Ατομικό σχολείο, το ανώτατο στάδιο του ατομικού φιλελευθερισμού;

Αναδημοσιεύουμε ένα ρεπορτάζ της Dana Goldstein, εθνική ανταποκρίτρια των New York Times στα θέματα εκπαίδευσης, γύρω από τα κουπόνια στην εκπαίδευση. Δηλαδή την πολιτική που αντί να χρηματοδοτεί το δημόσιο σχολείο, δίνει κουπόνια στην οικογένεια και αυτή επιλέγει πού και πώς θα τα ξοδέψει για “υπηρεσίες εκπαίδευσης”, συνήθως σε ιδιωτικές δομές εκπαίδευσης.
Μια πιλοτική εφαρμογή αυτής της πολιτικής ζούμε εδώ και 10 χρόνια περίπου και στην Ελλάδα, όσον αφορά την προσχολική αγωγή. Οι δήμοι υποχρηματοδοτούνται για παιδικούς σταθμούς και οι θέσεις δεν φτάνουν. Κάποιες οικογένειες λαμβάνουν κουπόνι από το κράτος και αυτές με την σειρά τους γράφουν το παιδί τους σε κάποιον ιδιωτικό παιδικό σταθμό.
Η πολιτική της αφαίρεσης χρημάτων από την δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης και η διοχέτευσή τους σε ιδιωτικά μαγαζιά εκπαίδευσης μέσω των κουπονιών, είναι εξάλλου και βασική δέσμευση στο πρόγραμμα της ΝΔ.
Αν και η πολιτική αυτή υπάρχει στις ΗΠΑ πάνω από 15 χρόνια ως μορφή ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης και έχει περιγραφεί γλαφυρά στο ντοκιμαντέρ “Backpack full of cash” με αφηγητή τον Ματ Ντέιμον, το συγκεκριμένο ρεπορτάζ περιγράφει το “πάντρεμα” αυτής της πολιτικής με μια νέα κουλτούρα “γονεϊκών δικαιωμάτων” που αναδύεται στην εποχή όπου ο φιλελευθερισμός και τα ατομικά δικαιώματα αποτελούν κάτι σαν θρησκεία και σίγουρα αξιολογούνται πιο σημαντικά από τα κοινωνικά δικαιώματα η τα κοινωνικά συμφέροντα.
Έτσι σε αμφισβήτηση πλέον δεν τίθεται μόνο η δημόσια εκπαίδευση, που ως βασική πολιτική του κομμουνιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος, αποτέλεσε βασικό μοχλό στον 20ο αιώνα, για την έξοδο  εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων από την αμορφωσιά, την φτώχεια και την καθυστέρηση.
Τίθεται η ίδια η έννοια της γνώσης, της επιστήμης, της παιδαγωγικής, της ανάγκης να υπάρχει ένα ενιαίο αναλυτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα με το οποίο οι καινούριες γενιές θα αποκτούν πρόσβαση στην γνώση και τον πολιτισμό που έχει κατακτήσει, ως τώρα, η ανθρωπότητα.
Ο γονέας που ξέρει καλύτερα από τον εκπαιδευτικό ή την επιστήμη το “καλό του παιδιού του”, ο γονέας που αναδεικνύει την δική του ταυτότητα, θρησκευτική,  σεξουαλική, χρώματος, σε βασικό κριτήριο, αναπαράγοντας έτσι πολλαπλά γκέτο και μειονότητες, ο γονέας – πελάτης στην τελική που μπορεί να αγοράσει την εκπαίδευση και την “γνώση” που “του ταιριάζει”  με τα κουπόνια που θα του δίνει το κράτος, αντί αυτά να προσανατολίζονται για ένα δωρεάν συμπεριληπτικό σχολείο, την ευθύνη του οποίου θα την έχει η παιδαγωγική επιστήμη και η (όποια) οργανωμένη κοινωνία και που θα αμβλύνει τις ανισότητες και που θα στοχεύει να ανεβάζει το μορφωτικό επίπεδο σε όλα τα παιδιά.
Κυρίως όμως σε ένα σχολείο που όλα τα παιδιά θα έχουν κοινή εκπαίδευση για την θεωρία την εξέλιξης, την κβαντική φυσική, την Ιστορία.
Κοινώς, αν η ιδιωτικοποίηση μας πάει 100 χρόνια πίσω, πριν τις μεγάλες αλλαγές στις δημόσιες πολιτικές που έφεραν οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις, ο συνδυασμός της με την ιδεολογία-θρησκεία των ατομικών δικαιωμάτων, μας πάει 300 χρόνια πίσω, πριν τον Διαφωτισμό και την προσπάθεια για μια κοινή ερμηνεία και αντίληψη για τον κόσμο.

Το σχολείο τελείωσε

Η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών μαθητών φοιτά σε δημόσια σχολεία. Αλλά ο αριθμός αυτός μειώνεται. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σε περισσότερες από τις μισές πολιτείες, οι γονείς μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν δημόσιο χρήμα για να εκπαιδεύσουν τα παιδιά τους – στο σπίτι, στο διαδίκτυο, σε ιδιωτικά σχολεία. Φέτος, ένα εκατομμύριο μαθητές χρησιμοποίησαν κάποιο είδος κουπονιού ιδιωτικής εκπαίδευσης, υπερδιπλάσιος αριθμός σε σχέση με τέσσερα χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με νέα έρευνα της EdChoice, μιας ομάδας που υποστηρίζει την επιλογή ιδιωτικών σχολείων και παρακολουθεί τον τομέα.

Το αποτέλεσμα είναι ένα αυξανόμενο κίνημα «διάλεξε τη δική σου περιπέτεια στην εκπαίδευση». Οι γονείς επιτρέπεται να βρουν οποιοδήποτε εκπαιδευτικό πρόγραμμα θεωρούν ότι ταιριάζει στις πεποιθήσεις τους και στις ανάγκες των παιδιών τους. Ωστόσο, δεν είναι σαφές πώς, ή αν, η λογοδοσία ή τα πρότυπα θα επιβληθούν εκτός των παραδοσιακών σχολείων.

Τι οδηγεί σε αυτή την αλλαγή; Η πανδημία ώθησε πολλές οικογένειες να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν τα παιδιά τους. Οι Ρεπουμπλικάνοι νομοθέτες υιοθέτησαν την επιλογή ιδιωτικών σχολείων ως μέρος μιας ευρύτερης ώθησης για τα γονικά δικαιώματα. (Βλέπουν επίσης το θέμα ως έναν τρόπο να προσελκύσουν νέους γονείς -συχνά μαύρους και λατινοαμερικάνους- οι οποίοι είναι επικριτικοί για τον τρόπο με τον οποίο τα δημόσια σχολεία εξυπηρετούν τα παιδιά τους). Και οι δάσκαλοι αναφέρουν έντονη εξουθένωση, με ορισμένους να εγκαταλείπουν τα δημόσια σχολεία για να ανοίξουν μικρές επιχειρήσεις-δήθεν σχολεία που μπορούν να δεχτούν αυτά τα κουπόνια.

Έγραψα για αυτά τα “μικροσχολεία” σε ένα άρθρο που δημοσίευσαν οι Times. Στο σημερινό ενημερωτικό δελτίο, θα εξηγήσω γιατί οι γονείς επιλέγουν να εγκαταλείψουν τα δημόσια σχολεία – και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η χώρα εκπαιδεύει όλα τα παιδιά της.

Ποια είναι η απήχηση;

Πέρασα πρόσφατα μια εβδομάδα στην περιοχή της Ατλάντα, μιλώντας με γονείς που απομάκρυναν τα παιδιά τους από τα δημόσια σχολεία για να φοιτήσουν σε μικροσχολεία. Μερικά έχουν μόλις έξι μαθητές. Ενώ τα περισσότερα διευθύνονται από πτυχιούχους εκπαιδευτικούς, στην ουσία δεν είναι απαραίτητο να είναι: Ο τομέας είναι ανεξέλεγκτος και ο καθένας μπορεί να ανοίξει ένα μικροσχολείο.

Το επόμενο έτος, η πολιτεία της Τζόρτζια θα αρχίσει να προσφέρει 6.500 δολάρια, μέσω ενός λογαριασμού εκπαιδευτικής αποταμίευσης, σε οικογένειες που αποσύρουν τα παιδιά τους από σχολεία που ανήκουν στο κατώτερο 25 τοις εκατό από ακαδημαϊκή άποψη. Ορισμένοι γονείς που συνάντησα ελπίζουν να ξοδέψουν αυτά τα χρήματα στα μικροσχολεία, σε προμήθειες για το σπίτι, σε ψυχοθεραπεία ή σε φροντιστήρια.

Μερικοί ήταν χριστιανοί συντηρητικοί που θέλουν να διδάσκεται η Βίβλος ως ιστορία. Μια μητέρα παραπονέθηκε για τους LGBTQ εκπαιδευτικούς των δημόσιων σχολείων και παραπονέθηκε για την έμφαση που, όπως είπε, δίνεται στο φύλο και τη φυλή.

Αλλά πιο συνηθισμένοι ήταν οι γονείς που δεν είχαν τίποτα εναντίον του δημόσιου σχολείου, εκτός από το ότι τα παιδιά τους δεν πέτυχαν εκεί. Η Nicole Timmons είπε ότι η κόρη της, η Sienna, 15 ετών, δεν προχωρούσε ακαδημαϊκά. Η Sienna παρακολουθεί τώρα την C.H.O.I.C.E. Preparatory Academy, ένα μικροσχολείο στην κομητεία Gwinnett. Εξυπηρετεί σχεδόν αποκλειστικά μαύρους μαθητές. Ένα απόγευμα του Απριλίου εκεί, είδα περίπου 40 μαθητές, ηλικίας 8 έως 17 ετών, να εργάζονται σε μικρές ομάδες πάνω στις ρίζες ελληνικών και λατινικών λέξεων και να κατασκευάζουν απλούς ηλεκτρομαγνητικούς κινητήρες.

Η έκρηξη της μη παραδοσιακής εκπαίδευσης συνοδεύεται από ένα νέο πολιτικό λεξιλόγιο. Οι συντηρητικοί που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να δίνει χρήματα στους γονείς για αυτά τα προγράμματα δεν μιλούν πλέον πολύ για κουπόνια. Τώρα πλέκουν το εγκώμιο των χρημάτων που στέλνονται απευθείας στις οικογένειες σε λογαριασμούς εκπαιδευτικών αποταμιεύσεων και μιλούν για “επιχειρηματικότητα” και “εκπαίδευση χωρίς άδεια” – χωρίς συνδικάτα εκπαιδευτικών ή εντολές για το πρόγραμμα σπουδών και με πολύ λιγότερες τυποποιημένες εξετάσεις.

Μικρή λογοδοσία

Καθώς οι γονείς ξοδεύουν κρατικά χρήματα, η αγορά της ιδιωτικής εκπαίδευσης αυξάνεται – με λίγους ελέγχους ποιότητας. Οι δάσκαλοι δεν χρειάζεται να είναι πιστοποιημένοι, ούτε ακόμη και να κατέχουν πτυχία κολεγίου. Οι εγκαταστάσεις μπορεί να μην επιθεωρούνται. Τα σχολεία μπορούν να διδάσκουν ό,τι θέλουν. Ορισμένες πολιτείες έχουν εγκρίνει αμφισβητήσιμες δαπάνες για την κατ’ οίκον εκπαίδευση, όπως κονσόλες παιχνιδιών, τραμπολίνο, σνακ, τηλεοράσεις και κάρτες θεματικών πάρκων. Τα κουπόνια των τελευταίων δεκαετιών έδειξαν απογοητευτικά ακαδημαϊκά αποτελέσματα.

Τα προγράμματα επιλογής ιδιωτικών σχολείων είναι δημοφιλή στους γονείς παιδιών με αναπηρία. Οι διευθυντές των δημόσιων σχολείων προτείνουν μερικές φορές τα κουπόνια στους γονείς όταν τα παιδιά τους αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ιδίως με τη συμπεριφορά τους. Αλλά η αποδοχή ενός κουπονιού συχνά σημαίνει εγγραφή σε ένα πρόγραμμα που δεν υποχρεούται να ακολουθεί την ομοσπονδιακή νομοθεσία για την αναπηρία. Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί συχνά δεν παρέχουν επιτόπιες θεραπείες.
Οι υποστηρικτές της επιλογής ιδιωτικών σχολείων αγκαλιάζουν την έλλειψη κανονισμών. Λένε ότι η αγορά θα διορθωθεί από μόνη της καθώς οι γονείς θα αποσύρουν τα παιδιά τους από τα μέτρια προγράμματα. “Βρισκόμαστε εν μέσω μιας αλλαγής στο τι εννοούμε με τον όρο υπευθυνότητα”, δήλωσε ο Robert Enlow, διευθύνων σύμβουλος της EdChoice, μιας ομάδας που κλίνει προς τα δεξιά.

Τι θα ακολουθήσει

Ο Enlow και άλλοι οραματίζονται ένα μέλλον στο οποίο όλοι οι γονείς, ανεξαρτήτως εισοδήματος, θα μπορούν να ξοδεύουν τη χρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου ανά μαθητή των παιδιών τους σε υπηρεσίες à la carte – από δίδακτρα σε ιδιωτικό σχολείο μέχρι μαθήματα μουσικής και εκπαιδευτικό λογισμικό. Ακόμα και οι σχολικές περιφέρειες θα μπορούσαν να γίνουν παίκτες σε αυτή την αγορά, πουλώντας θέσεις σε προχωρημένα μαθήματα σε κατ’ οίκον μαθητές των οποίων οι γονείς δεν είναι εξοπλισμένοι για να διδάξουν ισπανικά ή φυσική.

Προβάλλουν αυτό το όραμα ως ένα όραμα που μπορεί να προσελκύσει και τους φιλελεύθερους που ενδιαφέρονται για την ισότητα. Η Νταϊάνα Λόπεζ, της οποίας ο γιος φοίτησε φέτος σε μικροσχολείο αφού δυσκολεύτηκε στο δημόσιο νηπιαγωγείο, είχε γενικά ψηφίσει τους Δημοκρατικούς της Τζόρτζια. Αλλά το κόμμα τους αντιτίθεται στους λογαριασμούς εκπαιδευτικών αποταμιεύσεων. “Έπρεπε να αρχίσω να σκέφτομαι ξανά ποιος είναι μας εκπροσωπεί”, όπως ανέφερε;

Οι δημοκράτες και οι υποστηρικτές της δημόσιας εκπαίδευσης επισημαίνουν ότι πολλές από τις πολιτείες με ρεπουμπλικανική ηγεσία που προσφέρουν κουπόνια ξοδεύουν ούτως ή άλλως σχετικά λίγα για τα σχολεία τους – οπότε δεν είναι περίεργο που οι γονείς θέλουν να φύγουν.

Προς το παρόν, το ποσοστό των Αμερικανών μαθητών που χρησιμοποιούν κουπόνια είναι μικρό – περίπου ένα στα 50 παιδιά. Αλλά προσθέτει άλλη μια πρόκληση για τα παραδοσιακά δημόσια σχολεία. Σε εθνικό επίπεδο, έχουν δει μείωση των εγγραφών λόγω των χαμηλών γεννήσεων και της ελκυστικότητας άλλων επιλογών. Τώρα οι νέοι νόμοι θα μπορούσαν να μετατρέψουν την επιλογή ιδιωτικών σχολείων σε ένα ανταγωνιστικό μοντέλο, αντικατοπτρίζοντας την άνοδο των σχολείων τσάρτερ.

Πηγή: New York Times

Μετάφραση: antapocrisis

Η καχεκτική δημοκρατία της Νέας Δημοκρατίας: Βιομηχανία διώξεων εκπαιδευτικών

Σχόλιο του antapocrisis.

Οι συνδικαλιστικές διώξεις ενάντια σε εκπαιδευτικούς συνεχίζουν και αυξάνονται φτάνοντας τις 22 πανελλαδικά. Πρόκειται για μια βιομηχανία διώξεων που λειτουργεί προκλητικά, αυθαίρετα και εκβιαστικά και εκτελείται από τα κομματικά στελέχη της ΝΔ στην εκπαίδευση και τις αντίστοιχες διευθύνσεις, με προφανή ενορχήστρωση από τις κυβερνητικές υπηρεσίες.

Ενδεικτικά, οι συσκέψεις εκπαιδευτικών αναφέρουν τα παρακάτω περιστατικά:

Παραπομπή στο πειθαρχικό σε 11 εκπαιδευτικούς με την απίστευτη κατηγορία της «ανάρμοστης συμπεριφοράς εκτός υπηρεσίας» γιατί απλά συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις και για συνδικαλιστική/κοινωνική δράση. 2  συνάδελφοι γιατί διαδήλωναν στις 6/12/2020 (πορεία με αφορμή τα 12 χρόνια από την δολοφονία του Γρηγορόπουλου), παρά την απαγόρευση διαδηλώσεων λόγω κόβιντ. Επίσης, 4 συνάδελφοι γιατί, σε κινητοποίηση της ΕΛΜΕ Πειραιά, στο σχολείο που διεξαγόταν ο διαγωνισμός PISA, ενημέρωσαν τους εκπαιδευτικούς του σχολείου για το δικαίωμα που είχαν να κάνουν στάση εργασίας. 1 δάσκαλος στην Θεσσαλονίκη γιατί συμμετείχε στις κινητοποιήσεις ενάντια στους πλειστηριασμούς κατοικιών. 4 συνδικαλιστές σε Θεσσαλονίκη – Ημαθία για την συμπεριφορά τους κατά την διάρκεια συνέλευσης της ΕΛΜΕ.

Στον Πειραιά επίσης και με την απαράδεκτη κατηγορία για «κακόβουλη κριτική κατά της κυβέρνησης», έχουν κατατεθεί 2 διώξεις, γιατί εκπαιδευτικοί-συνδικαλιστές έκαναν κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης στο διαδίκτυο (!).

Στην Αθήνα πάλι 3 διώξεις σε καθηγήτριες γιατί διαμαρτυρήθηκαν για τα κενά στα σχολεία και σε 3 δασκάλες γιατί αδυνατούσαν να κάνουν τηλεκπαίδευση από το σπίτι τους, κατά την κακοκαιρία το Φεβρουάριο του 2023.

Τρεις συνδικαλιστές-εκπαιδευτικοί της ΕΛΜΕ Πειραιά, καλέστηκαν στο αστυνομικό τμήμα για «εξηγήσεις» και για μήνυση που κατατέθηκε εναντίον τους για κινητοποίηση που έγινε το 2023 κατά την διάρκεια εκδήλωσης που διοργάνωνε ο ΔΙΔΕ Πειραιά για να διαφημίσει τα ιδιωτικά σχολεία!

Μπορεί στη βιομηχανία διώξεων και μηνύσεων να πρωταγωνιστεί ο ΔΔΕ Πειραιά, είναι φανερό όμως ότι η προσπάθεια περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης και τρομοκράτησης όποιου αγωνίζεται είναι κεντρική κυβερνητική επιλογή. Δεν είναι επίσης άσχετη και με τους νόμους (Γεωργιάδη κ.α.) που περιορίζουν το δικαίωμα στην συνδικαλιστική δράση στον ιδιωτικό τομέα.

Ο φάκελος του πειθαρχικού που αφορά τους εκπαιδευτικούς που κινητοποιήθηκαν στον Πειραιά ενάντια στον διαγωνισμό PISA ή οι διώξεις συνδικαλιστών για την στάση τους σε ΓΣ ΕΛΜΕ στην Θεσσαλονίκη, δείχνει ότι έχουμε έως και ποινικοποίηση ανακοινώσεων παρατάξεων και εξόφθαλμες προσπάθειες σκευωρίας και κατασκευής ενόχων. Αποδεικνύεται ότι γυρίζουμε σε πρακτικές 70 χρόνων πίσω, όταν δρούσε ανεξέλεγκτα το συνδικαλιστικό της ασφάλειας! 

Είναι φανερό ότι το υπουργείο επιδιώκει οι διωκόμενοι συνάδελφοι να καταστούν όμηροι και παραδείγματα “προς αποφυγήν” για τον κλάδο μπροστά στις κινητοποιήσεις που γίνονται και θα γίνουν το επόμενο διάστημα. Κινητοποιήσεις ενάντια στην υποβάθμιση και την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης συνολικά με αιχμές τα ΑΕΙ και την Τεχνική Εκπ/ση και Κατάρτιση (ΤΕΕ/ΕΕΚ), αλλά και απέναντι στις επισκέψεις/επιθέσεις των αξιολογητών στα σχολεία.

Σήμερα Πέμπτη 21 Μαρτίου και ώρα 18:30 στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά θα πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση – συλλαλητήριο για τις διώξεις εκπαιδευτικών.

Άρθρο 16: το Σύνταγμα καταλύεται όποτε θέλει η άρχουσα τάξη

Η ωμή και απροκάλυπτη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο αφού απέτυχε να αναθεωρηθεί δια της νόμιμης οδού, παρακάμπτεται από τον κοινό νομοθέτη (κοινοβουλευτική πλειοψηφία) διά νόμου, θα έπρεπε να σημάνει έναν παλλαϊκό, δημοκρατικό ξεσηκωμό. Είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που ένα άρθρο του Συντάγματος με ρητή  και μονοσήμαντη ερμηνεία παρακάμπτεται προκλητικά από μια νομοθετική ρύθμιση, δίχως την προβλεπόμενη από τον νόμο Συνταγματική Αναθεώρηση. Πρόκειται για καραμπινάτο αντισυνταγματικό πραξικόπημα.

Θυμίζουμε την ακριβή διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 5:

H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση.  

Και λίγο παρακάτω στην παράγραφο 9:

H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.

Μια τόσο ακριβής, ρητή και μονοσήμαντη συνταγματική διατύπωση, ανατρέπεται με νόμο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Πρόκειται για μία ακόμη απόδειξη ότι η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της δεν έχουν τον παραμικρό δισταγμό να τσαλαπατήσουν τη συνταγματική νομιμότητα όταν αυτή δεν τους βολεύει. Κατηγορούν υποκριτικά τους άλλους (και συνήθως την Αριστερά, το συνδικαλιστικό κίνημα και τους λαϊκούς αγώνες) ότι δεν σέβονται τη νομιμότητα, κρατώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα όχι απλώς ενός νόμου, αλλά του Συντάγματος. Τέτοια εξώφθαλμη παράβαση του οποίου, δεν έχει υπάρξει ξανά στη μεταπολιτευτική ιστορία. 

Σε αυτή τη βίαιη και ωμή παραβίαση της συνταγματικής τάξης έχουν προσέλθει αρωγοί διάφοροι επιφανείς συνταγματολόγοι, (σχεδόν όλοι με ρόλο και πολιτική θέση κατά τη μνημονιακή περίοδο), που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν θετικά για την παράκαμψη του άρθρου 16 ακριβώς πριν τεθεί το θέμα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτοί οι συνταγματολόγοι ήταν και το ισχυρό επιχείρημα της ΝΔ να καταλύσει το άρθρο 16. Δίχως να μπορεί να εμφανίσει κανένα έλλογο νομικό επιχείρημα, ο υπουργός Πιερρακάκης πανηγυρίζει όχι για την (παντελώς διαστροφική) ερμηνεία του άρθρου 16 αλλά για το “μέγεθος” των συνταγματολόγων που γνωμοδότησαν θετικά για την κυβέρνηση: “Βενιζέλος! Μανιτάκης! Αλιβιζάτος!”. Απέναντι στην πρωτοφανή παραβίαση ρητών συνταγματικών προβλέψεων η εκτελεστική εξουσία παραθέτει απλώς τα ονόματα όσων της “επιτρέπουν” να παραβιάζει το Σύνταγμα. 

Πρόκειται βέβαια για εκείνα τα “βαριά ονόματα” συνταγματολόγων που δεν είδαν τίποτα αντισυνταγματικό στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας με τα μνημόνια, που δεν ενοχλήθηκαν όταν η Βουλή ψήφιζε μέσα σε μια νύχτα αμετάφραστους νόμους που οι βουλευτές δεν είχαν καν διαβάσει, που δεν ενοχλήθηκαν (ίσα ίσα ορισμένοι πρωταγωνίστησαν) σε αποκαθήλωση εκλεγμένης κυβέρνησης από τους δανειστές (Παπανδρέου και αντικατάστασή του από Παπαδήμο). Πρόκειται για συνταγματολόγους οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι το δημοψήφισμα του 2015 είναι αντισυνταγματικό ή ότι ο Τσίπρας με τη Novartis διαπράττει το έγκλημα της …εσχάτης προδοσίας. Αυτοί ακριβώς οι “επιφανείς” συνταγματολόγοι, τυφλωμένοι από το πολιτικό τους μίσος για την Αριστερά και το δημόσιο Πανεπιστήμιο, παρείχαν ένα διάτρητο φύλλο συκής στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για να παραβιάζει απροκάλυπτα ρητή συνταγματική επιταγή.

Πέραν της ευθείας και απροκάλυπτης παραβίασης της συνταγματικής απαγόρευσης, τίθεται το εξής θέμα: Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κυβερνούν τον τόπο από τη μεταπολίτευση και μετά, με την εξαίρεση της τετραετίας του ΣΥΡΙΖΑ. Από το 1990 και μετά η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι σημαία της ΝΔ. Από το 2004 και μετά προσχώρησε σε αυτή την άποψη και το ΠΑΣΟΚ. Επιχειρήθηκε πολλές φορές να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 ώστε να καταστεί δυνατή η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Οι προσπάθειες απέτυχαν. Ποτέ μέχρι σήμερα, δεν είχε κανείς σκεφτεί να παρακάμψει το Σύνταγμα μέσω μιας απλής ρύθμισης του κοινού νομοθέτη. Οι ίδιοι που γνωμοδοτούν σήμερα υπέρ της δυνατότητας να παρακαμφθεί το Σύνταγμα, επί τρεις και πλέον δεκαετίες, διακονούσαν κάποια άλλη επιστήμη; Δεν ήταν συνταγματολόγοι; Πότε ανακάλυψαν ότι το άρθρο 16 μπορεί να παρακαμφθεί δια της πλαγίας; Το 2023; Επί τριάντα χρόνια γιατί όλοι μα όλοι οι συνταγματολόγοι, τα πολιτικά κόμματα, τα ΜΜΕ, οι κυβερνήσεις και η απλή λογική, συμφωνούσαν ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προσκρούουν στο άρθρο 16; Τι ξαφνική επιφοίτηση Αγίου Πνεύματος είναι αυτή που συντελέσθηκε ξαφνικά στους τρεις “κορυφαίους συνταγματολόγους” της χώρας; Και ακόμα περισσότερο: Πουθενά στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ (μιλάμε για το 2023) δεν υπάρχει μισή λέξη για τη νομοθετική παράκαμψη του άρθρου 16. Η ΝΔ αποφάσισε να παρακάμψει το άρθρο 16 μέσω νομοθετικής ρύθμισης, μετά τις εκλογές, μην έχοντας πει το παραμικρό για τις προθέσεις της πριν από αυτές. Δείγμα και αυτό της “βαθιάς στρατηγικής σκέψης” της ελληνικής άρχουσας τάξης που αποδεικνύεται αρπαχτή και ρεσάλτο της συγκυρίας.

Ακόμα και αν οι συγκεκριμένοι συνταγματολόγοι έπραξαν ως λαγοί και ταυτόχρονα σερβιτόροι της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας Μητσοτάκη, ικανοί να γνωμοδοτούν θετικά για το οτιδήποτε αρκεί αυτό να βολεύει την άρχουσα τάξη, η πλειοψηφία συνταγματολόγων και ακαδημαϊκών, ακόμα και αυτών που είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, διατήρησαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητά τους και στάθηκαν απέναντι στην αντισυνταγματική εκτροπή. Θεώρησαν (όπως πικρά το έθεσε ο Γιώργος Κουβελάκης) ότι το να “φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια”.

Επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε μια σειρά από παρεμβάσεις από ακαδημαϊκούς, νομικούς, συνταγματολόγους, όχι απαραίτητα υπέρμαχους του αποκλειστικά δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που σημείο προς σημείο ξεγυμνώνουν το πρωτοφανές αντισυνταγματικό πραξικόπημα που τελέστηκε στη χώρα μας. 

Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να τα διαβάσουν προσεκτικά. 

Θα συνειδητοποιήσουν καλύτερα το βάθος, την έκταση και την προκλητικότητα της συνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με τους συνταγματολόγους της.

Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια

Πρόκειται για μια σύντομη δήλωση οκτώ καθηγητών συνταγματικού δικαίου που αποκαθιστούν την πραγματικότητα και επιβεβαιώνουν ότι αυτό που λέει το Σύνταγμα είναι αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε και όχι αυτό που η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι συνταγματολόγοι της εννοούν. Η ρητή διατύπωσή τους είναι: 

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

«Αυτό που διαβάζουμε όλοι στο Άρθρο 16, σημαίνει αυτό που διαβάζουμε»

Πρόκειται για τη σύνοψη της εκδήλωσης της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων με θέμα “Η παράκαμψη του Άρθρου 16 και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια”. Ανάμεσα σε άλλα, και σε ό,τι αφορά την αιφνίδια ανακάλυψη του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής)” που επικαλούνται οι συνταγματολόγοι που διευκόλυναν   ο Ακρίτας Καϊδατζής σημειώνει: 

Το Ενωσιακό Δίκαιο, η ελευθερία της εγκατάστασης, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (GATS) υπάρχουν, έχουν κυρωθεί, εδώ και δεκαετίες. Αν λοιπόν, πράγματι το Ενωσιακό Δίκαιο επέτρεπε τη λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης “από πάντα”, πώς γίνεται και το ανακαλύψαμε τώρα, πριν λίγους μήνες; Αυτοί που συμβουλεύανε όλους όσοι, από το 1990 και μετά, έχουν υποβάλει αιτήματα-προτάσεις αναθεώρησης του άρθρου 16 σε όλες αναθεωρήσεις που έχουν γίνει, το 2001, το 2008, το 2019, σε όλες τις προτάσεις που έχουν γίνει, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, γιατί το είχαν ανακαλύψει από τότε; Ήταν κακοί σύμβουλοι, ήταν κακοί νομικοί αυτοί που τους συμβούλευαν; Επίσης, τα ελληνικά δικαστήρια και το ΣτΕ, χρόνια λένε αυτό που λέει το Σύνταγμα.

Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων

Ο Ξενοφών Κοντιάδης υπενθυμίζει τις ρητές συνταγματικές διατάξεις:

Άρθρο 16 παρ. 5 εδ. α’ «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Άρθρο 16 παρ. 6 εδ. α’ «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».
Άρθρο 16 παρ. 8. εδ. β’ «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Και συμπληρώνει:

Το Σύνταγμα όχι απλώς είναι εδώ σαφέστατο, αλλά και διατυπωμένο με τρόπο επιτακτικότερο από ό,τι σε άλλες διατάξεις. Στο άρθρο 16 χρησιμοποιήθηκαν λέξεις με ιδιαίτερο βάρος, όπως «παρέχεται αποκλειστικά» και «απαγορεύεται».

