Ο γερμανικός στρατός προετοιμάζεται για ένα τέλος της ΕΕ σε στρατιωτικές ασκήσεις

Στα πλαίσια μίας έκθεσης πιθανών ζητημάτων ασφαλείας που ίσως αντιμετωπίσει η χώρα στο μέλλον, ο γερμανικός στρατός πραγματοποίησε άσκηση πάνω σε ένα στρατιωτικό σενάριο που περιλαμβάνει τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με διαρρεύσασα μυστική έκθεση, που περιήλθε στο γερμανικό εβδομαδιαίο περιοδικό Der Spiegel, ο γερμανικός στρατός πραγματοποίησε άσκηση στη βάση 6 πιθανών σεναρίων για το μέλλον, σε μια προσπάθεια να χαρτογραφήσει πώς οι κοινωνικές τάσεις και οι διεθνείς συγκρούσεις θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ασφάλεια της Γερμανίας σε έναν «ολοένα και πιο άτακτο» κόσμο.

Η αναφορά των 102 σελίδων ονομάζεται «Στρατηγικές προβλέψεις 2040» και εκδόθηκε από το Υπουργείο Άμυνας το Φεβρουάριο υπό συνθήκες μυστικότητας.

Σε ένα από τα σενάρια, «Η κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η γερμανική αντίδραση», η έκθεση περιγράφει έναν κόσμο στον οποίο η επέκταση της Ε.Ε. έχει εγκαταλειφθεί καθώς απογοητευμένες χώρες εγκαταλείπουν το μπλοκ.

Η έκθεση αναφέρει: «Ο ολοένα και πιο άτακτος, μερικές φορές χαοτικός και αντιφατικός κόσμος έχει μεταβάλλει δραματικά το περιβάλλον στην πολιτική ασφαλείας της Γερμανίας και της Ευρώπης».

Ένα άλλο σενάριο, αποκαλούμενο «Δύση εναντίον Ανατολής», προβλέπει ότι μερικές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αποχωρούν από την Ε.Ε. και διαμορφώνουν το δικό τους «Ανατολικό μπλοκ», πιθανώς λόγω της πεποίθησης ότι η επιρροή της Ρωσίας σε αυτά τα κράτη θα μπορούσε να αυξηθεί.

Στο τέταρτο σενάριο («πολυπολικός ανταγωνισμός») ο εξτρεμισμός ανεβαίνει και υπάρχουν κράτη-μέλη της ΕΕ τα οποία «φαίνονται κατά καιρούς να αναζητούν μια συγκεκριμένη προσέγγιση στο ρωσικό μοντέλο “κρατικού καπιταλισμού”».

Άλλα σενάρια απεικονίζουν ευρωπαϊκές χώρες να υιοθετούν το μοντέλο του «κρατικού καπιταλισμού» και ένα σταμάτημα στην παγκοσμιοποίηση.

Γερμανικά στρατεύματα έγιναν αντιληπτά να βγαίνουν από τανκς κατά διάρκεια στρατιωτικών ασκήσεων και συγκεκριμένα μιας προσομοίωσης επίθεσης, κοντά στο Μίνστερ, στη Γερμανία.Οι ασκήσεις, που ονομάζονται «Επιχείρηση Συμμαχικές Δυνάμεις», περιλαμβάνουν προσομοίωση μάχης του πεζικού με τανκς, με τη συνδρομή δυνάμεων της αεροπορίας και και του πυροβολικού, και αποτέλεσαν μέρος των ασκήσεων που λαμβάνουν χώρα από το Σεπτέμβριο.

Ένας εκπρόσωπος του γερμανικού Υπουργείου Άμυνας είπε ότι η μελέτη έκανε «ισχυρές προβλέψεις» αλλά δεν τις συνέδεσε με καμία πιθανότητα να πραγματοποιηθούν.

Αρνήθηκε να σχολιάσει το περιεχόμενο της έκθεσης, επικαλούμενος τον απόρρητο χαρακτήρα της.

Η αναφορά βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις πρόσφατες κινήσεις ορισμένων Ευρωπαίων ηγετών που οδηγούν προς μια μεγαλύτερη ενοποίηση της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας ίδρυσης ενός στρατού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο Πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλώντ Γιουνκέρ έχει, επίσης, δηλώσει ότι ένα κοινό στρατιωτικό σώμα θα προσέθετε «επιπλέον κύρος στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας».

Τόσο η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ όσο και ο Γάλλος πρόεδρος, Εμμανουέλ Μακρόν έχουν υποστηρίξει μια βαθύτερη ενοποίηση σε όλη την Ευρωζώνη.

Τον Αύγουστο αυτού του έτους το πολιτικό δίδυμο κάλεσε σε μια «ανακαίνιση» της ευρωζώνης και ζήτησε την θεσμοθέτηση ενός Υπουργού Οικονομικών, για να επιτηρεί την οικονομική πολιτική των κρατών-μελών.

Η κ. Μέρκελ δήλωσε ότι ο ο ρόλος του νέου «υπουργού οικονομικών και οικονομίας» θα μπορούσε να προσφέρει «μεγαλύτερη συνεκτικότητα».

Υποστήριξε, επίσης, ένα σχέδιο ίδρυσης Ευρωπαϊκού Νομικσματικού Ταμείου που θα αναδιανέμει τα χρήματα εντός της Ένωσης όπου υπάρχει ανάγκη.

Η κ. Μέρκελ δήλωσε: «Θα μπορούσε να μας καταστήσει έτι σταθερότερους και να μας επιτρέψει να δείξουμε στον κόσμο ότι διαθέτουμε όλους τους απαραίτητους μηχανισμούς, ώστε να είμαστε ικανοί να αντιδράσουμε αποτελεσματικά σε απρόβλεπτες καταστάσεις».

Μετάφραση: Ειρήνη Τσαλουχίδη

Πηγή: http://www.express.co.uk/news/world/876322/EU-latest-German-Army-Strategic-Forecast-European-Union-Bundeswehr

Απόσχιση από τη φυλακή των λαών, την ΕΕ – Να παραιτηθεί ο Ραχόι

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Το κίνημα για την απόσχιση της Καταλονίας αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή και τσαλαπάτημα των πολιτικών δικαιωμάτων από τη μεριά της ισπανικής κυβέρνησης. Αντιμετωπίστηκε επίσης με εκβιαστικές και τραμπούκικες διαθέσεις από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καταγγελία της καταστολής και της υποκρισίας αποτελεί κοινό τόπο για τους προοδευτικούς και δημοκρατικούς ανθρώπους και κοινό σημείο για την Αριστερά. Από εδώ και πέρα όμως αρχίζουν τα δύσκολα γιατί το ερώτημα δεν είναι τι αποτελεί κοινό τόπο αλλά τι (μπορεί να) συγκροτεί ελπιδοφόρα πορεία για το μέλλον. Ο ρόλος των τραπεζών, που βρίσκονται σε σύνδεση με την ΕΚΤ, με τις απειλές για μαζική φυγή δείχνει για άλλη μια φορά το έλλειμμα δημοκρατίας, καθώς και τον ηγεμόνα στο σημερινό καπιταλισμό, όπου οι αγορές, οι τράπεζες, το χρηματοπιστωτικό σύστημα καθορίζουν περισσότερα πράγματα απ’ ότι η πολιτική, οι κυβερνήσεις, τα δημοψηφίσματα. Δεν είναι εφικτή η οποιαδήποτε χειραφέτηση χωρίς τον περιορισμό των εξουσιών των τραπεζών και της «ελεύθερης οικονομίας», που αντλούν την δύναμή τους σήμερα από την ΕΕ και την ευρωζώνη.

2. Στη διαδικασία απόσχισης της Καταλονίας, οι βασικές δυνάμεις που κυριαρχούν είναι το πλειοψηφικό κομμάτι της άρχουσας τάξης της, με βασικό πρόγραμμα τα εθνικά σύμβολα και το να μην τους «αφαιμάζουν» οικονομικά οι φτωχότερες περιοχές της Ισπανίας και με σαφή στόχο να διαπραγματευθούν με την κεντρική κυβέρνηση την φορολογία τους. Οι όποιες ριζοσπαστικές φωνές και διαθέσεις είναι μειοψηφικές, ακόμη και αν το αποσχιστικό κίνημα συνεπαίρνει σημαντικά τμήματα της νεολαίας και δυναμικές κοινωνικές κατηγορίες, που έχουν κτυπηθεί από το άγριο κύμα λιτότητας, φτωχοποίησης και ανεργίας που εφαρμόζει ο Ραχόι και οι κυβερνήσεις της Ισπανίας από το 2011. Η ίδια η Καταλανική κοινωνία είναι διχασμένη στο ζήτημα της απόσχισης, ζήτημα σημαντικό για οποιοδήποτε εθνικό κίνημα. Αυτό το γεγονός από μόνο του είναι ένας δείκτης που αναδεικνύει τα όρια, αλλά δεν αποτελεί το μοναδικό πρόβλημα στη συζήτηση που διεξάγεται για την ανεξαρτησία της Καταλονίας.3. Το μεγάλο ζήτημα αφορά το χαρακτήρα της απόσχισης και κάθε απόσχισης γενικότερα. Δεν έχει κάθε κίνημα εθνικής απόσχισης δεδομένο χαρακτήρα. Το κομμουνιστικό κίνημα και η Αριστερά στηρίζουν την εθνική αυτοδιάθεση, δεν στηρίζουν όμως εξορισμού και από λόγους αρχής κάθε κίνημα απόσχισης. Απαιτούνται συγκεκριμένοι προσδιορισμοί για το τι εκφράζει και τι προκαλεί κάθε κίνημα απόσχισης και κάθε κίνημα ανεξαρτησίας. Τι εκφράζει σε επίπεδο κατεύθυνσης και προσανατολισμού, καθώς και τι είναι δυνατόν να προκαλεί στο ταξικό πεδίο, αν προωθείται σε τελική ανάλυση η υπόθεση της εργατικής τάξης. Γιατί όπως ακριβώς η αστική τάξη κατά περίπτωση στηρίζει ή καταπνίγει κάθε κίνημα απόσχισης ή ανεξαρτησίας, έτσι και η εργατική τάξη θα πρέπει κατά περίπτωση να κρίνει ανάλογα με το τι προωθεί την υπόθεσή της και την ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

4. Δεν είναι αίτημα της Αριστεράς η διάλυση των πολυεθνικών κρατών, τουλάχιστον όχι όσο οι επιμέρους εθνότητες μπορούν να συνυπάρξουν με αμοιβαίο σεβασμό, πλήρη αναγνώριση δικαιωμάτων, πολιτική και πολιτιστική αυτονομία. Ούτε είναι αίτημα της Αριστεράς η πλήρης ανατίναξη των σημερινών (καπιταλιστικών) κρατών, πόσο μάλλον κάτω από το σημερινό οικτρό συσχετισμό δύναμης που δεν προμηνύει τίποτα θετικό για την επόμενη μέρα αυτών των ανατιναγμένων κρατών. Η Αριστερά πρέπει να είναι υπέρ της συνύπαρξης διαφορετικών εθνών και εθνοτήτων -ακόμα και στο καπιταλιστικό έδαφος- με αναγνώριση και πλήρη κατοχύρωση των δικαιωμάτων, ενάντια σε κάθε μορφής καταπίεση. Η Αριστερά οφείλει να βγάλει τα συμπεράσματά της από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, από την ανατίναξη της Λιβύης και του Ιράκ, από τον κατακερματισμό και την διάλυση «σοσιαλιστικών» χωρών, από την ίδρυση μικρών κρατιδίων, μονίμως προθύμων και εξαρτημένων των ιμπεριαλιστών και υπό στυγνά αυταρχικά καθεστώτα.

5. Υπάρχει σήμερα ζήτημα ανεξαρτησίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο; Ναι, κατηγορηματικά. Υπάρχει ζήτημα ανεξαρτησίας από την ΕΕ. Η ΕΕ ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, ακυρώνει λαϊκές ετυμηγορίες, στραγγαλίζει μέχρι θανάτου λαούς και έθνη, επιβάλει ασφυκτικές πολιτικές. Να συζητάμε για την αυτονομία της Καταλωνίας σήμερα (με όλη την αίγλη του παρελθόντος, του ισπανικού εμφυλίου, της δημοκρατικής της παράδοσης), ή της Φλάνδρας, της Σκοτίας και της Β. Ιταλίας αύριο (χωρίς κάποια αντίστοιχη αίγλη), και ταυτόχρονα να αγνοούμε μεγαλοπρεπώς την κατάλυση κάθε ίχνους ανεξαρτησίας στα πλαίσια της ΕΕ, είναι τουλάχιστον προβληματικό. Η επανεμφάνιση «λυμένων» εθνικών ζητημάτων δεν είναι άσχετο φαινόμενο με την άνοδο των κάθε λογής συντηρητικών και εθνικιστικών δυνάμεων, σε μια Ευρώπη που βρίσκεται σε παρακμή λόγω κρίσης προσανατολισμού. Η εικόνα θυμίζει σε πολλά την παρηκμασμένη Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα και αυτό δε μπορεί να διαφεύγει από την προσοχή της Αριστεράς. Προκαλεί εντύπωση και η στάση ενός τμήματος της Αριστεράς (αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής, δικαιωματικής ή όπως αλλιώς) η οποία δεν αντέχει το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα, απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την ΕΕ, αλλά συντάσσεται με εκπληκτική ευκολία με διάφορα εθνικά κινήματα που έχουν ελάχιστη ταξική αναφορά.

