Η παλιά γραφειοκρατική – στρατιωτική μηχανή πρέπει να τσακιστεί!

Το παρακάτω «διάσημο» απόσπασμα του Μαρξ προέρχεται από γράμμα του στον Λούντβιχ Κούγκελμαν στις 12 Απρίλη του 1871, μεσούσης της Κομμούνας. Ο Μαρξ διατυπώνει την κλασική πλέον φράση για «τσάκισμα» της παλιάς γραφειοκρατικής – στρατιωτικής μηχανής και όχι για «πέρασμά της από το ένα χέρι στο άλλο». Εκφράζει επίσης τον προβληματισμό του για τους «καλοκάγαθους» παριζιάνους συντρόφους που αντί να ανατρέψουν χωρίς δισταγμούς την κυβέρνηση που έφερε τους Πρώσους έξω από το Παρίσι, είχαν ενδοιασμούς συνείδησης ενάντια σε αυτούς που λίγους μήνες μετά οργάνωσαν τη σφαγή τους.

Αν θα κοιτάξεις το τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου «Η 18η Μπρυμαίρ», θα δεις ότι σαν κατοπινή προσπάθεια της Γαλλικής Επανάστασης κηρύχνω: να μην περάσει τη γραφειοκρατική – στρατιωτική μηχανή απ’ το ένα χέρι στο άλλο, όπως γινόταν ως τώρα, αλλά να την τσακίσει (zerbrechen), και τέτοιος ακριβώς είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης στην ήπειρο.

Τέτοια ακριβώς είναι και η προσπάθεια των ηρωικών κομματικών συντρόφων μας του Παρισιού.

Τι ελαστικότητα, τι ιστορική πρωτοβουλία, τι ικανότητα αυτοθυσίας έχουν αυτοί οι παριζιάνοι!

Ύστερα από έξι μηνών λιμοκτονία και καταστροφή, που προκλήθηκε περισσότερο από την εσωτερική προδοσία παρά απ’ τον εξωτερικό εχθρό, ξεσηκώνονται κάτω από τις πρωσικές ξιφολόγχες, σαν να μην είχε γίνει ποτέ πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία και σαν να μη βρισκόταν ακόμα ο εχθρός μπροστά στις πύλες του Παρισιού.

Η ιστορία δεν έχει όμοιο παράδειγμα παρόμοιου μεγαλείου!

Αν υποκύψουν, δεν θα φταίει για αυτό τίποτα άλλο, από την «καλοκαγαθία» τους. Έπρεπε να βαδίσουν αμέσως ενάντια στις Βερσαλλίες, μόλις ο Βινουά, και ύστερα το αντιδραστικό τμήμα της ίδιας της παρισινής εθνοφυλακής είχαν αδειάσει τη γωνιά.

Άφησαν να τους ξεφύγει η κατάλληλη στιγμή από ενδοιασμούς συνείδησης.

Δε θέλανε να αρχίσουν τον εμφύλιο πόλεμο, σα να μην τον είχε κιόλας αρχίσει ο Θιέρσος, το τερατώδικο αυτό έκτρωμα, με την απόπειρά του να αφοπλίσει το Παρίσι!

Δεύτερο λάθος: Η Κεντρική Επιτροπή παραιτήθηκε πολύ νωρίς από την εξουσία της για να κάνει τόπο στην Κομμούνα. Πάλι από πάρα πολύ «έντιμους» ενδοιασμούς! Όπως και να ‘ναι, αυτή η τωρινή εξέγερση του Παρισιού — ακόμα κι αν υποκύψει στους λύκους, τα γουρούνια και τα παλιόσκυλα της παλιάς κοινωνίας — είναι το πιο ένδοξο κατόρθωμα του κόμματός μας υστέρα από την παρισινή εξέγερση του Ιούνη.

Ας συγκρίνει κάνεις μ’ αυτούς τους παρισινούς πού κάνουν έφοδο ακόμα και στον ουρανό, τους δούλους της γερμανο – πρωσικής ιερής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τις μεταθανάτιες μασκαράτες της, πού μυρίζουν στρατώνα, εκκλησία, επαρχιώτικη αριστοκρατία και πάνω απ’ όλα φιλισταϊσμό.

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία – Εισαγωγή

Ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε την εισαγωγή στο έργο του Μαρξ “Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία” με αφορμή την εικοστή επέτειο της Κομμούνας το 1891. Στην εισαγωγή του αυτή ο Ένγκελς, δεν αρκέστηκε μόνο στο να υπογραμμίσει την ιστορική σημασία της Παρισινής Κομμούνας και να καταδείξει τη θεωρητική συμβολή του Μαρξ στην εκτίμησή της, αλλά έκανε και αρκετές σημαντικές επισημάνσεις για την ιστορία της και τους πρωταγωνιστές της.

…Στις 28 του Μάη, μπροστά στην υπεροχή των δυνάμεων του εχθρού, υπέκυψαν στις πλαγιές της Μπελβίλ οι τελευταίοι μαχητές της Κομμούνας και μόλις δυο μέρες ύστερα, στις 30 του Μάη, ο Μαρξ διάβασε μπροστά στο γενικό συμβούλιο την εργασία του όπου περιγράφεται η ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού με σύντομες, δυνατές, μα τόσο αδρές και πριν απ’ όλα τόσο αληθινές γραμμές, που δεν τις έφτασε ξανά κανένας σ’ όλη την άφθονη φιλολογία που γράφτηκε γύρω απ’ αυτό το θέμα.

Επίπεδο ανάπτυξης

Χάρη στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γαλλίας από το 1789, διαμορφώθηκε εδώ και πενήντα χρόνια μια τέτοια κατάσταση στο Παρίσι, που καμιά επανάσταση δεν μπορούσε να ξεσπάσει σ’ αυτό χωρίς να πάρει προλεταριακό χαρακτήρα, έτσι που το προλεταριάτο που είχε κερδίσει τη νίκη με το αίμα του, εμφανίστηκε ύστερα από τη νίκη με τις δικές του διεκδικήσεις. Αυτές οι διεκδικήσεις ήταν λίγο πολύ ακαθόριστες, ακόμα και μπερδεμένες, ανάλογα με τον κάθε φορά βαθμό ανάπτυξης των παρισινών εργατών. Τελικά όμως όλες έτειναν προς την κατάργηση της ταξικής αντίθεσης ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και στους εργάτες. Είναι αλήθεια ότι δεν ήξεραν πως έπρεπε να γίνει αυτό, ωστόσο αυτή η διεκδίκηση, όσο ακαθόριστα κι αν ήταν ακόμα διατυπωμένη, έκλεινε μέσα της μια απειλή για το κοινωνικό καθεστώς που υπήρχε. Οι εργάτες που την πρόβαλαν ήταν ακόμη οπλισμένοι. Γι’ αυτό, για τους αστούς που κρατούσαν το τιμόνι του κράτους, πρωταρχική προσταγή ήταν να αφοπλιστούν οι εργάτες. Κι έτσι, ύστερα από κάθε επανάσταση που κέρδιζαν οι εργάτες, ξεσπάει ένας νέος αγώνας που τελειώνει με την ήττα των εργατών.

Μάχες στα οδοφράγματα της Επανάστασης του 1848

Αυτό συνέβηκε για πρώτη φορά στα 1848. Οι φιλελεύθεροι αστοί της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης οργάνωναν συμπόσια για να πετύχουν την εκλογική μεταρρύθμιση που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία του κόμματός τους. Στον αγώνα τους με την κυβέρνηση αναγκάζονταν όλο και πιο πολύ να κάνουν έκκληση στο λαό, κι υποχρεώνονταν βαθμιαία να δίνουν το προβάδισμα στα ριζοσπαστικά και δημοκρατικά στρώματα της αστικής τάξης και των μικροαστών. Μα πίσω απ’ αυτούς βρίσκονταν οι επαναστάτες εργάτες, κι οι εργάτες αυτοί είχαν αποχτήσει από το 1830 πολύ μεγαλύτερη πολιτική αυτοτέλεια απ’ ό,τι το εποπτεύονταν οι αστοί κι οι δημοκρατικοί ακόμα. Τη στιγμή της κρίσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, οι εργάτες άρχισαν τη μάχη στους δρόμους. Ο Λουδοβίκος Φίλιππος εξαφανίστηκε και μαζί του εξαφανίστηκε και η εκλογική μεταρρύθμιση, στη θέση της ξεπρόβαλε η δημοκρατία και μάλιστα μια δημοκρατία που οι ίδιοι νικητές εργάτες τη χαρακτήρισαν «κοινωνική» δημοκρατία, ωστόσο κανένας δεν είχε ξεκαθαρίσει τι σήμαινε αυτή η κοινωνική δημοκρατία, ούτε κι οι ίδιοι οι εργάτες. Όμως τώρα είχαν όπλα και αποτελούσαν μια δύναμη μέσα στο κράτος. Γι’ αυτό οι αστοί δημοκράτες που βρίσκονταν στην εξουσία, μόλις ένιωσαν λίγο πολύ στέρεο το έδαφος κάτω από τα πόδια τους ο πρώτος σκοπός που επιδίωξαν ήταν ν’ αφοπλίσουν τους εργάτες. Αυτό έγινε στην εξέγερση του Ιούνη του 1848, στην οποία τους έσπρωξαν με την άμεση αθέτηση του λόγου τους, με ανοιχτό χλευασμό και την απόπειρα να εξορίσουν τους άνεργους σε μια απόμακρη επαρχία. Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να έχει συντριπτική υπεροχή δυνάμεων. Ύστερα από ηρωικό αγώνα, που κράτησε πέντε μέρες, οι εργάτες νικήθηκαν. Και τότες επακολούθησε μια σφαγή των άοπλων αιχμαλώτων, που παρόμοια δεν είχε γίνει από την εποχή των εμφύλιων πολέμων που προετοίμασαν την πτώση της ρωμαϊκής δημοκρατίας. Ήταν η πρώτη φορά που η αστική τάξη έδειχνε σε τι σημείο έξαλλης σκληρότητας μπορεί να φτάσει στην εκδίκησή της, μόλις τολμήσει το προλεταριάτο να ορθωθεί απέναντί της σαν ξεχωριστή τάξη με τις δικές του διεκδικήσεις και τα δικά του συμφέροντα. Κι όμως, το 1848 δεν ήταν παρά παιχνιδάκι μπροστά στη λύσα της αστικής τάξης το 1871.

Η δεύτερη αυτοκρατορία

Η τιμωρία ακολουθούσε κατά πόδι. Αν το προλεταριάτο δεν μπορούσε ακόμα να κυβερνήσει τη Γαλλία, η αστική τάξη δεν μπορούσε πια να την κυβερνά. Τουλάχιστον όχι τότε, που στην πλειοψηφία της ήταν ακόμα μοναρχική κι ήταν χωρισμένη σε τρία δυναστικά κόμματα και σ’ ένα τέταρτο, δημοκρατικό. Οι εσωτερικές της διαμάχες έδωσαν τη δυνατότητα στον τυχοδιώχτη Λουδοβίκο Βοναπάρτη να πάρει στα χέρια του όλα τα κλειδιά της εξουσίας – το στρατό, την αστυνομία, το διοικητικό μηχανισμό – και στις 2 του Δεκέμβρη 1851, να τινάξει στον αέρα το τελευταίο φρούριο της αστικής τάξης, την εθνοσυνέλευση. Άρχισε η δεύτερη αυτοκρατορία, η εκμετάλλευση της Γαλλίας από μια σπείρα πολιτικούς και οικονομικούς τυχοδιώχτες, μα σύγχρονα άρχισε και μια βιομηχανική ανάπτυξη, που ποτέ δεν ήταν δυνατή στο στενόκαρδο και φοβισμένο σύστημα του Λουδοβίκου Φιλίππου, κάτω από την αποκλειστική κυριαρχία μονάχα μιας μικρής μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης αφαίρεσε την πολιτική εξουσία από τους κεφαλαιοκράτες με το πρόσχημα ότι θα τους προστατέψει αυτούς, τους αστούς, από τους εργάτες, και από την άλλη, ότι θα προστατέψει τους εργάτες από τους αστούς. Σε αντάλλαγμα όμως η κυριαρχία του ευνόησε την κερδοσκοπία και τη βιομηχανική δραστηριότητα, με μία λέξη, την ανάπτυξη και τον πλουτισμό ολόκληρης της αστικής τάξης, σε πρωτάκουστο ως τα τότε βαθμό. Είναι αλήθεια ότι σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό αναπτύχθηκε η διαφθορά και η μαζική κλεψιά που κέντρο της ήταν η αυτοκρατορική αυλή, που έβγαζε μεγάλα ποσοστά απ’ αυτόν τον πλουτισμό.

Μα η δεύτερη αυτοκρατορία ήταν μια έκκληση στο γαλλικό εθνικισμό, ήταν η διεκδίκηση των συνόρων της πρώτης αυτοκρατορίας που χάθηκαν το 1814, τουλάχιστον των συνόρων της πρώτης δημοκρατίας. Μια γαλλική αυτοκρατορία, μέσα στα σύνορα της παλιάς μοναρχίας και μάλιστα μέσα στα πιο κουτσουρεμένα ακόμη σύνορα του 1815 – δεν ήταν δυνατό να κρατηθεί πολύν καιρό. Απ’ αυτό βγήκε η ανάγκη να χάνει από καιρό σε καιρό πολέμους και η ανάγκη για επέχταση των συνόρων. Καμιά όμως συνοριακή επέκταση δε θάμπωνε τόσο τη φαντασία των Γάλλων εθνικιστών, όσο η επέχταση προς τη γερμανική αριστερή όχθη του Ρήνου. Ένα τετραγωνικό μίλι στο Ρήνο είχε γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από δέκα στις Άλπεις ή οπουδήποτε αλλού. Με τη δεύτερη αυτοκρατορία η διεκδίκηση ν’ αποδοθεί ξανά στη Γαλλία η αριστερή όχθη του Ρήνου, είτε μεμιάς, είτε τμηματικά, δεν ήταν παρά ζήτημα χρόνου. Η ώρα έφτασε με τον πρωσο-αυστριακό πόλεμο του 1866. Οταν ο Βοναπάρτης είδε ότι γελάστηκε και από τον Βίσμαρκ και εξαιτίας της δικής του υπερπανούργας δισταχτικής πολιτικής και δεν πήρε την «εδαφική αποζημίωση» που περίμενε, δεν του έμεινε άλλο τίποτα παρά να κάνει πόλεμο, που ξέσπασε το 1870 και που τον οδήγησε πρώτα στο Σεντάν κι από κει στη Βίλχελμσχέε.

Σαν χάρτινος Πύργος

Αναπόφευκτη συνεπεία ήταν η επανάσταση του Παρισιού στις 4 του Σεπτέμβρη 1870. Η αυτοκρατορία σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος κι ανακηρύχτηκε πάλι η δημοκρατία. Ο εχθρός όμως βρισκόταν έξω από τις πύλες του Παρισιού, οι στρατιές της αυτοκρατορίας είτε ήταν κυκλωμένες στο Μετς χωρίς ελπίδα να ξεφύγουν, ή κρατιούνταν αιχμάλωτες στη Γερμανία. Στην κρίσιμη αυτή κατάσταση ο λαός επέτρεψε στους βουλευτές του Παρισιού του προηγούμενου νομοθετικού σώματος να εμφανιστούν σαν «κυβέρνηση εθνικής άμυνας». Και το δέχτηκε αυτό τόσο πιο εύκολα που για το σκοπό της άμυνας όλοι οι ικανοί να κρατούν όπλα Παρισινοί είχαν καταταχθεί τώρα στην εθνοφυλακή κι ήταν οπλισμένοι, κι έτσι τώρα οι εργάτες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία. Δεν άργησε όμως να ξεσπάσει σε σύγκρουση η αντίθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση, που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από αστούς, και στο οπλισμένο προλεταριάτο. Στις 31 του Οχτώβρη εργατικά τάγματα κατέλαβαν με έφοδο το δημαρχείο και πιάσανε μερικά από τα μέλη της κυβέρνησης. Η προδοσία, η άμεση αθέτηση του λόγου της από την κυβέρνηση και η παρέμβαση μερικών μικροαστικών ταγμάτων τους απελευθέρωσαν ξανά και οι εργάτες για να μην ανάψουν τον εμφύλιο πόλεμο μέσα σε μια πόλη πολιορκημένη από ξένες στρατιωτικές δυνάμεις, άφησαν στη θέση της την παλιά κυβέρνηση.

31 Οκτώβρη 1870: Επαναστατημένες μονάδες της Εθνοφυλακής καταλαμβάνουν το κέντρο του Παρισιού

Τέλος, στις 28 του Γενάρη 1871, συνθηκολόγησε το πεινασμένο Παρίσι. Συνθηκολόγησε όμως με τιμές άγνωστες ως τότε στην Ιστορία των πολέμων. Τα φρούρια παραδόθηκαν, η οχυρωματική γραμμή που περιέβαλε το Παρίσι αφοπλίστηκε, ο ταχτικός στρατός και η κινητή φρουρά παράδωσαν τα όπλα τους και θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου. Η εθνοφυλακή όμως κράτησε τα όπλα και τα κανόνια της κι έκλεισε μόνο ανακωχή με τους νικητές. Οι ίδιοι οι νικητές δεν τόλμησαν να μπουν θριαμβευτικά στο Παρίσι. Το μόνο που τόλμησαν να καταλάβουν ήταν μια μικρή γωνιά του Παρισιού, που κι αυτή αποτελούνταν κατά ένα μέρος από δημόσια πάρκα. Κι αυτά μόνο για λίγες μέρες! Και σ’ όλο αυτό το διάστημα αυτοί, που 131 ολόκληρες μέρες κράτησαν περικυκλωμένο το Παρίσι, βρέθηκαν οι ίδιοι περικυκλωμένοι απ’ τους οπλισμένους εργάτες του Παρισιού που πρόσεχαν καλά να μην περάσει κανένας «Πρώσος» τα στενά όρια της γωνιάς που είχε παραχωρηθεί στους ξένους καταχτητές. Τέτοιος ήταν ο σεβασμός που εμπνέανε οι εργάτες του Παρισιού στο στρατό, που μπροστά του είχαν καταθέσει τα όπλα όλες οι στρατιές της αυτοκρατορίας. Και οι Πρώσοι γιούνκερς που είχαν έρθει να εκδικηθούν στην εστία της επανάστασης, αναγκάστηκαν να σταθούν με σεβασμό και να χαιρετίσουν τούτη ακριβώς την ένοπλη επανάσταση.

Η ώρα της Κομμούνας

Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι εργάτες του Παρισιού περιορίστηκαν να ζητούν τη δραστήρια συνέχιση του αγώνα. Τώρα όμως, που με τη συνθηκολόγηση του Παρισιού είχε γίνει ειρήνη, τώρα ο Θιέρσος, ο νέος αρχηγός της κυβέρνησης αναγκάστηκε να καταλάβει ότι η κυριαρχία των κατεχουσών τάξεων – των μεγάλων γαιοκτημόνων και των κεφαλαιούχων – θα βρισκόταν σε αδιάκοπο κίνδυνο όσο οι εργάτες του Παρισιού κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους. Η πρώτη του πράξη ήταν η απόπειρα να τους αφοπλίσει. Στις 18 του Μάρτη έστειλε δυνάμεις του ταχτικού στρατού με τη διαταγή να αρπάξουν το πυροβολικό που ανήκε στην εθνοφυλακή, το πυροβολικό που είχε κατασκευαστεί στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και που είχε πληρωθεί με δημόσιο έρανο. Η απόπειρα απότυχε, το Παρίσι ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος για να αντισταθεί.

Έτσι κηρύχτηκε ο πόλεμος ανάμεσα στο Παρίσι και τη γαλλική κυβέρνηση, που είχε την έδρα της στις Βερσαλλίες. Στις 26 του Μάρτη έγιναν οι εκλογές της Κομμούνας του Παρισιού και στις 28 την ανακήρυξαν. Η Κεντρική Επιτροπή της εθνοφυλακής που είχε ασκήσει ως τότε την εξουσία, υπέβαλε την παραίτησή της στην Κομμούνα, αφού πρώτα κατάργησε με διάταγμα τη σκανδαλώδη «αστυνομία ηθών» του Παρισιού. Στις 30, η Κομμούνα κατάργησε τη στρατιωτική θητεία και τον ταχτικό στρατό και ανακήρυξε σα μοναδική ένοπλη δύναμη την εθνοφυλακή, στην οποία θα ανήκαν όλοι οι πολίτες οι ικανοί να κρατούν όπλα. Χάρισε όλα τα νοίκια για τις κατοικίες από τον Οχτώβρη του 1870 ως τον Απρίλη του 1871, συμψηφίζοντας στα ενοίκια της περιόδου που θ’ ακολουθούσε τα ποσά που είχαν ήδη πληρωθεί και ανάστειλε κάθε πώληση ενεχύρων στο δημαρχιακό ενεχυροδανειστήριο. Την ίδια μέρα επικυρώθηκε η εκλογή των ξένων υπηκόων στην Κομμούνα, γιατί «η σημαία της Κομμούνας είναι σημαία της παγκόσμιας δημοκρατίας». Την 1η του Απρίλη αποφασίστηκε, ο μεγαλύτερος μισθός οποιουδήποτε υπαλλήλου της Κομμούνας, συνεπώς και των ίδιων των μελών της, να μην ξεπερνάει τις 6.000 φράγκα (4.800 μάρκα). Την επόμενη μέρα ψηφίστηκε το διάταγμα για το χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και για την κατάργηση όλων των κρατικών επιχορηγήσεων για θρησκευτικούς σκοπούς, καθώς και για τη μετατροπή όλων των εκκλησιαστικών χτημάτων σε εθνική ιδιοχτησία. Ύστερα απ’ αυτό διατάχθηκε στις 8 του Απρίλη, κι εφαρμόστηκε σιγά – σιγά, η απομάκρυνση απ’ τα σχολειά όλων των θρησκευτικών συμβόλων και εικόνων, και η κατάργηση όλων των θρησκευτικών δογμάτων και προσευχών – με μια λέξη «καθετί που ανάγεται στη σφαίρα τις ατομικής συνείδησης». Μπροστά στις καθημερινές εκτελέσεις αγωνιστών της Κομμούνας που πιάνονταν αιχμάλωτοι από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών, εκδόθηκε στις 5 του Απρίλη ένα διάταγμα για τη σύλληψη ομήρων, που ποτέ όμως δεν εφαρμόστηκε. Στις 6 του Απρίλη το 137 τάγμα της εθνοφυλακής έβγαλε τη λαιμητόμο και την έκαψε δημόσια μέσα σε λαϊκό αλαλαγμό. Στις 12 του Απρίλη, η Κομμούνα αποφάσισε να κατεδαφίσει τη στήλη της νίκης στην Πλατεία της Βαντόμ, που είναι χυμένη από το μέταλλο των κανονιών που είχε κυριεύσει ο Ναπολέοντας ύστερα από τον πόλεμο του 1809, γιατί αποτελούσε σύμβολο εθνικισμού και μίσους ανάμεσα στους λαούς. Το διάταγμα αυτό εκτελέστηκε στις 16 του Μάη. Στις 16 του Απρίλη η Κομμούνα διάταξε μια στατιστική απογραφή των εργοστασίων που τα είχαν κλείσει οι εργοστασιάρχες και την επεξεργασία σχεδίων για τη λειτουργία αυτών των εργοστασίων από τους εργάτες που εργάζονταν πριν σ’ αυτά και που τώρα θα οργανώνονταν σε συνεργατικούς συνεταιρισμούς καθώς και για την οργάνωση αυτών των συνεργατικών συνεταιρισμών σε μια μεγάλη Ένωση. Στις 20 του Απρίλη, η Κομμούνα κατάργησε τη νυχτερινή δουλειά για τους αρτεργάτες, καθώς και τα γραφεία εξεύρεσης εργασίας που από τον καιρό της δεύτερης αυτοκρατορίας τα διαχειρίζονταν μονοπωλιακά ορισμένα υποκείμενα – πρώτης γραμμής εκμεταλλευτές των εργατών – που τα είχε διορίσει η αστυνομία. Τα γραφεία αυτά μεταβιβάστηκαν στα δημαρχεία των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού. Στις 30 του Απρίλη η Κομμούνα διάταξε το κλείσιμο των ενεχυροδανειστηρίων που αποτελούσαν μια ιδιωτική εκμετάλλευση των εργατών, κι έρχονταν σ’ αντίθεση με το δικαίωμα των εργατών στα εργαλεία της δουλειάς τους και με το δικαίωμα να παίρνουν πιστώσεις. Στις 5 του Μάη αποφάσισε να κατεδαφίσει το παρεκκλήσι που είχε χτιστεί σαν εξιλέωση για την εκτέλεση του Λουδοβίκου XVI.

Έτσι από τις 18 του Μάρτη πρόβαλε καθαρά και έντονα ο ταξικός χαρακτήρας του παρισινού κινήματος που, με τον πόλεμο ενάντια στην ξενική επέμβαση, είχε ως τώρα απωθηθεί στο βάθος της σκηνής. Και μια και στην Κομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα. Είτε ψήφιζε μεταρρυθμίσεις, που η δημοκρατική αστική τάξη τις είχε παραλείψει μόνο από δειλία, που αποτελούσαν όμως απαραίτητη βάση για τη λεύτερη δράση της εργατικής τάξης, όπως η εφαρμογή της αρχής ότι η θρησκεία είναι καθαρά ιδιωτική υπόθεση των ατόμων στη σχέση τους προς το κράτος, είτε έπαιρνε αποφάσεις που εξυπηρετούσαν άμεσα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και που μερικά έθιγαν βαθιά το παλιό κοινωνικό καθεστώς. Για την πραγματοποίηση όμως όλων αυτών μέσα σε μια πολιορκημένη πόλη μπορούσαν να γίνουν το πολύ – πολύ τα πρώτα μόνο βήματα. Άλλωστε από τις αρχές του Μάη όλες τις δυνάμεις τους τις απορροφούσε ο αγώνας ενάντια στα στρατεύματα που συγκέντρωνε όλο και σε μεγαλύτερο αριθμό η κυβέρνηση των Βερσαλλιών.

Οι αιματηρές συγκρούσεις

Στις 7 του Απρίλη, τα στρατεύματα των Βερσαλλιών είχαν καταλάβει το πέρασμα του Σηκουάνα στο Νεγί στο δυτικό μέτωπο του Παρισιού, αντίθετα όμως, στις 11 του Απρίλη σε μια επίθεση του στρατηγού Εντ στο νότιο μέτωπο αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες. Το Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς και μάλιστα από τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία το βομβαρδισμό της ίδιας αυτής πόλης από τους Πρώσους. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους Γάλλους στρατιώτες που είχε αιχμαλωτίσει στο Σεντάν και στο Μετς, για να ξανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους. Η βαθμιαία επιστροφή αυτών των στρατευμάτων έδωσε από τις αρχές του Μάη αποφασιστική υπεροχή στις δυνάμεις των Βερσαλλιών. Αυτό φάνηκε κιόλας στις 23 του Απρίλη, όταν ο Θιέρσος διέκοψε τις διαπραγματεύσεις για την ανταλλαγή, που πρότεινε η Κομμούνα, του αρχιεπισκόπου του Παρισιού και πολλών άλλων παπάδων που κρατιόνταν όμηροι στο Παρίσι, με μόνο τον Μπλανκί, που είχε εκλεγεί δυο φορές στην Κομμούνα, μα ήταν φυλακισμένος στο Κλερβό. Φάνηκε ακόμα περισσότερο στην αλλαγμένη γλώσσα του Θιέρσου. Ως τότε ήταν συγκρατημένος και διφορούμενος, τώρα έγινε ξαφνικά αυθάδης, απειλητικός, βάναυσος. Στις 3 του Μάη οι Βερσαλλιέροι κατέλαβαν το οχυρό του Μουλέν Σακέ, στο νότιο μέτωπο, στις 9 το φρούριο του Ισσί που καταστράφηκε ολότελα απ’ το κανονίδι και στις 14 το φρούριο της Βανβ. Στο δυτικό μέτωπο προχωρούσαν σιγά – σιγά κυριεύοντας τα πολυάριθμα χωριά και τα χτίρια που απλώνονταν ως τα τείχη της πόλης, ώσπου έφτασαν στην κύρια οχυρωματική γραμμή. Στις 21 με προδοσία και από αμέλεια του φυλακίου της εθνοφρουράς στο σημείο αυτό, κατάφεραν να μπουν μέσα στην πόλη. Οι Πρώσοι που κρατούσαν τα βορινά και ανατολικά οχυρά επέτρεψαν στα στρατεύματα των Βερσαλλιών να περάσουν μέσα από την απαγορευμένη, σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής, ζώνη στο βορινό μέρος της πόλης, κι έτσι να προχωρήσουν και να επιτεθούν σ’ ευρύ μέτωπο που οι Παρισινοί πίστευαν πως καλυπτόταν από τους όρους της ανακωχής και για το λόγο αυτό το φρουρούσαν μόνο με μικρές δυνάμεις. Αυτό είχε σαν συνέπεια να προβληθεί μικρή μόνον αντίσταση στο δυτικό μισό τμήμα του Παρισιού, στις καθαυτό πλούσιες συνοικίες της πόλης. Οσο τα στρατεύματα του εισβολέα πλησίαζαν στο ανατολικό τμήμα του Παρισιού, στην καθαυτό εργατούπολη, τόσο η αντίσταση δυνάμωνε και γινόταν πιο πεισματική. Μόνο ύστερα από οχταήμερο αγώνα υπέκυψαν στα υψώματα της Μπελβίλ και του Μενιλμοντάν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κομμούνας και τότε έφτασε στο αποκορύφωμά της η σφαγή των άοπλων ανδρών, γυναικών και παιδιών, η σφαγή που μάνιαζε όλη τη βδομάδα σε διαρκώς αυξανόμενη έκταση. Το τουφέκι δε σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι’ αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά κατά εκατοντάδες με τα πολυβόλα. Ο «Τοίχος των Ομοσπόνδων» στο νεκροταφείο του Περ-Λασέζ, όπου έγινε η τελευταία μαζική σφαγή, ορθώνεται ακόμα σήμερα, βουβή μα εύγλωττη μαρτυρία για τη λύσσα που είναι ικανή να φθάσει η κυρίαρχη τάξη, μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να παλέψει για το δίκιο του. Ύστερα, όταν αποδείχτηκε ότι ήταν αδύνατο να τους σφάξουν όλους, άρχισαν να χάνουν μαζικές συλλήψεις, να τουφεκίζουν τα θύματα που διάλεγαν αυθαίρετα μέσα από τις γραμμές των αιχμαλώτων και να μεταφέρνουν τους υπόλοιπους σε μεγάλα στρατόπεδα, όπου περίμεναν να δικαστούν από στρατοδικεία. Τα πρωσικά στρατεύματα που περικύκλωναν το βορινό τμήμα του Παρισιού είχαν διαταγή να μην αφήσουν κανένα φυγάδα να περάσει, μα οι αξιωματικοί έκαναν συχνά στραβά μάτια, όταν οι φαντάροι άκουγαν περισσότερο το πρόσταγμα του ανθρωπισμού από τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου. Ιδιαίτερη τιμή ανήκει στο σαξονικό σώμα στρατού που φέρθηκε με πολύ ανθρωπισμό κι άφησε να περάσουν πολλοί που ήταν ολοφάνερο ότι ήταν μαχητές της Κομμούνας.

