Πώς δημιουργήθηκε το Ισραήλ και πώς η Παλαιστινιακή Αρχή μετατράπηκε σε εργολάβο της κατοχής

Το antapocrisis αναδημοσιεύει τη συνέντευξη του καθηγητή Νικόλα Κοσματόπουλου για την ιστορική εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος. Τη συνέντευξη πήρε ο Ν. Γιαννόπουλος για το news247.gr

Κ. Κοσματόπουλε, σας ευχαριστώ που δεχθήκατε να κάνουμε αυτήν την κουβέντα. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από την ιστορική αναδρομή του παλαιστινιακού ζητήματος, διότι πολύς κόσμος δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες οι οποίες, ωστόσο, έχουν μεγάλη σημασία…

Καταρχάς να πούμε ότι μια σύντομη αναδρομή που θα επιχειρήσω εδώ σίγουρα δεν καλύπτει πολλές πλευρές ενός ιδιαίτερα πολύπλοκου ζητήματος. Βασικό είναι ότι το ζήτημα ξεκινάει πολύ πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Νάκμπα – Καταστροφής – το 1948. Με μια έννοια, ξεκινάει με την Ναπολεόντεια κατοχή της Αιγύπτου και της Συρίας το 1798, όταν πρωτοδιατυπώνεται από τον Γάλλο αποικιοκράτη η ιδέα για ένα κράτος των Ευρωπαίων Εβραίων εκτός Ευρώπης. Το συγκεκριμένο πλάνο πρέπει να το κατανοήσουμε στο πλαίσιο τόσο της εξάπλωσης της αποικιοκρατίας στον πλανήτη, όσο και του αντισημιτισμού στη χριστιανική Ευρώπη. Απέναντι σε αυτό το ζήτημα και την ανάδειξη ομογενοποιημένων εθνικών κρατών, οι Εβραίοι θεωρήθηκαν από εθνικές ελίτ ως παρίες, απέναντι στους οποίους τα ευρωπαϊκά κράτη ακολούθησαν διαφορετικές πολιτικές, όπως έχει δείξει ο ιστορικός Έντσο Τραβέρσο στο συγκλονιστικό βιβλίο του για την εβραϊκή νεωτερικότητα.

Όταν λέτε διαφορετικές πολιτικές τι εννοείτε;

Στη Γαλλία, ας πούμε, επικράτησε το δόγμα των Εβραίων του κράτους, η αντίληψη ότι οι Εβραίοι μπορούν να υπηρετήσουν το κράτος σε γραφειοκρατικές θέσεις. Στη Γερμανία-Αυστροουγγαρία υπήρξαν τάσεις αποκλεισμού τους από πολλά στρατηγικά επαγγέλματα, με αποτέλεσμα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων να στραφούν προς τις επιστήμες-θετικές και θεωρητικές- και να μεγαλουργήσουν με κλασικά παραδείγματα τους Φρόυντ κι Αϊνστάιν. Ο ευρωαποικιακός αντισημιτισμός προϋπήρχε της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοά, δηλ. του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Για πολλούς Ευρωπαίους εθνικιστές της εποχής, οι Εβραίοι αποτελούσαν μία εξίσωση που παρέμενε άλυτη. Ως θύματα του ευρωαποικιακού ρατσισμού, οι Εβραίοι διανοούμενοι συζητούσαν την καλύτερη λύση, με πολλούς από αυτούς να επιλέγουν τον σοσιαλιστικό διεθνισμό ως απάντηση.

Ωστόσο, μέσα από την εβραϊκή κοινότητα – ειδικά στον γερμανόφωνο χώρο – ξεπήδησε μία τάση η οποία προώθησε την ιδέα ενός εβραϊκού έθνους, μετατρέποντας έτσι την θρησκεία τους σε μια ιδεατή “κοινότητα αίματος” στα πρότυπα του γερμανικού εθνικισμού. Κι έτσι γεννήθηκε ο σιωνισμός ως ένας συνδυασμός εθνικοποίησης της εβραϊκής θρησκείας κι ενός αποικιοκρατικού σχεδίου εκτός Ευρώπης στο πλαίσιο της τότε εξελισσόμενης αποικιοκρατικής επέκτασης της Δύσης σε όλον τον κόσμο. Ήδη από το 1870 ο πλανήτης έχει χωριστεί σε ζώνες κυριαρχίας των αποικιοκρατών, Βέλγων, Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών, Γερμανών και άλλων. Για τον τόπο στον οποίο θα ιδρυόταν το κράτος υπήρχαν διάφορες προτάσεις. Υπήρξαν προτάσεις για την Νότια Αμερική, μέρη της Αφρικής, αλλά για ιστορικούς-θεολογικούς λόγους προτιμήθηκε η Παλαιστίνη ως η καλύτερη λύση.

Πότε αυτό;

Το 1897 έχουμε την πρώτη ουσιαστική προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση με το σιωνιστικό συνέδριο στην Βέρνη της Ελβετίας. Η λύση αυτή άρχισε να προωθείται μεταξύ των εβραϊκών κοινοτήτων, αλλά και των ευρωπαϊκών ελίτ. Οι Σιωνιστές ηγέτες προώθησαν αυτήν την ιδέα σε συνεργασία με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και την ιδεολογία του εκπολιτισμού των βαρβάρων. Η πιθανότητα ίδρυσης ενός εβραϊκού εθνικού κράτους στην Παλαιστίνη έγινε πολύ περισσότερο ρεαλιστική, όταν κατέρρευσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1914 και τις τύχες της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής ανέλαβαν, ως γνωστόν, οι Αγγλογάλλοι. Η Κοινωνία των Εθνών έδωσε το πληρεξούσιο για την κατοχή της περιοχής. Το 1916 οι δύο μεγάλες δυνάμεις, η Αγγλία και η Γαλλία, έκοψαν και έραψαν τη Μέση Ανατολή ανάλογα με τις σφαίρες επιρροής τους. Η Παλαιστίνη πέρασε στους Άγγλους, η Συρία στους Γάλλους κ.τ.λ.

Το 1917 ο Μπαλφούρ, ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας, με επίσημη ανακοίνωση παραχωρεί το δικαίωμα για μία εβραϊκή εθνική εστία στη γη της Παλαιστίνης. Έχει σημασία να αναφέρουμε ότι ο Μπαλφούρ ήταν ένας αντισημίτης υπουργός. Πάρα πολλοί υποστηρικτές του Σιωνισμού στην Ευρώπη ήταν αντισημίτες και ήθελαν τους Εβραίους εκτός Ευρώπης. Από την άλλη, οι πατέρες του σιωνισμού, όπως ο Χερτζλ για παράδειγμα, θεώρησαν το διάχυτο αντισημιτικό ρατσισμό της Ευρώπης ως σύμμαχο στο σχέδιό τους να πείσουν τους Εβραίους της Ευρώπης να συνταχτούν πίσω από τον εποικισμό της Παλαιστίνης. Αυτός είναι ο λόγος της φαινομενικά παράλογης συμμαχίας αντισημιτών και σιωνιστών που σε διαφορετικές εκφάνσεις υπάρχει ακόμα και σήμερα. Για παράδειγμα, οι πιο φανατικοί σύμμαχοι του Ισραήλ στις ΗΠΑ είναι οι φονταμενταλιστές Προτεστάντες Χριστιανοί που χρηματοδοτούν πολιτικούς, σπιλώνουν αντιπάλους, επιτίθενται στον ΟΗΕ και στηρίζουν τυφλά το Ισραήλ.

Τελικώς κάτω από ποιες συνθήκες φτάνουμε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948;

Οι Παλαιστίνιοι, όπως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασαν σε αυτό το σχέδιο της ίδρυσης ενός ευρω-αποικιοκρατικού κράτους στη γη τους, από πολύ νωρίς. Το 1922 πάντως η Κοινωνία των Εθνών εγκρίνει το αγγλικό σχέδιο και ουσιαστικά του προσφέρει τη μέγιστη δυνατή νομιμοποίηση από τη Δύση. Το 1933 ξεσπούν μεγάλες διαμαρτυρίες κι απεργίες των γηγενών και εν συνεχεία μια μεγαλειώδης παλαιστινιακή εξέγερση, την οποία καταπνίγουν οι Άγγλοι. Το 1938 ένα γκρουπ οπλισμένων σιωνιστών αρχίζει επιθέσεις προς τους Παλαιστίνιους και το 1939 διαλύουν και καταστέλλουν την αραβική εξέγερση που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη από το 1936.

Το 1942 διεξάγεται η μεγάλη συνάντηση των σιωνιστών στη Νέα Υόρκη και εκεί οι ΗΠΑ μπαίνουν στο πλάνο της υποστήριξης του σιωνισμού. Το 1946 η Χαγκανά και η Στερνγάνκ – ομάδες οπλιτών- αρχίζουν στρατιωτική δράση εναντίον Άγγλων και Παλαιστινίων ταυτόχρονα. Το 1947 με το ψήφισμα 181 του ΟΗΕ αποφασίζεται η ίδρυση δύο κρατών με την οποία όμως οι Ισραηλινοί παίρνουν γη δυσανάλογα περισσότερη του πληθυσμού τους. Οι Παλαιστίνιοι απορρίπτουν αυτό το πλάνο και το 1948 αρχίζει ένοπλη σύρραξη, στην οποία πρωτοστατούν οργανώσεις-προπομπές του μετέπειτα ισραηλινού στρατού. Κι εδώ μπαίνει σε εφαρμογή το plan dalet, ένα πλάνο εθνοκάθαρσης και μαζικής εκδίωξης του ιθαγενικού πληθυσμού και καταστροφής ολόκληρων χωριών και πόλεων (βλ. Ilan Pappe, The Ethnic Cleansing Of Palestine).

Εβραίοι μετανάστες πριν μπουν στο καμπ του Αθλίτ. Τους υποδέχονται Παλαιστίνιοι αστυνομικοί. AP

Τον Μάιο του 1948 ιδρύεται το κράτος του Ισραήλ το οποίο αναγνωρίζουν αμέσως τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ένωση. Κατά τη γνώμη μου, οι Σοβιετικοί έκαναν λάθος στην εκτίμησή τους. Αλλά τότε η Ευρώπη κι ο κόσμος ήταν συγκλονισμένος από το αποτρόπαιο έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Από την άλλη, η μεταπολεμική Ευρώπη πέτυχε δύο νίκες με μια κίνηση. Καταρχάς, δαιμονοποιώντας τον Χίτλερ αποσιώπησε τόσο τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό όσο και την δυτική αποικιοκρατία που διέπραξε γενοκτονίες κι ολοκαυτώματα σε όλον τον κόσμο για αιώνες. Δεύτερον, συνδέοντας το Ολοκαύτωμα με την ίδρυση του Ισραήλ, μετέτρεψε τις δυτικές ευθύνες για το Ολοκαύτωμα σε βάρος ενός ιθαγενικού λαού εκτός Ευρώπης. Παράλληλα αναδείχτηκε σε ηθικό ηγεμόνα σε παγκόσμιο επίπεδο φυλάσσοντας για τον εαυτό της τον ρόλο του απόλυτου θύματος και μετέπειτα κριτή.

Παρόλα αυτά, ο OΗΕ, με το ψήφισμα 194, καθιστά ξεκάθαρο ότι οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες πρέπει να επιστρέψουν στις εστίες τους, αλλά από τότε μέχρι και σήμερα αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν πρόσφυγες.

Μιλάμε δηλαδή για τρεις, τουλάχιστον, γενιές προσφύγων…

Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν και πέθαναν σε στρατόπεδα Παλαιστίνιων προσφύγων. Η Δύση για να αντιμετωπίσει αυτό το πρωτοφανέρωτο προσφυγικό κύμα ίδρυσε την περίφημη UNRWA η οποία αποτελεί το μοντέλο πάνω στο οποίο χτίστηκε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.

Τι σηματοδοτεί στη συνέχεια ο πόλεμος των έξι ημερών του 1967;

Ας δούμε πρώτα πώς ήταν ο κόσμος το 1967. Εκείνη την περίοδο καταγραφόταν μία ανάδυση του παγκόσμιου νότου με το αντιαποικιακό κίνημα. Τέτοιου είδους κινήματα είχαμε στην Γκάνα, την Κούβα, την Αλγερία, το Βιετνάμ και αλλού. Υπήρχε, επίσης, το Κίνημα των Αδέσμευτων στο οποίο πρωτοστατούσε η Αίγυπτος του Νάσερ. Την ίδια ώρα το Ισραήλ δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση το παλαιστινιακό να συνδεθεί με το αντι-αποικιακό πλαίσιο. Από την αρχή της πορείας του κράτους τους, οι Ισραηλινοί θέλησαν να αποσιωπήσουν τους δεσμούς του σιωνισμού με την αποικιοκρατία, αλλά και κάθε σύγκριση μεταξύ του Ισραήλ και του απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής, την οποία όμως εκείνη την περίοδο έκαναν πολλά αντι-αποικιακά κινήματα.

Το 1967 λοιπόν δεν λαμβάνει χώρα μόνο μία σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Αράβων. Είναι μία σύγκρουση μεταξύ αποικιοκρατίας και αντιαποικιακού κινήματος. Το παλαιστινιακό, έτσι και αλλιώς, είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα με πλευρές που αφορούν όλο τον πλανήτη. Υπό αυτήν την έννοια, η νίκη του Ισραήλ το 1967 ήταν μία νίκη της αποικιοκρατίας, σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο, εναντίον ενός αντιαποικιακού κινήματος το οποίο συγκροτούσαν η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος του Νάσερ και η Συρία.

Το αντιαποικιακό κίνημα πρότεινε ένα κοινό κράτος, Εβραίων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη γη της Παλαιστίνης. Αυτό εννοούσαν με την καταστροφή του Ισραήλ, την κατάργηση του απαρτχάιντ, κι όχι φυσικά τον μαζικό θάνατο ανθρώπων. Ένα κοινό κράτος για όλους. Αυτό προέβλεπε και το προσχέδιο της PLO το 1969, ένα ενιαίο κράτος κόντρα στην πολιτική του Ισραήλ να επιβάλει ένα “εθνοκαθαρτικό” μοντέλο στην περιοχή.

Με την Νάκμπα (ήττα) του 1967 τελειώνει η ελπίδα για την αραβική ανεξαρτησία και ένωση την οποία πολέμησαν οι Δυτικοί από την αρχή της. Οι Ευρωπαίοι ήταν ενάντια σε κάθε είδους πολιτικής ένωσης σε μια περιοχή με κοινή γλώσσα και πανταχού παρούσες θρησκείες, παρά το γεγονός ότι στην ήπειρό τους είχαν ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζουν το σχέδιο που αργότερα κατέληξε στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πώς εξηγείτε την πρωτοκαθεδρία της Χαμάς σήμερα στην Παλαιστίνη; Πώς προκύπτει αυτό ενώ τα προηγούμενα χρόνια η Φατάχ ήταν πολύ μαζική και εξέφραζε την πλειοψηφία;

Πρέπει, αρχικά, να πάμε λίγο πίσω, στο 1987 έτος κατά το οποίο λαμβάνει χώρα η πρώτη Ιντιφάντα. Λίγο πιο πίσω, το 1982, οι Παλαιστίνιοι μαχητές αποχώρησαν από τη Βηρυτό κι έφτασαν στην Τυνησία. Και εκεί που όλοι νόμιζαν ότι το παλαιστινιακό ζήτημα έχει τελειώσει με οριστική ήττα των Παλαιστίνιων (οι Ισραηλινοί ήδη πανηγύριζαν για την τριχοτόμηση του παλαιστινιακού πληθυσμού) άρχισε η Ιντιφάντα από τους Παλαιστίνιους στο εσωτερικό της χώρας και στα κατεχόμενα. Άρχισαν, εν συνεχεία, οι διαπραγματεύσεις οι οποίες τελικά οδήγησαν στην προβληματική συμφωνία του Όσλο, το 1993, με την οποία κάτω από το βάρος της γεωπολιτικής αλλαγής (με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης), οι Παλαιστίνιοι αναγνωρίζουν το κράτος του Ισραήλ, ενώ οι ίδιοι αποδέχονται ένα αρχιπέλαγος εδαφών και μια αόριστη υπόσχεση δημιουργίας κράτους στο μέλλον. Ήταν μια συμφωνία ειρήνης που απλά συνέχιζε τον πόλεμο με άλλα μέσα.

Ο Γιάσερ Αραφάτ, ο Γιτζάκ Ράμπιν και ο Σιμόν Περές φωτογραφίζονται με τα βραβείο Νόμπελ Ειρήνης στο Οσλο στις 10 Δεκεμβρίου του 1994. AP

Γιατί το λέτε αυτό;

Διότι οι Ισραηλινοί ζήτησαν από τους Παλαιστίνιους να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ χωρίς να τους δίνουν το δικαίωμα να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Την ίδια στιγμή, έλεγξαν την πολιτική του ηγεσία μέσα από χρηματοδοτήσεις και άνοιξαν το δρόμο για συνεχόμενους εποικισμούς μέσα από την καντονοποίηση της Δυτικής Όχθης. Τελικά δημιούργησαν μια βιομηχανία “ειρήνης”, μέσα από την οποία η Παλαιστινιακή Αρχή μετατραπήκε σε εργολάβο της ισραηλινής κατοχής. Δόθηκαν, για παράδειγμα, πολλά κονδύλια για τη δημιουργία της παλαιστινιακής αστυνομίας, η οποία κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε κατά των Παλαιστινίων. Η Παλαιστινιακή Αρχή φυλάκισε-και έχει ακόμα στις φυλακές-Παλαιστίνιους αγωνιστές απαλλάσσοντας από τον κόπο και τα έξοδα την κατοχική δύναμη. Ένα γνωστό σενάριο σε αποικιοκρατικές καταστάσεις αλλού.

Άρα, κάπως έτσι αυξάνεται και η δημοφιλία της Χαμάς στον πληθυσμό…

Ακριβώς. Η Χαμάς προκύπτει ως ένα ανεξάρτητο αδιάφθορο κίνημα εναντίον της συνεργασίας της Παλαιστινιακής Αρχής με το Ισραήλ και κερδίζει τις εκλογές του 2006. Οι εκλογές όμως, αν και ήταν οι δημοκρατικότερες που είχαν γίνει ποτέ στον αραβικό κόσμο, δεν αναγνωρίζονται από την Δύση και η διάσπαση παίρνει χαρακτηριστικά ένοπλης ενδοπαλαιστινιακής διαμάχης. Η Δύση ανακηρύσσει τον νικητή των εκλογών τρομοκράτη κι ανέχεται το εμπάργκο της Γάζας που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αποκόπτοντας την περιοχή από την Δυτική Όχθη και τον υπόλοιπο πλανήτη ουσιαστικά.

Στη Δυτική Όχθη ο Αμπάς εξελίσσεται ουσιαστικά σε μία μαριονέττα του Ισραήλ συνεχίζοντας το μοντέλο υποκατάστασης της κατοχής. Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ – και τώρα μερικές χώρες στη Δύση- πολέμησαν με νύχια και με δόντια το μη βίαιο κίνημα του BDS – Μποϋκοτάζ, Κυρώσεις, Αποεπενδύσεις – φράζοντας έτσι τον δρόμο προς κάθε ειρηνική διαμαρτυρία. Αν θυμάστε, ελεύθεροι σκοπευτές σημάδευαν γόνατα και γυμνά στήθη στις ειρηνικές πορείες της Παρασκευής όλον τον προηγούμενο καιρό.

Για τα γεγονότα που εξελίσσονται τώρα στην περιοχή, μία εξήγηση έχει να κάνει με τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο Νετανιάχου στην εσωτερική πολιτική σκηνή του Ισραήλ. Απειλείται και με φυλάκιση καθώς έχει εμπλακεί σε σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς. Άρα ωθεί την κατάσταση στα άκρα. Είναι επαρκής αυτή η εξήγηση;

Μερικώς μόνο. Η πολιτική του Νετανιάχου σίγουρα παίζει έναν κομβικό ρόλο, πρόκειται για έναν κυνικό πολιτικό ο οποίος καταφεύγει στον εθνικισμό, όπως συχνά κάνουν πολιτικοί για να αποπροσανατολίσουν. Είναι όμως μόνο μέρος του προβλήματος. Είναι βασικό ότι οι πληθυσμοί που αυτήν τη στιγμή ξεσηκώνονται, όχι μόνο στην Ιερουσαλήμ, αλλά και αλλού στο Ισραήλ, έχουν απομονωθεί πολιτικά κι έχουν εξωθηθεί στη φτώχεια. Ζουν στην καθημερινότητά τους το απαρτχάιντ μέσα από πολιτικές οι οποίες, για παράδειγμα, προβλέπουν υποχρηματοδότηση των αραβικών σχολείων του Ισραήλ. Γειτονιές Παλαιστινίων στις λεγόμενες mixed cities σπρώχνονται επίσης στη βία και στην ανομία και διαμορφώνονται έτσι συνθήκες αμερικανικών γκέτο, όπου κυριαρχεί η ενδοπαλαιστινιακή βία, Παλαιστινίων εναντίον Παλαιστινίων.

Στη δε Ιερουσαλήμ συνεχίζεται ο εποικισμός κανονικά. Απλώς αυτήν τη φορά ξεχείλισε το ποτήρι και γίνονται αυτά που γίνονται. Ο καταδικασμένος Πρωθυπουργός του Ισραήλ θέλησε να προσεταιριστεί τους ακροδεξιούς εθνικιστές. Μία επίθεση κατά των Παλαιστινίων φέρνει ψήφους και στήριξη από το εθνικιστικό στρατόπεδο. Ωστόσο, και ο υποτιθέμενος φιλελεύθερος ηγέτης, Μπένυ Γκαντς λέει ότι η Γάζα πρέπει να ισοπεδωθεί. Αυτή η ρητορική δηλαδή, της εθνοκάθαρσης, δεν αφορά μόνο τον Νετανιάχου. Τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί σε μεγάλο πολιτικό φάσμα στη χώρα.

Από την άλλη, παρατηρούμε για πρώτη φορά Παλαιστίνιους να ξεσηκώνονται με ένα κοινό πλαίσιο ιστορικής ανάλυσης το οποίο λέει: Είμαστε πρόσφυγες στην ίδια μας τη χώρα, είμαστε θύματα ενός απαρτχάιντ, μιας συνεχιζόμενης Νάκμπα. Υπάρχει μία ποιοτική αλλαγή στο πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως δεύτερης και τρίτης διαλογής πολίτες του κράτους. Οι Παλαιστίνιοι που ζουν εντός καταλαβαίνουν ότι πλέον δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν σε σχέση με τους εκτός των τειχών. Βλέπουν, αντίθετα, ότι όλοι είναι θύματα του θεσμικού ρατσισμού του ισραηλινού κράτους.

Θα ήθελα να κλείσουμε με τη στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο ζήτημα τα τελευταία 40 χρόνια. Φτάσαμε από τον πολιτικό “έρωτα” του Ανδρέα Παπανδρέου για τον Γιάσερ Αραφάτ στα τριεθνή σχήματα με το Ισραήλ με στόχο, προφανώς, την απομόνωση της Τουρκίας. Έλληνες Υπουργοί σήμερα δηλώνουν δημοσίως ότι στηρίζουν απόλυτα το Ισραήλ. Πώς έχει γίνει αυτό; Πώς την κρίνετε την ελληνική εξωτερική πολιτική σε αυτό το ζήτημα;

Σίγουρα είναι αφελής σε πολλαπλές αναγνώσεις. Καταρχάς, αποξενώνει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας στις χώρες της περιοχής. Πρόκειται για πολιτική που στοχεύει μόνο στις ελίτ. Η κυβέρνηση λέει ότι την ενδιαφέρουν μόνο οι κυβερνήσεις – οι περισσότερες δικτατορίες- και οι αραβικές οικονομικές ελίτ. Η πολιτική αυτή είναι καθαρά κυνική και αντίθετη σε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου. Μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ σε περιπτώσεις στις οποίες η Ελλάδα θα ζητήσει την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου για την ίδια.

