Η ύβρις των ηττημένων απογόνων του Ναζισμού

Για ακόμα μια χρονιά η Γερμανική κυβέρνηση θα επιβάλει απαγόρευση κατά την διάρκεια των εκδηλώσεων μνήμης της αντιφασιστικής νίκης στα τρία εμβληματικά μνημεία του Κόκκινου Στρατού, στο Τρέπτοουερ Παρκ, στο Τιεργκάρντεν και στο Πάνκοου, τη χρήση της σημαίας και του εθνόσημου της ΕΣΣΔ. Επίσης θα απαγορεύσει το άκουσμα του «Ιερού Πολέμου», του τραγουδιού που έχει συνδεθεί όσο κανένα άλλο με την εποποιία του Κόκκινου Στρατού για το τσάκισμα του ναζισμού στο Βερολίνο τον Μάη του 1945.

Από το 2022, η γερμανική κυβέρνηση επιβάλει αυτές τις απαγορεύσεις. Τότε ισχυρίστηκαν ότι το μέτρο πάρθηκε για «Για να μην υπάρξει πρόκληση και σύγκρουση, από την εμφάνιση συμβόλων και σημάτων που είναι κατάλληλα για να εξυμνήσουν τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας». Το ίδιο περίπου ισχυρίζονται και σήμερα, ότι ο σκοπός της απαγόρευσης «είναι η αποτροπή επεισοδίων, επιθετικής προπαγάνδας και προσπαθειών χειραγώγησης της κοινής γνώμης στους χώρους των εκδηλώσεων» όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Berliner Morgenpost.

Η απόφαση αυτή δεν έχει να κάνει φυσικά με τα σύμβολα, ούτε με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είναι μια συστηματική προσπάθεια που έχει ξεκινήσει από την δεκαετία του ‘80 ακόμα για να αλλάξει η ιστορική αλήθεια και να υποβαθμιστεί ο ρόλος της ΕΣΣΔ στην ήττα του Ναζισμού.

Tον πρώτο ρόλο στη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης κατέχει η ΕΕ. Από το 1985 ακόμα προσπάθησε να διαγράψει την 9η Μάη ως μέρα της Αντιφασιστικής Νίκης, καθιερώνοντας στη θέση της τη λεγόμενη «Ημέρα της Ευρώπης». Ακολούθησε το «Μνημόνιο για την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων» το 2006, ο ορισμός της 23ης Αυγούστου (μέρα που υπεγράφη το Σύμφωνο μη επίθεσης Μολότοφ – Ρίμπεντροπ) ως «Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ναζισμού και του Σταλινισμού» κ.λπ.

Έτσι λοιπόν σήμερα, ο Κόκκινος Στρατός μετατρέπεται από ελευθερωτής σε «κατοχικό», η αντίσταση των λαών χαρακτηρίζεται «μυθοπλασία», από διάφορους αναθεωρητές της ιστορίας, οι αντάρτες στιγματίζονται ως «κόκκινοι τρομοκράτες», ενώ οι συνεργάτες των ναζί είναι τα «αθώα θύματα» που αναγκάστηκαν σε άμυνα κατά των κομμουνιστών ή ακόμα και «ήρωες» σε Ουκρανία και στις χώρες της Βαλτικής.

Η Γερμανική κυβέρνηση, ενώ από τη μια ορθώς απαγορεύει τα ναζιστικά σύμβολα από την άλλη τα σύμβολα που νίκησαν τον ναζισμό «κρύβονται» και θεωρούνται ότι είναι σύμβολα «επιθετικής προπαγάνδας».

Πίσω από τα παραπάνω προσχήματα κρύβεται η ιδεολογική και πολιτική κληρονομιά των ηττημένων του ναζισμού, που προσπαθούν να αλλάξουν τις μνήμες του πολέμου στην νέα γενιά μέσα από ένα γενικό σχέδιο αναθεώρησης της Ιστορίας που εκπορεύεται από ΝΑΤΟ- ΕΕ.

Στις χώρες της Βαλτικής από την δεκαετία του ‘90 ακόμα υιοθετήθηκε συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο απαγόρευσης των κομμουνιστικών συμβόλων και της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Έτσι οδηγήθηκαν στις φυλακές χιλιάδες κομουνιστές και αριστεροί. Παράλληλα προχώρησαν σε μία ευρείας κλίμακας αναθεώρηση της ιστορίας τους, η οποία οδήγησε στην ιστορική αναγνώριση των Εσθονικών, Λετονικών και Λιθουανικών SS και των εθνικιστικών οργανώσεων που πολέμησαν στο πλευρό των ναζί εναντίον της Σοβιετικής ‘Ένωσης.

Άραγε οι απαγορεύσεις αυτές στην Γερμανία είναι τα «ντροπαλά» πρώτα βήματα για να επιβληθεί μια νέα εθνική αφήγηση, όπου οι ηττημένοι του Β’ Παγκοσμίου ναζί και οι συνεργάτες τους θα είναι τα «θύματα» όπως συμβαίνει στις χώρες της Βαλτικής και στην Ουκρανία; Και ο νικητής Κόκκινος Στρατός θα εξαφανιστεί από την ιστορική μνήμη και στην θέση του θα μπει το γελοίο αφήγημα του Τραμπ ότι οι Αμερικανοί ήταν οι απελευθερωτές της Ευρώπης;

Άραγε είμαστε σε δρόμους που στο τέλος τους βρίσκεται η ιστορική αθώωση του ναζισμού;

Όταν τα μνημεία του Κόκκινου Στρατού γκρεμίζονται όπως ήδη συμβαίνει στην Πολωνία και Τσεχία…

Όταν στη Λετονία, τιμώνται τα SS που συμμετείχαν στη δολοφονία εβραϊκού και σλαβικού πληθυσμού…

Όταν στη Λιθουανία, ανεγείρονται αγάλματα για αυτούς που συνεργάστηκαν με τη Βέρμαχτ…

Τότε η ιστορική αναθεώρηση δεν είναι απλώς «εθνικισμός». Είναι μια συνειδητή προσπάθεια να εξαλειφθεί η αντιφασιστική κληρονομιά και να επανέλθουν οι ηττημένοι του πολέμου στην εξουσία όχι ακριβώς με την μορφή που είχαν αλλά με κάποια παραπλήσια!

Η απαγόρευση των σοβιετικών συμβόλων στις 9 Μαΐου από την Γερμανική κυβέρνηση δεν είναι απλώς μια πολιτική απόφαση. Είναι μια ιστορική ύβρις! Είναι η απόπειρα των ηττημένων να εκδικηθούν τους νικητές. Όμως οι μνήμες των λαών για την νίκη του Κόκκινου Στρατού, των κομμουνιστών, των παρτιζάνων, των εργατών και των απλών ανθρώπων που τσάκισαν τον ναζισμό δεν μπορεί να σβηστεί με νόμους και απαγορεύσεις.

Έτσι επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία, να σβήσουν από την συλλογική μνήμη την ανεκτίμητη προσφορά του Κόκκινου Στρατού και της ΕΣΣΔ στην πάλη ενάντια στο τέρας του φασισμού-ναζισμού.

Η αντίσταση σε αυτή την ιστορική διαστρέβλωση δεν είναι μόνο ζήτημα τιμής ή χρέους στα εκατομμύρια των νεκρών της Σοβιετικής Ένωσης, είναι μια αδιάκοπη μάχη για το μέλλον, γιατί οι ηττημένοι του χθες επιδιώκουν τη ρεβάνς τους.

Ογδόντα χρόνια μετά την αντιφασιστική νίκη, η διατήρηση της ιστορικής μνήμης αποτελεί ζήτημα σφοδρής ιδεολογικής σύγκρουσης. Σήμερα, ο αγώνας για την υπεράσπιση της κληρονομιάς που μας άφησε η αντιφασιστική νίκη δεν αφορά μόνο τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, αλλά έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξη των σύγχρονων αγώνων ενάντια στο φασισμό.

Ο Αντιφασισμός όμως από μόνος του δεν μπορεί να είναι συνεπής χωρίς την αμφισβήτηση του καπιταλισμού, ο οποίος γεννά τον φασισμό. Χωρίς τη σύγκρουση με τους σύγχρονους πολεμοκάπηλους και ιμπεριαλιστές, των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, αλλά και χωρίς την καταδίκη των Σιωναζιστών του Ισραήλ και την πολιτική γενοκτονίας που εφαρμόζουν ενάντια στον παλαιστινιακό λαό

Ίσως για μια ακόμα φορά ο Μπέρτολτ Μπρεχτ να είναι προφητικός

«Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση όπου μπήκε τώρα ο καπιταλισμός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό μαζί. Ο καπιταλισμός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια μονάχα σαν φασισμός κι ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός».

New York Times: Αποκαλύπτουμε τη στενή εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία

Σε ένα αποκαλυπτικό άρθρο έρευνας, γραμμένο από τον Adam Entous (ερευνητή δημοσιογράφο με έδρα την Ουάσινγκτον που ασχολείται με θέματα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και των υπηρεσιών πληροφοριών), ο πυλώνας των καθεστωτικών ΜΜΕ των ΗΠΑ, οι New York Times αποκαλύπτουν τη βαθύτατη εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία, ουσιαστικά επιβεβαιώνοντας με στοιχεία την θέση ότι ο πόλεμος αυτός είναι ένας πόλεμος που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ/ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας και απλά διεξάγεται μέσω αντιπροσώπου.

Αυτό βέβαια εμείς το γνωρίζουμε και το λέμε από την αρχή της σύγκρουσης. Όμως, έχει ξεχωριστή σημασία η αποκάλυψη των στοιχείων από τους ΝΥΤ.

Πρώτον, επειδή οι ΝΥΤ θεωρούνται η ναυαρχίδα των συστημικών ΜΜΕ στις ΗΠΑ και οι αμερικανοΝΑΤΟϊκοί προπαγανδιστές ή/και τα θύματα της αμερικανοΝΑΤΟϊκής προπαγάνδας αποστομώνονται εκ των έσω στους αντίθετους ισχυρισμούς που τους αρέσει να αναμασούν.

Δεύτερον, επειδή πάντα όταν ο αντίπαλος αποδέχεται τους δικούς σου ισχυρισμούς, αυτό έχει τη σημασία του.

Και τρίτο, και κυριότερο, επειδή μέσω αυτού του άρθρου οι ΝΥΤ—που έχουν στενές σχέσεις με το λεγόμενο ‘βαθύ κράτος’ των ΗΠΑ και κυρίως με την γραφειοκρατία που ελέγχει την εξωτερική πολιτική της χώρας—ουσιαστικά παρεμβαίνουν στη συζήτηση που γίνεται αυτή τη στιγμή για το δέον γενέσθαι της μετέωρης αμερικανικής πολιτικής στο Ουκρανικό.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναλυτική περιγραφή από τους NYT της χρονολόγησης και του τρόπου που τα πλήγματα στα ρωσικά μετόπισθεν πραγματοποιούνταν/πραγματοποιούνται—καθώς από πουθενά δεν προκύπτει ότι κάτι έχει αλλάξει—υπό την άμεση εμπλοκή του αμερικανικού στρατού και μυστικών υπηρεσιών.

Άποψή μας παραμένει ότι οι ΗΠΑ, κάτω από τη νέα κυβέρνηση, έχουν δύο εκδοχές στη διάθεσή τους: Ή σηκώνονται και φεύγουν από την Ουκρανία με τον Τραμπ να λέει “αυτός δεν είναι ο δικός μου πόλεμος, αλλά του Μπάιντεν” ή βυθίζονται ακόμη περισσότερο στο ουκρανικό τέλμα, με τον πόλεμο να μένει στην Ιστορία ως ‘πόλεμος του Τραμπ’ από ‘πόλεμος του Μπάιντεν’, ακριβώς όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ έμεινε στην Ιστορία ως ‘ο πόλεμος του Νίξον’—ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε εκλεγεί με την υπόσχεση να τον τερματίσει—αντί για ‘πόλεμος του Τζόνσον’.

Το άρθρο, υπογραμμίζοντας τον ρόλο που παίζουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία, ουσιαστικά υπογραμμίζει ότι το καθεστώς του Κιέβου θα χάσει αν οι ΗΠΑ το εγκαταλείψουν. Εμείς φυσικά το γνωρίζουμε, όπως γνωρίζουμε ότι ούτως ή άλλως θα χάσει για δεκάδες λόγους. Αλλά οι δυτικοί προπαγανδιστές και οι άνωθεν εκπορευόμενες αφηγήσεις μέχρι πολύ πρόσφατα μιλούσαν για νίκη του καθεστώτος ενώ αυτή τη στιγμή η κυρίαρχη αφήγηση είναι για «στασιμότητα στα μέτωπα» και ότι «κανείς δεν μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο με στρατιωτικά μέσα».

Οι ΝΥΤ με την έρευνα αυτή περνάνε σε ένα επόμενο στάδιο: αυτό της έμμεσης παραδοχής ότι αν το Κίεβο εγκαταλειφθεί από τις ΗΠΑ, τότε επέρχεται η ήττα. Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, η άμεση αμερικανική εμπλοκή στις επιχειρήσεις είναι τόσο χοντρή και απαραίτητη για να επιβιώνει το καθεστώς του Κιέβου, ώστε το συμπέρασμα της στρατιωτικής κατάρρευσης εάν αυτή η εμπλοκή τερματιστεί, ακόμη και αν η στρατιωτική ‘βοήθεια’ συνεχίσει να διοχετεύεται, είναι αναπόφευκτο.

Το άρθρο ασφαλώς δεν είναι αθώο: γράφεται για να υποστηρίξει τη συνέχιση της πολιτικής Μπάιντεν από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ επιδιώκοντας να παρέμβει στις συζητήσεις καθώς μέσα στη νέα κυβέρνηση του Τραμπ υποστηρίζονται αντικρουόμενες θέσεις για το μέλλον γενέσθαι στο Ουκρανικό. Εδώ, και όσο αφορά αυτές τις συζητήσεις, παραπέμπω στην έξοχη συζήτηση των καθηγητών Glenn Diesen και John Mearsheimer με τον Αλέξανδρο Μερκούρη.

Και επίσης, ως στόχο έχει, μέσω των αποκαλύψεων, να εμποδίσει τις συζητήσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης με την κυβέρνηση της Ρωσίας καθώς επιδιώκει να ανοίξει ένα χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών αποκαλύπτοντας τον ‘χοντρό’ ρόλο που έχουν παίξει και συνεχίσουν να παίζουν οι ΗΠΑ στην Ουκρανία.

Μετά από τις αποκαλύψεις αυτού του άρθρου, τι θα ήταν πιο φυσικό από το να απαιτήσει η Ρωσία το σταμάτημα των αμερικανικών πολεμικών δραστηριοτήτων κατά της χώρας, εφόσον οι ΗΠΑ λένε ότι θέλουν ο πόλεμος να σταματήσει και κατηγορούν τις ‘δύο πλευρές’—δηλαδή το Κίεβο και τη Μόσχα—για «κακή θέληση» χωρίς να λένε κουβέντα για τη δική τους δράση που, σύμφωνα με τους ΝΥΤ, τους κάνει κανονικούς εμπόλεμους, δηλαδή μια ‘τρίτη’ πλευρά της σύρραξης.

Οι ΝΥΤ προφανώς δεν είναι τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουν ότι αυτά που σήμερα αποκαλύπτουν είναι άγνωστα στη ρωσική ηγεσία και αυτή, τώρα που θα τα πληροφορηθεί, θα θυμώσει και θα απορρίψει τις όποιες αλλαγές επιδιώκει να επιφέρει η κυβέρνηση Τραμπ στην προσέγγιση των ΗΠΑ στο Ουκρανικό.

Αλλά οι ΝΥΤ πιστεύουν πως αποδεικνύοντας με στοιχεία ότι είναι οι ΗΠΑ που διεξάγουν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα επηρεάσουν την ρωσική κοινή γνώμη και το μεσαίο στελεχικό δυναμικό της χώρας. Στην αγανάκτηση αυτών ποντάρει επίσης το αμερικανικό βαθύ κράτος για να παρεμποδιστούν οι δυνατότητες ελιγμών της ρωσικής κυβέρνησης, που οι ΝΥΤ φοβούνται ότι μπορεί να ‘τα βρει’ με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.

Βέβαια, για μια ακόμη φορά το αμερικανικό βαθύ κράτος δεν αντιλαμβάνεται τα σύνθετα χαρακτηριστικά που έχει η ρωσική εξωτερική πολιτική ούτε αντιλαμβάνεται τη διάθεση των Ρώσων πολιτών τους οποίους εξακολουθεί να πιστεύει ότι μπορεί να χειραγωγεί, να τρομοκρατεί ή να καλλιεργεί τις ανύπαρκτες ‘εγχρωμο-επαναστατικές’ τους τάσεις στην απελπισμένη του προσπάθεια να διαλύσει εκ των έσω τη Ρωσική Ομοσπονδία.

Στο τέλος το άρθρο επιδιώκει να τονίσει πόσο καλά τα πήγαιναν οι ΗΠΑ στον πόλεμο μέχρι που αυτοί οι ‘άθλιοι’ οι Ουκρανοί ανακατεύτηκαν και χάλασαν τα εκπονημένα από τους αμερικανούς σχέδια. Από τότε, λέει το άρθρο, τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα—εδώ βέβαια υπάρχει και μια εσωτερική αντίφαση καθώς η υποτιθέμενη διαφορά με το καθεστώς του Κιέβου, στην οποία αναφέρεται το άρθρο και στην οποία αποδίδεται η δυσπραγία του καθεστώτος έκτοτε, συνέβη το καλοκαίρι του 2023, ενώ η χρονολόγηση της αμερικανικής εμπλοκής στο ίδιο το άρθρο διαρκεί μέχρι σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά.

Ακολουθεί η μετάφραση της περίληψης της έρευνας των ΝΥΤ, την οποία δημοσίευσε ο ίδιος συγγραφέας στην ίδια εφημερίδα. Το εξαιρετικά μακροσκελές και ντοκουμενταρισμένο πρωτότυπο σχετικά με την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία βρίσκεται εδώ και σε αρχειοθετημένη μορφή (οπότε δεν παρεμποδίζεται η ανάγνωση από paywall) εδώ ή εδώ. Ο τίτλος του πρωτότυπου άρθρου είναι: «Ο Συνεταιρισμός: Η Μυστική Ιστορία του Πολέμου στην Ουκρανία». Ο υπότιτλός του είναι: «Αυτή είναι η μη ειπωμένη ιστορία του κρυφού ρόλου της Αμερικής στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ουκρανίας κατά των εισβαλλόντων Ρωσικών στρατιών».

Στην παρούσα μετάφραση χρησιμοποιήθηκε η αρχειοθετημένη εκδοχή της περίληψης.

 


 

Βασικά συμπεράσματα από τη μυστική στρατιωτική σύμπραξη της Αμερικής με την Ουκρανία

Μια έρευνα των New York Times αποκαλύπτει ότι η Αμερική ήταν συνυφασμένη με τον πόλεμο πολύ περισσότερο από ό,τι ήταν μέχρι τώρα γνωστό.

Από τον Adam Entous
30 Μαρτίου 2025

Ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε σημείο καμπής, με τον πρόεδρο Τραμπ να επιδιώκει προσέγγιση με τον Ρώσο ηγέτη, Βλαντιμίρ Πούτιν, και να πιέζει για τον τερματισμό των συγκρούσεων.

Αλλά για σχεδόν τρία χρόνια πριν από την επιστροφή του κ. Τραμπ στην εξουσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ουκρανία ήταν συνδεδεμένες σε μια εντυπωσιακή συνεταιρική σχέση πληροφοριών, στρατηγικής, σχεδιασμού και τεχνολογίας, της οποίας η εξέλιξη και οι εσωτερικές λειτουργίες ήταν γνωστές μόνο σε έναν μικρό κύκλο Αμερικανών και συμμαχικών αξιωματούχων.

Με αξιοσημείωτη διαφάνεια, το Πεντάγωνο έχει προσφέρει δημόσιες λογιστικές καταστάσεις που αφορούν τα 66,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε όπλα που έχει προμηθεύσει στην Ουκρανία. Αλλά μια έρευνα των New York Times αποκαλύπτει ότι η εμπλοκή της Αμερικής στον πόλεμο ήταν πολύ βαθύτερη από ό,τι είχε γίνει προηγουμένως κατανοητό. Η μυστική σύμπραξη καθοδηγούσε τόσο τη συνολική στρατηγική κατά τη διάρκεια των μαχών όσο και διοχέτευε ακριβείς πληροφορίες στόχευσης στους Ουκρανούς στρατιωτικούς στο πεδίο της μάχης.

Ακολουθούν πέντε βασικά συμπεράσματα από την έρευνα.

Μια αμερικανική βάση στο Βισμπάντεν της Γερμανίας τροφοδοτούσε τους Ουκρανούς με τις συντεταγμένες των ρωσικών δυνάμεων στο έδαφός τους.

Η ιδέα πίσω από τη σύμπραξη ήταν ότι η στενή συνεργασία της Αμερικής με την Ουκρανία θα αντιστάθμιζε τα τεράστια πλεονεκτήματα της Ρωσίας σε ανθρώπινο δυναμικό και οπλισμό. Για να καθοδηγούν τους Ουκρανούς καθώς ανέπτυσσαν [στην Ουκρανία] το ολοένα και πιο εξελιγμένο οπλοστάσιό τους, οι Αμερικανοί δημιούργησαν μια επιχείρηση με την ονομασία Task Force Dragon.

Το μυστικό κέντρο της σύμπραξης βρισκόταν στη βάση του αμερικανικού στρατού στο Βισμπάντεν της Γερμανίας. Κάθε πρωί, Αμερικανοί και Ουκρανοί στρατιωτικοί αξιωματικοί καθόριζαν τις προτεραιότητες στοχοποίησης—ρωσικές μονάδες, κομμάτια εξοπλισμού ή υποδομές. Οι αξιωματικοί των αμερικανικών και συμμαχικών μυστικών υπηρεσιών ανέλυαν δορυφορικές εικόνες, ραδιοεκπομπές και υποκλαπείσες επικοινωνίες για να βρουν τις ρωσικές θέσεις. Στη συνέχεια, η Task Force Dragon έδινε στους Ουκρανούς τις συντεταγμένες ώστε να μπορούν να τους χτυπήσουν.

Οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι μπορεί να ήταν αδικαιολόγητα προκλητικό να αποκαλούν τους στόχους «στόχους». Αντ’ αυτού αναφέρονταν ως «σημεία ενδιαφέροντος».

Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και το πυροβολικό βοήθησαν την Ουκρανία να ανατρέψει γρήγορα την εξέλιξη της ρωσικής εισβολής.

Την άνοιξη του 2022, η κυβέρνηση Μπάιντεν συμφώνησε να στείλει συστήματα πυροβολικού υψηλής κινητικότητας ή HIMARS, τα οποία χρησιμοποιούσαν δορυφορικά καθοδηγούμενους πυραύλους για πλήγματα σε απόσταση έως και 50 μιλίων.

Κατά τον πρώτο χρόνο του πολέμου, οι Ουκρανοί ήταν εξαιρετικά εξαρτημένοι από τους Αμερικανούς για πληροφορίες, και η Task Force Dragon εξέταζε και επέβλεπε σχεδόν κάθε χτύπημα HIMARS.

Τα πλήγματα προκάλεσαν την εκτίναξη του ρυθμού των ρωσικών απωλειών και η αντεπίθεση της Ουκρανίας το 2022 ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχής: Μέχρι τον Δεκέμβριο, οι Ουκρανοί διατηρούσαν ένα απίθανο, τύπου ‘Δαυίδ εναντίον Γολιάθ’, πλεονέκτημα έναντι του Ρώσου εχθρού τους.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε να μετακινεί τις κόκκινες γραμμές της.

Από την πρώτη στιγμή, οι αξιωματούχοι της [αμερικανικής] κυβέρνησης προσπάθησαν να θέσουν μια κόκκινη γραμμή: Η Αμερική δεν πολεμούσε τη Ρωσία- βοηθούσε την Ουκρανία. Εν τούτοις, ανησυχούσαν ότι τα βήματα που γίνονταν για να επιτευχθεί αυτό θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον κ. Πούτιν να επιτεθεί σε στόχους του NATO ή ίσως να κάνει πράξη τις πυρηνικές του απειλές. Ακόμη και καθώς η [αμερικανική] κυβέρνηση ανέπτυσσε μια ολοένα και μεγαλύτερη ανοχή στο ρίσκο προκειμένου να βοηθάει την Ουκρανία να αντιμετωπίζει την εξελισσόμενη απειλή, πολλά από τα ενδεχομένως πιο προκλητικά βήματα γίνονταν εν κρυπτώ.