6. Χρειάζεται να σηκωθούμε λίγους πόντους ψηλότερα από το επίπεδο των ελάχιστων προσδοκιών, της ήττας, του γενικευμένου αποπροσανατολισμού. Το να πιάνεται ο πνιγμένος από τα μαλλιά του, στην περίπτωση της συλλογικής σκέψης και δράσης της Αριστεράς, δεν είναι μέθοδος ανάταξης του συσχετισμού. Όπως ο πνιγμένος δεν θα σωθεί πιάνοντας τα μαλλιά του, έτσι και η Αριστερά δεν θα αναταχθεί αρπάζοντας κάθε υποψία ευκαιρίας, ακολουθώντας το συρμό και την ευκολία. Ειδικά σήμερα, μετά τις μεγάλες ήττες και διαψεύσεις, χρειάζεται μεγαλύτερη απαιτητικότητα και αυστηρότητα. Χρειάζεται αυτοκριτική για το τι κατάλαβε η Αριστερά από την «Αραβική Άνοιξη» και τις διαδικασίες στη Μ. Ανατολή. Χρειάζεται αυτοκριτική για το έλλειμμα πολιτικής προετοιμασίας και συσσώρευσης δυνάμεων κόντρα στην κυβέρνηση Τσίπρα κατά το ελληνικό δημοψήφισμα. Η διαρκής υποτίμηση του υποκειμενικού προβλήματος και ειδικά του ελλείμματος ύπαρξης και δράσης της κομμουνιστικής Αριστεράς με αντιιμπεριαλιστική στάση και ανάλυση, με κριτήρια, με τοποθέτηση συγκεκριμένη στα εθνικά ζητήματα που αναδεικνύονται, μόνο νέες απογοητεύσεις θα φέρει. Συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, ιεραρχήσεις, καθορισμός των άμεσων, κρίσιμων και αναγκαίων βημάτων. Μόνο έτσι θα υπάρξει η ελπίδα να αναμετρηθούμε κάποια στιγμή με το μεγάλο έλλειμμα της ταξικής πάλης και του κινήματος της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.

7. Να αναζητήσουμε αυτά που μας ενώνουν σήμερα σε εθνικό ταξικό και διεθνικό επίπεδο, αυτό είναι το κρίσιμο καθήκον της Αριστεράς και συγχρόνως το αποφασιστικό βήμα για να ξαναμπεί στα μυαλά και τις καρδιές των εργαζομένων μαζών. Για να αποκτήσει την χαμένη αξιοπιστία της και να σταματήσει να υιοθετεί εύκολα πολιτικά σχήματα και αιτήματα με κοντινές ημερομηνίες λήξης. Να αναζητήσουμε τη γενική γραμμή απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας, τη διεθνιστική γραμμή αλλαγής του συσχετισμού δύναμης. Αυτό είναι το σημείο ενότητας. Σε τελική ανάλυση, από κοινού να στοχοποιήσουμε τους κοινούς εχθρούς μας. Η αντιπαράθεση του «εμείς ή αυτοί», σήμερα δεν μπορεί να μην αναδεικνύει στο κέντρο του την ΕΕ, την ευρωζώνη και τις κυβερνήσεις που υπηρετούν τα σχέδια των πολυεθνικών, των πλουσίων, των ιμπεριαλιστών. Και στην Ισπανία (είτε στην Καταλωνία είτε στην Ανδαλουσία…) υπάρχει σημείο ενότητας, οι εχθροί είναι κοινοί και ορατοί. ΕΕ και Ραχόι με ό,τι εκπροσωπούν και με τις πολιτικές που επιβάλλουν.

Καταλονία: ένα προβλημα με πολλές αναγνώσεις…

Σε οριακο σημείο έχουν φτάσει τα πράγματα στην Καταλονία, καθώς μετά την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, το όργιο της καταστολης από τη πλευρά της κεντρικης κυβέρνησης και την αξιοσημείωτη αντίσταση χιλιάδων ανθρώπων την περασμένη Κυριακή, η κατάσταση φαίνεται να οξύνεται δραματικά. Ο Ραχόι δυναμιτίζει κι άλλο την κατάσταση, απειλωντας ότι σε περίπτωση μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας θα διορίσει άλλη τοπική κυβέρνηση -όπως προβλέπει το άρθρο 155 του ισπανικού συντάγματος, ειδικό στρατιωτικό σώμα έτοιμο να επέμβει έχει ήδη μεταφερθεί στα σύνορα Αραγωνίας και Καταλονίας, ο βασιλιάς παρεμβαίνει ωμά με διάγγελμα στηρίζοντας τον Ραχόι, ενώ η κεντρική κυβέρνηση δίνει εσπευσμένα με νομοθετικό διάταγμα τη δυνατότητα στις μεγάλες τράπεζες και επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Καταλονία να μετακομίσουν με διαδικασίες εξπρές αλλού, προκειμένου να πιεστούν κομμάτια της καταλανικης αστικής τάξης – ήδη δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες ετοιμάζονται να φύγουν.

Από την άλλη πλευρά, η τοπική κυβέρνηση του Πουιτζντεμόντ έχει ήδη εξαγγείλει την πρόθεση για μονομερή ανακήρυξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φοβούμενη ότι θα ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου και για το Βέλγιο, τον ιταλικό βορά και τη Σκωτια, στηρίζει τον Ραχόι και καλεί τις δύο πλευρές σε διάλογο.Σε ό,τι αφορά στην ουσία των πραγμάτων, κατά πρώτο είναι σαφές ότι πρέπει να καταγγελθεί η βία και καταστολή του ισπανικού κράτους ενάντια στο αυτονομιστικό κίνημα, που από ότι φάνηκε στηριζεται από ένα μεγαλο κομμάτι της καταλανικής κοινωνίας, τουλάχιστον 2 εκατομμύρια από τα 5 των εκλογέων ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθηκες, με χιλιάδες εισαγόμενους αστυνομικους της quardiacivil που έχουν να εμφανιστούν στην Καταλονία από τον καιρό του Φράνκο, με τραυματισμούς, συλλήψεις και εκκενώσεις σχολείων. Είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα κάθε λαού να ορίζεται όπως νομίζει, να διεξάγει δημοψηφίσματα και να καθορίζει ελεύθερα το μέλλον του. Αποτελεί στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα και η Αριστερά σε όλο τον κόσμο οφείλει να το υπερασπίσει δείχνοντας έμπρακτα την διεθνιστική της αλληλεγγύη.

Πέρα από αυτό όμως υπάρχει και μία δεύτερη ουσιαστική πλευρά που αν τη χάσει η Αριστερά και σταθεί μόνο στο σημείο της καταστολής, τότε έχει χάσει το δάσος. Η πλευρά αυτή αφορά λοιπόν το ποιος δίνει το πολιτικό στίγμα στο κάθε στρατόπεδο στην καταλανική κρίση. Στο πρώτο στρατόπεδο τα πράγματα είναι πιο φανερά, τον τόνο δίνει η δεξιά του Ραχόι, του βασιλιά και των φρανκικών κατάλοιπων, συνεπικουρούμενη από τους σοσιαλιστές -παρά τις φραστικές διαφοροποιήσεις- και εννοείται το ισπανικό κεφάλαιο. Στη δεύτερη πλευρά τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Το αυτονομιστικό μπλόκ είναι αρκετά ετερογενές. Περιλαμβάνει μεγάλο κομματι της καταλανικής αστικής τάξης που νιώθει να συμπιέζεται από τις πολιτικές του ισπανικού κράτους και πολιτικά εκφράζεται από το  κυβερνητικό σχημα στην τοπική βουλή που αδυνατεί να δει το μέλλον της Καταλονίας έξω από την ΕΕ και τους κυρίαρχους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμους και που εδώ και χρόνια βέβαια εφαρμόζει τις ιδιες αντιλαικές πολιτικές με την Μαδρίτη.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Καταλονία αποτελεί αυτή την στιγμή το βαρύ πυροβολικό της βιομηχανίας αλλά και του τουρισμού της Ισπανίας – έχει μόνη της το 25% των εξαγωγών της χώρας. Από την άλλη το καταλανικό κρατος είναι υποχρεωμένο να αποδίδει στην Μαδρίτη το 50% των φόρων με στόχο να διοχετεύεται τμήμα αυτών των εσόδων στις φτωχότερες περιοχές όπως η Ανδαλουσία ή η Εξτρεμαδούρα. Η απαλλαγή από το παραπάνω καθεστώς αποτελεί βασικό επιχείρημα του κυρίαρχου δεξιού αυτονομιστικού κομματος που ελέγχει την τοπική κυβέρνηση.

Το στρατόπεδο των αυτονομιστών επίσης περιλαμβάνει μετριοπαθή τμήματα της πατριωτικής φιλοευρωπαϊκής αριστεράς -ERC- αλλά και πιο ριζοσπαστικα τμήματα της καταλανικής αριστεράς -CUP- με σημαντική επιρροή στην νεολαία. Βέβαια, σημαντικά κομματια της αριστεράς όπως οι Podemos και η Ενωμένη Αριστερά δεν συμμερίζονται το αίτημα της απόσχισης. Το στρατόπεδο αυτό περιλαμβανει τέλος πληθος καταλανών που μέσα στον οδοστρωτήρα της κρίσης -και καθώς το Podemos δεν φαίνεται να πείθει ως εναλλακτική λύση, βρίσκει διέξοδο στον διαχωρισμό από την Ισπανία. Όχι στη λογική της ανεξαρτησίας όμως από την ΕΕ και τις πολιτικές του κεφάλαιου, αλλά στη λογική «να σταματήσουμε να χρηματοδοτούμε τους άλλους». Από την ως τώρα τουλάχιστον τροπή των πραγμάτων πολιτικά τον τόνο στην αυτονομιστική πλευρά τον δίνει κυρίως το συστημικό κομμάτι του καταλανικού πολιτικού προσωπικού, παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό τμημα της νεολαίας εχει κινητοποιηθεί τελευταία με πιο ριζοσπαστικές πλευρές του κινήματος.

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι αν μπορεί η Αριστερά εκεί και διεθνώς -στην αντισυστημική τουλάχιστον εκδοχή της- να στοιχηθεί αυτή τη στιγμή άκριτα με την επικρατούσα άποψη του αυτονομιστικού μπλοκ, που είναι απόσχιση, αλλά μέσα στην ΕΕ και χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του κεφαλαίου και στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική. Μέχρι στιγμής οι αυτονομιστικές δυνάμεις που βάζουν τα ζητήματα από μια ταξική πλευρά φαίνεται πως δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο στα πράγματα, εκτός και αν οι εξελίξεις είναι τέτοιες που βοηθήσουν να τροποποιηθούν οι συσχετισμοί μέσα στο ίδιο το αυτονομιστικό κίνημα, γεγονός που θα αποτελούσε μια πραγματική διέξοδο για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της Καταλονίας.

5 σημεία για τα αποτελέσματα των Γερμανικών εκλογών

1. Όντως ήταν η πιο ανιαρή αλλά ταυτόχρονα η πιο συντηρητική πολιτική μάχη, μια πολιτική συζήτηση μετατοπισμένη ξεκάθαρα προς τα δεξιά τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η κρίση στην Ευρώπη και το ζήτημα του νότου, το μεταναστευτικό, η διευρυνόμενη κοινωνική ανισότητα, τα τεράστια σκάνδαλα της γερμανικής οικονομίας κλόνισαν σημαντικά την χώρα, αναζήτησαν νέες απαντήσεις, απογοήτευσαν, ξύπνησαν ιστορικές μνήμες και αντανακλαστικά. Αν και η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την επιτυχία της ακροδεξιάς, ξεχνάει να πει ότι ρατσιστικού τύπου ρητορική και πολιτικές στηρίχθηκαν από την πλειοψηφία των κομμάτων, τόσο στο κοινοβούλιο όσο και προεκλογικά. Επενδύθηκαν δε με μια μεγάλη δόση τρομοϋστερίας, εξίσωσης ακροδεξιάς και αριστεράς, καταστολής, εθνικιστικών φανφάρων. Ταυτόχρονα το κοινωνικό ζήτημα μένει στο περιθώριο, τεράστια κομμάτια της γερμανικής κοινωνίας πετιούνται εκτός πολιτικής, η οικονομία ανά περιοχές στενάζει δημιουργώντας πολίτες διαφορετικών κατηγοριών, η νεολαία βιώνει την επισφάλεια και την ανασφάλεια, τα αδιέξοδα και ταυτόχρονα οι αντιθέσεις βαθαίνουν: ναι, στην πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης άνθρωποι πετιούνται εκτός. Ακόμα και εδώ, η ανάπτυξη δεν είναι για όλους. Αυτών δεδομένων, το αποτέλεσμα δεν εκπλήσσει: το πολιτικό σύστημα περνάει κρίση, εξυπηρετεί ανοιχτά τα συμφέροντα των τραπεζών και της αυτοκινητοβιομηχανίας, στήνει ξεκάθαρα απέναντι του τους ίδιους του τους πολίτες.

