Ιδιωτικοποίηση του νερού. Η μητέρα των μαχών(;)

Η κυβέρνηση κατεβάζει στη Βουλή νομοσχέδιο που ανοίγει το δρόμο στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Ουσιαστικά μεταθέτει την αρμοδιότητα εποπτείας υδάτων και αποβλήτων στην Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Η ΡΑΕ και γενικότερα οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Αρχές, σκοπό έχουν να ρυθμίσουν μια οικονομική δραστηριότητα που συνιστά αγορά απελευθερωμένης δημόσιας υπηρεσίας ή αγαθού.  Αποτελεί ηλίου φαεινότερον, παρά τις κυβερνητικές διαψεύσεις, ότι το νομοσχέδιο ξεκλειδώνει την απελευθέρωση του νερού. Με άλλα λόγια, η ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου αγαθού ή υπηρεσίας ξεκινά με την ένταξη του σε μια Ανεξάρτητη Αρχή.

Το γεγονός ότι το νομοσχέδιο θα πάει προς ψήφιση εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων του λαού για το έγκλημα στα Τέμπη, φανερώνει χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, δύο πράγματα.

Το πρώτο καταδεικνύει το απύθμενο μίσος της κυβερνώσας παράταξης με ό,τι έχει απομείνει στη σφαίρα του κρατικού και του δημόσιου, είτε είναι αγαθό, είτε υπηρεσία, που παρά την χρόνια απαξίωση του, μέσω της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης, της κατασυκοφάντισης του και της σχεδιασμένης υπανάπτυξης του σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, οι (νεοφιλεύθερες) κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν ή δεν πρόλαβαν να ιδιωτικοποιήσουν.

Το δεύτερο φανερώνει για ακόμη μια φορά το βάθος της εξάρτησης των κυβερνώντων από την ολιγαρχία, ντόπια και ξένη, η οποία πραγματώνεται  απευθείας και ανερυθρίαστα με την πρώτη, και μέσω Ε.Ε. και Αμερικανών (με περισσή υποτέλεια), με την δεύτερη. Γιατί δεν φτάνει μόνο να έχεις το αντίστοιχο θράσος και την κατάλληλη ιδεοληψία προκειμένου να ιδιωτικοποιείς το νερό εν μέσω λαϊκού αναβρασμού, λόγω του εγκλήματος των Τεμπών, το οποίο συνέβη ακριβώς λόγω της ιδιωτικοποίησης και της απαξίωσης του δημόσιου (σιδηρόδρομου). Πρέπει να το χρωστάς κιόλας. Είναι ξεκάθαρο ότι η υπερψήφιση του νομοσχεδίου αποτελεί προϊόν πρότερης σύναψης συμβολαίου και ένα από τα τελευταία χρωστούμενα από πλευράς κυβέρνησης, πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, κατά την οποιά η ατζέντα πρέπει να αλλάξει.

Ωστόσο, το βασικό ζήτημα που πρέπει να απασχολεί κάθε σκεπτόμενο κάτοικο της χώρας είναι αν και με ποιο τρόπο μπορεί να σταματήσει η «απελευθέρωση» του υπέρτατου αγαθού, που θα σημάνει την «φυλάκιση» του στο χρηματιστήριο τιμολόγησης, την κατακόρυφη πτώση της ποιότητας του και την τρομακτική άνοδο της τιμής του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ασκήσει καμία ουσιαστική αντιπολίτευση, όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί δεν θέλει και δεν τον «παίρνει».  Όπως ακριβώς (δεν) έκανε και στην τραγωδία των Τεμπών. Γιατί όταν έχεις τη φωλιά σου λερωμένη, αναγκαστικά κρατάς τη μπάλα χαμηλά. Τόσο, όσο ύψος σου δίνεται από την πολιτική που εφαρμόζεις, εντός και εκτός Ελλάδας. Αν έχεις ιδιωτικοποιήσει την ενέργεια κάνοντάς την χρηματιστηριακό προϊόν (2018), με ποια αξιοπιστία θα οργανώσεις τον αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού; Αν έχεις μεταφέρει την ΕΥΔΑΠ και την ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο (2016), καθιστώντας τις δημόσιες επιχειρήσεις εν δυνάμει βορά του πολυεθνικoύ κερδοσκοπικού κεφαλαίου, με ποιο ηθικό κύρος θα ζητήσεις να μην ενταχθεί το νερό στη ΡΑΕ Πώς μπορεί να μιλήσει ενάντια στην ιδιωτικοποίηση αυτός που αποφάσισε τη λεγόμενη ΚΥΑ τιμολόγησης νερού (2017) η οποία άφηνε ελεύθερη την τιμολόγηση στους παρόχους νερού, αγνοώντας κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες και η οποία κατέπεσε ως αντισυνταγματική στο ΣτΕ λίγους μήνες πριν; Πάλι τότε φορείς και εργαζόμενοι προειδοποιούσαν (Σωματεία εργαζομένων εταιριών ύδρευσης, δημοψήφισμα για το νερό, κ.α.), αλλά, όπως και πριν το  έγκλημα στα Τέμπη, υπήρχε και τότε μια κυβέρνηση που τους αγνοούσε.

Όσον αφορά το ΚΚΕ, ως κόμμα που αναφέρεται στο λαό και στους εργαζόμενους, θα έπρεπε να είναι στα κάγκελα με αφορμή το νομοσχέδιο, ιδίως μέσα στη συγκυρία του εγκλήματος των Τεμπών, των λαϊκών κινητοποιήσεων και της μεγάλης λαϊκής εναντίωσης σε κυρίαρχες πλευρές του νεοφιλελευθερισμού. Θα έπρεπε να σημάνει γενικό συναγερμό και να καλέσει το λαό σε ανυποχώρητο αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, παίρνοντας σαφείς και ξεκάθαρες πρωτοβουλίες συγκρότησης του αντισυστημικού ρεύματος των τελευταίων ημερών. Αντ’ αυτού, η εκλογική εργαλειοποίηση των κινημάτων αποτελεί προτεραιότητα και η εδώ και χρόνια απόσυρση από το αναγκαίο που είναι η συγκρότηση λαϊκού μετώπου που μπορεί να απειλήσει πραγματικά και όχι εικονικά το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, είναι πλέον τελείως εμφανής.

Ελλείψει πολιτικού φορέα που θα αναλάβει σοβαρές πρωτοβουλίας οργάνωσης και κατεύθυνσης, το βάρος της ευθύνης μπαίνει στο λαό. Τα σωματεία εργαζομένων στις επιχειρήσεις ύδρευσης, θα μπορούσαν να αναλάβουν πλατιές πρωτοβουλίες  συγκρότησης κινημάτων υπεράσπισης του νερού. Η διαθεσιμότητα του κόσμου και η δυναμική που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα, όπως και η ευρεία τροποποίηση εμπεδωμένων κατά τη μνημονιακή περίοδο αντιλήψεων, πρέπει να δώσει τη θέση του στο σταμάτημα του κατήφορου, στην αντιστροφή της ιδιωτικολαγνείας, στην ήττα πλευρών του νεοφιλελεύθερου κράτους και της απαξίωσης του Δημοσίου. Δεν θα υπερασπιστούμε το νερό γιατί μας αρέσει  η τωρινή διαχείριση του με τα γνωστά προβλήματα (υπεράντληση, κατασπατάληση, έλλειψη ελέγχου) και δεν θέλουμε να αλλάξει. Θα υπερασπιστούμε το νερό γιατί αφορά την ίδια μας την ύπαρξη. Αν αντιλαμβανόμστε τη μαχή για το νερό τη μητέρα των μαχών και αν θέλουμε να είναι νικηφόρα.

Όχι μόνο η ιδιωτικοποίηση. Και η αξιολόγησή τους σκοτώνει.

Η λογική είναι απλή και δοκιμασμένη, εδώ και δεκαετίες, σε πολλές μεριές του πλανήτη και σχεδόν σε κάθε κρίση ή καταστροφή. Κάνε την κρίση ευκαιρία. Είναι σεισμός; Είναι πλημμύρα; Είναι χρεοκοπία; Είναι ευκαιρία για επιτάχυνση των πολιτικών ιδιωτικοποίησης, διάλυσης, κερδοφορίας εις βάρος της κοινωνίας.

Αυτό θα δοκιμάσει και η κυβέρνηση, με αφορμή το έγκλημα στα Τέμπη και όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές. Να μετατραπεί από θύτης σε θύμα. Δε φταίει η ίδια, ούτε οι ιδιωτικοποιήσεις, ούτε οι περικοπές, ούτε το δικό τους πελατειακό κράτος, ούτε το δικό τους επιτελικό κράτος. Φταίνε οι συνδικαλιστές (αν και δε γίνεται να σβήσει τις προειδοποιήσεις τους η κυβέρνηση όσο κι αν προσπαθήσει), το δημόσιο γενικά, η αριστερή αντίσταση απέναντι στις «μεταρρυθμίσεις», τα όποια εργασιακά δικαιώματα της μεταπολίτευσης.

Αφού απέτυχε το αφήγημα του «προσωπικού λάθους», η κυβέρνηση προχώρησε στη διάχυση ευθυνών. «Όλοι φταίμε». Αφού και αυτό δεν έπεισε, ο Μητσοτάκης πέταξε στο υπουργικό συμβούλιο πριν μια βδομάδα το νέο σύνθημα. «Φταίει η έλλειψη αξιολόγησης». Και όλοι οι παπαγάλοι, σαν έτοιμοι από καιρό, το υιοθέτησαν. «Αν ο σταθμάρχης είχε αξιολογηθεί, δε θα είχαν χαθεί τόσες ανθρώπινες ζωές τσάμπα». Είναι σαφές ότι η ΝΔ θα επιχειρήσει να πάει με αυτή τη στρατηγική προς τις εκλογές. Και όπως είπε και ο Άδωνις Γεωργιάδης, «αν πρέπει να κάνουμε αυτοκριτική αυτή αφορά το ότι δεν ήμασταν πιο αποφασιστικοί στην εφαρμογή της αξιολόγησης, στο χτύπημα του κρατισμού και του συνδικαλισμού». Για όποιον δεν κατάλαβε η αυτοκριτική τους θα αφορά το γιατί δεν ήταν πιο νεοφιλελεύθεροι. Και αυτό θα πιέζει και το ΣΥΡΙΖΑ γιατί θα αναγκάζεται να τοποθετείται στην ατζέντα που θα ορίζει η ΝΔ. Θα απολογείται για το αν είναι με την αξιολόγηση στο δημόσιο και όχι αν το επιτελικό κράτος του 112 και της ατομικής ευθύνης, δεν εγγυάται την ασφάλεια του λαού.

Η ΝΔ κάνει τη δουλειά της. Πες πες κάτι θα μείνει. Και επίσης είναι γνωστό οι παπαγάλοι δεν έχουν και ιδιαίτερα καλή σχέση με την αλήθεια και τα γεγονότα. Τι ισχύει όμως, γύρω από το θέμα της αξιολόγησης στο δημόσιο;

Πρώτον από το 2016 υπάρχει νόμος για την αξιολόγηση στο δημόσιο. Τον έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια αξιολόγηση 10 κριτηρίων, από δύο προϊσταμένους. Πριν λίγες βδομάδες ο Βορίδης έκανε κάποιες τροποποιήσεις για να προωθήσει ουσιαστικά το ατομικό μισθολόγιο και τη λογική των μπόνους (ένας από τους πραγματικούς στόχους της αξιολόγησης, η εξατομίκευση μισθού και δικαιωμάτων). Σε καμία περίπτωση όμως δεν ξήλωσε το νόμο της Γεροβασίλη ως ελλιπή, αναποτελεσματικό, αριστερό, κομματικό. Πάνω σε αυτόν πάτησε και έκανε τις όποιες αλλαγές.  Με αυτόν τον νόμο αξιολογείται και ο Σταθμάρχης και ο Επιθεωρητής του και όλοι στο δημόσιο. Το παραμύθι ότι το δημόσιο είναι αναποτελεσματικό ή και επικίνδυνο γιατί δεν υπάρχει αξιολόγηση, μπορεί να ήταν πιστευτό ως προπαγάνδα πριν το 2016, όχι όμως εδώ και 7 χρόνια. Με αυτήν την αξιολόγηση που ζητούσε χρόνια το σύστημα εξουσίας και ψήφισαν ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ αξιολογούνται σταθμάρχες που δε μπορούν να βάλουν σωστά δύο τρένα σε δύο ράγες. Όσον αφορά το νέο δημόσιο που έστησαν τα μνημόνια, δε σκοτώνει μόνο η ιδιωτικοποίηση. Για την οποία οι κουτοπονηροί της ΝΔ κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ότι μια βασική πολιτική της ιδιωτικοποίησης είναι η κοινωνικοποίηση των ζημιών (κρατικός ΟΣΕ) και η ιδιωτικοποίηση των κερδών (Ιταλική Hellenic Train). Σκοτώνει και η αξιολόγηση! Εφτά χρόνια αυτό το δημόσιο με αυτή λειτουργεί. Το αν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη πιο αξιόπιστη ας μας το πουν αυτοί που πίνουν νερό στο όνομά της. Όμως όχι, ούτε ο Βορίδης δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο για τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεύτερον οι πιο διαβασμένοι παπαγάλοι ισχυρίζονται ότι δε μπορεί το κομματικό κράτος να αξιολογήσει τα παιδιά του. Ο Υπουργός θα βάλει τους κολλητούς του προέδρους των δημόσιων οργανισμών. Αυτοί θα βάλουν τα γαλάζια παιδιά της πρώην ΔΑΠ προϊσταμένους των διαφόρων τμημάτων. Βεβαίως βεβαίως αξιοκρατικά, αφού όλοι αυτοί έχουν μια βαλίτσα μεταπτυχιακά και σπουδές στα ακριβά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αυτοί με τη σειρά τους θα αξιολογούν θετικά τους «δικούς τους» είτε κομματικά είτε γιατί τους βγάζουν τη δουλειά που θέλουν (πχ να διευκολύνουν ποικίλες συμβάσεις στις προμήθειες ενός νοσοκομείου, να τραβάνε χορηγίες για ένα σχολείο-και άρα να εμφανίζονται μειωμένες απαιτήσεις στη χρηματοδότησή του κοκ). Και τα παραδείγματα πολλά. Εν μέρει έχουν δίκιο. Οι εκπαιδευτικοί πέταξαν τους επιθεωρητές έξω από την τάξη πριν 41 χρόνια και η πλατεία Κλαυθμώνος έχει αυτό το όνομα γιατί οι πιο μαύρες σελίδες του ελληνικού δημοσίου είχαν να κάνουν με το τι όριζε ο α ή β κομματάρχης.