  • Χαλαρώνοντας την απαγόρευση για αμερικανικές μπότες στο ουκρανικό έδαφος, επιτράπηκε στο Βισμπάντεν να τοποθετήσει περίπου δώδεκα στρατιωτικούς συμβούλους στο Κίεβο. Για να μην τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης στην παρουσία τους, το Πεντάγωνο τους ονόμασε αρχικά «ειδικούς επί του θέματος». Αργότερα η ομάδα διευρύνθηκε, σε περίπου τρεις δωδεκάδες, και οι στρατιωτικοί σύμβουλοι τελικά επιτράπηκε να ταξιδεύουν σε ουκρανικά διοικητήρια πιο κοντά στις μάχες.
  • Το 2022, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ εξουσιοδοτήθηκε να κοινοποιεί πληροφορίες στόχευσης για τις ουκρανικές επιθέσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών σε πολεμικά πλοία ακριβώς πέρα από τα χωρικά ύδατα της προσαρτημένης στη Ρωσία Κριμαίας. Η C.I.A. έλαβε άδεια να υποστηρίζει τις ουκρανικές επιχειρήσεις εντός των υδάτων της Κριμαίας—εκείνο το φθινόπωρο, η κατασκοπευτική υπηρεσία σε κρυφή επιχείρηση συνέδραμε ουκρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη να πλήξουν ρωσικά πολεμικά πλοία στο λιμάνι της Σεβαστούπολης.
  • Τον Ιανουάριο του 2024, Αμερικανοί και Ουκρανοί στρατιωτικοί αξιωματικοί στο Βισμπάντεν σχεδίασαν από κοινού μια εκστρατεία – χρησιμοποιώντας πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που προμήθευσε ο συνασπισμός, μαζί με ουκρανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη—για να επιτεθούν σε περίπου 100 ρωσικούς στρατιωτικούς στόχους σε όλη την Κριμαία. Η εκστρατεία, η οποία ονομάστηκε Επιχείρηση Lunar Hail, πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να εξαναγκάσει τους Ρώσους να αποσύρουν εξοπλισμό, εγκαταστάσεις και δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κριμαία πίσω στη ρωσική ενδοχώρα.


Εντέλει, δόθηκε η άδεια στον αμερικανικό στρατό και τη C.I.A. να συνδράμουν με χτυπήματα μέσα στη Ρωσία.

Η πιο αμετακίνητη κόκκινη γραμμή ήταν τα ρωσικά σύνορα. Αλλά την άνοιξη του 2024, για να προστατευθεί η βόρεια πόλη του Χάρκοβο από μια ρωσική επίθεση, η κυβέρνηση [των ΗΠΑ] έδωσε εντολή για τη δημιουργία ενός «πλαισίου επιχειρήσεων» (ops box)—μιας ζώνης ρωσικού εδάφους εντός της οποίας οι αξιωματικοί των ΗΠΑ στο Βισμπάντεν θα μπορούσαν να παρέχουν στους Ουκρανούς ακριβείς συντεταγμένες. Η πρώτη έκδοση του πλαισίου καταλάμβανε μια ευρεία έκταση κατά μήκος των βόρειων συνόρων της Ουκρανίας. Το πλαίσιο διευρύνθηκε μετά την αποστολή στρατευμάτων από τη Βόρεια Κορέα για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της εισβολής των Ουκρανών στην περιοχή Κουρσκ της Ρωσίας. Αργότερα, επετράπη στον αμερικανικό στρατό να ενεργοποιήσει πυραυλικές επιθέσεις σε μια περιοχή της νότιας Ρωσίας, όπου οι Ρώσοι στάθμευαν δυνάμεις και εξοπλισμό για την επίθεσή τους στην ανατολική Ουκρανία.

[ΣΗΜ. Εδώ επιβεβαιώνεται έμμεσα ότι η επιδρομή με drones κατά των ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης της Ρωσίας για πυρηνική επίθεση που βρίσκονταν στο Αρμαβίρ πραγματοποιήθηκε από την CIA–σχετικά βλ. το άρθρο με τίτλο «Η ΑμερικανοΝΑΤΟϊκή επίθεση κατά του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης της Ρωσίας έχει ως στόχο την ανατροπή της ‘κυριαρχίας κατά την κλιμάκωση’ που απολαμβάνει η Ρωσία»]

Οι πολιτικές διαφωνίες στην Ουκρανία συνέβαλαν στην κατάρρευση της αντεπίθεσης του 2023.

Η αντεπίθεση του 2023 είχε ως στόχο να αναπτύξει δυναμική μετά τους θριάμβους του πρώτου έτους. Αλλά αφού οι εταίροι πραγματοποίησαν πολεμικά παιχνίδια στο Βισμπάντεν και συμφώνησαν σε μια στρατηγική, το σχέδιο προσέκρουσε μετωπικά στις ουκρανικές πολιτικές διαμάχες.

Ο επικεφαλής των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Valery Zaluzhny, αγκάλιασε το σχέδιο, κεντρικό σημείο του οποίου ήταν μια επίθεση προς την κατεύθυνση της νότιας πόλης της Μελιτόπολης που θα απέκοπτε τις ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού. Αλλά ο αντίπαλος και υφιστάμενός του, ο αντιστράτηγος Oleksandr Syrsky, είχε το δικό του σχέδιου—να καθηλώσει τις ρωσικές δυνάμεις στην κατεχόμενη ανατολική πόλη Μπάχμουτ. Ο Ουκρανός πρόεδρος, Volodymyr Zelensky, πήρε το μέρος του και μοίρασε τα πυρομαχικά και τις δυνάμεις σε δύο κύρια μέτωπα αντί για ένα. Οι Ουκρανοί δεν ανακατέλαβαν ποτέ το Μπάχμουτ και μέσα σε λίγους μήνες η αντεπίθεση κατέληξε σε αποτυχία. Η Ρωσία είχε πλέον το πάνω χέρι.

 

Πηγή: Archive

Συμμαχία με αντιφάσεις

Η συμμαχία της Sahra Wagenknecht πανηγύρισε μεγάλες επιτυχίες στις εκλογές της Ανατολικής Γερμανίας. Λίγο πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές, ωστόσο, τα εκλογικά ποσοστά της μειώνονται.  

Χειροκροτήματα ξέσπασαν στο ομοσπονδιακό κομματικό συνέδριο του BSW όταν, προς το τέλος, η ιδρύτρια, πρόεδρος και συνονόματη του κόμματος ανέβηκε τελικά στη σκηνή. Η πλειοψηφία των 600 ατόμων που ήταν παρόντες σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους, χειροκροτώντας. Η διάθεση είναι καλή, είπε. Όσοι πιστεύουν ότι η διάθεση είναι κακή πρέπει να μπήκαν σε λάθος χώρο, είπε. 

Ένα χρόνο μετά την επίσημη ίδρυσή του, το BSW αγωνίζεται να μπει στην επόμενη βουλή. Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις βλέπουν το κόμμα σε περίπου τέσσερα έως έξι τοις εκατό – έναν κρίσιμο ποσοστό που καθορίζει την επιτυχία ή την αποτυχία. Είναι η πρώτη σοβαρή κρίση του νεαρού κόμματος αφού προκάλεσε σάλο με ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα: στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, το BSW κέρδισε αμέσως το 6,2 τοις εκατό των ψήφων και στις εκλογές στο Βραδεμβούργο, τη Σαξονία και τη Θουριγγία πέτυχε ακόμη και διψήφια αποτελέσματα. Αλλά η σημερινή κρίση δεν έρχεται από το πουθενά. Είναι το αποτέλεσμα πέντε κεντρικών αντιφάσεων που συνόδευσαν το BSW από την ίδρυσή του. 

Κεφάλαιο κατά εργασίας 

Στην ομοσπονδιακή συνέντευξη Τύπου το φθινόπωρο του 2023, στην οποία ανακοινώθηκε η ίδρυση, και στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος στις 27.01.2024, ο νεαρός σχηματισμός επικεντρώθηκε σε τέσσερα κεντρικά θέματα: οικονομία της λογικής, κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη και το αίτημα για ελευθερία έκφρασης. Οι αντιφάσεις είναι ήδη εμφανείς σε αυτά τα βασικά θέματα. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην ένταση μεταξύ της πιο αριστερής προέλευσης πολιτικής για τους μισθούς και την αγορά εργασίας, και της έννοιας της οικονομίας της λογικής. Το τελευταίο βασίζεται κατά κύριο λόγο στα συμφέροντα των μεσαίων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και υπόσχεται περιορισμό στις αυξήσεις φόρων. Ταυτόχρονα, το κόμμα προπαγανδίζει την κοινωνική δικαιοσύνη, για παράδειγμα μέσω υψηλότερων κατώτατων μισθών και υψηλότερου συνταξιοδοτικού, κάτι που, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με τον φιλικό προς τις ΜΜΕ προσανατολισμό του. 

Αυτή η αντίφαση δεν επιλύεται, αλλά επικαλύπτεται με ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Από την ίδρυσή του, η οικονομία της λογικής ήταν πάντα η κορυφαία προτεραιότητα, ακόμη και πριν από θέματα όπως κοινωνική δικαιοσύνη ή η εργασία. Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης στο ομοσπονδιακό εκλογικό του πρόγραμμα, το οποίο ξεκινά με ένα πλάνο επανάκαμψης της γερμανικής οικονομίας, ενώ το δεύτερο κεφάλαιο ασχολείται με την κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτή η επιλογή μπορεί να ερμηνευθεί ως στρατηγική απόφαση από ένα νέο κόμμα που θέλει να διαφοροποιηθεί – ειδικά από την Αριστερά – και σκόπιμα παραμένει ασαφές προγραμματικά για να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερες ψήφους από διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα. Η αυτοπεριγραφή του κόμματος ως εκπρόσωπος ενός αριστερού συντηρητισμού, όπως διατυπώθηκε, ενισχύει τον χαρακτήρα ενός „catch-all“ κόμματος, χωρίς συγκεκριμένο δηλαδή ιδεολογικό περιεχόμενο. 

Το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής του BSW αντικατοπτρίζει επίσης την ιδεολογική αλλαγή της ιδρύτριας του. Στις δημοσιεύσεις της, η Wagenknecht έχει μετατοπιστεί από τις σοσιαλιστικές αρχές της την περίοδο που συμμετείχε στην Κομμουνιστική Πλατφόρμα του PDS και τις μαρξιστικές πεποιθήσεις της που διαμόρφωσαν το βιβλίο της „Καπιταλισμός σε Κώμα“(2003) καθώς και έργα για την εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ. Αυτό  είναι ξεκάθαρα εμφανές στα μεταγενέστερα βιβλία της. Ο ιδεολογικός αυτός μετασχηματισμός διαμορφώνει και τον βασικό προσανατολισμό οικονομικής πολιτικής της, ο οποίος διαφέρει σαφώς από το ταξικό πολιτικό και αριστερό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα της Αριστεράς. 

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ενδείξεις κάποιας εξέλιξης εντός του κόμματος. Ενώ στην αρχική φάση υπήρχε ακόμη έντονη ρητορική εστίαση στις μεσαίες επιχειρήσεις, το ομοσπονδιακό εκλογικό πρόγραμμα επικεντρώνεται πλέον περισσότερο στα συμφέροντα των μισθωτών. Το κόμμα προσφέρει εκπληκτικά λίγα στις ΜΜΕ. Από τη μία πλευρά, υπόσχεται να μειώσει τη γραφειοκρατία. Αυτό βασίζεται στην πολύ πραγματική εμπειρία των μικρών εταιρειών: ενώ οι μεγάλες εταιρείες επωφελούνται από την απορρύθμιση, για αυτές ο νεοφιλελευθερισμός σίγουρα συνοδεύεται από όλο και περισσότερους κανονισμούς. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η υπόσχεση για πιθανές μακροοικονομικές συνέπειες μιας ισχυρότερης εγχώριας πολιτικής με στόχο την τόνωση της οικονομίας. Η προτεινόμενη διέξοδος από την οικονομική κρίση – η λεγόμενη επιστροφή της γερμανικής οικονομίας – βασίζεται σε ένα μείγμα μελλοντικών επενδύσεων και αυξημένης συνολικής ζήτησης. 

Ωστόσο, η θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ του προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής και του επίκεντρο στην εργατική τάξη παραμένει. Θέλει το BSW να είναι ένα ορντοφιλελεύθερο κόμμα προς το συμφέρον των μεσαίων επιχειρήσεων, κάτι που θα το έθετε σε ανταγωνισμό με το FDP και το AfD? Ή μήπως θέλει να είναι κόμμα της εργατικής τάξης? Κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής κατεύθυνσης και της μελλοντικής ανάπτυξης του BSW, αυτό το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. 

Το BSW προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αντίφαση μεταξύ οικονομικής λογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης επισημαίνοντας την προφανή σύνδεση μεταξύ της τρέχουσας οικονομικής κρίσης και των συνεπειών του χειρισμού του πολέμου στην Ουκρανία από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Κεντρικό μέλημα είναι η μείωση του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία και τα ιδιωτικά νοικοκυριά. Για το σκοπό αυτό, το BSW προτείνει την έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία μετά από διπλωματική ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ξανά το λειτουργικό τμήμα του αγωγού Nord Stream για παραδόσεις φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Στόχος είναι να μειωθεί η εξάρτηση από το ακριβό αέριο από τις ΗΠΑ, γεγονός που επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και το κόστος ζωής για τα ιδιωτικά νοικοκυριά. 

Άλλα μέτρα που έλαβε η σημερινή κυβέρνηση, όπως ο νόμος για τη θέρμανση και η τιμολόγηση του CO2, τα οποία, σύμφωνα με το BSW, μετακυλύουν άνισα το κόστος της προστασίας του κλίματος, θα πρέπει επίσης να αποσυρθούν. Ωστόσο, το κόμμα αναγνωρίζει την ανάγκη για προστασία του κλίματος και ζητά επενδύσεις σε μελλοντικές τεχνολογίες. Στη φορολογική πολιτική, το BSW υποστηρίζει την επανεισαγωγή του φόρου περιουσίας και τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, παρόμοια με το Die Linke, το SPD, τους Πράσινοι και μέρη της Ένωσης – όχι για την αύξηση των δαπανών για όπλα, αλλά για τη χρηματοδότηση για κοινωνικά και οικονομικά έργα. 

Το BSW αναμένει οικονομική ανάπτυξη κυρίως μέσω της ενίσχυσης της εγχώριας οικονομικής ζήτησης. Το κόμμα ζητά, μεταξύ άλλων, υψηλότερο κατώτατο μισθό 15 ευρώ, αύξηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και μεγαλύτερη εταιρική συναπόφαση, παρόμοια με θέσεις των Σοσιαλδημοκρατών και της Αριστεράς. Το κράτος πρόνοιας πρόκειται να επεκταθεί: σχεδιάζεται μια συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση για την ασφάλιση των πολιτών, η οποία θα αφορά και τους δημοσίους υπαλλήλους. Στην πολιτική υγείας, μια νόμιμη εταιρεία ασφάλισης υγείας πρόκειται επίσης να εισαχθεί ως φορέας ασφάλιση, η οποία θα καλύπτει πρόσθετες υπηρεσίες όπως οδοντοστοιχίες και γυαλιά. Το BSW ζητά επίσης ένα σύστημα περίθαλψης στο οποίο το κόστος θα καλύπτεται από τον δημόσιο τομέα. 

Είναι γεγονός ότι το κόμμα, με την ιδέα της ανταποδοτικής κοινωνίας, στρέφεται πλέον λιγότερο έντονα ενάντια στους αποδέκτες επιδομάτων, και κυρίως ενάντια σε αυτούς που ζουν από μετοχικό ή ακίνητο κεφάλαιο. Ο στόχος είναι μια χώρα στην οποία θα ανταμείβονται οι σκληρά εργαζόμενοι και όχι οι κληρονόμοι. 

Όσον αφορά την αγορά εργασίας και την κοινωνική πολιτική, το BSW τοποθετείται στα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας. Το πρόγραμμα εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό κλασικό σοσιαλδημοκρατικό και μεταρρυθμιστικό και πέφτει στο κενό που αφήνει το SPD. Ταυτόχρονα, το πρόγραμμα φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να είναι μια αποδυναμωμένη εκδοχή του τρέχοντος εκλογικού μανιφέστου του πρώην κόμματος της Αριστεράς. Η Αριστερά όμως, η οποία πλησιάζει σιγά σιγά το όριο του πέντε τοις εκατό και βασίζεται στην πολύ ρεαλιστική είσοδο στη βουλή μέσω τουλάχιστον τριών μονοεδρικών περιφερειών, εξακολουθεί να είναι πιο μελετημένη, ακόμα κι αν υπάρχουν προγραμματικές επικαλύψεις σε ορισμένα σημεία. 

Η αντίφαση μεταξύ του προσανατολισμού προς τις ΜΜΕ από τη μια πλευρά και την εργατική τάξη από την άλλη θα κορυφωθεί για το BSW τα επόμενα χρόνια, καθώς αυτές αναμένεται να χαρακτηριστούν από σκληρές ταξικές διαμάχες, ιδίως από μια αυξημένη ταξική πάλη από τα πάνω. Η προσπάθεια του BSW να απευθυνθεί τόσο στις ΜΜΕ όσο και στους μισθωτούς θα δοκιμαστεί σοβαρά στο πλαίσιο της Agenda 2030 που ανακοίνωσε ο πιθανώς νέος καγκελάριος Friedrich Merz (CDU). Αυτά τα σχέδια περιλαμβάνουν μέτρα όπως φορολογικές περικοπές για εταιρείες και πλούσιους, κοινωνικές περικοπές, σύνταξη στα 70, περικοπές μισθών σε περίπτωση ασθένειας και επέκταση του κανονικού ωραρίου εργασίας σε 42 ώρες την εβδομάδα. 

Οι ψευδαισθήσεις 

Σε αυτήν την κατάσταση, το γερμανικό μοντέλο που προτείνει το BSW, αυτό της „Γερμανίας του 21ου αιώνα“, στο οποίο επικρατεί η ταξική αρμονία και το κεφάλαιο επωφελείται από το κράτος πρόνοιας, μπορεί να χαρακτηριστεί ως επικίνδυνη ψευδαίσθηση. Η τρέχουσα κρίση στο γερμανικό μοντέλο εξαγωγών – που προκαλείται από την αργή μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση, τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από το εξωτερικό και τον πληθωρισμό που σχετίζεται με τις τιμές της ενέργειας που προκαλείται από τον οικονομικό πόλεμο των ΗΠΑ κατά της Κίνας και τον πόλεμο της Ουκρανίας – κάνει αυτήν την ιδέα να μοιάζει εξωπραγματική.  

Αυτό που θα είναι κρίσιμο θα είναι ποιες γραμμές και ποιους ανταγωνισμούς θα ανοίξει το BSW στον δημόσιο διάλογο. Η Wagenknecht διατύπωσε συχνά την κριτική της στην κυβέρνηση του συνασπισμού και τις συνέπειες του πολέμου και της κρίσης από μια μεσαίου μεγέθους επιχειρηματική οπτική. Η κύρια αντίφαση φαίνεται να είναι μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ, αλλά λιγότερο μεταξύ των τάξεων. Αυτό είναι προβληματικό επειδή οι ΜΜΕ εμφανίζονται συχνά ως οι πιο έντονοι αντίπαλοι των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των επιτροπών εργαζομένων, των συλλογικών συμβάσεων, των κατώτατων μισθών, των φόρων και της αναδιανομής. Η δομική τους εξάρτηση από το μεγάλο κεφάλαιο και η θέση τους στον ανταγωνισμό τις καθιστούν λιγότερο αξιόπιστη βάση για ένα κόμμα που θέλει να εκπροσωπεί και τα συμφέροντα των εργαζομένων. 

Ορισμένοι παρατηρητές βλέπουν την έμφαση στα ασαφή εθνικά συμφέροντα, όπως εκφράζεται στο κεντρικό σύνθημα του BSW „Η χώρα μας αξίζει περισσότερα“, ούτε ως λαϊκιστική ρητορική ούτε ως διαρκή στρατηγική, αλλά μάλλον ως μια προσωρινή συμμαχία μεταξύ μη μονοπωλιακού κεφαλαίου και εργαζομένων. Ακόμη και σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η προοπτική των μισθωτών θα μπορούσε να αναπαρασταθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια. 

Ωστόσο, αυτό ακριβώς αποτυγχάνει να κάνει η Βάγκενκνεχτ, όπως επέκρινε ο πρώην Σοσιαλδημοκράτης, μετέπειτα αριστερός πολιτικός Τόρστεν Τάιχερτ, ο οποίος αποχώρησε από το BSW. 

Στην απαραίτητη κριτική της στενής αλληλεγγύης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης προς τις ΗΠΑ, οι ακριβείς διατυπώσεις είναι σημαντικές για να μην πέσουμε σε εθνικιστικούς λόγους που συσκοτίζουν τον ταξικό ανταγωνισμό εσωτερικά και προκαλούν πολιτικές ψευδαισθήσεις για έναν νέο ταξικό συμβιβασμό σε μια κατάσταση κρίσης. 

Η δυνατότητα δράση 

Η δεύτερη αντίφαση απασχόλησε το BSW από την ίδρυσή του: υπάρχει αντίφαση μεταξύ της επιλεγμένης κομματικής μορφής και των απαιτήσεων μιας πολιτικής δύναμης ικανής να δράσει. Οι ιδρυτές του κόμματος επέλεξαν μια σφιχτή, οργανωμένη ιεραρχική δομή, αλλά αυτό δεν είναι μια επιστροφή στο μοντέλο της πρωτοπορίας ή του κόμματος νέου τύπου του μαρξισμού-λενινισμού. Μάλλον, η αυταρχική και ιεραρχική φύση του κόμματος δεν έχει ιδεολογικά κίνητρα, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας πραγματιστικής αναγκαιότητας. 

Προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή τη δημιουργία του BSW. Το κόμμα πιθανότατα δεν θα υπήρχε αν δεν είχε ευνοηθεί από μια φάση ανόδου του λαϊκισμού, η οποία χαρακτηρίζεται από τη σύμπτωση τριών εξελίξεων: μιας οικονομικής κρίσης, μιας πολιτικής κρίσης και μιας αυξανόμενης δυσπιστίας σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού προς τα καθιερωμένα κόμματα. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξεφεύγουν από τα παραδοσιακά κόμματα και αναζητούν εναλλακτικές – όπως το BSW. 

Αλλά μια τέτοια αφετηρία φέρνει μαζί της και συγκεκριμένες προκλήσεις για τα λαϊκιστικά κόμματα. Μεταξύ των πολυάριθμων που ψάχνουν μια νέα πολιτική δύναμη όπως το BSW είναι συχνά άνθρωποι που πολιτικοποιήθηκαν μόνο στο χρονικό διάστημα της κρίσης. Αυτά είναι συχνά πολιτικά άπειρα και ιδεολογικά ασταθή άτομα. Πολλοί πολιτικοποιήθηκαν, ιδιαίτερα λόγω της πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας – το BSW ζητά τον σχηματισμό εξεταστικής επιτροπής για την πολιτική της πανδημίας και αποζημιώσεις για όσους επλήγησαν από εμβολιασμούς. Πολλοί από αυτούς δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν συνεκτικές πολιτικές πεποιθήσεις. Επιπλέον, το BSW – όπως κάθε νέο κόμμα – έρχεται αντιμέτωπο με τυχοδιώκτες και ταραχοποιούς που θέτουν σοβαρά εμπόδια. 

Προκειμένου να αντιμετωπίσει τέτοιες προκλήσεις, το BSW έχει εισαγάγει αυστηρούς κανόνες για τη σύνθεση των μελών του. Οι αιτήσεις συμμετοχής πρέπει να εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο και μπορούν να απορριφθούν χωρίς αιτιολόγηση. Επιπλέον, θεσπίστηκε περίοδος ένστασης ενός έτους κατά μελών, προκειμένου να μπορέσουν να ληφθούν μεταγενέστερα μέτρα. Αυτός ο αυστηρός έλεγχος σημαίνει ότι η συμμετοχή του κόμματος είναι πολύ μικρή. Σύμφωνα με εσωτερικές πληροφορίες, το BSW έχει 25.000 υποστηρικτές, αλλά μόνο περίπου 1.100 μέλη. 

Η σύνθεση του εσωτερικού πυρήνα του κόμματος αποτελεί επίσης έκφραση αυτής της ανάγκης για έλεγχο. Η Sahra Wagenknecht, επηρεασμένη από τις σκληρές εσωκομματικές συγκρούσεις στο Αριστερό Κόμμα, έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον οπαδών που χαρακτηρίζεται κυρίως από πίστη και όχι από ιδεολογικές ομοιότητες. 

Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει προκλήσεις. Από τη μία πλευρά, το BSW θέλει να κρατήσει εκείνους που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο το έργο του εκτός κόμματος. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να διατηρήσει τον ενθουσιασμό και τη δέσμευση των ακτιβιστών – ένα έργο που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μια ευρύτερη βάση. Τα φυλλάδια δεν διανέμονται μόνα τους, πρέπει να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν εκλογικά περίπτερα και να τοποθετηθούν εκλογικές αφίσες. Ακόμη και το BSW, το οποία επωφελείται από ορισμένες πολύ υψηλές ατομικές δωρεές, δεν μπορεί να βασίζεται σε αμειβόμενο προσωπικό μακροπρόθεσμα. Μετά τις προηγούμενες προεκλογικές εκστρατείες και τη διοργάνωση δύο κομματικών συνεδρίων, τα εκατομμύρια των δωρεών θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να έχουν εξαντληθεί. 