2. Οι εκλογές έχουν ξεκάθαρα ηττημένους και αυτός είναι ο πρώην κυβερνητικός συνασπισμός. Η Μέρκελ ουσιαστικά έπαιζε και παίζει χωρίς αντίπαλο. Η προ δεκαετίας νεοφιλελεύθερη στροφή της σοσιαλδημοκρατίας, την φέρνει αντιμέτωπη με τις ίδιες της τις πολιτικές επιλογές, αποξενωμένη από την κοινωνική της βάση και την ιστορική της προέλευση. Για άλλη μια φόρα δεν έπεισε: μετά από 4 χρόνια κοινής εφαρμογής του σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης νεοφιλελεύθερου σχεδίου, τι άλλο είχε να πει; Και αν παίξουμε στο παιχνίδι του νεοφιλελευθερισμού, ποιος μπορεί καλύτερα από τη Μέρκελ; Σύμμαχοι δε θα υπάρξουν πολλοί: οι Φιλελεύθεροι, οι Πράσινοι, το AFD… Όλοι μαζί στο καράβι του Γερμανικού κεφαλαίου, προστάτες των συμφερόντων του. Τότε γιατί χάνει και η Ένωση; Κατά τη γνώμη μου για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί όντως υπάρχει μεγάλη απογοήτευση στο λαό. Δεύτερων γιατί η ανέχεια και η απογοήτευση φέρνουν ταυτόχρονα απεγκλωβίσεις αλλά και πόλωση.

3. Η πόλωση ωφελεί την ακροδεξιά. Εδώ πρέπει να αφήσουμε την ευκολία και να δούμε το ζήτημα στο βάθος του. Ναι, στη γερμανική κοινωνία υπάρχουν ακόμα και δεξιοί και ακροδεξιοί και ναζί και νεοναζί και όλα τα απολιθώματα του 3ου Ράιχ. Τα μεγαλύτερα ποσοστά του κόμματος, όμως, προέρχονται από την πρώην Ανατολική Γερμανία, όπου ανά περιοχές το κόμμα έρχεται δεύτερο, περιοχές που μαστίζονται από την αποβιομηχάνιση, την ανεργία, την χαμηλή ανάπτυξη. Αν κανείς θέλει να πάει ακόμα βαθύτερα, θα πρέπει να αναλύσει τόσο την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο, και πιο κρίσιμα, την περίοδο της επανένωσης και της στοχευμένης οικονομικής καταστροφής και υπανάπτυξης: σήμερα η ανατολή είναι η ανατολική Ευρώπη της Γερμανίας. Η απογοήτευση λοιπόν, τα διαλυμένα όνειρα και οι φρούδες υποσχέσεις της επανένωσης, η ποινικοποίηση της αριστεράς και του κομμουνισμού, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα είναι λογικό να σπρώχνουν μια μεγάλη μερίδα αυτού του κόσμου στα άκρα. Αν η ακροδεξιά ιδέα ανά περιοχές στη Γερμανία αναγεννήθηκε στο δρόμο, μέσα από τις ξενοφοβικές διαδηλώσεις των κινημάτων PEGIDA, το AFD κατάφερε να τους δώσει πολιτικό χώρο και έκφραση, υποσχόμενο τη «Μεγάλη Γερμανία» των ονείρων τους. Εδώ όμως ενέχεται μια μεγάλη αντίφαση. Το AFD δεν είναι λαϊκό κόμμα, δεν στήριξε ποτέ τα δικαιώματα του εργαζόμενου και του λαϊκού κόσμου. Αντίθετα, είναι ένα βαθιά νεοφιλελεύθερο κόμμα και αυτό είναι ίσως το πιο επικίνδυνο: ενώ οι περισσότεροι μένουν στο ρατσιστικό του χαρακτήρα, ξεχνούν το ακραία αντιλαϊκό, υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και της αστικής τάξης πρόγραμμά του. Στην πραγματικότητα, εκεί ακριβώς βρίσκεται ένας σημαντικός πυρήνας του κόμματος: σε ένα κομμάτι της αστικής τάξης, ίσως το πιο συντηρητικό και περιθωριοποιημένο της Γερμανίας, που ψάχνει να αναδειχθεί, δημιουργώντας συμμαχίες με τους απογοητευμένους των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων, προωθώντας μια συγκεκριμένη ρητορική που μπορεί να στρατεύσει και να συγκινήσει αυτά ακριβώς τα πλήθη. Δεν είναι άλλη από την στρατηγική της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη, κομμάτι άλλωστε της επιτυχίας και της ανόδου της.

4. Η Αριστερά δεν φαίνεται να μπορεί. Πρώτων, δεν φαίνεται να μπορεί να προσδιοριστεί στη νέα συγκυρία. Βάλλεται εσωτερικά και εξωτερικά χωρίς να μπορεί να χαράξει τον δρόμο της. Παλαντζάρει ανάμεσα στον ευρωπαϊσμό και τον κυβερνητισμό από την μία και στον δικαιωματισμό και τον αριστερισμό από την άλλη. Χωρίς ξεκάθαρη τοποθέτηση, ήταν έτοιμη να συμμαχήσει με τον νεοφιλελευθερισμό και να συγκυβερνήσει αν της το ζητούσε η σοσιαλδημοκρατία. Ταυτόχρονα, είχε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις του πολιτικού συστήματος και του τύπου, τις κατηγορίες περί τρομοκρατίας, την ιστορική της ποινικοποίηση και ήττα. Βασικότερα όμως, η γερμανική αριστερά αδυνατεί να απαντήσει στα προβλήματα που ταλανίζουν σε τελική ανάλυση το σύνολο της παγκόσμιας αριστεράς: την αποϊδεολογικοποίηση, την απομάκρυνσή της από το λαό και τους αγώνες, τη συντηρητικοποίησή της, τη μετατροπή σε μια δύναμη μη επικίνδυνη για το σύστημα, φοβική, μη χρήσιμη για τις μάζες. Μια αριστερά που φοβάται να βγει εκτός κάδρου, που δεν σπάει αβγά, που ασκεί κριτική χωρίς περιεχόμενο, που όταν βρεθεί στην εξουσία δεν κάνει τομές και δεν ακολουθεί άλλους δρόμους.

5. Οι εκλογές στην πραγματικότητα δεν φέρνουν καμία μεγάλη ανατροπή σε κανένα επίπεδο, εκτός ίσως από μια δεξιά μετατόπιση σε ζητήματα μετανάστευσης και ασφάλειας. Οι βασικοί άξονες της πολιτικής θα παραμείνουν οι ίδιοι. Αυτό όμως που διαφαίνεται είναι μια μεγάλη πολιτική κρίση, ή καλύτερα ότι η πολιτική κρίση της Ευρώπης άγγιξε τελικά και τον μεγάλο γίγαντα. Και εδώ διαφαίνεται μια ήττα αλλά και μια ευκαιρία. Ευκαιρία, γιατί μεγάλα κομμάτια απεγκλωβίζονται. Ήττα, γιατί η αριστερά δεν είναι έτοιμη να τα εκφράσει, να τα κινητοποιήσει, να τα οργανώσει. Βοά η ανάγκη για μια άλλη πολιτική, για την αναζήτηση του νέου. Αλλά πρέπει να σπάσουν αβγά, αρχικά με το ίδιο το σύστημα, όσο δύσκολο και αν φαντάζει αυτό σε μια χώρα του κέντρου. Το σύστημα έχει εφεδρείες και συμμάχους στο τσεπάκι, είναι ερώτημα όμως το αν το αντισυστημικό στρατόπεδο θα μπορέσει ποτέ να βρει τα πατήματά του, να οικοδομήσει τις συμμαχίες του και να βγει στο προσκήνιο.

* Η Νασια Πλιακογιάννη ζει και εργάζεται στην Γερμανία.

Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο: Οι Γερμανοί ψηφοφόροι αλλάζουν την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης!

Οποία έκπληξις! Το κοινό προεκλογικό πρόγραμμα Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας (CDU/CSU) προτείνει επίσημα τη συγκρότηση Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Ο γερμανικός Τύπος αντέδρασε περίπου ως ιθαγενής που τα χάνει με τις χρωματιστές χάντρες. Λες και δεν έχει προηγηθεί ο «επίμονος κηπουρός» Β. Σόιμπλε, εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, να καλλιεργεί συστηματικά την ιδέα της απεξάρτησης της Ευρωζώνης από την αναγκαστική- και πλέον πολύ ενοχλητική- συμβίωση με το ΔΝΤ.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ήταν ειλικρινής όταν «αποκάλυπτε» ότι ο ίδιος ήταν κατά της συμμετοχής του ΔΝΤ στα προγράμματα «διάσωσης» της Ευρωζώνης, με πρώτο το ελληνικό 1ο Μνημόνιο, και ότι ήταν η καγκελάριος Μέρκελ που επέμεινε στην πάση θυσία συμμετοχή του Ταμείου. Αλλά, είναι εξίσου αλήθεια ότι τον Μάιο του 2010, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου υπέγραψε το Μνημόνιο, η Ευρωζώνη ήταν θεσμικά ολόγυμνη για να αντιμετωπίσει εντός του δικού της θεσμικού πλαισίου ένα πρόγραμμα κρατικής διάσωσης. Και να ήθελε να φτιάξει δικό της μηχανισμό δεν προλάβαινε. Γι’ αυτό και το πρώτο Μνημόνιο και η αντίστοιχη δανειακή σύμβαση υπογράφτηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και τα άλλα 15 (τότε) κράτη μέλη της Ευρωζώνης και, φυσικά, το ΔΝΤ ως μοναδικό τεχνογνώστη των «διασώσεων». O EFSF, ο προσωρινός Ευρωπαϊκής Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας φτιάχτηκε ένα μήνα αργότερα, ακριβώς με βάση το ελληνικό πείραμα, και χρησιμοποιήθηκε στο δεύτερο ελληνικό Μνημόνιο καθώς και στα Μνημόνια Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου. Σ’ όλες τις περιπτώσεις με την οργανική συνεργασία του ΔΝΤ που, εκτός του δανεισμού, είχε το μονοπώλιο στην τεχνογνωσία των «μεταρρυθμίσεων» και τον πρώτο λόγο στην τελετουργία των αξιολογήσεων.Μια προετοιμασία από το 2012

Είναι απολύτως ψευδές ότι η Άνγκελα Μέρκελ μόλις τώρα επείσθη να κάνει την «στροφή 180 μοιρών» στο θέμα του διαζυγίου με το ΔΝΤ και της δημιουργίας Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Και εξίσου παραπλανητικό είναι ότι, όταν ο Σόιμπλε «πέταξε» την ιδέα για το «ΕΝΤ» το έκανε χωρίς την έγκριση της Μέρκελ. Τα σύννεφα στις σχέσεις της γερμανικής ηγεσίας με το ΔΝΤ εμφανίστηκαν πολύ νωρίς, ήδη από το καλοκαίρι του 2011, όταν η Κριστίν Λαγκάρντ, με το που ανέλαβε την ηγεσία του Ταμείου άρχισε να πιέζει την Ευρωζώνη για κούρεμα του ελληνικού χρέους. Το κούρεμα είναι συστατικό στοιχείο της τεχνογνωσίας του ΔΝΤ και του «πρωτοκόλλου» αποκατάστασης της βιωσιμότητας ενός δημοσίου χρέους. Το έχει κάνει δεκάδες φορές, αλλά ήταν η πρώτη φορά που θα γινόταν στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης και απ’ αυτή την άποψη αδιανόητο για τη γερμανική ηγεσία. Το κούρεμα επιβλήθηκε τελικά στην εκδοχή του PSI – αλλά όχι του OSI, δηλαδή του κουρέματος του επίσημου τομέα- με τα γνωστά αποτελέσματα. Σχεδόν ταυτόχρονα, τέλη του 2012, η γερμανική ηγεσία, επέβαλε τους κανόνες της στη λειτουργία του μόνιμου πλέον Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, του ESM, στο πλαίσιο του οποίου προβλέπεται μεν η συνεργασία με το ΔΝΤ , αλλά ως δυνατότητα, όχι υποχρεωτικά. Στην πραγματικότητα η Συνθήκη του ESM (Οκτώβριος 2012) αποτελεί ήδη το πρόπλασμα του γερμανικής έμπνευσης «Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου» και περιλαμβάνει ένα είδος «ρήτρας» διαζυγίου από το ΔΝΤ. Είναι η γέφυρα για το τελικό σχέδιο της γερμανικής ηγεσίας, που σήμερα επισημοποιείται μέσω του προεκλογικού προγράμματος CDU/CSU.

