Ο Δεκέμβρης 1944 και η σημασία του ως μια ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία των ξεσηκωμών του λαού μας

Από το ’21 μέχρι την εξέγερση του Πολυτεχνείου ο λαός μας έχει μια μεγάλη και ηρωική ιστορία επαναστάσεων και εξεγέρσεων όποτε βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας.

Ο Δεκέμβρης του ’44, η δεύτερη –μέσα στη δεκαετία του ’40– ένοπλη επανάσταση του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση, έχει μια ιδιαίτερη θέση στους λαϊκούς εθνικοαπελευθερωτικούς ξεσηκωμούς, μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας.

Και έχει μια ιδιαίτερη θέση, ακριβώς γιατί αυτός ο ξεσηκωμός ξετυλίχτηκε μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες, χαρακτηριστικά διαφορετικές από άλλες επαναστάσεις και εξεγέρσεις (βέβαια, ποτέ οι συνθήκες δεν είναι ίδιες, όμως εδώ πρόκειται για ξεχωριστή ιδιαιτερότητα). Σαν τέτοιες ιδιαίτερες συνθήκες μπορούν να αναφερθούν τα παρακάτω:

– Η σύγκρουση με τον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό έρχεται αμέσως μετά την απελευθέρωση από τη χιτλερική κατοχή, και ενώ για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η απελευθέρωση και το τέλος του πολέμου σήμαινε επιστροφή στην ειρηνική ζωή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (ο «τρόπος», η στάση και οι επιλογές των ΚΚ και των αντιστασιακών κινημάτων σ’ αυτές τις χώρες είναι άλλο ζήτημα).

– Έχουμε μια στρατιωτική ιμπεριαλιστική επέμβαση μέσα στη φωτιά ενός παγκόσμιου πόλεμου, όπου αυτός που επιτίθεται δεν είναι ο εχθρός αλλά ο «σύμμαχος» σ’ αυτό τον πόλεμο. Αυτή η ιδιαιτερότητα, που είναι και μοναδική στην παγκόσμια ιστορία, βάρυνε και επηρέασε τους παράγοντες που καθόρισαν και την έκβαση της σύγκρουσης (τη στάση της ηγεσίας, αλλά και τη στάση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος).

– Υπάρχει ένα λαϊκό κίνημα πανίσχυρο που αναπτύχθηκε κάτω από τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας και δικαιοσύνης που ξεδίπλωσαν οι κομμουνιστές στη διάρκεια της κατοχής. Όμως δεν ρίχνονται στη μάχη όλες οι δυνάμεις αυτού του κινήματος. Κι ακόμα, η σύγκρουση περιορίζεται στην Αθήνα.

– Αυτό το πανίσχυρο λαϊκό κίνημα βρέθηκε με μια ηγεσία ταλαντευόμενη και αναποφάσιστη να προχωρήσει στη σύγκρουση μέχρι τη νίκη και να οδηγήσει το λαό στην εξουσία.

Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο λοιπόν, ο Δεκέμβρης του ’44 μπορεί να αποτιμηθεί σαν μια από τις πιο ξεχωριστές, πιο ηρωικές, πιο τραγικές, αλλά και πιο συκοφαντημένες, διαστρεβλωμένες και παρασιωπημένες στιγμές της ιστορίας του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος.

Πέρα από τη συκοφάντηση και τον κλασικό αντικομμουνισμό των κονσερβοκουτιών της αντίδρασης (που επανέρχεται πιο «εκσυγχρονισμένος» το τελευταίο διάστημα), η τοποθέτηση της επίσημης αριστεράς είναι η απολογητική θέση «μας επιβλήθηκε, δεν το επιδιώξαμε», ενώ παράλληλα ο Δεκέμβρης θεωρείται σαν αγώνας μάταιος με προδιαγεγραμμένη έκβαση είτε γιατί οι άγγλοι δεν θ’ άφηναν με τίποτα την Ελλάδα απ’ τα χέρια τους είτε γιατί το ΕΑΜ στρατιωτικά δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους.

Όμως ο Δεκέμβρης αποτελεί μια ξεχωριστή στιγμή γιατί μπροστά στον κίνδυνο να χαθούν όσα με αμέτρητες θυσίες και αίμα κερδήθηκαν στη διάρκεια της αντίστασης στη χιτλερική κατοχή, ο λαός της Αθήνας ξεσηκώθηκε για να αποτρέψει μια νέα κατοχή, για να υπερασπίσει το δικαίωμα να διαφεντεύει τον τόπο και τις τύχες του.

Ο απαράμιλλος ηρωισμός των μαχητών της Αθήνας που με ελάχιστα μέσα, με οδοφράγματα απέναντι στα τανκς και λιανοντούφεκα απέναντι στ’ αεροπλάνα, αντιμετώπισε αποτελεσματικά μια πανίσχυρη ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία, κατέδειξε για μια ακόμα φορά πως η στρατιωτική δύναμη και υπεροπλία δεν μπορεί να σταματήσει ένα λαό που παλεύει για το δίκιο του. Όπως κατέδειξε για μια ακόμα φορά πως ο ιμπεριαλισμός δεν σταματά μπροστά σε τίποτα, χρησιμοποιεί κάθε μέσο και κάθε τρόπο για να προωθήσει τα συμφέροντα και τους σκοπούς του.

Κατέδειξε ακόμα πως για να είναι νικηφόρος ένας αγώνας πρέπει να έχει ξεκάθαρους σκοπούς και στόχους, συγκεντρωμένες δυνάμεις, σωστή εκτίμηση του αντίπαλου και αποφασιστικότητα για τη νίκη.

Μπροστά στον κίνδυνο της επερχόμενης τυραννίας και βαρβαρότητας της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα δικαιώματα και τις καταχτήσεις μας, ο λαϊκός ξεσηκωμός του Δεκέμβρη του ’44 μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για τους καταπιεζόμενους και τους λαούς όλου του κόσμου που αρνούνται να δεχτούν τις αλυσίδες και παλεύουν για το δίκιο τους.

Δεκέμβρης του ’44: Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα

Ο Δεκέμβρης του ’44, η δεύτερη –μέσα στη δεκαετία του ’40– ένοπλη επανάσταση του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση, είναι η πλέον παραποιημένη και συκοφαντημένη στιγμή της ιστορίας του λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας. Επί 60 χρόνια η αντίδραση κατασυκοφαντεί το Δεκέμβρη με κάθε τρόπο, ενώ η επίσημη αριστερά τοποθετείται με το «μας επιβλήθηκε, δεν το επιδιώξαμε», θέση απολογητική απέναντι στη συκοφαντία και την παραποίηση.

Η επέτειος του Δεκέμβρη δίνει πάντα αφορμή για διάφορα δημοσιεύματα, αφιερώματα, εκδηλώσεις, με ποικιλία απόψεων αντιφατικών ή αστήριχτων, παλιών και νέων, με μικρές ή μεγάλες δόσεις αντικομμουνισμού, με κριτικές από τα δεξιά, τ’ αριστερά ή τ’ «αριστερά». Απόψεις είτε στα πλαίσια μιας ακαδημαϊκής «αντικειμενικής» ιστοριογραφίας, είτε στα πλαίσια της επιχειρούμενης το τελευταίο διάστημα «ανάποδης» (ακαδημαϊκής κι αυτής) ανάγνωσης της ιστορίας.

Πέρα απ’ τις κλασικές αντικομμουνιστικές τοποθετήσεις, ο Δεκέμβρης ερμηνεύεται με σχήματα όπως: Το ΕΑΜ θα έχανε οπωσδήποτε διότι οι άγγλοι δεν θ’ άφηναν με τίποτα την Ελλάδα απ’ τα χέρια τους και το ΕΑΜ στρατιωτικά δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί τους. Το ΕΑΜ είχε υποβαθμίσει το κοινωνικό σε σχέση με το εθνικό και επομένως δεν έβαζε θέμα εξουσίας. Ο καθορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης σαν αστικοδημοκρατικής (στην 6η ολομέλεια του 1934) είχε σαν αποτέλεσμα το ΚΚΕ να μην θέτει ζήτημα λαϊκής εξουσίας (!). Η Σοβιετική Ένωση είχε παραχωρήσει την Ελλάδα στους άγγλους και ωθούσε το ΚΚΕ σε συμβιβασμούς. Αλλά και το αντίθετο: η Σοβιετική Ένωση ώθησε το ΚΚΕ στη σύγκρουση με τους άγγλους. Δεν υπήρχε επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα κλπ, κλπ.

Όσοι όμως αναφέρονται στο κομμουνιστικό κίνημα έχουν καθήκον από τη μια να υπερασπίζονται την ιστορία και τους αγώνες του και απ’ την άλλη, αποτιμώντας την ιστορία να βγάζουν συμπεράσματα και να αντλούν διδάγματα για τους σημερινούς και μελλοντικούς αγώνες.

Αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή και κατοχή ο ελληνικός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία συσπειρώνεται στο ΕΑΜ και στις οργανώσεις του και μάχεται με κάθε τρόπο για την απελευθέρωση απ’ τον καταχτητή, την ανεξαρτησία της χώρας και τη λαοκρατία, εκφράζοντας μέσα από αμέτρητες θυσίες τη θέλησή του να διαφεντεύει ο ίδιος τον τόπο του χτίζοντας μια κοινωνία χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Το ΕΑΜ, η μόνη νομιμοποιημένη στο λαό εξουσία, είχε εκείνη τη δύναμη που θα μπορούσε να επιβάλει τη λαϊκή κυριαρχία. Η ηγεσία του κινήματος όμως ταλαντεύτηκε σε κρίσιμες στιγμές ανάμεσα στην ανοιχτή σύγκρουση και την επίτευξη συμφωνιών με τους εγγλέζους, κάνοντας μια σειρά λάθη και παραχωρήσεις προκειμένου να αποφύγει μια –αναπόφευκτη– σύγκρουση. Αν και οι προθέσεις των άγγλων να καταπνίξουν με κάθε τρόπο το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα ήταν ξεκάθαρες για τον κάθε απλό αγωνιστή, η ηγεσία του κινήματος –αφού καταδίκασε το αντιφασιστικό κίνημα της Μ. Ανατολής– με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας δέχτηκε την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μ. Ανατολής και τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, και τελικά την αρχιστρατηγία του Σκόμπι και την υπαγωγή του ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του μετά την απελευθέρωση, ελπίζοντας στο σεβασμό των συμφωνιών και της λαϊκής θέλησης.

Ο «σεβασμός» των συμφωνιών φάνηκε από τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης όπου οι ταγματασφαλίτες αφήνονταν ανενόχλητοι να δολοφονούν το λαό, ενώ διατάχθηκε ο μονομερής αφοπλισμός του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Η διαταγή αυτή δεν γίνεται αποδεκτή, οι ΕΑΜικοί υπουργοί παραιτούνται και οργανώνεται το συλλαλητήριο της 3ης Δεκέμβρη. Η μάχη της Αθήνας αρχίζει. Όμως η ηγεσία του κινήματος και πάλι δεν προχώρησε αποφασιστικά στη σύγκρουση. Ενώ οι εγγλέζοι ενεργούσαν «σαν να βρίσκονταν σε καταχτημένη πόλη» (σύμφωνα με τις υποδείξεις του Τσώρτσιλ) και αποβίβαζαν συνέχεια στρατεύματα, η μάχη της Αθήνας αφέθηκε στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στο λαό της Αθήνας και του Πειραιά και ο Άρης στέλνονταν να κυνηγήσει το Ζέρβα στην Ήπειρο.

Επί ένα μήνα ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά αντιστάθηκε ηρωικά με πέτρες και οδοφράγματα ενάντια στα τανκς, με λιανοντούφεκα ενάντια στ’ αεροπλάνα. Γυναίκες και άντρες, γέροι και παιδιά, με απαράμιλλο ηρωισμό και αυτοθυσία κουρέλιασαν και γονάτισαν μια αυτοκρατορία.

Παρόλο που οι μαχητές της Αθήνας κράτησαν όλες τις συνοικίες ελεύθερες, στις 4 Γενάρη δίνεται διαταγή στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εκκενώσουν την Αθήνα και στις 11 του μήνα υπογράφεται ανακωχή. Αμέσως μετά την εκκένωση η αντίδραση επιδόθηκε στο έργο της «πτωματολογίας». Συνεργεία από μαχαιροβγάλτες ξέθαβαν, σκύλευαν, κομμάτιαζαν, παραμόρφωναν τα πτώματα των σκοτωμένων στις μάχες, παρουσιάζοντάς τα σαν «αγρίως σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστών».

Κι ενώ η θέληση των αγωνιστών και του λαού είναι να ανασυνταχθούν οι δυνάμεις και να συνεχιστεί η πάλη για το διώξιμο των καινούργιων καταχτητών και την πραγματοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας, υπογράφεται η συμφωνία της Βάρκιζας και οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης παραδίνονται άοπλοι στο μαχαίρι της αντίδρασης.

Μετά τη Βάρκιζα, χιλιάδες είναι οι φυλακισμένοι, οι εξόριστοι, οι εκτελεσμένοι. Παρακρατικές συμμορίες αλωνίζουν στην ύπαιθρο δολοφονώντας, βιάζοντας, καταστρέφοντας, ενώ στις πόλεις καθημερινά είναι τα λιντσαρίσματα αγωνιστών από ομάδες «αγανακτισμένων πολιτών». Οι καταδιωκόμενοι ξεπερνούν τις 100.000 και για να γλιτώσουν πολλοί παίρνουν τα βουνά σχηματίζοντας ένοπλες ομάδες αυτοάμυνας. Ο λαός θα ξαναπάρει τα όπλα αγωνιζόμενος για τα δίκια του, όμως θα έχει μεσολαβήσει χρόνος και καταστάσεις που θα καθορίσουν την έκβαση του νέου αυτού αγώνα.

Η υπόθεση της Εθνικής Αντίστασης και η μάχη της Αθήνας δεν χάθηκε επειδή το ΕΑΜ δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα σε στρατιωτική σύγκρουση με τους εγγλέζους. Η στρατιωτική δύναμη και υπεροπλία γίνεται «χάρτινη τίγρης» μπροστά σ’ ένα λαό που παλεύει για το δίκιο του. Κι ούτε οι εγγλέζοι θα επιχειρούσαν εύκολα στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα ενώ ακόμα μαίνονταν ο πόλεμος, αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που νομιμοποιούσαν την παρουσία τους.

Ούτε η έκβαση του αγώνα καθορίστηκε από τη στάση των σοβιετικών. Οι σοβιετικοί στα πλαίσια της αντιχιτλερικής συμμαχίας μπορεί να έκαναν συνεννοήσεις και συμφωνίες με τους συμμάχους, που είχαν όμως στρατιωτικό και όχι πολιτικό χαρακτήρα. Κι ούτε το ΕΑΜ είχε ανάγκη τη συνδρομή του Κόκκινου Στρατού για να απελευθερώσει και να κυριαρχήσει στη χώρα. Οι σοβιετικοί δεν κατεύθυναν το ΚΚΕ προς τον ένα ή προς τον άλλο δρόμο. (Η στάση των σοβιετικών απέναντι στο ΚΚΕ είναι ένα ζήτημα, αλλά εδώ στεκόμαστε στο αν ήταν καθοριστική για τα ελληνικά πράγματα). Τα «νεύματα», οι «συμβουλές», οι υποδείξεις παραγόντων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δεν συνιστούν εντολές ή γραμμή που πρέπει να ακολουθηθεί. Όμως για την ηγεσία του ΚΚΕ τα νεύματα και οι συμβουλές είχαν την ισχύ εντολών και γραμμής.

Η μάχη της Αθήνας χάθηκε γιατί δεν δόθηκαν όλες οι δυνάμεις με αποφασιστικό τρόπο για να είναι νικηφόρα.

Ο λαϊκός ξεσηκωμός του Δεκέμβρη του ’44 είναι μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία των αγώνων του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική απελευθέρωση. Αποτελεί παράδειγμα για όσους αγωνίζονται για να σπάσουν τις αλυσίδες της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, για τους καταπιεζόμενους και τους λαούς όλου του κόσμου που αρνούνται να υποταχτούν και παλεύουν για το δίκιο τους.

Ιστορικότητα και επικαιρότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Το antapocrisis αναδημοσιεύει το κείμενο που εκδόθηκε από την πολιτική ομάδα Α/συνεχεια το 1993, στην εικοστή επέτειο του Νοέμβρη, με τίτλο «Ιστορικότητα και επικαιρότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου». Η κριτική αποτίμηση της εξέγερσης, η ανάδειξη του πολιτικού χαρακτήρα της, η εκτενής αναφορά στη στάση των δυνάμεων της Αριστεράς μέσα στην εξέγερση και γενικότερα στην περίοδο της χούντας και της φιλελευθεροποίησης Μαρκεζίνη, δίνουν στο κείμενο αυτό ιδιαίτερο χαρακτήρα.

Σχεδόν μισό αιώνα μετά το Πολυτεχνείο, εξακολουθεί να ενοχλεί την εξουσία όσο κι αυτή «εκδημοκρατίστηκε» μεταπολιτευτικά. Παραμένει ταυτόχρονα αγκάθι στο πλευρό μιας Αριστεράς που απεμπόλησε τη φιλοδοξία της κοινωνικής και πολιτικής ανατροπής στο βωμό της κοινοβουλευτικής της ύπαρξης και του ήρεμου πολιτικού παιχνιδιού στα αστικά πλαίσια. Ο σεβασμός, οι συντροφικές σχέσεις, η αλληλεγγύη που σφυρηλατείται στους αγώνες ανάμεσα στους αγωνιστές διαφορετικών πολιτικών εντάξεων και προελεύσεων, διόλου δεν πρέπει να σημαίνει την υποστολή του κριτικού αναστοχασμού για τις μεγάλες και κρίσιμες στιγμές που διαμόρφωσαν την ιστορία του τόπου μας. Αυτό αφορά ειδικά όσους σήμερα πασχίζουν για μια Αριστερά που δεν παραιτείται από τον στόχο της ριζικής κοινωνικής αλλαγής.

Εισαγωγή

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι ένα ιστορικό γεγονός που σημάδεψε ποικιλότροπα την ελληνική κοινωνία. Συνέβηκε μια ορισμένη στιγμή της νεοελληνικής εξέλιξης, έκφρασε κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες που διαστρέφονταν ή καταπιέζονταν, είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ιστορικό προϊόν των ειδικών συνθηκών της περιόδου εκείνης, είχε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα που καθορίστηκε από τους στόχους και τα οράματα που κίνησαν τους πρωταγωνιστές του στο στίβο της άμεσης αντιπαράθεσης με το στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς…

Είκοσι χρόνια μετά, σε αντίθεση με όλες τις εύκολες αντιμετωπίσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, μια τοποθέτηση που θα ήθελε να σέβεται την ιστορία (αλλά και τον εαυτό της) οφείλει να κινηθεί βήμα το βήμα στην αποκατάσταση της ιστορικότητας του Πολυτεχνείου, διαλύοντας την πραγματικότητα των παραστάσεων και των φαινομένων που έχουν δημιουργήσει γι’ αυτό όσοι το αρνήθηκαν και το αρνούνται. Οφείλει να καταδείξει όλες τις «μικρές» και μεγάλες αρνήσεις του Πολυτεχνείου, καθώς και την άρνηση του πνεύματος και του μηνύματος του Νοέμβρη στα χρόνια που επακολούθησαν. Δηλαδή, να εξετάσει την αλήθεια των διακηρύξεων περί «δικαίωσης», περί «συνέχισης» ή «επανάληψης» του αγώνα κλπ. Και βεβαίως, αν διακρίνει πως υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τις σημερινές προσπάθειες έκφρασης και συγκρότησης του προοδευτικού κινήματος με το Πολυτεχνείο, οφείλει να τεκμηριώσει την επικαιρότητα του Πολυτεχνείου στις νέες σύγχρονες συνθήκες.

Η ιστορικότητα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

Οι παραδοσιακές δεξιές δυνάμεις, οι νεοδεξιές και οι ανοιχτά φασιστικές δυνάμεις στις αναφορές τους για το Πολυτεχνείο του 73 αρέσκονται να αναφέρονται στο «μύθο» του πολυτεχνείου». Η ένταση της επιχειρηματολογίας τους διαφέρει από χώρο σε χώρο αλλά ο παρανομαστής είναι κοινός: η καπηλεία και μεγέθυνση της σημασίας του Πολυτεχνείου από την αριστερά, ο κομμουνιστικός «δάκτυλος» κλπ. οι δυνάμεις αυτές ανέκαθεν έτρεφαν μιαν απέχθεια για κάθε λαϊκή κινητοποίηση και αγώνα. Εξάλλου, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αναιρεθεί το γεγονός της άμεσης συγγένειας Δεξιάς και χούντας, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν ορισμένες απ’ αυτές τις δυνάμεις να εμφανιστούν σαν «αντιδιχτατορικές», έχοντας και την αμέριστη συμβολή των λοιπών «δημοκρατικών δυνάμεων». Το πολύ – πολύ για δημαγωγικούς λόγους να τιμήσουν τον αγώνα των «αγνών φοιτητών» ενάντια στη χούντα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας όπως αυτή έγινε το 1974, σπεύδοντας να απομακρυνθούν και να καταγγείλουν κάθε «διόγκωση» ή «εκμετάλλευση» του Πολυτεχνείου από το «μαρξιστικό κατεστημένο».

Οι ενδιάμεσες αστικές δυνάμεις, αυτές που κατεξοχήν ευνοήθηκαν και αναπτύχθηκαν στα χρόνια της διχτατορίας, ουσιαστικά απούσες από όλη την αντιδιχτατορική πάλη –όπως άλλωστε κι όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος- και που στη συνέχεια κυρίαρχα εκφράστηκαν από το ΠΑΣΟΚ, έδειξαν τη σχέση τους με το Πολυτεχνείο δηλώνοντας πως «ο αγώνας δικαιώθηκε» όταν ανέλαβαν την κρατική διαχείριση το 1981. στα χρόνια που επακολούθησαν, το ΠΑΣΟΚ στάθηκε ο μεγαλύτερος αστικός καπηλευτής του πολυτεχνείου και διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ενσωμάτωση πολλών επωνύμων, ρίχνοντας έτσι άφθονο νερό στη θεωρία περί «μύθου». Χωρίς το ΠΑΣΟΚ και τις γέφυρες πού έστρωσε με μεγάλη προθυμία, η απορρόφηση του ριζοσπαστισμού των χρόνων εκείνων θα ήταν ασφαλώς δυσκολότερη υπόθεση.

Οι δυνάμεις της επίσημης αριστεράς, θλιβεροί ουραγοί της αστικής κίνησης, όπως τότε είχαν αρνηθεί το πολυτεχνείο γιατί ξεπερνούσε τα όρια που επιθυμούσαν, έτσι και σ’ όλη τη μετέπειτα πορεία έδειξαν την αποστροφή τους και την εχθρότητά τους προς κάθε γνήσια λαϊκή εκδήλωση παρά τα βροντώδη «διδάγματα του Νοέμβρη» και τα «ο αγώνας συνεχίζεται» κλπ κλπ. Είναι ενδεικτικό πως και οι δύο πτέρυγες της επίσημης αριστεράς τότε είδαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου σαν μια καλοστημένη προβοκάτσια που στόχευε στην ακύρωση του «ανοίγματος» της χούντας και στη σκλήρυνση του στρατιωτικού καθεστώτος. Όμως μετέπειτα –σχεδόν σ’ ολόκληρη την 20ετία- παντού έβλεπαν το μακρύ χέρι του «αριστεροχουντισμού» και των «προβοκατόρων».

Αυτή η τριάδα –πολιτικών και οικονομικών- δυνάμεων δημιούργησε μια ορισμένη εικόνα-παράσταση του Πολυτεχνείου, ακίνδυνη κι ανώδυνη για όλα τα μεταπολιτευτικά συμβόλαια που συνάφθηκαν από το 74 μέχρι τις μέρες μας. Σύμφωνα με την παράσταση αυτή, το Πολυτεχνείο καθαγιάζεται σαν η κορυφαία στιγμή της πάλης όλων ενάντια στη διχτατορία, σαν η τελευταία πράξη προς τη δικαίωση των λαϊκών προσδοκιών: την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας.

Είναι δε αυτή η τριάδα που έκανε ότι μπορούσε για να σταθεροποιήσει το «μεταπολιτευτικό θαύμα» και το «κοινωνικό συμβόλαιο» του 74, για να απορροφήσει το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, να κάμψει την αντίστασή τους, να σβήσει από τη μνήμη κάθε προοδευτικού ανθρώπου το ουσιαστικό μήνυμα του Πολυτεχνείου, να διδάξει και να εμπεδώσει το ρεαλισμό, την πολιτική δι αντιπροσώπων και διά μέσου διαφημιστικών σποτ, την παθητικοποίηση.

Η ίδια τριάδα με επιμερισμένους ρόλους –όπου χρειάστηκε- έδειξε τα σαφή όρια που μπορούν να ανέχονται οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της μεταπρατικής Ελλάδας όταν πρόκειται για εκδηλώσεις λαϊκής αγανάκτησης και οργής. Μερικές μονάχα ημερομηνίες είναι ενδεικτικές για όσους θέλουν να θυμούνται και για όσους ενδιαφέρονται να μάθουν: 15 Νοέμβρη 1974, 21 Απρίλη 1975, 23 Ιούλη 1975, 26 Μάη 1976, 11 Νοέμβρη 1978, 17 Νοέμβρη 1980, 17 Νοέμβρη 1985 κλπ κλπ.
Προς επίρρωσιν των όσων προβάλλει η πραγματικότητα παραστάσεων για το Πολυτεχνείο, σήμερα πλέον, έχουμε και τους σαραντάρηδες του Πολυτεχνείου δημόσια πρόσωπα, στην εξουσία ή στις παρυφές της και εν γένει σε περίοπτες θέσεις της «κοινωνίας των πολιτών». Μερικά ονόματα: Λαλιώτης, Δαμανάκη, Ανδρουλάκης, Λαφαζάνης, Γαλανός, Χατζησωκράτης, Λαζαρίδης, Παπάς, Μοροπούλου, Καραγκουλές κλπ. Η «γενιά του Πολυτεχνείου» στην φάση της ωριμότητας και της υπευθυνότητας…

Και όμως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του 73
– παρέσυραν με την ορμή τους τα σχέδια φιλελευθεροποίησης της χούντας και όξυναν στο έπακρο τις αντιθέσεις και την κρίση του αμερικανοστήριχτου καθεστώτος,
– κουρέλιασαν την συμβιβαστική γραμμή του αστικού πολιτικού κόσμου και της επίσημης – προσαρμοσμένης αριστεράς που ήθελαν να κινηθούν στα πλαίσια της «φιλελευθεροποίησης» και της φασιστικής νομιμότητας,
– παρέλυσαν τον πυροσβεστικό ρόλο των ρεφορμιστικών δυνάμεων μέσα στο φοιτητικό κίνημα της εποχής, μέχρι του σημείου μέλη των οργανώσεων αυτών να έρχονται σε διάσταση με τη «γραμμή» και να έχουν μια διαφορετική συμπεριφορά από τις επίσημες κατευθύνσεις,
– επέβαλαν ειδικές μορφές χειρισμού και αναγκαίους ελιγμούς σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις απέναντι στο λαϊκό παράγοντα,
– επέμβηκαν και σφράγισαν τη συνείδηση όχι μόνο μιας γενιάς αλλά σχεδόν ολόκληρου του ελληνικού λαού σχετικά με τον προσανατολισμό και τον αντιφασιστικό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα.

Γι’ αυτό η αποκατάσταση της ιστορικότητας του Πολυτεχνείου πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο αφορά το τι ακριβώς και γιατί έγινε τότε, και το δεύτερο επίπεδο αφορά το πώς επιχειρήθηκε η ενσωμάτωση και η απορρόφησή του στη συνέχεια και τους ειδικούς τρόπους χειρισμού του. Αυτό θα επιχειρήσουμε στο πρώτο μέρος του κειμένου.

Οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το Πολυτεχνείο

Οι χρονιές 72-73 ήταν αποφασιστικές για την εξέλιξη του φασιστικού καθεστώτος, γιατί την περίοδο αυτή ωρίμασαν και εκδηλώθηκαν διεργασίες που έθεταν επί τάπητος την πορεία όλου του οικοδομήματος που στήθηκε στις 21 Απρίλη 1967 από τους αμερικάνους, αλλά και διαφαινόταν – για όποιον ήταν διορατικός – κίνδυνοι για το συνολικό καθεστώς της εξάρτησης και της υποτέλειας στη χώρα μας.
Σήμερα, μετά από 20 περίπου χρόνια, δεν επιτρέπεται να επαναλαμβάνουμε απλώς εκτιμήσεις που προβάλλονταν και εκείνη την εποχή, πχ από τις μαρξιστικές λενινιστικές δυνάμεις – αν και πρέπει να εξετάζουμε την ορθότητα και την αντοχή των όποιων τοποθετήσεων – αλλά είναι αναγκαίο να γενικεύσουμε βλέποντας «σφαιρικότερα» την ιστορική εξέλιξη και την σημασία των διάφορων γεγονότων σ’ αυτήν.

Έτσι λοιπόν το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι τα χρόνια 72-73 έχουμε την παρουσία δύο καθοριστικών παραγόντων για την πορεία ολόκληρης της εικοσαετίας που έρχεται. Ο πρώτος παράγοντας αφορά τις σημαντικές ανακατατάξεις στις βασικές δυνάμεις του συστήματος. Ήδη έχουν παρατηρηθεί τροποποιήσεις στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Κυριότερες είναι: η κρίση που διαπερνά τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό μετά τα απανωτά χτυπήματα που έχει δεχτεί σε διάφορες μεριές με χαρακτηριστικότερα αυτά του Βιετνάμ, η προώθηση των Σοβιετικών που προσπαθούν να επωφεληθούν από την αναδίπλωση των αμερικάνων, και φυσικά η προώθηση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών που πλέον αισθάνονται ότι μπορούν να αμφισβητήσουν τον αμερικάνικο εναγκαλισμό. Στον διεθνή στίβο παρουσιάζεται ένας «συνδιαχειριστικός διπολισμός» ανάμεσα σε αμερικάνους και σοβιετικούς που έχει δύο άμεσους στόχους: την απορρόφηση και το χτύπημα της ανολοκλήρωτης θύελλας που φούντωσε στη δεκαετία του 60 και συνεχιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του 70, και την αποτροπή της αμφισβήτησης της πρωτοκαθεδρίας τους από άλλες ανερχόμενες δυνάμεις. ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με το ότι από το 1968 είχαν παρατηρηθεί τα «λαχανιάσματα» της οικονομίας των κυριότερων χωρών και είχαμε τις πρώτες εκδηλώσεις φαινομένων που μαρτυρούσαν την είσοδο σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση (πράγμα που έγινε το 1973) που θα σφράγιζε και θα διαπερνούσε όλες τις εξελίξεις της εικοσαετίας που ερχόταν. Με το πρόσχημα της αντιμετώπισης του «πετρελαϊκού σοκ» οι κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών προχωρούσαν σε μια βαθιά αναδιαρθρωτική κίνηση που θα τροποποιούσε πολλαπλά όλα τα μέχρι τότε δεδομένα, τα μέχρι τότε θεωρούμενα αυτονόητα και αμετάβλητα. Ερχόταν μια περίοδος μεγάλων ανακατατάξεων, ανατροπών. Μπαίναμε σε μια εποχή εντελώς μεταβατική.

«Ο κόσμος μπαίνει ή μάλλον έχει κιόλας μπει σε μια περίοδο ακόμα μεγαλύτερων, αιματηρών και αναίμακτων συγκρούσεων, ανάμεσα σε τάξεις ή συνασπισμούς τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα σε κράτη ή και συνασπισμούς κρατών, ανάμεσα σε κράτη που ανήκουν στους ίδιους συνασπισμούς ή και κράτη που δεν ανήκουν σε συνασπισμούς κοκ. Η βάση των συγκρούσεων είναι ο ανειρήνευτος ταξικός αγώνας που επιδρά στον εθνικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα σε εθνική και διεθνή κλίμακα, που οξύνει τις ήδη οξυμένες αντιθέσεις που είναι σύμφυτες στον καπιταλισμό και μάλιστα στην πιο προχωρημένη φάση του τελευταίου του σταδίου, του ιμπεριαλισμού, που σφραγίζεται με την παρουσία ενός σοσιαλιμπεριαλισμού που έχει μεταβληθεί σε υπερδύναμη».

Η επίδραση αυτών των όρων στις ελλαδικές εξελίξεις ήταν καθοριστική. Οξύνονται στο έπακρο οι αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αντίδρασης. Οι αμερικάνοι απέτυχαν να στήσουν γέφυρες ανάμεσα στις διασπασμένες και αντιμαχόμενες μερίδες της μεγαλοαστικής τάξης. Οι δυτικοευρωπαίοι πασχίζοντας να ανακτήσουν ορισμένες θέσεις, αρχίζουν να εκμεταλλεύονται τις αντιθέσεις και εργάζονται για ένα συμβιβασμό με τους αμερικάνους στην περιοχή. Οι Σοβιετικοί είχαν ήδη κατέβει με το στόλο τους στο Αιγαίο, ήταν παρόντες στο Κυπριακό και προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία για παραπέρα προώθησή τους. Το «οικονομικό θαύμα» της χούντας αρχίζει να τρίζει και ο εργαζόμενος κόσμος βλέπει να χειροτερεύει δραματικά η οικονομική του κατάσταση. Τέλος, έχουν ξεκινήσει οι πρώτοι μαζικοί αγώνες που πιστοποιούν το πέρασμα από τις αντιφασιστικές διαθέσεις στη συγκεκριμένη πράξη. Αυτοί οι παράγοντες είναι που οδηγούν τη διχτατορία και τους προστάτες της σ’ έναν ελιγμό, αυτόν που ονομάστηκε «φιλελευθεροποίηση».

Με τη «φιλελευθεροποίηση» το φασιστικό καθεστώς και οι αμερικάνοι προσπαθούν να παραμείνουν οι αδιαφιλονίκητοι ρυθμιστές των εξελίξεων και να απορροφήσουν τις εντάσεις και τους κραδασμούς που έχουν ήδη δημιουργηθεί. Ήδη οι αμερικάνοι απεργάζονται σχέδια για την περιοχή της Μέσης Ανατολής και ετοιμάζονται πυρετωδώς για τις εξελίξεις στο Κυπριακό και γι’ αυτό θέλουν να σταθεροποιήσουν το φασιστικό καθεστώς. Στηρίζονται στην εκτίμηση ότι ολόκληρος ο αντιπολιτευόμενος κόσμος και οι διάφορες κλίκες του θα αποδεχτούν την «ομαλοποίηση» και θα συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτήν. Άλλωστε η συμπεριφορά του «ριγμένου» πολιτικού κόσμου, όπως θα δούμε παρακάτω, άφηνε όλα τα περιθώρια για μια παρόμοια εκτίμηση από πλευράς των φασιστών.

Το ζήτημα που θέλει διερεύνηση και απόδειξη είναι το ποιος στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την αποτυχία της «φιλελευθεροποίησης» και τι ρόλο έπαιξαν όλες οι δυνάμεις. αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε είναι ότι η μεταβλητή του κινήματος, που οδηγούνταν στην κατεύθυνση μιας συνολικής σύγκρουσης με το φασιστικό καθεστώς και τους πάτρωνές του, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που τροποποίησε όλα τα δεδομένα του προβλήματος. Ακόμα, αυτό που πρέπει να αποδειχτεί είναι πως αυτή η μεταβλητή αναπτύχθηκε ξεπερνώντας τα αντιπολιτευτικά πλαίσια που υιοθετούσαν η αστική αντιπολίτευση και ο ρεβιζιονισμός.

Η «φιλελευθεροποίηση»

Πέντε χρόνια μετά την επιβολή της διχτατορίας στην χώρα μας η παγιοποίηση του αμερικανόπνευστου καθεστώτος έπρεπε να περάσει μέσα από τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης πολιτικής ζωής.

Έτσι, οι βάσεις της στροφής μπαίνουν το 1972 κι αυτή θα ολοκληρωθεί τερματίζοντας τον κύκλο της ένα χρόνο αργότερα. Τα πρώτα σημάδια της στροφής είναι η ανοχή κάποιων αντιπολιτευτικών δηλώσεων και εκδηλώσεων, η κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας, η εμφάνιση διαμαρτυριών διανοούμενων, η δυνατότητα έκδοσης μιας σειράς προοδευτικών βιβλίων.

Τον Μάη του 1972 στο περιοδικό «Λαϊκός Δρόμος» γράφοταν τα εξής:
«Η σταθεροποίηση του καθεστώτος βασίζεται λοιπόν όχι μόνο στην ανοιχτή φασιστική βία (οι συλλήψεις, οι δίκες, ο χαφιεδισμός κλπ ούτε στιγμή δεν σταμάτησαν) αλλά και στην προσπάθεια δημιουργίας πολιτικών συνθηκών προετοιμασμένων και ραμμένων στα μέτρα των φασιστών. Γι’ αυτό το σκοπό η προσαρμογή στο σύνταγμα του 68, η αποδοχή απ’ τη μεριά του αστικού πολιτικού κόσμου ότι οι φασίστες αποτελούν κατάσταση κι επομένως ότι μόνο μέσα απ΄ αυτούς θα γίνει η οποιαδήποτε αλλαγή, είναι στόχοι που επιδιώκουν με κάθε τρόπο, και κάθε νέα τους πρωτοβουλία μέσα απ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να βλέπεται.
Είναι γεγονός ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος ακολουθεί σ’ αυτό το παιχνίδι. Συμμετέχει και επιδιώκει αυτό το ρόλο που του αποδίδεται απ’ την κλίκα του Παπαδόπουλου. Οι έντονες προσπάθειες που κάνουν διάφοροι αστοί πολιτικοί παράγοντες τύπου Μαύρου, Αβέρωφ κλπ, καθώς και οι κατευθύνσεις που δίνει ο αστικός τύπος με πρωτεργάτη τον Λαμπράκη, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Όλοι οι «ριγμένοι» αστοί πολιτικοί και πίσω τους οι φράξιες της αστικής τάξης που ανησυχούν γιατί η κωμωδία κράτησε πού, έχουν ριχτεί με τα μούτρα στο παζάρεμα των συνθηκών κάτω από τις οποίες θα ¨συζητήσουν» με τον Παπαδόπουλο.
Η προσαρμογή στη νομιμότητα είναι λοιπόν, για να συνοψίσουμε, ένας στόχος που έχουν βάλει οι φασίστες και που ακολουθεί με πιστότητα ολόκληρη η μεγαλοαστική τάξη. Η παγιοποίηση του καθεστώτος με όλα τα μέσα και με διάφορες μορφές είναι ένας από τους στόχους του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που επιδιώκει μια φαινομενική ηρεμία και επίφαση δημοκρατίας, για τη χρησιμοποίηση της Ελλάδας ευκολότερα στον ρόλο που θέλουν να παίξει στο χώρο της Μέσης Ανατολής κι αυτό κύρια σαν στρατιωτική βάση.