Αυτή η αντίφαση έχει ήδη αρνητικές συνέπειες. Η δυσαρέσκεια αυξάνεται, ακόμη και μεταξύ επιφανών μελών του κόμματος. Ο ευρωβουλευτής του BSW Friedrich Pürner επέκρινε σε ένα άρθρο του την πολιτική αυτή ως καταστροφική: „Θα πρέπει να εργάζεστε και να πληρώνετε για το κόμμα, αλλά δεν επιτρέπεται να είστε μέλος“. 

 Οι εσωτερικές διαμάχες για διάφορες ενώσεις του BSW στο Αμβούργο είναι επίσης έκφραση αυτής της σύγκρουσης. Το κόμμα φαίνεται να δυσκολεύεται να κινητοποιήσει τη βάση και τους υποστηρικτές του αυτή τη στιγμή. Μέχρι στιγμής, μόνο λίγα γεγονότα έχουν λάβει χώρα κατά την προεκλογική του εκστρατεία και δεν έχουν γίνει μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την Ουκρανία εδώ και πολύ καιρό. Το BSW προσπαθεί να εκτονώσει αυτήν την αντίφαση χαλαρώνοντας τους αυστηρούς κανόνες για την αποδοχή μελών. Στο συνέδριο του κόμματος στη Βόννη, ο Όσκαρ Λαφοντέν ανακοίνωσε ότι θα ανοίξει το κόμμα περισσότερο σε υποστηρικτές. 

Οι συγκυβερνήσεις 

Η τρίτη αντίφαση έγκειται στην ταυτόχρονη αυτοπαρουσίαση του BSW ως αντικαθεστωτικού κόμματος και στην ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης. Το BSW μπορεί να εμφανίζεται ως πραγματική εναλλακτική λύση στα καθιερωμένα, ιδιαίτερα σε σχέση με τα μέτρα του κορονοϊού, τον πόλεμο στην Ουκρανία και στην κριτική κατά των εγκλημάτων πολέμου της ισραηλινής κυβέρνησης και της υποστήριξής τους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Σε αυτά τα θέματα το κόμμα εμφανίζεται επαναστατικό και αντικομφορμιστικό. Ειδικά στο ζήτημα της ειρήνης, το BSW φαίνεται σε πολλά πρώην μέλη και ψηφοφόρους της Αριστεράς ως το πιο συνεπές ειρηνευτικό κόμμα, απαλλαγμένο από το „whataboutism“ της Αριστεράς. Απόδειξη αυτού για πολλούς πρώην αριστερούς ψηφοφόρους που υποστήριξαν το BSW για πρώτη φορά στις περσινές ευρωεκλογές ήταν η συμπεριφορά πρώην κορυφαίων αριστερών πολιτικών: Ενώ η ανεξάρτητη κορυφαία υποψήφια Carola Rackete ψήφισε για περαιτέρω παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία, ο πρώην ηγέτης του κόμματος Martin Schirdewan απέφυγε να το κάνει, κάτι που εσωκομματική θεωρήθηκε απόκλιση από τη συνεπή ειρηνευτική πολιτική. 

Ωστόσο, το BSW τόνισε την προθυμία του να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των κρατικών προεκλογικών εκστρατειών στη Σαξονία, τη Θουριγγία και το Βραδεμβούργο. Αυτή η προθυμία, η οποία αρχικά ίσως παρουσιάστηκε μόνο ρητορικά, έγινε γρήγορα πραγματικότητα: στη Θουριγγία και το Βραδεμβούργο το BSW ανέλαβε στην πραγματικότητα την κυβερνητική ευθύνη. Αυτό οφείλεται πιθανώς λιγότερο στον ενθουσιασμό των πιθανών εταίρων του συνασπισμού και περισσότερο στο γεγονός ότι, δεδομένης της ισχυρής απόδοσης του AfD και στις τρεις εκλογές, δύσκολα θα ήταν δυνατές πλειοψηφίες πέρα από συμμαχίες με ακροδεξιούς. Το γεγονός ότι το BSW είναι πλέον υπό την ευθύνη της κυβέρνησης οφείλεται πιθανώς και στην υποστήριξη των δικών του υποστηρικτών. Σύμφωνα με έρευνα του ARD, λίγο πριν από τις πολιτειακές εκλογές στη Σαξονία και τη Θουριγγία, το 99 τοις εκατό των υποστηρικτών του BSW σε εθνικό επίπεδο υποστήριζαν τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις. Παράλληλα, η Βάγκενκνεχτ στέρησε από τον εαυτό της την διαπραγματευτική της θέση όταν, το βράδυ των εκλογών, απέκλεισε την πιθανότητα να ανεχθεί μια κυβέρνηση μειοψηφίας και χωρίς να υπάρχει πραγματική ανάγκη δήλωσε στη τηλεόραση ότι τα ομοσπονδιακά κράτη της Ανατολικής Γερμανίας χρειάζονταν μια σταθερή κυβέρνηση. 

Ωστόσο, ο διττός ρόλος του BSW ως κυβερνώντος κόμματος και ως αξιόπιστης λαϊκής εναλλακτικής κατά του κατεστημένου ενέχει μια άρρηκτη αντίφαση. Το BSW κληρονομεί έτσι, ας πούμε, μια αντίφαση από το παλιό του μητρικό κόμμα Die Linke, του οποίου η αντιπολίτευση στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού πριν από τις τελευταίες εκλογές εμποδίστηκε από τις ψευδαισθήσεις που είχε οτι θα μπορούσε να συμμετέχει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά και από τη συμμετοχή του σε κρατιδιακές κυβερνήσεις, στις οποίες το Die Linke συνεργάστηκε με το SPD και τους Πράσινου. Για το BSW, η αντίφαση αυτή θα μπορούσε επίσης να είναι η αιτία του τρέχοντος χαμηλού ποσοστού. Από τις πολιτειακές εκλογές στα ομοσπονδιακά κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας τον Σεπτέμβριο, στις οποίες το BSW σε εθνικό επίπεδο ήταν ακόμα περίπου εννέα τοις εκατό, τα ποσοστά έχουν πέσει σχεδόν γραμμικά. Η κλιμάκωση αυτής της εσωτερικής σύγκρουσης φαίνεται να επιβαρύνει μόνιμα το κόμμα. 

      Το πολιτισμικό χάσμα  

Ο αυτοπροσδιορισμός του BSW ως αριστερής συντηρητικής δύναμης, που ακούγεται συχνά, βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει ένα κενό στην εκπροσώπηση στη Γερμανία: μια ομάδα ανθρώπων που είναι μάλλον συντηρητικοί σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, αλλά αριστεροί σε κοινωνικοοικονομικά ζητήματα. Η παρούσα θέση, η οποία έχει συζητηθεί εδώ και καιρό στις πολιτικές επιστήμες, ήταν μια από τις κεντρικές προϋποθέσεις για την ίδρυσή του κόμματος. Ανεξάρτητα από το πόσο υγιής είναι αυτή η υπόθεση και αν το πραγματικό μέγεθος αυτού του χάσματος εκπροσώπησης ισχύει όντως, η εστίαση σε κοινωνικοπολιτικά συντηρητικές και κοινωνικοοικονομικά (αριστερές) σοσιαλδημοκρατικές θέσεις ενέχει τον κίνδυνο περαιτέρω αντίφασης. 

Ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα είναι η μεταναστευτική πολιτική. Αρχικά, αυτό έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο στο BSW, αλλά εξελίχθηκε σε επίκεντρο από το καλοκαίρι του 2024. Εκτός από τα θέματα του πολέμου της Ουκρανίας, της οικονομίας και των κοινωνικών ζητημάτων, η μεταναστευτική πολιτική μπήκε στο επίκεντρο ιδιαίτερα από την Wagenknecht. Τον Ιούλιο του 2024, ενέτεινε τη ρητορική της όταν χαρακτήρισε „ορολογιακές βόμβες“  εγκληματίες αιτούντες άσυλο. Το BSW αντιπροσωπεύει επίσης προγραμματικά θέσεις που είναι πιο πιθανό να ταξινομηθούν στο δεξιό φάσμα: Το κόμμα απαιτεί οι διαδικασίες ασύλου να πραγματοποιούνται εκτός ΕΕ εάν είναι δυνατόν και να απελαθούν εγκληματίες μετανάστες. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών κατά το κόμμα δεν πρέπει να έχουν δικαίωμα διαμονής. Τονίζεται δε ότι η Γερμανία χρειάζεται ζωτικό χώρο από την ανεξέλεγκτη μετανάστευση. 

Με την αυξανόμενη εστίαση σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, το BSW μεταβαίνει στην πολιτική αρένα του AfD και αναλαμβάνει τα πεδία λόγου του, μια πορεία που δημιουργεί επίσης εντάσεις μέσα στο κόμμα. Από τη μία πλευρά, οι συνδεδεμένοι με τα συνδικάτα και αριστεροί εκπρόσωποι του BSW βασίζονται ιδιαίτερα στην πολιτικοποίηση των διαφορών, δηλαδή στις ταξικές συγκρούσεις μεταξύ των από τα πάνω και των από τα κάτω. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια τάση σύνδεσης του κοινωνικού ζητήματος με το μεταναστευτικό ζήτημα. Για παράδειγμα, η Wagenknecht συνέκρινε το μηνιαίο κόστος για τους πρόσφυγες –. για παροχές σε χρήμα, διαμονή και υποδομές – με τη σύνταξη μιας γυναίκας „που εργάστηκε σκληρά όλη της τη ζωή και μεγάλωσε δύο παιδιά“. 

Πέρα από αριστερά και σωστά; 

Τέλος, η πέμπτη αντίφαση έγκειται στην αυτοπεριγραφή του κόμματος ως πέρα από τις κατηγορίες της αριστεράς και της δεξιάς που θεωρούνται ξεπερασμένες, και στο πρόβλημα της έλλειψης σαφήνειας σχετικά με το τι πραγματικά πρεσβεύει το κόμμα. Υπάρχει επίσης σημαντική διαφωνία εντός του κόμματος, ειδικά όταν πρόκειται για το ζήτημα αυτό. Σήμερα, οι ορισμοί συχνά σημαίνουν τα πάντα και τίποτα, ακόμη και αντιφατικά πράγματα. Αλλά και το BSW δεν θέλει να είναι σοσιαλιστικό. Ο Christian Leye, Γενικός Γραμματέας του BSW, περιέγραψε το BSW σε συνέντευξή του ως αριστερό κόμμα με την κλασική έννοια. Ωστόσο, μια τέτοια ταξινόμηση έρχεται σε αντίθεση με την αυτοταξινόμηση που έκανε το πρώην μέλος της Αριστεράς Sabine Zimmermann στην προεκλογική εκστρατεία του κόμματος στην Σαξονία, όταν δήλωσε ότι ήταν „στα δεξιά του SPD και στα αριστερά του CDU“. 

Αυτός ο πολιτικός αποπροσανατολισμός αντικατοπτρίζεται και στην αντιφατική αντιμετώπιση του AfD. Στην αρχή, το BSW τοποθετήθηκε ως μια σοβαρή εναλλακτική στο κόμμα της Alice Weidel και του Björn Höcke. Η Wagenknecht τόνιζε ιδιαίτερα τη διαφορά μεταξύ των μελών του AFD που είναι ξεκάθαρα φασίστες, και των μελών εκείνων που, κατά τη γνώμη της, δεν ήταν δεξιοί ριζοσπάστες. Η Wagenknecht έλεγε για την Alice Weidel τον Φεβρουάριο του 2024: Η συμπρόεδρος του AfD δεν εκπροσωπεί δεξιές εξτρεμιστικές θέσεις, αλλά συντηρητικές-οικονομικά φιλελεύθερες. 

Ενώ η Wagenknecht και οι συνάδελφοί της στην ιδρυτική φάση βασίστηκαν στο να μην μιλάνε για το AfD, αλλά μάλλον να παρουσιάζονται ως μια αποφασιστική εναλλακτική λύση στους Πράσινους, το AfD φαίνεται τώρα να έχει επιλεγεί ως ο κύριος στρατηγικός αντίπαλος του BSW στην καυτή φάση των ομοσπονδιακών εκλογών. Σε κάθε περίπτωση, το AfD δέχθηκε επίσης σκληρή επίθεση στο συνέδριο του ομοσπονδιακού κόμματος στη Βόννη. 

Αυτή η αλλαγή πορείας θα μπορούσε να οφείλεται στις τρέχουσες δημοσκοπίσεις: Ενώ το BSW χάνει συνεχώς υποστήριξη από τον Σεπτέμβριο, το AfD καταγράφει αυξανόμενες τιμές. Επί του παρόντος, στο 21 τοις εκατό, δεν ανησυχεί για την είσοδο στην Bundestag –in σε πλήρη αντίθεση με το BSW, το οποία πρέπει να φοβάται για την ύπαρξή του.

 Πηγή: jungewelt.de

 

Η Ευρωπαική Ένωση της Β´ εθνικής

Στη δεύτερη κατηγορία της παγκόσμιας πολιτικής: εδώ οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ εξόρισαν το Σαββατοκύριακο τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της ΕΕ. Το γεγονός ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί σκληρό πλήγμα για τους εγωκεντρικούς κυβερνήτες στην Ευρώπη. Εξάλλου, από την εποχή της αποικιοκρατίας έχουν συνηθίσει να έχουν μια αξιόπιστη θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, εκεί που αποφασίζονται τα μεγάλα ζητήματα της παγκόσμιας πολιτικής. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που τώρα παραληρούν, φωνάζουν νευρικά “τίποτα για την Ευρώπη, χωρίς την Ευρώπη” και στη συνέχεια κάνουν αυτό που εξακολουθούν να κάνουν καλύτερα, να οργανώνουν μια σύνοδο κορυφής της ΕΕ για την κρίση. Ο Τραμπ δεν θα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα.

Είναι αλήθεια: Η ΕΕ έχει μείνει σαφώς πίσω στη διατλαντική αναμέτρηση. Ακόμη και αν κυρίως οι γερμανικές εταιρείες συνεχίζουν να αποκομίζουν σημαντικά κέρδη από τις επιχειρήσεις τους στις ΗΠΑ, είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ έχουν αφήσει την ΕΕ πίσω σε βασικές τεχνολογίες τα τελευταία χρόνια όπως είναι οι ημιαγωγοί και η τεχνητή νοημοσύνη (AI), ότι τείνουν να αρπάζουν επενδύσεις από την Ευρώπη, ότι την έχουν καταστήσει εξαρτημένη τόσο από τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ όσο και από τις αμυντικές προμήθειες των ΗΠΑ, κυρίως από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και έπειτα. Ο Τραμπ έρχεται επιπρόσθετα να επιβάλλει δασμούς, δηλώνει την πρόθεσή του να προσαρτήσει τη Γροιλανδία και αποκλείει την ΕΕ από τις διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία. Ένας διπλωμάτης της ΕΕ σχολίασε εύστοχα την οργισμένη της απαίτηση να της επιτραπεί η συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις: “Αν πρέπει να επιμένεις για να αποδείξεις τη σημασία σου, τότε αυτό μάλλον σημαίνει ότι δεν είσαι σημαντικός”.

Ωστόσο, είναι επίσης αλήθεια ότι στον πόλεμο της Ουκρανίας διακυβεύονται πολλά για την ΕΕ και, ιδίως, για το γερμανικό κεντρο, πολύ περισσότερα δε από ό,τι σε άλλες συγκρούσεις και πολέμους. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για το αν το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, για την οποία αγωνίζονται οικονομικά και πολιτικά από το 1990 με την επέκταση της ΕΕ προς ανατολάς και στρατιωτικά με την επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα του ρωσικού αντιπάλου. Αν η Ρωσία κερδίσει τον πόλεμο, θα έχει σπάσει αυτή την κυριαρχία. Το να μην της επιτραπεί ούτε καν να διαπραγματευτεί για τον τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης αποκλείεται για τη Γερμανία και την ΕΕ, στις οποίες πολλοί εξακολουθούν να ποντάρουν στον πόλεμο.

Η ειδική σύνοδος κορυφής της ΕΕ που ανακοινώθηκε για τη Δευτέρα στο Παρίσι προορίζεται ως ένα πρώτο βήμα στην προώθηση της συμμετοχής της Δυτικής Ευρώπης στις διαπραγματεύσεις. Μακροπρόθεσμα, βέβαια, μια πολιτική που στοχεύει στην κυριαρχία και όχι στην ισορροπία απαιτεί στρατιωτική ισχύ, δηλαδή σκληρό οπλισμό. Ο Τραμπ, ο οποίος -προς το παρόν; – έχει υποβιβάσει τη Δυτική Ευρώπη στη δεύτερη κατηγορία της παγκόσμιας πολιτικής, απαιτεί δαπάνες 5% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς.

 

Πηγή: jungewelt.de

To BSW πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές στην Γερμανία

Το BSW αγωνίζεται για την είσοδο στο Bundestag. Μια συνομιλία με την Sahra Wagenknecht

 

Λίγο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές, η πολιτική κινείται διεθνώς. Η Γερμανία και η ΕΕ αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον διαπραγματεύεται με τη Μόσχα για εκεχειρία στην Ουκρανία. Στο Βερολίνο και αλλού, πολλοί παράγοντες αισθάνονται κάπως αμήχανοι. Πώς αξιολογείτε αυτή την εξέλιξη;

Η ευρωπαϊκή πολιτική, με την αδιανόητη εμμονή της στις προμήθειες όπλων και την ατελείωτη παράταση του πολέμου, έχει οδηγήσει τον εαυτό της σε αδιέξοδο. Ήμουν από τους πρώτους που υποστήριξαν την επίλυση του πολέμου στην Ουκρανία μέσω διαπραγματεύσεων. Μας έλεγαν πάντα ότι ο Πούτιν δεν θέλει να διαπραγματευτεί. Τώρα, ο Τραμπ κάνει για πρώτη φορά μια σοβαρή πρόταση διαπραγμάτευσης και, ξαφνικά, οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν. Αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί και πριν από δύο ή τρία χρόνια, ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε τελειώσει στην Κωνσταντινούπολη τον Απρίλιο του 2022. Ο Τραμπ, ο οποίος σίγουρα δεν είναι άγγελος ειρήνης, θέλει να τερματίσει τον πόλεμο επειδή του έχει γίνει πολύ ακριβός και θέλει να επικεντρωθεί σε άλλες συγκρούσεις. Οι πολεμοχαρείς ευρωπαϊκές ελίτ βρίσκονται σε δύσκολη θέση και θα πρέπει να εξηγήσουν στον ευρωπαϊκό λαό γιατί πρέπει να πληρώσει το τίμημα για όλο αυτό το χάος.

 

Θα πρέπει σύντομα να συζητηθεί και ποιος θα πληρώσει για τους εξοπλισμούς που ζητείται τώρα με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Ποια είναι η θέση του BSW σε αυτό το θέμα;

Δεν χρειαζόμαστε νέο αγώνα εξοπλισμών, αλλά επιτέλους συνομιλίες για τον έλεγχο των όπλων και τον αφοπλισμό. Υπάρχουν ήδη πρώτες αναφορές ότι σε επίπεδο ΕΕ ετοιμάζεται ένα πακέτο εξοπλισμών ύψους 700 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ οι κανόνες για το χρέος θα χαλαρώσουν για να το χρηματοδοτήσουν. Αυτή η τρέλα θα μας οδηγήσει κάποια στιγμή σε έναν μεγάλο πόλεμο. Η επιθετικότητα με την οποία το BSW έχει αντιμετωπιστεί τους τελευταίους μήνες – από τον Νοέμβριο, ουσιαστικά, υπάρχει μόνο αρνητική δημοσιογραφική κάλυψη για εμάς – πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός ότι το πολιτικό κατεστημένο γνωρίζει ότι είμαστε η μόνη αντιπολίτευση με σκληρή στάση σε αυτό το θέμα.

 

Οι εξοπλισμοί και η στρατιωτικοποίηση δεν έπαιξαν σχεδόν κανέναν ρόλο στην προεκλογική εκστρατεία. Γιατί;

Το θέμα κρύβεται σκόπιμα μακριά. Έχουμε προσπαθήσει επανειλημμένα να θέσουμε το θέμα του κινδύνου ενός πολέμου, αλλά υπάρχει μια πραγματική λογοκρισία από τα μέσα ενημέρωσης. Περισσότερο ή λιγότερο όλα τα άλλα κόμματα είναι υπέρ των εξοπλισμών και έχουν συμφέρον να μην μιλήσουν γι’ αυτό στην προεκλογική τους εκστρατεία. Οι Πράσινοι έχουν γίνει πλέον οι χειρότεροι μαχητές του καναπέ και λομπίστες όπλων, αλλά και το CDU θέλει να συνεχίσει να στέλνει “Taurus” στην Ουκρανία, ενώ ο Όλαφ Σολτς έφερε στη χώρα μας πυραύλους μεσαίας εμβέλειας των ΗΠΑ για το 2026. Και όλοι γνωρίζουν ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων δεν το θέλει αυτό. Ακόμα και οι ψηφοφόροι του CDU δεν θέλουν να ζήσουν πόλεμο στη Γερμανία, και οι περισσότεροι δεν θέλουν να μειωθούν οι συντάξεις ή η εκπαίδευση για να αγοραστούν περισσότερα όπλα.

 

Έχετε προσπαθήσει επανειλημμένα να κινητοποιήσετε τον κόσμο στους δρόμους ενάντια στην πολιτική κλιμάκωσης. Γιατί αποφύγατε να το κάνετε αυτό κατά την προεκλογική εκστρατεία;

Κατά την προεκλογική εκστρατεία, είναι πολύ δύσκολο να οργανωθεί μια συγκέντρωση χωρίς να θεωρηθεί αμέσως ως κρυφή εκδήλωση της προεκλογικής εκστρατείας του BSW. Χρησιμοποιήσαμε τις προεκλογικές μας συγκεντρώσεις για να κινητοποιήσουμε τον κόσμο ενάντια στην τρέλα του πολέμου.

 

Ένα από τα θέματά σας τα τελευταία χρόνια ήταν η συρρίκνωση του “επιτρεπτού”  πολιτικού χώρου. Παρατηρείται αυτή τη στιγμή μια περαιτέρω εντατικοποίηση της καταστολής εναντίον του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Ποια είναι η θέση του BSW σε αυτό το θέμα;

Είναι τρομακτικό αυτό που συμβαίνει. Το γεγονός ότι η Francesca Albanese, ως Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ, εμποδίστηκε να εκφράσει δημόσια την άποψή της, αποτελεί σκάνδαλο και αποτέλεσμα της επέκτασης της έννοιας του αντισημιτισμού, η οποία, σύμφωνα με τις γερμανικές αρχές, περιλαμβάνει πλέον σχεδόν κάθε κριτική στον εγκληματικό πόλεμο του Νετανιάχου κατά της Γάζας. Με αυτόν τον τρόπο, καταδικάζεται κάθε κριτική στα εγκλήματα πολέμου, κάτι που είναι απλώς απαράδεκτο! Αλλά η κοινωνία μας τα τελευταία χρόνια έχει γίνει όλο και πιο αυταρχική και καταπιεστική. Ας σκεφτούμε μόνο την νέα κατηγορία που δημιούργησε η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος: “απονομιμοποίηση του κράτους”. Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά κάθε κριτικός της κυβέρνησης μπορεί να γίνει αντικείμενο παρακολούθησης. Όσον αφορά τη Γάζα: η Γερμανία φέρει μερίδιο ευθύνης για τα εγκλήματα πολέμου. Το BSW υπέβαλε πρόταση στην Bundestag για να μην προμηθεύει πλέον με όπλα το Ισραήλ. Αυτό απορρίφθηκε από όλους τους άλλους. Απορρίφθηκε πρόσφατα και η πρόταση που καταθέσαμε για ένα λεπτό σιγής για τα χιλιάδες άμαχα θύματα του πολέμου στη Γάζα.

 

Το παλιό σας κόμμα επικεντρώνεται στην προεκλογική του εκστρατεία κυρίως στα θέματα των ενοικίων και του πληθωρισμού. Το BSW δεν δίνει την ίδια έμφαση σε αυτά τα θέματα, αν και είναι σημαντικά για ένα μεγάλο μέρος των πιθανών ψηφοφόρων. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Εκτός από το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης, η δικαιοσύνη είναι το μεγάλο μας θέμα: η πρόσβαση σε γιατρούς και εκπαίδευση, η αυξανόμενη φτώχεια στην τρίτη ηλικία. Πρόσφατα, καταθέσαμε ένα άμεσο πρόγραμμα για 100 ευρώ περισσότερα το μήνα για όλους, καθώς και ένα σχέδιο για μεταρρύθμιση των συντάξεων, με πρότυπο την Αυστρία. Αλλά τα μέσα ενημέρωσης μας μπλοκάρουν σχεδόν εντελώς. Είναι προφανές ότι οι κυβερνώντες προτιμούν μια εύκολη αντιπολίτευση χωρίς προφίλ ειρηνικής πολιτικής. Ο πρόεδρος της Atlantikbrücke το είπε δημόσια: προτιμάμε την Die Linke από το BSW. Αυτό εξηγεί και τον ξαφνικό ενθουσιασμό των mainstream μέσων για την Die Linke.