Είναι τραγικό λάθος να ανοίξει μέτωπο με τον Παγκόσμιο Νότο ο οποίος υπερασπίζεται αναφανδόν το δίκαιο στο ζήτημα της Παλαιστίνης. Θα την χαρακτήριζα ακόμα ως μια επικίνδυνη πολιτική, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ειρήνη στην περιοχή. Ο συναγελασμός και η ανοικτή στρατιωτική συνεργασία με χώρες που πρωτοστατούν σε επιθετικούς πολέμους όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, και τα Εμιράτα είναι πραγματικά αυτοκτονική και βολονταριστική. Είναι πολύ σαθρά τα θεμέλια αυτών των συνεργασιών. Ούτε το Ισραήλ ούτε οι ΗΠΑ πρόκειται να βάλουν πλάτη σε μία ενδεχόμενη σύγκρουση με την Τουρκία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπάρξει πόλεμος με την Τουρκία, και ακόμα περισσότερο μια τρελή κούρσα εξοπλισμών δύο χωρών σε βαθιά οικονομική κρίση, είναι πραγματικά καταστροφικό για τους λαούς της περιοχής.

Η δυνατότητα να μπορείς να μιλάς με όλους είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Πρέπει να επιδιώξουμε μία δίκαιη λύση του Παλαιστινιακού, μέσα από την προώθηση του διεθνούς δικαίου, των αποφάσεων του ΟΗΕ και του κοινού περί δικαιοσύνης αισθήματος. Οτιδήποτε άλλο είναι επικίνδυνοι λεονταρισμοί χωρίς συναίσθηση της εκρηκτικότητας της κατάστασης και του απρόβλεπτου μέλλοντος.

Πηγή: news247

Σε ποια πολεμικά μέτωπα σκοτώθηκαν πόσοι ναζί – Τι δείχνει η ιστορική έρευνα

Η “ευρωπαϊκή φάση” του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή που αφορούσε την ανατροπή της ιεραρχίας των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ξεκίνησε με αισιόδοξους, για την Γερμανία, οιωνούς. Το γαλλο-βρετανικό σύστημα είχε αποδείξει στο Μόναχο, τον Σεπτέμβριο του 1938, ότι δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε περιπέτειες και πολεμικά μέτωπα για να προασπίσει την ευρωπαϊκή τάξη που το ίδιο είχε δημιουργήσει στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Είχε αποδείξει επίσης ότι θεωρούσε την Σοβιετική Ένωση πολύ πιο επικίνδυνο εχθρό από τους ναζί και τους φασίστες, σκορπίζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε φόβο του Βερολίνου για διμέτωπο αγώνα.

Στο νέο πόλεμο οι πίνακες απωλειών ήταν λιγότερο καταθλιπτικοί και οι αντίστοιχοι των επιτυχιών σαφώς πιο γεμάτοι. Στα 1939 η Γερμανία κατέκτησε την Πολωνία με κόστος 15.000 νεκρούς, αντιπαρατάχθηκε απέναντι στον γαλλικό και τον βρετανικό στρατό χάνοντας λιγότερους από δύο χιλιάδες στρατιώτες τον μήνα. Από τον Απρίλιο ως τον Ιούλιο του 1940 κατέκτησε την Νορβηγία, τη Δανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Γαλλία, χάνοντας αθροιστικά 60.000 στρατιώτες. Στη μάχη της Αγγλίας και στη μάχη του Ατλαντικού χάνονταν κυρίως μηχανές, λίγοι άνθρωποι.

Την άνοιξη του 1941 η γερμανική Ευρώπη, η “Νέα Ευρώπη”, όπως την ονόμασαν, πρόσθεσε την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα στα κράτη που κατέκτησε. Την ίδια εποχή πάτησε πόδι στην Αφρική. Το κόστος, τον Απρίλιο και τον Μάϊο του 1941, 17.000 νεκροί. Στις 22 Ιουνίου 1941, μετά από 18 περίπου μήνες πολέμου οι γερμανικές απώλειες σε νεκρούς ήταν 134.000 συνολικά. Ήταν κατά 12.000 λιγότεροι από τους νεκρούς του 1914. Με αυτό το τίμημα είχε κατακτηθεί ή υποταγεί μια ολόκληρη ήπειρος. Είχαν νικηθεί δέκα στρατοί και είχαν καταληφθεί στρατιωτικά δέκα κράτη. Στα περισσότερα από αυτά το τίμημα που πλήρωσε ο γερμανικός στρατός σε ζωές στρατιωτών του ήταν μικρότερο από τους 2.300 νεκρούς που προκάλεσε η καταστροφή του “Βίσμαρκ” τον Μάϊο του 1941.

Πολεμικά μέτωπα

Η εισβολή στην Σοβιετική Ένωση ανέτρεψε εντυπωσιακά τις στατιστικές των απωλειών του γερμανικού στρατού, από την πρώτη κιόλας ημέρα. Στις εννέα πρώτες ημέρες του πολέμου, τον Ιούνιο, οι Γερμανοί είχαν 25.000 νεκρούς στο ανατολικό μέτωπο. Τον Ιούλιο οι νεκροί στο ίδιο μέτωπο ήταν 63.000, περισσότεροι από τις εκστρατείες κατά της Γαλλίας και των Βαλκανίων αθροιστικά. Από τις 22 Ιουνίου ως τις 31 Δεκεμβρίου του 1941 ο γερμανικός στρατός έχασε στη Ρωσία 302.000 νεκρούς (ποσοστό 84,6%) από το σύνολο των 357.000 απωλειών του σε όλα τα μέτωπα. Ήταν περισσότερο από δύο φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους των 18 πρώτων μηνών του πολέμου και συγκρίσιμοι πλέον με τους αντίστοιχους του φονικού 1915.

Σε ολόκληρο το έτος αυτό οι Γερμανοί έχασαν 812.000 νεκρούς από τους οποίους οι 701.000 σκοτώθηκαν στο ανατολικό μέτωπο (ποσοστό 86,3%).Τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου, το 1944 και οι τέσσερεις μήνες του 1945,ήταν η πλέον αιματηρή περίοδος του πολέμου και εκείνη για την οποία έχουμε τα λιγότερα στατιστικά στοιχεία και, ως εκ τούτου τις μεγαλύτερες αποκλίσεις στις εκτιμήσεις. Για ολόκληρο το 1944 οι απώλειες της Γερμανίας σε νεκρούς ήταν1.802.000. Από αυτούς οι 1.233.000 (ποσοστό 68,4%) σκοτώθηκαν στο ανατολικό μέτωπο.

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ακόμα και τον Αύγουστο του 1944, όταν κατέρρευσε το μέτωπο στην Γαλλία και ένα μεγάλο μέρος του εκεί γερμανικού στρατού καταστράφηκε οι νεκροί ήταν συνολικά 349.000 από τους οποίους οι 277.000 και πάλι στο ανατολικό μέτωπο. Για το 1945 τα στοιχεία είναι ασαφή, πλην όμως, η δυτική και η σημερινή γερμανική βιβλιογραφία θεωρούν ότι τα δύο τρίτα των απωλειών στο έτος αυτό οφείλονται στις μάχες με τον Κόκκινο Στρατό. Οι απώλειες των τελευταίων απελπισμένων μαχών του 1945 υπολογίστηκαν σε περισσότερους από 1.250.000 νεκρούς. Οι μεγάλες τιτάνιες συγκρούσεις το έτος αυτό έγιναν σχεδόν αποκλειστικά στο ανατολικό μέτωπο (Βουδαπέστη, Κουρλάνδη, Βερολίνο…).

Νεκροί στο Ανατολικό μέτωπο

Με βάση τους παραπάνω αριθμούς, που προέρχονται από Γερμανικές Υπηρεσίες, αρμόδια πρόσωπα ή αρχειακές εκθέσεις, από την αρχή του πολέμου ως τις 31 Δεκεμβρίου του 1944, η Γερμανία έχασε στα πεδία των μαχών 3.677.000 νεκρούς ή διαπιστωμένους νεκρούς. Από αυτούς τους 2.743.000 (ποσοστό 74,6%) στο ανατολικό μέτωπο. Οι γερμανικές κυβερνήσεις υπολογίζουν σε 635.000 τους άμαχους που σκοτώθηκαν από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων. Αυτή η κατηγορία των νεκρών μπορεί να πιστωθεί αποκλειστικά σε Βρετανούς και Αμερικανούς – οι Σοβιετικοί δεν βομβάρδισαν αμάχους.

Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για να ισοσκελιστεί το προηγούμενο “άκομψο” μέγεθος, υποστηρίχθηκε ότι ως και 2.500.000 Γερμανοί πολίτες χάθηκαν στις μαζικές εκτοπίσεις και στην προσφυγιά στα ανατολικά εδάφη. Σήμερα ο αριθμός αυτός (η εκκένωση των περιοχών έγινε χειμώνα κάτω από άθλιες συνθήκες, σε πολεμικό περιβάλλον) έχει σαφώς συρρικνωθεί στο επιστημονικό περιβάλλον. Γίνεται λόγος για 500.000 θύματα και έχει αποδοθεί στις διαταγές του Βερολίνου για εκκένωση των γερμανικών πληθυσμών εκεί όπου έφθαναν οι Ρώσοι. Διατηρείται όμως στο πολιτικό πεδίο. Η γερμανική κυβέρνηση εμμένει στον μεγάλο αριθμό ώστε να μπορεί να υποστηρίξει ότι η Γερμανία υπήρξε το μεγάλο θύμα του πολέμου.

Στην πρόσφατη εξάλλου ημιεπίσημη γερμανική ιστορία (“Η Γερμανία και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος”) υποστηρίζεται ότι τον πόλεμο αυτόν τον ξεκίνησε η Σοβιετική Ένωση. Οι παραπάνω αριθμοί ελάχιστο σχολιασμό χρειάζονται. Μιλούν από μόνοι τους. Ο πόλεμος κράτησε συνολικά 64 μήνες. Ο πόλεμος ανάμεσα στην Γερμανία, τους συμμάχους της και την Σοβιετική Ένωση κράτησε 46 μήνες. Από τους 46 αυτούς μήνες, τους 35 η ΕΣΣΔ πολέμησε ουσιαστικά μόνη της. Μόνο μετά την απόβαση στην Νορμανδία, στις 6 Ιουνίου 1944 υπήρξε άξιο λόγου δυτικό μέτωπο, ικανό να τραβήξει σημαντικές δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο. Δεν χρειάζονται νομίζω περισσότερα για να απαντηθεί το ερώτημα, ποιος νίκησε την Γερμανία και το ναζισμό.

Πηγή: slpress.gr

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής επανάστασης

Ο Eric Hobsbawm στο έργο του «Η εποχή των επαναστάσεων 1789 – 1848» γράφει για τη γέννηση των συνειδητών εθνικιστικών κινημάτων και τον τρόπο που αυτά ενώθηκαν με την πολιτική συγκρότηση της αστικής δημοκρατικής τάξης και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Θεωρεί ότι μόνο στην Ελλάδα υπήρξε εθνική απελευθερωτική επανάσταση ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και του αστικού εθνικισμού. Αυτό εξηγεί και το ευρύ φιλελληνικό ρεύμα που επικράτησε στην Ευρώπη.

Μετά το 1830, όπως είδαμε, το γενικό κίνημα υπέρ της επανάστασης διχάστηκε. Από το διχασμό αυτόν προέκυψε ένα φαινόμενο που αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής: τα ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα. Τα κινήματα που συμβολίζουν με τον πειστικότερο τρόπο την εξέλιξη αυτή είναι όσα ίδρυσε ή ενέπνευσε ο Giuseppe Mazzini μετά την επανάσταση του 1830: Νέα Ιταλία, Νέα Πολωνία, Νέα Ελβετία, Νέα Γερμανία και Νέα Γαλλία (1831-36), καθώς και η ανάλογη Νέα Ιρλανδία της δεκαετίας του 1840, ο πρόδρομος της μόνης επαναστατικής οργάνωσης που είχε μακροβιότητα και επιτυχία, με βάση το πρότυπο των συνωμοτικών αδελφοτήτων των αρχών του 19ου αιώνα, τους Fenians ή Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα, πιο γνωστή από το εκτελεστικό της όργανο, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (I.R.A.). Αυτά καθαυτά τα κινήματα δεν είχαν μεγάλη σημασία η παρουσία και μόνο του Mazzini θα αρκούσε να εξασφαλίσει την πλήρη αναποτελεσματικότητά τους. Από συμβολική άποψη όμως έχουν εξαιρετική σημασία, όπως άλλωστε αποδεικνύει η υιοθέτηση ονομάτων όπως Νέοι Τσέχοι ή Νεότουρκοι από μεταγενέστερα εθνικιστικά κινήματα. Σημαδεύουν τη διάσπαση του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος σε εθνικά τμήματα. Αναμφισβήτητα, τα τμήματα αυτά είχαν το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα και την ίδια στρατηγική και τακτική, ακόμη και, εν πολλοίς, την ίδια σημαία σχεδόν πάντοτε κάποια τρίχρωμη. Τα μέλη κάθε τμήματος δεν έβλεπαν αντιφάσεις ανάμεσα στα δικά τους αιτήματα και σ’ αυτά των άλλων εθνών, οραματίζονταν μάλιστα μια αδελφότητα όλων των εθνών και την ταυτόχρονη απελευθέρωσή τους. Από την άλλη μεριά, κάθε έθνος προσπαθούσε τώρα να δικαιώσει το πρωταρχικό μέλημά του για τους δικούς του, αναλαμβάνοντας το ρόλο του Μεσσία για όλους. Μέσω της Ιταλίας (σύμφωνα με τον Mazzini), μέσω της Πολωνίας (σύμφωνα με τον Mickiewicz), οι λαοί που υπέφεραν θα οδηγούνταν στην ελευθερία μια στάση εύκολα προσαρμόσιμη σε συντηρητικές ή και ιμπεριαλιστικές πολιτικές, καθώς μαρτυρούν τόσο οι Ρώσοι σλαβόφιλοι, που υπεράσπιζαν την ιδέα της Αγίας Ρωσίας, την Τρίτη Ρώμη, όσο και οι Γερμανοί, που επρόκειτο αργότερα να κηρύξουν στον κόσμο με επιμονή πως θα τον γιάτρευε το γερμανικό πνεύμα.

Ομολογουμένως, αυτή η αμφιλογία του εθνικισμού αναγόταν στη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ένα μεγάλο και επαναστατικό έθνος, και είχε λογική τότε (όπως εξάλλου και γινόταν) να θεωρείται το αρχηγείο όλων των επαναστάσεων και ο απαραίτητος πρώτος υποκινητής της διαδικασίας για την απελευθέρωση του κόσμου. Το να προσβλέπει κανείς στο Παρίσι είχε λογική. Το να προσβλέπει σε μια ασαφή «Ιταλία», «Πολωνία» ή «Γερμανία» (που εκπροσωπούνταν στην πράξη από μια φούχτα συνωμότες και πολιτικούς πρόσφυγες) είχε λογική μόνο για τους Ιταλούς, τους Πολωνούς και τους Γερμανούς.

Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμων πόλεμος των ποιμενικών φυλών και των ληστών – ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μια μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ’ ολόκληρη την Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτή.

Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι βαλκανικοί λαοί, ήταν η ελληνική, και Έλληνες επάνδρωσαν τα υψηλότερα κλιμάκιά της υπό τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (τη σημερινή Ρουμανία).

Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε κι αν ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αυτός ο εξελληνισμός προχώρησε πιο ορμητικά απ’ ό,τι προηγουμένως, εν πολλοίς λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που επεξέτεινε επίσης την εμβέλεια αλλά και αύξησε τις επαφές της ελληνικής διασποράς. Το νέο και ανθηρό σιτεμπόριο της Μαύρης Θάλασσας έφερε τους Έλληνες στα ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά επιχειρηματικά κέντρα και ενίσχυσε τους δεσμούς τους με τη Ρωσία. Η ανάπτυξη του βαλκανικού εμπορίου έφερε τους Έλληνες ή τους εξελληνισμένους εμπόρους στην Κεντρική Ευρώπη.

Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα τυπώθηκαν στη Βιέννη (1784-1812). Η περιοδική μετανάστευση και επανεγκατάσταση αγροτών-ανταρτών ενδυνάμωσε περισσότερο τις κοινότητες της διασποράς.

Και ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες. Ο Ρήγας (1760-98), ο ηγέτης ενός πρώιμου, άδηλου και ίσως παμβαλκανικού επαναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη Μασσαλιώτιδα στα ελληνικά δεδομένα.

Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική εταιρεία που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε στο νέο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού το 1814. Ο εθνικισμός τους ήταν μέχρις ενός σημείου ανάλογος με τα ελιτίστικα κινήματα της Δύσης. Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία Ελλήνων προυχόντων γιατί οι μόνοι που θα μπορούσαν να ονομαστούν Έλληνες στην εξαθλιωμένη αυτή περιοχή των δουλοπαροίκων ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Φυσικά ο ξεσηκωμός αυτός απέτυχε οικτρά (1821).

Ευτυχώς όμως η Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους «κλέφτες», τους εκτός νόμου και τους αρχηγούς στις φάρες των ελληνικών βουνών (ιδίως στην Πελοπόννησο), και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία τουλάχιστον μετά το 1818 απ’ ό,τι οι Νοτιοϊταλοί ευγενείς Καρμπονάροι, που είχαν επιχειρήσει έναν παρόμοιο προσηλυτισμό των δικών τους ληστών (banditti).

Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε πολλά πράγματα γι’ αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση ήταν κατάλοιπο του αρχαίου ελληνισμού που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβινική ορολογία.

Αν κάτι αντιπροσώπευαν και υποστήριζαν ήταν το πανάρχαιο ήθος μιας χερσονήσου, όπου ο ρόλος του άντρα ήταν να γίνει ήρωας και όπου ο εκτός νόμου που έπαιρνε τα βουνά για να αντισταθεί σε κάθε κυβέρνηση και για να επανορθώσει στις αδικίες που γίνονταν εις βάρος του λαού ήταν το πολιτικό ιδεώδες.

Στον ξεσηκωμό ανδρών όπως ο Κολοκοτρώνης, ληστής και ζωέμπορος, οι εθνικιστές δυτικού τύπου πρόσφεραν την ηγεσία και τους τοποθετούσαν σε πανελλαδική μάλλον παρά καθαρά τοπική κλίμακα. Με τη σειρά τους, αποκόμιζαν από τις επαναστάσεις ένα μοναδικό στοιχείο, που ενέπνεε δέος: τον μαζικό ξεσηκωμό ενός ένοπλου λαού.

Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων γέννησε μια από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική.

Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον Ελληνισμό στην Ελλάδα, και έτσι να δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας δεν αποτελούσε παρά ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή που σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις.

Μ’ αυτήν την έννοια, η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών εθνών.

Η ελληνική επανάσταση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις

Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από το έργο του ιστορικού Eric Hobsbawm “Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848” και επιχειρούν να αναδείξουν τη συνέχεια του επαναστατικού κύματος που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση και προκάλεσε τρία διαδοχικά επαναστατικά κύματα (1820-24, 1830, 1848). Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι η ελληνική επανάσταση ως η μοναδική επιτυχημένη του πρώτου κύματος επαναστάσεων μετά το 1789 έγινε πηγή έμπνευσης για τον διεθνή φιλελευθερισμό και συσπείρωσε την ευρωπαϊκή Αριστερά της δεκαετίας του 1820.

Σπάνια η ανικανότητα των κυβερνήσεων να σταματήσουν τον ρου της ιστορίας έχει αποδειχτεί πιο περίτρανα απ’ ό,τι στη γενιά μετά το 1815. Ο υπέρτατος στόχος όλων των δυνάμεων, που είχαν μόλις αναλώσει πάνω από είκοσι χρόνια πολεμώντας τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης επανάστασης, ή την ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή που θα προξενούσε ένας γενικός επαναστατικός ξεσηκωμός στα πρότυπα του γαλλικού αυτός ήταν ο στόχος ακόμη και των Βρετανών, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τον αντιδραστικό απολυταρχισμό που επιβλήθηκε ξανά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατή ούτε θεμιτή η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, αλλά έτρεμαν την εξάπλωση ενός νέου γαλλικού Ιακωβινισμού περισσότερο από κάθε άλλο ενδεχόμενο στον διεθνή χώρο. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία, και πολύ σπάνια σε άλλες περιοχές, ο επαναστατισμός δεν ήταν τόσο ενδημικός, τόσο γενικός, τόσο έτοιμος να μεταδοθεί, και αυθόρμητα και με εσκεμμένη προπαγάνδα.

Τρία κυρία επαναστατικά κύματα εμφανίστηκαν στον δυτικό κόσμο ανάμεσα στο 1815 και το 1848.

Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στα 1820-24. Στην Ευρώπη, περιορίστηκε κυρίως στη Μεσόγειο, με επίκεντρα την Ισπανία (1820), τη Νεάπολη (1820) και την Ελλάδα (1821). Εκτός από την ελληνική, όλες οι άλλες επαναστάσεις καταπνίγηκαν. Η Ισπανική Επανάσταση αναβίωσε το απελευθερωτικό κίνημα στη Λατινική Αμερική, που είχε υποστεί ήττα μετά από μια πρώτη προσπάθεια που είχε προκαλέσει η κατάκτηση της Ισπανίας από τον Ναπολέοντα το 1808 και είχε περιοριστεί σε κάποιους απομονωμένους πρόσφυγες και λίγες συμμορίες.

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα εμφανίστηκε στα 1829-34 και επηρέασε όλη την Ευρώπη στα δυτικά της Ρωσίας, καθώς και τη βορειοαμερικανική ήπειρο, γιατί η μεγάλη αναμορφωτική εποχή του προέδρου Andrew Jackson (1829-37), μολονότι όχι άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές αναταραχές, πρέπει να θεωρηθεί μέρος του κύματος αυτού. Στην Ευρώπη, η ανατροπή των Βουρβόνων στη Γαλλία ενθάρρυνε ποικίλα άλλα κινήματα. Το Βέλγιο (1830) κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία το πολωνικό κίνημα (1830-31) κατεπνίγη μόνο μετά από σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις διάφορα τμήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας ήταν σε αναστάτωση ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στην Ελβετία πολύ λιγότερο ειρηνική χώρα τότε απ’ ό,τι τώρα, ενώ άρχισε στην Ισπανία και την Πορτογαλία μια περίοδος εμφύλιου πολέμου ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κληρικόφρονες.

…Το δεύτερο επαναστατικό κύμα του 1830 ήταν, συνεπώς, πολύ σοβαρότερη υπόθεση από του 1820. Στην ουσία σημαίνει την οριστική ήττα της αριστοκρατίας από τις αστικές δυνάμεις στη δυτική Ευρώπη. Η άρχουσα τάξη των επόμενων πενήντα χρόνων θα είναι η «μεγαλοαστική» τάξη των τραπεζιτών, των μεγαλοβιομήχανων και, κάποτε, των ανώτατων δημόσιων υπαλλήλων, που έγιναν αποδεκτοί από μια αριστοκρατία η οποία τραβήχτηκε στο περιθώριο, ή συμφώνησε να προωθήσει κατά κύριο λόγο την αστική πολιτική, μια τάξη που δεν την απειλούσε ακόμη η καθολική ψηφοφορία, αν και την ενοχλούσαν οι αναταραχές των μικρότερων ή δυσαρεστημένων επιχειρηματιών, οι μικροαστοί και τα πρώιμα εργατικά κινήματα. Το πολιτικό της σύστημα, στη Βρετανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, ήταν κατά βάση το ίδιο: φιλελεύθεροι θεσμοί που διασφαλίζονταν έναντι της δημοκρατίας με την επιβολή περιουσιακών ή μορφωτικών κριτηρίων στους εκλογείς.

Το τρίτο και μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα, του 1848, ήταν προϊόν αυτής της κρίσης. Η επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα και (προσωρινά) επιβλήθηκε στη Γαλλία, σε ολόκληρη την Ιταλία, στα γερμανικά κρατίδια, στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στην Ελβετία (1847). Σε λιγότερο οξεία μορφή, η αναστάτωση άγγιξε την Ισπανία, τη Δανία και τη Ρουμανία, και σποραδικά την Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Βρετανία. Ποτέ δεν συνέβη τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με παγκόσμια επανάσταση, το όνειρο των επαναστατών της περιόδου εκείνης, από την αυθόρμητη και γενική αυτή πυρκαγιά με την οποία τελειώνει και η εποχή που εξετάζουμε στον τόμο αυτό. Ό,τι ήταν το 1789 η εξέγερση ενός μόνο έθνους, τώρα έμοιαζε να είναι «η άνοιξη των λαών» μιας ολάκερης ηπείρου.

Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμμένες ή ακόμη και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωμένα σχήματα πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστάσεις του 1815-48 ήταν απλώς έργο λίγων δυσαρεστημένων ταραχοποιών, όπως επέμεναν να λένε στους ανώτερούς τους οι πληροφοριοδότες και οι αστυνομικοί της περιόδου, άνθρωποι που είχαν μεγάλη πέραση τότε. Ξέσπασαν γιατί τα πολιτικά συστήματα που είχαν επιβληθεί ξανά στην Ευρώπη ήταν εντελώς ανεπαρκή και, σε μια περίοδο γρήγορων κοινωνικών αλλαγών, όλο και περισσότερο ακατάλληλα για τις πολιτικές συνθήκες της ηπειρωτικής Ευρώπης, και γιατί οι οικονομικές και κοινοτικές δυσαρέσκειες ήταν τόσο οξείες ώστε να προκαλούν σχεδόν αναπόφευκτα συνεχή επαναστατικά ξεσπάσματα.

Αλλά τα πολιτικά πρότυπα που δημιούργησε η Επανάσταση του 1789 χρησίμευαν στο να αποκτήσει η δυσαρέσκεια συγκεκριμένο αντικείμενο, η αναταραχή να γίνει επανάσταση και, πάνω απ’ όλα, να συνενωθεί η Ευρώπη ολόκληρη σ’ ένα ανατρεπτικό κίνημα, ή ίσως θα ‘ταν καλύτερα να πούμε ανατρεπτικό ρεύμα. Υπήρχαν αρκετά τέτοια πρότυπα, αν και όλα ξεπηδούσαν από την εμπειρία της Γαλλίας μεταξύ του 1789 και του 1797.

Οι επαναστάτες θεωρούσαν τον εαυτό τους, και δικαίως ως ένα σημείο, ως μικρές ελίτ των χειραφετημένων και προοδευτικών που δρούσαν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και παραπλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα καλοδέχονταν την απελευθέρωση όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της. Όλοι τους (τουλάχιστον στα δυτικά των Βαλκανίων) θεωρούσαν ότι πολεμούν εναντίον ενός κοινού εχθρού, της συνένωσης των απολυταρχικών ηγεμόνων υπό την αρχηγία του Τσάρου. Όλοι τους συνεπώς νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη: ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμη και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας. Οι αδελφότητες αυτές, καθεμιά με υπερβολικά τονισμένο τελετουργικό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου.

Η πιο γνωστή λόγω της διεθνικότητάς της ήταν η αδελφότητα των Καλών Εξαδέλφων ή Καρμπονάρων. Φαίνεται ότι κατάγονταν από μασονικές ή συναφείς στοές στην ανατολική Γαλλία, οι οποίες, μέσω αντιβοναπαρτιστών Γάλλων αξιωματικών στην Ιταλία, πήραν σάρκα και οστά στη νότια Ιταλία μετά το 1806 και, μαζί με άλλες ανάλογες ομάδες, εξαπλώθηκαν στον Βορρά αλλά και στον μεσογειακό χώρο μετά το 1815. Οι ίδιες ή τα παράγωγα και παράλληλά τους απαντούν και στη Ρωσία ακόμη όπου αποτελούσαν τους Δεκεμβριστές, που πραγματοποίησαν και την πρώτη επανάσταση της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας το 1825 αλλά ιδίως στην Ελλάδα. Η εποχή των Καρμπονάρων άγγιξε το απόγειό της στα 1820-21, ενώ οι περισσότερες αδελφότητες ουσιαστικά είχαν καταστραφεί ως το 1823. Ωστόσο ο Καρμποναρισμός (με τη γενική του έννοια) παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει στην ελληνική απελευθέρωση (φιλελληνισμός) τον βοήθησε να διατηρήσει τη συνοχή του.

Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1830, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Πολωνία και την Ιταλία τον διέδωσαν ακόμη πιο μακριά. Από ιδεολογική άποψη, οι Καρμπονάροι και οι ανάλογες ομάδες ήταν στοιχεία ανομοιογενή, που τους ένωνε μόνο η κοινή αποστροφή για την αντίδραση. Για προφανείς λόγους, οι ριζοσπάστες, και ανάμεσά τους οι αριστεροί Ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Babeuf, επειδή ακριβώς ήταν οι πιο αποφασιστικοί επαναστάτες, επηρέαζαν όλο και περισσότερο τις αδελφότητες. Ο Filippo Buonarroti, ο παλιός συμπολεμιστής του Babeuf, ήταν ο ικανότερος και ο πιο ακούραστος συνωμότης, αν και οι πεποιθήσεις του ήταν πολύ πιο αριστερές από των περισσότεροι «αδελφών» και «εξαδέλφων». Είναι ακόμη συζητήσιμο κατά πόσο η δράση τους συντονίστηκε ποτέ επαρκώς με σκοπό να προκαλέσει παγκόσμια επανάσταση, μολονότι έγιναν πράγματι επίμονες προσπάθειες να συνδεθούν όλες οι μυστικές αδελφότητες, τουλάχιστον στα υψηλότερα και πιο μυημένα επίπεδά τους, με στόχο διεθνείς συνωμοσίες μεγάλης κλίμακας.

Όποια κι αν είναι η αλήθεια, είναι γεγονός ότι στα 1820-21 ξέσπασε μια σειρά εξεγέρσεων καρμποναρικού τύπου. Απέτυχαν οικτρά στη Γαλλία, όπου έλειπαν εντελώς οι πολιτικές συνθήκες για επανάσταση και όπου οι συνωμότες δεν είχαν πρόσβαση στο δυσαρεστημένο στράτευμα τον μόνο αποτελεσματικό μοχλό για επανάσταση σε συνθήκες ακόμη ανώριμες. Ο γαλλικός στρατός, τότε αλλά και σ’ όλο τον 19ο αιώνα, ήταν μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή εκτελούσε τις διαταγές της εκάστοτε νόμιμης κυβέρνησης. Είχαν ολοκληρωτική αλλά πρόσκαιρη επιτυχία σε μερικά ιταλικά κρατίδια, αλλά κυρίως στην Ισπανία, όπου η «γνήσια» επανάσταση ανακάλυψε την αποτελεσματικότερή της φόρμουλα, το στρατιωτικό pronunciamento (διάγγελμα). Φιλελεύθεροι συνταγματάρχες, οργανωμένοι στις δικές τους μυστικές αδελφότητες των αξιωματικών, έδιναν εντολή στα συντάγματά τους να τους ακολουθήσουν στην επανάσταση, κι αυτά το έκαναν. (Οι Δεκεμβριστές συνωμότες στη Ρωσία προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο με τα συντάγματα φρουράς το 1825, αλλά απέτυχαν από φόβο μήπως το παρακάνουν.) Οι αδελφότητες των αξιωματικών συχνά φιλελεύθερων τάσεων, εφόσον οι νέοι στρατοί πρόσφεραν σταδιοδρομία στους νέους μη αριστοκρατικής καταγωγής και το pronunciamento έγιναν στο εξής συνήθη φαινόμενα στην πολιτική σκηνή της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής και αποτέλεσαν ένα από τα πιο σταθερά και αμφισβητήσιμα πολιτικά αποκτήματα της περιόδου των Καρμπονάρων. Αξίζει να αναφερθεί παρεμπιπτόντως ότι τελετουργικές και αυστηρά ιεραρχημένες μυστικές εταιρείες, όπως των Ελευθεροτεκτόνων, προσέλκυαν εντονότατα τους στρατιωτικούς για ευνόητους λόγους. Η γαλλική εισβολή, με την υποστήριξη της ευρωπαϊκής αντίδρασης, ανέτρεψε το 1823 το νέο ισπανικό φιλελεύθερο καθεστώς.

Μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-22 κατόρθωσε να επιβληθεί, και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στην ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση: ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821. Η Ελλάδα, συνεπώς, έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός, που συνεπέφερε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς στη δεκαετία του 1820 ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία…

Η Γαλλική Επανάσταση και η σημασία της

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το Γ’ Κεφάλαιο του βιβλίου «Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848» του σπουδαίου ιστορικού Έρικ Χομπσμπάουμ που αναφέρεται στη Γαλλική Επανάσταση. Ο βρετανός ιστορικός μιλά για τη διεθνή σημασία της Γαλλικής Επανάστασης, το ρόλο που έπαιξε στις επαναστάσεις άλλων χωρών, αλλά και στην πολιτική συγκρότηση του έθνους, στη μετατροπή δηλαδή των υπηκόων σε πολίτες, καθώς και στις αντιφάσεις, τα προχωρήματα και τα πισωγυρίσματα ή συμβιβασμούς που διακρίνουν κάθε επανάσταση. 

Ο Άγγλος που δεν είναι γεμάτος σεβασμό και θαυμασμό για τον θείο τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται σήμερα μία από τις πιο ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ που γνώρισε ποτέ ο κόσμος δεν μπορεί παρά να μένει εντελώς ασυγκίνητος σε κάθε έννοια αρετής και ελευθερίας όλοι ανεξαιρέτως οι πατριώτες μου που είχαν την καλή τύχη να είναι μάρτυρες των γεγονότων των τριών τελευταίων ημερών στη μεγάλη αυτή πόλη δεν μπορεί παρά να βεβαιώσουν ότι όσα λέω δεν είναι υπερβολικά.

Η εφημερίδα Morning Post (21 Ιουλίου 1789), αναγγέλλοντας την πτώση της Βαστίλλης

Σύντομα τα φωτισμένα έθνη θα δικάσουν όλους αυτούς που ως τώρα τα κυβερνούσαν. Οι βασιλιάδες θα καταφύγουν στην έρημο, συντροφιά με τα άγρια θηρία που τους μοιάζουν και η Φύση θα ανακτήσει τα δικαιώματά της.

SAINT-JUST, Sur la Constitution de la France,
Discours prononcé à la Convention 24 Avril 1793 I

Av η οικονομία του κόσμου, τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο με την επίδραση της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης, η πολιτική και η ιδεολογία του διαμορφώθηκαν κυρίως με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης. Η Βρετανία πρόσφερε το πρότυπο για τους σιδηροδρόμους και τα εργοστάσια, την εκρηκτική ύλη στον τομέα της οικονομίας, που τίναξε στον αέρα τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές του μη ευρωπαϊκού κόσμου αλλά η Γαλλία δημιούργησε τις επαναστάσεις του και του έδωσε τις ιδέες του, σε σημείο που παραλλαγές της τρίχρωμης σημαίας της έγιναν το έμβλημα σχεδόν όλων των νέων εθνών, ενώ η ευρωπαϊκή (αλλά και η παγκόσμια) πολιτική μεταξύ του 1789 και του 1917 ήταν σε μεγάλο βαθμό αγώνας υπέρ ή κατά των αρχών του 1789, ή των πιο εμπρηστικών ακόμη του 1793. Η Γαλλία έδωσε το λεξιλόγιο και τα βασικά θέματα της φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής-δημοκρατικής πολιτικής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η Γαλλία έδωσε το πρώτο σημαντικό παράδειγμα, την έννοια και το λεξιλόγιο του εθνικισμού. Η Γαλλία πρόσφερε τους νομικούς κώδικες, το πρότυπο της επιστημονικής και της τεχνικής οργάνωσης, το μετρικό σύστημα στις περισσότερες χώρες. Η ιδεολογία του σύγχρονου κόσμου διαπέρασε για πρώτη φορά, μέσω της γαλλικής επίδρασης, τους αρχαίους πολιτισμούς που ως τότε είχαν αντισταθεί στις ευρωπαϊκές ιδέες. Αυτό ήταν το έργο της Γαλλικής Επανάστασης[1].

Τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν, όπως είδαμε, εποχή κρίσης για τα παλαιά καθεστώτα της Ευρώπης και τα οικονομικά τους συστήματα, ενώ οι τελευταίες δεκαετίες του αιώνα ήταν γεμάτες πολιτικές αναταραχές, που κάποτε έφταναν ως την εξέγερση, γεμάτες αυτονομιστικά κινήματα των αποικιών, που κάποτε έφταναν ως την αποσκίρτηση: όχι μόνο στις ΗΠΑ (1776-83), αλλά και στην Ιρλανδία (1782-84), στο Βέλγιο και στη Λιέγη (1789-90), στην Ολλανδία (1783-87), στη Γενεύη και, όπως έχει υποστηριχθεί, ακόμη και στην Αγγλία (1779). Τόσο εντυπωσιακή είναι αυτή η πληθώρα των πολιτικών αναταραχών, που κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί μίλησαν για «εποχή δημοκρατικών επαναστάσεων», από τις οποίες μία απλώς ήταν η γαλλική, μολονότι η πιο οραματική και η πιο σπουδαία.

Εφόσον η κρίση των παλαιών καθεστώτων δεν αποτελούσε αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο, οι παρατηρήσεις αυτές έχουν κάποια βαρύτητα. Με το ίδιο σκεπτικό μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 (που καταλαμβάνει ανάλογη θέση στον αιώνα μας) ήταν απλώς το πιο δραματικό από ένα σύνολο κινημάτων όπως αυτά που λίγα χρόνια πριν από το 1917 προκάλεσαν τη διάλυση των γηραιών αυτοκρατοριών της Τουρκίας και της Κίνας. Ωστόσο, ίσως έτσι να οδηγηθούμε σε παρανοήσεις. Η Γαλλική Επανάσταση μπορεί να μην ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά ήταν πολύ πιο ουσιαστική από κάθε άλλη σύγχρονή της, και οι συνέπειές της, επομένως, πήγαιναν πολύ βαθύτερα. Καταρχήν, πραγματοποιήθηκε στην ισχυρότερη και μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της Ευρώπης (με εξαίρεση τη Ρωσία). Το 1789 ένας Ευρωπαίος περίπου στους πέντε ήταν Γάλλος. Κατά δεύτερο λόγο, ήταν η μόνη από όλες τις προηγούμενες ή τις μετέπειτα επαναστάσεις που είχε χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής επανάστασης, και ήταν απείρως πιο ριζοσπαστική από κάθε άλλη ανάλογη αναταραχή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αμερικανοί επαναστάτες και οι Βρετανοί «Ιακωβίνοι», που μετανάστευσαν στη Γαλλία λόγω των πολιτικών τους συμπαθειών, θεωρήθηκαν μετριοπαθείς στη Γαλλία. Ο Tom Paine ήταν εξτρεμιστής στη Βρετανία και στην Αμερική, αλλά στο Παρίσι ήταν ένας από τους μετριοπαθέστερους Γιρονδίνους. Το αποτέλεσμα των αμερικανικών επαναστάσεων ήταν, σε γενικές γραμμές, ότι οι διάφορες χώρες εξακολουθούσαν να είναι όπως πρώτα, με μόνη διαφορά την έλλειψη του πολιτικού ελέγχου των Βρετανών, των Ισπανών και των Πορτογάλων. Το αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ότι η εποχή του Balzac αντικατέστησε την εποχή της Κυρίας Du Barry.

Κατά τρίτο λόγο, η γαλλική ήταν η μόνη από τις σύγχρονές της επαναστάσεις που είχε οικουμενικό χαρακτήρα. Οι στρατιές της ξεκίνησαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο οι ιδέες της το κατόρθωσαν πράγματι. Η Αμερικανική Επανάσταση παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην αμερικανική ιστορία, αλλά (με εξαίρεση τις χώρες που αναμείχθηκαν άμεσα και επηρεάστηκαν από αυτήν) λίγα ίχνη άφησε σε άλλες χώρες. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ορόσημο για όλες τις χώρες. Η δική της απήχηση και όχι της Αμερικανικής Επανάστασης προκάλεσε τις εξεγέρσεις που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής μετά το 1808. Η άμεση επίδρασή της εξαπλώθηκε ως τη Βεγγάλη, όπου ο Ραμ Μοχάν Ρόυ εμπνεύστηκε από αυτήν για να θεμελιώσει το πρώτο ινδουιστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, πρόδρομο του σύγχρονου ινδικού εθνικισμού. (Όταν επισκέφθηκε την Αγγλία το 1830, επέμεινε να ταξιδέψει με γαλλικό πλοίο για να διακηρύξει τον ενθουσιασμό που του προκαλούσαν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης.) Ήταν, όπως σωστά υποστηρίχτηκε, «το πρώτο μεγάλο κίνημα ιδεών της χριστιανικής Δύσης που είχε κάποια πραγματική απήχηση στον ισλαμικό κόσμο», και μάλιστα σχεδόν αμέσως. Ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα, η τουρκική λέξη «vatan», που ως τότε σήμαινε απλώς τον τόπο γέννησης ή διαμονής ενός ατόμου, είχε αρχίσει να πλησιάζει τον όρο «patrie» με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης ο όρος «ελευθερία», που πριν από το 1800 ήταν κατεξοχήν νομικός και σήμαινε το αντίθετο της «σκλαβιάς», άρχισε να αποκτά νέο πολιτικό περιεχόμενο. Η έμμεση επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης είναι οικουμενική, γιατί έδωσε το πρότυπο για όλα τα επόμενα επαναστατικά κινήματα[2], ενώ τα διδάγματά της (με την εκάστοτε ερμηνεία που τους δόθηκε) ενσωματώθηκαν στον σύγχρονο σοσιαλισμό και τον κομουνισμό.

Η Γαλλική Επανάσταση παραμένει λοιπόν η επανάσταση της εποχής της και όχι απλώς μία, η πιο εξέχουσα, από τις άλλες. Τα αίτιά της πρέπει συνεπώς να αναζητηθούν όχι μόνο στις γενικές συνθήκες της Ευρώπης αλλά στη συγκεκριμένη κατάσταση της Γαλλίας. Η ιδιομορφία της ερμηνεύεται ίσως καλύτερα με αναφορά στη διεθνή κατάσταση. Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 18ου αιώνα, η Γαλλία υπήρξε ο σημαντικότερος διεθνώς οικονομικός ανταγωνιστής της Βρετανίας. Το εξωτερικό της εμπόριο, που τετραπλασιάστηκε μεταξύ του 1720 και του 1780, προκαλούσε ανησυχίες το αποικιοκρατικό της σύστημα ήταν σε ορισμένες περιοχές (όπως στις Δυτικές Ινδίες) πιο δυναμικό από το βρετανικό. Ωστόσο η Γαλλία δεν ήταν μια δύναμη όπως η Βρετανία, της οποίας η εξωτερική πολιτική είχε ήδη καθοριστεί σε σημαντικό βαθμό από τα συμφέροντα της καπιταλιστικής επέκτασης. Ήταν η ισχυρότερη και, από πολλές πλευρές, η πιο χαρακτηριστική από τις παλιές αριστοκρατικές απόλυτες μοναρχίες της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση ανάμεσα στο επίσημο πλαίσιο και στα κεκτημένα συμφέροντα του παλιού καθεστώτος αφενός και στις ανερχόμενες νέες κοινωνικές δυνάμεις αφετέρου ήταν οξύτερη στη Γαλλία απ’ ό,τι σε άλλες χώρες.

Οι νέες δυνάμεις γνώριζαν με αρκετή ακρίβεια τι επιθυμούσαν. Ο φυσιοκράτης οικονομολόγος Turgot υποστήριζε την αποδοτική εκμετάλλευση της γης, τις ελεύθερες επιχειρήσεις και το ελεύθερο εμπόριο, την τυποποιημένη, αποτελεσματική διοίκηση μιας και μόνης ομοιογενούς εθνικής επικράτειας και την κατάργηση όλων των περιορισμών και των κοινωνικών ανισοτήτων που παρακώλυαν την ανάπτυξη των εθνικών πόρων, καθώς και την ορθολογική και δίκαιη διοίκηση και φορολογία. Ωστόσο, η απόπειρά του να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα ως πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στα 1774-76 απέτυχε οικτρά, και η αποτυχία αυτή είναι χαρακτηριστική. Μεταρρυθμίσεις αυτού του τύπου, σε μικρές δόσεις, δεν ήταν ασυμβίβαστες με τις απόλυτες μοναρχίες, ούτε και ανεπιθύμητες. Αντίθετα, την εποχή αυτή οι λεγόμενοι «φωτισμένοι δεσπότες» τις ενθάρρυναν σημαντικά, εφόσον τέτοιες μεταρρυθμίσεις τους έδιναν μεγαλύτερη δύναμη. Αλλά, στις περισσότερες χώρες της «φωτισμένης δεσποτείας», μεταρρυθμίσεις τέτοιου είδους ήταν ή ανεφάρμοστες, και επομένως απλώς θεωρητικές φιοριτούρες, ή ανίσχυρες να μεταβάλουν τον γενικό χαρακτήρα της πολιτικής και της κοινωνικής δομής ή, σε άλλες περιπτώσεις, σημείωναν αποτυχία λόγω της αντίστασης των τοπικών αριστοκρατιών και άλλων κατεστημένων συμφερόντων και άφηναν τη χώρα να ξανακυλήσει σε μια κάπως πιο ευπρεπισμένη μορφή της προηγούμενης κατάστασής της. Στη Γαλλία, η αποτυχία ήρθε γρηγορότερα από ό,τι αλλού, γιατί η αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων ήταν αποτελεσματικότερη. Τα αποτελέσματα όμως της αποτυχίας αυτής ήταν πιο καταστροφικά για τη μοναρχία, και οι δυνάμεις της αστικής αλλαγής ήταν υπερβολικά ισχυρές για να περιπέσουν σε αδράνεια. Μετέθεσαν απλώς τις ελπίδες τους από τη φωτισμένη μοναρχία στο λαό ή στο «έθνος».

Η Γαλλική Επανάσταση δεν έγινε από ένα διαμορφωμένο κόμμα ή κίνημα με τη σύγχρονη έννοια, ούτε οι ηγέτες της είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν ένα συστηματικό πρόγραμμα. Ούτε καν ανέδειξε «ηγέτες» του τύπου που οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα μας έχουν συνηθίσει, ωσότου εμφανίστηκε, μετεπαναστατικά, η μορφή του Ναπολέοντα. Η εκπληκτική εντούτοις σύγκλιση γενικών ιδεών στους κόλπους μιας κοινωνικής ομάδας με αρκετή συνοχή, έδωσε στο επαναστατικό κίνημα πραγματική ενότητα. Η ομάδα ήταν η αστική τάξη οι ιδέες της ήταν οι ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού όπως διατυπώθηκαν από τους «φιλοσόφους» και τους «οικονομολόγους» και όπως διαδόθηκαν από τον τεκτονισμό και διάφορες άτυπες οργανώσεις. Ως το βαθμό αυτό οι «φιλόσοφοι» μπορούν δίκαια να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την Επανάσταση. Θα ξεσπούσε και χωρίς αυτούς, αλλά η επιρροή τους πιθανόν να ευθύνεται για τη διαφορά μεταξύ της απλής κατάρρευσης ενός παλιού καθεστώτος και της αποτελεσματικής και γρήγορης αντικατάστασής του από ένα νέο.