Είναι καθαρό ότι η κλίκα στην εξουσία της Αθήνας, όλες οι φράξιες της μεγαλοαστικής τάξης, τα πολιτικά σχήματα που τις εκφράζουν έχουν βάλει πλώρη για τη μετατροπή της ανοιχτής διχτατορίας σε μιαν άλλη που με οποιονδήποτε κοινοβουλευτικό μανδύα, αβασίλευτο ή βασιλευόμενο μασκάρεμα, θα προσπαθήσει να κάνει πολιτικές «μεταβολές» με ομαλό τρόπο, δηλαδή να δώσει την ψευδαίσθηση αλλαγών μέσα στη «συνέχεια» της διχτατορίας του 67. Με άλλα λόγια να παραμείνει ασάλευτο όλο το οικοδόμημα που αμερικάνοι και ΝΑΤΟϊκοί χτίσαν για δικούς τους σκοπούς μετά το 67.

Σήμερα αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου είναι η κύρια ταχτική του φασιστικού ξενόδουλου καθεστώτος και σαν τέτοια πρέπει να ξεσκεπαστεί, να χτυπηθεί, να την κάνουμε να αποτύχει. Όπως πρέπει να ξεσκεπαστεί και χτυπηθεί ο ρόλος όλων εκείνων που συνεργάζονται κρυφά ή φανερά με τους φασίστες για την επιτυχία αυτού του σχεδίου. Όπως πρέπει να χτυπηθούν όλες οι ρεβιζιονιστικές τάσεις που έχουν συγκεκριμενοποιήσει την προδοσία τους αυτή τη στιγμή στην προώθηση και το στάλαγμα στη συνείδηση του λαού της προσαρμογής στη νομιμότητα και της ταξικής συνεργασίας. Πρέπει να ξεσκεπάσουμε και να αγωνιστούμε ενάντια σ’ αυτές τις προσπάθειες απ’ όπου κι αν προέρχονται».

Συνεπώς δεν χωρά καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις της φασιστικής κλίκας και των προστατών της. Η συνέχεια των γεγονότων το αποδεικνύει καθαρά. Οι πιο θεαματικές εκδηλώσεις αυτής της επιλογής γίνονται το καλοκαίρι του 73. στις 1/6/1973 ο Παπαδόπουλος «αιφνιδιαστικά» κατάργησε τη μοναρχία και ανακήρυξε την Ελλάδα προεδρική δημοκρατία. Πρώτος πρόεδρος χρίστηκε ο ίδιος με αντιπροέδρους τον Παττακό και τον Μακαρέζο. Στις 12/6/1973 ο Παπαδόπουλος αναγγέλλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή όχι της τροποποίησης του συντάγματος. Το «δημοψήφισμα» διεξάγεται στις 29 Ιούλη. Το «αποτέλεσμα» του «δημοψηφίσματος» ήταν 77,2% ΝΑΙ, 21,7% ΟΧΙ, 1,1% άκυρα και η συμμετοχή ήταν 85%. Η υπερψήφιση του φασιστικού ψευτοδημοψηφίσματος σήμαινε –εκτός φυσικά από την αποδοχή του καθεστώτος- την εκλογή των μοναδικών υποψηφίων Παπαδόπουλου και Αγγελή για πρόεδρο και αντιπρόεδρο αντίστοιχα της αβασίλευτης διχτατορίας για 8 χρόνια. Αντίθετα, ενδεχόμενη καταψήφιση του θα σήμαινε ότι έπρεπε να ξαναμελετηθούν τα συγκεκριμένα άρθρα και να ξανατεθούν σε δημοψήφισμα. Πάνω απ’ όλα όμως το ΟΧΙ σήμαινε συμμετοχή στη φάρσα του δημοψηφίσματος, σήμαινε συγκάλυψη της βασικής επιδίωξης «αυτοεξέλιξης» του φασιστικού καθεστώτος, σήμαινε προσαρμογή στη φασιστική νομιμότητα.

Στις 19 Αυγούστου 1973 ο Παπαδόπουλος ορκίστηκε πρόεδρος της δημοκρατίας για 8 χρόνια. Ταυτόχρονα εξήγγειλε γενική αμνηστία, άρση των έκτακτων μέτρων, επίσπευση των εκλογών και νέα κυβέρνηση με πολιτική σύνθεση. Στις 8 Σεπτέμβρη με προεδρικό διάταγμα καταργήθηκε το έκτακτο στρατοδικείο Αθήνας και το στρατοδικείο αεροπορίας. Στις 1/10/1973 έδωσε εντολή στο Μαρκεζίνη να σχηματίσει κυβέρνηση η οποία ορκίστηκε στις 8 Οκτώβρη 73 με παράλληλες υποσχέσεις για ελεύθερες εκλογές που σχεδιάζονταν να γίνουν την Άνοιξη του 74.
Εκεί σταματάει και ο κύκλος της «φιλελευθεροποίησης» για λόγους που ουδεμία σχέση έχουν με τα σχέδια και τις προθέσεις της χούντας, του αστικού κόσμου και των ρεβιζιονιστών. Άλλωστε, χρονικά δεν μας χωρίζουν παρά λίγες βδομάδες από την εξέγερση του πολυτεχνείου.

Ο ριγμένος αστικός πολιτικός κόσμος

Η συμπεριφορά του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στις μανούβρες του φασιστικού καθεστώτος καθοριζόταν από την προσήλωση στις «αρχές» της υποτέλειας και της ξενοκρατίας.

«Το βασικό χαρακτηριστικό των πάντα ξενοκίνητων άλλα σήμερα ριγμένων αστών πολιτικών είναι από τη μία μεριά ο εκβιασμός κι από την άλλη οι βαθιές υποκλίσεις προς τα αφεντικά. Ο εκβιασμός με επιχείρημα την μελλοντική εξέγερση του λαού όπως επανειλημμένα χρησιμοποιήθηκε τόσο από το συγκρότημα Λαμπράκη όσο κι απ’ τον Κανελλόπουλο κλπ. Η βαθιά υπόκλιση με τη διαβεβαίωση ότι οι ίδιοι στην εξουσία θα πετύχουν τα ίδια αποτελέσματα χωρίς τις αναπόφευκτες «αβαρίες» και με την πλατύτερη δυνατή υποστήριξη των συμφερόντων όλων των δυτικών «συμμάχων».

Κατακεραυνώνοντας τους φασίστες η κάθε αντιπολιτευόμενη αστική φράξια υπολόγιζε και υπολογίζει στην επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό με πρόσθετο στοιχείο την παρουσία 40.000 γίανκηδων, τις ναυτικές βάσεις και τη συνέχιση των αεροπορικών αναγνωρίσεων πάνω από τις αραβικές χώρες με αεροπλάνα που εξορμούν από το Ελληνικό ή άλλα στρατιωτικά αεροδρόμια της Ελλάδας. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η μεγαλύτερη σύνδεση με το ΝΑΤΟ και αναγνώριση απ’ τη μεριά των αμερικάνων ότι «η Ελλάδα έχει αναλάβει όλο και μεγαλύτερα οικονομικά βάρη και υπευθυνότητες στους κόλπους του οργανισμού» όπως δήλωσε ο αμερικάνος υπουργός εξωτερικών στην τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ.
Να λοιπόν ποια είναι η «κληρονομιά» που δεν θίγουν οι «αντιδιχτατορικοί» κύκλοι σαν τον Καραμανλή, Κανελλόπουλο, βασιλιά κλπ».

Αυτή η διπλή στάση υπαγορευόταν σ’ όλη την περίοδο του 73 και για έναν σημαντικό ακόμα λόγο. Η ανάπτυξη ακριβώς του λαϊκού κινήματος ανάγκαζε την αστική αντιπολίτευση να υψώνει τους τόνους χωρίς όμως να εξωθεί τις διαμαρτυρίες στα «άκρα».

Έτσι για παράδειγμα το συγκρότημα Λαμπράκη, ο σημαντικότερος εκφραστής αυτής της στάσης, αναφέρει σχετικά με το δημοψήφισμα τα εξής:
«Ο ελληνικός λαός ανέμενε την εφαρμογή ενός Συντάγματος για το οποίο η έγκριση του εδόθη (κατά τις επίσημες ανακοινώσεις) με συντριπτική πλειοψηφία, εδώ και πέντε χρόνια!!! Χωρίς καν να συντελεσθή στην πενταετία μέσα η εφαρμογή του πρώτου αυτού συντάγματος, παρέχονται υποσχέσεις για ένα δεύτερο διαφορετικό, για το οποίο, και πάλι, δεν υπάρχει νομική διαβεβαίωση αμέσου ισχύος». (ΒΗΜΑ 3/6/73).

«Όσο για την αποχή δεν την συζητούμε εφ’ όσον η ψηφοφορία έγινε κατά νόμον υποχρεωτική. Προτροπή σε αποχή ισοδυναμεί με το να ζητήσει κανείς από τον μέσο πολίτη να αντιμετωπίσει άμεση δίωξη και ποινές αντίστοιχες με τον στρατιωτικό νόμο ισχύοντα. Αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αποχή στη συγκεκριμένη περίπτωση θα σήμαινε ότι ο πολίτης δέχεται να μην είναι πολίτης, δηλαδή να μην αποδοκιμάζει κάτι που υποβαθμίζει τον ουσιαστικό του ρόλο. Ενώ η άρνηση, το επαναλαμβάνουμε, είναι η βαρύνουσα πολιτική πράξη» (ΒΗΜΑ 14/6/73).
Εφαρμογή του συντάγματος του 68 (δηλαδή φασιστικού), εγγυήσεις για την άμεση ισχύ του νέου συντάγματος και προτροπές για συμμετοχή στο δημοψήφισμα – απάτη της χούντας με αναπαραγωγή όλων των τρομοκρατικών επιχειρημάτων για άμεσες διώξεις κλπ, δηλαδή εγκλωβισμός κάθε αγωνιστικής διάθεσης στα ακίνδυνα για το καθεστώς κανάλια της αστικής αντιπολίτευσης.

Η γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας»

Η γραμμή των δύο πτερύγων του ελληνικού ρεβιζιονισμού δεν διέφερε στην ουσία από τις επιδιώξεις των ριγμένων αστών. Έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον ανεξάρτητο λαϊκό αγώνα και έχοντας μετατραπεί από τις αρχές της δεκαετίας του 60 σε ουρά των αστικών σχηματισμών, προσπαθούν όλη την περίοδο της διχτατορίας να στήσουν μια περίφημη «αντιδιχτατορική ενότητα» στην οποία χωράνε οι πάντες, απ’ το βασιλιά μέχρι τους «τίμιους αξιωματικούς της Κορέας», και φυσικά ο στρατηγικός στόχος ή ένα πρώτο του στάδιο (γιατί διέπρεψαν στην ανακάλυψη διαφόρων σταδίων) είναι η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» μέσα από μια οικουμενική κυβέρνηση κλπ. κάθε ενέργεια, κάθε δήλωση, κάθε σύνθημα που ξεπερνάει την αντιδιχτατορική ενότητα θεωρείται ύποπτο, λαθεμένο, επιζήμιο. Το αντιδιχτατορικό πλαίσιο του αγώνα δεν επιτρέπει αναφορές στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ούτε αναφορές που θέτουν γενικότερα καθήκοντα για την ανατροπή της ιμπεριαλιστικής εξάρτηση στη χώρα μας.

Όλα λοιπόν υποτάσσονται στην περίφημη και εντελώς δεξιά στην πράξη «αντιδιχτατορική ενότητα», μοιράζοντας δημοκρατικά εύσημα σε διάφορους αμαρτωλούς αστικούς πολιτικούς χώρους. Είναι φορείς του πλέον ηττοπαθούς πνεύματος και καλλιεργούν την παθητικότητα μπροστά στην παντοδυναμία της φασιστικής διχτατορίας. Τέλος, σε κάθε εκδήλωση αγανάκτησης ή σε κάθε διεκδικητικό αγώνα μέσα και έξω απ’ τη χώρα προσπαθούν να ευνουχίσουν το περιεχόμενό του και να το εγκλωβίσουν στα ανώδυνα κανάλια του «αντιδιχτατορικού αγώνα».

Πριν δούμε τις συγκεκριμένες θέσεις τους πρέπει να κάνουμε μια γενική παρατήρηση. Το φασιστικό πραξικόπημα όξυνε την κρίση του ρεβιζιονιστικού στρατοπέδου και το 68 σημειώθηκε η διάσπασή του σε δύο πτέρυγες: την φιλοσοβιετική και την ευρωποκεντρική. Σ’ όλα τα χρόνια μέχρι το 73 η κρίση αυτή δεν έχει ξεπεραστεί. Στο μεν ΚΚΕεσ δυναμώνουν οι κεντρόφυγες τάσεις και παρατηρούνται πολλές αποστασιοποιήσεις, στο δε ΚΚΕ η κρίση εμφανίζεται με όλη την περιπέτεια του 9ου συνεδρίου που όλο αναγγελλόταν και όλο δεν πραγματοποιούνταν, και βεβαίως με την «ασθένεια» του Κ. Κολιγιάννη και την αντικατάστασή του από τον Χ. Φλωράκη.

Για να αντιληφθούμε όμως καλύτερα τις εξελίξεις και τις τοποθετήσεις των δύο ρεβιζιονιστικών πτερύγων πρέπει να σημειώσουμε ακόμα πως βρισκόμαστε στην εποχή της «συνδιαχείρισης» ανάμεσα στους δύο μεγάλους (ΗΠΑ – ΕΣΣΔ), και ότι αυτό που ονομάστηκε «μπρεζνιεφισμός» δηλαδή η επιστροφή σε μια αριστερή φρασεολογία που κάλυπτε μια δεξιά και στην ουσία σοσιαλιμπεριαλιστική πολιτική, υπαγορεύτηκε από την άμεση ανάγκη να ελεγχθεί, να τιθασευτεί η θύελλα των χρόνων 68- 75. χωρίς αυτήν την επιφανειακή μεταμόρφωση του ρεβιζιονισμού θα ήταν πολύ αμφίβολη η συγκράτηση και ο εγκλωβισμός δυνάμεων που αντικειμενικά έπρεπε να στραφούν προς επαναστατικές κατευθύνσεις. Αυτός είναι ο ειδικός λόγος που η ομάδα Φλωράκη εγκατέλειψε τις περιττές δεξιές υπερβολές, υιοθέτησε μια πιο αριστερή φρασεολογία χωρίς όμως να αλλάζει την ουσία της ρεβιζιονιστικής πολιτικής της. Ακόμα, δεν είναι διόλου τυχαίο πως αυτή η αριστερή τάχα φτιασίδωση της ομάδας Φλωράκη πραγματοποιείται χρονικά μονάχα όταν έχει κιόλας ξεπεραστεί (τέλη 1973) από το κίνημα η ρεφορμιστική γραμμή και έχει υιοθετηθεί πλατιά ο αντιφασιστικός αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης.

Ο χώρος του πολυκεντρισμού, δηλαδή το ΚΚΕεσ, εκφράζει χωρίς πολλές αναστολές τον πυρήνα της πολιτικής τους. Ας δούμε ένα – δυό παραδείγματα:
«Στον πόλεμο κατά του συντάγματος της χούντας ο λαός μπορεί να χρησιμοποιήσει και αυτό το ίδιο το χουντικό σύνταγμα…Στο βαθμό που η τυπική αναγνώριση του συντάγματος διαστέλλεται κατηγορηματικά απ’ τη νομιμοποίησή του και δεν αποτελεί βήμα για την ένταξή του στην πολιτεία της 21/4/67 αλλά πράξη αναγκαία για να μεταφερθεί ο αγώνας στους θεσμούς…στο βαθμό αυτό δεν αποτελεί πράξη αντιστρατευόμενη στη γραμμή της συνεπούς αντιδιχτατορικής πάλης (ΚΟΜΕΠ τεύχος 7-8, 1972, σε άρθρο με υπογραφή «στέλεχος από την Ελλάδα»).
Ούτε λίγο ούτε πολύ, όλα επιτρέπονται φτάνει να επικαλείσαι πως ότι κάνεις το κάνεις στην προοπτική της συνεπούς (!) αντιδιχτατορικής πάλης. Η αποδοχή όλου του φασιστικού πλαισίου και η υποταγή σ’ αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί σαν μεταφορά του αγώνα εντός των θεσμών (θεσμοί να ‘ναι κι ότι να ‘ναι).
Ακόμα, είχαν προκαλέσει αίσθηση σε όλους τους αριστερούς οι δηλώσεις των Μπ. Δρακόπουλου και Μ. Παρτσαλίδη, υπεύθυνων του ΚΚΕεσ, κατά τη δίκη τους το Γενάρη του 73. αντιγράφουμε από τον τύπο της εποχής:

«Πρόεδρος: Είστε αντίθετος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας;
Δρακόπουλος: Όχι. Ο στόχος είναι η ανατροπή της διχτατορίας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας…Εμείς θέλουμε όλο το έθνος ενωμένο. Θέλουμε να έρθει ο βασιλιάς. Να βγούμε από τη διχτατορία.
Πρόεδρος: Ποιος θα σχηματίσει την κυβέρνηση την οποία εσείς θέλετε;
Δρακόπουλος: Ακόμα κι ο βασιλιάς».

Τέλος σχολιάζοντας τις γνωστές δηλώσεις του Καραμανλή που δημοσιεύτηκαν στη Βραδυνή, διαβάζουμε σε ανακοίνωση του ΚΚΕεσ: «Σε πολλά σημεία ο Κ. Καραμανλής εξέφρασε το κοινό αίσθημα στις πρόσφατες δηλώσεις του που συνολικά αποτελούν θετική συμβολή. Τη στιγμή αυτή αναζητώντας τη δημοκρατική διέξοδο απ’ την κρίση που δημιουργεί η διχτατορία, δεν δικαιούμαστε να μείνουμε στις παλιές αντιθέσεις». (Ελεύθερη Ελλάδα, αριθ. 119).

Η άλλη πτέρυγα των «ορθόδοξων» ρεβιζιονιστών στην ουσία λέει τα ίδια, μόνο που φροντίζει να τα στολίζει με κάποια αριστερή φρασεολογία αποφεύγοντας τις απροκάλυπτες ομολογίες σαν αυτές του ΚΚΕεσ. Ας παραθέσουμε ορισμένες ενδεικτικές τοποθετήσεις τους:

«Η επικείμενη επανάσταση θα έχει υποχρεωτικά αντιιμπεριαλιστικό – δημοκρατικό χαρακτήρα με άμεσο στρατηγικό καθήκον του σημερινού αγώνα την ανατροπή της φασιστικής διχτατορίας και την εγκαθίδρυση μιας ανανεωμένης και διευρυμένης δημοκρατίας στη χώρα μας».

«Ο λαός βλέπει πως αν οι αγώνες του είναι άμαζοι και ασυντόνιστοι, αυτό οφείλεται στην άρνηση της ηγεσίας του πολιτικού κόσμου να συνεργαστεί μ’ ένα ελάχιστο αντιδιχτατορικό πρόγραμμα» (Νέος Κόσμος, 1 Γενάρη 1972).

«Η αντιδιχτατορική πάλη δεν επιτρέπεται, τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις της, να ταυτίζεται απόλυτα με την πάλη για την πραγματοποίηση του προγραμματικού αντιιμπεριαλιστικού σταδίου της επανάστασης…Τέτοια έλλειψη εμπιστοσύνης και απελπισία δείχνει η αδιανόητη θέση για επάνοδο του βασιλιά…Φυσικά οι κομμουνιστές παρόλο που είναι πάντα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας δεν έχουν κανένα λόγο να βάλουν αυτή τη στιγμή ζήτημα οριστικής κατάργησης της βασιλείας» (Νέος Κόσμος, τεύχος 4, Απρίλης 73).

«Είναι αναμφισβήτητο ότι η πολιτική αυτή της ενότητας από τη στιγμή που αποβλέπει σε προσωρινή συμμαχία με μια μερίδα του πολιτικού κόσμου του μεγάλου κεφάλαιου αντιπροσωπεύει ένα συμβιβασμό αλλά τέτοιο που συμφέρει σ’ όλους τους συμβαλλόμενους» (Δ. Σαρλής, Νέος Κόσμος, τεύχος 1, Γενάρης 73).

«Οι προσπάθειές μας για συνεργασία στην πάλη ενάντια στη διχτατορία πρέπει να είναι συνεχείς, επίμονες και να επεκταθούν και σε άλλα στελέχη των αστικών κομμάτων. Οι προσπάθειες αυτές πρέπει να εκφράζονται … και με ανάλογη δημιουργική κριτική για την τέτοια ή άλλη στάση τους». (Απόφαση της 17ης ολομέλειας για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα).

«Ο αντικομμουνισμός, οι αυταπάτες που σπέρνουν οι γνωστοί ηγέτες των αστικών κομμάτων σχετικά με την απομάκρυνση της χούντας από ενέργεια της Ουάσιγκτον, η άρνησή τους για συνεργασία αποτελούν βέβαια σοβαρούς λόγους που δυσκολεύουν την ανάπτυξη του αντιδιχτατορικού αγώνα … Το ΚΚΕ θεωρεί ότι άμεσα χρειάζεται η συσπείρωση όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων που αντιτίθενται στη διχτατορία» (Νέος Κόσμος, τεύχος 4, Απρίλης 73).

«Η ΚΕ του ΚΚΕ … καλεί όλους τους αντιπάλους της χούντας, άντρες και γυναίκες, να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους προς το στρατιωτικοφασιστικό καθεστώς με οποιοδήποτε προσιτό τρόπο και μορφή (με ψηφοδέλτιο του ΟΧΙ, με σκισμένο, με σβησμένο, με άκυρο ψηφοδέλτιο, με άδειο φάκελο ή με αποχή) …» (ανακοίνωση για το δημοψήφισμα – φάρσα του 1973). Διαλέγετε και παίρνετε…

Επομένως, και οι δύο πτέρυγες περισσότερο φανερά ή καλυμμένα προωθούν την «αντιδιχτατορική ενότητα» ορίζοντάς την με τρόπο που απέκλειε κάθε αναφορά στον αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του αγώνα. Οποιαδήποτε αναφορά στους αμερικάνους και φυσικά η κατηγορηματική καταγγελία του ρόλου τους στη γέννηση, στη στήριξη και στη διαιώνιση της φασιστικής διχτατορίας, προκαλούσε ρήγματα στην «αντιδιχτατορική ενότητα», λειτουργούσε διασπαστικά και προβοκατόρικα. Η επιμονή σ’ αυτή τη γραμμή παρά τις επαναστατικές μεταμφιέσεις της ομάδας Φλωράκη, γινόταν την ίδια στιγμή που οι μάζες εκδήλωναν ανοιχτά τα αντιαμερικάνικα, αντιφασιστικά αισθήματά τους και σιγά – σιγά ωρίμαζαν οι όροι για την ανοιχτή σύγκρουση με το φασιστικό καθεστώς. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δύο πτέρυγες χαρακτήριζαν ύποπτη και σεχταριστική τη γραμμή της αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης, και έχουν γράψει –αλλά και κάνει- πάρα πολλά όλο το διάστημα της διχτατορίας για την απομόνωση της γραμμής αυτής, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία όπως έδειξαν τα γεγονότα.

Η πορεία προς την εξέγερση

Το να κατασκευάσουμε ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο ενώ οι αντιδραστικές δυνάμεις στο σύνολό τους προετοίμαζαν μια μεταμφίεση της φασιστικής διχτατορίας παρεμβλήθηκε με αυθόρμητο τρόπο ένα κίνημα, ένα λαϊκό ξέσπασμα, σημαίνει ότι η ματιά μας παραμένει σε μια επιφανειακή θεώρηση.

Η πορεία προς την ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με το φασιστικό καθεστώς και ο αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός ήταν μια διαδικασία που είχε ρίζες σε «παλιότερες καταστάσεις», ήταν μια διαδικασία όχι εύκολη.

Για να συνεννοηθούμε, η επιβολή του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος τον Απρίλη του 67 βρήκε εντελώς απροετοίμαστο ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά το λαϊκό κίνημα. Είναι γνωστό εξάλλου πως την ίδια μέρα του πραξικοπήματος η «Αυγή» διατύπωνε τη θέση ότι «είναι απίθανο οι αμερικάνοι να εγκαθιδρύσουν μια διχτατορία σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ». Το σοκ που δέχτηκε η βασική μάζα της αριστεράς ήταν μεγάλο και –δεν υπάρχει λόγος να το κρύψουμε- το πνεύμα του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης ήταν μια κυρίαρχη κατάσταση. Ήταν αποτέλεσμα της εκφυλιστικής διαδικασίας του «νέου πνεύματος» που είχαν διαδώσει οι ρεβιζιονιστές υπεύθυνοι, συνεπώς, τα πρώτα χρόνια της διχτατορίας η κατάσταση πνευμάτων σε μια αριστερή μάζα, που σε άλλες συνθήκες είχε δώσει τόσα πολλά, δεν ήταν καλή κι ούτε ήταν αναμενόμενο να εκδηλωθεί μια έπαρση του αγωνιστικού φρονήματός της.

Αυτά σήμαιναν ότι για μια περίοδο –που αποδείχτηκε σχετικά σύντομη- θα σημειώνονταν υπόγειες διεργασίες και κυρίως ότι μια νέα φουρνιά αγωνιστών θα έμπαινε στο στίβο του αγώνα. Όμως οι αντικειμενικές συνθήκες είχαν τροποποιηθεί και ωθούσαν προς ένα μεγαλύτερο ξεκαθάρισμα των στόχων του αγώνα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος ήταν παροπλισμένος ή –το πολύ- κινούνταν σε πλαίσια που δεν είχαν πολύ σχέση με τις υπόγειες αναζητήσεις νέων ανθρώπων. Ο ρεβιζιονιστικός κόσμος σπαράζονταν από μια μεγάλη κρίση (διάσπαση 68, περιπέτειες κάθε πτέρυγας), και φυσικά ήταν υπόλογοι για τις ευθύνες που έφεραν για την επιτυχία του φασιστικού πραξικοπήματος και την παράδοση της αριστεράς. Η σχέση της φασιστικής χούντας με τον ιμπεριαλισμό και ειδικά με τον αμερικάνικο ήταν εμφανέστατη, όπως ήταν εύκολο να επιχειρηματολογηθεί η αναγκαιότητα συνολικής πάλης ενάντια στις αιτίες που γέννησαν το καθεστώς της 21 Απρίλη σε αντιπαράθεση με το στόχο της επαναφοράς της πολιτικής ζωής στα πλαίσια που ίσχυαν πριν το πραξικόπημα. Συσσωρεύονταν οι όροι για μια βαθιά ριζοσπαστικοποίηση πλατιών στρωμάτων και γίνονταν έντονες διεργασίες στο πιο ευαίσθητο κομμάτι, αυτό της φοιτητικής νεολαίας.

Γύρω στο 71-72 έχουν ήδη συντελεστεί εκείνες οι διεργασίες που επιτρέπουν να εκτιμήσουμε ότι υπάρχει μια έντονη αντιχουντική – αντιαμερικάνικη διάθεση που σε λίγο θα βρει τους δρόμους για να εκφραστεί ανοιχτά και να μετατραπεί σε συγκεκριμένη πράξη, διαμαρτυρία, κινητοποιήσεις, πολιτικό αγώνα, ανοιχτή συνολική σύγκρουση με το καθεστώς.

Η χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης των λαϊκών στρωμάτων, οι συνεχιζόμενες προκλήσεις των αμερικάνικων δυνάμεων στην Ελλάδα, η παροχή όλο και περισσότερων διευκολύνσεων προς τους αμερικάνους, τα πρώτα μέτρα χαλάρωσης της φασιστικής βίας, δημιουργούν ένα ευνοϊκό έδαφος για τη μετατροπή των διαθέσεων σε πράξη.

Η πρώτη (μετά από μετά από εκείνη της 3ης Νοέμβρη 1968 στην κηδεία του Παπανδρέου) ανοιχτή εκδήλωση – διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία έγινε με αφορμή την απαγόρευση της ταινίας Γούντστοκ που θα προβαλλόταν στον κινηματογράφο Παλλάς. Τότε ακούστηκαν και για πρώτη φορά τα αντιαμερικάνικα συνθήματα στους δρόμους της Αθήνας. Λίγες μέρες πριν, πάλι σε κινηματογραφικές προβολές οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και συνθήματα (Φράουλες και αίμα).

Από την πρώτη αυτή εκδήλωση το 1971 μέχρι το Νοέμβρη του 73 έχει διανυθεί πολλή απόσταση και έχουν σημειωθεί πολλές καταχτήσεις. Πρώτα απ’ όλα, με τις πρώτες διαδηλώσεις έχει κουρελιαστεί το δήθεν ακατανίκητο της φασιστικής τρομοκρατίας και έχει εγκαταλειφθεί η αυταπάτη για «βοήθεια απ’ έξω» με την έννοια ότι η δημοκρατική πτέρυγα των αμερικάνων θα επιβάλει μια δημοκρατική λύση.

Στο χώρο των εργαζομένων αναπτυσσόταν ένα διεκδικητικό κίνημα με κύριο αίτημα τις αυξήσεις των μισθών και των ημερομισθίων που έμεναν καθηλωμένα ενώ ο τιμάριθμος ανέβαινε στα ύψη. Το κίνημα αυτό ξεκινάει απ’ την αγανάκτηση των εργαζομένων, προχωράει στις ανοιχτές συζητήσεις και ζυμώσεις και φτάνει στη διατύπωση συγκεκριμένων απαιτήσεων και μέχρι τη στάση εργασίας και την απεργία. Οι εργαζόμενοι στους μεγαλύτερους κλάδους της οικονομίας, όπως οι εργάτες των μεταφορών, οι σιδηροδρομικοί, οι οικοδόμοι, οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία τροφίμων, στη βιομηχανία χαρτιού, στην κλωστοϋφαντουργία, στη ΔΕΗ κλπ, διατυπώνουν την αξίωση των αυξήσεων των αποδοχών τους, ενώ σημειώνονται αρκετές στάσεις εργασίας και απεργίες.

Την ίδια περίοδο σημειώνονται μαζικά και απότομα ξεσπάσματα των αγροτών είτε στη βάση της υπεράσπισης της γης τους από ληστρικές απαλλοτριώσεις είτε στη βάση της υπεράσπισης της παραγωγής τους απ’ την επίθεση του μεγάλου κεφάλαιου και του κράτους. Έτσι έχουμε μαχητικές κινητοποιήσεις των αγροτών στα Μεγάλα Καλύβια, στα Σπάτα, στο Μενίδι, στο Καματερό, στα Μέγαρα, στα Μέθανα, στην Ελευσίνα, στο Παγγαίο, για την υπεράσπιση των χωραφιών τους. Άρνηση των κτηνοτρόφων να παραδώσουν το γάλα σε τιμές κάτω του κόστους, άρνηση για τον ίδιο λόγο των παραγωγών ζαχαρότευτλου να παραδώσουν την παραγωγή τους για τα κρατικά εργοστάσια ζαχάρεως.

Όμως είναι οι φοιτητικοί αγώνες που με την ανάπτυξη και την ορμή τους δίνουν μια νέα ποιότητα στις διαθέσεις και στην πάλη ολόκληρου του λαού. Τα βασικά χαρακτηριστικά των φοιτητικών αγώνων αυτή την περίοδο είναι : α) η αγωνιστικότητά τους, β) η μαζικότητά τους, γ) το πολιτικό με αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα περιεχόμενό τους, δ) η συμπαράσταση και υποστήριξη του λαού και ε) η συνέχεια και το ανέβασμα των εκδηλώσεων, το προχώρημα σε ανώτερες μορφές πάλης. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που δίνουν στους φοιτητικούς αγώνες την ιδιαίτερη σημασία τους. Οι αγώνες των φοιτητών δεν αποτελούν απλώς συνέχιση της λαϊκής αντίστασης που όλα τα χρόνια και με διάφορους άλλους τρόπους είχε εκδηλωθεί. Αποτελούν ένα ποιοτικό άλμα, βάζοντας όπως φάνηκε και στη συνέχει στη σφραγίδα τους στην πορεία ανάπτυξης και του φοιτητικού κινήματος αλλά και του γενικότερου λαϊκού κινήματος της Ελλάδας.

Έτσι την ίδια περίοδο που οι δυνάμεις της αντίδρασης σπαράσσονται από αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν μια βαθιά κρίση, την ίδια περίοδο που όλος ο αστικός και ρεφορμιστικός πολιτικός κόσμος προσαρμόζεται στη φασιστική νομιμότητα και σπέρνει την ηττοπάθεια και την αδράνεια, αναπτύσσεται με έναν ορμητικό τρόπο ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα με πρωτοπόρο το φοιτητικό τμήμα του και οδηγούμαστε γρήγορα προς την ανοιχτή μαζική συνολική σύγκρουση με το καθεστώς της ξενοκρατίας και του φασισμού. Είναι αυτή η δυναμική που σφραγίζει τις εξελίξεις και χαλάει όλο το σκηνικό της ομαλοποίησης.

Στο φοιτητικό χώρο, μέσα στις νόμιμες μαζικές οργανώσεις όπως οι τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι, μέσα στις σχολές με τις παράνομες ή ημινόμιμες επιτροπές αγώνα που συγκροτούνται σε όλες τις σχολές και με βάση την πείρα των ίδιων των φοιτητών από τους αγώνες τους, διεξάγεται μια έντονη πολιτικο-ιδεολογική αντιπαράθεση σχετικά με τον προσανατολισμό του κινήματος και σταδιακά κερδίζει έδαφος ο αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός προσανατολισμός και ξεπερνιέται η συμβιβαστική ρεφορμιστική γραμμή. Ήδη στο φοιτητικό χώρο, πέρα από τις δυνάμεις της ρεβιζιονιστικής αριστεράς, δρουν σχηματισμοί και ομάδες που αναφέρονται στον αντιρεβιζιονιστικό χώρο ή στο χώρο της επαναστατικής αριστεράς. (Τέτοιες δυνάμεις ήταν η ΑΣΠΕ, η ΟΣΕ και η ΟΜΛΕ με τις αντιφασιστικές – αντιιμπεριαλιστικές επιτροπές). Στα χρόνια αυτά, 1972,73, οι δυνάμεις αυτές αποτελούν μια μειοψηφία συγκρινόμενες με εκείνες της ρεφορμιστικής αριστεράς, αλλά κατορθώνουν να διεξάγουν με επιτυχία την αντιπαράθεση με τη ρεφορμιστική γραμμή και φυσικά δίνουν τον τόνο στις περισσότερες κινητοποιήσεις του κινήματος. Ο ρόλος των ρεφορμιστών (Αντι-ΕΦΕΕ, Ρήγας Φεραίος) είναι καθαρά πυροσβεστικός και περιορίζεται στην προσπάθεια να μην πάρουν άλλες διαστάσεις οι φοιτητικές διαμαρτυρίες. Πέρα όμως από τις οργανωμένες δυνάμεις της περιόδου αυτής, δημιουργείται μια μαχητική πρωτοπορία αρκετών εκατοντάδων φοιτητών που υποστηρίζουν την αγωνιστική γραμμή και δραστηριοποιούνται προπαγανδίζοντας την κόντρα στις ρεφορμιστικές μεθοδεύσεις. Χωρίς αυτή την πολιτικά πιο προχωρημένη μερίδα του φοιτητικού κινήματος και το σταδιακό πέρασμά της στην πλευρά των αντιρεφορμιστικών δυνάμεων, δεν θα μπορούσαν να είχαν κερδηθεί μια σειρά από πολιτικές μάχες με τους ρεφορμιστές.

Πλησιάζοντας προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου έχουμε εκδηλώσεις μιας καινούργιας κατάστασης: Η πορεία της 25ης Σεπτέμβρη στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, μόλις δηλαδή ανοίγουν οι σχολές, παίρνει αμέσως αντιιμπεριαλιστικό και αντιαμερικάνικο χαρακτήρα. Στη διαδήλωση και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου δεν συμμετείχαν μονάχα φοιτητές αλλά παρουσιάστηκε το φαινόμενο της κοινής δράσης φοιτητών και εργαζόμενων, κάτι που λίγες μέρες μετά θα φαινόταν καθαρά στο Πολυτεχνείο. Ωρίμαζαν οι όροι για ένα παλλαϊκό ξεσήκωμα ενάντια στη χούντα και τους πάτρωνές της.
Στην πράξη, μέσα στη ζωή είχαν επιβεβαιωθεί θέσεις και εκτιμήσεις που είχαν προβάλει από τις αρχές της δεκαετίας του 60 οι δυνάμεις εκείνες που κατάγγειλαν τον ρεβιζιονιστικό εκφυλισμό και σήκωσαν την σημαία της αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η επιβεβαίωση, καθώς και η εκτίμηση πως το αν θα πέρναγε σε ένα ανώτερο στάδιο η πάλη του λαού μας καθοριζόταν πέρα για πέρα από τον υποκειμενικό παράγοντα, παραπέμπει αναγκαστικά στο πρόβλημα της ποιότητας, της σταθερότητας, του ατσαλώματος και της ιδεολογικής προετοιμασίας. Σήμερα είναι επιβεβαιωμένο το γεγονός ότι οι ελλείψεις αλλά και πολλές εκδηλώσεις μικροαστικού πνεύματος εμπόδισαν και να βαθύνει περισσότερο το ρήγμα μα τον αστικό και ρεβιζιονιστικό κόσμο –γιατί ρήγμα υπήρξε και μάλιστα μεγάλο- αλλά και να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο η παρακαταθήκη του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου

Βλέποντας σήμερα, μετά από 20 χρόνια, την εξέγερση δεν μπορούμε να μην τη θεωρήσουμε –πέρα από κορυφαία αντιφασιστική και αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση- σαν αποτέλεσμα της έκβασης της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο γραμμές που υπήρχαν και συγκρούονταν στο λαϊκό κίνημα συνολικά και ειδικά στο πιο οργανωμένο κομμάτι του, το φοιτητικό κίνημα.

Πολλοί εφησυχάζουν διαπιστώνοντας πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν αυθόρμητη γιατί θεωρούν –πάλι λαθεμένα- πως το γεγονός αυτό τους απαλλάσσει από τη διερεύνηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της και του συγκεκριμένου προσανατολισμού της. Η εξέγερση παίρνει έτσι μια μυθολογική διάσταση έξω από χρόνο και τόπο, της αφαιρείται κάθε ιστορικότητα και ο καθένα κρατά ότι του κολλάει περισσότερο. Άλλος αναγνωρίζει μόνο την «εργατική συνέλευση» στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο, άλλος το θεωρεί προϊόν του αντιεξουσιαστικού χώρου γιατί είχε γραφτεί το σύνθημα «Κάτω το κράτος» και οι γραφειοκράτες έτρεξαν να το σβήσουν. (Κάποιοι άλλοι χρησιμοποιούν την ημερομηνία για τίτλο τους –άλλη μια μορφή καπηλείας- ξεχνώντας το ουσιαστικό, δηλαδή ότι το Πολυτεχνείο ήταν μια μαζική μαχητική σύγκρουση κι όχι ένα υποκατάστατο αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας). Κάπως έτσι μετά, χωρίς πολύ κόπο, οι κυρίαρχες δυνάμεις περνάνε την εικόνα της κορυφαίας αντιχουντικής εκδήλωσης που συνέβαλε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας κλπ.

Απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα, προκύπτουν ορισμένα δεδομένα που όποιος διαπραγματεύεται την εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν επιτρέπεται να αγνοεί. Ποια είναι αυτά; Πρώτον, ότι οδηγούμαστε με γρήγορους ρυθμούς σε ένα νέο στάδιο των λαϊκών αγώνων σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης και δυσκολιών των φασιστών. Δεύτερο, ότι μέσα σε όλους τους μικρούς και μεγάλους αγώνες που είχαν γίνει μέχρι τότε, ήταν έντονη η ιδεολογική αντιπαράθεση, η διαπάλη και τελικά η απομόνωση της ρεφορμιστικής γραμμής. Απορριπτόταν η γραμμή της προσαρμογής στη φασιστική νομιμότητα και της συμπληρωματικότητας προς την αστική πολιτική και υιοθετούνταν μια άλλη που η ουσία της ήταν πως δεν μπορούσε να υπάρξει πραγματική ριζική αλλαγή προς όφελος του λαού αν δεν απαλλασσόταν η χώρα από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, αν δεν γκρεμιζόταν συνολικά το καθεστώς της υποτέλειας και της ξενοκρατίας. Σύμφωνα με τη γραμμή αυτή, ο χαρακτήρας του αγώνα ήταν αντιφασιστικός – αντιιμπεριαλιστικός, δηλαδή ο στόχος ήταν το γκρέμισμα του φασιστικού καθεστώτος και το διώξιμο των ιμπεριαλιστών από την Ελλάδα. Τρίτο, είναι η πρώτη φορά που η γραμμή αυτή γίνεται γραμμή του μαζικού κινήματος και βλέπουμε την τεράστια αποτελεσματικότητά της σε αντίθεση με το τέλμα και την αποσύνθεση που καταδικάζουν το κίνημα η υιοθέτηση της αστικής και ρεφορμιστικής γραμμής. Τέταρτο, και η πρόκληση είναι υπαρκτή για όλους, η ουσιαστική παρακαταθήκη του Πολυτεχνείου σχετίζεται με τη γραμμή αυτή κι όχι το αντίστροφο που έτρεξαν να υποστηρίξουν διάφορες υπεραριστερές απόψεις, ότι τάχα αυτό ακριβώς το περιεχόμενο άφησε τα περιθώρια για την ενσωμάτωση του Πολυτεχνείου και άλλα παρόμοια.

Η λέξη εξέγερση μπορεί να πάρει διάφορα περιεχόμενα έτσι που να λέει πολλά, ίσως όμως και τίποτα μετατρεπόμενη σε ένα ακίνδυνο επίθετο κάποιου συμβάντος. Μέσα στην πείρα του κομμουνιστικού κινήματος η εξέγερση αφορούσε μια ανώτερη μορφή πάλης για την οποία προπαρασκευάζονταν οι γενικοί όροι αλλά και εμπεριείχε ένα σχεδιασμό. Στο παρελθόν, στις εξεγέρσεις είχαμε την εμφάνιση οργάνων μαζικής άμεσης πάλης, την οργάνωση και παρουσία άμεσα μαχητικών δυνάμεων, κι αυτά ήταν στοιχεία που πρόκυπταν από την τεράστια αυτενέργεια των μαζών σε τέτοιες συνθήκες αλλά και από το επίπεδο οργάνωσης, συγκρότησης και ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα. Σε πολλές περιπτώσεις μέσα στην εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος υπήρχε μέχρι και ο χρονικός προσδιορισμός της εξέγερσης καθώς και η κατάστρωση κάποιου σχεδίου για την αποτελεσματικότητά της. Αυτό εκφραζόταν με τον όρο «οργάνωση της εξέγερσης με την πιο στενή σημασία της λέξης».

Έτσι, ένας καθοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου είναι η γενική εκτίμηση του επίπεδου οργάνωσης και συγκρότησης του επαναστατικού κινήματος την περίοδο εκείνη, ο βαθμός προετοιμασίας για την εξέγερση. Θέλουμε να πούμε πως η ίδια η δυναμική των πραγμάτων ωθούσε με γρήγορο και ίσως ασυγκράτητο ρυθμό σε μια μετωπική σύγκρουση, σε ένα ξέσπασμα των αγωνιστικών διαθέσεων του λαού και άρα θα είχαμε μια αναπόφευκτη έκρηξη, σε συνθήκες όμως που ο βαθμός οργάνωσης και προετοιμασίας του υποκειμενικού παράγοντα με την πιο γενική έννοια ήταν πολύ μικρός. Αυτή η διαπίστωση δεν μειώνει σε τίποτα τη σημασία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, της προσδίδει όμως τις πραγματικές της διαστάσεις και παράλληλα θέλει να είναι αυστηρή όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης σαν καθορισμένη στιγμή της ταξικής πάλης. Από την άλλη, το επίπεδο ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα δεν είναι το καθοριστικό στο να προσδιοριστεί μια στάση απέναντι στα αναπόφευκτα ξεσπάσματα, εκρήξεις και εξεγέρσεις με την πλατιά έννοια του όρου. Αυτό σημαίνει πως όταν εκτιμιέται πως ωριμάζουν οι όροι για ένα ξέσπασμα, όταν αντικειμενικά η κατάσταση σπρώχνει και σπρώχνεται προς μια δυναμική αναμέτρηση, όπως γινόταν τις μέρες του φθινοπώρου του 73, το καθήκον των επαναστατικών δυνάμεων δεν είναι αν μεμψιμοιρούν για το επίπεδο ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος αλλά να στρωθούν στη δουλειά ώστε να εκφραστεί η συσσωρευμένη αγανάκτηση των μαζών πιο δυνατά και πιο αποφασιστικά, να βαθύνει το ρήγμα με τις δυνάμεις της αντίδρασης, να απομονωθούν οι ψεύτικοι φίλοι και συνολικά να βρεθεί το επαναστατικό κίνημα σε καλύτερες θέσεις. Πολλές φορές η ισχυροποίηση του επαναστατικού κινήματος γίνεται μέσα και από την καταστολή των διαφόρων εξεγέρσεων. Ο Λένιν τέλειωνε πολλά άρθρα του στην ταραγμένη περίοδο του 1905 ως εξής: «Το ξέσπασμα της εξέγερσης πνίγηκε ακόμα μια φορά. Ακόμα μια φορά: ζήτω η εξέγερση!»

Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας του κομμουνιστικού κινήματος δεν είναι ο «ρεαλισμός» και ο πραγματισμός. Ο «απολογισμός» της κάθε προσπάθειας, κάθε αγώνα, εξέγερσης και επανάστασης ακόμα, δεν γίνεται με το αν «πέτυχε», αν σταθεροποιήθηκε κλπ. πρώτο επίπεδο επιτυχίας είναι η καταγραφή της αναγκαιότητας και της δυνατότητας τέτοιων πρωτοβουλιών από τις μάζες. Δεύτερο, η εξαγωγή συμπερασμάτων γύρω από τα λάθη, τις αδυναμίες, τις ελλείψεις που θα καταστήσουν το «επόμενο βήμα» πιο αποτελεσματικό, πιο πλούσιο. Τρίτο, η εμπειρία των μαζών και τα μεγάλα γεγονότα, αυτά που σφραγίζουν τη συνείδηση και την ιστορική μνήμη, έχουν έναν ενεργητικό χαρακτήρα στο ξετύλιγμα της ταξικής πάλης. Τέταρτο, χωρίς τέτοιες απόπειρες, που δεν έχουν τίποτα κοινό με τον πραξηκοπιματισμό και τον τυχοδιωκτισμό, δεν είναι δυνατή η διαπαιδαγώγηση και η σφυρηλάτηση δυνάμεων ικανών να νικήσουν.

Γιατί όμως χαρακτηρίζουμε εξέγερση τα γεγονότα του Πολυτεχνείου; Γιατί δεν ήταν απλά μια εκδήλωση του φοιτητικού κινήματος, αλλά ξεπέρασε αυτά τα πλαίσια πολύ γρήγορα, είχε ένα συγκεκριμένο πολιτικό και μαχητικό χαρακτήρα, κάλεσε το λαό να ξεσηκωθεί και να αγωνιστεί ενάντια στην τυραννία, εκδηλώθηκε σε μεγάλο βαθμό η ανταπόκριση και η συμμετοχή πλατιών μαζών στις κινητοποιήσεις, οργανώθηκαν μαχητικές εκδηλώσεις σε διάφορους χώρους του κέντρου και των γειτονιών, ξεσηκώθηκαν και σε άλλες περιοχές κινήματα συμπαράστασης, έγινε αναγκαία για την καταστολή της η προσφυγή στα τανκς, στην άμεση ανοιχτή αντεπαναστατική βία μέσω του πιο οργανωμένου εργαλείου αυτής της βίας, του στρατού. Μέσα στην εξέγερση αυτή δημιουργήθηκαν όργανα άμεσης μαζικής πάλης όπως η Συντονιστική Επιτροπή κατάληψης του Πολυτεχνείου, οι γενικές συνελεύσεις των εγκλεισμένων μέσα στο Πολυτεχνείο, διάφορες επιτροπές κλπ.

Όσο είναι μύθος η εικόνα που θέλει όλος ο αθηναϊκός λαός να βρίσκεται μέσα ή γύρω από το Πολυτεχνείο, άλλο τόσο είναι ψεύτικη η εικόνα που θέλει να βλέπει το Πολυτεχνείο σαν μια φοιτητική εκδήλωση. Είναι χαρακτηριστικά δύο γεγονότα που δείχνουν άλλα πράγματα: Στις συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας όλη τη μέρα της Παρασκευής δεν είναι η φοιτητική μάζα που πρωταγωνιστεί αλλά κυρίως οι εργαζόμενοι. Στις συλλήψεις που έγιναν μετά την καταστολή περίπου το 50% των συλληφθέντων ήταν εργαζόμενοι. Αυτά αποδεικνύουν ότι γύρω από το Πολυτεχνείο συσπειρώθηκε μια μαχητική πρωτοπορία μερικών χιλιάδων αγωνιστών, που η κοινωνική τους σύνθεση ήταν νεολαίοι και εργαζόμενοι, οι οποίοι και σήκωσαν το βάρος της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις της καταστολής. Αυτό το δυναμικό και αυτή η παρουσία αποσιωπήθηκε και στη συνέχεια ξεχάστηκε από τις δυνάμεις που αναφέρονται πολύ στο Πολυτεχνείο. Αυτό το δυναμικό που έμπρακτα πιστοποιούσε το βάθος του ρήγματος με την αστική και ρεβιζιονιστική γραμμή, ξανάδωσε την παρουσία του μετά ένα χρόνο στην πορεία που έγινε για τον γιορτασμό της πρώτης επετείου του Πολυτεχνείου στις 15/11/74, κόντρα σ’ ολόκληρο τον αστικό και ρεβιζιονιστικό κόσμο που συμμορφώθηκαν με την καραμανλική υπόδειξη για εκλογές στις 17/11/74. τότε στην πορεία που έγινε στις 15/11 συμμετείχαν πάνω από 50.000 άτομα, και ένα μεγάλο τμήμα της αποτελούνταν απ’ αυτή τη μαχητική πρωτοπορία που τις μέρες της εξέγερσης είχε παίξει έναν σημαντικότατο ρόλο. Οι προβληματισμοί όμως και οι «στοχοθεσίες» των οργανώσεων της εποχής ήταν διαφορετικές…

Τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη και αμέσως μετά τη διαδήλωση στο μνημόσυνο του Παπανδρέου, επικρατεί αναβρασμός μέσα στους φοιτητικούς χώρους και είναι φανερό ότι θα εκδηλώνονταν αγώνες. Η αφορμή για τις κινητοποιήσεις σχετίζονταν με ένα πρόβλημα φοιτητικό, τις εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους. Πρόκειται για αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση –ενώ το θέμα αυτό είχε απασχολήσει σοβαρά το φ.κ. την προηγούμενη περίοδο και είχαν εκφραστεί και συγκρουστεί οι δύο κατευθύνσεις και στο ζήτημα αυτό- ακριβώς γιατί γρήγορα παραμερίστηκε και τέθηκαν τα συνολικότερα ζητήματα και αιτήματα της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Αν και η κατάληψη ξεκίνησε σαν μια εκδήλωση διαμαρτυρίας των φοιτητών του Πολυτεχνείου για το πρόβλημα των εκλογών, γρήγορα, από την πρώτη μέρα, από τις πρώτες ώρες, η παραμονή και η κατάληψη στο Πολυτεχνείο έπαιρναν το χαρακτήρα της καταγγελίας συνολικά του καθεστώτος της διχτατορίας και του ιμπεριαλισμού.

Έτσι ένα πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε ήταν το αν πρόκειται για εκδήλωση που θα περιοριζόταν στα φοιτητικά γενικά ζητήματα ή θα έπαιρνε το χαρακτήρα του γενικότερου πολιτικού γεγονότος. Οι αιτιάσεις περί αυθόρμητου χαρακτήρα λησμονούν πως έγιναν μια σειρά από αντιπαραθέσεις σχετικά με διάφορα ζητήματα που από την έκβαση αυτών των αντιπαραθέσεων πρώτα είχαμε το γεγονός της παραμονής την Τετάρτη 14/11/73 μέσα στο Πολυτεχνείο κι άρα το ξεκίνημα της κατάληψης, μετά είχαμε την αντιπαράθεση για το αν ο αγώνας θα αφορούσε μια φοιτητική κινητοποίηση ή κάτι γενικότερο, στη συνέχεια όταν πλέον είχε κερδηθεί και αυτή η μάχη έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι συντονισμένες προσπάθειες να περιοριστεί το Πολυτεχνείο στη γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας», της «οικουμενικής κυβέρνησης όλων των αντιδιχτατορικών δυνάμεων» και τελικά, η πετυχημένη έκβαση και αυτής της αντιπαράθεσης θα προσδώσει τον αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα στην εξέγερση. Την Τετάρτη 14/11/73 ξεκινάει μια φοιτητική διαμαρτυρία που όμως γρήγορα μετεξελίσσεται σε μια εξέγερση στις 16/11/73. Χωρίς την αντιπαράθεση των δύο γραμμών και την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των προσπαθειών να περιοριστεί η κινητοποίηση είναι ζήτημα αν θα υπήρχε το γεγονός της εξέγερσης. Αυτό το γνωρίζουν όλοι όσοι έπαιξαν ένα δραστήριο ρόλο στα γεγονότα είτε υποστηρίζοντας τη μία κατεύθυνση είτε την άλλη. Ο υπερτονισμός του αυθόρμητου χαρακτήρα των εκδηλώσεων των ημερών εκείνων, διευκόλυνε και διευκολύνει όσους θέλουν εκ των υστέρων να εμφανίζονται σαν οι βασικοί συντελεστές της εξέγερσης ενώ ήταν γνωστή η στάση τους μέσα στα γεγονότα. Έτσι μπορούν να αποφεύγουν και τις όποιες ευθύνες μπορούσαν να τους ζητήσουν οι πλέον πολιτικοποιημένοι αγωνιστές. Είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα το αν η εξέλιξη των γεγονότων ξεπέρασε κατά πολύ τις δυνατότητες και το επίπεδο προετοιμασίας των δυνάμεων που κατευθύνονταν στη γραμμή της συνολικής αντιπαράθεσης –και γι’ αυτό μιλήσαμε πιο πάνω- και είναι τελείως διαφορετικό να χαιρετίζεις εκ των υστέρων τη βασικά αυθόρμητη εξέγερση του Πολυτεχνείου, αφού προηγουμένως έκανες ότι μπορούσες για να μη γίνει και στη συνέχεια την κατάγγειλες σαν έργο πρακτόρων και προβοκατόρων, και να δέχεσαι χωρίς ντροπή να ποζάρεις σαν γνήσιος εκφραστής του μηνύματος και του πνεύματος του Πολυτεχνείου. Και δυστυχώς αυτή ήταν η στάση του ελληνικού ρεβιζιονισμού και ειδικά της «σκληρής» του πτέρυγας.

Η χρονική απόσταση από τότε και η ουσιαστική σιωπή πολλών απ’ όσους γνωρίζουν καλά το τι έγινε τότε, μας υποχρεώνει να γίνουμε κάπως αναλυτικοί στην τεκμηρίωση των ισχυρισμών μας αυτών. Θα χρησιμοποιήσουμε μάλιστα ορισμένες πηγές που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, και ειδικά τοποθετήσεις που προέρχονται από τον ίδιο το χώρο του ΚΚΕ. Συμπληρωματικά μονάχα θα αναφερθούμε και σε άλλες πηγές απ’ το χώρο που τότε προώθησε την κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Σχετικά με το αν ήθελαν ή όχι την κατάληψη του Πολυτεχνείου, σε ένα ντοκουμέντο με τίτλο «Έκθεση και συμπεράσματα για τα Γεγονότα του Νοέμβρη 1973» που εγκρίθηκε στην 4η ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του Ιούλη του 1976 και δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ 11/1976, αναφέρονται τα εξής: «Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ανοργάνωτα, συζητιέται πλατιά τι θα γίνει παραπέρα και από πολλούς –κυρίως οργανωμένους και περισσότερο ανοργάνωτους αριστεριστές- προβάλλεται η προοπτική της κατάληψης όχι στη βάση κάποιου σχεδίου αλλά αυτοσχεδιασμών…Οι αριστεριστές… είχαν ταχθεί υπέρ της κατάληψης, χωρίς όμως να προτείνουν τι προοπτική θα είχε αυτή η ενέργεια, σε τι θα αποσκοπούσε. Ήταν φανερό πως ούτε η πρότασή τους αυτή ξεκινούσε από κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Η Α-ΕΦΦΕΕ σαν παράταξη ταλαντεύεται και δεν παίρνει θέση ανοιχτά με κανέναν συνδικαλιστή της (σελ. 97). Πιο κάτω, στη σελίδα 112, γίνεται αναφορά σ’ ένα διαχρονικό όσον αφορά την αξία του συμπέρασμα: «… είναι μάλλον βέβαιο ότι αν η ΚΝΕ ήταν σωστά προετοιμασμένη και τα στελέχη της δούλευαν έγκαιρα, σωστά και επί τόπου μέσα στο φοιτητικό κίνημα μ’ αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν δυνατόν ή να μην επιλεγεί καθόλου η μορφή της κατάληψης, ή αν και προσωρινά πραγματοποιούνταν, να στρέφονταν γρήγορα προς άλλες κατευθύνσεις».

Σε ένα χειρόγραφο κείμενο που απευθυνόταν στην καθοδήγηση του ΚΚΕ με γενικό τίτλο «γεγονότα και εκτιμήσεις για το Πολυτεχνείο» (Νοέμβρης 1974), ο Γιάννης Γρηγορόπουλος, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου, γράφει για το ίδιο θέμα: «Ερμηνεύοντας αυτή τη διστακτική μας στάση απέναντι στην κατάληψη αλλά και στην εξέλιξή της σε αντιφασιστική – αντιιμπεριαλιστική εκδήλωση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ένα φόβο μπροστά στις ταχύρυθμες εξελίξεις που θα ξέφευγαν –πιθανώς- από τον έλεγχό μας και παραπέρα έναν περίεργο «ρεαλισμό» στην ταχτική μας, που φανέρωνε ότι δε βλέπαμε καθόλου στη μελλοντική μας προοπτική την ανατροπή της διχτατορίας μέσα από μορφές πάλης δυναμικής αναμέτρησης του λαού είτε αγωνιστικής του αντιπαράθεσης με ανώτερες μορφές πάλης ενάντια στη διχτατορία. Εδώ μπαίνει φυσικά το ερώτημα: πως αλλιώς βλέπαμε να εξελίσσονται τα πράγματα έτσι ώστε η ανατροπή της διχτατορίας να μην προέλθει σα συμβιβασμός χούντας και αμερικάνων από τη μία και των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων από την άλλη και με διάδοχη λύση μια κοινοβουλευτική δημοκρατία υπηρέτη των μονοπωλίων –πάλι- αλλά η αλλαγή στη χώρα μας να συνδυαστεί με μια λύση υπέρ των προοδευτικών δυνάμεων και σ’ όφελος του λαού μας».

Από άλλες μαρτυρίες, αλλά και από την προηγούμενη (και επόμενη) πραχτική τους, γνωρίζουμε πως την Τετάρτη μέχρι αργά το απόγευμα έκαναν ότι μπορούσαν για να μην πραγματοποιηθεί η κατάληψη. Εκμεταλλευόμενοι την απόφαση των Μηχανολόγων να αποχωρήσουν και διαδίδοντας φήμες για επικείμενη επίθεση της αστυνομίας, προσπάθησαν να πείσουν τον κόσμο να αποχωρήσει. Οι ίδιοι για ένα διάστημα αποχώρησαν (πήγαν στο Σύλλογο Στερεοελλαδιτών για να επιστρέψουν όταν είδαν ότι η κατάληψη είναι γεγονός).

Από τη στιγμή που αποφασίζεται η κατάληψη, αρχίζει μια επιχείρηση με τρία επίπεδα: α) ελέγχου της κατάληψης και όλων των καίριων θέσεων, β) υποβάθμισης του πολιτικού της περιεχομένου με απόπειρες να δοθεί ένας περιορισμένος χαρακτήρας γύρω από φοιτητικά αιτήματα και γ) αναζητούνται παράλληλα τρόποι «απαγκίστρωσης» από το Πολυτεχνείο.

Η δημιουργία της Συντονιστικής Επιτροπής ήταν μια πρώτη κίνηση που προωθήθηκε από δυνάμεις που είχαν έναν αγωνιστικό προσανατολισμό και ήθελαν να αποφύγουν το «καπέλωμα» από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις και ει δυνατόν να αποφεύγονταν τα αρνητικά στον τομέα αυτόν που είχαν παρουσιαστεί στις καταλήψεις της Νομικής λίγους μήνες πριν. Έτσι συγκροτήθηκε η προσωρινή Σ.Ε. την Τετάρτη που η θητεία της έληξε την Πέμπτη όταν είχε φουντώσει για καλά η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο γραμμές, και τότε εκλέχτηκε μέσα από γενικές συνελεύσεις η Σ.Ε. κατάληψης του πολυτεχνείου. Βέβαια συνέβησαν πολλές καταστρατηγήσεις των αποφάσεων της Σ.Ε. και διάφορες πραξικοπηματικές ενέργειες από μεριάς των ρεφορμιστών όπου τους δινόταν η δυνατότητα.

Διαβάζουμε σχετικά στο κείμενο του Γιάννη Γρηγορόπουλου: Δυσκολία επίσης στην ομαλή λειτουργία της πρώτης Σ.Ε. δημιουργήθηκαν και από την όξυνση της ιδεολογικής πάλης, κύρια με τους αριστεριστές, μέσα σ’ αυτήν. Η έντονη διαφοροποίηση στην τακτική των διάφορων οργανώσεων, από το καλοκαίρι του 73, είχε δημιουργήσει ένα κλίμα έντασης στις σχέσεις τους, που δεν ευνοούσε μια κοινή αντιμετώπιση της κατάστασης και μια μόνιμη συνεργασία για την καθοδήγηση της εξέγερσης. Η έλλειψη ενός οργάνου συνεργασίας σε επίπεδο οργανώσεων ήταν φανερή. Η αδυναμία αυτή σημάδεψε όλη την κατάληψη της κατάληψης και δημιούργησε σοβαρότατες δυσκολίες στη γρήγορη και υπεύθυνη αντιμετώπιση της κατάστασης. Σ’ αυτό υπάρχουν και δικές μας ευθύνες αλλά κύρια ευθύνονται οι άλλες οργανώσεις (αριστερίστικες και ο ΡΦ) που μας αντιμετώπιζαν με καχυποψία ρίχνοντάς μας τι «ρετσινιά» ότι προσπαθούμε να «φορέσουμε καπέλο» στις συνεργασίες μας. Ορισμένα δικά μας λάθη στο φ.κ. τροφοδότησαν αυτό το μύθο, που έβλαψε το φ.κ. μέχρι και μετά την αλλαγή του Ιούλη και δεν βοηθούσε καθόλου στη συσπείρωση των αντιδιχτατορικών δυνάμεων και την ενιαία δράση τους.

Το απόγευμα της Πέμπτης στο γραφείο συνεδριάσεων της Σ.Ε. ο Λαζαρίδης (που τότε υπήρχε η εντύπωση ότι ήταν στην Α-ΕΦΕΕ) προσπάθησε να περάσει σα θέση της Σ.Ε. τη γραμμή για «οικουμενική κυβέρνηση» με τον Καραγκουλέ και την Καρυστιάνη να δείχνουν ότι συμφωνούν. Την ίδια γραμμή είχανε προσπαθήσει να περάσουν και ο Παπαβασιλόπουλος με τον Τσεμπελή στον πομπό λίγο νωρίτερα χωρίς επιτυχία. Παρόλο που παρουσιάστηκε σαν κοινή γραμμή Α-ΕΦΦΕ και ΡΦ δεν πέρασε τελικά γιατί οι υπόλοιποι συνδικαλιστές μέλη της Α-ΕΦΕΕ δεν δέχτηκαν να την προβάλουν θεωρώντας την προσπάθεια αυτή για τη μεταφορά γενικών συνθημάτων προπαγάνδας και ζύμωσης σα λανθασμένη αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης… Το γεγονός αυτό δημιούργησε μια πρώτη διάσταση στη Σ.Ε. που έδωσε όπλα στους αριστεριστές να μας επιτεθούν παντού και να μειώσουν το κύρος της. Επίσης άφησε άσχημες εντυπώσεις σε όλους μας και δημιούργησε αμφιβολίες για το κατά πόσο η καθοδήγηση της οργάνωσης είχε αντιληφθεί σωστά τις ανάγκες της συγκεκριμένης στιγμής και το κατά πόσο μπορούσε να χαράξει μια σωστή προοπτική της εξέγερσης. Το βράδυ της Πέμπτης είχε γίνει προσπάθεια να πολυγραφηθεί ένα κείμενο από ένα χαρτί που μου είχε δώσει ο Καραγκουλές με έναν κατάλογο των φοιτητικών αιτημάτων που προβάλαμε στις ΓΣ των σχολών. Έχω την εντύπωση ότι τα αιτήματα δεν συνδέονταν με τις πολιτικές μας απόψεις για ανατροπή της διχτατορίας. Πάντως σε αυτό το κείμενο είχαν αντιδράσει συνδικαλιστές και μάλιστα η ΑΑΣΠΕ άρχισε να καταγγέλλει ότι το έχει γράψει η Α-ΕΦΕΕ. Για ένα διάστημα λέγονταν από τα μεγάφωνα αλλά υπήρξε έντονη αντίδραση απ’ τον κόσμο και αποσύρθηκε αμέσως. Φυσικά το γεγονός αυτό επέτεινε τη σύγχυση για το ποια είναι τέλος πάντων η γραμμή μας και οδήγησε σε κάποια αδράνεια και παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης από πολλούς συνδικαλιστές μας.

Η σύγχυση έγινε μεγαλύτερη την Παρασκευή τα ξημερώματα όταν παρατηρήσαμε να έχουν πέσει στο Πολυτεχνείο πολλές προκηρύξεις της Α-ΕΦΕΕ που αναφέρονταν στις φοιτητικές εκλογές με συνθήματα όπως «ελεύθερες εκλογές», «κάτω η ΕΚΟΦ». Αυτές προφανώς ρίχτηκαν στα πλαίσια της γραμμής αυτής, παρ’ όλο που είχαν ετοιμαστεί για συνθήκες τελείως διαφορετικές» (σελ 13-14). «Η αδυναμία της πρώτης Σ.Ε. να δώσει μια προοπτική συγκεκριμένη στον αγώνα καθώς και η σύγχυση και η απογοήτευση που υπήρχε σ’ όλους μας μετά το παλαντζάρισμα μεταξύ «καθαρών φοιτητικών αιτημάτων» και «οικουμενικής κυβέρνησης», που οξύνθηκε με το σύνθημα της «γενικής απεργίας», έκαναν ώστε να συζητηθεί και να περάσει ντε φάκτο η πρόταση για εκλογή νέας Σ.Ε. από τις ΓΣ των σχολών μέσα στο Πολυτεχνείο…Έτσι μπήκαμε απρόοπτα σε μια διαδικασία που δεν βοηθούσε και πολύ να ξεπεραστούν τα ουσιαστικά προβλήματα που ήτανε δεμένα με την κατάληψη. Ο ΡΦ στους Πολιτικούς Μηχανικούς και στη Νομική κατέβασε τη γραμμή για «οικουμενική κυβέρνηση με τη συμμετοχή και της αριστεράς». Οι αριστεριστές έκαναν πολεμική γενικά και αόριστα, στις συνελεύσεις που είχαν κάποια δύναμη, ενάντια σε λύσεις με τη συνεργασία αστών πολιτικών και αμφισβητούσαν το αστικό κράτος, πελαγωμένοι και ανίκανοι να δουν την ανάγκη συσπείρωσης του λαού γύρω από συγκεκριμένους άμεσους στόχους για την ανατροπή της διχτατορίας. Εμείς αιφνιδιαστήκαμε. Σε πολλές σχολές δεν κατεβάσαμε καμία θέση ή λείπαμε τελείως γιατί έπρεπε να καλυφθούν οι ανάγκες για έλεγχο του χώρου, οπότε δεν πήγαμε καθόλου στις ΓΣ. Δεν είδαμε σωστά τη σπουδαιότητα που είχε το να ελέγξουμε και τη νέα Σ.Ε. Στη Φυσικομαθηματική υποστηρίχτηκε η άποψη για τονισμό των φοιτητικών αιτημάτων χωρίς να βρει απήχηση. Αντίθετα μας απομόνωσε. Σ’ ορισμένες σχολές που ελέγχαμε (Τοπογράφοι, Χημικοί) δεν συγκαλέσαμε καθόλου ΓΣ. Στη Νομική αφήσαμε το ΡΦ ν’ αναλάβει πρωτοβουλία και σιωπηλά ταχτήκαμε με το μέρος του στη μάχη με την ΑΣΠΕ».

Την Παρασκευή το μεσημέρι γίνεται μια θυελλώδης συνεδρίαση της Σ.Ε. στην οποία συζητιέται η έγκριση ενός κειμένου – διακήρυξης που είναι και η πολιτική πλατφόρμα όλης της κατάληψης του πολυτεχνείου. Η αντιπαράθεση έγινε για την τελευταία παράγραφο του κειμένου η οποία κατέληγε στη γραμμή της «αντιδιχτατορικής ενότητας». Ο μεν Σ. Λυγερός στο βιβλίο του «Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα» παραθέτει ως εξής την τελευταία παράγραφο: «Καλούμε όλα τα αντιδιχτατορικά κόμματα και οργανώσεις, να συμφωνήσουν σ’ ένα κοινό πρόγραμμα που θα αποκαθιστά την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία». Ο δε Γ. Γρηγορόπουλος στο κείμενό του αποδίδει ως εξής την επίμαχη παράγραφο: «Πιστεύοντας ότι αυτή τη στιγμή του αγώνα εκφράζουμε την θέληση όλου του Ελληνικού Λαού για ενότητα, καλούμε όλες τις αντιδιχτατορικές – αντιστασιακές δυνάμεις και όλα τα δημοκρατικά και αντιδιχτατορικά κόμματα ν’ αγωνιστούν μαζί μας. Να κάνουν κοινό πρόγραμμα, βασισμένο οπωσδήποτε στις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας, με βασικό στόχο την ανατροπή της διχτατορίας». Η παράγραφος αυτή μετά από έντονη αντιπαράθεση δεν περιλήφθηκε στο κείμενο που διαβάστηκε στους δημοσιογράφους κι έτσι δεν υπάρχει στην διακήρυξη της Σ.Ε. Όμως από τον ραδιοσταθμό με συμφωνία της Α-ΕΦΕΕ και του ΡΦ διαβάστηκε και η τελευταία παράγραφος. Στο ντοκουμέντο της ΚΕ του ΚΚΕ που προαναφέραμε αναφέρονται σχετικά: «Στην πρώτη συνεδρίαση της Σ.Ε. το μεσημέρι της Παρασκευής μετά από θυελλώδεις συζητήσεις και διαπληκτισμούς, η Σ.Ε. καταλήγει στην πασίγνωστη πια ανακοίνωση που καθόρισε τον χαρακτήρα της εκδήλωσης σαν αντιφασιστικής – αντιιμπεριαλιστικής εκδήλωσης. Υπήρξε ιδιαίτερα σοβαρή διάσταση για την τελευταία παράγραφό της, κυρίως από αντίθεση των αριστεριστών. Αντιπροσωπεία της Γραμματείας διάβασε το κείμενο στους δημοσιογράφους, χωρίς την παράγραφο αυτή … «Τελικά όμως στον πομπό, ύστερα από συμφωνία μελών της Α-ΕΦΕΕ και του Ρήγα, το κείμενο διαβάστηκε μαζί μ’ αυτή την παράγραφο».

Σχετικά με τις προσπάθειες να τερματιστεί η κατάληψη με μία, τηρουμένων των αναλογιών, αποχώρηση στυλ Νομικής λίγους μήνες πριν (στους φοβισμένους θα λέμε ότι θα φύγουμε γιατί ετοιμάζονται να μας επιτεθούν, στους αποφασισμένους θα πούμε ότι βγαίνουμε για να ενωθούμε με τις χιλιάδες κόσμου που υπάρχει απ’ έξω κι έτσι να κλιμακώσουμε με πορείες τον αγώνα) έχουν γραφτεί τα παρακάτω:
Στην έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ: «Στη σκέψη τους (δηλαδή των καθοδηγήσεων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ) ήταν κυρίως να πάρουν μέτρα για την άμεση απαγκίστρωση των φοιτητών από το Πολυτεχνείο και για εξέλιξη της εκδήλωσης σε αντιδιχτατορικές διαδηλώσεις προς μια ή περισσότερες κατευθύνσεις» (σελ. 98). «Το μεσημέρι της Παρασκευής λίγα λεπτά πριν από την συνεδρίαση της Σ.Ε., ο τότε γραμματέας της ΚΝΕ του Πολυτεχνείου συναντά μέλος της Σ.Ε. και του ανακοινώνει ότι λίγο πριν η καθοδήγηση του έβαλε ζήτημα για το πώς θα κατορθώσουν να φύγουν από το Πολυτεχνείο. Ωστόσο η γραμμή αυτή για απαγκίστρωση από το Πολυτεχνείο, χάθηκε μέσα στις ανάλογες θέσεις που άρχισαν να διαμορφώνονται κείνες τις ώρες. Δεν έφτασε στα μέλη της Σ.Ε.».

Ο Σ. Λυγερός στο βιβλίο του αναφέρει (σελ. 67-68): «Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε σε συνέλευση της Νομικής (απολογισμού του 1975) και επιβεβαιώθηκε από το ηγετικό στέλεχος της ΚΝΕ Αλαβάνο, την Πέμπτη το βράδυ στο Πολυτεχνείο πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στελεχών με πρωτοβουλία των Αλαβάνου – Παριανού που δήλωσαν ότι εκπροσωπούν επίσημα το ΚΚΕ / ΚΝΕ, και συζητήθηκε το ζήτημα της διάλυσης της κατάληψης. Στη σύσκεψη αυτή πήραν επίσης μέρος οι Ματζουράνης, Τσαφαράκης, Λαλιώτης, Μαυρογένης, Μιχαλόπουλος και Τσούρας. Η σύσκεψη αυτή που έγινε γνωστή και στο ΕΑΤ / ΕΣΑ από ομολογίες ορισμένων από τους παραπάνω (ήταν κρατούμενοι) συμφώνησε στην ανάγκη της αποχώρησης (εκτός Μαυρογένη) και προχώρησε στον τρόπο που θα την πραγματοποιούσε».
Το γιατί δεν πέτυχαν οι απόπειρες απαγκίστρωσης είναι προφανές. Η βασική μάζα του κόσμου που συμμετείχε είχε τελείως διαφορετικές διαθέσεις και άλλη πραχτική στάση. Αυτό το ομολογεί και η έκθεση κλπ του ΚΚΕ (σελ. 107): «Υπήρξε η σκέψη μιας μαζικής εξόδου για διαδήλωση αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Και όπως λέχθηκε και προηγούμενα στα ίδια τα μέλη της Σ.Ε. υπήρξε δισταγμός να προτείνουν αποχώρηση, αν και είχαν αρχίσει να κατανοούν την αναγκαιότητά της».
Αναφερθήκαμε όμως και σε ένα άλλο κατόρθωμα των ρεβιζιονιστών, το να χαρακτηρίσουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου σαν έργο πρακτόρων και προβοκατόρων για να εκτροχιαστεί η πορεία προς τη φιλελευθεροποίηση και να προχωρήσουμε στη λύση Ιωαννίδη μια βδομάδα μετά.

Η μεν πολυκεντρική πτέρυγα του ελληνικού ρεβιζιονισμού, το ΚΚΕεσ, από την πρώτη στιγμή δήλωσε πως το Πολυτεχνείο ήταν έργο προβοκατόρων. Στις δηλώσεις του, το βράδυ της Τετάρτης, ο γραμματέας του ΚΚΕεσ, Μπ. Δρακόπουλος, είναι σαφής: «Η εξέλιξη στον τόπο μας έχει περιέλθει σε λεπτό σημείο. Παράλληλα στο ευρύτατο δημοκρατικό ενωτικό κίνημα που αξιώνει την είσοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, σκοτεινές δυνάμεις εργάζονται για να φράξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή και οργανώνουν προκλήσεις για να δικαιολογήσουν την επιβολή στρατοκρατικών μέτρων».

Η δε «σκληρή» πτέρυγα υποστηρίζει το ίδιο αλλά με τη γνωστή μεθοδολογία της. Λίγους μήνες μετά και σε συνθήκες βαθιάς τρομοκρατίας και παρανομίας των περισσότερων μελών της Σ.Ε. δημοσιεύει στο όργανο της Α-ΕΦΕΕ, Πανσπουδαστική Νο 8, μια ανακοίνωση δήθεν της Σ.Ε. (ο Γ. Γρηγορόπουλος λέει γι’ αυτήν: «Η ανακοίνωση αυτή ουσιαστικά εκφράζει τις δικές μας απόψεις γιατί δεν έχει ρωτηθεί για τη σύνταξή της κανένα μέλος της Σ.Ε., ούτε καν τα μέλη της Α-ΕΦΕΕ») όπου καταγγέλλεται ούτε λίγο ούτε πολύ η κατάληψη του Πολυτεχνείου σαν έργο οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ: «Καταγγέλλουμε την προσχεδιασμένη εισβολή στο χώρο του Πολυτεχνείου την Τετάρτη, 14 Νοέμβρη, 350 περίπου οργανωμένων πρακτόρων της ΚΥΠ, σύμφωνα με προβοκατόρικο σχέδιο των Ρουφογάλη – Καραγιαννόπουλου, με βάση εντολές του παραμερισμένου τώρα τέως πρωτοδικτάτορα Παπαδόπουλου και της αμερικάνικης CIA, με σκοπό να προβάλουν με κάθε μέσο τραμπουκισμού και προβοκάτσιας, γελοία και αναρχικά συνθήματα που δεν εκφράζανε τη στιγμή και τις συγκεκριμένες δυνάμεις. για να μπορέσουν έτσι να απομονώσουν το κίνημά μας και την εκδήλωσή μας του Πολυτεχνείου απ’ το σύνολο του λαού και της νεολαίας. Για να μπορέσουν παραπέρα, κατασκευάζοντας (και με την βοήθεια των χουντικών μέσων ενημέρωσης) την εικόνα μιας μεμονωμένης εξτρεμιστικής επαναστατικοαναρχικής εξέγερσης που δεν έχει τη συμπαράσταση του λαού, να χρησιμοποιήσουν το χιλιοτριμένο πρόσχημα του «επαπειλούμενου κοινωνικού καθεστώτος» για να δικαιολογήσουν την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και το δυνάμωμα της αιματηρής τρομοκρατίας. Ενέργειες που οι αμερικανοί, η CIA και η χούντα είχαν από καιρό πάρει την απόφαση να επιβάλουν ύστερα από την παταγώδη αποτυχία της χουντομαρκεζινικής προσπάθειας καθήλωσης και εκτόνωσης της λαϊκής πάλης…».

Όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα γνωρίζουν καλά, και το διακήρυξαν σε όλες τις συζητήσεις που προκάλεσαν αυτές οι δηλώσεις, που αυτοί που μπήκαν στο Πολυτεχνείο την Τετάρτη το μεσημέρι δεν ήταν 350 πράκτορες του Ρουφογάλη, αλλά οι φοιτητές των άλλων σχολών που οργανωμένα έφθασαν από το χώρο της Νομικής στο Πολυτεχνείο. Αλλά αντί να απαντήσουμε εμείς στα επιχειρήματα αυτά ας δώσουμε τον λόγο στον Γιάννη Γρηγορόπουλο (σελ 21-22): «Η παραπάνω άποψη δεν μπορεί να αντέξει σε σοβαρή κριτική αν ληφθούν υπ’ όψη οι συγκεκριμένες συνθήκες της εποχής εκείνης, η εξάρτηση της χούντας από τους αμερικάνους, οι κίνδυνοι που εγκυμονούσε μια τέτοια αντιμετώπιση για το ίδιο το καθεστώς της υποτέλειας στη χώρα μας, πράγμα που το ήξεραν και το έτρεμαν περισσότερο απ’ όλα όλοι οι κύκλοι της αντίδρασης. Μ’ αυτό το πρίσμα βλέποντας τα πράγματα, θα ήταν παράλογο να προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν μια φοιτητική εξέγερση – που η πιο πιθανή της εξέλιξη ήταν να πάρει μεγαλύτερη έκταση και να γίνει υπόθεση όλου του λαού – για να επιφέρουν ορισμένες αλλαγές στην ηγεσία και στην πολιτική της χούντας. Η αντίδραση έχει βαθιά συναίσθηση της δύναμης του λαϊκού κινήματος από τους μακρόχρονους αγώνες του λαού μας και ξέρει ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν παιχνίδι με τη φωτιά. Και παλιότερα είχαν γίνει προσπάθειες προβοκάτσιας με σκοπό την καλλιέργεια του αντικομμουνισμού και την απομόνωση της αριστεράς (1963-1965). Προβοκάτσιες όμως στο επίπεδο οργανωμένου σχεδίου σε τέτοια έχταση όπως τα γεγονότα του Πολυτεχνείου θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η αντίδραση δεν ήταν ούτε σε θέση, αλλά ούτε θα αποτολμούσε, να οργανώσει.

Βέβαια από τη στιγμή που η κατάληψη ήταν γεγονός, η αντίδραση χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που είχε (ΚΥΠ, χαφιέδες, αστυνομία κλπ) προσπάθησε να διαστρεβλώσει το χαρακτήρα της εξέγερσης, να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα για να χτυπήσει το προοδευτικό κίνημα. Αυτό άλλωστε είχε γίνει και στην κατάληψη της νομικής το Φλεβάρη του 73, όπου προβοκάτορες προκάλεσαν πανικό με αποτέλεσμα να γίνει υποχώρηση από τη μεριά μας και να εγκαταλείψουμε, αναγκαστικά, το κτίριο. Η τέτοια όμως συμπεριφορά της αντίδρασης δεν είναι και απόδειξη της ύπαρξης σχεδίου, αλλά αποτελεί μόνιμο στοιχείο, που περισσότερο έχει χαρακτήρα «άμυνας» του αστικού κράτους οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει στις αντίστοιχες περιόδους της ιστορίας.

Η τέτοια τοποθέτηση και ερμηνεία του θέματος επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων, που ανάγκασαν την αντίδραση να δείξει τη δύναμή της χρησιμοποιώντας το στρατό, την τελευταία της ελπίδα για να μην ξεφύγουν τα πράγματα τελείως από τον έλεγχό της. Αυτό ήταν μια σημαντική υποχώρησή της και έδειχνε το αδιέξοδο στο οποίο είχε φτάσε καθώς και το βαθμό απόγνωσής της. Στο τελευταίο αυτό, όπως φαίνεται και από τη δίκη του Πολυτεχνείου, ήταν σύμφωνοι όλοι οι παράγοντες της χούντας καθώς και η CIA που βοήθησε άμεσα στην εφαρμογή του σχεδίου «Κεραυνός». (Το σχέδιο αυτό χρησιμοποιείται σαν διέξοδος τη στιγμή που πολιτικά όπλα για την αναχαίτιση του λαϊκού κινήματος χρεοκοπούν)».

Παραμένει όμως το ερώτημα: γιατί αυτή η συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορίας και μάλιστα με τον τρόπο που γίνεται; Ο Μπ. Δρακόπουλος έκφρασε ανοιχτά μια δεξιά άποψη που σχετιζόταν με τις εκτιμήσεις και τη στάση του κόμματός του απέναντι στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Στην περίπτωση της ΚΝΕ έχουμε την εξαπόλυση μιας συκοφαντίας με την πραξικοπηματική χρησιμοποίηση της υπογραφής της Σ.Ε. του Πολυτεχνείου και μάλιστα σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Δεν έχουμε δηλαδή απλά την έκφραση μιας γνώμης, μιας εκτίμησης, ενός συμπεράσματος σχετικά με ένα γεγονός.

Η εξήγηση είναι απλή άσχετα αν δυσαρεστεί ορισμένους. Είναι στη φύση γενικά του ρεβιζιονισμού μια τέτοια στάση και ο εγχώριος ρεβιζιονισμός από τη δεκαετία του 50 έχει γράψει «λαμπρές» σελίδες μεθοδεύσεων, μηχανορραφιών και τραμπουκισμών. Χωρίς αυτές τις «λαμπρές» σελίδες, πολλά από τα πρωτοκλασάτα στελέχη του δεν θα είχαν αναρριχηθεί στην καθοδήγηση του κόμματος, ούτε θα είχαν πάρει το χρίσμα από τους σοβιετικούς… Αλλά τώρα με την «καταγγελία» της Πανσπουδαστικής Νο 8 έχουμε μπει σε μια νέα φάση. Η καινούργια πολιτικοποίηση που αναδεικνύεται μέσα από το κίνημα πρέπει να γαλουχηθεί και να μυηθεί σ’ αυτή την «τέχνη», να συμμετέχει ενεργά και δραστήρια στην εφαρμογή της, και τελικά το πιο ευμετάβλητο τμήμα της να γίνει κι αυτό συνένοχο και πωρωμένο. Μιλήσαμε στην αρχή αυτού του κειμένου για το ότι μπαίναμε σε μια περίοδο συνδιαχείρησης της κρίσης και συντονισμού των προσπαθειών όλων των αντιδραστικών – σ’ ανατολή και δύση – να καταστείλουν και να απορροφήσουν το κίνημα που είχε αναπτυχθεί κόντρα στα κοινά τους δόγματα. Ο μπρεζνιεφισμός επωμίστηκε το βάρος, ανέλαβε να τιθασεύσει, να αποπροσανατολίσει, να καταστείλει αν χρειαστεί διάφορα μαζικά κινήματα, να λειτουργήσει σαν κυματοθραύστης ώστε να εμποδιστεί μια μετατόπιση σε πραγματικές αριστερές θέσεις και πραχτικές. Στη χώρα μας είναι τα πρώτα βήματα του μπρεζνιεφισμού μέσα στις νέες συνθήκες που δημιούργησε η ριζοσπαστικοποίηση των χρόνων 72-73. έπρεπε σχετικά γρήγορα, συνδυάζοντας μια υπερεπαναστατική φρασεολογία με μια δεξιότατη πραχτική, να δημιουργήσει ένα τέτοιο στυλ «δουλειάς» και ένα μηχανισμό που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο «τιμητικό» καθήκον του κυματοθραύστη του κινήματος. Καλλιεργώντας τον φανατισμό σε όσους δεν γνώριζαν, χαλώντας όσους γνώριζαν και συνεργούσαν σ’ αυτή την πραχτική και ιδιαίτερα αξιοποιώντας τον υπερβάλλοντα ζήλο που επέδειξαν όσοι είχαν τη φωλιά τους λερωμένη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, εφόρμησε στις συνθήκες της μεταπολίτευσης για να σταθεροποιήσει τις δυνάμεις του και να φέρει σε πέρας το έργο της συνδιαχειριστικής δύναμης. Έπρεπε σχετικά γρήγορα να εθιστεί ένα δυναμικό στο σπάσιμο των αγώνων, στη σπίλωση και τη συκοφάντηση αγωνιστών, στο καπέλωμα και τον ανοιχτό τραμπουκισμό.

Πολλοί που ανακάλυψαν ορισμένες αλήθειες μονάχα αφού εκδηλώθηκε η περεστρόικα, και εννοούμε την κίνηση του ΝΑΡ, όταν αναφέρονται στην περίοδο μετά την μεταπολίτευση εκτιμούν σαν θετική γενικά τη στάση της ΚΝΕ στους νεολαϊστικους χώρους. Τους διαφεύγει τελείως η κριτική του μπρεζνιεφισμού και της ειδικής του έκφρασης στην Ελλάδα, και δικαιολογούν το έργο του ειδικά στα πρώτα βήματα εδραίωσής του και χρησιμοποίησής του σαν κυματοθραύστη του κινήματος. Αρέσκονταν κι αυτοί να φιγουράρουν σαν εμπνευστές και καθοδηγητές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σαν γνήσιοι συνεχιστές στο «δρόμο του Πολυτεχνείου», σαν μοναδικοί θεματοφύλακες του μηνύματός του, κι ας γνώριζαν την αλήθεια κι ας έκαναν ότι μπορούσαν για να σβήσουν κάθε εστία αντίστασης τηρώντας όλες τις δεσμεύσεις και τις συμφωνίες με τις αστικές δυνάμεις. δεν είναι μικρό λαθάκι … δείχνει όμως και το βάθος της αυτοκριτικής τους. Δυστυχώς.

Τα «αποτελέσματα» του Πολυτεχνείου

Τινάζοντας στον αέρα τις απόπειρες «ομαλοποίησης» του φασιστικού καθεστώτος, το Πολυτεχνείο βάθυνε αντικειμενικά τις αντιθέσεις στους κόλπους της αντίδρασης και επέσπευσε την κατάρρευση της διχτατορίας. Η αμερικάνικη πολιτική στην περιοχή, ειδικά μετά την κρίση στο κυπριακό και μπροστά στον κίνδυνο μιας πολεμικής περιπέτειας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία με απρόβλεπτες συνέπειες για την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, δεν είχε άλλο δρόμο από το συμβιβασμό με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. η λύση Καραμανλή ήταν η συγκεκριμένη έκφραση αυτού του συμβιβασμού ο οποίος τυγχάνει και της αποδοχής του σοβιετικού παράγοντα αφού του δημιουργούσε νέες ευκαιρίες για την προώθηση των θέσεών του.

Το πρώτο και άμεσο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι δυνάμεις που εκφράζονταν από τη λύση Καραμανλή, ήταν να αναχαιτίσουν το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, να περιορίσουν το εύρος και το βάθος της αποχουντοποίησης, να σταθεροποιήσουν όσο πιο σύντομα γινόταν την εξουσία τους μέσα από κατάλληλους ελιγμούς.

Χωρίς το Πολυτεχνείο η ριζοσπαστικοποίηση και ο διάχυτος αντιαμερικανισμός δεν θα είχαν την έκταση που είχαν, ούτε ακόμα θα εκδηλωνόταν η χαώδης κατάσταση που έκπληκτοι αντιμετώπισαν ιμπεριαλιστές, φασίστες και αστικός κόσμος κατά την επιστράτευση του 1974.

Χωρίς το Πολυτεχνείο ο συμβιβασμός ανάμεσα στις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις παραφυάδες τους στη χώρα θα ήταν πιο εύκολος και ανώδυνος γι’ αυτές και το πλαίσιο της άσκησης των πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων σαφώς πιο περιορισμένο. Η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» στα μυαλά του αστικού κόσμου είχε περίπου τη μορφή της «δημοκρατίας» πριν το 1967: με το κομμουνιστικό κίνημα εκτός νόμου, την κυριαρχία του χωροφύλακα στην ύπαιθρο, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων κλπ κλπ. Μετά το Πολυτεχνείο, με δεδομένο τον ριζοσπαστισμό και τον κλυδωνισμό που είχε δημιουργηθεί δεν ήταν πλέον δυνατή μια τέτοια «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Έτσι, μέσα στους αναγκαίους ελιγμούς για να περισωθεί και τελικά να ελεγχθεί η κατάσταση, ο Καραμανλής υποχρεώθηκε το καλοκαίρι του 74 να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Ελιγμός βέβαια, αλλά αδιανόητος χωρίς την εκτίμηση των τοτινών συνθηκών και ειδικά της τεράστιας πίεσης που υπήρχε «από τα κάτω».

Αργότερα, όταν σταθεροποιήθηκε η κατάσταση, ο αστικός πολιτικός κόσμος μιλούσε με έπαρση για το «θαύμα της μεταπολίτευσης», εννοώντας προφανώς την χωρίς πολλούς κλυδωνισμούς και προβλήματα μετάβαση από τη διχτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η αλήθεια είναι ότι η ανησυχία τους κατά τη μετάβαση και τις πιο αποφασιστικές στιγμές της, ήταν πολύ μεγάλη. Αντικειμενικά υπήρχαν οι όροι, στις συνθήκες αμέσως μετά την πτώση της διχτατορίας, να προωθηθούν πολλά προς όφελος του λαϊκού κινήματος και να στριμωχθεί πολύ περισσότερο η αστική τάξη. Η αιτία που αυτό δεν έγινε, βρίσκεται και στην ολόπλευρη προσχώρηση του ρεβιζιονισμού στο «κοινωνικό συμβόλαιο» της εποχής, και κυρίως στο χαμηλό επίπεδο ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα.

Όλα τα παραπάνω αναφέρονται για να δειχτεί ότι το Πολυτεχνείο έδωσε μια μεγάλη ώθηση στο λαϊκό κίνημα, σφράγισε έντονα τις διαθέσεις και τη συνείδηση του ελληνικού λαού, και υποχρέωσε σε ελιγμούς και συμβιβασμούς την αστική τάξη που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα υποχρεωνόταν να κάνει. Και βεβαίως υποχρέωσε όλες τις δυνάμεις, που τότε προσπάθησαν να μη γίνει το Πολυτεχνείο, να εμφανίζουν τουλάχιστον στα λόγια μια πιο αριστερή τοποθέτηση. Ήταν αδιανόητο να εμφανίζονται τα ρεβιζιονιστικά κόμματα αλλά και το ΠΑΣΟΚ χωρίς να καταγγέλλουν τον ιμπεριαλισμό και το φασισμό, χωρίς να έχουν μια έντονη σοσιαλιστική φρασεολογία κλπ κλπ. Αν δεν το έκαναν αυτό δεν θα μπορούσαν να έχουν καμιά επαφή με τον κόσμο και τις διαθέσεις εκείνη την περίοδο.
Το σημαντικότερο όμως, άμεσο και χειροπιαστό, αποτέλεσμα του Πολυτεχνείου ήταν η αποδέσμευση δυνάμεων, ο απεγκλωβισμός ενός σημαντικού δυναμικού από τη ρεφορμιστική και αστική επιρροή. Το Πολυτεχνείο ήταν ένα σκίρτημα του επαναστατικού κινήματος, ένας έστω λίγο χρονικά καθυστερημένος – λόγω της διχτατορίας – συγχρονισμός του λαϊκού μας κινήματος με τη γενική κίνηση της επαναστατικής θύελλας που απλώθηκε στον κόσμο μετά το 1968. Ήταν, ας το πούμε έτσι, ο ελληνικός Μάης, ήταν η εισβολή μιας νέας γενιάς στο στίβο της κοινωνικής πάλης με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επαναστατικής θύελλας που ήταν σε εξέλιξη σ’ όλο τον κόσμο.

Το στοιχείο αυτό, του συγχρονισμού με την κίνηση της θύελλας στον παγκόσμιο χώρο, είχε αρχίσει να γίνεται και σημείο συνείδησης σε όσους συμμετείχαν τότε με ενεργητικό τρόπο. Ήθελαν να τη γνωρίσουν περισσότερο, αναφέρονταν σ’ αυτή, προσπαθούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξή της.
Έτσι και στη χώρα μας σημειώθηκε σε μεγάλη έκταση η απελευθέρωση ενός δυναμικού που μπορούσε να αποτελέσει την ισχυρή βάση εκκίνησης για την κατάχτηση άλλων θέσεων και την ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας. Αυτή είναι ίσως η πιο σπουδαία παρακαταθήκη του πολυτεχνείου που – άσχετα αν έμεινε ουσιαστικά ανεκμετάλλευτη, προς μεγάλη ευχαρίστηση αστών και ρεβιζιονιστών – αποτελεί ένα σπουδαίας σημασίας μάθημα για τους επαναστάτες. Γιατί δείχνει πως είναι δυνατή η αποδέσμευση μαζών από την αστική και ρεβιζιονιστική επιρροή, γιατί αποδεικνύει ότι αυτή δεν συντελείται αν δεν έχει γίνει προηγούμενα μια υπόγεια και φανερή ιδεολογική αντιπαράθεση σχετικά με τον προσανατολισμό του αγώνα, και ακόμα γιατί η ύπαρξή της σημαίνει καλύτερους όρους πάλης και ζωής για την εργατική τάξη και το λαό.

Το Πολυτεχνείο λοιπόν δεν ήταν ένα «Μπιγκ Μπανγκ». Οι διαδικασίες – πιο σωστά τα προτσές – ανάπτυξης κινημάτων όταν εξετάζονται από μαρξιστική πλευρά δεν έχουν ανάγκη από αστικές ανοησίες στυλ «εναρκτήριου λακτίσματος». Η ώθηση που έδωσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου έπαιξε το ρόλο της στις άμεσες και γενικότερες εξελίξεις αλλά κάποτε, αν δεν μετασχηματιζόταν σε κάτι ανώτερο, αν δεν είχαμε τη σύζευξή της με τις βαθύτερες ανάγκες και διεργασίες στην ελληνική κοινωνία που συνέχιζε την πορεία της, θα εξαντλούνταν αφού βέβαια θα δεχόταν τις ειδικές κατεργασίες των αστικών και ρεβιζιονιστικών δυνάμεων.

Το πρόβλημα αυτό παραπέμπει αναγκαστικά στις ευθύνες και την ωριμότητα των δυνάμεων που χρόνια εργάζονταν για μια απελευθέρωση ενός δυναμικού και όταν αυτή ήρθε δεν προσπάθησαν να ανταποκριθούν. Και θεωρούμε χρέος μας να τοποθετηθούμε γύρω απ’ αυτή την πλευρά. Στη χώρα μας δεν είχαμε μόνο την εκδήλωση του επαναστατικού σκιρτήματος με όλα τα θετικά του στα οποία αναφερθήκαμε. Είχαμε και την εμφάνιση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που αντί να αξιοποιήσουν τις ευνοϊκές συνθήκες, μαθηματικά οδηγούσαν στην αποτυχία και εντέλει στον εκφυλισμό αυτής της δυνατότητας. Η υιοθέτηση του αστικού τρόπου να κάνεις πολιτική, η έπαρση, το αίσθημα επάρκειας, ο ακολουθητισμός σε διάφορα διεθνή κέντρα, η έλλειψη στοιχειωδών εκτιμήσεων, αναλύσεων κλπ για τα ελληνικά δεδομένα σήμαιναν μια σημαντική οπισθοχώρηση από την ποιότητα και τις προδιαγραφές που είχαν τεθεί από τις απαρχές της εμφάνισης του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας. Αυτή η οπισθοχώρηση έγινε την περίοδο της διχτατορίας, αλλά δεν φαινόταν καθαρά όσο το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος ήταν χαμηλό και οι συνθήκες της φασιστικής διχτατορίας βοηθούσαν να καλύπτονται τέτοιες καταστάσεις. Με τη μεταπολίτευση όμως, δημιουργούνται οι συνθήκες για να αναπτυχθούν τέτοιες στάσεις και σιγά – σιγά να μονιμοποιηθούν και να γίνουν κυρίαρχες. Αυτή η διαδικασία έγινε σε αντίθεση με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που έθετε η ίδια η απελευθέρωση του δυναμικού για την οποία μιλάμε. Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε τα χρόνια 74-76 δεν ήταν απ’ αυτές που συμβαίνουν συχνά. Όσοι αναφέρονται στο μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα της χώρας μας, αν αναλογιστούν ποια ζητήματα τους απασχολούσαν εκείνα τα χρόνια, ποια προβλήματα προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν, γύρω από ποια θέματα διεξήχθηκε μια αντιπαράθεση, θα πρέπει σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, να παραδεχτούν ότι αυτά δεν είχαν τόσο σχέση με το κεντρικό ζήτημα της αξιοποίησης του κεφάλαιου που είχε προκύψει μετά το Πολυτεχνείο. Το «κλείσιμο» που έγινε, α αγώνας δρόμου στις πόζες και στις αναγνωρίσεις,, σήμαιναν ουσιαστικό σνομπάρισμα του δυναμικού που είχε απελευθερωθεί από την αστική επιρροή, και σε τελευταία ανάλυση δεν σηματοδοτούσε μια διαφορετική ποιότητα στην αντιμετώπιση του ζητήματος από τις άλλες που κυριάρχησαν. Αυτά λέγονται χωρίς ούτε στιγμή να υποτιμάμε όλες τις μικρές και μεγάλες μάχες που έδωσε το δυναμικό αυτό σ’ όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δεν μπορούμε όμως να παριστάνουμε τους αδιάφορους ή τους άσχετους με το πρόβλημα της αξιοποίησης ή του χαντακώματος τέτοιων μεγάλων ευκαιριών.

Τα όσα λέμε αναφέρονται στην πιο σημαντική από άποψη μεγέθους, ιστορίας, ριζών στο κομμουνιστικό κίνημα, δύναμης κι όχι σε μια σειρά από οργανώσεις και γκρούπες που δεν μπόρεσαν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους και γρήγορα έσβησαν ή συρρικνώθηκαν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια (ΕΣΕ, ΣΕΠ, Μπολσεβίκοι, Μαχητής, ΕΕΑΜ, ΚΕΜΛ κλπ) ή άλλες που φωνασκώντας κυρίως και έχοντας μια αλλοπρόσαλλη στάση διευκόλυναν αφάνταστα τη δουλειά του ΚΚΕ και δυσφήμιζαν το μαρξιστικό – λενινιστικό κίνημα (ΕΚΚΕ) και που στις πρώτες δυσκολίες άνοιξαν διάπλατα το δρόμο στον αγνωστικισμό και στη διάλυση.

Οι ρίζες στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας, οι θέσεις και οι εκτιμήσεις που είχε προβάλλει η Αναγέννηση στην περίοδο 64-67, η δραστηριότητα της ΟΜΛΕ στη διάρκεια της διχτατορίας και η επιβεβαίωση της ορθότητας της αντιφασιστικής και αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης, η ανεξαρτησία απέναντι στα διεθνή κέντρα, το δυναμικό που είχε συγκεντρωθεί, όλα αυτά αποτελούσαν εφόδια που δεν αξιοποιήθηκαν στις νέες συνθήκες, με αποτέλεσμα να χαθεί η ευκαιρία. Οι ευθύνες του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος είναι μεγαλύτερες γι’ αυτό το λόγο.

Βέβαια η ιστορία δεν εξαντλείται στην αξιοποίηση ή μη διαφόρων ευκαιριών και γι’ αυτό θεωρούμε πως η συνεισφορά αυτής της «ανύπαρκτης» για πολλούς οργάνωσης ήταν σημαντική μέχρι τη διάλυσή της στα 19823. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που κάποτε θα μας απασχολήσει.

Ο χειρισμός του Πολυτεχνείου

Αφού λοιπόν για κάποιους χάθηκε μια σημαντική ευκαιρία, ήταν φυσικό να τρέξουν κάποιο άλλοι για να την αξιοποιήσουν προς όφελός τους. Έτσι κι έγινε. Το Πολυτεχνείο έγινε ένα μνημείο, έγινε μια επένδυση που έπρεπε να αποδώσει στις νέες συνθήκες. Μέσα απ’ τον πληθωρισμό διακηρύξεων και όρκων πίστης για συνέχιση ή δικαίωση του αγώνα και μάλιστα «στο δρόμο του Νοέμβρη», μπήκε σε ενέργεια μια επιχείρηση διαστροφής και εκφυλισμού του πραγματικού νοήματος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ο πληθωρισμός αυτός θα οδηγούσε σιγά – σιγά στο να χάνεται το πραγματικό νόημα των λέξεων, να διαστρέφονται οι έννοιες και έτσι να οικοδομείται η πραγματικότητα παραστάσεων που επέτρεπε την κυριαρχία και την εμπέδωση της συνδιαχείρησης και σε τελική ανάλυση της αστικής τάξης πραγμάτων.

Ο ανούσιος, τελετουργικός, εντελώς ψεύτικος και συνειδητά διαστρεβλωμένος τρόπος με τον οποίον τιμούνταν ο Νοέμβρης, αποσκοπούσε στην ενστάλλαξη μιας άλλης συνείδησης στις μάζες, εντελώς διαφορετικής από το πραγματικό νόημα της εξέγερσης. Το παθητικοποιημένο και ανίσχυρο άτομο ήταν ο στόχος αυτής της επιχείρησης. Η επίτευξή του πέρναγε μέσα από την ιδεολογική συντριβή – καιόταν χρειαζόταν πιο άμεση – κάθε κίνησης και προσπάθειας που δυνάμει μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στην επιχείρηση παθητικοποίησης. Από μια άλλη άποψη, η ιστορία των μεταπολιτευτικών χρόνων σημαδεύεται από διάφορες απόπειρες αντίστασης και αντίδρασης στην επιχειρούμενη μοντελοποίηση από αστούς και ρεβιζιονιστές κι από την άλλη, έχουμε τις συνδυασμένες προσπάθειες καθυπόταξης των αντιστάσεων αυτών με την εναλλαγή διαφόρων τρόπων, σκληρών και μαλακών. Αντικειμενικά στήθηκε μια μεγάλη υγειονομική ζώνη για κάθε άποψη, κάθε πρακτική και αντίληψη που ξέφευγε απ’ αυτή τη μοντελοποίηση και ταυτόχρονα γίνονταν δεκτοί στο «σύστημα» μόνο αυτοί που έμπρακτα έδειχναν να εμπνέονται και να πειθαρχούν στις «αρχές» του.

Έτσι, σ’ ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο υπήρχαν δυό κόσμοι που συγκρούονταν προσπαθώντας να εκφράσουν ή να απωθήσουν συγκεκριμένες ανάγκες και συμφέροντα. Οι μετακινήσεις από τον ένα κόσμο στον άλλο (και συνήθως ήταν μονόδρομη η πορεία ) ορισμένων επώνυμων, που προσπαθήθηκε να παρουσιαστεί σαν απόδειξη της ορθότητας του ρεαλισμού και του πραγματισμού, δεν ήταν το κεντρικό πρόβλημα που έκρινε την έκβαση της αντιπαράθεσης. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τότε, στα χρόνια 74-80, έπρεπα να φουλάρουν όλες οι μηχανές της συνδιαχείρησης για να αντιμετωπιστούν οι «προβοκάτορες», ενώ σήμερα μοιάζει να επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα με λιγότερη προσπάθεια. Η αιτία βρίσκεται στα αποτελέσματα που επέφερε η αποϊδεολογικοποίηση, το αίτημα να εξαφανιστεί κάθε στοιχείο ιδεολογίας και ουτοπίας από την πράξη και τη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί εύκολα η πολιτική σε ένα εργαλείο στα χέρια των τεχνοκρατών της εξουσίας, αποσπασμένο από τις μάζες και στρεφόμενο σαφώς ενάντιά τους.

Παράλληλα με όλα αυτά, έπρεπε να απελευθερωθούν οι αστικές και ρεβιζιονιστικές δυνάμεις από κάθε κληρονομιά του Πολυτεχνείου. Μιλάμε για τη σταδιακή και τυπική ακόμα εγκατάλειψη της άποψης του Πολυτεχνείου. Το περίφημο κείμενο της διακήρυξης του Πολυτεχνείου που είδαμε σε τι συνθήκες είχε εγκριθεί, απηχούσε σ΄ ένα βαθμό τον αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό του αγώνα που οι φορείς της μεταπρατικής Ελλάδας δεν μπορούσαν να ανέχονται για καιρό. Δεν ήταν όμως εύκολο να γίνει αυτή η αποκήρυξη. Γι’ αυτό και το ΠΑΣΟΚ και η επίσημη αριστερά προετοίμαζαν για καιρό το έδαφος για την οριστική και τυπική εγκατάλειψη των διακηρύξεων του Πολυτεχνείου.

Στην διακήρυξη λοιπόν αναφέρεται: «Πρωταρχική προϋπόθεση για την επίλυση όλων των λαϊκών προβλημάτων, θεωρούμε την άμεση παύση του τυραννικού καθεστώτος της χούντας και την παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Η εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας συνδέεται αναπόσπαστα με την εθνική ανεξαρτησία από τα ξένα συμφέροντα που χρόνια στηρίζουν την τυραννία στην χώρα μας».

Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν ξεχάστηκε απ’ όλους το «αναπόσπαστα», έσκυψαν το κεφάλι στα πλαίσια που όρισαν πάλι οι ξένοι παράγοντες πρώτα στο συμβιβασμό του 74 και σ’ ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία, και άρχισαν να κοροϊδεύουν τον κόσμο ότι τάχα η λαϊκή κυριαρχία σημαίνει τη δυνατότητα του λαού να επιλέγει κάθε 3-4 χρόνια ποιος θα συνεχίσει να τον εκμεταλλεύεται. Όσοι έδωσαν τότε μάχη για την κατοχύρωση του αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού συνόδευαν αυτήν την κατεύθυνση με το σύνθημα της «Λαοκρατίας», που βεβαίως δεν θύμιζε μόνο άλλες εποχές αλλά έθετε το πρόβλημα μιας νέας εξουσίας των λαϊκών δυνάμεων που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη σημαντικών επαναστατικών μετασχηματισμών στην ελληνική κοινωνία.
Για τα αστικά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, και τον ρεβιζιονισμό ήταν ακίνδυνη υπόθεση η επανάληψη συνθημάτων όπως «έξω οι αμερικάνοι», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», από τη στιγμή που δεν δεσμεύονταν σε τίποτα όσον αφορά τους όρους για μια πραγματοποίηση αυτών των στόχων. Δημιούργησαν μια τέτοια ρύπανση στο πολιτικό περιβάλλον, και οι φλωρακικοί οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της ρύπανσης αυτής έριχναν γενναίες δόσεις «αντιμονοπωλιακότητας», ώστε να δημιουργείται μια αποστροφή από τον πλατύτερο κόσμο.

Από κοντά και διάφοροι άλλοι σχηματισμοί που ανακαλύπτοντας διαρκώς νέα πράγματα, από ανάγκες μέχρι υποκείμενα, και υποκλινόμενοι σε κάθε νέα μόδα και ρεύμα, δεν σταμάτησαν να διαστρεβλώνουν την ουσία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα και της σύνδεσής του με το πρόβλημα μιας συνολικότερης ανατροπής.

Έτσι προετοιμάστηκε το έδαφος για μεγάλους ιδεολογικούς αποχαιρετισμούς, αλλά και άρχισαν να προβάλλονται οι «νέες» αλήθειες της «αλληλεξάρτησης» και του «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» και να ρίχνεται το ανάθεμα σε απόψεις που δεν κατανοούν τάχα τις νέες εξελίξεις και το νέο που φέρνει στην ταξική πάλη η Επιστημονικοτεχνική Επανάσταση, να ρίχνεται το ανάθεμα στο «επαρχιώτικο» πνεύμα και στην απαρχαιωμένη θέση της αποδέσμευσης της Ελλάδας από όλους τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς γιατί τάχα τότε θα «απομονωθεί». Την υποταγή τους στους διαμορφωμένους συσχετισμούς δύναμης έπρεπε πάντα να τη σερβίρουν σαν μονόδρομο. Για να φτάσουμε στην εποχή της νέας σκέψης και της νέας τάξης, που ενώ αναδύονται και πάλι «παλιά» και νέα προβλήματα που σπρώχνουν σε αντίθετα συμπεράσματα, επιμένουν δουλικά να στρουθοκαμηλίζουν και να ψεύδονται, γιατί απλούστατα δούλεψαν για να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έφτασαν, άσχετα αν ορισμένοι «ρίχτηκαν» στην πορεία. Ακούραστα, οι τελευταίοι θα ξαναπάρουν φόρα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη νέα κατάσταση, γιατί άσχετα με τις σημαίες που συνήθισαν να κουβαλούν είχαν προσχωρήσει προ πολλού στο στρατόπεδο αυτό.

Ο χειρισμός όμως του Πολυτεχνείου μπορεί να φανεί ανάγλυφα και στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν όλες οι δυνάμεις της τριάδας που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, στους γιορτασμούς κάθε Νοέμβρη στα χρόνια που ακολούθησαν.

Λιτανείες, ανούσιοι λόγοι, τσίκνα από τους μικροπωλητές, υπεύθυνες περιφρουρήσεις που εργολαβικά αναλάμβανε η ΚΝΕ και πογκρόμ ενάντια στους «αναρχοαυτόνομους». Συμφωνίες με τις κυβερνήσεις και την αστυνομία για περιορισμό των εκδηλώσεων και υποταγή σε όλες τις απαγορεύσεις για πορεία στην αμερικάνικη πρεσβεία. Κάλυψη του δολοφονικού χτυπήματος της αστυνομίας το 1980, όταν διαδηλωτές προσπάθησαν να σπάσουν την απαγόρευση της κυβέρνησης Ράλλη, με αποτέλεσμα να δολοφονηθούν οι Κουμής και Κανελλοπούλου. Κάλυψη και πάλι του δολοφονικού ρόλου της αστυνομίας τον Νοέμβρη του 1985, όταν δολοφονήθηκε ο νεολαίος Καλτεζάς στην οδό Στουρνάρη και όργιο τρομοκρατίας και προβοκατορολογίας που εξαπέλυσαν οι δυνάμεις της «αλλαγής» εισβάλλοντας στο Χημείο με ειδικές δυνάμεις και πολιορκώντας το Πολυτεχνείο που είχε καταληφθεί. Και αυτά είναι τα πιο ορατά μονάχα του αισχρού ρόλου της «τριάδας» γιατί θα μπορούσε κανείς να γράψει σελίδες επί σελίδων για τα κατορθώματά τους …

Η γενιά του Πολυτεχνείου

Όταν αναφέρονται στη γενιά του Πολυτεχνείου, όποιοι το κάνουν, αναφέρονται συνήθως ή στους επώνυμους, μερικά επώνυμα των οποίων αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, που είναι πλέον δημόσια πρόσωπα, ή αναφέρονται στο στρώμα των φοιτητών που τότε με αρκετή απλοχεριά συμμετείχε στον αντιδιχτατορικό αγώνα, πέρασε από τη στράτευση μέσα στα κόμματα, μικρά και μεγάλα, και σήμερα γενικά βρίσκεται στο επίκεντρο διαφόρων επαγγελματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Είναι δηλαδή οι «σαραντάρηδες» της χώρας, η γενιά του Πολυτεχνείου στην ωριμότητά της.
Πρόκειται για μια βολική αναφορά γιατί αναπαράγει την εικόνα του «συστήματος» που όλα τα ενσωματώνει –άρα είναι μάταιος ο αγώνας ενάντιά του- και γιατί εμφανίζει τη «γενιά του Πολυτεχνείου» σαν θύμα της πολιτικής και των απάνθρωπων κομματικών μηχανισμών σε καιρούς που όλα τα στραβά της παρατεταμένης κρίσης και αναδιάρθρωσης πάνε να τα φορτώσουν στην πολιτική και στους πολιτικούς.

Το πρώτο και σημαντικό τρυκ αυτής της αναφοράς βρίσκεται στο ότι περιορίζουν τη «γενιά του Πολυτεχνείου» στους επώνυμους ή στη φοιτητική κατηγορία. Όπως όμως ισχυριστήκαμε τις μέρες του Νοέμβρη πλάι στους φοιτητές έδωσε το παρόν της και μια κατηγορία νεολαίων εργαζόμενων που ξεχάστηκε στη συνέχεια. Αυτές οι μάζες, τόσο από την προέλευσή τους όσο και από τη συγκεκριμένη θέση τους, δεν μπορούσαν να έχουν την τύχη αυτών που ονομάστηκαν «γενιά του Πολυτεχνείου». Θα ξαναδώσει το παρόν της σε όλους τους αγώνες της περιόδου 74-76, γενικότερους και εργατικούς, αλλά δεν θα τύχει μιας καλύτερης τύχης από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Το καθήκον που έμπαινε τότε, και αν είχε προωθηθεί θα ήταν αλλιώτικη η πορεία πολλών πραγμάτων, ήταν η σύζευξη, το δέσιμο, η απόκτηση επαφών και οργανικών δεσμών μ’ αυτόν τον κόσμο έτσι ώστε να μετατοπιζόταν η κοινωνική σύνθεση των οργανώσεων της περιόδου με αποτέλεσμα να χτιζόταν μια οργάνωση με στερεότερους δεσμούς με την εργατική τάξη. Αυτό δεν έγινε.

Το ΠΑΣΟΚ και τα δύο ρεβιζιονιστικά κόμματα απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος του φοιτητικού κομματιού της γενιάς του Πολυτεχνείου στους μηχανισμούς τους και φρόντισαν ώστε να τους μάθουν όλα τα κόλπα και τα «χούγια» που ένας ρεφορμιστής πολιτικός πρέπει να γνωρίζει. Γρήγορα, χωρίς πολλές αναστολές, ένα μεγάλο κομμάτι απ’ αυτό το δυναμικό ξεκόπηκε από κάθε διαδικασία κινήματος, επαγγελματοποιήθηκε, έμαθε να ζει από την πολιτική, να κάνει διάφορους συμβιβασμούς, να μην έχει πολλούς ηθικούς φραγμούς. Σήμερα, όσοι κατηγορούν αυτή τη «γενιά του Πολυτεχνείου» πως δεν αντιστάθηκε σ’ αυτή την κατεργασία, ξεχνούν πολλές φορές να αναφέρουν τους πνευματικούς πατέρες τους. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι θήτευσαν και έμαθαν όλα τα κόλπα κάτω από την υψηλή θαλπωρή του Χαρίλαου Φλωράκη. Ξεχνούν ακόμα και το καλούπι από το οποίο βγήκε αυτή η «γενιά», το καλούπι της αστικής κοινωνίας με τις σύγχρονες διακλαδώσεις του, τους κρατικούς, οικονομικούς και κομματικούς μηχανισμούς.
Συνεπώς παρακολουθούμε τη διόγκωση, που γίνεται για προφανείς λόγους, της φυσιολογικής πορείας ενός τμήματος της τοτινής νεολαίας (του πιο προνομιούχου) και θα συμφωνήσουμε ότι αυτό συνέβηκε σε όλες τις χώρες όπου εκδηλώθηκαν μεγάλα νεολαϊστικα κινήματα στις δεκαετίες του 60-70. Τίποτα το παράξενο λοιπόν.

Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε αν αυτό το φυσιολογικό θα μπορούσε και κάτω από ποιους όρους να μην έπαιρνε αυτή την έκταση κλπ, και με όσα είπαμε βγαίνει το συμπέρασμα ότι δεν ήταν αναπόφευκτη αυτή η πορεία αν είχαν αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο και πνεύμα τα καθήκοντα που τέθηκαν αντικειμενικά.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν καμιά απαλλαγή της ατομικής ευθύνης που φέρουν τόσοι και τόσοι επώνυμοι σ’ αυτήν την πορεία γιατί, πώς να το κάνουμε, μετράνε και ορισμένα πράγματα στο επίπεδο αυτό. Έπρεπε να γνωρίζουν λοιπόν ότι κλήθηκαν να παίξουν ένα ρόλο στα ζητήματα της αριστεράς σε συνθήκες σχετικά πολύ πιο εύκολες απ’ αυτές που βρέθηκαν άλλοι στην ηλικία τους σε άλλες εποχές. Αντί λοιπόν να λένε μεγάλα λόγια και να ακολουθούν μια προσωπική ζωή τέτοια που όλα τους επιτρέπονταν και τα έκαναν, αντί να κορδώνονται και να χρησιμοποιούν τα «παράσημα» της συμμετοχής τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου –κι ενώ πολλοί απ’ αυτούς γνώριζαν ακριβώς τι είχε γίνει ή είχαν πρωταγωνιστήσει σ’ αυτά- καλύτερο θα ήταν να είχαν μια πιο σεμνή και μετρημένη στάση. Ακόμα, έπρεπε να μάθουν να μην θορυβούν όταν κατάλαβαν ότι πήραν τη «ζωή τους λάθος», αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να κρατηθούν. Εκείνους που άρχισαν να βλέπουν μετά την περεστρόικα, τους συμβουλεύουμε να μην είναι τόσο απόλυτοι όπως ήταν το 74-89 στις εκτιμήσεις τους, να μην βιάζονται τόσο πολύ και κυρίως να μην προσχωρούν στη «δυστυχισμένη συνείδηση» που χρόνια τώρα πασχίζει να επιβάλει η επίσημη αριστερά. Ένα παράδειγμα προς αποφυγήν: «Ήμουν στη Σ.Ε. κατάληψης του Πολυτεχνείου το 73, στην Α-ΕΦΕΕ, στην ΚΝΕ, δούλεψα πολλά χρόνια στο ΚΚΕ ως επαγγελματικό στέλεχος, ήμουν στον Οδηγητή … Έως ότου ήρθε η συγκυβέρνηση του 1989. αποχώρησα, πήγα στο ΝΑΡ και είμαι ανένταχτη. Ποια ήταν η ερώτηση; Αν δικαιωθήκαμε; Με τέτοιο διαλυμένο κίνημα, για ποια δικαίωση μιλάμε;» (Αριάδνη Αλαβάνου, αφιέρωμα τι απέγινε η γενιά του Πολυτεχνείου, ΝΕΑ 9/11/93). Είμαστε αντιμέτωποι με την πεισματική άρνηση να βγούνε κάποια συμπεράσματα έστω κι αν είναι αυτό οδυνηρό. Και αντί να γίνει μια ανάλογη αυτοκριτική διαδικασία κλαιγόμαστε για το διαλυμένο κίνημα κι ας δουλέψαμε δεκαετίες γι’ αυτή τη διάλυση. Μετά παρηγοριά και καταφύγιο στη «δυστυχισμένη συνείδηση».

Ευτυχώς που υπάρχουν κι άλλοι επώνυμοι που σιωπούν. Γιατί, αν μη τι άλλο, υπενθυμίζουν σε μερικούς ότι υπάρχει η αξιοπρέπεια, ο αυτοσεβασμός και η σεμνότητα απέναντι στην ιστορικότητα του Πολυτεχνείου, που στο κάτω – κάτω αυτοί τότε είχαν προσπαθήσει να γίνει…

Η επικαιρότητα του Πολυτεχνείου

Στην 20ετία που μεσολάβησε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου πάρα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει προς την κατεύθυνση της επικράτησης μιας ποικιλόμορφης και πολυεπίπεδης αντεπανάστασης, που ο στόχος της ήταν και είναι να εξαλείψει κάθε σημάδι από την απόπειρα ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης μεταβατικών κοινωνιών, να εξαλείψει κάθε αναφορά στο κομμουνιστικό κίνημα. Η μεγάλη «αλήθεια» που διακηρύσσεται και επιχειρείται να ενσταλλαχθεί στη συνείδηση των μαζών είναι ότι «ο αγώνας για την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί την κυριότερη αιτία όλων των δυστυχιών της ανθρωπότητας». Το «τέλος της ιστορίας» που διακήρυξαν οι αστοί το 1989 προβάλλεται ακριβώς σαν το τέλος της φοβερής για τον αστικό κόσμο παρένθεσης που άνοιξε το 1917 με την Οχτωβριανή Επανάσταση.

Όσο λοιπόν διαρκούσε η ιστορία, από το 1973 που έγινε το Πολυτεχνείο μέχρι το 1989, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι δυνάμεις που κυριαρχούσαν στη Δύση και στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» δούλεψαν μέσα από φαγωμάρες και συνεργασίες για να φτάσουμε «αισίως» στη νέα εποχή μέσα από διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς, αναγκαία ζιγκ-ζαγκ και εφορμήσεις. Αυτό είναι μια τόσο εξόφθαλμη πλέον εκτίμηση που μόνο οι περί τον Λούθηρο της αριστεράς, δηλαδή τον Χ. Φλωράκη, δεν θέλουν να δουν και περιορίζονται στη φοβερή ανακάλυψη της «πονηριάς» του Γκόρμπυ που ξεγέλασε τους πάντες και παρέδωσε το σοσιαλισμό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι ένα πρώτο «υλικό» γύρω από το οποίο πρέπει να στραφεί η προσοχή και να βγουν ουσιαστικά διδάγματα. Αυτό σημαίνει τον εντοπισμό της κύριας και βασικής διεργασίας που από την εξέλιξή της και την πορεία της καθορίστηκε η επιτυχία άλλα και ο ρυθμός της αντεπαναστατικής διαδικασίας. Αυτή δεν είναι άλλη από την κίνηση της αναδιάρθρωσης που δεν αφορούσε μια μικρή αναπροσαρμογή ορισμένων δομών ή μηχανισμών στην οικονομική σφαίρα, αλλά συντάραζε και τροποποιούσε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής πασχίζοντας να δώσει λύσεις στο διαρκώς οξυνόμενο πρόβλημα της διαιώνισης ενός συστήματος κοινωνικών σχέσεων ιστορικά ξεπερασμένο. Αυτή η αναδιάρθρωση του παγκόσμιου συστήματος κοινωνικών σχέσεων δεν έχει τίποτα το νομοτελειακό, δεν είναι αυτό που στην αριστερή φρασεολογία χαρακτηρίζεται «αντικειμενικό», γιατί φέρνει έντονα πάνω της το σημάδι των ταξικών σχέσεων που προσπαθεί να υπηρετήσει και αφορά την εναγώνια προσπάθεια της αστικής τάξης να ξεφύγει από τον ορίζοντα της μεγαλύτερης παγκόσμιας κρίσης που γνώρισε η ιστορία του καπιταλισμού. Και η διαιώνιση αυτού του συστήματος απαιτεί ένα πρωτοφανές ολοκαύτωμα της εργατικής τάξης.

Από τότε ακριβώς που σταμάτησε η ιστορία, από το 89 μέχρι τις μέρες μας, παρακολουθούμε την εξέλιξη ακριβώς αυτού του ολοκαυτώματος μπροστά στα μάτια μας, μέσα στο σπίτι μας, δίπλα στη γειτονιά μας. Το πέρασμα στη Νέα Τάξη Πραγμάτων με τον πόλεμο στον Κόλπο ήταν το γενικό παράγγελμα για τη νέα φάση της αναδιάρθρωσης και την απαίτηση γενίκευσης του πολέμου, της δυστυχίας και της εξαθλίωσης. Κανένα από τα έγκυρα ινστιτούτα έρευνας δεν έκανε έναν συνολικό απολογισμό του τι έχει κοστίσει σε ζωές η ΝΤΠ στα τρία χρόνια ζωής της. Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τις «χειρουργικές» επεμβάσεις, τις «ανθρωπιστικές βοήθειες, τις υπερασπίσεις της «διεθνούς νομιμότητας». Δεν έχει γίνει καμιά επίσημη σούμα για το παγκόσμιο επίπεδο της ανεργίας, της εξαθλίωσης, της παιδικής θνησιμότητας, της μεταφοράς πληθυσμών, των συστηματικών γενοκτονιών που αποφασίζει και εφαρμόζει το ΔΝΤ με τα προγράμματά του.

Ούτε, πολύ περισσότερο, τα ΜΜΕ μας πληροφορούν για τους αγώνες, τα ξεσπάσματα, τις εξεγέρσεις που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα ενάντια στη Νέα Τάξη και τις ανυπόφορες συνθήκες μέσα στις οποίες προσπαθεί κυριολεκτικά να επιβιώσει η συντριπτική πλειοψηφία του πλανήτη. Και αυτό είναι ένα μήνυμα στην εποχή του «τέλους της ιστορίας»: Δυναμώνει η αντίσταση, γίνονται όλο και συχνότερα διάφορα ξεσπάσματα σε όλες τις γωνιές της γης. Η εξέγερση είναι παρούσα, κραυγάζει για τις ανάγκες των μαζών, καλεί σ’ έναν αγώνα – πόλεμο ενάντια στη μεγαλύτερη επίθεση που δέχτηκε ποτέ η ζωντανή εργασία και οι λαοί του κόσμου από μια χούφτα ληστών της «διεθνούς κοινότητας». Η εξέγερση είναι επίκαιρη, είναι μια ζωτική ανάγκη των μαζών και βρίσκει διάφορους δρόμους να εκδηλώνεται και δημιουργεί πολλά προβλήματα στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Να ένα πρώτο νήμα που συνδέει τη σημερινή κατάσταση με το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Όπως τότε ο λαός όρθωσε μόνος το ανάστημά του και τα έβαλε με τους τοτινούς υποτιθέμενους πανίσχυρους και πάνοπλους δυνάστες, έτσι και σήμερα η εργατική τάξη και οι λαοί βρίσκουν το κουράγιο και ξεσηκώνονται ενάντια σ’ έναν πολύ καλύτερα οργανωμένο αντίπαλο αλλά πάντα υποτιθέμενα πανίσχυρο.
Το ιδεολογικό τοπίο όμως μετά 20 έτη είναι διαφορετικό. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν, οι διάφορες κατολισθήσεις και ανατροπές δεν έχουν «χωνευτεί», δεν έχουν ακόμα βγει τα αναγκαία συμπεράσματα, δεν έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα προς την προβολή και ισχυροποίηση μιας «νέας συνείδησης» που θα ανταποκρίνεται στο ύψος των περιστάσεων. Άρα οι εξεγέρσεις και τα ξεσπάσματα εγγράφονται ακόμα στο πλαίσιο μιας διάχυτης και αυξανόμενης παθητικής αντίστασης που αναζητά τους δρόμους και τους τρόπους να περάσει σε ένα διαφορετικό ποιοτικό στάδιο, αυτό της ενεργητικής αντίστασης.

Και εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Είναι επίκαιρο λίγο πριν το 2000 το περιεχόμενο του αγώνα του Πολυτεχνείου; Έχει νόημα σήμερα να μιλάμε για εθνική ανεξαρτησία; Έχει νόημα να συνδέουμε την πάλη για το σοσιαλισμό με τον αγώνα για πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία;

Όσοι γοητεύτηκαν από τα γλυκά τραγούδια των σειρήνων για το τέλος της ιστορίας, το τέλος των συνόρων, την είσοδο σε μια νέα εποχή χωρίς πολέμους και οδυνηρά τραντάγματα, όσοι θεώρησαν πως οι ολοκληρώσεις (ευρωπαϊκές, παγκόσμιες κλπ) θα αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρας την πανανθρώπινη απελευθέρωση, μπορούν αν θέλουν ή αν τους συμφέρει να συνεχίσουν να πλανώνται.

Η πραγματικότητα της σύγχρονης μοντελοποίησης οδηγεί στο να είναι «λειτουργική» η σύνδεση της ιδέας του σοσιαλισμού και της πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας.

Αφού οι σύγχρονοι ιμπεριαλισμοί εκφράζουν αυτό που επιδίωκαν οι νεοταξικοί «οραματισμοί» των ναζί, το εθνικό γεγονός πρέπει να αντιπαρατεθεί στο εθνικιστικό και ρατσιστικό, η πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία στον πλανηταρχισμό (αλλά και στον εθνικό κατατεμαχισμό που προωθεί τον πλανηταρχισμό), η εθνικά ή πολυεθνικά αντι-συγκεντρωτική οικονομική ανάπτυξη στην διεθνικοποιημένη κατάπνιξη και αποστράγγιση και ερήμωση του πλούτου της γης αλλά και των πόρων που δημιούργησε και δημιουργεί αυτή, η ξεγραμμένη κι αυτή, τάξη των εργατών και εργαζομένων του χεριού και του μυαλού.

Όμως αυτή η σύνδεση σοσιαλισμού και πολιτικής – οικονομικής ανεξαρτησίας δεν θα είναι μια «επανάληψη». Κι αυτό όχι τόσο για τη δυσφήμηση που έχουν υποστεί αυτοί οι όροι αλλά γιατί δεν χωράει επανάληψη. Αυτά τα μουμιοποιημένα που προβάλλονταν σαν σοσιαλισμός, αυτοδύναμες αναπτύξεις, ανεξαρτησίες κλπ –περισσότερο σαν προπέτασμα για εγκατάλειψη «μερική» αρχικά και σε συνέχεια απροκάλυπτη- δεν αντιστοιχούσαν και τότε στην πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί.

Να λοιπόν ένα δεύτερο νήμα που συνδέει την σημερινή κατάσταση με το μήνυμα του Πολυτεχνείου. Τολμούμε να πούμε πως αυτό αποτελεί και το κυριότερο γιατί το πέρασμα από την παθητική αντίσταση στην ενεργητική θα γίνει μόνο με την προβολή και το χώνεμα προγραμματικών κατευθύνσεων που θα δίνουν διέξοδο και προοπτική στις στοιχειακές αντιδράσεις των μαζών, που θα μπορούν να απελευθερώσουν τις μάζες από την αστική στη νεοαστική επιρροή.
Η συμπύκνωση της πείρας των εκδηλώσεων της παθητικής αντίστασης με την παράλληλη εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την 20ετία που ζήσαμε και την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, να τα βασικά σημεία μιας προγραμματικής δουλειάς που είναι απαραίτητο να προωθηθεί και να γίνει κτήμα όσων θέλουν να συμβάλουν στον αγώνα ενάντια στη ΝΤΠ. Αυτή θα είναι η απαραίτητη προπαρασκευαστική δουλειά που θα επιτρέψει να περάσουμε σε μια φάση όπου η σύνδεση των σκόρπιων, διάχυτων αντιστάσεων και εξεγέρσεων θα γίνεται μέσω των κοινών στόχων και της κοινής πολιτικής κατεύθυνσης.

Με την καρδιά μας δίπλα σε κάθε «προβοκάτορα» που προσπαθεί να ανοίξει δρόμο στον αγώνα ενάντια στη Νέα Τάξη Πραγμάτων και ζεσταίνει τις ελπίδες των καταπιεσμένων όπου γης.

Με τη σκέψη στην ανάγκη του προγράμματος που θα συνοψίσει, θα πλατύνει και θα βαθύνει τους ορίζοντες των επαναστατών.

Ο αγώνας πράγματι συνεχίζεται

Η ΜΕ ΤΟ ΝΑΤΟ Η ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Τόσα χρόνια ΝΑΤΟ, η ίδια ιστορία, χούντες, πολέμοι, τρομοκρατία, φωνάζουμε στις διαδηλώσεις της 17 Νοέμβρη, εδώ και 5 δεκαετίες. Σε αυτές τις αντιιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις που ο επίσημος πολιτικός κόσμος και τα παπαγαλάκια του προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι ξεπερασμένες, παρωχημένες, ανεπίκαιρες. Σε αυτές τις εκδηλώσεις του τριήμερου γιορτασμού στα πανεπιστήμια και στα σχολεία που κρατούν ζωντανή την ιστορική μνήμηκαι την μεταβιβάζουν διαδοχικά στις νεότερες γενιές, επικαιροποιώντας τα αντιιμπεριαλιστικά-αντιαμερικάνικα αισθήματα του ελληνικού λαούκαι κάνοντάς τον από τους πλέον δύσπιστους στην ΝΑΤΟική προπαγάνδα για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η λίστα των εγκλημάτων των Αμερικάνων και του ΝΑΤΟ με πολέμους, πραξικοπήματα,εμπάργκο, είναι μεγάλη: Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Λατ. Αμερική, Κούβα, Ιράν, πρώην Γιουγκοσλαβία…

Σ’ αυτή τη λίστα προστίθεται και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ένας πόλεμος που προκλήθηκε και μεθοδεύτηκε από την αμερικανονατοϊκή επιθετικότητα έναντι της Ρωσίας και επέκταση στην Ανατ. Ευρώπη, για να εξασθενίσουν ή να καταστρέψουν μια ανταγωνιστική δύναμη, για να διατηρηθεί η ηγεμονία των ΗΠΑ στον ανταγωνισμό με την Κίνα, για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Ρωσίας και των δρόμων της Ασίας.Βρισκόμαστε σε μια ιστορική καμπή. Το «τόσα χρόνια ΝΑΤΟ» φαίνεται να ασθμαίνει, να έχει πολλούς που το αμφισβητούν -για τα συμφέροντά τους- στα πλαίσια ενός νέου «πολυπολικού κόσμου». Την ίδια στιγμή, η λεγόμενη «ανωτερότητα της Δύσης» σε σχέση με την «καθυστερημένη Ανατολή»δεν πείθει. Παράγει μαζικά φτώχεια και ανισότητα. Παράγει Τραμπ και Μπολσονάρο. Πολέμους και φασισμό. Μαζικές παρακολουθήσεις, καταστολή και αντιδημοκρατικές εκτροπές. Παράγει ατομισμό και εκατομμύρια νεκρούς στη διετία της υγειονομικής κρίσης. Παράγει διαρκώς οικονομικές φούσκες και κρίσεις. Γενικά η Δύση βρίσκεται σε παρακμή και η Ανατολή σε άνοδο, παρόλο που η δυναμική της δεύτερης δεν οφείλεται σε απελευθερωτικά προτάγματα αλλά σε ένα διαφορετικό καπιταλιστικό μοντέλο. Τέκνο αυτής της αμφισβήτησης της αμερικάνικης ηγεμονίας, είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία με «πατέρα» τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που αποδείχνει ξεκάθαρα ότι οι Αμερικάνοι θα προσπαθήσουν να κρατήσουν την ηγεμονία τους με κάθε μέσο και τρόπο προκαλώντας πολεμικές συρράξεις. Γι’ αυτό και το σύνθημα «ή με το ΝΑΤΟ ή με την ειρήνη» είναι αυτό που συμπυκνώνει τη στάση που πρέπει να κρατήσουν οι λαοί και τα κινήματα.

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΟΥ 73’ ΗΤΑΝ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ

Το Πολυτεχνείο του ’73 είχε ξεκάθαρο αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα αφήνοντας σημαντική παρακαταθήκη για το λαϊκό και νεολαϊστικο κίνημα. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο αυτές οι παρακαταθήκες ακυρώνονται και «θάβονται» από την ελληνική αριστερά –τουλάχιστον από τις περισσότερες εκδοχές της. Από τη Νατοϊκή αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Από τα «διαδηλώνουμε και στη ρωσική και στην αμερικανική πρεσβεία» ή τα -όχι τόσο παλιά- «ευρώ ή δραχμή, πατάτες γιαχνί» του ΚΚΕ. Από ανάλογες στάσεις και τοποθετήσεις αρκετών εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων.

Όμως η πραγματικότητα θα συνεχίζει να θέτει ερωτήματα. Τελικά η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ ήταν ένα πρόβλημα ονοματοδοσίας ή ένα πρόβλημα γεωπολιτικού ελέγχου των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία; Η επιθετικότητα της Τουρκίας μπορεί να απαντηθεί μέσω των «φίλων και συμμάχων μας» του ΝΑΤΟ ή θα χειροτερέψει; Γιατί η οικονομική κρίση, η ακρίβεια, οι τιμές στο ρεύμα στην Ελλάδα είναι εντονότερες και χειρότερες από άλλες χώρες της Ευρώπης; Τι θα σημάνει για το λαό μας η μετατροπή της χώρας σε «στρατόπεδο» και ορμητήριο των αμερικανονατοϊκών στον πόλεμο της Ουκρανίας;

Δεν μπορούν να υπάρξουν νέες ελπιδοφόρες αλλαγές, εξεγέρσεις, ανατροπές χωρίς ανασυγκρότηση αυτού του αντιιμπεριαλιστικού πνεύματος και κατεύθυνσης μέσα στις σύγχρονες συνθήκες. Αυτό είναι το βασικό στοίχημα και θα έπρεπε να είναι το βασικό δίδαγμα για την αριστερά και τους προοδευτικούς ανθρώπους..

Έξω το ΝΑΤΟ και οι Αμερικάνοι – Έξω από την ΕΕ – Έξω οι βάσεις του θανάτου

Ανεξαρτησία – Λευτεριά – Δημοκρατία

Υπήρξε καλός ναζί στα Καλάβρυτα το 1943;

Σύμφωνα με δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών, η νέα ταινία για το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων με τίτλο: «Καλάβρυτα 1943» έχει ξεσηκώσει σοβαρές αντιδράσεις με αφορμή μια αμφιλεγόμενη σκηνή που αναπαράγεται στο διαφημιστικό της τρέιλερ. Αναλυτικότερα, η επίμαχη αυτή σκηνή δείχνει έναν ναζί στρατιώτη να απελευθερώνει τα εγκλωβισμένα γυναικόπαιδα από το φλεγόμενο σχολείο των Καλαβρύτων, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται από καμία σωζόμενη μαρτυρία ούτε και από την ιστορική έρευνα. Μιλάμε λοιπόν απλά για μια αστοχία στο σενάριο της ταινίας ή το ζήτημα είναι πολύ βαθύτερο;

Για να γίνουμε πιο σαφείς, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων πραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1943 από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής ως αντίποινα για την εκτεταμένη αντάρτικη δράση του ΕΛΑΣ στις επαρχίες Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, που μέσα σε λίγους μόνο μήνες έθεσε σε σκληρή δοκιμασία τόσο τις ιταλικές όσο και τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις του Άξονα. Αρχής γενομένης από τη μάχη στο Πυργάκι Αιγιαλείας (14.4.1943) ο ΕΛΑΣ πιέζει τους φασίστες και ναζί κατακτητές σε έναν ολοένα και εντεινόμενο ανταρτοπόλεμο αρχικά στα σύνορα των επαρχιών Αιγιαλείας και Καλαβρύτων και στη συνέχεια όλο και νοτιότερα σε σύνδεση με το αντάρτικο της κεντρικής Πελοποννήσου. Οι μάχες στο Κακοχώρι-Δάφνες Αιγιαλείας (11.5.1943), στην Κέρτεζη των Καλαβρύτων (25.6.1943) και η ταπείνωση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στη μάχη της Γουρζούμισσας Λεοντίου στο Παναχαϊκό Όρος (16-17.7.1943) είναι ενδεικτικά μόνο στιγμιότυπα της διαρκούς κλιμάκωσης του ανταρτοπόλεμου του ΕΛΑΣ που από τη μία στηριζόταν στην πλειοψηφία του ντόπιου πληθυσμού και από την άλλη αποδέσμευε από τον έλεγχο του Άξονα ευρείες ορεινές ζώνες της βόρειας Πελοποννήσου. Αποκορύφωμα αυτής της δυναμικής εξέλιξης του αντιστασιακού-απελευθερωτικού κινήματος στάθηκε η νίκη του ΕΛΑΣ έναντι των ναζιστικών στρατευμάτων στο χωριό Κερπινή των Καλαβρύτων στις 16-17 Οκτωβρίου 1943 όπου από μια δύναμη 110 ναζί στρατιωτών (5ος λόχος του  749 Συντάγματος της 117ης Μεραρχίας της Βέρμαχτ υπό τον λοχαγό Schober) αιχμαλωτίστηκαν πάνω από 80 και περίπου 10-15 κατάφεραν να διαφύγουν. Ενώ ο ΕΛΑΣ διαπραγματεύεται την ανταλλαγή των αιχμαλώτων με κρατούμενους αντιστασιακούς στην Πάτρα και αλλού, η γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει τις θέσεις των ανταρτών στο Σκεπαστό (Βυσοκά) Καλαβρύτων λίγο μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων.

Προς τις αρχές του Δεκέμβρη 1943 με εντολή του Χίτλερ και του στρατάρχη Κάιτελ η 117η μεραρχία της Βέρμαχτ υπό τον αντιστράτηγο Karl von Le Suire κατακλύζει την επαρχία Καλαβρύτων από την Τρίπολη, την Πάτρα και το Διακοπτό. Οι αντάρτες, που είναι λιγότεροι και δεν διαθέτουν τον καλύτερο δυνατό οπλισμό, αποσύρονται μαζί με τους αιχμαλώτους στα ορεινά-δυσπρόσιτα σημεία της επαρχίας Καλαβρύτων και ζητούν από τον ντόπιο πληθυσμό να απομακρυνθεί από τα Καλάβρυτα και τα μικρότερα χωριά για να αποφύγει τα αντίποινα. Ενώ οι ναζί αιχμάλωτοι είναι ακόμα ζωντανοί και οι Άγγλοι σύνδεσμοι που βρίσκονται στο Παναχαϊκό διαβεβαιώνουν τους Καλαβρυτινούς προύχοντες ότι οι Γερμανοί δεν θα προχωρήσουν σε αντίποινα (εν αντιθέσει με όσα έλεγε ο ΕΛΑΣ), ο Karl von Le Suire υπογράφει στις 10 Δεκεμβρίου 1943 την εντολή για την πλήρη καταστροφή των Καλαβρύτων και των Μαζέικων (Κλειτορία) όπως και τη σφαγή των πληθυσμών τους, κίνηση που έμεινε γνωστή ως «επιχείρηση Καλάβρυτα». Έχει ήδη προηγηθεί η σφαγή αμάχων και ο εμπρησμός ολόκληρων χωριών όπως στο Δάρα και τους Ρωγούς κατά την προέλαση της 117ης Μεραρχίας.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής συγκεντρώνουν όλους τους άνδρες άνω των 13 ετών των Καλαβρύτων και αφού τους οδηγούν λίγο πιο έξω, στο λόφο του Καπή, τους εκτελούν με πυροβόλα. 441 Καλαβρυτινοί θερίστηκαν εκεί από τα πολυβόλα ή τη χαριστική βολή και μόνο 13 κατάφεραν να γλιτώσουν αυτή την τελευταία. Όσο εκτυλίσσονται τα παραπάνω, τα γυναικόπαιδα των Καλαβρύτων κλείνονται στο σχολείο της κωμόπολης την ίδια ώρα που οι ναζί έχουν βάλει φωτιά στη στέγη του και πυρπολούν όλα τα σπίτια, τις εκκλησίες, τα καταστήματα και τα δημόσια κτίρια. Την ίδια τύχη θα έχουν δεκάδες χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων ανεβάζοντας συνολικά τον αριθμό των δολοφονημένων και εκτελεσθέντων από 700 ως 1400 απλούς πολίτες, συνθέτοντας το μεγαλύτερο ναζιστικό ολοκαύτωμα που γνώρισε η κατοχική Ελλάδα.

Και αφού τα εκθέσαμε όλα αυτά ας πάμε στο προκείμενο.

Βρέθηκε όντως κάποιος ναζί στρατιώτης που ενώ φυλούσε την πύλη του φλεγόμενου σχολείου των Καλαβρύτων, εντέλει λυπήθηκε τα γυναικόπαιδα και τα άφησε να δραπετεύσουν για να «εκτελεστεί μετά από τους ορκισμένους ναζί»;

-Με βάση τις δοσμένες μαρτυρίες των επιζώντων κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ αλλά αντίθετα τα γυναικόπαιδα έσπασαν μόνα τους την πύλη και κατάφεραν να δραπετεύσουν. Μάλιστα πάνω στον πανικό αυτό ποδοπατήθηκε και η μόνη Καλαβρυτινή που σκοτώθηκε εκείνη τη μέρα, η Κρίνα Τσαβαλά (née Κρίνα Αγγελοπούλου από το Μοστίτσι Καλαβρύτων). Επομένως η συγκεκριμένη ιστορία είναι πλαστή.

Ή μήπως οι ναζί προχώρησαν στα αντίποινα αυτά επειδή τάχα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν ήδη εκτελέσει τους αιχμαλώτους από την μάχη της Κερπινής;

-Η εκτέλεση των αιχμαλώτων ναζί από τον ΕΛΑΣ σύμφωνα με την μαρτυρία του Κομνηνού Πυρομάγλου που συμμετείχε στην αντίσταση από τις γραμμές του ΕΔΕΣ (και όχι του ΕΛΑΣ)  έγινε το βράδυ μετά το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων στην περιοχή Μάζι του όρος Χελμός ενώ υπάρχουν και γερμανικές μαρτυρίες που θέλουν την εκτέλεση των ναζί να πραγματοποιείται λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Δεκεμβρίου. Πράγμα που σημαίνει ότι και σ’ αυτή την περίπτωση μιλάμε για ψέμα και εκ των υστέρων δικαιολόγηση της ναζιστικής θηριωδίας.

Για όλη αυτήν όμως την μυθοπλασία περί αντιποίνων λόγω της «πρότερης εκτέλεσης των ναζί αιχμαλώτων» ευθύνεται η συγκεκριμένη ταινία ή μήπως οι ρίζες της  βρίσκονται βαθύτερα;

-Οι πρώτες επίσημες από ελληνικής πλευράς αναφορές για την πρότερη σφαγή των ναζί αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ, που έδωσαν τάχα το πάτημα στη Βέρμαχτ να ασκήσει αντίποινα σκοτώνοντας αμάχους, ανήκουν στο κόμμα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ) δια στόματος του Αχαιού βουλευτή Παναγιώτη Κανελλόπουλου στις συζητήσεις της Βουλής που διεξήχθησαν στις 20, 21 και 22 Οκτωβρίου 1959. Μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο που «έκανε αντίσταση» από τη Μέση Ανατολή και μετά έπαιζε «τον φίλο» στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά την απελευθέρωση για να ταυτιστεί πλήρως με τα αγγλικά συμφέροντα από τα Δεκεμβριανά και μετά. Ας μην εκπλησσόμαστε όμως. Ο αρχηγός του ίδιου κόμματος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, λίγο νωρίτερα, στις αρχές του 1959 είχε προωθήσει μέσω της κυβέρνησης του το νομοσχέδιο «περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου» προκειμένου να πέσουν στα μαλακά και να απελαθούν στη Δυτική Γερμανία πρώην εγκληματίες πολέμου, όπως ο ναζί αξιωματικός Μαξ Μέρτεν που είχε βαρύ ιστορικό εγκλημάτων πολέμου στη Θεσσαλονίκη. Με βάση αυτό το νόμο ο Μέρτεν αποφυλακίζεται και αποστέλλεται στη Δυτική Γερμανία το Νοέμβριο του 1959, όπου και αφέθηκε εντέλει ελεύθερος. Ο ίδιος μάλιστα λίγο αργότερα, προέβη σε «αποκαλύψεις» για το βρώμικο, δηλαδή το δωσίλογο, παρελθόν τόσο του Κων/νου Καραμανλή όσο και του υπουργού Εξωτερικών Μακρή στον δυτικογερμανικό τύπο.

Κατόπιν όλων αυτών αξίζει να δει κανείς την ταινία «Καλάβρυτα 1943» ή όχι;

Αν θέλετε τη γνώμη μου, αξίζει να δούμε κάθε ταινία, παρά τη σκόπιμη ή άστοχη μυθοπλασία που μπορεί να περιλαμβάνει με πιθανή πρόθεση την “ανάδειξη της ανθρωπιάς” ακόμα και μέσα στα ναζιστικά στρατεύματα. Να τη δούμε γιατί μιλάει για μια ανοιχτή πληγή του λαού μας, που κοντά 80 χρόνια μετά δεν έχει κλείσει. Να την δούμε γιατί ο καθένας από εμάς πρέπει να έχει μια εικόνα της φρίκης του ναζιστικού ολοκαυτώματος αλλά και της απανθρωπιάς του ναζιστικού κτήνους. Να τη δούμε γιατί μέχρι σήμερα το γερμανικό κράτος δεν έχει προχωρήσει στην αποπληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων για όσα εγκλήματα έκαναν οι ναζί προπάτορες του στα Καλάβρυτα, το Κομμένο, το Δίστομο, την Κάνδανο, το Χορτιάτη και αλλού. Να τη δούμε γιατί το δηλητήριο του ναζισμού και του φασισμού κοχλάζει στην ελληνική κοινωνία, πατώντας πάνω στην ιστορική λήθη και την στοχευμένη προσπάθεια του κεφαλαίου να μας δείξει ως εχθρό τον ξένο και τον αδύναμο για να μη το τσακίσουμε όπως του αξίζει. Αλλά να μη μείνουμε μόνο σε μια ταινία για να κατανοήσουμε όλα τα παραπάνω.

Και κάτι τελευταίο. Το 1943 η μάνα της μάνας μου, από το χωριό Σιγούνι των Καλαβρύτων, ήταν 6 χρονών. Η πλειοψηφία των χωριανών της και η οικογένεια της άκουσε ευτυχώς τους αντάρτες και δεν έμεινε στο χωριό αλλά ανέβηκε στη ράχη του Χαμάκου που χωρίζει σχεδόν στα δυο τον κάμπο των Λουσών – νότια των Καλαβρύτων. Εκεί έμειναν 3-4 μέρες κι από εκεί είδαν τους ναζί να καίνε τα χωριά του κάμπου (Σιγούνι, Ντούνισα, Σουδενά), να πλιατσικολογούν τα αγροτόσπιτα και να εκτελούν κάθε χωρικό που είχε πειστεί ότι δεν θα πειραχτεί από την 117η Μεραρχία στα πλαίσια της επιχείρησης «Καλάβρυτα».

Κάπως έτσι γλίτωσαν από το μακελειό των ναζί και δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των θυμάτων του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων σήμερα.

Και δεν τους γλίτωσε κανένας ναζί που τάχα μετάνιωσε, γιατί τέτοιος ναζί στα Καλάβρυτα δεν υπήρξε. Όπως δεν υπήρξε κι εκείνος που τάχα γλίτωσε τα γυναικόπαιδα στην πύλη του δημοτικού σχολείου Καλαβρύτων.

Η μεγάλη ιστορική παράχαραξη βέβαια δεν αφορά τέτοια ή αντίστοιχα περιστατικά. Γιατί ακόμα και αν στα Καλάβρυτα δεν βρέθηκε κανείς ναζί στρατιώτης να συγκινηθεί από το ολοκαύτωμα και να ανοίξει την πόρτα του σχολείου, αλλού μπορεί να βρέθηκε. Η παραχάραξη αφορά το ελεεινό δόγμα του ιστορικού αναθεωρητισμού ότι η Αντίσταση προκάλεσε τα ναζιστικά αντίποινα και τις θηριωδίες. Ότι αν δεν υπήρε αντάρτικο, ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, οι Γερμανοί δεν θα έκαιγαν πόλεις και χωριά. Δεν θα έκαναν εκτελέσεις.

Το δόγμα του ιστορικού αναθεωρητισμού εμφανίζει τους κατακτητές αμυνόμενους και τους κατακτημένους θύτες. Εμφανίζει την ιστορία αναποδογυρισμένη, κομμένη και ραμένη στα μέτρα όσων θέλουν να θολώσουν τις σκοτεινότερες στιγμές που έζησε η ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα. Αλλά και να μειώσουν τη μοναδική και ανεπανάληπτη συμβολή των κινημάτων Αντίστασης σε όλη την Ευρώπη στην ήττα του Άξονα και τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνστών σε αυτήν.

Αυτή η ιστορική παραχάραξη, προσφιλής στη μετεμφυλιακή Ελλάδα όπου οι αντιστασιακοί πέρασαν από φωτιά, μαχαίρι, εξορίες και εκτελέσεις και οι συνεργάτες των Γερμανών τιμούνταν από το κράτος, είναι και η πιο επικίνδυνη. Όχι απλά γιατί κηρύσσει ότι η δίκαιη αντίσταση είναι μάταιη και πιθανώς επιζήμια, αλλά γιατί – ακόμα χειρότερα-  δικαιώνει σήμερα το ναζισμό και το φασισμό!

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Βασίλης Κ. Λάζαρης (2014), Η Αχαΐα στην Κατοχή 1941 – 1944, Πάτρα: Διαπολιτισμός.

Ευάγγελος Μαχαιράς (2001), 50 χρόνια μετά, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Περικλής Ροδάκης (2001), ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 1941-1944 Η Αντίσταση στην επαρχία, Το Ολοκαύτωμα, Αθήνα: Παρασκήνιο.

Χέρμαν-Φρανκ Μάγερ (2003), Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα-Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα, Αθήνα: Εστία.

Χρήσιμες πληροφορίες για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων με πλούσιο αρχειακό υλικό διαθέτει και το επίσημο site του μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος https://www.dmko.gr/episkepsi/

Ο εθνικός διχασμός του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου

Το ΟΧΙ συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια να εμφανίζεται με τον μανδύα της ενότητας και της ομοψυχίας. Ενωμένοι οι Έλληνες κάνουν θαύματα και λοιπά κλισέ. Ωστόσο η 28η Οκτωβρίου του 1940 ήταν η εναρκτήρια στιγμή ενός οργανικού και βαθύτατου διχασμού που όρισε την ελληνική κοινωνία με οξύ τρόπο σε όλη τη δεκαετία του 40 με τις τρεις ένοπλες εξεγέρσεις (Αντίσταση, Δεκέμβρης, Εμφύλιος) και τη χαρακτήρισε για πολλές δεκαετίες μετέπειτα. 

Πώς γίνεται το “εθνικό”, “ομόψυχο”, “ενωτικό” ΟΧΙ του 1940 να οδηγεί σε τόσο βαθύ διχασμό;

Δεν θα μας το απαντήσουν ούτε τα σχολικά βιβλία, ούτε οι σημερινές πανηγυρικές δηλώσεις των παραγόντων της πολιτικής και της πολιτείας. 