Και σε ότι αφορά την “πολλαπλότητα της έννομης τάξης” δηλαδή το ευρωενωσιακό δίκαιο που τάχα υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνεύσουμε το ελληνικό Σύνταγμα ακόμα και σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του, ο καθηγητής είναι σαφής:

 Όμως για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Αν προβλεπόταν στο ενωσιακό δίκαιο η δυνατότητα εγκατάστασης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ήδη εγκαλέσει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα που δεν τέθηκε ποτέ.

Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου

Ο Γιάννης Δρόσος, ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου, σημειώνει ότι η αντισυνταγματική παράκαμψη του άρθρου 16 δεν είναι απλώς μια περί του Συντάγματος ερμηνεία αλλά τμήμα ενός ενιαίου πολιτικού τρίπτυχου:

Η εισαγόμενη μεταβολή προετοιμάζεται από χρόνια με βάση δύο, αρχικά, θεμέλια, στα οποία προστέθηκε ο βιασμός του άρθρου 16, ως τρίτου. Το πρώτο θεμέλιο είναι ο συστηματικός διασυρμός των ελληνικών Πανεπιστημίων στον οποίο μετέχουν και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας… Το δεύτερο θεμέλιο είναι …ο σχεδόν μεσσιανικός τρόπος που προβάλλεται η εισαγωγή, δίπλα στο δημόσιο θεμέλιο της οργάνωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και ένα αγοραίο θεμέλιο, και η προβολή ότι αυτό θα είναι ο καταλύτης όχι απλώς για την υπέρβαση «παθογενειών» του δημόσιου Πανεπιστημίου, αλλά για την συνολική ανάταση και πρόοδο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας και συμβολή στην οικονομική της ανάπτυξη. Η τρίτη πτυχή του τριπτύχου είναι το ρεσάλτο που γίνεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, δηλαδή η εν τοις πράγμασι κατάλυσή του, αφού η αναθεώρηση, όποτε στο παρελθόν προτάθηκε, απορρίφθηκε. 

Αναφερόμενος σε μια εκ των θετικών γνωμοδοτήσεων των Βενιζέλου – Σκουρή για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια στην οποία οι συνταγματολόγοι της εξουσίας αποφαίνονται ότι το ζήτημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων “εξήλθε” (!) του ελληνικού συνταγματικού δικαίου και εισήλθε στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου (άρα το άρθρο 16 δεν πρέπει καν να υπάρχει), ο κ. Δρόσος σημειώνει:

Πρόκειται για έμμεση, αλλά σαφέστατη παραδοχή ότι το Σύνταγμα απαγορεύει όσα προβλέπει το σχετικό νομοσχέδιο και όσα οι εμβληματικοί αυτοί συνάδελφοι επιθυμούν να γίνουν, και για τον λόγο αυτό επιχειρούν, με μία βολική αποφυγή του κεντρικού θέματος, που είναι αν έχει ή όχι ισχύ και εφαρμογή στη χώρα μας το άρθρο 16 του Συντάγματός της, να μεταφέρουν το κεντρικό για την επιχειρούμενη νομοθετική ρύθμιση θέμα σε πεδίο άλλο από εκείνο του Συντάγματος.

«Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16)

Ο Α.Παπατόλιας, διδάκτορας δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο Paris X, υποβάλει σε ήπια κριτική την άποψη των συνταγματολόγων Βενιζέλου και Σκουρή ότι “στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και της πολλαπλότητας των έννομων τάξεων (εθνική, ενωσιακή, διεθνής), πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε σε αρμονία προς το Ενωσιακό και το Διεθνές Δίκαιο”. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι στην κριτική προσέγγιση του “συνταγματικού πλουραλισμού”, του “συνταγματικού εξελικτικισμού”, της “πολλαπλότητας της έννομης τάξης”, του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, του “επαυξημένου δικαίου” (δηλαδή των διεθνών συνθηκών), όλων εκείνων των εννοιών δηλαδή που προβάλλουν οι Βενιζέλος, Σκουρής, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος κλπ για να νομιμοποιήσουν την κατάργηση του άρθρου 16 δίχως συνταγματική αναθεώρηση, ο κ. Παπατόλιας αντιπαραθέτει την ουσιώδη λογική του Αριστόβουλου Μάνεση:

Ο Μάνεσης, ποτέ δεν συνέχεε στις αναλύσεις του την περιγραφή του ισχύοντος δικαίου με την άσκηση «συνταγματικής πολιτικής». Δεν θα μπορούσε, έτσι, ποτέ να αποδεχθεί ότι η βασική αποστολή ενός «επαυξημένου Συνταγματικού Δικαίου» είναι η διάδοση ενός πολιτικού προγράμματος ή η εμπέδωση μιας αναμορφωτικής agendas εις βάρος του τυπικού Συντάγματος. Το πιθανότερο είναι ότι θα καταλόγιζε στον πολυεπίπεδο συνταγματισμό ότι: α) αποτελεί ιδεολόγημα που συγκαλύπτει τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κρατών και υπερεθνικών θεσμών στην παγκόσμια κατανομή ισχύος, β) παράγει πρακτικά αποτελέσματα που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση υφιστάμενων δομών και κυρίαρχων πρακτικών εξουσίας και, ίσως, γ) ότι οι «αρχές» και «αξίες» που προτείνει δεν διαθέτουν συνταγματική περιωπή παρά μόνο στον βαθμό που περιλαμβάνονται στο ισχύον Σύνταγμα και όχι όταν εμφανίζονται ως «άγραφοι κανόνες» που προκύπτουν από αξιολογικές κρίσεις των ερμηνευτών τους.

 Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Η παρέμβαση του Γ. Κατρούγκαλου έχει σαφώς πιο πολεμικό και πολιτικό χαρακτήρα. Υπενθυμίζει την αναφορά του Α.Μάνεση στον Αββά Σεγιές ότι “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα”, για να επισημάνει ακριβώς ότι η συνταγματολογίζουσα παραβίαση του άρθρου 16, καθιστά σε τελική ανάλυση το Σύνταγμα “ένα τίποτα”.

Ο Γ. Κατρούγκαλος θέτει ένα φλέγον πολιτικό ερώτημα:

Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;

Στην ουσία δηλαδή επισημαίνει ότι πολιτικοί λόγοι χειραγώγησης της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη και παράκαμψης του Συντάγματος επιβάλλουν την αιφνίδια ανακάλυψη “νέων ερμηνειών” (“πολυεπίπεδων”, “μη δογματικών”, “εξελικτικών” κοκ) που οι συνταγματολόγοι Βενιζέλος, Μανιτάκης, Αλιβιζάτος παρέχουν εν αφθονία προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 

Σε ότι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της “ερμηνείας” του άρθρου 16 υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, ο Γ. Κατρούγκαλος επισημαίνει ότι όταν μια συνταγματική διάταξη είναι σαφής, δεν επιδέχεται ερμηνείας (από τον κοινό νομοθέτη), αλλά αναθεώρησης (από τον συντακτικό νομοθέτη).

Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία.  Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η  γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη».

Επομένως, οι ρητές διατάξεις ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», ή ότι «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί», ή ότι «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται», δεν επιδέχονται ανταγωνιστικής και αντιθετικής ερμηνείας από αυτό που απλά και καθαρά ορίζουν. Τυχόν ανταγωνιστική ερμηνεία, καταργεί στην ουσία το Σύνταγμα καθιστώντας το, ακριβώς ένα “τίποτα”.

Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16

Ο Ακρίτας Καϊδατζής, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου επισημαίνει ότι:

Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».

Υπογραμμίζει επίσης ότι:

Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει. Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. … είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ. 

Και διατυπώνει το ίδιο φλέγον ερώτημα που έχουν διατυπώσει και όλοι οι άλλοι συνταγματολόγοι που θεωρούν ότι το κύρος του Συντάγματος είναι σημαντικότερο από την εξυπηρέτηση της κυβερνητικής πολιτικής:

Το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).

Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;

Τέλος, σε αντίθεση με τον κ.Βενιζέλο που θεωρούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους ως ενόχους “εσχάτης προδοσίας”, ο κ. Καϊδατζής θέτει έμμεσα, χωρίς ακραίους χαρακτηρισμούς, το ερώτημα αν τα μέλη της κυβέρνησης και οι βουλευτές υπακούουν αυτό που έχουν ορκιστεί να υπακούουν, δηλαδή το Σύνταγμα, ή κάτι άλλο:

Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων. 

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος

Ο ανώτατος δικαστικός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου Γιώργος Κουβελάκης, ξεκινά την παρέμβασή του ξεκαθαρίζοντας ότι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων:

Να εξηγούμεθα, είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. 

Αποδεικνύει στην αμέσως επόμενη πρόταση όμως ότι επειδή ο ίδιος και αρκετοί άλλοι είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δεν πρέπει να φτάσουμε στην καταπάτηση του Συντάγματος:

Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή».

Και επιμένει ότι μία ολόκληρη χώρα, το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, το σύνολο των συνταγματολόγων, μέχρι τις εκλογές του 2023, θεωρούσε ότι το Σύνταγμα επιτάσσει αυτό που λέει και όχι κάτι άλλο που αιφνιδίως ανακαλύφθηκε όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να ιδρύσει ιδιωτικά Πανεπιστήμια, παρά το άρθρο 16:

Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;) 

Και αποδεικνύοντας ότι η εντιμότητα πρέπει να χαρακτηρίζει όσους μιλούν για το Σύνταγμα και ειδικά όσων το λειτούργημα είναι να το ερμηνεύουν, επιμένει:

Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Και στην ουσία λέει αυτό που ισχύει, ανεξάρτητα από το αν καμιά πολιτική δύναμη δεν έχει το θάρρος να το παραδεχτεί ανοικτά και δημόσια. Ότι δηλαδή ζούμε μια φάση συνταγματικής εκτροπής, παραβίασης του Συντάγματος, δηλαδή ότι  έχουμε μια κυβέρνηση επίορκη, υπόλογη για συνειδητή αντισυνταγματική πράξη.

Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.

Υπενθυμίζουμε ξανά ότι ο Γ. Κουβελάκης είναι υπέρ των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, θεωρεί όμως ότι η λειτουργία τους πρέπει να επιτραπεί με συνταγματική αναθεώρηση και όχι με αντισυνταγματική νομοθετική ρύθμιση. Από αυτή την άποψη, οι επισημάνσεις του για τη συνταγματικότητα του νόμου Πιερρακάκη, ίσως έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις επισημάνσεις συνταγματολόγων που είναι υπέρμαχοι των δημόσιων πανεπιστημίων. 

Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;

Ο καθηγητής Σωτηρέλλης βάζει κατευθείαν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων σε ότι αφορά τον “μεταρρυθμιστικό οίστρο” της κυβέρνησης που δεν μπορεί να κρατηθεί μέχρι την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση:

Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα; Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.

Και αποκαλύπτει την εμφανή σκοπιμότητα των γνωμοδοτήσεων των “επιφανών” συναδέλφων του που ως διά μαγείας έσπευσαν να γνωμοδοτήσουν μόλις η κυβέρνηση εξέφρασε την επιθυμία της να ξεπεράσει τον συνταγματικό σκόπελο:

Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις… με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον αποφάσισε ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).

Στη συνέχεια ο κ. Σωτηρέλλης παραθέτει όλες τις τοποθετήσεις της επιστημονικής κοινότητας που ακολούθησαν την ομοβροντία θετικών για την παράκαμψη του άρθρου 16 γνωμοδοτήσεων καταλήγοντας ότι “κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική”.

Ο καθηγητής παραθέτοντας και πάλι τις ρητές επιταγές και απαγορεύσεις του Συντάγματος αναρωτιέται: 

Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;

Ιδιαίτερη σημασία τέλος έχει η σημείο προς σημείο αντιπαράθεση που κάνει με τα θεωρητικά σχήματα που επικαλούνται οι θετικοί προς την κυβέρνηση συνταγματολόγοι για να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη παράβαση της συνταγματικής διάταξης: Την επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις», τη θεωρία του “επαυξημένου συντάγματος” και του “πολυεπίπεδου συνταγματισμού”, τον ερμηνευτικό σχετικισμό, τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό που “εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη”.  

Ο καθηγητής κλείνει ως εξής:

Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες  και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

Ο καθηγητής Καϊδατζής θέτει χωρίς περιστροφές το ερώτημα του τι πρέπει να κάνει ο λαός. Απαντά ότι “Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος”. Αναφερόμενος μάλιστα στην περίφημη πρόταση “η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων”, σημειώνει ότι 

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος.

Το πολιτικό διακύβευμα είναι το παρακάτω:

Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Ο καθηγητής Κ. Γιαννακόπουλος θέτει το ζήτημα της σύγκρουσης του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο στην πραγματική του βάση: 

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. 

Στην ουσία ο καθηγητής λέει ότι δεν υπάρχει σοβαρή και κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα που να δέχεται μια αντίθετη στο εθνικό συνταγματικό της δίκαιο ερμηνεία του ΔΕΕ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης), τα εθνικά δικαστήρια ΔΕΝ θεωρούν δεσμευτικές τις απαντήσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, πολύ περισσότερο δεν προστρέχουν ως Χατζηαβάτηδες να προεξοφλήσουν την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι το εθνικού (σε θέμα μάλιστα που το ευρωπαϊκό δεν έχει τυπική αρμοδιότητα) και να παραβιάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το εθνικό τους Σύνταγμα. Εδώ όμως είναι Ελλάδα.

ο κ. Γιαννακόπουλος καταλήγει:

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

Ο καθηγητής κ. Μποτόπουλος ξεκινά με μια πικρή διαπίστωση:

Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16. Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας.

Και συνοψίζει την πολιτική σημασία της αντισυνταγματικής εκτροπής που ενορχήστρωσε η κυβέρνηση με μια χούφτα “επιφανών” συνταγματολόγων, που όταν συμπεριφέρονταν ως συνταγματολόγοι και όχι ως πολιτικοί οπαδοί δίδασκαν στους υπόλοιπους ότι πρέπει να σέβονται το Σύνταγμα. . 

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να το είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος… Όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

    • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. …
    • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου, και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος», ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης…
    • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
    • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
    • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Επίλογος

Το Σύνταγμα στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε κατάκτηση των πολιτών και των εθνών έναντι της απολυταρχίας. Ήταν ο συντεταγμένος τρόπος να περιοριστεί η αυθαιρεσία των ελέω Θεού μαναρχών και να διασφαλιστεί σιγά σιγά και σταδιακά η λαϊκή κυριαρχία έστω στην τυπική – αστική της μορφή, η ισονομία και η ισοπολιτεία. 

Στην εποχή του εκδικητικού και επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, το Σύνταγμα συχνά στέκει εμπόδιο στις αδίστακτες φιλοδοξίες του κεφάλαιου και της εξουσίας να αλώσει κάθε πτυχή της κοινωνικής δραστηριότητας, να ελέγξει τον πληθυσμό, να περιορίσει την εθνική κυριαρχία σε όφελος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων ή στρατιωτικών συμμαχιών (ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ).

Η ουσιαστική παραβίαση του Συντάγματος έχει συμβεί πολλάκις στην πρόσφατη ελληνική ιστορία (εκ μέρους των ορκισμένων να το τηρούν κυβερνήσεων και όχι κάποιων ταραξιών ή ανατροπέων του πολιτεύματος) με το μνημονιακό αίσχος, την επί της ουσίας παράδοση της εξουσίας στους δανειστές και τον ευτελισμό της Βουλής να είναι το χαρακτηριστικότερο όλων.

Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που ρητή και απολύτως κατανοητή και σε μικρά παιδιά συνταγματική απαγόρευση ανατρέπεται με το έτσι θέλω μιας κυβέρνησης που δεν το είχε καν θέσει στο προεκλογικό της πρόγραμμα (σ.σ. την νομοθετική παραβίαση της απαγόρευσης – όχι την ανάγκη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσω αναθεώρησης) και τη σύμφωνη γνώμη συνταγματολόγων που άλλα δίδασκαν όταν ήταν πράγματι συνταγματολόγοι και άλλα γνωμοδοτούν σήμερα που είναι κατά βάση θεράποντες της εξουσίας. 

Κανονικά, η κατάφωρη και βάναυση παραβίαση του Συντάγματος θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε ένα νέο 1-1-4 (σήμερα 120), όπου ο λαός επικαλούμενος ότι “η τήρηση του Σύντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων” και όχι στη βουλιμία των Μητσοτάκη, Βενιζέλου κλπ υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου, θα ζητούσε την αποπομπή της επίορκης κυβέρνησης και την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών για την παραβίαση του Συντάγματος. 

Ζούμε όμως σε μια εποχή και ένα συσχετισμό όπου όσοι παραβιάζουν το Σύνταγμα κουνάνε το δάχτυλο στην κοινωνία και η κοινωνία παρακολουθεί σοκαρισμένη και σαστισμένη την απόλυτη ρευστοποίηση των κατακτήσεων της Γαλλικής Επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης, των επαναστάσεων του 1848, της δικής μας 3ης Σεπτεμβρίου, και τόσων άλλων ορόσημων της ιστορίας της ανθρωπότητας που πλέον καταργούνται για να πισωγυρίσουμε όχι στην απολυταρχία μιας οικογένειας αυτοκρατόρων ή βασιλέων αλλά στην απολυταρχία του κεφαλαίου.

Υπεράσπιση του Συντάγματος

 Να λοιπόν που φτάσαμε σε αυτό το σημείο: να πρέπει να υπερασπιστούμε το Σύνταγμα μας, αφού, με την πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», παραβιάστηκε μπροστά στα μάτια όλων το άρθρο 16.

Και τούτο παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις περί αντισυνταγματικότητας του σχετικού νομοσχεδίου εκ μέρους πολλών, αν όχι της πλειοψηφίας των συνταγματολόγων της Χώρας[1]. Παρά την αποκαθήλωση, από την ίδια την κυβέρνηση, της αρχικής σκέψης να χρησιμοποιήσει, ως τρόπο εισχώρησης των «ιδιωτικών πανεπιστημίων» στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 28 του Συντάγματος, μέσω σύναψης διεθνών συμφωνιών με άλλες χώρες[2]. Παρά τη σαφή ανάδειξη από τη δημόσια συζήτηση ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, προκειμένου να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, ούτε η «νομολογία Soros» του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκής Ένωσης[3], ούτε η «νομολογία του βασικού μετόχου» του Συμβουλίου της Επικρατείας[4]. Και παρά τη διαπίστωση ότι τα «Παραρτήματα» του νόμου, που υποτίθεται ότι θα σέβονταν το άρθρο 16[5], είναι στην πραγματικότητα νέα νομικά πρόσωπα (με την καινοφανή ονομασία «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» -«νππε»- και την μη ασκούσα νομική επιρροή  προσθήκη ότι θα πρόκειται, κατά δήλωση του νόμου, για «μη κερδοσκοπικά ιδρύματα»), τα οποία θα εκδίδουν «ελληνικούς» πανεπιστημιακούς τίτλους: δεν πρόκειται, συνεπώς, για «εγκατάσταση παρατημάτων» αλλά για εισχώρηση στην ελληνική έννομη τάξη νέου –απαγορευόμενου- τύπου ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων[6].

Είναι η πρώτη φορά στη μεταπολίτευση που συμβαίνει τέτοια ευθεία παραβίαση –έμμεσες έχουν υπάρξει πολλές και συνέβη ίσως πάλι πρόσφατα με την παράνομη χρήση προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντάγματος) από ευρωβουλευτή. Είναι επίσης η πρώτη φορά που η βιασύνη για μια επιχειρηματική διευθέτηση, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο μεταρρυθμιστικός ζήλος, επικρατούν, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ψήφο της Βουλής, όχι μόνο του γράμματος και του πνεύματος του Συντάγματος αλλά της κοινής λογικής. Γιατί δεν αντέχει στη δοκιμασία της λογικής –εκτός αν κάποιο μυαλό λειτουργεί με όρους κομματικούς ή «ακολουθεί» πρόσωπα και όχι επιχειρήματα- ούτε ότι μέσω της ερμηνείας, «ενωσιακού» ή άλλου τύπου, μπορεί να επιτραπεί κάτι που το Σύναγμα απαγορεύει, ούτε ότι συνταγματική αναθεώρηση είναι απαραίτητη, αλλά μετά την ψήφιση νόμου που χωρίς αναθεώρηση θα είναι αντισυνταγματικός[7].

Το Σύνταγμα θα έπρεπε να είχε υπερασπιστεί, καταρχήν και μετά λόγου γνώσης, σύσσωμη η κοινότητα των ειδικών, δηλαδή των συνταγματολόγων -πόσο μάς λείπουν ο Μάνεσης και ο Τσάτσος, που θα είχαν βρει τον τρόπο να αποφύγουμε αυτά που ακούμε σήμερα από την κοινωνία: «αφού δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας, τι μας νοιάζει εμάς το Σύνταγμα». Και δικαίως τα ακούμε, όταν όχι μόνο δεν είμαστε μια γροθιά, αλλά όσοι υπερασπιζόμαστε το Σύνταγμα χαρακτηριζόμαστε παρωχημένοι ή σχολαστικοί και αναγκαζόμαστε να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα εναντίον αυτών που μας είχαν διδάξει τα αυτονόητα:

  • την κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος, που όταν λέει, 7 μόνο φορές σε όλο το κείμενο, «απαγορεύεται», απαιτεί να τηρείται η απαγόρευση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την απαγόρευση, και μάλιστα τριπλή (άρθρο 16 παρ. 5,6 και 8), λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που να έχουν άλλη μορφή από νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου –νπδδ- και να στηρίζονται σε ιδιωτικούς πόρους,
  • το θεμελιώδες γεγονός ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να αντιστρέψει ή να παραμερίσει το περιεχόμενο ρητής διάταξης θετού δικαίου, πόσο μάλλον συνταγματικού επιπέδου[8], και ότι, ειδικώς η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, «συμπληρώνει και επεκτείνει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος»[9], ίσως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να «το περιορίζει», ποτέ όμως να το διαστρέφει ή να το καταργεί, κάτι που δέχεται και το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C-573/17)[10]
  • τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος: ο μόνος τρόπος να τραπεί το «απαγορεύεται» σε «επιτρέπεται» είναι μέσω συνταγματικής αναθεώρησης,
  • τη σχέση του Συντάγματος με το ευρωπαϊκό/ενωσιακό δίκαιο, που είναι μια σχέση εναρμόνισης και όχι σύγκρουσης, πόσο μάλλον όταν, ειδικά στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκρουση, αφού το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 165 παρ. 1 Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης και άρθρο 14 παρ. 2 Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων), ρητά καθορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση οργανώνεται με βάση τις εθνικές –στην κορυφή των οποίων βρίσκονται οι συνταγματικές- ρυθμίσεις,
  • τη δημοκρατική σημασία του Συντάγματος, που είναι όχι απλώς κείμενο πολιτικό, αλλά κείμενο που εκφράζει δεσμευτικά, στο υψηλότερο επίπεδο, τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας και άρα του κοινωνικού σώματος στην ολότητα του. Η «ρευστοποίηση» του Συντάγματος και η μείωση της κανονιστικής του ισχύος συνιστούν όχι μόνο νομικές παραβιάσεις, αλλά και δημοκρατικές απειλές.

Το Σύνταγμα, που έχουν ψηφίσει και στο οποίο ορκίζονται, θα έπρεπε και οι βουλευτές να είχαν βάλει πάνω από πολιτικά προγράμματα, κυβερνητικές πιέσεις, προσωπικές φιλοδοξίες, τα ήξεις αφήξεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής[11]. Στοιχειώδες αίσθημα ευθύνης, αυτοπροστασίας και αυτοσυγκράτησης θα έπρεπε να είχε κάνει να πρυτανεύσει, υπεράνω κομματικών συσχετισμών, η απλή σκέψη ότι ακόμα και αν ήταν απλώς αμφιλεγόμενο τι επιτρέπει και τι απαγορεύει το Σύνταγμα, η Βουλή, ως εκφραστής της λαϊκής βούλησης, θα έπρεπε να οδηγηθεί σε λύση συμφιλίωσης –την αναθεώρηση- και όχι σύγκρουσης –στο όνομα, μάλιστα, μιας ανεξήγητης βιασύνης.

Τέλος, για το Σύνταγμα θα έπρεπε –αλλά δεν βρέθηκε κανείς να του το εμφυσήσει- να μάχεται το κοινωνικό σύνολο, αφού γεύεται και επιθυμεί την υπό τη σκέπη του δημοκρατία και έχει πατριωτικό καθήκον (άρθρο 120 Συντάγματος) να διεκδικεί πλήρως και αδιάκοπα την τήρηση του.

Τώρα πλέον, μετά την ψήφιση του νόμου, μόνος υπερασπιστής του Συντάγματος μένει το Συμβούλιο της Επικρατείας, από το οποίο, στη βέβαια περίπτωση που προσβληθεί μια στηριζόμενη στο νέο νόμο διοικητική πράξη, θα «ζητηθεί» από την κυβέρνηση όχι μόνο να μεταστρέψει τη νομολογία του, αλλά να νομολογήσει ότι για την ελληνική ανώτατη εκπαίδευση δεν ισχύει το ελληνικό Σύνταγμα.

Κι όμως, η νομολογία του ΣτΕ σε σχέση με το άρθρο 16 είναι πάντα στην ίδια γραμμή, από το 1974 έως σήμερα:

  • «απαγορεύεται απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών» και δεν επιτρέπεται να τρωθεί «ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και το κύρος του δημοσίου πανεπιστημίου» (ΣτΕ 922/2023)[12],
  • τα ΑΕΙ «δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα αλλά οι σκοποί τους, όπως προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 16), αποβλέπουν στην προαγωγή της επιστημονικής έρευνας και του ερευνητικού και εν γένει εκπαιδευτικού έργου και άρα δεν εμπίπτουν στην έννοια της «επιχείρησης»» (ΣτΕ 2350-63/2023)[13],
  • είναι «διαφορετικό το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης τίτλων σπουδών από το ζήτημα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης αυτών» (ΣτΕ 3451/2011, 3101/2027, 2253/2019)[14].

Το ζήτημα είναι εθνικής συνταγματικής τάξης, αφού, παρά την –ορθότερα: μέσα στην- υπαρκτή ελληνική ιδιοτυπία της απαγόρευσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων», την ανώτατη εκπαίδευση ρυθμίζει, με αρμοδιότητα που της παρέχει και το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, η εθνική έννομη τάξη. Δεν είναι, συνεπώς, νομοτελειακή η θέση προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πάντως, σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο ερώτημα, η απάντηση πάλι με όρους εθνικής συνταγματικής τάξης, και υπό το φως της ελληνικής νομολογίας, θα κριθεί.

Με την «υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων», το Δικαστήριο της συνταγματικής νομιμότητας έχει, συνεπώς, μια μεγάλη ευκαιρία να δώσει σε όλους, και κυρίως στην κοινωνία, ένα μάθημα συνταγματικής δημοκρατικότητας.

 

[1] Μια επισκόπηση των κειμένων που έχουν δημοσιευθεί σε αυτή εδώ την ιστοσελίδα το επιβεβαιώνει. Σε ρεπορτάζ των Reporters United αναφέρονται, με αντίστοιχες παραπομπές σε άρθρα και γνωμοδοτήσεις τους: «ενδεικτικά: Κωνσταντίνος ΓιαννακόπουλοςΑλκιβιάδης ΔερβιτσιώτηςΓιάννης ΔρόσοςΑκρίτας ΚαϊδατζήςΙφιγένεια ΚαμτσίδουΓιώργος ΚατρούγκαλοςΞενοφών ΚοντιάδηςΠαναγιώτης ΜαντζούφαςΚώστας ΜποτόπουλοςΓιώργος ΣωτηρέληςΠάνος ΛαζαράτοςΒασιλική ΧρήστουΚώστας Χρυσόγονος)». Θα μπορούσαν να προστεθούν, από αυτούς που γνωρίζω, οι Γιώργος Κουβελάκης («Ας διαφυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε περισσότερο από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια»), Ηλίας Νικολόπουλος, Γιώργος Καραβοκύρης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Απόστολος Παπατόλιας, Γιάννης Τασόπουλος («θα ήταν από κάθε άποψη προτιμότερο το «νέο» άρθρο 16 να προέκυπτε μέσα από συνταγματική αναθεώρηση» και «η προσπάθεια δικαιολόγησης της νέας ερμηνείας μέσα από μια νομικοπολιτική ρητορική περί «ζωντανού Συντάγματος» δεν νομίζω ότι είναι ούτε ορθή ούτε χρήσιμη»), καθώς και οι Καθηγητές Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου Αστέρης Πλιάκος, Χάρης Τσιλιώτης, Αντώνης Μεταξάς, Μανώλης Περάκης, Βασίλης Χατζόπουλος, υπογράφοντες το σχετικό Υπόμνημα της ΕΕΕΣ (Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών) προς την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων (προσβάσιμο στην ιστοσελίδα euscientists.eu), όπου γίνεται λόγος για «πρόδηλη ασυμβατότητα των νππε με τις σαφούς και αδιάστικτης διατύπωσης διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος»

[2] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, «Η κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος», στα ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και αναδημοσίευση στο  www.constitutionalism.gr

[3] «Επιτροπή κατά Ουγγαρίας», (C-66/18 της 6.10.2020), όπου επρόκειτο για κρίση σχετική με την επιχειρηματική ελευθερία και υπό συνταγματικό καθεστώς –της Ουγγαρίας- που δεν περιέχει απαγόρευση ίδρυσης «ιδιωτικών πανεπιστημίων»

[4] Στην περίπτωση του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα, άρα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσέκρουε σε ενωσιακή αρμοδιότητα, και όχι σε εκπαιδευτική αρμοδιότητα, η οποία ρυθμίζεται από το εθνικό δίκαιο

[5] Έτσι, χαρακτηριστικά, ο Α. Μανιτάκης, στην Καθημερινή, 11 Φεβρουαρίου 2024: «η νομοθετική πρωτοβουλία, εφόσον (η έμφαση δική μου) περιορίζεται στην πρόβλεψη εγκατάστασης παραρτημάτων, μόνον (η έμφαση δική μου), αλλοδαπών πανεπιστημίων … δεν ανοίγει την πόρτα στην ίδρυση νέων ιδιωτικών πανεπιστημίων. Διότι άλλο ίδρυση και άλλο εγκατάσταση παραρτήματος». Συνεπώς, προεκτείνω, το ότι δεν πρόκειται για παράρτημα, αλλά για νέο ίδρυμα, δημιουργεί συνταγματικό πρόβλημα

[6] Βλ. αναλυτικά, Κ. Μποτόπουλου, «Εικονικά Πανεπιστήμια», στο Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2024

[7] Στο βιβλίο των Β. Σκουρή/Ε/ Βενιζέλου, «Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιοι ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2024, αναφέρεται: «Η εξαγγελθείσα αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος προϋποθέτει την τήρηση των διαδικαστικών προδιαγραφών του άρθρου 110 παρ. 2-6. Ακόμα συνεπώς (ο τονισμός δικός μου) και αν όλες οι διαδικασίες κινηθούν με τον ταχύτερο ρυθμό, υπάρχει ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολουθεί να έχει πρακτική σημασία το ερώτημα για τα περιθώρια που έχει ο εθνικός νομοθέτης…». Με όλο το σεβασμό, αυτό το «συνεπώς» και αυτά τα προ της αναθεώρησης περιθώρια αμφισβητούμε αρκετοί

[8] Άλλο το ότι όλες οι διατάξεις υπόκεινται σε ερμηνεία και άλλα τα όρια της ερμηνείας σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της λογικής. Άλλο το «ζωντανό Σύνταγμα» και άλλο η contra constitutionem εφαρμογή του (αντίθετος ο Νίκος Αλιβιζάτος, «Δεν αντίκεται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα», στο Νομικό Βήμα, 72 (2024)/1, σελ. 46)

[9] Ευάγγελος Βενιζέλος, «Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ. 59

[10] Η απόφαση, που υπενθυμίζεται από τον Κ. Γιαννακόπουλο, «Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου», στο Βήμα, 3 Μαρτίου 2024, καθώς και από το Υπόμνημα της ΕΕΣ (βλ. υποσημ. 1), επισημαίνει ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία «δεν μπορεί να χρησιμεύει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου»

[11] Που πάντως, στην σχετική Έκθεση της επί του νομοσχεδίου, αναφέρει σαφώς ως «κρατούσα έως σήμερα» ερμηνεία και νομολογία εκείνη που θεωρεί ότι «δεν δύναται να ανατραπεί» η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 16 «στο πλαίσιο οποιασδήποτε ερμηνευτικής προσαρμογής»

[12] Κάτι εντελώς διαφορετικό από την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων για τα κολέγια ή επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακές σπουδές, όπως ρητά αναφέρει και η ήδη μνημονευθείσα Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής

[13] Άρα δεν μπορεί να γίνει επίκληση της επιχειρηματικού δικαιώματος που ενδεχομένως ενυπάρχει (και) στην ανώτατη εκπαίδευση για παράκαμψη του τρόπου με τον οποίο το Σύνταγμα ρυθμίζει την ανώτατη εκπαίδευση

[14] Άρα δεν ισχύει ότι μπορεί να γίνει χρήση της νομολογίας για τα «κολέγια» ως βάση για αλλαγή νομολογίας σε σχέση με τα πανεπιστήμια

Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου

Toν 19o αιώνα, οι Γάλλοι έθεταν τη σφραγίδα «Bon pour l’Orient» (καλό για την Ανατολή) σε διπλώματα φοιτητών που προέρχονταν από οθωμανικές περιοχές και θεωρούνταν χαμηλής ποιότητας για την Ευρώπη αλλά κατάλληλα για τις αποικίες. Δυστυχώς, φτάσαμε στο σημείο να μην είναι υπερβολικό να φανταστεί κανείς, σήμερα, μια ανάλογη σφραγίδα τόσο στο νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ που συζητείται στη Βουλή, όσο και σε ορισμένες νομικές ερμηνείες που το στηρίζουν.