Διδάγματα από τις παραλείψεις

Αν σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, ρίξουμε μια ματιά πίσω στη δράση και στην ιστορική σημασία της Κομμούνας του Παρισιού του 1871, θα δούμε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε μερικές προσθήκες στην περιγραφή της που γίνεται στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία».

Τα μέλη της Κομμούνας χωρίζονταν σε μια πλειοψηφία, τους μπλανκιστές που επικρατούσαν και στην Κεντρική Επιτροπή της εθνοφυλακής, και σε μια μειοψηφία: μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, κυρίως από οπαδούς της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Οι μπλανκιστές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήτανε την εποχή εκείνη σοσιαλιστές μόνο από επαναστατικό και προλεταριακό ένστικτο. Λίγοι μόνον είχαν αποχτήσει μεγαλύτερη σαφήνεια αρχών, χάρη στο Βαγιάν που γνώριζε το γερμανικό επιστημονικό σοσιαλισμό. Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, ότι στον οικονομικό τομέα η Κομμούνα παρέλειψε αρκετά πράγματα, που κατά τη σημερινή μας αντίληψη, έπρεπε να τα είχε κάνει. Δυσκολότερα βέβαια από όλα μπορεί να κατανοηθεί το γεγονός ότι η Κομμούνα στάθηκε ευλαβικά με ιερό σεβασμό μπροστά στις πόρτες της τράπεζας της Γαλλίας. Αυτό ήταν επίσης σοβαρό πολιτικό λάθος. Η τράπεζα στα χέρια της Κομμούνας – αυτό θα άξιζε περισσότερο από δέκα χιλιάδες ομήρους, θα σήμαινε την πίεση που θα ασκούσε στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών ολόκληρη η αστική τάξη για να κλείσει ειρήνη με την Κομμούνα. Πιο αξιοθαύμαστα όμως ακόμα είναι τα τόσα σωστά πράγματα που έκανε η Κομμούνα, μ’ όλο που αποτελούνταν από μπλανκιστές και προυντονιστές. Φυσικά οι προυντονιστές ήταν κυρίως υπεύθυνοι για τα οικονομικά διατάγματα της Κομμούνας, τόσο για τις αξιέπαινες όσο και για τις μη αξιέπαινες πλευρές τους, όπως οι μπλανκιστές ήταν υπεύθυνοι για τις πολιτικές της πράξεις και παραλείψεις. Και στις δυο περιπτώσεις η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε – όπως συνήθως συμβαίνει όταν έρχονται στην εξουσία οι δογματικοί – να κάνουν και οι δυο το αντίθετο απ’ ό,τι όριζε η θεωρία της σχολής τους.

Ο Προυντόν, ο σοσιαλιστής του μικροχωρικού και του βιοτέχνη μάστορα, μισούσε την οργάνωση με θετικό μίσος. Έλεγε γι’ αυτήν ότι περικλείνει περισσότερο κακό παρά καλό, ότι απ’ τη φύση της είναι άγονη, ακόμα και βλαβερή, γιατί αποτελεί ένα είδος δεσμών στην ελευθερία του εργάτη, ότι είναι ένα καθαρά στείρο και οχληρό δόγμα που βρίσκεται σε διάσταση, τόσο με την ελευθερία του εργάτη, όσο και με την οικονομία της εργασίας, ότι τα μειονεκτήματά της μεγάλωναν γρηγορότερα από τα πλεονεκτήματά της, ότι απέναντι σ’ αυτήν ο ανταγωνισμός, ο καταμερισμός της δουλειάς, η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούν οικονομικές δυνάμεις. Μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις – όπως τις αποκαλεί ο Προυντόν – της μεγάλης βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως οι σιδηρόδρομοι, έχει θέση η οργάνωση των εργατών (βλέπε: «Idee generale de la revolution», 3eme etude. «Γενική ιδέα της επανάστασης», 3η μελέτη).

Στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, σ’ αυτό το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει ν’ αποτελεί εξαίρεση που το πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της χειροτεχνίας, που έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο στην οργάνωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και που έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση, με λίγα λόγια, μια οργάνωση που, όπως πολύ σωστά λέει ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο», τελικά θα έπρεπε να καταλήξει στον κομμουνισμό, δηλ. ακριβώς το αντίθετο της προυντονικής θεωρίας. Και γι’ αυτό η Κομμούνα έγινε επίσης ο τάφος της σοσιαλιστικής σχολής του Προυντόν. Σήμερα η σχολή αυτή έχει εξαφανιστεί από τους γαλλικούς εργατικούς κύκλους. Τώρα σ’ αυτούς επικρατεί αναντίρρητα η θεωρία του Μαρξ, όχι λιγότερο ανάμεσα στους ποσιμπιλιστές2, απ’ ό,τι ανάμεσα στους «μαρξιστές». Μόνο ανάμεσα στη «ριζοσπαστική» αστική τάξη υπάρχουν ακόμα προυντονιστές.

Οι μπλανκιστές δεν είχαν καλύτερη τύχη. Διαπαιδαγωγημένοι στη σχολή της συνωμοσίας κι ενωμένοι με την αυστηρή πειθαρχία που ανταποκρίνεται σ’ αυτήν, ξεκινούσαν από την άποψη, ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός από αποφασισμένους, καλά οργανωμένους ανθρώπους είναι ικανοί σε μια δοσμένη ευνοϊκή στιγμή, όχι μόνο να πάρουν το πηδάλιο του κράτους στα χέρια τους μα ακόμα, και με μια δραστήρια και ανελέητη δράση να το κρατήσουν τόσο, ώσπου να κατορθώσουν να τραβήξουν τη μάζα του λαού στην επανάσταση και να τη συσπειρώσουν γύρω από την καθοδηγητική μικρή ομάδα. Για το σκοπό αυτό χρειαζόταν πριν απ’ όλα αυστηρότατη δικτατορική συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια της νέας επαναστατικής κυβέρνησης. Και τι έκανε η Κομμούνα, που στην πλειοψηφία της αποτελούνταν από τέτοιους ακριβώς μπλανκιστές; Σ’ όλες της τις διακηρύξεις προς τους Γάλλους των επαρχιών, τους καλούσε να σχηματίσουν μια ελεύθερη ομοσπονδία από όλες τις γαλλικές κοινότητες μαζί με το Παρίσι, μια εθνική οργάνωση που για πρώτη φορά θα δημιουργούνταν πραγματικά από το ίδιο το έθνος. Και ίσα-ίσα η καταπιεστική δύναμη της προηγούμενης συγκεντρωτικής κυβέρνησης – στρατός, πολιτική αστυνομία και γραφειοκρατία – που είχε δημιουργήσει ο Ναπολέων στα 1798 και που από τότε την παραλάβαινε, σαν βολικό όργανο κάθε καινούρια κυβέρνηση και τη χρησιμοποιούσε ενάντια στους αντιπάλους της, ακριβώς αυτή η δύναμη έπρεπε παντού να πέσει όπως είχε κιόλας γκρεμιστεί στο Παρίσι.

Η Κομμούνα αναγκάστηκε αμέσως από την αρχή να αναγνωρίσει ότι όταν η εργατική τάξη έρθει πια στην εξουσία, δεν μπορεί να εξακολουθεί να διοικεί με την παλιά κρατική μηχανή, ότι η εργατική αυτή τάξη, για να μην ξαναχάσει την κυριαρχία που μόλις έχει καταχτήσει, πρέπει, από τη μια να παραμερίσει όλη την παλιά καταπιεστική μηχανή που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της, κι από την άλλη να εξασφαλίσει τον εαυτό της από τους ίδιους της τους βουλευτές και υπαλλήλους, ορίζοντας ότι όλοι, δίχως καμιά εξαίρεση, μπορούν ανακληθούν σ’ οποιαδήποτε στιγμή. Ποια ήταν η χαρακτηριστική ιδιομορφία του ως τα τώρα κράτους; Για την εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της δουλειάς. Τα όργανα όμως αυτά που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, εξυπηρετώντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, όπως το βλέπουμε λ.χ., όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία. Πουθενά οι «πολιτικοί» δεν αποτελούν ένα πιο ξεχωριστό και πιο ισχυρό τμήμα του έθνους, όσο ακριβώς στη Βόρεια Αμερική. Εδώ το καθένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, που διαδέχονται το ένα το άλλο στην εξουσία, διευθύνεται με τη σειρά του από ανθρώπους που κάνουν την πολιτική, προσοδοφόρα υπόθεση, που κερδοσκοπούν πάνω στις έδρες της νομοθετικής συνέλευσης τόσο της ομοσπονδίας όσο και των ξεχωριστών πολιτειών ή που ζουν από τη ζύμωση που κάνουν για το κόμμα τους και που όταν το κόμμα τους νικήσει, ανταμείβονται με θέσεις. Είναι γνωστό πως οι Αμερικάνοι τριάντα χρόνια τώρα προσπαθούν ν’ αποτινάξουν το ζυγό αυτό που έγινε αφόρητος και πως, παρ’ όλα αυτά, βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βάλτο της διαφθοράς. Ακριβώς στην Αμερική μπορούμε να δούμε καλύτερα πώς συντελείται αυτή η ανεξαρτητοποίηση της κρατικής εξουσίας από την κοινωνία που αρχικά ήταν προορισμένη να γίνει απλό όργανό της. Εδώ δεν υπάρχει καμιά δυναστεία, δεν υπάρχουν ευγενείς, ούτε μόνιμος στρατός, εκτός από τους λίγους άνδρες για την επίβλεψη των Ινδιάνων, δεν υπάρχει ούτε γραφειοκρατία με μόνιμες θέσεις ή με δικαίωμα σύνταξης. Κι όμως, έχουμε εδώ δυο μεγάλες συμμορίες από πολιτικούς κερδοσκόπους που παίρνουν διαδοχικά στα χέρια τους την κρατική εξουσία και την εκμεταλλεύονται με τα πιο διεφθαρμένα μέσα και για τους πιο διεφθαρμένους σκοπούς, ενώ το έθνος είναι ανίσχυρο μπροστά στους δυο μεγάλους αυτούς συνασπισμούς των πολιτικών, που βρίσκονται δήθεν στην υπηρεσία του, μα που στην πραγματικότητα το εξουσιάζουν και το καταληστεύουν.

Ενάντια σ’ αυτή τη μετατροπή του κράτους και των κρατικών οργάνων από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της, μια μετατροπή που είναι αναπόφευκτη σ’ όλα τα ως τα τώρα κράτη, η Κομμούνα χρησιμοποίησε δυο αλάνθαστα μέσα. Πρώτα, σ’ όλες τις θέσεις – διοικητικές δικαστικές και εκπαιδευτικές – έβαλε υπαλλήλους εκλεγμένους με βάση την καθολική ψηφοφορία όλων των ενδιαφερόμενων, και μάλιστα με το δικαίωμα των ίδιων των ενδιαφερόμενων ν’ ανακαλούν τον αντιπρόσωπό τους οποιαδήποτε στιγμή. Και δεύτερο, πλήρωνε στους υπαλλήλους της, στους ανώτερους και στους κατώτερους, μονάχα το μισθό που έπαιρναν οι άλλοι εργάτες. Ο μεγαλύτερος μισθός, που γενικά πλήρωνε η Κομμούνα, ήταν 6.000 φράγκα. Έτσι μπήκε ένα σίγουρο εμπόδιο στη θεσιθηρία και στον αριβισμό, ακόμα και χωρίς τις δεσμευτικές εντολές που έπαιρναν, χώρια απ’ όλα τ’ άλλα, οι αντιπρόσωποι στα αντιπροσωπευτικά σώματα.

Η δικτατορία του προλεταριάτου…

Αυτό το τσάκισμα της παλιάς κρατικής εξουσίας και η αντικατάστασή της από μια καινούρια, αληθινά δημοκρατική εξουσία, περιγράφεται διεξοδικά στο τρίτο μέρος του «Εμφυλίου Πολέμου». Ήταν όμως απαραίτητο να σταματήσουμε εδώ με συντομία για άλλη μια φορά σ’ ορισμένα χαρακτηριστικά του, γιατί ακριβώς στη Γερμανία η δεισιδαιμονία για το κράτος πέρασε από τη φιλοσοφία στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης, κι ακόμα και σε πολλούς εργάτες. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική άποψη, το κράτος είναι η «πραγματοποίηση της Ιδέας» ή η βασιλεία του θεού πάνω στη γη, μεταφρασμένη σε φιλοσοφική γλώσσα, το πεδίο όπου η αιώνια αλήθεια και η δικαιοσύνη πραγματοποιούνται ή πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Κι από δω πηγάζει ένας δεισιδαιμονικός σεβασμός προς το κράτος και προς το καθετί που συνδέεται με το κράτος, ένας σεβασμός που ριζώνει τόσο πιο εύκολα, όσο έχουμε συνηθίσει απ’ τα πιο μικρά μας χρόνια να φανταζόμαστε ότι όλες οι υποθέσεις και τα συμφέροντα που είναι κοινά για ολόκληρη την κοινωνία, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν αλλιώς, παρά όπως εξυπηρετούνταν ως τώρα, δηλαδή από το κράτος και τα καλοδιορισμένα όργανά του. Και οι άνθρωποι φαντάζονται ότι κάνουν κιόλας ένα εξαιρετικά τολμηρό βήμα προς τα μπρος όταν απολυτρώνονται από την πίστη στην κληρονομική μοναρχία κι ορκίζονται στο όνομα της αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια μηχανή για την καταπίεση μιας τάξης από μια άλλη και μάλιστα όχι λιγότερο στην αστική δημοκρατία απ’ ό,τι γίνεται στη μοναρχία! Και στην καλύτερη περίπτωση, το κράτος είναι ένα κακό που κληροδοτείται στο προλεταριάτο, που νίκησε στον αγώνα για την ταξική κυριαρχία και που τις χειρότερες πλευρές του, όπως το έκαμε η Κομμούνα δεν μπορεί να μην τις περικόψει όσο το δυνατό γρηγορότερα ωσότου μια γενιά, μεγαλωμένη μέσα σε νέες και ελεύθερες κοινωνικές συνθήκες, θα είναι σε θέση να πετάξει όλα αυτά τα παλιοπράγματα που αποτελούν το κράτος.

Τον τελευταίο καιρό, το σοσιαλδημοκράτη φιλισταίο τον πιάνει ξανά ένας ιερός τρόμος όταν ακούει τις λέξεις: Δικτατορία του προλεταριάτου. Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι λογής είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάχτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.

18 Μάρτη – 28 Μάη 1871: Το Χρονικό της Κομμούνας

Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος – Η καταστροφή του Σεντάν

Τα γεγονότα της Κομμούνας διαδραματίζονται μέσα στο πλαίσιο του γαλλοπρωσικού πολέμου του 1870-71, που φέρνει αντιμέτωπους τη 2η Γαλλική Αυτοκρατορία, υπό τον Ναπολέοντα III, και τον Βορειογερμανικό Σύνδεσμο, συνασπισμό γερμανικών βασιλείων, υπό τον Πρώσο Καγκελάριο Μπίσμαρκ.

Κύρια αιτία του πολέμου είναι η, υπό πρωσική ηγεμονία, προσπάθεια δημιουργίας ενιαίου Γερμανικού κράτους. Η ενοποίηση μοιάζει αναπόφευκτη συνέπεια της αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης των γερμανικών κρατιδίων, στηριγμένης στη βιομηχανία. Το πρώτο βήμα της είχε γίνει το 1867 με τη δημιουργία του «Βορειογερμανικού Συνδέσμου».

“Στους υπερασπιστές του Βερντέν”, Πολιορκία του 1870

Ο πόλεμος αυτός εξυπηρετούσε τους πάντες, εκτός από αυτούς που θα υφίσταντο τα δεινά του: τους Γάλλους και τους Γερμανούς εργαζόμενους.

Εξυπηρετούσε πρώτα τη Γαλλική Μπουρζουαζία που έβλεπε, πανικόβλητη, να δημιουργείται στην άλλη όχθη του Ρήνου, μια πληθυσμιακή και οικονομική υπερδύναμη που θα ανέτρεπε τις ισορροπίες στην Ευρώπη και ήθελε με κάθε τρόπο να ανακόψει την πορεία της Γερμανικής Ενοποίησης.

Εξυπηρετούσε τη Αυτοκρατορική Αυλή του Ναπολέοντα: Η έξαψη του Γαλλικού Σωβινισμού, με σημαία τη διεκδίκηση από τη Γαλλία των συνόρων της 1ης Αυτοκρατορίας που είχαν χαθεί το 1814 ή τουλάχιστον αυτών της 1ης Δημοκρατίας, θα τον διευκόλυνε να συντρίψει το ανερχόμενο εργατικό κίνημα που απειλούσε (μέσα σε μια μεγάλη οικονομική κρίση) με μια τρίτη, νικηφόρα αυτή τη φορά, επανάσταση, μετά τις ήττες του 1831 και του 1848.

Εξυπηρετούσε τέλος τον Μπίσμαρκ και την Πρωσική μπουρζουαζία, που αναζητούσε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τη γερμανική ενοποίηση, επιβάλλοντάς την, «εν θερμώ» και στα απρόθυμα κρατίδια, να προσαρτήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, και να εξασθενίσει τη Γαλλία και πολιτικοστρατιωτικά, αφού οικονομικά την είχε ήδη προσπεράσει.

Με αφορμή την υποψηφιότητα του Πρώσου πρίγκιπα Λεοπόλδου για το χηρεύοντα θρόνο της Ισπανίας, που για τους Γάλλους είναι Casus Belli, οι δύο Ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις, σαν έτοιμες από καιρό, ρίχνονται στην ανθρωποσφαγή στις 2 Αυγούστου του 1870.

Ο πόλεμος εξελίσσεται σε καταστροφή για τους Γάλλους. Στις 2 Σεπτέμβρη στο Σεντάν υφίστανται μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες της ιστορίας τους. Η περικυκλωμένη στρατιά του Μακ-Μαόν συνθηκολογεί και 90.000 Γάλλοι στρατιώτες συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Ανάμεσά τους είναι και ο ίδιος ο αυτοκράτορας!

Ο Ναπολέων Γ’ (αριστερά) αιχμάλωτος του Μπίσμαρκ (δεξιά)

Το εργατικό κίνημα στο Παρίσι είχε αγωνιστεί ενάντια στον πόλεμο. Στις 12 Ιουλίου τα μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών στο Παρίσι δημοσιεύουν ένα μανιφέστο «Προς τους εργάτες όλων των χωρών» το οποίο συνυπογράφουν δεκάδες εργατικές οργανώσεις και όπου καταγγέλλει τον πόλεμο. Οργανώνει αρκετές εργατικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις.

Από τις πρώτες ήττες του Γαλλικού στρατού, ξεσπούν εκδηλώσεις λαϊκής οργής στο Παρίσι. Μάλιστα, στις 14 Αυγούστου ένοπλοι πολιτοφύλακες του Μπλανκί επιχειρούν κατάληψη δημοσίων κτιρίων της πόλης ελπίζοντας να πυροδοτήσουν γενική εξέγερση. Η απόπειρα αποτυγχάνει (ο Μπλανκί θα καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο), αλλά το Παρίσι βράζει. Η ταπείνωση στο Σεντάν θα κινητοποιήσει και την αστική αντιμοναρχική αντιπολίτευση.

Η εξέγερση του Σεπτέμβρη

Στις 4 Σεπτέμβρη ένα μεγάλο πλήθος λαού εισβάλλει στο Παλαί Μπουρμπόν όπου συνεδριάζει η Εθνοσυνέλευση. Ο μπλανκιστής Γκρανζέ, εκπροσωπώντας το πλήθος, απαιτεί από τους βουλευτές την έκπτωση του Ναπολέοντα και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Παρά την αντίθεση της πλειοψηφίας, ο Γκαμπετά, υπό την πίεση του πλήθους, ανακοινώνει την καθαίρεση του αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα ο ίδιος, ακολουθούμενος από μια ομάδα αντιμοναρχικών βουλευτών ανακοινώνει, στο κατάμεστο από πολίτες Δημαρχείο, την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, τη συγκρότηση μιας προσωρινής κυβέρνησης «Εθνικής Άμυνας» και τη δημιουργία Εθνοφρουράς για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας, που έχει ήδη αρχίσει να απειλείται από τους Πρώσους.

Ο Λεόν Γκαμπετά ανακηρύσσει τη δημοκρατία.

Η προσωρινή κυβέρνηση κυριαρχείται από αστούς αντιμοναρχικούς (Φαβρ, Φερύ, Γκαμπετά, Πικάρ, κ.α.). Συμμετέχουν επίσης οι αριστεροί γιακωβίνοι, Ροσφόρ και Σιμόν. Ο Θιέρσος, μετριοπαθής αντιμοναρχικός, ιστορικός εκπρόσωπος της Δεξιάς της Ορλεάνης, αρνείται να συμμετάσχει.

Στην Εθνοφρουρά κατατάσσονται μαζικά εργάτες. Το ημερήσιο βοήθημα του 1.5 φράγκου που τους παρέχεται είναι κρίσιμο για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. Ανάμεσά τους, δεκάδες επαναστάτες.

Το επίπεδο οργάνωσης των λαϊκών στρωμάτων του Παρισιού ανεβαίνει κατακόρυφα. Με πρωτοβουλία μπλανκιστών, μελών της Διεθνούς των Εργατών και αντιμοναρχικών διανοούμενων, συνέρχονται λαϊκές συνελεύσεις ανά δημοτικό διαμέρισμα και δημιουργούν τις λεγόμενες «Επιτροπές Επαγρύπνησης». Κάθε μια, εκλέγει τέσσερεις αντιπροσώπους και έτσι συγκροτείται η «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων». Χρησιμοποιεί, σαν προσωρινή έδρα τα γραφεία της Διεθνούς των Εργατών στο Παρίσι.

Η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας αποτυγχάνει σε όλους τους τομείς. Στο στρατιωτικό πεδίο οι ήττες συνεχίζονται. Τέλος Σεπτέμβρη, οι Πρώσοι έχουν αρχίσει τον αποκλεισμό του Παρισιού και οι στερήσεις των κατοίκων του μετατρέπονται σε λιμό. Στο πολιτικό πεδίο οι αντιμοναρχικές διακηρύξεις της κυβέρνησης στρογγυλεύονται ή εξαφανίζονται τελείως, στο όνομα μιας πανεθνικής ενότητας που – το κυριότερο – δεν έχει πλέον στόχο την απελευθέρωση του γαλλικού εδάφους αλλά κάποια «αξιοπρεπή» συνθήκη ειρήνη με τους Πρώσους.

Το Παρισινό προλεταριάτο, εμφανίζεται σαν η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί του αγώνα για την εθνική απελευθέρωση. Στις 22 Σεπτέμβρη, η Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων ρίχνει, για πρώτη φορά, το σύνθημα:

«Η Κομμούνα, όπως το 1792, να σώσει την πόλη και την πατρίδα!»

Το φάντασμα της Κομμούνας κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του πάνω από το Παρίσι.

Από την κυβέρνηση του Σεπτέμβρη στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών

Οι ελπίδες –και ο ενθουσιασμός- που δημιούργησε η αποκατάσταση της Δημοκρατίας θα σβήσουν οριστικά το Γενάρη του 1871. Σημαντικά γεγονότα σηματοδοτούν αυτό το δραματικό τετράμηνο.

Στις 27 Οκτώβρη στο Μετς η στρατιά του Ρήνου, υπό το βοναπαρτιστή στρατηγό Μπαζέν, παραδίδεται, χωρίς μάχη, στους Πρώσους. 170.000 άνδρες (!) πέφτουν αιχμάλωτοι των Πρώσων.

Επαναστατημένες μονάδες της Εθνοφυλακής καταλαμβάνουν το Δημαρχείο (Hotel de Ville) του Παρισιού

Η προδοσία στο Μετς, ξεσηκώνει πάλι το Παρίσι. Στις 30 Οκτώβρη, δυνάμεις της Εθνοφρουράς, υπό τους Μπλανκί, Φλουράνς, Ντελεκλύζ αποκλείουν την Κυβέρνηση, που είναι υπό κατάρρευση, στο Δημαρχείο και συγκροτούν μια άτυπη επαναστατική επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν μεταξύ των άλλων και οι Ρανβιέ, Βαγιάν και Β. Ουγκώ. Αντί να λειτουργήσουν σαν ντε φάκτο επαναστατική εξουσία, αρχίζουν να διαπραγματεύονται με την πανικόβλητη και σε ομηρεία κυβέρνηση. Αποδέχονται, «το λόγο της τιμής της», να προκηρύξει άμεσα εκλογές για να παραδώσει την εξουσία, την απελευθερώνουν και αποχωρούν. (Οι Μαρξ και Έγκελς θα θεωρήσουν τραγικό λάθος των επαναστατών, που καθόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις, την μη ανατροπή της αιχμάλωτης Κυβέρνησης στις 30 Οκτώβρη).

Η Κυβέρνηση «τηρεί το λόγο» που είχε δώσει στους εξεγερμένους οργανώνοντας, στις 3 Νοέμβρη, ένα δημοψήφισμα-φάρσα με το ερώτημα αν ο λαός δέχεται ή όχι να συνεχίσει να εξασκεί τα καθήκοντά της. Μέσα σε μια πόλη εξουθενωμένη από τον πόλεμο, τον αποκλεισμό και την έλλειψη τροφίμων, οργιάζει η κυβερνητική προπαγάνδα ότι η αμφισβήτηση της Κυβέρνησης υποκινείται από τους Πρώσους. Το δημοψήφισμα δίνει ένα ποσοστό 90% υπέρ της Κυβέρνησης.

Η τελευταία, ενισχυμένη πλέον, τοποθετεί τον αντιδραστικό στρατηγό Τομά διοικητή της Εθνοφρουράς και οργανώνει εκλογές για νέο Δημοτικό Συμβούλιο, στις 5 Νοέμβρη. Από τα 20 Δημοτικά Διαμερίσματα, οι κυβερνητικοί κερδίζουν τα 12 και οι οπαδοί της Κομμούνας τα 8. Ο Τομά αρχίζει συλλήψεις και διώξεις επαναστατών. Συλλαμβάνεται ο Φλουράνς, ενώ ο Μπλανκί διαφεύγει, εγκαταλείπει το Παρίσι και κρύβεται κάπου στην κεντρική Γαλλία. Δεν θα μπορέσει να επιστρέψει, παρά 9 χρόνια αργότερα, λίγο πριν το θάνατό του, σε ένα διαφορετικό πλέον Παρίσι.

Από το Νοέμβρη μέχρι το Γενάρη η στρατιωτική κατάσταση εξακολουθεί να χειροτερεύει, ενώ στο αποκλεισμένο Παρίσι 3.600 άνθρωποι την εβδομάδα (κυρίως γέροι και παιδιά) πεθαίνουν από πείνα. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια της Εθνοφρουράς, υπό το στρατηγό Ντυκρό, να σπάσει τον αποκλεισμό στις 28 Νοέμβρη αποτυγχάνει.

Στις 6 Γενάρη οι τοίχοι του Παρισιού γεμίζουν από μια αφίσα της Κ.Ε. των 20 Διαμερισμάτων που καλεί σε ανατροπή της Κυβέρνησης, συνέχιση του πολέμου με όλα τα μέσα και καταλήγει με το σύνθημα «τόπο στο λαό, τόπο στην Κομμούνα». Έμεινε γνωστή σαν «η κόκκινη αφίσα» και συντάκτες της θεωρούνται οι Βαλές, Βαγιάν και Τριντόν.

Αντιπρόσωποι των 20 διαμερισμάτων του Παρισιού ζητούν: “Τόπο στο λαό , τόπο στην Κομμούνα”. Η διακήρυξη ξεκινά ως εξής: “Η κυβέρνηση που ανέλαβε στις 4 Σεπτέμβρη να οργανώσει την Εθνική Άμυνα, έχει ανταποκριθεί στα καθήκοντά της; Όχι!”

Στις 19 Γενάρη, νέα αποτυχημένη απόπειρα-αυτοκτονία να σπάσει ο αποκλεισμός, οδηγεί σε εκατόμβη με 5.000 νεκρούς εθνοφρουρούς.

Στις 21 και 22 Γενάρη, μεγάλες συγκεντρώσεις των επιτροπών επαγρύπνησης και ενόπλων εθνοφρουρών μπροστά στο Δημαρχείο απαιτούν, μεταξύ των άλλων την άμεση απελευθέρωση των κρατουμένων επαναστατών (μεταξύ των οποίων και ο Φλουράνς), τον εξοπλισμό της Εθνοφρουράς με βαριά όπλα και τη συνέχιση της αντίστασης. Οι κινητοποιήσεις καταλήγουν σε ένοπλη σύγκρουση με 30 νεκρούς.