Η Μέρκελ όχι απλώς υιοθετεί τη βαθύτερη σκέψη του Β. Σόιμπλε, αλλά την προχωρεί ένα βήμα πιο πέρα, αφού ο ESM, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση του «Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου» θα μπορεί να παίξει «μεγαλύτερο ρόλο, ενδεχομένως και τον μοναδικό» στη διαχείριση των προβλημάτων των χωρών της Ευρωζώνης με βάση «σαφή και αυστηρά κριτήρια». Με τον αέρα του βέβαιου νικητή των επικείμενων γερμανικών εκλογών, η Μέρκελ προκαταλαμβάνει τη συζήτηση για τη μετεξέλιξη της Ευρωζώνης που έχει προγραμματιστεί μέχρι το τέλος του έτους. Και επιπλέον, εξοπλίζει τη γερμανική πρόταση με την έγκριση των γερμανών ψηφοφόρων.

Συμβιβασμοί με τον Μακρόν

Προφανώς, μέχρι τον Σεπτέμβριο, ίσως και στο προγραμματισμένο για την επόμενη εβδομάδα κοινό υπουργικό συμβούλιο Γερμανίας – Γαλλίας, θα επιχειρήσει να εξασφαλίσει κάποιες ελάχιστες συναινέσεις με τον Εμ. Μακρόν, που έχει προτείνει ένα σχέδιο αρκετά διαφορετικό, με κοινό προϋπολογισμό και υπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης. Η πραγματική συζήτηση όμως αναμένεται μετά τις εκλογές. Είναι πιθανό, ανάλογα και με το εύρος της νίκης της, η Μέρκελ να θελήσει να επιβάλει ταχύτατα τη νέα γερμανική ατζέντα για την Ευρωζώνη και να επιδιώξει μια πολιτική απόφαση για τη νέα αρχιτεκτονική της σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέχρι το τέλος του έτους. Η ιδέα ενός «ανεξάρτητου» Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου που θα συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες επιτήρησης της Ευρωζώνης, όχι μόνο για χώρες που βρίσκονται σε προγράμματα προσαρμογής, αλλά και θα αντισταθμίζει την «υπερβολική» εξουσία της ΕΚΤ, θα προκαλέσει εντάσεις με άλλους πόλους εξουσίας της Ε.Ε., πρωτίστως με την Κομισιόν, που στο γερμανικό σχέδιο ουσιαστικά περιθωριοποιείται. Με τη γαλλική ηγεσία θα επιδιώξει να διαμορφώσει έναν συμβιβασμό, με υιοθέτηση μέρους των προτάσεών της, προκειμένου να εμφανιστεί σε πλήρη ανασύσταση ο γαλλογερμανικός άξονας. Και στις άλλες χώρες που ενδεχομένως θα έχουν τις αντιρρήσεις τους στην εδραίωση του «γερμανικού κανόνα» στη διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, το Βερολίνο θα «πουλήσει» το όραμα της ευρωπαϊκής αυτονομίας από μια φθίνουσα – και απρόβλεπτη ελέω Τραμπ- ευρωατλαντική σχέση.

Πηγή: dikaiologitika.gr

Συμπεράσματα και σκέψεις από τις Γαλλικές εκλογές

Ανακοίνωση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ.

1. Η πολιτική κρίση στη Γαλλία και σε όλη την Ε.Ε.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών επιβεβαίωσε τις τάσεις που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια. Τα διαδοχικά ανορθόδοξα εκλογικά αποτελέσματα σε όλη την Ευρώπη, δείχνουν ότι δεν έχει αποκατασταθεί κανενός είδους ομαλότητα στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, η πολιτική της άγριας λιτότητας  απλώνεται και βαθαίνει σε ολη την Ευρωζώνη, παρότι είναι εμφανές ότι τροφοδοτεί την ίδια αδιέξοδη μήτρα της οικονομικής κρίσης. Η ιστορική σοσιαλδημοκρατία ακολούθησε με καθυστέρηση τη μοίρα του κεϊνσιανού μοντέλου και του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και κατέρρευσε και αυτή. Η οικονομική κρίση συρρίκνωσε και φτωχοποίησε τα μεσαία στρώματα με αποτέλεσμα η υλική βάση που γεννούσε προσδοκίες επιστροφής στις καλές ημέρες του καπιταλισμού να έχει εκλείψει. Η σοσιαλδημοκρατία που φλέρταρε με τις γλυκιές και ταυτόχρονα απατηλές μνήμες του κράτους πρόνοιας, ενώ κάθε φορά που βρισκόταν στην εξουσία το κατεδάφιζε, οδεύει προς εξαφάνιση. Η κατολίσθηση του σοσιαλιστή υποψήφιου Αμόν υπογραμμίζει την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά ταυτόχρονα ο αποκλεισμός του Φιγιόν δείχνει την κρίση του παλιού δικομματικού μοντέλου, τη φθορά και αναξιοπιστία της ιστορικής δεξιάς. Ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που άλλοτε εκφράζονταν με σχετική ασφάλεια είτε από τη Δεξιά είναι από την Κεντροαριστερά, σήμερα μένουν ορφανά δημιουργώντας τεράστια πολιτικά κενά, αστάθεια, μεγάλους κινδύνους αλλά και υπαρκτές ευκαιρίες. Το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα δεν είναι σταθερό και αυτό είναι το πρώτο μεγάλο συμπέρασμα από την αναμέτρηση ενός τραπεζίτη και μιας ακροδεξιάς στο δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών.

2. Η ανακύκλωση και οι εφεδρείες του συστήματος
Η αστάθεια και η πολιτική κρίση που παράγεται από το σύγχρονο κρισιακό καπιταλισμό είναι απολύτως κατανοητή και για αυτό εμφανίζονται με πολλαπλάσια από το παρελθόν συχνότητα κατασκευασμένα πρόσωπα, τεχνητά κόμματα, επιδέξια φιλοτεχνημένοι ηγέτες έξω από το κλασικό πολιτικό κύκλωμα. Τα ΜΜΕ, οι οικονομικές ελίτ και τα κέντρα εξουσίας (τραπεζίτες, πολυεθνικοί όμιλοι, μεγάλο κεφάλαιο) εμπλέκονται όλο και περισσότερο σε πολιτικές διεργασίες, με μικότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, επιδιώκοντας να καλύψουν αυτό το κενό, να γεννήσουν χρήσιμες εφεδρείες για την αστική πολιτική, να αντικαταστήσουν τις φθαρμένες και αναξιόπιστες πολιτικές εκφράσεις με καινούριες. Ο πολιτικός παρανομαστής είναι κοινός και απαράλλαχτος, αλλά τα πρόσωπα, τα κόμματα, οι σχηματισμοί, η εικόνα και ο λόγος φρεσκάρονται και το κεφάλαιο επιδιώκει να κρατά την κυβερνητική εξουσία υπό τον άμεσο και απόλυτο ελεγχό του, πολύ συχνά με την ανάδειξη άμεσων αντιπροσώπων του. Ο Παπαδήμος και ο Στουρνάρας στην Ελλάδα ή ο Μακρόν στη Γαλλία είναι τέτοιες περιπτώσεις, άσχετα αν στην ελληνική περίπτωση ο επαρχιωτισμός είναι τόσος και τέτοιος που δεν επιτρέπει μεγάλες φιλοδοξίες.
Η ανάδειξη της ακροδεξιάς αποτελεί το άλλο μισό των συστημικών εφεδρειών. Στην ουσία η ακροδεξιά δεν ξεφεύγει από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που ορίζει η Ευρωζώνη, παρότι φλερτάρει με φραστικές διαμαρτυρίες. Το βασικό στοιχείο στην ανάδυση ακροδεξιών μορφωμάτων πανευρωπαϊκά, είναι η παρουσία τους ως παράγοντας φόβου και κινδύνου που επιβάλει συντηρητικότερες πολιτικές και ταυτόχρονα στρώνει τον δρόμο στην μοιρολατρική και περίπου αναγκαία αποδοχή του μικρότερου κακού. Το αντιλεπενικό μέτωπο στο οποίο πρωτοστατούν οι κυβερνήσεις, οι αγορές και το ευρωπαϊκό κατεστημένο των Βρυξελλών έχει προφανείς σκοπιμότητες.
Σε τελική ανάλυση, οι δύο υποψήφιοι του δεύτερου γύρου αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Η Λεπέν ενισχύεται επειδή ο λαός αποστρέφεται τη χρηματοπιστωτική ελίτ και το ευρωπαϊκό ιερατείο που εκπροσωπεί ο Μακρόν, ενώ ο Μακρόν αναδεικνύεται σε αδιαφιλονίκητο νικητή γιατί η Λεπέν είναι ακροδεξιά. Ο ένας αποτελεί τον χορηγό του άλλου.

3. Η λαϊκή κυριαρχία, η ανεξαρτησία και το λαϊκό ένστικτο
Τα τελευταία χρόνια είναι εμφανής η συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας και της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας σαν απαραίτητος όρος εφαρμογής των υπερεθνικών πολιτικών λιτότητας και φτωχοποίησης. Αυτό που ιστορικά υπήρξε ως θεμέλιος λίθος της αστικής δημοκρατίας σήμερα εξαφανίζεται κάτω από τις απαιτήσεις των αγορών και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εξουσία περνά (στην ουσία απονέμεται) σε λίγους εκλεκτούς (περίπτωση Μακρόν με τη σκανδαλώδη στήριξη από όλα τα δυναμικά κέντρα) και συχνά σε μη αιρετούς (περίπτωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ιερατείου των Βρυξελλών). Η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία συρρικνώνεται προς χάρη του κεφαλαίου και της διεθνοποίησής του. Εκλογικά αποτελέσματα και δημοψηφίσματα ανατρέπονται χωρίς αιδώ. Οι γαλλικές εκλογές φανέρωσαν για μια ακόμη φορά τους τελευταίους μήνες (μετά και τα δημοψηφίσματα σε Μ. Βρετανία και Ιταλία) το ταξικό ένστικτο που κατανοεί το δίδυμο έλλειμμα κυριαρχίας και ανεξαρτησίας καθώς και τη σχέση αυτού του ελλείμματος με την αυξανόμενη κοινωνική πόλωση. Η λαϊκή κυριαρχία και η εθνική ανεξαρτησία αποκτούν ταξικό πρόσημο καθώς η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού απαιτεί την κατεδάφισή τους. Όσοι είναι με τη μεριά της κοινωνικής πλειοψηφίας υπερασπίζονται αυτές τις έννοιες, όσοι είναι με τη μεριά των ελίτ και του κεφαλαίου τις χλευάζουν, τις υποτιμούν, τις θεωρούν γραφικές και ξεπερασμένες.

4. Οι δύο κόσμοι: Οι χαμένοι και οι κυρίαρχοι της παγκοσμιοποίησης
Μια ετερόκλητη παράταξη διαμορφώνεται καθημερινά από τα στρώματα που απορρίπτονται από την οικονομία, την εργασία, την κοινωνία και την πολιτική. Οι νέοι χωρίς μέλλον και προσδοκίες, οι μικρομεσαίες κατηγορίες που συντρίβονται, τα στρώματα της ζωντανής και ταυτόχρονα συμπιεσμένης εργασίας αποτελούν ενα κόσμο που δεν εχει σχηματοποιήσει στρατόπεδο αλλα είναι ένα συντριπτικά πλειοψηφικό ρεύμα που στέκεται αντικειμενικά απέναντι στους κυρίαρχους και τους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης. Το χάσμα ανάμεσα στους χαμένους και τους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης διαμορφώνει ένα σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα που αναζητά πολιτικές απαντήσεις και γνήσιες εκφράσεις. Αυτή η αναζήτηση αναδεικνύει  το σημερινό πολιτικό πρόβλημα. Οποιαδήποτε απόπειρα να επανανοηματοδοτηθεί η αντίθεση Δεξιάς και Αριστεράς έξω από αυτό το σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα δεν μπορεί να έχει επιτυχία.

5. Λαϊκό πρόγραμμα – ικανή και αξιόπιστη ηγεσία. Το δίδυμο πολιτικό έλλειμμα.
Τόσο η περίπτωση των γαλλικών εκλογών όσο και η κατάληξη της πρόσφατης ελληνικής πολιτικής περιπέτειας αναδεικνύουν ένα διπλό κενό. Από τη μια αυτό ενός λαϊκού προγράμματος άμεσων εφαρμόσιμων αιτημάτων ανακούφισης και ικανοποίησης των χαμένων της παγκοσμιοποίησης και σύγκρουσης με τις συστημικές δυνάμεις και θεσμούς. Στόχος ενός τέτοιου προγράμματος θα ήταν η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, ενώνοντας όλες τις κοινωνικές δυνάμεις που χτυπιούνται.
Από την άλλη μιας ικανής, αξιόπιστης, ελκτικής και αντισυστημικής ηγεσίας που να επικοινωνεί με την δύναμη κρούσης, τη νεολαία «στρατεύοντας» την σε ένα πρόγραμμα διεξόδου. Η ικανότητα μιας τέτοιας ηγεσίας θα αποδεικνυόταν από τη διείσδυση στα μη παραδοσιακά ακραοατήρια της υπαρκτής αριστεράς. Η ελληνική Αριστερά ταλαιπωρήθηκε από τη φλυαρία για το μεταβατικό πρόγραμμα και τον μικροκομματικό ανταγωνισμό.