Έτσι οι συγκεκριμένοι ισχυρίζονται ότι αν αναλάβουν ανεξάρτητες αρχές, ιδιωτικές εταιρείες, συμβουλευτικοί διεθνείς οργανισμοί την αξιολόγηση, τότε αυτή θα έχει αποτέλεσμα. Κι όμως, το σύγχρονο δημόσιο, πλέον, δουλεύει σε μεγάλο βαθμό πάνω σε αυτά τα ιδιωτικοποιημένα πρότυπα.

To 2014 η Eurocert, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Ελέγχων και Πιστοποιήσεων, πιστοποιεί ότι «η εταιρεία: ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΟΣΕ ΑΕ εφαρμόζει το Σύστημα Διαχείρισης Ποιότητας σύμφωνα με το πρότυπο: ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 9001:2015 για το ακόλουθο πεδίο εφαρμογής: ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ (ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΔΙΚΤΥΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ Η/Μ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ)». Το πιστοποιητικό επανεκδίδεται το 2020!

Ο ΟΣΕ λοιπόν είχε και ISO «για τη διαχείριση της κυκλοφορίας». Όχι από κάποιον κομματάρχη, αλλά κατευθείαν από τα πρότυπα της αγοράς. Με τον πλέον έγκυρο τρόπο. Πότε; Όλα αυτά τα χρόνια που δεν είχε καν σύστημα τηλεματικής και είχε σταθμάρχες με ελλιπέστατη εκπαίδευση!!!

Πάλι για τον ΟΣΕ, το Επιχειρησιακό Σχέδιο για τα έτη 2022-2025 προχώρησε με την υποβοήθηση εξειδικευμένης ιδιωτικής εταιρείας συμβούλων.

Όλοι αυτοί οι αξιολογητές με όρους αγοράς και αριστείας ήταν εντάξει ότι δε λειτουργούσε η τηλεματική, ότι το φαγοπότι και ο ανταγωνισμός με τις συμβάσεις των SIEMENS/ALSTROM καθυστερούσε το έργο, ότι ενώ η τεχνολογία, οι ταχύτητες, τα ζητήματα ασφάλειας άλλαζαν ραγδαία, μπορούσες να προσληφθείς ως σταθμάρχης με απολυτήριο Γυμνασίου.

Η προπαγάνδα τους πρέπει να πέσει στο κενό. Όχι η αξιολόγηση δεν είναι η λύση. Αυτή η αξιολόγηση θα φέρει ένα ακόμα χειρότερο δημόσιο, πιο ακριβό, πιο μακριά από τις ανάγκες του λαού, πιο επικίνδυνο για την ασφάλεια του στις μεταφορές, την υγεία, τα σχολεία.

Γιατί το ερώτημα στην αξιολόγηση είναι ποιος αξιολογεί και με τι κριτήρια κρίνει κάτι άξιο ή όχι. Τα επιχειρησιακά σχέδια, οι εταιρείες συμβούλων, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί, τα ISO αλλά και τα γαλάζια – ή όποια μπουν στη θέση τους – παιδιά κρίνουν το άξιο με βάση το κόστος-όφελος και τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας. Σε μια μελέτη, προφανώς κατά παραγγελία, από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 2007 (Καθαράκη, Πραχαλιάς, Κιουλάφας), ο ΟΣΕ είχε σκορ 29,41%. Στο σενάριο αύξησης των εργαζομένων κατά 50% ο δείκτης πήγαινε στο 20%. Στο σενάριο μείωσης των εργαζομένων κατά 50% πήγαινε στο 51,56%. Για αυτή την αξιολόγηση μιλάμε. Είναι η ίδια αξιολόγηση που στα σχολεία θα αξιολογεί τους εκπαιδευτικούς αν μπορούν να βρίσκουν χορηγούς και να κάνουν οικονομία στα λειτουργικά έξοδα.

Η αξιολόγηση που προτείνει η άρχουσα τάξη και οι παπαγάλοι τους δεν αφορά την επίλυση των προβλημάτων που συναντάει ο λαός στο δημόσιο. Της γραφειοκρατίας – ίσα ίσα η αξιολόγηση είναι και αυτή μια γραφειοκρατική διαδικασία που πχ στα σχολεία στις ΗΠΑ οι εκπαιδευτικοί δεν κάνουν μάθημα αλλά συμπληρώνουν χαρτιά, των ράντζων στα νοσοκομεία, το ότι η δημόσια παιδεία δεν είναι καθόλου δωρεάν γιατί όλο το εκπαιδευτικό σύστημα είναι χτισμένο πάνω στο κυνήγι των εξετάσεων, του κράτους – λάφυρο μιας παρέας που μασουλάει ΕΣΠΑ και συμβάσεις (όλα με αυστηρά πρωτόκολλα αξιολόγησης) και ένα σωρό άλλα.

Αφορά την ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση κι άλλων λειτουργιών του δημοσίου.

Αφορά το χτύπημα των όποιων εργασιακών δικαιωμάτων και το δικαίωμα στο συνδικαλισμό.  (Πάλι στο νόμο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, όποιος εκπαιδευτικός δουλεύει τσάμπα εθελοντικά υπερωριακά θα παίρνει περισσότερα μόρια).

Κυρίως αφορά την προσπάθεια συντηρητικοποίησης της κοινωνίας με την προώθηση του κοινωνικού κανιβαλισμού και αυτοματισμού. Όπως για την προώθηση του μνημονίου ο θυμός έπρεπε να φύγει από το πολιτικό σύστημα και να πάει στον εργαζόμενο στη ΔΕΗ, στον τυροπιτά που δεν έκοψε απόδειξη κοκ.

Η κυβέρνηση βρήκε ευκαιρία με τον επικίνδυνο σταθμάρχη για να κάνει μια ιδεολογική αντεπίθεση υπέρ του ιδιωτικού, της αλητείας-αριστείας, του κόσμου του κέρδους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει το ανάστημα να απαντήσει. Αυτός ιδιωτικοποίησε τον ΟΣΕ, αυτός έφερε την αξιολόγηση, που ζήταγε η ΝΔ, στο δημόσιο.

Το ζήτημα όμως της υπεράσπισης των κοινωνικών αγαθών, όπως το ρεύμα, οι μεταφορές, η παιδεία, το νερό, ως δημόσιων και δωρεάν είναι ζήτημα βασικό για την λαϊκή πλειοψηφία. Για την υγεία της, για τη μόρφωση των παιδιών της, για την ασφάλειά της. Το σημείο εκκίνησης για ένα σύγχρονο δημόσιο είναι ότι δεν αποτελούν εμπόρευμα. Και μετά να δούμε ποιες θα είναι το άξιο και το μη άξιο ενός τέτοιου δημοσίου και τα πλαίσια λειτουργίας του, πάντα προς όφελος του πολίτη.

ΥΓ1: Θυμάται κανείς, μετά τις τραγικές δολοφονικές επιλογές των αποδεδειγμένα ακατάλληλων ένστολών σε δύο καταδιώξεις Ρομά, η ΝΔ να ζητάει αξιολόγηση εδώ και τώρα από πάνω μέχρι κάτω; Η αξιολόγηση έχει σαφή στόχο.

ΥΓ2. Ο γράφων πιστεύει ότι το πνεύμα του ωχαδερφισμού και της αδιαφορίας για την κοινωνία/πολίτη στο δημόσιο (σε κάποιους εργαζόμενους) ξεκινάει ως συμπεριφορά από τις κορυφές της άρχουσας τάξης. Ο τρόπος που μιλούσαν μεταξύ τους οι εν λόγω σταθμάρχες είναι αγγελικός σε σχέση με τις συνομιλίες υπουργών και πρωθυπουργών, όχι για σουβλάκια, αλλά για μαφίες, αγοράκια, δικαστικούς. Δεύτερον οι προοδευτικοί υγειονομικοί, εκπαιδευτικοί κρατάνε τα σχολεία και τα νοσοκομεία όρθια, με το φιλότιμό τους. Δικά τους παιδιά είναι οι μεγαλοκαθηγητές «φακελάκηδες» στα νοσοκομεία ή τα λαμόγια που λαδώνονται σε διάφορες υπηρεσίες. Οι ίδιοι οι αξιολογητές είναι το πρόβλημα, όχι οι αξιολογούμενοι.

Ο σιδηρόδρομος ως δημόσιο αγαθό και η ιδιωτική επιχείρηση ως λαθρεπιβάτης

Τι ζητήματα πολιτικής θέτει για την Αριστερά το δυστύχημα στα Τέμπη; Τι θέλουμε για τους σιδηροδρόμους στην Ελλάδα εκτός από την αυτονόητη απαίτηση ότι σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται να χάνονται ανθρώπινες ζωές; Φαίνεται λοιπόν ότι είναι μάλλον αδύνατο να συμφωνήσουν όλοι στην Αριστερά στις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. 

Υπάρχουν όσοι ισχυρίζονται ότι ο στόχος μας πρέπει να είναι η κρατικοποίηση του σιδηροδρόμου, με ή χωρίς αποζημίωση, με ή χωρίς εργατικό έλεγχο, και υπάρχουν άλλοι που πιστεύουν ότι στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικός δημόσιος χαρακτήρας των μεταφορών, τον οποίο μπορεί να διασφαλίσει μόνο μια ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας, επομένως στον σοσιαλισμό ή σε μια πορεία προς το σοσιαλισμό. 

Υπάρχουν και άλλοι, που εκκινούν από την ορθή διαπίστωση ότι ο δημόσιος χαρακτήρας των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων είναι ένα κέλυφος νομικής ιδιοκτησίας κάτω από το οποίο υπάρχει η πραγματική ιδιοκτησία, που αυτή είναι ιδιωτική, για να καταλήξουν στην εκτίμηση ότι η μορφή ιδιοκτησίας τελικά δεν έχει σημασία ή έχει μικρή σημασία για τους κοινωνικούς αγώνες. 

Ίσως αυτή τη συζήτηση θα την βοηθούσε εάν χαράσσαμε ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χαρακτήρα της επιχείρησης δύο διαχωριστικές γραμμές που μάλλον περνούν κάπως απαρατήρητες.

Διαχωριστική γραμμή 1: Οι υπηρεσίες μεταφοράς, εμπόρευμα ή δημόσιο αγαθό; 

Το επιχείρημα ότι η δημόσια ιδιοκτησία είναι η νομική μορφή μιας κατά τα άλλα ιδιωτικής επιχείρησης, διότι οι κρατικές επιχειρήσεις αλώθηκαν «από τα μέσα» με τη λογική των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων (μείωση κόστους, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, εκτεταμένες υπεργολαβίες κλπ), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της επιχείρησης δεν μπορεί να ανήκει στις δικές μας διεκδικήσεις. 

Ο ισχυρισμός αυτός αγνοεί όμως ότι η ιδιωτική επιχείρηση παράγει εμπόρευμα ενώ η δημόσια επιχείρηση, όταν δεν είναι γιαλαντζί, παράγει δημόσιο αγαθό (με καπιταλισμό ή σοσιαλισμό αδιακρίτως).

Με άλλες δε προϋποθέσεις έχουμε πρόσβαση στο προϊόν της μεταφοράς που έχει γίνει εμπόρευμα και με άλλες προϋποθέσεις έχουμε πρόσβαση στο δημόσιο αγαθό, άλλους καταναγκασμούς επιβάλλει η παραγωγή υπεραξίας στους μισθωτούς και στην κοινωνία από την ιδιωτική επιχείρηση μεταφορών, και άλλους επιβάλλει η παραγωγή της μεταφοράς ως δημόσιο αγαθό, άλλες οι εργασιακές σχέσεις εδώ και άλλες εκεί, άλλη η δυνατότητα ανάπτυξης συνδικαλιστικών οργανώσεων, και ούτω καθεξής. 

Ακόμη και στην δημόσια επιχείρηση στην οποία έχουν επιβληθεί ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, διατηρούνται σε κάποιο βαθμό τα χαρακτηριστικά της «καθαρής» δημόσιας επιχείρησης.

Το κυριότερο δε, είναι ότι η νομική ιδιοκτησία της, δεν είναι απλά και μόνο ένα αδρανές κέλυφος της ιδιωτικής, πραγματικής ιδιοκτησίας, διότι αυτή η νομική ιδιοκτησία μάς επιτρέπει, με τον κατάλληλο κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, να παρέμβουμε και να επαναφέρουμε το δημόσιο αγαθό στην θέση του εμπορεύματος, να απαλλάξουμε την δημόσια επιχείρηση από τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και τις άλλες συνθήκες που της έχουν επιβληθεί από τον νεοφιλελευθερισμό, ώστε να ξαναβρεί την μορφή που είχε πριν την επικράτησή του. Για την περίπτωση του σιδηροδρόμου αυτό σημαίνει ύπαρξη ενιαίου φορέα που έχει την νομική και πραγματική ιδιοκτησία της υποδομής όσο και της χρήσης της υποδομής. 

Αυτά είναι αδιανόητα για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και αυτό οφείλεται στην ιδιωτική μορφή ιδιοκτησίας που έχουν. Αντιθέτως, είναι εφικτά για τις δημόσιες επιχειρήσεις, όπως εξάλλου το δείχνει η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού: ανόθευτο δημόσιο σύστημα υγείας, δημόσιος σιδηρόδρομος κλπ υπήρχαν στην μεταπολεμική Ευρώπη πριν τον νεοφιλελευθερισμό χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε τον σοσιαλισμό. Είναι δε αυτά εφικτά επειδή η νομική μορφή ιδιοκτησίας αυτών των επιχειρήσεων είναι δημόσια. Όσο για την πραγματική ιδιοκτησία, αποτελεί επίδικο αντικείμενο του κοινωνικού ανταγωνισμού μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. 

Διαχωριστική γραμμή 2: Η ιδιωτική επιχείρηση ως λαθρεπιβάτης των σιδηροδρόμων

Πέραν αυτών, ο σιδηρόδρομος έχει μια πολύ σημαντική ιδιομορφία: Η λειτουργία του προϋποθέτει την ύπαρξη δικτύου και άλλων υποδομών για την εγκατάσταση των οποίων, για την επέκτασή τους, την συντήρησή τους και τον εκσυγχρονισμό τους απαιτείται εξαιρετικά μεγάλο αρχικό πάγιο κεφάλαιο και συνεχείς επενδύσεις στην συνέχεια. Η αξιοποίηση αυτού του κεφαλαίου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί απευθείας από μια ιδιωτική επιχείρηση διότι η κερδοφορία της θα ήταν χαμηλότερη, και μάλιστα κατά πολύ, από την μέση κερδοφορία (διότι στο κλάσμα κέρδη/κεφάλαιο, ο παρονομαστής θα ήταν πολύ μεγάλος). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ιδιωτικοποιήσεις γίνονται με τον τρόπο που γνωρίζουμε (και ο οποίος ορίζεται από σχετική οδηγία της ΕΕ):

Η μεν δημόσια επιχείρηση επωμίζεται τις υποδομές, με όλο το κόστος που τις συνοδεύει και τις επενδύσεις που της αναλογούν, ενώ η ιδιωτική επιχείρηση κρατάει για τον εαυτό της το τμήμα εκείνο που φέρνει κέρδη, δηλαδή την εκμετάλλευση του δικτύου πληρώνοντας ενοίκιο στην δημόσια επιχείρηση. Ενοίκιο το οποίο είναι προφανώς ανεπαρκές για την συντήρηση του δικτύου, τον εκσυγχρονισμό του και την επέκτασή του. 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η εισροή δημόσιων πόρων στις δημόσιες επιχειρήσεις που διαχειρίζονται τις σιδηροδρομικές υποδομές, αυτός είναι και ο λόγος που οι επιχειρήσεις αυτές οδηγούνται στην υπερχρέωση. Πρόκειται για το πολύ παλιό και γνωστό κόλπο της ιδιωτικοποίησης των κερδών και της κοινωνικοποίησης των ζημιών σε νέα έκδοση για αφελείς. Υπάρχει λοιπόν αυτή η θεμελιακή ασυμμετρία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής επιχείρησης στους σιδηροδρόμους. Η ιδιωτική επιχείρηση είναι λαθρεπιβάτης των σιδηροδρόμων.