Η συνταγματική απαγόρευση ιδιωτικών πανεπιστημίων θεσπίστηκε το 1975 με το σκεπτικό ότι «η Ανώτατη Παιδεία είναι και οφείλει να είναι μόνον κρατική δια τον φόβον του μπίζνες (Business)» (Δ. Νιάνιας, Πρακτικά Β΄ Υποεπιτροπής, 30.1.1975). Η απαγόρευση αυτή επιβεβαιώθηκε με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2001, του 2008 και του 2019. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξελίξεις, συνεχίζει να απορρίπτει κάθε προσπάθεια καταστρατήγησής της (ΣτΕ 1071/2021 και 1789/2023). Τα δε πρόσφατα γεγονότα στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ κατέδειξαν τον επίκαιρο χαρακτήρα της, καθώς ακόμη και τα πιο φημισμένα μη κρατικά ΑΕΙ δεν κατορθώνουν να διασώσουν την αυτονομία τους απέναντι στους ιδιώτες χρηματοδότες τους. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, στους περισσότερους ευρωπαϊκούς νομικούς κύκλους, δύσκολα θα τολμούσε κανείς να προβάλλει επίμονα δυναμικές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες το σαφές γράμμα του άρθρου 16 πρέπει να αλλοιωθεί, χωρίς τυπική συνταγματική αναθεώρηση, ως δήθεν χουντικό και απαρχαιωμένο.

Την αλλοίωση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, διότι το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) δέχεται ότι μια τέτοια μέθοδος «δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εθνικού δικαίου» (υπόθεση C-573/17). Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, τα ανώτατα δικαστήρια όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών -και, πάντως, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας- δεν δέχονται την απόλυτη υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών Συνταγμάτων τους. Όταν, μάλιστα, τα δικαστήρια αυτά απευθύνουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, ουδόλως θεωρούν αναντίρρητα δεσμευτικές τις απαντήσεις του. Πίσω από μια περίτεχνη διπλωματία νομικών όρων, εξελίσσεται ένας πόλεμος μεταξύ των εθνικών δικαστών και του ΔΕΕ για τη διεκδίκηση της εκφοράς του τελευταίου λόγου. Σε κάθε περίπτωση, προτού αποφανθούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια, συνήθως μετά από προσφυγή ιδιωτών, και προτού το ΔΕΕ εκφέρει ειδική σχετική κρίση, καμία σοβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν διανοείται να απαξιώσει, από μόνη της, το Σύνταγμά της κατ’ επίκληση ερμηνειών του ενωσιακού δικαίου. Κάθε φορά δε που μια τέτοια κυβέρνηση επιλέγει, για οποιονδήποτε λόγο, να ακολουθήσει επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αντίθετες στο Σύνταγμά της, το κάνει μόνον μετά από τυπική αναθεώρηση του τελευταίου.

Χωρίς να απελευθερώνει πλήρως την ανώτατη εκπαίδευση, το επίμαχο νομοσχέδιο αναθέτει αποφασιστικές αρμοδιότητες σε ιδιόμορφα εθνικά «παραρτήματα» αλλοδαπών πανεπιστημίων. Προσποιείται, μάλιστα, ότι αυτά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου σέβονται κάποιες πτυχές του άρθρου 16, χωρίς να τεκμηριώνει επαρκώς τους περιορισμούς ενωσιακών δικαιωμάτων που προκύπτουν από τις πτυχές αυτές. Παραγνωρίζει δε ότι το άρθρο 16 εμποδίζει να ανακληθεί η επιφύλαξη στη συμφωνία GATS, η οποία στερεί από τα μη ευρωπαϊκά πανεπιστήμια την προστασία του δικαίου της Ένωσης. Πρόκειται για μια μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, η οποία επιδιώκει, βραχυπρόθεσμα, τη δημιουργία τετελεσμένων που νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και, μεσοπρόθεσμα, το άνοιγμα του δρόμου και σε κερδοσκοπικά ΑΕΙ. Θα ήθελε πολύ θάρρος για να υποστηρίξει κανείς σε αξιόπιστους νομικούς κύκλους της Ευρώπης ότι μια τέτοια εργαλειοποίηση συνδυασμένων παραβιάσεων του εθνικού, του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου είναι καταρχήν θεμιτή και, πάντως, πρέπει να ελεγχθεί βάσει μόνον του ενωσιακού δικαίου.

Στην όλη υπόθεση, το μείζον διακύβευμα δεν είναι τόσο η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, όσο ο σεβασμός του κύρους των θεμελιωδών -εθνικών και ευρωπαϊκών- κανόνων δικαίου, ώστε η Ελλάδα να θεωρείται αξιοπρεπής ευρωπαϊκή χώρα.

Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων

«Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», λέει το άρθρο 120 παρ. 4, η ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος. Τα ίδια έλεγε το άρθρο 114 του προηγούμενου Συντάγματος του 1952, που έγινε λαϊκό σύνθημα και σύμβολο δημοκρατικών αγώνων: «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Στην ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος αποτυπώνεται η λογική του συνταγματικού πατριωτισμού. Παρότι στην επιστημονική συζήτηση η έννοια παραμένει αμφιλεγόμενη1, στην αφετηρία του ο συνταγματικός πατριωτισμός είναι κάτι αρκετά απλό: Πατριώτης είναι ο καλός πολίτης. Και καλός πολίτης είναι αυτός που νοιάζεται για τη δημοκρατία και την τήρηση του Συντάγματος. Τα λέει ωραία η παρ. 2 του ίδιου άρθρου 120: «O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».

Ότι το ίδιο το Σύνταγμα επιφορτίζει «τους Έλληνες» –κάθε πολίτη ατομικά και, κυρίως, συλλογικά μαζί με άλλους– με την ευθύνη της τήρησης του Συντάγματος σημαίνει δύο πράγματα, το πρώτο εκ των οποίων συχνά παραβλέπεται. Σημαίνει, ότι οι ίδιοι οι πολίτες έχουν εκ του Συντάγματος το δικαίωμα, πρώτον, να ελέγχουν πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα και, δεύτερον, να ενεργούν για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Οι πολίτες δικαιούνται να ελέγχουν την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το πρώτο: Η ρήτρα «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» αποκτά νόημα μόνον όταν οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν οι ίδιοι πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα. Η επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων παρέλκει, είναι άνευ αντικειμένου, όταν την παραβίαση του Συντάγματος την έχει ήδη διαπιστώσει κάποιο όργανο της κρατικής εξουσίας, ιδίως δικαστήριο. Διότι, στην περίπτωση αυτή, το κρατικό όργανο που διαπιστώνει την παραβίαση έχει και την εξουσία να ενεργήσει το ίδιο για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Έχει σημασία να κατανοήσουμε για ποιο λόγο το Σύνταγμα εξοπλίζει τους πολίτες με αυτή την ευθύνη. Το Σύνταγμα είναι βεβαίως ένας νόμος κι αυτό, που όμως διαφέρει από όλους τους υπόλοιπους νόμους, το κοινό δίκαιο. Ενώ το κοινό δίκαιο θεσπίζεται από όργανα της κρατικής εξουσίας για να ρυθμίσει και να περιορίσει τη συμπεριφορά των πολιτών, το Σύνταγμα θεσπίζεται, στο όνομα και για λογαριασμό των πολιτών, για να ρυθμίσει και να περιορίσει την εξουσία των κρατικών οργάνων. Και, ενώ το πότε παραβιάζεται το κοινό δίκαιο κρίνεται από κρατικά όργανα, ιδίως και τελικά τα δικαστήρια, το πότε παραβιάζεται το Σύνταγμα δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην κρίση κρατικών οργάνων, δηλαδή εκείνων τη συμπεριφορά των οποίων υποτίθεται ότι ρυθμίζει2. Αυτός είναι ο λόγος που –παράλληλα με τις άλλες, τις θεσμικές εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, όπου ορισμένο κρατικό όργανα ελέγχει αν κάποιο άλλο παραβίασε το Σύνταγμα– ο πατριωτισμός των Ελλήνων ανάγεται σε αυτοτελή, και με μιαν έννοια ύπατη, εγγύηση τήρησης του Συντάγματος3.

Με άλλα λόγια, το άρθρο 120 παρ. 4 αναγνωρίζει (και προϋποθέτει) ότι κάθε πολίτης –χωρίς να χρειάζεται να είναι ειδικός, νομικός ή συνταγματολόγος– δικαιούται να έχει λόγο για τον «δικό» του νόμο, την άμυνά του απέναντι στην κρατική εξουσία, το Σύνταγμα. Να το διαβάζει, να το ερμηνεύει και να εκφέρει τη γνώμη ότι ορισμένη ενέργεια κρατικού οργάνου το παραβιάζει. Χωρίς να χρειάζεται να εξαρτά τη γνώμη του αυτή από την κρίση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Αντισυνταγματικό δεν είναι μόνον ό,τι κρίθηκε ως τέτοιο από κάποιο δικαστήριο ή άλλο κρατικό όργανο. Βεβαίως, σε αντίθεση με τα κρατικά όργανα, οι πολίτες δεν ασκούν αρμοδιότητα. Το σύνολο των πολιτών, ο λαός, δεν είναι ένα ενιαίο σώμα. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά. Άλλοι θα συμφωνούν, άλλοι θα διαφωνούν και άλλοι, ίσως οι περισσότεροι, απλώς θα αδιαφορούν. Επομένως, η γνώμη (κάποιων) πολιτών ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά ούτε δεσμευτικότητα έχει ούτε οποιαδήποτε νομική σημασία. Έχει όμως πολιτική σημασία, που δεν πρέπει να υποτιμούμε. Γίνεται πολιτικό επιχείρημα, πολιτικό σύνθημα, ακόμα και σύμβολο πολιτικών αγώνων –ας ξαναθυμηθούμε το «Ένα – Ένα – Τέσσερα». Πρόκειται για αυτό που αποκαλείται πολιτικός συνταγματισμός (σε αντιδιαστολή προς το νομικό συνταγματισμό)4.

Οι πολίτες δικαιούνται να ενεργούν για την τήρηση του Συντάγματος

Ως προς το δεύτερο: Το άρθρο 120 παρ. 4 αναθέτει στο λαό, τους Έλληνες πολίτες, την ευθύνη τήρησης του Συντάγματος. Τί μπορούν να κάνουν όσοι θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά; Σε οριακές στιγμές, μπορούν βεβαίως να κάνουν αυτό που λέει η συνέχεια της διάταξης: «δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Να αντισταθούν. Τεχνικά, το δικαίωμα αντίστασης πράγματι ενεργοποιείται μόνον όταν επιχειρείται κατάλυση του πολιτεύματος με βίαια μέσα5. Απολύτως κατανοητή όταν γράφτηκε το 1975, μετά την πτώση του καθεστώτος της απριλιανής δικτατορίας, η ρήτρα αυτή έχει στις μέρες μας όλο και λιγότερη σημασία. Τα πολιτεύματα πλέον δεν (χρειάζεται να) καταλύονται με τη βία, με πραξικοπήματα και με τανκς. Διαβρώνονται και υπονομεύονται σταδιακά και εκ των έσω, από κυβερνώντες που έρχονται στη εξουσία με φαινομενικά δημοκρατικό τρόπο, μέχρις ότου φτάνει κάποια στιγμή που συνειδητοποιούμε πως παραμένουν στην εξουσία με όχι και τόσο δημοκρατικό τρόπο.

Πέραν από αυτές τις οριακές στιγμές όπου ενεργοποιείται το δικαίωμα αντίστασης, πώς εκδηλώνεται στην πολιτική καθημερινότητα ο πατριωτισμός των Ελλήνων ως εγγύηση τήρησης του Συντάγματος; Οι πολίτες που θεωρούν ότι ορισμένο κρατικό όργανο ενεργεί αντισυνταγματικά μπορούν φυσικά να προσφύγουν σε κάποιο άλλο κρατικό όργανο, ιδίως δικαστήριο, ζητώντας του να αποκαταστήσει τη συνταγματική νομιμότητα. Παρότι είναι βεβαίως κι αυτή μια δυνατότητα, δεν είναι πάντως αυτό το νόημα της ρήτρας του άρθρου 120 παρ. 4. Το Σύνταγμα κάνει επίκληση στον πατριωτισμό των Ελλήνων, ακριβώς όταν η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας δεν είναι δυνατή ή αναμενόμενη ή, έστω, αποτελεσματική από την άσκηση των αρμοδιοτήτων κρατικών οργάνων. Η πεμπτουσία, επομένως, της ρήτρας δεν έγκειται σε νομικές ενέργειες, αλλά σε πολιτικές.

Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές ενέργειες; Η πιο απλή: οι πολίτες μπορούν να ασκούν πίεση στους αντιπροσώπους τους προκειμένου, για παράδειγμα, να καταψηφίσουν ένα νομοσχέδιο που θεωρούν αντισυνταγματικό ή να υπερψηφίσουν την κατάργηση ενός νόμου που θεωρούν αντισυνταγματικό. Επίσης, το δικαίωμα της ψήφου: οι πολίτες μπορούν να καταψηφίσουν όσους θεωρούν ότι ενήργησαν αντισυνταγματικά ή να υπερψηφίσουν όσους υπόσχονται να αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα. Περαιτέρω, οι πολίτες μπορούν να ενεργούν όχι μόνο μέσω των θεσμών αντιπροσώπευσης, αλλά και άμεσα: Ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς ή το δικαίωμα συνάθροισης, με διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, πορείες και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο. Οι πολίτες μπορούν να προσφεύγουν ακόμα και σε πιο δραστικές μορφές λαϊκής αντιπολίτευσης που υπερβαίνουν την τυπική νομιμότητα (πολιτική ανυπακοή, κατάληψη δημόσιων κτιρίων, άσκηση συμβολικής βίας) –αποδεχόμενοι βεβαίως στην περίπτωση αυτή το ενδεχόμενο να υποστούν τις έννομες συνέπειες.

Η αντισυνταγματικότητα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων

Από τα παραπάνω μπορεί να αντλήσει κάποιος ένα ή δύο διδάγματα χρήσιμα για την τρέχουσα συγκυρία. Το νομοσχέδιο για την ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων που συζητιέται στη βουλή είναι απροκάλυπτα και κραυγαλέα αντισυνταγματικό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος που όλοι διαβάζουμε και όλοι καταλαβαίνουμε –δεν χρειάζεται να είμαστε ειδικοί– λέει πως τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με ακαδημαϊκή ελευθερία και εγγυήσεις για τους διδάσκοντές τους. Τίποτε από αυτά δεν είναι τα διαβόητα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Στις εύλογες αντιδράσεις πολλών –φοιτητικό κίνημα, πανεπιστημιακοί, ενδιαφερόμενοι πολίτες– μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Δεν σας πέφτει λόγος για το αν το νομοσχέδιο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό, δεν είστε ειδικοί. Υπάρχουν ειδικοί, νομικοί και συνταγματολόγοι, που έχουν βρει – ακριβέστερα: κατασκευάσει– μιαν ερμηνεία –ακριβέστερα: παρερμηνεία– που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 16 δεν σημαίνει αυτό που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε, αλλά κάτι διαφορετικό». Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι απερίφραστη: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –όλους τους πολίτες, όχι μόνο τους ειδικούς– την ευθύνη για την τήρηση του Συντάγματος. Βεβαίως και μας πέφτει λόγος, βεβαίως και μπορούμε να κρίνουμε αν ένα νομοσχέδιο είναι αντίθετο σ’ αυτά που όλοι διαβάζουμε και καταλαβαίνουμε ότι λέει το Σύνταγμα.

Στο, εξίσου εύλογο, ερώτημα κάποιων τί μπορούμε να κάνουμε για να διασφαλίσουμε την τήρηση του Συντάγματος, μια συνήθης απόκριση είναι του τύπου: «Να προσφύγετε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα δικαστήρια, αν θεωρείτε αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο. Αυτά είναι τα μόνα αρμόδια να κρίνουν αν υπάρχει αντισυνταγματικότητα». Και εδώ η απάντηση πρέπει να είναι: Το άρθρο 120 αναθέτει σε εμάς, τους πολίτες –και όχι στα δικαστήρια– την ευθύνη της πρόληψης: να αποτρέψουμε την αντισυνταγματικότητα προτού αυτή γίνει δεσμευτική πράξη της κρατικής εξουσίας, προτού γίνει νόμος. Το μεγάλο έλλειμμα του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας είναι πως, εξ ορισμού, είναι κατασταλτικός, έρχεται μετά την εφαρμογή του νόμου, όταν έχουν ήδη διαμορφωθεί καταστάσεις που η ανατροπή τους μπορεί να έχει κόστος και παράπλευρες συνέπειες. Κι αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα την κρίση τους. Μικρή σημασία έχουν προσφυγές ή μηνύσεις που θα εκδικαστούν μετά από μήνες ή χρόνια, όταν θα έχουν πια δημιουργηθεί τετελεσμένα.

Τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την τήρηση του Συντάγματος όπως την εννοεί το άρθρο 120 είναι πολιτικά, όχι νομικά. Παραδόξως –ή ίσως όχι και τόσο παραδόξως– από το δημόσιο λόγο επί του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια απουσιάζει ένα πολιτικό μέσο πίεσης που, εν δυνάμει, μπορεί να αποδειχθεί το πιο αποτελεσματικό, περισσότερο από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια: Η διαβεβαίωση των κομμάτων της μείζονος, τουλάχιστον, αντιπολίτευσης ότι θα καταργήσουν το νόμο όταν έρθουν στην εξουσία θα προβλημάτιζε, αν μη τι άλλο, και ενδεχομένως θα έκανε διστακτικούς όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στη μπίζνα της πανεπιστημιακής παραπαιδείας που προωθεί το νομοσχέδιο.

1 J.-WMüllerΣυνταγματικός πατριωτισμός, Εκδ. Παπαζήση, 2012.

2 L. Kramer, The People Themselves: Popular Constitutionalism and Judicial Review, Oxford University Press, 2004.

3 Αρ. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τόμ. Ι-ΙΙ [1956-1961], Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, επανέκδοση 1991.

4 R. Bellamy, Political Constitutionalism, Oxford University Press, 2007.

5 Φ. Σπυρόπουλος, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος [1987], Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, επανέκδοση 2022.

Πηγή: Consitutionalism.gr

Αναπάντητα ερωτήματα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γιατί η κυβέρνηση επέλεξε την κατάλυση αντί της αναθεώρησης του Συντάγματος;

Α. Από την αρχή της συζήτησης για την νομοθετική αναγνώριση παραρτημάτων ξένων ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα ένα ερώτημα πλανάται στην ατμόσφαιρα, με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Με ποιο κριτήριο επελέγη μία τόσο αμφιλεγόμενη, (τουλάχιστον…) νομοθετική ρύθμιση, ενώ εφέτος συμπληρώνεται πενταετία από την προηγούμενη συνταγματική αναθεώρηση, που επιτρέπει την μόνη θεσμικά καθαρή και συνταγματικά επιτρεπτή αντιμετώπιση του ζητήματος; Το ερώτημα τέθηκε επανειλημμένα και σε όλους τους τόνους, από πολλές πλευρές, αλλά πειστική απάντηση δεν δόθηκε. Διότι δεν φαντάζομαι ότι η κυβέρνηση έχει αξίωση να πιστέψουμε ότι πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη εκλογική της νίκη –και αφού μεσολάβησε μία αλλοπρόσαλλη και πλήρως αποτυχημένη πολιτική από την προκάτοχο του σημερινού υπουργού– την έπιασε ξαφνικά ένας τόσο έντονος μεταρρυθμιστικός οίστρος, που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλα τρία χρόνια, προκειμένου να δοθούν οι επιβαλλόμενες ολοκληρωμένες και συναινετικές λύσεις.

Προς τι λοιπόν αυτή η «πρεμούρα»; Και γιατί έπρεπε να γίνει με τόσο τραυματικούς όρους σε σχέση με το Σύνταγμα;

Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι η αντιπολίτευση, όλων σχεδόν των αποχρώσεων, έχει δίκιο: η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα με μία ελεγχόμενη μονοκομματική πλειοψηφία, διότι γνωρίζει ότι οι λύσεις που θα ήθελε να επιβάλει τώρα δεν είναι εύκολο να γίνουν αποδεκτές με τις ευρύτερες συναινέσεις που επιτάσσει η συνταγματική αναθεώρηση. Ή, για να το πούμε πιο απλά και πιο καθαρά, διότι φοβάται ότι τα υπόλοιπα κόμματα θα ζητήσουν ευλόγως μία συνολική ρύθμιση και δεν θα είναι διατεθειμένα να δεχθούν μία επιλεκτική και αποσπασματική διευθέτηση ιδιωτικών συμφερόντων σαν αυτήν που επιχειρείται σήμερα.

Μόνο έτσι εξηγείται γιατί ξαφνικά είδαν το φως της δημοσιότητας, σχεδόν ταυτόχρονα και με συντονισμένες κινήσεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κυβέρνησης και προετοιμαζόμενων «επενδυτών»), ορισμένες επί τούτω γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις (Φ. Σπυρόπουλου[1], Ευ. Βενιζέλου – Β. Σκουρή[2], Ν. Αλιβιζάτου[3] και Α. Μανιτάκη[4]) με τις οποίες καλούμαστε να ξεχάσουμε ότι γνωρίζαμε έως σήμερα για το άρθρο 16 του Συντάγματος, τόσο από την νομολογία όσο και από την θεωρία (των παλαιότερων απόψεων των ιδίων συμπεριλαμβανομένων…) και να δεχθούμε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρά τις απόλυτες και κατηγορηματικές διατυπώσεις του, μπορεί (ή και επιβάλλεται…) να αχρηστευθεί πλήρως, προκειμένου να ευοδωθουν τα σχέδια της κυβέρνησης (τα οποία αρχικά έφταναν μέχρι και την σύσταση ιδιωτικών κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων –εξ ού και οι τόσο ”large” σχετικές γνωμοδοτικές ερμηνείες, πλην Αλιβιζάτου– αλλά στην πορεία ο υπουργός μάλλον ότι πρέπει να κινηθεί με αυτοσυγκράτηση και να περιορίσει την παρέμβασή του σε «μη κερδοσκοπικά» παραρτήματα ξένων Πανεπιστημίων, χωρίς πάντως να διασφαλίσει εν τέλει, παρά τις εξαγγελίες του, ούτε τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα αλλά ούτε και την στοιχειώδη έστω εξομοίωσή τους με τα δημόσια, από την άποψη της ακαδημαϊκής ελευθερίας).

*****

Β. Το ζήτημα βέβαια της καθιέρωσης ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν τίθεται για πρώτη φορά. Από την δεκαετία του ’90 το σημερινό κυβερνών κόμμα το θέτει διαρκώς σε όλες τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι κανένας από τους επιφανείς νομικούς που ανέλαβαν (με προεξάρχοντα τον τ. πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο[5])  το βάρος της υποστήριξης των σχετικών προτάσεων, δεν διανοήθηκε να ισχυρισθεί ότι  θα μπορούσε να γίνει μία τόσο σημαντική αλλαγή χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Εξ άλλου, και η έως τώρα νομολογία του ΣτΕ δεν αφήνει κανένα σχετικό περιθώριο, με σαφέστατες και κατηγορηματικές διατυπώσεις (Βλ. ενδεικτικά  τις πρόσφατες ΣτΕ 922/2023, 1789/2023, που επαναλαμβάνουν όλες τις σχετικές προηγούμενες, και πρβλ. την σχετική Ανακοίνωση των Διοικητικών Δικαστών, 12.2.2024). ενώ χαρακτηριστικές το σημείο αυτό είναι οι μαχητικές πρόσφατες τοποθετήσεις αφ’ενός της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ Μαρίας Καραμανώφ[6] και αφ’ετέρου του (εμβληματικού) πρώην Yπουργού Δικαιοσύνης και Συμβούλου Επικρατείας, Γιώργου Κουβελάκη[7].

Τα παράδοξα, όμως, δεν σταματούν εδώ. Δεν έφτασε το ότι οι επιστημονικές απόψεις υπέρ των κυβερνητικών επιδιώξεων έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία –δεδομένης και της απολυτότητάς των περισσότερων από αυτές– αλλά ξεκίνησε και μία συστηματική προσπάθεια να πεισθούν όλοι, κόμματα και κοινή γνώμη, όχι μόνον ότι αυτή είναι η ορθή συνταγματικά άποψη αλλά και ότι είναι κρατούσα[8], υπολογίζοντας μάλλον στην ευρύτατη προβολή της από τα «καθεστωτικά» μέσα της διαπλοκής…

Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελε η κυβέρνηση. Πολύ γρήγορα ξεκίνησαν οι πρώτες έντονα κριτικές παρεμβάσεις (ιδίως από τους Κ. Μποτόπουλο[9], Ιφ, Καμτσίδου[10], Π. Λαζαράτο[11], Κ. Γιαννακόπουλο[12], Γ. Κατρούγκαλο[13] Δ. Σαραφιανό[14], που απαντούσαν πειστικά και εμπεριστατωμένα, σημείο προς σημείο, στις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις. Οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν με την κοινή δήλωση οκτώ καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου (Αλκ. Δερβιτσιώτης, Γ. Δρόσος, Ακρ. Καϊδατζής, Ιφ. Καμτσίδου, Ξεν. Κοντιάδης, Παν. Μαντζούφας, Γ. Σωτηρέλης, Κ. Χρυσόγονος), που συνόψισε όλη την προηγηθείσα επιχειρηματολογία για την αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου[15] ως εξής:

«Με αφορμή ορισμένες γνωμοδοτήσεις και τοποθετήσεις συναδέλφων, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η πλειονότητα των καθηγητών συνταγματικού Δικαίου τάσσεται αναφανδόν υπέρ της συνταγματικότητας των κυβερνητικών σχεδίων για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Αισθανόμαστε λοιπόν την ανάγκη να δηλώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Στο άρθρο 16 του Συντάγματος προβλέπεται ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση, ότι οι καθηγητές τους είναι δημόσιοι λειτουργοί και ότι η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Κατά τη γνώμη μας η ρητή αυτή απαγόρευση δεν μπορεί να παρακαμφθεί με βάση μία σύμφωνη με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος. Άλλωστε η Ελλάδα ούτε έχει καταδικασθεί ποτέ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε καν έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Συνεπώς για την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, κερδοσκοπικών ή μη, απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

Διευκρινίζουμε ότι η τοποθέτησή μας απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μας ως προς τη λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, επί της οποίας καθένας από εμάς διατηρεί τη προσωπική του άποψη υπέρ ή κατά, αλλά στην υποχρέωσή μας να προασπίσουμε την τήρηση του Συντάγματος. Άλλωστε, σε τριάμισι χρόνια από τώρα είναι δυνατόν να έχει ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση, οπότε το ζήτημα της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων θα μπορούσε να τεθεί ευχερώς στην ορθή συνταγματική του βάση».

Την σκυτάλη πήρε στη συνέχεια η Ένωσης Επιστημόνων Ευρωπαϊκών Σπουδών, με «Υπόμνημα επί του ν/σ «Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου–Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» (εν συνεχεία της σχετικής επιστημονικής εκδήλωσης που έγινε στο ΔΣΑ, 15.2.2024)» Το Υπόμνημα αυτό,  που υποβλήθηκε στην Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων και το υπογράφουν, ως μέλη του ΔΣ, πέντε καθηγητές Ευρωπαϊκού Δικαίου (Αστ. Πλιάκος, Χ. Τσιλιώτης, Αντ. Μεταξάς, Μαν. Περάκης, Β. Χατζόπουλος), κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος αλλά με πολύ πιο αναλυτική θεωρητική επεξεργασία, καταρρίπτοντας, ιδίως, σε όλα τα κρίσιμα σημεία, την αξιοπιστία των γνωμοδοτήσεων στο πεδίο του ευρωενωσιακού δικαίου[16]:

«1. Η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, στην οποία εμπίπτει και το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, εμπίπτει στις κρατικές αρμοδιότητες. H αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων είναι θεμελιώδης και δεν επιτρέπεται η καταστρατήγησή της. 2. Η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από τα κράτη μέλη υπόκειται στην τήρηση θεμελιωδών ενωσιακών αρχών, όπως η αρχή απαγόρευσης των διακρίσεων, η αρχή της αναλογικότητας και η αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς όμως να μπορεί να εξουδετερώνεται και να καθίσταται άνευ νοήματος η κατανομή αρμοδιοτήτων. 3. Δεν υφίστανται ενωσιακοί κανόνες πρωτογενούς ή παραγώγου δικαίου, ή διεθνών συμφωνιών συναφθεισών από την Ένωση, που να ρυθμίζουν την οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης στα κράτη μέλη, απονέμοντας μάλιστα δικαιώματα σε ιδιώτες, σύμφωνα με τους οποίους να υπάρξει ερμηνεία των αντίστοιχων εθνικών κανόνων…

Το Ενωσιακό δίκαιο, λόγω της κατανομής αρμοδιοτήτων με τα ΚΜ, ικανοποιείται πλήρως με την… επαγγελματική αναγνώριση. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση κείται εκτός των αρμοδιοτήτων της ΕΕ: ούτε μπορεί να τη θεσμοθετήσει, ούτε μπορεί να την απαιτήσει… 

Κατά συνέπεια, δεν χωρεί σύμφωνη ερμηνεία του άρθρου 16 Σ με ενωσιακούς κανόνες ή αρχές που να ρυθμίζουν τα εν λόγω ζητήματα, διότι, αφενός τέτοιοι κανόνες δεν υφίστανται, και αφετέρου η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 16 Σ δεν προσκρούει στις θεμελιώδεις εκείνες αρχές του ενωσιακού δικαίου, που διέπουν την άσκηση ακόμη και των παρακρατηθεισών από τα κράτη μέλη αρμοδιοτήτων».