6. Η αποφασιστική ταξική αντιπαράθεση και ο διεθνής διχασμός για ευρώ και ΕΕ
Το όριο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Ευρώπη είναι η Ευρωζώνη. Δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα φιλολαϊκής πολιτικής στο πλαίσιό της, ενώ οι πολιτικές του κεφαλαίου υπηρετούνται, επιταχύνονται και εφαρμόζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εντός της. Για αυτό το λόγο το ευρώ αποτελεί το σημείο ενότητας της πολυεθνικής ελίτ, των αστικών τάξεων στην ΕΕ, αλλά και από την ανάποδη αποτελεί «ασυνείδητα» και το σημείο ενότητας των χαμένων της υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Το ευρώ εκ των πραγμάτων αναδείχθηκε σε κορυφή του παγόβουνου της κοινωνικής αντιπαράθεσης και αποτέλεσε τον καταλύτη για την ευρύτερη δυσαρέσκεια απέναντι στην ΕΕ. Όλες πλέον οι εκλογικές διαδικασίες θέτουν το ευρώ και την ΕΕ στο κέντρο της ημερήσιας διάταξης, καθώς η παραμονή και υποταγή, ή αντίθετα η σύγκρουση και ρήξη με το ευρωπαϊκό πλαίσιο θα είναι το γεγονός που θα αποφασίσει ποια πολιτική θα εφαρμοστεί και σε τελική ανάλυση ποια τάξη θα νικήσει. Η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ συμπυκνώνει το σύγχρονο μαζικό και πλειοψηφικό αίτημα για δουλειά, δημοκρατία, ανεξαρτησία.

7. Η αναγκαιότητα για ενότητα και μέτωπο
Το ετερόκλητο, ανομοιογενές αλλά τεράστιο ακροατήριο των χαμένων της παγκοσμιοποίησης δημιουργεί και την υλική βάση για μια μετωπική και ενωτική έκφραση αλλά και την απαίτηση για μια διαφορετική απεύθυνση. Ο Μελανσόν απευθύνθηκε στους εργαζόμενους, στους νέους, στα μικρομεσαία στρώματα προσθέτοντας τους όρους της λαϊκής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε να τεθεί ο διχασμός Αριστεράς – Δεξιάς σε πραγματική βάση και να νοηματοδοτηθεί με τα πραγματικά και άμεσα αιτήματα. Η εκτίναξη του Μελανσόν, ο διεμβολισμός εργατικών και λαϊκών ακροατηρίων στραμμένων εδώ και χρόνια στην ακροδεξιά, η επανοικοιοποίηση από την Αριστερά της εθνικής και κοινωνικής αξιοπρέπειας και της λαϊκής κυριαρχίας, το κέρδισμα της νεολαίας, αποδεικνύει ότι τα μέτωπα στήνονται στα άμεσα αιτήματα και όχι στις ιδεολογικές αναφορές. Οι υποψήφιοι της θεωρητικά λεγόμενης άκρας Αριστεράς στάθηκαν σε μια γραμμή αλά ΚΚΕ, χωρίς να αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του μετώπου και των άμεσων αιτημάτων που τροποποιούν το συσχετισμό δύναμης στη Γαλλία και πανευρωπαϊκά.

8. Τσίπρας, ο προβοκάτορας ενάντια στην Αριστερά στην Ευρώπη
Ο Τσίπρας ανήκει πλέον στο βαρύ οπλοστάσιο του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Γιατί δικαιώνει τον μονόδρομο, το «δεν υπάρχει εναλλακτική», το «όλοι τα ίδια κάνουν» και τελικά τις ίδιες πολιτικές εφαρμόζουν. Ο Τσίπρας είτε το θέλει είτε όχι αντικειμενικά αποπειράται να «τελειώσει» την αντιπαράθεση Δεξιάς – Αριστεράς.
Το ελληνικό ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ αποτελεί το πιο αιχμηρό στοιχείο φθοράς και ευτελισμού της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο. Από την άποψη αυτή ο έλληνας πρωθυπουργός αναδεικνύεται σε χρήσιμο και διαρκείας προβοκάτορα της Αριστεράς. Ο δημόσιος και διακηρυγμένος διαχωρισμός από αυτόν είναι αναγκαίος για να σε «ακούσουν» τα αντισυστημικά ακροατήρια των χαμένων και αυτό έπραξε ο Μελανσόν με το «εγώ δεν είμαι Τσίπρας». Επιπλέον η στήριξη ΣΥΡΙΖΑ σε Μακρόν, η πολεμική στον Μελανσόν και η υποστήριξη στον Αμόν κατατάσει οριστικά το κυβερνητικό κόμμα στην ξεφωνημένη και αναξιόπιστη σοσιαλδημοκρατία.

9. Η ήττα των προσδοκιών. Η Αριστερά ξανά στο προσκήνιο;
Ο χρόνος είναι πολιτικό μέγεθος. Οι ρυθμοί με τους οποίουν τρέχουν οι εξελίξεις, αναδεικνύονται ευκαιρίες και προκύπτουν τα κρίσιμα καθήκοντα, διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι σαν τη Γαλλία. Όπως και η Γαλλία του 2015 δεν ήταν σαν την τότε Ελλάδα.
Στην Ελλάδα σήμερα ο πολιτικός χρόνος γράφει τη φράση «ήττα των προσδοκιών». Στη Γαλλία γραφει «η Αριστερά στο προσκήνιο». Αναγκαστικά τα καθήκοντα και οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές στη μία και στην άλλη χώρα. Το να διδαχθούμε σήμερα απο την Γαλλία σημαίνει να δούμε πώς ανασυγκροτείται επίπονα και βασανιστικά καθώς και το τι οικοδομεί η υπαρκτή Αριστερά στην Ελλάδα.
Από αυτή την άποψη, απαιτούνται επώδυνες αλλαγές και δουλειά πολλή, για να βγει η Αριστερά στο προσκήνιο.

Ρώμη, 60 χρόνια μετά: Ομολογούν ότι η ΕΕ απέτυχε αλλά η επίθεση σε λαούς και εργαζόμενους συνεχίζεται.

Ανακοίνωση της Παρέμβασης.

Η επετειακή σύνοδος κορυφής, για τα 60 χρόνια από την πρώτη διακήρυξη της Ρώμης που εκκινούσε το ευρωενωσιακό εγχείρημα, δεν είχε ιδιαίτερες εκπλήξεις. Σε μια Ένωση που τρίζει συθέμελα και βρίσκεται σε μια διαρκή και κλιμακούμενη κρίση, υπαρξιακή και προσανατολισμού, με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία (Μ. Βρετανία) να έχει μόλις δηλώσει αποχώρηση και το πιο προχωρημένο πρότζεκτ, το ευρώ, να χαρακτηρίζεται προ μηνών ως μη βιώσιμο, η νέα διακήρυξη της Ρώμης δεν είχε τίποτα να πει. Για την ακρίβεια είπε «προχωράμε όπως πριν», με ότι σημαίνει αυτό για τα επόμενα επεισόδια κρίσης του εγχειρήματος αλλά και για τον όλο και διευρυνόμενο ευρωσκεπτικισμό στους λαούς της Ευρώπης.

Ήταν μια κλασική σύνοδος κορυφής με τη γνωστή «δημιουργικά ασαφή» γλώσσα για τα δικαιώματα των λαών και των εργαζομένων, αλλά με απόλυτη σαφήνεια για τη διασφάλιση των συμφερόντων των πολυεθνικών, των τραπεζών και των ισχυρών κρατών. Και ήταν και μια κλασική σύνοδος κορυφής όσον αφορά και τον Έλληνα πρωθυπουργό που έκανε στην αρχή τους συνήθεις λεονταρισμούς, για τη διατύπωση για τα εργασιακά δικαιώματα, για να ακολουθήσει η γνωστή κωλοτούμπα από τον κορυφαίο του είδους.«Οικοδομήσαμε μια μοναδική Ένωση με κοινά θεσμικά όργανα»
αναφέρει η διακήρυξη. Τα θεσμικά όργανα του διακοσμητικού ευρωκοινοβουλίου, του ESM(δηλαδή μιας ιδιωτικής εταιρείας) ή του γραφείου του Γερμανού Υπ. Οικονομικών -όπως είναι στην ουσία του το Eurogroup; Είναι κοινό μυστικό ότι η ΕΕ είναι η πλέον αντιδημοκρατική Ένωση κρατών. Με υπερεξουσίες στους λομπίστες των Βρυξελλών και στους έχοντες την οικονομική δύναμη, στις πολυεθνικές και τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Και είναι γνωστό ότι ο ευρωσκεπτικισμός έχει στο στόχαστρό του την έλλειψη δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας και την υποκατάσταση των όποιων αστικών δημοκρατικών θεσμών από μια αδιαφανή ευρωπαίκή γραφειοκρατία στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο.

«…και ισχυρές αξίες, μια κοινότητα ειρήνης, ελευθερίας, δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου, μια σημαντική οικονομική δύναμη με ασύγκριτα επίπεδα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας».
Οι κοινωνικές κατακτήσεις και το κοινωνικό κράτος είναι αποτέλεσμα της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης υπό τη σκιά και απειλή του τότε σοσιαλιστικού μπλοκ και ενός μαζικού, μαχητικού εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Τις τελευταίες 3 δεκαετίες κάθε βήμα που κάνει το ευρωενωσιακό εγχείρημα σημαίνει και ένα ακόμα χτύπημα στο κράτος δικαίου και στην κοινωνική προστασία. Σήμερα στην Ευρώπη επεκτείνονται η ανεργία, η μερική απασχόληση, η ιδιωτικοποίηση υγείας-παιδείας, τα minijobsκαι ο κατάλογος είναι μακρύς. Από τη συνθήκη του Μάαστριχτ έως τις συνθήκες της Λισαβόνας και το σύμφωνο σταθερότητας η ΕΕ είναι μια πορεία αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών κατακτήσεων.

«Το κάθε κράτος μόνο του, θα είχε περιθωριοποιηθεί από την παγκόσμια δυναμική. Μόνο αν είμαστε ενωμένοι μπορούμε να επηρεάσουμε τη δυναμική αυτή και να προστατεύσουμε τα κοινά μας συμφέροντα και αξίες. Θα προχωρούμε ενωμένοι, με διαφορετικούς ρυθμούς και ένταση όπου χρειάζεται, αλλά πάντα προς την ίδια κατεύθυνση, όπως έχουμε κάνει και στο παρελθόν, τηρώντας τις Συνθήκες…».
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πολλά κράτη περιθωριοποιήθηκαν μέσα από το κοινό ευρωπαϊκό σχέδιο. Με ποιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Ακόμα και ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες όπως η Γαλλία μπήκαν σε δεύτερη μοίρα, σε σχέση με το βάρος που είχαν πριν δεκαετίες στη διαμόρφωση της ΕΕ. Ειδικά τα τελευταία 7-8 χρόνια η Γερμανία ξαναγίνεται ο ισχυρός ιμπεριαλισμός της Ευρώπης με παγκόσμια δυναμική. Η ψαλίδα διερύνεται, δεν κλείνει.

Όσο για το αν η ΕΕ «θα προχωρά ενωμένη, με διαφορετικούς ρυθμούς και ένταση όπου χρειάζεται»;
Στην πραγματικότητα δρομολογείται και ενδεχομένως θα θεσμοθετηθεί ο διαχωρισμός σε ευρωπαική περιφέρεια και σε ευρωπαικό κέντρο με προφανείς τις σχέσεις κυριαρχίας του κέντρου απέναντι στην περιφέρεια. Σχέσεις υπαρκτές και διακριτές και σήμερα που για τη χώρα μας σημαίνουν σκληρή επιτροπεία και απώλεια της όποιας λαικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Δεν γνωρίζουμε ποιο ακριβώς παζάρι έγινε στη συνάντηση των 4 μεγάλων χωρών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) και ποιοι ζητούν τι. Η ΕΕ από την αρχή ήταν ένα σχέδιο διαδοχικών «προσεγγίσεων». Θα κινούμαστε διαρκώς προς τη στενότερη συνεργασία, έλεγαν οι τότε θεμελιωτές της Ε.Ε, σαν ένα ποδήλατο για να μην πέσουμε. Και ως εκ τούτου πάντα ήταν πολλών ταχυτήτων (κάποιες χώρες είναι στο ευρώ, κάποιες στη Σένγκεν, κάποιες εφαρμόζουν το optout, δηλαδή τις εξαιρέσεις από κάποιους κανόνες κοκ). Σήμερα και μετά το Brexitτο σχέδιο φαίνεται να έχει φτάσει στα όρια του και αν έχει κάποια σημασία η δήλωση περί Ευρώπης πολλών ταχυτήτων αυτή αφορά την για πρώτη φορά εγκατάλειψη του στόχου για συνεχή περαιτέρω ενοποίηση (πχ τι απέγινε η τραπεζική ενοποίηση;) μέχρι τη δημιουργία μιας ενιαίας ομοσπονδίας. Αν μείνει εκεί που είναι όμως η Ε.Ε. θα τροφοδοτεί τις φυγόκεντρες δυνάμεις και το ποδήλατο που δε θα κινείται θα πέσει. Το ίδιο θα γίνει όμως και αν προχωρήσει σε μια πιο βίαιη ενοποίηση. Το υπαρξιακό πρόβλημα της Ε.Ε. δε λύνεται και απλά μετατίθεται. Το ευρωπαϊκό σχέδιο ξέμεινε από καύσιμα ή καλύτερα τα καύσιμά του προέρχονται απο τα λάφυρα του κοινωνικού-ταξικου πολέμου που διεξάγεται απέναντι στους εργαζόμενους και τα πολυπληθή μικρομεσαία στρώματα που απορρίπτονται και φτωχοποιούνται διαρκώς.