Η ιδεολογία του 1789, στην πιο γενική της μορφή, ήταν η μασονική ιδεολογία που εκφράζεται με τόσο αθώα μεγαλοπρέπεια στον Μαγεμένο Αυλό του Mozart (1791), ένα από τα πρωιμότερα μεγάλα προπαγανδιστικά έργα τέχνης μιας εποχής της οποίας τα αξιολογότερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα ανήκαν τόσο συχνά στη σφαίρα της προπαγάνδας. Πιο συγκεκριμένα, οι αξιώσεις της αστικής τάξης του 1789 διατυπώνονται στην περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, του ίδιου έτους. Το κείμενο αυτό αποτελεί μανιφέστο κατά της ιεραρχικής κοινωνίας των προνομίων των ευγενών, αλλά όχι και μανιφέστο υπέρ της δημοκρατικής κοινωνίας ή υπέρ της κοινωνικοπολιτικής ισότητας. «Οι άνθρωποι γεννιούνται και ζουν ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στους νόμους», ορίζει το πρώτο της άρθρο. Το κείμενο ωστόσο προβλέπει την ύπαρξη κοινωνικών διακρίσεων, αν και «μόνο για λόγους κοινής ωφελείας». Η ιδιοκτησία είναι φυσικό δικαίωμα, ιερό, αναφαίρετο και απαραβίαστο. Οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και η σταδιοδρομία εξίσου ανοιχτή για τον καθένα, ανάλογα με την ικανότητά του. Αλλά αν ο αγώνας άρχιζε χωρίς ισοζυγισμό, θεωρούνταν εξίσου δεδομένο ότι οι δρομείς δεν θα τερμάτιζαν όλοι μαζί. Η διακήρυξη όριζε (σε αντίθεση με την αριστοκρατική ιεραρχία και τον απολυταρχισμό) ότι «όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να συνεργάζονται στη σύνταξη των νομών», αλλά «είτε προσωπικά, είτε μέσω των αντιπροσώπων τους». Και η αντιπροσωπευτική συνέλευση που η διακήρυξη οραματιζόταν ως το βασικό όργανο διακυβέρνησης δεν ήταν απαραίτητα δημοκρατικά εκλεγμένη, ούτε το καθεστώς που υπονοούσε ήταν ένα καθεστώς που καταργούσε τη βασιλεία. Μια συνταγματική μοναρχία, βασισμένη σε μια ολιγαρχία που διαθέτει περιουσία και εκφράζεται μέσω αντιπροσωπευτικής συνέλευσης, ήταν για τους περισσότερους φιλελεύθερους αστούς ένα σχήμα πιο οικείο από την αβασίλευτη δημοκρατία που θα φαινόταν ίσως η πιο λογική έκφραση των θεωρητικών προσδοκιών τους μολονότι υπήρξαν και μερικοί που δεν δίστασαν να την υποστηρίξουν. Αλλά, σε γενικές γραμμές, ο κλασικός φιλελεύθερος αστός του 1780 (και ο φιλελεύθερος του 1789-1848) δεν ήταν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας αλλά θιασώτης του συνταγματικού πολιτεύματος, ενός κοσμικού κράτους με αστικές ελευθερίες και εγγυήσεις για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με διακυβέρνηση που θα την εξασφάλιζαν οι φορολογούμενοι και όσοι είχαν κάποια περιουσία.

Επισήμως, παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο καθεστώς θα εξέφραζε όχι απλώς τα ταξικά συμφέροντα αλλά τη γενική επιθυμία του «λαού», ο οποίος αποτελούσε με τη σειρά του (συνταύτιση με ιδιαίτερη σημασία) το «γαλλικό έθνος». Ο βασιλιάς δεν ήταν πια «Λουδοβίκος, ελέω Θεού βασιλεύς της Γαλλίας και της Ναβάρρας», αλλά «Λουδοβίκος, ελέω Θεού και συνταγματικώ δικαίω του κράτους βασιλεύς των Γάλλων». «Η πηγή κάθε εξουσίας», όριζε η Διακήρυξη, «ανήκει κατ’ ουσίαν στο έθνος». Και το έθνος, όπως το έθεσε ο αβάς Sieyès, δεν αναγνώριζε άλλο συμφέρον επί της γης υπεράνω του δικού του και δεν δεχόταν άλλο νόμο ή αρχή εκτός από τη δική του ούτε της ανθρωπότητας εν γένει ούτε άλλων εθνών. Αναμφίβολα, το γαλλικό έθνος και οι μεταγενέστεροι μιμητές του δεν συνέλαβαν αρχικά ότι ήταν δυνατό τα συμφέροντά τους να συγκρουστούν με τα συμφέροντα άλλων λαών, αλλά αντίθετα θεωρούσαν ότι θεμελίωναν ή συμμετείχαν σε ένα κίνημα για τη γενική απελευθέρωση των λαών από την τυραννία. Αλλά, στην πραγματικότητα, ο εθνικός ανταγωνισμός (λ.χ. ο ανταγωνισμός των Γάλλων με τους Βρετανούς επιχειρηματίες), καθώς και η εθνική υποταγή (λ.χ. των κατακτημένων ή απελευθερωμένων εθνών στα συμφέροντα της grande nation, ήταν στοιχεία που υπέβοσκαν στον εθνικισμό, στον οποίο οι αστοί του 1789 έδωσαν την πρώτη του επίσημη έκφραση. Ο «λαός» ως έννοια ταυτόσημη με το «έθνος» ήταν επαναστατική σύλληψη, πιο επαναστατική από το αστικοφιλελεύθερο πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να εκφράσει ήταν όμως και διφορούμενη. Εφόσον οι αγρότες και οι φτωχοί εργαζόμενοι ήταν αγράμματοι, χωρίς πολιτική ωριμότητα ή φιλοδοξίες, και το εκλογικό σύστημα έμμεσο, εκλέχτηκαν να αντιπροσωπεύσουν την Τρίτη Τάξη 610 άτομα, στην πλειοψηφία τους αστοί. Οι περισσότεροι ήταν δικηγόροι, που έπαιζαν σημαντικό οικονομικό ρόλο στην επαρχιακή Γαλλία. Καμιά εκατοστή ήταν κεφαλαιούχοι και επιχειρηματίες. Η μεσαία τάξη είχε παλέψει σκληρά και με επιτυχία για να κερδίσει μια αντιπροσώπευση τόσο ευρεία όσο των ευγενών και του κλήρου μαζί, πράγμα που αποτελούσε περιορισμένη φιλοδοξία για μια ομάδα που επίσημα κάλυπτε το 95% του λαού. Τώρα πάλευαν με την ίδια αποφασιστικότητα για το δικαίωμα να αξιοποιήσουν την ενδεχόμενη πλειοψηφία τους, μεταβάλλοντας τη Γενική Συνέλευση σε συνέλευση μεμονωμένων αντιπροσώπων που ψήφιζαν ως άτομα, αντί του παραδοσιακού φεουδαρχικού σώματος που αποφάσιζε και ψήφιζε κατά κοινωνικές ομάδες, οπότε οι ευγενείς και ο κλήρος μπορούσαν πάντοτε να πλειοψηφήσουν έναντι της Τρίτης Τάξης. Με αφορμή το θέμα αυτό, έγινε και η πρώτη πραγματικά επαναστατική κίνηση. Έξι εβδομάδες περίπου μετά την έναρξη των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης, οι λαϊκοί αντιπρόσωποι, θέλοντας να προκαταλάβουν τυχόν ενέργειες του βασιλιά, των ευγενών και του κλήρου, ενώθηκαν με όσους ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τους όρους τους και αυτοανακηρύχτηκαν «Εθνοσυνέλευση» με συντακτική δικαιοδοσία. Μια απόπειρα αντεπανάστασης τους οδήγησε στη διατύπωση των διεκδικήσεών τους, κατά μίμηση στην ουσία της Αγγλικής Βουλής των Κοινοτήτων. Η εποχή του απολυταρχισμού έφτασε στο τέλος της όταν ο Mirabeau, ένας ευφυής και ανυπόληπτος πρώην ευγενής, είπε στο βασιλιά: «Μεγαλειότατε, είστε ξένο σώμα σε τούτη τη συνέλευση, δεν έχετε το δικαίωμα να λάβετε το λόγο».

Η Τρίτη Τάξη κατόρθωσε να επικρατήσει, παρά τη συντονισμένη αντίσταση του βασιλιά και των προνομιούχων τάξεων, γιατί εκπροσωπούσε τις απόψεις όχι απλώς μιας μορφωμένης και μαχητικής μειοψηφίας αλλά και πολύ πιο ισχυρών δυνάμεων: των φτωχών εργαζομένων των πόλεων, και ιδίως του Παρισιού, και, σε λίγο, της επαναστατημένης αγροτιάς. Αυτό που μετέτρεψε ένα περιορισμένο κίνημα για μεταρρύθμιση σε επανάσταση ήταν το γεγονός ότι η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης συνέπεσε χρονικά με μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1780 είχαν αποτελέσει, για πολλούς λόγους, περίοδο μεγάλων δυσχερειών για όλους σχεδόν τους κλάδους της γαλλικής οικονομίας. Μια κακή σοδειά το 1788 (και το 1789) και ένας δυσκολότατος χειμώνας όξυναν την κρίση. Οι κακές σοδειές έπληξαν τους αγρότες, γιατί, ενώ επέτρεπαν στους μεγαλοπαραγωγούς να πουλούν τα σιτηρά σε υπέρογκες τιμές σιτοδείας, η πλειονότητα των μικροκληρούχων αγροτών ήταν υποχρεωμένη να καταναλώσει το σιταρόσπορό της ή να αγοράσει τρόφιμα σε εξωφρενικές τιμές, ιδίως κατά τους μήνες αμέσως πριν από τη νέα σοδειά (δηλαδή Μάιο- Ιούλιο). Έπληξαν άλλωστε και τους φτωχούς των πόλεων, μια και το κόστος ζωής το ψωμί ήταν το βασικό είδος διατροφής συχνά υπερδιπλασιάστηκε. Τους έπληξαν ακόμη περισσότερο μια και η οικονομική εξασθένηση της υπαίθρου περιόριζε την αγορά για τα βιομηχανικά είδη και προκαλούσε συνεπώς βιομηχανική ύφεση. Οι φτωχοί λοιπόν της υπαίθρου ήταν σε απελπιστική κατάσταση, και η ανησυχία τους εκδηλωνόταν με εξεγέρσεις και ληστρικές πράξεις οι φτωχοί των πόλεων ήταν διπλά απελπισμένοι, καθώς δεν υπήρχε πια δουλειά, και μάλιστα τη στιγμή που το κόστος ζωής ανέβαινε στα ύψη. Με κανονικές συνθήκες δεν θα ξεσπούσαν παρά εξεγέρσεις στα τυφλά. Αλλά το 1788 και το 1789 η σοβαρή αναστάτωση στο βασίλειο και η προπαγανδιστική-προεκλογική εκστρατεία έδωσαν στην απόγνωση του λαού πολιτικές προοπτικές. Πρωτοπαρουσιάστηκε η τρομαχτική και επαναστατική ιδέα της απελευθέρωσης από τους ευγενείς και την καταπίεση. Πίσω από τους αντιπροσώπους της Τρίτης Τάξης στεκόταν ένας λαός που είχε εξεγερθεί.

Η αντεπανάσταση μετέβαλε την ενδεχόμενη μαζική εξέγερση σε πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, ήταν πολύ φυσικό για το παλιό καθεστώς να αντισταθεί, εν ανάγκη και ενόπλως, μολονότι δεν μπορούσε πια να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο στρατό. (Μόνο φαντασιόπληκτοι ονειροπόλοι μπορεί να ισχυριστούν ότι ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ θα ομολογούσε ότι ηττήθηκε και θα γινόταν αμέσως συνταγματικός μονάρχης, ακόμη και αν ήταν λιγότερο ασήμαντος και λιγότερο βλαξ απ’ ό,τι ήταν, ακόμη κι αν η γυναίκα του ήταν λιγότερο ελαφρόμυαλη και ανεύθυνη, ακόμη κι αν ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει λιγότερο ολέθριες συμβουλές.) Στην πραγματικότητα, η αντεπανάσταση κινητοποίησε τις παρισινές μάζες, που ήταν ήδη πεινασμένες, καχύποπτες και μαχητικές. Το πιο συγκλονιστικό αποτέλεσμα της κινητοποίησής τους ήταν η άλωση της Βαστίλλης, μιας κρατικής φυλακής που συμβόλιζε τη βασιλική εξουσία, όπου οι επαναστάτες περίμεναν να βρουν όπλα. Σε περιόδους επαναστάσεων τίποτε δεν είναι ισχυρότερο από την πτώση των συμβόλων. Η πτώση της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου, που δίκαια τιμάται από τους Γάλλους ως εθνική γιορτή, σήμανε επίσημα και την πτώση του δεσποτισμού και χαιρετίστηκε απ’ όλο τον κόσμο ως η αρχή της απελευθέρωσης. Ακόμη και ο αυτοπειθαρχημένος φιλόσοφος Immanuel Kant από το Königsberg, που οι συνήθειές του ήταν τόσο τακτικές ώστε λέγεται ότι οι συμπολίτες του ρύθμιζαν τα ρολόγια τους σύμφωνα με τις κινήσεις του, ανέβαλε τον απογευματινό του περίπατο όταν έμαθε τα νέα, πείθοντας έτσι τους συμπολίτες του ότι πράγματι είχε συμβεί ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η πτώση της Βαστίλλης έγινε αφορμή να εξαπλωθεί η επανάσταση στις επαρχιακές πόλεις και την ύπαιθρο.

Οι αγροτικές επαναστάσεις είναι κινήματα τεράστια, άμορφα, ανώνυμα αλλά και ακαταμάχητα. Αυτό που μετέβαλε μια επιδημία αγροτικών αναταραχών σε οριστική και αμετάκλητη αναστάτωση ήταν ένας συνδυασμός εξεγέρσεων στις επαρχιακές πόλεις και ενός κύματος μαζικού πανικού που διαδόθηκε συγκαλυμμένα αλλά γρήγορα σ’ ολόκληρη τη χώρα: αυτό που ονομάζεται «Μεγάλος Φόβος» («Grande Peur»), στο τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου 1789. Μέσα σε τρεις εβδομάδες από τις 14 Ιουλίου, η κοινωνική δομή του γαλλικού αγροτικού φεουδαλισμού και ο κρατικός μηχανισμός της βασιλικής Γαλλίας είχαν κατακερματισθεί. Ό,τι απέμενε από την κρατική εξουσία ήταν μερικά διάσπαρτα συντάγματα του στρατού με αμφίβολη αφοσίωση στο θρόνο, μια Εθνοσυνέλευση χωρίς δύναμη επιβολής και ένα πλήθος δημοτικών ή επαρχιακών μεσοαστικών διοικήσεων που σύντομα έμελλε να συγκροτήσουν την αστική ένοπλη «Εθνοφυλακή» με βάση το παρισινό πρότυπο. Η μεσαία τάξη και η αριστοκρατία δέχτηκαν αμέσως την αναπόφευκτη εξέλιξη: όλα τα φεουδαλικά προνομία καταργήθηκαν επίσημα, μολονότι, όταν σταθεροποιήθηκε η πολιτική κατάσταση, ορίστηκε για την εξαγορά τους πολύ υψηλή τιμή. Ο φεουδαλισμός δεν καταργήθηκε οριστικά παρά το 1793. Ως το τέλος Αύγουστου, η Επανάσταση είχε ήδη αποκτήσει το επίσημο μανιφέστο της, τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Αντίθετα, ο βασιλιάς αντιστεκόταν με τη συνήθη κουταμάρα του, ενώ τμήματα της επαναστατημένης μεσαίας τάξης, φοβούμενα τις κοινωνικές συνέπειες του μαζικού ξεσηκωμού, άρχισαν να σκέπτονται ότι είχε φτάσει η ώρα για κάποιο συντηρητισμό.

Με λίγα λόγια, η βασική μορφή της γαλλικής και κάθε μεταγενέστερης αστικοεπαναστατικής πολιτικής ήταν ήδη ευκρινής. Αυτός ο δραματικός διαλεκτικός χορός έμελλε να διαποτίσει τις μελλοντικές γενιές. Θα δούμε πολλές φορές αναμορφωτές από τη μεσαία τάξη να κινητοποιούν τις μάζες ενάντια στην αδιάλλακτη αντίσταση ή την αντεπανάσταση. Θα δούμε τις μάζες να προχωρούν πέρα από τους στόχους των μετριοπαθών, προς τις δικές τους κοινωνικές επαναστάσεις, και τους μετριοπαθείς με τη σειρά τους να διασπώνται στα δύο: σε μια συντηρητική ομάδα, η οποία συμπράττει ανοιχτά πια με τους αντιδραστικούς, και σε μια αριστερή ομάδα αποφασισμένη να επιδιώξει τους μετριοπαθείς στόχους που δεν είχαν ακόμη επιτευχθεί με τη βοήθεια των μαζών, έστω και αν υπήρχε κίνδυνος να χάσει τον έλεγχό τους. Και ούτω καθεξής, με επαναλήψεις και παραλλαγές στο σχήμα: αντίσταση μαζική κινητοποίηση μετατόπιση προς τ’ αριστερά διάσπαση των μετριοπαθών και μετατόπιση προς τα δεξιά, ωσότου η πλειοψηφία της μεσαίας τάξης να περάσει στο συντηρητικό πια στρατόπεδο ή να ηττηθεί από την κοινωνική επανάσταση. Στις πιο πολλές αστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν, οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι είτε αποτραβήχτηκαν είτε πέρασαν στο συντηρητικό στρατόπεδο, σε πολύ πρώιμο στάδιο. Τον 19ο αιώνα, μάλιστα, διαπιστώνουμε όλο και πιο συχνά (ιδιαίτερα στη Γερμανία) ότι έφτασαν να μη θέλουν να αρχίσουν καν την επανάσταση, επειδή φοβούνταν τις ανυπολόγιστες συνέπειές της και προτίμησαν το συμβιβασμό με το βασιλιά και την αριστοκρατία. Η ιδιομορφία της Γαλλικής Επανάστασης είναι ότι ένα τμήμα της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης ήταν πρόθυμο να παραμείνει «επαναστατικό» ως τα όρια της αντιαστικής επανάστασης, και μάλιστα πέρα απ’ αυτά: το τμήμα αυτό ήταν οι Ιακωβίνοι, που το όνομά τους έφτασε να ταυτίζεται παντού με τη «ριζοσπαστική επανάσταση».

Γιατί αυτό; Εν μέρει, φυσικά, γιατί η γαλλική μπουρζουαζία δεν είχε ακόμη, όπως οι μεταγενέστεροι φιλελεύθεροι, τη φρικτή ανάμνηση της Γαλλικής Επανάστασης να τη φοβίζει. Μετά το 1794 ήταν πια σαφές για τους μετριοπαθείς ότι το καθεστώς των Ιακωβίνων είχε οδηγήσει την Επανάσταση σε τέτοιο σημείο που δεν ικανοποιούσε πια τις ανέσεις και τις προοπτικές των αστών, όπως ακριβώς ήταν σαφές για τους επαναστάτες ότι, αν επρόκειτο ποτέ να ανατείλει ξανά «ο ήλιος του 1793», θα φώτιζε πια μια μη αστική κοινωνία. Άλλωστε, οι Ιακωβίνοι είχαν περιθώρια να είναι ριζοσπαστικοί, γιατί στην εποχή τους δεν υπήρχε κοινωνική τάξη που να μπορεί να προβάλει μια διαφορετική από τη δική τους εναλλακτική κοινωνική λύση με κάποια συνοχή. Η τάξη αυτή εμφανίστηκε μόνο κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης με το «προλεταριάτο» ή, ακριβέστερα, με τις ιδεολογίες και τα κινήματα που βασίστηκαν σ’ αυτό. Στη Γαλλική Επανάσταση, η εργατική τάξη ονομασία που κι αυτή δεν κυριολεκτεί όταν σημαίνει το πλήθος των μεροκαματιάρηδων, που στην πλειονότητά τους δεν ήταν βιομηχανικοί εργάτες δεν έπαιζε ακόμη σημαντικό ανεξάρτητο ρόλο. Πεινούσαν, ξεσηκώνονταν, ίσως ονειρεύονταν, αλλά στην ουσία ακολουθούσαν ηγέτες που δεν ήταν προλετάριοι. Η αγροτική τάξη ποτέ δεν προσφέρει εναλλακτική πολιτική λύση σε κανένα μπορεί μονάχα να προσφέρει, κατά τη συγκυρία, μια σχεδόν ακατανίκητη δύναμη ή έναν σχεδόν αμετακίνητο στόχο. Η μόνη εναλλακτική λύση στον αστικό ριζοσπαστισμό (με την εξαίρεση μικρών ομάδων από ιδεολόγους ή αγωνιστές που ήταν ανίσχυροι χωρίς τη λαϊκή υποστήριξη) ήταν οι άκρως δημοκρατικοί ή «Ξεβράκωτοι» ή Σανκιλότ (Sans-culottes), ένα άμορφο κίνημα, κυρίως των φτωχών εργατών των πόλεων, μικροτεχνιτών, καταστηματαρχών, βιοτεχνών, μικροεπιχειρηματιών και τα παρόμοια. Οι «Ξεβράκωτοι», οργανωμένοι κυρίως στις συνοικίες της πόλης του Παρισιού και τις τοπικές πολιτικές λέσχες, αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης της επανάστασης τους διαδηλωτές, τους στασιαστές, τους πρωτεργάτες στο στήσιμο οδοφραγμάτων. Μέσω δημοσιογράφων όπως ο Marat και ο Hébert, μέσω τοπικών εκπροσώπων, διαμόρφωσαν μια πολιτική πίσω από την οποία κρυβόταν ένα ασαφές και αντιφατικό κοινωνικό ιδεώδες που συνδύαζε το σεβασμό για τη (μικρή) ιδιοκτησία με την εχθρότητα για τους πλούσιους δουλειά εγγυημένη από την κυβέρνηση, ημερομίσθια και κοινωνική ασφάλιση για τους φτωχούς μια ακραία δημοκρατία, αυστηρά εντοπισμένη και άμεση, βασισμένη στις αρχές της πολιτικοκοινωνικής εξίσωσης και της ελευθερίας της σκέψης. Στην πραγματικότητα οι Ξεβράκωτοι ήταν κλάδος του παγκόσμιου και σημαντικότατου πολιτικού ρεύματος που ζητούσε να εκφράσει τα συμφέροντα της μεγάλης μάζας των «αδύναμων», ανάμεσα στους πόλους των «αστών» και των «προλετάριων», συχνά πλησιάζοντας ίσως πολύ περισσότερο τους δεύτερους, μια και κατά κανόνα ήταν κι αυτοί φτωχοί. Το βλέπουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες (Τζεφερσονισμός και Τζακσονική δημοκρατία, ή λαϊκισμός), στη Βρετανία («ριζοσπαστισμός»), στη Γαλλία (πρόδρομο κίνημα των μετέπειτα «ρεπουμπλικάνων» και ριζοσπαστών-σοσιαλιστών), στην Ιταλία (Ματσινικοί, Γαριβαλδινοί), και αλλού. Κατά κανόνα, τελικά καταστάλαζε, σε μετεπαναστατικούς καιρούς, και αποτελούσε την αριστερά του φιλελευθερισμού της μεσαίας τάξης, που ήταν απρόθυμη να αποκηρύξει την παλιά αρχή ότι δεν υπάρχουν εχθροί αριστεροί, και πρόθυμη, σε εποχές κρίσης, να ξεσηκωθεί εναντίον του «τείχους του χρήματος», ή των «βασιλοφρόνων του χρήματος», ή του «σταυρού από χρυσάφι που σταυρώνει την ανθρωπότητα». Αλλά ο Σανκιλοτισμός δεν πρόσφερε ούτε κι αυτός πραγματική εναλλακτική λύση. Το ιδανικό του, ένα χρυσό παρελθόν χωρικών και μικροτεχνιτών, ή ένα χρυσό μέλλον μικροκαλλιεργητών και βιοτεχνών που θα ζούσαν ανενόχλητοι από τους τραπεζίτες και τους εκατομμυριούχους, ήταν ανέφικτο. Η ιστορία ακολουθούσε την πορεία της και ήταν καθαρά εναντίον τους. Ό,τι μπορούσαν να κάνουν και το κατόρθωσαν στα 1793-94 ήταν να στήσουν εμπόδια στο δρόμο της, πράγμα που παρακώλυσε την οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας από τότε ως σήμερα σχεδόν. Στην πραγματικότητα ο Σανκιλοτισμός ήταν φαινόμενο τόσο ανίσχυρο ώστε ξεχάστηκε και τ’ όνομά του ακόμη, ή τον θυμάται κανείς μόνο ως συνώνυμο του Ιακωβινισμού, από τον οποίο άντλησε την ηγεσία του κατά το Έτος II.

Η έκρηξη του πολέμου ώθησε τα πράγματα σε αποφασιστικές εξελίξεις, οδήγησε, δηλαδή, στη δεύτερη επανάσταση του 1792, στη Δημοκρατία των Ιακωβίνων του Έτους II και, τελικά, στον Ναπολέοντα. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης σε ιστορία της Ευρώπης.