Το 1940 η αστική τάξη της χώρας και ο πολιτικός της κόσμος είναι βαθιά διχασμένοι ανάμεσα στις εκλεκτικές τους συγγένειες με το φασιστικό άξονα και στην υποχρέωσή τους να ενταχθούν στο γεωστρατηγικό και πολεμικό στρατόπεδο της μεγάλης προστάτιδας δύναμης, της Αγγλίας. Οι επιλογές έχουν γίνει ήδη εκατό χρόνια και πλέον νωρίτερα. Η ελληνική άρχουσα τάξη θα βρίσκεται στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας και αυτή η κατεύθυνση δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί ποτέ, ακόμα και τότε που σημαντική  μερίδα της εξουσίας (Παλάτι) θελήσει να αλλάξει τον προσανατολισμό οδηγώντας στον Εθνικό Διχασμό του 1915-1917. Το καθεστώς Μεταξά μπορεί να ανακαλύπτει τη γοητεία του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, αλλά δεν παύει να είναι δικτατορία της αστικής τάξης και δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τις στρατηγικές της επιλογές. 

Η αστική τάξη θα πει ΟΧΙ στον φασιστικό άξονα, αλλά θα το πει έτοιμη να συνθηκολογήσει στη νέα πραγματικότητα της πανευρωπαϊκής κυριαρχίας του Τρίτου Ράιχ, βουτηγμένη στο χυδαίο πραγματισμό της δικής της επιβίωσης, ανεξαρτήτως της επιβίωσης της χώρας. Η ευκαμψία και η προσαρμοστικότητά της να υπηρετεί κάθε είδους μεγάλη δύναμη, ανεξαρτήτως αρχών και πεποιθήσεων, είναι παροιμιώδης. 

Το ΟΧΙ της άρχουσας τάξης αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά της συμφέροντα, ευθυγραμμίζεται με την προστάτιδα δύναμή της, την Αγγλία που ως εκείνη τη στιγμή είναι ο βασικός αντίπαλος του Άξονα. Έχει κυρίως να  να κάνει με τον γεωπολιτικό της προσανατολισμό και όχι με τις αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. 

Από τη μια λοιπόν η ελληνική αστική τάξη, ο πολιτικός της κόσμος, το Παλάτι και το καθεστώς Μεταξά, λένε το ΟΧΙ. Δηλαδή δεν λένε ακριβώς ΟΧΙ, καθώς, παρά την εθνική μυθολογία της 28ης Οκτωβρίου, η απάντηση του Μεταξά ήταν το παθητικό συμπέρασμα που διατυπώνει ένας παρατηρητής των γεγονότων: “alors, c’est la guerre”.

Από την άλλη, το ΚΚΕ, δια στόματος του γραμματέα του, Ν.Ζαχαριάδη, έγκλειστου στις φυλακές της Κέρκυρας, διατρανώνει λίγες ώρες αργότερα, ένα στεντόρειο και ισχυρό ΟΧΙ. “O κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα”: η διατύπωση στο περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη κρύβει πολύ μεγαλύτερη δύναμη, αποφασιστικότητα, εθνική αξιοπρέπεια και βούληση για αγώνα και αντίσταση από την ξεψυχισμένη αντίδραση της αστικής τάξης. 

Το τσακισμένο από τις συλλήψεις, τις εξορίες, τον χαφιεδισμό και τα βασανιστήρια, ΚΚΕ, έχει το ηθικό και πολιτικό ανάστημα να προσανατολιστεί σωστά, να συμβαδίσει με το λαϊκό αίσθημα, να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία της χώρας. Ακόμα και τότε, που η ΕΣΣΔ είναι ακόμα αμέτοχη στον πόλεμο, τηρώντας το σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ για να κερδίσει χρόνο μπροστά στην αναπόφευκτη χιτλερική εισβολή, οι Έλληνες κομμουνιστές ζητούν από την πρώτη μέρα του πολέμου, μέσα από τις φυλακές και από τις εξορίες να σταλούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Και όταν, μήνες αργότερα, με τη γερμανική πλέον εισβολή, το μέτωπο καταρρέει, οι κομμουνιστές θα πάρουν τη θέση τους στην ηγεσία του λαού, επικεφαλής, εμπνευστές, πρωτεργάτες της Εθνικής Αντίστασης, χύνοντας ποταμούς αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας, την ώρα που η “φυσική ηγεσία” της χώρας, το Παλάτι και ο αστικός πολιτικός κόσμος παριστάνουν την κυβέρνηση από το Κάιρο. 

Η 28η Οκτωβρίου μπορεί να αποτυπώνει έναν παλλαϊκό κι πανεθνικό ξεσηκωμό υπεράσπισης της πατρίδας από τη φασιστική εισβολή, αλλά την ίδια στιγμή καταγράφει τη διαφορετική ποιότητα και βάθος του ΟΧΙ που είπε η άρχουσα τάξη και του ΟΧΙ που είπε το κομμουνιστικό κίνημα. 

Αυτή ακριβώς η διαφορετική ποιότητα εξηγεί τις αποκλίνουσες πορείες της Αριστεράς και της Δεξιάς κατά τη δεκαετία του 40. 

Το ένα ΟΧΙ οδηγεί στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ, στην ΕΠΟΝ. 

Το άλλο ΟΧΙ οδηγεί στη συνθηκολόγηση, στη λιποταξία, στη δραπέτευση στη Μέση Ανατολή ή και στη συνεργασία με τον κατακτητή.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ο πόλεμος

Το antapocrisis.gr αναδημοσιεύει ένα αναλυτικό άρθρο του Γιάννη Σκαλιδάκη για τη στάση του ΚΚΕ κατά τον αντιφασιστικό πόλεμο, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Το κείμενο αυτό αναδεικνύει τις διεθνείς και ελλαδικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η θέση του ΚΚΕ για την ιταλική εισβολή, που ήταν και η απαρχή της εποποιίας του ΕΑΜ και της Εθνικής Αντίστασης. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας στάθηκε συνεπές στην πάλη του ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο από την αρχή της εμφάνισης του φασιστικού φαινομένου μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και φυσικά κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της χώρας. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου συντάχθηκε με τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη μετωπική δράση ενάντια στο φασισμό και σταδιακά προσάρμοσε τη γραμμή του και τη δράση του προς αυτήν την κατεύθυνση κάνοντας βασικό στοιχείο της πολιτικής του τη δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου. Η έλευση της δικτατορίας Μεταξά απέβη σκληρό χτύπημα για το ΚΚΕ με αποδιοργάνωση των οργανώσεών του σε όλα τα επίπεδα, πολιτικά όμως κατάφερε να παραμείνει σε μια σωστή γραμμή υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας, με απόληξη την κατεύθυνση που έδινε το γράμμα Ζαχαριάδη για τη στάση απέναντι στην ιταλική επίθεση, στάση που οδήγησε και στη δημιουργία του ΕΑΜ στην Κατοχή. Και αυτό παρά τις απίστευτες αντιξοότητες που προκάλεσε η διάβρωση του κόμματος από τις υπηρεσίες ασφαλείας της δικτατορίας αλλά και τις στροφές στην πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της οποίας τμήμα παρέμενε το ΚΚΕ, στροφές που οφείλονταν στην επιλογή της Σοβιετικής Ένωσης να συνάψει σύμφωνο μη επίθεσης με τη χιτλερική Γερμανία το καλοκαίρι του 1939. Κατά κάποιο τρόπο, η εσωτερική κρίση του ΚΚΕ και το βραχυκύκλωμα των διαύλων επικοινωνίας του με την Διεθνή το προστάτευσε πολιτικά, αν μπορούμε να το θέσουμε έτσι, από την γενικότερη κρίση που μάστισε τα κομμουνιστικά κόμματα παγκοσμίως την περίοδο 1939-1941.

Στηριγμένο στις πρότερες εκτιμήσεις της Διεθνούς εναντίον του φασισμού, που είχαν γίνει για χρόνια κτήμα των στελεχών του, το ΚΚΕ και ειδικά ο γενικός του γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης κατάφεραν να προσανατολιστούν σωστά στη θυελλώδη πρώτη περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτό παρά τις αντιφάσεις και τις διαφορετικές αποχρώσεις στις εκτιμήσεις που έβγαιναν από τα διάφορα κατακερματισμένα καθοδηγητικά κέντρα του κόμματος. Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να εξιστορήσουμε την πορεία αυτή του ΚΚΕ κυρίως από τα επίσημα κείμενά του και τη στάση των καθοδηγητικών στελεχών του. Δεν θα πρέπει όμως να διαφύγει στον αναγνώστη πως πέρα από την «επίσημη» αυτή ιστορία, υπήρχε η ζωντανή ιστορία των αγώνων και θυσιών των μελών και οπαδών του κόμματος που κράτησαν ψηλά τη σημαία της αντίστασης στο φασισμό και στην εγχώρια εκδοχή του δικτατορικού καθεστώτος Μεταξά-Γεωργίου Β΄, συνέπλευσαν και στήριξαν το λαϊκό αίσθημα απόκρουσης της επίθεσης του ιταλικού φασισμού και εντέλει πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του μεγαλειώδους κινήματος Αντίστασης ενάντια στην κατοχή της χώρας από τον Άξονα.

Η πολιτική του ΚΚΕ στο μεσοπόλεμο ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο

Το ξετύλιγμα του μίτου της μετωπικής πολιτικής του ΚΚΕ ξεκινά από την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1934. Σε αυτήν πήραν μέρος, εκτός από τον Νίκο Ζαχαριάδη, και οι σημαντικότεροι πρωταγωνιστές του μετέπειτα εαμικού εγχειρήματος, μεταξύ άλλων οι Γιάννης Ζέβγος, Γιάννης Ιωαννίδης, Μήτσος Παρτσαλίδης, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος, Γιώργης Σιάντος, Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το σώμα αυτό έμεινε γνωστό για την ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και τον καθορισμό του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως «αστικοδημοκρατικού χαραχτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Έμπαινε δε ως καθήκον της πολιτικής δράσης του κόμματος η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο.[1]

Ο Χίτλερ βρισκόταν ήδη στην εξουσία από τις αρχές του 1933 και ο φασισμός σε άνοδο στην Ευρώπη, όταν προσδιορίστηκε ως «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο σωβινιστικών, πιο αντιδραστικών και πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου» από την 13η Ολομέλεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς το φθινόπωρο του 1933. Στο 14ο συνέδριο του ΚΚΣΕ τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1934 επισημάνθηκε ο κίνδυνος για την ειρήνη από την άνοδο του φασισμού ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου μαζικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα σε Παρίσι και Βιέννη ανάμεσα σε σοσιαλιστές και κομμουνιστές εργάτες ενάντια στις προσπάθειες φασιστικού πραξικοπήματος και στις δυνάμεις του Ντόλφους αντίστοιχα.[2]

Μέσα σε αυτό το κλίμα πραγματοποιήθηκε η 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ βαθμιαία και με αντιφάσεις θα προσπαθήσει να εφαρμόσει στην πράξη τακτικές μετωπικής πολιτικής, που αρχικά θα έρθουν σε αντίθεση με τη στρατηγική του, που παρέμενε η εργατοαγροτική επανάσταση στην Ελλάδα και η δημιουργία εργατοαγροτικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το σύνθημα του 5ου συνεδρίου του ΚΚΕ που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1934.[3] Η πορεία προς τον φασισμό στην Ελλάδα και η ανάγκη οργάνωσης ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου τονίζονταν στις αποφάσεις του συνεδρίου.[4] Η τακτική του ενιαίου μετώπου έπρεπε να γίνει «από τα κάτω», μέσα στα συνδικάτα και με τη διάλυση «της μαζικής βάσης του σοσιαλφασισμού».[5] Μέσα στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί και η καθαρή αλλαγή της θέσης του ΚΚΕ όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα, κυρίως με την εγκατάλειψη του συνθήματος περί ανεξάρτητης Μακεδονίας και την προβολή της θέσης για εθνική ισοτιμία των μειονοτήτων. Το εθνικό ζήτημα θα γινόταν έκτοτε βασική παράμετρος της πολιτικής του ΚΚΕ μέσα από την προβολή της εθνικής ανεξαρτησίας. Ο δε Νίκος Ζαχαριάδης στις Θέσεις του για την ιστορία του ΚΚΕ, το 1939, δεν θα διστάσει να κάνει λόγο για την ανάγκη Εθνικού Μετώπου.

Το ΚΚΕ, έχοντας υπόψη του και το σύμφωνο ενότητας δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας που υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1934, άρχισε σταδιακά να αλλάζει τη ρητορική του που μέχρι τότε καθοριζόταν από την αντιπαράθεση με τη σοσιαλδημοκρατία («σοσιαλφασισμός») και τις μεταρρυθμιστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ήδη, πριν το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η Εκτελεστική της Επιτροπή είχε επικροτήσει την πολιτική του ΚΚ Γαλλίας και προσανατόλιζε τα κομμουνιστικά κόμματα προς μια διεύρυνση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου. Μια αρχική συμφωνία ανάμεσα στο ΚΚΕ (Μ. Τατασόπουλος), το Αγροτικό Κόμμα (Α. Τανούλας, Α. Βογιατζής, Ε. Παγούρας), το Σοσιαλιστικό Κόμμα (Στρ. Σωμερίτης), το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Γ. Πυρπασόπουλος), τη ΓΣΕΕ (Ι. Καλομοίρης), την Ενωτική ΓΣΕΕ (Γ. Σιάντος) και τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα (Γ. Λάσκαρης) επιτεύχθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1934. Προέβλεπε δε κοινό αγώνα μέσω κοινών συγκεντρώσεων ενάντια σε κάθε φασιστικό πραξικόπημα, αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών τους σε περίπτωση φασιστικής επίθεσης αλλά και την προετοιμασία μιας γενικής απεργίας.

Την 1η Μαρτίου 1935 θα εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα Πλαστήρα. Το ΚΚΕ, που είχε καταγγείλει το πραξικόπημα μέσω του Ριζοσπάστη, με απόφαση της 3ης Ολομέλειας στις 23 Μαρτίου, επέμενε στην αναγκαιότητα του ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου αλλά κατήγγειλε τους μέχρι τότε συμμάχους του ότι υποστήριξαν άλλοι το κίνημα Πλαστήρα και άλλοι τη «φασιστική τριανδρία Κονδύλη, Μεταξά, Δουσμάνη».[6] Μετά την κατάπνιξη του κινήματος, η κυβέρνηση των Λαϊκών προέβη σε μεγάλης έκτασης διώξεις που περιλάμβαναν τα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ καθώς και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ΚΚΕ περιχαρακώθηκε και πάλι. Ενόψει των εκλογών της 9ης Ιουνίου 1935, προέβαλε το «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Αγροτών» (ΕΜΕΑ) με σύνθημα όμως τη «Σοβιετική Ελλάδα» και απέρριψε αυτή τη φορά το ίδιο προτάσεις προεκλογικής συνεργασίας τόσο από τον Κώστα Γαβριηλίδη του ΑΚΕ όσο και από τον Γεώργιο Παπανδρέου.[7] Στις εκλογές αυτές, από τις οποίες απείχαν τα βενιζελικά και δημοκρατικά κόμματα, το ΕΜΕΑ πήρε 98.699 ψήφους (9,59%) αλλά λόγω εκλογικού συστήματος δεν εξέλεξε βουλευτές.

Μετά τις εκλογές αυτές, το ΚΚΕ έθεσε το ζήτημα δημιουργίας αντιφασιστικού-δημοκρατικού συνασπισμού. Η Κεντρική Επιτροπή στη σχετική απόφαση ανέφερε πως «το Κόμμα πρέπει θαρραλέα να προχωρήσει στην πραγματοποίηση [του συνασπισμού] χτυπώντας κάθε σεχταρισμό που στο όνομα της “αριστερής” αδιαλλαξίας και με πρόσχημα της προφύλαξης του Κόμματος από τον οπορτουνισμό το εμποδίζει να σταθεί η πρωτόβουλη και ηγεμόνα δύναμη στην αντιφασιστική-δημοκρατική συγκέντρωση των δυνάμεων του λαού».[8] Στις 5 Ιουλίου με ανοιχτό γράμμα προς τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, το Σοσιαλιστικό και το Αγροτικό Κόμμα, άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις και επιτροπές, το ΚΚΕ ζήτησε την άμεση συγκρότηση πανελλαδικού Δημοκρατικού Συνασπισμού ενάντια στον φασισμό και τη μοναρχική παλινόρθωση.[9]

Το έβδομο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Το έβδομο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα από τις 25 Ιουλίου έως τις 21 Αυγούστου 1935 με 510 αντιπροσώπους, 371 με αποφασιστική ψήφο και 139 με συμβουλευτική ψήφο.[10] Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ αποτελέστηκε από τους Στυλιανό Σκλάβαινα (επικεφαλής), Γιάννη Ιωαννίδη, Γιάννη Μιχαηλίδη, Μιχάλη Τυρίμο, Μιχάλη Σινάκο, Δημήτρη Σακαρέλο, Νίκο Πλουμπίδη και Ανδρέα Τσίπα.[11] Το συνέδριο αυτό ασχολήθηκε με το φαινόμενο του φασισμού και έδωσε την κλασική διατύπωση για τη φύση του:

Ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου […] Ο γερμανικός φασισμός παρουσιάζεται σαν η πολεμική γροθιά της διεθνούς αντεπανάστασης, σαν ο κύριος εμπρηστής του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Το Συνέδριο προώθησε τη δημιουργία Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων, που ήταν πιθανό σε ορισμένες χώρες να φτάσουν στην εξουσία. Αναπτύχθηκε η αντίληψη της «αμοιβαίας σχέσης της πάλης υπέρ της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού» και γινόταν η εκτίμηση ότι η επαναστατική διαδικασία στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες δεν θα προχωρούσε με άμεση σοσιαλιστική επανάσταση αλλά μέσω του σταδίου της αντιφασιστικής πανδημοκρατικής πάλης.[12]

Όσον αφορά τον πόλεμο, τονίστηκε ότι αυτός από τον χαρακτήρα του θα ήταν ιμπεριαλιστικός και λόγω της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης θα μετατρεπόταν σε αντεπαναστατικό, αντισοβιετικό πόλεμο:

Για κανένα δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι ο ετοιμαζόμενος πόλεμος ακόμα και αν αρχίσει σαν πόλεμος μεταξύ δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είτε σαν πόλεμος κάποιας μεγάλης δύναμης εναντίον μιας μικρής χώρας, αναπότρεπτα θα έχει την τάση να οδηγηθεί και αναπότρεπτα θα εξελιχθεί σε πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.[13]

Η ανάλυση της κατάστασης στην Ευρώπη καθόριζε την τακτική του κομμουνιστικού κινήματος και, όπως σημείωνε ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, για τις μικρές χώρες αλλά και υπό ορισμένες συνθήκες και για μεγάλες δυνάμεις όπως η Γαλλία, «το καθήκον της υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας ενάντια στη φασιστική επιδρομή προτάσσεται του καθήκοντος της χρησιμοποίησης της πολεμικής κρίσης για την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης». Όπως το διατύπωνε η Διεθνής:

Συγκεντρώνουμε τα πυρά μας ενάντια στο γερμανικό φασισμό που αποτελεί τον κύριο εμπρηστή του πολέμου στην Ευρώπη. Προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε όλες τις διαφορές που υπάρχουν στις θέσεις ορισμένων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Οφείλουμε να τις χρησιμοποιήσουμε έντεχνα προς το συμφέρον της ειρήνης, χωρίς να ξεχνούμε ούτε λεπτό την αναγκαιότητα να κατευθύνουμε το χτύπημα ενάντια στον εχθρό στη δική μας χώρα, ενάντια στο «δικό μας» ιμπεριαλισμό.[14]

Οι προσπάθειες για Παλλαϊκό Μέτωπο

Μετά την ολοκλήρωση του 7ου συνεδρίου της Διεθνούς, συνήλθε η 4η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 1935. Το σώμα αυτό ενέκρινε τις θέσεις του 7ου συνεδρίου και προσάρμοσε τις θέσεις του όσον αφορά την αντιμετώπιση του φασισμού. Προκρίθηκε η αποκατάσταση του ενιαίου μετώπου όλων των πολιτικών και συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Το φασισμό και τη μοναρχία θα απέτρεπε η δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου «της ελευθερίας και δημοκρατίας», στο οποίο χωρούσαν πλέον όχι μόνο τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα και οργανώσεις αλλά και όλα τα άλλα κόμματα, όπως οι Φιλελεύθεροι, που αναφέρονται συγκεκριμένα, σε μια «ελάχιστη δημοκρατική-αντιφασιστική βάση». Το ΚΚΕ θα υποστήριζε μια δημοκρατική-αντιφασιστική κυβέρνηση στην ελάχιστη βάση της αποκατάστασης όλων των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, του χτυπήματος του φασισμού και μοναρχισμού, της γενικής αμνηστίας και της προκήρυξης ελεύθερων εκλογών με αναλογική.[15]

Όσον αφορά το ζήτημα της φασιστικής απειλής, το ΚΚΕ διακήρυττε πως «μπροστά στον άμεσο κίνδυνο φασιστικής ιταλικής επιδρομής, είτε άλλης μεγαλοϊμπεριαλιστικής (λ.χ. από την πλευρά της χιτλερικής Γερμανίας), απειλής κατά της εθνικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας, θέτει σαν υπέρτατο καθήκον του την υπεράσπιση της εθνικής ελευθερίας και θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις, για να κατακτήσει αυτό την ηγεμονία της πάλης […]. Το ΚΚΕ στον αγώνα αυτόν θα συνεργαστεί με όλες τις οργανώσεις και κόμματα, που θα παλαίψουν πραγματικά για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία».[16]

Πράγματι, το ΚΚΕ απευθύνθηκε σε όλα τα δημοκρατικά κόμματα πριν το δημοψήφισμα-παρωδία του Κονδύλη προτείνοντας τη μεταξύ τους συνεννόηση και τη συγκρότηση κοινής πανελλαδικής επιτροπής αγώνα.[17] Μάλιστα, μετά και τις εξελίξεις του Σεπτεμβρίου οπότε η χώρα κυβερνιόταν ουσιαστικά δικτατορικά από τον Κονδύλη με παραμερισμό του πρωθυπουργού Τσαλδάρη και η παλινόρθωση φαινόταν να είναι επί θύραις, οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αντιμοναρχικό μέτωπο με τον τίτλο Πανδημοκρατική Ένωση. Ωστόσο τα γεγονότα πρόλαβαν το υπό σχηματισμό μέτωπο αυτό καθώς στις 10 Οκτωβρίου ο Τσαλδάρης ανατράπηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση Κονδύλη με πραξικοπηματική κατάργηση της Δημοκρατίας, επαναφορά του Συντάγματος του 1911 και προκήρυξη δημοψηφίσματος για την παλινόρθωση στις 3 Νοεμβρίου.[18]

Τις εξελίξεις στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο ερμήνευε από τη σκοπιά του ο «αντιβασιλιάς» Κονδύλης στο όνομα του «βενιζελοκομμουνισμού», προχωρώντας σε ευρείας κλίμακας καταστολή με διώξεις και εκτοπίσεις, εκβιάζοντας την αποχή των δημοκρατικών κομμάτων από το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου, το οποίο με εξόφθαλμη νοθεία επανέφερε το Γεώργιο με ποσοστό 98%.[19] Στο ενδιάμεσο διάστημα όμως προχώρησαν οι μετωπικές πολιτικές του ΚΚΕ που δεν απέτρεψαν μεν την παλινόρθωση αλλά το έφεραν πιο κοντά πολιτικά με τα αστικά δημοκρατικά κόμματα διαμορφώνοντας και τα όρια που θα καθορίσουν και τις πολιτικές συνεργασίες που θα αποτυπωθούν στην Κατοχή με το ΕΑΜ και την ΠΕΕΑ. Το ΚΚΕ πρότεινε τη δημιουργία αντιδικτατορικού μετώπου που θα συμπεριλάμβανε και το τμήμα του Λαϊκού Κόμματος που ακολουθούσε τον Τσαλδάρη και τους 22 βουλευτές του που τάσσονταν κατά της μοναρχίας. Έγιναν διαπραγματεύσεις με το Φιλελεύθερο και το Προοδευτικό Κόμμα και σχηματίστηκε συντονιστική επιτροπή με τη συμμετοχή του Καφαντάρη για το Προοδευτικό Κόμμα και του Ν. Ασκούτση, που θα στελεχώσει αργότερα την ΠΕΕΑ, για τους Φιλελεύθερους. Συμμετείχαν επίσης ο Γ. Παπανδρέου και ο Παπαναστασίου καθώς και το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα δύο Αγροτικά Κόμματα (Τανούλα-Βογιατζή και Σοφιανόπουλου-Γαβριηλίδη).[20] Το ΚΚΕ, κατά την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, είχε να αντιμετωπίσει τις συνεχείς υπαναχωρήσεις των συμμάχων του, ειδικά εκείνων από το χώρο των Φιλελευθέρων που όψιμα είχαν αποκτήσει επικοινωνία με το ΚΚΕ. Αυτοί δέχονταν και τις πιο έντονες πιέσεις από τον υπόλοιπο αστικό κόσμο που έπαιζαν το χαρτί του αντικομμουνισμού. Με βάση αυτή τη ρητορική, η συνεργασία με το ΚΚΕ ήταν εθνική προδοσία, «βενιζελοκομμουνιστική συνομωσία».

Το ΚΚΕ επέμεινε στη νέα γραμμή του, την οποία επαναβεβαίωσε και στο 6ο Συνέδριο του που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1935. Στο συνέδριο αυτό τονιζόταν ο άμεσος κίνδυνος του πολέμου που απειλούσε την Ελλάδα, κυρίως από την Ιταλία και τονιζόταν πως:

Το Κόμμα μας αν και πιστεύει ότι μια τελική εξάλειψη κάθε κινδύνου πολέμου μπορεί να γίνει μόνο με τη συντριβή της εξουσίας του κεφαλαίου, που αποτελεί την πηγή των πολέμων, εν τούτοις πάνω στη βάση της πάλης για την ειρήνη και την υπεράσπιση της χώρας από κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση και κατάχτηση, πρωτοστατεί στην πραγματοποίηση ενιαίου μετώπου με όλα τα κόμματα και οργανώσεις που δέχονται τη βάση της πάλης αυτής.[21]

Λίγες ημέρες πριν την κήρυξη της δικτατορίας Μεταξά, στις 22 Ιουλίου 1936 υπογράφηκε συμφωνητικό για τη δημιουργία Λαϊκού Μετώπου πάλης εναντίον του φασισμού, για την υπεράσπιση και ανάπτυξη της δημοκρατίας, ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο Αγροτικό Κόμμα υπό τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο.[22] Η δικτατορία Μεταξά θα ανέκοπτε βίαια την πολιτική ζωή και θα καταδίωκε ιδιαίτερα τον προοδευτικό χώρο και ειδικά τους κομμουνιστές. Οι μετέπειτα συναγωνιστές στο ΕΑΜ θα συνευρίσκονταν πλέον στις εξορίες και τις φυλακές μέχρι την κήρυξη του πολέμου.

Η δικτατορία Μεταξά και η πρόσληψη του πολέμου από το ΚΚΕ

Η δικτατορία Μεταξά προέβη σε πρωτοφανείς, ακόμα και για την Ελλάδα του μεσοπολέμου, πολιτικές διώξεις που εκτείνονταν σε όλο το πολιτικό φάσμα. Την τιμητική του είχε φυσικά το ΚΚΕ. Με τις διαβόητες μεθόδους του Μανιαδάκη, – φυλακές και εξορίες, ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, ρετσινόλαδο και πάγος– εξαπολύθηκε ένα πογκρόμ όχι μόνο ενάντια στα στελέχη και τα μέλη του κόμματος με τις οικογένειες τους αλλά και στους οπαδούς, φίλους και συμπαθούντες. Το περίφημο εύρημα του πολυμήχανου υπουργού Ασφαλείας ήταν οι δηλώσεις μετανοίας, με τις οποίες προσδοκούσε να διαλύσει τον οργανωτικό ιστό του ΚΚΕ και να εξευτελίσει τα θύματά του. Ο υπερβάλλων ζήλος βέβαια των οργάνων του καθεστώτος οδήγησε σε μια βιομηχανία δηλώσεων, που παρουσίαζε ένα ΚΚΕ στελεχωμένο με δεκάδες χιλιάδες μέλη, πράγμα που δεν ήταν στις αρχικές επιδιώξεις του εμπνευστή τους. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν μια πραγματική λαίλαπα για το ΚΚΕ με το σύνολο σχεδόν των στελεχών του στα χέρια της δικτατορίας. Η καρδιά του κόμματος θα χτύπαγε πλέον στην Ακροναυπλία, στον Άη Στράτη, στις φυλακές και τους υπόλοιπους τόπους εξορίας.

Ως τον Νοέμβριο του 1936 είχαν συλληφθεί πάνω από 1.000 μέλη και στελέχη και ανάμεσά τους ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Γιώργος Σιάντος (που θα δραπετεύσει και θα ξανασυλληφθεί), ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο Κώστας Θέος. Άλλα στελέχη που κατόρθωσαν να διαφύγουν, συνελήφθησαν τον Απρίλιο του 1938 –ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Βασίλης Νεφελούδης, ο Στυλιανός Σκλάβαινας και άλλα 80 μέλη και στελέχη, ανάμεσά τους και ο γραμματέας της ΟΚΝΕ Χρήστος Μαλτέζος που θα πεθάνει από τα βασανιστήρια στη φυλακή της Κέρκυρας. Με το τελευταίο αυτό χτύπημα άρχισε και η πλήρης αποδιοργάνωση του ανώτερου επιπέδου του κόμματος που θα καταλήξει σε δύο διαφορετικές καθοδηγήσεις με διαφορετικές γραμμές σκορπίζοντας σύγχυση στη βάση. Από την καθοδήγηση που απέμεινε και αποτελούνταν από ένα μόνο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, τον Σιάντο και τρία μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, τους Νίκο Πλουμπίδη, Γρηγόρη Σκαφίδα και Δημήτρη Παπαγιάννη, θα συλληφθούν επίσης όλοι εκτός από τον τελευταίο, ο Πλουμπίδης τον Μάιο και οι Σιάντος-Σκαφίδας τον Νοέμβριο του 1939. Οι εποχές όμως είχαν αλλάξει επίσης. Στις 23 Αυγούστου 1939 είχε υπογραφεί το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης και την 1η Σεπτεμβρίου είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ευρώπη με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία.

Μέσα στη δικτατορία πραγματοποιήθηκαν τρεις ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, η 3η τον Φεβρουάριο του 1937, η 4η τον Αύγουστο του 1937 και η 5η τον Φεβρουάριο του 1939. Ανάμεσα στα σώματα αυτά και ειδικά ανάμεσα στα δύο πρώτα και στο τρίτο η πορεία προς τον πόλεμο ήταν ραγδαία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τον Μάρτιο του 1938 θα πραγματοποιηθεί η βίαιη προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους θα υπογραφεί η Συμφωνία του Μονάχου ανάμεσα στη Γερμανία και τις Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία, με την οποία οι δεύτερες έδιναν τη συγκατάθεσή τους για την κατάληψη μέρους της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ. Τον Φεβρουάριο του 1939 οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας θα αναγνωρίσουν το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο και θα διακόψουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας.

Από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας Μεταξά, το ΚΚΕ συμπέραινε πως η Ελλάδα είχε προσδεθεί στο άρμα του γερμανικού φασισμού. Η 3η Ολομέλεια ανέφερε πως η δικτατορία είχε μετατρέψει τη χώρα σε στρατηγικό στήριγμα του φασισμού και είχε αναλάβει να παίξει το ρόλο του χιτλερικού χωροφύλακα στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.[23] Προέτασσε δε την ανάγκη συγκρότησης Λαϊκού Μετώπου για το διώξιμο της δικτατορίας Μεταξά και πρότεινε το σχηματισμό προσωρινής αντιδικτατορικής κυβέρνησης για την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών και τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Λίγους μήνες μετά, η 4η Ολομέλεια ήταν στην ίδια γραμμή αλλά σε αυτήν έμπαινε πιο επιτακτικά το πρόβλημα του πολέμου. Το διώξιμο του Μεταξά και η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας ήταν επίσης «εγγύηση για την ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Ελλάδας». Όπως σημειώνει ο Θανάσης Χατζής, οι αναλύσεις της εποχής επηρεασμένες από το εξωτερικό τυπικό της δικτατορίας και τις οικονομικές σχέσεις του καθεστώτος με τη Γερμανία, τοποθετούσαν μονόπλευρα τον Μεταξά στο πλευρό του Χίτλερ και του Μουσολίνι παραβλέποντας τις σχέσεις με τον βρετανικό παράγοντα.[24] Πράγματι στο Μανιφέστο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ μετά την 4η Ολομέλεια αναλυόταν με τον τρόπο αυτό η στάση «ουδετερότητας» που διατυμπάνιζε το καθεστώς Μεταξα:

Πρέπει να πάσχει κανείς από αθεράπευτη πολιτκή μυωπία είτε από πλήρη άγνοια των πραγματικών γεγονότων για να μη δει το ξεπούλημα και το οριστικό δέσιμο της Ελλάδας στον άξονα Βερολίνου-Ρώμης και το γκρεμό όπου σέρνεται με μαθηματική ακρίβεια ο τόπος. Οι διαβεβαιώσεις του Μεταξά ότι η Ελλάδα δεν απομακρύνεται απ’ τις πατροπαράδοτες φιλίες της, έχουν τόση αξία, όση αξία είχαν και οι δηλώσεις του ότι δε θα παρεκλίνει απ’ τον κοινοβουλευτισμό στις παραμονές του πραξικοπήματός του κατά της λαϊκής κυριαρχίας. Ούτε η πολιτική της ουδετερότητας που ετοιμάζεται να λανσάρει η δικτατορία είναι δυνατό ν’ απατήσει κανένα. Κάτω από τη μάσκα της “ουδετερότητας” κρύβεται η ίδια χιτλερομουσσολινική πολιτική του Μεταξά, που σήμερα ακόμα δεν τολμάει ανοιχτά να εκδηλωθεί κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας.[25]

Όταν συνήλθε η 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, τον Φεβρουάριο του 1939, η απειλή του πολέμου ήταν πολύ πιο άμεση. Στην απόφαση της Ολομέλειας καταδικαζόταν η Συμφωνία του Μονάχου, ότι «εκφράζει τη θέληση του μεγάλου αγγλογαλλλικού κεφαλαίου να συμβιβαστεί με το φασιστικό άξονα αφίνοντας σ’ αυτόν ελεύθερο πεδίο δράσης σε βάρος των μικρών κρατών και της Σοβιετικής Ένωσης». Μπροστά στη γενικευμένη απειλή του παγκοσμίου πολέμου, το ΚΚΕ διακήρυττε πως αγωνιζόταν για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας. Έβαζε όμως μια παράμετρο, που θα προκαλούσε την αντίδραση της Κομμουνιστικής Διεθνούς –διακήρυττε πως ο μεγαλύτερος εχθρός της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας βρισκόταν στην Αθήνα και ήταν η «μοναρχοφασιστική δικτατορία».[26]

Ο άμεσος όμως κίνδυνος του πολέμου που έγινε χειροπιαστός με την εισβολή της Ιταλίας στην Αλβανία τον Απρίλιο του 1939 έκανε πιο επιτακτική την ανάγκη του ΚΚΕ για συγκεκριμένες θέσεις και έδειξε τα κενά στα συμπεράσματα της 5ης Ολομέλειας. Στις 10 Απριλίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ εξέδωσε προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό και το στρατό. Σε αυτήν τονιζόταν πως η ανεξαρτησία και η ακεραιότητα της χώρας κινδύνευαν άμεσα, αλλά επέμενε πως ο μεγαλύτερος εχθρός ήταν η «βασιλομεταξική δικτατορία» και καλούσε τους εφέδρους να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους εναντίον της. Ο Σιάντος στην 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942 αποκάλυψε πως ο Ζαχαριάδης είχε στείλει μήνυμα από τις φυλακές της Κέρκυρας στην καθοδήγηση του κόμματος παρατηρώντας πως για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας το ΚΚΕ μπορούσε να συμπράξει και με αυτόν ακόμα τον Μεταξά ζητώντας ορισμένες προϋποθέσεις (λαϊκές ελευθερίες) που θα βοηθούσαν στην ενότητα και μαχητικότητα του λαού. Αλλά, σύμφωνα με ένα άλλο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, τον Δημήτρη Παπαγιάννη, και ο ίδιος ο Σιάντος, πριν την υπόδειξη του Ζαχαριάδη και τις οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που θα δούμε παρακάτω, είχε αποφασίσει πως έπρεπε να αλλάξει η γραμμή του κόμματος. Όπως παρατήρησε ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, αυτήν την αντίληψη ανέπτυξε περαιτέρω ο Ζαχαριάδης στις «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ» που συνέταξε τον Ιούνιο του 1939, στον πρόλογο των οποίων ανέφερε:

Ο φασισμός είναι άμεσος εχθρός μας εξωτερικά, γιατί απειλεί την ακεραιότητα και ανεξαρτησία, και εσωτερικά, γιατί μας θέλει είλωτες, δηλαδή μας θέλει και μας κάνει ανίκανους να υπερασπίσουμε τη λευτεριά μας εσωτερικά και εξωτερικά.

Και ο λαός θα είχε σαρώσει την πανούκλα της τετάρτης Αυγούστου, αν η απειλή του Μουσολίνι-Χίτλερ δε συγκέντρωνε όλη την προσοχή του. Περνάμε στιγμές δύσκολες. Και τις δυσκολίες αυτές μπορεί να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνο ένα εθνικό μέτωπο.

Το εθνικό μέτωπο θα συγκεντρώσει όλους που καταλαβαίνουν ότι μόνο μια πραγματική εσωτερική ενότητα θα επιτρέψει την πανελλαδική παλλαϊκή πανστρατιά, που με τη βοήθεια του παγκόσμιου αντιφασισμού, θα χαλάσει τα σχέδια του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Μια τέτοια εσωτερική ενότητα είναι δυνατή μονάχα αν αποκατασταθεί εσωτερικά η λαϊκή λευτεριά και αν εξυπηρετηθεί το πραγματικό λαϊκό συμφέρον.

