμου διάταξη που να απαγορεύει τη μετονομασία στρατιωτικών βάσεων που φέρουν το όνομα ιστορικών προσωπικοτήτων της Συνομοσπονδίας.[3]

Η λογική της στρατιωτικοποίησης εμποτίζει τις ασκούμενες πολιτικές τόσο σε κρατικό όσο και σε τοπικό επίπεδο και αξιοποιείται για την αύξηση της χρηματοδότησης των υποδομών μαζικού σωφρονισμού και επιβολής της τάξης. Περίπου το 0,7% των κατοίκων των Η.Π.Α. εκτίει κάποια ποινή σε τοπική ή ομοσπονδιακή ή πολιτειακή φυλακή. Όπως επισημαίνει η μη κυβερνητική οργάνωση Prison Policy Initiative, «εάν σας φαίνεται πως αυτό το ποσοστό δεν ανταποκρίνεται στον όρο “μαζική κάθειρξη” σκεφτείτε ότι βρίσκεται λίγο κάτω από το 1%, δηλαδή φυλακίζεται σχεδόν  1 στους 100 πολίτες». Όπως ακριβώς με τον αμερικανικό στρατιωτικό προϋπολογισμό, έτσι και το σωφρονιστικό μας σύστημα είναι ασυναγώνιστο σε όλο τον κόσμο: Στις ΗΠΑ αντιστοιχεί λιγότερο από το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά το 20% όσων εκτίουν ποινή κάθειρξης ή φυλάκισης βρίσκονται σε αμερικανικό έδαφος. Την  ίδια στιγμή, η αστυνόμευση συνεχίζει να καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα των δημοτικών προϋπολογισμών. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε τον Ιούνιο του 2020 το περιοδικό Sludge αναφορικά με 473 πόλεις των Η.Π.Α. «οι δαπάνες για την αστυνόμευση αποτελούν περίπου το 1/3 των συνολικών δημοτικών δαπανών», ενώ ο αριθμός αυτός ανεβαίνει ακόμη περισσότερο στις φτωχότερες πόλεις.

Μας λένε ξανά και ξανά πως οι παραπάνω δαπάνες είναι αναγκαίες για την προστασία των Αμερικανών από τους κινδύνους. Ο βασικός ρόλος του κράτους εντός αυτού του πλαισίου πολιτικής είναι να παρέχει «ασφάλεια» έναντι κάποιου «εξωτερικού εχθρού», των «εγκληματιών» ή οποιοδήποτε άλλου υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει κάποιου είδους υπαρξιακή απειλή έναντι της ασφάλειας και της ευημερίας των Αμερικανών πολιτών. Κάθε ένας από τους παραπάνω θεσμούς (το σωφρονιστικό σύστημα, τα αστυνομικά τμήματα, ο αμερικανικός στρατός, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κ.λ.π.) συνοδεύεται από το αντίστοιχο, αδρά χρηματοδοτούμενο γραφείο Τύπου, που λέει στην κοινή γνώμη πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος και πως οι υπηρεσίες που παρέχουν είναι πιο αναγκαίες από ποτέ. Αυτό το μήνυμα περί ασφάλειας επαναλαμβάνεται από τα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας στις Η.Π.Α., όπως κατέδειξε και το Μάρτιο ο Τραμπ όταν δήλωσε ότι ο Covid-19 είναι «ο μεγάλος μας πόλεμος. Πρόκειται για έναν ιατρικό πόλεμο και πρέπει να τον κερδίσουμε. Είναι πολύ σημαντικό».

Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι η πανδημία του κορωνοϊού δεν ήταν ούτε ένα «όλως απρόοπτο γεγονός» ούτε κάποιου είδους θεομηνία απέναντι στην οποία δεν θα μπορούσαμε να έχουμε προετοιμαστεί. Αντιθέτως, την είχαν προβλέψει οι αρμόδιοι για θέματα υγείας αξιωματούχοι  και οι επιστήμονες εδώ και χρόνια. Ο Bill Gates είχε φτιάξει μέχρι και ένα video για το Vox σχετικά με την ευαλωτότητα των Η.Π.Α. απέναντι σε μία ενδεχόμενη πανδημία. Δεν πρόκειται λοιπόν για τυχαίο γεγονός, αλλά για κάτι τόσο προβλέψιμο όσο και τραγικά αναπόφευκτο. Όμως η βιομηχανία όπλων δεν έχει και πολλά να κερδίσει από τις «βαρετές» προετοιμασίες για μια ενδεχόμενη πανδημία ούτε μπορεί να τις εκμεταλλευτεί το κράτος για να παρακολουθεί πιο εντατικά τους πολίτες, οπότε ήταν ελάχιστη η χρηματοδότηση που κατευθύνθηκε στην πρόληψη ενάντια σε μια πιθανή πανδημία. Αντιθέτως, επικράτησε και μονοπώλησε τις προτεραιότητές μας για την «ασφάλεια» ένα συναισθηματικά φορτισμένο εμπόριο φόβου που τροφοδοτεί διαχρονικά την ισχύ και την επεκτατικότητα των Η.Π.Α. απέναντι στην απειλή της «τρομοκρατίας» ή στην προοπτική μιας ρωσικής ή κινεζικής παγκόσμιας κυριαρχίας. Αυτό παρά το γεγονός ότι οι «τρομοκράτες» σκοτώνουν λιγότερα άτομα ετησίως στις Η.Π.Α. από τα … έπιπλα και ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Ρωσίας και της Κίνας είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές των Η.Π.Α.

Όταν φάνηκε με ξεκάθαρο τρόπο πως η πανδημία του κορωνοϊού αποτελούσε μία πραγματική, υπαρξιακή απειλή για τους ανθρώπους, όλα αυτά τα συστήματα ασφαλείας όχι μόνο απεδείχθησαν ανίκανα να παρέχουν προστασία, αλλά μετατράπηκαν και σε ζημιογόνο παράγοντα, επιδεινώνοντας σημαντικά την πανδημία. Ο στρατιωτικός συνασπισμός Η.Π.Α.-Σαουδικής Αραβίας συνέχισε να βομβαρδίζει την Υεμένη ακόμη και μετά την έξαρση της πανδημίας κι ενώ το σύστημα υγείας της Υεμένης είχε ήδη καταστραφεί μετά από πέντε και πλέον έτη ανηλεούς πολέμου. Σύμφωνα με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις “Physicians for Human Rights” και “Mwatana for Human Rights”, έχουν λάβει χώρα 120 επιθέσεις σε υποδομές υγείας από το Μάρτιο του 2015 έως το τέλος του 2018, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι ιδιαίτερα απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει την πανδημία. Οι ιμπεριαλιστικές Η.Π.Α., που αντλούν την ισχύ τους από τον καλοταϊσμένο στρατό τους,  κλιμάκωσαν εν μέσω πανδημίας τις καταστροφικές οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει σε βάρος του Ιράν, την ίδια στιγμή που οι γιατροί της χώρας εκλιπαρούσαν για βοήθεια, καθώς δεν είχαν πρόσβαση σε στοιχειώδεις ιατρικές προμήθειες για να αντιμετωπίσουν την εκρηκτική έξαρση της πανδημίας. Τώρα που υπάρχει πλέον ένα εμβόλιο για τον Covid-19, Ιρανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν πώς οι αυστηρότατες κυρώσεις εμποδίζουν την αγορά του. Η συνήθης βία του αμερικανικού μιλιταρισμού εξαπολύεται τώρα σε βάρος ενός πλανήτη που περνάει μία καταστροφική, παγκόσμια κρίση, κάθε έξαρση της οποίας σε οποιοδήποτε μέρος επηρεάζει τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» αρχίζει σιγά-σιγά να καταρρέει ενόψει μίας κρίσης που είναι στη βάση της διεθνής.

Εντός των Η.Π.Α., το σωφρονιστικό σύστημα απεδείχθη ένας από τους πιο επιβλαβείς παράγοντες στην μετάδοση του κορωνοϊού. Η ΜΚΟ “Marshall Project” και το Associated Press μετέδωσαν από κοινού στις 18 Δεκεμβρίου ότι 1 στους 5 φυλακισμένους σε ομοσπονδιακές φυλακές στις Η.Π.Α. έχει βρεθεί θετικός στον κορωνοϊό. Πρόκειται για ποσοστό 4 φορές υψηλότερο από το ποσοστό μετάδοσης στον γενικό πληθυσμό. «Σε μερικές πολιτείες, έχουν μολυνθεί πάνω από τους μισούς φυλακισμένους», ανεφέρει το ρεπορτάζ, συμπληρώνοντας παράλληλα ότι «Σε όλα σχεδόν τα σωφρονιστικά καταστήματα έχουν παρατηρηθεί ποσοστά μόλυνσης σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα των τοπικών κοινοτήτων στις οποίες βρίσκονται». Για παράδειγμα, οι κρατούμενοι στις φυλακές του Kansas και του Arkansas έχουν οκτώ φορές περισσότερες πιθανότητες να κολλήσουν τον ιό από όσους κατοικούν στις πέριξ των φυλακών κοινότητες. Το ίδιο ισχύει και για όσους κρατούνται από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων: έρευνα που δημοσιεύτηκε στο JAMA[4] κατέδειξε ότι από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 2020, το ποσοστό μετάδοσης ανάμεσα στα πρόσωπα που κρατούνται από την Υπηρεσία Μετανάστευσης ήταν 13 φορές μεγαλύτερο από αυτό του γενικού πληθυσμού. Αυτές οι εστίες υπερμετάδοσης του ιού είναι επικίνδυνες και θανατηφόρες όχι μόνο για όσους κρατούνται σε φυλακές ή δομές μεταναστών αλλά και για την ευρύτερη κοινότητα. Παραδείγματος χάριν, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Chicago εντόπισαν εντόπισαν  τον Ιούνιο ότι η φυλακή της Κομητείας Cook ευθυνόταν για το 15,7% όλων των καταγεγραμμένων κρουσμάτων στην πολιτεία του Illinois. Παρά τον σημαντικό αριθμό των λοιμώξεων και των θανάτων που οφείλονται στην μετάδοση εντός των σωφρονιστικών δομών στις Η.Π.Α., οι αρχές σε τοπικό, πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο ανθίστανται σθεναρά στις εκκλήσεις για αποσυμφόρηση των φυλακών.

Και φυσικά συνεχίζονται καθ’ όλη την περίοδο της πανδημίας τα περιστατικά ξυλοδαρμών και δολοφονιών από τις αστυνομικές αρχές, τα οποία μάλιστα πλήττουν δυσανάλογα τον μαύρο πληθυσμό, δηλαδή τον ίδιο αυτόν πληθυσμό που πλήττεται περισσότερο από τη θνητότητα του Covid-19 και την οικονομική καταστροφή. Οι πολίτες που κατέβηκαν το καλοκαίρι στους δρόμους για να απαιτήσουν την αξιοπρέπειά τους, τη φυλετική ισότητα και το δικαίωμά τους στη ζωή, χτυπήθηκαν ανελέητα από τα ίδια αστυνομικά σώματα που εξοπλίζονται με το «πλεόνασμα» προμηθειών του στρατού μας και μετά πετάχτηκαν μέσα σε φυλακές που μαστίζονταν από τον κορωνοϊό. Κι όμως οι διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter βγήκαν στους δρόμους ξανά και ξανά, αναγκασμένοι να θέσουν σε κίνδυνο την προσωπική τους ασφάλεια εν μέσω πανδημίας, προκειμένου να αναδείξουν τη μάστιγα της αστυνομικής βίας.

Οι ίδιοι αυτοί θεσμοί που μας λένε πώς υπάρχουν για την «ασφάλεια» των Αμερικανών πολιτών έχουν στην πραγματικότητα καταστήσει ακόμη χειρότερη την πιο επικίνδυνη και τρομακτική πανδημία της εποχής μας. Και το κράτος, που έχει ως προτεραιότητα την χρηματοδότηση αυτού του «κράτους ασφάλειας», έχει στραγγαλίσει οικονομικά τα κοινωνικά προγράμματα που θα μας είχαν βοηθήσει να αμβλύνουμε και να περιορίσουμε τις συνέπειες της κρίσης αυτής πολύ πιο αποτελεσματικά. Ο καλύτερος τρόπος να τεθεί υπό έλεγχο η υγειονομική κρίση θα ήταν να επιδοτούνταν οι πολίτες για να μένουν στο σπίτι, ήτοι να τους δινόταν η δυνατότητα να πληρώνουν το ενοίκιό τους, να καλύπτουν τις διατροφικές τους ανάγκες και να αποφύγουν την απόλυτη ένδεια χωρίς να διακινδυνεύουν εν μέσω πανδημίας για την επιβίωσή τους. Η ιδέα ωστόσο της ενίσχυσης των πολιτών μέσω γενναίων επιδομάτων αποκλείστηκε εξαρχής τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από τους Ρεπουμπλικανούς αξιωματούχους. Εντωμεταξύ, το σχέδιο νόμου «Περίθαλψη για Όλους» (που προβλέπει την καθολική πρόσβαση των πολιτών σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας) έχει ήδη απορριφθεί από την νεοεκλεγείσα διοίκηση Biden, θεωρούμενο ως πρόταση «εκτός ορίων» εξαιτίας των ανησυχιών για πιθανά «ελλείμματα», την ίδια στιγμή που δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί αναγκάζονται να περάσουν την πανδημία χωρίς καμία ασφαλιστική κάλυψη. Η αύξηση των δαπανών κατευθύνθηκε εν μέρει σε ορισμένα ανακουφιστικά μέτρα, περιλαμβανομένης της διεύρυνσης της ασφαλιστικής κάλυψης των ανέργων και την παροχής εφάπαξ επιδομάτων. Ωστόσο οι δαπάνες αυτές είναι ψίχουλα συγκριτικά με τις πραγματικές ανάγκες. Ένα ομοσπονδιακό κράτος που δεν έχει κανένα πρόβλημα να χρηματοδοτεί κάθε χρόνο τεράστιους στρατιωτικούς εξοπλισμούς δεν έχει καταφέρει να συγκεντρώσει την απαραίτητη συναίνεση για να χρηματοδοτήσει μία αυθεντικά ανθρωπιστική απάντηση στην κρίση του  Covid-19 που έχει σκοτώσει μέχρι στιγμής περισσότερους από 300.000 ανθρώπους στις Η.Π.Α.

Το ίδιο ισχύει και για τις τοπικές διοικήσεις που διατηρούν πεισματικά τους υψηλούς προϋπολογισμούς για την αστυνομία, ακόμη και εν μέσω πανδημίας. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Indigo Olivier, που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο, «ενώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μαζικές απολύσεις εκπαιδευτικών, δραστικές περικοπές στην εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες και ένα επικείμενο τσουνάμι εξώσεων, οι προϋπολογισμοί για την αστυνομία έχουν παραμείνει παραδόξως υψηλοί σε όλη τη χώρα και δεν έχουν επηρεαστεί από τη λιτότητα που έφερε ο Covid-19». Από το Phoenix και το San Diego έως το Louisville του Kentacky, πολλοί δήμοι έχουν αυξήσει εν μέσω πανδημίας την ετήσια χρηματοδότηση της αστυνομίας, αγνοώντας πλήρως τα αιτήματα των διαδηλωτών περί μείωσής της.