Ο νέος στρατιωτικός διοικητής Παρισιού, στρατηγός Βινουά, οργανώνει πογκρόμ συλλήψεων στελεχών της Αριστεράς (μεταξύ των οποίων και ο Ντελεκλύζ), απαγορεύει τη λειτουργία όλων των επαναστατικών λεσχών και κλείνει 17 επαναστατικά έντυπα. Η κυβέρνηση αισθάνεται πλέον λυμένα τα χέρια για να προχωρήσει στην ουσιαστική παράδοση της πόλης στους Πρώσους.

Ο Μπίσμαρκ υπαγορεύει τους όρους παράδοσης στον Θιέρσο και στον Φαβρ.

Έτσι, στις 28 Γενάρη ο Φαβρ, υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας, υπογράφει στις Βερσαλλίες ανακωχή τριών εβδομάδων με τους Πρώσους, με πρόσχημα τη σωτηρία του Παρισιού από το λιμό. Οι Γάλλοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να οργανώσουν εθνικές εκλογές ώστε μια νομιμοποιημένη κυβέρνηση να διαπραγματευθεί τη συνθηκολόγηση. Παραδίδουν όλα τα οχυρά που περιβάλλουν το Παρίσι ενώ οι άνδρες τους αφοπλίζονται. Το Παρίσι θα πληρώσει 200 εκατομμύρια φράγκα σαν λύτρα (αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε ο Μπίσμαρκ) στους Πρώσους. Ο Φαβρ «κερδίζει» από τη διαπραγμάτευση το μη αφοπλισμό της Εθνοφρουράς, το μη αφοπλισμό μιας γαλλικής μεραρχίας που θα είναι επιφορτισμένη με τη δημόσια τάξη και τη χαλάρωση του αποκλεισμού της πόλης για μετακινήσεις ανθρώπων και αγαθών.

Δέκα μέρες νωρίτερα, στις 18 Γενάρη 1871, στο ανάκτορο των Βερσαλλιών που έχουν καταλάβει τα πρωσικά στρατεύματα, ο βασιλιάς της Πρωσίας Γουλιέλμος ανακηρύσσεται «Αυτοκράτορας της Γερμανίας». Είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της ενιαίας Γερμανίας.

Η Γερμανική κατοχή έχει απέναντί της δύο κατεχόμενα «έθνη»: Αφ’ ενός, το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, όπου οι Πρώσοι αποφεύγουν να επεκταθούν και όπου αναπτύσσεται ισχυρό φιλομοναρχικό ρεύμα. Ηγεμονεύεται από την αστική τάξη που στρατηγική της είναι η άμεση ειρήνη με τους Πρώσους, με οποιουσδήποτε όρους. Αφ’ ετέρου, το εργατικό και μικροαστικό Παρίσι, που απαιτεί τη συνέχιση της αντίστασης με κάθε μέσο, μέχρι το διώξιμο και του τελευταίου Πρώσου από τη χώρα.

Οι, προβλεπόμενες από τη συνθήκη ανακωχής, εκλογές γίνονται στις 8 Φλεβάρη και τα αποτελέσματά τους είναι αναμενόμενα: με το ένα τρίτο της χώρας υπό κατοχή, την αριστερά υπό διωγμό και το δημοψηφισματικό χαρακτήρα που καλλιεργήθηκε (ειρήνη ή πόλεμος) οι αντιδραστικοί θριαμβεύουν. Από τους 750 βουλευτές, οι 450 είναι μοναρχικοί διαφόρων τάσεων, ενώ οι μαχητικοί αντίπαλοι της συνθηκολόγησης δεν ξεπερνούν το 6%, ποσοστό που το φθάνουν κυρίως λόγω των ψήφων του Παρισιού. Η αντιδραστική Εθνοσυνέλευση έμεινε στην ιστορία σαν «η Εθνοσυνέλευση των χωρικών».

Σχηματίζεται κυβέρνηση, προϊόν συμβιβασμού μοναρχικών με μετριοπαθείς αντιμοναρχικούς και πρωθυπουργό τον Αδόλφο Θιέρσο, η οποία εγκαθίσταται στο Μπορντώ.

Η Κομμούνα προ των πυλών

Η Κυβέρνηση Θιέρσου κάνει το παν για να προκαλέσει το λαό του Παρισιού.

Απειλεί ότι το Παρίσι θα σταματήσει να είναι πρωτεύουσα (στις 10 Μάρτη η Εθνοσυνέλευση επιλέγει τις, υπό πρωσική κατοχή, Βερσαλίες, σαν έδρα της). Με το νόμο Ντυφώρ ξεπαγώνει τις υποχρεώσεις από ενοίκια ή χρέη, που είχαν παγώσει λόγω του πολέμου και οδηγεί 150.000 εργάτες και μικροβιοτέχνες στα πρόθυρα της έξωσης από σπίτια ή μαγαζιά. Επιβάλλει φόρο (φόρος Πουγιέ-Κερτιέ) επί κάθε αντιτύπου οποιασδήποτε έκδοσης. Τοποθετεί το μισητό Βινουά στη θέση του κυβερνήτη του Παρισιού και τον «αυτοκρατορικό χωροφύλακα» Βαλεντέν στη θέση του διοικητή της Αστυνομίας. Συμφωνεί με τους Πρώσους να παρελάσουν τα Πρωσικά στρατεύματα, ως θριαμβευτές, στα Ηλύσια Πεδία. Συλλαμβάνει το φυγόδικο Μπλανκί και τον φυλακίζει στο νησί-κάτεργο Φορ ντι Τορό στη Βρετάνη. Καταργεί το ημερήσιο βοήθημα στους άνδρες της Εθνοφρουράς.

Αδόλφος Θιέρσος: Ο πολιτικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης που θέλησε να παραδώσει το Παρίσι και το λαό του στον Πρώσο κατακτητή.

Κατά τον Μαρξ, οι προκλήσεις και η βιασύνη του Θιέρσου, εξηγούνται με την επιθυμία του να παραδώσει, στα γρήγορα, το Παρίσι στον Μπίσμαρκ. Αλλά ο σχεδιασμός του Πρώσου καγκελάριου ήταν διαφορετικός: ήθελε η ίδια η Γαλλική αστική τάξη να κάνει τη βρώμικη δουλειά. Γι αυτό απέφυγε την εγκατάσταση των στρατευμάτων του στην πόλη. Πάντως, ο Θιέρσος πέτυχε ότι δεν είχε πετύχει η πολιορκία: τη συμμαχία του προλεταριάτου με την παρισινή μικρομπουρζουαζία.

Η Εθνοφρουρά, ενισχυμένη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, πλησίαζε τον αριθμό των 200.000 ανδρών και είχε στη διάθεσή της αξιόλογο εξοπλισμό. Ένα μέρος του (τα κανόνια) είχε αγοραστεί με έρανο μεταξύ των κατοίκων. Ο Θιέρσος απαιτεί τον αφοπλισμό της, παρ’ όλο που αυτό δεν προβλεπόταν από την ανακωχή. Η Εθνοφρουρά αρνείται κάθε σκέψη αφοπλισμού και στις 24 Φλεβάρη ανασυγκροτείται σε «Ομοσπονδία Ταγμάτων».

Στις 27 Φλεβάρη, λίγες μέρες πριν την προβλεπόμενη είσοδο των Πρώσων στην πόλη, η Εθνοφρουρά συλλέγει 237 κανόνια εγκαταλελειμμένα από το στρατό σε σημεία όπου θα κατελάμβαναν οι Πρώσοι, και τα μεταφέρει ανατολικά και βόρεια, στις εργατικές συνοικίες Μενιλμοντάν, Μπελβίλ, Βιλέτ και Μονμάρτη. Ταυτόχρονα σχεδιάζει ένοπλη αντίσταση κατά την είσοδο των Πρώσων από τα δυτικά, απόφαση που τελικά δεν υιοθετήθηκε.

Την 1η Μάρτη 30.000 Πρώσοι παρελαύνουν στα Ηλύσια Πεδία αλλά την επομένη αποχωρούν.

Στις 3 Μάρτη αντιπρόσωποι 200 ταγμάτων της Εθνοφρουράς ψηφίζουν το νέο καταστατικό της. Η Εθνοφρουρά μετονομάζεται σε «Δημοκρατική Ομοσπονδία της Εθνοφρουράς» και οι εθνοφρουροί είναι πλέον οι «ομόσπονδοι» (fédérés). Εκλέγεται μια Κεντρική και μια ολιγάριθμη Εκτελεστική Επιτροπή. Τα περισσότερα μέλη της είναι άπειροι και «ανώνυμοι» νεαροί επαναστάτες.

Στις 16 Μάρτη, ο Θιέρσος εγκαθίσταται στο Παρίσι για να … ειρηνεύσει την πόλη. Θα παραμείνει μόνο για 2 ημέρες.

Η έναρξη της εξέγερσης – η συγκρότηση της Κομμούνας

H σπίθα που θα προκαλέσει την έκρηξη ανάβει τη νύχτα της 17 του Μάρτη. Στρατιωτικά τμήματα εισβάλλουν στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού Μπελβίλ, Μενιλμοντάν και Μονμάρτη, παραβιάζουν τα οπλοστάσια της Εθνοφρουράς και παίρνουν τα 237 πυροβόλα που είχε συγκεντρώσει η Εθνοφρουρά. Στη Μονμάρτη η επιχείρηση, που είναι πρόχειρα οργανωμένη, καθυστερεί και συγκεντρώνεται πλήθος πολιτών και εθνοφρουρών που παρεμποδίζει τη μεταφορά των πυροβόλων. Ο στρατηγός Λεκόντ διατάζει τους στρατιώτες του να ανοίξουν πυρ κατά του πλήθους. Οι στρατιώτες αρνούνται, στασιάζουν και παραδίδουν τον Λεκόντ στους εθνοφρουρούς με τους οποίους συναδελφώνονται. Η είδηση προκαλεί ενθουσιασμό και νέες αυθόρμητες συγκεντρώσεις πολιτών και εθνοφρουρών που αρχίζουν να στήνουν οδοφράγματα για να παρεμποδίσουν την αρπαγή των πυροβόλων. Μέσα στο χάος, πολίτες συλλαμβάνουν και τον στρατηγό Τομά, κυβερνήτη του Παρισιού, που με πολιτικά συντονίζει την όλη επιχείρηση, τον οποίο παραδίδουν επίσης στους εθνοφρουρούς.

Ο Ζωρζ Κλεμανσώ, δήμαρχος του 18ου Διαμερίσματος (Μονμάρτη) και οι Θεόφιλος Φερρέ και Λουίζ Μισέλ, ηγετικά στελέχη της Επιτροπής Επαγρύπνησης της Μονμάρτης, που είναι όλοι τους παρόντες στα γεγονότα, ζητούν από τους Εθνοφρουρούς να διασφαλίσουν τη ζωή των κρατούμενων στρατηγών. Κανείς δεν τους ακούει. Το πλήθος έχει αναγνωρίσει στα πρόσωπα των δύο συλληφθέντων στρατηγών τους υπεύθυνους του αιματοκυλίσματος της εξέγερσης του 1848. Οι δύο στρατηγοί τουφεκίζονται το ίδιο απόγευμα στη Ρυ ντε Ροζιέ, στη Μονμάρτη.

Ο Θιέρσος δίνει εντολή όλες οι μονάδες του στρατού να αποσυρθούν από το Παρίσι, ενώ ο ίδιος φαίνεται ότι το μόνο που τον απασχολεί είναι να σώσει τον εαυτό του. Η Κεντρική Επιτροπή, που έχει βρεθεί να τρέχει πίσω από τα γεγονότα, παρακολουθεί χωρίς να κάνει καμία κίνηση σύλληψης ή παρεμπόδισης των αξιωματικών και των ανώτατων αξιωματούχων, που με τα υπολείμματα των στρατιωτικών μονάδων, εγκαταλείπουν πανικόβλητοι την πόλη.

18 Μάρτη 1871: Η εξέγερση ξεκινά. Εθνοφύλακες καταλαμβάνουν οδόφραγμα στο Παρίσι.

Από τις 18 Μάρτη, όσες κυβερνητικές υπηρεσίες έχουν απομείνει στην πόλη μεταφέρονται στις Βερσαλλίες. Μοναδικός φορέας κρατικής εξουσίας στην πόλη είναι πλέον η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς. Χωρίς ακριβή συνείδηση του ρόλου της, αμήχανη, εκδίδει τρεις ανακοινώσεις: με την πρώτη ευχαριστεί το στρατό που δεν χτύπησε τους πολίτες, με τη δεύτερη καλεί το Γαλλικό Έθνος στην οικοδόμηση μιας Δημοκρατίας, «απαλλαγμένης από επεμβάσεις και εμφυλίους πολέμους». Με την τρίτη προκηρύσσει εκλογές στις 22 Μάρτη για την ανάδειξη νέου Δημοτικού Συμβουλίου στο οποίο βιάζεται να παραδώσει την εξουσία.

Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής με διακήρυξή της “Προς το λαό” καλεί σε εκλογές για το δημοτικό συμβούλιο του Παρισιού (19 Μαρτίου 1871)

«Μέσα στην απέχθειά της προς τον εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε ο Θιέρσος με τη νυχτερινή διάρρηξη στη Μονμάρτη, η Κ.Ε. διαπράττει αυτή τη φορά το καθοριστικό λάθος να μην βαδίσει στις εντελώς ανοχύρωτες Βερσαλλίες βάζοντας τέλος στις συνωμοσίες του Θιέρσου και των χωρικών του. Αντί γι’ αυτό, του επιτρέπει για άλλη μια φορά, να δοκιμάσει τη δύναμή του στις κάλπες» θα γράψει ο Μάρξ στο «Εμφύλιο Πόλεμο…»

Τελικά ο Θιέρσος αρνείται τη συμμετοχή στις εκλογές, τις οποίες μποϋκοτάρει. Μάλιστα, οι προσπάθειες να πειστούν οι κυβερνητικοί να συμμετάσχουν οδηγεί σε μια τετραήμερη αναβολή των εκλογών.

Μέσα στην εβδομάδα που ακολουθεί, περίπου 80 χιλιάδες παριζιάνοι των καλών συνοικιών (αστοί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ακραίοι μοναρχικοί) εγκαταλείπουν την πόλη.

Στις εκλογές, στις 26 Μάρτη, αντιπαρατίθενται δύο αντίπαλα ρεύματα:

  • Οι συμφιλιωτικοί, που εκφράζονται με τα σχήματα των «απερχόμενων δημάρχων» και των «ριζοσπαστών». Επιδιώκουν την επαναπροσέγγιση με τις Βερσαλλίες για μια κοινή στρατηγική αντιμετώπισης των Πρώσων.
  • Η Αριστερά που εκφράζεται από την «Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς», τη «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων» και πολλούς ανεξάρτητους.

Η συμμετοχή φτάνει το 48% από τους 485.000 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους και είναι μεγάλη στο εργατικό βορειοανατολικό Παρίσι και μικρή στις δυτικές συνοικίες. Η Αριστερά παίρνει 61 έδρες. Μία από αυτές, η έδρα του  Μπλανκί, που εκλέγεται πανηγυρικά επικεφαλής πολλών διαμερισμάτων, παραμένει κενή αφού ο κάτοχός της παραμένει φυλακισμένος στη Βρετάνη. Οι απερχόμενοι δήμαρχοι παίρνουν 15 έδρες, οι Ριζοσπάστες 4 έδρες, ενώ 12 έδρες παραμένουν αδιάθετες, λόγω μη συμπλήρωσης του εκλογικού μέτρου ή άλλων ατελειών του εκλογικού νόμου.

Την επομένη, οι 19 συμφιλιωτικοί σύμβουλοι παραιτούνται ομαδικά και αποχωρούν. Το συμβούλιο συμπληρώνεται από 10 ακόμη επιλαχόντες, ενώ στις 16 Απρίλη θα γίνουν συμπληρωματικές εκλογές (εν μέσω εμφυλίου πολέμου!) οπότε και συμπληρώνεται τελικά ο αριθμός 92.

Στις 28 Μάρτη ο μπλανκιστής Ρανβιέ, νεοεκλεγείς δήμαρχος του 20ού Διαμερίσματος (Μπελβίλ) ανακοινώνει, μπροστά σ’ ένα πλήθος 200.000 ατόμων, τη συγκρότηση του νέου Δημοτικού Συμβουλίου. Το νέο σώμα, σε ανάμνηση της Επαναστατικής Κομμούνας του 1792 που κυριαρχούνταν από τους Αβράκωτους, υπογράφει στο εξής τις αποφάσεις του σαν «Κομμούνα του Παρισιού».

Στις 28 Μάρτη ανακηρύσσεται η Κομμούνα μπροστά στο Δημαρχείο του Παρισιού

Από τα μέλη του Συμβουλίου, 25 είναι εργάτες, οι μισοί περίπου μέλη της Διεθνούς. 18 είναι μικρέμποροι ή μικροβιοτέχνες. Υπάρχουν ακόμη 12 δημοσιογράφοι.

Σχηματικά (αφού δεν υπήρχαν κόμματα) τρία είναι τα πολιτικά ρεύματα του Συμβουλίου της Κομμούνας.

Οι Διεθνιστές (στελέχη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών) είναι γύρω στους 15. Ανάμεσα τους οι Βαρλέν και Φράνκελ (αντιπρόσωποι της Διεθνούς στο Παρίσι) ο Μαλόν, ο Πεντύ, ο Λονγκέ (μετέπειτα γαμπρός του Μαρξ), ο Ντυβάλ, ο Βαγιάν (κατά τον Έγκελς ο μόνος εκ των ηγετών της Κομμούνας που το σοσιαλιστικό του όραμα δεν ήταν «από ένστικτο» αλλά είχε επιστημονικό υπόβαθρο).

Οι Μπλανκιστές, με πιο αναγνωρίσιμους τους Έντ, Ρανβιέ, Ριγκώ, Φερρέ, Φλουράνς.

Οι νεογιακωβίνοι, που αποτελούσαν και την πολυπληθέστερη ομάδα. Ήταν διανοούμενοι (κυρίως δημοσιογράφοι μαχητικών αντιμοναρχικών εντύπων). Άτυπος επί κεφαλής τους ο παλαίμαχος Σαρλ Ντελεκλύζ, που είχε γνωρίσει όλες τις φυλακές και τους τόπους εξορίας του αυτοκρατορικού καθεστώτος.

Υπήρχαν αρκετοί που θα χαρακτηριζόντουσαν «ανεξάρτητοι»: ο συγγραφέας Ζυλ Βαλές (εκδότης της Κραυγής του Λαού), ο ζωγράφος Κουρμπέ, ο δημοσιογράφος Βερμορέλ, ο Κλεμάν κ.α.

Η οριοθέτηση των τριών ρευμάτων είναι ασαφής. Για παράδειγμα, τα μέλη της Διεθνούς Βαγιάν και Ντυβάλ ήταν ταυτόχρονα και μαχητικοί μπλανκιστές. Ο μπλανκιστής Φλουράνς γνώριζε προσωπικά τον Μαρξ, από τον οποίο είχε επηρεαστεί, χωρίς όμως να έχει οργανική σχέση με τη Διεθνή. Ο ανεξάρτητος Βερμορέλ είχε συχνή επαφή με τον Έγκελς.

Μέσα από αυτό το ιδεολογικό μωσαϊκό θα προκύψουν, την 1η του Μάη, οριστικά πια τα δύο διακριτά πολιτικά ρεύματα της Κομμούνας: Η «πλειοψηφία» και η «μειοψηφία». Η πλειοψηφία αποφασίζει (με 45 ψήφους) τη δημιουργία μιας γιακωβίνικου τύπου «Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας», στα πρότυπα της ομώνυμης Επιτροπής του 1792. Θα αποτελέσει το εκτελεστικό όργανο της Κομμούνας, ουσιαστικά την κυβέρνησή της, κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα της ζωής της. Καταψηφίζει μια μειοψηφία 23 μελών.

  • Η πλειοψηφία, ηγεμονεύεται πολιτικά από τους Μπλανκιστές, και περιλαμβάνει ακόμα τους νεογιακωβίνους, δύο στελέχη της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών και τους περισσότερους ανεξάρτητους.
  • Η μειοψηφία, προυντονιστικής επιρροής, αποτελείται από τα περισσότερα στελέχη της Διεθνούς και ανεξάρτητους.

Τα δύο πολιτικά ρεύματα αντιστάθηκαν ενωμένα στα οδοφράγματα κατά τη διάρκεια της ηρωικής αντίστασης στους Βερσαγιέζους.

Η Κομμούνα κυβερνά

Στις 29 Μάρτη καταργείται η στρατολόγηση στον Εθνικό Στρατό και αναγνωρίζεται η Εθνοφρουρά σαν η μόνη ένοπλη δύναμη που μπορεί να υπάρχει στο Παρίσι. Όλοι οι ικανοί πολίτες θεωρούνται μέλη της.

Η κόκκινη σημαία καθορίζεται σαν κρατικό έμβλημα της νέας εξουσίας και επαναφέρεται το Επαναστατικό Ημερολόγιο, που είχε καταργήσει η θερμιδοριανή αντεπανάσταση του 1794.

Την ίδια ημέρα διαγράφονται τα χρέη από ενοίκια και εμπορικές πράξεις που δημιουργήθηκαν από τον Οκτώβρη και μετά. Για τα υπόλοιπα καθορίζεται μια περίοδος 3 ετών για την αποπληρωμή τους.

Στις 3 Απρίλη, διαχωρίζεται πλήρως η Εκκλησία από το κράτος, καταργείται ο προϋπολογισμός για τη λατρεία και όλη η εκκλησιαστική περιουσία κηρύσσεται Δημόσια ιδιοκτησία.

Στις 12 Απρίλη, αποφασίζεται η κατεδάφιση της αυτοκρατορικής στήλης της Πλάς Βαντόμ, που η Κομμούνα χαρακτηρίζει «μνημείο βαρβαρότητας» και «διακήρυξη μιλιταρισμού».

Το άγαλμα του Ναπολέοντα στην πλατεία Vendome γκρεμίζεται

Στις 16 Απρίλη, οι βιοτεχνίες ή εργαστήρια που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους, που χαρακτηρίζονται λιποτάκτες, δημεύονται και προβλέπεται να αποδοθούν σε εργατικές κοοπερατίβες για να τα λειτουργήσουν. (Το μέτρο πρόλαβε να εφαρμοστεί για δύο μόνο επιχειρήσεις.)

Στις 20 Απρίλη, απαγορεύεται η νυχτερινή εργασία στα αρτοποιεία και καταργούνται τα ιδιωτικά γραφεία εύρεσης εργασίας (στην πραγματικότητα ενοικίασης εργατών), που μέχρι τότε άνθιζαν και τα λυμαίνονταν πρόσωπα έμπιστα της Αστυνομίας.

Στις 25 Απρίλη, επιτάσσονται όλες οι κενές κατοικίες για τη στέγαση όσων τα σπίτια είχαν καταστραφεί από τους πρωσικούς βομβαρδισμούς. Το ψωμί μπαίνει σε διατίμηση. Δημιουργούνται δημοτικά μαγαζιά πώλησης πατάτας, δημοτικά κρεοπωλεία και δημοτικές καντίνες με συμβολικές τιμές αγοράς. Διανέμονται δωρεάν κουπόνια σίτισης σε όσους αδυνατούν να αγοράσουν τρόφιμα.

Με απόφαση της 28 Απρίλη, απαγορεύεται κάθε επιβολή προστίμου ή περικοπή μισθού σε εργαζόμενο οποιαδήποτε δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης.

Καθιερώνεται ο «ελεύθερος γάμος», με μόνες προϋποθέσεις ελάχιστη ηλικία 16 ετών για τις γυναίκες, 18 για τους άνδρες και αμοιβαία συμφωνία. Όλες οι συμβολαιογραφικές πράξεις (γάμος, διαθήκη, υιοθεσία κλπ) γίνονται δωρεάν.

Κλείνουν τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα – τα περισσότερα ανήκαν στην Καθολική Εκκλησία – και προγραμματίζεται μια μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το σχολείο είναι λαϊκό: απαγορεύεται η ανάρτηση οποιουδήποτε χριστιανικού συμβόλου, η ομαδική προσευχή, η εξομολόγηση των μαθητών. Η επαγγελματική εκπαίδευση γίνεται ισοδύναμη της Α΄Βάθμιας και, για πρώτη φορά, δημιουργούνται επαγγελματικές σχολές θηλέων. Ελάχιστες από τις μεταρρυθμίσεις πρόλαβαν να εφαρμοστούν.

Η Παρισινή Κομμούνα εξέφρασε για δύο μήνες τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων του Παρισιού

Τη διοίκηση των παλιών Υπουργείων έχουν αναλάβει επιτροπές, με επικεφαλής αντίστοιχους Επιτρόπους.

Επίτροπος Οικονομικών ήταν ο Ευγένιος Βαρλέν. Η Κομμούνα, για τις εννέα εβδομάδες που κυβέρνησε και στις οποίες, μεταξύ των άλλων είχε να συντηρήσει την Εθνοφρουρά, ξόδεψε 46 περίπου εκατομμύρια γαλλικά φράγκα. Μόνο τα 16,5 από αυτά τράβηξε από την Τράπεζα της Γαλλίας. Το υπόλοιπο ποσό εξασφαλίστηκε από άλλες πηγές και κυρίως από τα δημοτικά τέλη. Το ίδιο διάστημα, ο Θιέρσος πήρε από την ίδια Τράπεζα (που ήταν στα χέρια της Κομμούνας) 257 εκατομμύρια! Τα αποθέματα χρυσού της Κεντρικής Τράπεζας έμειναν ανέγγιχτα, από την Επαναστατική Κυβέρνηση!

Επίτροπος Ασφάλειας ήταν ο 25/χρονος μπλανκιστής Ραούλ Ριγκώ. Με βοηθό του το φίλο και συνομήλικό του Θεόφιλο Φερρέ έψαξαν τα αρχεία της Αυτοκρατορικής Αστυνομίας και ξήλωσαν όλο το τεράστιο δίκτυο χαφιέδων του παλιού καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια των 70 ημερών της κυβέρνησης της Κομμούνας, το ποινικό έγκλημα στο Παρίσι σχεδόν εξαφανίζεται.

Επίτροπος Παιδείας ήταν ο Βαγιάν.

Επίτροπος Εξωτερικών ο Πασκάλ-Γκρουσέ και αργότερα ο Βαλές.

Επίτροπος Εργασίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου ήταν ο Λεό Φράνκελ, που επειδή δεν ήταν Γάλλος πολίτης, η εκλογή του στο Συμβούλιο είχε επικυρωθεί με ειδική απόφαση της Κ.Ε. της Εθνοφρουράς που επικαλέστηκε λόγους διεθνισμού.

Από τη θέση του Επιτρόπου Πολέμου πέρασαν οι Έντ, Κλυζερέ και Ντελεκλύζ. Για ένα μικρό διάστημα η Κομμούνα εμπιστεύτηκε τη θέση στον Λουί Ροσέλ, νεαρό αξιωματικό καριέρας που προσχώρησε στην Επανάσταση, θεωρώντας την Κομμούνα τη μοναδική πατριωτική δύναμη του Έθνους. Ο Ροσέλ παραιτήθηκε γρήγορα, όταν διαπίστωσε ότι οι εισηγήσεις του για την ανασυγκρότηση της Εθνοφρουράς σε τακτικό στρατό αγνοούνταν και ότι το επίπεδο διοίκησης και πειθαρχίας της δεν άφηνε καμία ελπίδα στρατιωτικής νίκης.

Το Συμβούλιο ήταν ένα σώμα ταυτόχρονα νομοθετικό και εκτελεστικό. Για να διευκολυνθεί η εκτελεστική λειτουργία του είχε συγκροτήσει μια ολιγομελή Εκτελεστική Επιτροπή από τους Έντ, Τριντόν, Βαγιάν, Ντυβαλ, Πιά και Μπερζερέ. Από την 1η του Μάη αυτό το ρόλο αναλαμβάνει η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας.

Η διοικητική μηχανή της Κομμούνας αποτελείται από 10.000 υπαλλήλους, αντί για 60.000 που διατηρούσε το προηγούμενο καθεστώς.

Ο εμφύλιος πόλεμος

Στις 2 Απρίλη, οι Βερσαγιέζοι καταλαμβάνουν, με αιφνιδιαστική επιχείρηση, την Κουρμπεβουά απωθώντας την Εθνοφρουρά στο Νεϊγύ. Οι πέντε αιχμάλωτοι εθνοφρουροί εκτελούνται αμέσως από τους Βερσαγιέζους. Αρχίζει ο εμφύλιος.

Αρχικά ο στρατός του Θιέρσου αριθμεί 12.000 άνδρες. Σ’ αυτούς προστίθενται 50.000 οπλίτες 7/ετούς θητείας, κυρίως αγροτόπαιδα, που στρατολογούνται εσπευσμένα και περίπου 60.000 αιχμάλωτοι του Σεντάν και του Μετς που απελευθερώνονται από τον Μπίσμαρκ για να συνδράμουν την κατάπνιξη της Κομμούνας. Ανάμεσά τους ο στρατηγός Μακ-Μαόν, ταπεινωμένος στο Σεντάν και αιχμάλωτος στο Βισμπάντεν, που αναλαμβάνει διοικητής του στρατού των Βερσαλλιών.

Απρίλιος 1871: Ο εμφύλιος ξεκινά. Ο λαός του Παρισιού υπερασπίζει τις κατακτήσεις του ενάντια στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Οδόφραγμα στη Rue de Rivoli.