Σύμφωνα με τον Παπαπαναγιώτου, αυτές οι διατυπώσεις ήταν το προανάκρουσμα του γράμματος Ζαχαριάδη και κατέτασσαν το ΚΚΕ στις πιο προωθημένες δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος ως προς την αντίληψη του εθνικού μετώπου για την αντιμετώπιση του φασισμού.[27]

Οι σχέσεις Κομμουνιστικής Διεθνούς και ΚΚΕ

Το ΚΚΕ από τα πρώτα βήματά του συνδέθηκε με την Κομμουνιστική Διεθνή και από το 1924, στο 3ο (έκτακτο) συνέδριό του μετονομάστηκε από «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Κομμουνιστικό)» σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας – Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς» (ΚΚΕ – ΕΤΚΔ). Όντως η Διεθνής έλεγχε και καθοδηγούσε το κόμμα, με πιο γνωστή περίπτωση παρέμβασης την Έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ τον Νοέμβριο του 1931 «Προς τα μέλη του ΚΚΕ» για το σταμάτημα της εσωκομματικής κρίσης και τον ορισμό νέου Πολιτικού Γραφείου με τριμελή γραμματεία από τους Νίκο Ζαχαριάδη, Νίκο Κωνσταντινίδη-Ασημίδη και Γιάννη Μιχαηλίδη. Οι σχέσεις όμως της Κομμουνιστικής Διεθνούς με το ελληνικό τμήμα της δεν ήταν γενικά και τόσο στενές, αν συγκριθούν π.χ. με τα αντίστοιχα βαλκανικά κόμματα. Οικοδομήθηκε σταδιακά μια αντίληψη ότι το ελληνικό κόμμα ήταν υποδεέστερο και υποτιμήθηκε ο ρόλος του στα πλαίσια των οργάνων της Διεθνούς. Η επικοινωνία μεταξύ της Διεθνούς και του ελληνικού της τμήματος δεν ήταν άμεση αλλά περνούσε μέσα από τη διαμεσολάβηση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας και αργότερα των υπόλοιπων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων. Στα καθοδηγητικά όργανα της Διεθνούς (Εκτελεστική Επιτροπή, Γραμματεία, Προεδρείο) δεν συμμετείχαν ποτέ Έλληνες ως μόνιμα μέλη αλλά μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ έπαιρναν μέρος διαδοχικά ως αντιπρόσωποι του ΚΚΕ στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ.[28]

Η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά και τα απανωτά χτυπήματα στο καθοδηγητικό επίπεδο του ΚΚΕ έκαναν ακόμη πιο δύσκολη, έως απαγορευτική, την επαφή του κόμματος με τη Διεθνή και γενικότερα με το εξωτερικό. Η επαφή του ΚΚΕ με την Διεθνή την περίοδο εκείνη γινόταν μέσω της αντιπροσωπεία της Διεθνούς στο Παρίσι. Το μέλος του ΚΚΕ Δημήτρης Σακαρέλος (Ζωγράφος), που βρισκόταν στο Παρίσι από το 1934, αφότου δραπέτευσε από τις ελληνικές φυλακές, ορίστηκε στα τέλη του 1938 από την ΚΔ προσωρινός εκπρόσωπος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για την επαφή μεταξύ των δύο μερών.

Το καλοκαίρι του 1939 η ανασυγκροτημένη Κεντρική Επιτροπή από τους Σιάντο-Θέο πήρε ένα έγγραφο με οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Με ημερομηνία αποστολής 29 Ιουλίου 1939 (ένα περίπου μήνα πριν το γερμανικοσοβιετικό σύμφωνο) στάλθηκαν στον Σακαρέλο οι υποδείξεις της Διεθνούς. Σε αυτό το κείμενο, που λάμβανε υπόψη του τις αποφάσεις της 5ης Ολομέλειας, γινόταν κριτική διότι «τα συνθήματα του ΚΚΕ που προβάλλονται στην τωρινή κατάσταση, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΗ, δεν συμβάλλουν στην κινητοποίηση ενός πλατιού εθνικού μετώπου άμυνας εναντίον της ενισχυμένης απειλής επίθεσης εκ μέρους της Ιταλίας και μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά λάθη». Η Διεθνής προσπάθησε να μετατοπίσει το κύριο βάρος των πυρών του ΚΚΕ από το καθεστώς Μεταξά στην φασιστική Ιταλία: «Ο βασικός εχθρός είναι ο άξονας Βερολίνο-Ρώμη, που στην Ελλάδα δρα κυρίως με την ιταλική πτέρυγα. Ο Μουσολίνι είναι ο σπουδαιότατος εχθρός, εναντίον του οποίου πρέπει να κινητοποιηθεί ο ελληνικός λαός. Αλλά από το κομμάτι της απόφασης του ΚΚΕ, όπου τίθεται το ζήτημα της συμπεριφοράς των κομμουνιστών σε περίπτωση επιστράτευσης, προκύπτει ότι το ΚΚΕ θεωρεί “κύριο εχθρό της χώρας” τη δικτατορία, χωρίς να παίρνει υπόψη του την εξωτερική πολιτική του Μεταξά, τη στάση του προς τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ». Η κατάληξη των υποδείξεων προοιωνίζονταν το γράμμα Ζαχαριάδη: «Αν συμβεί να επιτεθούν κατά της Ελλάδας οι φασίστες επιδρομείς (Μουσολίνι, Χίτλερ) ενώ στην εξουσία βρίσκεται η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για να στρέψουμε εναντίον της τα όπλα, εάν αυτή θα αντισταθεί στους επιδρομείς. Εμείς θα μαχόμαστε με όλες τις δυνάμεις εναντίον του κύριου εχθρού, των φασιστικών στρατευμάτων που εισέβαλλαν στην Ελλάδα».[29] Όταν όμως συνέβη το ενδεχόμενο που αναφερόταν στις οδηγίες, είχε προηγηθεί το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο και είχε αλλάξει η γραμμή της Διεθνούς.

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης και το κομμουνιστικό κίνημα

Το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, συνθήκη μη επίθεσης ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση ήταν ένα γεγονός που συντάραξε την Ευρώπη, παρά τις επαφές των δύο κρατών και τις έμμεσες προειδοποιήσεις των Σοβιετικών προς τους Δυτικούς για το ενδεχόμενο αυτό. Το κύριο ζήτημα για τη Σοβιετική Ένωση ήταν η πάση θυσία αποφυγή σύναψης μιας οποιασδήποτε μορφής συμμαχίας μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης εναντίον της. Δεν ήταν αυτό ένα απίθανο ενδεχόμενο, αντιθέτως σε πολλές ευκαιρίες εκπρόσωποι των αρχουσών τάξεων των αστικών δημοκρατιών έδειχναν πως προτιμούσαν τη συνεννόηση με τη ναζιστική Γερμανία παρά με τους επάρατους μπολσεβίκους. Το ιδανικό σενάριο για αυτούς τους κύκλους ήταν μια επίθεση του Χίτλερ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

Η Σοβιετική Ένωση είχε προσπαθήσει μάταια για μεγάλο χρονικό διάστημα να συνάψει συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον του Χίτλερ. Ακόμα όμως και μετά την παραβίαση της Συμφωνίας του Μονάχου από τους Γερμανούς, με την κατάληψη ολόκληρης της Τσεχίας και την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβακίας, οι Αγγλογάλλοι δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να συγκρουστούν με τον Χίτλερ, τον οποίο ακόμα έβλεπαν σαν ένα αποδεκτό ανάχωμα στον κομμουνισμό. Σταθμίζοντας τα δεδομένα αυτά, οι Σοβιετικοί προχώρησαν σε συμφωνία με τους Γερμανούς καταφέρνοντας τουλάχιστον να καθυστερήσουν την εμπλοκή τους στον πόλεμο. Επιτρέποντας δε στον Χίτλερ να επιτεθεί στην Πολωνία, ενέπλεκαν αμετάκλητα τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία σε έναν πόλεμο που εκείνες ήθελαν να στραφεί αποκλειστικά στην Ανατολή.[30] Η απόφαση αυτή των Σοβιετικών δεν ήταν χωρίς κόστος. Αλλά με βάση τις εκτιμήσεις τους για τις πιθανές εξελίξεις του πολέμου, ήταν διατεθειμένοι για να πετύχουν το βασικό τους στόχο, να υποστούν τις –δευτερεύουσες για εκείνους– συνέπειες.

Ένα μεγάλο ζήτημα που ανέκυψε ήταν η στάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε σχέση με τις κρατικές επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης. Εξαρχής ήταν δεδομένο πως η υπεράσπιση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, του κέντρου του κομμουνιστικού κινήματος ήταν η προτεραιότητα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και φυσικά της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν κεντρικό σύνθημα των κομμουνιστικών κομμάτων όλου του κόσμου. Αυτή η αντίληψη όμως συνεπαγόταν την απόλυτη συμφωνία της Διεθνούς με τις επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης και συνέπλεκε με αυτόν τον τρόπο τα καθήκοντα του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια με τις επιλογές ενός συγκεκριμένου κράτους. Όπως ανέλυσε ο Γιάννης Χοντζέας, σταδιακά δημιουργήθηκε ένα «σύστημα», δηλαδή ένα σύνολο, άγραφων κατά κύριο λόγο, κανόνων και παραδόσεων που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στα τμήματα της Διεθνούς και στο ουσιαστικό κέντρο που ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Το «σύστημα» αυτό, που αρχικά βοήθησε την ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια, εξελίχτηκε σε μια παραμόρφωση της έννοιας της μονολιθικότητας σε υποταγή άνευ όρων σε ένα κέντρο, με οργανωτικές και πολιτικές παρενέργειες.[31]

Στην περίπτωση του γερμανοσοβιετικού συμφώνου το αποτέλεσμα ήταν ότι μια αλλαγή στην πολιτική της Σοβιετικής, αλλαγή που σαφώς έπρεπε να έχει τα στοιχεία της πρωτοβουλίας άρα και του αιφνιδιασμού, έπρεπε να αλλάξει την πολιτική γραμμή και συνθηματολογία όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Και αυτό σε συνθήκες ουσιαστικά πολέμου, με ανοιχτά τα ζητήματα τακτικής και συμμαχιών. Οπωσδήποτε επρόκειτο για μια εξαιρετική δύσκολη κατάσταση, που θα περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο με την επίσημη κήρυξη του πολέμου. Η ευθυγράμμιση των κομμουνιστικών κομμάτων δεν θα γινόταν δίχως απώλειες και αποπροσανατολισμούς.

Μέχρι το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο ακολουθείτο η γραμμή του 7ου συνεδρίου της Διεθνούς δηλαδή υποστηριζόταν η δημιουργία ενός μετώπου ειρήνης ενάντια στη χιτλερική Γερμανία και για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο τόνος ήταν ξεκάθαρα εναντίον του φασισμού ως εμπρηστή του πολέμου, της ναζιστικής Γερμανίας ενώ υπήρχε η εκτίμηση πως ο πόλεμος των μικρών ευρωπαϊκών χωρών θα είχε εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Στις 15 Ιουλίου 1939, με αφορμή την επικείμενη επέτειο των 25 χρόνων από τη κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γραμματεία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΕΕΚΔ) έστειλε οδηγίες με αυτό το πνεύμα προς τα κομμουνιστικά κόμματα:

Είναι απαραίτητο να αξιοποιηθεί η 1η Αυγούστου, 25η επέτειος του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, για μια εκστρατεία κατά των φασιστών επιδρομέων, για την καταγγελία της διπρόσωπης πολιτικής της αγγλικής και της γαλλικής κυβέρνησης, οι οποίες παρατείνουν τις συνομιλίες με την ΕΣΣΔ, με στόχο την προετοιμασία νέας συνθηκολόγησης, ενός δευτέρου Μονάχου. Είναι αναγκαίο να ξεδιπλωθεί μια ανελέητη κριτική κατά των συνθηκολόγων από τη Β΄ και τη Διεθνή του Αμστερνταμ, που βοηθούν το φασισμό να στραγγαλίσει την Ισπανική Δημοκρατία, να διαμελίσει και να καταλάβει την Τσεχοσλοβακία, που διεξάγουν αντισοβιετική εκστρατεία και διασπούν το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και την ενότητα του αντιφασιστικού κινήματος. Είναι αναγκαίο με κάθε δύναμη να υπογραμμισθεί η σημασία της παραπέρα πάλης για τη δημιουργία ενιαίου εργατικού και λαϊκού μετώπου για μια παγκόσμια εργατική συνδιάσκεψη. Είναι αναγκαίο να ξεκαθαριστεί στις μάζες η θέση της εργατικής τάξης απέναντι στο σημερινό πόλεμο σε διάκριση προς εκείνον του 1914-18. Είναι αναγκαίο να τονισθούν οι ιδέες του προλεταριακού διεθνισμού, η υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, της πατρίδας των εργαζομένων όλων των χωρών.[32]

Ακόμα και τις παραμονές της σύναψης του συμφώνου, στις 22 Αυγούστου, η Γραμματεία της ΕΕΚΔ, μη γνωρίζοντας προφανώς ποια έκβαση θα είχαν οι γερμανοσοβιετικές συνομιλίες, δεν είχε αλλάξει τη γραμμή της προσπαθώντας όμως παράλληλα να προβάλλει θετικά μια ενδεχόμενη συμφωνία. Έτσι, χωρίς να αποκλείει ακόμη τη συμφωνία της Σοβιετικής Ένωσης με τη Βρετανία και τη Γαλλία εναντίον της Γερμανίας υποδείκνυε στα κομμουνιστικά κόμματα «να συνεχίσουν με ακόμη μεγαλύτερη ενεργητικότητα τη μάχη κατά των επιδρομέων, ιδίως εναντίον του γερμανικού φασισμού». Από την άλλη, υποστήριζε ότι η ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας θα ακύρωνε τα σχέδια των Δυτικών να στραφεί η επίθεση εναντίον της πρώτης, θα διαιρούσε τους εισβολείς (Γερμανούς και Ιάπωνες) και θα ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο υπέρ της γενικής ειρήνης. Αλλά ακόμα και η σύναψη συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας δεν απέκλειε «τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της συμφωνίας μεταξύ της Αγγλίας, της Γαλλίας και της ΕΣΣΔ για κοινή απόκρουση των εισβολέων». [33]

Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, παρά τα αναμφισβήτητα οφέλη για τη Σοβιετική Ένωση, είχε τρομερό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, στις οποίες διαμορφωνόταν η αντιφασιστική ιδεολογία και είχε ανέβει το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης και ακόμα μεγαλύτερο στα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα. Πανευρωπαϊκά το σύμφωνο έγινε καταλύτης για μια μεγάλη πολιτική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και των κομμουνιστικών κομμάτων σε κάθε χώρα. Στη Γαλλία, ελάχιστο διάστημα μετά τη διακυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, το Κομμουνιστικό Κόμμα συνταραζόταν από εσωτερικές συγκρούσεις λόγω του συμφώνου ενώ μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Πολωνία, κηρύχτηκε παράνομο και τα στελέχη του κυνηγήθηκαν και φυλακίστηκαν. Σε πολλές χώρες η αποδοχή του συμφώνου από τα κομμουνιστικά κόμματα δεν ήταν χωρίς αντιδράσεις σε κάθε επίπεδο. Η κατάσταση αυτή περιπλέχτηκε περαιτέρω με την κήρυξη του πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου 1939.

Τα κομμουνιστικά κόμματα, ακολουθώντας τις προγενέστερες γενικές οδηγίες της Διεθνούς τάχθηκαν υπέρ της υπεράσπισης της Πολωνίας και της αποφασιστικής αντίστασης στους φασίστες εισβολείς. Σε Γαλλία και Βρετανία, τα κομμουνιστικά κόμματα υπερθεμάτιζαν στις πολεμικές προετοιμασίες των χωρών τους εναντίον της Γερμανίας. Την κατάσταση αυτή θα προσπαθούσε να αλλάξει η Σοβιετική Ένωση για να ευθυγραμμίσει την πολιτική των κομμάτων αυτών με τη νέα τακτική της που οριζόταν από το σύμφωνο μη επίθεσης. Στις 7 Σεπτεμβρίου, σε συζήτηση του Στάλιν με τους Μόλοτοφ και Ζντάνοφ και του Δημητρόφ εκ μέρους της Διεθνούς, η τοποθέτηση του πρώτου ήταν πως με την έναρξη του πολέμου στη συγκεκριμένη του μορφή, δεν ίσχυε πλέον η διάκριση μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού: «Κατά τη διάρκεια του μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών πόλεμου αυτό δεν είναι πια σωστό. Η διάκριση των καπιταλιστικών χώρων σε φασιστικές και δημοκρατικές έχασε την προηγούμενη σημασία της».[34]

Με βάση τη στάση αυτή της σοβιετικής ηγεσίας και τη σχέση Σοβιετικής Ένωσης και Κομμουνιστικής Διεθνούς, άλλαξε και η γραμμή της τελευταίας για τον πόλεμο, σύμφωνα με τις οδηγίες που διαμορφώθηκαν από την προηγούμενη συζήτηση:

Η τακτική των κομμουνιστικών κομμάτων κατά το παρόν στάδιο του πολέμου σε όλες τις εμπόλεμες χώρες συνίσταται στο να πάρουν θέση κατά του πολέμου, να αποκαλύψουν τον ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα, να ψηφίσουν, εκεί όπου υπάρχουν κομμουνιστές βουλευτές, κατά των πολεμικών δαπανών, να πουν στις μάζες ότι ο πόλεμος δεν θα τους προσφέρει τίποτε, εκτός από βάσανα και καταστροφές. Στις ουδέτερες χώρες να ξεσκεπασθούν οι κυβερνήσεις, που υπερασπίζονται την ουδετερότητα για τις δικές τους χώρες, αλλά στηρίζουν τον πόλεμο σε άλλες χώρες, με σκοπό το κέρδος, όπως κάνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ως προς την Ιαπωνία και την Κίνα. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει παντού να περάσουν σε αποφασιστική επίθεση κατά της προδοτικής πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας.[35]

Πλέον δεν ήταν ο φασισμός και ο Άξονας ο κύριος εχθρός αλλά ο πόλεμος αντιμετωπιζόταν ως ενδοϊμπεριαλιστικός και στηλιτεύονταν οι Δυτικοί ως εμπρηστές του πολέμου εξίσου αν όχι παραπάνω από τους Γερμανούς.[36] Στο επίσημο όργανο της Κομμουνιστικής Διεθνούς αναφερόταν πως η Βρετανία και η Γαλλία είχαν κηρύξει τον πόλεμο στον Χίτλερ γιατί αυτός είχε αθετήσει την υπόσχεσή του να επιτεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Οι αστικές τάξεις των χωρών αυτών ήθελαν να καταστρέψουν τους ανταγωνιστές τους στην Ιταλία και τη Γερμανία. Η εργατική τάξη δεν έπρεπε να πάρει μέρος αλλά να βάλει τέλος «σε αυτόν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο».[37] Είναι προφανές πως αυτή η γραμμή συντάραξε τα κομμουνιστικά κόμματα ανά τον κόσμο. Τη νέα πολιτική γραμμή δεν αποδέχτηκαν αρχικά τα κομμουνιστικά κόμματα των ΗΠΑ, του Καναδά, του Βελγίου, της Νορβηγίας. Το ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας συνέχισε για αρκετό διάστημα την προηγούμενη γραμμή του για διμέτωπο πόλεμο –εναντίον του γερμανικού φασισμού και εναντίον της κυβέρνησης Τσάμπερλεν.

Από το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο στον ελληνοϊταλικό πόλεμο

Στην Ελλάδα επίσης το σύμφωνο και η ερμηνεία του έγιναν δυσεπίλυτο πρόβλημα για τους κυνηγημένους κομμουνιστές. Ο Παπαγιάννης, μόνος από τον παλιό ηγετικό πυρήνα που ήταν ασύλληπτος στα τέλη του 1939 συγκρότησε ένα νέο καθοδηγητικό κέντρο μαζί με τους Βαγγέλη Κτιστάκη, Χρήστο Κανάκη, Σταματίνα Βιτσαρά και άλλους. Το όργανο αυτό θα μείνει γνωστό ως η «Παλαιά Κεντρική Επιτροπή» (ΠΚΕ). Έχοντας επαφή με τον κρατούμενο στο σανατόριο «Σωτηρία» Νίκο Πλουμπίδη θα προσπαθήσει να αποτελέσει τη συνέχεια της νόμιμης καθοδήγησης του κόμματος. Η ΠΚΕ κρατούσε επαφή με διάσπαρτες κομμουνιστικές ομάδες που δρούσαν πλέον ανεξάρτητα ελλείψει καθοδήγησης, όπως η «Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Ομάδα Αθήνας» και το «Μακεδονικό Γραφείο».

Η ΠΚΕ, με βάση το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, ερμήνευε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και μάλιστα έστρεφε τα βέλη της κυρίως ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία που ήταν οι κύριοι εχθροί της Ελλάδας. Τα καθήκοντα ήταν η ανατροπή της βασιλομεταξικής δικτατορίας που έσπρωχνε τη χώρα στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, η συγκρότηση ενός Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας που θα οδηγούσε σε συνεργασία με τα άλλα βαλκανικά κράτη για την τήρηση ουδέτερης στάσης υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης.

Μάλιστα, σύμφωνα με μεταγενέστερη έκθεση του Βαγγέλη Κτιστάκη, που συμμετείχε στην Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, τον Οκτώβριο του 1939 έφτασαν στην Ελλάδα, με την άφιξη μιας ομάδας στελεχών με επικεφαλής τον Μιλτιάδη Τιμογιαννάκη από τη Σοβιετική Ένωση μέσω Γαλλίας, νέες οδηγίες της Διεθνούς που απηχούσαν το πνεύμα μετά το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Με βάση αυτές, το ΚΚΕ έπρεπε να παλέψει για τη δημιουργία ενός ειρηνικού συνασπισμού των βαλκανικών κρατών με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα που θα επέτρεπε και την αντίσταση κατά της επιβολής της Ιταλίας στα Βαλκάνια και την πάλη εναντίον του ιμπεριαλιστικού πολέμου.[38]

Αυτή τη στάση θα κρατήσει η ΠΚΕ για το επόμενο διάστημα και μέχρι την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα. Αναπαράγοντας τις θέσεις της Διεθνούς για έναν υποτιθέμενο βαλκανικό συνασπισμό υπό τη Σοβιετική Ένωση απομακρυνόταν από την πραγματικότητα του πολέμου και των καθηκόντων που αυτός έβαζε. Η «Προκήρυξη του ΚΚΕ» που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 30ης Αυγούστου 1940 ήταν χαρακτηριστική του λαθεμένου προσανατολισμού που οδηγούσε σε τερατολογίες:

Λαέ της Ελλάδας, […] ο πόλεμος όπου η δικτατορία ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά σου […] δεν είναι αγώνας για την πατρίδα μας. Είναι μια άδικη και μάταιη ανθρωποσφαγή για το χατίρι των άγγλων πλουτοκρατών […] Δεν έχει σημασία αν ο πόλεμος αυτός αρχίσει με μια εισβολή των ιταλών φασιστών […] γιατί την ιταλική εισβολή την προκαλεί αυτή τη φορά η τυχοδιωκτική πολιτική της βασιλομεταξικής δικτατορίας που δημιουργεί στη φασιστική Ιταλία ανησυχίες για την ασφάλεια των νώτων της […][39]

Ήταν επόμενο πως αυτές οι θέσεις οδήγησαν την ΠΚΕ στην πλήρη απομόνωσή της από το σώμα των μελών και οπαδών του ΚΚΕ, που από ειρωνεία της τύχης την θεωρούσαν «ασφαλίτικη» και προσέγγιζαν την πραγματικά διαβρωμένη από την Ασφάλεια «Προσωρινή Διοίκηση». Με μεγάλη καθυστέρηση από την κήρυξη του πολέμου, που έδειχνε και την αβεβαιότητα για την ορθότητα των απόψεων της, η ΠΚΕ στις 7 Δεκεμβρίου θα δημοσιεύσει μανιφέστο όπου θα εξαγγείλει ότι «τον πόλεμο τον διέταξαν οι εμπόλεμοι εγγλέζοι πλουτοκράτες» ενώ παρακάτω δηλωνόταν ότι «ο πόλεμος αυτός […] δεν μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με την υπεράσπιση της πατρίδας μας». Με βάση αυτές τις τραγικά εκτός τόπου και χρόνου σε σχέση με το λαϊκό αίσθημα εκτιμήσεις, η ΠΚΕ καλούσε τους στρατιώτες να αρνηθούν να πολεμήσουν πέρα από τα σύνορα αλλά να ανατρέψουν τη βασιλομεταξική δικτατορία και να επιδιώξουν την ουδετερότητα της χώρας υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η γραμμή δεν θα άλλαζε μέχρι τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.[40]

Εκτός από την Παλαιά Κεντρική Επιτροπή, από τις αρχές του 1940 εμφανίστηκε και ένα δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο του ΚΚΕ. Αυτό ήταν άλλη μια έμπνευση και δολοπλοκία της Ασφάλειας του Μανιαδάκη, που είχε κατορθώσει να χρησιμοποιήσει ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν υπογράψει σταδιακά δήλωση (Τυρίμος, Μανωλέας, Μιχελίδης, Τιμογιαννάκης, κ.ά.) για να δημιουργήσει μια ψεύτικη Κεντρική Επιτροπή, γνωστή ως «Προσωρινή Διοίκηση». Αυτή η ψεύτικη ΚΕ είχε τον δικό της Ριζοσπάστη, δικό της «Εσωτερικό Δελτίο» και καθοδηγούσε οργανώσεις διαβρωμένες από την Ασφάλεια. Αποτέλεσμα και αυτό της οργανωτικής διάλυσης αλλά και της πολιτικής σύγχυσης που επικρατούσε στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα εκείνη την εποχή.

Με απόφαση του έγκλειστου στις φυλακές της Κέρκυρας Νίκου Ζαχαριάδη, και τη σύμφωνη γνώμη των επίσης έγκλειστων μελών του Πολιτικού Γραφείου Μήτσου Παρτσαλίδη και Βασίλη Νεφελούδη, ο συγκρατούμενος τους επίσης μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ Γιάννης Μιχαηλίδης έκανε δήλωση για να βγει από τη φυλακή το καλοκαίρι του 1939 και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο κόμμα. Πολύ σύντομα όμως ο Μιχαηλίδης έπεσε και ο ίδιος στην παγίδα της «Προσωρινής Διοίκησης». Τον Μιχαηλίδη κατήγγειλαν ως όργανο της Ασφάλειας τα μέλη της καθοδήγησης του ΚΚΕ μετά τη σύλληψη του Νίκου Πλουμπίδη, ο οποίος είχε ραντεβού μαζί του. Στις 22 Νοεμβρίου θα συλληφθούν ο Γιώργης Σιάντος και ο Γρηγόρης Σκαφίδας και θα σχηματιστεί η Παλαιά Κεντρική Επιτροπή από τον Παπαγιάννη.

Στις αρχές του 1940 μεταφέρθηκε ο Νίκος Ζαχαριάδης από τις φυλακές της Κέρκυρας στην Αθήνα, σε μια προσπάθεια του Μανιαδάκη να τον φέρει σε επαφή με την «Προσωρινή Διοίκηση» ώστε να της δώσει την υποστήριξή του. Όντως ο Ζαχαριάδης ήταν πεπεισμένος πως η Ασφάλεια κρυβόταν πίσω από την ΠΚΕ με τη μορφή του Δαμιανού Μάθεση, υπεύθυνου για τις στρατιωτικές επαφές του κόμματος. Η «Προσωρινή Διοίκηση», έχοντας στα χέρια της και τα υλικά της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετά από τη σύλληψη του Σιάντου, προωθούσε μια γραμμή υπεράσπισης της χώρας χωρίς να κάνει κριτική στο καθεστώς ούτε να επιζητά τη συνεννόηση με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη και την Σοβιετική Ένωση. Σταδιακά κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών κομματικών οργανώσεων πριν την καταγγείλει ως όργανο της δικτατορίας ο Ζαχαριάδης τον Ιανουάριο του 1941.

Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι εκτός από τα βραχυκυκλώματα της κορυφής και τις αλλαγές γραμμής που μικρό αντίκτυπο είχαν σε συνθήκες οργανωτικής διάλυσης, σε όλη την Ελλάδα μέλη και οργανώσεις του κόμματος που δεν είχαν χτυπηθεί από το καθεστώς συνέχιζαν με κάθε τρόπο τη δράση τους. Σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορούσαν να ριζώσουν οι απότομες αλλαγές γραμμής με το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο, που συνοδεύονταν μάλιστα από εκατέρωθεν καταγγελίες των καθοδηγητικών οργάνων για χαφιεδισμό. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η κρίση του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος επικάλυψε τη γενικότερη κρίση που δημιούργησε το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο. Η ΠΚΕ που υποστήριζε τη νέα πολιτική, έχασε κάθε κύρος σε μια βάση που είχε ταυτιστεί για χρόνια με τα συνθήματα της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της πατρίδας και έβλεπε τον εχθρό κυρίως στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό.

Η κήρυξη του πολέμου και το γράμμα Ζαχαριάδη

Με την κήρυξη του πολέμου και πριν προλάβει κάποιο κομματικό κέντρο να βγάλει γραμμή για τη στάση του κόμματος, οι κομμουνιστές και οι οπαδοί του ΚΚΕ έσπευσαν να καταταγούν ακόμα και εθελοντικά για να πολεμήσουν στο μέτωπο ενώ επίσης οι φυλακισμένοι και εξόριστοι κομμουνιστές ζήτησαν στα σταλούν στο μέτωπο. Ήταν αυτή η στάση απόρροια των αντιλήψεων και πεποιθήσεων που περιγράψαμε προηγούμενα και συμβάδιζε φυσικά με το λαϊκό αίσθημα που δεν ταλαντεύτηκε ως προς την υπεράσπιση της πατρίδας από τον φασισμό. Την επόμενη μέρα από την κήρυξη του πολέμου, αντιπροσωπεία των έγκλειστων κομμουνιστών στην Ακροναυπλία, αποτελούμενη από τους Ιωαννίδη-Θέο-Παπαρήγα επέδωσε υπόμνημα στη διοίκηση της φυλακής, στο οποίο χαρακτήριζαν τον πόλεμο ως εθνικοαπελευθερωτικό, αντιφασιστικό και καλούσαν το έθνος να παλέψει για την υπεράσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του. Υπογράμμιζαν ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να σταλούν στο μέτωπο για να υπερασπίσουν την πατρίδα και τόνιζαν ότι δεν πρέπει να στηριχθεί η Ελλάδα αποκλειστικά στην Αγγλία αλλά η μοναδική εγγύηση ήταν η βαλκανική συνεννόηση και ο προσανατολισμός προς τη Σοβιετική Ένωση και εσωτερικά η αποκατάσταση της ενότητας του έθνους και η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του. Με αυτό το σκεπτικό ζητούνταν και η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων.[41]

Είδαμε προηγουμένως την αντίληψη που οικοδομούσε ο Ζαχαριάδης για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας, αντίληψη που συμβάδιζε με την προ γερμανοσοβιετικού συμφώνου πολιτική της Διεθνούς. Ο Ζαχαριάδης είχε γνώση της στροφής της Διεθνούς αλλά διέθετε και το πολιτικό αισθητήριο για να αντιληφθεί πως μια γραμμή όπως αυτή που προωθούνταν από την ΠΚΕ, ανεξαρτήτως του αν αυτή η τελευταία ήταν διαβρωμένη ή όχι, ήταν αυτοκτονική πολιτικά για το ΚΚΕ δεδομένης της συγκεκριμένης μορφής που έπαιρνε ο πόλεμος για την Ελλάδα. Με βάση αυτήν την αντίληψη θα προχωρήσει σε συζητήσεις με εκπροσώπους του δικτατορικού καθεστώτος όντας φυλακισμένος στην Κέρκυρα και θα επιδιώξει τη μεταφορά του στην Αθήνα. Εκτιμώντας πως οι υπηρεσίες της δικτατορίας είχαν διαβρώσει και τις δύο αυτόκλητες καθοδηγήσεις του κόμματος (ΠΚΕ και Προσωρινή Διοίκηση), επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην ανάδειξη του πολιτικού στίγματος του ΚΚΕ. Έχοντας καθαρό πως ο πόλεμος θα είναι αμυντικός για την Ελλάδα διαμόρφωνε τη θέση που θα αποκρυσταλλωθεί με το γράμμα του.

Ο Ζαχαριάδης έφτασε στο δικό του συμπέρασμα, το οποίο βασιζόταν στις προγενέστερες αναλύσεις της Διεθνούς για τη θέση των μικρών κρατών στον πόλεμο.[42] Το γράμμα του γράφτηκε με τρόπο ώστε να το καθεστώς Μεταξά να επιτρέψει τη δημοσίευσή του και για αυτό το λόγο έμεινε στο βασικό που ήταν η υπεράσπιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του ελληνικού λαού. Το γράμμα αυτό δεν μετέπεισε ούτε καθοδήγησε το κόμμα και το λαό σε μια στάση που του ήταν ξένη, αλλά συμπύκνωσε τη βασική κατεύθυνση και προσανατόλισε για την κύρια γραμμή που θα ακολουθούσε το ΚΚΕ και όλο το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα όχι μόνο για τον πόλεμο αλλά και σε όλη την περίοδο της κατοχής:

Ανοιχτό Γράμμα του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλαίβει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δόσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας.

Αθήνα 31 του Οχτώβρη 1940

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ

Το γράμμα αυτό δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό Τύπο στις 2 Νοεμβρίου 1940. Οι έγκλειστοι της Ακροναυπλίας δήλωσαν σύμφωνοι με το γράμμα του Ζαχαριάδη και ζητούσαν να σταλούν στο μέτωπο. Στο υπόμνημά τους ξεπερνούσαν τις προσεκτικές εκφράσεις του Ζαχαριάδη και δήλωναν στον Μεταξά πως: «Εμείς οι κομμουνιστές παίρνουμε τη θέση μας στην πρώτη γραμμή του πυρός κάτω από τας διαταγάς σας, για τη συντριβή των επιδρομέων και την υπεράσπιση της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της χώρας μας».[43] Με πρότασή τους ζητούσαν να πάει αντιπροσωπεία τους από τους Ιωαννίδη-Θέο στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις με σκοπό την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και τη συμμετοχή τους στο μέτωπο. Έγιναν όντως συζητήσεις με αξιωματούχους της δικτατορίας στην Ακροναυπλία χωρίς αποτέλεσμα καθώς το καθεστώς επέμενε πως οι κρατούμενοι κομμουνιστές έπρεπε να κάνουν δήλωση μετανοίας.[44]

Στην Κέρκυρα, όπου ήταν ακόμα φυλακισμένα τέσσερα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (Παρτσαλίδης, Νεφελούδης, Σιάντος, Ζεύγος) και άλλα στελέχη του κόμματος, διαμορφώθηκε η άποψη πως ο πόλεμος ήταν απελευθερωτικός αντιφασιστικός από την πλευρά του ελληνικού λαού και πως η κυβέρνηση Μεταξά δεν αποτελούσε εγγύηση για τη σωστή και νικηφόρα διεξαγωγή του πολέμου. Η Ελλάδα έπρεπε να επιδιώξει τη σύναψη συμμαχιών με χώρες που δεν είχαν βλέψεις στη χώρα και δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική της ανεξαρτησία.[45]

Αντιθέτως τα στελέχη της ΠΚΕ έχοντας περιέλθει σε αδιέξοδο προσπαθούσαν μα στηρίξουν θεωρητικά τη θέση τους για τον εκατέρωθεν ιμπεριαλιστικό πόλεμο στις θέσεις του Λένιν για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιζητούσαν τη συγκρότηση μιας βαλκανικής ένωσης υπό την εγγύηση της Σοβιετικής Ένωσης. Όσοι δεν συμφωνούσαν με το γράμμα Ζαχαριάδη πίστευαν πως ήταν πλαστό κατασκεύασμα της δικτατορίας παρά τη φωτοτυπία του χειρόγραφου που είχε κυκλοφορήσει.

Μέσα στον κυκεώνα του πολέμου, της πολιτικής και της διπλωματίας της πρώτης περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το μικρό και υποτιμημένο ΚΚΕ προσανατολίστηκε σωστά συνδέοντας την υπεράσπιση της πατρίδας με την προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος για τη χώρα και το λαό της. Το πόσο βαθιά και σωστή ήταν αυτή η κατεύθυνση φάνηκε τόσο από τη μαχητικότητα με την οποία ο ελληνικός λαός υπερασπίστηκε τη χώρα του ενάντια στην ιταλική αλλά και τη γερμανική εισβολή και από το έπος της Αντίστασης. Μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας από τον Άξονα σημειώθηκαν και άλλα επεισόδια στην προσπάθεια του ΚΚΕ να ισορροπήσει ανάμεσα στις αξιώσεις της Διεθνούς και ουσιαστικά στα αξιώματα της σοβιετικής πολιτικής και στη στάση που είχε διαμορφώσει με γνώμονα τη συγκεκριμένη κατάσταση στην Ελλάδα και τα καθήκοντα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που απέρρεαν από τα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Μέσα στα επεισόδια αυτά ήταν και τα δύο επόμενα γράμματα Ζαχαριάδη, στα οποία αναθεωρούσε εν μέρει την μέχρι τότε αντίληψή του κάνοντας στροφή προς την πολιτική της Διεθνούς. Αυτά όμως δεν έγιναν ευρύτερα γνωστά εκείνη την περίοδο και ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεγάλη μάζα των Ελλήνων κομμουνιστών που έμειναν πιστοί στο γράμμα και το πνεύμα του πρώτου γράμματος και έγραψαν ιστορία.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 4ος τόμος (1934-1940), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1975.

Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1943, 1ος τόμος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995.

Αλέξανδρος Δάγκας – Γιώργος Λεοντιάδης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα έναντι του φασισμού και του πολέμου 1934-1941 – Οι απόψεις Παπαπαναγιώτου, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007.

Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999.

Γιάννης Ιωαννίδης, Αναμνήσεις – Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979.

Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Βασίλης Νεφελούδης, Αχτίνα Θ΄, Αθήνα, Ολκός, 1974 [Εστία, 2007].

Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987.

Γρηγόρης Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Θανάσης Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000.

Γιάννης Χοντζέας, Για το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, Αθήνα, Α/συνεχεια, 2004.

 

[1] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 4ος τόμος (1934-1940), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1975, σ. 13-34.

[2] Γιάννης Χοντζέας, Το «τέλος» του κομμουνισμού, Αθήνα, Α/συνεχεια, 1993, σ. 180-181.

[3] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 81-82.

[4] Στο ίδιο, σ. 42-45.

[5] Στο ίδιο, σ. 69.

[6] Στο ίδιο, σ. 158-169.

[7] Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987, σ. 249.

[8] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 186-188.

[9] Στο ίδιο, σ. 201-204.

[10] V.M. Lejbzon-K.K. Širinja, Il VII Congresso dellInternazionale Comunista, Ρώμη, Editori Riuniti, 1975, σ. 85.

[11] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1943, 1ος τόμος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995, σ. 280.

[12] Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ, Κομμουνιστική Διεθνής – Σύντομη Ιστορική Μελέτη, εκδόσεις «Ελεύθερη Ελλάδα», 1973, σ. 415-417.

[13] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα έναντι του φασισμού και του πολέμου 1934-1941 – Οι απόψεις Παπαπαναγιώτου, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007, σ. 137.

[14] Στο ίδιο, σ. 139-140.

[15] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 242-253.

[16] Στο ίδιο, σ. 249-250.

[17] Στο ίδιο, σ. 262.

[18] Δημήτρης Σάρλης, ό.π., σ. 338-339.

[19] Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Μεταξύ δύο πολέμων», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, 7ος τόμος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 27.

[20] Δημήτρης Σάρλης, ό.π., σ. 341-342.

[21] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 294-295.

[22] Στο ίδιο, σ. 395-401.

[23] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 153.

[24] Θανάσης Χατζής, Οι ρίζες της Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σ. 158-159.

[25] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, ό.π., σ. 436-437.

[26] Στο ίδιο, σ. 461-463.

[27] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 153-156.

[28] Γρηγόρης Φαράκος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 88-90.