Αν όχι τώρα, πότε;

Να κρατικοποιηθεί, λοιπόν, ο σιδηρόδρομος, και να κρατικοποιηθεί πλήρως, στην υποδομή και στο μεταφορικό έργο, χωρίς αποζημίωση, και να εκκαθαριστούν οι λειτουργίες του από τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, και να γίνουν εν τέλει όλα όσα απαιτούνται για να παράγει μεταφορά επιβατών ως δημόσιο αγαθό και μεταφορά εμπορευμάτων ως πηγή εσόδων από τον επιχειρηματικό τομέα. Αν αυτά δεν μπορούμε να τα διεκδικούμε τώρα, που τίθεται σε αμφιβολία η ικανότητά της εξουσίας να εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, τότε πότε θα τα διεκδικήσουμε;

Πηγή: Commune

Δεν είμαστε αναλώσιμοι. Αυτό το σύστημα είναι.

Ανακοίνωση του Αριστερού Δικτύου Νεολαίας.

Το έγκλημα στα Τέμπη έδειξε περίτρανα ότι για την άρχουσα τάξη, οι πολίτες αυτής της χώρας και ειδικά η νέα γενιά δεν είναι παρά αναλώσιμα υλικά. Τα αναλώσιμα υλικά τα χρησιμοποιείς και μετά τα πετάς. Έτσι μας θεωρούν και έτσι ακριβώς μας αντιμετωπίζουν – για πέταμα.

Αν οι ζωές μας ήταν στις προτεραιότητες αυτού του συστήματος, δεν θα γινόταν το έγκλημα στα Τέμπη. Εκεί που θέλουν δίνουν λεφτά και όλα λειτουργούν. Στην εποχή του ChatGpt, έστησαν ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς για να παίρνουν τα σπίτια του κόσμου, με ηλεκτρονικά συστήματα παρακολουθούν χιλιάδες πολίτες, αλλά τα τρένα λειτουργούν ακόμα χειροκίνητα. Τα μέσα με τα οποία μετακινούμαστε, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια που σπουδάζουμε, οι χώροι που αθλούμαστε είναι ρημαδιό. Εκτός αν βάλουμε εμείς και οι γονείς μας το χέρι βαθιά στην τσέπη. Αίθουσες που δεν μας χωράνε, φοιτητικές εστίες διαλυμένες, ακατάλληλα σχολεία χωρίς συντήρηση. Στην πανδημία μας έκλεισαν μπροστά στην οθόνη του κινητού για 6 μήνες, μόνο και μόνο για να μη δώσουν λεφτά για καθηγητές, τεστ, μέσα προστασίας. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε φυσιολογική τη μιζέρια, να νομίζουμε ότι είναι απίθανο να έχουμε πχ κλειστό γυμναστήριο στο σχολείο και σωστές αίθουσες. Ότι είναι φυσιολογικό να μη χωράμε στις αίθουσες στο Πανεπιστήμιο. Ότι είναι λογικό να μην παρέχεται δωρεάν σίτιση και στέγαση στους φοιτητές. Γιατί «δεν υπάρχουν λεφτά» για τους αναλώσιμους. Για να στέλνουν όπλα όμως στην Ουκρανία και να μοιράζουν εκατομμύρια στις πολυεθνικές και στην άρχουσα τάξη έχουν λεφτά.

Ως αναλώσιμοι δεν χρειάζεται να μορφωθούμε. Αρκεί να μας «μαθαίνουν» όσα απαιτούνται για να δουλεύουν τα αναλώσιμα γρανάζια. Δεν χρειάζεται να έχουμε παιδεία, πολιτισμό, ιδανικά. Θα μας ταΐσουν με «ψυχαγωγικά» σκουπίδια και ηλίθια πρότυπα. Και όταν φύγουμε από την εκπαίδευση θα είμαστε στο τρέξιμο για να μαζεύουμε πτυχία μιας χρήσης για ένα μισθό. Και θα μας κουνάνε το δάχτυλο για την αξιοκρατία, για τους ικανούς και τους ανίκανους. Τα δικά τους παιδιά είναι πάντα άριστα και ικανά γιατί πάνε στα ακριβά ιδιωτικά σχολεία και στα ακριβά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Και μετά γίνονται πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλοπληρωμένα στελέχη. Η μόνη τους αξιοσύνη ήταν τα λεφτά τους.

Ως αναλώσιμοι δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε, να αμφισβητούμε, να αγωνιζόμαστε. Θέλουν να είμαστε αποβλακωμένοι δέκτες της προπαγάνδας τους. Να εμπεδώσουμε ότι «έτσι είναι τα πράγματα» – είναι αδύνατο να αλλάξουν. Ότι είναι λογικό να είμαστε πάντα οι «από κάτω» – και αυτοί, οι «άριστοι», οι πλούσιοι, οι «ικανοί να μας κυβερνήσουν», να είναι πάντα οι «από πάνω».

Ως αναλώσιμοι θα τρέχουμε όλη μέρα, όπως οι γονείς μας, για την επιβίωση, παλεύοντας να βγάλουμε το μήνα, να πληρώσουμε το ακριβό νοίκι, το ακριβό ρεύμα, το ακριβό σούπερ-μάρκετ… Σε μια ξεπουλημένη και κατεστραμμένη χώρα, χωρίς εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, γιατί έτσι επέβαλαν οι ευρωπαίοι και εφάρμοσαν οι ντόπιοι υπηρέτες τους. Θα είμαστε κρέας για τα κανόνια σε ενδεχόμενες πολεμικές συγκρούσεις που θα επιβάλουν οι αμερικάνοι.

Και σ’ όποιον αναλώσιμο δεν αρέσει η ζωή του, ας πάει στον ψυχολόγο για να μάθει να διαχειρίζεται τη θλίψη, τον πόνο, την οργή, την έλλειψη νοήματος, για να «τα βρει με τον εαυτό του».

Είμαστε πολλοί και είναι λίγοι. Όσο σκύβουμε θα μας φαίνονται μεγάλοι – Να σηκωθούμε όρθιοι για να σκύψουνε αυτοί.

Να κάνουμε την οργή μας μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο που θα τους πνίξει. – Να πάρουμε τις ζωές και τις τύχες μας στα χέρια μας.

Να βγούμε στους δρόμους και να παλέψουμε για το δικαίωμά μας στη μόρφωση, στη δουλειά, στην υγεία, στη ζωή.

Να οργανωθούμε!

Κοινωνία ψυχικά ασθενών ή ασθενής κοινωνία;

Πολλά ακούγονται τα τελευταία χρόνια για την «επιδημία των ψυχικών διαταραχών». Όντως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολόγισε το 2019 ότι 980 εκατομμύρια άνθρωποι διαγιγνώσκονται με κάποια ψυχική ασθένεια σε όλον τον κόσμο, αυξημένο κατά 25% σε σχέση με το 2000 και 37% σε σχέση με το 1990.  Από αυτόν τον πληθυσμό, το 31% αφορά αγχώδεις διαταραχές και το 28% καταθλιπτικές διαταραχές. Αντίστοιχη εικόνα, δείχνουν και οι έρευνες για τα DALYs ψυχικών διαταραχών (Disability-Adjusted Life Years: το βάρος της νόσου με βάση τα χρόνια που χάνονται λόγω θανάτου ή αναπηρίας).  Τα ποσοστά μάλιστα είναι πιο μεγάλα στις ανεπτυγμένες χώρες (15% στην Αμερική, 14% στην Ευρώπη) παρά στις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος (10% Αφρική, 13% ΝΑ Ασία). Μεγάλες διαχρονικές έρευνες δείχνουν ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι χειρότερα στις χώρες στις οποίες υπάρχει μεγάλη κοινωνικοοικονομική ανισότητα. Όσο πιο μεγάλη η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς , τόσο χειρότερη είναι η υγεία γενικά, και η ψυχική υγεία ειδικότερα.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν αυτά τα ποσοστά εξηγούνται λόγω μεγαλύτερης πρόσβασης και μικρότερου στιγματισμού στο να επισκεφτεί κανείς μία ψυχιατρική υπηρεσία ή αν έχουμε μπροστά μας μια πραγματική επιδημία.

Παραδοσιακά η ψυχική διαταραχή ορίζονταν με βάση την απόκλιση. Ο ασθενής ήταν αυτός ο οποίος αποκλίνει από τη νόρμα, την κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά. Όταν όμως 6 στους 10 ανθρώπους βιώνουν έντονα και χρόνια συναισθήματα άγχους, θλίψης και κοινωνικής απόσυρσης μπορούμε να μιλήσουμε για απόκλιση ή μήπως για κανονικοποίηση της ψυχικής οδύνης;

Πώς ερμηνεύονται αυτά τα ποσοστά;

Διαφορετικές προσεγγίσεις τείνουν να δίνουν διαφορετικές ερμηνείες. Για παράδειγμα, το βιολογικό μοντέλο επενδύει στις έρευνες σχετικά με την νευροψυχολογική απεικόνιση του εγκεφάλου για να εξηγήσει τις ψυχικές νόσους. Θα ήταν ωστόσο αφελές να μιλήσουμε για μια τυχαία επιδημία διατάραξης των επιπέδων των νευροδιαβιβαστών ή βλαβών σε εγκεφαλικές λειτουργίες σε τόσους πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα. Οι έρευνες που βασίζονται στο ψυχοκοινωνικό μοντέλο φαίνεται να δίνουν άλλες απαντήσεις, εντοπίζοντας τα αίτια στον τρόπο με τον οποίο ζει ο σύγχρονος άνθρωπος στη σύγχρονη κοινωνία.

Καταρχάς ας λάβουμε υπόψη πώς μοιάζει η σύγχρονη κοινωνία με την υλική επισφάλεια, τους χαμηλούς μισθούς, τη συνεχή πίεση που ασκείται για παραγωγικότητα των εργαζομένων. Ζούμε συσσωρευμένοι σε μεγαλουπόλεις με χαμηλή ποιότητα ζωής, με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, με ελάχιστη κοινωνική συναναστροφή ή επαφή με την τέχνη και τη φύση. Με τεράστια καθυστέρηση της ενηλικίωσης μέσα από την οικονομική εξάρτηση από τις πατρικές οικογένειες και ένα συνεχή βομβαρδισμό από σοκαριστικές ειδήσεις και γεγονότα. Την ίδια στιγμή, οι συνθήκες αυτές αναπαράγουν ιδεολογικά τον άκρατο ατομικισμό σε επίπεδο αγριανθρωπισμού, την απώλεια της εμπιστοσύνης στις ανθρώπινες σχέσεις και την οικονομική εκμετάλλευση τους για ίδιον όφελος, ενώ η «επιτυχία» ή «αποτυχία» στην κοινωνική ιεραρχία, όπως ορίζεται με αστικούς όρους, εξαρτάται από την ατομική ευθύνη του καθένα μας. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι τόσο κοινότυπες που μετατρέπονται σε φυσιολογικές: «ε και ποιος δεν έχει φάει λίγο ξύλο; Ποιον δεν τον τραμπουκίζουν στη δουλειά; Όλοι τα ίδια τραβάμε, τι πάθαμε;»

Έτσι καταλήγουμε οι περισσότεροι από μας να ζούμε με ένα χρόνιο άγχος. Το άγχος, όπως και όλα μας τα συναισθήματα, έχει μια εξελικτικά προσαρμοστική λειτουργία. Συγκεκριμένα, το άγχος είναι εκείνο το οποίο μας θέτει σε λειτουργία προετοιμασίας μπροστά σε έναν ενδεχόμενο κίνδυνο. Κάλλιστα μπορούμε να πούμε ότι το χρόνιο άγχος δείχνει πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο που ζούμε: ως ένα συνεχή ενδεχόμενο κίνδυνο. Το βάρος που προκαλεί το άγχος προδίδει την απώλεια ελέγχου που βιώνουμε στο να χειριστούμε τους ‘κινδύνους’. Από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα, τις αποφάσεις της ζωής μας δεν τις παίρνουμε εμείς, είτε αφορά το πού θα ζούμε και θα δουλεύουμε, είτε τις συμμαχίες και τους πολέμους των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων. Τουλάχιστον αν είσαι φτωχός.

Η νέα μάστιγα, τα «ψυχοφάρμακα».

Σαφώς, η ψυχική νόσος δεν είναι ένα πρόβλημα αποκλειστικά των φτωχών, αλλά τόσο η εμφάνισή της όσο και  η αντιμετώπισή της έχει ταξικά κριτήρια. Εξ’ ου και η τεράστια κατανάλωση των ψυχοφαρμάκων ως «εύκολη και άμεση λύση» στον ψυχικό πόνο.

Η συνταγογράφηση ψυχοφαρμάκων έχει γνωρίσει τεράστια αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες, φαινόμενο που αφορά κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, το δυτικό κόσμο. Γενικά, η ζήτηση και η χρήση ψυχοφαρμάκων γνώρισε αυξήθηκε δραματικά από το 2008 και μετά, φαινόμενο το οποίο αφορά και τη χώρα μας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη καθορισμένη ημερήσια δόση ψυχοτροπικών φαρμάκων στον κόσμο, ανάμεσα σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Ην. Βασίλειο και ευρωπαϊκές χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η χρήση ψυχοφαρμάκων διπλασιάστηκε την περίοδο 2015-2021, ενώ συγκεκριμένα για τα αντικαταθλιπτικά πενταπλασιάστηκε. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η χρήση γιγαντώθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στην περίοδο του κόβιντ (2020-2022). Η τάση είναι τόσο ισχυρή όπου στην επόμενη δεκαετία υπολογίζεται ότι η παγκόσμια αγορά ψυχοφαρμάκων θα γνωρίσει ανάπτυξη 6 έως 7 % CARG (σύνθετος ρυθμός ετήσιας ανάπτυξης). Η απελευθέρωση της διαφήμισης στο ευρύ κοινό έπαιξε επίσης το ρόλο του στην αυξημένη κατανάλωση από το γενικό πληθυσμό.