Η διακήρυξη των 60 χρόνων δεν απαντά και δεν θα μπορούσε άλλωστε να απαντήσει στο ερώτημα του αν και για πόσα χρόνια είναι βιώσιμη η ΕΕ.

Οι υπενθυμίσεις της ανάγκης τήρησης των συνθηκών και των κανόνων και οι συνεχείς αναφορές σε όλο το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο οπλοστάσιο (ενιαία αγορά, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, διεύρυνση εταιρικών σχέσεων, ελεύθερο εμπόριο, σταθερό και ισχυρότερο ενιαίο νόμισμα, παγκοσμιοποίηση, κατάρτιση για τους νέους και ελεύθερη μετακίνηση σε όλη την ΕΕ κ.α.), μαζί με την πλήρη απουσία αναφορών και δεσμεύσεων πάνω στο δημοκρατικό έλλειμμα και στο κοινωνικό πρόβλημα απλά επιβεβαιώνουν ότι η ΕΕ θα συνεχίσει στο ίδιο νεοφιλελεύθερο, αντεργατικό, αντιδημοκρατικό πλαίσιο και προσανατολισμό.

Οι δε αναφορές για την αμυντική βιομηχανία, τις παγκόσμιες πολιτικές για το κλίμα και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, είναι κάποιες αμήχανες αναφορές μπροστά στην εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ και την απαίτησή του να βάλουν περισσότερα λεφτά οι Ευρωπαίοι για το ΝΑΤΟ.

Καμία απόφαση δεν έχει παρθεί στην ΕΕ για την υπέρβαση της υπαρξιακής της κρίσης. Οι αντικομμουνιστικές κορώνες του Τουσκ που δήλωσε ευτυχής που ζει σε ένα τέτοιο «δημοκρατικό παράδεισο», οι συνεχείς αναφορές ότι λόγω της ΕΕ δεν έχουμε 60 χρόνια τώρα πόλεμο και ο απολογητικός απολογισμός της ΕΕ από τον Γιούνκερ, (που έφτασε να μαλώνει τους Ευρωπαίους πολίτες για την ευρωσκεπτικιστική τους αχαριστία χωρίς να κοιτάνε τους Αφρικανούς που θέλουν την Ευρώπη), δείχνει ότι τα παλαιότερα συνθήματα και οράματα για σύγκλιση, συνοχή, ευημερία έχουν αντικατασταθεί από την καταστροφολογία και την απολογητική. Ποια άλλη ομολογία της αποτυχίας χρειάζεται;

Το πραγματικό ζήτημα για τους εργαζόμενους και για τους λαούς είναι ότι το «προχωράμε όπως πριν», σημαίνει περισσότερη λιτότητα, λιγότερη δημοκρατία, μεγαλύτερη επίθεση στους εργαζόμενους και για τα επόμενα χρόνια. Είναι άραγε τυχαία η ανάπτυξη του αντισυστημικού ενστίκτου απο τους ολοένα και περισσότερο «χαμένους» της ευρωπαϊκής μεγάλης ιδέας; Απέναντι στην άρχουσα παραταξη του «μενουμε ευρώπη» σχηματίζεται διαρκώς η μεγάλη παράταξη των «χαμένων» η παράταξη που δεν έχει μαζική πολιτική έκφραση σήμερα αλλά σωστά στοχοποιεί την ευρωζώνη και την ΕΕ. Αυτη είναι και η αισιόδοξη -απο την ανάποδη- πλευρά της διακήρυξης για τα 60 χρόνια. Όσο αυτοί θα προχωράνε όπως πριν, τόσο ο θυμός και η δυσαρέσκεια για την ευρωζώνη και την ΕΕ θα αναπτύσσεται και θα αναζητά ριζοσπαστικές διεξόδους. Από αυτή την άποψη η ευρωζώνη και η ΕΕ δεν είναι βιώσιμες, δεν έχουν μέλλον. Όσο πιο γρήγορα έρθει το τέλος, τόσο το καλύτερο για τις νέες γενιές και τους εργαζομένους.

Μεταξύ της νεοφιλελεύθερης Σκύλλας και της φασιστικής Χάρυβδης η Γαλλία

Με την ελπίδα τα πιο απρόβλεπτα σενάρια να μείνουν στα χαρτιά οδεύουν στις κρίσιμες γαλλικές προεδρικές εκλογές της 23ης Απριλίου τα επιτελεία των βασικών υποψηφίων, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν νίκη στη δεύτερη Κυριακή του νεοφιλελεύθερου Εμανουέλ Μακρόν, που εργαζόταν στην τράπεζα Ρότσιλντ και διετέλεσε σύμβουλος και στη συνέχεια υπουργός Οικονομικών του Φρανσουά Ολάντ.

Μέχρι τότε ωστόσο κανείς δεν θα κοιμάται ήσυχος. Οι δημοσκοπήσεις (αν εξακολουθούν να έχουν κάποια σημασία οι μετρήσεις τους) βγάζουν πρώτη την επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου, φασίστρια Μαρίν Λεπέν, στις εκλογές της πρώτης Κυριακής με 26%, ενώ για τη δεύτερη Κυριακή τη δείχνουν σταθερά δεύτερη με το ανώτερο ποσοστό στο 45%. Υπό τον όρο φυσικά ότι η συμμετοχή θα κινηθεί σε φυσιολογικά επίπεδα, γύρω στο 65%, οπότε θεωρείται αδύνατο η Λε Πεν να φτάσει τα 15 εκ. ψήφων που χρειάζεται όταν ποτέ στο παρελθόν δεν έχει ξεπεράσει τα 6 εκ.Ο Μακρόν βλέπει την πλάτη της Λε Πεν την πρώτη Κυριακή με 24%, ενώ τη δεύτερη Κυριακή αναδεικνύεται νικητής με ένα ποσοστό της τάξης του 54%. Μεγαλύτερη ωστόσο σημασία δεν έχουν τα ποσοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Έχει για παράδειγμα η μέτρηση που δείχνει την κόρη του Ζαν Μαρί Λε Πεν να διαθέτει το μεγαλύτερο προβάδισμα έναντι του αντιπάλου της, Εμ. Μακρόν, στους νέους ηλικίας 18 ως 24 ετών: 39% έναντι 21%. Ή, η συντριπτική της υπεροχή στους χειρώνακτες εργάτες όπου προηγείται με 49%. Επίσης, στους απόφοιτους λυκείου όπου προπορεύεται με 36% έναντι 15% που κερδίζει ο πρώην τραπεζίτης.

Η μαζική απόρριψη του Μακρόν από τα κοινωνικά στρώματα που πλήρωσαν πρώτα το λογαριασμό της κρίσης εξηγείται (και μπορούσε εύκολα να προβλεφθεί) εξ αιτίας του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτισε στην εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής του Ολάντ. Το όνομά του, για παράδειγμα, φέρει ο νόμος που διεύρυνε το ωράριο λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων, ενώ είναι ηθικός αυτουργός όλων των μέτρων που φιλελευθεροποίησαν την οικονομία έτσι ώστε το 2016 το 86,4%των συνολικών προσλήψεων να είναι προσωρινές θέσεις κι εξ αυτών το 80% να αφορά συμβάσεις διάρκειας μικρότερης του 1 μήνα! Η θαλπωρή που προσέφερε το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του τραπεζίτη Μακρόν εξηγεί επιπλέον τις αιτίες της ελεύθερης πτώσης του, όπως δείχνουν τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά, της τάξης του 13,5%, που συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις ο εκλεκτός των Σοσιαλιστών, Μπενουά Αμόν, αδυνατώντας έστω και να προσεγγίσει τον ιστορικό του αντίπαλο της κεντροδεξιάς και πανταχόθεν βαλλόμενο Φρανσουά Φιγιόν που φαίνεται να συσπειρώνει ακόμη και τώρα το 19,5% των ψηφοφόρων. Κι αφού μάλιστα οι αποχωρήσεις πρωτοκλασάτων στελεχών του έχουν λάβει μορφή επιδημίας, μετά τις αποκαλύψεις για τις χαριστικές μισθοδοσίες στα μέλη της οικογένειάς του. Σκάνδαλα που επέτειναν στο έπακρο καθιστώντας μη αντιστρεπτή τη φθορά του παραδοσιακού δικομματικού πολιτικού συστήματος.

Το στοίχημα επομένως που ανέλαβε η αστική τάξη της Γαλλίας δίνοντας το χρίσμα στον Μακρόν είναι πολύ υψηλού ρίσκου, δεδομένου ότι ο πρώην υπάλληλος των Ρότσιλντ στο δεύτερο γύρο εμφανίζει την μικρότερη δυνατή συσπείρωση μεταξύ όσων βρίσκονται στην Αριστερά κι ενδιαφέρονται για τα κοινωνικά – εργατικά δικαιώματα. Πολύ δικαιολογημένα για παράδειγμα το 45% των ψηφοφόρων του Μελανσόν δε θα ψηφίσει τον Μακρόν τη δεύτερη Κυριακή.

Σε αυτό το πλαίσιο, το κενό μιας Αριστεράς που θα αποκαλύπτει και θα αναδεικνύει το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ φαντάζει όχι απλώς αβυσσαλέο, μα και απειλητικό! Γιατί, σε επίπεδο δημαγωγίας το καλύπτει εδώ και τώρα η ρατσιστική άκρα Δεξιά του Εθνικού Μετώπου μόνο και μόνο για να εκφράσει τα συμφέροντα τμημάτων του γαλλικού κεφαλαίου που συνθλίβονται από τη γερμανική μπότα, χωρίς να μπορεί κανείς να αποκλείσει πως ζητούμενο, τελικά, από την αντι-ΕΕ ρητορεία της Λε Πεν δεν είναι μια καλύτερη συμφωνία προς όφελος των γάλλων τραπεζιτών και βιομηχάνων. Κι έτσι, τα εργατικά συμφέροντα μένουν για μια ακόμη φορά χωρίς εκπροσώπηση…

Πηγή: leonidasvatikiotis.wordpress.com

Οι ταλαντεύσεις του Γκρίλο για την ΕΕ και η σύγχυση της «μεσαίας τάξης»

Τις  τελευταίες μέρες παρατηρήσαμε ένα διπλό παραπάτημα στην θέση της ομάδας της κίνησης των 5 Αστέρων (M5S) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι  ηγέτες των 5 Αστέρων, συμπεριλαμβανομένου και του Ντείβιτ Μπορρέλλι ( φιλοευρωπαίο και φιλελεύθερο συντονιστή του κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) συμφώνησαν κρυφά την συμπόρευση με τον Πρόεδρο της ομάδας ALDE(Συμμαχία Φιλελεύθερων και Δημοκρατικών), Γκί Φερχοφστάτ. Ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας, 17 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου των 5 Αστέρων, θα πρέπει να εγκαταλείψουν την ομάδα της UKIP,και να προσχωρήσουν στην ομάδα που συσπειρώνεται από διάφορα Ευρωπαϊκά Φιλελεύθερα κόμματα.

Η μετάβαση ενός Ευρωσκεπτικιστικού κόμματος, εδραιωμένο ως λαϊκίστικη ( και δεξιά) δύναμη, όπως και το κίνημα του Φάρατζ, σε μια ομάδα φιλελεύθερη και φιλό-ευρωπαϊκή, στις θέσεις τις οποίας βρίσκονται κάποιοι από τους αυτουργούς των κοινωνικών σφαγών που έχουν επιβάλλει οι Βρυξέλες σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, συμφωνήθηκε κρυφά και ανακοινώθηκε αιφνίδια, ‘για να αποφευχθούν διαρροές’  όπως διαβεβαίωσε ο Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος παρουσίασε την απόφαση αποκλειστικά ως ‘τακτική επιλογή’.