Ακολούθησε και νέος κύκλος τοποθετήσεων, από τον Ξ. Κοντιάδη[17], την Βασ. Χρήστου[18], την Ιφ. Καμτσίδου[19], τον Αντ. Μεταξά[20], τον Κ. Γιαννακόπουλο[21] και τον Γ. Δρόσο[22], με κοινό παρονομαστή την κατάφωρη αντισυνταγματικότητα του κυβερνητικού νομοσχεδίου αλλά και την στηλίτευση των συμπαρομαρτουσών μεθοδεύσεων, ανακολουθιών και τροποποιήσεων επί τα χείρω.

Με όλες αυτές τις αντιδράσεις, στις οποίες πρέπει να συνυπολογισθούν και αυτές της Μαρ. Καραμανώφ και του Γ. Κουβελάκη, που προαναφέρθηκαν, κατέστη αναμφισβήτητο ότι η άποψη που συμπλέει με τα σχέδια της κυβέρνησης είναι εν τέλει προδήλως μειοψηφική, τόσο στον χώρο του συνταγματικού και του διοικητικού όσο κι στον χώρο του ευρωπαϊκού δικαίου, ακόμη και αν θεωρήσουμε επιστημονικές και όχι πολιτικές –όπως τις θεωρώ με τα δικά μου κριτήρια– τις θέσεις που εξέφρασαν οι Π. Πικραμένος[23], Γ. Καμίνης[24] και Α. Λοβέρδος[25]. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι Σπ. ΒλαχόπουλοςΓ. Δελλής, οι οποίοι, όταν έγιναν οι αρχικές εξαγγελίες, άφηναν μεν κατ’αρχήν –και υπό προϋποθέσεις– κάποια περιθώρια για την πλέον μετριοπαθή εκδοχή των μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων[26] (που τελικά υιοθέτησε ο υπουργός) πλην όμως απέφυγαν επιμελώς, στην συνέχεια, να τοποθετηθούν  ad hoc –από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον– ως προς το αν το συγκεκριμένο πλέον νομοσχέδιο, ιδίως μετά και τις τροποποιήσεις του, πληροί τις προϋποθέσεις συνταγματικότητας που έθεσαν[27]. Αντίθετα ο Χ. Ανθόπουλος[28], παρότι υπεισήλθε ακροθιγώς μόνο στον γενικότερο προβληματισμό, εξέφρασε έντονους συνταγματικούς προβληματισμούς για το νομοσχέδιο, εστιάζοντας κατά βάση στην μη διασφάλιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Χαρακτηριστική επίσης υπήρξε η σχετική τοποθέτηση του Γ. Σαρμά, τον οποίο επικαλέσθηκαν όλοι όσοι απέβλεψαν στην διευκόλυνση των σχεδίων της κυβέρνησης, παραπέμποντας σε παλαιότερη πράγματι αξιόλογη πλην όμως γενική και προσανατολισμένη μονομερώς στο ευρωενωσιακό δίκαιο μελέτη του[29]. Ωστόσο, σε μία πρόσφατη ad hoc πλέον παρέμβασή του[30] εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τον αν μπορεί μια τέτοια ρύθμιση να περάσει από το Συμβούλιο Επικρατείας, θεωρώντας, εν κατακλείδι, πιο πιθανή εκδοχή να την κρίνει συνταγματική μόνο ως προς την ρύθμιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, δηλαδή να αποδεχθεί μία παραλλαγή των σήμερα ισχυόντων… [31]

Όταν λοιπόν κατακάθισε ο κουρνιαχτός, έγινε φανερό ότι η  επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος, παρά την σκανδαλώδη προβολή από τα μέσα και τους δημοσιογράφους της διαπλοκής,  είχε πενιχρά αποτελέσματα. Αποδείχθηκε ότι από τον χώρο της επιστήμης κανείς σχεδόν, πλην των γνωμοδοτησάντων που προαναφέρθηκαν, δεν βλέπει θερμά το εγχείρημα της κυβέρνησης. Άντε να προσθέσουμε και την της Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα[32] και τους δύο (Βλαχόπουλο, Δελλή) που δείχνουν ανοχή, και αυτήν υπό αυστηρές προϋποθέσεις, κατά τα προεκτεθέντα. Όλοι οι άλλοι, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα, είναι απέναντι… Είναι η κρατούσα γνώμη… Και σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται όλοι σχεδόν οι εν ενεργεία καθηγητές Ελληνικού και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου… για να μην υπάρχουν παρανοήσεις…

******

Γ. Έκρινα σκόπιμο να προβώ σε αυτήν την αναλυτική ανασκόπηση της έως τώρα επιστημονικής αντιμετώπισης του θέματος, διότι καλό είναι να ομιλούμε καθαρά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον διάλογο που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης». Σημασία έχει όχι μόνον να αξιολογούμε κάποιες επιστημονικές απόψεις, in abstracto,  αλλά και να τις εντάσσουμε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο διατυπώνονται, ώστε να έχουμε μία πλήρη εικόνα των πολλαπλών συμπαραδηλώσεων από τις οποίες καθορίζεται ή έστω απλώς επηρεάζεται ο επιστημονικός λόγος. Ιδίως δε όταν αυτός ο λόγος παρακάμπτει τόσο απροκάλυπτα ένα συνταγματικό άρθρο, η διατύπωση του οποίου δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο παρανοήσεων ως προς τα ισχύοντα, όπως τονίζουν όλοι όσοι αμφισβητούν την συνταγματικότητα του νομοσχεδίου. Παραθέτω:

Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση”. «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».

«Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Τι άλλο θα μπορούσε να λέει ένα Σύνταγμα, για να γίνει σαφέστερο; Ποια ερμηνεία μπορεί να διαστρέψει ή να παρακάμψει το νόημα αυτών των διατάξεων εκτός από μια contra constitutionem «ερμηνεία», που θεωρεί το Σύνταγμα λάστιχο, το οποίο μπορεί να τανύζεται κατά το δοκούν;

Δεν σκοπεύω βέβαια να επαναλάβω τα επιχειρήματα όλων όσοι έχουν συμβάλει στην προσπάθεια υπεράσπισης της αξιοπιστίας του Συντάγματος. Έχουν ειπωθεί όλα και μάλιστα με αξιοσημείωτη ενάργεια και πληρότητα αλλά και με αρκετό –και ευπρόσδεκτο–  πάθος. Το μόνο που θα επιχειρήσω, συνοψίζοντας κατά κάποιον τρόπο τα κρισιμότερα σημεία των έως τώρα επιστημονικών  αντιδράσεων, για τις αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και την θεωρητική τους κάλυψη, είναι να αναδείξω τις συγκεκριμένες κερκόπορτες  μέσω των οποίων επιχειρείται η  παράκαμψη του Συντάγματος:

Η πρώτη είναι η επιχειρηματολογία περί «ζωντανού» ή «δυναμικού» Συντάγματος, που πρέπει να «προσαρμόζεται στις εξελίξεις». Η επιχειρηματολογία αυτή γενικώς και υπό προϋποθέσεις έχει θεωρητική βάση[33]. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλέσει, όταν προβάλλεται λίγο πριν συμπληρωθεί η πενταετής προθεσμία για να εκκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία στη συνέχεια μπορεί να ολοκληρωθεί αμέσως μετά τις επόμενες εκλογές… Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα για την «προσαρμογή» του Συντάγματος στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα, με τις απαιτούμενες συναινέσεις και χωρίς να το τραυματίσουμε ανεπανόρθωτα για την ικανοποίηση, απλώς, ιδιωτικών συμφερόντων. Διότι φυσικά κανένας δεν είναι δυνατόν να πεισθεί ότι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να βάλει όριο στην ασυδοσία των κολλεγίων (στο  «eldorado», όπως το αποκάλεσε) όταν είναι γνωστό ότι ο σύλλογός τους όχι μόνον δεν τρόμαξε από τους λεονταρισμούς αλλά αντίθετα ζήτησε και γνωμοδότηση προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης των κυβερνητικών σχεδίων…

Η δεύτερη κερκόπορτα, είναι το “επαυξημένο Σύνταγμα”, που επικαλούνται οι Σκουρής-Βενιζέλος (ό.π.). Είναι μια αντίληψη που εντάσσεται στην πραγμάτευση του «πολυεπίπεδου συνταγματισμού»[34] και απηχεί, ειδικότερα, την θεωρία της «συνταγματοποίησης», την οποία εισήγαγαν ιδίως κάποιοι διεθνολόγοι, προκειμένου να μας πείσουν ότι η παραδοσιακή έννοια του Συντάγματος, ως απόρροιας της λαϊκής κυριαρχίας, έχει διαχυθεί πλέον σε όργανα υπερεθνικά, ακόμη και με ελάχιστη ή καθόλου δημοκρατική νομιμοποίηση, οι κανόνες των οποίων υπερισχύουν ή, σε κάθε περίπτωση, σχετικοποιούν πολλαπλώς το Σύνταγμα. Η αντίληψη αυτή, πέρα από το ότι πάσχει από έναν ιδιότυπο και απλώς «διαπιστωτικό» εμπειρισμό –διότι ασφαλώς παρατηρείται σε κάποιο βαθμό μια υποδόρια αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων– βρίσκεται σε συνεχή αντιπαράθεση με τον συνταγματισμό, όπως τον γνωρίζουμε, επιχειρώντας να τον απομακρύνει από τις ρίζες του και να τον υποτάξει στις ιδιωτικές μεταλλάξεις της εξουσίας και στην διαλεκτική των τεχνικών της[35]. Στο πλαίσιο δε μιας τέτοιας θεώρησης, είναι εύλογο να παρουσιάζεται ο «ερμηνευτής» –εν είδει ιερατείου…– σαν περισσότερο κατάλληλος να διαγνώσει το «νόημα» χωρίς τους περιορισμούς της γραμματικής, ιστορικής –«οριτζιναλιστικής»  κατά την γνωμοδότηση Σκουρή-Βενιζέλου[36]– και συστηματικής ερμηνείας, ακόμη και αντίθετα με ρητές διατυπώσεις του Συντάγματος[37]. Πέραν του ότι, βέβαια, μια τέτοια άποψη οδηγεί νομοτελειακώς στην πλήρη αποδυνάμωση του κανονιστικού περιεχομένου και του άρθρου 110 του Συντάγματος, άρα, σε τελευταία ανάλυση, του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος.

Η τρίτη κερκόπορτα είναι ο ερμηνευτικός σχετικισμός, ο οποίος παρεισάγει στην ερμηνεία όχι μόνο μια σειρά από ρευστά, αβέβαια και συχνά αυθαίρετα  ηθικοπολιτικά κριτήρια αλλά και έναν αφόρητο υποκειμενισμό, που κατά κανόνα συνδέεται με έναν εξ ίσου αφόρητο και συχνά ναρκισιστικό ελιτισμό, καθώς   αναγορεύει τον ερμηνευτή σε οιονεί πηγή δικαίου, μιας και δεν δεσμεύεται από  κανένα ερμηνευτικό κανόνα που θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την αυθεντία του, ακόμη και όταν προτείνει ανερμάτιστες θεωρητικές κατασκευές. Χαρακτηριστικός είναι, για παράδειγμα, ο έωλος ισχυρισμός του Μανιτάκη ότι το άρθρο 16, εμποδίζοντας την εγκατάσταση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στην χώρα μας –που εντάσσεται κατά το ευρωενωσιακό δικαιο προεχόντως στην οικονομική/επιχειρηματική ελευθερία– παραβιάζει αφ’ενός μεν το ίδιο το Σύνταγμα[38]… (επαναφέροντας από το παράθυρο την περίεργη θεωρία των «αντισυνταγματικών διατάξεων του Συντάγματος») αφ’ετέρου δε την ακαδημαϊκή ελευθερία[39]. Μόνο που πρόκειται για την κατά Μανιτάκη ακαδημαϊκή ελευθερία, που δεν βρίσκει κανένα απολύτως έρεισμα στην ακαδημαϊκή ελευθερία όπως την δίδαξε ο δάσκαλός του Αριστόβουλος Μάνεσης[40] και όπως την εξειδίκευσαν αναλυτικά και συστηματικά οι ίδιοι οι μαθητές του, τόσο γενικά[41] όσο και ad hoc[42]

Η  τέταρτη κερκόπορτα, αφορά ερμηνευτικές επιλογές οι οποίες αντανακλούν έναν ιδιότυπο πλην ανιστόρητο «ευρωπαϊκό πατριωτισμό», Αυτός εκλαμβάνει αξιωματικά την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν εξ ορισμού και σε κάθε περίπτωση υπερέχουσα Έννομη Τάξη,  οι κανόνες της οποίας πρέπει να επιβάλλονται χωρίς αντίρρηση και χωρίς αμφισβήτηση. Παραβλέπεται έτσι η φύση του ευρωπαϊκού δικαίου, που αναπτύσσει την κανονιστική του εμβέλεια  ευρισκόμενο σε μία συνεχή και διαρκώς μεταβαλλόμενη διελκυστίνδα με τα εθνικά δίκαια –και ιδίως με τα εθνικά Συντάγματα– στο πλαίσιο μιας  ιδιάζουσας και συχνά αντιφατικής ένωσης κρατών και λαών (όπως την ανέδειξε με μοναδικό τρόπο ο Δημήτρης Τσάτσος[43]). Υπό αυτό το πρίσμα, ο εθνικός συνταγματικός πατριωτισμός έχει συχνά μεγαλύτερη σημασία, διότι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν είναι εξ ορισμού προτιμητέο, σε σχέση με το εθνικό. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η εθνική προστασία είναι πολύ πιο αξιόπιστη και ολοκληρωμένη, ενώ δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η μυθοποιημένη θεά της ΕΕ, σε βάρος συνήθως άλλων δικαιωμάτων, είναι η οικονομική ελευθερία, μέσω της οποίας επιχειρείται να δοθεί μία αγοραία χροιά και στις άλλες ελευθερίες. Αυτό όμως, σε συνδυασμό με το δημοκρατικό της έλλειμμα, έρχεται σε σύγκρουση με την δημοκρατική παράδοση των ευρωπαϊκών κρατών και με το ίδιο το ευρωπαϊκό δημοκρατικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται, ιδίως, από παραπληρωματικότητα ως προς την υπηρέτηση των επί μέρους αρχών που το διέπουν και δεν εξαντλείται σε μία μονομερή υποκατάστασή τους από ερμηνείες που προτάσσουν αξιωματικά τις προτεραιότητες, τις ιεραρχήσεις και τα προτάγματα των ευρωπαϊκών αγορών…

Με άλλα λόγια, και αυτό αφορά ιδίως τις αναλύσεις των Βενιζέλου-ΣκουρήΣπυρόπουλουΜανιτάκη και –εν μέρει- Σαρμά (ό.π.), οι αγοραίες ελευθερίες της ΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται όσο το δυνατόν πιο συσταλτικά, σε σχέση με τις εθνικές ελευθερίες, που είναι πιο ισορροπημένες και λιγότερο μονοδιάστατες. Άρα, το να ανακαλύπτουμε δεσμευτικό ενωσιακό δίκαιο εκεί που δεν υπάρχει (συγκεκριμένα στην ρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης –που είναι ξεκάθαρα εθνική αρμοδιότητα– και στον ατελή και δυσεφάρμοστο, εν πολλοίς, Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και να προτείνουμε την επέκταση της οικονομικής ελευθερίας και πέραν της επαγγελματικής ελευθερίας –πολύ δε περισσότερο και με πλήρη υποβάθμισση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης– είναι απλώς μία οικονομίστικη εκτροπή του πολιτικού φιλελευθερισμού. Έτσι επιτυγχάνεται, για να θυμηθούμε τον παλιό αγωνιστικό Μανιτάκη, «ένας μόνιμος νεοφιλελεύθερος στόχος: η συνταγματική εξομοίωση των τεσσάρων οικονομικών ελευθεριών (ελευθερία κίνησης προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίου), με τις θεμελιώδεις ατομικές ελευθερίες»[44]. Αυτός ο στόχος όμως, τον οποίο δικαίως ξόρκιζε τότε (αν και ξιφουλκώντας κακώς κατά της απόπειρας καθιέρωσης Ευρωπαϊκού Συντάγματος…) υπερβαίνει τα εσκαμμένα και αχρηστεύει πλήρως, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου ευρωπαϊσμού, το Σύνταγμα…

Η πέμπτη κερκόπορτα είναι η καταχρηστική και παραπλανητική ταυτόχρονα προσπάθεια αξιοποίηση της «σύμφωνης με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεία του Συντάγματος», με επίκληση μάλιστα της τραυματικής υπόθεσης του «βασικού μετόχου» (η οποία όμως είναι άσχετη (όπως επισημαίνουν ή/και αποδεικνύουν πειστικά όλοι οι αντιδρώντες συγγραφείς που προαναφέρθηκαν). Όπως έχει ήδη επισημανθεί σε όλους τους τόνους, από όσους ασχολούνται με το ελληνικό και με το ευρωπαϊκό Δημόσιο Δίκαιο, σύμφωνη ερμηνεία δεν νοείται σε πλήρη αντίθεση με το Σύνταγμα.  Αυτή η απλή προϋπόθεση –η οποία αναφέρεται μάλιστα (απλώς για να αναφερθεί…) και σε μία υποσημείωση στην γνωμοδότηση Βενιζέλου Σκουρή–  αρκεί για να τινάξει στον αέρα την σχετική επιχειρηματολογία, όπως επίσης επισημαίνουν όλοι οι προαναφερθέντες συγγραφείς που τάσσονται κατά της συνταγματικότητας του νομοσχεδίου. Πέρα από αυτό, όμως, έχει ήδη δοθεί αναλυτικά και τεκμηριωμένα απάντηση ότι δεν πληρούται στην συγκεκριμένη περίπτωση ούτε η δεύτερη προϋπόθεση για μια τέτοια ερμηνεία, διότι το προβαλλόμενο σαν «ευρωπαϊκό δίκαιο» είναι απλώς μία ψευδεπίγραφη θεωρητική κατασκευή χωρίς αντίκρυσμα, διότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπως προείπαμε,  είναι χωρίς καμία αμφιβολία εθνική και όχι ευρωενωσιακή αρμοδιότητα. Αυτό άλλωστε το γνωρίζει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που δεν έκανε τόσα χρόνια καμία κίνηση σε βάρος της χώρας μας. Άρα το ευρωενωσιακό δίκαιο, προς το οποίο, δήθεν, θα έπρεπε να εναρμονισθεί το Σύνταγμα, είναι στην πραγματικότητα μία προβολή αυτού που θα ήθελε η κυβέρνηση να ισχύει, προκειμένου να επιτύχει –υπερτονίζοντας την κανονιστική του ισχύ και διαστρέφοντας την νομολογιακή του αντιμετώπιση– την αχρήστευση του ελληνικού Συντάγματος…

*****

Δ. Πριν κλείσω, κάποια υστερόγραφα:

Το πρώτο αφορά την Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (GATS). Είναι πράγματι απορίας άξιον το ότι οι γνωμοδοτήσαντες δεν αναφέρουν το παραμικρό για την ρητή επιφύλαξη που έχει τεθεί από την χώρα μας στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης[45], ακριβώς λόγω του Συντάγματός μας. Αυτό σημαίνει όμως, στην πράξη, ότι τα αγγλικά, τα αμερικανικά και τα όποια άλλα εκτός Ε.Ε. Πανεπιστήμια δεν καλύπτονται ούτως ή άλλως από το νομοσχέδιο, παρά τα αμετροεπώς θρυλούμενα  ότι θα κάνουν ουρά για να έλθουν στην Ελλάδα…

Το δεύτερο υστερόγραφο αφορά το υποτιθέμενο «χουντικό παρελθόν» των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 16, την οποία υπερτονίζει ο Ν. Αλιβιζάτος[46]. Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω αυτήν την μομφή. Κυριολεκτικά με ξεπερνά. Είναι ύποπτο λέει το άρθρο 16, διότι σε μια πρώτη τους μορφή οι διατάξεις του για τα ΝΠΔΔ και για το καθεστώς των διδασκόντων καθιερώθηκαν με τα χουντικά «συντάγματα». Δηλαδή τίποτε δεν κατάλαβαν για τις σκοτεινές καταβολές του άρθρου 16 Σ οι αγωνιστές κατά της χούντας καθηγητές (μεταξύ των οποίων Μάνεσης, Βεγλερής, Κουμάντος, Παπαντωνίου, Πλασκοβίτης,  Τσάτσος, Παπανούτσος) και όλοι οι επιφανείς πολιτικοί, από τον Κ. Καραμανλή μέχρι τον Α. Παπανδρέου και από τους Ηλιού, Κύρκο και Φλωράκη μέχρι τον Σημίτη, που πρωτοστάτησαν όχι μόνο στην καθιέρωση (με σημαντικές μάλιστα βελτιώσεις καθώς η αυτοδιοίκηση έγινε πλήρης  αυτοδιοίκηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι δημόσιοι λειτουργοί) αλλά και στην διατήρηση των επίμαχων ρυθμίσεων του άρθρου 16Σ, παρά τις σειρήνες και τις απόπειρες για αλλαγή του… [47].

Να θυμίσω βέβαια ότι και τα κοινωνικά δικαιώματα στα χουντικά συντάγματα πρωτοκαθιερώθηκαν. Μήπως είναι και αυτά δημοκρατικώς ύποπτα; Μήπως γι’αυτό οι δύο από τους γνωμοδοτήσαντες, μαζί με έναν σημερινό υπουργό και δύο επιφανείς εκπροσώπους του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού πρότειναν την κατάργησή των κοινωνικών δικαιωμάτων στο «καινοτόμο» Σύνταγμά τους[48];

Το τρίτο υστερόγραφο αφορά τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, με τα οποία, εμφανιζόμενα δήθεν σαν διφυή, επιχειρείται να παρακαμφθεί η συνταγματική απαγόρευση (χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται το πως οι διδάσκοντες θα είναι «δημόσιοι λειτουργοί» και ιδίως το πως θα διασφαλισθεί η ακαδημαϊκή ελευθερία. Την καλύτερη απάντηση, βέβαια, απέναντι σε αυτές τις ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, είχε δώσει ο ίδιος ο Ευ. Βενιζέλος, σχολιάζοντας παλαιότερη σχετική πρόταση:

«Στην ελληνική, όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές ηπειρωτικές έννομες τάξεις, ακόμη και αν ονομάζεται «πανεπιστημιακό» ‘η «εκκλησιαστικό» ή «διφυές», σε τελευταία ανάλυση ταξινομείται ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με κριτήριο την νομική φύση των διαφορών που ανακύπτουν και άρα τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται και τη νομική φύση των εργασιακών σχέσεων του κυρίως τουλάχιστον διδακτικού τους προσωπικού».

Έχει κανείς οποιαδήποτε απορία για το πώς θα ταξινομηθούν τα προτεινόμενα στο νομοσχέδιο νομικά πρόσωπα;

Τέταρτο και τελευταίο. Σοβαρολογούν στην κυβέρνηση όταν μιλούν για «ελεύθερα πανεπιστήμια»; Μήπως τα εννοούν όπως την «ελεύθερη ραδιοτηλεόραση» που ήταν απλώς «ιδιωτική ραδιοτηλεόραση», λειτούργησε σε συνθήκες «φαρ ουέστ» και στράφηκε τελικά κατά της ελευθερίας της ενημέρωσης, υποκαθιστώντας το κρατικό μονοπώλιο με το ολιγοπώλιο της διαπλοκής; Ούτε καν τα φημισμένα μη κρατικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού δεν φαίνονται πλέον και πολύ ελεύθερα, αν αναλογισθεί κανείς την πρόσφατη παραίτηση δύο πρυτάνεων, επειδή τόλμησαν να στηλιτεύσουν την γενοκτονία που συντελείται στη Γάζα. Λέτε να αποδειχθούν «ελεύθερα» τα μεταλλαγμένα ΙΕΚ και τα ποικίλα Funds που ετοιμάζονται πυρετωδώς να παραστήσουν τα Πανεπιστήμια;

*****

Ε. Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα:

Αξίζει τελικά, για χάρη της συγκεκριμένης –εσπευσμένης, απροετοίμαστης και εν τέλει μονοκομματικής– προσπάθειας καθιέρωσης μιας μορφής ιδιωτικών Πανεπιστημίων να τραυματισθεί τόσο έντονα το κανονιστικό κύρος του Συντάγματος; Ναι λέει η κυβέρνηση και μαζί της κάποιοι, ελάχιστοι  ευτυχώς, συνάδελφοι. Όχι λέμε με στεντόρεια φωνή όλοι (σχεδόν) οι άλλοι, που θεραπεύουμε το Συνταγματικό, το Διοικητικό και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ανεξάρτητα από το ποια είναι επί της ουσίας η άποψή μας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και την ίδια στάση αναμένουμε να τηρήσει και το Συμβούλιο Επικρατείας, αν η κυβέρνηση επιμείνει, όπως φαίνεται, στο συνταγματικό της πραξικόπημα και αν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνεχίσει την τακτική των προκατόχων της, αρνούμενη να προβεί –όπως έχει κατά την άποψή μου την αρμοδιότητα– σε επί της ουσίας έλεγχο συνταγματικότητας. Το διακύβευμα είναι τεράστιο, διότι δεν αφορά, εν κατακλείδι, ένα συνταγματικό άρθρο αλλά το ίδιο το μέλλον του Συντάγματος, ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου που παρέχει ασφάλεια δικαίου και εγγυάται το δημόσιο συμφέρον, τις ανθρωπιστικές αξίες  και τις πάγιες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Αυτό λοιπόν που θα κληθεί, σε τελευταία ανάλυση, να απαντήσει το Συμβούλιο Επικρατείας είναι το αν μπορεί η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία να επιβάλλει επιλεκτικά και αυθαίρετα τις επιλογές της, παρακάμπτοντας αλά κάρτ το Σύνταγμα και ξηλώνοντας άκριτα το «πουλόβερ» της Δημοκρατίας… Και είμαστε βέβαιοι, χρησιμοποιώ πληθυντικό διότι πιστεύω ότι διερμηνεύω την άποψη όλων των αντιδρώντων, ότι θα δώσει ξεκάθαρα την δέουσα απάντηση, κλείνοντας τα αυτιά στις σειρήνες της εκτελεστικής εξουσίας, εμμένοντας στην πάγια σχετική νομολογία του και σεβόμενο, εν τέλει, την θεσμική του αξιοπρέπεια, που ταυτίζεται στο σημείο αυτό με την θεσμική αξιοπρέπεια του ίδιου του ελληνικού κράτους

[1] Γνωμοδότηση (για τον Υπουργό Παιδείας) με το «ερώτημα αν, εν όψει του άρθρου 14 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να συσταθούν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα από ιδιώτες», 27.11.2023.

[2] Βλ. Γνωμοδότηση (με άγνωστο εντολέα), Η σύμφωνη με το Ενωσιακό Δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος και το περιθώριο ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2024 (και περίληψή της : Mη κρατικά ΑΕΙ, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, Τα Νέα, 9.12.2024), καθώς και Μη κρατικά ΑΕΙ – Σε ποια έννομη τάξη; Καθημερινή, 26.2.2024.

[3] Βλ. Γνωμοδότηση (Για τον Σύνδεσμο Ελληνικών Κολλεγίων), Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα,  30.10.2024 (ΝοΒ 2/24)  και  Όταν η πολιτική ατολμία κρύβεται πίσω από τον νομικό σχολαστικισμό, Βήμα της Κυριακής, 3.3.2024, Constitutionalism.gr, 4.3.2024

[4] Βλ. ιδίως Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης  (κείμενο με δομή γνωμοδότησης), Constitutionalism.gr,  11-07-2023  καθώς και: Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 24.8.2024,  H κρυφή γοητεία του άρθρου 28 του Συντάγματος, ΝΕΑ, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr, 25.8.2024, Η συνταγματικότητα της εγκατάστασης παραρτημάτων αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων. Μια οφειλόμενη απάντηση, Constitutionalism.gr, 28.8.2024, Η ερμηνεία της διάταξης  (Οι διακρατικές συμφωνίες αντιμέτωπες με το άρθρο 16Σ), Βήμα της Κυριακής, 27.08.23 και Constitutionalism.gr, 03.09.2024, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ,  27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024.

[5] Πρβλ. Σημεία ομιλίας του τ. Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, κατά τον εορτασμό των 180 χρόνων του ΕΜΠ (2017), που άπτονται επίκαιρων προβληματισμών για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 4.3.2024.

[6] Η οποία αφού επισημάνει ότι «Το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια γεννά ένα ζήτημα πολύ σοβαρότερο και από το ίδιο το μέλλον της Ανώτατης Παιδείας στην Ελλάδα. Διακυβεύει το μέλλον όχι απλώς του Κράτους Δικαίου αλλά της έννοιας του Δικαίου αυτής καθ’ εαυτήν», διαρρηγνύει τα ιμάτιά της για την «πρωτοφανή στα νομικά χρονικά ερμηνευτική προσέγγιση» καθώς «Από το 1975 μέχρι σήμερα η παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση (άρθ. 16 παρ. 5), η απαγόρευση της ίδρυσης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες (άρθ. 16 παρ. 8) και η ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού για τους Καθηγητές ΑΕΙ (άρθ. 16 παρ. 6) είχε για όλους, δικαστές, νομικούς, καθηγητές, πολιτικούς και απλούς πολίτες την ίδια ακριβώς έννοια» για να καταλήξει στο ότι «Μοναδική συνταγματική οδός για να αλλάξουν όλα αυτά είναι η διαδικασία της αναθεώρησης… ο ρόλος της [οποίας] είναι να προηγείται και να υπαγορεύει τις ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη και όχι να έπεται και να υπαγορεύεται από τα τετελεσμένα γεγονότα που δημιουργούνται από συνειδητά αντισυνταγματικές νομοθετικές επιλογές» Βλ. «Βόμβα» της πρώην αντιπροέδρου του ΣτΕ για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια – «Μόνο με συνταγματική αναθεώρηση», Τα Νέα, 12.02.2024

[7] Ο οποίος, αφού διευκρινίσει ότι: «Είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών. Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του. Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή», τονίζει με έμφαση: «Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια… Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του… Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκάουτσο Μάρξ, που έλεγε «αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες». Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων. Το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Η αναθεώρηση όμως είναι λίγο πιο χρονοβόρα –θυμίζω, πάντως, ότι μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2024 – και λίγο πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτή είναι… Ζούμε σε θεσπισμένη έννομη τάξη, σε συντεταγμένη Πολιτεία. Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και αν θέλουμε, όσο και αν διαστέλλουμε τα μεν και στενεύουμε τα δε, δεν μας επιτρέπει με απλό Νόμο να ρυθμίσουμε διαφορετικά αυτό που ορίζει…» (Βλ. Γ. Κουβελάκη, Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος, Constitutionalism.gr, 1.3.2024).