Αυτό το ζήτημα αξίζει να μας απασχολήσει αφενός ως ένας δείκτης για το πόσο διαδεδομένο είναι το φαινόμενο της ψυχικής πίεσης για τις κοινωνίες μας, και αφετέρου να προβληματιστούμε για το ποια είναι η κυρίαρχη απάντηση από το σύστημα: δε θα αλλάξει το σύστημα, εσύ να αλλάξεις!

Το κυρίαρχο αφήγημα πηγαίνει πάνω-κάτω ως εξής: ο καπιταλισμός λειτουργεί, οι ικανοί καταφέρνουν να πετύχουν και να γίνουν πλούσιοι και να περνάνε καλά. Εσύ δεν περνάς καλά, γιατί φταις εσύ. Δεν βλέπεις αυτήν την ‘υπέροχη’ πραγματικότητα, γιατί κάτι συμβαίνει στο κεφάλι σου, είσαι διαταραγμένος, οπότε πάρε αυτό το μαγικό χαπάκι, να ισορροπήσεις τη χημεία του εγκεφάλου σου. Σταμάτα να γκρινιάζεις, γίνε λειτουργικός, συνέχισε να παράγεις!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω λογικής, είναι ότι στην πρόσφατη ανανέωση του συστήματος ταξινόμησης ψυχικών διαταραχών DSM συμπεριλήφθηκε η διαταραχή παρατεταμένου πένθους. Δε χρειάζεται να αναρωτηθούμε και πολύ για να συσχετίσουμε το πώς μετά από 3 χρόνια όπου όλος ο πλανήτης θρήνησε εκατομμύρια θύματα, δημιουργήθηκε μια διαταραχή για το πένθος. Έπαψε το πένθος να είναι μια φυσιολογική εμπειρία στην απώλεια; Σίγουρα όχι. Είναι παράλογο άνθρωποι που έχασαν έναν ή και περισσότερους δικούς τους ανθρώπους, κοινότητες που αποδεκατίστηκαν, να χρειάζονται περισσότερο χρόνο να επανέλθουν από το πένθος. Επίσης όχι. Αλλά, από τη στιγμή που υπάρχει φάρμακο που μπορεί να σε μουδιάσει από το πένθος και να σε κάνει να επιστρέψεις παραγωγικός στη δουλειά σου, υπάρχει και η διαταραχή. Η μαζική απόσυρση από τη δουλειά δεν είναι επιλογή για το σύστημα.

Αυτό είναι πρόβλημα. Και μάλιστα ένα πρόβλημα που δημιουργεί νέα προβλήματα. Από τη μια είναι σοβαρά δυσλειτουργικό το να θεωρούμε τα υπαρξιακά ερωτήματα ως φρένο στην παραγωγικότητα και άρα να τα ονομάζουμε ψυχοπαθολογία και να προσπαθούμε να τα «διορθώσουμε». Από την άλλη, η χρήση ουσιών για διαφυγή από την πραγματικότητα έχει συνδεθεί με σοβαρά προβλήματα εξάρτησης. Οι πιο «κομφορμιστές» θα εθιστούν σε συνταγογραφούμενα ψυχοτρόπα, οι πιο «περιθωριοποιημένοι» θα εθιστούν στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά του δρόμου. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο, αλλά αποδεδειγμένο ιστορικά, ότι παρά την ιστορία χιλιετιών συνύπαρξης ανθρώπων και ψυχοτροπικών ουσιών, το πρόβλημα της εξάρτησης από αυτά ακολουθεί την πορεία ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής. Ακόμα και για τα νόμιμα, οι έρευνες δείχνουν πως τα αντικαταθλιπτικά δημιουργούν σοβαρό σωματικό και ψυχολογικό εθισμό.

Για να ξεκαθαρίσουμε, το επιχείρημα εδώ δεν είναι ότι τα φάρμακα είναι ο εχθρός. Θα ήταν αφελές να πούμε ότι η ανάπτυξη των ψυχοφαρμάκων ήταν μια βλαβερή ανακάλυψη. Ξεκάθαρα, όταν εμφανίστηκαν οι βενζοδιαζεπίνες αντικαταστώντας τα πολύ βαριά βαρβιτουρικά, αποτελούσαν επανάσταση. Δεν μπορούμε όμως να εθελοτυφλούμε στο ότι εφόσον οι αιτίες του ψυχικού πόνου παραμένουν, οι βενζοδιαζεπίνες, τα αντικαταθλιπτικά ή όποιο άλλο φάρμακο αποτελούν πραγματική λύση.

Η αντιμετώπιση του φαρμάκου ως πανάκεια, και όχι ως ένα εργαλείο προσωρινής ανακούφισης και υποστήριξης, φαίνεται από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των γιατρών γνωρίζουν τα πρωτόκολλα συνταγογράφησης αυτών των φαρμάκων, αλλά όχι της από-συνταγογράφησης. Το Ashton manual, οδηγός για τη σταδιακή και ασφαλή μείωση των ψυχοφαρμάκων είναι σχεδόν άγνωστο. Σε αυτό το σημείο χωράει και η κριτική στο πως η (ψυχ)ιατρική εκπαίδευση βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στο βιολογικό μοντέλο, αγνοεί τις ψυχοκοινωνικές πλευρές της ψυχικής ασθένειας, και υποβαθμίζει τις φωνές και τους προβληματισμούς των ασθενών που μιλάνε για τις παρενέργειες των φαρμάκων. Όταν τα συστήματα υγείας μετατρέπονται σε γραφεία συνταγογράφησης, αντί  να ασκείται η ιατρική, καταλήγουν εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς λαμβάνουν αγωγή σε υπερβολική ποσότητα και για υπερβολική διάρκεια.

Ένας άλλος παράγοντας είναι η σύγκριση μεταξύ φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας και γιατί προτιμάται περισσότερο το πρώτο έναντι του δεύτερου. Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι, και μπορεί να εξαρτώνται από τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας, το σύστημα υγείας, την πρόσβαση των ασθενών, αλλά εδώ θέλω να υπογραμμίσω τους εξής δύο: α) το χάπι είναι πιο φθηνό και πιο γρήγορο από την ψυχοθεραπεία, στο να επαναφέρει τη «λειτουργικότητα» και β) οι στόχοι της ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι ασύμφοροι για το σύστημα. Στο απαιτητικό νεοφιλελεύθερο life style δε συμφέρει μια κοινωνία με ανθρώπους που επικοινωνούν ορθά, σέβονται ο ένας τον άλλο, αναζητούν ισορροπίες, βάζουν όρια και χτίζουν ουσιώδεις σχέσεις. Έτσι, το «μαγικό χάπι» είναι η απάντηση που δίνει το σύστημα ώστε να είμαστε παραγωγικοί και να συντηρούμε τη διατήρησή του ακόμα κι αν ο κόσμος γύρω καίγεται.

Ωστόσο, παρά τη ζοφερή εικόνα που περιγράψαμε, φαίνεται πώς κάτι αρχίζει να αλλάζει. Οι γενιές που βίωσαν την παρατεταμένη τριπλή κρίση της τελευταίας 15ετίας αρχίζουν να δείχνουν μια ανάγκη να προστατέψουν την ψυχική τους υγεία. Το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης» μετά την πανδημία είναι σημάδι ότι δε θέλουμε να ζούμε και να δουλεύουμε με τους όρους που έχουμε συνηθίσει. Η προθυμία να μιλήσουμε ανοικτά για ζητήματα ψυχικής υγείας δείχνουν τη σταδιακή αποστιγματοποίηση, γιατί δεν μπορεί να είναι στίγμα το κοινό βίωμα. Βέβαια, σε ένα σύστημα που αρνείται να αλλάξει, η απουσία εναλλακτικού δρόμου δυσχεραίνει το να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στο πόσο καλά μπορούμε να ζήσουμε, μακριά από τον παρατεταμένο ψυχικό πόνο. Για αυτό, το να παλεύουμε για ένα άλλο κόσμο είναι το παντοτινά επίκαιρο σύνθημα.

 

Ο Πανωλεθρίαμβος της Αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών

Η κατάντια της εκπαίδευσης και η αξιολόγηση παίζουνε κρυφτό.

Και ρωτάει η κατάντια:

—Να τα βγάλω;

—Όχι, λέει η αξιολόγηση. Κρύψου εσύ κι εγώ θα τα φυλάω.

 

Το Highgate είναι ένα πολύ ακριβό ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, που ιδρύθηκε πριν από πέντε αιώνες. Το 2020 το Highgate αξιολογήθηκε ως το καλύτερο σχολείο της Αγγλίας. Την επόμενη χρονιά, το 2021, έγιναν για το ίδιο σχολείο 257 καταγγελίες για βιασμούς και σεξουαλικές παρενοχλήσεις από τα αγόρια του σχολείου με θύματα τις συμμαθήτριές τους.

Τα πολύ τελευταία χρόνια έγιναν καταγγελίες για βιασμούς και σεξουαλικές παρενοχλήσεις σε δύο ιδιωτικά σχολεία, στα οποία φοιτούν και αριστεύουν τα παιδιά των αρίστων της ελληνικής κοινωνίας και στα οποία η επιλογή των εκπαιδευτικών περνάει από λεπτό κόσκινο. Στο πιο διάσημο από αυτά τα σχολεία οι εκπαιδευτικοί επιλέγονται κατόπιν δοκιμαστικής διδασκαλίας ενώπιον επιτροπής. Εκπαιδευτικός που ως τότε εκτιμούσα πολύ και είχε κυρίαρχο ρόλο σε επιτροπή προσλήψεων μού διηγήθηκε πως απορρίφθηκε υποψήφια καθηγήτρια, γιατί πήρε την κιμωλία και έγραφε στον πίνακα. Γιατί, σύμφωνα με αυτόν, «δεν ήξερε η ανόητη πως έπρεπε να σηκώσει ένα μαθητή να γράψει, γιατί όσο έγραφε εκείνη γυρισμένη στον πίνακα, τα αγόρια θα σχολίαζαν τα οπίσθιά της». Σε αυτήν την πρώτη αξιολόγηση της καθηγήτριας πρυτάνευσε η σεξιστική προκατάληψη της επιτροπής και η καθηγήτρια ατύχησε. Άραγε θα είχε ατυχήσει το ίδιο αν είχε σηκώσει μια μαθήτρια να γράψει στον πίνακα αντί για ένα μαθητή; Αλλά αν το σχολείο δεν έχει κανένα παιδαγωγικό μέσο, για να μαθαίνει στα αγόρια να μην σχολιάζουν τα οπίσθια των γυναικών είναι επόμενο στο ίδιο σχολείο να γίνονται καταγγελίες για βιασμούς, οι οποίοι τελικά αποσιωπώνται  και παρακάμπτονται.

Τελευταία ακούμε καθημερινά για ρατσιστικές ενέργειες και αξιόποινες πράξεις εφήβων, για σωματικές και σεξουαλικές κακοποιήσεις από συνομήλικους έφηβους ακόμη και αυτοκτονίες ως αποτέλεσμα μπούλινγκ. Όλα αυτά τα συμπτώματα αξιολογούν προσωπικά την κυρία Κεραμέως και ολόκληρο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και αναδεικνύουν την αποτυχία τους.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Αυτός όμως είναι ο σκοπός μιας κατεξοχήν ρομαντικής παιδείας που ακόμη δεν έχει γνωρίσει διαφωτισμό. Στην εποχή μας όμως η εθνική και η θρησκευτική συνείδηση πρέπει να αποτελούν ελεύθερες επιλογές του ατόμου εκτός σχολείου και εκπαιδευτικού προγράμματος. Οι εκάστοτε αγωνιστές της εθνικής ανεξαρτησίας μπορεί να μην είχαν πάει σχολείο, να μη γνώριζαν γραφή και ανάγνωση είχαν όμως πολύ αναπτυγμένη εθνική και θρησκευτική συνείδηση. Και πάντως αν ίσχυε ο ρομαντικός στόχος με τον οποίο επιφορτίζει το Σύνταγμα την παιδεία θα έπρεπε οι απόφοιτοι του λυκείου να έχουν πιο ισχυρή εθνική και θρησκευτική συνείδηση από τους αποφοίτους του γυμνασίου και αυτοί με τη σειρά τους να είναι πιο Έλληνες και πιο χριστιανοί από αυτούς που έχουν βγάλει μόνο δημοτικό. Όσο για τους πτυχιούχους πανεπιστημιακών σχολών θα πρέπει όλοι τους ανεξαιρέτως να φτιάχνουν πίτες του Αγίου Φανουρίου.

Τα περί εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης έχουν εισχωρήσει στο ελληνικό Σύνταγμα με ένα και μοναδικό σκοπό: Να διαμορφώσουν ένα εθνικιστικό και θρησκόληπτο εκπαιδευτικό σύστημα που εμφορείται από μισαλλοδοξία, ρατσισμό, σεξισμό και στρατιωτικές αξίες, πλαισιωμένο από αγιασμούς, εκκλησιασμούς, εικονίσματα, παρελάσεις, σημαιοφορίες και εθνικιστικά παραληρήματα, από ένα στραμπουληγμένο μάθημα Ιστορίας και αμετροεπή αποφθέγματα περί ελληνικής γλώσσας, σαν αυτά που ξεστόμισε πρόσφατα ο Προκόπης Παυλόπουλος.

Το Σύνταγμα οφείλει να ορίζει πως σκοπός της παιδείας είναι να διδάσκει πρωτίστως δημοκρατικές αξίες, την ισότητα, την ανεκτικότητα και την ισότιμη αποδοχή του άλλου φύλου, της άλλης εθνικότητας,  της άλλης θρησκείας, της άλλης κουλτούρας, του άλλου σεξουαλικού προσανατολισμού, της σωματικής και πνευματικής απόκλισης.

Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όμως δεν έχει ενταχθεί τίποτε από αυτά κι επειδή κάποιες τέτοιες προσεγγίσεις μπορεί να γίνονταν, αλλά πολύ αργά, από το μάθημα της κοινωνιολογίας, εξοβελίστηκε και αυτό.

Αν ποτέ συζητήσετε με παλαιότερους εκπαιδευτικούς που είχαν υποστεί τα δεινά της προ του 1982 αξιολόγησης, κυρίως δασκάλους και φιλολόγους, θα σας πουν πως οι παρατηρήσεις που δέχονταν από τους τότε επιθεωρητές αφορούσαν την εθνικοφροσύνη τους      και τα ελληνοχριστιανικά πλαίσια του μαθήματός τους. Προσωπικά δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι και η τωρινή αξιολόγηση, αν της ανοίξουμε την πόρτα, θα γίνεται με στόχο την ελληνοορθόδοξη ευθυγράμμιση.