Μας λένε διαρκώς πως οι μηχανισμοί «ασφάλειας» του αμερικανικού κράτους είναι οι καταλληλότεροι θεσμοί για την αντιμετώπιση κοινωνικών κρίσεων, είτε πρόκειται για την πανδημία, είτε για φυσικές καταστροφές, είτε για τις κοινωνικές αναταραχές που προκαλεί η φτώχεια είτε για την επερχόμενη κλιματική καταστροφή. Και σε κάθε νέα κρίση το «κράτος ασφάλειας» οχυρώνεται και υποστηρίζεται περαιτέρω, ανεξάρτητα από το πόσο πολύ αποτυγχάνει κάθε φορά. Μετά την καταστροφική χρονιά που περάσαμε απαιτείται να σταθούμε για λίγο και να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο η χώρα με τις πιο αξιοσημείωτες δομές ασφαλείας στον κόσμο απέτυχε να προστατεύσει τους πολίτες της από έναν τεράστιο και επείγοντα κίνδυνο. Η μόνη απάντηση είναι ότι η πραγματική «ασφάλεια» δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω αεροπορικών βομβαρδισμών ή κελιών φυλακής ή μέσω της ανάπτυξης αστυνομικών δυνάμεων. Θα πρέπει να προκύπτει από το ακριβώς αντίθετο: την απόκριση των πολιτών στις κοινωνικές κρίσεις με αίσθημα αλληλεγγύης, που στηρίζεται στην βασική αρχή ότι οι μοίρες μας είναι συνυφασμένες και ότι κανένας δεν περισσεύει.

Πηγή: inthesetimes.com

Μετάφραση: antapocrisis.gr

[1] Σ.τ.Μ: Η National Priorities Project είναι αμερικανική, ερευνητική, μη κυβερνητική οργάνωση που ασχολείται με ζητήματα δημοσιονομικής διαφάνειας και ενημέρωσης του πληθυσμού σχετικά  με τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό των ΗΠΑ. Στόχος της είναι η κινητοποίηση των πολιτών για την μείωση των στρατιωτικών δαπανών και την κατεύθυνση των πόρων σε προγράμματα για το περιβάλλον, την εξάλειψη των διακρίσεων κ.ά.

[2] Σ.τ.Μ: Στην έννοια των δαπανών του «στρατιωτικοποιημένου προϋπολογισμού» (militarized budget) περιλαμβάνονται τόσο οι αμιγώς στρατιωτικές δαπάνες, που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε μια σειρά χωρών του πλανήτη, όσο και οι δαπάνες που κατευθύνονται στο εσωτερικό της χώρας και σχετίζονται με παρεμφερή ζητήματα «ασφάλειας». Π.χ. Οι δαπάνες για την αστυνομία, το σωφρονιστικό σύστημα ή τα προγράμματα για τους βετεράνους πολέμου. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. εδώ

[3] Σ.τ.Μ: Ως Συνομοσπονδία (Confederacy) ή Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής αναφέρονται οι 11 νότιες, δουλοκτητικές πολιτείας που αποσχίστηκαν από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Η σημαία της Συνομοσπονδίας θεωρείται σήμερα βασικό σύμβολο των υπέρμαχων της ανωτερότητας της λευκής φυλής στις ΗΠΑ.

[4] Σ.τ.Μ: Το JAMA Netowork Open είναι μηνιαίο ιατρικό περιοδικό ανοιχτής πρόσβασης που δημοσιεύεται από την American Medical Association.

H Pfizer συνέβαλε στη δημιουργία κανόνων για τις πατέντες. Τώρα τους χρησιμοποιεί για να περιορίσει την πρόσβαση στο εμβόλιο

Ο φαρμακευτικός κολοσσός Pfizer του οποίου το εμβόλιο για τον Covid-19 έχει εγκριθεί από τις 11 Δεκεμβρίου για επείγουσα χρήση στις ΗΠΑ, αναδειχθεί σε ηχηρό αντίπαλο της προσπάθειας να διασφαλιστεί πρόσβαση στο εμβόλιο και από τις φτωχότερες χώρες. Τον Οκτώβριο, η Ινδία και η Νότια Αφρική υπέβαλαν πρόταση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) να παγώσει τους περιορισμούς στις πατέντες για τις θεραπείες Covid-19, στο πλαίσιο της συμφωνίας του Οργανισμού για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας (“Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights” ή TRIPS). Η πρόταση αυτή πλέον υποστηρίζεται από σχεδόν 100 χώρες, καθώς επιτρέπει την πιο προσιτή παραγωγή θεραπευτικών φαρμάκων, όσο διαρκεί η πανδημία. Καθώς οι πλουσιότερες χώρες συσσωρεύουν αποθέματα εμβολίων, μια μελέτη προειδοποιεί ότι το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού δεν θα έχει το εμβόλιο έως το 2022. Με τέτοια δεδομένα, η έγκριση της πρότασης, θα μπορούσε ενδεχομένως να σώσει αμέτρητες ζωές παγκοσμίως.

Η φαρμακευτική εταιρία αντιτίθεται στην πρόταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου να επεκταθεί η πρόσβαση στο εμβόλιο και στις φτωχότερες χώρες.

Αλλά μέχρι στιγμής, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βρετανία, η Νορβηγία, η Ελβετία, η Ιαπωνία και ο Καναδάς έχουν εμποδίσει με επιτυχία αυτήν την πρόταση, σε ένα πλαίσιο όπου η καθυστέρηση θα επιφέρει σχεδόν σίγουρα περισσότερους θανάτους. Η φαρμακευτική βιομηχανία, με την  Pfizer μεταξύ των ηγετικών παραγόντων της, είναι ισχυρός εταίρος σε αυτή την κίνηση, επιδιώκοντας φυσικά την προστασία των κερδών της. «Η πνευματική ιδιοκτησία, που τροφοδοτεί τον ιδιωτικό τομέα, είναι αυτό που έφερε λύση σε αυτήν την πανδημία και δεν αποτελεί εμπόδιο αυτή τη στιγμή», δήλωσε ο Αλμπέρ Μπουρλά, διευθύνων σύμβουλος της Pfizer την περασμένη εβδομάδα. Σε ένα άρθρο της 5ης Δεκεμβρίου στο «The Lancet», η Pfizer κατέγραψε την αντίθεσή της στην πρόταση, λέγοντας: «ένα μοντέλο για όλα τα μεγέθη αγνοεί τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε κατάστασης, κάθε προϊόντος και κάθε χώρας».

Οι ισχυρισμοί της Pfizer δημιουργούν την εντύπωση, ότι το πλαίσιο κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας και φαρμακευτικών μονοπωλίων είναι μια παγκόσμια τάξη κοινής λογικής, της οποίας τα οφέλη για την κοινωνία είναι προφανή. Όμως, στην πραγματικότητα, αυτοί οι διεθνείς κανόνες είναι σχετικά πρόσφατοι και διαμορφώθηκαν εν μέρει από την ίδια την Pfizer. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εταιρία έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη θέσπιση των ίδιων κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας του ΠΟΕ, τους οποίους επικαλείται τώρα για να υποστηρίξει τη θέση της κατά της ελεύθερης προμήθειας εμβολίων στις φτωχές χώρες. Το «αίμα του ιδιωτικού τομέα» στο οποίο αναφέρεται ο Μπουρλά, δεν είναι κάποια φυσική κατάσταση, αλλά μια παγκόσμια εμπορική δομή, στη δημιουργία της οποίας συνέβαλε η Pfizer, σε βάρος των φτωχών ανθρώπων σε όλο τον κόσμο που αναζητούν πρόσβαση σε θεραπείες και φάρμακα που σώζουν ζωές.

Μια εταιρική εκστρατεία

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Έντμουντ Πρατ, τότε πρόεδρος της Pfizer, είχε ένα στόχο: να διασφαλίσει ότι η ισχυρή προστασία των κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας θα συμπεριληφθεί στη Διάσκεψη της Ουρουγουάης για τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), δηλαδή στις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν εν τέλει στην ίδρυση του ΠΟΕ το 1995. Το σκεπτικό του ήταν απλό: Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, ή με άλλα λόγια της δικής του εταιρείας και άλλων αμερικανικών βιομηχανιών.

Η σημαντική θεσμική θέση του Πρατ, οφείλεται, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς Charan Devereaux, Robert Z. Lawrence και Michael D. Watkins στο βιβλίο τους, Case Studies in US Trade Negotiation, στο ότι διετέλεσε σύμβουλος για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις στις κυβερνήσεις Κάρτερ και Ρήγκαν. Το 1986, συνέστησε την Επιτροπή Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IPC), η οποία συνέχισε, μετά τη θητεία του, να χτίζει σχέσεις με βιομηχανίες σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Ιαπωνία, να συναντιέται με αξιωματούχους του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας των Ηνωμένων Εθνών και να ασκεί επιθετική πίεση – όλα αυτά με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας θα συμπεριλαμβανόταν στις εμπορικές διαπραγματεύσεις.

Η Pfizer έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση της ιδέας ότι το διεθνές εμπόριο θα πρέπει να βασίζεται σε ισχυρούς κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ οι χώρες που δεν ακολουθούν τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ, θεωρούνται ότι συμμετέχουν στην «πειρατεία». Όπως σημειώνουν οι Peter Drahos και John Braithwaite στο βιβλίο τους Information Feudalism, «Το μήνυμα για την πνευματική ιδιοκτησία μεταδόθηκε από τα  επιχειρηματικά δίκτυα στα εμπορικά επιμελητήρια, στα επιχειρηματικά συμβούλια, στις επιτροπές, σε εμπορικές ενώσεις και σώματα. Σταδιακά, στελέχη της Pfizer κατέλαβαν βασικές θέσεις σε στρατηγικούς επιχειρηματικούς οργανισμούς και μπόρεσαν να υποστηρίξουν τη θέση τους για την πνευματική ιδιοκτησία».

Δεν ήταν δεδομένο, τότε, ότι η πνευματική ιδιοκτησία θα συμπεριλαμβανόταν στις εμπορικές διαπραγματεύσεις. Πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου αντιστάθηκαν σε αυτήν την κίνηση, με την αιτιολογία ότι ισχυρότεροι κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας θα προστατεύουν τη μονοπωλιακή δύναμη των εταιρειών και θα υπονομεύουν τους εγχώριους ελέγχους των τιμών, όπως εξηγείται στο βιβλίο Case Studies in US Trade Negotiation. Το 1982, η πρωθυπουργός της Ινδίας Ίντιρα Γκάντι, δήλωσε στην Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας ότι, «η ιδέα ενός καλύτερα οργανωμένου κόσμου είναι αυτή στην οποία η ιατρική ανακάλυψη θα είναι απαλλαγμένη από όλες τις πατέντες και δεν θα υπάρχει κέρδος από τη ζωή και το θάνατο». Το Christian Science Monitor ανέφερε το 1986 ότι, «η Βραζιλία και η Αργεντινή ηγήθηκαν μιας ομάδας που έχει εμποδίσει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να συμπεριλάβουν την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στον νέο γύρο εμπορικών διαπραγματεύσεων».

Ωστόσο, ο Πρατ είχε ισχυρούς συμμάχους, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της IBM Τζον Όπελ, και οι κοινές τους προσπάθειές τους συνέβαλαν στην εξασφάλιση της ενσωμάτωσης του TRIPS – το οποίο θέτει κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας – στις διαπραγματεύσεις της GATT. Ο Πρατ, από την πλευρά του, πήρε τα εύσημα για αυτή την εξέλιξη. «Η τρέχουσα νίκη της GATT, η οποία καθιέρωσε διατάξεις για την πνευματική ιδιοκτησία, ήρθε ως αποτέλεσμα των σκληρών προσπαθειών της αμερικανικής κυβέρνησης και των επιχειρήσεων των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Pfizer, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Στηρίξαμε την προσπάθεια αυτή από την αρχή, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο», δήλωσε ο Πρατ, σύμφωνα με το βιβλίο, «Ποιος είναι ο Οργανισμός Εμπορίου; Ένας περιεκτικός οδηγός για τον ΠΟΕ».

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η Επιτροπή Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IPC) έπαιξε ενεργό ρόλο στην οργάνωση των μεγάλων εταιριών στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, για την υποστήριξη ισχυρών κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας. Μέχρι τη στιγμή που ο ΠΟΕ ιδρύθηκε επίσημα και η Σύμβαση TRIPs είχε συναφθεί, ο Πρατ δεν ήταν πλέον πρόεδρος της Pfizer. Αλλά η συμβολή του, και ο ρόλος της Pfizer, εξακολούθησαν να είναι αισθητές. Όπως σημειώνουν οι Devereaux, Lawrence και Watkins, ένας από τους απεσταλμένους των ΗΠΑ για τις διαπραγματεύσεις δήλωσε ότι ο Πρατ και ο Όπελ «ουσιαστικά σχεδίασαν και έσπρωξαν την κυβέρνηση να συμπεριλάβει την πνευματική ιδιοκτησία ως ένα από τα κύρια θέματα στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων».

Η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του ΠΟΕ, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1995, θα εξακολουθήσει να είναι η «πιο σημαντική συμφωνία για την πνευματική ιδιοκτησία του 20ού αιώνα», όπως γράφουν οι Drahos και Braithwaite.  Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου υποβλήθηκε κάτω από πολύ περιορισμένα πρότυπα για την πνευματική ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων των μονοπωλίων στις πατέντες των φαρμακευτικών εταιριών, με περιορισμένες εγγυήσεις και ευελιξία.

Ο Ντην Μπέικερ, οικονομολόγος και συνιδρυτής του Κέντρου Έρευνας για την Οικονομική Πολιτική (CEPR), είπε στο In Times ότι, «η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας απαιτούσε από τις αναπτυσσόμενες χώρες παγκοσμίως να υιοθετήσουν τους (εμπνευσμένους από τις ΗΠΑ) κανόνες για τις πατέντες και για τα πνευματικά δικαιώματα. Τα θέματα αυτά, δεν συμπεριλαμβάνονταν στις προηγούμενες εμπορικές συμφωνίες, οπότε και οι επιμέρους χώρες είχαν πλήρη έλεγχο στους κανόνες που ακολουθούσαν για την πνευματική ιδιοκτησία. Η Ινδία είχε ήδη μια καλά αναπτυγμένη φαρμακευτική βιομηχανία μέχρι τη δεκαετία του 1990. Πριν από τη συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η Ινδία δεν επέτρεψε στις εταιρείες ναρκωτικών να κατοχυρώνουν πατέντες για φάρμακα. Μπορούσαν να κατοχυρώσουν τη διαδικασία παραγωγής του φαρμάκου, αλλά όχι το φάρμακο καθαυτό.»