 

Το κυρίαρχο θέμα σε αυτήν την εκλογική εκστρατεία ήταν η μετανάστευσης. Αφήνοντας στην άκρη το περιεχόμενο αυτής της συζήτησης: Το κόμμα σας, με την ψήφιση του λεγόμενου νόμου για τον περιορισμό της εισροής, έχει θέσει τον εαυτό του σε αυτό το ζήτημα ως μέρος μιας συντηρητικής και δεξιάς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Μια παρενέργεια είναι πιθανώς ότι οι άνθρωποι με ιστορία μετανάστευσης, από τους οποίους, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση πολλοί θα μπορούσαν να ψηφίσουν BSW, τώρα διστάζουν. Έχετε κάνει ένα σοβαρό λάθος εδώ;

Όχι. Βιώνω το ότι πολλοί άνθρωποι που έχουν οι ίδιοι ιστορία μετανάστευσης, επιθυμούν να τερματιστεί η ανεξέλεγκτη κατάσταση. Οι πολύ υψηλοί αριθμοί που είχαμε τα τελευταία χρόνια, απλά δεν είναι βιώσιμοι, επειδή λείπει η απαραίτητη υποδομή και έτσι αποτυγχάνει και η ενσωμάτωση. Αυτό οδηγεί σε μια αυξανόμενη αλλαγή του κλίματος στη χώρα – ειδικά με τα όλο και πιο συχνά εγκλήματα όπως στο Μαγδεμβούργο, το Ασάφενμπουργκ και το Μόναχο. Ο κύριος ωφελούμενος είναι το AfD. Αν όλα συνεχιστούν όπως μέχρι τώρα, το AfD θα είναι το ισχυρότερο κόμμα το 2029. Όποιος δεν θέλει να ενισχυθούν οι ρατσιστικές διαθέσεις στη Γερμανία, πρέπει να σταματήσει την ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Επιπλέον, τα ανοιχτά σύνορα για όλους και ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας δεν συμβαδίζουν. Φυσικά, ένα πρόβλημα αυτής της προεκλογικής εκστρατείας ήταν ότι μιλήσαμε πολύ περισσότερο για τη μετανάστευση παρά για παράδειγμα για την φτώχεια στην τρίτη ηλικία ή για τον πόλεμο.

 

Προτείνατε δημοψήφισμα για την μετανάστευσης. Δεν θα ήταν αυτό ένα ακόμη βήμα προς το να γίνει η μετανάστευσης ο άξονας όλων των ζητημάτων της εσωτερικής πολιτικής; Υπάρχει αυτή η τάση τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος.

Η μετανάστευση θα παραμείνει ένα κυρίαρχο θέμα, όσο δεν μειώνουμε τους υψηλούς αριθμούς. Αυτό είναι από το 2015 το πιο σημαντικό έδαφος για το AfD. Το δημοψήφισμα θα ήταν ένας τρόπος για να ξεπεραστεί η πολιτική κρίση. Η Δανία μείωσε τη μετανάστευση της και η πρώην ισχυρή Δεξιά είναι σήμερα μια περιθωριακή δύναμη. Δεν είναι αντιφασισμός να υπερασπίζεσαι την απεριόριστη μετανάστευση, αλλά προκαλεί το αντίθετο.

 

Αλλά δεν απαιτήσεις όπως αυτές για ένα δημοψήφισμα δεν βοηθούν εκείνους που, όπως η Ένωση και το AfD, θα προτιμούσαν να μιλούν μόνο για τη μετανάστευση, επειδή είναι τόσο εύκολο να διασπασουν την εργατική τάξη;

Το AfD κερδίζει κυρίως από το γεγονός πως τα προβλήματα δεν λύνονται. Θα ήταν σοφότερο εάν το SPD και οι Πράσινοι είχαν περάσει ένα πακέτο μέτρων με την Ένωση, γιατί τότε το AfD δεν θα είχε αυτό το μονοπώλιο στην προεκλογική εκστρατεία. Αλλά αντί για αυτό, το SPD και οι Πράσινοι ελπίζαν να κινητοποιηθούν πολιτικά ξανά μέσα απο τη συζήτηση αυτή. Αυτό τους πήγε στραβά, το Κόμμα της Αριστεράς ωφελήθηκε, το οποίο είναι το μόνο κόμμα που εξακολουθεί να εκπροσωπεί πλήρως τη θέση “Ανοιχτά σύνορα και δικαίωμα παραμονής για όλους”. Αλλά δεν εκλέγονται πλέον από τους φτωχότερους ανθρώπους που πρέπει να υποστούν τις συνέπειες, αλλά από ένα μάλλον προνομιούχο αστικό περιβάλλον. Το AfD γελάει επειδή και αυτοί έχουν ενισχυθεί από αυτή τη συζήτηση.

 

Το BSW γνώρισε γρήγορα επιτυχίες, εισήλθε σε τρία κρατικά κοινοβούλια και πλέον αποτελεί μέρος δύο κρατικών κυβερνήσεων. Από τότε, ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν στασιμότητα ή κατάρρευση. Ήταν λάθος αυτή η γρήγορη μετάβαση στην εκτελεστική εξουσία σε κρατικό επίπεδο;

Αυτή δεν ήταν η επιθυμητή μας έκβαση, αλλά βρισκόμασταν σε δίλημμα. Είχαμε γίνει πολύ ισχυροί στις εκλογές και μετά αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα του ότι χωρίς εμάς δεν ήταν δυνατή καμία κυβερνητική πλειοψηφία πέρα από το AfD. Αν είχαμε αρνηθεί κατηγορηματικά, θα είχαμε απογοητεύσει και τους ψηφοφόρους μας. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να επικεντρώσουμε τις διαπραγματεύσεις σε ορισμένα σημαντικά θέματα, όπως η εξωτερική πολιτική, όπου τα κρατίδια έχουν αρκετή επιρροή. Καταφέραμε, σε μια εποχή που όλοι μιλούσαν μόνο για όπλα, να ενσωματώσουμε στις συμφωνίες του συνασπισμού μια δέσμευση για διπλωματία και μια κριτική στην τοποθέτηση αμερικανικών πυραύλων. Στη Σαξονία αποχωρήσαμε, επειδή, μεταξύ άλλων, σε αυτό το ζήτημα δεν υπήρξε καμία διάθεση συμβιβασμού από την πλευρά του CDU και του SPD. Με δεδομένες τις εθνικές εκλογές, φυσικά θα ήταν καλύτερα να υπήρχαν πλειοψηφίες και στα τρία κρατίδια χωρίς εμάς, γιατί τότε θα είχαμε την ευκαιρία να σχηματίσουμε πρώτα πολιτικό προφίλ σε κρατικό επίπεδο στην αντιπολίτευση. Είναι προφανές ότι, ιδίως μέσω του συνασπισμού με το CDU στη Θουριγγία, απογοητεύσαμε και χάσαμε αρκετούς ψηφοφόρους.

 

Λυπάστε που το BSW δεν άνοιξε νωρίτερα σε μέλη που θέλουν να ενταχθούν; Θα ήταν σχεδόν αδύνατο να διεξαχθεί μια εκστρατεία για τις ομοσπονδιακές εκλογές με ένα τόσο μικρό κόμμα. Και το παλιό σας κόμμα ανακοινώνει ρεκόρ μελών κάθε εβδομάδα και εκπέμπει ξανά δυναμισμό.

Θέλω οι σταθεροί και ειλικρινείς υποστηρικτές μας, που υποστηρίζουν και την εκστρατεία μας, να γίνουν μέλη του κόμματός μας. Αλλά αν είχαμε δεχτεί χιλιάδες άτομα από τη μια μέρα στην άλλη, που δεν γνωρίζουμε και με τους οποίους δεν έχουμε μιλήσει πριν, το κόμμα μας πιθανότατα θα είχε διαλυθεί ήδη το πρώτο έτος, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα νεαρά κόμματα. Στο Αμβούργο, δύο άτομα αρκούσαν για να παραλύσουν σχεδόν ολόκληρη την περιφερειακή οργάνωση και να γεμίσουν τον πανεθνικό τύπο με αρνητικά νέα για το “χάος” στο BSW. Αν είχαμε κάτι τέτοιο σε 16 ομοσπονδιακά κρατίδια, τώρα δεν θα ήμασταν σε θέση να διεξάγουμε μια εκστρατεία για τις ομοσπονδιακές εκλογές με προοπτικές επιτυχίας.

 

Ας υποθέσουμε ότι το BSW εισέρχεται στην επόμενη ομοσπονδιακή Βουλή: Ποιο ρόλο θέλει να παίξει το κόμμα εκεί;

Σίγουρα θα είμαστε αντιπολίτευση. Μια συνεπής και δυνατή αντιπολίτευση απέναντι σε αυτήν την τρελή πολιτική του πολέμου, αλλά φυσικά και απέναντι στις κοινωνικές περικοπές. Και είμαι σίγουρη ότι θα υπάρξει μια ουσιαστική διαφορά στην πολιτική, κυρίως του SPD αλλά και των άλλων κομμάτων, αν είμαστε στη Βουλή.

Πηγή: jungewelt.de

Η Ατζέντα 2030 είναι ένα πρόγραμμα υποβάθμισης

 Ο Φρήντριχ Μερτς θέλει να δημιουργήσει “νέο πλούτο για τη Γερμανία”. Αλλά η Ατζέντα 2030 είναι κυρίως ένα δώρο στον γερμανικό εξαγωγικό τομέα – και κάνει φτωχότερη την πλειοψηφία του πληθυσμού.

 

Το CDU, με την Ατζέντα 2030, υπόσχεται μια “πραγματική αλλαγή πολιτικής”, η οποία θα βγάλει την γερμανική οικονομία από την ύφεση. Ενώ η κυβέρνηση Μέρκελ το 2015, υπό τον ορο Ατζέντα 2030 εννοούσε την δέσμευση στους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και αγωνιζόταν για μια “κοινωνική, οικονομική και οικολογική ανάπτυξη”, η Ατζέντα 2030 του CDU το 2025 σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: οπισθοδρόμηση στην οικονομική πολιτική της δεκαετίας του 2000.

Το όνομα του προγράμματος δεν έχει επιλεγεί τυχαία, αλλά βασίζεται στην Ατζέντα 2010, το μεγαλύτερο κύμα απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και του κοινωνικού κράτους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, με το οποίο η κυβέρνηση Σρέντερ προσπάθησε να αναστρέψει την κρίση της γερμανικής οικονομίας. Και αν κοιτάξουμε τις δύο αυτές προσπάθειες, βρίσκουμε κάποιες ομοιότητες: Επιθέσεις στο κοινωνικό κράτος με ταυτόχρονη προστασία της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας στην οποία ανήκουν κυρίως οι βιομηχανίες αυτοκινήτων, χημικών και μηχανών.

Εξαγωγικός Τομέας vs. Εσωτερική Οικονομία

Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς αύξησης του πληθωρισμού στο πλαίσιο της επανένωσης, μειωμένη ανταγωνιστικότητα, ανεργία και ελάχιστο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Το 1995, η Γερμανία εξήγαγε 43,6 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα από ό,τι εισήγαγε, το 2023 ήταν 224,3 δισεκατομμύρια ευρώ. Ως λύση, μια συμμαχία μεταξύ του Γκέρχαρντ Σρέντερ και της συντηρητικής πτέρυγας του SPD πρότεινε την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας – μια πολιτική ενάντια στις ομάδες συμφερόντων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε.

Η εφαρμογή της Ατζέντας 2010 πέτυχε επειδή το SPD έκανε συμφωνία με τα συνδικάτα του εξαγωγικού τομέα, όπως η IG Metall και η IG BCE. Αυτά τα συνδικάτα τα έσπασαν με το Verdi και άλλα συνδικάτα του τομέα των υπηρεσιών, τα οποία τότε ακολουθούσαν ένα πιο ευνοϊκό κοινωνικό πρόγραμμα για τους εργαζόμενους τους που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, εργασιακή ασφάλεια και τις εγγυήσεις μισθών. Οι εργαζόμενοι του εξαγωγικού τομέα δεν επηρεάστηκαν από τις απελευθερώσεις της Ατζέντας 2010. Επιπλέον, οι αξιωματούχοι της IG Metall και της IG BCE συμμετείχαν στην ανάπτυξη της Ατζέντας 2010. Ορισμένοι πρώην αξιωματούχοι κατείχαν αξιώματα στην κυβέρνηση Σρέντερ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ομώνυμος της Riester-Rente, Walter Riester, πρώην αντιπρόεδρος της IG Metall, στη συνέχεια ομοσπονδιακός υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Τάξης υπό τον Σρέντερ. Η Ατζέντα 2010 υπονόμευσε το κράτος πρόνοιας και ταυτόχρονα προκάλεσε μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ των εργαζομένων με καλύτερη και χειρότερη προστασία: εξαγωγικός τομέας έναντι εσωτερικής αγοράς.

Μεταξύ των σημαντικότερων πτυχών της Ατζέντας 2010 ήταν τότε η απελευθέρωση της εργασίας με σύμβαση, η προώθηση της μερικής απασχόλησης και η μείωση του επιδόματος ανεργίας. Επιπλέον, εισήχθη ένα σύστημα ελαστικής εργασίας, χαμηλά αμειβόμενης και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη. Οι άνεργοι τιμωρούνταν με κυρώσεις εάν αρνούνταν «κατάλληλες» προσφορές εργασίας, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης της πλευράς των εργοδοτών και αύξησε την πίεση στους μισθούς. Με τις μεταρρυθμίσεις υπονομεύτηκε η προστασία των εργαζομένων και ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους τομείς χαμηλών μισθών στην Ευρώπη. Αρχικά, στο πλαίσιο της Ατζέντας 2010, επαναλαμβανόταν διαρκώς η υπόσχεση ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε πρώτα να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και από εκεί να έχουν ευκαιρίες ανόδου. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι διαφορετική.

Πριν από την εισαγωγή του κατώτατου μισθού το 2015, σχεδόν κάθε τέταρτη θέση εργασίας στη Γερμανία αμείβονταν με χαμηλό μισθό, σήμερα κάθε έκτη. Και ο τομέας χαμηλών μισθών αποτελεί ιδιαίτερη παγίδα για τις γυναίκες, τους νέους, τους χαμηλά καταρτισμένους και τα άτομα με μεταναστευτικό υπόβαθρο, οι οποίοι αφενός λόγω δομικών παραγόντων όπως οι διακρίσεις πρόσβασης στην αγορά εργασίας, η έλλειψη αναγνώρισης ξένων τίτλων σπουδών ή η άνιση κατανομή των υποχρεώσεων φροντίδας, είναι η πλειοψηφία των εργαζόμενων σε αυτόν τον τομέα. Αφετέρου, ο τομέας αυτός παρουσιάζει την χαμηλότερη κινητικότητα μισθών, γεγονός που δυσχεραίνει μακροπρόθεσμα την πρόσβαση των ενδιαφερομένων σε υψηλότερα εισοδήματα.

Συνοψίζοντας, η Ατζέντα 2010 συνέβαλε σημαντικά στην επέκταση και ενίσχυση του εξαγωγικού τομέα, γεγονός που ώθησε τα κέρδη αυτού του κλάδου και, κατά συνέπεια, την γερμανική οικονομία. Ταυτόχρονα, οδήγησε σε μια μαζική επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων, που οφείλεται στην συμπίεση των μισθών στην εγχώρια οικονομία και στις περικοπές στις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας. Η Ατζέντα 2010 αντιπροσωπεύει, επομένως, μια οικονομική και πολιτική στρατηγική που ενίσχυσε τα συμφέροντα των γερμανικών εξαγωγικών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα ώθησε τους εργαζόμενους στην εγχώρια οικονομία σε όλο και πιο επισφαλείς συνθήκες εργασίας.

Η γερμανική οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό από τον εξαγωγικό τομέα και, κατά συνέπεια, από την ξένη ζήτηση. Αυτό έγινε ιδιαίτερα σαφές σε περιόδους στασιμότητας του παγκόσμιου εμπορίου, όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid, όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θέσπισε το μεγαλύτερο πρόγραμμα βοήθειας για τις επιχειρήσεις στην ΕΕ, προκειμένου να αντισταθμίσει την απώλεια ζήτησης από το εξωτερικό. Για τον υπόλοιπο κόσμο, οι γερμανικές εξαγωγές σημαίνουν κυρίως ένα πράγμα: ανεργία. Δεδομένου ότι η Γερμανία παράγει περισσότερα από ό,τι καταναλώνει, η εξαγωγή αυτής της πλεονάζουσας παραγωγής στο εξωτερικό οδηγεί σε πολλές άλλες χώρες σε εντονότερο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας, γεγονός που συχνά οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας και αύξηση της ανεργίας.

Παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε βάρος της γερμανικής εξαγωγικής βιομηχανίας – μεταξύ άλλων λόγω της σταδιακά φθίνουσας παγκοσμιοποίησης, αλλά και λόγω της χαμένης αναπροσαρμογης της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας – το CDU με την ατζέντα 2030 εστιάζει στην υπάρχουσα πορεία. Αντί να ακολουθήσει μια οικονομική πολιτική που να προωθεί το μέλλον, η οποία για παράδειγμα να βασίζεται στην ώθηση της ανάπτυξης μέσω άλλων εγχώριων τομέων, το CDU ακολουθεί μια πολιτική του “μια από τα ίδια”. Πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, γίνεται σαφές όταν εξετάσουμε λεπτομερώς τον τρόπο λειτουργίας των μεμονωμένων σημείων του προγράμματος.

Τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας διαφέρουν σημαντικά από αυτά της δεκαετίας του 2000. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία βρίσκεται σε ύφεση, η οικονομία συρρικνώθηκε για δύο συνεχόμενα χρόνια και δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος. Ταυτόχρονα, η ανεργία είναι από τις χαμηλότερες στην ευρωζώνη. Εν τω μεταξύ, λείπουν εκπαιδευτικοί στα σχολεία, τα νοσοκομεία βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης, οι γέφυρες καταρρέουν και οι προσιτές κατοικίες είναι σπάνιες.

Οικονομική πολιτική του χθες

Αντί να ενισχύσει τη ζήτηση μέσω μειώσεων φόρων και αυξήσεων μισθών στις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες και έτσι να τονώσει την οικονομία, το CDU επικεντρώνεται κυρίως σε μαζικές ελαφρύνσεις για τις ανώτερες εισοδηματικές ομάδες, οι οποίες θα λάβουν τα τρία τέταρτα των φορολογικών ελαφρύνσεων. Σε αυτές τις ομάδες, ο αντίκτυπος στη ζήτηση είναι σαφώς μικρότερος, καθώς εξοικονομούν ένα μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους, ενώ παράλληλα εντείνεται η ανισότητα.

Το πρόγραμμα προβλέπει επίσης φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, με την ελπίδα ότι θα προχωρήσουν σε περισσότερες επενδύσεις. Ωστόσο, οι γερμανικοί όμιλοι συσσωρεύουν υψηλά αποθέματα μετρητών εδώ και χρόνια. Αντί να ξεκινήσει μια κυβερνητική πρωτοβουλία για επενδύσεις σε δημόσια υποδομή, η οποία θα έδινε κίνητρο στις επιχειρήσεις να απασχολήσουν περισσότερους εργαζόμενους για να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση, το CDU σχεδιάζει φορολογικά δώρα στη βιομηχανία.

Επενδύσεις στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν προβλέπονται. Για να αντιμετωπίσει την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, το CDU θέλει να “προσελκύσει” ξένους ειδικευμένους εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει απλά: το CDU θέλει να πληρώνουν άλλες χώρες για την εκπαίδευση των ειδικευμένων εργαζομένων της Γερμανίας και στη συνέχεια να τους αποσπά μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο μεταφέρονται τα έξοδα της εκπαίδευσης στο εξωτερικό, αλλά και αποσπώνται ειδικευμένοι εργαζόμενοι από τις χώρες καταγωγής τους, οι οποίοι στη συνέχεια λείπουν από την οικονομία των χωρών αυτών. Δεδομένου ότι οι αποσπασμένοι προέρχονται συχνά από χώρες του Παγκόσμιου Νότου, η παγκόσμια ανισότητα θα ενταθεί περαιτέρω.

Με την απαίτηση για ανάκληση της απαγόρευσης των ντίζελ, η Γερμανία θα χάσει τους στόχους για το κλίμα, καθώς η ατομική μετακίνηση είναι ένας από τους μεγαλύτερους εκπομπούς CO2. Επιπλέον, στην υπερβολικά καλά αμειβόμενη αυτοκινητοβιομηχανία εργάζονται κυρίως άνδρες, γεγονός που θα εντείνει περαιτέρω την ανισότητα των φύλων και τις εντάσεις μεταξύ του εξαγωγικού τομέα και της εγχώριας οικονομίας. Επιπλέον, το CDU σχεδιάζει την ενίσχυση της βιομηχανίας όπλων και την υπογραφή περαιτέρω συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Με αυτόν τον τρόπο, το CDU ακολουθεί μια στρατηγική που στοχεύει στην προώθηση των εξαγωγών γερμανικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο και στην εξασφάλιση αγορών για τις γερμανικές εξαγωγές.

Παράλληλα, μεταξύ άλλων, θα γίνουν πιο ελκυστικές οι υπερωρίες, θα καταργηθεί το επίδομα στήριξης μακροχρόνια ανέργων και θα αυστηροποιηθούν οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση στο επίδομα ανεργίας. Αυτό θα τροφοδοτηθεί από το αφήγημα της κοινωνίας των τεμπέληδων, η οποία θεωρείται υπεύθυνη για την κρίση της γερμανικής οικονομίας, και θα αποσπάσει την προσοχή από τις πραγματικές αιτίες.

Εφόσον το CDU σχεδιάζει επίσης να τηρήσει τον κανόνα του χρέους, θέλει να χρηματοδοτήσει τα φορολογικά του σχέδια μόνο μέσω των παροχών ανάπτυξης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η φορολογική του πολιτική βασίζεται κυρίως σε μια μαζική αναδιανομή από τους φτωχούς στους πλούσιους, αυτό θα εξασθενίσει περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση. Ταυτόχρονα, το CDU του Merz θα κάνει την οικονομία εξαρτώμενη από την ζήτηση από το εξωτερικό, κάτι που είναι λίγο ελπιδοφόρο σε μια εποχή αυξανόμενου προστατευτισμού. Αν και, για παράδειγμα, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες μπορούν να επωφεληθούν από τους αμερικανικούς δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, αυτό λειτουργεί μόνο εφόσον δεν επιβάλλονται αντίστοιχοι δασμοί στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Ο Τραμπ είχε ήδη δείξει στην πρώτη του θητεία ότι είναι σφοδρός επικριτής του γερμανικού εξαγωγικού μοντέλου και είναι πιθανό να μην αποκλίνει από αυτήν την πορεία.

Συνοψίζοντας, η Ατζέντα 2030 αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα γερμανικής οικονομικής πολιτικής στοχευμενης στην προσφορά. Υπέρ του εξαγωγικού τομέα, το CDU προσπαθεί, μέσω καλύτερων συνθηκών για τις επιχειρήσεις – όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και απελευθέρωση της αγοράς εργασίας – να αυξήσει την κερδοφορία τους και έτσι να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η συνταγή μπορεί να λειτούργησε στο παρελθόν στο πλαίσιο της Ατζέντας 2010 για τους εξαγωγικούς τομείς, αλλά μόνο με κόστος την επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας. Η αμφισβήτηση αυτής της αναπτυξιακης στρατηγικής, ωστόσο, γίνεται όλο και πιο εμφανής, δεδομένων των τρεχουσών προκλήσεων της γερμανικής οικονομίας, ιδίως των προκλήσεων στον εξαγωγικό τομέα.

“Η σκληρή δουλειά, η εργασία και η προσπάθεια αποδίδουν όλο και λιγότερο. Η υπόσχεση για άνοδο μέσω της υψηλής αποδοτικοτητας φαίνεται να είναι άδεια”, αναφέρεται στην Ατζέντα 2030. Οι προτάσεις του CDU δεν θα μπορέσουν να ανανεώσουν αυτήν την υπόσχεση – αντίθετα, θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την κοινωνική ανισότητα, την επενδυτική στασιμότητα και την έλλειψη καλά αμειβόμενων, ασφαλών θέσεων εργασίας. Ενώ το SPD με την Ατζέντα 2010 ακολούθησε μια στρατηγική ανάπτυξης που έριχνε το βάρος στις πλάτες της βάσης του – δηλαδή των εργαζομένων – η Ατζέντα 2030 είναι ένα πρόγραμμα που υποστηρίζει ακριβώς τις δυνάμεις εκείνες που βρίσκονται πίσω από το CDU. Η οικονομική πολιτική του Φρίντριχ Μερτς δεν θα δημιουργήσει “νέο πλούτο” για όλους, αλλά θα ενισχύσει οικονομικά μόνο τα συμφέροντα που στηρίζουν το CDU και θα μειώσει τον πλούτο της πλειοψηφίας.