Η Εθνοφρουρά που θεωρητικά διαθέτει περίπου 190.000 άνδρες, έχει μια μάχιμη δύναμη που δεν ξεπερνά σε καμιά στιγμή τους 40.000. Το επίπεδο διοίκησης είναι χαμηλό και η πειθαρχία ανύπαρκτη. Τις ημέρες των μαχών μέσα στο Παρίσι, συχνό είναι το φαινόμενο εθνοφρουροί να επιλέγουν ατομικά το μέρος όπου θα αμυνθούν, αρνούμενοι να πολεμήσουν μακριά από τις συνοικίες τους. Οι αξιωματικοί εκλέγονται, με κριτήριο κυρίως τις πολιτικές απόψεις και όχι τη στρατιωτική γνώση και εμπειρία.

Εκτός από τα εγγενή προβλήματα, στη γρήγορη στρατιωτική ήττα της Κομμούνας συνέβαλε και το ότι, στα μέσα Μάη, ο Μπίσμαρκ επιτρέπει στο στρατό του Θιέρσου να επιτεθεί από τα Βόρεια και τα Ανατολικά. Οι κομμουνάροι είχαν την κύρια δύναμη πυρός τους στραμμένη προς τα νότια-νοτιοδυτικά, όπου αφ’ ενός βρίσκονταν η βάση του κυβερνητικού στρατού και αφ’ ετέρου οι αστικές συνοικίες ήταν ουδέτερες ή φιλικές προς τους εισβολείς.

Αμέσως μετά την επίθεση στην Κουρμπεβουά, ένα πλήθος 50.000 λαού συγκεντρώνεται μπροστά στο Δημαρχείο και με την κραυγή «Στις Βερσαλλίες», απαιτεί από την Κομμούνα άμεση επίθεση στο στρατό του Θιέρσου. Υπό την πίεση του πλήθους, χωρίς καμία σοβαρή προετοιμασία, χωρίς σχέδιο, χωρίς να είναι σαφές ποιος έχει το στρατιωτικό πρόσταγμα, η Εθνοφρουρά, υπό τους Εντ, Φλουράνς και Ντυβάλ, εξορμά, στις 3 Απρίλη, με στόχο τις Βερσαλλίες. Η επιχείρηση είναι καταστροφή. Ο Ντυβάλ συλλαμβάνεται στο Σατιγιόν και μεταφερόμενος στις Βερσαλλίες εκτελείται καθ’ οδόν, στο Πετί Κλαμάρ, με εντολή του Βινουά. Την ίδια μέρα, ο Φλουράνς, επίσης αιχμάλωτος στη Ρυέιγ, οδηγείται δεμένος στον επικεφαλής του αποσπάσματος της χωροφυλακής, κάποιον Ντεμαρέ, ο οποίος τον κομματιάζει με το σπαθί του!

Η απάντηση της Κομμούνας στις ωμότητες των Βερσαγιέζων έρχεται δύο μέρες μετά, με το «Διάταγμα για τους ομήρους»: προβλέπει τη σύλληψη και το χαρακτηρισμό ως «ομήρου του λαού του Παρισιού», οποιουδήποτε προσώπου κατηγορηθεί για συνεργασία με την Κυβέρνηση των Βερσαλλιών. Επίσης για κάθε εκτέλεση αιχμαλώτων κομμουνάρων την άμεση εκτέλεση τριπλάσιου αριθμού κρατουμένων ομήρων που θα καθορίζονται με κλήρωση. Το διάταγμα προκαλεί αντιδράσεις στο εσωτερικό του Συμβουλίου της Κομμούνας. Δεν θα εφαρμοστεί, παρά πολύ αργότερα (και σε ασήμαντη κλίμακα) όταν οι Βερσαγιέζοι έχουν αρχίσει μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων.

Η καταστροφή της 3 Απρίλη οδηγεί την Κομμούνα σε κάποια μέτρα ανασυγκρότησης αλλά λειψά, και κυρίως καθυστερημένα. Η επιχείρηση στις Βερσαλλίες θα είναι η πρώτη και τελευταία επιθετική στρατιωτική κίνηση της Εθνοφρουράς. Έκτοτε μόνο αμύνεται.

Κομμουνάροι πίσω από οδόφραγμα

Μεσολαβούν τρεις εβδομάδες σποραδικών μαχών. Η πιο σημαντική γίνεται στις 11 Απρίλη, όταν η Εθνοφρουρά, υπό τον Εντ, αποκρούει μεγάλη επιχείρηση των κυβερνητικών από το νότο και τους προκαλεί σημαντικές απώλειες.

Οι Βερσαγιέζοι βομβαρδίζουν θέσεις της Εθνοφρουράς, στη δυτική είσοδο, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και θύματα μεταξύ των αμάχων. Οι βομβαρδισμοί επεκτείνονται βαθμιαία σε ολόκληρο το Παρίσι.

Την 1 Μάη η Κομμούνα τοποθετεί Επίτροπο Πολέμου τον Ροσέλ.

Στις 4 Μάη καταλαμβάνεται από τους Βερσαγιέζους, το οχυρό του Μουλέν-Σακέ στο Βιτρύ και ακολουθούν απίστευτες ωμότητες. Σε αντίποινα, οι κομμουνάροι συλλαμβάνουν το προσωπικό της γειτονικής Εκκλησιαστικής Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ, σαν συνεργούς των Βερσαγιέζων.

Στις 8 Μάη ο Θιέρσος απευθύνει τελεσίγραφο παράδοσης, που απορρίπτεται από την Κομμούνα.

Στις 9 Μάη βομβαρδίζεται το οχυρό του Ισσύ και εγκαταλείπεται από τους υπερασπιστές του. Την επομένη, η Εθνοφρουρά ανακαταλαμβάνει το οχυρό, το οποίο μάλιστα θα κρατήσει μέχρι τις 24 Μαΐου

Στις 10 Μάη παραιτείται ο Ροσέλ, απογοητευμένος από την αποδιοργάνωση της Εθνοφρουράς και την απόρριψη των προτάσεών του για την ανασυγκρότησή της σε τακτικό στρατό. Στελέχη της Κομμούνας τον κατηγορούν για προδοσία και τον παραπέμπουν σε στρατοδικείο. Η δίκη δεν θα γίνει ποτέ, αφού εν τω μεταξύ το Παρίσι θα καταληφθεί και ο Ροσέλ που αρνήθηκε να το εγκαταλείψει (υπομένοντας την καχυποψία των κομμουνάρων και την επιτήρησή του από την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας) θα πέσει σαν ήρωας στο εκτελεστικό απόσπασμα των Βερσαγιέζων. Τον Ροσέλ αντικαθιστά ο Σαρλ Ντελεκλύζ.

Στις 10 Μαΐου, υπογράφεται από τον Θιέρσο η συνθήκη της Φρανκφούρτης που τερματίζει το Γαλλογερμανικό πόλεμο. Η Γαλλία παραχωρεί το μεγαλύτερο μέρος της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Ενάμισι περίπου εκατομμύριο εκτάρια, που αντιστοιχούν σε 1.600.000 κατοίκους, 1700 δήμους και κοινότητες και το 20% των ορυχείων και της σιδηρουργίας της. Την επομένη η Κομμούνα καταγγέλλει την επαίσχυντη συνθήκη και κατεδαφίζει το σπίτι του Θιέρσου στο Παρίσι.

Στις 13 Μαΐου πέφτει, μετά από σκληρές μάχες το οχυρό της Ενθοφρουράς στη Βανβ, στα νότια του Παρισιού.

Στις 14 Μαΐου, η Κομμούνα προτείνει στις Βερσαλλίες την ανταλλαγή του αρχιεπισκόπου Νταρμπουά, που κρατά σαν όμηρο, με τον φυλακισμένο Μπλανκί. Ο Θιέρσος αρνείται.

Η σημαία της Κομμούνας

Στις 15 Μαΐου ξεσπά κρίση στο εσωτερικό της Κομμούνας. Στην «Κραυγή του Λαού», δημοσιεύεται η «Διακήρυξη της Μειοψηφίας», ένα μανιφέστο που υπογράφουν 22 μέλη του Συμβουλίου. Σε αυτό διατυπώνουν τη διαφωνία τους με «ακρότητες», όπως το διάταγμα για τους ομήρους, και καταγγέλλουν υπερβάσεις της νομιμότητας από την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας. Εμπνευστής του θεωρείται ο Βαλές.

Στις 18 Μάη, η Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας κλείνει τις αντεπαναστατικές εφημερίδες, που μέχρι τότε κυκλοφορούσαν ελεύθερα.

Περιμένοντας την εισβολή των Βερσαγιέζων, εθνοφρουροί και πολίτες στήνουν οδοφράγματα. Περίπου 900 οδοφράγματα στήνονται στην πόλη με μεγάλη πυκνότητα στις εργατικές συνοικίες. Η διάταξή τους είναι άναρχη, χωρίς κεντρικό αμυντικό σχεδιασμό και χωρίς καμία πρόνοια για τον ανεφοδιασμό τους.

Η αιματοβαμμένη εβδομάδα

Την Κυριακή 21 Μαίου, οι Βερσαγιέζοι μπαίνουν στο Παρίσι από την Πορτ ντε Σαιν-Κλου. Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, υπήρξε προδοσία. Ο εργάτης Ντυκατέλ που είχε υπηρεσία στο 24ο φυλάκιο, στο Πουάν ντι Ζουρ, πέρασε τους Βερσαγιέζους από τις γραμμές των αμυνομένων. Ο Ντυκατέλ συνελήφθη την ίδια μέρα, αλλά λίγο πριν εκτελεστεί έφτασαν κυβερνητικά στρατεύματα και τον διέσωσαν. Λίγο καιρό αργότερα, και ενώ η Κομμούνα έχει συντριβεί, ο διευθυντής της Φιγκαρό Βιλμεζάν οργανώνει στην εφημερίδα του καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης του Ντυκατέλ, για την «υπηρεσία που προσέφερε στο έθνος», που του αποφέρει 125.000 γαλλικά φράγκα.

Η εβδομάδα 21 με 28 Μαΐου, που έμεινε στην ιστορία σαν «αιματοβαμμένη εβδομάδα», χαρακτηρίζεται από τον ηρωισμό των εξεγερμένων (εθνοφρουρών, γυναικών, ανήλικων παιδιών) που μάχονται απεγνωσμένα και πέφτουν ηρωικά στα οδοφράγματα. Δίπλα τους μάχονται και πέφτουν και οι ηγέτες τους.

Οι υπερασπιστές της Κομμούνας μέχονται ηρωικά μέχρι το τέλος.

Ο ηρωισμός των τελευταίων δεν αναιρεί τις ευθύνες τους για την ήττα. Η συγκρότηση ενός πολιτικοστρατιωτικού επιτελείου για το συντονισμό της άμυνας είναι έξω από την προβληματική τους, ακόμα και τη στιγμή που ο εχθρός είναι μέσα στην πόλη. Είναι γνωστό ότι στις 18 Μάη (τρεις ημέρες πριν την είσοδο των Βερσαγιέζων στο Παρίσι) ένα από τα … κρίσιμα θέματα στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Κομμούνας είναι ο αριθμός των τάξεων που θα έχει το Δημοτικό σχολείο! Ο Ντελεκλύζ, όταν πληροφορείται την είσοδο των Βερσαγιέζων στο Παρίσι και πιέζεται από τους εθνοφρουρούς να τους δώσει ένα σχέδιο άμυνας θα αναφωνήσει (σύμφωνα με τον Λισαγκαρέ): «Αρκετά με τον μιλιταρισμό! Τόπο στους μαχητές με τα γυμνά χέρια!». Έτσι αντιμετώπιζε την άμυνα, σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου, ο Επίτροπος Πολέμου! Το τέλος του (ουσιαστικά αυτοκτόνησε ξεπροβάλλοντας ακάλυπτος από ένα οδόφραγμα στην Πλας ντι Σατώ ντ’ ώ) αποκαλύπτει το πνεύμα που διακατείχε τους περισσότερους από τους ηγέτες της Κομμούνας, ειδικά τις τελευταίες μέρες.

Την Τρίτη, 23 Μάη, πέφτει η Μονμάρτη. 300 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μαντλέν. Σε αντίποινα, εθνοφρουροί εκτελούν στις φυλακές της Ροκέτ τον αρχιεπίσκοπο Νταρμπουά, τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου Μπονζάν, τον εφημέριο της Μαντλέν Ντεγκερύ και 3 ακόμη ιησουίτες παπάδες. Είναι η πρώτη εφαρμογή του «διατάγματος για τους ομήρους». Προσπαθώντας να αναχαιτίσουν την προέλαση των εισβολέων, κομμουνάροι υψώνουν πύρινα φράγματα, πυρπολώντας οικοδομικά τετράγωνα. Καίγεται το Ανάκτορο του Κεραμικού και το Υπουργείο Οικονομικών.

Την Τετάρτη 24 Μάη, πέφτει η ευρύτερη περιοχή του Καρτιέ Λατέν. Ακολουθούν μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων κομμουνάρων στους Κήπους του Λουξεμβούργου. Καταστρέφονται από πυρκαγιές το Μέγαρο της Δικαιοσύνης και το κεντρικό κτίριο της Αστυνομίας. Μετά την πτώση του οδοφράγματος που υπεράσπιζε το Πάνθεον, συλλαμβάνεται από τους Βερσαγιέζους ο Ραούλ Ριγκώ, τον οποίο εκτελούν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Το σώμα του εκτίθεται στο πεζοδρόμιο της οδού Ρουαγιέ Κολλάρ, όπου μία αγέλη έξαλλων κυριών αναλαμβάνει τη γύμνωση και τη βεβήλωσή του. Ένα μήνα μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του, η Κυβέρνηση Θιέρσου δεν είχε πρόβλημα να τον καταδικάσει ερήμην σε θάνατο (!), γιατί υπήρχαν αμφιβολίες αν το εγκαταλελειμμένο στο πεζοδρόμιο και χωρίς κανένα ταυτότητας σώμα, ανήκε πράγματι στον Ριγκώ.

Στο νότο, ο κύριος θύλακας άμυνας είναι στη Μπυτ ω Κάιγ. Η Εθνοφρουρά, υπό τον πολωνό επαναστάτη Βαλερύ Βρομπλέφσκι δίνει τη μεγαλύτερη μάχη σε παράταξη μέσα στο Παρίσι, ενάντια σε 23.000 στρατιώτες υποστηριζόμενους από 50 κανόνια.

Στην Πλας ντ’ Ιταλί, εθνοφρουροί εκτελούν, 13 από τους κρατούμενους της Σχολής των Δομινικανών της Αρκέιγ. Η έδρα της Κομμούνας μεταφέρεται στο Δημαρχείο του 11ου Διαμερίσματος. Ο Πεντύ, φρούραρχος του Δημαρχείου του Παρισιού, το πυρπολεί για να μην πέσει στα χέρια των εισβολέων.

Την Πέμπτη 25 Μάη, ο Θιέρσος σπεύδει να ανακοινώσει ότι το Παρίσι «εκτός από ένα μικρό μέρος του» έχει καταληφθεί. 424 κομμουνάροι εκτελούνται ομαδικά στη Μονμάρτη και το Παρκ Μονσώ. Σε οδόφραγμα της Πλας ντι Σατώ ντ’ ώ πέφτει ο Ντελεκλύζ. Τρία χρόνια αργότερα, καλού κακού, καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο(!), γιατί υπήρχαν φήμες ότι είναι ζωντανός. Στο ίδιο οδόφραγμα, τραυματίζεται βαριά και συλλαμβάνεται ο Βερμορέλ. Οδηγείται στο στρατόπεδο του Σατορύ στις Βερσαλλίες, όπου εγκαταλείπεται αιμόφυρτος και αβοήθητος και πεθαίνει την επομένη. Όσα μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας δεν έχουν σκοτωθεί ή συλληφθεί, εγκαταλείπουν προσωρινά τα οδοφράγματα για να συνεδριάσουν στο δημαρχείο του 20ού Διαμερίσματος. Είναι η τελευταία συνεδρίαση. Στους παρόντες περιλαμβάνονται σίγουρα οι Ρανβιέ, Βαγιάν, Βαρλέν, Βαλές, Μαλόν, Ζουρντ και Τρινκέ.

Την Παρασκευή 26 Μάη, πέφτει το Φομπούρ Σαιν Αντουάν, στο 11ο Διαμέρισμα. Οι συνεχιζόμενες θηριωδίες των Βερσαγιέζων προκαλούν αιματηρή απάντηση των εθνοφρουρών της Μπελβίλ: στη Ρυ Αξό, εκτελούν 48 ομήρους (11 κληρικούς, 35 χωροφύλακες και 2 χαφιέδες της Αστυνομίας του Ναπολέοντα).

Το Σάββατο 27 Μάη, τα οδοφράγματα που αντιστέκονται ακόμα περιορίζονται στο 11ο και το 20ό Διαμέρισμα. Το απόγευμα πέφτουν οι λοφίσκοι  Σωμόν στη βόρεια Μπελβίλ.

Την Κυριακή 28 Μάη γράφεται ο επίλογος. Το πρωί καταδίδεται από έναν παπά και συλλαμβάνεται στη οδό Λαφαγέτ ο Βαρλέν. Τον περιφέρουν δεμένο στη Μονμάρτη και, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ένα εξαχρειωμένο πλήθος μοναρχικών τον κακοποιεί βάρβαρα. Στους βασανιστές του απαντά με ζητωκραυγές για την Κομμούνα. Ημιθανή και με βγαλμένο το ένα μάτι, τον σέρνουν στο σημείο της εκτέλεσης των στρατηγών όπου τον εκτελούν δεμένο σε μια καρέκλα, για να μην τον πυροβολήσουν ξαπλωμένο κατάχαμα. Ο λοχαγός Σίκρ, επικεφαλής των εκτελεστών, του παίρνει το ρολόι, ενώ οι υπόλοιποι μοιράζονται ότι βρήκαν στις τσέπες του. Λέγεται ότι ήταν 148 φράγκα. Αυτά ήταν τα χρήματα του Επιτρόπου Οικονομικών της Κομμούνας, που επί 2 μήνες διαχειριζόταν σημαντικά ποσά.

Στις 2 το απόγευμα πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα, στη Ρυ Ραμπονώ. Μια ώρα αργότερα, στην ανατολική πλευρά της μάντρας που περιβάλλει το κοιμητήριο Περ Λασαίζ, εκτελούνται ομαδικά οι τελευταίοι 147 κομμουνάροι, που έχουν συλληφθεί ένοπλοι. (Ένα τμήμα της μάντρας, ο «τοίχος των ομόσπονδων» – mur des fédérés αποτελεί σήμερα το μνημείο της Κομμούνας.)

Η σφαγή

Οι κομμουνάροι που έπεσαν στις μάχες από τις 2 Απρίλη μέχρι και τις 28 Μάη, υπολογίζονται σε 3.000 έως 4.000. Οι επίσημες απώλειες των κυβερνητικών είναι 877 άνδρες. Αλλά το μακελειό δεν είχε αρχίσει ακόμα.

Τα στρατεύματα των Βερσαλλιών επιδίδονται σε ένα πρωτοφανές δολοφονικό όργιο. Διαπρέπει ο διαβόητος για την ωμότητά του στρατηγός Ντε Γκαλιφέ, ένας από τους ατιμασμένους του Σεντάν, που μέχρι το τέλος της ζωής του θα αποδεχόταν με υπερηφάνεια τον τίτλο του «χασάπη της Κομμούνας».

Η αγριότητα ενάντια στους εξεγερμένους εργάτες του Παρισιού είναι πρωτοφανής. Οι σφαγές συνεχίζονται αδιακρίτως επί μία εβδομάδα. Η αστική τάξη θα ανακαταλάβει το Παρίσι μετά από δύο μήνες εργατικής εξουσίας.  

Οι ομαδικές εκτελέσεις, που είχαν ήδη αρχίσει κατά τη διάρκεια της αιματοβαμμένης εβδομάδας, γίνονται τώρα εκατοντάδες. Όποιος εργάτης συλλαμβάνεται οδηγείται αμέσως για εκτέλεση, αρκεί ο επικεφαλής αξιωματικός να ανιχνεύσει ίχνη μπαρουτιού στα χέρια του ή σημάδι από υποκόπανο όπλου στον ώμο του, «απόδειξη» ότι λίγο πριν ήταν ένοπλος. Αν οι προς εκτέλεση ξεπερνούν τους δέκα, χρησιμοποιούνται πολυβόλα αντί τουφέκια, για επιτάχυνση της διαδικασίας. Τα πτώματα στην αρχή ρίχνονται στη λίμνη Σωμόν και στο Σηκουάνα. Μετά, για λόγους υγιεινής, σε ομαδικούς τάφους. Για πολλά χρόνια (μέχρι και μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο!) αποκαλύπτονταν, τυχαία, ομαδικοί τάφοι κομμουνάρων. Μόνο στον ομαδικό τάφο που βρέθηκε το 1897, στη Σαρόν, μετρήθηκαν 800 σωροί κομμουνάρων!

Με βάση τα στοιχεία των δημοτικών υπηρεσιών, που προκύπτουν από ενταφιασμούς, ο αριθμός των δολοφονημένων, μετά τις 28 Μάη, ήταν 17.000. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότεροι. Μετριοπαθείς υπολογισμοί τον ανεβάζουν στους 25.000. Έτσι ο συνολικός αριθμός των νεκρών της Κομμούνας αγγίζει τους 30.000! (Η μεγάλη εξέγερση του 1848, είχε 3.000 νεκρούς.)

Οι συλληφθέντες φτάνουν τους 50.000 (σύμφωνα με τα στοιχεία των διωκτικών αρχών το 84% από αυτούς είναι εργάτες ή τεχνίτες) Κάθε φτωχοντυμένη ή απεριποίητη γυναίκα συλλαμβάνεται σαν «πετρολέζ» (πυρπολήτρια).

Από τον Μάη του 1871 μέχρι το Δεκέμβρη του 1874, λειτουργούν αδιάκοπα 24 έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία εκδίδουν 13.450 καταδικαστικές αποφάσεις.

  • 95 καταδικάστηκαν σε θάνατο. Εκτελέστηκαν οι 25. Ανάμεσά τους οι Φερρέ και Ροσέλ, στις 28 Νοέμβρη του 1871. Ο Φερρέ υπήρξε ο μοναδικός εκ των ηγετών της Κομμούνας που είχε το προνόμιο δίκης πριν οδηγηθεί στο απόσπασμα (στη δίκη του αρνήθηκε να απολογηθεί, δηλώνοντας ότι δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο των Βερσαγιέζων).
  • 251 καταδικάστηκαν σε πολυετή καταναγκαστικά έδρα.
  • 586 σε ισόβια ή πολύχρονη εξορία (κυρίως στη Νέα Καληδονία).
  • 606 σε φυλάκιση.
  • Οι υπόλοιποι σε μικρότερες ποινές.

Από τους κρατούμενους, 1.000 περίπου πεθαίνουν τις πρώτες ημέρες της κράτησής τους (από ασιτία ή ασθένεια λόγων των άθλιων συνθηκών υγιεινής) ή εκτελούνται σε «απόπειρες απόδρασης».

657 παιδιά βρέθηκαν αιχμάλωτα πολέμου των Βερσαγιέζων (43 από αυτά ήταν κάτω των 13 ετών!) 55 παιδιά στάλθηκαν σε αναμορφωτήρια ενώ εκατοντάδες άλλα, των οποίων οι γονείς σκοτώθηκαν, δολοφονήθηκαν ή φυλακίστηκαν, έμειναν στους δρόμους.

Το Παρίσι είναι για μερικά χρόνια μια πόλη κοινωνικά και παραγωγικά νεκρή, λόγω της ασύλληπτου μεγέθους ανθρωπιστικής καταστροφής. Λείπουν από την παραγωγή 100.000 εργάτες. Μερικοί κλάδοι (υποδηματοποιία, κατασκευή επίπλων) εξαφανίζονται τελείως, λόγω έλλειψης εργατών. Η αστική τάξη είχε την υπομονή να περιμένει την επόμενη γενιά προλετάριων για να επανέλθει η παραγωγή. Τώρα προείχε η θεραπεία της κοινωνίας από τη σοσιαλιστική μόλυνση. Ο Θιέρσος, αυτός ο «αιμοδιψής νάνος», είχε φέρει σε πέρας την δουλειά με πολύ καλύτερα αποτελέσματα από ότι θα είχε ο στρατός του Μπίσμαρκ.

Στη μνήμη της Κομμούνας

Έχουν περάσει σαράντα χρόνια απ’ την ανακήρυξη της παρισινής Κομμούνας. Σύμφωνα με την παράδοση, οι γάλλοι εργάτες τιμούν τη μνήμη των ανδρών και γυναικών της επανάστασης της 18ης Μάρτη 1871 με συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Στο τέλος του Μάη θα ξανακαταθέσουν στεφάνια στους τάφους των Κομμουνάρων που εκτελέστηκαν, θύματα της φοβερής “Εβδομάδας του Μάη”, και πάνω απ’ τους τάφους τους θα ξαναορκιστούν να παλέψουν άκοπα μέχρις ότου θριαμβεύσουν οι ιδέες τους και εκπληρωθεί πλήρως ο σκοπός που κληρονόμησαν.

Γιατί τιμά τους άνδρες και τις γυναίκες της παρισινής Κομμούνας ως προγόνους του το προλεταριάτο, όχι μόνο στην Γαλλία αλλά και σε όλο τον κόσμο; Και ποιά είναι η κληρονομιά της Κομμούνας;

Η Κομμούνα αναδύθηκε αυθόρμητα. Δεν την προετοίμασε κανείς με οργανωμένο τρόπο. Ο αποτυχημένος πόλεμος με τη Γερμανία, οι στερήσεις στις οποίες περιήλθε ο λαός κατά την πολιορκία, η ανεργία μέσα στο προλεταριάτο και η καταστροφή των κατώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης· η οργή των μαζών ενάντια στις υψηλότερες τάξεις και ενάντια στις αρχές, που είχαν επιδείξει απόλυτη ανικανότητα, η ασαφής αίσθηση ανησυχίας μέσα στην εργατική τάξη, η οποία ήταν δυσαρεστημένη με την θέση της και αγωνιζόταν για ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα· η αντιδραστική σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης, η οποία ξύπνησε ανησυχίες για τη μοίρα της δημοκρατίας — όλα αυτά και πολλά άλλα συνδυάστηκαν για να οδηγήσουν τον πληθυσμό του Παρισιού σε επανάσταση στις 18 Μάρτη, πράγμα που, απροσδόκητα, έφερε την ισχύ στα χέρια της Εθνικής Φρουράς, στα χέρια της εργατικής τάξης και των μικροαστών που πήραν το μέρος της.

Ήταν ένα συμβάν χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, η εξουσία βρισκόταν κατά κανόνα στα χέρια των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, δηλαδή στα χέρια των έμπιστων πρακτόρων τους που απάρτιζαν την ούτως καλούμενη κυβέρνηση. Μετά την επανάσταση της 18ης Μάρτη, όταν η κυβέρνηση του κυρίου Thiers είχε φύγει απ’ το Παρίσι μαζί με το πεζικό της, την αστυνομία της και τους αξιωματούχους της, ο λαός έγινε κύριος της κατάστασης, και η εξουσία πέρασε στα χέρια του προλεταριάτου. Αλλά στη σύγχρονη κοινωνία, το προλεταριάτο, υποδουλωμένο οικονομικά στο κεφάλαιο, δεν μπορεί να κυριαρχήσει πολιτικά αν δεν σπάσει τις αλυσίδες που το δένουν με το κεφάλαιο. Για αυτό και το κίνημα της Κομμούνας ήταν αναγκασμένο να πάρει σοσιαλιστική απόχρωση, δηλαδή, να προσπαθήσει να ανατρέψει την αστική εξουσία, την εξουσία του κεφαλαίου, και να καταστρέψει τα ίδια τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνικής τάξης.

Στην αρχή, το κίνημα αυτό ήταν τρομερά ασαφές και συγκεχυμένο. Στις τάξεις του είχαν εισχωρήσει πατριώτες που ήλπιζαν η Κομμούνα να ανανεώσει τον πόλεμο με τους Γερμανούς και να τον φέρει σε πέρας με επιτυχία. Είχε την υποστήριξη των μικρομαγαζατόρων, που απειλούνταν με καταστροφή αν δεν προέκυπτε αναβολή πληρωμών για χρέη και ενοίκια (η κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει αυτή την αναβολή, αλλά οι μικρομαγαζάτορες την πήραν απ’ την Κομμούνα). Τέλος, είχε αρχικά την συμπάθεια των δημοκρατών αστών, που φοβόντουσαν ότι η αντιδραστική Εθνοσυνέλευση (οι “επαρχιώτες”, οι άγριοι γαιοκτήμονες), θα επανέφερε τη μοναρχία. Αλλά ήταν φυσικά οι εργάτες (και κυρίως οι τεχνίτες του Παρισιού), ανάμεσα στους οποίους είχε διενεργηθεί ενεργή σοσιαλιστική προπαγάνδα κατά τα τελευταία χρόνια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, και πολλοί απ’ τους οποίους ανήκαν μάλιστα και στην Διεθνή, που έπαιξαν τον κύριο ρόλο σ’ αυτό το κίνημα.

Μόνο οι εργάτες παρέμειναν πιστοί στην Κομμούνα ως το τέλος. Οι δημοκράτες αστοί και οι μικροαστοί διαχώρισαν γρήγορα τη θέση τους: οι πρώτοι φοβήθηκαν τον επαναστατικό-σοσιαλιστικό, προλεταριακό χαρακτήρα του κινήματος· οι δεύτεροι αποσχίσθηκαν όταν κατάλαβαν ότι ήταν καταδικασμένο σε αναπόφευκτη ήττα. Μόνο οι γάλλοι προλετάριοι στήριξαν την δική τους κυβέρνηση άφοβα και άκοπα, μόνο αυτοί πολέμησαν για αυτή και πέθαναν για αυτή — δηλαδή, για τον στόχο της χειραφέτησης της εργατικής τάξης, για ένα καλύτερο μέλλον για όλους τους ανθρώπους του μόχθου.