Εμπόδιο στην πρόσβαση σε φάρμακα

Η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του ΠΟΕ έφερε κέρδη στις φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά ταυτόχρονα «αύξησε το φαρμακευτικό κόστος στις ΗΠΑ και περιόρισε περαιτέρω τη διαθεσιμότητα βασικών σωστικών φαρμάκων στις αναπτυσσόμενες χώρες του ΠΟΕ», σύμφωνα με την ομάδα Public Citizen. Αυτή η δυναμική εξελίχθηκε σε αδίστακτη πρακτική κατά τη διάρκεια της κρίσης του AIDS, η οποία ήταν σε πλήρη εξέλιξη, την εποχή της δημιουργίας του ΠΟΕ. «Χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για την κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής, προκειμένου να σπάσει τα μονοπώλια των ξένων φαρμακευτικών-κολοσσών που κρατούσαν τη χώρα όμηρο και τους ανθρώπους της θύματα ασθενειών, για τις οποίες υπήρχε θεραπεία», έγραψαν ο Achal Prabhala, ο Arjun Jayadev και ο Dean Baker σε ένα πρόσφατο άρθρο τους στη New York Times.

Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ένα καλύτερο λόγο για την αναστολή των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας από μια παγκόσμια πανδημία.

Εκτός από ένα πλήθος ακτιβιστών σε παγκόσμιο επίπεδο, οργανισμοί για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ, έχουν συντονιστεί στην προσπάθεια για την αναστολή των νόμων για τις πατέντες. Οι εκκλήσεις τους ακολουθούν το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης της δεκαετίας του 1990 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, το οποίο επικεντρώθηκε στον τεράστιο ρόλο του ΠΟΕ, μαζί με άλλα παγκόσμια ιδρύματα όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην επέκταση της δύναμης των εταιριών, που υπονομεύουν την εγχώρια προστασία των κρατών, από την εργασία και το περιβάλλον μέχρι τη δημόσια υγεία. Η υπέρμετρη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταιρειών των ΗΠΑ στον ΠΟΕ – που φαίνεται στο μπλοκάρισμα της πρότασης για απαλλαγή από τις πατέντες – ήταν το βασικό σημείο κριτικής.

Η Pfizer δεν αντιτίθεται μόνη της στην προσωρινή παύση των κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας. Διάφοροι εμπορικοί όμιλοι της φαρμακοβιομηχανίας καθώς και μεμονωμένες εταιρείες – συμπεριλαμβανομένης της Moderna, η οποία βρίσκεται πίσω από ένα άλλο κορυφαίο εμβόλιο Covid-19 – έχουν μπει δυνατά στη μάχη ενάντια στην εξαίρεση από τους αυστηρούς κανόνες της πνευματικής ιδιοκτησίας.

«Η επιρροή της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι τεράστια», λέει ο Μπέικερ. «Περιττό να πούμε, ο Τραμπ συμπλέει με τη φαρμακευτική βιομηχανία. Ακόμη και ο Μπάιντεν θα στοιχηθεί με τη φαρμακευτική βιομηχανία και θα πιεστεί σκληρά για να κάνει κάτι που ίσως δεν τους αρέσει. Δεν υπάρχει κάποιος από τη φαρμακευτική βιομηχανία που θα αντιταχθεί σε αυτό. Είναι όλοι με τη μεριά της υπεράσπισης της πατέντας».

Η φαρμακευτική βιομηχανία αγωνίζεται σκληρά να σωρεύσει κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τα εμβόλια και τη θεραπεία κατά του Covid-19, παρά τις τεράστιες δημόσιες δαπάνες για τη στήριξη των ερευνών τους. Η συνεργάτιδα εταιρεία της Pfizer, η BioNTech, για παράδειγμα, έλαβε σημαντική δημόσια χρηματοδότηση από τη Γερμανία. Ωστόσο, με εκτιμώμενο κόστος 19,50$ ανά δόση για τις πρώτες 100 εκατομμύρια δόσεις, το εμβόλιο είναι πιθανότατα πολύ δαπανηρό για πολλές φτωχές χώρες, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το μεγάλο κόστος της αποθήκευσης του εμβολίου. Η φαρμακευτική εταιρεία AstraZeneca, η οποία παρήγαγε ένα εμβόλιο σε συνεργασία με την Οξφόρδη, έχει δεσμευτεί να αυξήσει την πρόσβαση στα εμβόλια για πολλές φτωχές χώρες, λέγοντας ότι δεν θα αποκομίσει κέρδος από το εμβόλιο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αλλά «επιφυλάσσεται των δικαιωμάτων της να κηρύξει το τέλος της πανδημίας τον Ιούλιο του 2021», σημειώνουν οι Prabhala, Jayadev και Baker.

Πράγματι, τα δεδομένα που προκύπτουν δείχνουν τι θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί πριν από μήνες:

Ένας χάρτης της παγκόσμιας φτώχειας κι ένας χάρτης που θα απεικόνιζε την παγκόσμια πρόσβαση στο εμβόλιο, θα ταυτίζονταν πλήρως.

«Οι ΗΠΑ, η Βρετανία, ο Καναδάς και άλλες αναπτυγμένες χώρες αγόρασαν εμβόλια που ξεπερνούν κατά πολύ σε αριθμό τους πληθυσμούς τους», αναφέρει η New York Times, «ενώ πολλές φτωχότερες χώρες αγωνίζονται να εξασφαλίσουν τον αριθμό των εμβολίων που τους είναι απαραίτητα». Αυτό είναι ένα λογικό αποτέλεσμα για ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί εξαρχής προκειμένου να ενισχύει τις υπάρχουσες δομές εξουσίας, όπως έχουν παγιωθεί ως κληρονομιά της αποικιοκρατίας. Ανεξάρτητα από την «πρόθεση», για μια ακόμη φορά, η πλειονότητα των αφρικανικών χωρών, σε γενικές γραμμές, αφήνονται να υποφέρουν και να πεθάνουν, ενώ οι πλούσιες χώρες του «πλούσιου Βορρά» υπερβαίνουν κατά πολύ σε κατανάλωση τις ανάγκες τους, ακόμα κι αν αυτό δεν αποτελεί εγγύηση για  τη δίκαιη κατανομή του εμβολίου στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες.

Λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου απαρτχάιντ στη διανομή των εμβολίων, στο οποίο οι φτωχές χώρες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν καταστροφικές απώλειες, ενώ οι πλούσιες χώρες επιδιώκουν την «ανοσία της αγέλης», δεν είναι αρκετά καθησυχαστικές οι ασαφείς διαβεβαιώσεις για μια «μεγαλοψυχία» από μέρους των εταιρειών. Όπως το θέτει ο Μπέικερ: «Γιατί να μην θέλεις κάθε εμβόλιο διαθέσιμο όσο το δυνατόν πλατύτερα;».

Πηγή: In these Times

Μετάφραση: antapocrisis

Οι μαύροι θα χάσουν το 2020

Η μέρα των εκλογών στις 3 Νοεμβρίου 2020 έληξε με το αποτέλεσμα να είναι καταρχήν αμφίβολο. Ο Τζο Μπάιντεν είχε σαφές προβάδισμα στην εκλεκτορικό σώμα έναντι του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά δεν είναι ακόμα σαφές εάν αυτές οι εκλογές θα καταλήξουν στα δικαστήρια όπως το 2000.

Είναι σαφές όμως, ότι το αποτέλεσμα δεν θα έπρεπε καν να είναι αμφίβολο. Ο Μπάιντεν έκανε την πανδημία εκλογικό του σλόγκαν, κατηγορώντας τον Τραμπ για την κακή διαχείριση της κρίσης και κυρίως για τους 230.000 θανάτους. Η κακή αντίδραση της διακυβέρνησης Τραμπ είχε επιπλέον ως αποτέλεσμα την οικονομική καταστροφή εκατομμυρίων ανθρώπων. Σε ορισμένες από τις πολιτείες που συνεχίζεται η καταμέτρηση των ψήφων έχει πρόσφατα σημειωθεί αύξηση των κρουσμάτων του κορονοϊού, ακόμα όμως, δεν έχουν εκλέξει νικητή.

Ο Τραμπ έπρεπε να είχε ηττηθεί κατά κράτος το βράδυ των εκλογών. Αλλά το Δημοκρατικό Κόμμα επέλεξε να επαναλάβει την ήττα του 2016. Ήταν σαφές ότι η στρατηγική τους, αυτή της επιλογής νεοφιλελεύθερων υποψηφίων, δεν λειτουργεί πλέον. Θα έπρεπε να απευθυνθούν σε ανθρώπους που απείχαν από τις εκλογές του 2016 εάν ήθελαν κερδίσουν. Το άνθος του Μπάρακ Ομπάμα μαράθηκε και δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν ψήφους χωρίς να καταβάλουν καμία προσπάθεια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του λαού…

Οι Δημοκρατικοί δεν θέλουν να μιλήσουν για τη χαμηλόμισθη εργασία, την ανασφάλεια της στέγασης, την έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης και το χρέος των φοιτητικών δανείων, εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν καμία όρεξη να ψηφίσουν, επειδή τα προβλήματά τους ούτε καν έγιναν θέμα της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Οι ψηφοφόροι που χρειάζονται οι Δημοκρατικοί για να κερδίσουν επιλέγουν να μείνουν εκτός, επειδή κάποιοι τους έχουν καταστήσει αόρατους.

Αντίθετα, οι Δημοκρατικοί επιτέθηκαν εναντίον του πιο προοδευτικού υποψηφίου, του Μπέρνι Σάντερς. Ο Σάντερς επέλεξε να παίξει τον καλό στρατιώτη και συνθηκολόγησε, αλλά κανείς δεν ξεγελάστηκε. Ο ισχυρισμός του ότι η προεδρία του Μπάιντεν θα είναι η πιο προοδευτική από τις ημέρες του Φράνκλιν Ρούσβελτ ήταν προφανής ανοησία. Μόνο οι ευσεβείς πόθοι των φιλελευθέρων εντυπωσιάστηκαν και ήλπιζαν ότι το τέχνασμα θα λειτουργούσε σε εκείνους που για άλλη μια φορά περιθωριοποιήθηκαν.

Υπάρχει ένας άλλος παράγοντας εδώ. Πρόκειται για μια βαθιά ρατσιστική χώρα και το Make America Great Again (Να ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη) εξακολουθεί να απηχεί σε εκατομμύρια ανθρώπους. Τους αρέσει ο Τραμπ ακριβώς επειδή είναι αληθινά πιστός στη λευκή υπεροχή, τόσο σε επίπεδο ιδεών όσο και σε επίπεδο πολιτικών. Ο όρος λευκή υπεροχή δεν πρέπει να παρεξηγηθεί. Οι άντρες σε μεγάλα τζιπάκια που μεταφέρουν αυτόματα όπλα AR-15 είναι το κοινό πρόσωπο αυτής της αντίληψης, αλλά δεν είναι οι μόνοι οπαδοί.

Οι άνδρες με κοστούμια και γραβάτες και οι γυναίκες, οι κόρες και οι αδελφές τους είναι εξίσου πιθανό να θέλουν ένα τείχος στα σύνορα με το Μεξικό και παρηγορούνται γνωρίζοντας ότι κάποιος που συμφωνεί μαζί τους είναι στον Λευκό Οίκο. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους δεν δημοσιοποιούν τις απόψεις τους, επειδή οι υποστηρικτές του Τραμπ δέχονται τοσή κριτική όση και ο πρόεδρος τους. Δεν θέλουν να είναι το πρόσωπο του ρατσισμού, του φασισμού, της πατριαρχίας και της ανικανότητας. Μπορεί να μην βλέπουν καν τους εαυτούς τους ως υποστηρικτές της λευκής υπεροχής, αλλά είναι και ψηφίζουν έχοντας στο μυαλό τους τα συμφέροντα αυτά.

Οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να σταματήσουν να ζουν σε άρνηση. Οι εικόνες παιδιών σε κλουβιά και οικογενειών που χωρίζονται στα σύνορα μπορεί να τους προκαλούν περιφρόνηση για τον Τραμπ, αλλά άλλοι άνθρωποι συμφωνούν πλήρως με αυτές τις πολιτικές και είναι ευχαριστημένοι που ο Τραμπ θέλει να κρατήσει την Αμερική όσο λευκή μπορεί.

Πριν από τέσσερα χρόνια, η υποφαινόμενη αρθρογράφος έγραφε, «Απορρίψτε τους Δημοκρατικούς για τα καλά». Πολλά από αυτά που γράφτηκαν το 2016 παραμένουν επίκαιρα. «Οι μαύροι πολιτικοί, η Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή και οι οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων που δεν βοηθούν τις μάζες πρέπει να απομονωθούν. Η απόρριψη πρέπει να είναι πλήρης και η ευθύνη πρέπει να τους βαραίνει αποκλειστικά”.

Ο Τζέιμς Κλάμπερν, ο ηγέτης των μαύρων στο Κογκρέσο, παίρνει άμεσες εντολές από τον πυρήνα του Δημοκρατικού Κόμματος που έκανε σαφές ότι ο υποψήφιος του 2020 θα ήταν οποιοσδήποτε εκτός από τον Μπερνι Σάντερς. Ο Κλάμπερν και οι όμοιοί του ευθύνονται για την ήττα μας όταν ενεργούν σε συνεννόηση με ανθρώπους των οποίων τα συμφέροντα είναι διαμετρικά αντίθετα με τα δικά μας. Ο Κλάμπερν έχει λάβει περισσότερα από 1 εκατομμύρια δολάρια σε δωρεές εκστρατείας από μεγάλες φαρμακευτικές. Αυτό σημαίνει ότι οι μηχανορραφίες του δεν εξελίσσονται ποτέ προς όφελος των ανθρώπων που φέρεται να εκπροσωπεί.

Οι μαύροι θα είναι χαμένοι ακόμα και με τη διοίκηση Μπαίντεν. Το παραδέχεται και ο ίδιος όταν λέει στους πλούσιους χρηματοδότες του ότι τίποτα δεν θα άλλαζε ριζικά όταν έρθει στα πράγματα. Η δημοσιονομική λιτότητα και η εξαθλίωση που τη συνοδεύει θα είναι η ατζέντα του Μπάιντεν. Δεν θα ευημερεύσουμε γιατί έξυπνοι μαύροι θα πάρουν καλές θέσεις στην διακυβέρνηση Μπάιντεν. Χρειαζόμαστε δικαίωμα στη δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης και πρόσβαση σε τρόφιμα και στέγαση. Χρειαζόμαστε δράση κατά της αστυνομικής βίας και περικοπές στον στρατιωτικό προϋπολογισμό που καταναλώνει σχεδόν το 60% των κρατικών δαπανών.

Για άλλη μια φορά θα είμαστε οι χαμένοι, είτε ο Ντόναλντ Τραμπ είτε ο Τζο Μπάιντεν ορκιστεί στο αξίωμα του προέδρου τον Ιανουάριο. Οι δεσμοί με το Δημοκρατικό Κόμμα πρέπει να κοπούν μια για πάντα.

Πηγή: Black Agenda Report

Μετάφραση: antapocrisis

Η νίκη του Τζο Μπάιντεν αποτελεί παρόλα αυτά, ήττα για την ανθρωπότητα

Η διοίκηση των Μπάιντεν-Χάρρις είναι καλό νέο για τα επιχειρηματικά συμφέροντα, την αστυνομία, τους εμπόρους του πολέμου, τις συστημικές τράπεζες αλλά δεν προσφέρει τίποτε για τη σωτηρία του λαού και του πλανήτη.