Το ‘Συμβούλιο της Ευρώπης’ καλεί σε σκληρότερες διώξεις κατά της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιδεών

Σε μια όχι ιστορική αλλά ανιστόρητη απόφασή της η επονομαζόμενη «Κοινοβουλευτική Συνάθροιση του Συμβουλίου της Ευρώπης» (Parliamentary Assembly of the Council of Europe—PACE) καλεί όλες τις ‘ευρωπαϊκές’ χώρες να ξεκινήσουν άμεσα τη λήψη μέτρων κατά της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών στα μη ελεγχόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η PACE δεν αποτελεί εκλεγμένο σώμα αλλά διορισμένο από τις κυβερνήσεις ή τα κοινοβούλια των 46 χωρών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο τυπικά (αλλά καθόλου επί της ουσίας) φέρεται ως μη εξαρτημένο από τους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας/γραφειοκρατίας.

Παρόλ’ αυτά, η PACE πολλές φορές στο παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί ως ιδεολογικο-πολιτικός μοχλός για το πέρασμα κάποιας ενιαίας γραμμής στις “ευρωπαϊκές” χώρες. Τα εισαγωγικά καθώς στο Συμβούλιο συμμετέχουν χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν, η Αρμενία, η Γεωργία, η Τουρκία ενώ έχουν αποκλειστεί χώρες όπως η Ρωσική Ομοσπονδία, η Λευκορωσία, το Καζακστάν κ.λπ. Το καθεστώς του Κιέβου, το οποίο από τις ευρωπαϊκές ελίτ θεωρείται η πεμπτουσία της δημοκρατίας, παρά την απαγόρευση εκεί όλων των αντιπολιτευόμενων πολιτικών κομμάτων, τη δήμευση της περιουσίας τους, τη φυλάκιση ή και ‘εξαφάνιση’ των στελεχών τους καθώς και παρά το κλείσιμο όλων των—έστω και ήπια—αντικυβερνητικών ΜΜΕ, επίσης συμμετέχει στην PACE και μάλιστα στην συγκεκριμένη απόφαση πέτυχε να περάσει και κάποιες ενδιαφέρουσες τροπολογίες.

H απόφαση στρέφεται καθαρά κατά της ενημέρωσης που αμφισβητεί την καθεστωτική αφήγηση στα κρίσιμα θέματα της εποχής—Ουκρανικό και Παλαιστινιακό. Εξ ου και οι θριαμβολογίες των μέσων ενημέρωσης του καθεστώτος του Κιέβου. Ειδικά όλα αυτά τα μέσα τονίζουν με έμφαση την εισαγωγική και κεντρική παράγραφο της απόφασης. Επιλέγω τυχαία την παράθεση και τον σχολιασμό του συγκεκριμένου σημείου από την Ukrainska Pravda, η οποία διόλου τυχαία συνδέει την απόφαση αυτή με τις ‘κυρώσεις’ κατά της Ρωσίας.

Το ψήφισμα, το κείμενο του οποίου έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της PACE, αναφέρει ότι η Κοινοβουλευτική Συνάθροιση ανησυχεί για την ευρεία διάδοση της προπαγάνδας που αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας προκατειλημμένης κοινής γνώμης, απειλώντας την εύρυθμη λειτουργία των δημοκρατικών συστημάτων και θέτοντας σε κίνδυνο τις κοινές αξίες και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Απόσπασμα: «Αυτή η επιβλαβής προπαγάνδα περιλαμβάνει τόσο την παράνομη προπαγάνδα όσο και την προπαγάνδα που, αν και δεν απαγορεύεται, μπορεί να βλάψει την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης και της ενημερωμένης συμμετοχής των πολιτών στις δημόσιες συζητήσεις και τη λήψη αποφάσεων μέσω ανήθικων μεθόδων επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των εργαλείων παραπληροφόρησης και ψυχολογικής χειραγώγησης», αναφέρεται στο ψήφισμα.

Προσέξτε την απίστευτη διατύπωση: Δεν θα διώκεται μόνο η όποια ‘προπαγάνδα’, δηλαδή αντίθετες απόψεις, είναι «παράνομες» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), αλλά επίσης θα διώκονται και οι νόμιμες απόψεις, εφόσον θεωρηθεί ότι αυτές «βλάπτουν την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης», δηλαδή εφόσον αυτές βλάπτουν την ανάπτυξη της καθεστωτικής αφήγησης. Ποιος όμως θα αποφασίζει ποιες μη απαγορευμένες απόψεις «βλάπτουν την ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης»; Προφανώς οι καθεστωτικοί μηχανισμοί.

Βαδίζουμε ολοταχώς σε καθεστώς μαύρης δικτατορίας και καταπάτησης κάθε ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος που κάποτε θεωρούνταν ως αυτονόητα και μάλιστα γεννημένα από την ίδια την αστική τάξη και τον αστικό διαφωτισμό.

Η παραπάνω φωτογραφία συνοδεύει το ρεπορτάζ της προσκείμενης στο καθεστώς του Κιέβου εφημερίδας Ukrainska Pravda για την απόφαση 2567 (2024) της PACE με τίτλο «Προπαγάνδα και ελευθερία της πληροφόρησης στην Ευρώπη». Κατά την εφημερίδα του Κιέβου, η απόφαση της PACE αποτελεί μία ακόμη βαριά ‘κύρωση’ κατά της Ρωσίας, την οποία όμως τώρα θα υποστούν όσοι κάτοικοι ευρωπαϊκών χωρών τολμούν να διαφωνούν με την καθεστωτική αφήγηση που κλώθουν οι ιμπεριαλιστικές ελίτ. Εννοείται ότι στον ίδιο τον φάρο της δημοκρατίας, δηλαδή υπό το καθεστώς του Κιέβου, οι κάτοικοι έχουν ήδη υποστεί αυτά και άλλα πολύ χειρότερα και τώρα το καθεστώς χρησιμοποιείται ως πολιορκητικός κριός από τις ευρωπαϊκές ελίτ για να πάθουν τα ίδια οι κάτοικοι και της υπόλοιπης Ευρώπης.

*          *          *

Αλλά ας δούμε και μερικά ακόμη σημεία της απόφασης, που σημειωτέον εισηγήθηκαν οι Αυστριακοί σοσιαλιστές και πράσινοι.

Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης… πρέπει να είναι σε θέση να εξουδετερώνουν την προπαγάνδα που είναι σαφώς αντίθετη με τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ETS αριθ. 5, «η Σύμβαση») και είναι επιζήμια για τη δημοκρατία.

Και πάλι το ερώτημα είναι πώς θα «εξουδετερώνεται» η προπαγάνδα που οι ευρωπαϊκές ελίτ θα θεωρούν ότι αντιτίθεται στις «θεμελιώδεις αξίες» και «είναι επιζήμια για τη δημοκρατία»; Και τι ακριβώς θεωρείται «προπαγάνδα»; Γιατί π.χ. δεν είναι προπαγάνδα η διαλάληση από τα θεσμικά ΜΜΕ του πολέμου μέχρι του τελευταίου Ουκρανού στη δύστυχη αυτή χώρα;

Και η απόφαση συνεχίζει:

Τα μέτρα για την καταπολέμηση της επιβλαβούς προπαγάνδας πρέπει, ωστόσο, να σέβονται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της πληροφόρησης, που προστατεύεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης, το οποίο αποτελεί θεμελιώδες συστατικό στοιχείο κάθε δημοκρατίας.

Η υποκρισία αυτής της τοποθέτησης περί δήθεν απαραβίαστου της «ελευθερίας της πληροφόρησης», που γίνεται για να ξεπλυθεί η κυρίως απόφαση, φαίνεται από την ολική απαγόρευση του Russia Today και του Sputnik. Αλλά επίσης φαίνεται και από την πρόταση που ακολουθεί αμέσως μετά και αίρει την προηγούμενη:

Όπως αναφέρεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι περιορισμοί αυτού του δικαιώματος πρέπει να προβλέπονται από το νόμο, να αιτιολογούνται από θεμιτό σκοπό και να είναι ανάλογοι προς αυτόν.

Με άλλα λόγια: Σας επιτρέπουμε την «ελευθερία στην πληροφόρηση» όταν δεν την απαγορεύουμε.

Και μιας και με παχιά λόγια ποτέ κανείς δεν χόρτασε, ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι απαγορεύει με τις κατευθυντήριες οδηγίες του το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Εδώ πλέον δεν χωράνε περικοκλάδες, η οδηγία είναι σαφής και στυγνή.

Η Συνάθροιση αναγνωρίζει ότι για τα αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Ρωσική Ομοσπονδία, η προπαγάνδα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πολέμου τους κατά της δημοκρατίας. Το χρηματοδοτούμενο από το ρωσικό κράτος RT (πρώην γνωστό ως «Russia Today») και το παγκόσμιο δίκτυό του και τα «εργοστάσια τρολ» αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την αποσταθεροποίηση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και τον επηρεασμό των πολιτικών διαδικασιών. Η Συνάθροιση αναφέρεται επίσης στο ψήφισμά της 2540 (2024) «Ο θάνατος του Αλεξέι Ναβάλνι και η ανάγκη να αντιμετωπιστεί το ολοκληρωτικό καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν και ο πόλεμός του κατά της δημοκρατίας» και επαναλαμβάνει την έκκλησή της να αναγνωριστεί ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιείται ως όργανο ρωσικής επιρροής και προπαγάνδας από το καθεστώς του Κρεμλίνου.

Εδώ είναι περισσότερο από σαφές ότι όποιος δεν συμφωνεί με την εκκωφαντική ομοφωνία των καθεστωτικών ΜΜΕ για τον χαρακτήρα του πολέμου στην Ουκρανία, θα χαρακτηρίζεται συνοπτικά ως ‘τρολ του Πούτιν’ που συμμετέχει στην «ευρύτερη στρατηγική για την αποσταθεροποίηση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και τον επηρεασμό των πολιτικών διαδικασιών». Στην καλύτερη περίπτωση θα του αφαιρείται το δικαίωμα λόγου ενώ στη χειρότερη…η Ουκρανική ‘Δημοκρατία’ δείχνει τον δρόμο, όπως συνέβη με την περίπτωση του Αμερικανο-Χιλιανού δημοσιογράφου Γκονζάλο Λίρα που βασανίστηκε και αφέθηκε να πεθάνει στις φυλακές του καθεστώτος του Κιέβου επειδή ασκούσε κριτική στο καθεστώς αυτό.

Αλλά ας κοιμόμαστε ήσυχοι τον ύπνο του δικαίου καθώς, όπως γράφει η περιβόητη απόφαση:

…όλοι οι περιορισμοί και τα αντίμετρα [θα πρέπει να] περιορίζονται σε εκείνα που είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διατήρηση των θεμελιωδών αξιών στις οποίες βασίζεται.

Εμείς στην Ελλάδα έχουμε ζήσει στο πετσί μας τι σημαίνει για τις άρχουσες τάξεις η λήψη των ‘αναγκαίων’ μέτρων «για τη διατήρηση των θεμελιωδών αξιών» στις οποίες βασίζεται η κοινωνία. Άλλωστε, έτσι δεν δικαιολογούσε και ο Παπαδόπουλος τον γύψο που επέβαλε η στρατιωτικο-φασιστική δικτατορία στην Ελλάδα;

Στη συνέχεια η απόφαση τονίζει την ανάγκη να υπάρξει διακρατικός συντονισμός για την πάταξη της ελευθερίας γνώμης και πληροφόρησης και με ταπεινοφροσύνη προτείνουν τους εαυτούς τους ως αρχι-συντονιστές του επίμοχθου έργου:

Η επιβλαβής προπαγάνδα έχει διακρατική διάσταση και για την αντιμετώπισή της τα κράτη μέλη πρέπει να ενισχύσουν τη συνεργασία τους. Το Συμβούλιο της Ευρώπης διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό.

Αλλά τι γίνεται αν κάποιοι δημοσιογράφοι τολμήσουν να αψηφήσουν τις άνωθεν οδηγίες; Αν συμβεί αυτό, τότε οι ‘δημόσιες αρχές’ θα τους θεωρήσουν υπεύθυνους ως διαδοσίες προπαγάνδας. Προς τούτο θα υπάρχει “συνεργασία”—διάβαζε έλεγχος και λογοκρισία—των ‘δημόσιων αρχών’ με τους εργοδότες αυτών των δημοσιογράφων. Μαύρο φίδι που τους έφαγε…

Επιπλέον, απαιτείται ισχυρότερη συνεργασία μεταξύ των δημόσιων αρχών και του ιδιωτικού τομέα. Τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι φέρουν ευθύνη στην καταπολέμηση της διάδοσης της προπαγάνδας. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις αρνητικές αντιλήψεις για τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, για να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη και να διατηρήσουν την αναγνωσιμότητα του κοινού τους.

Θα προσέξατε βέβαια στο παραπάνω την σπαρταριστή παραδοχή περί «αρνητικών αντιλήψεων» του κόσμου «για τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης» και την ανησυχία από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτά που οδηγεί και στην εγκατάλειψή τους από το κοινό.

Σύμφωνα με την απόφαση του PACE τα καθεστωτικά ΜΜΕ έχουν χάσει την αξιοπιστία τους απέναντι στο κοινό και απαιτείται να επανακερδηθεί η εμπιστοσύνη προς αυτά. Αλλά αυτό δεν θα γίνει μέσω της ανεξαρτητοποίησής τους από τις κυβερνώσες ελίτ, αλλά αντίθετα, με την μετατροπή τους σε ακόμη στενότερα χειραγωγούμενους οργανισμούς.

Στα πλαίσια εφαρμογής της ντιρεκτίβας του, το PACE συνοψίζοντας ζητά από τα κράτη μέλη να ευθυγραμμίσουν τη νομοθεσία τους με τις οδηγίες του. Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα των απαιτήσεων του PACE που ζητά κάθε κράτος μέλος:

…να επιβάλει στοχευμένες κυρώσεις σε εκείνα τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, όπως το RT και οι θυγατρικές του, των οποίων το έργο παραβιάζει τη δημοσιογραφική δεοντολογία και αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια των κρατών μελών,

να επιβάλει στοχευμένες κυρώσεις στους προπαγανδιστές του πολέμου…[ΣΗΜ. Προφανώς όποιος υποστηρίζει τις ρωσικές απόψεις για τις γενεσιουργές αιτίες του πολέμου θα θεωρείται ότι είναι προπαγανδιστής του]

να αναγνωρίσουν τον ρόλο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως εργαλείο της ρωσικής κρατικής προπαγάνδας…

 να δημιουργήσουν κατάλληλους ανεξάρτητους μηχανισμούς εποπτείας των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι θα ανατίθενται σε ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, για την εξέταση της νομιμότητας, της εγκυρότητας και της αναγκαιότητας των περιορισμών που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της επιβλαβούς προπαγάνδας, καθώς και των συγκεκριμένων τρόπων εφαρμογής τους,

να ενισχύσουν τη συνεργασία τους και να αναζητήσουν στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης συντονισμένες απαντήσεις, αξιοποιώντας καλύτερα τους μηχανισμούς συνεργασίας και τα εργαλεία που παρέχει ο Οργανισμός

Επίσης, η συνάθροιση ζητά από «τους επαγγελματίες και τους οργανισμούς στον τομέα των μέσων ενημέρωσης»:

να προωθήσουν τη συνεργασία, να αμοιβαιοποιήσουν τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και της παραπλάνησης και να μοιράζονται την εμπειρία που αποκτάται από την καταπολέμηση της επιβλαβούς προπαγάνδας,

να αξιολογείται από ομοτίμους ενδεχόμενη προπαγάνδα και επιβλαβές περιεχόμενο στα μέσα ενημέρωσης, να το απενεργοποιούν όταν είναι παράνομο και να το εξισορροπούν σε άλλες περιπτώσεις.

Και τέλος, από τους παρόχους ίντερνετ και μέσων κοινωνικής δικτύωσης ζητείται η λήψη μέτρων, όπως αυτά που κατά κόρον εφαρμόζονται τελευταία σε κανάλια του YouTube και σε λογαριασμούς στο Facebook που δεν ευθυγραμμίζονται με την κυρίαρχη αντίληψη. Με άλλα λόγια, απαιτείται η επιβολή ποινών και το κλείσιμο του λογαριασμού όποιου παραθέτει πληροφόρηση και σχόλια που δεν συνάδουν με τα Οργουελικά «υπουργεία αλήθειας» των κυρίαρχων ελίτ. Ας δούμε μερικά από τα προτεινόμενα μέτρα από το PACE.

Η Συνάθροιση καλεί τους διαμεσολαβητές του διαδικτύου:

— να αναπτύξουν κατάλληλα εργαλεία—συμπεριλαμβανομένων εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης υπό ανθρώπινο έλεγχο—για τον εντοπισμό της παράνομης προπαγάνδας και τον αποκλεισμό της διάδοσής της, ενδεχομένως πριν γίνει προσβάσιμη στους χρήστες του διαδικτύου, και να αφαιρούν το περιεχόμενο αμέσως και αποτελεσματικά όταν τους ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές,

— να διασφαλίζουν ότι τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που αναπτύσσουν ή χρησιμοποιούν τηρούν τα πρότυπα του Συμβουλίου της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της νέας σύμβασης-πλαισίου για την τεχνητή νοημοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου,

— να λάβουν μέτρα για τη δαιμονοποίηση της διάδοσης της παραπληροφόρησης και της επιβλαβούς προπαγάνδας,

–να διευκολύνουν την πρόσβαση σε σχετικά μηχανογραφικά δεδομένα για τους σκοπούς της έρευνας, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη τεκμηριωμένων αντιμέτρων κατά της παραπληροφόρησης και της επιβλαβούς προπαγάνδας. [ΣΗΜ. Το τελευταίο σημαίνει να δίνουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα και στην ιστορία των χρηστών σε μυστικές και άλλες κρατικές υπηρεσίες παρακολούθησης των πολιτών]

Ο ανήμπορος καγκελάριος της Γερμανίας φαίνεται ότι είχε μια στιγμή διαύγειας σχετικά με την άσκηση διπλωματίας στο Ουκρανικό που του πέρασε γρήγορα

Ο Όλαφ Σολτς, ο Γερμανός καγκελάριος, έχει προκαλέσει σάλο. Όχι με κάποια επιτυχία, για παράδειγμα στις εκλογές, στην οικονομία ή στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική. Ο Σολτς δεν κάνει τέτοιου είδους πράγματα. Για έναν άνθρωπο με τα δικά του ποσοστά αποδοχής, η ικανοποίηση του πλήθους δεν αποτελεί καν επιλογή.

Αν και μπορεί πράγματι να σημαίνουν ότι οι μέρες του Σολτς είναι μετρημένες, όπως πιθανολογεί η βρετανική Telegraph, οι συντριπτικές ήττες που υπέστησαν πρόσφατα στις περιφερειακές εκλογές στη Θουριγγία και τη Σαξονία το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του και οι εταίροι του στον συνασπισμό “φωτεινός σηματοδότης”—οι Πράσινοι και οι φιλελεύθεροι της αγοράς Ελεύθεροι Δημοκράτες—είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, όπως δείχνουν σταθερά οι δημοσκοπήσεις: Το 77% των Γερμανών θεωρεί τον σημερινό τους ηγέτη «führungsschwach» (αδύναμο στο να ηγείται), ενώ η προσωπική του “δημοτικότητα”—στην πραγματικότητα, αντιδημοτικότητα—μόλις κατέρρευσε από τη θλιβερή 14η θέση στην κωμικοτραγική 18η. Μόνο το 23% επιθυμεί αυτός καν να προσπαθήσει να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα, και ακόμη και στο ίδιο το κόμμα του η πλειοψηφία είναι αντίθετη με μια τέτοια ιδέα.

Και δεν πρόκειται μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την ομάδα του: Το 71% των Γερμανών πιστεύει ότι η κυβέρνησή του κάνει κακή δουλειά. Ένας δύσκολος—και βρώμικος—συμβιβασμός για τον προϋπολογισμό του 2025 που επιτεύχθηκε τον Ιούλιο στο πλαίσιο του πολυδιασπασμένου συνασπισμού του Scholz δεν ενέπνευσε ελπίδες: Μόνο το 7% των ψηφοφόρων πίστευε ότι οι «εταίροι» του συνασπισμού θα συνεργάζονταν τώρα πιο αποτελεσματικά, το 10% πίστευε ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν και το 79% ότι θα παραμείνουν το ίδιο άσχημα όπως ήταν. Ενώ η κυβέρνηση Σολτς είχε υποσχεθεί ότι ο νέος προϋπολογισμός θα τόνωνε επιτέλους την ταλαιπωρημένη γερμανική οικονομία, το 75% των Γερμανών δεν πίστεψε σε αυτή την υπόσχεση. Και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Η γερμανική οικονομία, κουτσουρεμένη τόσο από τους αυτοεπιβαλλόμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς που αποκλείουν τις πολιτικές τόνωσης της οικονομίας όσο και από την παράλογη εγκατάλειψη της φθηνής ρωσικής ενέργειας, βρίσκεται σε στασιμότητα από το 2018– από τώρα έχει εισέλθει σε «τεχνική ύφεση».

Αυτές ήταν οι διαθέσεις στα τέλη Ιουλίου. Τώρα, είναι βέβαιο ότι θα είναι πολύ χειρότερες: Ο σαθρός συμβιβασμός του συνασπισμού για τον προϋπολογισμό δέχεται σφοδρά πυρά, μεταξύ άλλων, από τον καθηγητή Hanno Kube, «έναν από τους πιο σεβαστούς συνταγματολόγους» της Γερμανίας, σύμφωνα με το κορυφαίο ειδησεογραφικό περιοδικό Der Spiegel. Ο Kube, θα πρέπει να θυμίσουμε, έχει βοηθήσει να καταρρεύσουν μια φορά στο παρελθόν οι σκοτεινές λογιστικές πρακτικές του Βερολίνου, προκαλώντας μια βαθιά και αντηχούσα πολιτική κρίση, την οποία οι συνεργοί του φωτεινού σηματοδότη δεν ξεπέρασαν ποτέ πλήρως.

Και η Volkswagen, τίποτα λιγότερο από ένα εθνικό σύμβολο και μακράν ο μεγαλύτερος εργοδότης της Γερμανίας στον ζωτικής σημασίας αλλά σοβαρά φθίνοντα τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας, έχει τερματίσει την εγγύηση των θέσεων εργασίας και προετοιμάζει το έδαφος για κλείσιμο εργοστασίων και μαζικές απολύσεις στη Γερμανία για πρώτη φορά στην ιστορία της εταιρείας. Είναι δύσκολο να μεταφέρει κανείς το μέγεθος αυτού του ψυχολογικού πλήγματος. Ως Γερμανός, επιτρέψτε μου να το θέσω ως εξής: Φανταστείτε ότι ταυτόχρονα χάνετε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Υπερβολή; Παραδέχομαι ότι είμαι ένοχος. Αλλά όχι κατά πολύ.

Θα μπορούσαμε να παρατείνουμε την οδυνηρή λιτανεία των αποτυχιών του Βερολίνου στο εσωτερικό, αλλά η ουσία θα πρέπει να είναι ήδη σαφής: Το προφίλ του Σολτς ως Γερμανού ηγέτη είναι αυτό ενός θλιβερά αποφασιστικού, αδυσώπητα αποτυχημένου. Ακόμη και η πολυδιαφημισμένη «Zeitenwende» («εποχιακή αλλαγή»), δηλαδή η πολιτική της ρωσοφοβίας και του επανεξοπλισμού, έχει κολλήσει σαν γερμανικό φορτηγό κάπου δυτικά της Μόσχας τον Νοέμβριο του 1941.