[8] Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η δήλωση το Ν. Αλιβιζάτου, ο οποίος, με περισσή βεβαιότητα, προκαταλαμβάνοντας τόσο την θέση της θεωρίας όσο και την θέση της νομολογίας, δήλωσε: «Συνεπώς, ερμηνευόμενο το Σύνταγμα υπό το φως αυτών των εξελίξεων, δεν εμποδίζει, νομίζω ότι αυτό το θέμα η νομική πλευρά έχει λυθεί. Υπάρχουν κάποιες, αν θέλετε, μεμονωμένες φωνές συναδέλφων οι οποίοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι τουλάχιστον συμφωνούμε και νομίζω ότι και στα δικαστήρια αν τεθεί το θέμα θα δεχθούν την άποψη ότι το Σύνταγμα είναι ένα ζωντανό κείμενο το οποίο εξελίσσεται» (Παρατίθεται σε efsyn.gr, 5.2.2024).

[9] Διάλογος με το Δάσκαλο Αντώνη Μανιτάκη. Επί του άρθρου του «Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης», Constitutionalism.gr, 20.07.2023.

[10] Το Πανεπιστήμιο ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, Constitutionalism.gr, 23.07.2023, Η παραβίαση του άρθρου 16 Συντ. δεν είναι ένας απλός ερμηνευτικός νεωτερισμός, Constitutionalism.gr, 03.01.2024.

[11] Λίγα θεμελιώδη για το άρθρο 16 Συντάγματος, Ανοιχτό Παράθυρο, 26.07.2023, Η γνωμοδότηση Σκουρή- Βενιζέλου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Dikastiko.gr, 31.01.2024 και Πάνος Λαζαράτος: Και πάλι – Μη Κρατικά ΑΕΙ και Σύνταγμα, Dikastiko.gr, 31.01.2024.

[12] Βλ. ιδίως Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, Constitutionalism.gr, 31.10.2023,  Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023

[13] Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 02.01.2024

[14] Περί του άρθρου 16 και άλλων δαιμονίων, Constitutionalism.gr, 11.01.2024.

[15] Οκτώ καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, Constitutionalism.gr, 10.2.2024.

[16] Δημοσιεύθηκε στο Constitutionalism.gr, 25.02.2024.

[17] Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 14.02.2024.

[18] Το αίτημα «Πανεπιστήμιο», Constitutionalism.gr, 21.02.2024.

[19] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Τροποποιήσεις του νομοσχεδίου προς το χειρότερο, The Press Project, 28.2.2024.

[20] Μη κρατικά ΑΕΙ και ενωσιακό δίκαιο: Μεταξύ πραγματικότητας και προσχήματος, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.

[21] Μεθόδευση διάσπασης του κρατικού μονοπωλίου, Constitutionalism.gr, 04.03.2024.

[22] Ιδιωτικά Πανεπιστήμια και η κακομεταχείριση του συνταγματικού λόγου, Syntagma Watch 04.03.2024.

[23] Συνταγματικός παλαιοημερολογητισμός, Τα Νέα, 27.1.2024.

[24] Γιατί να πούμε «ναι» στα μη κρατικά πανεπιστήμια,  Protagon.gr, 29.2.2024.

[25] “Λέω ναι ρητά, δυνατά και ανοικτά στην ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων”, Dikastiko.gr, 05.03.2024

[26] Βλ. Β. Βλαχόπουλου, Μία Θεμελιώδης προϋπόθεση, που πρέπει να τηρηθεί και Γ. Δελλή, Καλοδεχούμενες εξαγγελίες, θα κριθούν στην πράξη,  Καθημερινή, 7.7.2023.

[27] Δεν είναι μάλιστα συμπτωματικό ότι ο Σπ. Βλαχόπουλος, σε πρόσφατο άρθρο του, απλώς παρουσίασε τις διάφορες απόψεις ,χωρίς  να λάβει θέση υπέρ των γνωμοδοτησάντων (Δημόσια και ιδιωτικά Πανεπιστήμια – Μια ακόμη λάθος προτεραιοποίηση στον δημόσιο λόγο, Dikastiko.gr, 26.2.2024).

[28] Το άρθρο 16 και η διασφάλιση των αρχών του, Τα Νέα, 24.2.2024

[29] Βλ. Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,  ΔτΑ 77/2018.

[30] Βλ. Η προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας κεντρικό ζητούμενο για το μέλλον της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, Constitutionalism.gr, 16.2.2024.

[31] Πρβλ. στο σημείο αυτό την εμπεριστατωμένη προσέγγιση, τόσο από συνταγματική όσο και υπό ευρωενωσιακή σκοπιά,  από τον Μ. Ιωαννίδη, Η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Μια απόπειρα συνολικής θεώρησης, ΤοΣ 2009.

[32] Μη κρατικό πανεπιστήμια : επιθυμητή αλλά όχι απαραίτητη η αναθεώρηση του άρθρου 16,

Βήμα της Κυριακής, 25.2.2024.

[33] Βλ. αντί άλλων Ap. Vlachogiannis, La living Constitution, Classiques Garnier, Paris 2014.

[34] Βλ. αναλυτικά Απ. Παπατόλια, «Πολυεπίπεδος συνταγματισμός»: απολογητική ιδεολογία ή εξελικτική αναγκαιότητα; (Σκέψεις με αφορμή την ερμηνευτική επαναπροσέγγιση του άρθρου 16), Constitutionalism.gr, 7.2.2024.

[35] Πρβλ. Γ. Σωτηρέλη, Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς ένα νέο συνταγματισμό;», σε: Α-Ι. Δ. Μεταξάς (Σχεδίαση του έργου – Εισαγωγικά Κείμενα), Πολιτική Επιστήμη: Διακλαδική και συγχρονική προσέγγιση της πολιτικής πράξης, V. Πολιτικοί Θεσμοί. Δομές και Λειτουργίες, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2016 (και σε: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, 2η έκδοση, Παπαζήσης  2023,  Επίμετρο, σ. 572 επ.,  http://www.constitutionalism.gr [καταχώρηση: 10.9.2012])

[36] Οπ., σ. 6.

[37] Πρβλ. Γιαννακόπουλου, Ο νεοφεουδαρχικός συνταγματισμός, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022, σ. 167 επ.

[38] Βλ. ιδίως, Η διάτρητη, συνταγµατικά, απαγόρευση του άρθρου 16, Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2023 και Constitutionalism.gr,.

[39] Βλ. ιδίως, Αναχρονιστική και αντίθετη στην ακαδημαϊκή ελευθερία, ΝΕΑ,  27/01/2024 και Constitutionalism.gr, 05.02.2024

[40] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη Ι, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη  1980, σ. 674 επ.

[41] Βλ. Π. Μαντζούφα, Ακαδημαϊκή Ελευθερία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1997..

[42] Ιφ. Καμτσίδου, Η αναθεώρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 Συντ. στην κατεύθυνση κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα των ΑΕΙ:  Όρια του εθνικού Συντάγματος και των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε., σε: Τιμητικός Τόμος για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, ΙΙΙ, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 213 επ.

[43] Βλ. Δ. Τσάτσου, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Κρατών, των Λαών, των Πολιτών και του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Πολιτισμού, κδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2007.

[44] Βλ. Το «Σύνταγμα της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004, σ. 99. Υποσημ. 127.

[45] Βλ. ιδίως Γ. Κατρούγκαλο, ό.π., και Κ. Γιαννακόπουλο, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, Constitutionalism.gr, 05.12.10.2023.

[46] Βλ. ενδεικτικά: Ν. Αλιβιζάτος στο Πρώτο: Αναχρονιστική η άποψη που δεν δέχεται τα Μη Κρατικά Πανεπιστήμια-Έχει ρίζες στον εμφύλιο και στον Γεώργιο Παπαδόπουλο (δηλώσεις του στο Πρώτο Πρόγραμμα, ErtNews, 5.2.2024 και ό.π. υποσημ. 8.

[47] Πρβλ. και Ε. Βενιζέλου, Ατζέντα 16 για το ελληνικό πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 62 επ.

[48] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος/Π. Βουρλούμης/Γ. Γεραπετρίτης/Γ. Κτιστάκης/Στ. Μάνος/Φ. Σπυρόπουλος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Η καθημερινή 2016, σ. 20-21, άρθρο 18.

Πηγή: constitutionalism.gr

Τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια ως δοκιμασία του κανονιστικού κύρους του Συντάγματος

Να εξηγούμεθα,

Είμαι υπέρ της ίδρυσης και λειτουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος, που ακολουθεί την εξέλιξη της Κοινωνίας και των Ιδεών.

Μέχρι του σημείου, όμως, που ο ερμηνευτής αποδίδει, όπως ο μουσικός, τη σύνθεση της παρτιτούρας που έχει μπροστά του και δε συνθέτει δικιά του.

Μέχρις εκεί, που η νομική επιστήμη παραμένει επιστήμη, και όχι τέχνη διαπραγμάτευσης και μετατροπής του ήσσονος λόγου σε κρείττονα ή με την ίδια ευκολία το αντίστροφο, κατά την αυθαίρετη επιλογή και ιεράρχηση του «ερμηνευτή». Είμαι υπέρ της δυναμικής ερμηνείας του Συντάγματος που τείνει προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Καλό και όχι κακό θα μας κάνει.

Πρόσφατα, σειρά άρθρων, γνωμοδοτήσεις ακαδημαϊκών και πολιτικών ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια από την ψήφιση και ισχύ του Συντάγματος του ’75, και σχεδόν 45 από την είσοδό μας στην ΕΟΚ, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν έχει την έννοια που όλοι νομίζαμε (Κυβερνήσεις, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ.). Η φώτιση ήρθε – ξαφνικά. (;) Το άρθρο 16, λένε, ενόψει της Ευρωπαϊκής Συνθήκης και των υποχρεώσεών μας, που προκύπτουν από την Είσοδό μας στην Ε.Ε., δεν είναι αντίθετο στη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Για να γίνει μάλιστα πιο απεχθής η απαγόρευση, Ίδρυσης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, που επιβάλλει η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 16, θυμίζουν ότι ήταν ρύθμιση του μετεμφυλιακού Κράτους και της Χούντας, που την περιέλαβε στα Συντάγματά της. Η υπόμνηση έχει την ιστορική της σημασία δεν προσθέτει όμως νομικό επιχείρημα. Θυμίζω με τη σειρά μου ότι ο Κίσσινγκερ έλεγε «το να παραβεί απλό νόμο η Διοίκηση είναι εύκολο, όταν όμως πρόκειται να παραβιάσει το Σύνταγμα χρειάζεται λίγη περισσότερη προσπάθεια». Ο Κίσσινγκερ, όπως οι πολλοί δέχονται πια, δεν είχε ηθική συνείδηση και οι κυνικές επιλογές του δε γνώριζαν φραγμούς.

Το Σύνταγμα του ’75 δεν αντέγραψε μηχανικά, με το άρθρο 16, τη ρύθμιση της Χούντας. Τότε το κλίμα αποκατάστασης της Δημοκρατίας ξέπλυνε, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, το προπατορικό αμάρτημα. Ήταν κομμάτι της αποκατάστασης της Δημοκρατίας η Δημόσια Δωρεάν Εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες.

Ζούμε στην εποχή της ιδεολογικής ισοπέδωσης, όμως μία κάποια σταθερά την έχουμε ανάγκη, ιδιαίτερα τώρα. Ας φυλάξουμε το κανονιστικό κύρος του Συντάγματός μας, το έχουμε ανάγκη περισσότερο από τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Η Ευρωπαϊκή Συνθήκη επιφυλάσσει στις Εθνικές Νομοθεσίας την Οργάνωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος την οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απαγορεύει την ίδρυση και επομένως λειτουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Αυτά είναι τα όρια και οι οδηγοί του ερμηνευτή.

Η προσπάθεια διάκρισης της Ίδρυσης από τη Λειτουργία και των δύο από την εγκατάσταση στη χώρα μας ξένων πανεπιστημίων, που έχουν ιδρυθεί σε άλλη Νομική Τάξη και υπάρχουν στο εξωτερικό, δέχεται ως συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τη βασική σκέψη, θυμίζοντας την υπέροχη στήλη non sequitur μεγάλης ξένης εφημερίδας. Το όλον παίζει με τη λογική και την έννοια των λέξεων.

Η άποψη ότι το «απαγορεύεται» του άρθρου 16 δεν μπορεί, εν όψει της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, να έχει την έννοια της απόλυτης απαγόρευσης, θυμίζει νοσταλγικά ένα από τα συνθήματα του Παρισινού Μάη του ’68 «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Όμως ο Σηκουάνας δεν είναι πια το ίδιο ποτάμι και η πραγματικότητα είναι ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία, αφήνοντας στις εθνικές νομοθεσίες να οργανώσουν την Ανώτατη Εκπαίδευση, επιτρέπει το «απαγορεύεται».

Μας αρέσει άλλωστε να υποστηρίζουμε ότι η Εκπαίδευση δεν είναι μια οποιαδήποτε επιχειρηματική οικονομική δραστηριότητα, η Ανώτατη δε, ως διδασκαλία και άσκηση επιστήμης και ιδεών, έχει άλλους κανόνες.

Οι γνώμες βέβαια είναι ελεύθερες και να αλλάζουν, ακόμη και από τύψεις. Όμως εδώ δεν πρόκειται γι’ αυτήν την ελευθερία. Αλλιώς θα ακολουθούσαμε τη συλλογιστική του Μαρξ, όχι του Καρόλου αλλά του Γκάουτσο Μάρξ, που έλεγε «αυτή είναι η γνώμη μου, και αν δεν σας αρέσει, έχω κι άλλες». Ίσως, δε, να μην είναι περιττό να θυμίσω πόσο επικίνδυνο είναι οι προσωπικές απόψεις να ενδύονται τον μανδύα της ερμηνείας του Συντάγματος και των κοινοτικών κειμένων. Το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Η αναθεώρηση όμως είναι λίγο πιο χρονοβόρα –θυμίζω, πάντως, ότι μπορεί να ξεκινήσει μέσα στο 2024 – και λίγο πιο δύσκολη, καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά αυτή είναι.

Ζούμε σε θεσπισμένη έννομη τάξη, σε συντεταγμένη Πολιτεία. Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος, όσο και αν θέλουμε, όσο και αν διαστέλλουμε τα μεν και στενεύουμε τα δε, δεν μας επιτρέπει με απλό Νόμο να ρυθμίσουμε διαφορετικά αυτό που ορίζει. Η βιασύνη να καθαρίσουμε με απλό νόμο όλο το θέμα, υποτιμά εκείνο που μετά την αναθεώρηση θα γίνει.

Η τήρηση του Συντάγματος, τόσο απαραίτητη για τη σταθερότητα της Δημοκρατίας μας και την προστασία των ατομικών ελευθεριών, επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, περιλαμβανομένων και των νομικών που καλό είναι να μη χρησιμοποιούν την Τέχνη τους, ώστε να καθίσταται νομιμοφανής η παραβίασή του.

Σκέφτεται κανείς ότι η απαξίωση του κανονιστικού κύρους ακόμη και μιας, κάθε φορά, διάταξης του Συντάγματος, ανοίγει τον δρόμο για πολλών ειδών αυταρχικές επιλογές;

Πηγή: consitutionalism.gr

Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16

Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι, επί της αρχής και στο σύνολό τους, αντισυνταγματικές ως αντίθετες στο άρθρο 16 παράγραφοι 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα λειτουργίας πανεπιστημίων με τη μορφή νομικών προσώπων του ιδιωτικού δικαίου, τα αποκαλούμενα «νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» (ν.π.π.ε.). Όμως το Σύνταγμα ορίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Κατά το νομοσχέδιο, τα ν.π.π.ε. μπορεί να είναι δημόσια ή ιδιωτικά. Όμως το Σύνταγμα ορίζει πως η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Το νομοσχέδιο, παρότι ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζει «μη κερδοσκοπικά» τα ν.π.π.ε., επιτρέπει την «παροχή υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» έναντι ανταλλάγματος (διδάκτρων) στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης. Όμως το Σύνταγμα, ορίζοντας πως παρέχεται αποκλειστικά από ν.π.δ.δ., θέτει την ανώτατη εκπαίδευση εκτός συναλλαγών. Οι διδάσκοντες στα ν.π.π.ε. θα είναι μισθωτοί που υπόκεινται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους. Όμως το Σύνταγμα ορίζει πως οι καθηγητές των πανεπιστημίων είναι δημόσιοι λειτουργοί.

Υπάρχει μια ακόμη αντισυνταγματικότητα, ίσως η πιο ντροπιαστική. Από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 16 απορρέει το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης όλων των Ελλήνων στην εκπαίδευση. Ένα ενιαίο σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση με κανόνες που ισχύουν για όλους, όπως είναι οι πανελλαδικές εξετάσεις, διασφαλίζει την ισοτιμία. Το νομοσχέδιο, αντιθέτως, καθιερώνει πρόσβαση δύο ταχυτήτων: με ανταγωνιστική διαδικασία εξετάσεων στα δημόσια πανεπιστήμια, με το χρήμα σε συνδυασμό με μιαν ελάχιστη, στα όρια του αστείου, βαθμολογική επίδοση στα ψευδώνυμα ν.π.π.ε.

 

Το άρθρο 16 λέει αυτό που όλοι διαβάζουμε

Τα παραπάνω συνοψίζουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει μια συνταγματική κριτική στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Χρειάζεται να δούμε πώς φτάνουμε σ’ αυτά. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο, πρώτα απ’ όλα, να διαβάσουμε τί λέει το Σύνταγμα.

Το άρθρο 16 του Συντάγματος λέει καταρχάς: «Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (παρ. 8). Η απαγόρευση μοιάζει αρκούντως σαφής. Δεν είναι, λένε κάποιοι. Το Σύνταγμα απαγορεύει τη «σύσταση», λένε, αλλά όχι απαραιτήτως και την εγκατάσταση στην Ελλάδα παραρτημάτων πανεπιστημίων που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος. Αυτή θα ήταν ενδεχομένως μια υποστηρίξιμη ερμηνεία, αν το Σύνταγμα δεν έλεγε τίποτε άλλο για την ανώτατη εκπαίδευση. Όμως το άρθρο 16 περιέχει δύο ακόμα διατάξεις, πολύ σημαντικότερες από την προηγούμενη. Η πρώτη λέει: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» (παρ. 5). Και η δεύτερη: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα» (παρ. 6).

Το Σύνταγμα, επομένως, δεν απαγορεύει απλώς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (παρ. 8). Απαγορεύει κάθε είδους, μορφής και ονομασίας πανεπιστήμιο που δεν λειτουργεί ως πλήρως αυτοδιοικούμενο ν.π.δ.δ. (παρ. 5) με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς (παρ. 6).        Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός ή συνταγματολόγος για να αντιληφθεί ότι αυτή είναι μια απόλυτη απαγόρευση. Οι λέξεις «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται» δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Επιτάσσοντας ως αποκλειστική τη μορφή του ν.π.δ.δ., το Σύνταγμα θέτει εκτός συναλλαγών την ανώτατη εκπαίδευση. Απαγορεύει, με άλλα λόγια, τα πανεπιστήμιο-επιχείρηση, είτε ιδιωτικό είτε κρατικό. Απαγορεύει την παροχή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ως παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις έναντι αμοιβής στο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων με αντισυμβαλλομένους-πελάτες. Η ανώτατη εκπαίδευση, κατά το άρθρο 16, δεν είναι εμπόρευμα. Τα πανεπιστήμια δεν είναι επιχειρήσεις. Οι φοιτητές δεν είναι πελάτες. Οι διδάσκοντες δεν είναι μισθωτοί υπάλληλοι κανενός εργοδότη, ώστε να υπόκεινται στο διευθυντικό του δικαίωμα.

Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό το τελευταίο. Γιατί είναι οι καθηγητές πανεπιστημίου δημόσιοι λειτουργοί, έχουν δηλαδή ένα status που προσομοιάζει με των δικαστικών; Και γιατί ακόμα και οι συμβασιούχοι των πανεπιστημίων επιτελούν, κατά το Σύνταγμα, δημόσιο λειτούργημα, άρα έχουν αξιώσεις αυξημένων εγγυήσεων και προστασίας; Διότι μόνον έτσι διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, που κατοχυρώνεται στην παρ. 1 του άρθρου 16. Διότι δεν νοείται πανεπιστήμιο χωρίς ακαδημαϊκή ελευθερία. Διότι πανεπιστήμιο είναι η ακαδημαϊκή ελευθερία: η απεριόριστη, με όριο μόνο το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα, ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας. Δεν είναι πανεπιστήμιο ένας εκπαιδευτικός οργανισμός που ο ιδιοκτήτης ή ο διευθυντής του έχει τη δυνατότητα να υπαγορεύει στους διδάσκοντες τί και πώς να διδάσκουν και τί να μην διδάσκουν, τί και πώς να ερευνούν και τί να μην ερευνούν, ποιους και πόσους να περνούν στις εξετάσεις κ.ο.κ. Γι’ αυτό το λόγο, διότι μόνον έτσι διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει ως πανεπιστήμια μόνο πλήρως αυτοδικοικούμενα ν.π.δ.δ με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς.

Αυτά λέει το Σύνταγμα. Λέει αυτά που όλοι καταλαβαίνουμε –χωρίς να χρειάζεται να είμαστε ειδικοί, νομικοί ή συνταγματολόγοι–, αν διαβάσουμε τις διατάξεις του. Αυτά που όλοι διαβάζουμε, αυτά εννοεί το Σύνταγμα. Δεν υπάρχουν κρυμμένα νοήματα ούτε συγκαλυμμένες ερμηνείες που, τάχα, μόνο κάποιο ιερατείο ειδικών μπορεί να «αποκαλύψει».

Αρκετοί θεωρούν πως όσα λέει το Σύνταγμα για την ανώτατη εκπαίδευση είναι παρωχημένα, αναχρονιστικά ή οτιδήποτε άλλο. Παρότι προσωπικά διαφωνώ, αυτή είναι μια απολύτως σεβαστή άποψη (όπως, άλλωστε, και κάθε κριτική στο Σύνταγμα). Όσοι την υποστηρίζουν, έχουν κάθε δικαίωμα να προτείνουν την αναθεώρηση του άρθρου 16. Τέτοιες προτάσεις έχουν υποβληθεί πλειστάκις, όχι μόνο στο δημόσιο διάλογο, αλλά και επισήμως, σε διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης. Όπου, πάντως, απορρίφθηκαν και τις τρεις φορές που υποβλήθηκαν: στις αναθεωρήσεις του 2001, του 2008 και του 2019. Κάποιοι θεωρούν ότι, ακριβώς επειδή κατά τη γνώμη τους το άρθρο 16 είναι παρωχημένο κλπ., θα πρέπει να ερμηνεύεται όσο γίνεται πιο στενά και συσταλτικά ώστε, όπου δίνεται η δυνατότητα, να αναγνωρίζονται ερμηνευτικά σχετικοποιήσεις, παρεκκλίσεις, εξαιρέσεις Παρότι και εδώ διαφωνώ, και αυτή είναι μια σεβαστή άποψη. Με ένα απαράβατο όριο, όμως: ότι θα παραμένει πάντως ερμηνεία, δηλαδή επιλογή μεταξύ περισσότερων, καταρχήν υποστηρίξιμων, νοηματικών εκδοχών που απορρέουν από το γράμμα της διάταξης. Η ψευδοερμηνευτική εξουδετέρωση κάθε κανονιστικού περιεχομένου της διάταξης δεν είναι ερμηνεία, είναι αναίρεση της κανονιστικότητας, δηλαδή κατ’ ουσίαν και κατ’ αποτέλεσμα κατάργηση, της διάταξης.

 

Το ενωσιακό δίκαιο δεν λέει πουθενά αυτό που μας λένε ότι λέει

Δεν νοείται λοιπόν δια της, δήθεν, ερμηνείας να «παρακάμπτεται», όπως κατ’ ευφημισμόν λέγεται, –ακριβέστερα, να εξουδετερώνεται, ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά να καταργείται– ορισμένη συνταγματική διάταξη. Δυστυχώς, αυτό ακριβώς κάνει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Ας δούμε γιατί.

Καταρχάς, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το δίκαιο της ΕΕ μάς υποχρεώνει να «παρακάμψουμε» τη συνταγματική απαγόρευση λειτουργίας πανεπιστημίων που δεν είναι αυτοδιοικούμενα ν.π.δ.δ. για τρεις ευρύτατες κατηγορίες επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης: Πρώτον, για επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών της ΕΕ. Δεύτερον, και δεδομένου ότι τόσο η ΕΕ όσο και τα κράτη μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη στη GATS (Γενική συμφωνία για συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, για επιχειρήσεις των συμβαλλόμενων κρατών (όπου, σημαντικό, περιλαμβάνεται το Ηνωμένο Βασίλειο). Και τρίτον, δεδομένου ότι υφίσταται στοιχείο διασυνοριακότητας που ενεργοποιεί την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, για ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν με οποιονδήποτε τρόπο συμβληθεί με πανεπιστήμιο κάποιου από τα κράτη των δύο προηγούμενων κατηγοριών.

Αν αυτές οι κατηγορίες επιχειρήσεων «εξαιρούνται», μέσω υποτίθεται του ενωσιακού δικαίου, τότε τί απομένει από την απαγόρευση του άρθρου 16; Τεχνικά, θα εξακολουθεί να ισχύει για αμιγώς ελληνικές επιχειρήσεις που η δραστηριότητά τους δεν έχει κάποιο στοιχείο διασυνοριακότητας. Ο καθένας αντιλαμβάνεται όμως ότι ακόμα κι αυτές οι επιχειρήσεις μπορούν πανεύκολα να παρακάμψουν (εδώ ο όρος είναι ακριβής) τη συνταγματική απαγόρευση, αν συνάψουν μιαν οποιαδήποτε συμφωνία, ακόμα και εικονική, με ένα οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, ακόμα και το πιο αναξιόπιστο, του εξωτερικού. Στην πραγματικότητα λοιπόν και κατ’ αποτέλεσμα, οι διατάξεις του άρθρου 16 για την ανώτατη εκπαίδευση δεν θα σημαίνουν απολύτως τίποτα, θα παραμείνουν κενό γράμμα. Αυτό όμως παύει πια να είναι ερμηνεία, είναι ψευδοερμηνευτική εξουδετέρωση του κανονιστικού περιεχομένου, δηλαδή άτυπη κατάργηση των συνταγματικών διατάξεων.

Έχει κάποια βασιμότητα ο παραπάνω ισχυρισμός; Καταρχάς, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι πουθενά το δίκαιο της Ένωσης, ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο, δεν περιέχει διατάξεις για την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της ανώτατης ή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Ο λόγος είναι απλός. Η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, ιδίως της ανώτατης εκπαίδευσης, παραμένει στην αρμοδιότητα των κρατών, δεν έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ. Τότε πού θεμελιώνεται ο προβαλλόμενος ισχυρισμός; Κυρίως, στις γενικές διατάξεις με τις οποίες κατοχυρώνονται οι θεμελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες. Κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται νομίμως σε ορισμένο κράτος μέλος της ΕΕ έχει το δικαίωμα να εγκαθίσταται και να παρέχει υπηρεσίες σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.

Η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, μάς λέει το Υπουργείο, σημαίνει πως μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ (ή συμβαλλόμενου κράτους της GATS) μπορεί να εγκατασταθεί ή/και να παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Αυτό είναι απολύτως σωστό. Είναι μάλιστα κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια. Δεκάδες πανεπιστήμια του εξωτερικού παρέχουν υπηρεσίες στη χώρα μας μέσω συμφωνιών που έχουν συνάψει με ελληνικά κολλέγια. Η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, συνεχίζει το Υπουργείο, σημαίνει περαιτέρω πως μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης οποιουδήποτε κράτους μέλους της ΕΕ (ή συμβαλλόμενου κράτους της GATS) μπορεί να παρέχει υπηρεσίες «πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» στην Ελλάδα.

Εδώ ακριβώς υπάρχει το λογικό άλμα που συνιστά και τη μεγάλη λαθροχειρία του νομοσχεδίου. Το ενωσιακό δίκαιο πράγματι κατοχυρώνει το δικαίωμα επιχειρήσεων άλλων κρατών, ακόμα και επιχειρήσεων στον τομέα της εκπαίδευσης, ακόμα και επιχειρήσεων παροχής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, να εγκαθίστανται ή/και να παρέχουν «υπηρεσίες» στην Ελλάδα. Όμως το ενωσιακό δίκαιο δεν μάς λέει (διότι η ΕΕ, όπως είπαμε, δεν έχει τη σχετική αρμοδιότητα) με ποιον τρόπο (και σε ποια βαθμίδα) εντάσσονται οι παρεχόμενες υπηρεσίες στο εκπαιδευτικό σύστημα του κάθε κράτους μέλους. Δεδομένου ότι η ΕΕ έχει αρμοδιότητα στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, το ενωσιακό δίκαιο (οδηγία 2005/36) υποχρεώνει τη χώρα μας να αναγνωρίσει επαγγελματικά την εκπαίδευση που παρέχεται μέσω κολλεγίων από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Κι αυτό είναι κάτι που πράγματι συμβαίνει εδώ και χρόνια, συστηματικά ιδίως μετά το π.δ. 38/2010. Όμως καμία υποχρέωση δεν έχει η χώρα μας από το ενωσιακό δίκαιο να αναγνωρίσει και ακαδημαϊκά την εκπαίδευση που παρέχουν, μέσω κολλεγίων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, πανεπιστήμια του εξωτερικού στη χώρα μας. Με απλά λόγια: υποχρεούμαστε να δεχτούμε την παροχή υπηρεσιών, δεν υποχρεούμαστε να αναγνωρίσουμε τις παρεχόμενες υπηρεσίες ως πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτό που δεν υποχρεούται από το ενωσιακό δίκαιο να πράξει ο Έλληνας νομοθέτης (την ακαδημαϊκή εξομοίωση), απαγορεύεται εκ του Συντάγματος να το πράξει.

Κι όμως, αυτό ακριβώς κάνει, ως μη όφειλε, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Οι ερμηνευτικές ακροβασίες, με την επίκληση διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που δεν λένε –ή δεν λένε απαραιτήτως– αυτό που το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι λένε, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Το πόσο αδύναμη, ανεπαρκής και, τελικά, μη πειστική είναι η επιχειρηματολογία του Υπουργείου προκύπτει ήδη από δύο εμπειρικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, το ενωσιακό δίκαιο ισχύει στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες. Αν από την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών πράγματι απέρρεε δικαίωμα παροχής υπηρεσιών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τότε γιατί κανείς ποτέ δεν διεκδίκησε να παρέχει τέτοιες υπηρεσίες στην Ελλάδα, προσδοκώντας μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τις ελληνικές αρχές να κινήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διαδικασία επί παραβάσει και να εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδικαστική για τη χώρα μας απόφαση; (όπως συνέβη στην υπόθεση του «βασικού μετόχου»).