Εγκατελειμμένη από τους πρώην συμμάχους της και αφημένη χωρίς στήριξη, η Κομμούνα ήταν καταδικασμένη να ηττηθεί. Ολόκληρη η μπουρζουαζία της Γαλλίας, όλοι οι γαιοκτήμονες, οι μεσίτες, οι εργοστασιάρχες, όλοι οι ληστές, μεγάλοι και μικροί, όλοι οι εκμεταλλευτές, ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον της. Αυτή η αστική συμμαχία, με την στήριξη του Βίσμαρκ (ο οποίος αποδέσμευσε εκατό χιλιάδες γάλλους αιχμαλώτους πολέμου για να βοηθήσει την συντριβή του επαναστατικού Παρισιού) κατάφερε να ξεσηκώσει τους αμόρφωτους χωριάτες και μικροαστούς της επαρχίας ενάντια στο προλεταριάτο και να δημιουργήσει έναν χαλύβδινο δακτύλιο γύρω απ’ το μισό Παρίσι (το άλλο μισό πολιορκούνταν απ’ τον γερμανικό στρατό). Σε μερικές απ’ τις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας (τη Μασσαλία, τη Λυόν, το Σεντ Ετιέν, την Ντιζόν, κλπ), οι εργάτες προσπάθησαν επίσης να πάρουν την εξουσία, να ανακηρύξουν την Κομμούνα και να καταφθάσουν σε βοήθεια του Παρισιού. Αλλά οι προσπάθειες αυτές ήταν βραχύβιες. Το Παρίσι, που είχε πρωτοσηκώσει το λάβαρο της προλεταριακής εξέγερσης, αφέθηκε στις δικές του δυνάμεις και καταδικάστηκε στον βέβαιο όλεθρο.

Δύο τουλάχιστον συνθήκες είναι απαραίτητες για μια νικηφόρο κοινωνική επανάσταση: ο μεγάλος βαθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και ένα προλεταριάτο που να έχει επαρκή προετοιμασία για αυτή. Όμως το 1871 έλειπαν και οι δύο αυτές συνθήκες. Ο γαλλικός καπιταλισμός εξακολουθούσε να είναι φτωχά αναπτυγμένος, και η Γαλλία τον καιρό εκείνο ήταν κυρίως μικροαστική χώρα (τεχνίτες, χωρικοί, μαγαζάτορες, κλπ). Από την άλλη πλευρά, δεν υπήρχε εργατικό κόμμα, η εργατική τάξη δεν είχε περάσει μέσα από ένα μακροχρόνιο σχολείο πάλης και ήταν απροετοίμαστη, και δεν μπορούσε καν, ως επί το πλείστον, να δει μπροστά της τα καθήκοντά της και τις μεθόδους που ήταν απαραίτητες για να τα εκπληρώσει. Δεν υπήρχε σοβαρή πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου, ούτε ισχυρά συνδικάτα και συνεργατικές κοινότητες…

Όμως το βασικό πράγμα που η Κομμούνα δεν είχε ήταν χρόνος — δεν είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει την κατάσταση και να ξεκινήσει την εκπλήρωση του προγράμματός της. Δεν είχε καν χρόνο να ξεκινήσει να εργάζεται όταν η κυβέρνηση που εδραιώθηκε στις Βερσαλίες και που υποστηρίχτηκε από ολόκληρη την μπουρζουαζία άρχισε τις εχθροπραξίες σε βάρος του Παρισιού. Η Κομμούνα έπρεπε να επικεντρωθεί κυρίως στην αυτοάμυνα. Μέχρι το τέλος, στις 21-28 Μάη, δεν είχε τον χρόνο να σκεφτεί σοβαρά για οτιδήποτε άλλο.

Παρ’ όλα αυτά, παρά τις μη ευνοϊκές αυτές συνθήκες, παρά την σύντομή της ύπαρξη, η Κομμούνα κατάφερε να προάγει ορισμένα μέτρα τα οποία είναι επαρκή για να χαρακτηρίσουν την πραγματική της σημασία και τους στόχους της. Η Κομμούνα κατήργησε τον επαγγελματικό στρατό, αυτό το τυφλό όπλο στα χέρια της άρχουσας τάξης, και όπλισε όλο τον λαό. Διακήρυξε τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας, κατήργησε τις κρατικές πληρωμές στα θρησκευτικά σώματα (πχ, τους κρατικούς μισθούς για τους ιερείς), έκανε την λαϊκή εκπαίδευση καθαρά κοσμική, και με τον τρόπο αυτό κατάφερε ένα τεράστιο πλήγμα στους αστυνόμους με τα ράσα. Στην καθαρά κοινωνική σφαίρα, η Κομμούνα κατάφερε πολύ λίγα, αλλά και αυτά τα λίγα αποκαλύπτουν, παρ’ όλα αυτά, τον χαρακτήρα της ως λαϊκής εργατικής κυβέρνησης. Απαγορεύτηκε η νυχτερινή δουλειά στα αρτοποιεία· καταργήθηκε το σύστημα των προστίμων, το οποίο αντιπροσώπευε την νομιμοποιημένη ληστεία των εργατών. Τέλος, υπήρχε η διάσημη διαταγή όλα τα εργοστάσια και εργαστήρια που εγκαταλείφθηκαν ή έκλεισαν απ’ τους ιδιοκτήτες τους να παραδοθούν στον έλεγχο εργατικών ενώσεων ώστε να ξαναρχίσουν αυτές την εργασία. Επίσης, σαν για να δώσει έμφαση στον χαρακτήρα της ως πραγματικά δημοκρατικής, προλεταριακής κυβέρνησης, η Κομμούνα ανακήρυξε πως οι μισθοί όλων των αξιωματούχων της διοίκησης και της κυβέρνησης, ανεξαρτήτως βαθμού, δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τους φυσιολογικούς μισθούς ενός εργάτη, και σε καμία περίπτωση τα 6.000 φράγκα τον χρόνο (ή λιγότερα από 200 ρούβλια το μήνα).

Όλα αυτά τα μέτρα έδειξαν ξεκάθαρα ότι η Κομμούνα ήταν θανάσιμη απειλή για τον παλιό κόσμο που εδραιώθηκε στην υποδούλωση και την εκμετάλλευση του λαού. Για αυτό και η αστική κοινωνία δεν μπορούσε να ησυχάσει όσο η Κόκκινη Σημαία του προλεταριάτου κυμάτιζε πάνω στο Hotel de Ville του Παρισιού. Κι όταν οι οργανωμένες δυνάμεις της κυβέρνησης κατάφεραν τελικά να πάρουν το πάνω χέρι ενάντια στις φτωχά οργανωμένες δυνάμεις της επανάστασης, οι βοναπαρτιστές στρατηγοί που είχαν ηττηθεί απ’ τους Γερμανούς και που έδειξαν θάρρος μόνο στον πόλεμο ενάντια στους ηττημένους συμπατριώτες τους, αυτοί οι Γάλλοι Rennenkampf και Meller-Zakomelsky1, οργάνωσαν μια σφαγή τέτοια που το Παρίσι δεν είχε ξαναδεί. Σχεδόν 30.000 Παριζιάνοι εκτελέστηκαν απ’ το βάναυσο πεζικό, και περίπου 45.000 συνελήφθηκαν, πολλοί εκ των οποίων εκτελέστηκαν αργότερα, ενώ χιλιάδες άλλοι εκτοπίστηκαν ή εξορίστηκαν. Συνολικά, το Παρίσι έχασε περίπου 100.000 απ’ τους καλύτερους ανθρώπους του, περιλαμβανομένων ορισμένων απ’ τους καλύτερους εργάτες σε όλα τα επαγγέλματα.

Η μπουρζουαζία ήταν ικανοποιημένη. “Τώρα, τελειώσαμε με τον σοσιαλισμό για πολύ καιρό” είπε ο ηγέτης της, αυτός ο αιμοβόρος νάνος ονόματι Thiers, όταν αυτός και οι στρατηγοί του είχαν πνίξει στο αίμα το προλεταριάτο του Παρισιού. Αλλά τα αστικά κοράκια έκρωζαν μάταια. Λιγότερα από έξι χρόνια μετά την καταστολή της Κομμούνας, όταν πολλοί από τους υποστηρικτές της σάπιζαν στις φυλακές ή την εξορία, ξεπήδησε ένα νέο εργατικό κίνημα στη Γαλλία. Μια νέα σοσιαλιστική γενιά, που εμπλουτίστηκε από την εμπειρία των προγόνων της και δεν αποθαρρύνθηκε ούτε στο ελάχιστο απ’ την ήττα τους, ανέλαβε το λάβαρο που είχε πέσει απ’ τα χέρια των μαχητών για τον σκοπό της Κομμούνας, και το έφερε μπροστά με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Η δική της ιαχή της μάχης ήταν: “Ζήτω η σοσιαλιστική επανάσταση! Ζήτω η Κομμούνα!” Και σε λίγα χρόνια, το νέο εργατικό κόμμα και η καμπάνια αγκιτάτσιας που εξαπέλυσε εξανάγκασε την άρχουσα τάξη να ελευθερώσει τους Κομμουνάρους που συνέχιζαν να είναι φυλακισμένοι απ’ την κυβέρνηση.

Η μνήμη των μαχητών της Κομμούνας δεν τιμάται μόνο απ’ τους γάλλους εργάτες, αλλά από όλο το παγκόσμιο προλεταριάτο. Γιατί η Κομμούνα πάλεψε, όχι για έναν στόχο τοπικό ή στενά εθνικό, αλλά για τη χειραφέτηση όλης της ανθρωπότητας του μόχθου, όλων των ποδοπατημένων και καταπιεσμένων. Ως εξέχων μαχητής για την κοινωνική επανάσταση, η Κομμούνα έχει κερδίσει τη συμπάθεια οπουδήποτε στον κόσμο υπάρχει προλεταριάτο που υποφέρει και που αγωνίζεται. Το έπος της ζωής και του θανάτου της, η εικόνα μιας εργατικής κυβέρνησης η οποία κατέλαβε την πρωτεύουσα του κόσμου και την κράτησε για πάνω από δύο μήνες, το θέαμα της ηρωικής πάλης του προλεταριάτου και των μαρτυρίων που υπέστη μετά την ήττα του — όλα αυτά ανύψωσαν το ηθικό εκατομμυρίων εργατών, ενίσχυσαν τις ελπίδες τους και έφεραν την συμπάθειά τους με το μέρος του σοσιαλισμού. Ο κεραυνός του παρισινού κανονιού ξύπνησε τα πιο οπισθοδρομικά τμήματα του προλεταριάτου απ’ τον βαθύ τους ύπνο, και έδωσε παντού το έναυσμα για την ανάπτυξη της επαναστατικής σοσιαλιστικής προπαγάνδας. Για αυτό και ο σκοπός της Κομμούνας δεν πέθανε. Ζει ως τα σήμερα, μέσα στον καθένα μας.

Ο σκοπός της Κομμούνας είναι ο σκοπός της σοσιαλιστικής επανάστασης, ο σκοπός της πλήρους πολιτικής και οικονομικής χειραφέτησης των εργατών. Είναι ο σκοπός του παγκόσμιου προλεταριάτου. Και με αυτή την έννοια, είναι αθάνατος.

Σημειώσεις

  1. Στρατηγοί του τσάρου, διαβόητοι για τις βάναυσες κατασταλτικές τους πρακτικές κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905-1907 στη Ρωσία.

Πηγή: marxists.org

Τα διδάγματα της κομμούνας

Ύστερα από το πραξικόπημα που κατέληξε στην επανάσταση του 1848, η Γαλλία έπεσε για 48 χρόνια κάτω από το ζυγό του Ναπολέοντος. Το καθεστώς αυτό, όχι μονο οδήγησε τη χώρα στην οικονομική καταστροφή, μα και στην οικονομική ταπείνωση. Το προλεταριάτο που ξεσηκώθηκε ενάντια στο παλιό καθεστώς, είχε εκτελέσει δύο καθήκοντα: ένα εθνικό κι ένα κοινωνικό. Ελευθέρωσε τη Γαλλία από τη Γερμανική εισβολή και τους εργάτες από τον καπιταλισμό, εγκαθιστώντας το σοσιαλισμό. Το βασικό χαρακτηριστικό της Κομμούνας συνίσταται στο συνδιασμό των δύο αυτών καθηκόντων.

H μπουρζουαζία συνέστησε τότε μια κυβέρνηση «εθνικής αμύνης» και το προλεταριάτο υποχρώθηκε να αγωνιστεί κάτω από την καθοδήγησή της για εθνική ανεξαρτησία. Πραγματικά, επρόκειτο για μια κυβέρνηση «εθνικής προδοσίας» που θεωρούσε τον εαυτό της σαν κλημένη να παλαίψει κατά του προλεταριάτου του Παρισιού. Μα το προλεταριάτο δεν τα παρατηρούσε αυτά, στραβωμένο καθώς ήταν από πατριωτικές αυταπάτες. Η πατριωτική ιδέα έλκει ακόμη την καταγωγή της από τη Μεγάλη Επανάσταση του 18ου αιώνα. Σʼαυτή προσκολήθηκε το πνεύμα των σοσιαλιστών της Κομμούνας κι ο Μπλανκί π.χ. που αναμφισβήτητα ήταν επαναστάτης και θερμός οπαδός του σοσιαλισμού, δεν βρήκε καταλληλότερο όνομα για την εφημερίδα του από την αστική ιαχή: «Η πατρίδα κινδυνεύει!».

Το θανάσιμο σφάλμα των σοσιαλιστών βρισκόταν στην ένωση δυό αντίθετων σκοπών: του σοσιαλισμού και του πατριωτισμού. Το Σεπτέμβρη του 1870 κιόλας, στο Μανιφέστο της Διεθνούς ο Μαρξ τράβηξε την προσοχή του προλεταριάτου κατά της ψεύτικης εθνικής ιδέας. Συντελέσθηκαν μεγάλες αλλαγές από τη Μεγάλη Επανάσταση και δώθε, οι ταξικοί ανταγωνισμοί οξύνθηκαν, και η πάλη τότε κατά της αντίδρασης σʼ ολόκληρη την Ευρώπη αγκάλιαζε όλο το επαναστατικό έθνος, ενώ τώρα το προλεταριάτο δεν μπορεί πια να ενώσει τα συμφέροντά του με τα συμφέροντα των άλλων εχθρικών του τάξεων. Ας πάρει η μπουρζουαζία τις ευθύνες για την ταπείνωση του έθνους —το έργο του προλεταριάτου είναι να παλαίψει για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της δουλειάς από το ζυγό της μπουρζουαζίας.

Και πραγματικά, δεν άργησαν νʼαποκαλυφθούν οι πραγματικοί σκοποί του αστικού «πατριωτισμού». Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, αφού σύνηψε επαίσχυντη ειρήνη με τους Πρώσσους, καταπιάστηκε με το άμεσό της καθήκον: χτύπησε τον εξοπλισμό, τρομερό γιʼ αυτήν, του Προλεταριάτου του Παρισιού. Οι εργάτες απάντησαν προκυρρήσσοντας την Κομμούνα του Παρισιού και τον εμφύλιο πόλεμο.

Παρά το ότι το σοσιαλιστικό προλεταριάτο ήταν διαιρεμένο σε πολλές ομάδες, η Κομμούνα απετέλεσεν εξαίσιο παράδειγμα, για τον ομόφωνο τρόπο που το προλεταριάτο ξέρει να λύνει τα δημοκρατικά προβλήματα που η μπουρζουαζία μόνο να διακυρήξει ήξερε. Το προλεταριάτο αφού κατέλαβε την εξουσία, προχώρησε απλά και πραγματικά, χωρίς καμμιά πολυσχιδή νομοθεσία, στη δημοκρατικοποίηση του κοινωνικού καθεστώτος, κατάργησε τη γραφειοκρατία, πραγματοποίησε την εκλογή των αντιπροσώπων από το λαό.

Δύο όμως σφάλματα εκμηδένισαν τους καρπούς της λαμπρής αυτής νίκης. Το προλεταριάτο σταμάτησε στη μέση του δρόμου, αντί να προβή στην «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», άφησε να παρασυρθεί από το όνειρο της εγκαθίδρυσης μιας ανώτερης ισότητας στη χώρα, ενωμένη γύρω στο εθνικό της καθήκον. Ιδρύματα όπως οι τράπεζες π.χ. έμειναν άθικτα, η θεωρία των προυντονικών κυριαρχούσε ακόμη ανάμεσα στους σοσιαλιστές. Το δεύτερο σφάλμα βρισκόταν στην ανώτερη μεγαλοψυχία του προλεταριάτου. Έπρεπε να εκμηδενίσει τους εχθρούς του αντί να προσπθαθεί αν τους επηρρεάσει ηθικά, παραμέλησε τη σημασία της καθαρά στρατιωτικής δράσης στον εμφύλιο πόλεμο κι αντί να επιστέψει την παρισινή νίκη με μια ενεργητική επίθεση κατά των Βερσαλλιών, τραινάρισε το πράμα κι έδωσε τον καιρό στην κυβέρνηση των Βερσαλλιών να συντάξει τις δυνάμεις της και να ετοιμάσει τη ματωμένη βδομάδα του Μάη.

Παρʼόλα όμως τα σφάλματά της η Κομμούνα είναι το μεγαλύτερο παράδειγμα του μεγαλύτερου προλεταριακού κινήματος του 19ου αιώνα. Ο Μαρξ έδωσε μεγάλη σημασία στην ιστορική σημασία της Κομμούνας. Αν κατά την προδοτική επίθεση των βερσαλλιέζικων ορδών κατά του προλεταριάτου του Παρισιού να το αφοπλίσουν, οι εργάτες άφησαν νʼαφοπλιστούν χωρίς μάχες, η ηθική κατάπτωση που θα προξενούσε μια τέτοια αδυναμία στους κόλπους του προλεταριακού κινήματος, θα είχε συνέπειες πολύ πιο οδυνηρές, από τις απώλειες που υπέστη ηεργατική τάξη κατά την πάλη, υπερασπίζοντας τα όπλα τους. Όσο μεγάλες κι αν είναι οι θυσίες τις Κομμούνας, ισοζυγίζονται από τη σημασία της για το γενικό αγώνα του προλεταριάτου. Εκδήλωσε το σοσιαλιστικό κίνημα στην Ευρώπη, έδειξε τη δύναμη του εμφυλίου πολέμου, διάλυσε τις πατριωτικές αυταπάτες και κατέρριψε την απλοϊκή πίστη προς τα εθνικά ιδανικά της μπουρζουαζίας. Η Κομμούνα δίδαξε το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο, να βάζει συγκεκριμένα τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Το μάθημα που πήρε το προλεταριάτο δε θα ξεχαστεί. Η εργατική τάξη θα το εκμεταλλευτεί, όπως το εκμεταλλεύτηκε κιόλας στην επανάσταση του Δεκέμβρη (1905).

Πηγή: marxists.org

Πώς δημιουργήθηκε το Ισραήλ και πώς η Παλαιστινιακή Αρχή μετατράπηκε σε εργολάβο της κατοχής

Το antapocrisis αναδημοσιεύει τη συνέντευξη του καθηγητή Νικόλα Κοσματόπουλου για την ιστορική εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος. Τη συνέντευξη πήρε ο Ν. Γιαννόπουλος για το news247.gr

Κ. Κοσματόπουλε, σας ευχαριστώ που δεχθήκατε να κάνουμε αυτήν την κουβέντα. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε από την ιστορική αναδρομή του παλαιστινιακού ζητήματος, διότι πολύς κόσμος δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες οι οποίες, ωστόσο, έχουν μεγάλη σημασία…

Καταρχάς να πούμε ότι μια σύντομη αναδρομή που θα επιχειρήσω εδώ σίγουρα δεν καλύπτει πολλές πλευρές ενός ιδιαίτερα πολύπλοκου ζητήματος. Βασικό είναι ότι το ζήτημα ξεκινάει πολύ πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Νάκμπα – Καταστροφής – το 1948. Με μια έννοια, ξεκινάει με την Ναπολεόντεια κατοχή της Αιγύπτου και της Συρίας το 1798, όταν πρωτοδιατυπώνεται από τον Γάλλο αποικιοκράτη η ιδέα για ένα κράτος των Ευρωπαίων Εβραίων εκτός Ευρώπης. Το συγκεκριμένο πλάνο πρέπει να το κατανοήσουμε στο πλαίσιο τόσο της εξάπλωσης της αποικιοκρατίας στον πλανήτη, όσο και του αντισημιτισμού στη χριστιανική Ευρώπη. Απέναντι σε αυτό το ζήτημα και την ανάδειξη ομογενοποιημένων εθνικών κρατών, οι Εβραίοι θεωρήθηκαν από εθνικές ελίτ ως παρίες, απέναντι στους οποίους τα ευρωπαϊκά κράτη ακολούθησαν διαφορετικές πολιτικές, όπως έχει δείξει ο ιστορικός Έντσο Τραβέρσο στο συγκλονιστικό βιβλίο του για την εβραϊκή νεωτερικότητα.

Όταν λέτε διαφορετικές πολιτικές τι εννοείτε;

Στη Γαλλία, ας πούμε, επικράτησε το δόγμα των Εβραίων του κράτους, η αντίληψη ότι οι Εβραίοι μπορούν να υπηρετήσουν το κράτος σε γραφειοκρατικές θέσεις. Στη Γερμανία-Αυστροουγγαρία υπήρξαν τάσεις αποκλεισμού τους από πολλά στρατηγικά επαγγέλματα, με αποτέλεσμα μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων να στραφούν προς τις επιστήμες-θετικές και θεωρητικές- και να μεγαλουργήσουν με κλασικά παραδείγματα τους Φρόυντ κι Αϊνστάιν. Ο ευρωαποικιακός αντισημιτισμός προϋπήρχε της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοά, δηλ. του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος. Για πολλούς Ευρωπαίους εθνικιστές της εποχής, οι Εβραίοι αποτελούσαν μία εξίσωση που παρέμενε άλυτη. Ως θύματα του ευρωαποικιακού ρατσισμού, οι Εβραίοι διανοούμενοι συζητούσαν την καλύτερη λύση, με πολλούς από αυτούς να επιλέγουν τον σοσιαλιστικό διεθνισμό ως απάντηση.

Ωστόσο, μέσα από την εβραϊκή κοινότητα – ειδικά στον γερμανόφωνο χώρο – ξεπήδησε μία τάση η οποία προώθησε την ιδέα ενός εβραϊκού έθνους, μετατρέποντας έτσι την θρησκεία τους σε μια ιδεατή “κοινότητα αίματος” στα πρότυπα του γερμανικού εθνικισμού. Κι έτσι γεννήθηκε ο σιωνισμός ως ένας συνδυασμός εθνικοποίησης της εβραϊκής θρησκείας κι ενός αποικιοκρατικού σχεδίου εκτός Ευρώπης στο πλαίσιο της τότε εξελισσόμενης αποικιοκρατικής επέκτασης της Δύσης σε όλον τον κόσμο. Ήδη από το 1870 ο πλανήτης έχει χωριστεί σε ζώνες κυριαρχίας των αποικιοκρατών, Βέλγων, Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών, Γερμανών και άλλων. Για τον τόπο στον οποίο θα ιδρυόταν το κράτος υπήρχαν διάφορες προτάσεις. Υπήρξαν προτάσεις για την Νότια Αμερική, μέρη της Αφρικής, αλλά για ιστορικούς-θεολογικούς λόγους προτιμήθηκε η Παλαιστίνη ως η καλύτερη λύση.

Πότε αυτό;

Το 1897 έχουμε την πρώτη ουσιαστική προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση με το σιωνιστικό συνέδριο στην Βέρνη της Ελβετίας. Η λύση αυτή άρχισε να προωθείται μεταξύ των εβραϊκών κοινοτήτων, αλλά και των ευρωπαϊκών ελίτ. Οι Σιωνιστές ηγέτες προώθησαν αυτήν την ιδέα σε συνεργασία με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και την ιδεολογία του εκπολιτισμού των βαρβάρων. Η πιθανότητα ίδρυσης ενός εβραϊκού εθνικού κράτους στην Παλαιστίνη έγινε πολύ περισσότερο ρεαλιστική, όταν κατέρρευσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1914 και τις τύχες της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής ανέλαβαν, ως γνωστόν, οι Αγγλογάλλοι. Η Κοινωνία των Εθνών έδωσε το πληρεξούσιο για την κατοχή της περιοχής. Το 1916 οι δύο μεγάλες δυνάμεις, η Αγγλία και η Γαλλία, έκοψαν και έραψαν τη Μέση Ανατολή ανάλογα με τις σφαίρες επιρροής τους. Η Παλαιστίνη πέρασε στους Άγγλους, η Συρία στους Γάλλους κ.τ.λ.

Το 1917 ο Μπαλφούρ, ο επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας, με επίσημη ανακοίνωση παραχωρεί το δικαίωμα για μία εβραϊκή εθνική εστία στη γη της Παλαιστίνης. Έχει σημασία να αναφέρουμε ότι ο Μπαλφούρ ήταν ένας αντισημίτης υπουργός. Πάρα πολλοί υποστηρικτές του Σιωνισμού στην Ευρώπη ήταν αντισημίτες και ήθελαν τους Εβραίους εκτός Ευρώπης. Από την άλλη, οι πατέρες του σιωνισμού, όπως ο Χερτζλ για παράδειγμα, θεώρησαν το διάχυτο αντισημιτικό ρατσισμό της Ευρώπης ως σύμμαχο στο σχέδιό τους να πείσουν τους Εβραίους της Ευρώπης να συνταχτούν πίσω από τον εποικισμό της Παλαιστίνης. Αυτός είναι ο λόγος της φαινομενικά παράλογης συμμαχίας αντισημιτών και σιωνιστών που σε διαφορετικές εκφάνσεις υπάρχει ακόμα και σήμερα. Για παράδειγμα, οι πιο φανατικοί σύμμαχοι του Ισραήλ στις ΗΠΑ είναι οι φονταμενταλιστές Προτεστάντες Χριστιανοί που χρηματοδοτούν πολιτικούς, σπιλώνουν αντιπάλους, επιτίθενται στον ΟΗΕ και στηρίζουν τυφλά το Ισραήλ.

Τελικώς κάτω από ποιες συνθήκες φτάνουμε στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948;

Οι Παλαιστίνιοι, όπως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασαν σε αυτό το σχέδιο της ίδρυσης ενός ευρω-αποικιοκρατικού κράτους στη γη τους, από πολύ νωρίς. Το 1922 πάντως η Κοινωνία των Εθνών εγκρίνει το αγγλικό σχέδιο και ουσιαστικά του προσφέρει τη μέγιστη δυνατή νομιμοποίηση από τη Δύση. Το 1933 ξεσπούν μεγάλες διαμαρτυρίες κι απεργίες των γηγενών και εν συνεχεία μια μεγαλειώδης παλαιστινιακή εξέγερση, την οποία καταπνίγουν οι Άγγλοι. Το 1938 ένα γκρουπ οπλισμένων σιωνιστών αρχίζει επιθέσεις προς τους Παλαιστίνιους και το 1939 διαλύουν και καταστέλλουν την αραβική εξέγερση που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη από το 1936.

Το 1942 διεξάγεται η μεγάλη συνάντηση των σιωνιστών στη Νέα Υόρκη και εκεί οι ΗΠΑ μπαίνουν στο πλάνο της υποστήριξης του σιωνισμού. Το 1946 η Χαγκανά και η Στερνγάνκ – ομάδες οπλιτών- αρχίζουν στρατιωτική δράση εναντίον Άγγλων και Παλαιστινίων ταυτόχρονα. Το 1947 με το ψήφισμα 181 του ΟΗΕ αποφασίζεται η ίδρυση δύο κρατών με την οποία όμως οι Ισραηλινοί παίρνουν γη δυσανάλογα περισσότερη του πληθυσμού τους. Οι Παλαιστίνιοι απορρίπτουν αυτό το πλάνο και το 1948 αρχίζει ένοπλη σύρραξη, στην οποία πρωτοστατούν οργανώσεις-προπομπές του μετέπειτα ισραηλινού στρατού. Κι εδώ μπαίνει σε εφαρμογή το plan dalet, ένα πλάνο εθνοκάθαρσης και μαζικής εκδίωξης του ιθαγενικού πληθυσμού και καταστροφής ολόκληρων χωριών και πόλεων (βλ. Ilan Pappe, The Ethnic Cleansing Of Palestine).

Εβραίοι μετανάστες πριν μπουν στο καμπ του Αθλίτ. Τους υποδέχονται Παλαιστίνιοι αστυνομικοί. AP

Τον Μάιο του 1948 ιδρύεται το κράτος του Ισραήλ το οποίο αναγνωρίζουν αμέσως τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ένωση. Κατά τη γνώμη μου, οι Σοβιετικοί έκαναν λάθος στην εκτίμησή τους. Αλλά τότε η Ευρώπη κι ο κόσμος ήταν συγκλονισμένος από το αποτρόπαιο έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Από την άλλη, η μεταπολεμική Ευρώπη πέτυχε δύο νίκες με μια κίνηση. Καταρχάς, δαιμονοποιώντας τον Χίτλερ αποσιώπησε τόσο τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό όσο και την δυτική αποικιοκρατία που διέπραξε γενοκτονίες κι ολοκαυτώματα σε όλον τον κόσμο για αιώνες. Δεύτερον, συνδέοντας το Ολοκαύτωμα με την ίδρυση του Ισραήλ, μετέτρεψε τις δυτικές ευθύνες για το Ολοκαύτωμα σε βάρος ενός ιθαγενικού λαού εκτός Ευρώπης. Παράλληλα αναδείχτηκε σε ηθικό ηγεμόνα σε παγκόσμιο επίπεδο φυλάσσοντας για τον εαυτό της τον ρόλο του απόλυτου θύματος και μετέπειτα κριτή.

Παρόλα αυτά, ο OΗΕ, με το ψήφισμα 194, καθιστά ξεκάθαρο ότι οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες πρέπει να επιστρέψουν στις εστίες τους, αλλά από τότε μέχρι και σήμερα αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν πρόσφυγες.