Η ρωσοφοβία τα πάει καλά, αλλά, πάλι, αυτό είναι το πιο φτηνό κομμάτι. Ο επανεξοπλισμός, όχι και τόσο πολύ: Το έγκυρο Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία μόλις διαπίστωσε ότι—έκπληξη, έκπληξη—η βιομηχανία όπλων της Ρωσίας είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, ενώ η Γερμανία χωλαίνει και με τα δύο πόδια. Πάρτε για παράδειγμα τα άρματα μάχης, ιστορικά μια κάποια γερμανική σπεσιαλιτέ: Το 2004, η Γερμανία διέθετε ακόμη 2.389 από αυτά, το 2021 είχαν απομείνει 339. Για να φθάσουν ξανά τα νούμερα του 2004 θα χρειαστούν, με τους σημερινούς ρυθμούς της «Zeitenwende», μέχρι το 2066. Ενώ για το βασικό πυροβολικό—χωρίς πλάκα—συζητάμε για εκατό χρόνια μέχρι να φτάσουμε σε αυτό που υπήρχε πριν από 20 χρόνια. Αλλά από την άλλη, πώς να εξοπλιστείς γρήγορα, αν αφήνεις τόσο τα αφεντικά σου στην Ουάσιγκτον όσο και τους πράσινους τρελούς στο δικό σου υπουργικό συμβούλιο να καταστρέφουν την οικονομία σου;

Κι ωστόσο, ο Σολτς κατάφερε να τραβήξει λίγη εθνική και διεθνή προσοχή, δηλώνοντας συγκεκριμένα ότι έχει έρθει η ώρα για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Και, το πιο εντυπωσιακό, εξέφρασε την εκπληκτικά πρωτοποριακή ιδέα—στη Δύση τουλάχιστον—ότι η Ρωσία, ένα από τα μέρη της σύγκρουσης, θα πρέπει πράγματι να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις!

Ακούγεται σχεδόν σαν μια ντροπαλή εκ νέου ανακάλυψη αυτής της αρχαίας τέχνης που τόσο καιρό την έχουν ξεχάσει στη Δύση των “αξιών” και των “κανόνων”: της διπλωματίας. Σύμφωνα με πληροφορίες που βασίζονται σε διαρροές αλλά δεν είναι απίθανες, το γραφείο του γερμανού καγκελάριου επεξεργάζεται ακόμη και ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την ειρήνη—που ήδη ονομάστηκε «Μινσκ ΙΙΙ» και περιλαμβάνει την επίσημη παραχώρηση εδαφών της Ουκρανίας στη Ρωσία. Με άλλα λόγια, αν ένα τέτοιο σχέδιο είναι πραγματικά στα σκαριά, περιλαμβάνει την αποδοχή ότι η Ουκρανία έχει χάσει τον πόλεμο, το ίδιο και η Δύση, συμπεριλαμβανομένης σε μεγάλο βαθμό της Γερμανίας, της μεγαλύτερης μεμονωμένης χώρας που υποστηρίζει την Ουκρανία μετά τις ΗΠΑ.

Ο Σολτς, φυσικά, το αρνείται, αλλά η δήλωσή του θα σηματοδοτούσε μια σαφή αλλαγή πορείας, αν ήταν σοβαρή (για ο οποίο περισσότερα παρακάτω). Ενώ έχει αρνηθεί να παραδώσει τους περίφημους και πολύ υπερεκτιμημένους πυραύλους Taurus στο Κίεβο, το θέμα αυτό έχει επισκιάσει τη συμπαγή και—μέχρι τώρα τουλάχιστον—άκαμπτη δέσμευσή του στην αδιέξοδη αλλά και πεισματική δυτική στρατηγική της απεριόριστης υποστήριξης της Ουκρανίας χωρίς καμία σοβαρή προσπάθεια να διαπραγματευτεί με τη Μόσχα και να υποχρεώσει την Ουκρανία να είναι ρεαλιστική. Θα ήταν δελεαστικό να υποθέσει κανείς ότι οι πρόσφατες ‘αποκαλύψεις’ για τη συμμετοχή της Ουκρανίας στις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά της Γερμανίας στο Nord Stream πρέπει να παίζουν ρόλο στο να πιάσει ο Scholz ένα νέο σκοπό, έστω και τόσο αμυδρά. Αλλά αυτό θα ήταν λάθος. Το να θιχθεί από μια βάναυση, άκρως επιζήμια και εντελώς ταπεινωτική επίθεση κατά της Γερμανίας—αυτό δεν είναι ακριβώς το στυλ αυτού του καγκελάριου.

Αντίθετα, με τις ομοσπονδιακές εκλογές να απέχουν μόλις ένα χρόνο, ο λόγος για τη φαινομενική στροφή του σχεδόν—για να εφαρμόσουμε την εντυπωσιακά πρωτότυπη γεωμετρία της Annalena Baerbock, της τραμπολίνο-υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας— 360 μοίρες είναι ενοχλητικά προφανής. Πιθανώς ο σημαντικότερος παράγοντας που συνέβαλε να ήταν το φιάσκο του Σολτς στη Θουριγγία και τη Σαξονία, το οποίο πρόκειται να επαναληφθεί στο Βρανδεμβούργο σε λιγότερο από δύο εβδομάδες. Πολλοί ψηφοφόροι έχουν βαρεθεί τόσο το κόστος όσο και τους κινδύνους της πορείας, στο ίδιο μήκος κύματος με τις ΗΠΑ, προς την ήττα στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία. Από αυτή την άποψη, η αιφνιδιαστική ανακάλυψη της διπλωματίας από τον Σολτς μάλλον αποτελεί έναν απλό, σπασμωδικό καιροσκοπισμό, ακριβώς όπως και η ξαφνική κωλοτούμπα της υπουργού Εσωτερικών του, Νάνσι Φέιζερ, σχετικά με την αύξηση των συνοριακών ελέγχων και την εν γένει αυστηρότερη αντιμετώπιση της μετανάστευσης.

Εν ολίγοις: Στη γερμανική πολιτική, υπάρχει αίμα στο νερό, συγκεκριμένα αυτό της βαριά πληγωμένης κυβέρνησης Σολτς. Δεν είναι περίεργο που οι καρχαρίες περιφέρονται, και η σύντομη—αν και κάπως συγκεχυμένη—δήλωση του Σολτς περί προσπάθειας ειρήνευσης μέσω διαπραγματεύσεων μόνο την όρεξή τους άνοιξε. Όπως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν καταγγελίες που, στην ουσία, ισοδυναμούν με τη νεομακαρθική κατηγορία της «προδοσίας της Ουκρανίας». Για παράδειγμα, ο Roderich Kiesewetter, φερέφωνο της εξωτερικής πολιτικής των συντηρητικών Χριστιανοδημοκρατών (CDU), που είναι προβλέψιμα ακραίος πολιτικά και ασθενής διανοητικά, κάλεσε τον Φεβρουάριο να «πάμε τον πόλεμο στη Ρωσία» καταστρέφοντας στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καθώς και υπουργεία στη Μόσχα. Αν και τα πιο τρελά του όνειρα δεν έγιναν πραγματικότητα, με την επιχείρηση καμικάζι στο Κουρσκ το Κίεβο έκανε πρόσφατα τα χειρότερά του για να ακολουθήσει τη συμβουλή του Kiesewetter. Το αποτέλεσμα: ένα αιματηρό, αυτοκαταστροφικό φιάσκο, που επιταχύνει την ήττα της Ουκρανίας.

Αλλά ο Kiesewetter δεν θα ήταν Kiesewetter αν ήταν ικανός να διδάσκεται από την εμπειρία. Έντονα εκνευρισμένος από την πολύ ντροπαλή επίδειξη λογικής του Σολτς, κατηγορεί την καγκελάριο ότι προσπαθεί να επιβάλει μια «ψευτοειρήνη» στο Κίεβο και να αποδυναμώσει την ασφάλεια της Γερμανίας και της Ευρώπης. Σε γενικές γραμμές, το CDU, που βρίσκεται στην αντιπολίτευση αλλά τα πάει καλά, εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την ασυνέπεια του Σολτς ανακυκλώνοντας θανάσιμα κουραστικά δυτικά αποφθέγματα περί «εξυπηρέτησης του Πούτιν» και «επιβράβευσης του επιτιθέμενου». Για να είμαστε ειλικρινείς: μπλα μπλα μπλα, ενώ οι Ουκρανοί πεθαίνουν σωρηδόν σε έναν ήδη χαμένο πόλεμο.

Εν τω μεταξύ, ο «εταίρος» του Scholz στον συνασπισμό, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες, κάνουν τους ίδιους θορύβους με το CDU. Από την άλλη πλευρά, το δεξιό/ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το αριστερό-συντηρητικό BSW της Σάρα Βάγκενκνεχτ (οι δύο μεγάλοι νικητές των εκλογών στη Θουριγγία και τη Σαξονία) και το κόμμα Die Linke τάσσονται πολύ περισσότερο υπέρ της ειρήνευσης με τη Ρωσία από ό,τι ο Σολτς. Αλλά ούτε αυτοί, και καλά κάνουν, θα του προσφέρουν πόντους για να κερδίσει κανένα μπισκότο, επειδή αυτά που είπε ήταν πολύ λίγα και πολύ καθυστερημένα.

Επιπλέον, είναι ήδη σαφές ότι το μόνο που θα καταφέρει να κάνει ο Σολτς είναι να χρησιμοποιήσει σκέτα λόγια, για δύο λόγους: Η Μόσχα έχει ήδη σηματοδοτήσει ότι δεν μπορεί να τον πάρει στα σοβαρά, επειδή, πρώτον, η Ουάσιγκτον σιωπά και οι ΗΠΑ είναι αυτές που κάνουν κουμάντο στη Δύση και, δεύτερον, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν διαπραγματεύσεις πριν από το τέλος της ουκρανικής εισβολής στο Κουρσκ. Τον παλιό καιρό, όταν το Βερολίνο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτικά υποτελές στην Ουάσινγκτον όσο έχει γίνει υπό τον Σολτς—τον άνθρωπο με το εξυπηρετικό χαμόγελο που δεν τον ενοχλεί πραγματικά ένας ή δύο ανατιναγμένοι αγωγοί—η απάντηση της Ρωσίας μπορεί κάλλιστα να ήταν διαφορετική. Αλλά το ξεπούλημα των υπολειμμάτων της «υπηρεσίας» της—όπως λέμε στην περίπτωση της Ουκρανίας—είχε συνέπειες για τη Γερμανία.

Ο άλλος λόγος για τον οποίο οι λογικοί άνθρωποι δεν μπορούν παρά να θεωρούν κενή περιεχομένου την κουβέντα του Σολτς είναι ότι ο ίδιος ο Γερμανός καγκελάριος έχει, όπως ήταν αναμενόμενο, ήδη δειλιάσει και κάνει πίσω. Τώρα έχει προσθέσει προειδοποιήσεις ότι η Ρωσία δεν πρέπει να προσδοκά «ακόμη μεγαλύτερο μέρος του ουκρανικού εδάφους»—παρεμπιπτόντως, «ακόμη μεγαλύτερο» από τι ακριβώς;— και μια απαίτηση, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η Ρωσία θα έπρεπε πρώτα να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός. Ο Σολτς πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό είναι απολύτως αδύνατο, καθώς η Μόσχα έχει αποκλείσει ένα τέτοιο βήμα. Στην πραγματικότητα, ο καγκελάριος έχει ήδη θάψει τη δική του απομίμηση πρωτοβουλίας.

Πρόκειται για ένα θλιβερό, γρήγορο και προβλέψιμο τέλος σε κάτι που ήδη φαίνεται ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια μικρή φλυαρία που προήλθε από έναν άνθρωπο που είναι ταυτόχρονα ανίσχυρος στο εσωτερικό και μια μηδενική οντότητα στο εξωτερικό. Αλλά, ας πείτε ό,τι θέλετε, αυτό είναι το στυλ του.

Πηγή: Russia Today

Μετάφραση: Κ. Μηλολιδάκης

Γερμανία: το τέλος της ηγεμονίας στην ΕΕ;

Το παρακάτω άρθρο του οικονομολόγου Michael Roberts γράφηκε πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών στη Θουριγγία και τη Σαξονία όπου η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” κατέκτησε την πρώτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα ενώ τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού υπέστησαν συντριβή. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη βασική εκτίμηση του άρθρου, ότι η Γερμανία διέρχεται βαθιά οικονομική κρίση που παράγει πολιτικές ανατροπές και κρίση ηγεμονίας στην ΕΕ. Ανεξάρτητα από επιμέρους εκτιμήσεις στις οποίες μπορεί κανείς να διατηρεί επιφυλάξεις, ο Roberts θέτει επί τάπητος τη βασική πλευρά της κρίσης σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στη Γερμανία και στη Γαλλία που δεν είναι άλλος από την οικονομική στασιμότητα. Τόσο η πανδημία, όσο και κυρίως ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν κοστίσει ανυπολόγιστα στην Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία που ως χώρα παραγωγός λυγίζει κάτω από την ενεργειακή ακρίβεια την οποία επέβαλαν οι βλέψεις της Ουάσινγκτον στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Σήμερα (στμ 1/9/2024) διεξάγονται εκλογές σε δύο μεγάλα επαρχιακά κρατίδια (Lander) στην ανατολική Γερμανία Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι προηγούνται τα ευρωσκεπτικιστικά, αντιμεταναστευτικά, ρωσόφιλα κόμματα, τόσο της ακροδεξιάς όσο και της νέας αριστεράς. Τα κόμματα του σημερινού ομοσπονδιακού συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των λεγόμενων Ελεύθερων Δημοκρατών αποδεκατίζονται σε σημείο ανυπαρξίας σε αυτά τα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Τα τρία ανατολικά κρατίδια μαζί φιλοξενούν περίπου 8,5 εκατομμύρια ανθρώπους, αποτελώντας το 10% του πληθυσμού της Γερμανίας. Αλλά δεν είναι μόνο σε αυτά τα κρατίδια που το «κέντρο» της γερμανικής πολιτικής καταρρέει. Τα τρία κόμματα της κυβέρνησης συνασπισμού του καγκελάριου Σολτς είδαν το συνδυασμένο ποσοστό τους να πέφτει από πάνω από το 50% στα τέλη του 2021, σε λιγότερο από το ένα τρίτο σήμερα.

Σε αυτές τις εκλογές στο κρατίδιο, το δεξιό ισλαμοφοβικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) αναμένεται να συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 30% στη Θουριγγία και τη Σαξονία, με την προοπτική να κερδίσει την εξουσία στην πρώτη. Ο Bjorn Höcke, ο οποίος έχει ήδη καταδικαστεί δύο φορές για τη χρήση απαγορευμένων ναζιστικών συνθημάτων, είναι ο ηγέτης του AfD στη Θουριγγία. Αλλά και ένα νέο αριστερό κόμμα, με το ομώνυμο όνομα Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW), αναμένεται να λάβει έως και 15-20% των ψήφων.

Η Γερμανία αντιμετωπίζει μια έξαρση της μετανάστευσης, καθώς ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου έφτασε τις 334.000 το 2023. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 56% των Γερμανών δήλωσε ότι φοβάται ότι μπορεί να κατακλυστεί από τη μετανάστευση. Φαίνεται λοιπόν ότι η μετανάστευση και ο ρατσισμός είναι οι κινητήριοι μοχλοί της ανόδου του ακροδεξιού AfD. Αλλά η ειρωνεία είναι ότι η ψήφος του AfD βελτιώθηκε κυρίως σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας όπου η μετανάστευση ήταν σχετικά χαμηλή -είναι ο φόβος και όχι η πραγματικότητα που οδηγεί σε τέτοιες προκαταλήψεις και αντιδράσεις.

Εξάλλου, οι Γερμανοί έχουν συνηθίσει τους μετανάστες. Η Γερμανία είναι ο δεύτερος πιο δημοφιλής μεταναστευτικός προορισμός στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ. Πάνω από ένας στους πέντε Γερμανούς (ή περίπου 18,6 εκατομμύρια) έχει τουλάχιστον εν μέρει ρίζες εκτός της χώρας. Αλλά το ζήτημα της μετανάστευσης έγινε τεράστιο ζήτημα στη Γερμανία λόγω της καταστροφής στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία που οδήγησε σε μαζική και γρήγορη εισροή προσφύγων, περίπου 2 εκατ. τα τελευταία δύο χρόνια στη Γερμανία. Οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες τοποθετήθηκαν στις φτωχότερες περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, που ήδη βρίσκονται υπό την πίεση της φτωχότερης στέγασης, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών.

Η άλλη ειρωνεία είναι ότι η συμπρόεδρος του AfD δεν είναι φτωχή λαϊκίστρια προερχόμενη από τον λαό, αλλά αντίθετα η Alice Weidel είναι πρώην οικονομολόγος της Goldman Sachs και σύμβουλος χρηματοοικονομικών – σαν τον άλλον μεταρρυθμιστή «λαϊκιστή» ηγέτη του Ηνωμένου Βασιλείου Nigel Farage, ο οποίος είναι χρηματιστής. Αυτοί οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου δεν έχουν καμία σχέση με τους απλούς ψηφοφόρους τους, αλλά προσπαθούν να ανέλθουν στην εξουσία με βάση την προκατάληψη και την ψευδολογία. Το φαινόμενο των «λαϊκιστικών» δεξιών εθνικιστικών κομμάτων δεν περιορίζεται στη Γερμανία. Στη Γαλλία υπάρχει ο Εθνικός Συναγερμός, στο Ηνωμένο Βασίλειο το κόμμα της Μεταρρύθμισης και στην Ιταλία έχουμε τους Αδελφούς της Ιταλίας που βρίσκονται πραγματικά στην εξουσία. Πράγματι, σχεδόν σε όλα τα κράτη της ΕΕ, υπάρχουν κόμματα αντίδρασης που συγκεντρώνουν γύρω στο 10-15% των ψήφων, όπως επιβεβαίωσαν οι πρόσφατες εκλογές της Συνέλευσης της ΕΕ.

Για μένα, όλα αυτά είναι προϊόν της Μακράς Κρίσης στις μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-9, η οποία έχει πλήξει τους φτωχότερους και λιγότερο οργανωμένους πληθυσμούς της εργατικής τάξης, μαζί με τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους. Έχουν στραφεί στον «εθνικισμό» για μια απάντηση, θεωρώντας ότι οι αιτίες της κατάρρευσής τους είναι οι μετανάστες, οι ελεημοσύνες προς άλλες χώρες της ΕΕ και οι μεγάλες επιχειρήσεις – με αυτή τη σειρά.

Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί περισσότερο στη Γερμανία εξαιτίας των επακόλουθων επιπτώσεων της πανδημικής ύφεσης και του πολέμου στην Ουκρανία. Η μεγάλη παραγωγική δύναμη της Ευρώπης, η Γερμανία, έχει ακινητοποιηθεί μετά την πανδημία. Και οι ψήφοι για τα παραδοσιακά κόμματα έχουν καταποντιστεί μαζί της.

Η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας αποκάλυψε το υποκείμενο ζήτημα της «διπλής αγοράς εργασίας» με ένα ολόκληρο στρώμα προσωρινών εργαζομένων μερικής απασχόλησης για τις γερμανικές επιχειρήσεις με πολύ χαμηλούς μισθούς. Περίπου το ένα τέταρτο του γερμανικού εργατικού δυναμικού λαμβάνει σήμερα μισθό «χαμηλού εισοδήματος», σύμφωνα με τον κοινό ορισμό, ο οποίος είναι μικρότερος από τα δύο τρίτα του μέσου όρου, ποσοστό που είναι υψηλότερο και από τις 17 ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από τη Λιθουανία. Αυτό το φθηνό εργατικό δυναμικό, συγκεντρωμένο στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, βρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με τον τεράστιο αριθμό προσφύγων που καταφθάνουν τα τελευταία δύο χρόνια. Έτσι πολλοί ψηφοφόροι της ανατολικής Γερμανίας πιστεύουν ότι το πρόβλημα είναι η μετανάστευση.

Αλλά κάτω από τη βιτρίνα βρίσκεται η επιδείνωση της γερμανικής οικονομίας, που πλήττει ιδιαίτερα την ανατολική χώρα. Η Γερμανία είναι το πολυπληθέστερο κράτος της ΕΕ και η βασική οικονομική της δύναμη, καθώς αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% του ΑΕΠ του μπλοκ. Η μεταποίηση εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει το 23% της γερμανικής οικονομίας, σε σύγκριση με το 12% στις ΗΠΑ και το 10% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Και η μεταποίηση απασχολεί το 19% του γερμανικού εργατικού δυναμικού, έναντι 10% στις ΗΠΑ και 9% στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αλλά αυτή η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε ύφεση. Το πραγματικό ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2024 μειώθηκε κατά 0,1% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2024 και κατά το ίδιο ποσό σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Πράγματι, το πραγματικό ΑΕΠ της Γερμανίας δεν παρουσίασε καμία αύξηση για πέντε συνεχόμενα τρίμηνα και έχει πραγματικά μείνει στάσιμο τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Η γερμανική κυβέρνηση ακολούθησε δουλοπρεπώς τις πολιτικές της δυτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ και τερμάτισε την εξάρτησή της από τη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία –μάλιστα συμφώνησε ακόμη και με την ανατίναξη του ζωτικού αγωγού φυσικού αερίου Nordstream. Το ενεργειακό κόστος έχει εκτοξευθεί στα ύψη για τα γερμανικά νοικοκυριά.

Πράγματι, οι πραγματικοί μισθοί στη Γερμανία εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα, όπως και σε πολλές χώρες της ΕΕ.

Αλλά πιο σημαντικό για το γερμανικό κεφάλαιο είναι το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος για τους κατασκευαστές. Το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο (DIHK) σχολιάζει: “Οι υψηλές τιμές της ενέργειας επηρεάζουν επίσης τις επενδυτικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων και συνεπώς την ικανότητά τους να καινοτομούν. Περισσότερο από το ένα τρίτο των βιομηχανικών επιχειρήσεων δηλώνουν ότι είναι σε θέση να επενδύσουν σήμερα λιγότερο σε βασικές επιχειρησιακές διαδικασίες λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας. Το ένα τέταρτο δηλώνει ότι μπορεί να ασχοληθεί με την προστασία του κλίματος με λιγότερους πόρους και το ένα πέμπτο των βιομηχανικών εταιρειών πρέπει να αναβάλει τις επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία». «Εκτός από τη σχεδιαζόμενη μετεγκατάσταση της παραγωγής, αυτό αποτελεί άλλη μια οξεία απειλή για τη Γερμανία ως βιομηχανική τοποθεσία», προειδοποιεί ο Achim Dercks (DIHK). «Εάν οι ίδιες οι εταιρείες δεν επενδύουν πλέον στις βασικές τους διαδικασίες, αυτό θα ισοδυναμεί με σταδιακή αποσύνθεση».

Το περασμένο καλοκαίρι, το ΔΝΤ υπολόγιζε ότι αυτό το αυξανόμενο κόστος θα μείωνε τη δυνητική οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας έως και 1,25% ετησίως, «ανάλογα με την τελική
μέγεθος του σοκ των ενεργειακών τιμών και το βαθμό στον οποίο η αυξημένη ενεργειακή απόδοση μπορεί να το μετριάσει».

Τα τελευταία τρία χρόνια, η μεταποιητική δραστηριότητα έχει καταρρεύσει.

Επίσης, η ανάκαμψη της κερδοφορίας για το γερμανικό κεφάλαιο από την αρχή του ευρώ, η μετεγκατάσταση βιομηχανικού δυναμικού στα ανατολικά της ΕΕ και οι χαμηλοί μισθοί για μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού έχουν τελειώσει. Η κερδοφορία του γερμανικού κεφαλαίου άρχισε να μειώνεται στη Μεγάλη Ύφεση και μέσω της Μακράς Κρίσης της δεκαετίας του 2010. Αλλά η μεγαλύτερη πτώση ήρθε στην πανδημία και η κερδοφορία βρίσκεται τώρα σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο.


Πηγή: EWPT 7.0 και βάση δεδομένων AMECO.

Ακόμη χειρότερα, η μάζα των κερδών έχει επίσης αρχίσει να μειώνεται, καθώς το αυξανόμενο κόστος παραγωγής (ενέργεια, μεταφορές, εξαρτήματα) κατατρώει τα έσοδα. Και όταν τα συνολικά κέρδη μειώνονται, θα ακολουθήσει κατάρρευση των επενδύσεων και ύφεση.

Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου (ένα υποκατάστατο των επενδύσεων) συρρικνώνεται.

Αυτό με φέρνει στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι ότι η κατάντια της Γερμανίας οφείλεται στην έλλειψη καταναλωτικής ζήτησης και στην «υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα». Υποστηρίζεται ότι το μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας (εξαγωγές έναντι εισαγωγών) δείχνει μια «ανισορροπία» στην οικονομία που θα πρέπει να διορθωθεί με την αύξηση της κατανάλωσης.

Αυτό όμως είναι ανοησία. Αν εξετάσουμε τις συνιστώσες του γερμανικού πραγματικού ΑΕΠ από την έναρξη της πανδημικής ύφεσης το 2020, μπορούμε να δούμε ότι η ύφεση της Γερμανίας δεν ήταν αποτέλεσμα της ύφεσης της κατανάλωσης (αύξηση 1%), αλλά των επενδύσεων. Η πτώση της κερδοφορίας και των κερδών οδήγησε σε πτώση των επενδύσεων (πτώση 7%).

Επίσης, η Γερμανία δεν «πλημμυρίζει» τον κόσμο με τις εξαγωγές της. Το εμπορικό πλεόνασμα με τον υπόλοιπο κόσμο είναι σχεδόν αμετάβλητο στα 20 δισ. ευρώ ετησίως, όπως και στα χρόνια της δεκαετίας του 2010.