Δύο δυνάμεις ώθησαν τη Γαλλία σε γενικό πόλεμο: η άκρα δεξιά και η μετριοπαθής αριστερά. Για τον βασιλιά, τη γαλλική αριστοκρατία και τους αριστοκράτες και κληρικούς φυγάδες, που πλήθαιναν ολοένα και ήταν συγκεντρωμένοι σε διάφορες δυτικογερμανικές πόλεις, ήταν φανερό ότι μόνο η ξένη επέμβαση μπορούσε να επαναφέρει το παλιό καθεστώς. Μια τέτοια επέμβαση δεν μπορούσε να οργανωθεί πολύ εύκολα λόγω των περίπλοκων διεθνών συνθηκών και της σχετικής πολιτικής ηρεμίας στις άλλες χώρες. Ωστόσο, ήταν όλο και πιο φανερό στους απανταχού ευγενείς και τους ελέω Θεού ηγεμόνες ότι η αποκατάσταση της εξουσίας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ δεν ήταν μόνο μια πράξη ταξικής αλληλεγγύης αλλά και μια σπουδαία διασφάλιση ενάντια στην εξάπλωση των φριχτών ιδεών που διέσπειρε η Γαλλία. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις για την ανάκτηση της Γαλλίας συσπειρώνονταν στο εξωτερικό.

Συγχρόνως, οι ίδιοι οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, και ιδίως η ομάδα των πολιτικών που συσπειρωνόταν γύρω από τους εκπροσώπους της εμπορικής περιφέρειας της Gironde, αποτελούσαν μια φιλοπόλεμη δύναμη. Αυτό συνέβαινε εν μέρει διότι κάθε γνήσια επανάσταση τείνει να είναι οικουμενική. Για τους Γάλλους, όπως και για τους πολυάριθμους συμπαθούντες του εξωτερικού, η απελευθέρωση της Γαλλίας ήταν απλώς και μόνο η πρώτη «δόση» του παγκόσμιου θριάμβου της ελευθερίας μια στάση που εύκολα οδήγησε στην πεποίθηση ότι ήταν χρέος της πατρίδας της επανάστασης να απελευθερώσει όλους τους λαούς που στέναζαν κάτω από την καταπίεση και την τυραννία. Υπήρχε ένα γνήσια μεγαλόπνευστο και γενναιόφρον πάθος στους επαναστάτες, μετριοπαθείς και αδιάλλακτους, να διαδώσουν την ελευθερία, μια γνήσια ανικανότητα να διαχωρίσουν την υπόθεση του γαλλικού έθνους από τη μοίρα ολάκερης της σκλαβωμένης ανθρωπότητας. Τόσο το γαλλικό όσο και όλα τα άλλα επαναστατικά κινήματα έμελλε να αποδεχτούν αυτή την άποψη ή να την προσαρμόσουν αναλόγως, τουλάχιστον ως το 1848. Όλα τα σχέδια για την απελευθέρωση της Ευρώπης ως το 1848 βασίζονταν σ’ έναν κοινό ξεσηκωμό των λαών υπό την ηγεσία των Γάλλων, για να ανατρέψουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της αντίδρασης και μετά το 1830, άλλα κινήματα εθνικοαπελευθερωτικά, όπως το ιταλικό ή το πολωνικό, είχαν επίσης την τάση να θεωρούν το δικό τους έθνος ένα είδος Μεσσία, που η απελευθέρωσή του θα έφερνε την ελευθερία των άλλων λαών.

[1] Σ’ αυτή τη διαφορά μεταξύ της βρετανικής και της γαλλικής επιρροής δεν πρέπει να δοθούν υπερβολικές διαστάσεις. Κανένα από τα κέντρα της διττής επανάστασης δεν περιόρισε την επιρροή του σε έναν ειδικό τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας ήταν μάλλον συμπληρωματικά παρά ανταγωνιστικά. Αλλά και όταν επήλθε καθαρή σύγκλιση μεταξύ τους όπως στο σοσιαλισμό, που σχεδόν ταυτόχρονα επινοήθηκε και ονομάστηκε έτσι και στις δύο χώρες η σύγκλιση προήλθε από κάπως διαφορετικές κατευθύνσεις.

[2] Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμάται η επίδραση της Αμερικανικής Επανάστασης. Αναμφίβολα συνέβαλε στο να υποκινηθούν οι Γάλλοι και, υπό στενότερη έννοια, πρόσφερε συνταγματικά πρότυπα που συναγωνίζονταν και κάποτε εναλλάσσονταν με τα πρότυπα των Γάλλων για διάφορα λατινοαμερικανικά κράτη, ενώ από καιρό σε καιρό αποτελούσε την έμπνευση για δημοκρατικά-ριζοσπαστικά κινήματα.

Το γερμανικό Υπ. Εξωτερικών μάς “διδάσκει” Ιστορία

Τις τελευταίες δεκαετίες εξελίσσεται μία συστηματική και σχεδιασμένη επιχείρηση προκειμένου να αναθεωρηθεί η Ιστορία που αφορά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον ρόλο του ναζισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Ερνστ Νόλτε, Ντέιβιντ Ίρβινγκ, Χάιντς Ρίχτερ, Νόρμαν Ντέιβις κ.ά..

Μαζί με αυτούς έχουν επιστρατευτεί και τα πολύ βαριά όπλα και αναφερόμαστε στην Ε.Ε. που έχει εκδώσει πλήθος «φιρμανιών» στα οποία κομμουνισμός και ναζισμός εξισώνονται. Παράλληλα η Ε.Ε. διοργανώνει διάφορες εκδηλώσεις προκειμένου να αποδείξει αυτή την εξίσωση ενώ προσφάτως επιστρατεύτηκε και το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας σε αυτή την επιχείρηση.

Το γερμανικό ΥΠ.ΕΞ. ως αναθεωρητική δεξαμενή σκέψης

Οι προσπάθειες αναθεώρησης της ιστορίας διαφοροποιούνται στη μορφή τους. Υπάρχουν τόσο οι χοντροκομμένες όσο και οι εκλεπτυσμένες. Αυτές οι δεύτερες είναι και οι πιο επικίνδυνες. Και είναι τέτοιες διότι λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι οι ιστορικές μνήμες είναι ακόμη πολύ ισχυρές και ότι παρά την άνοδο των νεοναζιστικών δυνάμεων στην ευρωπαϊκή επικράτεια, υπάρχουν εκατομμύρια πολιτών με δημοκρατικό φρόνημα και απέχθεια στη βαρβαρότητα του φασισμού/ναζισμού. Επομένως, τα συνειδησιακά ρήγματα και η διαμόρφωση μιας στρεβλής ιστορικής αντίληψης δεν μπορούν να δημιουργηθούν μέσω της χοντροκομμένης προσέγγισης αλλά μέσω μιας άλλης με ένα επιστημονικοφανές επίχρισμα.

Τι ακριβώς, λοιπόν, επιχειρεί το υπουργείο εξωτερικών της Γερμανίας; Έχει εκπονηθεί ένα Πρόγραμμα με την επωνυμία «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα». Η σχετική ιστοσελίδα μας πληροφορεί τα εξής: «Στόχος του προγράμματος […] είναι η συλλογή και αρχειοθέτηση οπτικοακουστικών μαρτυριών για τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα, καθώς και η διατήρηση και διάδοση πληροφοριών για την πιο καταστροφική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα μέτρησε απώλειες χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και υπέστη ανυπολόγιστες ζημιές στην οικονομία και στις υποδομές της. Απώτερος στόχος επίσης είναι να αναζητηθούν τα αίτια και οι παράμετροι που καθόρισαν εκείνη την εποχή, η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα ενεργό κομμάτι της συλλογικής μνήμης. […]

»Στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις σε όλη την Ελλάδα με μάρτυρες της περιόδου […]

»Το υλικό διατίθεται για ερευνητικούς, εκπαιδευτικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς σε πανεπιστημιακά ιδρύματα και σχολεία στην Ελλάδα, στη Γερμανία και διεθνώς, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας διαπολιτισμικός διάλογος, ιδιαίτερα μεταξύ των δύο χωρών […]».1

Ήδη από τους διατυπωμένους στόχους φαίνεται να ξεκινάμε από το σημείο μηδέν. Ο στόχος δεν είναι η αποκάλυψη των αιτιών που γέννησαν και γιγάντωσαν τον ναζισμό, ούτε η ερμηνεία της βαρβαρότητάς του αλλά μία γενική αναζήτηση αιτιών και παραμέτρων που καθόρισαν εκείνη την εποχή. Εξ’ αρχής, λοιπόν, διαφαίνεται ήδη κάποιο πρόβλημα. Μήπως, όμως, πρόκειται για μία υπερβολική ή και προκατειλημμένη άποψη; Η απάντηση είναι αρνητική κι ευθύς αμέσως εξηγούμαστε.

Τι υποστηρίζει το πρόγραμμα για τον ελληνικό λιμό

Για το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχουν γραφτεί πολλά και διαφωτιστικά.2

Για αυτό τον λόγο θα σταθούμε μόνο σε μία από τις επίμαχες παρεμβάσεις του Προγράμματος που αφορά τον λιμό που βίωσε ο ελληνικός λαός. Στην ιστοσελίδα του Προγράμματος παρατίθεται μία διαπίστωση του Γκέμπελς ο οποίος δήθεν αγωνιά για τον ελληνικό λιμό: «Έλαβα μια εξοργιστική αναφορά για την κατάσταση στην Ελλάδα. Εκεί η πείνα έχει εξελιχθεί σε μάστιγα. Κατά χιλιάδες πεθαίνουν οι άνθρωποι στους δρόμους της Αθήνας από την εξάντληση, όλα αποτέλεσμα της βίαιης βρετανικής πολιτικής του ναυτικού αποκλεισμού, και μάλιστα σε βάρος ενός λαού που αφελώς θέλησε να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά για λογαριασμό των Εγγλέζων. Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη του Λονδίνου».3

Στη συνέχεια παρατίθεται μια αναφορά του Βρετανού Έντουαρντ Γουόρνερ από το Φόρειν Όφφις. Οι υπεύθυνοι του γερμανικού προγράμματος επικαλούνται τα δύο κείμενα για να «αποδείξουν» πως, τάχα, υπαίτιοι για τον ελληνικό λιμό ήταν οι Βρετανοί και όχι οι Γερμανοί. Ακολουθεί μία εκτίμηση της ιστοσελίδας με βάση την οποία γράφονται τα εξής: «Εξαιτίας της αναστάτωσης που είχαν προκαλέσει οι εχθροπραξίες, δεκάδες χιλιάδες άτομα είχαν βρεθεί μακριά από τις εστίες τους αναζητώντας καταφύγιο σε άλλες περιοχές.

Το γεγονός ότι η πλειονότητα αυτών των εσωτερικών μεταναστών βρέθηκε στις πόλεις, έφερε σε αδιέξοδο το κεντρικό σύστημα διανομής αγαθών και δημιούργησε χάσμα ανάμεσα στις συνθήκες ζωής των αστικών κέντρων και της υπαίθρου, όπου οι κάτοικοι μπόρεσαν να διατηρήσουν ένα σταθερό επίπεδο διαβίωσης. Βασικός παράγοντας της επισιτιστικής κρίσης υπήρξε ο ναυτικός αποκλεισμός από τις βρετανικές δυνάμεις. Επιπρόσθετα εμπόδια προκάλεσε η κατάρρευση του συγκοινωνιακού δικτύου και ο χωρισμός της επικράτειας σε ζώνες κατοχής, σε σημείο που να δυσχεραίνεται η μεταφορά τροφίμων ακόμα και σε γειτονικά διαμερίσματα. Μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων, πατάτες, σταφίδες και λάδι, επιτάχθηκαν από τα κατοχικά στρατεύματα που σύντομα αντικατέστησαν αυτή την λεηλασία της παραγωγής με το σύστημα πληρωμής σε ειδικά χαρτονομίσματα».4 

Ας δούμε, λοιπόν, μερικές πτυχές του ζητήματος.

Ορισμένα δεδομένα

Πρώτα από όλα είναι απαραίτητο να θυμηθούμε τη διάσταση του προβλήματος της πείνας. Όλοι οι μελετητές συμφωνούν πως η εκτίμηση για τον αριθμό των νεκρών κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής εξαιτίας της πείνας δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, υπολογίζεται πως αυτός προσεγγίζει το μισό εκατομμύριο.5

Πολύ μεγάλο νούμερο αν ιδιαίτερα αναλογιστούμε πως εκείνη την εποχή ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν κάτι λιγότερο από 7,5 εκατομμύρια. Επομένως, περίπου το 7% του πληθυσμού απεβίωσε λόγω της παρατεταμένης πείνας. Όπως είναι γνωστό η πορεία προς τον θάνατο εξαιτίας του λιμού είναι μία φρικώδης διαδικασία. Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης περιγράφονται σε μία πρωτοποριακή μελέτη τεσσάρων νευρολόγων ψυχιάτρων που εκδόθηκε το 1947. Σε αυτήν περιγράφονται αποτροπιαστικά φαινόμενα όπως αυτό της βρώσης πτωμάτων από τους λιμοκτονούντες, η βρώση σκουπιδιών, εμεσμάτων, κοπράνων, σκύλων κ.λπ.. Συχνά οι άνθρωποι λόγω αυτής της ζοφερής κατάστασης παραφρονούσαν.6 

Το ερώτημα είναι πώς φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση. Ακριβώς σε αυτό θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.

Το γερμανικό πλιάτσικο τροφίμων

Οι Γερμανοί κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα πλιατσικολογούσαν ανελέητα τρόφιμα και ό,τι πολύτιμο είχαν στη διάθεσή τους οι πολίτες. Επομένως συνέβαλαν στη λιμοκτονία του λαού με δύο τρόπους: στερώντας του τρόφιμα και αφαιρώντας τους πολύτιμα αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μία ανταλλακτική οικονομία για την εξασφάλιση τροφίμων.7

Η συμπεριφορά των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στηλιτευόταν ακόμη και από γερμανικές πηγές. Ο πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ απευθυνόμενος προς το Βερολίνο έγραφε πως ο γερμανικός στρατός μάλλον θα έπρεπε να φέρει τρόφιμα παρά να τα υφαρπάζει. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείτο και μία έκθεση της Άβπερ που αντιπαράβαλε την εικόνα των Βρετανών με αυτή των Γερμανών. Οι πρώτοι όπως έγραφε μοίρασαν στοκ τροφίμων πριν αποχωρήσουν οι Ιταλοί. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητη μία διευκρίνιση. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των Γερμανών δεν είχαν να κάνουν με μία ανθρωπιστική διάθεση από όσους δυσανασχετούσαν με τη γερμανική επίταξη τροφίμων. Στους κόλπους των ναζί κάποιες φορές καταγράφονταν δυο τακτικές σε θεωρητικό επίπεδο. Η μία ήταν αυτή της απόλυτης σκληρότητας όπως και εφαρμόστηκε στην πράξη, η άλλη αφορούσε μια λελογισμένη σκληρότητα προκειμένου να μην δημιουργείται εκτεταμένη εχθρότητα από τον κατεχόμενο λαό. Όμως και σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση οι ναζί δεν έπαυαν να είναι ναζί και να στηρίζουν και να υλοποιούν τους σχεδιασμούς του καθεστώτος.8

Το πλιάτσικο δεν αφορούσε μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις στρατιωτών αλλά και κεντρικές ενέργειες του στρατού. Για παράδειγμα τις τρεις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής επιτάχθηκαν από τη Χίο 25.000 πορτοκάλια, 4.500 λεμόνια και 100.000 τσιγάρα. Οι αξιωματικοί του στρατού επιδίδονταν σε κατασχέσεις αποθεμάτων σταφίδας, σύκων, ρυζιού και ελαιόλαδου. Η υφαρπαγή πραγματοποιείτο είτε ανοικτά είτε με προσφορά χαρτονομισμάτων δίχως αξία. Το 1941, επίσης, η παραγωγή των σιτηρών ήταν κατά 15 με 30% μικρότερη συγκρινόμενη με τα προπολεμικά επίπεδα. Ακόμη κι έτσι, μία ορθολογική πολιτική δελτίων θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ο λιμός, ωστόσο κάτι τέτοιο κατέστη αδύνατο αφού τα γερμανικά στρατεύματα έστηναν μπλόκα στους δρόμους, ήλεγχαν τις αποθήκες κι έκαναν κατάσχεση στις σοδειές.

Το πρόβλημα του επισιτισμού του ελληνικού πληθυσμού δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τις γερμανικές αρχές. Τουναντίον η Γερμανία εκτίμησε πως όσον αφορά την αποστολή τροφίμων προτεραιότητα είχε το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Νορβηγία, ενώ στον σχετικό κατάλογο η Ελλάδα βρισκόταν τελευταία στη λίστα.9

Η διάλυση της ελληνικής οικονομίας ως επιταχυντικός παράγοντας της λιμοκτονίας

Το πλιάτσικο δεν περιοριζόταν μόνο στα τρόφιμα, αλλά στο βαμβάκι, στο σολόδερμα, στο λινάρι, στο μετάξι, στα δέρματα, στα βαμβακερά υφάσματα και σε λοιπά προϊόντα. Ταυτόχρονα, είχε εξασφαλιστεί για λογαριασμό της Κρουπς η διείσδυση των Γερμανών στις επιχειρήσεις μεταλλευμάτων με ευνοϊκότατους όρους για τη Γερμανία.10 

Στις 10 Απριλίου του 1941 δημοσιεύτηκαν διαταγές που αφορούσαν  τα Πιστωτικά Ταμεία του Ράιχ, την έκδοση χαρτονομισμάτων (μάρκα κατοχής), τον «διακανονισμό του τρόπου πληρωμής μεταξύ κατεχόμενου ελληνικού εδάφους και των εδαφών του Ράιχ εξωτερικού» και τις «εχθρικές περιουσίες». Στις 18 Απριλίου ακολούθησε η διαταγή για την αγορά ελληνικών καπνών. Τα καπνά μαζί με το λάδι και το μετάξι θα συνεχίσουν να εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες στις κατεχόμενες χώρες, ενώ ένα μικρό μέρος τους μένει στην Ελλάδα προς κατανάλωση. Αυτό που αποτέλεσε αντικείμενο σχεδόν αποκλειστικής εκμετάλλευσης από τους Γερμανούς ήταν « […]οι βιομηχανικές πρώτες ύλες (μέταλλα, ορυκτά, καύσιμα, δέρματα κ.λπ.), τα στρατιωτικά ή πολύτιμα είδη, ακόμα και τα κέρματα που αποσύρονταν για το μέταλλό τους […]».11

Επίσης, «Τα ορυκτά, που ήταν εξαρχής ο σημαντικότερος στόχος, μεταφέρονται σε σημαντικές ποσότητες στις βιομηχανίες της Γερμανίας και της Ιταλίας. Την περίοδο 1941-1944 μεταφέρθηκαν, για παράδειγμα, από την Ελλάδα στη Γερμανία περίπου 25.400 τόνοι χρωμίου. Μάλιστα το 1942, χρονιά με τη μεγαλύτερη εξαγωγή (περίπου 134 τόνοι), το ελληνικό χρώμιο θα αποτελέσει το 40% των συνολικών εισαγωγών χρωμίου της Γερμανίας. […] Μεγάλες ποσότητες βωξίτη, σιδηροπυρίτη, λευκόλιθου, μολυβδαινίου και άλλων ορυκτών μεταφέρονται επίσης στη Γερμανία. […]».12

Οι συγκοινωνίες της Ελλάδας μπήκαν και αυτές στην υπηρεσία του κατακτητή. Ο σιδηρόδρομος επιτάχτηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής με αποτέλεσμα μόλις το 10-20% των δρομολογίων να εξυπηρετεί τον ντόπιο πληθυσμό.13

Το άλλο «φιλέτο» που αξιοποίησαν οι Γερμανοί ήταν οι παραγωγικές μονάδες. Όσα εργοστάσια θεωρήθηκαν καίριας σημασίας, επιτάχθηκαν αμέσως. Η πρώτη λίστα επιτάξεων περιελάμβανε «[…] την Εταιρία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου Α.Ε., την Εταιρία Ελαστικού ΕΘΕΛ, την Εταιρία Οίνων και Οινοπνευμάτων Α.Ε., την Εταιρία Εμπορίας Καπνού Παπαπέτρος, την Α.Ε. Παραγωγής οξυγόνου και ασετιλίνης Ζέφυρος, το Ναυπηγείο Βασιλειάδη,, το εργοστάσιο Τεχνητής Μετάξης ΕΤΜΑ, τη Μηχανοβιομηχανία Α.Ε. Γκλαβάνης, τη Μηχανοβιομηχανία Ροντήρης-Στρουμπούλης, το Μηχανουργείο Δρίτσας Ν. και το Μηχανουργείο Κούππας. Σε κάποιες περιπτώσεις οι δυνάμεις κατοχής απαίτησαν και πήραν το πλειοψηφικό τμήμα μετοχών κάποιων επιχειρήσεων. Άλλες, όπως π.χ. η Εθνική Τράπεζα, θα επιλέξουν από μόνες τους να συνεργαστούν με ομοειδείς γερμανικές […]».14

Μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων η Ελλάδα διαμελίστηκε σε πολλά κρατίδια. Η κυκλοφορία αγαθών και ανθρώπων από τη μία ζώνη στην άλλη απαγορευόταν, με αποτέλεσμα η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης να είναι μία καθημερινή πραγματικότητα. Η γερμανική αυτή πολιτική έμοιαζε να είναι ένα σχέδιο εξόντωσης του ελληνικού λαού, αφού οι κάτοικοι της Πίνδου δεν μπορούσαν να προμηθευτούν τα σιτηρά της Θεσσαλίας, οι κάτοικοι της Αθήνας δεν είχαν λάδι και η σταφίδα σάπιζε στις αποθήκες της Πελοποννήσου.15

Η πτώση παραγωγής των γεωργικών προϊόντων ήταν πρωτοφανής. Ωστόσο, εκεί που υπήρξε καταβαράθρωση ήταν στην εισαγωγή των σφαγίων και στην παραγωγή εγχώριων κτηνοτροφικών προϊόντων. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως ειδικά στις πόλεις οι κάτοικοι στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν έτρωγαν κρέας. Γενικότερα η εισαγωγή και εξαγωγή των προϊόντων κατέστη σχεδόν ανενεργή δείχνοντας μία εικόνα ολοκληρωτικής καταστροφής της ελληνικής οικονομίας.

Για την εξυπηρέτηση των αναγκών σε χρήμα οι Γερμανοί εξέδωσαν ένα νέο νόμισμα, το Reichskreditkassenscheine (RKKS), το οποίο θα γίνει ευρύτερα γνωστό ως μάρκο Κατοχής. Το RKSS κυκλοφορούσε παράλληλα με τη δραχμή. Η χρήση του RKSS από τις δυνάμεις Κατοχής είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνικά  καταστήματα να αδειάζουν από προϊόντα, ενώ όσα παρέμεναν στα καταστήματα οι τιμές τους ανέβαιναν στα ύψη.16

Από τον πρώτο χρόνο κατοχής, τον Σεπτέμβριο του 1941, διορίστηκαν επίτροποι των δυνάμεων Κατοχής στην Τράπεζα της Ελλάδος, για να ελέγχουν τις κινήσεις της νομισματικής διαχείρισης.17

Το καλοκαίρι του 1941 αποφασίστηκε σε Συνδιάσκεψη η Ελλάδα να αναλάβει τις κατοχικές δαπάνες υπολογισμένες σε 1,5 εκατομμύρια δραχμές ανά μήνα.18

Σε περίπτωση που τα έξοδα των δυνάμεων Κατοχής θα υπερέβαιναν το υπολογισθέν ποσό, κάτι που δεν άργησε να συμβεί εξαιτίας της υποτίμησης του νομίσματος αλλά και των απαιτήσεων της Βέρμαχτ, η Ελλάδα θα υποχρεούτο να καταβάλει τη διαφορά στις κατοχικές δυνάμεις μέσω ενός ειδικού λογαριασμού που θα άνοιγε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Πρόκειται για εκείνο το ποσό που είναι γνωστό στις ημέρες μας ως «κατοχικό δάνειο».19

Παράλληλα, με τον μηχανισμό καταβολής χρημάτων από το ελληνικό δημόσιο στη Βέρμαχτ, εφαρμόστηκε φορολογική μεταρρύθμιση με τη φορολογία να αγκαλιάζει όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (ναυσιπλοΐα, εμπόριο, βιομηχανία) καθώς και σε κινητές αξίες, δάνεια, μισθωτές υπηρεσίες, ιδιοκτησιακές μεταβιβάσεις, κυκλοφορία, και με σκοπό τη συλλογή φόρων για την ικανοποίηση του μηχανισμού καταβολής χρημάτων στους Γερμανούς.20

Μαζί με όλα τα προηγούμενα υφαρπάχθηκαν μεγάλες ποσότητες χρυσών λιρών από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης (υπολογίζεται ότι οι Γερμανοί υφάρπαξαν 1,7 εκατομμύρια χρυσές λίρες, δηλαδή 12 τόνους χρυσού)21, οι χρυσές λίρες πωλήθηκαν στο χρηματιστήριο και διακινήθηκαν στην ελεύθερη αγορά με σκοπό τη μείωση της τιμής του χρυσού ή την επιβράδυνση της αύξησής του, η παύση πληρωμών από τη Βέρμαχτ στους προμηθευτές της, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας, η επιβολή μέτρων καταναγκαστικής εργασίας στον ελληνικό πληθυσμό, οι κατασχέσεις κινητής και ακίνητης περιουσίας.22 

Τα έξοδα για τη συντήρηση του στρατού Κατοχής αποτέλεσαν μία οικονομική ρουφήχτρα για τους πόρους της ελληνικής οικονομίας. Για το μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής αυτά τα έξοδα υπερέβαιναν το 50% της νομισματικής κυκλοφορίας και μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 1942 έφτασαν να είναι το 83,28% αυτής. Αντίστοιχα, ενώ πριν την Κατοχή τα έσοδα του ελληνικού κράτους έφταναν στο 96% των εξόδων, στη διάρκεια της Κατοχής αι προς το τέλος της έφτασαν να είναι μόλις στο 6%!23

Για να πληρωθούν τα υπέρογκα έξοδα Κατοχής, έπρεπε να τυπωθούν πληθωριστικές δραχμές οι οποίες εν τέλει δεν είχαν κανένα αντίκρισμα. Ο ρυθμός εξέλιξης του πληθωρισμού ήταν εκθετικός με προφανείς επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο του ελληνικού.