Μιλάμε δηλαδή για τρεις, τουλάχιστον, γενιές προσφύγων…

Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν και πέθαναν σε στρατόπεδα Παλαιστίνιων προσφύγων. Η Δύση για να αντιμετωπίσει αυτό το πρωτοφανέρωτο προσφυγικό κύμα ίδρυσε την περίφημη UNRWA η οποία αποτελεί το μοντέλο πάνω στο οποίο χτίστηκε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.

Τι σηματοδοτεί στη συνέχεια ο πόλεμος των έξι ημερών του 1967;

Ας δούμε πρώτα πώς ήταν ο κόσμος το 1967. Εκείνη την περίοδο καταγραφόταν μία ανάδυση του παγκόσμιου νότου με το αντιαποικιακό κίνημα. Τέτοιου είδους κινήματα είχαμε στην Γκάνα, την Κούβα, την Αλγερία, το Βιετνάμ και αλλού. Υπήρχε, επίσης, το Κίνημα των Αδέσμευτων στο οποίο πρωτοστατούσε η Αίγυπτος του Νάσερ. Την ίδια ώρα το Ισραήλ δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση το παλαιστινιακό να συνδεθεί με το αντι-αποικιακό πλαίσιο. Από την αρχή της πορείας του κράτους τους, οι Ισραηλινοί θέλησαν να αποσιωπήσουν τους δεσμούς του σιωνισμού με την αποικιοκρατία, αλλά και κάθε σύγκριση μεταξύ του Ισραήλ και του απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής, την οποία όμως εκείνη την περίοδο έκαναν πολλά αντι-αποικιακά κινήματα.

Το 1967 λοιπόν δεν λαμβάνει χώρα μόνο μία σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Αράβων. Είναι μία σύγκρουση μεταξύ αποικιοκρατίας και αντιαποικιακού κινήματος. Το παλαιστινιακό, έτσι και αλλιώς, είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα με πλευρές που αφορούν όλο τον πλανήτη. Υπό αυτήν την έννοια, η νίκη του Ισραήλ το 1967 ήταν μία νίκη της αποικιοκρατίας, σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο, εναντίον ενός αντιαποικιακού κινήματος το οποίο συγκροτούσαν η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος του Νάσερ και η Συρία.

Το αντιαποικιακό κίνημα πρότεινε ένα κοινό κράτος, Εβραίων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη γη της Παλαιστίνης. Αυτό εννοούσαν με την καταστροφή του Ισραήλ, την κατάργηση του απαρτχάιντ, κι όχι φυσικά τον μαζικό θάνατο ανθρώπων. Ένα κοινό κράτος για όλους. Αυτό προέβλεπε και το προσχέδιο της PLO το 1969, ένα ενιαίο κράτος κόντρα στην πολιτική του Ισραήλ να επιβάλει ένα “εθνοκαθαρτικό” μοντέλο στην περιοχή.

Με την Νάκμπα (ήττα) του 1967 τελειώνει η ελπίδα για την αραβική ανεξαρτησία και ένωση την οποία πολέμησαν οι Δυτικοί από την αρχή της. Οι Ευρωπαίοι ήταν ενάντια σε κάθε είδους πολιτικής ένωσης σε μια περιοχή με κοινή γλώσσα και πανταχού παρούσες θρησκείες, παρά το γεγονός ότι στην ήπειρό τους είχαν ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζουν το σχέδιο που αργότερα κατέληξε στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πώς εξηγείτε την πρωτοκαθεδρία της Χαμάς σήμερα στην Παλαιστίνη; Πώς προκύπτει αυτό ενώ τα προηγούμενα χρόνια η Φατάχ ήταν πολύ μαζική και εξέφραζε την πλειοψηφία;

Πρέπει, αρχικά, να πάμε λίγο πίσω, στο 1987 έτος κατά το οποίο λαμβάνει χώρα η πρώτη Ιντιφάντα. Λίγο πιο πίσω, το 1982, οι Παλαιστίνιοι μαχητές αποχώρησαν από τη Βηρυτό κι έφτασαν στην Τυνησία. Και εκεί που όλοι νόμιζαν ότι το παλαιστινιακό ζήτημα έχει τελειώσει με οριστική ήττα των Παλαιστίνιων (οι Ισραηλινοί ήδη πανηγύριζαν για την τριχοτόμηση του παλαιστινιακού πληθυσμού) άρχισε η Ιντιφάντα από τους Παλαιστίνιους στο εσωτερικό της χώρας και στα κατεχόμενα. Άρχισαν, εν συνεχεία, οι διαπραγματεύσεις οι οποίες τελικά οδήγησαν στην προβληματική συμφωνία του Όσλο, το 1993, με την οποία κάτω από το βάρος της γεωπολιτικής αλλαγής (με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης), οι Παλαιστίνιοι αναγνωρίζουν το κράτος του Ισραήλ, ενώ οι ίδιοι αποδέχονται ένα αρχιπέλαγος εδαφών και μια αόριστη υπόσχεση δημιουργίας κράτους στο μέλλον. Ήταν μια συμφωνία ειρήνης που απλά συνέχιζε τον πόλεμο με άλλα μέσα.

Ο Γιάσερ Αραφάτ, ο Γιτζάκ Ράμπιν και ο Σιμόν Περές φωτογραφίζονται με τα βραβείο Νόμπελ Ειρήνης στο Οσλο στις 10 Δεκεμβρίου του 1994. AP

Γιατί το λέτε αυτό;

Διότι οι Ισραηλινοί ζήτησαν από τους Παλαιστίνιους να αναγνωρίσουν το κράτος του Ισραήλ χωρίς να τους δίνουν το δικαίωμα να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Την ίδια στιγμή, έλεγξαν την πολιτική του ηγεσία μέσα από χρηματοδοτήσεις και άνοιξαν το δρόμο για συνεχόμενους εποικισμούς μέσα από την καντονοποίηση της Δυτικής Όχθης. Τελικά δημιούργησαν μια βιομηχανία “ειρήνης”, μέσα από την οποία η Παλαιστινιακή Αρχή μετατραπήκε σε εργολάβο της ισραηλινής κατοχής. Δόθηκαν, για παράδειγμα, πολλά κονδύλια για τη δημιουργία της παλαιστινιακής αστυνομίας, η οποία κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε κατά των Παλαιστινίων. Η Παλαιστινιακή Αρχή φυλάκισε-και έχει ακόμα στις φυλακές-Παλαιστίνιους αγωνιστές απαλλάσσοντας από τον κόπο και τα έξοδα την κατοχική δύναμη. Ένα γνωστό σενάριο σε αποικιοκρατικές καταστάσεις αλλού.

Άρα, κάπως έτσι αυξάνεται και η δημοφιλία της Χαμάς στον πληθυσμό…

Ακριβώς. Η Χαμάς προκύπτει ως ένα ανεξάρτητο αδιάφθορο κίνημα εναντίον της συνεργασίας της Παλαιστινιακής Αρχής με το Ισραήλ και κερδίζει τις εκλογές του 2006. Οι εκλογές όμως, αν και ήταν οι δημοκρατικότερες που είχαν γίνει ποτέ στον αραβικό κόσμο, δεν αναγνωρίζονται από την Δύση και η διάσπαση παίρνει χαρακτηριστικά ένοπλης ενδοπαλαιστινιακής διαμάχης. Η Δύση ανακηρύσσει τον νικητή των εκλογών τρομοκράτη κι ανέχεται το εμπάργκο της Γάζας που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αποκόπτοντας την περιοχή από την Δυτική Όχθη και τον υπόλοιπο πλανήτη ουσιαστικά.

Στη Δυτική Όχθη ο Αμπάς εξελίσσεται ουσιαστικά σε μία μαριονέττα του Ισραήλ συνεχίζοντας το μοντέλο υποκατάστασης της κατοχής. Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ – και τώρα μερικές χώρες στη Δύση- πολέμησαν με νύχια και με δόντια το μη βίαιο κίνημα του BDS – Μποϋκοτάζ, Κυρώσεις, Αποεπενδύσεις – φράζοντας έτσι τον δρόμο προς κάθε ειρηνική διαμαρτυρία. Αν θυμάστε, ελεύθεροι σκοπευτές σημάδευαν γόνατα και γυμνά στήθη στις ειρηνικές πορείες της Παρασκευής όλον τον προηγούμενο καιρό.

Για τα γεγονότα που εξελίσσονται τώρα στην περιοχή, μία εξήγηση έχει να κάνει με τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο Νετανιάχου στην εσωτερική πολιτική σκηνή του Ισραήλ. Απειλείται και με φυλάκιση καθώς έχει εμπλακεί σε σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς. Άρα ωθεί την κατάσταση στα άκρα. Είναι επαρκής αυτή η εξήγηση;

Μερικώς μόνο. Η πολιτική του Νετανιάχου σίγουρα παίζει έναν κομβικό ρόλο, πρόκειται για έναν κυνικό πολιτικό ο οποίος καταφεύγει στον εθνικισμό, όπως συχνά κάνουν πολιτικοί για να αποπροσανατολίσουν. Είναι όμως μόνο μέρος του προβλήματος. Είναι βασικό ότι οι πληθυσμοί που αυτήν τη στιγμή ξεσηκώνονται, όχι μόνο στην Ιερουσαλήμ, αλλά και αλλού στο Ισραήλ, έχουν απομονωθεί πολιτικά κι έχουν εξωθηθεί στη φτώχεια. Ζουν στην καθημερινότητά τους το απαρτχάιντ μέσα από πολιτικές οι οποίες, για παράδειγμα, προβλέπουν υποχρηματοδότηση των αραβικών σχολείων του Ισραήλ. Γειτονιές Παλαιστινίων στις λεγόμενες mixed cities σπρώχνονται επίσης στη βία και στην ανομία και διαμορφώνονται έτσι συνθήκες αμερικανικών γκέτο, όπου κυριαρχεί η ενδοπαλαιστινιακή βία, Παλαιστινίων εναντίον Παλαιστινίων.

Στη δε Ιερουσαλήμ συνεχίζεται ο εποικισμός κανονικά. Απλώς αυτήν τη φορά ξεχείλισε το ποτήρι και γίνονται αυτά που γίνονται. Ο καταδικασμένος Πρωθυπουργός του Ισραήλ θέλησε να προσεταιριστεί τους ακροδεξιούς εθνικιστές. Μία επίθεση κατά των Παλαιστινίων φέρνει ψήφους και στήριξη από το εθνικιστικό στρατόπεδο. Ωστόσο, και ο υποτιθέμενος φιλελεύθερος ηγέτης, Μπένυ Γκαντς λέει ότι η Γάζα πρέπει να ισοπεδωθεί. Αυτή η ρητορική δηλαδή, της εθνοκάθαρσης, δεν αφορά μόνο τον Νετανιάχου. Τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί σε μεγάλο πολιτικό φάσμα στη χώρα.

Από την άλλη, παρατηρούμε για πρώτη φορά Παλαιστίνιους να ξεσηκώνονται με ένα κοινό πλαίσιο ιστορικής ανάλυσης το οποίο λέει: Είμαστε πρόσφυγες στην ίδια μας τη χώρα, είμαστε θύματα ενός απαρτχάιντ, μιας συνεχιζόμενης Νάκμπα. Υπάρχει μία ποιοτική αλλαγή στο πώς αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως δεύτερης και τρίτης διαλογής πολίτες του κράτους. Οι Παλαιστίνιοι που ζουν εντός καταλαβαίνουν ότι πλέον δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν σε σχέση με τους εκτός των τειχών. Βλέπουν, αντίθετα, ότι όλοι είναι θύματα του θεσμικού ρατσισμού του ισραηλινού κράτους.

Θα ήθελα να κλείσουμε με τη στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο ζήτημα τα τελευταία 40 χρόνια. Φτάσαμε από τον πολιτικό “έρωτα” του Ανδρέα Παπανδρέου για τον Γιάσερ Αραφάτ στα τριεθνή σχήματα με το Ισραήλ με στόχο, προφανώς, την απομόνωση της Τουρκίας. Έλληνες Υπουργοί σήμερα δηλώνουν δημοσίως ότι στηρίζουν απόλυτα το Ισραήλ. Πώς έχει γίνει αυτό; Πώς την κρίνετε την ελληνική εξωτερική πολιτική σε αυτό το ζήτημα;

Σίγουρα είναι αφελής σε πολλαπλές αναγνώσεις. Καταρχάς, αποξενώνει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας στις χώρες της περιοχής. Πρόκειται για πολιτική που στοχεύει μόνο στις ελίτ. Η κυβέρνηση λέει ότι την ενδιαφέρουν μόνο οι κυβερνήσεις – οι περισσότερες δικτατορίες- και οι αραβικές οικονομικές ελίτ. Η πολιτική αυτή είναι καθαρά κυνική και αντίθετη σε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου. Μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ σε περιπτώσεις στις οποίες η Ελλάδα θα ζητήσει την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου για την ίδια.

Είναι τραγικό λάθος να ανοίξει μέτωπο με τον Παγκόσμιο Νότο ο οποίος υπερασπίζεται αναφανδόν το δίκαιο στο ζήτημα της Παλαιστίνης. Θα την χαρακτήριζα ακόμα ως μια επικίνδυνη πολιτική, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ειρήνη στην περιοχή. Ο συναγελασμός και η ανοικτή στρατιωτική συνεργασία με χώρες που πρωτοστατούν σε επιθετικούς πολέμους όπως το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, και τα Εμιράτα είναι πραγματικά αυτοκτονική και βολονταριστική. Είναι πολύ σαθρά τα θεμέλια αυτών των συνεργασιών. Ούτε το Ισραήλ ούτε οι ΗΠΑ πρόκειται να βάλουν πλάτη σε μία ενδεχόμενη σύγκρουση με την Τουρκία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπάρξει πόλεμος με την Τουρκία, και ακόμα περισσότερο μια τρελή κούρσα εξοπλισμών δύο χωρών σε βαθιά οικονομική κρίση, είναι πραγματικά καταστροφικό για τους λαούς της περιοχής.

Η δυνατότητα να μπορείς να μιλάς με όλους είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Πρέπει να επιδιώξουμε μία δίκαιη λύση του Παλαιστινιακού, μέσα από την προώθηση του διεθνούς δικαίου, των αποφάσεων του ΟΗΕ και του κοινού περί δικαιοσύνης αισθήματος. Οτιδήποτε άλλο είναι επικίνδυνοι λεονταρισμοί χωρίς συναίσθηση της εκρηκτικότητας της κατάστασης και του απρόβλεπτου μέλλοντος.

Πηγή: news247

Σε ποια πολεμικά μέτωπα σκοτώθηκαν πόσοι ναζί – Τι δείχνει η ιστορική έρευνα

Η “ευρωπαϊκή φάση” του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή που αφορούσε την ανατροπή της ιεραρχίας των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ξεκίνησε με αισιόδοξους, για την Γερμανία, οιωνούς. Το γαλλο-βρετανικό σύστημα είχε αποδείξει στο Μόναχο, τον Σεπτέμβριο του 1938, ότι δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε περιπέτειες και πολεμικά μέτωπα για να προασπίσει την ευρωπαϊκή τάξη που το ίδιο είχε δημιουργήσει στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Είχε αποδείξει επίσης ότι θεωρούσε την Σοβιετική Ένωση πολύ πιο επικίνδυνο εχθρό από τους ναζί και τους φασίστες, σκορπίζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε φόβο του Βερολίνου για διμέτωπο αγώνα.

Στο νέο πόλεμο οι πίνακες απωλειών ήταν λιγότερο καταθλιπτικοί και οι αντίστοιχοι των επιτυχιών σαφώς πιο γεμάτοι. Στα 1939 η Γερμανία κατέκτησε την Πολωνία με κόστος 15.000 νεκρούς, αντιπαρατάχθηκε απέναντι στον γαλλικό και τον βρετανικό στρατό χάνοντας λιγότερους από δύο χιλιάδες στρατιώτες τον μήνα. Από τον Απρίλιο ως τον Ιούλιο του 1940 κατέκτησε την Νορβηγία, τη Δανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Γαλλία, χάνοντας αθροιστικά 60.000 στρατιώτες. Στη μάχη της Αγγλίας και στη μάχη του Ατλαντικού χάνονταν κυρίως μηχανές, λίγοι άνθρωποι.

Την άνοιξη του 1941 η γερμανική Ευρώπη, η “Νέα Ευρώπη”, όπως την ονόμασαν, πρόσθεσε την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα στα κράτη που κατέκτησε. Την ίδια εποχή πάτησε πόδι στην Αφρική. Το κόστος, τον Απρίλιο και τον Μάϊο του 1941, 17.000 νεκροί. Στις 22 Ιουνίου 1941, μετά από 18 περίπου μήνες πολέμου οι γερμανικές απώλειες σε νεκρούς ήταν 134.000 συνολικά. Ήταν κατά 12.000 λιγότεροι από τους νεκρούς του 1914. Με αυτό το τίμημα είχε κατακτηθεί ή υποταγεί μια ολόκληρη ήπειρος. Είχαν νικηθεί δέκα στρατοί και είχαν καταληφθεί στρατιωτικά δέκα κράτη. Στα περισσότερα από αυτά το τίμημα που πλήρωσε ο γερμανικός στρατός σε ζωές στρατιωτών του ήταν μικρότερο από τους 2.300 νεκρούς που προκάλεσε η καταστροφή του “Βίσμαρκ” τον Μάϊο του 1941.

Πολεμικά μέτωπα

Η εισβολή στην Σοβιετική Ένωση ανέτρεψε εντυπωσιακά τις στατιστικές των απωλειών του γερμανικού στρατού, από την πρώτη κιόλας ημέρα. Στις εννέα πρώτες ημέρες του πολέμου, τον Ιούνιο, οι Γερμανοί είχαν 25.000 νεκρούς στο ανατολικό μέτωπο. Τον Ιούλιο οι νεκροί στο ίδιο μέτωπο ήταν 63.000, περισσότεροι από τις εκστρατείες κατά της Γαλλίας και των Βαλκανίων αθροιστικά. Από τις 22 Ιουνίου ως τις 31 Δεκεμβρίου του 1941 ο γερμανικός στρατός έχασε στη Ρωσία 302.000 νεκρούς (ποσοστό 84,6%) από το σύνολο των 357.000 απωλειών του σε όλα τα μέτωπα. Ήταν περισσότερο από δύο φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους των 18 πρώτων μηνών του πολέμου και συγκρίσιμοι πλέον με τους αντίστοιχους του φονικού 1915.

Σε ολόκληρο το έτος αυτό οι Γερμανοί έχασαν 812.000 νεκρούς από τους οποίους οι 701.000 σκοτώθηκαν στο ανατολικό μέτωπο (ποσοστό 86,3%).Τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου, το 1944 και οι τέσσερεις μήνες του 1945,ήταν η πλέον αιματηρή περίοδος του πολέμου και εκείνη για την οποία έχουμε τα λιγότερα στατιστικά στοιχεία και, ως εκ τούτου τις μεγαλύτερες αποκλίσεις στις εκτιμήσεις. Για ολόκληρο το 1944 οι απώλειες της Γερμανίας σε νεκρούς ήταν1.802.000. Από αυτούς οι 1.233.000 (ποσοστό 68,4%) σκοτώθηκαν στο ανατολικό μέτωπο.

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ακόμα και τον Αύγουστο του 1944, όταν κατέρρευσε το μέτωπο στην Γαλλία και ένα μεγάλο μέρος του εκεί γερμανικού στρατού καταστράφηκε οι νεκροί ήταν συνολικά 349.000 από τους οποίους οι 277.000 και πάλι στο ανατολικό μέτωπο. Για το 1945 τα στοιχεία είναι ασαφή, πλην όμως, η δυτική και η σημερινή γερμανική βιβλιογραφία θεωρούν ότι τα δύο τρίτα των απωλειών στο έτος αυτό οφείλονται στις μάχες με τον Κόκκινο Στρατό. Οι απώλειες των τελευταίων απελπισμένων μαχών του 1945 υπολογίστηκαν σε περισσότερους από 1.250.000 νεκρούς. Οι μεγάλες τιτάνιες συγκρούσεις το έτος αυτό έγιναν σχεδόν αποκλειστικά στο ανατολικό μέτωπο (Βουδαπέστη, Κουρλάνδη, Βερολίνο…).

Νεκροί στο Ανατολικό μέτωπο

Με βάση τους παραπάνω αριθμούς, που προέρχονται από Γερμανικές Υπηρεσίες, αρμόδια πρόσωπα ή αρχειακές εκθέσεις, από την αρχή του πολέμου ως τις 31 Δεκεμβρίου του 1944, η Γερμανία έχασε στα πεδία των μαχών 3.677.000 νεκρούς ή διαπιστωμένους νεκρούς. Από αυτούς τους 2.743.000 (ποσοστό 74,6%) στο ανατολικό μέτωπο. Οι γερμανικές κυβερνήσεις υπολογίζουν σε 635.000 τους άμαχους που σκοτώθηκαν από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων. Αυτή η κατηγορία των νεκρών μπορεί να πιστωθεί αποκλειστικά σε Βρετανούς και Αμερικανούς – οι Σοβιετικοί δεν βομβάρδισαν αμάχους.

Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για να ισοσκελιστεί το προηγούμενο “άκομψο” μέγεθος, υποστηρίχθηκε ότι ως και 2.500.000 Γερμανοί πολίτες χάθηκαν στις μαζικές εκτοπίσεις και στην προσφυγιά στα ανατολικά εδάφη. Σήμερα ο αριθμός αυτός (η εκκένωση των περιοχών έγινε χειμώνα κάτω από άθλιες συνθήκες, σε πολεμικό περιβάλλον) έχει σαφώς συρρικνωθεί στο επιστημονικό περιβάλλον. Γίνεται λόγος για 500.000 θύματα και έχει αποδοθεί στις διαταγές του Βερολίνου για εκκένωση των γερμανικών πληθυσμών εκεί όπου έφθαναν οι Ρώσοι. Διατηρείται όμως στο πολιτικό πεδίο. Η γερμανική κυβέρνηση εμμένει στον μεγάλο αριθμό ώστε να μπορεί να υποστηρίξει ότι η Γερμανία υπήρξε το μεγάλο θύμα του πολέμου.

Στην πρόσφατη εξάλλου ημιεπίσημη γερμανική ιστορία (“Η Γερμανία και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος”) υποστηρίζεται ότι τον πόλεμο αυτόν τον ξεκίνησε η Σοβιετική Ένωση. Οι παραπάνω αριθμοί ελάχιστο σχολιασμό χρειάζονται. Μιλούν από μόνοι τους. Ο πόλεμος κράτησε συνολικά 64 μήνες. Ο πόλεμος ανάμεσα στην Γερμανία, τους συμμάχους της και την Σοβιετική Ένωση κράτησε 46 μήνες. Από τους 46 αυτούς μήνες, τους 35 η ΕΣΣΔ πολέμησε ουσιαστικά μόνη της. Μόνο μετά την απόβαση στην Νορμανδία, στις 6 Ιουνίου 1944 υπήρξε άξιο λόγου δυτικό μέτωπο, ικανό να τραβήξει σημαντικές δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο. Δεν χρειάζονται νομίζω περισσότερα για να απαντηθεί το ερώτημα, ποιος νίκησε την Γερμανία και το ναζισμό.

Πηγή: slpress.gr

Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής επανάστασης

Ο Eric Hobsbawm στο έργο του «Η εποχή των επαναστάσεων 1789 – 1848» γράφει για τη γέννηση των συνειδητών εθνικιστικών κινημάτων και τον τρόπο που αυτά ενώθηκαν με την πολιτική συγκρότηση της αστικής δημοκρατικής τάξης και τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Θεωρεί ότι μόνο στην Ελλάδα υπήρξε εθνική απελευθερωτική επανάσταση ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και του αστικού εθνικισμού. Αυτό εξηγεί και το ευρύ φιλελληνικό ρεύμα που επικράτησε στην Ευρώπη.

Μετά το 1830, όπως είδαμε, το γενικό κίνημα υπέρ της επανάστασης διχάστηκε. Από το διχασμό αυτόν προέκυψε ένα φαινόμενο που αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής: τα ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα. Τα κινήματα που συμβολίζουν με τον πειστικότερο τρόπο την εξέλιξη αυτή είναι όσα ίδρυσε ή ενέπνευσε ο Giuseppe Mazzini μετά την επανάσταση του 1830: Νέα Ιταλία, Νέα Πολωνία, Νέα Ελβετία, Νέα Γερμανία και Νέα Γαλλία (1831-36), καθώς και η ανάλογη Νέα Ιρλανδία της δεκαετίας του 1840, ο πρόδρομος της μόνης επαναστατικής οργάνωσης που είχε μακροβιότητα και επιτυχία, με βάση το πρότυπο των συνωμοτικών αδελφοτήτων των αρχών του 19ου αιώνα, τους Fenians ή Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα, πιο γνωστή από το εκτελεστικό της όργανο, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (I.R.A.). Αυτά καθαυτά τα κινήματα δεν είχαν μεγάλη σημασία η παρουσία και μόνο του Mazzini θα αρκούσε να εξασφαλίσει την πλήρη αναποτελεσματικότητά τους. Από συμβολική άποψη όμως έχουν εξαιρετική σημασία, όπως άλλωστε αποδεικνύει η υιοθέτηση ονομάτων όπως Νέοι Τσέχοι ή Νεότουρκοι από μεταγενέστερα εθνικιστικά κινήματα. Σημαδεύουν τη διάσπαση του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος σε εθνικά τμήματα. Αναμφισβήτητα, τα τμήματα αυτά είχαν το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα και την ίδια στρατηγική και τακτική, ακόμη και, εν πολλοίς, την ίδια σημαία σχεδόν πάντοτε κάποια τρίχρωμη. Τα μέλη κάθε τμήματος δεν έβλεπαν αντιφάσεις ανάμεσα στα δικά τους αιτήματα και σ’ αυτά των άλλων εθνών, οραματίζονταν μάλιστα μια αδελφότητα όλων των εθνών και την ταυτόχρονη απελευθέρωσή τους. Από την άλλη μεριά, κάθε έθνος προσπαθούσε τώρα να δικαιώσει το πρωταρχικό μέλημά του για τους δικούς του, αναλαμβάνοντας το ρόλο του Μεσσία για όλους. Μέσω της Ιταλίας (σύμφωνα με τον Mazzini), μέσω της Πολωνίας (σύμφωνα με τον Mickiewicz), οι λαοί που υπέφεραν θα οδηγούνταν στην ελευθερία μια στάση εύκολα προσαρμόσιμη σε συντηρητικές ή και ιμπεριαλιστικές πολιτικές, καθώς μαρτυρούν τόσο οι Ρώσοι σλαβόφιλοι, που υπεράσπιζαν την ιδέα της Αγίας Ρωσίας, την Τρίτη Ρώμη, όσο και οι Γερμανοί, που επρόκειτο αργότερα να κηρύξουν στον κόσμο με επιμονή πως θα τον γιάτρευε το γερμανικό πνεύμα.

Ομολογουμένως, αυτή η αμφιλογία του εθνικισμού αναγόταν στη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ένα μεγάλο και επαναστατικό έθνος, και είχε λογική τότε (όπως εξάλλου και γινόταν) να θεωρείται το αρχηγείο όλων των επαναστάσεων και ο απαραίτητος πρώτος υποκινητής της διαδικασίας για την απελευθέρωση του κόσμου. Το να προσβλέπει κανείς στο Παρίσι είχε λογική. Το να προσβλέπει σε μια ασαφή «Ιταλία», «Πολωνία» ή «Γερμανία» (που εκπροσωπούνταν στην πράξη από μια φούχτα συνωμότες και πολιτικούς πρόσφυγες) είχε λογική μόνο για τους Ιταλούς, τους Πολωνούς και τους Γερμανούς.

Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμων πόλεμος των ποιμενικών φυλών και των ληστών – ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μια μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ’ ολόκληρη την Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτή.

Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι βαλκανικοί λαοί, ήταν η ελληνική, και Έλληνες επάνδρωσαν τα υψηλότερα κλιμάκιά της υπό τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (τη σημερινή Ρουμανία).

Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε κι αν ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αυτός ο εξελληνισμός προχώρησε πιο ορμητικά απ’ ό,τι προηγουμένως, εν πολλοίς λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που επεξέτεινε επίσης την εμβέλεια αλλά και αύξησε τις επαφές της ελληνικής διασποράς. Το νέο και ανθηρό σιτεμπόριο της Μαύρης Θάλασσας έφερε τους Έλληνες στα ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά επιχειρηματικά κέντρα και ενίσχυσε τους δεσμούς τους με τη Ρωσία. Η ανάπτυξη του βαλκανικού εμπορίου έφερε τους Έλληνες ή τους εξελληνισμένους εμπόρους στην Κεντρική Ευρώπη.

Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα τυπώθηκαν στη Βιέννη (1784-1812). Η περιοδική μετανάστευση και επανεγκατάσταση αγροτών-ανταρτών ενδυνάμωσε περισσότερο τις κοινότητες της διασποράς.

Και ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες. Ο Ρήγας (1760-98), ο ηγέτης ενός πρώιμου, άδηλου και ίσως παμβαλκανικού επαναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη Μασσαλιώτιδα στα ελληνικά δεδομένα.

Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική εταιρεία που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε στο νέο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού το 1814. Ο εθνικισμός τους ήταν μέχρις ενός σημείου ανάλογος με τα ελιτίστικα κινήματα της Δύσης. Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία Ελλήνων προυχόντων γιατί οι μόνοι που θα μπορούσαν να ονομαστούν Έλληνες στην εξαθλιωμένη αυτή περιοχή των δουλοπαροίκων ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Φυσικά ο ξεσηκωμός αυτός απέτυχε οικτρά (1821).

Ευτυχώς όμως η Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους «κλέφτες», τους εκτός νόμου και τους αρχηγούς στις φάρες των ελληνικών βουνών (ιδίως στην Πελοπόννησο), και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία τουλάχιστον μετά το 1818 απ’ ό,τι οι Νοτιοϊταλοί ευγενείς Καρμπονάροι, που είχαν επιχειρήσει έναν παρόμοιο προσηλυτισμό των δικών τους ληστών (banditti).

Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε πολλά πράγματα γι’ αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση ήταν κατάλοιπο του αρχαίου ελληνισμού που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβινική ορολογία.

Αν κάτι αντιπροσώπευαν και υποστήριζαν ήταν το πανάρχαιο ήθος μιας χερσονήσου, όπου ο ρόλος του άντρα ήταν να γίνει ήρωας και όπου ο εκτός νόμου που έπαιρνε τα βουνά για να αντισταθεί σε κάθε κυβέρνηση και για να επανορθώσει στις αδικίες που γίνονταν εις βάρος του λαού ήταν το πολιτικό ιδεώδες.

Στον ξεσηκωμό ανδρών όπως ο Κολοκοτρώνης, ληστής και ζωέμπορος, οι εθνικιστές δυτικού τύπου πρόσφεραν την ηγεσία και τους τοποθετούσαν σε πανελλαδική μάλλον παρά καθαρά τοπική κλίμακα. Με τη σειρά τους, αποκόμιζαν από τις επαναστάσεις ένα μοναδικό στοιχείο, που ενέπνεε δέος: τον μαζικό ξεσηκωμό ενός ένοπλου λαού.

Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων γέννησε μια από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική.

Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον Ελληνισμό στην Ελλάδα, και έτσι να δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας δεν αποτελούσε παρά ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή που σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις.

Μ’ αυτήν την έννοια, η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών εθνών.

Η ελληνική επανάσταση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις

Τα παρακάτω αποσπάσματα προέρχονται από το έργο του ιστορικού Eric Hobsbawm “Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848” και επιχειρούν να αναδείξουν τη συνέχεια του επαναστατικού κύματος που γέννησε η Γαλλική Επανάσταση και προκάλεσε τρία διαδοχικά επαναστατικά κύματα (1820-24, 1830, 1848). Ο Hobsbawm υποστηρίζει ότι η ελληνική επανάσταση ως η μοναδική επιτυχημένη του πρώτου κύματος επαναστάσεων μετά το 1789 έγινε πηγή έμπνευσης για τον διεθνή φιλελευθερισμό και συσπείρωσε την ευρωπαϊκή Αριστερά της δεκαετίας του 1820.

Σπάνια η ανικανότητα των κυβερνήσεων να σταματήσουν τον ρου της ιστορίας έχει αποδειχτεί πιο περίτρανα απ’ ό,τι στη γενιά μετά το 1815. Ο υπέρτατος στόχος όλων των δυνάμεων, που είχαν μόλις αναλώσει πάνω από είκοσι χρόνια πολεμώντας τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης επανάστασης, ή την ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή που θα προξενούσε ένας γενικός επαναστατικός ξεσηκωμός στα πρότυπα του γαλλικού αυτός ήταν ο στόχος ακόμη και των Βρετανών, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τον αντιδραστικό απολυταρχισμό που επιβλήθηκε ξανά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατή ούτε θεμιτή η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, αλλά έτρεμαν την εξάπλωση ενός νέου γαλλικού Ιακωβινισμού περισσότερο από κάθε άλλο ενδεχόμενο στον διεθνή χώρο. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία, και πολύ σπάνια σε άλλες περιοχές, ο επαναστατισμός δεν ήταν τόσο ενδημικός, τόσο γενικός, τόσο έτοιμος να μεταδοθεί, και αυθόρμητα και με εσκεμμένη προπαγάνδα.

Τρία κυρία επαναστατικά κύματα εμφανίστηκαν στον δυτικό κόσμο ανάμεσα στο 1815 και το 1848.

Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στα 1820-24. Στην Ευρώπη, περιορίστηκε κυρίως στη Μεσόγειο, με επίκεντρα την Ισπανία (1820), τη Νεάπολη (1820) και την Ελλάδα (1821). Εκτός από την ελληνική, όλες οι άλλες επαναστάσεις καταπνίγηκαν. Η Ισπανική Επανάσταση αναβίωσε το απελευθερωτικό κίνημα στη Λατινική Αμερική, που είχε υποστεί ήττα μετά από μια πρώτη προσπάθεια που είχε προκαλέσει η κατάκτηση της Ισπανίας από τον Ναπολέοντα το 1808 και είχε περιοριστεί σε κάποιους απομονωμένους πρόσφυγες και λίγες συμμορίες.

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα εμφανίστηκε στα 1829-34 και επηρέασε όλη την Ευρώπη στα δυτικά της Ρωσίας, καθώς και τη βορειοαμερικανική ήπειρο, γιατί η μεγάλη αναμορφωτική εποχή του προέδρου Andrew Jackson (1829-37), μολονότι όχι άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές αναταραχές, πρέπει να θεωρηθεί μέρος του κύματος αυτού. Στην Ευρώπη, η ανατροπή των Βουρβόνων στη Γαλλία ενθάρρυνε ποικίλα άλλα κινήματα. Το Βέλγιο (1830) κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία το πολωνικό κίνημα (1830-31) κατεπνίγη μόνο μετά από σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις διάφορα τμήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας ήταν σε αναστάτωση ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στην Ελβετία πολύ λιγότερο ειρηνική χώρα τότε απ’ ό,τι τώρα, ενώ άρχισε στην Ισπανία και την Πορτογαλία μια περίοδος εμφύλιου πολέμου ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κληρικόφρονες.

…Το δεύτερο επαναστατικό κύμα του 1830 ήταν, συνεπώς, πολύ σοβαρότερη υπόθεση από του 1820. Στην ουσία σημαίνει την οριστική ήττα της αριστοκρατίας από τις αστικές δυνάμεις στη δυτική Ευρώπη. Η άρχουσα τάξη των επόμενων πενήντα χρόνων θα είναι η «μεγαλοαστική» τάξη των τραπεζιτών, των μεγαλοβιομήχανων και, κάποτε, των ανώτατων δημόσιων υπαλλήλων, που έγιναν αποδεκτοί από μια αριστοκρατία η οποία τραβήχτηκε στο περιθώριο, ή συμφώνησε να προωθήσει κατά κύριο λόγο την αστική πολιτική, μια τάξη που δεν την απειλούσε ακόμη η καθολική ψηφοφορία, αν και την ενοχλούσαν οι αναταραχές των μικρότερων ή δυσαρεστημένων επιχειρηματιών, οι μικροαστοί και τα πρώιμα εργατικά κινήματα. Το πολιτικό της σύστημα, στη Βρετανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, ήταν κατά βάση το ίδιο: φιλελεύθεροι θεσμοί που διασφαλίζονταν έναντι της δημοκρατίας με την επιβολή περιουσιακών ή μορφωτικών κριτηρίων στους εκλογείς.

Το τρίτο και μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα, του 1848, ήταν προϊόν αυτής της κρίσης. Η επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα και (προσωρινά) επιβλήθηκε στη Γαλλία, σε ολόκληρη την Ιταλία, στα γερμανικά κρατίδια, στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στην Ελβετία (1847). Σε λιγότερο οξεία μορφή, η αναστάτωση άγγιξε την Ισπανία, τη Δανία και τη Ρουμανία, και σποραδικά την Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Βρετανία. Ποτέ δεν συνέβη τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με παγκόσμια επανάσταση, το όνειρο των επαναστατών της περιόδου εκείνης, από την αυθόρμητη και γενική αυτή πυρκαγιά με την οποία τελειώνει και η εποχή που εξετάζουμε στον τόμο αυτό. Ό,τι ήταν το 1789 η εξέγερση ενός μόνο έθνους, τώρα έμοιαζε να είναι «η άνοιξη των λαών» μιας ολάκερης ηπείρου.

Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμμένες ή ακόμη και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωμένα σχήματα πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστάσεις του 1815-48 ήταν απλώς έργο λίγων δυσαρεστημένων ταραχοποιών, όπως επέμεναν να λένε στους ανώτερούς τους οι πληροφοριοδότες και οι αστυνομικοί της περιόδου, άνθρωποι που είχαν μεγάλη πέραση τότε. Ξέσπασαν γιατί τα πολιτικά συστήματα που είχαν επιβληθεί ξανά στην Ευρώπη ήταν εντελώς ανεπαρκή και, σε μια περίοδο γρήγορων κοινωνικών αλλαγών, όλο και περισσότερο ακατάλληλα για τις πολιτικές συνθήκες της ηπειρωτικής Ευρώπης, και γιατί οι οικονομικές και κοινοτικές δυσαρέσκειες ήταν τόσο οξείες ώστε να προκαλούν σχεδόν αναπόφευκτα συνεχή επαναστατικά ξεσπάσματα.

Αλλά τα πολιτικά πρότυπα που δημιούργησε η Επανάσταση του 1789 χρησίμευαν στο να αποκτήσει η δυσαρέσκεια συγκεκριμένο αντικείμενο, η αναταραχή να γίνει επανάσταση και, πάνω απ’ όλα, να συνενωθεί η Ευρώπη ολόκληρη σ’ ένα ανατρεπτικό κίνημα, ή ίσως θα ‘ταν καλύτερα να πούμε ανατρεπτικό ρεύμα. Υπήρχαν αρκετά τέτοια πρότυπα, αν και όλα ξεπηδούσαν από την εμπειρία της Γαλλίας μεταξύ του 1789 και του 1797.

Οι επαναστάτες θεωρούσαν τον εαυτό τους, και δικαίως ως ένα σημείο, ως μικρές ελίτ των χειραφετημένων και προοδευτικών που δρούσαν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και παραπλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα καλοδέχονταν την απελευθέρωση όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της. Όλοι τους (τουλάχιστον στα δυτικά των Βαλκανίων) θεωρούσαν ότι πολεμούν εναντίον ενός κοινού εχθρού, της συνένωσης των απολυταρχικών ηγεμόνων υπό την αρχηγία του Τσάρου. Όλοι τους συνεπώς νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη: ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμη και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας. Οι αδελφότητες αυτές, καθεμιά με υπερβολικά τονισμένο τελετουργικό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου.

Η πιο γνωστή λόγω της διεθνικότητάς της ήταν η αδελφότητα των Καλών Εξαδέλφων ή Καρμπονάρων. Φαίνεται ότι κατάγονταν από μασονικές ή συναφείς στοές στην ανατολική Γαλλία, οι οποίες, μέσω αντιβοναπαρτιστών Γάλλων αξιωματικών στην Ιταλία, πήραν σάρκα και οστά στη νότια Ιταλία μετά το 1806 και, μαζί με άλλες ανάλογες ομάδες, εξαπλώθηκαν στον Βορρά αλλά και στον μεσογειακό χώρο μετά το 1815. Οι ίδιες ή τα παράγωγα και παράλληλά τους απαντούν και στη Ρωσία ακόμη όπου αποτελούσαν τους Δεκεμβριστές, που πραγματοποίησαν και την πρώτη επανάσταση της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας το 1825 αλλά ιδίως στην Ελλάδα. Η εποχή των Καρμπονάρων άγγιξε το απόγειό της στα 1820-21, ενώ οι περισσότερες αδελφότητες ουσιαστικά είχαν καταστραφεί ως το 1823. Ωστόσο ο Καρμποναρισμός (με τη γενική του έννοια) παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει στην ελληνική απελευθέρωση (φιλελληνισμός) τον βοήθησε να διατηρήσει τη συνοχή του.

Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1830, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Πολωνία και την Ιταλία τον διέδωσαν ακόμη πιο μακριά. Από ιδεολογική άποψη, οι Καρμπονάροι και οι ανάλογες ομάδες ήταν στοιχεία ανομοιογενή, που τους ένωνε μόνο η κοινή αποστροφή για την αντίδραση. Για προφανείς λόγους, οι ριζοσπάστες, και ανάμεσά τους οι αριστεροί Ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Babeuf, επειδή ακριβώς ήταν οι πιο αποφασιστικοί επαναστάτες, επηρέαζαν όλο και περισσότερο τις αδελφότητες. Ο Filippo Buonarroti, ο παλιός συμπολεμιστής του Babeuf, ήταν ο ικανότερος και ο πιο ακούραστος συνωμότης, αν και οι πεποιθήσεις του ήταν πολύ πιο αριστερές από των περισσότεροι «αδελφών» και «εξαδέλφων». Είναι ακόμη συζητήσιμο κατά πόσο η δράση τους συντονίστηκε ποτέ επαρκώς με σκοπό να προκαλέσει παγκόσμια επανάσταση, μολονότι έγιναν πράγματι επίμονες προσπάθειες να συνδεθούν όλες οι μυστικές αδελφότητες, τουλάχιστον στα υψηλότερα και πιο μυημένα επίπεδά τους, με στόχο διεθνείς συνωμοσίες μεγάλης κλίμακας.

Όποια κι αν είναι η αλήθεια, είναι γεγονός ότι στα 1820-21 ξέσπασε μια σειρά εξεγέρσεων καρμποναρικού τύπου. Απέτυχαν οικτρά στη Γαλλία, όπου έλειπαν εντελώς οι πολιτικές συνθήκες για επανάσταση και όπου οι συνωμότες δεν είχαν πρόσβαση στο δυσαρεστημένο στράτευμα τον μόνο αποτελεσματικό μοχλό για επανάσταση σε συνθήκες ακόμη ανώριμες. Ο γαλλικός στρατός, τότε αλλά και σ’ όλο τον 19ο αιώνα, ήταν μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή εκτελούσε τις διαταγές της εκάστοτε νόμιμης κυβέρνησης. Είχαν ολοκληρωτική αλλά πρόσκαιρη επιτυχία σε μερικά ιταλικά κρατίδια, αλλά κυρίως στην Ισπανία, όπου η «γνήσια» επανάσταση ανακάλυψε την αποτελεσματικότερή της φόρμουλα, το στρατιωτικό pronunciamento (διάγγελμα). Φιλελεύθεροι συνταγματάρχες, οργανωμένοι στις δικές τους μυστικές αδελφότητες των αξιωματικών, έδιναν εντολή στα συντάγματά τους να τους ακολουθήσουν στην επανάσταση, κι αυτά το έκαναν. (Οι Δεκεμβριστές συνωμότες στη Ρωσία προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο με τα συντάγματα φρουράς το 1825, αλλά απέτυχαν από φόβο μήπως το παρακάνουν.) Οι αδελφότητες των αξιωματικών συχνά φιλελεύθερων τάσεων, εφόσον οι νέοι στρατοί πρόσφεραν σταδιοδρομία στους νέους μη αριστοκρατικής καταγωγής και το pronunciamento έγιναν στο εξής συνήθη φαινόμενα στην πολιτική σκηνή της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής και αποτέλεσαν ένα από τα πιο σταθερά και αμφισβητήσιμα πολιτικά αποκτήματα της περιόδου των Καρμπονάρων. Αξίζει να αναφερθεί παρεμπιπτόντως ότι τελετουργικές και αυστηρά ιεραρχημένες μυστικές εταιρείες, όπως των Ελευθεροτεκτόνων, προσέλκυαν εντονότατα τους στρατιωτικούς για ευνόητους λόγους. Η γαλλική εισβολή, με την υποστήριξη της ευρωπαϊκής αντίδρασης, ανέτρεψε το 1823 το νέο ισπανικό φιλελεύθερο καθεστώς.

Μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-22 κατόρθωσε να επιβληθεί, και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στην ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση: ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821. Η Ελλάδα, συνεπώς, έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός, που συνεπέφερε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς στη δεκαετία του 1820 ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία…

Η Γαλλική Επανάσταση και η σημασία της

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το Γ’ Κεφάλαιο του βιβλίου «Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848» του σπουδαίου ιστορικού Έρικ Χομπσμπάουμ που αναφέρεται στη Γαλλική Επανάσταση. Ο βρετανός ιστορικός μιλά για τη διεθνή σημασία της Γαλλικής Επανάστασης, το ρόλο που έπαιξε στις επαναστάσεις άλλων χωρών, αλλά και στην πολιτική συγκρότηση του έθνους, στη μετατροπή δηλαδή των υπηκόων σε πολίτες, καθώς και στις αντιφάσεις, τα προχωρήματα και τα πισωγυρίσματα ή συμβιβασμούς που διακρίνουν κάθε επανάσταση. 

Ο Άγγλος που δεν είναι γεμάτος σεβασμό και θαυμασμό για τον θείο τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται σήμερα μία από τις πιο ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ που γνώρισε ποτέ ο κόσμος δεν μπορεί παρά να μένει εντελώς ασυγκίνητος σε κάθε έννοια αρετής και ελευθερίας όλοι ανεξαιρέτως οι πατριώτες μου που είχαν την καλή τύχη να είναι μάρτυρες των γεγονότων των τριών τελευταίων ημερών στη μεγάλη αυτή πόλη δεν μπορεί παρά να βεβαιώσουν ότι όσα λέω δεν είναι υπερβολικά.

Η εφημερίδα Morning Post (21 Ιουλίου 1789), αναγγέλλοντας την πτώση της Βαστίλλης

Σύντομα τα φωτισμένα έθνη θα δικάσουν όλους αυτούς που ως τώρα τα κυβερνούσαν. Οι βασιλιάδες θα καταφύγουν στην έρημο, συντροφιά με τα άγρια θηρία που τους μοιάζουν και η Φύση θα ανακτήσει τα δικαιώματά της.

SAINT-JUST, Sur la Constitution de la France,
Discours prononcé à la Convention 24 Avril 1793 I

Av η οικονομία του κόσμου, τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο με την επίδραση της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης, η πολιτική και η ιδεολογία του διαμορφώθηκαν κυρίως με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης. Η Βρετανία πρόσφερε το πρότυπο για τους σιδηροδρόμους και τα εργοστάσια, την εκρηκτική ύλη στον τομέα της οικονομίας, που τίναξε στον αέρα τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές του μη ευρωπαϊκού κόσμου αλλά η Γαλλία δημιούργησε τις επαναστάσεις του και του έδωσε τις ιδέες του, σε σημείο που παραλλαγές της τρίχρωμης σημαίας της έγιναν το έμβλημα σχεδόν όλων των νέων εθνών, ενώ η ευρωπαϊκή (αλλά και η παγκόσμια) πολιτική μεταξύ του 1789 και του 1917 ήταν σε μεγάλο βαθμό αγώνας υπέρ ή κατά των αρχών του 1789, ή των πιο εμπρηστικών ακόμη του 1793. Η Γαλλία έδωσε το λεξιλόγιο και τα βασικά θέματα της φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής-δημοκρατικής πολιτικής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η Γαλλία έδωσε το πρώτο σημαντικό παράδειγμα, την έννοια και το λεξιλόγιο του εθνικισμού. Η Γαλλία πρόσφερε τους νομικούς κώδικες, το πρότυπο της επιστημονικής και της τεχνικής οργάνωσης, το μετρικό σύστημα στις περισσότερες χώρες. Η ιδεολογία του σύγχρονου κόσμου διαπέρασε για πρώτη φορά, μέσω της γαλλικής επίδρασης, τους αρχαίους πολιτισμούς που ως τότε είχαν αντισταθεί στις ευρωπαϊκές ιδέες. Αυτό ήταν το έργο της Γαλλικής Επανάστασης[1].

Τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν, όπως είδαμε, εποχή κρίσης για τα παλαιά καθεστώτα της Ευρώπης και τα οικονομικά τους συστήματα, ενώ οι τελευταίες δεκαετίες του αιώνα ήταν γεμάτες πολιτικές αναταραχές, που κάποτε έφταναν ως την εξέγερση, γεμάτες αυτονομιστικά κινήματα των αποικιών, που κάποτε έφταναν ως την αποσκίρτηση: όχι μόνο στις ΗΠΑ (1776-83), αλλά και στην Ιρλανδία (1782-84), στο Βέλγιο και στη Λιέγη (1789-90), στην Ολλανδία (1783-87), στη Γενεύη και, όπως έχει υποστηριχθεί, ακόμη και στην Αγγλία (1779). Τόσο εντυπωσιακή είναι αυτή η πληθώρα των πολιτικών αναταραχών, που κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί μίλησαν για «εποχή δημοκρατικών επαναστάσεων», από τις οποίες μία απλώς ήταν η γαλλική, μολονότι η πιο οραματική και η πιο σπουδαία.

Εφόσον η κρίση των παλαιών καθεστώτων δεν αποτελούσε αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο, οι παρατηρήσεις αυτές έχουν κάποια βαρύτητα. Με το ίδιο σκεπτικό μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 (που καταλαμβάνει ανάλογη θέση στον αιώνα μας) ήταν απλώς το πιο δραματικό από ένα σύνολο κινημάτων όπως αυτά που λίγα χρόνια πριν από το 1917 προκάλεσαν τη διάλυση των γηραιών αυτοκρατοριών της Τουρκίας και της Κίνας. Ωστόσο, ίσως έτσι να οδηγηθούμε σε παρανοήσεις. Η Γαλλική Επανάσταση μπορεί να μην ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά ήταν πολύ πιο ουσιαστική από κάθε άλλη σύγχρονή της, και οι συνέπειές της, επομένως, πήγαιναν πολύ βαθύτερα. Καταρχήν, πραγματοποιήθηκε στην ισχυρότερη και μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της Ευρώπης (με εξαίρεση τη Ρωσία). Το 1789 ένας Ευρωπαίος περίπου στους πέντε ήταν Γάλλος. Κατά δεύτερο λόγο, ήταν η μόνη από όλες τις προηγούμενες ή τις μετέπειτα επαναστάσεις που είχε χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής επανάστασης, και ήταν απείρως πιο ριζοσπαστική από κάθε άλλη ανάλογη αναταραχή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αμερικανοί επαναστάτες και οι Βρετανοί «Ιακωβίνοι», που μετανάστευσαν στη Γαλλία λόγω των πολιτικών τους συμπαθειών, θεωρήθηκαν μετριοπαθείς στη Γαλλία. Ο Tom Paine ήταν εξτρεμιστής στη Βρετανία και στην Αμερική, αλλά στο Παρίσι ήταν ένας από τους μετριοπαθέστερους Γιρονδίνους. Το αποτέλεσμα των αμερικανικών επαναστάσεων ήταν, σε γενικές γραμμές, ότι οι διάφορες χώρες εξακολουθούσαν να είναι όπως πρώτα, με μόνη διαφορά την έλλειψη του πολιτικού ελέγχου των Βρετανών, των Ισπανών και των Πορτογάλων. Το αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ότι η εποχή του Balzac αντικατέστησε την εποχή της Κυρίας Du Barry.

Κατά τρίτο λόγο, η γαλλική ήταν η μόνη από τις σύγχρονές της επαναστάσεις που είχε οικουμενικό χαρακτήρα. Οι στρατιές της ξεκίνησαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο οι ιδέες της το κατόρθωσαν πράγματι. Η Αμερικανική Επανάσταση παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην αμερικανική ιστορία, αλλά (με εξαίρεση τις χώρες που αναμείχθηκαν άμεσα και επηρεάστηκαν από αυτήν) λίγα ίχνη άφησε σε άλλες χώρες. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ορόσημο για όλες τις χώρες. Η δική της απήχηση και όχι της Αμερικανικής Επανάστασης προκάλεσε τις εξεγέρσεις που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής μετά το 1808. Η άμεση επίδρασή της εξαπλώθηκε ως τη Βεγγάλη, όπου ο Ραμ Μοχάν Ρόυ εμπνεύστηκε από αυτήν για να θεμελιώσει το πρώτο ινδουιστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, πρόδρομο του σύγχρονου ινδικού εθνικισμού. (Όταν επισκέφθηκε την Αγγλία το 1830, επέμεινε να ταξιδέψει με γαλλικό πλοίο για να διακηρύξει τον ενθουσιασμό που του προκαλούσαν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης.) Ήταν, όπως σωστά υποστηρίχτηκε, «το πρώτο μεγάλο κίνημα ιδεών της χριστιανικής Δύσης που είχε κάποια πραγματική απήχηση στον ισλαμικό κόσμο», και μάλιστα σχεδόν αμέσως. Ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα, η τουρκική λέξη «vatan», που ως τότε σήμαινε απλώς τον τόπο γέννησης ή διαμονής ενός ατόμου, είχε αρχίσει να πλησιάζει τον όρο «patrie» με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης ο όρος «ελευθερία», που πριν από το 1800 ήταν κατεξοχήν νομικός και σήμαινε το αντίθετο της «σκλαβιάς», άρχισε να αποκτά νέο πολιτικό περιεχόμενο. Η έμμεση επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης είναι οικουμενική, γιατί έδωσε το πρότυπο για όλα τα επόμενα επαναστατικά κινήματα[2], ενώ τα διδάγματά της (με την εκάστοτε ερμηνεία που τους δόθηκε) ενσωματώθηκαν στον σύγχρονο σοσιαλισμό και τον κομουνισμό.

Η Γαλλική Επανάσταση παραμένει λοιπόν η επανάσταση της εποχής της και όχι απλώς μία, η πιο εξέχουσα, από τις άλλες. Τα αίτιά της πρέπει συνεπώς να αναζητηθούν όχι μόνο στις γενικές συνθήκες της Ευρώπης αλλά στη συγκεκριμένη κατάσταση της Γαλλίας. Η ιδιομορφία της ερμηνεύεται ίσως καλύτερα με αναφορά στη διεθνή κατάσταση. Κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 18ου αιώνα, η Γαλλία υπήρξε ο σημαντικότερος διεθνώς οικονομικός ανταγωνιστής της Βρετανίας. Το εξωτερικό της εμπόριο, που τετραπλασιάστηκε μεταξύ του 1720 και του 1780, προκαλούσε ανησυχίες το αποικιοκρατικό της σύστημα ήταν σε ορισμένες περιοχές (όπως στις Δυτικές Ινδίες) πιο δυναμικό από το βρετανικό. Ωστόσο η Γαλλία δεν ήταν μια δύναμη όπως η Βρετανία, της οποίας η εξωτερική πολιτική είχε ήδη καθοριστεί σε σημαντικό βαθμό από τα συμφέροντα της καπιταλιστικής επέκτασης. Ήταν η ισχυρότερη και, από πολλές πλευρές, η πιο χαρακτηριστική από τις παλιές αριστοκρατικές απόλυτες μοναρχίες της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση ανάμεσα στο επίσημο πλαίσιο και στα κεκτημένα συμφέροντα του παλιού καθεστώτος αφενός και στις ανερχόμενες νέες κοινωνικές δυνάμεις αφετέρου ήταν οξύτερη στη Γαλλία απ’ ό,τι σε άλλες χώρες.

Οι νέες δυνάμεις γνώριζαν με αρκετή ακρίβεια τι επιθυμούσαν. Ο φυσιοκράτης οικονομολόγος Turgot υποστήριζε την αποδοτική εκμετάλλευση της γης, τις ελεύθερες επιχειρήσεις και το ελεύθερο εμπόριο, την τυποποιημένη, αποτελεσματική διοίκηση μιας και μόνης ομοιογενούς εθνικής επικράτειας και την κατάργηση όλων των περιορισμών και των κοινωνικών ανισοτήτων που παρακώλυαν την ανάπτυξη των εθνικών πόρων, καθώς και την ορθολογική και δίκαιη διοίκηση και φορολογία. Ωστόσο, η απόπειρά του να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα ως πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στα 1774-76 απέτυχε οικτρά, και η αποτυχία αυτή είναι χαρακτηριστική. Μεταρρυθμίσεις αυτού του τύπου, σε μικρές δόσεις, δεν ήταν ασυμβίβαστες με τις απόλυτες μοναρχίες, ούτε και ανεπιθύμητες. Αντίθετα, την εποχή αυτή οι λεγόμενοι «φωτισμένοι δεσπότες» τις ενθάρρυναν σημαντικά, εφόσον τέτοιες μεταρρυθμίσεις τους έδιναν μεγαλύτερη δύναμη. Αλλά, στις περισσότερες χώρες της «φωτισμένης δεσποτείας», μεταρρυθμίσεις τέτοιου είδους ήταν ή ανεφάρμοστες, και επομένως απλώς θεωρητικές φιοριτούρες, ή ανίσχυρες να μεταβάλουν τον γενικό χαρακτήρα της πολιτικής και της κοινωνικής δομής ή, σε άλλες περιπτώσεις, σημείωναν αποτυχία λόγω της αντίστασης των τοπικών αριστοκρατιών και άλλων κατεστημένων συμφερόντων και άφηναν τη χώρα να ξανακυλήσει σε μια κάπως πιο ευπρεπισμένη μορφή της προηγούμενης κατάστασής της. Στη Γαλλία, η αποτυχία ήρθε γρηγορότερα από ό,τι αλλού, γιατί η αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων ήταν αποτελεσματικότερη. Τα αποτελέσματα όμως της αποτυχίας αυτής ήταν πιο καταστροφικά για τη μοναρχία, και οι δυνάμεις της αστικής αλλαγής ήταν υπερβολικά ισχυρές για να περιπέσουν σε αδράνεια. Μετέθεσαν απλώς τις ελπίδες τους από τη φωτισμένη μοναρχία στο λαό ή στο «έθνος».

Η Γαλλική Επανάσταση δεν έγινε από ένα διαμορφωμένο κόμμα ή κίνημα με τη σύγχρονη έννοια, ούτε οι ηγέτες της είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν ένα συστηματικό πρόγραμμα. Ούτε καν ανέδειξε «ηγέτες» του τύπου που οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα μας έχουν συνηθίσει, ωσότου εμφανίστηκε, μετεπαναστατικά, η μορφή του Ναπολέοντα. Η εκπληκτική εντούτοις σύγκλιση γενικών ιδεών στους κόλπους μιας κοινωνικής ομάδας με αρκετή συνοχή, έδωσε στο επαναστατικό κίνημα πραγματική ενότητα. Η ομάδα ήταν η αστική τάξη οι ιδέες της ήταν οι ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού όπως διατυπώθηκαν από τους «φιλοσόφους» και τους «οικονομολόγους» και όπως διαδόθηκαν από τον τεκτονισμό και διάφορες άτυπες οργανώσεις. Ως το βαθμό αυτό οι «φιλόσοφοι» μπορούν δίκαια να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την Επανάσταση. Θα ξεσπούσε και χωρίς αυτούς, αλλά η επιρροή τους πιθανόν να ευθύνεται για τη διαφορά μεταξύ της απλής κατάρρευσης ενός παλιού καθεστώτος και της αποτελεσματικής και γρήγορης αντικατάστασής του από ένα νέο.