Ποιος φιλόλογος θα τολμούσε να πει ότι τα δύο έπη αποτελούν καταγραφή μιας προφορικής παράδοσης, που αποδόθηκε σε κάποιον ανύπαρκτο Όμηρο;

Ποιος θα τολμούσε να διδάξει τα αρχαία Ελληνικά με τη μέθοδο του Κέμπριτζ, χωρίς συντακτικές αναλύσεις και γραμματικές αποστηθίσεις, ξέροντας ότι έτσι θα αποτύχει στην αξιολόγηση;

Ποιος θα τολμήσει να πει ότι τα δημοτικά τραγούδια είναι του 19ου αιώνα και ότι είναι ιδεολογικά φορτισμένη η τοποθέτησή τους στο πρώτο κεφάλαιο των ανθολογίων, για να ορίσουν τις απαρχές της λογοτεχνίας; Το «σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις» δεν είναι του 1453, αλλά του 19ου αιώνα, όπως άλλωστε φαίνεται από τους γλωσσικούς τύπους.

Ποιος θα διδάξει λογοτεχνικό κείμενο, παρακάμπτοντας τις παρωχημένες στρουκτουραλιστικές οδηγίες του 1960, χωρίς να οδηγηθεί πάραυτα σε αποτυχία;

Ποιος θα επισημάνει τον σκοταδιστικό ρόλο της Εκκλησίας στην παιδεία κατά την οθωμανική περίοδο και αργότερα, χωρίς να λογοδοτήσει;

Ποιος θα τολμήσει να πει ότι οι γλώσσες διδάσκονται συγχρονικά και όχι διαχρονικά; Ποιος θα πει ότι η γνώση της αρχαίας γλώσσας δεν μας βοηθάει στη γνώση των νέων Ελληνικών;

Και βέβαια κανείς θεολόγος δεν θα μπορέσει ποτέ να πει ότι η φιλολογική επιστήμη έχει αποδείξει ότι τα ευαγγέλια είναι χρονικά μεταγενέστερα των ευαγγελιστών και ότι το κατά Ιωάννην και η Αποκάλυψη έχουν γραφεί από διαφορετικά πρόσωπα σε διαφορετικές εποχές.

 

Ο άλλος στόχος της αξιολόγησης είναι η χειραγώγηση των εκπαιδευτικών και ιδιαίτερα  των νεοδιόριστων, που είναι οι πλέον αδύναμοι και οι πλέον ευάλωτοι. Αυτοί πρέπει να μάθουν τη δύναμη της εξουσίας και της ιεραρχίας, να μάθουν να υπακούουν, να μην αντιδρούν και κυρίως να μην απεργούν, να μη συνδικαλίζονται και να μην παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις. Και κάθε πρωί να περνούν από το γραφείο και να λένε «καλημέρα σας, κύριε διευθυντά».

Η ελληνική κυβέρνηση έχει εμπιστοσύνη στο εκπαιδευτικό σύστημα, στα αναλυτικά προγράμματα, στα σχολικά βιβλία, στις εισαγωγικές εξετάσεις, στους απόφοιτους των πανεπιστημιακών σχολών, των στρατιωτικών σχολών, των σχολών της αστυνομίας, των ολιγόμηνων εκπαιδεύσεων των ειδικών φρουρών, αλλά δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη στους πτυχιούχους των πανεπιστημιακών σχολών, αν πρόκειται αυτοί να διδάξουν σε σχολεία. Ίσως να τους υποβιβάζει και αυτούς σε αποφοίτους λυκείου, όπως τους καλλιτέχνες. Και μαζί τους πλέον συμπαρασύρουν και εκείνους τους γονείς που βλέπουν ναρκισσιστικά τα παιδιά τους ως συνέχεια των εαυτών τους. Η κοινωνία δεν εμπιστεύεται τους εκπαιδευτικούς που είναι νέοι, γιατί είναι άπειροι, αλλά δεν εμπιστεύεται ούτε τους μεγαλύτερους, γιατί δεν έχουν κατανόηση για τα παιδιά. Και επιπλέον όλοι οι Έλληνες ξέρουν την αληθινή ιστορία, όχι αυτήν που λένε οι ιστορικοί, οι στρατιωτικοί ξέρουν καλύτερα τη γραμματική από τους δασκάλους και τους φιλόλογους, οι πολιτικοί μηχανικοί που έχουν βγάλει Πολυτεχνείο ξέρουν καλύτερα μαθηματικά, φυσική και χημεία από τους εκπαιδευτικούς που έχουν βγάλει ένα απλό πανεπιστήμιο. Οι δικηγόροι, οι γιατροί και οι καπετάνιοι ξέρουν καλύτερα παιδαγωγικά. Και το πανεπιστήμιο της ζωής είναι αυτό που δίνει τα καλύτερα διπλώματα σε όλες τις ειδικότητες των εκπαιδευτικών.

Ως γυμνασιάρχης σε ιδιωτικό σχολείο επί 23 χρόνια είχα προσλάβει πολλούς εκπαιδευτικούς. Η διοίκηση του σχολείου με πίεζε να προτιμώ άνδρες με διδακτική εμπειρία. Δεν εκδήλωνα προτίμηση ως προς το φύλο, αλλά πάντα προσλάμβανα άπειρους εκπαιδευτικούς που δεν είχαν μπει ποτέ σε τάξη. Και θα σας πω γιατί. Ένας νέος ή μια νέα που αποφασίζει να γίνει εκπαιδευτικός, με όλες τις αντιξοότητες του επαγγέλματος και τις πολύ χαμηλές απολαβές, και τελειώνει το πανεπιστήμιο και συχνά και μεταπτυχιακά και παρακολουθεί σεμινάρια και ενημερώνεται και μελετά πολύ, το κάνει από μεράκι. Αυτό το μεράκι προσλάμβανα με σκοπό να κάνω τα πάντα, για να διατηρηθεί και να μη μαραζώσει. Γιατί κι εγώ έκανα καθημερινά μια απλή αξιολόγηση. Αν ο καθηγητής έμπαινε στην τάξη χαμογελαστός κι έβγαινε χαμογελαστός, ήξερα ότι είχε γίνει καλό μάθημα. Κι αν δεν ήταν χαμογελαστός έριχνα την ευθύνη σε εμένα. Εγώ έφταιγα για εκείνο το χαμόγελο που έλειπε και προσπαθούσα να επανορθώσω.

Θα κάνω τώρα μια παρένθεση. Στο γυμνάσιο ένας φυσιογνώστης μπορεί να του ζητηθεί  να διδάξει Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Γεωγραφία και Γεωλογία. Για ποιο μάθημα θα αξιολογηθεί; Όλα αυτά τα μαθήματα μπορεί να διδαχθούν από όλες τις αντίστοιχες ειδικότητες και στα μικρά σχολεία αυτά συμβαίνουν, γιατί εκτός από τα Μαθηματικά, τα υπόλοιπα μαθήματα είναι μονόωρα και μόνο με τις διπλές και τριπλές αναθέσεις συμπληρώνονται τα ωράρια και αντιμετωπίζονται οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς. Κι αν διαπιστωθεί ότι ο φυσιογνώστης δεν διδάσκει καλά τα Μαθηματικά και ο φυσικός δεν διδάσκει καλά τη βιολογία και η καθηγήτρια των Γαλλικών και ο θεολόγος δεν διδάσκουν καλά την Ιστορία τίνος θα είναι η ευθύνη;

Είχα δεχθεί πολλές πιέσεις από τη διοίκηση του σχολείου, για να μπαίνω στην τάξη και να παρακολουθώ το μάθημα, κυρίως των νέων εκπαιδευτικών. Αρνήθηκα κατηγορηματικά και δεν το έκανα ποτέ. Και εξηγώ το γιατί:

Ένας καινούργιος εκπαιδευτικός στο σχολείο έχει μειωμένο κύρος και συχνά αυτό το εκμεταλλεύονται τα παιδιά και δυστυχώς και μερικοί παλαιοί συνάδελφοι. Το να μπει μέσα στην τάξη, για να παρακολουθήσει το μάθημα ο διευθυντής ή ο σχολικός σύμβουλος έχει ως συνέπεια να κλονίσει στα μάτια των παιδιών και των γονέων τους ακόμη και αυτό το λίγο κύρος και να το εξαφανίσει. Τα παιδιά ξέρουν πως εκείνη την ώρα εξετάζεται αν ξέρει το μάθημα ο δάσκαλός τους και αναρωτιούνται τι βαθμό θα πάρει.

Το να εισβάλει μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας ο διευθυντής ή ο σύμβουλος έχει μοναδικό σκοπό να δείξει στον εκπαιδευτικό και στα παιδιά ποιος πραγματικά έχει την εξουσία. Την επόμενη φορά που κάποιος γονιός θα έχει ένα παράπονο ή κάποια αμφιβολία δεν θα απευθυνθεί στον εκπαιδευτικό, αλλά θα πάει κατευθείαν στον διευθυντή.

Όλα για αυτό το παιχνίδι εξουσίας γίνονται και μόνο για αυτό. Κατά τα άλλα, ο σύμβουλος και ο διευθυντής όταν μπουν στην τάξη θα δουν μόνο πώς αντιδρά ο εκπαιδευτικός όταν έχει το μαχαίρι στο λαιμό και σε καμιά περίπτωση δεν θα ξέρουν τι μάθημα κάνει, όταν είναι μόνος του με τα παιδιά.

Στους καινούργιους εκπαιδευτικούς πάντα έλεγα ότι τα δύο πρώτα χρόνια θα κάνουν πολλά λάθη, γιατί αυτό είναι αναπόφευκτο. Αλλά δεν πρόκειται να κριθούν από τα λάθη που κάνουν τα δύο πρώτα χρόνια, αλλά μόνο από τα σωστά. Και για τα λάθη τους να ξέρουν πως πάντα θα είμαι πρόθυμος να βοηθήσω και να τα διορθώσουμε μαζί.

Και στη διοίκηση του σχολείου έλεγα πως οι άνθρωποι δεν αποδίδουν σε ένα κλίμα ελέγχου, αστυνόμευσης, αμφισβήτησης και ανασφάλειας. Κάθε εργαζόμενος αποδίδει καλύτερα όταν στο εργασιακό περιβάλλον επικρατεί κλίμα εμπιστοσύνης, ασφάλειας, αναγνώρισης, συναίνεσης και γενικότερα ευημερίας.

Και τώρα θα κληθώ να απαντήσω στο μεγάλο ερώτημα. Είναι όλοι οι εκπαιδευτικοί καλοί; Δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί παραιτημένοι και αδιάφοροι; Και τι κάνουμε με αυτούς; Θα τους υποστούν τα παιδιά μας;

Όπως είπα και πριν εκπαιδευτικοί γίνονται όσοι έχουν αυτό το μεράκι της πολύ δύσκολης και γεμάτης άγχος δουλειάς. Δεν γίνονται όσοι θέλουν να βγάλουν λεφτά, ούτε όσοι είναι τεμπέληδες, όπως λένε κάποιοι καλοθελητές. Ξεκινούν όλοι με αυτό το μεράκι και κάποιοι στη διαδρομή το χάνουν. Γιατί το χάνουν;

Στο γυμνάσιο η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία, η Γεωγραφία διδάσκονται μία ώρα την εβδομάδα, ενώ τα Θρησκευτικά δύο. Από τη μία εβδομάδα ως την άλλη δεν θυμάται το παιδί το μάθημα της Φυσικής που παραδόθηκε πριν από μέρες και δεν καταλαβαίνει τι διαβάζει στο βιβλίο την προηγουμένη του μαθήματος και δεν είναι σε θέση να λύσει τις ασκήσεις. Κι αν χαθεί το μάθημα μιας βδομάδας λόγω αργίας ή άλλου λόγου τα πράγματα χειροτερεύουν. Το παιδί δεν καταλαβαίνει και φταίει ο εκπαιδευτικός που δεν τα εξηγεί καλά και το παιδί χρειάζεται φροντιστήριο. Από την άλλη ο εκπαιδευτικός που διδάσκει το μονόωρο μάθημα σε πόσες τάξεις πρέπει να μπει, για να συμπληρώσει το ωράριο, πόσους μαθητές θα έχει; Πότε θα τους μάθει; Αν βάλει μια εργασία ή ένα τεστ πότε θα διαβάσει αυτές τις εργασίες, πότε θα βαθμολογήσει τα τεστ; Ο εκπαιδευτικός σιγά σιγά μαθαίνει να έχει λιγότερες απαιτήσεις από τον εαυτό του και από τα παιδιά. Μονόωρα μαθήματα δεν  πρέπει να υπάρχουν. Πρέπει να διδάσκονται περισσότερες ώρες και σε διαφορετικούς κύκλους ανά έτος.

Αλλά και για τα φιλολογικά μαθήματα που είναι δίωρα ισχύουν τα ίδια. Ο φιλόλογος στο ίδιο τμήμα διδάσκει 6 διαφορετικά αντικείμενα. Αν πάρει τα τετράδια μία φορά την εβδομάδα για κάθε αντικείμενο σε τάξη 20 παιδιών θα παίρνει 120 τετράδια την εβδομάδα μόνο από ένα τμήμα. Αν κάνει μάθημα σε δύο τμήματα αυτό σημαίνει 240 τετράδια την εβδομάδα, χώρια τα τεστ και οι εκθέσεις. Άρα χρειάζεται και ο φιλόλογος να κάνει εκπτώσεις στη δουλειά του.

Πέρα από αυτά τα εγγενή προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος και του σχολικού προγράμματος που πρέπει να αντιμετωπιστούν, υπάρχουν και άλλα πολλά που μπορούν να γίνουν. Το συνεχές παράπονο των εκπαιδευτικών είναι ότι δεν αναγνωρίζεται το έργο τους, ότι είναι μόνοι τους, κανείς δεν ζητάει τη γνώμη τους και κανείς δεν την ακούει και ό,τι κάνουν πάει χαμένο. Όλα αυτά μαζί με τη στασιμότητα και την οικονομική εξαθλίωση οδηγούν σε μαρασμό.

Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν φωνή μέσα στο σχολείο και η φωνή τους να ακούγεται. Και θα ακούγεται αν όλα αποφασίζονται σε ολιγομελείς εβδομαδιαίες συνεδριάσεις εντός του σχολικού προγράμματος. Οι συνεδριάσεις πρέπει να γίνονται σε ευχάριστη ατμόσφαιρα, σε κλίμα εμπιστοσύνης που θα ενθαρρύνει ατομικές πρωτοβουλίες και έτσι κανείς δεν θα αποσύρεται και κανείς δεν θα αισθάνεται στάσιμος και περιθωριοποιημένος.