Βασικά συμπεράσματα

[i] Η υπερεκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο έδαφος της Γερμανίας –αναγκαστική προκειμένου να ικανοποιηθούν οι φρενήρεις αλλά συγχρόνως μη ικανοποιητικοί ρυθμοί παραγωγής πολεμικού υλικού–, η έλλειψη εργατικών χεριών λόγω της αποστολής χιλιάδων νέων Γερμανών στο πολεμικό μέτωπο, η αρπαγή του πλούτου που είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, η προσπάθεια υπέρβασης της οικονομικής κρίσης και η ικανοποίηση της υλοποίησης του σχεδίου του ζωτικού χώρου, όλα αυτά επέβαλλαν πολιτική αποστράγγισης των κατεχόμενων χωρών από τη Γερμανία. Πολιτική αποστράγγισης πόρων, πλούτου, ανθρώπων και πολιτική που λειτουργούσε μέσω των δοτών κυβερνήσεων. Προφανώς όλα αυτά θα επέφεραν (κι επέφεραν) οδυνηρές επιπτώσεις για τους κατεχόμενους λαούς. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από αυτό τον κανόνα και το τίμημα της κατοχής υπήρξε από τα πλέον σκληρά στην Ευρώπη.

[ii] Από τα παραπάνω στοιχεία και πολλά ακόμη που ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου δεν μας επιτρέπει να παραθέσουμε, αποδεικνύεται πως ο ελληνικός λαός οδηγήθηκε στην πρωτοφανή πείνα με δύο τρόπους. Έναν άμεσο που προήλθε από τη λεηλασία των τροφίμων, επίσημη και ανεπίσημη, κι έναν έμμεσο από τη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και του πλούτου της χώρας εν γένει που διέλυσαν την οικονομία επιτείνοντας το φαινόμενο της πείνας.

[iii] Το κείμενο της ιστοσελίδας του Προγράμματος, όπως αναφέραμε σε άλλο σημείο του κειμένου, όχι μόνο επιχειρεί να αποκαθάρει τον ναζισμό για τα δεινά του ελληνικού λαού μετατοπίζοντας την ευθύνη στους Βρετανούς24 αλλά εξηγεί την πείνα και με τις εχθροπραξίες (η αντίσταση του ελληνικού λαού βαφτίζεται ως «εχθροπραξίες» και μάλιστα είναι υπεύθυνη για την πείνα), με την κατάρρευση του συγκοινωνιακού δικτύου και τον χωρισμό της χώρας σε ζώνες κατοχής (μόνο που το κείμενο δεν μας λέει ποιος ευθυνόταν για αυτά), με την ύπαρξη ειδικών χαρτονομισμάτων (ποιος και γιατί τα έβαλε σε κυκλοφορία δεν διευκρινίζεται) κ.λπ.. Έτσι, γίνονται γενικές και αόριστες περιγραφές, δίχως ιεράρχηση, δίχως ερμηνεία και με ένα ανακάτεμα αιτιών και αιτιατών. Αντικειμενικά η σύγχυση επιτείνεται ή μπορεί να επιταθεί. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και ο εκλεπτυσμένος και άρα επικίνδυνος  χαρακτήρας του γερμανικού εγχειρήματος.

[iv] Προσπάθειες όπως αυτές του σημερινού υπουργείου εξωτερικών της Γερμανίας αποτελούν μία επιχείρηση  ξεπλύματος του ναζισμού. Τι αξία έχει στα αλήθεια ένα κείμενο του αρχιναζί Γκέμπελς για να δικαιώσει τη σημερινή θέση του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών με βάση την οποία οι Γερμανοί δεν ευθύνονταν για τον ελληνικό λιμό; Πού αποσκοπεί αυτή η προσπάθεια; Μήπως εντάσσεται στη σημερινή στρατηγική του Βερολίνου με την οποία προσπαθεί να είναι η Γερμανία η αναμφισβήτητη κυρίαρχη και ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη; Κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα με  την εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα το 2010; Μήπως ακόμη σχετίζεται με το ότι υπάρχουν φωνές στην Ελλάδα που εξακολουθούν, με επιμονή και τεκμηρίωση να θέτουν το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων; Μήπως ακόμη σχετίζεται με την εθελόδουλη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων που αφήνουν περιθώρια για τη βάθυνση της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας και για ανιστόρητες ιδεολογικές παρεμβάσεις; Πώς στα αλήθεια το υπουργείο παιδείας της Ελλάδας θα ανεχτεί την εξευτελιστική παρέμβαση του γερμανικού κράτους και την επιδίωξή του να μας διδάξει την ιστορία μας;

Μπροστά σε αυτή την επιχείρηση αναθεώρησης της ιστορίας που έχει κι άλλες πλευρές εκτός από αυτή που αναφέραμε στο παρόν άρθρο, ο πνευματικός κόσμος της χώρας, οι όποιες πολιτικές δυνάμεις, οι εκπαιδευτικοί, οι μαζικοί φορείς, πρέπει να ενημερώσουν και να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο. Η αποκάλυψη των ιστορικών αναληθειών και των σκοπών ενός τέτοιου προγράμματος είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Για τη γνώση του ρόλου που έπαιξε ο ναζισμός. Για τη συγκρότηση ενός πλατιού, δημοκρατικού κι ενωτικού κινήματος που θα απαντά σε κάθε τέτοια απόπειρα, θα θέτει επίμονα το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και θα έχει τις κεραίες του τεντωμένες για την υπεράσπιση της δημοκρατίας.

 


Παραπομπές

  1. https://www.occupation-memories.org/project/description/index.html
  2. Βλέπε χαρακτηριστικά α) Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, «Όχι  στην αναθεώρηση και την υποτέλεια στα σχολεία», https://esdoge.gr/ochi-sti-dieisdysi-tis-germanikis-kratikis-propagandas-sta-ellinika-scholeia/ β) Αριστομένης Συγγελάκης, «Δούρειος Ίππος του Βερολίνου: Στόχος η ελληνική νεολαία», http://www.topontiki.gr/article/418842/doyreios-ippos-toy-verolinoy-stohos-i-elliniki-neolaia, γ) Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, Ενημέρωση – καταγγελία σχετικά με το πρόγραμμα «MOG / Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα», https://esdoge.gr/esdoge-enimerosi-katangelia-schetika-me-to-programma-mog-mnimes-apo-tin-katochi-stin-ellada/.
  3. https://www.occupation-memories.org/deutsche-okkupation/ergebnisse-des-terrors/index.html
  4. Ό.π.
  5. Βλέπε χαρακτηριστικά Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Η εμπειρία της Κατοχής, σελ. 67, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1994
  6. Βλέπε αναλυτικότερα, Σκούρας, Χατζηδήμος, Καλούτσης, Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ (ανατύπωση).
  7. Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που συνέβαλλαν στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, παράγοντες που σχετίζονταν άμεσα με τους Γερμανούς. Για παράδειγμα το κλήρινγκ ήταν ακόμη μία μέθοδος αφαίμαξης: «[…] δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κατακτητές προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και το κλήρινγκ για να εξασφαλίσουν με ευνοϊκούς όρους όσα περισσότερα αγαθά μπορούσαν από την ελληνική οικονομία. Επιπλέον μεταπολεμικά η ίδια η Γερμανία, αν και προσπάθησε συστηματικά να αποφύγει το ζήτημα των κατοχικών χρεών, παραδέχθηκε μέρος τουλάχιστον του κρυφού χρέους του κλήρινγκ, πληρώνοντας έστω και με σημαντική καθυστέρηση μια αρκετά μικρή αποζημίωση 4.800.000 μεταπολεμικών μάρκων για τα καπνά, αν και η ελληνική επιτροπή του 1945 είχε υπολογίσει το κόστος τους σε 124.521.700 (προπολεμικά) μάρκα», βλέπε αναλυτικότερα Μανουσάκης Βασίλειος, Οικονομία και Πολιτική στην Ελλάδα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, διδακτορική διατριβή, σελ. 160-176. Ένας επιπλέον παράγοντας υπήρξε και η λεηλασία του πλούτου του ελληνικού λαού από το Γ’ Ράιχ που χρηματοδότησε τις ανάγκες των πολεμικών μετώπων του Άξονα (π.χ. στη Βόρεια Αφρική, στο Ανατολικό Μέτωπο κ.α.).
  8. Βλέπε αναλυτικότερα Βασίλης Λιόσης, ΝΑΖΙΣΜΟΣ, Τα αίτια γέννησης και γιγάντωσής του, σελ. 286-290, εκδ. ΚΨΜ, 2020.
  9. Βλέπε αναλυτικότερα Mazower, ό.π., σελ. 57.
  10. Βλέπε αναλυτικότερα Mazower, ό.π., σελ. 50-51.
  11. Μανουσάκη Βασίλη, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941-1944)», σελ. 39-40, στο ΜΙΑ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, Γερμανικές αποζημιώσεις, Το κόστος της Κατοχής σε αίμα και χρήμαΕ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 2010.
  12. Ό.π., σελ. 40.
  13. Ό.π., σελ. 40.
  14. Ό.π., σελ. 41.
  15. ΑΙ ΘΥΣΙΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ, ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, Τμήμα Στατιστικής, 2005, (δεν υπάρχει αρίθμηση σελίδων).
  16. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 42.
  17. Βλέπε αναλυτικότερα, ΚΑΤΟΧΗ, ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, Επιμέλεια-Εισαγωγή: Θανάσης Γκιούρας-Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, σελ. 13, ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2015.
  18. Ό.π., σελ. 16.
  19. Ό.π., σελ. 17-18.
  20. Ό.π., σελ. 19.
  21. Τα στοιχεία αυτά έχουν προκύψει από τους υπολογισμούς του ALY GOETZ, Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ, Ληστεία, Φυλετικός πόλεμος και εθνικοσοσιαλισμός, σελ. 319, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2009.
  22. Βλέπε αναλυτικότερα ό.π., σελ. 35-36.
  23. ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ ΒΑΣΙΛΗ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1941-1944)», σελ. 48, στο ΜΙΑ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, Γερμανικές αποζημιώσεις, Το κόστος της Κατοχής σε αίμα και χρήμαΕ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 2010.
  24. Το αν και οι Βρετανοί ευθύνονταν για τον λιμό χρήζει ιστορικής έρευνας. Άλλωστε τη στάση του βρετανικού ιμπεριαλισμού και του Τσόρτσιλ την είδαμε τον Δεκέμβρη του 1944, όπου απροκάλυπτα οι Βρετανοί εισέβαλαν στην Αθήνα και πολέμησαν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, μαζί με τις εγχώριες φασιστικές δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν η ιστορική έρευνα αναδείξει ευθύνες και των Βρετανών στο ζήτημα της πείνας, αυτό δεν εξαγνίζει τους Γερμανούς.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Νίκος Ζαχαριάδης: Την τιμή σου κανείς δεν μπορεί να στην αφαιρέσει. Την τιμή σου μπορείς μονάχα να την χάσεις

Σαν σήμερα, το 1973, αυτοκτονεί κρεμασμένος, εξόριστος στο Σοργκούτ της Σιβηρίας από την σοβιετική ηγεσία, ο μεγαλύτερος ηγέτης του ΚΚΕ και του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας, από τους επικίνδυνους άντρες στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια.

Στο τελευταίο του γράμμα γράφει: “Την τιμή σου κάνεις δεν μπορεί να στην αφαιρέσει. Την τιμή σου μπορείς μονάχα να την χάσεις”.

Εξόριστος στο Νταχάου. Ηγέτης στον Μεσοπόλεμο, χτίζει το Κόμμα που θα είναι έτοιμο στην ναζιστική κατοχή, ξεκαθαρίζει τις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις. Επιστρέφει από την εξορία μετά το τέλος της Κατοχής, όπου πρέπει να διαχειριστεί την αγγλική επιβουλή της χώρας, την σοβιετική αδιαφορία και την τιτοϊκη προδοσία. Μετά την ήττα του Εμφυλίου, θα ηγηθεί της ανασυγκρότησης του Κόμματος. Το 1950 το ΚΚΕ, μετά από στρατιωτική ήττα, καταλαμβάνει σοβαρές θέσεις στις δημοτικές εκλογές. Το 1958 εκλεγει σχεδόν 70 βουλευτές η ΕΔΑ, το νόμιμο τμήμα του ΚΚΕ. Οι σοβιετικοί φοβούνται οτι θα σπάσει η εύθραυστη ισορροπία με τους Αμερικανούς, με τους οποίους έχουν δώσει τα χέρια.

Δεν ήθελαν έναν ισχυρό άντρα σε ένα τσαούση και ένοπλο λαό. Αυτές τις αντιφάσεις όμως κανείς δεν τις αναδεικνύει, παρόλο που αυτά σκιαγραφούν το λίπασμα των μελλοντικών επαναστάσεων. Αντίθετα, οι ηρωοποιήσεις και οι ωραιοποιήσεις άλλων, που πήγαιναν εκδρομές στο Χρουστσόφ, λέγοντας πόσο λάθος ήταν ο Ζαχαριάδης και ο Στάλιν, μόνο συσκοτίζουν τη συνεισφορά του κομμουνιστικού κινήματος στις παγκόσμιες επαναστάσεις: αυτή η κάστα αυτοκρατορικών απεσταλμένων, που καθόριζαν το κόμμα λόγω των συνδέσμων τους στην ΕΣΣΔ, ήταν η ανάστροφη όψη του ραγιαδισμού. Μέχρι πριν μερικούς μήνες, ακόμα η αριστερά βγάζει εγκώμια, το ΚΚΕ αποκαθιστά και άλλα φαιδρά…

Ο Ζαχαριάδης πραγματεύτηκε τελικά την ιθαγένεια και ανεξαρτησία ενός επαναστατικού κινήματος, ως προβολή της ανεξαρτησίας του λαού που πάλευε. Ήταν γι αυτό επικίνδυνος για τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν, ξηλώθηκε από το Σοβιετικό Κέντρο, πέθανε σε σοβιετική εξορία στο Σοργκούτ, κρεμασμένος, όποιος τον στήριξε κυνηγήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ στο εσωτερικό και τις σοβιετικές αρχές εκτός, ως πολεμοκάπηλος, κινεζοφιλος πράκτορας, όργανο της Ασφάλειας. Ωστόσο, το μαρξιστικό λενινιστική κίνημα έζησε και κράτησε ζωντανή την μνήμη των ερωτημάτων του: Για μια Ελλάδα ανεξάρτητη, ένα κόμμα που λογοδοτεί στο λαό του. Καθώς ούτε ο ίδιος μπόρεσε να τα κάνει, διδαξε και με τα λάθη του.

Κυρίως όμως δίδαξε με την στάση του: όταν τον κυνήγησε το κόμμα, για το οποίο έδωσε όλη την ζωή του, δεν άλλαξε στάση και πέθανε πιστός. Οι γλείφτες του Ζαχαριάδη βέβαια έγιναν οι γλείφτες των επιγόνων. Όσοι βλέπουν την πολιτική ως χόμπι ή καριέρα, εκθειάζουν τους τότε σαλτιμπαγκους. Όσοι βλέπουν την πολιτική ως επαναστατική υπόθεση, διαβάζουν όλες τις ιστορικές στιγμές, διδάσκονται από την ασκήμια και δεν την κρύβουν κάτω από το χαλί.

Για όλα αυτά, Αθάνατος.

Όπως έλεγε και ο ίδιος

“Θα χουμε πάλι γιορτή στο χωριό μας”

“Όποιος σκύβει το κεφάλι, μία ζωή θα σέρνεται”.

Έφυγε ο Γιώργος Φαρσακίδης

Γεννημένος το 1926 στην Οδησσό όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, το 1933 ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Σε πολύ νεαρή ηλικία στρατεύτηκε στην υπόθεση του κομμουνισμού. Ανταρτοεπονίτης τραυματίζεται σε μάχη με τους γερμανούς, γεγονός που θα του αφήσει αναπηρία και στα δυο του χέρια.

Στα κοντά δεκαεφτά χρόνια που πέρασε εξόριστος, θεωρώντας την τέχνη «όπλο αναντικατάστατο στα χέρια όσων θέλησαν να παραμείνουν ορθοί» αποτυπώνει με το πενάκι του σκηνές από τη ζωή των πολιτικών κρατούμενων, τα βασανιστήρια και τις κακουχίες τους, την καθημερινότητά τους, μορφές συνεξόριστων συντρόφων.

«…Ωστόσο για μας, τους “πρωτάρηδες”, τη Γενιά της Αντίστασης, από το ζοφερό κλίμα εκείνης της εποχής δεν έλειπε η γοητεία. Όλα πρωτόγνωρα, γιομάτα με συνταραχτικό ενδιαφέρον και νόημα, ήταν η συνέχεια με άλλες μορφές, ενός αγώνα που είχαμε ζήσει. Όλα με το ντύμα του επαναστατικού ρομαντισμού, άγνωστα και απροσδιόριστα, που τα φοβάσαι αλλά και τα προκαλείς σε αναμέτρηση.

Για αρκετούς από μας, γεννήθηκε στις συνθήκες εκείνες η ανάγκη μιας κάποιας απομνημόνευσης, μ’ ένα σκίτσο, ένα ξυλόγλυπτο, ένα γραφτό…».

Το εικαστικό και λογοτεχνικό του έργο συμβάλλει σ’ αυτό που θεωρούσε ευθύνη και ανάγκη «να συναρμολογήσουμε ψηφίδα ψηφίδα τα παραλειπόμενα της νεότερης ιστορίας του τόπου μας».

Ποια κληρονομιά μας αφήνει η πτώση του τείχους του Βερολίνου;

Τριάντα χρόνια πριν, ένα πλήθος ανατολικογερμανών περνά ελεύθερα στην άλλη μεριά του Βερολίνου. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια ολοκληρώνεται η  βελούδινη παλινόρθωση του καπιταλισμού και η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η διάλυση της χώρας των Σοβιέτ έκλεισε αυτή τη διετία με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Η κόκκινη σημαία κατέβηκε από τον ιστό του Κρεμλίνου για να μην σηκωθεί ποτέ ξανά. Η ιστορία τελείωσε, αποφάνθηκαν διανοούμενοι, ιστορικοί, πολιτικοί. Το χάσμα που άνοιξε με την Οκτωβριανή Επανάσταση και δίχασε τον κόσμο κατά τον 20ο αιώνα, επουλώθηκε. Το τέλος και η ολοκληρωτική χρεοκοπία του κομμουνισμού, μας είπαν, αποδεικνύεται από το ότι δεν υπήρξε ουσιαστική αντίσταση όχι απλά από τους πολίτες, αλλά ούτε καν από τα κομμουνιστικά/σοσιαλιστικά κόμματα που είχαν την εξουσία. Η ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλισμού, μας είπαν, αποδεικνύεται από το ότι οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό την παλινόρθωση.

Τριάντα χρόνια μετά, τι έχει απομείνει από αυτές τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις;

Το σίγουρο είναι ότι ο ενθουσιασμός των πρώην πολιτών του υπαρκτού σοσιαλισμού μετατράπηκε σε απογοήτευση. Ειδικά για τις παλιότερες γενιές που έζησαν και μπορούν να συγκρίνουν. Πλήθος ερευνών και δημοσκοπήσεων επιβεβαιώνουν ότι η ζωή στην Ανατολική Γερμανία σε πολλά επίπεδα ήταν καλύτερη. Κοινωνική πολιτική, ασφάλεια και προστασία, μηδαμινή ανεργία, φροντίδα για το παιδί και τον νέο, βοήθεια στην οικογένεια, ισότητα των φύλων, παιδεία και υγεία καθολικά προσβάσιμες από όλο το λαό και σε υψηλό επίπεδο. Η “Ostalgie” (Ost/Ανατολή + Nostalgie/Νοσταλγία), νεολογισμός που αποτυπώνει τι νιώθουν οι πρώην Ανατολικογερμανοί, αλλά και πρώην Ανατολικοευρωπαίοι, απλώς υπογραμμίζει ότι η σύγκριση αποβαίνει υπέρ του παρελθόντος. Τουλάχιστον σε συγκεκριμένα ζητήματα της κοινωνικής ζωής, τα οποία όμως, χρόνο με το χρόνο, αξιολογούνται ως σημαντικότερα.

Το Spiegel επιχειρώντας να γιορτάσει, πριν δέκα χρόνια, την εικοσαετία από την πτώση, έκανε έρευνα ρωτώντας πρώην Ανατολικούς αν «τότε» ζούσαν καλύτερα. Το 57% απάντησε Ναι. Επιχειρώντας να εκμαιεύσει θετικές για τον καπιταλισμό απαντήσεις, το περιοδικό ρωτούσε για την ελευθερία να ταξιδέψεις σε άλλες χώρες, ελευθερία που δεν υπήρχε στην Ανατολική Γερμανία. Έλαβε την απάντηση ότι τώρα δεν μπορείς να ταξιδέψεις γιατί σου λείπουν τα χρήματα. Το περιοδικό ρωτούσε για τα ψέματα που έλεγε το καθεστώς. Έλαβε την απάντηση ότι τώρα όλοι λένε ψέματα, απλά τα ντύνουν ή τα κρύβουν πολύ καλύτερα.

Στην τριακονταετία από την πτώση του Τείχους δεν έγινε γνωστή αντίστοιχη έρευνα, καθώς το αποτέλεσμα θεωρείται μάλλον χαμένο από τα συστημικά ΜΜΕ. Παρόλη την κατεργασία, τους τόνους μελάνης και προπαγάνδας, η πλειοψηφία των πρώην ανατολικών αναγνωρίζουν, ότι επί υπαρκτού, ζούσαν μάλλον καλύτερα.

Υπάρχει σε αυτό το στοιχείο κάποια διαστρεβλωτική ωραιοποίηση του παρελθόντος; Παίζει ρόλο ένας υφέρπων ρατσισμός με τον οποίο ακόμα και σήμερα, στην Ενιαία Γερμανία, οι πρώην Δυτικοί συμπεριφέρονται στους πρώην Ανατολικούς; Αυξάνεται η “Ostalgie” απλά και μόνο επειδή τα πράγματα στον καπιταλιστικό παράδεισο δεν αποδείχτηκαν τελικά τόσο ρόδινα;

Όλα τα παραπάνω ισχύουν. Δεν ανατρέπουν όμως το βασικό συμπέρασμα. Το τι τελικά ήταν καλύτερο για τη ζωή της εργαζόμενης πλειοψηφίας, το κρίνει η ίδια η κοινωνία και όχι όσοι χρυσοπληρώνονται για να την κρατούν σε διαχειρίσιμα πλαίσια. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και δημοσιολόγοι που έβγαλαν εκ νέου τη χολή τους για το σοσιαλισμό, δεν φαίνεται να πείθουν.