Η ιδεολογία του 1789, στην πιο γενική της μορφή, ήταν η μασονική ιδεολογία που εκφράζεται με τόσο αθώα μεγαλοπρέπεια στον Μαγεμένο Αυλό του Mozart (1791), ένα από τα πρωιμότερα μεγάλα προπαγανδιστικά έργα τέχνης μιας εποχής της οποίας τα αξιολογότερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα ανήκαν τόσο συχνά στη σφαίρα της προπαγάνδας. Πιο συγκεκριμένα, οι αξιώσεις της αστικής τάξης του 1789 διατυπώνονται στην περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, του ίδιου έτους. Το κείμενο αυτό αποτελεί μανιφέστο κατά της ιεραρχικής κοινωνίας των προνομίων των ευγενών, αλλά όχι και μανιφέστο υπέρ της δημοκρατικής κοινωνίας ή υπέρ της κοινωνικοπολιτικής ισότητας. «Οι άνθρωποι γεννιούνται και ζουν ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στους νόμους», ορίζει το πρώτο της άρθρο. Το κείμενο ωστόσο προβλέπει την ύπαρξη κοινωνικών διακρίσεων, αν και «μόνο για λόγους κοινής ωφελείας». Η ιδιοκτησία είναι φυσικό δικαίωμα, ιερό, αναφαίρετο και απαραβίαστο. Οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και η σταδιοδρομία εξίσου ανοιχτή για τον καθένα, ανάλογα με την ικανότητά του. Αλλά αν ο αγώνας άρχιζε χωρίς ισοζυγισμό, θεωρούνταν εξίσου δεδομένο ότι οι δρομείς δεν θα τερμάτιζαν όλοι μαζί. Η διακήρυξη όριζε (σε αντίθεση με την αριστοκρατική ιεραρχία και τον απολυταρχισμό) ότι «όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να συνεργάζονται στη σύνταξη των νομών», αλλά «είτε προσωπικά, είτε μέσω των αντιπροσώπων τους». Και η αντιπροσωπευτική συνέλευση που η διακήρυξη οραματιζόταν ως το βασικό όργανο διακυβέρνησης δεν ήταν απαραίτητα δημοκρατικά εκλεγμένη, ούτε το καθεστώς που υπονοούσε ήταν ένα καθεστώς που καταργούσε τη βασιλεία. Μια συνταγματική μοναρχία, βασισμένη σε μια ολιγαρχία που διαθέτει περιουσία και εκφράζεται μέσω αντιπροσωπευτικής συνέλευσης, ήταν για τους περισσότερους φιλελεύθερους αστούς ένα σχήμα πιο οικείο από την αβασίλευτη δημοκρατία που θα φαινόταν ίσως η πιο λογική έκφραση των θεωρητικών προσδοκιών τους μολονότι υπήρξαν και μερικοί που δεν δίστασαν να την υποστηρίξουν. Αλλά, σε γενικές γραμμές, ο κλασικός φιλελεύθερος αστός του 1780 (και ο φιλελεύθερος του 1789-1848) δεν ήταν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας αλλά θιασώτης του συνταγματικού πολιτεύματος, ενός κοσμικού κράτους με αστικές ελευθερίες και εγγυήσεις για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με διακυβέρνηση που θα την εξασφάλιζαν οι φορολογούμενοι και όσοι είχαν κάποια περιουσία.

Επισήμως, παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο καθεστώς θα εξέφραζε όχι απλώς τα ταξικά συμφέροντα αλλά τη γενική επιθυμία του «λαού», ο οποίος αποτελούσε με τη σειρά του (συνταύτιση με ιδιαίτερη σημασία) το «γαλλικό έθνος». Ο βασιλιάς δεν ήταν πια «Λουδοβίκος, ελέω Θεού βασιλεύς της Γαλλίας και της Ναβάρρας», αλλά «Λουδοβίκος, ελέω Θεού και συνταγματικώ δικαίω του κράτους βασιλεύς των Γάλλων». «Η πηγή κάθε εξουσίας», όριζε η Διακήρυξη, «ανήκει κατ’ ουσίαν στο έθνος». Και το έθνος, όπως το έθεσε ο αβάς Sieyès, δεν αναγνώριζε άλλο συμφέρον επί της γης υπεράνω του δικού του και δεν δεχόταν άλλο νόμο ή αρχή εκτός από τη δική του ούτε της ανθρωπότητας εν γένει ούτε άλλων εθνών. Αναμφίβολα, το γαλλικό έθνος και οι μεταγενέστεροι μιμητές του δεν συνέλαβαν αρχικά ότι ήταν δυνατό τα συμφέροντά τους να συγκρουστούν με τα συμφέροντα άλλων λαών, αλλά αντίθετα θεωρούσαν ότι θεμελίωναν ή συμμετείχαν σε ένα κίνημα για τη γενική απελευθέρωση των λαών από την τυραννία. Αλλά, στην πραγματικότητα, ο εθνικός ανταγωνισμός (λ.χ. ο ανταγωνισμός των Γάλλων με τους Βρετανούς επιχειρηματίες), καθώς και η εθνική υποταγή (λ.χ. των κατακτημένων ή απελευθερωμένων εθνών στα συμφέροντα της grande nation, ήταν στοιχεία που υπέβοσκαν στον εθνικισμό, στον οποίο οι αστοί του 1789 έδωσαν την πρώτη του επίσημη έκφραση. Ο «λαός» ως έννοια ταυτόσημη με το «έθνος» ήταν επαναστατική σύλληψη, πιο επαναστατική από το αστικοφιλελεύθερο πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να εκφράσει ήταν όμως και διφορούμενη. Εφόσον οι αγρότες και οι φτωχοί εργαζόμενοι ήταν αγράμματοι, χωρίς πολιτική ωριμότητα ή φιλοδοξίες, και το εκλογικό σύστημα έμμεσο, εκλέχτηκαν να αντιπροσωπεύσουν την Τρίτη Τάξη 610 άτομα, στην πλειοψηφία τους αστοί. Οι περισσότεροι ήταν δικηγόροι, που έπαιζαν σημαντικό οικονομικό ρόλο στην επαρχιακή Γαλλία. Καμιά εκατοστή ήταν κεφαλαιούχοι και επιχειρηματίες. Η μεσαία τάξη είχε παλέψει σκληρά και με επιτυχία για να κερδίσει μια αντιπροσώπευση τόσο ευρεία όσο των ευγενών και του κλήρου μαζί, πράγμα που αποτελούσε περιορισμένη φιλοδοξία για μια ομάδα που επίσημα κάλυπτε το 95% του λαού. Τώρα πάλευαν με την ίδια αποφασιστικότητα για το δικαίωμα να αξιοποιήσουν την ενδεχόμενη πλειοψηφία τους, μεταβάλλοντας τη Γενική Συνέλευση σε συνέλευση μεμονωμένων αντιπροσώπων που ψήφιζαν ως άτομα, αντί του παραδοσιακού φεουδαρχικού σώματος που αποφάσιζε και ψήφιζε κατά κοινωνικές ομάδες, οπότε οι ευγενείς και ο κλήρος μπορούσαν πάντοτε να πλειοψηφήσουν έναντι της Τρίτης Τάξης. Με αφορμή το θέμα αυτό, έγινε και η πρώτη πραγματικά επαναστατική κίνηση. Έξι εβδομάδες περίπου μετά την έναρξη των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης, οι λαϊκοί αντιπρόσωποι, θέλοντας να προκαταλάβουν τυχόν ενέργειες του βασιλιά, των ευγενών και του κλήρου, ενώθηκαν με όσους ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τους όρους τους και αυτοανακηρύχτηκαν «Εθνοσυνέλευση» με συντακτική δικαιοδοσία. Μια απόπειρα αντεπανάστασης τους οδήγησε στη διατύπωση των διεκδικήσεών τους, κατά μίμηση στην ουσία της Αγγλικής Βουλής των Κοινοτήτων. Η εποχή του απολυταρχισμού έφτασε στο τέλος της όταν ο Mirabeau, ένας ευφυής και ανυπόληπτος πρώην ευγενής, είπε στο βασιλιά: «Μεγαλειότατε, είστε ξένο σώμα σε τούτη τη συνέλευση, δεν έχετε το δικαίωμα να λάβετε το λόγο».

Η Τρίτη Τάξη κατόρθωσε να επικρατήσει, παρά τη συντονισμένη αντίσταση του βασιλιά και των προνομιούχων τάξεων, γιατί εκπροσωπούσε τις απόψεις όχι απλώς μιας μορφωμένης και μαχητικής μειοψηφίας αλλά και πολύ πιο ισχυρών δυνάμεων: των φτωχών εργαζομένων των πόλεων, και ιδίως του Παρισιού, και, σε λίγο, της επαναστατημένης αγροτιάς. Αυτό που μετέτρεψε ένα περιορισμένο κίνημα για μεταρρύθμιση σε επανάσταση ήταν το γεγονός ότι η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης συνέπεσε χρονικά με μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1780 είχαν αποτελέσει, για πολλούς λόγους, περίοδο μεγάλων δυσχερειών για όλους σχεδόν τους κλάδους της γαλλικής οικονομίας. Μια κακή σοδειά το 1788 (και το 1789) και ένας δυσκολότατος χειμώνας όξυναν την κρίση. Οι κακές σοδειές έπληξαν τους αγρότες, γιατί, ενώ επέτρεπαν στους μεγαλοπαραγωγούς να πουλούν τα σιτηρά σε υπέρογκες τιμές σιτοδείας, η πλειονότητα των μικροκληρούχων αγροτών ήταν υποχρεωμένη να καταναλώσει το σιταρόσπορό της ή να αγοράσει τρόφιμα σε εξωφρενικές τιμές, ιδίως κατά τους μήνες αμέσως πριν από τη νέα σοδειά (δηλαδή Μάιο- Ιούλιο). Έπληξαν άλλωστε και τους φτωχούς των πόλεων, μια και το κόστος ζωής το ψωμί ήταν το βασικό είδος διατροφής συχνά υπερδιπλασιάστηκε. Τους έπληξαν ακόμη περισσότερο μια και η οικονομική εξασθένηση της υπαίθρου περιόριζε την αγορά για τα βιομηχανικά είδη και προκαλούσε συνεπώς βιομηχανική ύφεση. Οι φτωχοί λοιπόν της υπαίθρου ήταν σε απελπιστική κατάσταση, και η ανησυχία τους εκδηλωνόταν με εξεγέρσεις και ληστρικές πράξεις οι φτωχοί των πόλεων ήταν διπλά απελπισμένοι, καθώς δεν υπήρχε πια δουλειά, και μάλιστα τη στιγμή που το κόστος ζωής ανέβαινε στα ύψη. Με κανονικές συνθήκες δεν θα ξεσπούσαν παρά εξεγέρσεις στα τυφλά. Αλλά το 1788 και το 1789 η σοβαρή αναστάτωση στο βασίλειο και η προπαγανδιστική-προεκλογική εκστρατεία έδωσαν στην απόγνωση του λαού πολιτικές προοπτικές. Πρωτοπαρουσιάστηκε η τρομαχτική και επαναστατική ιδέα της απελευθέρωσης από τους ευγενείς και την καταπίεση. Πίσω από τους αντιπροσώπους της Τρίτης Τάξης στεκόταν ένας λαός που είχε εξεγερθεί.

Η αντεπανάσταση μετέβαλε την ενδεχόμενη μαζική εξέγερση σε πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, ήταν πολύ φυσικό για το παλιό καθεστώς να αντισταθεί, εν ανάγκη και ενόπλως, μολονότι δεν μπορούσε πια να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο στρατό. (Μόνο φαντασιόπληκτοι ονειροπόλοι μπορεί να ισχυριστούν ότι ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ θα ομολογούσε ότι ηττήθηκε και θα γινόταν αμέσως συνταγματικός μονάρχης, ακόμη και αν ήταν λιγότερο ασήμαντος και λιγότερο βλαξ απ’ ό,τι ήταν, ακόμη κι αν η γυναίκα του ήταν λιγότερο ελαφρόμυαλη και ανεύθυνη, ακόμη κι αν ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει λιγότερο ολέθριες συμβουλές.) Στην πραγματικότητα, η αντεπανάσταση κινητοποίησε τις παρισινές μάζες, που ήταν ήδη πεινασμένες, καχύποπτες και μαχητικές. Το πιο συγκλονιστικό αποτέλεσμα της κινητοποίησής τους ήταν η άλωση της Βαστίλλης, μιας κρατικής φυλακής που συμβόλιζε τη βασιλική εξουσία, όπου οι επαναστάτες περίμεναν να βρουν όπλα. Σε περιόδους επαναστάσεων τίποτε δεν είναι ισχυρότερο από την πτώση των συμβόλων. Η πτώση της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου, που δίκαια τιμάται από τους Γάλλους ως εθνική γιορτή, σήμανε επίσημα και την πτώση του δεσποτισμού και χαιρετίστηκε απ’ όλο τον κόσμο ως η αρχή της απελευθέρωσης. Ακόμη και ο αυτοπειθαρχημένος φιλόσοφος Immanuel Kant από το Königsberg, που οι συνήθειές του ήταν τόσο τακτικές ώστε λέγεται ότι οι συμπολίτες του ρύθμιζαν τα ρολόγια τους σύμφωνα με τις κινήσεις του, ανέβαλε τον απογευματινό του περίπατο όταν έμαθε τα νέα, πείθοντας έτσι τους συμπολίτες του ότι πράγματι είχε συμβεί ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η πτώση της Βαστίλλης έγινε αφορμή να εξαπλωθεί η επανάσταση στις επαρχιακές πόλεις και την ύπαιθρο.

Οι αγροτικές επαναστάσεις είναι κινήματα τεράστια, άμορφα, ανώνυμα αλλά και ακαταμάχητα. Αυτό που μετέβαλε μια επιδημία αγροτικών αναταραχών σε οριστική και αμετάκλητη αναστάτωση ήταν ένας συνδυασμός εξεγέρσεων στις επαρχιακές πόλεις και ενός κύματος μαζικού πανικού που διαδόθηκε συγκαλυμμένα αλλά γρήγορα σ’ ολόκληρη τη χώρα: αυτό που ονομάζεται «Μεγάλος Φόβος» («Grande Peur»), στο τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου 1789. Μέσα σε τρεις εβδομάδες από τις 14 Ιουλίου, η κοινωνική δομή του γαλλικού αγροτικού φεουδαλισμού και ο κρατικός μηχανισμός της βασιλικής Γαλλίας είχαν κατακερματισθεί. Ό,τι απέμενε από την κρατική εξουσία ήταν μερικά διάσπαρτα συντάγματα του στρατού με αμφίβολη αφοσίωση στο θρόνο, μια Εθνοσυνέλευση χωρίς δύναμη επιβολής και ένα πλήθος δημοτικών ή επαρχιακών μεσοαστικών διοικήσεων που σύντομα έμελλε να συγκροτήσουν την αστική ένοπλη «Εθνοφυλακή» με βάση το παρισινό πρότυπο. Η μεσαία τάξη και η αριστοκρατία δέχτηκαν αμέσως την αναπόφευκτη εξέλιξη: όλα τα φεουδαλικά προνομία καταργήθηκαν επίσημα, μολονότι, όταν σταθεροποιήθηκε η πολιτική κατάσταση, ορίστηκε για την εξαγορά τους πολύ υψηλή τιμή. Ο φεουδαλισμός δεν καταργήθηκε οριστικά παρά το 1793. Ως το τέλος Αύγουστου, η Επανάσταση είχε ήδη αποκτήσει το επίσημο μανιφέστο της, τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Αντίθετα, ο βασιλιάς αντιστεκόταν με τη συνήθη κουταμάρα του, ενώ τμήματα της επαναστατημένης μεσαίας τάξης, φοβούμενα τις κοινωνικές συνέπειες του μαζικού ξεσηκωμού, άρχισαν να σκέπτονται ότι είχε φτάσει η ώρα για κάποιο συντηρητισμό.

Με λίγα λόγια, η βασική μορφή της γαλλικής και κάθε μεταγενέστερης αστικοεπαναστατικής πολιτικής ήταν ήδη ευκρινής. Αυτός ο δραματικός διαλεκτικός χορός έμελλε να διαποτίσει τις μελλοντικές γενιές. Θα δούμε πολλές φορές αναμορφωτές από τη μεσαία τάξη να κινητοποιούν τις μάζες ενάντια στην αδιάλλακτη αντίσταση ή την αντεπανάσταση. Θα δούμε τις μάζες να προχωρούν πέρα από τους στόχους των μετριοπαθών, προς τις δικές τους κοινωνικές επαναστάσεις, και τους μετριοπαθείς με τη σειρά τους να διασπώνται στα δύο: σε μια συντηρητική ομάδα, η οποία συμπράττει ανοιχτά πια με τους αντιδραστικούς, και σε μια αριστερή ομάδα αποφασισμένη να επιδιώξει τους μετριοπαθείς στόχους που δεν είχαν ακόμη επιτευχθεί με τη βοήθεια των μαζών, έστω και αν υπήρχε κίνδυνος να χάσει τον έλεγχό τους. Και ούτω καθεξής, με επαναλήψεις και παραλλαγές στο σχήμα: αντίσταση μαζική κινητοποίηση μετατόπιση προς τ’ αριστερά διάσπαση των μετριοπαθών και μετατόπιση προς τα δεξιά, ωσότου η πλειοψηφία της μεσαίας τάξης να περάσει στο συντηρητικό πια στρατόπεδο ή να ηττηθεί από την κοινωνική επανάσταση. Στις πιο πολλές αστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν, οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι είτε αποτραβήχτηκαν είτε πέρασαν στο συντηρητικό στρατόπεδο, σε πολύ πρώιμο στάδιο. Τον 19ο αιώνα, μάλιστα, διαπιστώνουμε όλο και πιο συχνά (ιδιαίτερα στη Γερμανία) ότι έφτασαν να μη θέλουν να αρχίσουν καν την επανάσταση, επειδή φοβούνταν τις ανυπολόγιστες συνέπειές της και προτίμησαν το συμβιβασμό με το βασιλιά και την αριστοκρατία. Η ιδιομορφία της Γαλλικής Επανάστασης είναι ότι ένα τμήμα της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης ήταν πρόθυμο να παραμείνει «επαναστατικό» ως τα όρια της αντιαστικής επανάστασης, και μάλιστα πέρα απ’ αυτά: το τμήμα αυτό ήταν οι Ιακωβίνοι, που το όνομά τους έφτασε να ταυτίζεται παντού με τη «ριζοσπαστική επανάσταση».

Γιατί αυτό; Εν μέρει, φυσικά, γιατί η γαλλική μπουρζουαζία δεν είχε ακόμη, όπως οι μεταγενέστεροι φιλελεύθεροι, τη φρικτή ανάμνηση της Γαλλικής Επανάστασης να τη φοβίζει. Μετά το 1794 ήταν πια σαφές για τους μετριοπαθείς ότι το καθεστώς των Ιακωβίνων είχε οδηγήσει την Επανάσταση σε τέτοιο σημείο που δεν ικανοποιούσε πια τις ανέσεις και τις προοπτικές των αστών, όπως ακριβώς ήταν σαφές για τους επαναστάτες ότι, αν επρόκειτο ποτέ να ανατείλει ξανά «ο ήλιος του 1793», θα φώτιζε πια μια μη αστική κοινωνία. Άλλωστε, οι Ιακωβίνοι είχαν περιθώρια να είναι ριζοσπαστικοί, γιατί στην εποχή τους δεν υπήρχε κοινωνική τάξη που να μπορεί να προβάλει μια διαφορετική από τη δική τους εναλλακτική κοινωνική λύση με κάποια συνοχή. Η τάξη αυτή εμφανίστηκε μόνο κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης με το «προλεταριάτο» ή, ακριβέστερα, με τις ιδεολογίες και τα κινήματα που βασίστηκαν σ’ αυτό. Στη Γαλλική Επανάσταση, η εργατική τάξη ονομασία που κι αυτή δεν κυριολεκτεί όταν σημαίνει το πλήθος των μεροκαματιάρηδων, που στην πλειονότητά τους δεν ήταν βιομηχανικοί εργάτες δεν έπαιζε ακόμη σημαντικό ανεξάρτητο ρόλο. Πεινούσαν, ξεσηκώνονταν, ίσως ονειρεύονταν, αλλά στην ουσία ακολουθούσαν ηγέτες που δεν ήταν προλετάριοι. Η αγροτική τάξη ποτέ δεν προσφέρει εναλλακτική πολιτική λύση σε κανένα μπορεί μονάχα να προσφέρει, κατά τη συγκυρία, μια σχεδόν ακατανίκητη δύναμη ή έναν σχεδόν αμετακίνητο στόχο. Η μόνη εναλλακτική λύση στον αστικό ριζοσπαστισμό (με την εξαίρεση μικρών ομάδων από ιδεολόγους ή αγωνιστές που ήταν ανίσχυροι χωρίς τη λαϊκή υποστήριξη) ήταν οι άκρως δημοκρατικοί ή «Ξεβράκωτοι» ή Σανκιλότ (Sans-culottes), ένα άμορφο κίνημα, κυρίως των φτωχών εργατών των πόλεων, μικροτεχνιτών, καταστηματαρχών, βιοτεχνών, μικροεπιχειρηματιών και τα παρόμοια. Οι «Ξεβράκωτοι», οργανωμένοι κυρίως στις συνοικίες της πόλης του Παρισιού και τις τοπικές πολιτικές λέσχες, αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης της επανάστασης τους διαδηλωτές, τους στασιαστές, τους πρωτεργάτες στο στήσιμο οδοφραγμάτων. Μέσω δημοσιογράφων όπως ο Marat και ο Hébert, μέσω τοπικών εκπροσώπων, διαμόρφωσαν μια πολιτική πίσω από την οποία κρυβόταν ένα ασαφές και αντιφατικό κοινωνικό ιδεώδες που συνδύαζε το σεβασμό για τη (μικρή) ιδιοκτησία με την εχθρότητα για τους πλούσιους δουλειά εγγυημένη από την κυβέρνηση, ημερομίσθια και κοινωνική ασφάλιση για τους φτωχούς μια ακραία δημοκρατία, αυστηρά εντοπισμένη και άμεση, βασισμένη στις αρχές της πολιτικοκοινωνικής εξίσωσης και της ελευθερίας της σκέψης. Στην πραγματικότητα οι Ξεβράκωτοι ήταν κλάδος του παγκόσμιου και σημαντικότατου πολιτικού ρεύματος που ζητούσε να εκφράσει τα συμφέροντα της μεγάλης μάζας των «αδύναμων», ανάμεσα στους πόλους των «αστών» και των «προλετάριων», συχνά πλησιάζοντας ίσως πολύ περισσότερο τους δεύτερους, μια και κατά κανόνα ήταν κι αυτοί φτωχοί. Το βλέπουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες (Τζεφερσονισμός και Τζακσονική δημοκρατία, ή λαϊκισμός), στη Βρετανία («ριζοσπαστισμός»), στη Γαλλία (πρόδρομο κίνημα των μετέπειτα «ρεπουμπλικάνων» και ριζοσπαστών-σοσιαλιστών), στην Ιταλία (Ματσινικοί, Γαριβαλδινοί), και αλλού. Κατά κανόνα, τελικά καταστάλαζε, σε μετεπαναστατικούς καιρούς, και αποτελούσε την αριστερά του φιλελευθερισμού της μεσαίας τάξης, που ήταν απρόθυμη να αποκηρύξει την παλιά αρχή ότι δεν υπάρχουν εχθροί αριστεροί, και πρόθυμη, σε εποχές κρίσης, να ξεσηκωθεί εναντίον του «τείχους του χρήματος», ή των «βασιλοφρόνων του χρήματος», ή του «σταυρού από χρυσάφι που σταυρώνει την ανθρωπότητα». Αλλά ο Σανκιλοτισμός δεν πρόσφερε ούτε κι αυτός πραγματική εναλλακτική λύση. Το ιδανικό του, ένα χρυσό παρελθόν χωρικών και μικροτεχνιτών, ή ένα χρυσό μέλλον μικροκαλλιεργητών και βιοτεχνών που θα ζούσαν ανενόχλητοι από τους τραπεζίτες και τους εκατομμυριούχους, ήταν ανέφικτο. Η ιστορία ακολουθούσε την πορεία της και ήταν καθαρά εναντίον τους. Ό,τι μπορούσαν να κάνουν και το κατόρθωσαν στα 1793-94 ήταν να στήσουν εμπόδια στο δρόμο της, πράγμα που παρακώλυσε την οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας από τότε ως σήμερα σχεδόν. Στην πραγματικότητα ο Σανκιλοτισμός ήταν φαινόμενο τόσο ανίσχυρο ώστε ξεχάστηκε και τ’ όνομά του ακόμη, ή τον θυμάται κανείς μόνο ως συνώνυμο του Ιακωβινισμού, από τον οποίο άντλησε την ηγεσία του κατά το Έτος II.

Η έκρηξη του πολέμου ώθησε τα πράγματα σε αποφασιστικές εξελίξεις, οδήγησε, δηλαδή, στη δεύτερη επανάσταση του 1792, στη Δημοκρατία των Ιακωβίνων του Έτους II και, τελικά, στον Ναπολέοντα. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης σε ιστορία της Ευρώπης.

Δύο δυνάμεις ώθησαν τη Γαλλία σε γενικό πόλεμο: η άκρα δεξιά και η μετριοπαθής αριστερά. Για τον βασιλιά, τη γαλλική αριστοκρατία και τους αριστοκράτες και κληρικούς φυγάδες, που πλήθαιναν ολοένα και ήταν συγκεντρωμένοι σε διάφορες δυτικογερμανικές πόλεις, ήταν φανερό ότι μόνο η ξένη επέμβαση μπορούσε να επαναφέρει το παλιό καθεστώς. Μια τέτοια επέμβαση δεν μπορούσε να οργανωθεί πολύ εύκολα λόγω των περίπλοκων διεθνών συνθηκών και της σχετικής πολιτικής ηρεμίας στις άλλες χώρες. Ωστόσο, ήταν όλο και πιο φανερό στους απανταχού ευγενείς και τους ελέω Θεού ηγεμόνες ότι η αποκατάσταση της εξουσίας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ δεν ήταν μόνο μια πράξη ταξικής αλληλεγγύης αλλά και μια σπουδαία διασφάλιση ενάντια στην εξάπλωση των φριχτών ιδεών που διέσπειρε η Γαλλία. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις για την ανάκτηση της Γαλλίας συσπειρώνονταν στο εξωτερικό.

Συγχρόνως, οι ίδιοι οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, και ιδίως η ομάδα των πολιτικών που συσπειρωνόταν γύρω από τους εκπροσώπους της εμπορικής περιφέρειας της Gironde, αποτελούσαν μια φιλοπόλεμη δύναμη. Αυτό συνέβαινε εν μέρει διότι κάθε γνήσια επανάσταση τείνει να είναι οικουμενική. Για τους Γάλλους, όπως και για τους πολυάριθμους συμπαθούντες του εξωτερικού, η απελευθέρωση της Γαλλίας ήταν απλώς και μόνο η πρώτη «δόση» του παγκόσμιου θριάμβου της ελευθερίας μια στάση που εύκολα οδήγησε στην πεποίθηση ότι ήταν χρέος της πατρίδας της επανάστασης να απελευθερώσει όλους τους λαούς που στέναζαν κάτω από την καταπίεση και την τυραννία. Υπήρχε ένα γνήσια μεγαλόπνευστο και γενναιόφρον πάθος στους επαναστάτες, μετριοπαθείς και αδιάλλακτους, να διαδώσουν την ελευθερία, μια γνήσια ανικανότητα να διαχωρίσουν την υπόθεση του γαλλικού έθνους από τη μοίρα ολάκερης της σκλαβωμένης ανθρωπότητας. Τόσο το γαλλικό όσο και όλα τα άλλα επαναστατικά κινήματα έμελλε να αποδεχτούν αυτή την άποψη ή να την προσαρμόσουν αναλόγως, τουλάχιστον ως το 1848. Όλα τα σχέδια για την απελευθέρωση της Ευρώπης ως το 1848 βασίζονταν σ’ έναν κοινό ξεσηκωμό των λαών υπό την ηγεσία των Γάλλων, για να ανατρέψουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της αντίδρασης και μετά το 1830, άλλα κινήματα εθνικοαπελευθερωτικά, όπως το ιταλικό ή το πολωνικό, είχαν επίσης την τάση να θεωρούν το δικό τους έθνος ένα είδος Μεσσία, που η απελευθέρωσή του θα έφερνε την ελευθερία των άλλων λαών.

[1] Σ’ αυτή τη διαφορά μεταξύ της βρετανικής και της γαλλικής επιρροής δεν πρέπει να δοθούν υπερβολικές διαστάσεις. Κανένα από τα κέντρα της διττής επανάστασης δεν περιόρισε την επιρροή του σε έναν ειδικό τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας ήταν μάλλον συμπληρωματικά παρά ανταγωνιστικά. Αλλά και όταν επήλθε καθαρή σύγκλιση μεταξύ τους όπως στο σοσιαλισμό, που σχεδόν ταυτόχρονα επινοήθηκε και ονομάστηκε έτσι και στις δύο χώρες η σύγκλιση προήλθε από κάπως διαφορετικές κατευθύνσεις.

[2] Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμάται η επίδραση της Αμερικανικής Επανάστασης. Αναμφίβολα συνέβαλε στο να υποκινηθούν οι Γάλλοι και, υπό στενότερη έννοια, πρόσφερε συνταγματικά πρότυπα που συναγωνίζονταν και κάποτε εναλλάσσονταν με τα πρότυπα των Γάλλων για διάφορα λατινοαμερικανικά κράτη, ενώ από καιρό σε καιρό αποτελούσε την έμπνευση για δημοκρατικά-ριζοσπαστικά κινήματα.