Οι εξαγωγές αγαθών είναι λίγο πολύ σταθερές- οι εισαγωγές είναι αυτές που μειώθηκαν μετά την πανδημία, καθώς οι Γερμανοί κατασκευαστές περιόρισαν την παραγωγή και τη χρήση πρώτων υλών και εξαρτημάτων.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν απότομα για να προσπαθήσουν να μετριάσουν τον αντίκτυπο της απώλειας θέσεων εργασίας και μισθών. Αλλά μόλις τελείωσε αυτό, η κυβέρνηση συνασπισμού εφάρμοσε μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας, υποτίθεται για να συμμορφωθεί με τις αυστηρές επιταγές της Επιτροπής της ΕΕ και το γερμανικό σύνταγμα που ορίζει ότι το κράτος «μπορεί να ξοδεύει μόνο όσα χρήματα κερδίζει».

Η κυβέρνηση πάγωσε τα σχέδια χρηματοδότησης για το κλίμα και τον εκσυγχρονισμό και κάλυψε με μέτρα λιτότητας μια «τρύπα» 17 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της. Αυτό περιελάμβανε την κατάργηση της επιδότησης ντίζελ για τα γεωργικά οχήματα, η οποία προκάλεσε οργισμένες διαμαρτυρίες των αγροτών. Τρακτέρ εισέβαλαν σε πόλεις και απέκλεισαν αρκετούς κόμβους αυτοκινητοδρόμων. Η αναστάτωση για εκατομμύρια μετακινούμενους επιδεινώθηκε από την απεργία των μηχανοδηγών στο υπό διάλυση ιδιωτικοποιημένο σιδηροδρομικό σύστημα.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος είναι ο ηγέτης του μικρού νεοφιλελεύθερου κόμματος της «ελεύθερης αγοράς» FDP, επιμένει στην περικοπή των κοινωνικών δαπανών (πλήττοντας ιδιαίτερα τις χώρες της ανατολικής Γερμανίας). Ο Λίντνερ θέλει να περικόψει τις κρατικές δαπάνες έως και κατά 50 δισεκατομμύρια ευρώ!

Αυτό που δείχνουν όλα αυτά είναι ότι ακόμη και ο γερμανικός καπιταλισμός, η πιο επιτυχημένη προηγμένη καπιταλιστική οικονομία στην Ευρώπη, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις διχαστικές δυνάμεις της Μακράς Ύφεσης. Αλλά δείχνει επίσης ότι η δουλοπρεπής παρακολούθηση των συμφερόντων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού από τη γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού στο όνομα της «δυτικής δημοκρατίας» για την Ουκρανία και το Ισραήλ καταστρέφει την ηγεμονία του γερμανικού κεφαλαίου και το βιοτικό επίπεδο των φτωχότερων πολιτών της. Δεν είναι περίεργο που οι φωνές του εθνικισμού και της αντίδρασης κερδίζουν έδαφος.

Πηγή: The Next Recession

Μετάφραση: antapocrisis

Σάρα Βάγκενκνεχτ: Η Κατάσταση της Γερμανίας

Το antapocrisis αναδημοσιεύει τη συνέντευξη της Σάρα Βάγκενκνεχτ στους Thomas Meaney & Joshua Rahtz η οποία δόθηκε πριν τις ευρωεκλογές. Η συνέντευξη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον μετά τις εκλογές, καθώς η Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ Λογική και Δικαιοσύνη, ξεκίνησε ως μειοψηφική διάσπαση του Die Linke, αλλά κατέγραψε υπερδιπλάσια ποσοστά από το Κόμμα της Αριστεράς, φτάνοντας στο 6.2%, έναντι 2,7% του Die Linke, θέτοντας ίσως σε άλλη βάση και μήκος κύματος τον προβληματισμό για το πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί η Αριστερά στην Ευρώπη. Οι θέσεις που διατυπώνει η Σάρα Βάγκενκνεχτ για το κοινωνικό και ταξικό ζήτημα, για την πράσινη μετάβαση, για τη μετανάστευση και τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι προφανές ότι θέτουν επί τάπητος μια αριστερή ταυτότητα εντελώς διαφορετική από την ισχύουσα δικαιωματική, δυτική, φιλοΝατοϊκή και συναινετική προς τον νεοφιλελευθερισμό πολιτική ατζέντα της παραπαίουσας Ευρωπαϊκής Αριστεράς, χωρίς φυσικά να ταυτίζεται αναγκαστικά κανείς με τις συγκεκριμένες θέσεις.

Η οικονομία της Γερμανίας αντιμετωπίζει πολλαπλές συγκλίνουσες κρίσεις, τόσο δομικές όσο και συγκυριακές. Αύξηση του ενεργειακού κόστους λόγω του πολέμου με τη Ρωσία, το σοκ του κόστους ζωής, με υψηλό πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια και πτώση πραγματικών μισθών, λιτότητα που επιβάλλεται από το συνταγματικά θεσπισμένο φρένο του χρέους, τη στιγμή που οι Αμερικανοί ανταγωνιστές προχωρούν σε δημοσιονομική επέκταση, πράσινη μετάβαση που θα χτυπήσει σημαντικούς τομείς όπως το μέταλλο και τα χημικά και η μετάβαση της Κίνας, ενός από τους πιο σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας, σε έναν ανταγωνιστή σε τομείς όπως τα ηλεκτρικά οχήματα. Θα μπορούσατε να μας πείτε πρώτα, ποιες περιοχές έχουν πληγεί περισσότερο από την ύφεση;

Υπάρχει μια γενική κρίση σε εξέλιξη, η πιο σοβαρή εδώ και δεκαετίες, με τη Γερμανία σε χειρότερη κατάσταση από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία. Οι βιομηχανικές περιοχές, η ραχοκοκαλιά του γερμανικού μοντέλου μέχρι σήμερα— το Μόναχο, η Βάδη-Βυδεμβέργη, η περιοχή του Ρήνου, η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το λιανικό εμπόριο και οι υπηρεσίες επλήγησαν περισσότερο. Αλλά τώρα οι μικρομεσαίες εταιρείες βρίσκονται υπό τεράστια πίεση. Το 2022 και το 2023, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις έντασης ενέργειας υπέστησαν μείωση της παραγωγής κατά 25 τοις εκατό. Αυτό είναι πρωτόγνωρο. Μόλις αρχίζουν να ανακοινώνουν μαζικές απολύσεις. Αυτές οι μικρές και μεσαίες οικογενειακές εταιρείες—πολλές από αυτές εξειδικευμένες στη μηχανική ή κατασκευαστές εργαλειομηχανών, ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ηλεκτρικού εξοπλισμού— είναι πραγματικά σημαντικές για τη Γερμανία. Είναι ως επί το πλείστο ιδιόκτητες ή οικογενειακά διοικούμενες, που σημαίνει ότι δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και συχνά έχουν αρκετά τραχύ χαρακτήρα. Αλλά έχουν τη δική τους επιχειρηματική κουλτούρα που επικεντρώνεται στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, στην επόμενη γενιά και όχι στις τριμηνιαίες αποδόσεις. Είναι ενσωματωμένες στις τοπικές τους κοινότητες και συχνά βρίσκονται σε συναλλαγή με άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις. Θέλουν να διατηρήσουν τους εργάτες τους, αντί να εκμεταλλεύονται κάθε κενό, όπως οι μεγάλες εταιρείες— από τις οποίες έχουμε επίσης πολλές.

Είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που υποφέρουν πραγματικά στην τρέχουσα κρίση. Με τις συνεχιζόμενες υψηλές τιμές ενέργειας, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να καταστραφούν σε μεγάλη κλίμακα θέσεις εργασίας στη μεταποίηση. Και όταν φεύγει η βιομηχανία, όλα καταστρέφονται, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αγοραστική δύναμη, κοινοτική συνοχή. Χρειάζεται μόνο να δείτε τη Βόρεια Αγγλία ή την αποβιομηχάνιση της ανατολικής Γερμανίας. Το γεγονός ότι έχουμε αυτή τη σταθερή βιομηχανική βάση σημαίνει ότι εξακολουθούμε να έχουμε σχετικά υψηλό αριθμό καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Αλλά οι μικρομεσαίες εταιρείες βρίσκονται υπό πίεση εδώ και πολύ καιρό. Στους μεγάλους πολιτικούς αρέσει ιδιαίτερα να τις επαινούν, επειδή είναι πολύ δημοφιλείς στη Γερμανία. Αποτελεί άλλωστε  μεγάλο κατόρθωμα το να καταφέρει κανείς να διατηρήσει αυτές τις μικρές αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα εξειδικευμένες οικογενειακές επιχειρήσεις απέναντι στην πίεση της εξαγοράς και στην παγκοσμιοποίηση. Βοηθούμενοι εν μέρει από το φθηνό ευρώ και το φτηνό ρωσικό φυσικό αέριο, μερικοί από αυτές έγιναν ηγέτες της παγκόσμιας αγοράς. Αλλά οι γερμανικές κυβερνήσεις, υποκινούμενες από το παγκόσμιο κεφάλαιο, έχουν αυστηροποιήσει τις συνθήκες λειτουργίας τους. Αυτό ήταν μέρος της νεοφιλελεύθερης στροφής υπό τον κοκκινοπράσινο (σοσιαλδημοκράτες και πράσινοι) συνασπισμό του Σρέντερ στις αρχές της χιλιετίας. Ο Σρέντερ κατήργησε το παλιό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο τοπικές τράπεζες κατείχαν μεγάλα τμήματα μετοχών σε τοπικές εταιρείες, το οποίο είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα ότι οι περισσότερες μετοχές δεν διαπραγματεύονταν ελεύθερα. Ο Σρέντερ χορήγησε επίσης απαλλαγή από τον φόρο του κέρδους, για να δελεάσει τις τράπεζες να πουλήσουν τις βιομηχανικές τους μετοχές—αν δεν το είχε κάνει, το μοντέλο αυτό σήμερα πιθανότατα δεν θα είχε σπάσει.

Δεν θέλω να εξιδανικεύσω τις εταιρείες αυτές. Υπάρχουν οικογενειακές εταιρείες που εκμεταλλεύονται τους υπαλλήλους τους αρκετά σκληρά. Αλλά εξακολουθεί να είναι μια διαφορετική κουλτούρα από αυτή των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών με διεθνείς, κυρίως θεσμικούς, επενδυτές, που ενδιαφέρονται μόνο να κυνηγήσουν διψήφιες αποδόσεις. Το να αφεθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην καταστροφή θα ήταν πραγματικό πολιτικό λάθος, γιατί πολλές πτυχές της οικονομικής κρίσης έχουν τις ρίζες τους σε κακές πολιτικές αποφάσεις – αποφάσεις όπως ο πόλεμος με τη Ρωσία, όπως ο τρόπος που γίνεται η διαχείριση της πράσινης μετάβασης, όπως η ανταγωνιστική στάση απέναντι στην Κίνα, όλα ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας. Ο Σρέντερ ήταν der Genosse der Bosse, ο σύντροφος των αφεντικών, όπως τον αποκαλούσαμε, αλλά, τουλάχιστον εξέτασε την κατάσταση και κατάλαβε τη σημασία της διασφάλισης της ροής οικονομικά προσιτού αερίου. Η σημερινή κυβέρνηση έχει στραφεί στο υψηλής τιμής αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο για καθαρά πολιτικούς λόγους. Και τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού—οι σοσιαλδημοκράτες, οι πράσινοι και οι φιλελεύθεροι— έπεσαν κατακόρυφα στις δημοσκοπήσεις επειδή οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας.

Αν μπορούσαμε να δούμε αυτές τις πολιτικές αποφάσεις, μία προς μία. Πρώτον, η τεράστια αύξηση του γερμανικού ενεργειακού κόστους είναι άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία. Κατά την άποψή σας, θα μπορούσε η ρωσική εισβολή να είχε αποτραπεί; Λέγεται συνήθως ότι οδηγήθηκε από τον ρεβανσιστικό εθνικισμό της Μεγάλης Ρωσίας, ο οποίος μπορούσε να σταματήσει μόνο με τη δύναμη των όπλων.

Η εντύπωσή μου είναι ότι η Ουάσιγκτον ποτέ δεν προσπάθησε πραγματικά να σταματήσει τη ρωσική εισβολή, παρά μόνο με στρατιωτικά μέσα. Με την Ουκρανία να κινείται γρήγορα προς την κατεύθυνση του να γίνει μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, θα έπρεπε να ήταν σαφές ότι χρειάζεται κάποιου είδους συμφωνημένο καθεστώς ασφάλειας ως διαβεβαίωση για τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας του ρωσικού κράτους. Αλλά οι ΗΠΑ τερμάτισαν το 2020 όλες τις συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τον χειμώνα του 2021–22 η κυβέρνηση Μπάιντεν αρνήθηκε να μιλήσει στη Ρωσία για το μελλοντικό καθεστώς της Ουκρανίας. Δεν χρειάζεται “ρεβανσιστικός εθνικισμός της Μεγάλης Ρωσίας” για να εξηγήσει κανείς το γιατί η Ρωσία πίστευε ότι δεν μπορούσε πλέον να αδιαφορήσει στο γεγονός  πως η Ουκρανία μετατρέπονταν σε σημαντική βάση του ΝΑΤΟ.

Η Γερμανία δέχεται μεγάλη πίεση από τις ΗΠΑ για να μειώσει τους οικονομικούς της δεσμούς με την Κίνα. Πως βλέπεις αυτή τη σχέση;

Η κατάσταση είναι λίγο πιο διφορούμενη απ´ ότι με τη Ρωσία. Για το γεγονός ότι η Κίνα γίνεται ανταγωνιστής δεν φταίει η Γερμανία, αυτό είναι ξεκάθαρο. Αλλά αν αποκόπταμε τους εαυτούς μας από την κινεζική αγορά, επιπρόσθετα του να αποκοπούμε από τη φθηνή ενέργεια, τότε τα φώτα θα έσβηναν πραγματικά στη Γερμανία. Γι’ αυτό υπάρχει μια ορισμένη πίεση ακόμη και από την πλευρά των μεγάλων εταιρειών, με στόχο το να μην υιοθετηθεί μια στρατηγική απομόνωσης.

Ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξάγουμε πολύ περισσότερα στην Κίνα από ότι η Αμερική, άρα η οικονομία μας εξαρτάται πολύ περισσότερο από αυτό. Αλλά οι Πράσινοι ήταν φανατικοί, τόσο εντελώς ευθυγραμμισμένοι με τις ΗΠΑ που έχουν υιοθετήσει μια άρρωστη θέση κατά της Κίνας. Η Μπέρμποκ, η υπουργός Εξωτερικών των Πρασίνων, έχει κάνει πραγματικές διπλωματικές γκάφες. Σε τουλάχιστον μία περίπτωση, στο κρατίδιο του Ζάαρλαντ, απομάκρυνε μια σημαντική κινεζική επένδυση με πολλές θέσεις εργασίας. Άρα, αυτή είναι μια ανησυχητική νέα εξέλιξη. Οι Κινέζοι κατέχουν πολλές εταιρείες στη Γερμανία, οι οποίες συχνά τα πάνε καλύτερα από αυτές που αναλαμβάνουν τα αμερικανικά hedge funds. Κατά κανόνα, οι Κινέζοι σχεδιάζουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όχι το είδος της τριμηνιαίας σκέψης που χαρακτηρίζει πολλές αμερικανικές χρηματοοικονομικές εταιρείες. Φυσικά και θέλουν να αποκομίσουν κέρδος και ούτε δεν είναι ανιδιοτελείς, αλλά παρέχουν και ασφαλείς θέσεις εργασίας.

Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την οικονομία μας. Δεν νομίζω ότι ο Σολτς έχει αποφασίσει ακόμη πώς να τοποθετηθεί επ´ αυτού. Οι Φιλελεύθεροι κάνουν επίσης ελιγμούς, υπό την ισχυρή πίεση των γερμανικών επιχειρήσεων. Διεξάγουν μια παράλληλη συζήτηση για τα παγωμένα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας, τα οποία εάν τα απαλλοτριώσουν, ακόμα και μόνο τα έσοδα από αυτά να απαλλοτρίωναν, θα έστελναν ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα στην Κίνα που θα την οδηγούσε στην αποφυγή των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε ευρώ. Κάποια από αυτά ήδη ανταλλάσσονται με χρυσό. Η Αμερική δεν συμμετέχει στην απαλλοτρίωση ρωσικών αποθεμάτων και έχει καλό λόγο να μην το κάνει. Έτσι και πάλι μόνο οι Ευρωπαίοι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Καταστρέφουμε τις οικονομικές μας προοπτικές, έτσι ώστε οι Κινέζοι να μπορούν, γιατί στην πραγματικότητα εκεί στοχεύουν, να γίνουν όλο και πιο αυτάρκεις ούτως ή άλλως. Χρειάζονται ακόμα εμπόριο, αλλά ίσως σε είκοσι χρόνια να το χρειάζονται λιγότερο από όσο το χρειαζόμαστε εμείς.

Σύμφωνα με τον Χάμπεκ, τον Υπουργό Οικονομίας και πρώην συναρχηγό των Πρασίνων, η μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση της Γερμανίας είναι η έλλειψη εργαζομένων, ειδικευμένων και ανειδίκευτων — με περίπου 700.000 ανοιχτές θέσεις εργασίας. Δεδομένης της γηράσκουσας κοινωνίας, η κυβέρνηση εκτιμά ότι η χώρα θα έχει έλλειψη 7 εκατομμυρίων εργαζομένων έως το 2035. Αν η υγεία του γερμανικού καπιταλισμού αποτελεί προτεραιότητα για το κόμμα σας, δεν απαιτείται σημαντικό επίπεδο μετανάστευσης;

Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Ο αριθμός των νέων ενηλίκων χωρίς προσόντα αποφοίτησης από το σχολείο αυξάνεται συνεχώς από το 2015. Το 2022, 2,86 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας μεταξύ 20 και 34 ετών δεν είχαν απολυτήριο λυκείου, συμπεριλαμβανομένων πολλών ατόμων με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα πέμπτο όλων των ανθρώπων αυτής της ηλικιακής ομάδας. Περισσότεροι από 50.000 μαθητές εγκαταλείπουν το σχολείο στη Γερμανία κάθε χρόνο χωρίς δίπλωμα— με δραματικές συνέπειες για τους ίδιους και την κοινωνία. Για αυτούς, η συζήτηση για την έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων ακούγεται σαν κοροϊδία. Προτεραιότητά μας είναι να φέρουμε αυτούς τους ανθρώπους στην επαγγελματική κατάρτιση.

Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη για κάποια μετανάστευση, δεδομένης της δημογραφικής κατάστασης στη Γερμανία. Πρέπει όμως να τη διαχειριστούμε, ώστε τα συμφέροντα όλων των πλευρών να διασφαλίζονται, οι χώρες προέλευσης, ο πληθυσμός της χώρας υποδοχής και οι ίδιοι οι μετανάστες. Αυτό χρειάζεται προετοιμασία και δεν υπάρχει τίποτα από αυτά αυτή τη στιγμή. Δεν πιστεύουμε ότι ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς μετανάστευσης, όπου όλοι μπορούν ουσιαστικά να πάνε οπουδήποτε και μετά πρέπει με κάποιο τρόπο να προσπαθήσουν να ταιριάξουν και να επιβιώσουν, είναι καλή ιδέα. Πρέπει να καλωσορίσουμε ανθρώπους που θέλουν να εργαστούν και να ζήσουν στη χώρα μας και θα πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ζωής όσων ζουν ήδη εδώ και δεν θα πρέπει να επιβαρύνει τους συλλογικούς πόρους, για τους οποίους άνθρωποι έχουν εργαστεί και πληρώνουν. Διαφορετικά, η άνοδος της ακροδεξιάς πολιτικής θα είναι αναπόφευκτη. Στην πραγματικότητα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία στη σημερινή της μορφή είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομιά της Άνγκελα Μέρκελ. Στη Γερμανία έχουμε μια δραματική έλλειψη στέγης, ειδικά για άτομα με χαμηλά εισοδήματα, και η ποιότητα της εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία έχει γίνει κατά τόπους φρικτή. Η ικανότητά μας να παρέχουμε στους μετανάστες ευκαιρίες ίσης συμμετοχής στην οικονομία και την κοινωνία μας δεν είναι χωρίς τέλος. Πιστεύουμε επίσης ότι είναι πολύ καλύτερο οι άνθρωποι να μπορούν να βρουν εκπαίδευση και απασχόληση στις χώρες καταγωγής τους, και θα πρέπει να νιώσουμε υποχρεωμένοι να τους βοηθήσουμε σ´ αυτό με καλύτερη πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια και ισότιμο εμπορικό καθεστώς και όχι απορροφώντας το πιο δραστήριο και ταλαντούχο κομμάτι της νεολαίας αυτών των χωρών για να καλύψουν το δημογραφικό κενό στη Γερμανία. Θα πρέπει επίσης να αποζημιώσουμε τις χώρες προέλευσης για το εκπαιδευτικό κόστος των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης που μετακινούνται στη Γερμανία, όπως οι γιατροί. Και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πλευρά της εμπορίας ανθρώπων που αφορά την  μετανάστευση, τις συμμορίες που κερδίζουν εκατομμύρια βοηθώντας ανθρώπους να περάσουν στην Ευρώπη χωρίς να χρειάζονται πραγματικά άσυλο.

Πολλοί που μπορεί να συμπαθούν το κόμμα σας ανησυχούν ότι δηλώσεις όπως το σχόλιό σας τον περασμένο Νοέμβριο σχετικά με τη σύνοδο κορυφής για τη μεταναστευτική πολιτική στο Βερολίνο—Η Γερμανία είναι συγκλονισμένη, Η Γερμανία δεν έχει άλλο χώρο- συμβάλει σε μια αντιμεταναστευτική ατμόσφαιρα. Δεν είναι σημαντικό να είμαστε σαφείς σχετικά με την αποφυγή οποιασδήποτε πρότασης ρατσισμού ή ξενοφοβίας όταν συζητάμε ποια μπορεί να είναι μια δίκαιη μεταναστευτική πολιτική;

Ο ρατσισμός πρέπει πάντα να καταπολεμάται, όχι απλώς να αποφεύγεται, αλλά να καταπολεμάται. Αλλά το να επισημάνουμε τις πραγματικές κοινωνικές ελλείψεις, ζήτηση που ξεπερνά την ικανότητα, δεν είναι ξενοφοβικό. Είναι απλά γεγονότα. Για παράδειγμα, υπάρχει έλλειψη στέγης 700.000 σπιτιών στη Γερμανία. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας δασκάλων και καθηγητών ακάλυπτες. Φυσικά, η ξαφνική άφιξη μεγάλου αριθμού αιτούντων άσυλο που διέφυγαν από πολέμους— ένα εκατομμύριο το 2015, κυρίως από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ένα εκατομμύριο από την Ουκρανία το 2022— παράγει τεράστια αύξηση της ζήτησης, που δεν μπορεί να καλύψει καμία αύξηση στην προσφορά. Αυτό δημιουργεί έντονο ανταγωνισμό για σπάνιους πόρους, και αυτό τροφοδοτεί την ξενοφοβία. Αυτό δεν είναι δίκαιο για τους νεοαφιχθέντες, αλλά δεν είναι επίσης δίκαιο για τις γερμανικές οικογένειες που χρειάζονται οικονομικά προσιτή στέγαση ή των οποίων τα παιδιά πηγαίνουν σε σχολεία όπου οι δάσκαλοι επιβαρύνονται γιατί η μισή τάξη δεν μιλάει γερμανικά. Και αυτό είναι πάντα στις φτωχότερες κατοικημένες περιοχές, όπου οι άνθρωποι είναι ήδη υπό πίεση. Δεν βοηθά να αρνηθεί κανείς ή να αποσιωπήσει αυτά τα προβλήματα. Αυτό προσπάθησαν να κάνουν τα άλλα κόμματα και στο τέλος απλώς ενισχύθηκε το AfD. Η μετανάστευση θα συμβαίνει πάντα σε έναν ανοιχτό κόσμο και συχνά μπορεί να είναι εμπλουτιστική και για τις δύο πλευρές. Αλλά είναι σημαντικό η κλίμακα της να μην ξεφεύγει από τον έλεγχο και να διατηρούνται υπό έλεγχο οι ξαφνικές αυξήσεις της μετανάστευσης.