Και αυτό είναι το πρώτο κρατούμενο, τριάντα χρόνια μετά.

Η διάψευση δεν αφορά μόνο αυτό που κατέρρευσε, αλλά και αυτό που επικράτησε. Όλες οι προσδοκίες για έναν κόσμο ειρήνης και ευημερίας έχουν διαψευστεί. Ο υπαρκτός κόσμος, μετά την παρένθεση του κομμουνισμού (1917 – 1989), δεν έχει την παραμικρή σχέση με τις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις των εορταστικών ημερών μετά την πτώση. Αντί για φυγή στο λαμπρό μέλλον έχουμε επιστροφή σε προ-οκτωβριανά τοπία και ο κοινωνικός μεσαίωνας απλώνεται παντού. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός γεννά διαρκώς νέες στρατιές χαμένων και περιθωριοποιημένων. Η ενοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, με την είσοδο κεφαλαίων και την επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη και την ενθουσιώδη προσχώρηση της Κίνας στην ελεύθερη αγορά, αύξησε και δεν μείωσε την παγκόσμια ανισότητα.

Οι κήρυκες της ελευθερίας και της δημοκρατίας διαψεύστηκαν και εδώ. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι μεσαίες και φτωχές τάξεις της Δύσης χάνουν, και οι απώλειές τους έγιναν μεγαλύτερες στα χρόνια της κρίσης (2010 και μετά). Η πραγματικότητα δεν αμφισβητείται. Ο σύγχρονος καπιταλισμός αγωνίζεται χωρίς αντίπαλο, αλλά διαρκώς αγκομαχεί, ασθμαίνει, γνωρίζει κρίσεις και υφέσεις, δεν έχει βρει σημείο ισορροπίας, δεν έχει ούτε καν τη δυνατότητα ή την πρόνοια του παρελθόντος να «αγοράζει» κοινωνικές συμμαχίες. Δεν υπάρχει επιπλέον ένας «κακός» που θα χρεωθεί τις δυσλειτουργίες της ελεύθερης αγοράς. Και ενώ δεν υπάρχει πια «σιδηρούν παραπέτασμα», «κόκκινος κίνδυνος» ή «ρωσική αρκούδα» που να απειλεί τις κατακτήσεις του ελεύθερου κόσμου, αυτές οι «κατακτήσεις», μοιάζουν να αφορούν όλο και λιγότερους.

Επί τριάντα «μετακομμουνιστικά» χρόνια, αντί να διαχέεται παντού ειρήνη και ευημερία, συμβαίνει το ανάποδο.

Και αυτό είναι το δεύτερο κρατούμενο.

Η τρίτη σημαντική παρατήρηση αφορά την «κρίση» της ιστορίας. Πότε η ιστορία αποφαίνεται οριστικά και τελεσίδικα ότι ετούτο ή το άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης θα επικρατήσει; Το 1989 σηματοδότησε το «τέλος» του κομμουνισμού για την μεγάλη πλειοψηφία όσων διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Μας επιτρέπει όμως η εκάστοτε συγκυρία μια τέτοια τελεσίδικη κρίση;

Γιατί να κρίνουμε τελεσίδικα το 1989 και όχι το 1917 ή το 1949; Γιατί να μην αποφασίσουμε για το μέλλον του σοσιαλισμού τότε, που μετά τον Πόλεμο, η αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης είναι ανυπέρβλητη, ενώ στο σοσιαλιστικό μπλοκ αθροίζεται μια σημαντική ομάδα χωρών. Με την είσοδο της Κίνας στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, η μισή γη γίνεται κόκκινη, ενώ εδραιώνεται η πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός επελαύνει. Ακόμα και για τους φανατικότερους αντικομμουνιστές, ο συσχετισμός λίγο μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου φαντάζει τρομακτικός. Ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να έχει μέλλον και η ζωτική δύναμη του σοσιαλισμού φαντάζει ακατανίκητη.

Αντί άλλων επιχειρημάτων, ας δώσουμε τον λόγο στον Αϊνστάιν ο οποίος, τότε ακριβώς, γράφει:

«Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να εξαλειφθεί όλο αυτό το κακό, κι αυτός δεν είναι άλλος από την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, με ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα είναι προσανατολισμένο στην επίτευξη κοινωνικών στόχων. Σε μια τέτοια οικονομία, η ίδια η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Μια σχεδιασμένη οικονομία, η οποία θα προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, θα κατανέμει την εργασία που πρέπει να γίνει σε αυτούς που είναι ικανοί να εργαστούν και θα εγγυάται τα προς το ζην σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Η παιδεία, εκτός από την ανάπτυξη των έμφυτων ικανοτήτων του κάθε ατόμου, θα προσπαθεί να αναπτύξει την έννοια της ευθύνης για το συνάνθρωπο, στη θέση της εξύμνησης της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή κοινωνία».

Η ιστορία όμως, εξελίχθηκε διαφορετικά, από αυτό που ο Αϊνστάιν, αλλά και ο περισσότερος κόσμος το 1949, εκτιμούσε.

Το ερώτημα πότε η ιστορία κρίνει, μπορούμε να το θέσουμε για όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και τις σπουδαίες μεταβάσεις της ανθρωπότητας. Γιατί για παράδειγμα να μην κρίνουμε τελεσίδικα την Γαλλική Επανάσταση το 1815; Μέσα στο σκοτάδι της παλινόρθωσης των Βουρβόνων, οι κατακτήσεις του Διαφωτισμού μοιάζουν οριστικά ηττημένες. Είναι καταδικασμένες στο πυρ το εξώτερον οι φρικαλεότητες και τα ανοσιουργήματα της Επανάστασης. Η λέξη Δημοκρατία είναι απαγορευμένη και η προσφώνηση «πολίτης» είναι λόγος μακρόχρονης καταδίκης. Και φαντάζει, στα 1815, όχι μακρινό μέλλον, αλλά απόλυτη ουτοπία η επαναφορά στις αξίες της Ισότητας, της Ελευθερίας, της Αδελφοσύνης που διακήρυξαν οι εξεγερμένοι της Βαστίλης.

Η ιστορία και εδώ εξελίχθηκε διαφορετικά.

Δυστυχώς για όσους αρέσκονται στο «τέλος» της ιστορίας, η ιστορία όχι απλά δεν τελειώνει, αλλά δεν κρίνει ποτέ τελεσίδικα. Ειδικά όταν αφορά κάτι τόσο μεγάλο όπως η μετάβαση από ένα σύστημα σε ένα άλλο. Όσοι επιχειρούν να «εκβιάσουν» μια οριστική απόφαση της ιστορίας, πέρα από άγνοια επιδεικνύουν και μικρόνοη σκοπιμότητα.

Η ιστορία είναι αποτέλεσμα κοινωνικών και υλικών αναγκών, πρωτοβουλιών, διαπάλης δυνάμεων, συνείδησης που διαμορφώνεται ιστορικά σε εθνικά και διεθνικά πλαίσια. Υπάρχουν «νόμοι» που επενεργούν αλλά η μία ή η άλλη εξέλιξη δεν είναι νομοτέλεια αλλά αποτέλεσμα μιας τεράστιας διαπάλης. Και η διαπάλη ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση συνεχίζεται και στον 21ο αιώνα. Όχι γιατί ο πόλος της επανάστασης βρίσκεται σε καλή κατάσταση – κάθε άλλο. Είναι όμως η ίδια η πραγματικότητα που αποκαλύπτει διαρκώς τα όρια του σημερινού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, υπογραμμίζοντας τις δυνατότητες υπέρβασής του.

Ας μην κρίνουμε λοιπόν τελεσίδικα, με αφορμή το 1989, την έκφανση της ιστορίας. Όπως άλλωστε λέει το ανέκδοτο, οι Κινέζοι κομμουνιστές τη δεκαετία του 1970, ισχυρίζονταν ότι ήταν …πολύ νωρίς για να αξιολογήσουμε τη Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Η τέταρτη σημαντική παρατήρηση, έρχεται από την ψύχραιμη ματιά στα γεγονότα εκείνης της διετίας, μακριά από δραματοποιήσεις και φαντασμαγορικές παραστάσεις: Αν τα καθεστώτα ήταν φιλολαϊκά, γιατί οι πολίτες τους δεν τα υπερασπίστηκαν; Γιατί η ανατροπή καθεστώτων που εγκαθιδρύθηκαν με πόνο, αγώνα και αίμα των λαών τους, μερικές δεκαετίες αργότερα καταρρέουν, χωρίς εμφανή λαϊκή υποστήριξη; Γιατί, ακόμα και η Σοβιετική Ένωση, το «κέντρο» της σοσιαλιστικής επανάστασης, πέρασε στην αγκαλιά του καπιταλισμού χωρίς να ανοίξει ρουθούνι; Μέχρι και το οπερετικό πραξικόπημα του Αυγούστου του 1991 έγινε στο όνομα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, διεκδικώντας όμως άλλους ρυθμούς και ρόλους εξουσίας.

Και ακόμα περισσότερο: σύσσωμο σχεδόν το ηγετικό προσωπικό των σοσιαλιστικών/κομμουνιστικών κομμάτων μεταπήδησε με ανατριχιαστική ευκολία από την διάδοση του «μαρξισμού-λενινισμού» και την υπεράσπιση του «προλεταριακού διεθνισμού» στο εντελώς αντίθετο. Οι κεφαλές του σοσιαλισμού, προσχωρούν μαζικά, ως άλλοι γενίτσαροι, στο στρατόπεδο του πρώην αντιπάλου. Και επιδίδονται σε αυτοκριτική και αυτομαστίγωμα, πραγματικοί Χατζηαβάτηδες, που ανακάλυψαν στα γεράματα τη γοητεία του καπιταλισμού.

Όλα αυτά απαιτούν πειστική ερμηνεία και όχι παραπειστικές δικαιολογίες. Η σημερινή αναγνώριση ότι επί υπαρκτού οι λαοί ζούσαν καλύτερα, δεν πρέπει να κρύψει το γεγονός ότι τα τότε καθεστώτα στερούνταν της ενεργητικής, πρωτοπόρας, λαϊκής υποστήριξης.

Ξέρουμε ότι από το 1961 που κατασκευάστηκε το Τείχος του Βερολίνου, μέχρι το 1989 πολλές χιλιάδες Ανατολικογερμανοί αυτομόλησαν στην καπιταλιστική Δύση. Φαίνεται παράδοξο, αλλά τα προηγούμενα χρόνια συνέβαινε και το ανάποδο: Δυτικοί αυτομολούσαν στην ΕΣΣΔ. Ανάμεσά τους ο συγγραφέας του άρθρου «Τριάντα χρόνια μετά» Victor Grossman.

Τι μεσολάβησε αυτά τα χρόνια;

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καπιταλισμός φαίνεται να έχει μάθει από τα λάθη του και να αντιλαμβάνεται την πρόκληση. Ή θα αλλάξει ή θα πεθάνει. Επιλέγει να απαντήσει, για πρώτη φορά μετά το 1917, με διαφορετικό τρόπο. Υπό τον φόβο της ανατροπής, παραχωρεί κοινωνικές παροχές, αγαθά και υπηρεσίες. Στήνει το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. «Εξαγοράζει» την κοινωνική/λαϊκή συναίνεση. Εξανθρωπίζει το πρόσωπό του – ο εργάτης στη Δύση δεν είναι η εξαθλιωμένη φιγούρα του 19ου αιώνα. Εξαπολύει ιδεολογική επίθεση με προμετωπίδα την «ελευθερία» και τη «δημοκρατία», εννοώντας φυσικά την ελευθερία του κεφαλαίου και τη δημοκρατία των αγορών. Διαφημίζει το καπιταλιστικό όνειρο. Και συμπληρώνει την απάντησή του με την αναγκαία σιδηρά πυγμή των αμερικανικών κανονιοφόρων ανά τον πλανήτη.

Το 1950 ο εργάτης της καπιταλιστικής Δύσης θέλει να πάει να ζήσει στη σοσιαλιστική Ανατολή. Όχι μόνο επειδή η ζωή εκεί είναι καλύτερη για αυτόν, αλλά επειδή θέλει να συνεισφέρει, ελκύεται από την πρωτόγνωρη μάχη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Το 1970 όμως, ο εργάτης της σοσιαλιστικής Ανατολής θέλει να πάει να ζήσει στην καπιταλιστική Δύση. Όχι μόνο επειδή στη Δύση η ζωή πλέον είναι καλύτερη (ίσως και να μην είναι), αλλά επειδή κυριαρχούν καθολικά οι ιδέες της αγοράς, του καταναλωτισμού, της υλικής ανταμοιβής, της ατομικής ανέλιξης.

Τι μεσολάβησε μέσα σε είκοσι χρόνια;

Ο καπιταλισμός διορθώθηκε, κινήθηκε, μετασχηματίστηκε, αντεπιτέθηκε. Ο κομμουνισμός από κίνημα έγινε κράτος και καθεστώς. Έμεινε ακίνητος, στατικός, παρατηρητής. Παρέμεινε στο γήπεδο του αντιπάλου, έπαιξε το παιχνίδι του, δέχτηκε τους όρους του, υιοθέτησε τις ιδέες του και τις αξίες του. Και φυσικά, έχασε.

Έπρεπε να διορθωθεί και δεν διορθώθηκε. Έπρεπε να αντεπιτεθεί και δεν αντεπιτέθηκε. Από προελαύνουσα δύναμη, έγινε αμυνόμενη. Αναζήτησε τη «συναίνεση» όταν ο αντίπαλος αναζητούσε την εξόντωσή του. Και από κίνημα που έπρεπε να αποτυπώνει την πιο αφηρημένη τάση προς το καινούριο και να καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, έγινε γραφειοκρατικό, σκουριασμένο, ακίνητο καθεστώς. Από «κίνηση» που μετασχηματίζει τον εαυτό του μετασχηματίζοντας την πραγματικότητα, ο κομμουνισμός έγινε «σύστημα» που αποδέχτηκε την πραγματικότητα.

Και η διαδικασία αυτή δεν αφορά τα τελευταία χρόνια της περεστρόικα και του «προδότη» Γκορμπατσόφ. Πρόκειται για μετασχηματισμό που έχει τις ρίζες του στην «μη κανονική» περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και κυριαρχεί πλέον ανοικτά στην «κανονική» μεταπολεμική περίοδο, μετά τις πολιτικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις της χρουτσοφικής περιόδου της «ειρηνικής συνύπαρξης». Ο ανατολικός θαυμασμός για τις καπιταλιστικές αξίες – τον οποίο κριτικάρει ο Τσε Γκεβάρα στις αρχές του ’60 ως υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας – σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός υιοθετεί τις θέσεις του αντιπάλου. Και η διαδικασία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης έχει ήδη ξεκινήσει, την ώρα που οι όρκοι στον προλεταριακό διεθνισμό δίνουν και παίρνουν. Οι κοινωνίες του υπαρκτού σοσιαλισμού εκπαιδεύονται, συνηθίζουν, διαπαιδαγωγούνται με αυτές τις αξίες. Και προφανώς, σε βάθος χρόνου, θα επιλέξουν τον πραγματικό εκφραστή τους, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς.

Αυτό είναι ένα τέταρτο κρατούμενο από την επέτειο.

Και εδώ βρίσκεται το ερώτημα αν τα τριάντα χρόνια από την πτώση του Τείχους προκαλούν τη θλίψη, τη νοσταλγία, την απολογητική ή τον απολογισμό.

Η Αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα σήμερα, στην Ελλάδα και διεθνώς είναι προϊόν μιας ιστορικής ήττας του εικοστού αιώνα. Και ο τρόπος που επιλέγει να μιλήσει (ή να μη μιλήσει) για αυτή την ιστορία καθορίζει τα σημερινά και μελλοντικά του όρια. Η κομμουνιστική Αριστερά που δεν είναι επικίνδυνη και δεν ενοχλεί έγινε πια συνήθεια, μέρος της καθημερινότητας. Χαιρετίζεται για την «υπεύθυνη» στάση της. Αναγνωρίζεται για την ιστορία της. Μόνο και μόνο γιατί δεν διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο παρόν και στο μέλλον.

Για να διεκδικηθεί αυτός ο ρόλος, η σημερινή κομμουνιστική Αριστερά σε όλες τις εκφράσεις και παραλλαγές της, πρέπει και να θέλει και να μπορεί. Αλλά και τα δύο είναι συνισταμένη του τρόπου με τον οποίο βλέπει τις πραγματικές αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και της χρεοκοπίας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ χρειάζεται θάρρος και όχι ντροπή, αυτοκριτική και όχι νοσταλγία, απολογισμός και όχι απολογητική.

Με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον Νοέμβριο του 1989, από το χώρο του ΚΚΕ υπήρξε μια απόπειρα «απάντησης» σε όλη την αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Μόνο που ο χυδαίος εμπειρισμός της αστικής τάξης («ο κομμουνισμός ηττήθηκε άρα είναι ανεφάρμοστος, ολοκληρωτισμός ή ουτοπία»), δεν απαντιέται με την αποσιώπηση. Οι απολογητές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έχουν βαριές και απαράγραπτες ευθύνες γιατί χρέωσαν στον κομμουνισμό μια απωθητική κατάσταση. Και όσα άρθρα και ομιλίες κι αν γίνουν για τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» και τα θετικά του, ο «σοσιαλισμός που γνωρίσαμε» χρεοκόπησε. Μόνος του. Δεν ανατράπηκε απ’ έξω, με πολέμους ή αιματηρά πραξικοπήματα, με βία ενάντια στους λαούς και πογκρόμ ενάντια στις εργατικές τάξεις. Και το γιατί αυτό συνέβη, είναι αμείλικτο ερώτημα.

Μπορούν οι ίδιοι που υπηρέτησαν την καπιταλιστική παλινόρθωση (σε όλες τις μεταπολεμικές της εκφράσεις), ως πρόσωπα, απόψεις και φορείς, να συγκροτήσουν σήμερα μια αξιόπιστη αυτοκριτική για το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος; Πολύ αμφίβολο. Γιατί το πρόβλημα δεν βρίσκεται σε πινελιές σταλινοποίησης που θα σβήσουν τον ρόλο και τις επιπτώσεις της αποσταλινοποίησης, αλλά σε μια εφόλης της ύλης κριτική αποτίμηση, χώνεμα της πείρας, έμπρακτη διόρθωση, όρους για νέα εγχειρήματα μετάβασης. Στην πρόκληση αυτή, η συμβολή του αντιρεβιζιονιστικού ρεύματος και ειδικά η κριτική των Κινέζων κομμουνιστών, είναι προϋπόθεση. Που προς το παρόν μένει στο περιθώριο.

Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που ήδη ακολουθείται: Ο «σοσιαλισμός που γνωρίσαμε», συγκρινόμενος με τον «καπιταλισμό που ακολούθησε», βγαίνει περίπου αψεγάδιαστος. Ο απολογισμός μετατρέπεται σε απολογητική και η αυτοκριτική γίνεται νοσταλγία για αυτό που χάσαμε. Μόνο που αυτός ο δρόμος αφορά ελάχιστους. Θα ποστάρουν Κατιούσα για τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, αλλά δεν θα μπορούν να αντιπαρατεθούν επί της ουσίας με «τις ζωές των άλλων». Στο βάθος κανείς δεν πρόκειται να πειστεί να αφιερώσει τη ζωή του για κάτι που κατέρρευσε τόσο εύκολα και χωρίς την παραμικρή λαϊκή υποστήριξη. Είναι απλά ανάμνηση μιας φολκλόρ εικόνας του παρελθόντος.

Και αυτό είναι το πέμπτο κρατούμενο.

Το 1989 και η πτώση του Τείχους έχει ιστορική σημασία γιατί έκλεισε το χάσμα που άνοιξε το 1917 με τη δημιουργία δύο ανταγωνιστικών πόλων, της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Η επανάσταση ηττήθηκε, αποκαθηλώθηκε φαντασμαγορικά, υπό τις επιδοκιμαστικές ιαχές του πλήθους. Οι αστικές τάξεις ανά τον κόσμο στρογγυλοκάθονταν στο θρόνο τους χωρίς τον παραμικρό πλέον αντίπαλο. Και οι κομμουνιστές και αριστεροί ανά τον κόσμο, αν δεν αλλαξοπίστησαν, ανακαλύπτοντας ότι πήραν τη ζωή τους λάθος, έμειναν άναυδοι και σοκαρισμένοι από το μέγεθος της αυταπάτης τους. Η πτώση του Τείχους και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τους λαούς και τα έθνη όλου του κόσμου. Ο ιμπεριαλισμός απέμεινε να κόβει και να ράβει χωρίς αντίπαλο. Και ο καπιταλισμός αναγορεύτηκε υπερ-ιστορική κατάσταση και αιώνια αξία, χωρίς να απειλείται από πουθενά.

Μπορεί το χάσμα που έκλεισε να ανοίξει ξανά; Θα γίνει αυτό μέσα στον 21ο αιώνα – ή είναι ακόμα νωρίς για μια νέα έφοδο στον ουρανό; Η απαισιοδοξία της γνώσης και της ιστορικής εμπειρίας, μπορεί να απαντηθεί μόνο με την αισιοδοξία της βούλησης και των πραγματικών κοινωνικών αναγκών. Προϋπόθεση είναι να αναμετρηθούμε με την κληρονομιά που μας άφησε το Τείχος του Βερολίνου και η Πτώση του.

Το Τείχος του Βερολίνου, 30 χρόνια μετά

Οι μέρες μνήμης είναι τέλειες για τους δημοσιογράφους, ειδικά όταν η Google κάνει τόσο εύκολη την έρευνα. Και τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης αγαπούν αυτές τις μέρες! Οι αγαπημένες τους ημερομηνίες αφορούν τέσσερα γεγονότα: 17 Ιουνίου 1953, η «εξέγερση» (ή όπως αλλιώς αποκαλείται) των εργαζομένων της Ανατολικής Γερμανίας στην περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου στις 13 Αυγούστου 1961, το γκρέμισμά του στις 9 Νοεμβρίου 1989 και η «ενοποίηση της Γερμανίας» στις 3 Οκτωβρίου 1990. Τα τελικά ψηφία των ετών αυτών είναι 3, 1, 9 και 0. Μέσα σε μια δεκαετία έχουμε τέσσερις επετείους να γιορτάσουμε! Προσθέστε και τα πενταετή τελικά ψηφία – διότι γιορτάζουμε και τα 25 ή 35 χρόνια επετείου – και παίρνουμε 8, 6, 4 και 5. Τελικά μέσα σε μια δεκαετία τα 8 από τα 10 συνολικά χρόνια, προσφέρουν ωραίες ευκαιρίες για δημοσιογράφους, ρήτορες και πολιτικούς να μας υπενθυμίζουν επί ημέρες, εβδομάδες ή και μήνες νωρίτερα, πόσο απαίσια ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, πόσο καταδικασμένη ήταν να αποτύχει, και πόσο τυχερούς μας έκανε η κατάρρευσή της. Ειδικά εμάς, τους φτωχούς “Ossies” (Ανατολικογερμανούς).

Είναι πράγματι ευλογία ότι διανύουμε ένα τέτοιο έτος. Όχι, δεν γιορτάζουμε φέτος τη γερμανική ενοποίηση, ένα 29ο έτος δεν είναι στρογγυλό. Αλλά η 9η Νοεμβρίου μας κάνει μια χαρά. Είναι τα 30 χρόνια από την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, οπότε πρέπει να προετοιμάσουμε τα νεύρα μας για εβδομάδες ομιλιών και άρθρων, για βουτιές στο παρελθόν και δημοσιοσχετίστικους ακροβατισμούς. Τέτοιες εορταστικές εκδηλώσεις καταλήγουν συνήθως στην Πύλη του Βρανδεμβούργου όπου ανάβουν εντυπωσιακά πυροτεχνήματα και συνοδεύονται από φωνές που με ενθουσιασμό τραγουδούν το “Deutschland über alles”.