Ο Μπάιντεν κατάφερε να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ με οριακή διαφορά σε έναν ακόμα τετραετή διαγωνισμό για το ποιο κομμάτι της κυρίαρχης τάξης θα εκμεταλλευτεί καλύτερα τον λαό και τον πλανήτη. Αλλά τα αποτελέσματα διέλυσαν τις δυο πιο δημοφιλείς υποθέσεις των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2020: Οι δημοσκοπήσεις έβλεπαν νίκη του Μπάιντεν έναντι του Τραμπ με μεγάλη διαφορά στο εκλεκτορικό σώμα. Τελικά συνέβη το αντίθετο. Η σχεδόν ήττα του Μπάιντεν απέδειξε πως δεν υπάρχουν συνθήκες υπό τις οποίες το Δημοκρατικό Κόμμα να μπορεί να προκαλέσει συντριπτική ήττα στον αντίπαλό του στο διπολικό αυτό παιχνίδι.

Κυρίως επειδή μια νίκη του Μπάιντεν παρουσιαζόταν από τους Δημοκρατικούς ως νίκη της ανθρωπότητας. Σκεφτείτε το πάλι. Ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί δεν έκαναν τίποτε για να ταρακουνηθούν οι τοίχοι του Κονγκρέσου υπέρ τους. Ούτε το Δημοκρατικό Κόμμα πρόσφερε τίποτε στα πλήθη για να σιγουρέψει αυτό που θα έπρεπε να είναι μια εύκολη νίκη έναντι του Τραμπ. Με πάνω από 200.000 νεκρούς από τον κορονοϊό και δεκάδες εκατομμύρια ανέργους, η ελλιπής επίδοση του Μπάιντεν αποτελεί καταγγελία της γνησιότητας των δημοκρατικών παρά νίκη της ανθρωπότητας.

Η ανθρωπότητα θα υποφέρει από την διοίκηση του Μπάιντεν. Η μαύρη Αμερική θα υποφέρει χειρότερα. Ενώ ο Τραμπ και οι ρεπουμπλικανοί σύμμαχοί του άνοιξαν πόλεμο με τους ακτιβιστές του Black Lives Matter, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε περισσότερα από 300 εκατομμύρια δολάρια κρατικής χρηματοδότησης στα αστυνομικά τμήματα για την καταστολή των κινητοποιήσεων των μαύρων με έναν τρόπο πιο εύπεπτο, τόσο προς την τάξη των μαύρων που υποτίθεται πως τους εκπροσωπούν, όσο και προς τα λευκά αφεντικά των πολυεθνικών εταιρειών. Ο πλούτος των μαύρων έπεσε κατακόρυφα την περίοδο του Ομπάμα και του Μπάιντεν. Η πρόσφατη οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την απουσία οποιουδήποτε σχεδίου από τον Μπάιντεν για τη μείωση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, έχει ήδη επηρεάσει τη ζωή εκατομμυρίων αφροαμερικανών εργατών που δεν ξεπέρασαν ποτέ την κρίση του 2007-2008.

Υπάρχουν πολλοί από το αριστερό στρατόπεδο των Δημοκρατικών που ισχυρίζονται ότι η ήττα του Τραμπ θα απαλύνει τους πόνους της ανθρωπότητας σε πολλές σημαντικές περιοχές του πλανήτη. Μερικοί αναφέρονται στην επιθυμία του Μπάιντεν να επιστρέψει στην Συμφωνία του Παρισιού για το Περιβάλλον, στην Συμφωνία Ελέγχου των Πυρηνικών Προγραμμάτων με το Ιράν και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Αυτό κάνει τον Μπάιντεν πιο προοδευτικό από τον Τραμπ. Το επιχείρημα έχει ένα θανάσιμο λάθος. Ο Μπάιντεν πιθανότατα θα χρησιμοποιήσει το θεσμικό αυτό πλαίσιο για να αλλάξει την μορφή και όχι την κλιμακα της εκμετάλλευσης που επιβάλλουν οι ΗΠΑ παγκόσμια.

Η πιθανή επιστροφή του Μπάιντεν στη Συμφωνία του Παρισιού για το Περιβάλλον θα ακυρωθεί στην πράξη από την δέσμευσή του στις εξορύξεις. Η πιθανότητα χαλάρωσης των κυρώσεων εναντία στο Ιράν, αν και σημαντική, δεν είναι δεδομένη και θα αναιρεθεί από τη δέσμευση του Μπάιντεν να συνεχίσει τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει πως ο Μπάιντεν στήριξε την διοίκηση του Ομπάμα στην αύξηση της συμμετοχής των ΗΠΑ σε πολεμικές επεμβάσεις από δύο σε επτά. Σε οχτώ χρόνια ο Μπάιντεν έπαιξε ρόλο στο πραξικόπημα της Ονδούρας, στην Λιβύη και στον πόλεμο της Συρίας, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η αφοσίωση του Μπάιντεν στον ΠΟΥ δεν θα αλλάξουν την αντίθεσή του σε κάθε μορφή καθολικής δημόσιας υγείας και στα τεράστια ποσά που λαμβάνει από την βιομηχανία προσφοράς υπηρεσιών υγείας, που φρόντισε να σιγουρέψει πως οι ΗΠΑ θα παραμείνουν χωρίς δημόσιο σύστημα υγείας.

Ο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα είναι συνεργάτες των Ρεπουμπλικανών στην καταστροφή της εργατικής τάξης. Η Wall Street δώρισε τεράστια ποσά στον Μπάιντεν γνωρίζοντας πως η διοίκησή του θα συνεχίσει να υποστηρίζει το δικαίωμα των εταιρειών να καθορίζουν τους μισθούς των εργαζομένων τους, να αυξάνουν την παραγωγικότητά (δηλαδή την εκμετάλλευση), να συγκεντρώνουν κεφάλαια σε όλο και λιγότερα χέρια. Ο CEO της Boeing δήλωσε ξεκάθαρα πως οι επιχειρηματικές του προοπτικές θα εξυπηρετηθούν άσχετα με το ποιος θα κερδίσει τις εκλογές. Οι μετοχές των ιδιωτικών φυλακών ανέβηκαν μετά την ανακοίνωση της Καμάλα Χάρρις στη θέση της αντιπροέδρου. Στις 4 Νοεμβρίου το Reuters ανακοίνωσε πως οι κεφαλαιούχοι ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι επειδή δεν θα συνέβαιναν μεγάλες αλλαγές υπό του νέου καθεστώτος στο Κογκρέσο και το οβάλ γραφείο.

Ο Μπάιντεν θα διοικήσει ως δεξιός νεοσυντηρητικός σε όλους τους τομείς. Η μεγάλη του απήχηση στους Ρεπουμπλικάνους και τους απολογητές της εθνικής ασφάλειας είναι τουλάχιστον τόση όση και της Χίλαρι Κλίντον το 2016. Πάνω από 100 πρώην Ρεπουμπλικανικά γεράκια του πολέμου στήριξαν τον Μπάιντεν τις τελευταίες εβδομάδες πριν τις εκλογές. Ο Λάρι Σάμμερς, ο αρχιτέκτονας της οικονομικής κρίσης του 2007-2008, ήταν σύμβουλος της καμπάνιας του. Η Σούζαν Ράις και η Μισέλ Φλουρνόι είναι πιθανόν να στελεχώσουν την ομάδα εξωτερικής πολιτικής του Μπάιντεν – σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο πως τρις δολαρίων θα συνεχίσουν να ξοδεύονται σε πολέμους.

Το ερώτημα παραμένει εάν ο Μπάιντεν μπορεί να κυβερνήσει τόσο αποτελεσματικά όσο προηγούμενες διοικήσεις των Δημοκρατικών. Ο αμερικανικός εξαιρετισμός (american exceptionalism) αποτελεί τη βάση της ιδεολογίας του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά η ιδεολογία αυτή είναι μέρος της γενικότερης κρίσης νομιμοποίησης που βιώνει το αμερικανικό κράτος. Η ικανότητα του Μπάιντεν να περνάει μια ιδέα κοσμιότητας που αποκαθιστά την «ψυχή του έθνους» υποσκάπτεται από την πεποίθησή του πως τίποτα δεν θα αλλάξει για τους πλούσιους. Στον Μπάιντεν λείπει και το χάρισμα και το ταλέντο. Ενώ εκατομμύρια θα ψήφιζαν οποιονδήποτε χωρίς το όνομα Τραμπ, τέσσερα χρόνια λιτότητας και πολέμου ενός προέδρου με εμφανή σημάδια πνευματικής κατάπτωσης είναι αρκετά για να οξύνουν τις αντιθέσεις που δημιουργεί η κυριαρχία των πλουσίων και να ανοίξουν τον δρόμο στις αντιδράσεις και στα αριστερά αλλά και στα δεξιά του πολιτικού τόξου.

Για να διατηρήσει την κοινωνική ειρήνη ο Μπάιντεμ θα χρησιμοποιήσει το οβάλ γραφείο για να ενώσει της δυνάμεις του στις τάξεις των επιχειρηματικών συμφερόντων ώστε να πνίξει τις δυνάμεις της αριστεράς εντός και εκτός του Δημοκρατικού Κόμματος. Το νεκροταφείο των κοινωνικών κινημάτων θα επεκταθεί για να καταλάβει όσο δυνατόν μεγαλύτερο πολιτικό χώρο. Θα κηρυχθεί μια «μετριοπαθής» επανάσταση που θα αφορά κυρίως προοδευτικές δυνάμεις στις κυρίαρχες τάξεις. Το καλύτερο ίσως που μπορεί να κάνει η διοίκηση του Μπάιντεν είναι η παγίωση της συνείδησης ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι απλά τόσο αντίθετο στην σοσιαλδημοκρατία και τα συμφέροντα των εργαζομένων όσο και οι Ρεπουμπλικανοί. Θα υπάρξουν πολλές αφορμές να χτυπηθεί η αδιαλλαξία των Δημοκρατικών αλλά τόσα εμπόδια θα ρίχνονται σε κάθε προσπάθεια να ασκηθεί η λαϊκή κυριαρχία.

Οι εκλογές του 2020 μας υπενθυμίζουν ότι τα κοινωνικά κινήματα θα πρέπει να μπουν στο κέντρο της πολιτικής και όχι η εκλογική διαδικασία. Σε αυτό το σημείο μια διεθνιστική οπτική της πολιτικής έχει σημασία. Τα κοινωνικά κινήματα στη Βολιβία επέβαλαν την επιστροφή του σοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσία, μετά από ένα χρόνο αμερικανοκινούμενου πραξικοπήματος. Λαϊκές κινητοποιήσεις στη Κούβα, το Βιετνάμ και την Κίνα αντιμετώπισαν την πανδημία μέσα σε λίγους μήνες. Η Αιθιοπία και η Ερυθραία συμφώνησαν για ειρήνη. Οι πιο προοδευτικές αλλαγές που έγιναν ποτέ στις ΗΠΑ αποτέλεσαν συνδυασμό μαζικής οργάνωσης των επονομαζόμενων εσωτερικών αποικιών, όπως της Μαύρης Αμερικής, και εξωτερικών πιέσεων που ασκήθηκαν στην Αμερική από κινήματα αυτοδιάθεσης στο εξωτερικό.

Οι εκλογές του 2020 ήρθαν και τελείωσαν. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο Μπάιντεν έχει αποκηρύξει κάθε επαναστατική αλλαγή. Η ανθρωπότητα θα υποφέρει ακόμα και εάν μεγαλύτερα κομμάτια των καταπιεσμένων καταλάβουν ότι ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί είναι αντίπαλοι των ταξικών τους συμφερόντων. Ο Τραμπ απορρίφθηκε από μια εκλογική διαδικασία που ελέγχεται πλήρως από τα επιχειρηματικά συμφέροντα, όπως απορρίφθηκε και η Κλίντον το 2016. Η πολιτική στις ΗΠΑ παραμένει συνδεδεμένη με τα στενά ιδεολογικά περιθώρια του νεοφιλελευθερισμού και της ιμπεριαλιστικής παρακμής. Οι καταπιεσμένοι θα πρέπει να δημιουργήσουν και να αγκαλιάσουν μια πολιτική που θα εναντιωθεί στις δυνάμεις της αντίδρασης που στέλνουν την ανθρωπότητα στο χείλος της ολικής καταστροφής. Ο μόνος τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο είναι το γίνει ο Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα βασικός στόχος του αγώνα των λαών για έναν νέο κόσμο.

Πηγή: Black Agenda Report

Μετάφραση: antapocrisis

“Αυτό είναι διαφορετικό”: διαδηλώσεις στο Μινσκ και πογκρόμ στο Παρίσι

Ο Εμμανουέλ Μακρόν όρθωσε τη φωνή του απέναντι στην καταπάτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη Δημοκρατία της Λευκορωσίας. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συνεχίσει την κινητοποίηση δίπλα στους εκατοντάδες χιλιάδες Λευκορώσους, οι οποίοι διαδηλώνουν ειρηνικά για την τήρηση των δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της κυριαρχίας τους» έγραψε στο λογαριασμό του στο tweeter ο πρόεδρος της Γαλλίας. Μολονότι ένα παρόμοιο κάλεσμα είναι καθαυτό παρέμβαση σε ξένες εσωτερικές υποθέσεις.

Το ζήτημα όμως δεν αφορά αυτό μονάχα. Οι λέξεις του Μακρόν είναι η πεμπτουσία της υποκρισίας, η οποία αποτυπώνει την ουσία της σύγχρονης πολιτικής των ηγετικών κρατών του κόσμου. Ακριβώς επειδή η ίδια του η κυβέρνηση με τον πιο βίαιο τρόπο καταστέλλει τις ογκώδεις διαδηλώσεις των Γάλλων, οι οποίοι διαδήλωσαν ειρηνικά για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους. Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν προκάλεσε αντιδράσεις από την πλευρά της ευρωπαϊκής ηγετικής ελίτ.

Η διάλυση των γαλλικών διαδηλώσεων παραδοσιακά διακρίνεται από τη βιαιότητα της. Εγώ ο ίδιος υπήρξα μάρτυρας της κατά τη διάρκεια της πορείας της Πρωτομαγιάς στο Παρίσι, η οποία συνέπιπτε με την πεντηκοστή επέτειο του Κόκκινου Μάη. Οι αστυνομικοί μπλόκαραν την πορεία χιλιάδων ανθρώπων, στην οποία υπερίσχυαν οι εκπρόσωποι των συνδικάτων, έπνιξαν τους ανθρώπους με ασφυξιογόνα αέρια, πυροβόλησαν με λαστιχένιες σφαίρες και χτύπησαν ωμά με γκλομπ τη νεολαία, κυνηγώντας την στις αλέες του τουριστικού περίπατου Mouffetard. Η ηγεσία της αστυνομίας κατηγόρησε για το γεγονός αυτό τους αναρχικούς φοιτητές, όμως είδαμε ότι οι αστυνομικοί τους χτύπησαν όλους δίχως διακρίσεις ενώ μεταξύ των θυμάτων υπήρξαν εξ’ ολοκλήρου φιλειρηνικοί άνθρωποι – τυχαίοι μικροαστοί, τουρίστες και δημοσιογράφοι.