Πρέπει να γίνεται συνεδρίαση των εκπαιδευτικών του τμήματος, π.χ. όταν τα παιδιά κάνουν γυμναστική,  και να συζητιέται η πορεία κάθε παιδιού και να αναζητούνται λύσεις για τα προβλήματά τους. Να διοριστούν συντονιστές για κάθε μάθημα και κάθε ειδικότητα, που θα έχουν μειωμένο ωράριο και οικονομικό επίδομα. Με ειδική χορηγία από το υπουργείο να αγοράζονται επιστημονικά εγχειρίδια από τη διεθνή βιβλιογραφία και συνδρομές σε επιστημονικά περιοδικά. Οι εκπαιδευτικοί της ειδικότητας να συνεδριάζουν κάθε βδομάδα και με την καθοδήγηση του συντονιστή να ενημερώνονται διαρκώς για την επιστήμη τους και να αναζητούν τρόπους για να γίνεται καλύτερο το μάθημά τους και να ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε συνέδρια με εισηγήσεις τους ή ως ακροατές. Επίσης κάθε βδομάδα να συνεδριάζει ο διευθυντής με τους υπεύθυνους καθηγητές τάξης και να συζητούν και να συναποφασίζουν όλοι μαζί για την πορεία του σχολείου, για παιδαγωγικά και πειθαρχικά θέματα, για τις σχέσεις με τους γονείς και τις κρατικές υπηρεσίες. Και να οργανώνουν μαζί προγράμματα, δράσεις και εκδηλώσεις, ώστε να διαμορφωθεί κοινή κουλτούρα μεταξύ εκπαιδευτικών και παιδιών, όχι για να αντιμετωπίζει, αλλά για να προλαβαίνει εκδηλώσεις σεξισμού, ρατσισμού και βίας. Και η κουλτούρα ισότητας από όλους προς όλους να τονίζεται σε καθημερινή βάση και σε όλα τα μαθήματα. Και ας καταλάβουν όλοι πως το μάθημα σεξουαλικής αγωγής δεν είναι τεχνικό μάθημα. Είναι κυρίως μάθημα ανθρωπίνων σχέσεων. Και γιαυτό πρέπει να αρχίζει από το νηπιαγωγείο. Και ως μάθημα δεν έχει σκοπό να τραυματίσει αθώες ψυχές, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά να προστατεύσει τις αθώες ψυχές να μην τραυματιστούν.

Η συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν θέλει να κάνει τίποτε από αυτά. Ξέρει μόνο να αντιμετωπίζει τα πάντα με αστυνομία. Και θέλει να μετατρέψει τους σχολικούς συμβούλους και τους διευθυντές των σχολείων σε αστυνομικούς. Αυτοί όμως θα δεχθούν αυτόν τον ρόλο;

Για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών

Στην Ελλάδα είναι διαδεδομένη η αντίληψη ότι αν εφαρμοστεί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα βελτιωθεί η εκπαίδευση. Πιθανότατα για τους περισσότερους είναι και το μόνο μέτρο που μπορεί να λύσει τα σημερινά προβλήματα. Πρόκειται για μία λογική σκέψη την οποία έχω κάνει κι εγώ αρκετές φορές. Με τρία παιδιά στο ελληνικό σχολείο δε θα μπορούσα να την αποφύγω… Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Ας ξεκινήσω από την Κύπρο. Στην Κύπρο εφαρμόζεται η αξιολόγηση από το 1976. Παρά ταύτα, στον διαγωνισμό Πίζα του 2018 κατάφερε να τα πάει χειρότερα ακόμα κι από μας. Αν και εφαρμόζει την πολυπόθητη αξιολόγηση σχεδόν όσα χρόνια εμείς την έχουμε καταργήσει, δε φάνηκε η διαφορά.

Μία άλλη χώρα που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι η Αγγλία. Έχει έναν ολόκληρο οργανισμό που ασχολείται με την αξιολόγηση, τον Ofsted, μέλη του οποίου επισκέπτονται σε τακτά χρονικά διαστήματα τα σχολεία για να τα αξιολογήσουν. Το λογικό, λοιπόν, είναι να περιμένεις ότι οι μαθητές που φοιτούν στα εξαιρετικά σχολεία θα έχουν αρκετά υψηλότερες επιδόσεις από τους μαθητές που φοιτούν στα σχολεία που βρίσκονται πολύ χαμηλά στην κατάταξη. Δε συμβαίνει αυτό. Στην πραγματικότητα δεν παίζει κανέναν ρόλο ο βαθμός του σχολείου για το πώς θα τα πάνε οι μαθητές (ρίξτε μία ματιά εδώ κι εδώ). Αυτή όμως η αποτυχία της αξιολόγησης δεν εμποδίζει την Αγγλία να τα πηγαίνει πολύ καλύτερα από μας στον διεθνή διαγωνισμό Πίζα. Ενώ δηλαδή η αξιολόγηση δεν κάνει σωστά τη δουλειά της και παραπληροφορεί τους Άγγλους πολίτες, το εκπαιδευτικό τους σύστημα φαίνεται να τα πηγαίνει σαφώς καλύτερα από το δικό μας.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που συνέβη στη Γαλλία το 1989. Στόχος της ήταν να μειώσει τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Είχαν δει ότι τα παιδιά των πλουσίων τα πήγαιναν καλύτερα από τα παιδιά των φτωχών και αποφάσισαν να αλλάξουν αρκετά πράγματα στην εκπαίδευση για να μειωθεί αυτή η διαφορά. Και πράγματι η μεταρρύθμιση ήταν τόσο αποτελεσματική, που άλλαξε τις επιδόσεις των μαθητών. Έτσι μέσα σε 20 χρόνια, από το 1987 μέχρι το 2007, έπεσε η επίδοση όλων των μαθητών και ταυτόχρονα αυξήθηκε η διαφορά ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς (Hirsch, 2016). Τι ακριβώς πρόσφερε η αξιολόγηση σε αυτήν την περίπτωση;

Παρ’ όλα αυτά διάφοροι ισχυρίζονται ότι πρέπει να ξεκινήσουμε την αξιολόγηση κι ας έχει ελαττώματα. Θα τα διορθώσουμε στην πορεία. Αυτοί που υποστηρίζουν αυτήν τη θέση θα δέχονταν να πάρουν λάθος θεραπεία με την προοπτική ότι στο μέλλον θα διορθωθεί; Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι τόσο εύκολα διορθώνονται τα συστήματα αξιολόγησης; Είναι λογικό και ηθικό να λες: «Ας την ξεκινήσουμε κι ας είναι λάθος»; Δηλαδή γιατί να μην την ξεκινήσουμε και να είναι σωστή; Έτσι, να πρωτοτυπήσουμε και μία φορά σαν χώρα.

Η εκπαίδευση είναι πολύπλοκο σύστημα. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω παραδείγματα, μπορούμε άνετα να έχουμε αξιολόγηση και να μην κάνει τη δουλειά της. Οπότε, όσοι είναι υπέρ της αξιολόγησης, καλό είναι να κρατούν μικρό καλάθι. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα εκτοξεύσει την εκπαίδευσή μας, όπως δήλωσε πρόσφατα η υπουργός. Ας μην ξεχνάμε ότι η υπουργός είναι νομικός και αγνοεί πλήρως τα εκπαιδευτικά θέματα. Ούτε αληθεύει ότι κατακρίνουν την αξιολόγηση μόνο οι εκπαιδευτικοί με όλες τις συνυποδηλώσεις που έχει αυτή η δήλωση. Για την αξιολόγηση γκρινιάζουν όλοι, εργοδότες και εργαζόμενοι (δες εδώ κι εδώ). Είναι ακανθώδες θέμα στον χώρο της οικονομίας και έχουν δοκιμαστεί όλες οι πιθανές λύσεις (Kahneman et al., 2021). Επειδή μάλιστα διάφοροι αναφέρουν πολλές φορές ότι πρέπει να φέρουμε ένα σύστημα έτοιμο από το εξωτερικό, παραθέτω την παρακάτω φράση:

«Είναι σαφές ότι καμία χώρα δεν έχει δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα που να είναι υπόδειγμα και που να μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο». Σελ. 125/139

Όπως είπα, με τρία παιδιά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, κι εγώ έχω σκεφτεί αρκετές φορές ότι θα μας σώσει η αξιολόγηση. Σίγουρα θα το σκεφτώ στο μέλλον. Το θέμα είναι όμως ότι δεν μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις με βάση το συναίσθημα. Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι η αξιολόγηση δεν είναι απαραίτητα αυτό που νομίζουμε ότι είναι, όταν απογοητευόμαστε από το σημερινό σχολείο. Οπότε, πριν διαφωνήσεις έντονα μαζί μου, καλό είναι να σκεφτείς αν αυτό που θες είναι η αξιολόγηση ή ένα καλύτερο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Δυστυχώς, η πρώτη επιλογή δε συνεπάγεται και τη δεύτερη. Και η δεύτερη επιλογή θέλει πάρα πολλή δουλειά και όχι μόνο κάποιον που θα με παρακολουθήσει για δυο διδακτικές ώρες σε μία τετραετία.

Βιβλιογραφία

Hirsch, E. D. (2016). Why knowledge matters: Rescuing our children from failed educational theories. Harvard Education Press.

Kahneman, D., Sibony, O., & Sunstein, C. R. (2021). Noise: a flaw in human judgment. Brown Spark.

Πηγή: Το ημερολόγιο ενός δασκάλου

Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Μιλώντας τις προάλλες στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης του Τόκιο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Όπως είναι αναμενόμενο σε μια ομιλία που έχει σκοπό την άγρα επενδύσεων, ο πρωθυπουργός έδωσε μια ωραιοποιημένη εικόνα της οικονομικής πραγματικότητας -το success story στην πιο τραβηγμένη εκδοχή του.

Ωστόσο, ακόμα και σε αυτήν την προπαγανδιστική παρουσίαση, ο κ. Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να αρνηθεί το πρόβλημα που υπάρχει με τα εισοδήματα των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Η προσοχή μου είναι συνεχώς στραμμένη στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια, ασχοληθήκαμε με τις περικοπές των φόρων. Την επόμενη τετραετία -εάν οι πολίτες μας εμπιστευτούν ξανά- θα προσπαθήσουμε να αυξήσουμε τους μισθούς».

Δεν ξέρω πόσοι-ες πιστεύουν πια τις υποσχέσεις που δίνουν προεκλογικά οι άνθρωποι της εξουσίας, αλλά το σημαντικό με τη συγκεκριμένη αναφορά του κ. Μητσοτάκη είναι πως συνιστά έμμεση παραδοχή όχι μόνο ότι και οι μισθοί είναι χαμηλοί, αλλά και ότι η κυβέρνηση δεν κατάφερε και πολλά για το ζήτημα, αφού το παραπέμπει στην επόμενη τετραετία.

Η σύγκριση

Η πραγματική κατάσταση είναι βέβαια πολύ πιο ζοφερή. Οι εργαζόμενοι-ες είναι πολύ πιο φτωχοί-ες από ό,τι ήταν πριν μπούμε στα μνημόνια. Στην ουσία, οι μισθοί παραμένουν ακόμα σε…Μνημόνιο και δεν υπάρχει προοπτική για να βγουν σε σύντομο διάστημα. Αλλά ας δούμε τα στοιχεία που πιστοποιούν τον ισχυρισμό μας.

Την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε το πολύ ενδιαφέρον συνέδριο «Αναζητώντας τον Άλλο Δρόμο: Στρατηγικές Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας» που συνδιοργάνωσε ο όμιλος ΜΕΤΑΒΑΣΗ, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών – ENA και το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή. Στο πλαίσιο του συνεδρίου ο Χρήστος Πιέρρος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και μετα-διδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, έκανε μια παρουσίαση για τις συλλογικές συμβάσεις και το επίπεδο των μισθών. Σταχυολογώ ορισμένα σημεία της ανακοίνωσής τους που αναδεικνύουν, νομίζω, το μέγεθος του προβλήματος «μισθοί».

Πτώση μισθών

  • Παρά τη μεγάλη πτώση των μισθών κατά τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, οι τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές, κάτι που ενδεχομένως αποδίδεται σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Αν υπολογίσουμε τώρα τους μισθούς σε συνάρτηση με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, θα διαπιστώσουμε ότι τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων το 2021 βρίσκονταν στο 69% αυτών του 2009.
Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Η εξέλιξη του μέσου μισθού

  • 2009: 1.542€ (ανά μήνα), 21.595€ (ανά έτος)
  • 2021: 1.134€ (ανά μήνα), 15.879€ (ανά έτος)

Η εξέλιξη του πραγματικού μισθού (αφού δηλαδή λάβουμε υπόψη τη μεταβολή των τιμών)

  • 2009: 1.626€ (ανά μήνα), 22.765€ (ανά έτος)
  • 2021: 1.120€ (ανά μήνα), 15.687€ (ανά έτος)

Έχει επίσης μεγάλη σημασία η μεγάλη αλλαγή στον χαρακτήρα της αγοράς εργασίας. Το 2021 το σημείο αναφοράς για το ύψος των μισθών ήταν ο βασικός μισθός, κάτι που δεν ίσχυε το 2010 όταν μπαίναμε στο Μνημόνιο.

  • Το 2010 (με βασικό μισθό τα 751 ευρώ), το συγκριτικά μεγαλύτερο σημείο συγκέντρωσης των μισθών ήταν στα 1.000 – 1.150 ευρώ (4,5% με 5% των μισθωτών)
  • Το 2021 οι δύο μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ήταν στα 700-851 (5% των μισθών) και στα 650 ευρώ (7% των μισθών).

Με πιο απλά λόγια, είναι πολύ περισσότεροι οι μισθωτοί-ές που αμείβονται με τον βασικό μισθό ή λίγο παραπάνω από αυτόν.

Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Τελευταίοι της ευρωζώνης

Ας δούμε όμως τη σύγκριση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Σύμφωνα με την Eurostat, βάσει του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), δηλαδή με βάση την αγοραστική δύναμη, η Ελλάδα το 2021 ήταν στην τελευταία θέση της ευρωζώνης και την προτελευταία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνη χειρότερη από εμάς η Βουλγαρία. Για να γίνει κατανοητή η ιστορική οπισθοχώρηση της ευημερίας τα τελευταία χρόνια, να σημειώσουμε ότι το 2009 Ελλάδα ήταν στην 14η θέση της ΕΕ. Δηλαδή μέσα σε 12 χρόνια έχασε 12 θέσεις.

Ως προς την αγοραστική δύναμη, τα πράγματα αντί να βελτιωθούν γίνονται χειρότερα με την πληθωριστική κρίση. Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα λιγότερο από 750 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης φτάνει έως το 40%. Αντίστοιχα για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα λιγότερο από 751 – 1.100 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης είναι από 9% έως 14%.

Φτωχύναμε λοιπόν χωρίς μάλιστα η εργασία να γίνει πιο παραγωγική κι επομένως πιο ανταγωνιστική. Στην παρουσίασή του ο Χρήστος Πιέρρος επισήμανε ότι το 2022 οι ώρες εργασίας ξεπέρασαν το επίπεδο του 2008, την ίδια στιγμή που το ΑΕΠ ήταν 25% χαμηλότερο. Δηλαδή δουλεύουμε περισσότερο για μικρότερο προϊόν και η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται σε οικονομία εντάσεως εργασίας. Αυτό και αν είναι αποτυχία!