Διάφοροι βέβαια, με σαρκασμό μπορούν να σημειώσουν ότι ο βασικός στόχος των «επετείων» διαμορφώθηκε το 1991 από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Κλάους Κίνκελ: «Πρέπει να υπάρξει απονομιμοποίηση του συστήματος της ΛΔΓ, το οποίο δικαιολογούσε μέχρι το πικρό τέλος τον εαυτό του με τα αντιφασιστικά του πιστεύω, τις δήθεν υψηλότερες αξίες και την προσήλωση σε έναν ακέραιο ανθρωπισμό. Ενώ στην πραγματικότητα, υπό την κάλυψη του μαρξισμού-λενινισμού, δημιούργησε ένα κράτος που από πολλές απόψεις ήταν εξίσου απάνθρωπο και φοβερό με τη φασιστική Γερμανία». Αυτά λέγονταν από έναν άνθρωπο του οποίου ο επόμενος στόχος για τη Γερμανία περιείχε κάτι το περίεργο και το ανησυχητικό: «…να ολοκληρώσουμε κάτι στο οποίο έχουμε δυο φορές νωρίτερα αποτύχει: να βρούμε έναν ρόλο, σε συμφωνία με τους γείτονές μας, ο οποίος να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μας και στις δυνατότητές μας».

Η εξίσωση του φασισμού με τον κομμουνισμό, υιοθετήθηκε πρόσφατα ως επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατηγορώντας και τους δύο εξίσου για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποφεύγοντας μάλιστα την παραμικρή αναφορά ότι το Άουσβιτς, η Τρεμπλίνκα και το Ζάξενχαουζεν απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό και ότι η Ναζιστική Γερμανία ηττήθηκε πολύ περισσότερο χάρη στην ΕΣΣΔ συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη χώρα. Ακόμα και ότι 27 εκατομμύρια από το λαό της χάθηκαν, ως αποτέλεσμα της επίθεσης των Ναζί.

Γιατί διαστρεβλώνεται τόσο πολύ η τραγική ιστορία του 20ού αιώνα; Και γιατί, στη Γερμανία, με αδυσώπητο μίσος πετροβολούν ακόμα ένα βυθισμένο καράβι, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, στοχεύοντας σε ό,τι τυχόν προεξέχει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας; Γιατί, μετά από τριάντα χρόνια, εξακολουθούν να κλωτσάνε τη ΛΔΓ, όπως το πτώμα ενός πεθαμένου από εξάντληση αλόγου εργασίας; Μήπως κάποιοι εξακολουθούν να φοβούνται ότι αυτό το ψόφιο άλογο θα μπορούσε ακόμα να κλωτσήσει ή να δαγκώσει;

Το να σαρκάζουμε όμως δεν είναι πρέπον, όταν θυμόμαστε, πώς, χιλιάδες άνθρωποι, σε κατάσταση ευφορίας, ξεχύνονταν μέσα από τα ανοικτά σημεία ελέγχου του Τείχους του Βερολίνου. Επιτέλους μπορούσαν να επισκεφθούν ελεύθερα φίλους και συγγενείς – χωρίς περιορισμούς ή απαγορεύσεις. Θα μπορούσαν σύντομα να στηθούν σε ουρές ανυπόμονων επισκεπτών για να θαυμάσουν τη Μόνα Λίζα,  να ανέβουν στον Πύργο της Πίζας, να κάνουν βόλτες με τα τελεφερίκ του Σαν Φρανσίσκο, να ανέβουν στις καμήλες και να δουν τις πυραμίδες της Γκίζας, να δοκιμάσουν την τύχη τους στα καζίνο του Μονακό ή του Βέγκας. Μετά από 28 χρόνια που ένιωθαν να ζουν εντός περίκλειστων τειχών, μπορούσαν πλέον να αναπνέουν χαρούμενα τον καθαρό αέρα του ελεύθερου κόσμου. Τα δάκρυα της χαράς ήταν γνήσια.

Πιο άμεσα όμως, βρήκαν κάτι πολύ πιο απτό να τους περιμένει αυτές τις πρώτες δύσκολες μέρες. Κάθε τράπεζα του Δυτικού Βερολίνου τους απένειμε «μπόνους καλωσορίσματος» – 100 μάρκα, τα δυτικά μάρκα επιτέλους, όχι τα περιφρονημένα ανατολικά μάρκα! Θα μπορούσαν να τα ξοδέψουν ελεύθερα σε μπανάνες που τους είχαν λείψει, όπως άλλωστε και σε παπάγιες αλλά και σε άλλα φρούτα σπάνια ή άγνωστα στην Ανατολή. Υπήρχαν πλέον μπάρες σοκολάτας Mars, μπάρες δημητριακών Hershey (ακόμα και μπαρ για ποτό ανοικτά όλο το βράδυ), μπέργκερ Big Whoppers. Υπήρχαν τα πιο μοντέρνα παπούτσια, ωραίες μπλούζες, αποκαλυπτικά εσώρουχα, ακόμα και δονητές. Θα μπορούσαν να θαυμάσουν τη γεμάτη κόσμο Κούνταμν, την «πέμπτη λεωφόρο» του Δυτικού Βερολίνου ή το μοναχικό πάντα του ζωολογικού κήπου του Δυτικού Βερολίνου. Ή να δουν την τελευταία ταινία του Χόλιγουντ και να αγοράσουν βιβλία του Τομ Κλάνσι (ή του Κέστλερ), που ακόμα δεν κυκλοφορούσαν στην Ανατολή. Στην οποία Ανατολή, μέσα σε λίγους μήνες θα εξαφανιστούν τα τελευταία συνθήματα που είχαν απομείνει για την ειρήνη, για την παραγωγή, για τον σοσιαλισμό – και για τους σοφούς ηγέτες μας. Θα αντικατασταθούν από λαμπερές εικόνες καουμπόηδων Marlboro, χρυσά σήματα McDonald, κομψές γυναίκες σε κομψά VW ή BMW. Πάνω απ ‘όλα, υπήρχαν αυτές οι δυνατές μάρκες, σεβαστές και αναγνωρίσιμες σε όλο τον κόσμο.

Αλίμονο όμως, πριν περάσει πολύς καιρός, άρχισαν να εμφανίζονται αγκάθια απροσδόκητα: η ενοποίηση έφερε ταχεία ιδιωτικοποίηση, διακοπή και εγκατάλειψη σχεδόν όλων των ανατολικογερμανικών βιομηχανιών, μερικές από αυτές ήταν παρωχημένες, μερικές όμως ήταν στην αιχμή της τεχνολογίας. Έφερε επίσης απολύσεις εκατομμυρίων εργαζομένων, σε κάθε μορφή διοίκησης, από τη διαχείριση των απορριμμάτων την κυκλοφορία και τη μετακίνηση, μέχρι την απόλυση καθηγητών, δασκάλων, δημοσιογράφων, επιστημόνων, ηθοποιών και μουσικών κατά χιλιάδες.

Όμως, ενώ οι περισσότεροι από τους απολυθέντες κυνηγούσαν θλιμμένοι οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, όσο πενιχρές αποδοχές κι αν είχε, και άλλοι απλώς εγκατέλειψαν, οι νεότερες γενιές αναζητούσαν νέες θέσεις στο νέο – παλιό σύστημα, χαρούμενοι για την ευρεία γκάμα αυτοκινήτων, βιβλίων ή τουριστικών προορισμών. Απολάμβαναν τα πυροτεχνήματα, ίσως ακόμη τραγουδούσαν και τον εθνικό ύμνο (“Deutschland über alles”), χωρίς να μετανιώνουν για την απώλεια ενός ξεθωριασμένου παρελθόντος με όλες τις ελλείψεις και τις αδικίες του. Άλλωστε τώρα, μετά από όλα αυτά, οι τρεις δεκαετίες βοηθούν το παρελθόν να ξεθωριάσει!

Και όμως η σημερινή ατμόσφαιρα, ειδικά στα πέντε κρατίδια της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μοιάζει να μην έχει το πνεύμα των λαμπρών ημερών που ενθυμούμαστε και τιμούμε. Οι λόγοι; Οι μισθοί εξακολουθούν να μην προσεγγίζουν αυτούς της Δυτικής Γερμανίας, οι ώρες εργασίας είναι περισσότερες, οι άνεργοι είναι περισσότεροι από τη Δύση. Και στην Ανατολή, και στη Δύση, οι θέσεις εργασίας είναι όλο και συχνότερα ανασφαλείς, προσωρινές, μερικής απασχόλησης, χαμηλότερης αμοιβής. Η ισχυρή οικονομία της Γερμανίας, που βασίζεται σε εξαγωγές αυτοκινήτων, μηχανημάτων, χημικών, αποδυναμώνεται. Το σκάνδαλο στη Volkswagen και στη συνέχεια των περισσότερων άλλων αυτοκινητοβιομηχανιών, με τους απατεώνες επικεφαλής να δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα με τις εκπομπές αερίων τους, ενώ κερδίζουν εκατομμύρια, μειώνουν τα νούμερα των εξαγωγών. Μια πιθανή έξοδος της Βρετανίας με το Brexit μπορεί να πλήξει σημαντικά το εξαγωγικό εμπόριο και να αποδυναμώσει ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η Γερμανία κυριαρχεί όλο και περισσότερο. Επίσης, αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση διαρρηγνύεται από τις διαφωνίες και τις αυξανόμενες πεισματάρικες ενστάσεις των ανατολικών χωρών της. Οι οποίες διασώθηκαν πριν από τριάντα χρόνια από τον διαβολικό ολοκληρωτισμό, αλλά τώρα στρέφονται όλο και πιο ακραία προς τα δεξιά, από τη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη ως τη Σόφια και το Κίεβο.

Ακόμα και αυτά τα τριάντα χρόνια δεν έχουν εξοικειώσει τους πρώην πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας με το να βλέπουν νεαρούς στους δρόμους με συνοδεία κουρελιασμένων σκυλιών να ζητούν ελεημοσύνη στα χάρτινα κύπελλά τους. Ή βιολονίστες συναυλιών που ικετεύουν για χρήματα παίζοντας Μότσαρτ στους κρύους σταθμούς του μετρό. Ή αστέγους που τις παγωμένες βραδιές κοιμούνται στα τσιμεντένια πεζοδρόμια. Αν και μερικοί, «δεν είναι καν Γερμανοί», είναι απλά μετανάστες από άλλες «απελευθερωμένες» περιοχές, όπως η Πολωνία ή η Βουλγαρία.

Δεν καταλήγουν όμως όλα αυτά σε συμπάθεια ή σε φιλανθρωπικές πράξεις. Πολλοί στην πρώην Ανατολική Γερμανία εξακολουθούν να περιμένουν την υποσχεθείσα «Γη της Επαγγελίας» και τα θαυματουργά δάνεια σε δυτικό μάρκο. Η ανασφάλεια και τα αισθήματα δυσαρέσκειας σε πολίτες που νιώθουν «υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας» οδηγούν πολλούς να απορρίπτουν τα «κατεστημένα κόμματα», και, χάρη στην ρατσιστική προπαγάνδα, που συχνά υποβοηθείται από τα μέσα ενημέρωσης, πιστεύουν ότι η βοήθεια και η στήριξη που στερούνται, σπαταλιέται στους «πρόσφυγες και στους μετανάστες», ιδίως τους μουσουλμάνους – με άλλα λόγια τους φτωχότερους.

Πολλοί στη Γερμανία παρακολουθούσαν με ανησυχία το γεγονός ότι το Γκέρλιτς, μία από τις ωραιότερες πόλεις, αφού έχασε σχεδόν όλη τη βιομηχανία του και είδε να φεύγουν πολλοί νέοι πολίτες του, έφτασε πολύ κοντά στο να εκλέξει έναν ακροδεξιό ξενοφοβικό δήμαρχο από την «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Την 1η Σεπτεμβρίου το κόμμα αυτό κέρδισε μια σημαντική δεύτερη θέση σε δύο από τα πέντε κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, τη Σαξονία και το Βραδεμβούργο. Σε δύο εβδομάδες θα προσπαθήσει να επιτύχει τον ίδιο στόχο στη Θουριγγία, εκεί όπου ο τοπικός ηγέτης του συγκεκριμένου κόμματος εκστομίζει, σχεδόν κατά λέξη, τις προτροπές των φανατικών Ναζί ηγετών της δεκαετίας του 1930.

Ο θυμός αυτός δεν εκφράζεται μόνο στα εκλογικά αποτελέσματα. Εκφράζεται και με τη βία, από φανατικούς μοναχικούς ή ολόκληρα δίκτυα νεοναζιστών, που βρίσκουν ανοχή ή ακόμη και υποστήριξη από φοβισμένους δημάρχους μικρών πόλεων, από συμπαθούντες που φορούν αστυνομικές στολές, ή τηβένους δικαστών ή κοινοβουλευτικές γραβάτες και κοστούμια. Οι περισσότερες επιθέσεις είναι ενάντια στους «άλλους». Στους μουσουλμάνους καταρχήν, αλλά ο αντισημιτισμός μπορεί να εμφανιστεί και πάλι στους δρόμους της Γερμανίας. Στο Χάλε, στο ανατολικό γερμανικό κρατίδιο της Σαξονία-Άνχαλτ, έγινε επίθεση σε μια συναγωγή κατά τη λειτουργία του Γιομ Κιπούρ και ένας άνθρωπος σε ένα τουρκικό κατάστημα εκεί κοντά δολοφονήθηκε. Και το μίσος έχει τώρα μια πολιτική βάση σε κάθε γερμανικό κρατικό νομοθετικό όργανο, είτε ανατολικό, είτε δυτικό.

Η πτώση του τείχους και η κατάρρευση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ακολούθησε, είχε και άλλες συνέπειες. Για πρώτη φορά από το 1945, ένστολοι Γερμανοί ενεπλάκησαν σε μάχη όταν, σε αντίθεση με τον ΟΗΕ και το διεθνές δίκαιο, οι χειριστές των Tornado εκτόξευσαν πυραύλους του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας. Μια χώρα στην οποία η Γερμανία είχε επιτεθεί βίαια κατά τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Μετά από αυτή την ιστορική εξέλιξη, ακολούθησε η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν και το Μάλι και ναυτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο.

Τουλάχιστον το ίδιο ανησυχητικοί είναι οι ελιγμοί γύρω από τη βόρεια Ρωσία. Πέρυσι ήταν η άσκηση «Trident Junction 2018» με 50.000 στρατιώτες από 29 χώρες, 150 αεροσκάφη και 60 πλοία στη Νορβηγία και στα ύδατα της Αρκτικής. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη κινητοποίηση του ΝΑΤΟ από την λήξη του Ψυχρού Πολέμου.

Την επόμενη άνοιξη θα είναι η άσκηση «Defender 2020» με 37.000 αμερικανούς στρατιώτες, 20.000 από τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα συναντήσουν άλλους 17.000 που έχουν ήδη σταθμεύσει στην Ευρώπη. Με τη Γερμανία να χρησιμεύει ως ενδιάμεσος σταθμός με «κέντρα υποστήριξης» για να μεταφερθούν όλες αυτές οι δυνάμεις ανατολικά. Εκτός από την αποστολή δικών της στρατευμάτων, ανώτερων αξιωματικών και οπλικών συστημάτων, η Γερμανία θα ξοδέψει δισεκατομμύρια για να εγγυηθεί ότι οι αυτοκινητόδρομοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές και οι γέφυρές της μπορούν να αντέξουν την ταχεία μεταφορά τανκς 130 τόνων, πυροβολικού και άλλων σύγχρονων όπλων, ανατολικά, προς Εσθονία, Λετονία, Πολωνία – επικίνδυνα κοντά στη δεύτερη μητρόπολη της Ρωσίας, Αγία Πετρούπολη.

Κατά ένα περίεργο τρόπο όλη αυτή η δημοσιογραφική μνήμη που ρέπει σε «επετειακές στιγμές» σπάνια επεκτείνεται στην προ 85 ετών περίοδο, όταν το τότε σύγχρονο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων του Χίτλερ εξυπηρετούσε έναν παρόμοιο σκοπό. Ή πέντε χρόνια αργότερα, όταν τα γερμανικά στρατεύματα έκλειναν σαν δαγκάνα γύρω από το Λένινγκραντ, την Αγία Πετρούπολη, σε μια παγωμένη πολιορκία, οδηγώντας σε θάνατο από λιμό και κρύο πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες. Ωστόσο, οι σημερινοί ελιγμοί, όπως άλλωστε ο υποστράτηγος Christopher G. Cavoli διαβεβαιώνει τον Τύπο, είναι αθώοι, χρησιμεύουν μόνο «για να τρομάξουν τους πιθανούς εχθρούς».

Μεταξύ εκείνων που γιορτάζουν την κατάρρευση του τείχους το 1989, αν και δεν εκφράζονται πολύ δημόσια, ήταν γίγαντες όπως η Bayer, η BASF, η Siemens και οικονομικά μεγαθήρια όπως η Deutsche Bank. Όλοι οι παραπάνω είχαν εκδιωχθεί από την Ανατολική Γερμανία. Επιτέλους, θα μπορούσαν να επιστρέψουν – ανακτώντας παλαιά περιουσιακά στοιχεία, αποκτώντας νέες πηγές άφθονων κερδών. Για σαράντα χρόνια η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπως και οι ανατολικές αδελφές χώρες, μεγάλες και μικρές, χρησίμευαν εν μέρει ως εμπόδιο στην περαιτέρω επέκταση αυτών των γιγάντων. Επέκταση που ήταν άλλωστε το βασικό κίνητρο για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και, μετά τη ναζιστική κυριαρχία, και για τον ίδιο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου κέρδισαν δισεκατομμύρια με το δολοφονικό δουλεμπόριο εργασίας στο οποίο επιδόθηκαν. Μετά το 1990, ο δρόμος προς τα ανατολικά θα μπορούσε να διευρυνθεί ξανά, να εξομαλυνθεί και να απελευθερωθεί από τυχόν εμπόδια.

Αυτή τη φορά, βέβαια, οι γερμανικοί οικονομικοί γίγαντες έπρεπε να αποδεχθούν ότι είναι οι μικροί συνεργάτες των υπερατλαντικών σωτήρων και εταίρων τους, και κάποιων πρώην αντιπάλων τους. Αλλά οι στόχοι τους πλέον δεν ήταν διαφορετικοί, έδωσαν τα χέρια όταν το συμφέρον το καλούσε. Μια τέτοια συμβολική κίνηση ήταν η συγχώνευση της Monsanto και της Bayer, δύο εταιρείες που συμμετείχαν σε εγκλήματα πολέμου. Ενώθηκαν για να εξαναγκάσουν τους αγρότες όλου του κόσμου να αγοράσουν τους γενετικά τροποποιημένους σπόρους τους, που οδηγούν στον στραγγαλισμό της παραγωγής τους. Ένωσαν όμως και τα θανατηφόρα τους δηλητήρια ενάντια στην πεταλούδα Μονάρχης ή και στον ίδιο τον άνθρωπο.

Οι πόρτες θα ανοίξουν ευρύτερα στις αδελφές μονοπωλιακές εταιρείες, που γίνονται όλο και λιγότερες, αλλά και ταυτόχρονα πλουσιότερες κατά δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, χωρίς σχεδόν κανένα εμπόδιο στις κερδοσκοπικές προσπάθειές τους να καταπνίξουν και να δηλητηριάσουν τον κόσμο. Από την οικογένεια των Sacklers με τα οπιοειδή τους, τα αναψυκτικά της παχυσαρκίας μέχρι και το ηλεκτρονικό εμπόριο με πλύση εγκεφάλου, κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στις καθημερινές μας ανάγκες και στις προσωπικές μας σκέψεις. Άλλοι επιδίδονται σε καταστροφές εδαφών ή ωκεανών, χαλώντας όλη την ομορφιά που μας έχει δώσει η Φύση.

Μακράν πιο επικίνδυνες ήταν επιχειρήσεις όπως η Krupp με τα υποβρύχιά της, η Rheinmetall με τα τανκς, η BAE με τα αεροπλάνα και η Heckler-Koch με τα επιθετικά τουφέκια, όλες με αιματηρή εμπειρία άνω του ενός αιώνα, οι οποίες ενώθηκαν με τις  Lockheed Martin, Northrup Grumman και Boeing και ευχαριστήθηκαν τα δισεκατομμύρια που κέρδισαν μετά την πτώση του τείχους. Και φυσικά κάθε προϊόν που κατασκευάζεται, πρέπει και να χρησιμοποιείται και να αντικαθίσταται, είτε πρόκειται για σύριγγες ινσουλίνης είτε πρόκειται για κατευθυνόμενα βλήματα.

Ναι, οι σκέψεις για αυτή την ερχόμενη Ημέρα Μνήμης είναι μια ανάμεικτη συλλογή συναισθημάτων. Κάποια πράγματα κερδήθηκαν, άλλα χάθηκαν σε αυτή την αξιοσημείωτη περίσταση πριν από τριάντα χρόνια. Τι γίνεται όμως με το μέλλον;

Το μεγαλύτερο γερμανικό κόμμα, η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (με το βαυαρικό αδελφό κόμμα), αποδυναμώνεται σε μεγάλο βαθμό, χάνοντας δημοτικότητα, καθώς είναι απασχολημένο να βρει τον διάδοχο της μακρόχρονης ηγέτιδάς του, της Άνγκελα Μέρκελ. Κάποιες δυνάμεις στο κόμμα θέλουν στενότερους δεσμούς με την AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Ο εταίρος του συνασπισμού, οι Σοσιαλδημοκράτες, αποδεκατισμένοι και σε ψηφοφόρους και σε μέλη, ασχολούνται αποκλειστικά με την επιλογή δύο νέων ηγετών, ενός άνδρα και μιας γυναίκας, οι οποίοι ίσως να μπορούν να τους σώσουν από την κατάρρευση. Επτά δίδυμα ανταγωνίζονται για την συνεδριακή εκλογή του Δεκεμβρίου. Ορισμένοι υποψήφιοι θεωρούνται ότι κλίνουν προς τα αριστερά – είτε για λόγους αρχής, είτε για εντελώς πραγματιστικούς λόγους.

Οι Πράσινοι, με επιτυχία στις εκλογές, αλλά ταλαντευόμενοι διαρκώς στο εσωτερικό τους, κινούνται όπως πάντα ανάμεσα σε αριστερές θέσεις για την σωτηρία του περιβάλλοντος, αλλά δείχνουν πολύ μικρότερο ενδιαφέρον για τους εργαζόμενους ή για την προώθηση της διεθνούς ύφεσης και ειρήνης αντί της μετωπικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Και αυτοί πρέπει σύντομα να επιλέξουν ηγέτες. Μια αποφασιστική δεξιά πτέρυγα του κόμματος ελπίζει να επανέλθει.

Η Αριστερά του DIE LINKE, μόνη, συνεπής, αντιτιθέμενη σε κάθε ξένη ανάμειξη και υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, υπέστη μεγάλες ήττες και έχασε τη λαϊκή εμπιστοσύνη στα προπύργιά του, στην ανατολική Γερμανία, όπου πολύ συχνά θεωρείται «μέρος του κατεστημένου». Σε φαινομενική αντίφαση, ελπίζει στις 26 Οκτωβρίου για θετική ψήφο, και ίσως και νίκη στη Θουριγγία, όπου δημοσκοπικά προηγείται με σχεδόν 30% και φαίνεται να αναδεικνύεται επικεφαλής της κυβέρνησης.

Το LINKE σχεδιάζει σήμερα ένα πανεθνικό συνέδριο για τη στρατηγική του στο Κασέλ, στις 29 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου. Έχει καλέσει όλα τα μέλη να υποβάλουν ιδέες και προτάσεις για το πώς να ξεπεράσουν το σημερινό χαμηλό επίπεδο του 8% στις εθνικές δημοσκοπήσεις, πώς να συμμετάσχουν ή καθοδηγήσουν κινήματα ενάντια στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και στα αυξανόμενα ενοίκια, ενάντια στις ρατσιστικές επιθέσεις και στην περιβαλλοντική καταστροφή. Πώς να προσεγγίσουν πρώην υποστηρικτές και ένα πολύ ευρύτερο τμήμα του πληθυσμού, χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείψουν τον βασικό στόχο του κόμματος, που δεν είναι να «σώσει το σύστημα», αλλά να πετύχει τον σοσιαλισμό. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τα διδάγματα από το παρελθόν, και σίγουρα μάλιστα εκείνων από το δραματικό γεγονός της πτώσης του Βερολίνου πριν από τριάντα χρόνια.

Πηγή: Counter Punch

Μετάφραση: antapocrisis