Σε αντάλλαγμα για μερικές θέσεις και μια δραστική αύξηση της χρηματοδότησης, παρεχόμενα με την είσοδο στην ομάδα, η οποία θα γινόταν η Τρίτη ομάδα με την μεγαλύτερη επιρροή στο ημικύκλιο του Στρασβούργου, οι βουλευτές των 5 Αστέρων, υποσχέθηκαν να ψηφίσουν τον φιλελεύθερο Βερχοφστάτ για Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μαζί με τους Σοσιάλ Δημοκράτες ή ακόμη και με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

Βέβαια η μεταβολή των θέσεων στο Στρασβούργο, ελλοχεύει πολλά και σημαντικά μηνύματα. Η συμφωνία που υπογράφηκε κρυφά μεταξύ Γκρίλο και Φερχοφστάτ, περιλάμβανε μια σειρά από αξιολογήσεις, δηλώσεις αρχής και δεσμεύσεις που διαγράφουν ένα πολύ μακρινό μονοπάτι από τις θέσεις ,(παρότι αόριστες) τις οποίες το κόμμα επικαλούταν από την ίδρυση του.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από τις δηλώσεις, των συμβαλλομένων μερών στο οποίο ανακοινώνεται ότι  : “πολλοί από τους πολίτες μας βλέπουν την ΕΕ ως μέρος του προβλήματος, σαν μια έμμεση βοήθεια πίσω από την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση, η οποία έχει επωφελήσει μόνο λίγους. Πιστεύουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να εκμεταλλευτεί την παγκοσμιοποίηση, σαν μια  δύναμη του καλού που θα διασφαλίσει ότι τα οφέλη της θα επηρεάσουν όλους. ”

Ποίος όμως ήταν ο πραγματικός στόχος των ηγετών του Κινήματος των 5 Αστέρων ;

Όσο το κόμμα παραμένει, ένα ‘Αντισυστημικό’ κίνημα, παρότι αντιφατικο και ασαφές, ένα πρόβλημα για το αποτυχημένο πολιτικό σύστημα της Ιταλίας, το οποίο βασιζόταν στην εναλλαγή και την διπολικότητα , ο Γκρίλο δεν θα καταφέρει να μπει στην κυβέρνηση, ούτε να αντέξει και νικήσει στη συνεχή διαμάχη με τα ισχυρά κέντρα της Ευρώπης, και το λιντσάρισμα από τα ΜΜΕ.

Τους τελευταίους μήνες το M5S προσπαθεί να εμφανίζεται –με κάποια επιτυχία- ως μια μετριοπαθής δύναμη, υπεύθυνη και συμβατή σε μερικούς  ισχυρούς επιχειρηματικούς κύκλους της Ιταλίας. Το γεγονός αυτό εξηγεί και η παγκόσμια περιοδεία του Ντι Μεο (ενός από τους πιο ‘μετριοπαθείς’ και συνιδρυτή, μαζί με τον Γκρίλο του M5S), στην προσπάθεια του να χτίσει σχέσεις με επιχειρηματικά συμφέροντα και διεθνή κέντρα πίεσης.

Πριν την απότομη τούμπα στο Στρασβούργο, οι κριτικές για την ΕΕ και οι ερωσκεπτικιστικές δηλώσεις που χαρακτήριζαν την ρητορεία του Γκρίλο, εγκαταλείφτηκαν ή αποσιωπήθηκαν σημαντικά, σε μια αναγκαία προσπάθεια να γίνει το κίνημα των 5 Αστέρων αποδεκτό στις κυρίαρχες τάξεις της ΕΕ, μετατρέποντας το από πρόβλημα, σε κάτι το οποίο πιθανά να αποδεικνυόταν χρήσιμο.

Η ΕΕ, στην μάχη με μια πρωτοφανή κρίση της ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων σε πολλές χώρες, αναζητεί απεγνωσμένα για λύσεις, έστω προσωρινές, που θα οδηγήσουν την Ιταλία πίσω στο  πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που επιβάλλει η Τρόικα, μετά την απομάκρυνση του Μπερλουσκόνι ,τώρα μερικώς διακοπτόμενο από την ήττα του Ρέντσι στο συνταγματικό δημοψήφισμα και την παραίτηση του.

Ενδιαφέρον επίσης έχει το γεγονός ότι την Συμφωνία του Γκρίλο με τον Φερχοφστάτ, την αρνήθηκαν τα περισσότερα κόμματα που συμμετέχουν στην  ALDE, κατηγορώντας τα στελέχη M5S για τα πάντα ακόμα και για γελοίους.

Ο Γκρίλο και ο Κασαλέγκιο αντέδρασαν, εγκαταλείποντας παντελώς τα παλιά αντί-ΕΕ σλόγκαν όπως : κάτω η TTIP, να σταματήσουν τα μέτρα κατά της Ρωσίας. Την  ίδια στάση ακολούθησε ακόμα και ο πιο ακραία μετριοπαθής Ντι Μέο , προσπαθώντας να δώσει στο κόμμα του κάποιο πάτημα λογικής σε κάποια ζητήματα.

Τελικά η αποτυχία του εγχειρήματος εισαγωγής στην ομάδα των Φιλελεύθερων και Δημοκρατικών στο Στρασβούργο, υπογραμμίζει την έλλειψη αξιοπιστίας των δηλώσεων αυτών.

Παρότι το εγχείρημα ματαιώθηκε – με πρωτοβουλία των Φιλελεύθερων- , ο Γκρίλο έχει στείλει ξεκάθαρο μήνυμα σε αυτούς που ήθελε να τονίσει ότι : “είμαστε εδώ, και δεν είμαστε επικίνδυνοι ” Στο παρελθόν, πολλά κόμματα της αριστεράς ,ακόμα και ριζοσπαστικά όπως το Rifondazione Comunista της Ιταλίας ή ο Σύριζα στην Ελλάδα, ακλούθησαν ίδιες λογικές ,με τα καταστροφικά αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε.

Θα ήταν όμως λάθος να εξετάσουμε μόνο την πολιτική πλευρά του ζητήματος, χωρίς να αναζητήσουμε ποιες είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες οι ηγέτες των M5S στηρίζουν μια πρωτοβουλία εξαιρετικά αντιφατική , η οποία εναλλάσσεται μεταξύ μετριοπάθειας και ‘αντί-συστημικών’ μηνυμάτων.

Οι συνεχείς σεισμικές δονήσεις προκάλεσαν αρκετές εντάσεις και διαφωνίες μέσα στα όργανα του κινήματος  – μετά την αποχώρηση περίπου δώδεκα μελών του κογκρέσου και γερουσιαστών, τώρα ακόμη δυο μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εγκατέλειψαν τον Γκρίλο-,χωρίς όμως να επηρεάζουν ιδιαίτερα την εκλογική του δύναμη.

Παρότι η διαδικτυακή σύσκεψη για την απόφαση να αλλάξει ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, γνωστοποιήθηκε πολύ σύντομα, σχεδόν το 80% των περίπου 40 χιλιάδων υποστηρικτών του κινήματος, υποσχέθηκαν να ακολουθήσουν την απόφαση του ιδρυτή και κεντρικού προσώπου του κινήματος , παρά την έντονη κριτική από κάποιους επικεφαλείς του κόμματος.

Η πραγματικότητα είναι ότι οι συνεχείς συγκρούσεις και η αντιφατική φύση των επιλογών της κίνησης των 5 αστέρων, είναι η έκφραση της κοινωνικής βάσης που το κόμμα εκπροσωπεί: μια μικροαστική τάξη και μια ‘μεσαία τάξη’ (μικρούς επιχειρηματίες, εμπόρους, υπάλληλοι-ανώτερα στελέχη στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα , αυτοαπασχολούμενοι, νεολαία με ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης αλλά αβέβαιη, άνεργη ή ημιάνεργη. ), που καταπιέζονται από την οικονομική κρίση και τις αυταρχικές και αντιπατριωτικές πολιτικές που προωθεί η ΕΕ, βιώνοντας τα από την οικονομική υποβάθμιση της εκάστοτε τάξης.

Ο κοινωνικός παράγοντας επομένως, από μόνος του, δεν μπορεί να κάνει ριζοσπαστική και οργανική κριτική σε ένα σύστημα που κρίνει την ‘κακοδιοίκηση’ και προτείνει να την διαχειριστεί, με ταμπέλα την ειλικρίνεια, την ικανότητα και την αξιοπιστία.

Τελικά η ροπή προς την προλεταριοποίηση, η οποία έχει εδώ και καιρό ριζώσει, λόγο των διαδικασιών συγκέντρωσης του πλούτου και της δύναμης (που εν τέλει προκαλείται από τον συγκεντρωτισμό της ιεραρχίας στην ΕΕ και την διαμόρφωση μιας υπερ-εθνικής και ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας) προκάλεσε την αντίδραση της ‘ μεσαίας τάξης’ η οποία με θυμό και αγανάκτηση, ευελπιστώντας να ανακτήσει το στάτους της, την οικονομική και πολιτική της δύναμη ,εναλλάχθηκε μεταξύ αντί-συστημικών μηνυμάτων και κομφορμιστικών και συντηρητικών ενστίκτων.( χωρίς ιδιαίτερη συντηρητική αντίδραση στο προσφυγικό ζήτημα).

Στα χαρακτηριστικά των ανατροπών της κοινωνίας, εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τον «σκληρό πυρήνα» του κινήματος των 5 αστέρων και τις ασυνέχειες και αντιφάσεις του, και όχι στο χαρακτήρα των ηγετών της.

Η λαϊκή υποστήριξη του κινήματος των 5 αστέρων – η οποία δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τις συνεχείς τούμπες και τα παραπτώματα  των εθνικών ηγετών, ή τις επιπτώσεις από τη διακυβέρνηση σε τοπικό επίπεδο του M5S  στην Ρώμη- έχει πολύ πιο βαθιέ ρίζες από την βίαιη προλεταριοποίηση της μεσαίας τάξης, προκαλούμενη από την παγκοσμιοποίηση και την αναζωπύρωση αντιπατριωτικών, αυταρχικών, και ιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών στη  ΕΕ.

Πάνω σε αυτή την αντίφαση και την αδυναμία της μεσαίας τάξης να αναδείξει μια πραγματική εναλλακτική για τις εργαζόμενες τάξεις που ψήφισαν το M5S,είναι που πρέπει  οι Κομμουνιστές να αναδείξουν μια εναλλακτική και διαφορετική στρατηγική με διακύβευμα την έξοδο από την Ε.Ε.. Τέλος, οι Κομμουνιστές πρέπει να εξασκήσουν την ηγεμονία τους όχι μόνο στη εργατική τάξη αλλά και σε συγκεκριμένα κομμάτια της μεσαίας τάξης που αναζητούν την αλλαγή.

Ευρωπαϊκό Συντονισμό για την έξοδο από την Ε.Ε.

ΕΕ: Το ΟΧΙ των λαών θα βρει το στόχο

Κείμενο της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για τα 25 χρόνια από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Πρόσφατα συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από τη Σύνοδο του Μάαστριχτ (9 Δεκεμβρίου 1991), ενώ στις 7 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται άλλα τόσα από την υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης. Η ΕΕ γιορτάζει λοιπόν. Γιουνκέρ, Σουλτς και Ντάισελμπλουμ συναντήθηκαν στο Μάαστριχτ για να τιμήσουν την επέτειο. Στις δηλώσεις τους όμως, τη θέση των πάλαι ποτέ «πανηγυρικών» περί σύγκλισης, ευημερίας και ισότητας, παίρνει ο μονόδρομος, ο φόβος και η προειδοποίηση – απειλη. Αυτή είναι η σύγχρονη συνεκτική ουσία της ΕΕ. Η αποτυχία του ευρω-οικοδομήματος και ο συνακόλουθος ευρω-σκεπτικισμός ρίχνουν βαριά τη σκιά τους σε κάθε συζήτηση για το παρόν ή το μέλλον της ΕΕ.

Ας θυμηθούμε το Μάαστριχτ

1. Η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της ΕΕ. Στην ομώνυμη κωμόπολη της Ολλανδίας, οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΟΚ, των 12 τότε κρατών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα), συνομολόγησαν τη μετεξέλιξη της σε Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Από τότε ακολούθησαν δύο διευρύνσεις, προς την ΕΕ των 15 και προς την ΕΕ των 27 αντίστοιχα.

2. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεμελιώθηκε πάνω στις τέσσερεις «ελευθερίες». Την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και του εργατικού δυναμικού. Το θεμέλιο της ΕΕ δεν είναι ουδέτερο ή επιδεκτικό τροποποιήσεων/αναθεωρήσεων: είναι ο καθαρός νεοφιλελευθερισμός.

3. Βασικό συστατικό της Συνθήκης του Μάαστριχτ αποτέλεσε το «πρόγραμμα σύγκλισης», βάσει κριτηρίων που έπρεπε να πληρούν τα κράτη: περιορισμός του πληθωρισμού στο 4 – 5%, μείωση των ελλειμμάτων του Δημοσίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 3%, περιορισμός του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 60%.

4. Υποτιθέμενοι στόχοι: η εγκαθίδρυση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας των οργάνων, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των οργάνων, η ανάπτυξη της κοινωνικής διάστασης της Κοινότητας, η θέσπιση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.