Ποιο success story; Οι μισθοί είναι χαμηλότεροι από το 2009

Τα στοιχεία αποδεικνύουν λοιπόν ότι είμαστε πιο φτωχοί και λιγότερο παραγωγικοί από ό,τι πριν 13 χρόνια. Το success story δεν είναι παρά ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα.

Πηγή: news247

Επιτέλους, ένας πιο ανθρώπινος κόσμος για τους εργοδότες

Στην ταινία Up in the air του 2009 ο Τζωρτζ Κλούνει υποδύεται έναν επαγγελματία “downsizer”, δηλαδή ένα καλοπληρωμένο στέλεχος που προσλαμβάνεται από διοικήσεις επιχειρήσεων για να απολύει εργαζόμενους. Ταξιδεύει από πόλη σε πόλη αναλαμβάνοντας το συναισθηματικά δυσάρεστο έργο να ανακοινώνει ο ίδιος τις περικοπές προσωπικού. Με τον τρόπο αυτό τα στελέχη της εταιρείας απαλλάσσονται από το καθήκον να απολύουν τους δικούς τους υφισταμένους. Ένας διευθυντής δεν πρέπει να στρεσάρεται προσπαθώντας να εξηγήσει στους εργαζόμενους τον λόγο για τον οποίο οι επιλογές του οδήγησαν την εταιρεία σε μείωση προσωπικού.

Από τότε, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, και ο καπιταλισμός έγινε ακόμα πιο ανθρώπινος και φιλικός για τα διευθυντικά στελέχη. Δεν μπαίνουν καν στον κόπο και στα έξοδα να προσλαμβάνουν επαγγελματία που απολύει. Μπορούν να το κάνουν και με ένα απρόσωπο μαζικό mail. 

Αυτό φυσικά δεν παύει να είναι στρεσογόνο για τους μάνατζερ που αναγκάζονται να υπογράφουν το mass mail των απολύσεων. 

Για παράδειγμα την προηγούμενη εβδομάδα, η Jennifer Tejada, CEO της PagerDuty, εταιρεία που παρέχει διαδικτυακές υπηρεσίες, έστειλε ένα μακροσκελές email 1.669 λέξεων στους υπαλλήλους της ανακοινώνοντας περικοπές του 7% του προσωπικού της. 

Η Jennifer Tejada με ετήσιο μισθό 13,2 εκατομμύρια δολάρια, έκλεισε την επιστολή της με ένα απόσπασμα από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, και πιο συγκεκριμένα ότι “υπέρτατο κριτήριο για έναν ηγέτη δεν είναι τι κάνει σε εποχές άνεσης και ασφάλειας, αλλά τι κάνει σε εποχές δύσκολες και απαιτητικές”.

Μπορεί η Jennifer να αποδοκιμάστηκε στα social media για την ψυχρή και δίχως συναισθήματα επιστολή της αλλά έκανε σαφές ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επικεφαλής των εταιρειών είναι τουλάχιστον ανάλογες με αυτές που αντιμετώπιζαν οι ηγέτες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις δεκαετίες του 50 και του 60. 

Παρόλα αυτά, μια σειρά εταιρειών – κολοσσοί προχώρησαν σε απολύσεις δια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πρωτοστάτησε ο Elon Mask ο οποίος με το που αγόρασε το Twitter απέλυσε με ένα κοφτό mail τους μισούς εργαζόμενους. Εργαζόμενοι που τυχόν αμφισβήτησαν τις αποφάσεις του, απολύονταν με ένα tweet. Όταν επιπλέον 1200 εργαζόμενοι παραιτήθηκαν οικειοθελώς, αναγκάστηκε να στείλει άλλο mail που ζητούσε από όποιον ξέρει να γράφει software να επιστρέψει, όμως το βασικό ήταν ότι ο δρόμος άνοιξε. 

Στις 4 Ιανουαρίου η Amazon ανακοίνωσε την απόλυση 18.000 εργαζομένων, στις 18 Ιανουαρίου η Microsoft ανακοίνωσε την απόλυση 10.000 εργαζομένων, στις 20 Ιανουαρίου η Google ανακοίνωσε την απόλυση 12.000 εργαζομένων.

Οι εργαζόμενοι απολύονται, απροειδοποίητα οι περισσότεροι, μέσω μαζικών mail που λαμβάνουν, και αφού έχουν ήδη αποκλειστεί από την πρόσβαση στις εταιρικές πλατφόρμες. Το μήνυμα της απόλυσής τους το λαμβάνουν μάλιστα στο προσωπικό τους mail καθώς ήδη έχουν αποκλειστεί από την πρόσβαση σε εταιρικούς πόρους. 

Παλιότερα οι απολύσεις γίνονταν σε προσωπικό επίπεδο και ορισμένες μάλιστα εταιρείες έδιναν και ένα περιθώριο κάποιων εβδομάδων ώστε ο εργαζόμενος να προετοιμαστεί ή να βρει μια άλλη θέση εργασίας. Ήταν υποτίθεται και μια απόπειρα να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο τι ζητά μια εταιρεία από τους υπαλλήλους της και τι τους προσφέρει. Αφού τους ζητά σχεδόν τα πάντα, θα μπορούσε να τους προσφέρει μια ζεστή και παρηγορητική κουβέντα όταν τους απολύει.

Αυτές όμως οι ευαισθησίες φαίνεται να ανήκουν στο παρελθόν καθώς είναι μη αποδοτικές και κοστοβόρες. Οι μαζικές, δια των mail απολύσεις, πέραν του ότι εξοικονομούν χρόνο και χρήμα για τις εταιρείες συγκρινόμενες με τις προσωπικές συναντήσεις, δεν καταπονούν ψυχικά και τον διευθυντή: Δεν είναι πλέον αναγκασμένος να βλέπει έναν εργαζόμενο να καταρρέει μπροστά στο άγχος και την ανασφάλεια για το τι θα κάνει ο ίδιος και η οικογένειά του. Ούτε τον αναγκάζει να ταλαιπωρείται ψυχικά με το θέαμα ανθρώπων που καταστρέφονται από τις αποφάσεις του. 

Ο καπιταλισμός βρήκε έναν ακόμα τρόπο να γίνει πιο ανθρώπινος και πιο φιλικός στους εργοδότες. 

Ο κόσμος που θα είναι πιο ανθρώπινος και φιλικός στους εργαζόμενους, προς το παρόν αναζητείται. Για την ακρίβεια, η ανάμνησή του χάνεται στα βάθη του εικοστού αιώνα, ενώ κατασυκοφαντείται ως απάνθρωπος και ανελεύθερος από όσους υμνούν την ελευθερία του να απολύεις με ένα mail.

“Απ’ τα χέρια μας θα βρει η ζωή απαντοχή”. Κριτική ανάλυση του νόμου για την Υγεία.

Υπερψηφίστηκε στην Ολομέλεια της Βουλής (02/12/2022) το νομοσχέδιο της ντροπής (ν. 4999/2022) για την αλλαγή της λειτουργίας και την κατάργηση του Δημόσιου χαρακτήρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) από τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ. Το νομοσχέδιο φέρνει αλλαγές σε μια σειρά άλλων θεμάτων όπως στη διαδικασία πρόσληψης μόνιμων ειδικευμένων ιατρών στο Ε.Σ.Υ. και την αξιολόγηση του επικουρικού προσωπικού, στην εκπαίδευση των νέων ειδικευόμενων ιατρών και μισθολογικές ρυθμίσεις της τελευταίας στιγμής.

Είναι γνωστό, από τον ιδρυτικό νόμο του Ε.Σ.Υ. το ’83, πως θεμελιώδης εργασιακή συνθήκη όπου πάνω της βασίζεται ολόκληρη η λειτουργία του, είναι η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των εργαζομένων στο Ε.Σ.Υ. Αυτό το νομικό καθεστώς διασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό την απρόσκοπτη και αμερόληπτη εργασία των υγειονομικών στις Δημόσιες δομές για την παροχή υπηρεσιών Υγείας οι οποίες μέχρι σήμερα είναι εκτός Αγοράς. Αυτή τη θεμελιώδη αρχή και εργασιακή συνθήκη καταργούν με αυτό το νομοσχέδιο. Με τα άρθρα 7 και 10 προσφέρουν τη Δημόσια Υγεία ως βορά στα δόντια του ανήθικου και αθέμιτου ανταγωνισμού της Αγοράς των καπιταλιστών – εμπόρων της Υγείας, θεσπίζοντας από τη μία τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. «[…] σε κάθε είδους ιδιωτικές επιχειρήσεις που παρέχουν ή καλύπτουν υπηρεσίες υγείας […]» και από την άλλη, τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης ιδιωτών ιατρών στις Δημόσιες δομές του Ε.Σ.Υ.

Χωρίς καμιά ντροπή, η κυβέρνηση της ΝΔ, ακολουθώντας πιστά τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της στραγγαλίζει και εξωθεί σε διάλυση το Ε.Σ.Υ. με τη συστηματική και εντεινόμενη υποστελέχωση και υποχρηματοδότησή του. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της οδυνηρής πανδημίας της Covid-19 (που ακόμα δεν έχει τελειώσει), με τον χαμό χιλιάδων συνανθρώπων μας από τη νόσο και από την αποδεδειγμένα εγκληματική κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας, η κυβέρνηση αρνήθηκε να στηρίξει το Ε.Σ.Υ. με μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού ιατρών, νοσηλευτών, Ε.Κ.Α.Β., τραυματιοφορέων, υπηρεσιών καθαριότητας κ.α. και με αυξήσεις μισθών. Αρνείται να δημιουργήσει και να στελεχώσει με εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό νέες ΜΕΘ, να αναβαθμίσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας σε βασικό πυλώνα του Ε.Σ.Υ. Αρνείται να τα πράξει όλα αυτά, ακόμα και μετά την προτροπή, εν μέσω πανδημίας, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας προς τα κράτη, τα οποία συμβουλεύει να στηρίξουν και να ενδυναμώσουν τα Δημόσια συστήματα Υγείας τους.

Όλη αυτή η συστηματική εγκατάλειψη του Ε.Σ.Υ. δυναμιτίζει τις συνθήκες εργασίας στα Δημόσια νοσοκομεία, καθώς αυξάνει επικίνδυνα τις υπερωρίες οδηγώντας όλο το Υγειονομικό προσωπικό σε εργασιακή εξάντληση (burn-out), απαξιώνοντας – σαν να μην έφταναν όλα αυτά – και το έργο του με τους εξευτελιστικά μειωμένους μισθούς. Άμεση συνέπεια όλων αυτών είναι η πλημμελής παροχή φροντίδας και περίθαλψης στους ασθενείς, οι οποίοι παρ’ όλο που τόσα χρόνια πληρώνουν για την Υγεία τους ασφαλιστικές εισφορές αναμένοντας – δίκαια – μια αξιοπρεπή και πλήρη περίθαλψη από το Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν στις περισσότερες περιπτώσεις μια περίθαλψη κατώτερη των αναγκών και της αξιοπρέπειάς τους.

Με το άρθρο 10 η κυβέρνηση στην ουσία απεμπολεί από το Κράτος τις ευθύνες αύξησης της χρηματοδότησης και αναβάθμισης του Ε.Σ.Υ. και ταυτόχρονα «κλείνει το μάτι» στους γιατρούς του, δίνοντάς τους την «ευκαιρία/ελευθερία» να αναζητήσουν αλλού πηγές χρηματοδότησης για να βελτιώσουν τον μισθό τους. Από πού; Μα, φυσικά (!) από τους ίδιους τους ασθενείς οι οποίοι, ενώ θα συνεχίσουν να πληρώνουν εισφορές για Δημόσια Υγεία, θα «εκβιάζονται» και θα ωθούνται τεχνηέντως να πληρώσουν την επίσκεψη στο απογευματινό – ιδιωτικό πλέον – ιατρείο/κλινική/διαγνωστικό κέντρο που θα τους υποδείξει ως μοναδική σύντομη διέξοδο ο ιατρός που τους παρακολουθεί, καθώς οι πρωινές λίστες των τακτικών ιατρείων και των διαγνωστικών εξετάσεων των νοσοκομείων είναι απελπιστικά μεγάλες (λόγω φυσικά της υποστελέχωσης του Ε.Σ.Υ).

Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο τραγικό για τους ασθενείς με τα απογευματινά χειρουργεία στο Ε.Σ.Υ. – νομοθέτημα που έχει υπερψηφιστεί από τη ΝΔ λίγους μήνες πριν και «έρχεται να δέσει» με το σημερινό. Ενώ οι λίστες των χειρουργείων είναι εγκληματικά μεγάλες στα νοσοκομεία, ξαφνικά – ώ του θαύματος! – όποιος ασθενής είτε έχει την οικονομική δυνατότητα είτε θα ματώσει οικονομικά για να τη βρει, θα προσπερνά τη λίστα και θα χειρουργείται πολύ πιο σύντομα από άλλους που δεν την έχουν… το απόγευμα! Με λίγα λόγια, νομιμοποιείται πλέον, με κάθε επίσημο τρόπο το κατάπτυστο και ανήθικο «ιατρικό φακελάκι»· όποιος έχει λεφτά ζει, όποιος δεν έχει στον Καιάδα.

Καμία λίστα αναμονής δεν θα μειωθεί με αυτόν τον τρόπο όπως ευαγγελίζονται οι της κυβέρνησης. Χωρίς μόνιμες μαζικές προσλήψεις αναισθησιολόγων, εξειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού, τραυματιοφορέων κ.α. ώστε να ανοίξει η λειτουργία όλων των διαθέσιμων αιθουσών των χειρουργείων στα Δημόσια νοσοκομεία για να αρχίζουν να μειώνονται οι λίστες, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να καταστήσουν τα απογευματινά χειρουργεία πεδίο σκληρής εκμετάλλευσης και κερδοσκοπίας σε βάρος των ασθενών, με τους «έχοντες», μόνο, από τους ασθενείς να κερδίζουν τη «μάχη».

Όσον αφορά τους ιδιώτες ιατρούς που με το άρθρο 7 αποκτούν τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης στο Ε.Σ.Υ. παράλληλα με την ιδιωτική τους εργασία, για να καλύψουν κενές θέσεις οι οποίες δεν καλύφθηκαν έπειτα από την προκήρυξή τους (δηλαδή, σχεδόν αποκλειστικά, θέσεις σε δυσλειτουργικά επαρχιακά νοσοκομεία και άγονες περιοχές) και εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν: και αυτοί οι ιδιώτες ιατροί που θα προθυμοποιηθούν να καλύψουν τις κενές θέσεις δεν θα το κάνουν για να στηρίξουν τη Δημόσια Υγεία. Θα εκμεταλλευτούν τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στο Ε.Σ.Υ. και θα είναι για αυτούς μια «λαμπρή» ευκαιρία να «τσιμπήσουν» πελατεία για την ιδιωτική τους δραστηριότητα.