Υπό την πίεση της κοινής γνώμης οι αρχές εκκίνησαν υπηρεσιακές ανακρίσεις έναντι εκείνων που επέτρεψαν τη βιαιότητα των αστυνομικών. Ωστόσο η διαδικασία αυτή δεν ενείχε γι’ αυτούς σοβαρές συνέπειες. Μόλις λίγους μήνες μετά η γαλλική αστυνομία συνέτριψε βίαια τις διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων» μολονότι τα μέλη των συναντήσεων αυτών εξαρχής ζητούσαν απλά να ακυρώσουν την άμεση αύξηση των τιμών για τη βενζίνη ενώ οι διαδηλώσεις τους είχαν αποκλειστικά ειρηνικό χαρακτήρα δίχως να παραβαίνουν τα όρια τους ισχυόντων νόμων. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και κίτρινα ανακλαστικά γιλέκα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε αυτούς τους ανθρώπους κατόπιν αιτήματος της τροχαίας – και μόνο τότε έγιναν ένα διακριτό πολιτικό σύμβολο.

Η κυβέρνηση Μακρόν αποφάσισε να δώσει στους εξεγερμένους ένα παραδειγματικό μάθημα δημοκρατίας κατά το ευρωπαϊκό παράδειγμα. Μόνο τους πρώτους μήνες των διαδηλώσεων στο Παρίσι συνελήφθησαν 5.600 άνθρωποι και στους περισσότερους από αυτούς αποδόθηκαν πρόχειρες δικαστικές καταδίκες. Με βάση τα δεδομένα του υπουργείου Εσωτερικών της Γαλλίας του Christophe Castaner κατά τη διάρκεια της διάλυσης των διαδηλώσεων σκοτώθηκαν 11 άνθρωποι ενώ σε 2.500 διαδηλωτές προκλήθηκαν τραυματισμοί κάθε είδους. Όντας παρόντες στην παρισινή συνάντηση των «Κίτρινων Γιλέκων» είδαμε εκεί ένα άτομο με ειδικές ανάγκες του οποίο το μάτι το είχε χτυπήσει μια πλαστική σφαίρα της αστυνομίας, αν και δεν είχε διαπράξει απολύτως καμία παράβαση του νόμου.

Και μάλιστα υπήρξαν πολλά αντίστοιχα θύματα. «18 άνθρωποι έχασαν τα μάτια τους από την αρχή των διαδηλώσεων των ‘Κίτρινων Γιλέκων’. Ακόμη 5 έχασαν τις άκρες των χεριών τους ως αποτέλεσμα της χρήσης οβίδων. Κι όχι οβίδες δακρυγόνου αλλά εκρηκτικές, με φορτίο η καθεμία τους 25 γραμμαρίων δυναμίτη – αυτός ακριβώς εξασφαλίζει τον εκκωφαντικά δυνατό κρότο» έγραψε ο κοινωνιολόγος Fabien Jobard. Ωστόσο η αστυνομική άσκηση βίας εναντίον των διαδηλωτών στην ίδια την καρδιά της Ευρώπης δεν ξεσήκωσε τον οίκτο της φιλελεύθερης διανόησης του Κιέβου και της Μόσχας ενώ οι εκπρόσωποι της αρκετές φορές εξέφρασαν την ευθεία τους στήριξη στον πρόεδρο Μακρόν, καλώντας τον να σώσει τη Γαλλία από τους πογκρομιστές.

Φυσικά το παράδειγμα αυτό δεν είναι και το μοναδικό. Η διεθνής πολιτική ιθύνουσα τάξη και η μετασοβιετική της πελατεία διαχωρίζουν ξεκάθαρα τις μαζικές κινητοποιήσεις σε δίκαιες και άδικες διαδηλώσεις. Το πραξικόπημα στη Βολιβία, όπου οι δεξιοί πραξικοπηματίες ανέτρεψαν έννομα τον εκλεγμένο πρόεδρο Έβο Μοράλες, βρήκε τη θερμή ανταπόκριση της «διεθνούς κοινότητας» παρά το γεγονός ότι στην εξουσία ήρθαν φανεροί εχθροί της δημοκρατίας, οι οποίοι ανέβαλαν τις εκλογές στη χώρα για να μην επιτρέψουν την εκλογική ρεβάνς των σοσιαλιστών. Οι δράσεις αντίθεσης ωστόσο έναντι του προέδρου του Εκουαδόρ Λένιν Μορένο δεν προκάλεσαν κανέναν ενθουσιασμό στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ακριβώς επειδή αυτός ο «καπνιστής Λένιν» προώθησε μια πολιτική προς το συμφέρον των εταιρειών της Δύσης. Αν και οι εκουαδοριανοί στρατιώτες σκότωσαν ευθέως διαδηλωτές μπροστά στα μάτια αντικειμενικών τηλεοπτικών συνεργείων.

Αυτή λοιπόν η υποκρισία λαμβάνει σήμερα οργουελικό χαρακτήρα. Οι εκπρόσωποι της αμερικανικής κυβέρνησης υποστήριξαν ένθερμα τις φιλελεύθερες διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ και το ίδιο αποφασιστικά καταδίκασαν τις μαζικές δράσεις εναντίον της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού που ξέσπασαν σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Οι κινητοποιήσεις για την ανεξαρτησία της Καταλονίας , στις οποίες συμμετείχε μεγάλο μέρος των κατοίκων της περιοχής, δεν συνάντησαν καθόλου οίκτο από τις Βρυξέλλες και κανένας δεν απαίτησε να επιβληθούν κυρώσεις στις Ισπανούς υπουργούς που τις κατέστειλαν. Ενώ οι ταραχές που προκάλεσε η αγγλική νεολαία δεν κίνησαν συνολικά την προσοχή των εκεί ΜΜΕ.

Η τρομοκρατία εκ μέρους των αρχών της Βραζιλίας και της Κολομβίας, οι οποίες συστηματικά σκοτώνουν ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων, δεν οδήγησαν στην καταδίκη των προέδρων Μπολσονάρου και Ντούκε, ακριβώς επειδή τα κράτη αυτά τα αποκαλούνται ειρωνικά «αγαπημένες σύζυγοι των ΗΠΑ». Ωστόσο η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αποτελεί το αντικείμενο διαρκούς πίεσης και αδιατάρακτης προπαγανδιστικής επίθεσης.

Το ίδιο βέβαια συνέβη και στην περίπτωση της Χιλής. Εκεί στις παραμονές της καραντίνας μαινόταν εξέγερση εθνικής εμβέλειας εναντίον του δεξιού καθεστώτος του προέδρου Πινιέρα. Στους δρόμους του Σαντιάγο βγήκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, εκ των οποίων πλήθος μαθητών και φοιτητών. Οι διαδηλωτές έθεσαν υπό τον έλεγχο τους μια από τις κεντρικές πλατείες της πόλης, αποκρούοντας τις επιθέσεις της αστυνομίας, η οποία δρούσε εναντίον τους με θηριώδη βία. Αυτό όμως το γεγονός δεν ήταν ένα σωστό, κοινωνικό «Μαϊντάν» και οι μετασοβιετικοί σχολιαστές το ενθυμούνταν μόνο για χάρη αυτού, δηλαδή για να κατακρίνουν την ορμητική νεολαία, θρηνώντας με το πρόσχημα των διαλυμένων βιτρινών των τραπεζών και των καταστημάτων. Τώρα όμως οι ίδιοι άνθρωποι ενθουσιάζονται με τους «πολιτισμένες» και «καλλιεργημένες» διαδηλώσεις των Λευκορώσων, αντιπαραβάλλοντας τες με τις «θηριώδεις» διαδηλώσεις των Χιλιανών και των Αφροαμερικανών.

«Μια Ρωσίδα συνάδελφος έγραψε σήμερα ότι εδώ, στη Χιλή, διαδήλωναν τα λούμπεν στοιχεία με εγκληματικές ροπές και βάρβαροι που χτυπούσαν τζαμαρίες, έσπαγαν φανάρια και δεν άφηναν τους φυσιολογικούς ανθρώπους να δουλέψουν, στον αντίποδα των λευκορωσικών φασματικών διαδηλώσεων, που δεν διασχίζουν το δρόμο όταν το φανάρι είναι κόκκινο και βγάζουν τα παπούτσια τους για να ανέβουν πάνω στα παγκάκια. Η πάλη των Χιλιανών αντιπαρατέθηκε στην πάλη των Λευκορώσων, καθώς αυτοί μάχονται εναντίον εκείνου του οποίοι σήμερα οι Λευκορώσοι επιθυμούν να πετύχουν. Οι Χιλιανοί ήδη βρίσκονται στην επιδιωκόμενη πλευρά κι όμως κινούνται αντίθετα. Από την οπτική γωνία της παραδοσιακής δυτικής δημοκρατίας στη Χιλή όλα είναι εντάξει. Εδώ κανείς δεν παραχαράσσει τα αποτελέσματα των εκλογών, η εκλογή είναι συνήθως προκαθορισμένη από τον τύπο και την παιδεία. Οι Χιλιανοί δεν εξεγέρθηκαν για μια αφηρημένη δημοκρατία του τύπου εναλλαγής μερικών προσωπείων έναντι κάποιων άλλων αλλά για ένα συγκεκριμένο εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης, της περίθαλψης και της συνταξιοδοτικής ασφάλειας. Για μια εκπαίδευση δημόσια, ποιοτική, δωρεάν και κρατική, που κάποτε θα μας δώσει τη δυνατότητα για μια αληθινή δημοκρατία.

Οι άνθρωποι αυτοί δεν κατέχουν τους κοσμικούς τρόπους των Λευκορώσων δημοκρατών με την υψηλής ποιότητας, δωρεάν εκπαίδευση – προς απάντηση των σφαιρών και του νερού με θειικό οξύ , που εξαπολυόταν από τους εκτοξευτήρες νερού, αυτοί όντας απεγνωσμένοι χτύπησαν βιτρίνες και προκειμένου να ακινητοποιήσουν την αστυνομία, η οποία επιτίθετο σε ειρηνικούς διαδηλωτές, σπάνε φανάρια και σταθμούς λεωφορείων για να φτιάξουν οδοφράγματα. Χιλιάδες από αυτούς εδώ και μήνες βρίσκονται στις χιλιανές φυλακές ενώ οι διεθνείς οργανώσεις για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων δεν παλεύουν για την υπεράσπιση τους και κανείς δεν ανακοινώνει κυρώσεις εναντίον της Χιλής για τη δολοφονία ή τις σφαίρες στα μάτια των βαρβάρων» γράφει σχετικά από το Σαντιάγο ο δημοσιογράφος Όλιεγκ Γιασίνσκι.

Φυσικά, όλο αυτό σε καμία περίπτωση δεν δικαιώνει την πολιτική του Λουκασένκο και τη βιαιότητα των λευκορωσικών ΜΑΤ. Για άλλο πράγμα γίνεται λόγος. Οι ηγετικές κυβερνήσεις του κόσμου έχουν καταρτίσει διπλά πρότυπα που απονομιμοποιούν την πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Αγνοώντας τη βία της Ασφάλειας ή τα αιματηρά εγκλήματα των δορυφόρων τους, κυνικά χρησιμοποιούν τις διαδηλώσεις για αποσταθεροποίηση των «μη δημοκρατικών» κρατών, με τα οποία σχετίζονται οι ανταγωνιστές της κατά παράδοσιν Δύσης. Τις σημερινές διαμαρτυρίες βάσης με κοινωνικά συνθήματα και προς υπεράσπιση των συμφερόντων της εθνικής πλειοψηφίας τις αποσιωπούν και τις καταστέλλουν αλύπητα. Τα φιλελεύθερα-εθνικιστικά πραξικοπήματα όμως, που έχουν οργανωθεί με τα συνθήματα αντικοινωνικών μεταρρυθμίσεων, πάντα λαμβάνουν στήριξη μεγάλης κλίμακας από την πλευρά όλων των media, των Ευρωπαίων πολιτικών και των ανθρώπων με τα καλά πρόσωπα.

Κι έπειτα κάπως έτσι αυτοί σιωπούν φιλικά, όταν δηλαδή η νέα εξουσία καταπιέζει τους διαφωνούντες, ρίχνει στις φυλακές δημοσιογράφους και bloggers καθώς και όταν βομβαρδίζει αντιπολιτευόμενες πόλεις. Απαντώντας στα πάντα με την κυνική και κοινή φράση: «Αυτό είναι διαφορετικό».

Λευκορωσία: ο μηχανισμός αλλαγής της εξουσίας

Ξεκινώντας από την άνοιξη, οι συμμετέχοντες στον προεκλογικό αγώνα για τις προεδρικές εκλογές στη Λευκορωσία, δηλαδή οι αντίπαλοι του ιθύνοντα από το 1994 Aleksandr Lukashenko, ξεκίνησαν να μεταχειρίζονται μια στρατηγική μη βίαιης εναντίωσης που οδηγεί σε «χρωματιστή επανάσταση», δηλαδή σε ειρηνική μετάβαση της κρατικής εξουσίας στα χέρια των ηγετών των διαδηλωτών. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες παρεμφερή σενάρια πραγματοποιούνταν σε μια ολόκληρη σειρά χωρών και δημιουργείται η εντύπωση ότι επίσης στη Λευκορωσία προκύπτει μια αλλαγή εξουσίας.

Ο καθοδηγητής του «Κέντρου Εφαρμοσμένων, Μη Βίαιων Ενεργειών και Στρατηγικών» (CANVAS) Srđa Popović εξάγει μια σειρά κανόνων, οι οποίοι βοήθησαν το κίνημα Otpor, ενεργό μέλος του οποίου υπήρξε και ο ίδιος, να νικήσει το 2000 στη Γιουγκοσλαβία τον Μιλόσεβιτς. Οι αντίπαλοι των αρχών πρέπει να δημιουργήσουν ένα μαζικό κίνημα με επιθετική στρατηγική και να εγκαθιδρύσουν επικοινωνιακούς δεσμούς με όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Μια τέτοια οργάνωση πρέπει να ελκύει τους ανθρώπους, να διαθέτει θετική εικόνα και να έχει σύστημα εκπαίδευσης για τους ακτιβιστές και τους νεοεπιστρατευμένους. Αργότερα στο TEDx Κρακοβίας ανέλυσε την εμπειρία αντίστοιχων γεγονότων σε άλλες χώρες και συνόψισε τις απαιτήσεις σε τρία σημεία: ικανότητα των διαδηλωτών να ενοποιηθούν, κίνηση βάσει ευκρινούς σχεδίου αλλά και καθήκον διαχείρισης μιας αυστηρά μη βίαιης στρατηγικής πάλης.

Η ανάλυση της τήρησης όλων αυτών των κανόνων από την πλευρά της λευκορωσικής αντιπολίτευσης μπορεί να δώσει την απάντηση στο ερώτημα αναφορικά με τις πολιτικές της προοπτικές.