Δεύτερον, και κυριότερο, αν η λύση για όσους βλέπουν ως πρόβλημα την απουσία ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν πράγματι τόσο απλή (επίκληση και ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου), τότε γιατί κανείς ποτέ μέχρι τώρα δεν την πρότεινε, αλλά διαχρονικά οι υπέρμαχοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων υπέβαλλαν προτάσεις για την αναθεώρηση του άρθρου 16, παραδεχόμενοι ότι το άρθρο ως έχει απαγορεύει την ίδρυσή τους; Ήταν άραγε τόσο κακοί νομικοί, είχαν τέτοιαν άγνοια του ενωσιακού δικαίου όλοι όσοι –δηλαδή οι πάντες!– τόσα χρόνια, μέχρι πριν λίγους μήνες, αναγνώριζαν πως μόνο μετά από συνταγματική αναθεώρηση είναι δυνατή η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων;

 

Ερμηνευτικός βολονταρισμός και συνταγματικός πατριωτισμός

Έχουμε λοιπόν, από τη μια, το σαφές και απερίφραστο γράμμα μιας συνταγματικής διάταξης και, από την άλλη, μιαν ερμηνευτική κατασκευή που συναρμόζει με περίτεχνο και επινοητικό –αλλά, φευ, κάθε άλλο παρά προφανή– τρόπο διάφορες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, καμία εκ των οποίων δεν προβλέπει ρητά αυτό που αποτελεί το συμπέρασμα του ερμηνευτικού συλλογισμού.

Γιατί άραγε πρέπει να επιλέξουμε μια, στην καλύτερη περίπτωση, θολή ερμηνευτική κατασκευή από τη σαφήνεια των συνταγματικών κανόνων; Ένας λόγος να το κάνουμε θα ήταν αν ήμασταν υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Αν υπήρχε, για παράδειγμα, απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, βάσει αυτής της ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, καταδικάζει την Ελλάδα διότι απέρριψε αίτημα κάποιου πανεπιστημίου άλλου κράτους να εγκατασταθεί ή με άλλο τρόπο να παράσχει υπηρεσίες στην Ελλάδα. Όπως υπήρξε απόφασή του στη διαβόητη υπόθεση του «βασικού μετόχου». (Η οποία, παρεμπιπτόντως και παρά τα όσα παραπειστικά προβάλλονται, ελάχιστη αναλογία έχει με την υπόθεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων). Όμως τέτοια απόφαση και γενικότερα τέτοια υποχρέωση δεν υπάρχει –και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να υπάρξει.

Περαιτέρω, και κυρίως, γιατί άραγε πρέπει να επιλέξουμε, αυτοβούλως και εθελούσια, χωρίς κανείς να μας το επιβάλλει, να απεμπολήσουμε και να ακυρώσουμε ένα μέρος του Συντάγματός μας; (που, αν δεν μας αρέσει, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να το αλλάξουμε). Πολλώ δε μάλλον, που αυτό που προβάλλεται ως, δήθεν, σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 είναι στην πραγματικότητα άτυπη κατάργηση διατάξεών του. Και που, αντιθέτως, η (μόνη πραγματική) σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 γίνεται εδώ και χρόνια, με την επαγγελματική αναγνώριση της εκπαίδευσης που ξένα πανεπιστήμια παρέχουν μέσω κολλεγίων.

Τα μέλη της κυβέρνησης, που κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος είναι συλλογικώς υπεύθυνα για την κυβερνητική πολιτική, επομένως και για το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί, όπως και όσοι βουλευτές το υπερψηφίσουν έχουν ορκιστεί να υπακούν στο Σύνταγμα. Όχι στο ενωσιακό δίκαιο. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε αντίθεση μεταξύ άρθρου 16 και του ενωσιακού δικαίου (που δεν υπάρχει), κανείς αξιωματούχος, λειτουργός ή και απλός υπάλληλος του ελληνικού κράτους δεν δικαιούται αυτοβούλως να παραβεί το Σύνταγμα, αν δεν έχει προηγουμένως διαπιστωθεί αρμοδίως (π.χ. με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ) ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση και δεν είναι δυνατή η εναρμόνιση των αντίθετων διατάξεων. Μέχρι τότε, υπέχει εκ του Συντάγματος και εκ του όρκου του την υποχρέωση να (συν)ερμηνεύει κατά τέτοιο τρόπο τις αντίθετες διατάξεις, ώστε να περισώζει το μέγιστο δυνατό κανονιστικό περιεχόμενο αμφοτέρων. Όπως γίνεται εδώ και χρόνια, με την επαγγελματική αλλά όχι ακαδημαϊκή αναγνώριση της εκπαίδευσης που παρέχεται μέσω κολλεγίων. Αντιθέτως, παραβαίνει τον όρκο του, αν αυτοβούλως παραμερίσει πλήρως, δηλαδή καταργήσει, τη συνταγματική διάταξη, δήθεν, για να εφαρμόσει το ενωσιακό δίκαιο. Όπως κάνει το νομοσχέδιο. Ο πατριωτισμός είναι επίσης –και κυρίως– και συνταγματικός πατριωτισμός. «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», επιβεβαιώνει το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος.

Πηγή: Constitutionalism.gr

Ο Αββάς Σιεγιές και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια

1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις και οριοθέτηση του θέματος

Ο Αριστόβουλος Μάνεσης αναφερόταν συχνά στο γνωστό απόσπασμα του Αββά Σιεγιές, από το «Qu’est-ce que le Tiers État?»[1]: “Ένα Σύνταγμα είναι ένα απλό κομμάτι χαρτί, εκτός εάν εφαρμόζεται. Τη στιγμή που ένα Σύνταγμα δεν είναι πλέον σεβαστό, δεν υπάρχει εξουσία, νόμος, δικαιοσύνη, χώρα. Ένα Σύνταγμα πρέπει να είναι δεσμευτικό, διαφορετικά δεν είναι τίποτα». Σε αντίθεση με την αυτονόητη αυτή σύνοψη της ουσίας του συνταγματισμού, διατυπώνεται εσχάτως από την κυβέρνηση και ομοφρονούντες έγκριτους δημοσιολόγους η άποψη ότι η απαγόρευση ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων του άρθρου 16 του Συντάγματος μπορεί να παρακαμφθεί νομοθετικά ή με τη σύναψη διεθνών συμβάσεων, ενόψει εννοιολογικού επικαθορισμού των επιταγών του από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Κατά την άποψη αυτή, όπως αρχικά διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο Ι. Σαρμά, το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει πλήρως ένα αυτοτελές δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, ως εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, το οποίο, κατά τις μεταγενέστερες γνωμοδοτήσεις, επιβάλλεται στην ελληνική συνταγματική τάξη, ακόμη και χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος[2]. Κατά τον Σαρμά, η «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κατοχυρώνεται ως «μορφή της επιχειρηματικής ελευθερίας», άρα ως «ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» νοείται και η δυνατότητα ενός επιχειρηματία να ιδρύσει ως επιχείρηση εκπαιδευτικό ίδρυμα.» (…). « (Κ)αι επομένως προστατεύεται από αυτήν η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις»[3].

Συνεπώς, εάν η θέση αυτή επικρατήσει, θα επιτρέπεται (ή μάλλον θα επιβάλλεται) από το Ευρωπαϊκό δίκαιο η λειτουργία όχι απλώς «μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ», όπως υποτίθεται ότι υποστήριζε μέχρι σήμερα η Νέα Δημοκρατία[4] και σχεδόν όλοι οι θεωρητικοί, αλλά «ενός τύπου «επιχειρηματικού» Πανεπιστημίου που δεν υπάρχει πουθενά», κατά την εύλογη διατύπωση του Ευ. Βενιζέλου σε προγενέστερη δημοσίευση[5]. Ο ίδιος, άλλωστε, υποστήριζε τότε, ότι «το ισχύον Σύνταγμα εκλαμβάνεται από ορισμένους ως φραγμός για νέες οργανωτικές πρωτοβουλίες στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι έτσι. Το άρθρο 16 παρ. 5 με τα ερμηνευτικά περιθώρια που περιέχει και τα οποία δεν θίγονται σε τίποτα από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι φραγμός αλλά εγγύηση σοβαρότητας και αξιοπιστίας των πρωτοβουλιών αυτών[6]

Προκύπτει, βεβαίως, ένα εύλογο ερώτημα για την κυβερνητική βιασύνη για τη νομοθετική παράκαμψη της συνταγματικής αναθεώρησης,  όχι μόνον γιατί αυτή μπορεί να ξεκινήσει άμεσα, το 2024, αλλά κυρίως  διότι η αρχική επιστημονική άποψη για την ύπαρξη παρόμοιου κοινοτικού δικαιώματος ίδρυσης επιχειρηματικών ΑΕΙ είχε διατυπωθεί από τον Πρόεδρο Ι. Σαρμά ήδη από το 2018. Εάν δεν είναι αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης του 2019, είχε προτείνει την κατάργηση των σχετικών ρυθμίσεων του άρθρου 16, αναγνωρίζοντας μάλιστα ρητά ότι μόνον έτσι μπορεί να προκύψει «το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος»;[7] Αυτό το πολιτικό ερώτημα όμως αφορά αποκλειστικά την κυβερνητική αξιοπιστία και δεν απαλλάσσει από την ανάγκη εξέτασης της βασιμότητας των συναφών νομικών επιχειρημάτων.

1.1   Αδύνατη η σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 σε αντίθεση με την γραμματική του διατύπωση

Σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, «η σωστή ερμηνευτική προσέγγιση των επίμαχων συνταγματικών διατάξεων επιβάλλεται να είναι, κατά πρώτον, εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίκαιο και, κατά δεύτερον, τελολογική, να οδηγεί δηλαδή στην παραδοχή ότι η απαγόρευση που προβλέπεται από αυτές αφορά μόνο «τη σύσταση» σχολών από ιδιώτες και όχι την εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων  άλλης χώρας[8]». Ανάλογη ερμηνεία επιχειρείται από τις γνωμοδοτήσεις.

Όμως, δεν νοείται ερμηνεία αντίθετη με το συγκεκριμένο γράμμα μιας ξεκάθαρης κανονιστικής διάταξης: interpretatio cessat in claris, επί των σαφών δεν νοείται ερμηνεία.  Κάθε τελολογική, «σύμφωνη με» ή «σε αρμονία με» ερμηνεία, επιτρέπεται να προσδιορίσει το νόημα (ή να διασώσει το κύρος μιας διάταξης, εάν υπάρχει αντίθετος κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος) μόνον επιλέγοντας ανάμεσα στις εκδοχές εκείνες που επιτρέπει η  γραμματική της διατύπωση. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, (ο ερμηνευτής) «δεν μπορεί να αγνοήσει τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη σε συγκεκριμένο κείμενο (…). Διότι, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή (και) εφαρμοστή θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά, τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη[9]

Συνεπώς, η παρ. 5 του  άρθρου του Συντάγματος, που ορίζει ότι  «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» δεν μπορεί να ερμηνευθεί, ενόψει της κατηγορηματικής διατύπωσης «αποκλειστικά», ότι επιτρέπει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης και από φορείς που δεν είναι ΝΠΔΔ. Ομοίως η παράγραφος 6 κατά την οποία «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί» δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι μπορεί και να μην είναι[10].

Ούτε, τέλος, ενόψει των παραπάνω σαφών απαγορεύσεων και της αυτονόητης συστηματικής τους ερμηνείας μπορεί να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι η παρ. 8 («H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται») κωλύει μεν την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, αλλά επιτρέπει τη λειτουργία τους, με την εγκατάσταση παραρτημάτων άλλων Πανεπιστημίων. Τα περίφημα αυτά «παραρτήματα» θα είναι ΝΠΔΔ; Εάν όχι, πώς θα παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση, εφόσον αυτή, κατά την παρ. 5, παρέχεται «αποκλειστικά» από δημόσια νομικά πρόσωπα; Οι καθηγητές τους θα είναι δημόσιοι λειτουργοί, όπως ορίζει η παρ. 6; Με ποιο θαυματουργό τρόπο; (Προφανώς, η ακαδημαϊκή συνεργασία αλλοδαπών ιδιωτικών ΑΕΙ με ελληνικά ΑΕΙ καθόλου δεν εμποδίζεται από τις εν λόγω υποχρεώσεις και ήδη εφαρμόζεται.)

Ο συνταγματικός νομοθέτης σαφώς διατύπωσε μια ρητή επιταγή που απαγορεύει την εν γένει ύπαρξη και λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ στην Ελλάδα, κερδοσκοπικών ή μη. Μόνον έτσι δικαιολογούνται τρεις επάλληλες και ουσιαστικά παρόμοιες επιτακτικές διατάξεις στο ίδιο άρθρο. Το όριο της ερμηνείας των ταυτόσημων αυτών επιταγών («δεν υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη πανεπιστήμιο-επιχείρηση!) θα πρέπει να μην θίγει τον πυρήνα της απαγόρευσης, όποιος και να είναι ο μεταγενέστερος εννοιολογικός επικαθορισμός της.

Παρόμοια σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία, που «διέσωσε», κατά την έκφραση του Ν. Αλιβιζάτου[11], το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης ενόψει της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, είναι αυτή του ισχύοντος νόμου 3696/2008. Ο νόμος αυτός, κατόπιν του σχετικού διαλόγου του Συμβουλίου της Επικρατείας  με το ΔΕΕ[12], αναγνωρίζει τα επαγγελματικά δικαιώματα που πηγάζουν από την ευρωπαϊκή επιταγή της αναγνώρισης τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης ως όρο της ελευθερίας μετακίνησης προσώπων και υπηρεσιών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την ακαδημαϊκή ισοτίμηση ή την αναγνώριση ως Πανεπιστημίων των «κολλεγίων» που παρέχουν σχετικούς τίτλους, κατόπιν συμφωνιών δικαιόχρησης με ευρωπαϊκά ΑΕΙ.

1.2   Αδύνατη η παράκαμψη συνταγματικής διάταξης με διεθνή συνθήκη

Εξίσου πρόδηλα αβάσιμη είναι και η άποψη ότι είναι δυνατόν να καταστεί ανενεργή η συνταγματική απαγόρευση με διεθνείς συνθήκες, είτε διακρατικές είτε με την καινοφανή και αφ’ εαυτή της συνταγματικά προβληματική εκδοχή της σύμβασης μεταξύ της  Ελληνικής Δημοκρατίας και αμερικανικών, βρετανικών ή άλλων εκτός ΕΕ πανεπιστημίων. Είναι σαφές ότι εάν οι παρ. 5, 6 και 8 του άρθρου 16 παραμένουν σε ισχύ, δεν μπορούν να «παρακαμφθούν  νομότυπα» (sic)[13]  μέσω μιας διμερούς ή πολυμερούς διακρατικής εκπαιδευτικής συμφωνίας, εφόσον, αναντίρρητα, οι ρυθμίσεις κάθε διεθνούς συνθήκης έχουν ανώτερη τυπική ισχύ από το νόμο, κατώτερη όμως από το Σύνταγμα.

Ενόψει του προφανούς αυτού και προκειμένου να τεθούν εκποδών οι ως άνω απαγορεύσεις, διατυπώνεται ένα επιχείρημα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, στη βάση της απόφασης του ΔΕΕ Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C-66/18)[14]. Η απόφαση αυτή της 6ης Οκτωβρίου 2020 αναφέρεται στη δέσμευση των κρατών μελών από τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών (General Agreement on Trade in Services -GATS-). Ειδικότερα, το ΔΕΕ έκρινε εκεί ότι η Γενική Συμφωνία αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης και «τα κράτη μέλη, όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την ως άνω Συμφωνία (…)εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη».

Όμως, το επιχείρημα για την υποχώρηση της συνταγματικής υποχρέωσης δυνάμει υποχρεώσεων της Ελλάδας από την GATS βασίζεται σε πραγματολογικά εσφαλμένα δεδομένα:  η χώρα μας, δεν δεσμεύεται από την εν λόγω σύμβαση, ως προς το θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, διότι με ρητή δήλωση-εξαίρεση, όπως προβλέπεται συμβατικά για την επιβολή «περιορισμών πρόσβασης στην αγορά», έχει επιφυλαχθεί του δικαιώματός της να θέτει κάθε είδους περιορισμούς στην Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς δεσμεύσεις, ως προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν αναγνωρισμένα διπλώματα από το κράτος[15].

Η εξαίρεση αυτή είχε τεθεί κατά δέσμια, απευθείας από το Σύνταγμα, αρμοδιότητα της Κυβέρνησης κατά την διαπραγμάτευση της Συνθήκης, λόγω της υποχρέωσης σεβασμού της τήρησης των παρ. 5, 6 και 8. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν είναι επιτρεπτή και η ανάκληση της, εφόσον δεν έχει αναθεωρηθεί το Σύνταγμα[16]. Η αντισυνταγματικότητα της ανάκλησης, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί αυτοτελώς από το ΣτΕ, ως κυβερνητική πράξη, οπωσδήποτε θα διαπιστωθεί στο επίπεδο του παρεμπίπτοντος ελέγχου στο πλαίσιο κάθε αίτησης ακύρωσης κατά πράξης που θα ερείδεται σε αυτήν. Συνεπώς, είναι αλυσιτελή, αλλά και αντίθετα στην καταχρηστική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου[17] όσα αντίθετα «νομότυπα» προβάλλονται.

2. Έχουν καταστεί ανενεργές οι απαγορεύσεις του άρθρου 16 από τον επικαθορισμό τους από το ενωσιακό δίκαιο;

Απομένει, πρακτικά, μόνον μια ερμηνευτική εκδοχή, που να επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων χωρίς την προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16: ότι οι σχετικές συνταγματικές ρυθμίσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ανενενεργές, ενόψει της επιγενόμενης αναγνώρισης από το Ευρωπαϊκό δίκαιο θεμελιώδους δικαιώματος ίδρυσης κερδοσκοπικών, επιχειρηματικών ΑΕΙ. Κατά το Σαρμά: «με το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν κατοχυρώνεται ως «αρχή», αλλά ως ελευθερία που ενεργοποιείται ευθέως και αυτοτελώς με βάση τη διάταξη του ειρημένου άρθρου, χωρίς να χρήζει ειδικής εθνικής ή ενωσιακής νομοθεσίας προς τούτο[18].»

Με όλο τον προσήκοντα -και ειλικρινή- σεβασμό στο συγγραφέα, θεωρώ ότι η εφαρμογή της άποψης αυτής θα συνιστούσε κλασική περίπτωση επέκτασης αρμοδιοτήτων ultra vires της ΕΕ, για τους παρακάτω λόγους:

  1. Η εκπαίδευση παραμένει, βάσει των Συνθηκών, ουσιωδώς εθνική αρμοδιότητα με επικουρική και συντρέχουσα μόνον αρμοδιότητα της ΕΕ. Στο Κεφάλαιο ΧΙΙ της Συνθήκης ορίζεται σαφώς ότι η Ένωση «συνδράμει» τα Κράτη μέλη της στην ανάπτυξη ποιοτικής εκπαίδευσης, συμπληρώνοντας τη δράση τους, «σεβόμενη πλήρως» την ευθύνη των Κρατών μελών να οργανώσουν αυτά το εκπαιδευτικό τους σύστημα» (άρθρο 165 παρ. 1).
  2. Περαιτέρω, ο Χάρτης δεν μπορεί να προσθέσει νέες αρμοδιότητες στην Ένωση. Στο άρθρο 51 παρ. 2 του Χάρτη ορίζεται: «Ο παρών Χάρτης δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν θεσπίζει νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα για την Ένωση ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όπως ορίζονται στις Συνθήκες». Εξ άλλου, στο άρθρο 52 παρ. 5 του Χάρτη ρητά διευκρινίζεται ότι: «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη που περιέχουν αρχές μπορούν να εφαρμόζονται με νομοθετικές και εκτελεστικές πράξεις των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης και με πράξη των Κρατών μελών όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Η επίκληση των διατάξεων αυτών ενώπιον δικαστηρίου είναι παραδεκτή μόνον για την ερμηνεία των εν λόγω πράξεων και τον έλεγχο της νομιμότητάς τους».
  3. Τέλος, στο άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, «η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» ασκείται «σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκηση της» -δηλαδή, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, πρωταρχικά σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Άλλωστε, εάν υπήρχε ήδη θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα αναγόμενο στο Χάρτη, στο οποίο θα ήταν αντίθετη η εθνική νομοθεσία, η Επιτροπή θα είχε προ πολλού ασκήσει προσφυγή παράβασης κατά της Ελλάδας (ΣΛΕΕ 258-260), για παράβαση υποχρέωσης της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Είναι αλήθεια ότι πρόσθετες κοινοτικές αρμοδιότητες στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναγνωρίσθηκαν στο παρελθόν από το ΔΕΕ –στην πραγματικότητα εφευρέθηκαν-, μέσω της επεκτατικής ερμηνείας και εφαρμογής δύο κυρίως θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, όπου περιλαμβάνεται και το δικαίωμα εγκατάστασης επιχειρήσεων, και της ελεύθερης κυκλοφορίας για την παροχή, αλλά και την αποδοχή, υπηρεσιών. Αυτές όμως οι αρμοδιότητες αφορούν, από τη φύση και τη λειτουργία τους στην ενωμένη αγορά, αποκλειστικά τα επαγγελματικά δικαιώματα, όχι τα ακαδημαϊκά.

Όπως δέχεται παγίως έως σήμερα η νομολογία του ΣτΕ, «τα ζητήματα της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών ανάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, διαφορετικό δε είναι το ζήτημα της επαγγελματικής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών»[19]. Αυτή η διάκριση επιβάλλεται αφενός από την έλλειψη παντελώς αρμοδιότητας της Ένωσης στον ακαδημαϊκό τομέα και αφετέρου από την αρχή της αναλογικότητας: για την προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων και υπηρεσιών υπεραρκεί η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων.

Συνεπώς, το ευρωπαϊκό δίκαιο, μέσω του ΔΕΕ έχει πράγματι προσδιορίσει συσταλτικά τις απαγορεύσεις του άρθρου 16, βάσει των προδικαστικών ερωτημάτων που είχε αποστείλει το ΣτΕ[20], χωρίς όμως να τις έχει εξαφανίσει. Είναι όμως δυνατή η «αυτοκτονία» του Συντάγματος, ακόμη και εάν το ΔΕΕ δεν έχει επιβάλει τη θανατική του καταδίκη; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν ερμηνευτικά, από Έλληνες ερμηνευτές ή εφαρμοστές του Συντάγματος, να συναχθεί η κανονιστική εξαφάνιση των περιορισμών του, μέσω της επανανοηματοδότησης τους, ακόμη και χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη κοινοτική υποχρέωση;

2.1 Η σχέση του Ευρωπαϊκού Δικαίου με τα εθνικά συντάγματα στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συνταγματισμού

Υποστηρίζεται ότι «η ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8, όπως και του Συντάγματος συνολικά, δεν μπορεί να είναι ούτε γραμματική ούτε «οριτζιναλιστική», προσκολλημένη στην αρχική βούληση του συντακτικού νομοθέτη και στην πρόσληψη της γραμματικής διατύπωσης σύμφωνα με τα δεδομένα και τα συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία θεσπίστηκαν οι διατάξεις. Το Σύνταγμα, ιδίως σήμερα, υπό συνθήκες πολυεπίπεδου συνταγματισμού και πολλαπλότητας των έννομων τάξεων ( εθνική, ενωσιακή, διεθνής ) πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία προς το Δίκαιο της ΕΕ και προς το Διεθνές Δίκαιο με στόχο να διατηρούνται σε κάθε περίπτωση στο ύψιστο δυνατό επίπεδο οι εγγυήσεις της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[21]

Συνυπογράφω τις παραπάνω αποδοχές, με δύο όμως σημαντικές επιφυλάξεις/προσθήκες: Πρώτον, δεν συνιστά γραμματική ερμηνεία, αλλά αυτονόητο όριο κάθε ερμηνείας το γράμμα της ερμηνευόμενης διάταξης (βλ. σχετικά παραπάνω, 1.1.). Δεύτερον, δεν είναι μόνον το Σύνταγμα που υπόκειται σε ερμηνεία σε αρμονία με τους άλλους δύο παράγοντες του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, δηλαδή το κοινοτικό δίκαιο και το κοινοδίκαιο δικαιωμάτων των Συνθηκών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Και οι τρεις συνιστώσες του σύνθετου συνταγματισμού βρίσκονται σε σχέση ισότιμης αλληλεξάρτησης, μέχρις ότου τουλάχιστον υπάρξει Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και πλήρης ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ[22].

Στο πλαίσιο αυτό, αφενός το κοινοτικό δίκαιο, ως προς την εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει να ερμηνεύεται σε αρμονία με την ΕΣΔΑ, η οποία αποτελεί το ελάχιστο πρότυπο προστασίας σε σχέση με την εφαρμογή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος στο άρθρο 52 παράγραφος 3 ορίζει τα εξής: «Στο βαθμό που ο παρών Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση.» Επιπλέον, η ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελούν γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 της ΣΕΕ[23]. Τέλος, το ΕΔΔΑ ναι μεν δεν έχει δικαιοδοσία να ελέγχει ευθέως τη συμμόρφωση των πράξεων και των διατάξεων της ΕΕ προς την ΕΣΔΑ, έχει όμως δικαιοδοσία να αποφαίνεται επί των πράξεων των κρατών μελών, που θέτουν σε εφαρμογή υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ[24].

Αφετέρου, τόσο το ΔΕΕ όσο και το ΕΔΔΑ οφείλουν να σέβονται τις εθνικές συνταγματικές τάξεις και να διαπιστώνουν τυχόν αντίθεση τους με το ευρωπαϊκό δίκαιο ή την  ΕΣΔΑ, μόνον εάν δεν είναι δυνατή η εναρμονισμένη ερμηνεία των αντιτιθέμενων διατάξεων. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει από την  ασύντακτη, ανιεαράρχητη σήμερα δομή του πολυεπίπεδου συνταγματισμού[25], όπως περιγράφεται στο Ψήφισμα 2491/2023 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, στη βάση σχετικής Έκθεσης μου[26]: «Δεν υφίσταται ιεραρχική σχέση μεταξύ του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εθνικών ανώτατων ή συνταγματικών δικαστηρίων ή μεταξύ της Σύμβασης, του δικαίου της ΕΕ και των εθνικών συνταγμάτων, κατά την παραδοσιακή προσέγγιση της ιεραρχίας των κανόνων στο εθνικό συνταγματικό πλαίσιο. Πράγματι, οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής μιας τέτοιας ιεραρχίας είναι προβληματική και αλυσιτελής». (…) «Ενώ καθένα από αυτά τα δικαστήρια είναι ανώτατο στη δική του έννομη τάξη, οι αποφάσεις τους, ακριβώς όπως οι έννομες τάξεις τους, τέμνονται και αλληλοεπιδρούν. Ως μέρος του πολυεπίπεδου συνταγματισμού, κάθε δικαστήριο πρέπει να αναγνωρίζει τις αποφάσεις του άλλου στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι αποφάσεις σέβονται τις αμοιβαία συμφωνημένες θεμελιώδεις αρχές[27]

2.2. Αντίθετη με τη νομολογία των συνταγματικών και ανώτατων Ευρωπαϊκών δικαστηρίων η άποψη για τον άμεσο επικαθορισμό της συνταγματικής τάξης από τη νομολογία του ΔΕΕ

Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, ο πολυεπίπεδος συνταγματισμός στην Ευρώπη δεν σημαίνει μονομερή επικαθορισμό των εθνικών συνταγματικών τάξεων από την κοινοτική αλλά αντίθετα, υποχρέωση «συμπληρωματικότητας και αμοιβαίου σεβασμού»[28] μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων.  Είναι σαφές ότι η αρχή της απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως διατυπώθηκε στην Costa[29], ισχύει για την κοινοτική έννομη τάξη και τα άμεσα όργανα της ως αυτοεκπληρούμενο αξίωμα για την εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας και του ενιαίου των κανόνων της. Το “ΔΕΕ locuta, res finita”, όμως, ισχύει άνευ άλλου τινός μόνο για το Λουξεμβούργο. Από την οπτική των εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων,  ο κανόνας δικαίου που επιτρέπει την εισαγωγή του κοινοτικού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη και θέτει τα όρια  εφαρμογής του δεν μπορεί παρά να αναζητείται αποκλειστικά στο Σύνταγμα. Με τα λόγια ενός συνταγματικού δικαστή, “το κοινοτικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται γιατί υπερτερεί έναντι του Συντάγματος, αλλά γιατί το Σύνταγμα ερμηνεύεται έτσι ώστε να μην εμποδίζει την εφαρμογή του[30].”

Για το λόγο αυτό, η κρατούσα αντίληψη στο Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο, ενόψει και των συναφών αποφάσεων ανώτατων και συνταγματικών δικαστηρίων που θα παρουσιαστούν συνοπτικά παρακάτω, δεν είναι αυτή της απόλυτης, αλλά της σχετικής υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου[31]: το κοινοτικό δίκαιο πράγματι υπερέχει έναντι κάθε εσωτερικού εθνικού κανόνα δικαίου, ως προς τις ρητά απονεμημένες στην ΕΕ αρμοδιότητες. Η υπεροχή αυτή δεν προκύπτει λόγω της τυπικά ανώτερης ισχύος του, αλλά απλώς διότι οι εθνικές συνταγματικές τάξεις μεταβίβασαν τις παραπάνω αρμοδιότητες στην Ένωση, στο πλαίσιο εθελοντικού περιορισμού της κυριαρχίας τους και αυτές ασκούνται, πλέον, αποκλειστικά ως ενωσιακές.

Άλλωστε, ο κανόνας της απόλυτης υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου δεν προβλέπεται στις Συνθήκες. Παρόμοια ρήτρα είχε συμπεριληφθεί στο άρθρο I-6 τους  σχεδίου της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, μετά όμως την διαδοχική καταψήφιση του Σχεδίου από τους λαούς της Γαλλίας και της Ολλανδίας παραλείφθηκε στο κείμενο της Συνθήκης της Λισαβόνας.

Συνεπώς, στο πλαίσιο της ελληνικής συνταγματικής τάξης, οι διατάξεις του άρθρου 28 δεν αποτελούν απλώς τη νομική βάση για την ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αλλά και το βασικό κριτήριο κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικού και κοινοτικού δικαίου[32].