Και αλήθεια; Ποιος θα έχει τη συνεχή εποπτεία και την ευθύνη των ιατρικών πράξεων σε νοσηλευόμενους ασθενείς που γίνανε εισαγωγή στην κλινική σε εφημερία των ιδιωτών μερικής απασχόλησης και η αρχική αντιμετώπιση έγινε από αυτούς, εφόσον οι ίδιοι θα βρίσκονται στο νοσοκομείο μόνο τρεις μέρες τη βδομάδα σύμφωνα με το νόμο; Ποιος θα είναι ο θεράπων ιατρός;

Ας περάσουμε τώρα στα άρθρα του νομοσχεδίου που φέρνουν ιλαροτραγικές αλλαγές στην ιατρική εκπαίδευση της ειδικότητας, τη διαδικασία κρίσης των ειδικευμένων ιατρών για τοποθέτηση σε θέση του Ε.Σ.Υ. και τη θέσπιση της αξιολόγησης για το επικουρικό προσωπικό.

Για την αίτηση έναρξης ιατρικής ειδικότητας, πλέον ο απόφοιτος δεν μπαίνει στη λίστα αναμονής του νοσοκομείου που δήλωσε ότι θέλει να εκπαιδευτεί, αλλά με το άρθρο 16 καθιερώνονται «[…] ομάδες νοσοκομείων ανά ειδικότητα, οι οποίες αποτελούνται από δύο (2) τουλάχιστον νοσοκομεία της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας (Υ.ΠΕ.), […] εκ των οποίων ένα (1) είναι το νοσοκομείο αναφοράς. Οι ιατροί επιλέγονται για τοποθέτηση […] μετά από αίτησή τους προς το νοσοκομείο αναφοράς και κατόπιν αξιολόγησης. Κατά τη διάρκεια της άσκησης για απόκτηση ειδικότητας, ο ιατρός υποχρεούται σε κυκλική τοποθέτηση στα αντίστοιχα τμήματα και μονάδες, εντός της ομάδας νοσοκομείων, στην οποία έχει ενταχθεί.» «Για την τοποθέτηση ιατρών […] διατίθεται συγκεκριμένος κατ’ έτος αριθμός θέσεων ανά ειδικότητα και ανά νοσοκομείο, ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος υγείας της χώρας.»

Ποια προβλήματα δημιουργούνται εδώ; Η ομάδα των νοσοκομείων που επιλέγει ο απόφοιτος μπορεί να αποτελείται και από νοσοκομεία που ανήκουν ακόμα και σε διαφορετική Υ.Πε. (πιθανώς σε μεγάλη χιλιομετρική απόσταση)· και επιπλέον υποχρεούται σε κυκλική τοποθέτηση κατά τη διάρκεια της ειδικότητας του σε αυτά (!) Αλήθεια, σε ποιο μέρος θα μένει ο νέος ειδικευόμενος; Θα αλλάζει σπίτια κάθε φορά που θα του αλλάζουν νοσοκομεία; Ή θα αναγκάζεται να διανύει τεράστιες αποστάσεις για να φτάνει καθημερινά στο νέο νοσοκομείο που θα τοποθετείται; Θα του πληρώνει κανείς τα καύσιμα που θα ξοδεύει σε μετακινήσεις; Ενδιαφέρθηκε κανείς ακόμα και  για τις συνέπειες αυτής της συνεχούς μετακίνησης στην εκπαίδευσή του; Όχι, βέβαια. Φυσικά και δεν τους νοιάζει. Και γιατί να υποχρεώνονται σε μετακίνηση οι νέοι ειδικευόμενοι; Μα, το λένε ανερυθρίαστα στο νομοσχέδιο… για τις ανάγκες του συστήματος υγείας της χώρας! Προσέξτε! Όχι, για τις ανάγκες της εκπαίδευσής τους, αλλά για να καλύπτουν κενά στο προσωπικό των νοσοκομείων λόγω της τραγικής υποστελέχωσης. Είναι γνωστή η αντιμετώπιση των ειδικευομένων στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. …

Και θα γίνεται με αξιοκρατία και διαφάνεια η τοποθέτηση και η μετακίνησή τους;

Εδώ έρχεται η αξιολόγηση.

Καθιερώνουν μια αξιολόγηση στην οποία δεν αναφέρεται πουθενά ούτε μισό κριτήριο με το οποίο θα γίνεται και βέβαια, ούτε από ποιους θα γίνεται! Στο θέμα της αξιολόγησης φαίνεται καθαρά η διαστρέβλωση της έννοιάς της, οι σάπιες πρακτικές τους και τι θέλουν ως αξιολόγηση. Μα φυσικά, το ΡΟΥΣΦΕΤΙ! Μένει έτσι ασαφής η διαδικασία, ώστε αύριο να μπορεί ο κάθε διορισμένος προϊστάμενος – με ή χωρίς την εντολή υπουργού/βουλευτή – να στέλνει τα «δικά τους παιδιά» στα πιο οργανωμένα και αξιοπρεπή νοσοκομεία για το μεγαλύτερο διάστημα της εκπαίδευσής τους και τα «παιδιά των άλλων» να γυροφέρνουν σε νοσοκομεία και κλινικές επιεικώς απαράδεκτες χωρίς ουσιαστικό εκπαιδευτικό έργο. Αυτή είναι η αξιολόγησή τους.

Η σκοπιμότητα της αξιολόγησής τους φαίνεται και στις δύο παρακάτω περιπτώσεις.

Η πρώτη είναι σχετική με τα Συμβούλια κρίσης και επιλογής ιατρών του Ε.Σ.Υ για πρόσληψη έπειτα από προκήρυξη θέσης. Με τα άρθρα 4 και 5 δημιουργείται ένα σύστημα αναξιοκρατίας στο οποίο ο εκάστοτε υπουργός Υγείας πέρα από τον πρώτο και τελευταίο λόγο, έχει και το δικαίωμα οποιασδήποτε παρέμβασης σε όλο το σχηματισμό, τη λειτουργία, τα κριτήρια και την εξαγωγή κρίσεων των Συμβουλίων αυτών. Ενδεικτικά: άρθρο 4, παρ. 7: «Με απόφαση του Υπουργού Υγείας ορίζονται […] και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τα συμβούλια του παρόντος άρθρου.» και ακόμα πιο αποκαλυπτικό το άρθρο 5, παρ. 10: «Με απόφαση του Υπουργού Υγείας ορίζονται αναλυτικά τα κριτήρια επιλογής, ο συντελεστής βαρύτητας του κάθε κριτηρίου, καθώς και κάθε άλλο θέμα που αφορά στη διαδικασία υποβολής υποψηφιότητας, μοριοδότησης των υποψηφίων και της τελικής επιλογής για κάθε θέση που έχει προκηρυχθεί.»

Τι άλλο να κάνουν για να βροντοφωνάξουν τη θεσμοθέτηση του ρουσφετιού και της αναξιοκρατίας· του νοσηρού πελατειακού συστήματος που αποτελεί όμως, ως γνωστόν, καταφύγιο κάθε εξωνημένης κυβέρνησης.

Η δεύτερη περίπτωση είναι η θεσμοθέτηση της αξιολόγησης του επικουρικού ιατρικού και οδοντιατρικού προσωπικού με τα άρθρα 13 και 14. Άλλη μια αξιολόγηση χωρίς κριτήρια, από διορισμένους προϊστάμενους και διευθυντάδες, που προφανώς θεσπίζεται όχι για να βελτιωθεί η ποιότητα του έργου των επικουρικών, όπως λένε, αλλά για να υπάρχει ένα «παραθυράκι» απειλής και εκβιασμού από τα πάνω προς εκείνους τους επικουρικούς που διεκδικούν και διαμαρτύρονται συλλογικά για τα κακώς κείμενα των νοσοκομείων, του Ε.Σ.Υ. Είναι γνωστές, άλλωστε οι περιπτώσεις επικουρικών με συνδικαλιστική δράση που με αστείες αφορμές «πάγωνε» η ανανέωση της σύμβασής τους!

Όσον αφορά τις τροποποιήσεις στο ιατρικό μισθολόγιο που έφερε η κυβέρνηση την τελευταία στιγμή πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου, ας διαβάσουν οι αναγνώστες την ανακοίνωση της Ο.Ε.Ν.Γ.Ε. (25/11/2022, Α.Π: 12603) όπου αποδομείται πλήρως το κυβερνητικό αφήγημα περί δήθεν γενναίων αυξήσεων, με χαρακτηριστική την περίπτωση των ειδικευόμενων γιατρών οι οποίοι «μετά τα πρώτα χρόνια της ειδικότητας οι ειδικευόμενοι αντί για αυξήσεις θα έχουν μειώσεις στο βασικό μισθό.», λόγω του ότι «καταργείται η προσαύξηση ανάλογα με τα χρόνια της προϋπηρεσίας» (!)

Τελικά, μελετώντας κανείς το νομοσχέδιο, θα αντιληφθεί πως υπονομεύει το ιατρικό έργο. Υποβαθμίζει την ποιότητα της περίθαλψης/φροντίδας της Υγείας και απαξιώνει την εκπαίδευση των ειδικευόμενων ιατρών με συνέπεια τη διόγκωση του – ήδη υπαρκτού – κύματος φυγής των για εκπαίδευση στο εξωτερικό (φαινόμενο braindrain). Ποιος γιατρός, νομίζουμε, ότι θα ασχοληθεί σοβαρά στις κλινικές με την εκπαίδευση των ειδικευομένων όταν οι συστηματικά υποβαθμισμένες συνθήκες του Ε.Σ.Υ. τον έχουν εξουθενώσει και ο νους του θα είναι πλέον στην απογευματινή ιδιωτική εργασία; Με την πολυαπασχόληση επίσης, θα συρρικνώνεται σταδιακά η πρωινή, Δημόσια και Δωρεάν περίθαλψη και θα επικρατεί η απογευματινή, με αμοιβή παροχή υπηρεσιών. Θεσμοθετείται στην ουσία η ανισότητα στη Δημόσια Υγεία με κριτήριο την οικονομική δυνατότητα του ασθενή.

Στρατηγική στόχευση αυτού του νομοσχεδίου, της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης της ΝΔ, είναι η κατάργηση της Δημόσιας παροχής Φροντίδας Υγείας και Περίθαλψης και η πλήρης εμπορευματοποίηση της Υγείας με στόχο την ενίσχυση, με κάθε δυνατό τρόπο, της ιδιωτικής καταλήστευσης του οτιδήποτε έχει Δημόσιο χαρακτήρα. Το σύστημα Υγείας που ορέγονται να δημιουργήσουν θα έχει ως βασικούς ωφελούμενους τους διευθυντάδες-κλινικάρχες του Ε.Σ.Υ., τους καθηγητάδες-ιατρούς των Ιατρικών Σχολών, τους επιχειρηματίες των ιδιωτικών κλινικών, θεραπευτηρίων και διαγνωστικών κέντρων και φυσικά τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες· οι οποίες «σαν κοράκια» θα πέσουν πάνω στους ασθενείς προσφέροντάς τους «οικονομικά πακετάκια» που θα τους εξωθούν, κυρίως, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις Υγείας.

Ακούγονται όλα αυτά κινδυνολογίες; Ας ρίξουμε μια ματιά στα άρθρα 38 και 40 του νομοσχεδίου.

Με το άρθρο 38 εκχωρείται η δυνατότητα υπηρεσίες του ΕΚΑΒ να δίνονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο: «Οι διακομιδές ασθενών μετά από την ολοκλήρωση της νοσηλείας τους […] Για την εξυπηρέτηση των διακομιδών του πρώτου εδαφίου, τα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας δύνανται επικουρικά να συνάπτουν συμβάσεις με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία είναι κάτοχοι αδειοδοτημένων ασθενοφόρων αυτοκινήτων του ιδιωτικού τομέα.»

Και με το άρθρο 40 ευθαρσώς η κυβέρνηση δίνει νομικά εργαλεία στο ιδιωτικό κεφάλαιο για περαιτέρω ανάπτυξη στο χώρο της Υγείας: «Κατ’ εξαίρεση, οι Ιδιωτικές Κλινικές δύνανται να χρησιμοποιούν στην επωνυμία ή στον διακριτικό τίτλο τους τον όρο «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ», σε οποιαδήποτε γλώσσα, […]»

Όλα αυτά νομοθετούνται την ώρα που στο Ε.Σ.Υ. οι ελλείψεις σε οργανικές θέσεις υγειονομικού προσωπικού είναι 30.000 περίπου, 5.500 εκ των οποίων είναι σε ιατρικό προσωπικό και το 40% των δαπανών του Ε.Σ.Υ. είναι –  ήδη – προς τον ιδιωτικό τομέα. Την ώρα που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας ωθείται βίαια στη φτωχοποίηση με ποικίλους τρόπους και προωθούνται ιδιωτικοποιήσεις-ξεπουλήματα σε κάθε τομέα της Δημόσιας σφαίρας. Την ώρα που βγαίνουν σε πλειστηριασμό οι πρώτες κατοικίες φτωχών ανθρώπων και δίνονται σε ληστρικά funds.

Την ώρα, μάλιστα, που αποκαλύπτεται συνεχώς η σήψη και η διαφθορά των κυβερνώντων της ΝΔ με παράνομους χρηματισμούς, μεθοδεύσεις, παρακολουθήσεις, εκβιασμούς, παιδεραστίες, παραδικαστικά κυκλώματα και με την πολιτική υποστήριξη στην ΕΛ.ΑΣ. που βασανίζει, βιάζει και δολοφονεί, δίχως να λογοδοτεί.

Αυτή την ώρα λοιπόν, που όλα καταρρέουν είναι αναγκαίο όλοι μας να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για να διατηρήσουμε το χαρακτήρα – τουλάχιστον – της Δημόσιας Υγείας, όπως είχε θεσμοθετηθεί στον ιδρυτικό νόμο του Ε.Σ.Υ.

Οι εργαζόμενοι του Ε.Σ.Υ. ως άμεσα εμπλεκόμενοι, αγωνιζόμαστε για να ανατραπεί αυτό το ζοφερό τοπίο στο χώρο της Υγείας. Μαζί μας χρειαζόμαστε και την κοινωνία των πολλών. Είναι χρέος μας να συνειδητοποιήσουμε πού εξωθείται η κατάσταση, να ξεσηκωθούμε και να ανατρέψουμε αυτό το νομοσχέδιο-έκτρωμα το οποίο φέρνει «τους νταβατζήδες στα θεωρεία, και ‘μάς στο λάκκο με τα θηρία».

Να μην περιμένουμε από καμία κυβέρνηση ότι θα το πράξει αυτό για μας. Μόνο ο λαός σώζει το λαό

«Άιντε σήκω, μωρέ, δεν το βλέπεις, μωρέ;
Η ζωή μας δεν μετρά, μπρος στο κέρδος που γεννά.
Απ’ τα χέρια μας θα βρει η ζωή απαντοχή.»

Από το πολιτικό τραγούδι «Σκλάβε ημών»,
του μουσικού συγκροτήματος «Υπεραστικοί».