Οι αντίπαλοι της υφιστάμενης αρχής, κυρίως για υποκειμενικούς λόγους, προσήλθαν εκ νέου στις εκλογές όχι ως κόμμα ή κίνημα αλλά άμεσα σαν μια σύμπηκτη ομοσπονδία «δεξιών δυνάμεων». Το 2001 ο αντίπαλος του Lukashenko από την αντιπολίτευση ήταν ο Vladimir Goncharik, τον οποίον υποστήριζε «το συντριπτικό μέρος εκείνων που δεν είναι ικανοποιημένοι με την τωρινή κατάσταση και ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους, μέχρι να δουν ξεκάθαρη και πειστική εναλλακτική». Το 2006 ήταν ο Aleksandr Milinkevich, του οποίου ο ρόλος ως ενιαίου ηγέτη των δημοκρατικών δυνάμεων της Λευκορωσίας, ακόμη και μεταξύ των αντιπάλων των αρχών, ήγειρε σοβαρές αμφιβολίες ξαφνικά μετά τις εκλογές ενώ το 2010 προέκυψαν αμέσως 9 υποψήφιοι ως αντίπαλοι του Lukashenko. Αυτό ακριβώς το τελευταίο το έκρινε άξιο προσοχής και ο Popović: «Ο Λουκασένκο έχει 9 αντιπάλους στις προεδρικές εκλογές αλλά το αποτέλεσμα είναι ήδη ξεκάθαρο».

Είναι βέβαιο λοιπόν για τον αρχιτέκτονα των «χρωματιστών επαναστάσεων» πως για να διεξάγει κανείς την πάλη με τον «δικτάτορα» στις εκλογές χρειάζεται ένας άνθρωπος. Το Otpor ξόδεψε 10 χρόνια για την ενοποίηση των ηγετών 18 αντιπολιτευόμενων κομμάτων και για την εύρεση ενός κοινού υποψηφίου εναντίον του Milosevic, δηλαδή τον Koštunica.

Οι αντίπαλοι των αρχών βρήκαν τον ηγέτη τους ακριβώς εξαιτίας των διωκτικών αρχών. Τον Ιούλιο του 2020 η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή της Λευκορωσίας κατέγραψε πέντε διεκδικητές, συμπεριλαμβανομένου του τωρινού προέδρου, και δεν απέδωσε πιστοποιητικά στα βασικά «ενεργά πρόσωπα» της αντιπολίτευσης. Ήδη τον Μάιο συνελήφθη ο επιχειρηματίας και δημιουργός του καναλιού «Страна для Жизни» Sergey Tyhanovskyi για επίθεση εναντίον αστυνομικών υπαλλήλων και τον Ιούνιο ο πρώην ιθύνοντας του τραπεζικού ιδρύματος «Belgazprombank» Viktor Babariko με την υποψία οικονομικής απάτης. Επίσης η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή αρνήθηκε να εγγράψει ως διεκδικητή του βασικού κρατικού αξιώματος τον Valery Chepkalo (αργότερα αυτός κατέφυγε με αεροπλάνο στο Κίεβο διαμέσω Μόσχας).

Τελικά μοναδική υποψήφια από την αντιπολίτευση είτε υποχρεωτικά είτε μάλλον τυχαία κατέληξε να είναι η Svetlana Tyhanovskaya. Στους ώμους λοιπόν της συζύγου του μπλόγκερ Tyhanovskyi, η οποία ως τότε δεν είχε λάβει μέρος στην πολιτική – μεταφράστρια στο επάγγελμα και νοικοκυρά το τελευταίο διάστημα – έπεσε η οργάνωση της «χρωματιστής επανάστασης». Δεν διαθέτει δικό της πρόγραμμα και η γυναίκα αυτή παρέπεμψε εκείνους που επιθυμούν να την γνωρίσουν στον κώδικα μεταρρυθμίσεων για την οικονομία και την κοινωνία από ανεξάρτητους ειδικούς. Το ντοκουμέντο αυτό προτείνει μια μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποίηση στη χώρα κατά τα συμφέροντα των πολυεθνικών επιχειρήσεων, μαζικές απολύσεις εργατών από τις «μη αποδοτικές» κρατικές επιχειρήσεις και το πιο πρακτικό μέτρο – διευκόλυνση της καταγραφής των αυτοαπασχολούμενων, του ιδιωτικού τομέα και των λιανικών επιχειρήσεων.

Η τακτική επίθεσης

Η πρώτη ιδιότητα του επιτυχούς κινήματος, σύμφωνα με τον Popović, είναι η τακτική επίθεσης, δηλαδή η ιδιοποίηση της πρωτοβουλίας και η τοποθέτηση κατά ένα βήμα μπροστά έναντι του αντιπάλου στα πλαίσια της πολιτικής πάλης. Σε μια σειρά βιβλίων του περιγράφει λεπτομερώς πως το Otpor προκαλούσε με τις δράσεις του τις αρχές, με πειράγματα και κοροϊδίες. Παραδείγματος χάρη, οι ακτιβιστές έστησαν στο κέντρο της πόλης ένα κουτί με την εικόνα του Milosevic και πρότειναν σ’ εκείνους που ήθελαν να το χτυπήσουν. Ως αποτέλεσμα η αστυνομία «συλλάμβανε» το κουτί. Παρόμοιες περφόρμανς προσέδιδαν μια εικόνα στο κίνημα και βοηθούσαν στην εύρεση συμμάχων. Στη Λευκορωσία αξιοποίησαν αυτήν ακριβώς την πορεία. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης στη χώρα ξεκίνησαν flash mobs: ουρές κατά τη διάρκεια της συλλογής υπογραφών υπέρ των αντιπάλων του Lukashenko, αναγνωριστικά κουδουνίσματα εναντίον της αστυνομίας προκειμένου οι διαδηλωτές να πλησιάσουν στο ένα ή το άλλο σημείο της πόλης δίχως συλλήψεις, εμφάνιση με T-shirt που έφεραν την επιγραφή Psycho3% κα. To τμήμα των «επαναστατών» στα κοινωνικά δίκτυα συγκέντρωνε πληροφορίες για τους «σκλάβους και τους υπηρέτες του καθεστώτος» – δημοσιογράφους, αξιωματούχους και τους εκπροσώπους των εκλογικών επιτροπών. Η υπόθεση έφτασε στο παράλογο: κάποιος άγνωστος «ριζοσπάστης» άφησε ένα «σωρό» πάνω στο χαλάκι της εισόδου του διαμερίσματος του αστυνόμου Ganchevich ενώ δημοφιλή έγιναν τα flash mobs για τον ίδιο λόγο.

Αυτού του είδους η τακτική αποδείχθηκε επιτυχής, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης πολιτικών ελευθεριών στη χώρα. Για πολλά χρόνια οι αρχές απαγόρευαν ή «μετέφεραν» τις πορείες σε ερημικές πλατείες. Στο νόμο για τις ογκώδεις διαδηλώσεις δεν περιλαμβάνονται οι πικετοφορίες. Ενώ για τη δραστήρια συμμετοχή σε διαδηλώσεις μπορεί κανείς να αποβληθεί από το πανεπιστήμιο ή να χάσει τη δουλειά του.  Γι’ αυτό το λόγο η αντιπολίτευση προσπάθησε να δράσει κυρίως με ειρηνικά και νόμιμα μέσα, επιχειρώντας να προσελκύσει περισσότερο με δημιουργικές ιδέες τους ανθρώπους.

Κινητοποίηση

Ως αποτύπωμα πίσω από τα flash mobs προέκυψαν οι ογκώδεις διαδηλώσεις στους δρόμους, περαιτέρω «θερμές» κατά τη σύλληψη του Tyhanovskyi και του Babariko. Η φυλάκιση του τραπεζίτη αποτυπώθηκε ως μια εξάλειψη του ανταγωνιστή ενώ τη φυλάκιση του μπλόγκερ τη σχολίασε η ίδια η ανώτατη κρατική αρχή, έχοντας στην πραγματικότητα αντιληφθεί τα πολιτικά της επίδικα. «Τους έκανα σινιάλο» ανέφερε ο Lukashenko. Χιλιάδες ανθρώπων που βγήκαν στους δρόμους το Μάιο, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο απαιτούσαν την απελευθέρωση των υποψηφίων τους όπως και να τους επιτραπεί η συμμετοχή στις εκλογές. Οι δράσεις αυτές συνοδεύτηκαν από συλλήψεις.

Το Otpor, εξηγεί ο  Popović, προσέγγιζε προσεκτικά τους συμμάχους προς τις εκλογές, αντιλαμβανόμενο εξαιρετικά ότι δεν μοιράζονται όλοι τη στρατηγική των μη βίαιων μεθόδων πάλης. Αυτό ειδικά οι διαδηλωτές του Μινσκ στις 14 Ιουλίου το ξέχασαν. Κοντά στο πάρκο Gorky την ημέρα που η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή απέρριψε τους Tyhanovskyi και Babariko από την εγγραφή στη λίστα υποψηφίων για τις προεδρικές εκλογές, κάποιος άγνωστος – είτε σταλμένος προβοκάτορας είτε όχι – αποφάσισε να έρθει δυναμικά αντιμέτωπος με τα λευκορωσικά ΜΑΤ. Τα κρατικά ΜΜΕ αμέσως αξιοποίησαν το λάθος, εφόσον κατηγόρησαν όλους τους διαδηλωτές για έκνομες πράξεις.

Όπως έδειξαν τα κατοπινά γεγονότα, ο Ιούνιος και η αρχή του Ιουλίου στάθηκαν το ζενίθ διαμόρφωσης του κινήματος της αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια της καμπάνιας ως την ημέρα των εκλογών. Κατά την ύστερη ανάπτυξη της όμως η διαμαρτυρία αυτού του είδους δεν κέρδισε ιδιαιτέρως, εξαιτίας της απουσίας στο πρόγραμμα της εναλλακτικών υποψηφίων με ελκυστικές ιδέες στο επίπεδο της κοινωνικής και της οικονομικής σφαίρας.

Το ΑΕΠ στη Λευκορωσία αναπτύσσεται χαμηλότερα από το διεθνή μέσο όρο, ως 0.3% κατά την πορεία των τελευταίων ετών. Το επίπεδο του μέσου μισθού στην πρωτεύουσα το Μάιο του 2020 σε σύγκριση με τους εαρινούς μήνες του 2019 αυξήθηκε κατά 20%, ως τα 729$ (μισθός) κατά την τρέχουσα περίοδο, ενώ σε όλη τη χώρα κατά μέσο όρο σήμανε αύξηση 8,7%, ως τα 505,9$ (μισθός). Πρόκειται για μια φανερά υψηλότερη αύξηση απ’ ότι σημειώθηκε στο νότιο γείτονα της Λευκορωσίας. Σύμφωνα με το Derzkomstat στην Ουκρανία το Μάιο του 2020 κατά μέσο όρο το εισόδημα έφτανε τα 394$ ενώ στο Κίεβο τα 568$. Αλλά αυτή η αξία είναι κατ’ ουσίαν χαμηλότερη από τον δυτικό γείτονα της Λευκορωσίας – την Πολωνία, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία Główny Urząd Statystyczny, το μέσο εισόδημα το Μάιο έφτανε τα 1.294 $. Ο μισθός στο Μινσκ περιλαμβάνει τον επίσημα γνωστό μέσο μισθό της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Έτσι με βάση τα δεδομένα της Росстат στο μέσο πολίτη της χώρας το Μάιο αντιστοιχούσαν 49.300 ρούβλια (674,54$). Πρόκειται δηλαδή για περίπου 700$ με βάση τις τρέχουσες αξίες. Μολονότι τα πραγματικά έσοδα είναι ως γνωστόν χαμηλότερα.

Είναι δύσκολο λοιπόν να διεξαχθεί επιθετική τακτική και να συνενωθεί σε μαζική κινητοποίηση όταν δεν υπάρχουν ισχυρή πτώση του επιπέδου ζωής, όργιο εγκληματικότητας, κραυγαλέα κοινωνική ανισότητα και ηχηρά σκάνδαλα διαφθοράς. Παρ’ όλα αυτά η συγκέντρωση της Tyhanovskaya στις 29 Ιουλίου συγκέντρωνε από 18.000, όχι κι ό,τι καλύτερο γι’ αυτό το σημείο του Μινσκ, (κατά το Υπουργείο Εσωτερικών), ως 60.000 ανθρώπους (κατά τους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Πρόκειται για υψηλούς αριθμούς για κάποιον που μετέχει σε προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές κατά τα τοπικά κριτήρια.

Τα κρατικά ΜΜΕ, ευρισκόμενα πλήρως υπό τον έλεγχο του ιθύνοντος προέδρου, όπως είναι και ο κανόνας, δεν αναπαράγουν αυτές τις εκδηλώσεις. Η αποσιώπηση γεννά τη δυσπιστία και την επιθυμία να μάθει κανείς την «αλήθεια» σε εναλλακτικές πηγές πληροφόρησης. Στο κύριο τηλεοπτικό κανάλι της χώρας τρέχει το πρόγραμμα «Υπό τον έλεγχο του προέδρου» ενώ τα στούντιο παραχωρήθηκαν σε καριερίστες. Στη Λευκορωσία προέκυψε κλώνος του Kishelev, ο πολιτικός αρθρογράφος Andrey Kryvosheev, που διηύθυνε την Ένωση Δημοσιογράφων της Λευκορωσίας το Φεβρουάριο. Μόλις δυο χρόνια πριν ο σύζυγος της εκπροσώπου τύπου της κυβέρνησης, ο Ivan Eysmont έγινε πρόεδρος της Belteleradiokompaniya. Το τυπικό βίντεο-θέμα στην τηλεόραση είναι η σπορά και ο θερισμός, όπου παρουσιάζοντας τη δύσκολη αγροτική εργασία, οι δημοσιογράφοι υπαινίσσονται την φροντίδα των αρχών για τους πολίτες, προκαλώντας στον θεατή το αίσθημα υπερηφάνειας για τη χώρα, την ηρεμία για το μέλλον της, διαμορφώνοντας την υπακοή απέναντι στην κυβέρνηση και τον πρόεδρο.

Η αντιπολίτευση μπόρεσε να αξιοποιήσει τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας με την επίφαση των αντι-δημοφιλών μεθόδων των αρχών προς εμπόδιση της διάδοσης του COVID-19. Η διευθύντρια έκδοσης της «Hartiya-97» (Βαρσοβία) Natalya Radina πρότεινε μάλιστα να συγκληθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ , δίνοντας κίνητρα γι’ αυτό βάσει της χειροτέρευσης της επιδημιολογικής κατάστασης στο κράτος: την άνοιξη ο Lukashenko πρότεινε τη διεξαγωγή του πολέμου με την επιδημία «στο πεδίο της μάχης» αντί για την εφαρμογή μιας καραντίνας μεγάλης κλίμακας, μέτρου που εφαρμόστηκε στην πλειοψηφία των χωρών του κόσμου. Αυτού του είδους το μέτρο επέτρεψε στις εταιρείες να συνεχίσουν τις εργασίες τους και να διεξαχθεί η σπορά στο χωριό. Στη χώρα δεν έπαυσαν οι μαζικές εκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένου του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. O Lukashneko αντιλήφθηκε εξαιρετικά ότι η άλλη επιλογή θα ενίσχυε τους αντιπάλους του – στις διαδηλώσεις θα έβγαιναν και χιλιάδες άνεργοι.