5. Συμπληρώθηκε από σειρά μεταγενέστερων συνθηκών (Άμστερνταμ, Νίκαια, Λισαβόνα κλπ) που περιελάμβαναν σημαντικές ρυθμίσεις και επίδικα: σύμφωνο σταθερότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, συμφωνία Σένγκεν, ανταγωνιστικότητα ευρωενωσιακού κεφαλαίου, τρόπος λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και διαδικασία λήψης αποφάσεων, δικαστικό σύστημα.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω σήμερα;

Η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης συνταγής είχε δύο καταστροφικές συνέπειες: (α) τσάκισμα του κόσμου της εργασίας (β) τσάκισμα της ευρωπαϊκής περιφέρειας/ του ευρωπαϊκού “νότου”. Η κατάργηση του 8ώρου, η ελαστική/μερική απασχόληση, η απελευθέρωση των απολύσεων συναντούν την ανατίναξη ολόκληρων χωρών/περιοχών εξαιτίας της επέλασης της αγοράς, των πολυεθνικών, των ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών.

Η σημερινή δημοσιονομική επιβολή εδώ ακριβώς έχει την καταγωγή της. Στο πρόγραμμα σύγκλισης του Μάαστριχτ. Δεν είναι συγκυριακή. Είναι στρατηγική της ΕΕ, είναι καταστατική της αρχή. Συναντώντας την οικονομική κρίση, που εκφράστηκε και ως κρίση χρέους, η πολιτική της δημοσιονομικής επιβολής πήρε δρακόντειο χαρακτήρα. Ο Σόιμπλε δεν είναι “σκοτεινό κέντρο” όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός, είναι η ψυχή της ΕΕ, που είναι γερμανικής έμπνευσης φυσικά.

Λόγω του οξύτατου εντός ΕΕ ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη, στη σύνοδο του Μάαστριχτ δόθηκε προτεραιότητα στη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) και τα ζητήματα της Πολιτικής Ενωσης παραπέμφθηκαν για αντιμετώπιση στο μέλλον. Υπογραμμίζεται έτσι εξαρχής ο “ουτοπικός” χαρακτήρας της Ένωσης με την πλήρη έννοια, διότι εμφανίζεται η παγκόσμια ιστορική πρωτοτυπία να προηγείται δηλαδή η οικονομική ενοποίηση της πολιτικής (που δεν έχει αποδειχθεί ποτέ), καθώς και η ενοποίηση διαφορετικών οικονομιών σε μία χωρίς ρυθμίσεις. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν, ενώ αναπτύσσονται ανειρήνευτες αντιθέσεις μεταξύ κεφαλαίων και κρατών. Η «υπαρκτή – εφικτή» ενοποίηση προέκυψε στη βάση των αρχών του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού καθώς και των στρατηγικών συμφερόντων πολιτικών και οικονομικών του τότε διευθυντηρίου Γαλλίας και Γερμανίας.

Αν πριν από 25 χρόνια υπήρχαν ορισμένοι που έκαναν λόγο για «γερμανική» ενοποίηση και «μεταμφιεσμένο μάρκο», σήμερα δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα αμφισβητήσει την αλήθεια της παραπάνω φράσης. Το σημερινό τερατούργημα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η Ε/Ζ, το σημερινό σιδερένιο κλουβί για εργαζόμενους και χώρες ολόκληρες, αποτέλεσε βασική προτεραιότητα της συνθήκης του Μάαστριχτ.

Είναι σαφές ότι οι σημερινές εξελίξεις τροχιοδρομήθηκαν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ. Τότε όμως το ελληνικό πολιτικό σύστημα δήλωνε εκστασιασμένο από τις «ευρωπαϊκές προοπτικές» και αγωνία έκδηλη μήπως φτάσουμε καθυστερημένα ή μήπως χάσουμε ακόμα το τρένο της ΕΕ.

Η στάση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ

Επειδή ορισμένα πράγματα δεν είναι τυχαία, ο Συνασπισμός, με τις όποιες διαφοροποιήσεις του (πχ καταψήφιση του ενός απο τους δύο ευρωβουλευτές του), το 1992 ψήφισε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, μαζί με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και την Πολιτική Άνοιξη. Η Συνθήκη ψηφίστηκε στη Βουλή χωρίς οι βουλευτές να τη γνωρίζουν, αφού δεν τους δόθηκε το κείμενο, κανένα κρατικό όργανο δεν την έδωσε στη δημοσιότητα (θυμίζει κάτι;).

Σε συνθήκες κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, η απάτη της «Ευρώπης των λαών» έγινε το νέο όραμα για τον (ούτως ή άλλως ευρω – κομμουνιστικής καταγωγής) ΣΥΝ αλλά και για την ευρωπαϊκή αριστερά εν γένει. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, τουλάχιστον ως πλειοψηφική άποψη/ γραμμή του κόμματος. Τα αποτελέσματα της φανατικής αυτής προσκόλλησης τα ζούμε σήμερα με δραματικό τρόπο.

Μάαστριχτ και Ελλάδα

Για την Ελλάδα, ο νεοφιλελευθερισμός της ΕΟΚ/ΕΕ, όπως συνταγματοποιήθηκε ουσιαστικά στο Μάαστριχτ, οδήγησε σε περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, καταστροφή παραδοσιακών κλάδων και στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία, αύξηση του τομέα εμπορίου και υπηρεσιών, αύξηση των εισαγωγών εμπορευμάτων, εξαγορά επιχειρήσεων από τις πολυεθνικές. Βάθυνε και εκσυχρονίστηκε ο μεταπρατικός και εξαρτημένος χαρακτήρας της οικονομίας της Ελλάδας. Έφερε την απασχόληση στη θέση της εργασίας. Επένδυσε σε στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, τις μεγέθυνε στο έπακρο, έφερε τη χώρα στο γκρεμό.

Η έκρηξη της κρίσης ήταν η εκπυρσοκρότηση ενός όπλου που είχε οπλίσει 25 χρόνια πριν, αν όχι νωρίτερα, με προδιαγεγραμμένη τη συνέχεια. Η τράπουλα ήταν σημαδεμένη από τη στιγμή που δεν υπήρξε κανένα σοβαρό και μετρήσιμο αντίπαλο δέος που να αντιπαλέψει στα λόγια και στα έργα το Μάαστριχτ, την ΕΕ, την υποτέλεια της χώρας, τη θυσία του κόσμου της εργασίας. Αντίθετα, πολλά οικονομικά και πολιτικά επιτελεία δούλεψαν συστηματικά και με σθένος για τη σημερινή Ελλάδα της χρεοκοπίας, της επαιτείας στους δανειστές και της ανεργίας. Είναι αυτά τα επιτελεία που έπιναν και πίνουν νερό στο όνομα του «ανήκουμε στη Δύση/ανήκουμε στην ΕΕ».

Αποτυχία. Αποσκιρτήσεις που ξορκίζονται.

Το πρόβλημα της ΕΕ δεν είναι όμως η Ελλάδα. Είναι τα εγγενή της αδιέξοδα και αντιφάσεις, η ανισότητα – οριζόντια και κάθετη – που περικλείει και εντείνει καθημερινά. Είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, που εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση στον ευρωπαϊκό χώρο, λόγω της αρχιτεκτονικής της ΕΕ και ειδικά της Ευρω – ζώνης. Η ΕΕ δοκιμάζεται σκληρά. Η Μεγάλη Βρετανία αποχωρεί, η Ελλάδα και η Ιταλία ψηφίζουν ηχηρά ΟΧΙ σε δημοψηφίσματα με διαφορετικά ερωτήματα, αλλά με κοινό παρονομαστή, την οργή – απόγνωση για την επιδείνωση της θέσης τους, που σε μεγάλο βαθμό δε μπορεί παρά να χρεώνεται στα ιερατεία της ΕΕ. Η δυσαρέσκεια και ο ευρωσκεπτικισμός είναι έκδηλοι σε κάθε χώρα της ΕΕ, προπαντώς στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.

Το υποτιθέμενο «ιδεώδες» έχει ξεθωριάσει, δεν πείθει πια παρά ελάχιστους ιδεοληπτικούς ή μεροληπτούντες υπέρ των συμφερόντων ορισμένων ελίτ. Έτσι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την ημέρα της επετείου, αποφαίνεται πως «καμιά χώρα δε μπορεί να ακολουθήσει χωριστή πορεία». Νουθετεί: «εκείνοι που νομίζουν ότι είναι η ώρα να αποδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, να γίνει κομμάτια, να μας χωρίσουν (…) έχουν εντελώς άδικο», ενώ εκτιμά ότι «χωρίς την ΕΕ καμία χώρα-μέλος δεν είναι ικανή από μόνη της να έχει οποιοδήποτε πολιτικό βάρος στον κόσμο».

Κινήσεις αμφισβήτησης και αποδεσμεύσεις υπάρχουν και θα υπάρξουν με πιο έντονο τρόπο στο άμεσο μέλλον. Ζητούμενο είναι το πρόσημο αυτών των κινήσεων. Αν αφεθεί η αντι – ΕΕ πολιτική μονοπώλιο στην ακροδεξιά, τα λαϊκά στρώματα θα αναζητήσουν εκεί χώρο έκφρασης. Είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη, τη ζούμε τα τελευταία χρόνια, με μεγάλα περιθώρια κλιμάκωσης.

Η Αριστερά;

Μπορεί η αριστερά να εκφράσει το «αντι – ΕΕ αίτημα» και την αντι – ΕΕ πολιτική με αυθεντικό – λαϊκό τρόπο, κόντρα στο λαϊκισμό της ακροδεξιάς; Πρακτικά και θεωρητικά η απάντηση πρέπει να είναι θετική. Όμως ήδη έχει αργήσει τουλάχιστον 6 χρόνια να δοθεί, ήδη κατασπαταλήθηκε το μεγάλο ρεύμα των προσδοκιών που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ήδη τα σημεία αναξιοπιστίας και φθοράς της υπαρκτής αριστεράς είναι αρκετά.      Παρόλα αυτά η απάντηση του παραπάνω ερωτήματος ακόμα και στις μέρες μας θα αποβεί καθοριστική για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, την επιβίωση – αξιοπρέπεια των λαϊκών στρωμάτων, την εθνική ανεξαρτησία χωρών, την πολιτική επιβίωση της ίδιας της αριστεράς.

Μέχρι στιγμής δε δίνει τέτοια δείγματα γραφής. Στην πλειοψηφία, η ευρωπαϊκή αριστερά είναι βουτηγμένη στον μεταρρυθμιτισμό, στην αποδοχή του ΕΕ – μονοδρόμου, στην προσπάθεια «αλλαγής της ΕΕ από τα μέσα», με επιτυχίες ανάλογες με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Η αντι – ευρωπαϊκή αριστερά δεν έχει σηκώσει το γάντι απέναντι στην ΕΕ. Αρνείται ή αδυνατεί να παρέμβει με τρόπο καθοριστικό στις εξελίξεις. Πέρα από τις διατυπώσεις, από το 2010 και μετά θα έπρεπε να οικοδομεί μέτωπο ενάντια στην ΕΕ – μέτωπο διεξόδου από την κρίση. Αυτό το μέτωπο θα συρίκνωνε και τις φασίζουσες εθνικιστικές λαικίστικες δυνάμεις που σήμερα αναπτύσσονται σε χώρες της ΕΕ και ευνόητο είναι πως θα δημιουργούσε καλύτερους όρους στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και των δυνάμεων του κεφαλαίου. Ο τέτοιος συσχετισμός που δημιουργείται μέσα απο μεταβατικές διεκδικήσεις και αγώνες αντικαπιταλιστικού και αντιμπεριαλιστικού χαρακτήρα και αναδεικνύει σαν κεντρικούς στόχους την εθνική και λαική κυριαρχία, φέρνει πιο κοντά και στρατηγικούς στόχους μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης και εξουσίας. Τα 2 τελευταία χρόνια η Αριστερά θα μπορούσε να έχει επενδύσει στα 3 ΟΧΙ, ελληνικό, βρετανικό, ιταλικό και να πάρει προωθητικές αντι – ΕΕ πρωτοβουλίες. Θα μπορούσε αυτές τις μέρες να έχει ανάγει σε πρώτο θέμα τη “μαύρη” επέτειο του Μάαστριχτ. Αν η αριστερά αυτή είχε φιλοδοξίες, ανταγωνιστική προς το σύστημα λογική, πίστη στη δύναμη του λαού και στον εαυτό της, θα αξιοποιούσε τη σημαντική αυτή στιγμή, για να ανοίξει μια συνολική συζήτηση/αντιπαράθεση για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, που μόνο δεινά προοιωνίζεται για το λαό μας.

Ένας τέτοιος πολιτικός λόγος και στάση από την αριστερά, ή έστω από τμήμα της, θα μπορούσε να έχει σημαντικά αποτελέσματα σε συνθήκες που ο λαός αντιμετωπίζει ζήτημα επιβίωσης. Σε τέτοιες στιγμές τα ιδεολογήματα δεκαετιών είναι δυνατό να καταρρεύσουν, στο βαθμό που προβάλλει μια πειστική/συνεκτική πολιτική πρόταση διεξόδου. Ένα στέρεο ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ΕΕ, που θα έχει υλικά αποτελέσματα και θα συγκροτεί κοινωνικό – πολιτικές συμμαχίες, είναι αναγκαίος όρος για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, για τη διέξοδο από την κρίση, την επιβίωση του λαού.