[29] Στο ίδιο, σ. 341-343. Οι οδηγίες αυτές της Διεθνούς θα παρουσιαστούν από τον Σιάντο στην εισήγησή του στη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942.

[30] Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Η πορεία της Ευρώπης προς τον πόλεμο», στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης Παπαστράτης (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Γ1, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2007, σ. 38-42.

[31] Γιάννης Χοντζέας, Για το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, Αθήνα, Α/συνεχεια, 2004, σ. 39-42.

[32] Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, Η Κομμουνιστική Διεθνής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 3-4.

[33] Γρηγόρης Φαράκος, ό.π., σ. 161-162. Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 5-6.

[34] Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 11.

[35] Γρηγόρης Φαράκος, ό.π., σ. 163-164.

[36] Εισήγηση του Μόλοτοφ στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, στις 31 Οκτωβρίου 1939, βλ. Ναταλία Λεμπεντέβα – Μιχαήλ Ναρίνσκι, ό.π., σ. 17.

[37] Jane Degras (ed.), The Communist International 1919-1943 Documents, 3ος τόμος (1929-1943), Oxford University Press, 1965, σ. 441.

[38] Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 213-215.

[39] Στο ίδιο, σ. 239.

[40] Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999, σ. 297-300. Ο Παπαπαναγιώτου υποστηρίζει πως η λύση της σιωπής της ΠΚΕ έγινε με την αποφασιστική ενθάρρυνση των άμεσων και έγκυρων φορέων της πολιτικής της ΕΣΣΔ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Αθήνα, βλ. Αλέξανδρος Δάγκας-Γιώργος Λεοντιάδης, ό.π., σ. 299.

[41] Θανάσης Χατζής, ό.π., σ. 226.

[42] Επίσης, σύμφωνα με τον Γ. Χοντζέα, ο Ζαχαριάδης, ανεξάρτητα από τις αλλαγές των θέσεων του ΚΚΕ για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, έβλεπε σωστά το προβάδισμα της Μεγάλης Βρετανίας ( η οποία εγκατέλειπε βαθμιαία την πολιτική του Μονάχου), στοιχείο που έδειχνε ότι το καθεστώς θα αντιστεκόταν και δεν θα διευκόλυνε την ιταλική εισβολή, βλ. Γιάννης Χοντζέας, ό.π., 2004, σ. 211-213.

[43] Θανάσης Χατζής, ό.π., σ. 228. Άγγελος Ελεφάντης, ό.π., σ. 305-306.

[44] Γιάννης Ιωαννίδης, Αναμνήσεις – Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945, Αθήνα, Θεμέλιο, 1979, σ. 65-66.

[45] Βασίλης Νεφελούδης, Αχτίνα Θ΄, Αθήνα, Ολκός, 1974, σ. 241.

Πηγή: Ιστοριολόγιο

Η Βουβή Επέτειος. Γιορτή και Λαός

Το παρακάτω άρθρο του Κώστα Βάρναλη δημοσιεύτηκε στις 27 Οκτώβρη του 1947 στο Ρίζο της Δευτέρας, 7 χρόνια μετά το ΟΧΙ, 3 χρόνια μετά την απελευθέρωση. Το ΚΚΕ και η Εαμική Αντίσταση αντιμετωπίζουν την βαθιά τρομοκρατία του κράτους και του παρακράτους που με αιχμή του δόρατος τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών, τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανοτσολιάδες, βάλθηκε να εξοντώσει τους πρωτεργάτες της αντιστασιακής εποποιίας του ελληνικού λαού. Εξαιτίας της πολιτικής και ιδεολογικής συγγένειας του καθεστώτος Μεταξά με τον ναζισμό και τον φασισμό, αλλά και του μοναρχοφασιστικού χαρακτήρα του καθεστώτος που εγκαθιδρύουν Άγγλοι και Αμερικάνοι μετά τον Δεκέμβρη του 44, η επέτειος του ΟΧΙ γιορτάζεται “βουβά”.

Η 28 του Οκτώβρη είναι μια μεγάλη μέρα για τον ελληνικό λαό-και μέρα ντροπής για τους προδότες του. Κι όμως ετούτοι γιορτάζουνε το «αλβανικό έπος». Και πάλι χωρίς το λαό. Και πάλι με φράχτη γύρω τους τα όπλα για να τους φυλάνε, όταν πηγαίνουν στην τελετή-να φυλάνε από το λαό τους εχθρούς του λαού. Το τι νόημα δίνουν στο αλβανικό έπος οι φυγάδες του έπους φαίνεται από το νόημα που δίνουν σε κάτι ανάλογες και παράλληλες ορολογικές απάτες, όπως π.χ. «απελευθέρωση», «ανεξαρτησία», «δημοκρατία», «αμερικάνικη βοήθεια», «πνευματική ελευθερία» κ.λπ. Το ιστορικό περιεχόμενο των λέξεων είναι διαμετρικά αντίθετο με την ετυμολογική τους σημασία.

Αλλά το νόημα που έδινε η 4η Αυγούστου στο «αλβανικό έπος», μας το εξήγησε τότε με τρόπο επίσημο ο τότε διευθυντής της Ασφάλειας κ. Παξινός. Ενώ δηλαδή ο ελληνικός λαός γυμνός και άοπλος, εγκαταλελειμμένος από τους αρχηγούς του χτύπαγε στο μέτωπο και μπροστά του και πίσω του τους εχθρούς της ελευθερίας του, τους φασίστες, οι «αρχηγοί» του ελληνικού φασισμού ετοιμάζανε στην πρωτεύουσα την παράδοση του λαού-γιατί η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν παράδοση του στρατού μονάχα (των 200 χιλιάδων ανδρών) αλλά ολάκερου του ελληνικού λαού (των 7 εκατομμυρίων).

Ο μοναρχοφασισμός που είπε το μαύρο του «όχι» μονάχα για τον τύπο, κοίταξε από την πρώτη στιγμή πως θα έσωζε όχι την πατρίδα, παρά το καθεστώς του. Πως θα περνούσε τον ελληνικό λαό από τα δικά του χέρια στα ξένα χέρια, χωρίς ο μεσίτης να χάσει ούτε την ηγεσία του λαού ούτε τα κέρδη του απ’ αυτόν. Η συνθηκολόγηση του μετώπου δεν ήταν πράξη ανωτέρας βίας, παρά θεληματική συμμαχία με τον εχθρό εναντίον του λαού. Και κανένας από τους μεταδεκεμβριανούς κυβερνήτες δεν αμφιβάλλει πως στη σημερινή επέτειο δεν γιορτάζεται το «αλβανικό έπος», παρά η συνθηκολόγηση και η συνεργασία με τον εχθρό. Αν τότε ο ελληνικός λαός νικούσε ως το τέλος τους εχθρούς κι έσωζε την ελευθερία του, οι τωρινοί συνεχιστές της 4ης Αυγούστου τη σημερινή επέτειο θα την είχανε ημέρα «εθνικού πένθους».

Λοιπόν τότε κι εμείς οι αριστεροί δημοσιογράφοι πήραμε στα σοβαρά όπως κι ο λαός τον πόλεμο κατά των «βάρβαρων επιδρομέων». Και γράφαμε πύρινα άρθρα εναντίον τους, εναντίον του φασισμού. Μα το είπαμε: ο δικός μας ο φασισμός, τέκνο και ομοίωμα του γερμανικού και του ιταλικού, δεν του καλάρεσε να βρίζουμε το «σύστημα». Κι ένα βράδυ (χειμώνας ήτανε) μας μαζέψανε στη Γενική Ασφάλεια τους ξεροκέφαλους αριστερούς, που χαλούσαμε τη «δουλειά». Ήτανε (όσο θυμάμαι) ο Καρβούνης, ο Κορδάτος, ο Κορνάρος, ο Πανσέληνος, ο Μέξης, ο Σπ. Θεοδωρόπουλος. Και ξαφνικά για λίγες ώρες μονάχα, μας φέρανε ωραίον, κομψόν και γόητα, με ύφος υπεράνω όλων μας, τον κ. Καραγάτση. Μα ως το βράδυ τον αφήσανε.

Το άλλο βράδυ μας ξαναπήγανε στην διεύθυνση της Γενικής Ασφάλειας όπου μας παρουσιάσανε στον κ. Παξινό. Εκεί πήραμε το πρώτο «βάπτισμά» μας στο νόημα του «αλβανικού έπους». Ο κ. Διευθυντής κοφτά και μελετημένα, μας είπε να μην κάνουμε τον έξυπνο στα άρθρα μας βρίζοντας το φασισμό (έτσι βρίζαμε έμμεσα και τη 4η Αυγούστου και σ’ αυτό δεν είχε άδικο ο κ. Διευθυντής) και πως δεν φταίει καθόλου ο φασισμός για τον πόλεμο.

Μ’ άλλα λόγια εννοούσε πως έφταιγε ο ιταλικός λαός που μας μισούσε ή που είχε κατακτητικές βλέψεις, λες κι οι λαοί αισθάνονται ή ενεργούνε μοναχοί τους κι είναι υπεύθυνοι αυτοί για ό,τι αγαπούνε, για ό,τι μισούνε και για ό,τι κάνουνε-όπως τα ομαδικά εγκλήματα εναντίον των αμάχων.

Κι αφού μας ενουθέτησε και μας έκανε προσεκτικούς για το μέλλον, μας άφησε ελεύθερους, δηλαδή μας εδέσμευσε τη σκέψη και τη γλώσσα. Έπρεπε δηλαδή κι εμείς να βοηθήσουμε το ξένο φασισμό να κατέβει και να θρονιαστεί άνετα στην Ελλάδα δίπλα στο ντόπιο.

Κάτι ανάλογο μου είπε μια μέρα κι ο διευθυντής της εφημερίδας που εργαζόμουνα τότε. Έγραφα μια ιστορία επί δυόμιση μήνες της διαφθοράς και απανθρωπιάς των πολιτικών παθών της Ρώμης από το Σύλλα και πέρα. Η περίσταση και η πεποίθησή μου με κάνανε να χρωματίζω κάπως ζωηρότερα τα πρόσωπα και τα πράγματα και να τα χαρακτηρίζω με τον ίδιο τρόπο κυρίως την αρπακτικότητα και τη φιλοχρηματία των ισχυρών της «αιώνιας πόλεως»: Σύλλα, Κράσου, Οκταβίου, Κικέρωνα, Σενέκα κ.λπ.

Ο διευθυντής μου λοιπόν με κάλεσε και μου λέγει: «Είπαμε να βρίζεις τους Ρωμαίους, μα όχι και τους πλουτοκράτες. Δυστυχώς ή ευτυχώς οι περισσότεροι αναγνώστες μας (της Κηφισιάς) είναι πλουτοκράτες! -Μα εγώ βρίζω, του απάντησα γελώντας, τους τότε Ρωμαίους πλουτοκράτες, όχι τους τώρα Έλληνες πλουτοκράτες. Εκείνοι ήταν τέρατα, οι δικοί μας είναι εντάξει! Πατριώτες μεγάλοι και καλοί Χριστιανοί!

Με άλλα λόγια οι δύο διευθυντές, της Ασφάλειας και της αστικής εφημερίδας, θέλανε, ο πρώτος να μη βρίζουμε τους εξωτερικούς εχθρούς και ο δεύτερος τους εσωτερικούς. Ας χάνεται η πατρίδα αλλά όχι το σύστημα! Θέλετε τώρα άλλη εξήγηση το τι σημαίνει για αυτούς ο όρος «αλβανικό έπος»; Όταν οι εχθροί του λαού λοιπόν ξηγιούνται με τόση ειλικρίνεια, τότε γιατί ο λαός να μην έχει κι αυτός το δικαίωμα να τους τα λέει από την καλή; Θα πείτε δεν τον αφήνουν! Θα τον αφήσουν! Κι αν τώρα τιμά ο λαός ανεπίσημα αυτή την επέτειο, θα έρθει η μέρα σύντομα, που θα τη γιορτάσει επίσημα κι όπως της αξίζει

Τον Οκτώβρη του 44 οι κομμουνιστές γιόρταζαν με τον λαό την απελευθέρωση. Η αστική τάξη πού ήταν;

Σαν σήμερα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα έβγαινε στους δρόμους γιορτάζοντας την απελευθέρωσή της από το φασιστικό ζυγό. Πρωτοπόροι στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης οι κομμουνιστές, το ΚΚΕ, με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, έχοντας ήδη δώσει ποτάμια αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Εκτελέσεις, βασανιστήρια, φυλακές, μάχες στις πόλεις και στα βουνά, είναι ο βαρύς τίτλος τιμής που έφερε και φέρει η παράταξη της Αριστεράς για τη δράση της στη δεκαετία του 40. Ο λαός αναγνώρισε στους κομμουνιστές τους φυσικούς ηγέτες του, τους επικεφαλής των αγώνων και των προσδοκιών του και συμπύκνωσε τις ελπίδες του για την επόμενη μέρα στο αίτημα της λαοκρατίας και της νέας Ελλάδας.

Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, η άρχουσα τάξη, η αστική τάξη της χώρας, ήταν εκκωφαντικά απούσα από τον αγώνα της Αντίστασης. Το πιο ισχυρό τμήμα της βρέθηκε καθόλη τη διάρκεια της Κατοχής εκτός Ελλάδας, υπό τις προστατευτικές φτερούγες των Άγγλων, στο Κάιρο και στη Μέση Ανατολή. Ο βασιλιάς, οι πολιτικοί της Δεξιάς και του Κέντρου, οι ισχυροί φιλο-αγγλικοί πολιτικοί και επιχειρηματικοι κύκλοι βούτηξαν τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας και δραπέτευσαν, αφήνοντας το λαό να πεθαίνει από την πείνα και τις κακουχίες.

Ένα άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης, βρέθηκε στο πλευρό των Γερμανών, εκδηλώνοντας ανοικτά τον δοσιλογισμό της. Συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, είτε φορώντας την κουκούλα για να καταδώσουν τους αγωνιστές, είτε στελεχώνοντας τον κατοχικό μηχανισμό σε υπουργεία, κεντρική κυβέρνηση, τοπικές διοικήσεις.

Οι εντελώς αναιμικές απόπειρες να εμφανιστεί μια ελάχιστη αντιστασιακή δραστηριότητα από τη μεριά της αστικής τάξης, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την προσπάθεια να μην μονοπωλήσει την Αντίσταση το ΚΚΕ. Οι Άγγλοι αντιλήφθηκαν πως “μπροστά στο επαίσχυντο θέαμα το δοσιλογισμού της μεγαλοαστικής τάξης και της παλιάς πολιτικής ηγεσίας, ο λαός θα ξεσηκωνόταν και η Ελλάδα θα έφευγε από τα χέρια τους”. Ωστόσο η ποιότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν τέτοια που δεν αναίρεσε τη γενικευμένη δοσιλογική της εικόνα και έφτασε το πολύ μέχρι τις γκροτέσκο καταστάσεις του Τσιγάντε και των αγγλικών λιρών με τις οποίες επιχειρήθηκε να στηθεί αντιΕαμικό μέτωπο. 

Αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα στο συμμαχικό στρατόπεδο που πριν καλά καλά ηττηθεί οριστικά ο Χίτλερ τον Μάη του 45, ήδη δηλαδή από το 1944, να τιμά, να αποκαθιστά, και να στηρίζεται στους δοσίλογους, στους συνεργάτες των ναζί, στους γερμανοτσολιάδες, στους κουκουλοφόρους προδότες της πατρίδας. 

Ο λόγος ήταν απλός: όσα τμήματα της αστικής τάξης δεν συνεργάστηκαν με τους ναζί κατακτητές, έκαναν διακοπές στο εξωτερικό, περιμένοντας την νίκη των Άγγλων και την αποκατάσταση των ίδιων στην εξουσία, όσο ο λαός πεινούσε και πέθαινε. Μπορεί εκ των υστέρων η Αντίσταση να βαφτίστηκε “Εθνική” αλλά απηχούσε περισσότερο το χαρακτήρα του αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης όπως αυτός καθορίστηκε από το ΕΑΜ και τους κομμουνιστές, και καθόλου την πανεθνική συμμετοχή όλων των τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων της Ελλάδας. 

Στις 12 Οκτώβρη του 44, γεγονός είναι ότι οι κομμουνιστές ήταν παρόντες και οι αστοί απόντες. 

Σε μια από τις σημαντικότερες εποποιίες του ελληνικού λαού στη νεότερη ιστορία του, η άρχουσα τάξη, είτε κρύφτηκε, είτε στάθηκε απέναντί του.

Έχει σημασία αυτή η αλήθεια 77 χρόνια μετά;

Έχει, για δύο λόγους. 

Ο πρώτος είναι ότι ένα τμήμα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς επιχειρεί και σήμερα να συγκροτηθεί στο όνομα της πατρίδας και του έθνους, κατηγορώντας την Αριστερά ως δύναμη προδοτική και αντεθνική. Ο ανυπόληπτος κατά τα άλλα Μπογδάνος, επικαλέστηκε στη Βουλή τον Γρίβα, τον αρχηγό της προδοτικής φασιστικής οργάνωσης Χ κατα τη ναζιστική κατοχή και μετέπειτα αρχηγό της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β. Έλεγε λοιπόν ο Γρίβας ότι μεγαλύτερος εχθρός, στην περίπτωση της Κύπρου, και από τους Βρετανούς και από τους Τούρκους, ήταν οι κομμουνιστές. Και είχε δίκιο. 

Πράγματι, η Δεξιά, για να μην πέσει η χώρα στα χέρια των κομμουνιστών, συνεργάστηκε με τους ναζιστές Γερμανούς και τους φασίστες Ιταλούς, υιοθετήθηκε από τους Άγγλους, προσέφερε τη χώρα ως φτηνό οικόπεδο στους Αμερικάνους, κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα, παρέδωσε την Κύπρο στον Αττίλα. 

Για να μην χάσει η αστική τάξη την εξουσία δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να συνεργάζεται με όσους επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας. Επίγονοι αυτής της Δεξιάς στην περίοδο των μνημονίων αναφωνούσαν “Γερούν γερά” και “βάστα Σόιμπλε” κατά την εφαρμογή ενός εξοντωτικού προγράμματος λιτότητας για το οποίο μέχρι και η Μέρκελ δήλωσε αναδρομικά ότι είχε τύψεις. Αυτοί όμως έμειναν αμετανόητοι. 

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το κοσμπολίτικο και εκσυγχρονιστικό τμήμα της Δεξιάς, το ακραίο Κέντρο που θέλει να φέρει φιλελεύθερα παράσημα στο πέτο του, επιχειρεί να πετάξει την ιστορία στη λήθη, να υπερβεί τάχα τους ιστορικούς διχασμούς, ζητά να ενώσει το λαό και να κοιτάξει το μέλλον και όχι το παρελθόν. Και ίσως θα ήταν συγκινητική αυτή η προσπάθεια, αν η ενότητα του λαού δεν πραγματοποιούνταν κάτω από τα οράματα και τα συμφέροντα της τάξης που τον κυβερνά. Η ιστορική λήθη είναι πράγματι βολική για το ξαναβάφτισμα της αστικής τάξης της χώρας στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ. 

Μόνο που η ιστορία δεν είναι τόμοι ξεχασμένοι στη βιβλιοθήκη, ούτε αποκλειστικό αντικείμενο των ιστορικών ερευνών και των ακαδημαϊκών μελετητών. 

Είναι ζώσα πραγματικότητα, που μας θυμίζει και θα μας θυμίζει ότι αυτή τη μέρα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα απελευθερώθηκε με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή του αγώνα και των θυσιών και την αστική τάξη απούσα. 

Και ακόμα και αν αυτή η αλήθεια δεν λύνει κανένα πολιτικό αδιέξοδο της Ελλάδας του 21ου αιώνα, δεν παύει να αποκαλύπτει την ποιότητα και την προοπτική και των μεν και των δε. Όσο και αν οι μεν είναι διαλυμένοι, ηττημένοι, σκορπισμένοι, και οι δε φιγουράρουν νικητές, κυρίαρχοι και σίγουροι.

Η 1η Διεθνής και η Παρισινή Κομμούνα

«Στο πεδίο των ιδεών, η Κομμούνα είναι κόρη της Διεθνούς έστω και αν η Διεθνής δεν κούνησε ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για να την υποκινήσει.»

Φρίντριχ Έγκελς

Η δημιουργία της «Διεθνούς Ένωσης των Εργατών» (που έμεινε γνωστή σαν 1η Διεθνής) αποφασίστηκε το Σεπτέμβρη του 1864, στη διάρκεια ενός παγκόσμιου εργατικού συνεδρίου, που είχαν οργανώσει στο Λονδίνο τα βρετανικά Τρέιντ Γιούνιονς.

Το πρώτο συνέδριό της πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1866 στη Γενεύη. Συμμετείχαν 60 αντιπρόσωποι από τη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και την Αγγλία. Τα δύο ιδρυτικά ιδεολογικά της ρεύματα ήταν οι «μουτουαλιστές» (Γάλλοι και Ελβετοί οπαδοί του Προυντόν) και οι «κολλεκτιβιστές» (Άγγλοι και Γερμανοί). Κεντρικές διεκδικήσεις στο πρόγραμμα που ψηφίστηκε ήταν η μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας στις 8 ώρες και το καθολικό εκλογικό δικαίωμα.

Σε ένα γράμμα προς τον Κούγκελμαν, αμέσως μετά το Συνέδριο της Γενεύης, ο Μαρξ  καταχεριάζει τους Γάλλους αντιπροσώπους του συνεδρίου της Γενεύης:

«Οι κύριοι παριζιάνοι είχαν το κεφάλι γεμάτο από κούφιες προυντονικές φράσεις…. Περιφρονούν κάθε επαναστατική δράση που ξεπετιέται κατ’ ευθείαν από την πάλη των τάξεων, κάθε συγκεντρωτικό κοινωνικό κίνημα, άρα επίσης πραγματοποιήσιμο με πολιτικά μέσα (για παράδειγμα τη νόμιμη μείωση των ορών εργασίας) με πρόσχημα την ελευθερία, τον αντικυβερνητισμό ή τον αντιαυταρχικό ατομισμό. Αυτοί οι κύριοι που εδώ και 16 χρόνια υπέστησαν και υφίστανται ήσυχα τον πιο αχρείο δεσποτισμό, εγκωμιάζουν στην πραγματικότητα μια κοινή αστική οικονομία, πασπαλισμένη με προυντονικό ιδεαλισμό.»

Κατά τα τρία πρώτα χρόνια της δράσης της Διεθνούς, υποχωρεί ραγδαία ο προυντονισμός, κυρίως λόγω των συντηρητικών έως αντιδραστικών πλευρών του, όπως η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα απέναντι στις μαζικές εργατικές απεργίες και η αντίληψη για το ρόλο της γυναίκας, που δεν πρέπει να εργάζεται αλλά να παραμένει στο σπίτι – θεμέλιο της οικογένειας. (Η προυντονική αντίληψη για τη θέση της γυναίκας αποτυπώθηκε και στις αποφάσεις του Συνεδρίου της Γενεύης, μία από τις διεκδικήσεις του οποίου ήταν η απαγόρευση της παιδικής και της γυναικείας εργασίας). Εις βάρος του προυντονισμού, κερδίζουν έδαφος οι ιδέες κυρίως του Μπακούνιν και δευτερευόντως του Μαρξ. Ο Μπακούνιν είχε προσχωρήσει στη Διεθνή (όπου ενέταξε την «Κοινωνική Δημοκρατική Συμμαχία» του) το 1868, με μια επιστολή του προς τον Μαρξ στην οποία χαρακτήριζε τον εαυτό του «μαθητή» του Γερμανού επαναστάτη.

Κατά τη διάρκεια του 4ου Συνεδρίου, που έγινε στη Βασιλεία το Σεπτέμβρη του 1869, και με βάση τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών, οι ομαδοποιήσεις των αντιπροσώπων και ο μεταξύ τους συσχετισμός δυνάμεων διαμορφώνεται ως εξής: Πάνω από το 60% υποστηρίζει αντικρατικές-κολλεκτιβιστικές προτάσεις μπακουνικής έμπνευσης. Πάνω από το 30% υποστηρίζει τις λεγόμενες «μαρξιστικές»-κολλεκτιβιστικές προτάσεις, ενώ οι προυντονικές απόψεις ουσιαστικά περιθωριοποιούνται, αποσπώντας λίγο πάνω από το 5%, αν και εξακολουθούν να έχουν μεγάλη επιρροή στο Γαλλικό Τμήμα. Οι δύο πρώτες τάσεις συμπίπτουν στην απόφαση για κοινωνικοποίηση της γης, ενώ ομόφωνα αποφασίζεται η οργάνωση των εργατών σε «ενώσεις αντίστασης» (συνδικάτα).

Μετά το Συνέδριο της Βασιλείας αρχίζει η ανοιχτή πολιτική και ιδεολογική διαπάλη μεταξύ Μαρξ και Μπακούνιν η οποία θα οδηγήσει τελικά στην οριστική διάσπαση της Διεθνούς κατά τη διάρκεια του 8ου Συνεδρίου, στη Χάγη, το 1872. Το κρίσιμο σημείο αντιπαράθεσης μαρξιστών-μπακουνιστών, εκείνη την εποχή, ήταν μια θέση που ο Μαρξ είχε επιβάλλει στην απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Λωζάννης, σύμφωνα με την οποία, «Η κοινωνική χειραφέτηση των εργατών, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πολιτική τους χειραφέτηση».

Κατά τους μαρξιστές, το προλεταριάτο οφείλει να παρεμβαίνει στην πολιτική διαπάλη (με τους δικούς του όρους), να κάνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο εθνικής πολιτικής και να προτείνει εργατικές υποψηφιότητες τις οποίες θα αξιοποιεί αποκλειστικά για τη δραστηριοποίηση της εργατικής μάζας. Η πολιτική αποχή είναι ολέθρια. Αντίθετα, για τους μπακουνιστές, κάθε συμμετοχή της εργατικής τάξης στην αστική κυβερνητική πολιτική δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από την παγίωση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και την παράλυση της σοσιαλιστικής επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου. Η κοινωνία μπορεί να μετασχηματιστεί μόνο με τη φεντεραλιστική οργάνωση των εργατών, έξω από κάθε κυβερνητική πολιτική και όχι μέσω εθνικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων.

Το πέμπτο Συνέδριο της Διεθνούς προγραμματίζεται να γίνει στο Παρίσι το Σεπτέμβρη του 1870. Θα το προλάβει ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος, η πολιορκία του Παρισιού και η εξέγερση της Κομμούνας.

Το Γαλλικό Τμήμα της Διεθνούς συγκροτήθηκε (νόμιμα) το 1864 και είχε οργανώσεις στο Παρίσι, τη Λυών και τη Ρουέν. Οι μπλανκιστές δεν συμμετέχουν καταλογίζοντάς του συμβιβαστική τακτική και αναβλητικότητα για την επανάσταση. Ο Εντουάρ Βαγιάν και ο Βικτόρ Ντυβάλ, στελέχη της Διεθνούς, ήταν μπλανκιστές αλλά έγιναν τέτοιοι ενώ ανήκαν ήδη στη Διεθνή. Για τη μπλανκίστρια Λουΐζ Μισέλ υπάρχει ένα σημείωμα της αστυνομίας (που την είχε υπό παρακολούθηση), σύμφωνα με το οποίο εντάχθηκε στη Διεθνή το 1869, αλλά καμία άλλη ένδειξη δεν το επιβεβαιώνει.

Το 1868 το αυτοκρατορικό καθεστώς θέτει εκτός νόμου τη δράση της Διεθνούς στη Γαλλία. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, το Σεπτέμβρη του 1870, θα βρει το Τμήμα του Παρισιού σε άσχημη κατάσταση, λόγω της δίχρονης παρανομίας, των διώξεων αλλά και εσωτερικών ιδεολογικών συγκρούσεων. Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο, που αποκαλύπτει την κατάσταση που επικρατούσε, είναι η υπόθεση Τουλαίν. Ο Ανρύ Τουλαίν, μαχητικός προυντονιστής, ιστορικό στέλεχος της Διεθνούς, αντιπρόσωπος στο ιδρυτικό Συνέδριό της, είναι ο μοναδικός βουλευτής που εκλέγει η Διεθνής στις εκλογές του 8 Φλεβάρη. Καταδικάζει την εξέγερση κατά του Θιέρσου, αρνείται να παραιτηθεί από την Εθνοσυνέλευση των «χωρικών», όπως έκαναν όλοι οι άλλοι αριστεροί βουλευτές, και περνά στην ανοικτή προδοσία, καταλήγοντας στις Βερσαλλίες. (Το Ομοσπονδιακό Γραφείο θα αποφασίσει, ομόφωνα, τη διαγραφή του στις 12 Απρίλη.)

Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς στο Λονδίνο είναι, πριν το ξέσπασμα της εξέγερσης, αρνητικό απέναντι σε μια εργατική επανάσταση στο Παρίσι. Η σοβαρότερη αναστολή, τουλάχιστον της μαρξιστικής ομάδας, οφείλεται στην πασιφανή έλλειψη μιας επαρκούς επαναστατικής ηγεσίας. Με τον πραξικοπηματισμό του Μπλανκί υπάρχει ήδη ανοιχτή διαπάλη.

Σε ένα γράμμα στις 11 Φλεβάρη του 1870 ο Έγκελς απευθύνεται στον Μαρξ, επισημαίνοντας την απουσία ηγεσίας στο Γαλλικό προλεταριάτο: «Οι “σοβαροί” ηγέτες είναι υπερβολικά σοβαροί. Είναι πράγματι παράξενο. Η προμήθεια μυαλών, με την οποία το προλεταριάτο εφοδίαζε μάλιστα και άλλες τάξεις, φαίνεται ότι έχει στερέψει και μάλιστα σε όλη τη χώρα. Φαίνεται ότι στο εξής οι εργάτες πρέπει όλο και περισσότερο να κάνουν τα πράγματα μόνοι τους.»

Στις 8 Αυγούστου του 1870, λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, ο Μαρξ σε γράμμα του στον Έγκελς αναρωτιέται αν το Γαλλικό προλεταριάτο είναι προετοιμασμένο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που θα έβαζε μια επερχόμενη επανάσταση: «Αν μια επανάσταση ξεσπάσει στο Παρίσι, το ερώτημα είναι αν υπάρχουν ηγέτες για να προβάλλουν μια σοβαρή αντίσταση στους Πρώσους. Να μην κρύβουμε ότι τα 20 χρόνια της βοναπαρτιστικής φάρσας έχουν τσακίσει το ηθικό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να στηριζόμαστε μόνο στον επαναστατικό ηρωισμό. Τι σκέφτεσαι;»

Στις 1 Μάρτη συνεδριάζει το Ομοσπονδιακό Γραφείο της Διεθνούς στο Παρίσι. Ο Βαρλέν εισηγείται την ένταξη όλων των μελών της Διεθνούς στα τάγματα της Εθνοφρουράς και την επιδίωξη εκλογής όσο το δυνατόν περισσότερων στελεχών της στην Κεντρική Επιτροπή. Ο Φράνκελ (πιο συντεταγμένος με τη «γραμμή» της Διεθνούς) διαφωνεί. Τελικά παίρνεται μια ενδιάμεση απόφαση, να συμμετάσχει μια ολιγομελής ομάδα τεσσάρων στελεχών της στην Κ.Ε. Αποτελείται από τους Βαρλέν, Μπαμπίκ, Ασσί και Αλαβουάν. Η αμφιταλάντευση απέναντι στη δράση της Εθνοφρουράς, εξηγεί το γεγονός ότι, η συμμετοχή των Διεθνιστών στα γεγονότα της 18ης Μαρτίου είναι ανύπαρκτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, περιθωριακή.

Στις 24 Μάρτη, η στάση αυτή αλλάζει ριζικά, όταν μια κοινή συνεδρίαση των Εργατικών Ενώσεων και του Ομοσπονδιακού Γραφείου της Διεθνούς αποφασίζει να ενισχύσει με κάθε τρόπο την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς. Έχει μεσολαβήσει ένα γράμμα των Μπακούνιν-Γκιγιώμ, που χαρακτηρίζει την εξέγερση στο Παρίσι «αρχή της παγκόσμιας κοινωνικής επανάστασης» και το οποίο ασκεί σημαντική επιρροή, παρ’ όλο που ο Βαρλέν διαφωνεί ριζικά με αυτή την εκτίμηση για τα γεγονότα.

Από εκείνη τη στιγμή, οι Διεθνιστές ρίχνουν το κύριο βάρος της δραστηριότητάς τους στο να προσδώσουν στην Κομμούνα ένα κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Η επιλογή των δύο κορυφαίων στελεχών τους, του Βαρλέν και του Φράνκελ να αναλάβουν Επίτροποι Οικονομικών και Εργασίας-Βιομηχανίας, αντίστοιχα, είναι αποκαλυπτική.

Αντίθετα με την επιφυλακτικότητά τους προς την Κ.Ε. της Εθνοφρουράς, οι Διεθνιστές συμμετείχαν (και μάλιστα πρωτοστάτησαν στην ίδρυσή της) στην «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων», όργανο καθαρά πιο «πολιτικό». Μάλιστα του παραχώρησαν, σαν προσωρινή έδρα, τα γραφεία του Ομοσπονδιακού Γραφείου της Διεθνούς, Ρυ ντε Κορντερί.

15 στελέχη της Διεθνούς εκλέγονται στο Συμβούλιο της Κομμούνας και είναι οι εισηγητές των περισσότερων αποφάσεών του που αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών, τη δημιουργία κοοπερατίβων, και την αναμόρφωση της Παιδείας. Μειοψηφούν στην ψηφοφορία για το διάταγμα για τους ομήρους, χαρακτηρίζοντάς το «μιλιταριστική ιδέα πρωσικής προέλευσης». Στις 1 Μάη διαφωνούν ριζικά με τη δημιουργία της Επιτροπής Δημόσιας Σωτηρίας και συγκροτούν μαζί με 10 ακόμα ανεξάρτητους τη «μειοψηφία». Οι Βαγιάν και Φράνκελ, διαχώρισαν τη θέση τους και ψήφισαν υπέρ της δημιουργίας της Επιτροπής. Ο Φράνκελ όμως, λίγες μέρες μετά, θα συνταχθεί με τη μειοψηφία. Στις 20 Μάη πάντως, μια έκτακτη σύγκλιση του Ομοσπονδιακού Γραφείου, απευθύνει έκκληση προς όλα τα μέλη της Διεθνούς να δώσουν όλες τις δυνάμεις τους για τη διατήρηση της ενότητας της Κομμούνας, η οποία είχε απειληθεί άμεσα (μετά τη δημοσίευση της «Διακήρυξης της Μειοψηφίας» στην Κραυγή του Λαού).

Το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς στο Λονδίνο παρακολουθούσε στενά τη δράση της Κομμούνας. Είχε επαφή με τους εργάτες Ντυπόν και Σεραγιέ οι οποίοι, με τη στήριξη της Διεθνούς, εκλέχτηκαν μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας κατά τις συμπληρωματικές εκλογές στις 16 Απρίλη. Ο Φράνκελ έστελνε συχνά αναφορές, ενώ στις 6 Απρίλη καταφέρνει να φθάσει στο Παρίσι, με εντολή της Διεθνούς, ο Λαφάργκ και να παραμείνει για μερικές ημέρες παίρνοντας, δια ζώσης, πληροφορίες για τις εξελίξεις.

Ο ίδιος ο Μαρξ έχει συχνότατη αλληλογραφία με τους Βαγιάν, Βαρλέν, Βερμορέλ και τον (μετέπειτα γαμπρό του) Λονγκέ, δίνοντας τη γνώμη και τις συμβουλές του. Στις 12 Μάη, σαν ένας άνθρωπος που η ψυχή και το μυαλό του βρίσκεται στο Παρίσι, θα γράψει στον Κούγκελμαν: «Η Παρισινή εξέγερση, έστω και αν ηττηθεί από τους λύκους, τα γουρούνια και τα σκυλιά της παλιάς κοινωνίας, είναι το πιο δοξασμένο κατόρθωμα του κόμματός μας.»

Ελάχιστα από τα γράμματα του Μαρξ προς τους Κομμουνάρους διασώθηκαν. Άλλα γραπτά του όμως δίνουν πληροφορίες για το περιεχόμενο αυτών των γραμμάτων. Από τις 11 Μάη είχε πληροφορήσει την Κομμούνα για τις μυστικές συνομιλίες Φαβρ- Μπίσμαρκ στη Φρανκφούρτη, όπου ο δεύτερος άναψε το πράσινο φως στους Βερσαγιέζους να περάσουν από τις πρωσικές γραμμές και να επιτεθούν και από τα βόρεια στο Παρίσι. Είχε συμβουλεύσει την οχύρωση της Μονμάρτης από βορρά. Είχε δώσει συμβουλές για το χειρισμό ανθρώπων του Συμβουλίου (Πιά, Γκρουσσέ, Βεζινιέ) που θεωρούσε επικίνδυνους. Είχε ζητήσει την άμεση αποστολή στο Λονδίνο κάποιων επιβαρυντικών ντοκουμέντων για το στρατό των Βερσαλλιών. Εξέφραζε συχνά τη λύπη του που οι περισσότερες γνώμες του δεν εισακούονται.

Στον πρόλογο που έγραψε ο Λένιν στην έκδοση των γραμμάτων του Μαρξ προς στον Κούγκελμαν, ο ηγέτης των μπολσεβίκων θα συνοψίσει τη στάση του Μαρξ απέναντι την Κομμούνα:

«Ο Μαρξ, που το Σεπτέμβρη χαρακτήριζε την εξέγερση τρέλα, βλέποντας τον Απρίλη του 1871 την κυβέρνηση των λαϊκών μαζών την θεωρεί, με την ακραία προσοχή του ανθρώπου που συμμετέχει στα μεγάλα κινήματα, σαν μια πρόοδο του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.[   ]

[…] Αλλά όταν οι μάζες ξεσηκώθηκαν, ο Μαρξ θέλει να βαδίσει μαζί τους, να διδαχτεί ταυτόχρονα με αυτές στην πορεία του αγώνα και όχι να δώσει γραφειοκρατικά μαθήματα. Κατανοεί ότι κάθε απόπειρα να προεξοφλήσει, με τέλεια ακρίβεια, τις πιθανότητες επιτυχίας του αγώνα, θα ήταν τσαρλατανισμός ή αθεράπευτη σχολαστικότητα. Βάζει πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι η εργατική τάξη δημιουργεί ηρωικά, με αυταπάρνηση και πρωτοβουλία, την ιστορία του κόσμου. Ο Μαρξ έβλεπε την ιστορία από την οπτική γωνία αυτών που την δημιουργούν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να προεξοφλούν υποχρεωτικά τις πιθανότητες επιτυχίας και όχι από την οπτική γωνία του μικροαστού διανοούμενου που έρχεται να κάνει επίπληξη: “θα ήταν εύκολο να προβλεφθεί … δεν θα έπρεπε να παρθεί τέτοιο ρίσκο”…[…]

[…] Ο Μαρξ μπορούσε να διακρίνει επίσης ότι υπάρχουν στιγμές στην ιστορία, όπου ένας απεγνωσμένος αγώνας των μαζών, έστω για ένα στόχο χαμένο εκ των προτέρων, είναι απαραίτητος για τη διαπαιδαγώγηση των ίδιων των μαζών και την προετοιμασία τους για τον επόμενο νικηφόρο αγώνα.»