Ακριβώς τη στιγμή της λήψης της απόφασης να πολεμήσει «κατά μονάς» τον κορονοϊό, η χώρα αντιμετώπιζε ισχυρή πληροφοριακή απομόνωση από τον έξω κόσμο. Κυρίως από τη Ρωσία. Το πλήρωμα του καναλιού OPT, αφού τράβηξε πλάνα για ένα προπαγανδιστικό θέμα δήθεν αναφορικά με την απόκρυψη από τις αρχές της Λευκορωσίας των πραγματικών διαστάσεων της επιδημίας, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ενώ δυο μέρες αργότερα – στις 9 Μαίου, ένα σεβαστό μέρος Ρώσων πολιτικών επιστημόνων συνηγόρησε στο μεγαλορωσικό σοβινισμό, βρίσκοντας κακώς καμωμένη την παρέλαση για την Ημέρα Νίκης στο Μινσκ. Ο Lukashenko είχε ήδη κατηγορήσει το κανάλι «NEzygar» και «τις δομές του Babic» (ο Babic είναι πρώην πρόξενος και έκτακτος εκπρόσωπος του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας στη Λευκορωσία) για ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας.

Το επίπεδο της υποκρισίας της αντιπολίτευσης αναφορικά με την επίφαση της εφαρμογής οργανωτικών μέτρων τάχα για τη «σωτηρία της ζωής των πολιτών» αποκαλύφθηκε στη συγκέντρωση της Tyhanovskaya τον Ιούλιο, που δεν κατέστη παράδειγμα εφαρμογής των ατομικών μέτρων προστασίας και κοινωνικής αποστασιοποίησης στο 1,5 μέτρο.

Επικοινωνία με τον πληθυσμό και τους ακτιβιστές

Οι αρχές της Λευκορωσίας εδώ και πολλά χρόνια προσπαθούν να σταματήσουν τη  χρηματοδότηση της αντιπολίτευσης από το εξωτερικό και στην τρέχουσα προεκλογική καμπάνια για τις προεδρικές εκλογές μείωσαν, κατά το μέγιστο, το χρόνο για τη συλλογή υπογραφών, γεγονός που εν μέρει προσδιόρισε και τη σύνθεση των συμμετεχόντων της. Οι πολιτικοί έπρεπε ως μέσο κινητοποίησης να χρησιμοποιήσουν τις πηγές πληροφοριών της νεολαίας με ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερη και εθνικιστική ρητορική: tut.by, ράδιο “Свобода”, kyky.org, citydog.by, The Village Belarus, naviny.by και πολλές άλλες, καθώς και τις προσπάθειες του δικτύου σύντομων «μηνυμάτων-καναλιών» του δημοφιλή blogger Stepan Pytilo και του πρώην δημοσιογράφου στο ραδιόφωνο “Свобода” Roman Protasevich (NEXTA), ο οποίος από το Νοέμβριο του περασμένου έτους καθοδηγούσε την προπαγάνδα από το εξωτερικό.

Αν στο ακροατήριο των Babariko και Chepkalo μπορούμε υπό όρους να αποδώσουμε τους πλούσιους, τους επιχειρηματίες και τη διανόηση, τότε η υπόσχεση του Tyhanovskyi απευθύνεται μάλλον στους μικροαστούς και τους ανέργους. Η αντιπολιτεύομενη “Наша нива” δεν εμπιστεύτηκε τον μπλόγκερ και διεξήγαγε έρευνα σχετικά με τη χρηματοδότηση του καναλιού του που ήταν αρκετά σκιώδης. Και όταν στο διαμέρισμα της μητέρας του, ανακάλυψαν 900.000$, η σύζυγος  του Tyhanovskyi δήλωσε ότι αν διέθετε τόσα χρήματα, ο άντρας της “σίγουρα δεν θα αγωνιζόταν για τα δικαιώματα του απλού λαού”.

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία και η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία πριν από 6 χρόνια άρχισε να γυρίζει την κοινή γνώμη των Λευκορώσων προς την πιο “ξεκούραστη” και προβλέψιμη Δύση. Μάλιστα η διαμάχη μεταξύ Μόσχας και Μινσκ για τις τιμές των πηγών ενέργειας και τη μη εισαγωγή αγροβιομηχανικών προϊόντων στη ρωσική αγορά χάλυβα στάθηκαν σημεία ανάπτυξης εθνικιστικών διαθέσεων από τη μία πλευρά και αλαζονείας της μεγάλης δύναμης από την άλλη. Οι κατηγορίες των Λευκορώσων παραγωγών από την πλευρά του Rospotrebnadzor στην πραγματικότητα, συχνά αποδεικνύονται ως αγώνας με τους ανταγωνιστές τους. Ο Λουκασένκο ούτε μια φορά δεν επεσήμανε το ρόλο του στην υπόθεση των εταιρειών που σχετίζονται με την οικογένεια του πρώην διευθυντή του Минсельхоз της Ρωσικής Ομοσπονδίας Alexander Tkachev. Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια πολύ πιο ισορροπημένη συμπεριφορά διαθέτουν τα κρατικά ΜΜΕ της Λευκορωσίας – δίχως μανούβρες, όχι όπως εκείνα της Ρωσίας. Για παράδειγμα, τη σύλληψη των στρατιωτών της ιδιωτικής πολεμικής βιομηχανίας “Wagner” στο σανατόριο κάτω από το Μινσκ οι ειδικοί την σχολίασαν όσο πιο σωστά γινόταν.

Παρ ‘ όλες τις προσπάθειες των αντιπάλων του Lukashenko, “η διεθνής κοινότητα” στην αρχή δεν επέδειξε την αμέριστη προσοχή της στην πορεία της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές στη Λευκορωσία. Μετά τη διάλυση της μεγαλύτερης στην ιστορία της χώρας, συγκέντρωσης διαμαρτυρίας στα τέλη του 2010, η Ευρωπαϊκή Ένωση οργάνωσε την επιβολή  πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων εναντίων των πρωταρχικών προσώπων του κράτους. Για τα μέτρα αυτά όμως επιβάλλονται μαζικοί ξυλοδαρμοί. Μάλιστα οι αρχές που διέλυσαν τις συγκεντρώσεις των πολιτών ήταν ήδη έτοιμες να τους επαναλάβουν, όπως ακριβώς συνέβη στις 9 Αυγούστου.

Επειδή ο πρόεδρος συχνά χρησιμοποιεί σοσιαλιστική φρασεολογία (πενταετές πλάνο, η Μόσχα είναι η πρωτεύουσα της πατρίδας μας, μπουρζουαζία κλπ.), οι συλλήψεις στους δρόμους τροφοδοτούν όχι μόνο τους δυσαρεστημένους έναντι της πολιτικής του αλλά και έναντι του σοσιαλισμού. Ο κριτικά σκεπτόμενος νέος, διαμαρτυρόμενος εναντίον της αστυνομίας, συχνά μετατρέπεται σε αντικομουνιστή και στη συνέχεια σε νεοφιλελεύθερο ή εθνικιστή. Οι απαγορεύσεις οδηγούν στη μία περίπτωση, στην απολίτικη στάση ή στην άλλη περίπτωση σε ινφαντισμό(πολιτική ανωριμότητα), σε ετοιμότητα δηλαδή να υποστηρίξει οποιονδήποτε αντίπαλο του Λουκασένκο. Αυτό ουσιαστικά το στοιχείο διευκόλυνε την επικοινωνία των αντιπάλων της εξουσίας με τους ψηφοφόρους τους.

Δημιουργία θετικής εικόνας του κινήματος

Και όμως κύριος υποψήφιος για τις τρέχουσες εκλογές έπρεπε να γίνει ο Viktor Babariko. Στην πραγματικότητα, αποτελούσε την πηγή της θετικής εικόνας του κινήματος. Η μητροπολιτική φιλελεύθερη διανόηση ήξερε τον τραπεζίτη ως μαικήνα στον τομέα του πολιτισμού. Αγόραζε έργα σύγχρονης τέχνης και μοντερνιστική ζωγραφική Λευκορώσων καλλιτεχνών, ειδικότερα τους πίνακες ζωγραφικής  του καλλιτέχνη Haim Sytin, για την ιδιωτική του συλλογή. Σε συνέντευξη του ο Babariko κατάφερε ταυτόχρονα να παραμείνει  ριζοσπάστης εθνικιστής μα και υποστηρικτής των κανονικών σχέσεων με τη Ρωσία, ενώ σιώπησε σχετικά με την κατασκευή του Σταθμού Πυρηνικής Ενέργειας στο Οστραβιέτς και είπε ότι δεν τον πειράζει η εμφάνιση Λευκορώσων ολιγαρχών.

O φιλικά προσκείμενος έναντι του συνασπισμού εναντίον του Λουκασένκο και πολιτικός Vladimir Milov, που για μεγάλο χρονικό διάστημα εργάστηκε στην κυβέρνηση με την “Gazprom”, αποκλείει πλήρως την αυτονομία του τέως επικεφαλής της θυγατρικής μονοπωλίου φυσικού αερίου (αναφέρεται στον Babariko και τους οικονομικούς δεσμούς του με την Gazprom). Παρά το μεγάλο αριθμό των συνεντεύξεων, σχετικά με την οικονομικό του πρόγραμμα ο τραπεζίτης δεν έλεγε τίποτα επικαλούμενος την έλλειψη δεδομένων προς ανάλυση.

Χρειάζονται στη βάση και την ανάλυση πραγματικά δεδομένα, τα οποία για την ώρα δυστυχώς δεν βρίσκονται στα χέρια μου ενώ πρέπει να οικοδομήσουμε ένα επιχειρηματικό σχέδιο για την ανάπτυξη της Λευκορωσίας. Δεν πιστεύω σε κανέναν οικονομικό πρόγραμμα που βασίζεται σ’ εκείνους τους αριθμούς που υπάρχουν σε ζωντανή και ανοικτή πρόσβαση – είπε.

Αλλά είπε και κάτι ακόμα. Σε συνέντευξη του, ο Babariko προτείνει την αποκρατικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος, κατά το πρότυπο των χωρών της Σκανδιναβίας, όπου στην εκπαιδευτική διαδικασία εμπλέκονται ιδιωτικές εταιρείες. Μέχρι που στο Γκέτεμποργκ ξεκίνησε τη λειτουργία του κι ένα θρησκευτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα για τζιχαντιστές.

Την άνοιξη ο τραπεζίτης εμπλέχτηκε στο σκάνδαλο που σχετίζεται με την εταιρεία του γιου του Edward, που αργότερα κατηύθυνε την προεκλογική του βάση –  την πλατφόρμα Ulej. Η Belgazprombank μοίρασε τις μεγάλες της δωρεές στην έκδοση των βιβλίων της Svetlana Alekseyevich. Αποδείχθηκε όμως ότι η online υπηρεσία έλαβε το 10% από τις μεταφράσεις, κάτι που πολλοί δεν ήξεραν ότι υπήρχε.

Τον Ιούνιο, οι αρχές κατηγόρησαν τον Babariko για φοροδιαφυγή και προσπάθεια διαφυγής εκτός της χώρας 400 εκατ. $ μέσω της λιθουανικής τράπεζας ATV’S. Τώρα ο τραπεζίτης βρίσκεται υπό κράτηση.

Τα κοινά σχέδια των αντιπάλων του Λουκασένκο στις εκλογές αναφορικά με τον  τομέα της οικονομίας εξέφρασε κάποιος άλλος υποψήφιος. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα “Белорусы и рынок ” η Anna Kanopachkaya δήλωσε ότι είναι “συνεπής υποστηρίκτρια της αποκρατικοποίησης των πάντων χωρίς εξαίρεση για τους τομείς της οικονομίας: από το σύμπλεγμα των πετροχημικών και την εξόρυξη μέχρι την αγροτική παραγωγή και την εναέρια συγκοινωνία”. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που έρθει στην εξουσία, θα βρεθούν σε ιδιωτικά χέρια το αεροδρόμιο “Μινσκ 2”, το συνδικάτο “Belneheftim” (περιλαμβάνει τα διυλιστήρια στο Mozir και το Novopolotsk, καθώς και “Hrodna Azot” που σήμερα βρίσκεται σε απεργία αλλά και η θυγατρική της “Himvolokno”), η “Belaruskalyi” και άλλες επιχειρήσεις.

Κύριο όπλο και ταυτόχρονα φιάσκο από την πλευρά των αντιπάλων του Λουκασένκο στάθηκαν τα fake news –λ.χ. αναφορικά με ακόμα μια χαμηλή κατάταξη του προέδρου ( 3%) στα γκάλοπ. Στο μικρό παντοπωλείο “Симбал” ξεκίνησαν μάλιστα να πωλούν μπλουζάκια με την επιγραφή “ПСИХО3%”, αλλά οι αρχές το έκλεισαν με το πρόσχημα των καταγγελιών από την πλευρά των ιδιοκτητών που το νοίκιαζαν. Το περίεργο είναι ότι την είδηση περί του 3% από τα «κανάλια μηνυμάτων» την αναπαρήγαγε και το Euronews, το οποίο γρήγορα ζήτησε συγγνώμη για το γεγονός και ακύρωσε την καταγραφή της.

Και μολονότι η πλαστή στατιστική έδωσε αυτοπεποίθηση στους διαδηλωτές, κατά τις πλήρως ρεαλιστικές στατιστικές παρουσιάζουν 24% της υποστήριξης τον Μάιο στο κέντρο του κράτους, στο πλέον παραδοσιακά αντιπολιτευτικό Μινσκ. Υπό αυτές τις συνθήκες το fake new περί του 3% ξεγύμνωσε το πρόβλημα δημοσιότητας της λευκορωσικής κοινωνιολογίας. Στη Λευκορωσική δημοκρατία μόνο το κράτος ασχολείται με την καταγραφή της κοινής γνώμης της κοινωνίας αναφορικά με τις ποσοστιαίες μετρήσεις των πολιτικών. Και στο βαθμό που απέναντι του υπάρχει μικρή εμπιστοσύνη ενώ η κοινωνιολογία είναι μια επιχείρηση δίχως ενδιαφέρον, εμφανίζονται «αξιόπιστες» μετρήσεις στις «εθνικές δημοσκοπήσεις» σε αντιπολιτευτικές online πηγές.

Έτσι λοιπόν η παρουσίαση του έμπιστου προσώπου της Tyhanovskaya στην πόλη Grodno με επαίνους για τον Αδόλφο Χίτλερ ήταν αυθεντική. Μολονότι αυτή τραβούσε επί μακρόν τις επεξηγήσεις, δημιουργεί την εντύπωση ότι οι υπόγειες συνομιλίες στα πλαίσια της αντιπολίτευσης είναι νόρμα. Έτσι ο μπλόγκερ ΝΕΧΤΑ στην ερώτηση αναφορικά με την κατάσταση, που είναι καλύτερες στη Λευκορωσία απ’ ότι στην Πολωνία, απάντησε:

Στη Λευκορωσία τα πράγματα είναι πιο καθαρά. Δεν μιλάω μόνο για τους δρόμους, που τους καθαρίζουν αυτά τα φτωχαδάκια. Αλλά (μιλάω) και γι’ αυτό, ό,τι δηλαδή στη Λευκορωσία τα πράγματα είναι καθαρότερα και στο φυλετικό επίπεδο. Ας το πούμε έτσι, δεν είμαι ρατσιστής, αλλά είναι η πραγματικότητα. Επειδή κανείς δεν θέλει να έρθει εδώ, ας πούμε, στη Λευκορωσία.