Ακριβώς επειδή το εθνικό Σύνταγμα αποτελεί τη Grundnorm της δικής τους έννομης τάξης, τα περισσότερα ευρωπαϊκά Συνταγματικά ή ανώτατα δικαστήρια διατυπώνουν δύο σημαντικές επιφυλάξεις ως προς τη σχέση συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου: Αφενός θεωρούν ότι η υπεροχή του τελευταίου αφορά μόνον τις ρητά απενεμημένες από τις Συνθήκες αρμοδιότητες και όχι όσες ασκούνται ultra vires από όργανα της -συμπεριλαμβάνομένου του ΔΕΕ- και ότι έχουν παράλληλη αρμοδιότητα με αυτό να ελέγχουν παρόμοια υπέρβαση (παρακάτω, 2.2.1).

Αφετέρου, ότι διατηρούν την αρμοδιότητα υπεράσπισης της συνταγματικής τους ταυτότητας έναντι κάθε κοινοτικής αρμοδιότητας που τη θέτει σε κίνδυνο, ακόμη και δυνάμει του πρωτογενούς ευρωπαϊκου δικαίου, τόσο λόγω της διάταξης του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ («Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση»), όσο και -κυρίως- λόγω της πρωταρχίας του εθνικού Συντάγματος στην εθνική έννομη τάξη. Αμφισβητούν δε στο ΔΕΕ την αποκλειστική αυθεντική ερμηνεία για το τι συνιστά «εθνική ταυτότητα», ως «θεμιτό σκοπό», ικανό να δικαιολογήσει τη μη πλήρη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, ακριβώς διότι, ως προς αυτά, η σχετική αρμοδιότητα απορρέει ευθέως από την δική τους έννομη τάξη[33] (παρακάτω 2.2.2).

2.2.1 Έλεγχος υπέρβασης των απονεμημένων αρμοδιοτήτων (ultra vires)

Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, αν και εγκατέλειψε με την απόφαση του “solange 2”[34] την αρχική του επιφύλαξη κατά της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όσο δεν ήταν επαρκώς οργανωμένη σε κοινοτικό επίπεδο η προστασία των δικαιωμάτων, επανήλθε με νέες επιφυλάξεις βασισμένες τόσο στον έλεγχο ultra vires όσο και στην υπεράσπιση της εθνικλής συνταγματικής ταυτότητας.  Στην απόφαση του για τη συνταγματικότητα της Συνθήκης της Λισαβόνας[35], διατύπωσε έντονα τη θέση ότι η ενοποίηση της Ευρώπης δεν μπορεί να θίξει την δημοκρατική αρχή, η οποία κατά το άρθρο 79 παρ. 3 του Θεμελιώδη Νόμου ανήκει στον πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος[36]. Μάλιστα, το κριτήριο για την εφαρμογή της αρχής αυτής είναι κυρίως εθνικό: δεν επιτρέπεται να καταστεί η Γερμανική Βουλή κέλυφος κενό αρμοδιοτήτων, δεδομένου ότι εκ των ουκ άνευ στοιχείο της Δημοκρατίας είναι η απ’ ευθείας νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας μέσω της τελικής αναγωγής της στο λαό.

Στη συνέχεια, αντίθετα με ότι δεχόταν έως τότε[37], το BVerfGe θεώρησε ότι έχει δικαιοδοσία επί κάθε κοινοτικού μέτρου που έχει άμεση εφαρμογή ή αποτέλεσμα στη Γερμανία, απορρίπτοντας πρακτικά την θέση του ΔΕΕ περί αποκλειστικής δικής του δικαιοδοσίας. Για πρώτη φορά, επίσης, διακήρυξε ότι διατηρεί την αρμοδιότητα του ελέγχου του κατά πόσο κάποιος κοινοτικός κανόνας του παράγωγου κοινοτικού δικαίου έχει εκδοθεί χωρίς να έχει επαρκή βάση στις Συνθήκες (ausbrechender Rechtsakt), οπότε και θα είναι ανεφάρμοστος στο γερμανικό έδαφος. Με άλλα λόγια, αναγνώρισε για τον εαυτό του την τελευταία λέξη σε ένα είδος συλλογικής δικαιοδοσίας σε σύμπραξη με το ΔΕΕ επί του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, ιδίως ως προς τον έλεγχο της αρμοδιότητας έκδοσης του.

Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ακολουθώντας τις παραδοσιακές θέσεις  περί κυριαρχίας[38], δέχεται παγίως ότι το Σύνταγμα, ως υπέρτατος κανόνας, δεν απορρέει και δεν εξαρτάται νομικά από καμία άλλη πηγή δικαίου (recthlich unabgeleiteter, rechtlich höchste Gewalt[39]), εκφράζοντας τη συντακτική βούληση του λαού, ως Staatsvolk, δηλαδή ως δήμου. Ελλείψει ευρωπαϊκού λαού ως υποκειμένου της συντακτικής διαδικασίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να διεκδικήσει υπεροχή παρά μόνον ως προς τις παραχωρημένες από τα κυρίαρχα Κράτη αρμοδιότητες, ενώ πηγή της νομιμοποίησης του κοινοτικού δικαίου παραμένουν οι επιμέρους λαοί των Κρατών Μελών , όπως εκφράζονται μέσω των κοινοβουλίων τους.

Εξ αυτού του λόγου οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες στερούνται το βασικότερο γνώρισμα κυριαρχίας: την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας (Kompetenz-Kompetenz), με άλλα λόγια την γενική αρμοδιότητα απονομής αρμοδιοτήτων, την εξουσία του κυρίαρχου να ρυθμίζει νομικά αυτόνομα και χωρίς ετεροκαθορισμό κάθε θέμα της έννομης τάξης. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ κρατικών οντοτήτων διαφορετικών επιπέδων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ομοσπονδιακών πολιτειών, η Kompetenz-Kompetenz προσδιορίζει ποιος έχει την εξουσία αναθεώρησης αυτού τούτου του συνταγματικού καταμερισμού: εάν η υπερκείμενη πολιτεία δεν μπορεί αυτόνομα και χωρίς τη βούληση των υποκειμένων “ομόσπονδων” οντοτήτων να τον αναθεωρήσει, τότε υποκείμενο της κυριαρχίας δεν είναι η ίδια, αλλά τα τελευταία[40]. Για το λόγο αυτό, μέχρι σήμερα τα Κράτη παραμένουν οι κύριοι των Συνθηκών.

Επί των παραπάνω νομολογιακών βάσεων βασίσθηκαν οι μεταγενέστερες επάλληλες αποφάσεις Weiss και PSPP[41] που αμφισβήτησαν πλέον έμπρακτα και όχι απλώς θεωρητικά την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου, όπως την ερμηνεύει το ΔΕΕ. Η PSPP νομολόγησε ότι οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την αγορά κρατικών ομολόγων, αλλά και  η σχετική απόφαση του ΔΕΕ, που τις έκρινε νόμιμες, σε απάντηση σχετικού προδικαστικού ερωτήματος της Weiss[42],  συνιστούν ultra vires υπέρβαση των ενωσιακών αρμοδιοτήτων και άρα δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα εντός της Γερμανίας[43].

Κατά το δικαστήριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της κατά τρόπο που έρχεται σε πρόδηλη αντίθεση με την αρχή της ανάθεσης (conferral) δεδομένου ότι η άσκηση παρόμοιων αρμοδιοτήτων θα απαιτούσε τροποποίηση της Συνθήκης ή μια εξελικτική ρήτρα, με τη συμμετοχή του γερμανού νομοθέτη[44]. Επιπροσθέτως, κατά το BVerfGe, το ΔΕΕ προδήλως απέτυχε στην εξέταση του κατά πόσον η ΕΚΤ υπερέβη τις αρμοδιότητες της ως προς την άσκηση νομισματική πολιτικής:  μην εφαρμόζοντας ουσιαστικά την αρχή της αναλογικότητας[45] κατέστησε την κρίση του «αντικειμενικά αυθαίρετη». Τέλος, επιχειρηματολόγησε ειδικά ως προς την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων και γενικότερα των αρχών των κρατών μελών να προβαίνουν σε έλεγχο ultra vires ως εξής: «εάν τα κράτη μέλη απείχαν από τη διεξαγωγή κάθε είδους ελέγχου ultra vires, θα παραχωρούσαν στα όργανα της ΕΕ αποκλειστική εξουσία επί των Συνθηκών ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η ΕΕ υιοθετεί νομική ερμηνεία που ουσιαστικά ισοδυναμεί με τροποποίηση της συνθήκης ή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της» [46].

Ενδιαφέρον είναι ότι, αν και οι αποφάσεις αυτές του Γερμανικού Συνταγματικού δικαστηρίου προκάλεσαν πολλά νομικά και πολιτικά σχόλια, δεν ήταν μεμονωμένες και ούτε καν οι πρώτες που έκριναν κοινοτικές πράξεις ή αποφάσεις ανεφάρμοστες στο εσωτερικό δίκαιο ως ultra vires. Το πρώτο δικαστήριο που κήρυξε ευθέως πράξη του δικαίου της ΕΕ ultra vires -και μάλιστα όχι άλλη από απόφαση του ΔΕΕ- ήταν το Τσεχικό Συνταγματικό Δικαστήριο, επί της C-399/09 Marie Landtová της 22ας Ιουνίου 2011[47]. Μετά την απόφαση αυτή και πριν από τη Weiss και το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας αρνήθηκε επίσης να αναγνωρίσει την οριζόντια εφαρμογή στη χώρα αυτή της απαγόρευσης των διακρίσεων ως γενικής αρχής του δικαίου της ΕΕ στην υπόθεση του Ajos του 2016[48].

Ο Τσέχος Δικαστής έκρινε ότι το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου στην εν λόγω απόφαση Marie Landtová, σχετική με τους όρους του «βελούδινου διαζυγίου» Τσεχίας και Σλοβακίας, είχε υπερβεί το πεδίο των απονεμημένων αρμοδιοτήτων στην ΕΕ και ως εκ τούτου είχε ενεργήσει ultra vires. Υπογράμμισε επίσης τον ρόλο του ως «ανώτατου ερμηνευτή των συνταγματικών κανόνων (…), που έχουν την ανώτερη νομική ισχύ στην τσεχική επικράτεια»[49]. Κατ’αυτόν, αντίθετη ερμηνεία των εθνικών διατάξεων προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ, θα παραβίαζε την αρμοδιότητα και το προνόμιο της Αναθεωρητικής Συνέλευσης για τροποποίηση του Συντάγματος[50].

Κινούμενο σε ανάλογο μήκος κύματος, το Γαλλικό Conseil Constitutionnel ανέκαθεν θεωρούσε ότι οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες δεν είναι φορείς ιδίας κυριαρχίας αλλά ασκούν μόνον εκχωρημένες αρμοδιότητες, δυνάμει του άρθρου 55 του γαλλικού Συντάγματος του 1958 και του Προοιμίου του γαλλικού Συντάγματος του 1946.[51] Για το λόγο αυτό, στην απόφαση του 92-308 το Conseil Constitutionnel υπαγόρευσε στο γαλλικό Κοινοβούλιο την ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης, ώστε να θεραπευθεί η αντισυνταγματικότητα της Συνθήκης του Μάαστριχτ σε σχέση με διατάξεις της που έθιγαν “ουσιώδεις” πλευρές άσκησης της εθνικής κυριαρχίας. Πράγματι, το νέο άρθρο 88-1 του γαλλικού Συντάγματος ρητά επιτρέπει την κοινή άσκηση αρμοδιοτήτων με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Το Δικαστήριο ρητά όμως έθεσε ως όρο ότι η άσκηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν επιτρέπεται να θίξει τα θεμελιώδη δικαιώματα και, κυρίως, την ουσία της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας (“Ουσιώδης” θεωρείται από το Δικαστήριο η αρμοδιότητα του εθνικού Κράτους να εξασφαλίζει το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών, τη συνέχεια της ζωής του έθνους και την περιφρούρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών).

Στην δε μεταγενέστερη απόφαση του 92-312 το Conseil Constitutionnel διευκρίνισε ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει το ακριβές περιεχόμενο της κυριαρχίας (άρθρο 3 του γαλλικού Συντάγματος), με σεβασμό των διαδικαστικών προϋποθέσεων της αναθεώρησης και την δημοκρατική αρχή, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 89 του εν λόγω Συντάγματος[52]. Περαιτέρω, με την απόφασή του  97-394 της 31ης  Δεκεμβρίου 1997, δέχθηκε, περαιτέρω, ότι δεν είναι ανεκτός συνταγματικά ο ουσιώδης περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας από την αυθαίρετη διεύρυνση των απονεμημένων στην ΕΕ αρμοδιοτήτων. Οι βασικές αποδοχές αυτής της νομολογίας έγιναν δεκτές και από την απόφαση 2004-496, η οποία έκρινε τη συνταγματικότητα της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα[53].

Ανάλογη είναι η νομολογία και του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ισπανίας στην Γνώμη που εξέδωσε ως προς το εάν η Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ήταν συμβατή με το ισπανικό Σύνταγμα[54]. Κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 93 του Ισπανικού Συντάγματος, βάσει του οποίου έγινε η ένταξη της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ενσωμάτωνει σιωπηρά ουσιαστικά όρια στην ολοκλήρωση: τον σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας, τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και το σύστημα αξιών καθιερώνονται στο Σύνταγμα, ιδίως στα θεμελιώδη δικαιώματα[55].

2.2.2 Η εθνική συνταγματική ταυτότητα

Ακόμη και εάν υπήρχε (που δεν υπάρχει) κοινοτικό δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ΑΕΙ, όπως παρατηρούσαν εύστοχα σε παλαιότερη κοινή δημοσίευση οι Τσάτσος και Τσουκαλάς,  «η υποχρέωση του εθνικού συνταγματικού νομοθέτη να προσαρμόσει τον θεμελιώδη νόμο της χώρας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν μπορεί να έχει ως έννομη συνέχεια την αγνόηση μιας άλλης θεμελιώδους αρχής της ευρωπαϊκής ενωσιακής τάξης, που είναι ο σεβασμός της εθνικής φυσιογνωμίας των κρατών μελών. Αν λοιπόν η αποκλειστική ανάθεση της ανώτατης εκπαίδευσης σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αξιολογηθεί ως σταθερό στοιχείο του ελληνικού συνταγματικού πολιτισμού, τότε τίθεται πραγματικά το ερώτημα, εάν κατά το ενωσιακό δίκαιο ο εθνικός συνταγματικός νομοθέτης έχει την υποχρέωση να καταργήσει το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. 1»[56].

Ορθά προσδιορίζεται παραπάνω από τους Τσάτσο και Τσουκαλά η διάταξη του άρθρου 16 ως «σταθερού στοιχείου του ελληνικού συνταγματικού πολιτισμού», της «συνταγματικής ταυτότητας», δηλαδή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ. Και τούτο διότι, αντίθετα με την διάταξη του «βασικού μετόχου», η οποία ως βραχύβια και θνησιγενής δεν άφησε ορατό στίγμα στην έννομη ελληνική τάξη, η ρύθμιση του άρθρου 16 όχι μονον διαμόρφωσε σε όλη την διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας το ακαδημαϊκό θεσμικό πεδίο, αλλά και απετέλεσε πεδίο πραγματικών «πολιτισμικών μαχών» ανάμεσα στους υπέρμαχους και τους πολέμιους της. Το εάν θα αναθεωρηθεί ή όχι απετέλεσε κεντρικό δικαιοπολιτικό διακύβευμα όλων των αναθεωρήσεων μετά το 1985, και όχι απλώς στην κοινότητα των ερμηνευτών του Συντάγματος ή των πολιτικών κομμάτων, αλλά με άμεση συμμετοχή μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, πολλών πολιτών, ιδίως φοιτητών και ακαδημαϊκών.

Ας σημειωθεί εδώ, ότι πέραν των ιδιοσυγκρατικών στοιχείων κάθε εθνικής συνταγματικής ταυτότητας[57], υφίσταται μια θεμελιώδης ασυμμετρία ανάμεσα στην κοινοτική και το σύνολο των επιμέρους εθνικών εννόμων τάξεων: όλα τα κράτη-μέλη είναι κοινωνικά κράτη, είτε ενσωματώνοντας ρητά μια συνταγματική ρήτρα περί «Κοινωνικού Κράτους», είτε μέσω της συμπερίληψης ενός κατάλογου θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων στο Σύνταγμά τους.   Αντιθέτως, η κοινωνική αρχή είναι απούσα από τις Συνθήκες και το οικονομικό Σύνταγμα της Ένωσης, όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία του ΔΕΕ. Συνεπώς, στα κράτη μέλη η συνύπαρξη της φιλελεύθερης και της κοινωνικής αρχής και η αλληλεξάρτηση των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών διαμορφώνει, κατά συνταγματική επιταγή, ένα πρότυπο  «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου,  που είναι ριζικά διαφορετικό από την κυρίαρχη σε επίπεδο ΕΕ «οικονομία ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό»[58].

Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να αξιολογηθεί ως συστατικό στοιχείο της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς.  Συμπροσδιορίζει την ελληνικη συνταγματική ταυτότητα σε συνδιασμό με τα άλλα κοινωνικά δικαιώματα, τις ρυθμίσεις των άρθρων 25 παρ. 1 (αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου) και 106 παρ. 2 (H ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας).

Συνεπώς, το άρθρο 16 αποτελεί ένα από τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού κοινωνικού κράτους δικαίου, θεμελιώδους αρχής του πολιτεύματος. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, όσοι είναι αντίθετοι στο άρθρο 16, είναι και αντίθετοι στο άρθρο 106 παρ. 2 και στην ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων στο Σύνταγμα[59]. Για να επικρατήσουν οι απόψεις αυτές, όμως, οι υπέρμαχοι τους θα πρέπει να πείσουν τη Βουλή και τον ελληνικό λαό να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Δεν αρκεί η επίκληση του κοινοτικού δικαστή για να μεταβληθεί άρδην και ερήμην της λαϊκής βούλησης μία συνταγματική εθνική τάξη. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν πλήττεται μόνον η κοινωνική, αλλά και η φιλελεύθερη και δημοκρατική αρχή.

Ακολουθεί ενδεικτική αναφορά πρόσφατων αποφάσεων Συνταγματικών Δικαστηρίων που υπεράσπισαν την εθνική τους ταυτότητα έναντι αντίθετων κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.

Πολύ πριν από την θέσπιση του άρθρου 4.2 ΣυνθΕΕ περί «συνταγματικής ταυτότητας», το Ιταλικό Συνταγματικό δικαστήριο είχε διατυπώσει στις αποφάσεις Frontini, Granital και Fragd την θεωρία των controlimiti στην υπεροχή του κοινοτικού δικαίου[60]. Νομολόγησε εκεί, ότι, βάσει του άρθρου 11 του Ιταλικού Συντάγματος, διατηρεί την αρμοδιότητα να εξετάζει, εξαιρετικά,  την αντίθεση κανόνων του κοινοτικού δικαίου προς τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, κυρίως στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αν και όχι μόνον. Πλέον πρόσφατα, ως κατ’εξοχήν φιλευρωπαϊκό δικαστήριο, αντιδρώντας στις αποφάσεις Taricco Ι[61] και ΙΙ[62] του ΔΕΕ δεν αναφέρθηκε στη θεωρία των controlimiti, αλλά επιχείρησε να εμπλακεί σε έναν διάλογο με το ΔΕΕ, αποστέλλοντας σχετικό προδικαστικό ερώτημα[63].

Κατόπιν της άρνησης ουσιαστικά του ΔΕΕ να εμπλακεί σε ένα ουσιαστικό διάλογο αναγνώρισης της συνταγματικής ιταλικής ταυτότητας, το Δικαστήριο ενέμεινε στην υπεράσπιση της συνταγματικής του τάξης, κρίνοντας ότι το άρθρο 325 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται στην Ιταλία μόνον στο βαθμό που είναι συμβατό με τη τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας (άρθρο 25 παρ. 2 του Ιταλικού Συντάγματος) και επιβεβαίωσε ότι «μόνο το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εξακριβώσει εάν το δίκαιο της ΕΕ έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις αρχές του συνταγματικού συστήματος και, ιδίως με τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα του ατόμου»[64]. Έχοντας διαπιστώσει τη μερική αντισυνταγματικότητα του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, η Corte υποστήριξε ότι ενόψει της συνταγματικής ταυτότητας της Ιταλίας, η απόφαση του ΔΕΕ «δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαίτηση ένα κράτος μέλος να εγκαταλείψει τις υπέρτατες αρχές της συνταγματικής του τάξης».

Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο διατύπωσε χωρίς την αβρότητα του ιταλικού τις δικές του επιφυλάξεις ως προς την προστασία της γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας, με αφετηρία την απόφαση του για τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Επιβεβαίωσε εκεί την υποχρέωση του εθνικού δικαστή να υπερασπίζει την εθνική ταυτότητα της έννομης τάξης του, εφόσον τόσο αυτός όσο και τα άλλα άμεσα κρατικά όργανα, φέρουν συνταγματική ευθύνη σε ό,τι αφορά την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Integrationsverantwortung), που περιλαμβάνει την υποχρέωση να αντιδρούν όταν ενωσιακά όργανα υπερβαίνουν τις αρμοδιότητες τους με τρόπο που αμφισβητεί την γερμανική συνταγματική τάξη. Κατά το Δικαστήριο, «η συνταγματική ταυτότητα είναι αναφαίρετο στοιχείο της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης ενός λαού. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του εκλογικού δικαιώματος και να διαφυλαχθεί η δημοκρατική αυτοδιάθεση, είναι αναγκαίο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να ελέγχει, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του, την μη παραβίαση της συνταγματικής ταυτότητας από πράξεις της Κοινότητας ή της Ένωσης και ότι η τελευταία δεν παραβιάζει προφανώς τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί[65]».

Πιο πρόσφατα, στην απόφαση Mr. R (που ορισμένοι αποκαλούν Solange III), το BVerfGe έκρινε αντισυνταγματική μίαν απόφαση έκδοσης Αμερικανού πολίτη, βάσει Ευρωπαϊκού Εντάλματος, ως αντίθετη στην αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[66]. Κατά το δικαστήριο, η συμμόρφωση με την αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία καλύπτεται από τη ρήτρα αιωνιότητας του ΘΝ, αποτελεί εγχώρια εκτελεστό δίκαιο, που επιβάλλει έλεγχο στην εφαρμογή του δίκαιου της ΕΕ, για λόγους προστασίας της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας[67]. Το σημαντικό αυτής της απόφασης είναι ότι δεν θέτει χρονικούς περιορισμούς (Solange, τόσο όσο), αλλά αναγνωρίζει διαρκή αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του κατά πόσο προστατεύεται στην εθνική κοινοτική τάξη η αρχή της ανθρώπινης αξίας[68]. Μάλιστα, ενόψει των παραπάνω αποδοχών, η απόφαση εξηγεί γιατί η παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΕ) δεν ήταν απαραίτητη, λόγω του δόγματος της acte claire.

Σε ανάλογο πλαίσιο, το Conseil Constitutionnel αποφάσισε το 2006 να ασκεί έλεγχο στο εάν η μεταφορά μιας οδηγίας της ΕΕ παραβιάζει κανόνες ή αρχές εγγενείς στη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας[69]. Στη συνέχεια νομολόγησε ότι για θέματα συντρεχουσών αρμοδιοτήτων, που επιμερίζονται μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της, διερευνά τυχόν αντισυνταγματικότητα σε όλο το σώμα του γαλλικού συνταγματικού δικαίου, ενώ για θέματα αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ, ασκεί έλεγχο αποκλειστικά με αναφορά στις αρχές της γαλλικής συνταγματικής ταυτότητας[70].

Σε συνέχεια,  το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’Etat) αποφάσισε ότι έχει αρμοδιότητα να κρίνει ζητήματα σχετικά με τη συνταγματικότητα συγκεκριμένων Οδηγιών και ότι εφεξής, προτού υποβάλει ερώτημα στο ΔΕΕ, το ίδιο θα εξετάζει πρώτα εάν η Οδηγία είναι συμβατή με τις εσωτερικές συνταγματικές διατάξεις ή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[71]. Προγενέστερη νομολογία [72]ήδη όριζε ότι η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ δεν ισχύει ως προς διατάξεις συνταγματικού χαρακτήρα, εφόσον η συνταγματική αρχή δεν διασφαλίζεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ισοδύναμο κοινοτικό κανόνα ή αρχή.

Κατά τον Εισηγητή της απόφασης του 2007, «ο υφιστάμενος νομικός πλουραλισμός δεν επιτρέπει πλέον στην κελσενιανή πυραμίδα να περιγράψει επαρκώς τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών έννομων τάξεων του εθνικού δικαίου, του δικαίου της ΕΕ και της ΕΣΔΑ». Συνεπώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρεί ότι η ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου ανάγεται πλήρως στη δικαιοδοσία του, σε ό,τι αφορά τον έλεγχο συνταγματικότητας ή συμφωνίας με την ΕΣΔΑ. Και σε πρόσφατη απόφαση του 2021, η Ολομέλεια του Conseil d’État ενεργοποίησε τη νομολογία αυτή (« ρήτρα διασφάλισης Arcelor»), επιβεβαιώνοντας την αρμοδιότητα του να ελέγξει τη συμβατότητα του ενωσιακού δικαίου με τους κανόνες και τις αρχές του εθνικού Συντάγματος που είναι «συμφυείς με τη συνταγματική ταυτότητα της Γαλλίας»[73].

Από τη σύντομη αυτή αναδρομή στη νομολογία, προκύπτει σαφώς ότι ο δικαστής των συνταγματικών και ανώτατων δικαστηρίων διατηρεί για τον εαυτό του την αρμοδιότητα να κρίνει σε τι συνίσταται η εθνική συνταγματική του ταυτότητα, την οποία εύλογα εξακολουθεί να θεωρεί ύψιστο κανόνα αναφοράς, και όχι όπως το ΔΕΕ, απλώς θεμέλιο λόγων γενικού συμφέροντος που, ενδεχομένως, να μπορούν, ίσως, κατά περίπτωση, και με εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, να περιορίσουν τις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες[74]. Επίσης, όπως είναι αναμενόμενο, λόγω της πρωταρχίας του Συντάγματος, τα συνταγματικά και ανώτατα δικαστήρια θεωρούν ότι αυτά και όχι το ΔΕΕ έχουν τον πρώτο λόγο ως προς τον προσδιορισμό της συνταγματικής τους ταυτότητα. Ακόμη και το φιλικότερο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση Ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο, θεωρεί ότι το ίδιο έχει την εξουσία να ορίσει σε τι συνίσταται η εθνική ταυτότητα και τις συνέπειες, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, ενώ επαφίεται στο ΔΕΕ να ορίσει τις συνέπειες για άλλες χώρες από τη σκοπιά του ευρωπαϊκού δικαίου.

Ενόψει της αδύνατης αναγνώρισης της απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της ανάγκης εναρμόνισης του με τις εθνικές συνταγματικές τάξεις, μια από τις εξέχουσες αυθεντίες του ευρωπαϊκού δικαίου, ο καθηγητής H. H. Weiler, έχει προτείνει πρόσφατα την θέσπιση ενός νέου σχηματισμού του ΔΕΕ, που θα εξετάζει περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ κοινοτικού δικαίου και συνταγματικών κανόνων, ιδίως σε περιπτώσεις ultra vires[75]. Το νέο αυτό Μικτό Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως θα προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του και θα συμμετέχουν σε αυτό έξι δικαστές του Δικαστηρίου και έξι δικαστές από τα Συνταγματικά ή Ανώτατα Δικαστήρια των κρατών μελών σε προκαθορισμένη σειρά. Θα αποφασίζει δε με αυξημένη πλειοψηφία οκτώ ή εννέα δικαστών, ώστε να είναι σαφές ότι η σχετική απόφαση αντανακλά τις διαμορφωμένες θέσεις του κοινού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού.

3. Συμπερασματικά: η «παράκαμψη» του Συντάγματος συνιστά κατάλυσή του

Φημολογείται ότι η κυβέρνηση δεν συνομιλεί μόνον με ακαδημαϊκούς, αλλά και με δικαστές στο πλαίσιο της επεξεργασίας του κρίσιμου νομοσχεδίου της για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά και της προετοιμασίας της δικαστικής του αμφισβήτησης. Θεωρώ, προσωπικά, θεμιτό δικαστικοί να δίνουν την γνώμη τους για παρόμοια σοβαρά θέματα, εφόσον καλούνται, και, προφανώς, εφόσον αυτοεξαιρεθούν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Πέραν όμως από την ιδιωτική τους γνώμη, κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους, οι δικαστές δεσμεύονται όχι απλώς από θεωρητικές κατασκευές,  όπως αυτή του «συνταγματικού πατριωτισμού», αλλά από τον όρκο που έδωσαν και τις επιταγές του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος: κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.

Ακόμη και εάν τίποτα από όσα προηγήθηκαν δεν είναι ορθό, ακόμη και εάν πράγματι υπάρχει ένα δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων στο ευρωπαϊκό δίκαιο και αυτό υπερισχύει του άρθρου 16 του Συντάγματος, προκειμένου να προκύψουν έννομες συνέπειες στην Ελληνική έννομη τάξη, πρέπει να υπάρξει συνταγματική αναθεώρηση. Ενόψει του αυστηρού χαρακτήρα της συνταγματικής μας τάξης, το άρθρο 28 δεν αποτελεί εναλλακτική οδό αναθεώρησης σε σχέση με το άρθρο 110[76]. Κατά τη ρητή επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 28,  οι περιορισμοί ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, δεν πρέπει να θίγουν τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αναθεώρηση χωρίς την άμεση συμμετοχή του εκλογικού σώματος και απόφαση της Βουλής συνιστά άμεση αναίρεση του δημοκρατικού της χαρακτήρα. Κατά αυτόθροη κατάληξη, η συνταγματική τάξη που θα προκύψει από την ελλειμματική αυτή αναθεώρηση δεν θα είναι δημοκρατική.

Συνεπώς, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην ΕΕ και ο περιορισμός της κυριαρχίας της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει ως όριο τις συνταγματικές διατάξεις, που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν «σιωπηλά» από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο χωρίς να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 110. Αυτός είναι, άλλωστε, ο χωρίς εξαίρεση, κανόνας που ακολουθούν όλες οι  ευρωπαϊκές δημοκρατίες: όταν μία διάταξη του Συντάγματος κρίνεται ότι είναι αντίθετη σε πλευρές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αναθεωρείται. Έτσι, πέραν των άλλων περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν, η Ισπανία αναθεώρησε το άρθρο 13 παρ. 2 του  Συντάγματος της, η Πορτογαλία τα άρθρα 7 παρ. 6, 15 παρ. 5 και 105, η Σουηδία το άρθρο 5 του κεφαλαίου 10, η Αυστρία προσέθεσε τα νέα άρθρα 23a έως 23f, η Φινλανδία το νέο άρθρο 33α, κ.ο.κ.

Άλλωστε, η  επίσπευση της κατάθεσης νομοσχεδίου αντίθετου προς την υφιστάμενη  συνταγματική διαπίστωση, ουσιαστικά δεσμεύει και καθιστά εικονική και κενού περιεχομένου μεταγενέστερη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16. Εάν θεωρηθεί δεδομένο ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο καθιερώνει δικαίωμα ίδρυσης κερδοσκοπικών («επιχειρηματικών», κατά τον προαναφερθέντα χαρακτηρισμό του Ε. Βενιζέλου[77]) πανεπιστημίων, κανένα περιθώριο δεν θα έχει η αναθεωρητική βουλή να ορίσει, π.χ., ότι επιτρέπεται η λειτουργία μόνον μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών ΑΕΙ.