Ετοιμότητα απέναντι στην καταστολή και σύστημα κατάρτισης ακτιβιστών

Στα βιβλία του ο Popović εξηγεί: πρέπει κανείς να φτιάξει μαζικό κίνημα όταν διαθέτει μέλη που δεν θα φοβούνται την επαφή με την αστυνομία και τις δυνάμεις καταστολής. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζονται ειδικά σεμινάρια, στα οποία πρέπει να αναφέρονται τα πάντα, αναφορικά με αυτά που περιμένουν το άτομο σε περίπτωση σύλληψης, δίκης, φυλάκισης κα. Μόνο που εκπαιδευτές για χιλιάδες ακτιβιστές «προς επιλογή» δεν εμφανίστηκαν στη Λευκορωσία.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση δημιουργήθηκε τάχα μια σειρά ανώνυμων πρωτοβουλιών. Για παράδειγμα, η online υπηρεσία «Zubr» παρέχει δεδομένα για τη σύσταση όλων των εκλεκτικών επιτροπών, η πλατφόρμα «Chestnye Liudy» συλλέγει πληροφορίες για την επίβλεψη των εκλογών, τις καταπατήσεις της νομοθεσίας κι εν μέρει τις απορρίψεις υπογραφών για τους υποψηφίους στις προεδρικές εκλογές. Επίσης η υπηρεσία ασχολείται με την απασχόληση των θυμάτων της «καταστολής». Ανάλογη μ’ αυτήν υπηρεσία με κενές θέσεις υπάρχει και στο ByChange. Αλλά ο Popović υπογραμμίζει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάμε τον ρόλο της τεχνολογίας του διαδικτύου. Όπως και να’ χει οι μάζες πρέπει να βγουν στους δρόμους.

Ούτε ένα όμως από τα σχέδια της «παλιάς» αντιπολίτευσης δεν «άνοιξε πυρ»: ούτε το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών Σπουδών στη Βίλνα, που δημιουργήθηκε για την παραγωγή της «νέας ελίτ» 15 χρόνια πριν ούτε το «Πρόγραμμα Kalinowski» για διαγραφέντες φοιτητές λόγω πολιτικών κινήτρων ούτε και το τηλεοπτικό κανάλι «Belsat». Το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Ανθρωπιστικών Επιστημών χρησιμοποιεί το πρόγραμμα της νεολαίας σαν χαραμάδα για μετανάστευση ενώ το «Belsat» που εκπέμπει από την Βαρσοβία δεν κατάφερε ακόμη να γίνει το «τραγούδι των σειρήνων». Τυπικό θέμα: οι κάτοικοι της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι υπέρμαχοι του τσάρου και υποστηρικτές της βίας ενώ αντίθετα οι Λευκορώσοι θέλουν την ελευθερία τους.

Σχεδόν 10 χρόνια πριν, ο φοιτητής του «Λευκορωσικού Κολλεγίου» και μελλοντικός συντάκτης αυτού του κειμένου βρέθηκε σ’ ένα θερινό θέρετρο για την προετοιμασία πολιτικών ακτιβιστών στη Βαρσοβία. Για τη συμμετοχή ήταν αρκετή μια έκθεση με θέμα την «δικτατορία». Η εκπαίδευση των μελλοντικών ηγετών της αντιπολίτευσης συμπεριλάμβανε διαλέξεις πάνω στα δικαιώματα του ατόμου, τα δημοκρατικά δικαιώματα, την ελευθερία λόγου και τα ΜΜΕ, τις πτυχές ανάδυσης των ΜΚΟ κα. Έγιναν παρουσιάσεις από εκπροσώπους του «Belsat», γνωστούς πολιτικούς επιστήμονες, οικονομολόγους και πολιτικούς. Όλα τα έξοδα για αυτό το θερινό σεμινάριο πληρώθηκαν από δομές των ΗΠΑ. Αλλά εξεπλάγην έντονα όταν είδα εκεί να συνυπάρχουν πρωτάρηδες και πλήρως διαμορφωμένοι ακτιβιστές. Για να καταλάβετε, θέσεις στο «θερινό σεμινάριο» δεν έλαβαν μόνο φοιτητές αλλά και φίλοι των διοργανωτών. Και η εντελώς γνωστή σήμερα Λευκορωσίδα ποιήτρια, η οποία αργότερα έγραφε και απήγγειλε στίχους προς τιμή του «μαχητή ενάντια στο καθεστώς” Milinkevich, βρισκόταν τότε επικεφαλής.

Όμως το πιο ξεκάθαρο γεγονός στα πλαίσια εκείνου του σεμιναρίου στάθηκε η γνωριμία μας με τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών εκείνης της χώρας (της Πολωνίας). Ευθέως στην ενημέρωση του γραφειοκράτη του υπουργείου καταγραφόταν ότι τον επόμενο χρόνο η Πολωνική Δημοκρατία θα μοίραζε πολλά χρήματα για την ανάπτυξη της δημοκρατίας καθώς και στο «πρόγραμμα Kalinowski», περισσότερα απ’ ότι τον προηγούμενο. Όλοι χειροκρότησαν ομόθυμα ενώ εγώ καθόμουν και σκεφτόμουν πως όλο αυτό πρόκειται για τη χρηματοδότηση ενός πραξικοπήματος.

Η τωρινή κατάσταση στη Λευκορωσία θυμίζει την Ουκρανία κατά τη διετία 2013-2014 – με την έννοια ότι όσοι δεν είναι ικανοποιημένοι με την οικονομική κατάσταση, το επίπεδο των πολιτικών ελευθεριών, την κατάσταση στην εκπαίδευση, στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και στον πολιτισμό αναζητούν υποστήριξη στη δεξιά. Από την πλευρά του πολιτισμού αντίστοιχους προσανατολισμούς διαμορφώνουν η αντικομουνίστρια Svetlana Alekseyevich, οι τηλεοπτικές σειρές που χειρίζονται τη συνείδηση όπως το «Chernobyl» της HBO, η διάσημη κωμωδία «Ηrystal» όπου η δημιουργική νεολαία διακρίνεται επικερδώς μέσα σ’ ένα φόντο ηλικιωμένων της υπαίθρου, «οι ενέσεις υποστήριξης» υπέρ του Kyropat, η υποκίνηση του μίσους εναντίον των Ρώσων και ο αντι-μεγαλορωσικός εθνικισμός. Εντέλει προκύπτει ότι αν τοποθετείσαι εναντίον του Babariko, είσαι το φαράσι της «ρωσικής ειρήνης», και χρήζεις περίθαλψης.

Λόγω της έλλειψης αριστερών κομμάτων οι εργάτες και οι υπάλληλοι των βασικών επιχειρήσεων δεν εκπροσωπούν τα δικά τους συμφέροντα. Πολλοί είναι έτοιμοι να δουλέψουν υπερωρίες παρ’ όλη τη βλάβη στην υγεία τους, την οικογενειακή τους ζωή, την εκπαίδευση και σε κάθε άλλη περίπτωση. Μπορεί ακόμα να ακούσει κανείς από τους συνταξιούχους : «Οι Λευκορώσοι πρέπει να μπουν στην Ενωμένη Ευρώπη». Αυτό το λένε συχνά οι γονείς εκείνων που ήδη μετανάστευσαν στις πλούσιες χώρες της ΕΕ. H έξοδος των εργοστασιακών εργατών στις πολιτικές συναντήσεις αυτής της εβδομάδας εξηγείται με πολλούς τρόπους.

Οι κομουνιστές δεν έλαβαν καθόλου μέρος στην τρέχουσα εκλογική καμπάνια. Για μια σειρά αντικειμενικών και υποκειμενικών αιτιών δεν προέκυψε αριστερό κίνημα στη Λευκορωσία. Τα τελευταία δέκα χρόνια σημειώθηκαν μόλις κάποια βήματα προς την ανάπτυξη ενός «αριστερού youtube». Όμως εκτός του ψηφιακού κόσμου αναφύονται ακόμη προβλήματα με περαιτέρω επιπτώσεις. Έτσι ο εκπρόσωπος ενός από τους κύκλους της πόλης αφηγήθηκε στον συντάκτη αυτού του άρθρου πως λίγο πριν τις εκδηλώσεις μνήμης ο επικεφαλής ενός εκ των κομμάτων του ζήτησε να βρει κοντάρι για μια κόκκινη σημαία. Αρκετοί «αριστεροί» εκλιπαρούν για οικονομική στήριξη από τις αρχές. Παραδείγματος χάρη, ο ηγέτης του κόμματος «Spravedlivyi Mir» Sergey Kalyakin στην προεκλογική καμπάνια των εκπροσώπων του Λευκορωσικού Εθνικού Μετώπου και εκείνος του Ενωμένου Κόμματος των Πολιτών ζήτησαν από την κυβέρνηση περίπου 500.000$. Ο Kalyakin «συνενώθηκε» με τους δεξιούς ήδη από το 2003, μπαίνοντας στον συνασπισμό «ΠИТЁРКА+» (όπου μετέχουν το κεντροδεξιό κόμμα БНФ, το δεξιό κόμμα ΟΓΠ, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Λευκορωσίας, το Κόμμα της Εργασίας και το Κόμμα Κομουνιστών της Λευκορωσίας) ενώ ένα μέρος των «δικαίων» πρόθυμα συμμετείχε στα δεξιά δρώμενα των διαδηλώσεων.

Οι οργανώσεις όμως που υφίστανται στα χαρτιά, δίχως τη στήριξη των εργατών, μεταβάλλονται είτε σε όχλο είτε σε πολύ στενά συγκεντρωτικές δομές, γεγονός το οποίο και στις δύο περιπτώσεις οδηγεί στο ίδιο αξιοθρήνητο αποτέλεσμα. Στη Λευκορωσία λατρεύουν να αντιγράφουν τα παραδείγματα της Ρωσίας. Παραδείγματος χάρη, στην πρωτεύουσα υπάρχει μια ομάδα κομουνιστών, η οποία δημιουργήθηκε από το φαν κλαμπ του Ταμείου των εργαζομένων της Ακαδημίας του Mihail Popov. Στην κατάσταση αυτή, όταν δηλαδή στη χώρα δεν υπάρχουν αριστερά κόμματα ή μαχητικά συνδικάτα, διάφοροι «αριστεροί» συνδέονται με την άνοδο του οικονομικού αγώνα των εργατών στη συγκυρία της άφιξης στην εξουσία νεοφιλελεύθερων, εθνικιστικών δυνάμεων. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της επίφασης τέτοιοι «αριστεροί» υπολογίζουν ότι θα μπορέσουν να φέρουν την εξουσία αυτή σε κατά πολύ χειρότερες πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες. Ο Viktor Babariko είχε ήδη δηλώσει ότι σε περίπτωση δικής του νίκης θα κλείσει μια σειρά επιχειρήσεων. Ποιες είναι λοιπόν οι πιθανότητες προώθησης απεργιών σε συνθήκες ανεργίας ή πίεσης των εθνικιστών ή ακόμα και μαζικής μετανάστευσης στην Ρωσική Ομοσπονδία και την Πολωνία;

Αυτό που εμπόδιζε τους αριστερούς ήταν είτε να τροφοδοτήσουν με μέσα περιφρούρησης αυτούς που πρέπει κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή μήπως να συμμετέχουν στη διανομή του νερού όταν προέκυψε ζημιά στην υδροδότηση του Μινσκ; Όλα αυτά τα έκαναν οι δεξιοί, μην αγνοώντας την προπαγάνδα. Για χατίρι όμως της αλήθειας αξίζει να σημειωθεί ότι οι αριστεροί δεν έχουν ούτε σπόνσορες ούτε τους επαρκούν οι προμήθειες, η στήριξη των ΜΜΕ, οι πρωτοβουλίες ούτε και η εμπειρία. Και σαν αποτέλεσμα αυτοί σχεδόν δεν λαμβάνουν μέρος στην κοινή ζωή.

Θα αλλάξει έτσι λοιπόν η εξουσία στη Λευκορωσία; Παρόμοιες διαδηλώσεις ξεδιπλώθηκαν στη χώρα και παλιότερα: οι «σιωπηρές δράσεις» τις Τετάρτες του 2011 όπως κι εκείνες «ενάντια του παρασιτισμού» το 2017. Ενώ πολιτικοί ανάλογοι των Chepkalo και Babariko, τους οποίους σήμερα αντικατοπτρίζουν οι αποδείξεις της διάσπασης της ελίτ, υπήρχαν και παλιότερα: οι Anatoly Lebedko, Andrey Sannikov και πολλοί άλλοι. Οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης ήδη από τον Ιούνιο ξεκίνησαν να καλούν σε κινητοποιήσεις «στην πλατεία» ως και αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας στις 9 Αυγούστου. Έτσι λοιπόν οι αρχές προετοιμάστηκαν, προστρέχοντας ωστόσο στην ωμή καταστολή, την οποία χρησιμοποίησαν κατά γράμμα εναντίον των αντιπάλων τους.

Ως αποτέλεσμα, η κατάσταση άλλαξε βαθιά και είναι βασικό να διακρίνουμε αυτούς που βγαίνουν στους δρόμους τις τελευταίες μέρες. Πολλοί, στους οποίους περιλαμβάνονται οι εκπρόσωποι των εργατικών ενώσεων, οι εκπαιδευτικοί, οι γιατροί και οι απεργοί εργάτες των πολυάριθμων βιομηχανικών επιχειρήσεων τίθενται εναντίον των γκλομπ των δυνάμεων ασφαλείας. Οι δηλώσεις των κύριων συνδικάτων επιπλέον τίθενται εναντίον των χτυπημάτων,  απαιτώντας εκκαθάριση όλων των οργάνων της εξουσίας και τιμωρία των παραβατών υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών. Βέβαια και παρά το γεγονός ότι η αντιπολίτευση του Λουκασένκο διαθέτει σήμερα τις πιο μεγάλες ευκαιρίες εκκινώντας από το 1994, η πολιτικοποίηση στη χώρα είναι προσωρινή και θυμίζει τις προηγούμενες, που πραγματοποιήθηκαν ανά 5 χρόνια στις προεκλογικές εκστρατείες.

Σημειώσεις μετάφρασης

Страна для Жизни: Χώρα για ζωή (ρωσικά και λευκορωσικά)

flash mobs: μορφή δρώμενου και κινητοποίησης όπου ένα πλήθος συγκεντρώνεται ταχύτατα σε δημόσιο χώρο, διεξάγει μια συγκεκριμένη δράση ή διαμαρτυρία και κατόπι διαλύεται άμεσα.

Наша нива: Το χωράφι μας (λευκορωσικά)

Svetlana Alekseyevich: αντικομουνίστρια Λευκορωσίδα λογοτέχνης, που έλαβε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2015 ακριβώς λόγω της αντικομουνιστικής ταυτότητας του έργου της.

Белорусы и рынок: οι Λευκορώσοι κι οι αγορά (ρωσικά και λευκορωσικά)

Φαράσι: η ρωσική λέξη «совок», που στα ελληνικά σημαίνει «φαράσι», στη σημερινή αργκό χρησιμοποιείται για να αποτυπώσει περιπαικτικά τον άνθρωπο της σοβιετικής εποχή ή εκείνον που την αναπολεί.

Εκδηλώσεις μνήμης: οι εορταστικές εκδηλώσεις στη μνήμη της νίκης του Κόκκινου Στρατού έναντι της Ναζιστικής Γερμανίας, που τόσο στη Ρωσία όσο και στη Λευκορωσία πραγματοποιούνται στις 9 Μαίου.

Πηγή: liva.com.ua

Μετάφραση: antapocrisis.gr