Συνεπώς, όσο το άρθρο 16 του Συντάγματος ισχύει και δεν έχει αναθεωρηθεί, οποιοδήποτε νομοθέτημα είναι αντίθετο προς αυτό, θα είναι ανεφάρμοστο ως αντισυνταγματικό. Σχετικές αιτήσεις αναστολής κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που έχουν προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης και ερείδονται στον αντισυνταγματικό νόμο, θα πρέπει να γίνουν δεκτές ως προδήλως βάσιμες. Παραπομπή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ δεν νοείται, διότι η διασαφήνιση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων έχει ήδη γίνει από τον ευρωπαίο δικαστή βάσει των  προδικαστικών ερωτημάτων που έχουν ήδη υποβληθεί[78]. Σε κάθε περίπτωση, δεν ανάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΕΕ ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου εκτός της ελληνικής έννομης τάξης, η ερμηνεία της υποχρέωσης του Έλληνα δικαστή να σεβαστεί τις επιταγές των άρθρων 87 παρ. 2 και 110 του Συντάγματος, μέχρι τυχόν αναθεώρηση του άρθρου 16. Ο σεβασμός του Συντάγματος αποτελεί ύψιστη και πρωταρχική νομική, ηθική, και πατριωτική υποχρέωση του δικαστή. Κάθε contra constitutionem ερμηνεία συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αυτής υποχρέωσης.

Η «παράκαμψη» του Συντάγματος δεν διαφέρει  από την κατάλυσή του.

[1] Αbbé Sieyès, Qu’est-ce que le Tiers État?, 1789.

[2] Ο Πρόεδρος Ι. Σαρμάς δημοσίευσε τη σχετική μελέτη του το 2018, πριν διατυπωθεί η κυβερνητική πρόταση και δεν εξετάζει αναλυτικά εάν απαιτείται ή όχι αναθεώρηση του Συντάγματος για την αναγνώριση του εν λόγω κοινοτικού δικαιώματος. Αποδέχεται, πάντως, ότι η, κατ’ αυτόν,  ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων «δεν χρήζει ειδικής εθνικής ή ενωσιακής νομοθεσίας» για να ενεργοποιηθεί. Βλ. Ι. Σαρμά, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα, ∆τΑ, 2018, σ. 647 κ.ε.  και σε https://www.constitutionalism.gr/2018-sarmas-idrysi-idiotikon-panepistimion/. Το Υπουργείο Παιδείας αναφέρεται σε γνωμοδοτήσεις των συναδέλφων Ευ. Βενιζέλου-Β. Σκουρή, Α. Μανιτάκη, Ν. Αλιβιζάτου και Φ. Σπυρόπουλου. Από αυτές είχαν δημοσιευθεί, από όσο γνωρίζω, και λήφθηκαν υπόψη όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο η γνωμοδότηση του Α. Μανιτάκη, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης,  https://www.constitutionalism.gr/i-sintagmatiki-apagorefsi-tis-idrisis-sxolon-apo-idiotes/ και η συνοπτική παρουσίαση της γνωμοδότησης Ευ. Βενιζέλου-Β. Σκουρή, Mη κρατικά ΑΕΙ, Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 Συντάγματος, σε https://www.evenizelos.gr/mme/articlesinthepress/articles2023/6927-venizelos-skouris-nea-aei.html.

[3] Ibidem.

[4] Βλ. σχετικά σημ. 7.

[5] Ευ. Βενιζέλου, Η αλήθεια για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, «Το Βήμα», 7.6.1998, https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/i-alitheia-gia-ta-idiwtika-panepistimia/.

[6] Ibidem. Πρβλ. Δ. Τσάτσου, Η Μεγάλη Παρακμή, Κείμενα για την αναξιοπιστία της πολιτείας και της πολιτικής», Καστανιώτης, Αθήνα, σ. 284, Κ. Γιαννακόπουλο, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou/.

[7] Στην αναθεώρηση του 2019 η σχετική πρόταση της ΝΔ είχε ως εξής:
«Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».  Ενώ το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η «σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».  Στο πλαίσιο της πρότασης αυτής κρίνεται αναγκαία η σχετικοποίηση της απόλυτης απαγόρευσης δραστηριοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας όσον αφορά την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης. Πυρήνα της προτεινόμενης συνταγματικής ρύθμισης αποτελεί η δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποκλειστικώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (υπογράμμιση δική μου), από ιδιώτες, υπό την αυστηρή εποπτεία του Κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε τις ακόλουθες αναθεωρητικές παρεμβάσεις:

α) Καταρχάς, η παράγραφος 5 του άρθρου 16 πρέπει ν’ αναθεωρηθεί, έτσι ώστε να μην λειτουργεί αποτρεπτικώς για την δημιουργία μη δημόσιων φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτόν προτείνουμε την απάλειψη της λέξης «αποκλειστικά» από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής και την προσθήκη του όρου «δημόσια» πριν από την φράση «ανώτατη εκπαίδευση». Με τον τρόπο αυτόν, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης παραγράφου και δεν δημιουργεί προβλήματα στην εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τους μη δημόσιους φορείς παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Επίσης, στην ίδια παράγραφο θα πρέπει να οροθετηθεί η έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να διευκολύνει την ορθολογική ανάπτυξή της, για ν’ αντανακλά τις νέες εξελίξεις που έχουν ως σήμερα συντελεστεί στο πεδίο του πανεπιστημιακού και του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης.

β) Εξάλλου, στην παράγραφο 6 του άρθρου 16, και προκειμένου να προσδιορισθεί το πεδίο εφαρμογής της εν όψει της προτεινόμενης τροποποίησης της προηγούμενης παραγράφου, πρέπει να προστεθεί ο όρος «δημόσιων» πριν από τον όρο «ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».

γ) Στην δε παράγραφο 7 προτείνουμε την κατάργηση της φράσης «από το Κράτος», προς εναρμόνιση με τα παραπάνω και προκειμένου να είναι συνταγματικώς ανεκτή η παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης όχι μόνον από το Κράτος, αλλά και από άλλους φορείς (π.χ. κοινωνικούς εταίρους), υπό κρατική, πάντοτε αυστηρή, εποπτεία.

δ) Δεδομένου ότι η παράγραφος 8 αποτελεί την βάση για την ανάπτυξη του συστήματος ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Χώρα μας, πρέπει αυτή ν’ αναδιατυπωθεί προς την κατεύθυνση της αποσαφήνισης ότι η παιδεία παραμένει θεμελιώδες δημόσιο αγαθό.  Και η παροχή της από μη δημόσιους φορείς, σ’ όλες τις βαθμίδες, γίνεται μόνον κατά παραχώρηση από το Κράτος και υπό αυστηρή εποπτεία τήρησης συγκεκριμένων προδιαγραφών και προϋποθέσεων.  Ενώ είναι αναγκαίο ν’ απαλειφθεί το δεύτερο εδάφιό της, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες. Για την διασφάλιση της υψηλής στάθμης της παρεχόμενης ανώτατης εκπαίδευσης, κρίνεται σκόπιμη η πρόβλεψη, στην ίδια παράγραφο, ότι τα προσόντα των διδασκόντων στ’ ανωτέρω μη κρατικά ιδρύματα θα είναι ανάλογα μ’ εκείνα των κρατικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

ε) Παράλληλα, προτείνουμε την συμπλήρωση του άρθρου 16 με την προσθήκη νέας παραγράφου –κατά προτίμηση αρ. 9,  μ’ αντίστοιχη αναρίθμηση της παρ. 9 σε παρ. 10- με την οποία θα κατοχυρώνεται συνταγματικώς το σύστημα διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή μη. Με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύεται η σημασία που αποδίδει η Πολιτεία στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στην αποτροπή φαινομένων αλλοίωσης της πεμπτουσίας της ανώτατης εκπαίδευσης.  Ενώ, περαιτέρω, θεσμοθετείται το αναγκαίο συνταγματικό έρεισμα, ώστε η ανώτατη παιδεία της Χώρας μας ν’ ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού και διεθνούς εκπαιδευτικού περιβάλλοντος.  Η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση αποτελεί ώριμο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας το οποίο, πέρα από το γεγονός ότι εναρμονίζεται με τα ισχύοντα στην πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συμβάλει, κατά μεγάλο βαθμό, στην ανάδειξη της Χώρας μας σε κέντρο παιδείας και πολιτισμού για ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή. Περαιτέρω, η υιοθέτηση αυτής της πρότασης διευρύνει τις εκπαιδευτικές επιλογές κι ευκαιρίες των νέων, συμβάλλει στην καταπολέμηση της παραπαιδείας και περιορίζει σημαντικά την «μετανάστευση» μεγάλου αριθμού Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, η οποία επιφέρει οικονομική αιμορραγία στις οικογένειές τους και οδηγεί στην απώλεια ικανού και πολύτιμου επιστημονικού δυναμικού.  Δεδομένου μάλιστα ότι, πολλοί απ’ όσους φοιτούν στην αλλοδαπή, προτιμούν τελικά να παραμείνουν εκεί και μετά το πέρας των σπουδών τους. Υπό τα δεδομένα λοιπόν αυτά η προωθούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16, μέσω της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού με τα υφιστάμενα κρατικά πανεπιστήμια, αποβαίνει τελικά προς όφελος της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών και της παιδείας γενικότερα.»

[8] Να σημειωθεί εδώ ξανά ότι η αρχική μελέτη Ι. Σαρμά, στην οποία βασίζονται και παραπέμπουν και οι άλλες γνωμοδοτήσεις της σημ. 2, ρητά αναφέρεται σε δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικού ΑΕΙ, όχι απλώς στη λειτουργία παραρτήματος.

[9] Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 198. (Η έμφαση είναι του συγγραφέα).

[10] Έτσι, ευλόγως, και η πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενδεικτικά, ΣτΕ 922/2023 (σκέψη 7): «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών.» Πρβλ. και ΣτΕ (Ολ.) 178/2023 και τις αποφάσεις της σημ. 19.

[11] Ν. Αλιβιζάτου, Ιδιωτικά πανεπιστήμια: το κόστος της ατολμίας ΔτΑ, 77/2018, σ. 641 κ.ε.

[12] Με τη νομολογία που διαμορφώθηκε από την αποστολή σχετικών προδικαστικών ερωτημάτων ( ΣτΕ 3977/2003,  778/2007, όπου και ορθή μειοψηφία από την νυν Πρόεδρο του ΣτΕ Ε. Νίκα για τη διατύπωση του ερωτήματος, ώστε να συμπεριληφθεί η συνταγματική απαγόρευση), την απάντηση του ΔΕΚ (Πέρος C- 141/04), και των προηγούμενων ανάλογων αποφάσεων του (Βλασσόπουλος κατά Ελλάδας C-340/89, Παναγιωτοπούλου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (του Πρωτοδικείου Τ-16/90) και Tieffry C-71/76). Βλ. ΣτΕ 1234/2007, 3065/2007, 4161/2011 πρβλ. Κ. Γιαννακόπουλου, https://www.constitutionalism.gr/to-arthro-16-tou-sintagmatos-sti-dini-tou-neofeoudarxikou-sintagmatismou,  του ίδιου Το άρθρο 16 Σ., το κοινοτικό δίκαιο και το Συμβούλιο της Επικρατείας …δέκα χρόνια μετά. Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ Δ΄ 778/2007, ΕφημΔΔ 2/2007, σ. 140 επ.. Πλέον πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ βλ. παρακάτω, σημ. 19.

[13] Έτσι ο Α. Μανιτάκης, Η συνταγματική απαγόρευση της ίδρυσης από ιδιώτες σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπό το φως των οικονομικών και ακαδημαϊκών ελευθεριών του Δικαίου της Ένωσης, όπ. π., σημ. 2: «7. Ο πλέον νομικά αρμόζων τρόπος να παρακαμφθεί, νομότυπα, η συνταγματική απαγόρευση της εγκατάστασης παραρτήματος ξένου ιδιωτικού ή και κρατικού πανεπιστημίου χώρας της ΕΕ στην ελληνική επικράτεια είναι η σύναψη και εφαρμογή μιας διμερούς ή πολυμερούς διακρατικής εκπαιδευτικής συμφωνίας»,

[14] C-66/18 – Επιτροπή κατά Ουγγαρίας της 6ης Οκτωβρίου 2020, https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&num=c-66/18.

[15] «Unbound for education institutions granting recognized State diplomas» / «Non consolidé pour les établissements d’enseignement qui délivrent des diplômes reconnus par l’État».

[16] Βλ. αναλυτική σχετική επιχειρηματολογία σε Κ. Γιαννακόπουλου, Ο σεβασμός του Συντάγματος και η επιφύλαξη που έχει διατυπώσει η Ελλάδα στη GATS ως προς την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, https://www.constitutionalism.gr/o-sevasmos-tou-sintagmatos-kai-i-epifilaxi-pou-exei-diatiposi-i-ellada-stis-gats/.

[17] ΔΕΕ, 9.3.1999, C-212/97, Centros, σκέψη 24. Βλ. σχετικά Κ. Γιαννακόπουλο, Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, όπ. π.,  σημ. 6, σε υποσημείωση 46.

[18] Ι. Σαρμά, Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ενωσιακό θεμελιώδες δικαίωμα, όπ. π., σημ. 2.

[19] ΣτΕ (Ολ.) 178/2023, σκέψη 15, πρβλ. 922/2023, 727/2022, 1071-172/2021, 2253/2019, 3451/2011 επτ, 570/2010 και ΣτΕ  39/2001, 2076/1999, ΣτΕ (Ολ.) 3457/1998.

[20] Βλ. παραπάνω, σημ. 12.

[21] Σύνοψη γνωμοδότησης Βενιζέλου-Σκουρή, όπ. π. σημ. 1.

[22] Την οποία ουσιαστικά υπονομεύει το ΔΕΕ, ενδεχομένως αντιλαμβανόμενο, ότι μετά την προσχώρηση, η νομολογία του ως προς τα δικαιώματα θα αντιμετωπίζεται από το ΕΔΔΑ όπως η νομολογία όλων των άλλων Ευρωπαϊκών συνταγματικών ανώτατων δικαστηρίων. («Όπως  του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας», κατά την προσφυή διατύπωση του H. H. Weiler, στο hearing για την διαμόρφωση της Έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης «European Convention on Human Rights and national constitutions, https://pace.coe.int/en/files/31695/html. ) Υπενθυμίζεται ότι όταν ζητήθηκε από το Δικαστήριο να γνωμοδοτήσει σχετικά για την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ, το ΔΕΚ είχε αρχικά κρίνει με τη γνωμοδότηση 2/94, ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει αρμοδιότητα της ΕΚ να θεσπίζει κανόνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή να συνάπτει διεθνείς συμβάσεις στον τομέα αυτό, γεγονός που καθιστούσε την προσχώρηση νομικά αδύνατη. Ενόψει της σαφούς βούλησης όλων των κρατών μελών, η  Συνθήκη της Λισαβόνας κάλυψε το κενό αυτό με την εισαγωγή του άρθρου 6 παράγραφος 2, που κατέστησε την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ υποχρεωτική. Το 2010, αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, η ΕΕ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο της Ευρώπης σχετικά με σχέδιο συμφωνίας προσχώρησης, που οριστικοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2013. Στις 18 Δεκεμβρίου 2014, όμως, το ΔΕΕ εξέδωσε και πάλι αρνητική γνωμοδότηση στην οποία δήλωνε ότι το σχέδιο συμφωνίας μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τα ειδικά χαρακτηριστικά και την αυτονομία του δικαίου της ΕΕ (γνωμοδότηση 2/13), όπως την αντιλαμβάνεται το ίδιο. Ως συνέπεια, μέχρι σήμερα και παρά την διακηρυγμένη βούληση της Επιτροπής και όλων των κρατών μελών, η ένταξη της ΕΕ στην ΕΣΔΑ καρκινοβατεί.

[23] Rutili, υπόθεση 36/75.

[24] Bosphorus Hava Yollari Turizm ve Ticaret Anonim S iketi v Ireland 2005-VI, 42 EHRR 1. Βλ. Γ. Κατρούγκαλου, Η

απόφαση «Βόσπορος» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το

κοινοτικό δίκαιο, ΔτΑ, 2006, σ. 656.

[25] Βλ., ενδεικτικά, N. Walker, The idea of constitutional pluralism, 65 Modern Law Review 2002, σ. 317, F. Ost, Michel Van de Kerchove, De la pyramide au réseau? Pour une théorie dialectique du droit Facultés Universitaires Saint Louis; Brussels, 2011, F. Mayer, M. Wendel, Multilevel constitutionalism and constitutional pluralism, σε Matej Avbelj, Jan Komárek (eds), Constitutional pluralism in the European Union and beyond, Hart Publishing,  2012. Πρβλ. την έννοια της «συνταγματικής ανοχής» σε Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και κοινοτικό δίκαιο: το ζήτημα της «υπεροχής»,  Α. Ν. Σάκκουλας, 2009. Αντίθετα, κριτικός είναι ο C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Σάκκουλας, Αθήνα 2019, κατά τον οποίο η θεώρηση του συνταγματικού πλουραλισμού συνιστά «επαναφουδεοποίηση» που «ρευστοποιεί και εργαλειοποιεί το συνταγματικό δίκαιο και την ερμηνεία του, καθώς, εκτός των άλλων, δημιουργεί την αίσθηση ότι, σε κάθε περίπτωση, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι ένα εύπλαστο αμάλγαμα θεμελιωδών, εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων που μπορούν να προσαρμόζονται κατά το δοκούν στις κρατούσες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές εξελίξεις.» (Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού, όπ. π., σημ. 6)

[26] Res 2491, 25 Απριλίου 2023, https://pace.coe.int/en/files/31753#trace-4, παρα. 3 και 7. Το Ψήφισμα αυτό της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης υπερψηφίσθηκε σχεδόν ομόφωνα, με μόνον δύο αρνητικές ψήφους. Βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Εθνικά Συντάγματα, https://www.constitutionalism.gr/evropaiki-simvasi-dikaiomaton-tou-anthropou-kai-ethnika-sintagmata/

[27] Σημειωτέον ότι, κατά το ΔΕΕ, οι Συστάσεις και τα Ψηφίσματα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν αποτελούν απλώς πολιτικά κείμενα, αλλά συμπροσδιορίζουν τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών της Ένωσης.  Βλ., ενδεικτικά, Βλ. ΔΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 2020, C-66/18, Επιτροπή κ. Ουγγαρίας, σκέψεις 223-227.

[28] Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης 2491/2023, ibidem,  παρα. 7.

[29] C-6/64 Flamino Costa v. E.N.E.L. της 15ης Ιουλίου 1964.

[30] A. La Pergola, P. del Duca, Community Law, International Law and the Italian Constitution, American Journal of Constitutional Law, 1985, σ. 598, σ. 615.

[31] Βλ., ενδεικτικά, A. von Bogdandy, S. Schill, Overcoming absolute primacy: respect for national identity under the Lisbon Treaty, 48 CMLR 2011, σ. 1417, ιδίως σ. 1418–20,  M. Belov, The functions of constitutional identity performed in the context of constitutionalization of the EU order and the Europeanization of the legal orders of EU Member States,  9 Perspectives on Federalism 72, 2017, σ.  90, G.  Martinico, Taming National Identity: A Systematic Understanding of Article 4.2 TEU, 27 European Public Law, 2021, σ. 447, C. Yannakopoulos,  Les mutations du constitutionnalisme européen déréglementé, Réflexions à propos de l’arrêt PSPP de la Cour constitutionnelle allemande du 5 mai 2020, Revue du droit public 4/2020, σ. 1041 κ.ε., πρβλ. Π. Παυλόπουλου, Μια έμμεση, πλην σαφής, αμφισβήτηση της υπεροχής του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2020, σ. 2 κ.ε

[32] Πρβλ. Α. Μανιτάκη, Τα όρια της κοινοτικής αρμοδιότητας και η συνταγματική θεώρηση τους, ΤοΣ 1980 σ. 472, ιδίως σ. 497 κ.ε., Ευ. ΒενιζέλουΜαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 160 κ.ε.

[33] Βλ. και Γ. Κατρούγκαλου, Η σχέση Συντάγματος και Κοινοτικού Δικαίου, ΝοΒ 7/2000, σ. 1089 κ.ε.

[34] BverfGE 73, 339. Βλ. σχετικά Θ. Αντωνίου, Η νέα θέση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου απέναντι στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, ΤοΣ 1987, σ. 693.

[35] BverfGE 89, 155. Βλ., αντί άλλων, Ι. Winkelmann (ed.), Das Maastricht-Urteil des Bundesverfassungsgerichts vom 12. Oktober 1993, Duncker & Humblot, Berlin, 1994, Κ. Χρυσόγονου, Ευρωπαϊκή ενοποίηση και εθνική κυριαρχία, Η απόφαση Μάαστριχτ του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου και οι επιπτώσεις της, ΕΕυρΔ 1995, σ. 103 κ.ε..

[36] BverfGE 89, 155, σ. 172, 182.

[37] Βλ. την απόφαση του BVerfGE 58, 1 Eurocontrol.

[38] Πάγιες θέσεις του εισηγητή δικαστή στην υπόθεση αυτή, P. Kirchhof. Βλ. σχετικά P. Kirchhof, Der deutsche Staat im Prozess der europäischen Integration, in P. Kirchhof, J. Isensee (Hrsg.), Handbuch des Staatsrechts, 1992, VII, σ. 882, K. Doehring, Staat und Verfassung in einem zusammenwachsenden Europa, ZRP 1993.165, D. Murswiek, Maastricht und der pouvoir constituant, Der Staat, 1993.165,

[39] Ibidem, σ. 887.

[40] BVerfGE 89, 155, σ. 196 κ.ε., 210 κ.ε.

[41] BVerfGΕ, Υπόθεση 2 BvR 859/15, 2 BvR 980/16, 2 BvR 2006/15, 2 BvR 1651/15 (18 Ιουλίου 2017), BVerfGE 146, 216 Προδικαστική Παραπομπή,  5 Μαΐου 2020, (Οριστική Απόφαση) βλ., Π. Παυλόπουλου, Μια έμμεση, πλην σαφής, αμφισβήτηση της υπεροχής του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δικαίου, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, ο.π., σημ. 31,  Μ. Ιωαννίδη, ‘Herr der Verträge?’: Η απόφαση Weiss του BVerfg, Σύνταγμα Watch, 2020, https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/herr-der-vertrage-i-apofasi-weiss-tou-bverfg/#_ftn7.

[42] C-493/17 της 11ης Δεκεμβρίου 2018.

[43] BVerfG 2 BvR 859/15, σκέψεις 117 κ.ε..

[44] Ibidem, σκέψη 110.

[45] Ibidem, σκέψη 123.

[46] Ibidem, σκέψη 118.

[47] Απόφαση Pl. ÚS 5/12 της 31ης Ιανουαρίου 2012, www.usoud.cz/view/GetFile?id=6416.  Βλ. σχετικά J. Komárek, Czech Constitutional Court Playing with Matches: the Czech Constitutional Court Declares a Judgment of the Court of Justice of the EU Ultra Vires; Judgment of 31 January 2012, Pl. ÚS 5/12, Slovak Pensions XVII, European Constitutional Law Review, 8(2), 2012, σ. 323. Βλ. και τις Pl. ÚS 50/04 (re Sugar Quota Case II) και Pl. ÚS 19/08. Πρβλ.  M. Kos, The PSPP Judgment of the Bundesverfassungsgericht, Central European Journal of Comparative Law 2 (1), 2021, 93 κ.ε., σ. 98.

[48] Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας, απόφαση αρ. 15/2014 της 6ης Δεκεμβρίου 2016, βλ. σχετικά H. Krunke, S. Klinge, The Danish Ajos Case: The Missing Case from Maastricht and Lisbon, European Papers – A Journal on Law and Integration, 1(3), 2018, σ. 157 κ.ε., M. Kos, ibidem, σ. 99.

[49] Ibidem, σκέψη 10.

[50] Ibidem, σκέψη 11.

[51] Βλ. ιδίως την απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου της 30-12-76, Rec. 15, βλ. σχετικά αντί άλλων, G. Vedel, L’ attitude des jurisdictions françaises envers les traités Européens, in Europa, Université des Saarlands, 1987, D. Rousseau, Droit du Contentieux Constitutionnel, Montchrestien, Paris, 1990, σ. 259 κ.ε..

[52] Βλ., αντί άλλων, G. Vedel, Souveraineté et supranationalité, Pouvoirs, 1993, σ. 79. Πρβλ. και την απόφαση 98-400 DC.

[53] Απόφαση 2004-496 DC της 10ης Ιουνίου 2004, https://www.conseil-constitutionnel.fr/decision/2004/2004496DC.htm.

[54] Απόφαση TC 1/2004, www.tribunalconstitucional.es/es/jurisprudencia/restrad/Paginas/DTC122004en.aspx.

[55] Πρβλ. και την TC 26/2014 της 13ης Φεβρουαρίου 2014 και τις προγενέστερες TC 64/1991 και 108/92. Βλ. σχετικά A. Torres Pérez, Spanish Constitutional Court, Constitutional Dialogue on the European Arrest Warrant: The Spanish Constitutional Court Knocking on Luxembourg’s Door; Spanish Constitutional Court, Order of 9 June 2011, ATC 86/2011’, European Constitutional Law Review, 8 (1), σ. 105, ιδίως σ. 119–121.

[56] Δ. Τσάτσου-Κ. Τσουκαλά «Όχι» στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια TA NEA” Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2006.

[57] Βλ. ενδεικτικά Ν. Παπασπύρου, Τα μονοπάτια του ευρωπαϊκού συνταγματισμού: Διαδρομές και συναντήσεις της αγγλικής, γαλλικής και γερμανικής παράδοσης πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2016. Οι σύγχρονες διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχουν σχετικοποιήσει αλλά επ’ουδενί καταργήσει τις εθνικές συνταγματικές ταυτότητες.

[58] Βλ. Σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Η «Κοινωνική Ευρώπη» μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας: Πραγματικότητα, όραμα ή αντικατοπτρισμός; Ευρωπαίων Πολιτεία, 2 2008, σ. 351 κ.ε., και τις συναφείς μελέτες του ίδιου, Το ΔΕΚ ως απορρυθμιστής του εργατικού δικαίου, Με αφορμή τις αποφάσεις Viking και Laval (σε συνεργασία με το Νικήτα Αλιπράντη), Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 5/2008, σ. 674,  The implementation of social rights in Europe, Columbia Journal of European Law, 2/1996, σ. 277 κ.ε., European ‘Social States’ and the USA: An Ocean Apart?  European Constitutional Law Review, 2008, 4, σ.  225 κ.ε., The dim perspectives of the European social citizenship, NYU Jean Monnet Paper 7 2007.

[59] Πρβλ. Ν. Αλιβιζάτου, Π. Βουρλούμη, Γ. Γεραπετρίτη, Γ. Κτιστάκι, Σ. Μάνου, Φ. Σπυρόπουλου, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Πολιτεία, Αθήνα, 2016.

[60] Corte Costituzionale, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1973, No 183/1973, Frontini, ECLI:IT:COST:1973:183, της 5ης Ιουνίου 1984, No 170/1984, Granital, ECLI:IT:COST:1984:170 και της 13ης Απριλίου 1989, Fragd, ECLI:IT:COST:1989:232.

[61] Case C‑105/14 της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=167061&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=367198.

[62] Case C-42/17 της 5ης Δεκεμβρίου 2018, https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=197423&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=367198

[63] Corte costituzionale, Order 24/2017.

[64] Corte costituzionale της 14ης Απριλίου 2018 115/2018 (ECLI:IT:COST:2018:115)

[65] BVerfGΕ 123, 267 2 BvE, 2/08.

[66] Mr. R v. Order of the Oberlandesgericht Düsseldorf, 2 BvR 2735/14, https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/EN/2016/bvg16-004.html.

[67] Σκέψεις 37-50.

[68] Βλ. σχετικά J. Nowag, EU law, constitutional identity, and human dignity: A toxic mix? 53 CMLR 2016, https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2840473.

[69] Απόφαση της 27ης Ιουλίου 2006, 2006–540 DC, Loi DADVSI, ECLI:FR:CC:2006:2006:540.DC

[70] Απόφαση της 31ης Ιουλίου 2017, 2017–749 DC, CETA, ECLI:FR:CC:2017:2017:749

[71] CE της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Société Arcelor Atlantique et Lorraine et autres, n° 287110. Βλ. σχετικάΚ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, αρ. 273.

[72] CE Sarran et Levacher, της 30ης Οκτωβρίου 1998.

[73] Υποθέσεις με αρ. 393099, 394922, 397844, 397851, 424717, 424718, https://www.conseil-etat.fr/fr/arianeweb/CE/decision/2021-04-21/393099. Βλ.σχετικά Κ. Γιαννακόπουλου, Η εθνική συνταγματική ταυτότητα και ο “κλεφτοπόλεμος” των δικαστών. Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Conseil d’État στην υπόθεση “French Data Network et autres”», www.constitutionalism.gr, 4.5.2021.

[74] Πρβλ. τις C-135/08 Rottmann, ECLI:EU:C:2009:588, σκέψη 25, C-36/02 Omega Spielhallen v Oberbürgermeisterin der Bundestadt Bonn [2004] ECR I-09609, C-213/07 Michaniki AE v Ethniko Symvoulio Radiotileorasis [2008] ECR I-09999, σκέψη 65, C-208/09 Ilonka Sayn-Wittgenstein v Landeshauptmann von Wien [2010], σκέψη 83.

[75] J. H. H. Weiler, D. Sarmiento, ‘The EU Judiciary After Weiss: Proposing A New Mixed Chamber of the Court of Justice’, Verfassungsblog, 2 June, 2020, https://verfassungsblog.de/the-eu-judiciary-after-weiss.

[76] Η αντίθετη άποψη της Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ελληνικό Συνταγματικό δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σ. 37 κ.ε. δεν επικράτησε, με δεδομένη την πάγια αντίθετη άποψη της θεωρίας. Βλ., αντί άλλων, Α. Μανιτάκη, Τα όρια της κοινοτικής αρμοδιότητας και η συνταγματική θεώρησή τους», ΤοΣ, 1984 σ. 472 κ.ε., ιδίως σ. 492-493, Ευ. Βενιζέλου, Τα όρια της αναθεώρησης του Συντάγματος 1975, Θεσσαλονίκη,  1984, σ. 237 κ.ε., Π. Παυλόπουλου, Η αναθεώρηση του Συντάγματος υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2010, σ. 108 επ. και του ιδίου, ειδικά για το υπό πραγμάτευση θέμα, «Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκοπίου Παυλοπούλου κατά τον εορτασμό των 180 χρόνων του ΕΜΠ», 12.12.2017, https://www.presidency.gr/simeia-omilias-toy-proedroy-tis-dimokratias-k-prokopioy-paylopoyloy-kata-ton-eortasmo-ton-180-chronon-toy-emp/.

[77] Ευ. Βενιζέλου, Η αλήθεια για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, σημ. 5.

[78] Βλ. σημ. 12.

Πηγή: Constitutionalism.gr