Λέτε ότι ο ρατσισμός πρέπει να καταπολεμηθεί, αλλά όταν το κόμμα σας γράφει στο μανιφέστο του για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι στη Γαλλία και τη Γερμανία υπάρχουν “παράλληλες κοινωνίες επηρεασμένες από τον ισλαμισμό” στις οποίες τα  “παιδιά μεγαλώνουν μισώντας τη δυτική κουλτούρα”, αυτό ακούγεται σαν δαιμονοποίηση. Ωστόσο, ταυτόχρονα, η ηγεσία και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του κόμματός σας είναι αναμφίβολα η πιο πολυπολιτισμική σε σύγκριση με οποιουδήποτε γερμανικό κόμμα. Πως θα απαντούσατε σε αυτό;

Υπάρχουν τέτοια κομμάτια στη Γερμανία, όχι όσο στη Σουηδία ή τη Γαλλία, αλλά είναι αισθητά. Αν θεωρεί κανείς τους ανθρώπους μόνο ως παραγωγικούς παράγοντες, και την κοινωνία ακριβώς ως μια οικονομία που προστατεύεται από μια αστυνομική δύναμη, το γεγονός αυτό δεν χρειάζεται να ενοχλεί πολύ. Θέλουμε να αποφύγουμε ένα σπιράλ αμοιβαίας δυσπιστίας και εχθρότητας. Όσοι στην ομάδα μας έχουν αυτό που αποκαλείται πολυπολιτισμικό υπόβαθρο γνωρίζουν και τις δύο πλευρές και έχουν ζωτικό συμφέρον για μια κοινωνία στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να ζήσουν μαζί ειρηνικά, απαλλαγμένοι από την εκμετάλλευση. Γνωρίζουν από πρώτο χέρι την κενότητα των νεοφιλελεύθερων μεταναστευτικών πολιτικών— το “open borders” είναι ακριβώς αυτό— όταν έρχεται η ώρα της εκπλήρωσης των υποσχέσεων. Και οι γυναίκες της ομάδας μας ειδικότερα είναι χαρούμενες που ζουν σε μια χώρα που έχει ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό την πατριαρχία και δεν θέλουν να τη δουν να επανεισάγεται από την πίσω πόρτα.

Αναφέρατε τις πολιτικές πράσινης μετάβασης ως αντίθετες με τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας. Τι είχατε στο μυαλό σας;

Η προσέγγιση των Πρασίνων στην περιβαλλοντική πολιτική τιμωρεί οικονομικά την πλειοψηφία. Είναι υπέρ των υψηλών τιμών στο διοξείδιο του άνθρακα, καθιστώντας τα ορυκτά καύσιμα πιο ακριβά προκειμένου να δημιουργηθεί ένα κίνητρο για να τα ξεφορτωθούμε. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει για τους ευκατάστατους ανθρώπους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ηλεκτρικό αυτοκίνητο, αλλά αν δεν έχει κανείς πολλά χρήματα, σημαίνει απλώς ότι είναι σε χειρότερη. Οι Πράσινοι εκπέμπουν αλαζονεία απέναντι στους φτωχότερους ανθρώπους και ως εκ τούτου μισούνται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτό είναι κάτι που το AfD το παίζει, αυξάνεται επάνω στο μίσος για τους Πράσινους ή μάλλον για τις πολιτικές που ακολουθούν οι Πράσινοι. Στους ανθρώπους δεν αρέσει να τους λένε οι πολιτικοί τι να φάνε, πώς να μιλήσουν, πώς να σκεφτούν. Και οι Πράσινοι είναι μπροστάρηδες αυτής της ιεραποστολικής στάσης κατά την προώθηση της ψευδοπροοδευτικής ατζέντας τους. Σίγουρα, αν μπορείτε να αντέξετε οικονομικά ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, καλό θα είναι να το προτιμήσετε. Αλλά δεν πρέπει να πιστεύετε ότι είστε καλύτερος άνθρωπος από κάποιον που οδηγεί ένα παλιό αυτοκίνητο μεσαίας κατηγορίας ντίζελ επειδή δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά τίποτα άλλο. Αυτές τις μέρες, οι Πράσινοι ψηφοφόροι τείνουν να είναι ευκατάστατοι— το πιο ‘οικονομικά ικανοποιημένο’ κομμάτι, δείχνουν έρευνες, ακόμη περισσότερο και από τους ψηφοφόρους των Φιλελεύθερων. Ενσωματώνουν μια αίσθηση αυτοϊκανοποίησης, ακόμη και όταν αυξάνουν το κόστος ζωής για ανθρώπους που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα: “Είμαστε οι ενάρετοι, γιατί έχουμε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουμε βιολογικά προϊόντα. Μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά ένα ποδήλατο μεταφορών. Μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά την εγκατάσταση μιας αντλίας θερμότητας. Μπορούμε να τα αντέξουμε όλα”.

Είστε επικριτικοί για την προσέγγιση των Πρασίνων, αλλά ποιες περιβαλλοντικές πολιτικές θα ακολουθούσατε;

Πολιτικές με τις οποίες να μπορεί να ζήσει η ευρεία πλειοψηφία των ανθρώπων στη χώρα μας, οικονομικά και κοινωνικά. Χρειαζόμαστε εκτεταμένη δημόσια πρόβλεψη για τις άμεσες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, από τον πολεοδομικό σχεδιασμό έως τη δασοκομία, από τη γεωργία έως τις δημόσιες συγκοινωνίες. Αυτό θα είναι ακριβό. Προτιμούμε τις δημόσιες δαπάνες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής έναντι, για παράδειγμα, της αύξησης του λεγόμενου προϋπολογισμού για την άμυνα στο 3 τοις εκατό του ΑΕΠ ή και περισσότερο. Δεν μπορούμε να πληρώσουμε για όλα ταυτόχρονα. Χρειαζόμαστε ειρήνη με τους γείτονές μας, ώστε να μπορέσουμε να κηρύξουμε πόλεμο στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η καταστροφή της εγχώριας αυτοκινητοβιομηχανίας με το να καταστήσει κανείς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα υποχρεωτικά μόνο και μόνο για να πληρούνται ορισμένα αυθαίρετα πρότυπα εκπομπών δεν είναι αυτό που υποστηρίζουμε. Κανείς τώρα ζωντανός δεν θα ζήσει για να δει τις μέσες θερμοκρασίες να μειώνονται ξανά, ανεξάρτητα από το πόσο θα μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα. Εξοπλίστε πρώτα σπίτια για ηλικιωμένους και νοσοκομεία και κέντρα παιδικής μέριμνας με κλιματισμό με δημόσια δαπάνη και κάντε αντιπλημμυρικά έργα σε μέρη κοντά σε ποτάμια και ρέματα. Βεβαιωθείτε ότι το κόστος της επίτευξης φιλόδοξων στόχων μείωσης των εκπομπών δεν θα επιβάλλεται σε απλούς ανθρώπους που ήδη δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.

Η Γερμανία βάλλεται επίσης επί του παρόντος από μια πολιτισμική κρίση σε σχέση με τη σφαγή περισσότερων από 30.000 Παλαιστινίων στη Γάζα από το Ισραήλ. Είστε ένας από τους λίγους πολιτικούς που αμφισβητήσατε τη γερμανική απαγόρευση των επικρίσεων κατά του Ισραήλ και έχετε μιλήσει κατά της Γερμανίας που προμηθεύει την κυβέρνηση Νετανιάχου με όπλα, μαζί με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η τρέχουσα φιλοσιωνιστική πολιτιστική επίθεση αντιπροσωπεύει τη λαϊκή γνώμη στη Γερμανία;

Λοιπόν, υπάρχει φυσικά ένα διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο στη Γερμανία, επομένως είναι κατανοητό και σωστό ότι έχουμε διαφορετική σχέση με το Ισραήλ από άλλες χώρες. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι η Γερμανία ήταν ο δράστης του Ολοκαυτώματος— δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται αυτό το γεγονός. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την προμήθεια όπλων για τα τρομερά εγκλήματα πολέμου που συμβαίνουν τώρα στη Λωρίδα της Γάζας. Και αν κοιτάξετε τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν το υποστηρίζει. Η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης είναι πάντα επιλεκτική φυσικά, αλλά ακόμα κι έτσι είναι προφανές ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να φύγουν, ότι βομβαρδίζονται βάναυσα. Οι άνθρωποι λιμοκτονούν, οι ασθένειες είναι αχαλίνωτες, τα νοσοκομεία δέχονται επίθεση και είναι απελπιστικά ανεπαρκώς εξοπλισμένα. Όλα αυτά είναι εμφανή, και στη Γερμανία υπάρχουν σίγουρα απόψεις που ασκούν τεράστια κριτική. Αλλά στην πολιτική, όποιος εκφράζει επικρίσεις, αμέσως χτυπιέται με την κατηγορία του αντισημιτισμού. Το ίδιο ισχύει και στον κοινωνικό και πολιτιστικό λόγο, όπως με την ανοιχτή τελετή απονομής των βραβείων της Berlinale: τη στιγμή που επικρίνει κανείς τις ενέργειες της ισραηλινής κυβέρνησης— και φυσικά πολλοί Εβραίοι τους επικρίνουν— είναι αντισημίτης. Και αυτό είναι φυσικά εκφοβιστικό, γιατί ποιος θέλει να γίνει αντισημίτης;

Τον Οκτώβριο του 2021, πολλοί πίστευαν ότι μία κυβέρνηση υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών θα αντιπροσώπευε μια στροφή προς τα αριστερά, μετά από δεκαέξι χρόνια καγκελαρίας της Μέρκελ. Αντίθετα, η Γερμανία έχει πάει προς τα δεξιά. Ο κυβερνητικός συνασπισμός αύξησε τον αμυντικό προϋπολογισμό κατά €100 δισεκατομμύρια. Η γερμανική εξωτερική πολιτική έχει πάρει επιθετικά ατλαντιστική τροπή. Το Zeitenwende του Σολτς σας προκάλεσε έκπληξη; Και ποιος ρόλος έχουν οι εταίροι του συνασπισμού σε αυτήν την πορεία;

Οι τάσεις υπάρχουν εδώ και αρκετό καιρό. Οι Σοσιαλδημοκράτες οδήγησαν τη Γερμανία στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1999 και στη συνέχεια στη στρατιωτική κατοχή του Αφγανιστάν το 2001. Ο Σρέντερ αντιτάχθηκε τουλάχιστον στους Αμερικανούς για την εισβολή στο Ιράκ, με ισχυρή υποστήριξη από το εσωτερικό του SPD. Αλλά το SPD έχει χάσει εντελώς την παλιά του προσωπικότητα και έχει γίνει πλέον ένα είδος πολεμικού κόμματος. Αυτό που είναι τρομακτικό είναι ότι υπάρχει τόσο λίγη αντιπολίτευση μέσα στο κόμμα. Οι σημερινοί ηγέτες του είναι πρόσωπα που πραγματικά δεν έχουν καθόλου δική τους θέση. Θα μπορούσαν να βρίσκονται στους Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές, θα μπορούσαν να είναι με τους Φιλελεύθερους. Γι’ αυτό το λόγο η δημόσια εικόνα τους έχει καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό. Δεν υπάρχει τίποτα το αυθεντικό πια. Δεν παλεύει πλέον για κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, η χώρα γίνεται όλο και πιο άδικη, το κοινωνικό χάσμα έχει αυξηθεί και υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι που είναι πραγματικά φτωχοί ή κινδυνεύουν από φτώχεια. Και έχει εγκαταλείψει εντελώς την ειρηνευτική πολιτική. Φυσικά, το SPD ωθείται προς αυτή την κατεύθυνση από τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Οι Πράσινοι είναι πλέον το πιο πολεμοχαρές κόμμα στη Γερμανία. Αξιοσημείωτη εξέλιξη για μια ομάδα που προέκυψε από τις μεγάλες ειρηνευτικές διαδηλώσεις της δεκαετίας του 1980. Σήμερα είναι οι μεγαλύτεροι μιλιταριστές όλων, πιέζοντας πάντα για εξαγωγές όπλων και αυξημένες αμυντικές δαπάνες. Και αυτό απλώς ενισχύει την τάση μέσα στο SPD.

Η συσπείρωση εναντίον της Ρωσίας έχει προκύψει από αυτή τη δυναμική. Στην αρχή, φαινόταν ότι ο Σολτς ενέδιδε στην πίεση σε ορισμένα ζητήματα, αλλά όχι σε όλα. Για παράδειγμα, δημιούργησε ένα ειδικό ταμείο για την Ουκρανία, αλλά ήταν επιφυλακτικός στο να παρασυρθεί στη σύγκρουση και αρχικά παρέδωσε μόνο 5.000 κράνη. Αλλά μετά αυτό άλλαξε και προέκυψε ένα νέο μοτίβο. Ο Σολτς διστάζει στην αρχή. Στη συνέχεια δέχεται επίθεση από τον Φρίντριχ Μερτς, αρχηγό των Χριστιανοδημοκρατών και της αντιπολίτευσης. Στη συνέχεια οι εταίροι του στο συνασπισμό, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι, κλιμακώνουν την πίεση. Τέλος, ο Σολτς κάνει μια ομιλία ανακοινώνοντας ότι μια άλλη κόκκινη γραμμή έχει ξεπεραστεί. Η συζήτηση προχωράει σε τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, μετά σε άρματα μάχης και μετά σε μαχητικά αεροσκάφη. Ο Σολτς έλεγε πάντα “Nein” στην αρχή, μετά το όχι μετατράπηκε σε “και ναι και όχι”, ένα “no-yes”, και μετά κάποια στιγμή σε ένα “Ja”.

Τώρα έχει φτάσει στο σημείο που οι χώρες του ΝΑΤΟ και η Ουκρανία πιέζουν τη Γερμανία να προμηθεύσει πυραύλους Κρουζ Taurus, οι οποίοι μπορούν να επιτεθούν σε στόχους τόσο μακρινούς όσο η Μόσχα. Αντιπροσωπεύουν την πιο επικίνδυνη κλιμάκωση μέχρι σήμερα, γιατί είναι ξεκάθαρα επιθετική χρήση εναντίον ρωσικών στόχων. Δεν είμαι σίγουρη εάν η Γερμανία που τα παραδίδει, εργάζεται στην πραγματικότητα για το συμφέρον της Αμερικής, επειδή ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά υψηλός. Αν προμηθεύσουμε γερμανικά όπλα για να καταστραφούν ρωσικοί στόχοι όπως η γέφυρα του Κερτς μεταξύ της Κριμαίας και της ηπειρωτικής χώρας, τότε η Ρωσία θα αντιδράσει εναντίον της Γερμανίας. Ελπίζω αυτό να σημαίνει ότι δεν θα στείλουν όπλα. Αλλά δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, δεδομένης της ασπονδυλότητας και της τάσης του Σολτς να αναδιπλώνεται. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς έναν καγκελάριο που να έχει τόσο άθλιο συμπεριφορά. Όπως επίσης και ολόκληρος ο συνασπισμός. Δεν υπήρξε ποτέ κυβέρνηση στη Γερμανία που να ήταν τόσο νεκρή, μετά από μόλις δυόμισι χρόνια στην εξουσία. Και φυσικά, οι Χριστιανοδημοκράτες δεν αποτελούν εναλλακτική. Ο Μερτς είναι ακόμη χειρότερος στο ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης, και χειρότερος και σε οικονομικά ζητήματα. Η δεξιά δεν έχει στρατηγική, αλλά θα είναι ο κύριος δικαιούχος του θλιβερού ιστορικού της κυβέρνησης.

Ίσως η υποκλοπή των αρχηγών της Luftwaffe που συζητούν εάν θα χρειάζονταν γερμανικές μπότες στο έδαφος για τους πυραύλους Taurus— αποκαλύπτοντας ότι βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα είναι ήδη ενεργά στην Ουκρανία. Αλλά δεν είναι η στρατηγική του Mερτς το να προσελκύσει ψηφοφόρους του AfD; Δεν είχε αρκετή επιτυχία σε αυτό;

Ο Mερτς απλώς δεν έχει αξιόπιστη θέση στα περισσότερα ζητήματα. Το AfD έχει κερδίσει υποστήριξη με βάση τρία ζητήματα: πρώτον, τη μετανάστευση δηλαδή τον αριθμό των αιτούντων άσυλο στη Γερμανία, δεύτερον, τα lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημία και τρίτον, τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Mερτς τα δίνει όλα με τους αιτούντες άσυλο. Μερικές φορές είναι σαν να ακούς το AfD, ουρλιάζει περί μικρών πασάδων, μετά δέχεται επίθεση και τα παίρνει όλα πίσω ξανά. Αλλά φυσικά αυτή ήταν η κληρονομιά της Μέρκελ, οπότε οι Χριστιανοδημοκράτες δεν είναι αξιόπιστοι από αυτή την άποψη. Το ίδιο και με την κρίση του Covid: το CDU-CSU ήταν επίσης υπέρ του lockdown και του υποχρεωτικού εμβολιασμού και ενήργησε εξίσου άσχημα με όλους τους άλλους. Τότε τέθηκε το ζήτημα της ειρήνης, και αυτό είναι που είναι τόσο ύπουλο στη Γερμανία. Πριν ξεκινήσουμε το κόμμα μας, το AfD ήταν το μόνο κόμμα που υποστήριζε με συνέπεια μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων και τέθηκε κατά των παραδόσεων όπλων στην Ουκρανία, ζωτικό ζήτημα για πολλούς ψηφοφόρους στα ανατολικά. Το CDU-CSU ήθελε να προμηθεύσει ακόμη περισσότερα όπλα και το Die Linke ήταν διχασμένος για το θέμα. Αν ήθελες επιστροφή σε μια πολιτική του κατευνασμού, αν ήθελες διαπραγματεύσεις, αν δεν ήθελες να γίνεις συμβαλλόμενος στον πόλεμο προμηθεύοντας όπλα, δεν είχες κανέναν άλλον να στραφείς. Για το Ισραήλ, φυσικά, το AfD είναι αποφασισμένο να προμηθεύσει ακόμη περισσότερα όπλα, γιατί είναι ένα αντι-ισλαμικό κόμμα και προφανώς εγκρίνει τα τρομερά πράγματα που συμβαίνουν εκεί. Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους τελικά κάναμε το βήμα της ίδρυσης ενός νέου κόμματος, έτσι ώστε άνθρωποι που ήταν με το δίκιο τους δυσαρεστημένοι με το mainstream, αλλά δεν είναι δεξιοί εξτρεμιστές— και αυτό αφορά ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της Εναλλακτικής για τη Γερμανία – να αποκτήσουν ένα σοβαρό κόμμα να απευθυνθούν.

Θα συγκρίνατε το σημερινό  CDU με το κόμμα του Χέλμουτ Κολ; Ήταν αυτός που ποδοπάτησε το σύνταγμα  προκειμένου να ενσωματωθεί η Ανατολική Γερμανία.

Το CDU υπό τον Koλ είχε πάντα μια ισχυρή κοινωνική πτέρυγα, μια ισχυρή πτέρυγα εργασίας. Γι´ αυτό πάλεψε ο Νόρμπερτ Μπλουμ και ο Χάινερ Γκάισλερ, στην αρχή τουλάχιστον. Υποστήριξαν τα κοινωνικά δικαιώματα και την κοινωνική ασφάλιση, γεγονός που έκανε το CDU κάτι σαν λαϊκό κόμμα. Είχε πάντα ισχυρή υποστήριξη από τους εργαζόμενους, από τους λεγόμενους kleinen Leute, συνηθισμένοι άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα. Ο Μερτς υπερασπίζεται τον καπιταλισμό της BlackRock, όχι μόνο επειδή εργαζόταν για την BlackRock, αλλά επειδή αντιπροσωπεύει αυτή την άποψη με όρους πολιτικής οικονομίας. Θέλει να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης, πράγμα που σημαίνει νέα περικοπή συντάξεων. Θέλει να μειώσει τα κοινωνικά επιδόματα. Λέει ότι το κράτος πρόνοιας είναι πολύ μεγάλο και πρέπει να διαλυθεί. Είναι ενάντια σε έναν υψηλότερο κατώτατο μισθό, όλα όσα έλεγε το CDU παλιότερα. Οι Χριστιανοδημοκράτες ήταν μέρος του Καθολικού κοινωνικού δόγματος. Υποστήριζαν έναν εξευγενισμένο καπιταλισμό, μια οικονομική τάξη που είχε μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα, ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Και ήταν αξιόπιστοι, γιατί η πραγματική επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα στη Γερμανία έγινε το 2004 υπό τον Σρέντερ και την κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων. Τα πράγματα διαφέρουν κάπως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το CDU στην πραγματικότητα καθυστέρησε τη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Ο Μερτς αποτελεί τομή για αυτούς.

Θα μπορούσατε να εξηγήσετε γιατί αποφασίσατε να φύγετε από το Die Linke, μετά από τόσα χρόνια;

Το κύριο πράγμα ήταν ότι το ίδιο το Die Linke είχε αλλάξει. Θέλει τώρα να είναι πιο πράσινο από τους Πράσινους και αντιγράφει το μοντέλο τους. Η πολιτική των ταυτοτήτων κυριαρχεί και τα κοινωνικά ζητήματα βρίσκονται στο περιθώριο. Το Die Linke ήταν αρκετά επιτυχημένο— το 2009, έλαβε 12 τοις εκατό, πάνω από 5 εκατομμύρια ψήφους— αλλά μέχρι το 2021 οι ψήφοι έπεσαν κάτω από το 5 τοις εκατό, με μόνο 2,2 εκατομμύρια ψήφους. Αυτές οι προνομιακές συζητήσεις, αν μου επιτρέπεται να τις αποκαλώ έτσι, είναι δημοφιλείς στους μητροπολιτικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά δεν είναι δημοφιλείς στους απλούς ανθρώπους που ψήφιζαν αριστερά. Τους διώχνει. Το Die Linke είχε ισχυρή βάση στην ανατολική Γερμανία, αλλά οι άνθρωποι εκεί δεν μπορούν να ασχοληθούν με τις συζητήσεις για τη διαφορετικότητα, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο με τον οποίο γίνονται. Είναι απλώς αποξενωτικές για τους ανθρώπους που απλά αποζητούν δίκαιες συντάξεις, δίκαιους μισθούς και φυσικά ίσα δικαιώματα. Είμαστε υπέρ του να μπορούν όλοι να ζουν και να αγαπούν όπως θέλουν. Αλλά υπάρχει ένας υπερβολικός τρόπος που γίνεται η πολιτική των ταυτοτήτων, με βάση τον οποίο πρέπει να ζητάει κανείς συγγνώμη εάν εκφέρει μια άποψη χωρίς να έχει ο ίδιο ας πούμε μεταναστευτικό υπόβαθρο ή αν είναι στρέιτ. Το Die Linke έχει βυθιστεί σε αυτό το είδος του λόγου και ως αποτέλεσμα έχει χάσει ψήφους. Κάποιοι έχουν μετακομίσει στο στρατόπεδο των μη ψηφοφόρων και κάποιοι στα δεξιά.

Δεν είχαμε πλέον πλειοψηφία στο κόμμα γιατί το περιβάλλον που υποστήριζε το Die Linke είχε αλλάξει. Ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Μια ομάδα από εμάς είπε στον εαυτό της, είτε θα συνεχίσουμε να βλέπουμε το κόμμα να παίρνει την κάτω βόλτα, είτε θα πρέπει να κάνουμε κάτι. Είναι σημαντικό όσοι είναι δυσαρεστημένοι να έχουν κάπου να πάνε. Πολλοί έλεγαν, δεν ξέρουμε πλέον ποιον να ψηφίσουμε, δεν θέλουμε να ψηφίσουμε το AfD, αλλά δεν μπορούμε να ψηφίσουμε και κανέναν άλλον. Αυτό ήταν το κίνητρο για να πούμε, ας κάνουμε κάτι μόνοι μας και ας ξεκινήσουμε ένα νέο κόμμα. Δεν προερχόμαστε όλοι από τα αριστερά. Είμαστε κάτι περισσότερο από μια αριστερή αναβίωση, ας πούμε. Έχουμε επίσης ενσωματώσει άλλες παραδόσεις σε κάποιο βαθμό. Το περιέγραψα στο βιβλίο μου, Die Selbstgerechten, ως συντηρητική αριστερά. Με άλλα λόγια: κοινωνικά και πολιτικά, βρισκόμαστε στα αριστερά, αλλά με κοινωνικο-πολιτιστικούς όρους, θέλουμε να συναντήσουμε ανθρώπους εκεί όπου βρίσκονται, όχι να τους προσηλυτίσουμε για πράγματα που απορρίπτουν.

Τι μαθήματα, αρνητικά ή θετικά, πήρες από την εμπειρία του Aufstehen, το κίνημα που ξεκίνησες το 2018;

To Aufstehen πέτυχε μια συντριπτική ανταπόκριση όταν ιδρύθηκε, με πάνω από 170.000 ενδιαφερόμενους. Οι προσδοκίες ήταν τεράστιες. Το μεγαλύτερο λάθος μου τότε ήταν ότι δεν προετοιμάστηκα για αυτό σωστά. Είχα την ψευδαίσθηση ότι οι δομές θα σχηματίζονταν όταν θα ξεκινούσαμε. Όταν θα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, όλα θα άρχιζαν να λειτουργούν. Αλλά σύντομα έγινε σαφές ότι οι δομές που απαιτούνται για μια λειτουργική κίνηση—στα κρατίδια, στις πόλεις, στους δήμους— δεν μπορούν να δημιουργηθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται χρόνος και φροντίδα. Αυτό ήταν ένα σημαντικό μάθημα για την ανάπτυξη του BSW, του κόμματός μας: κανένα άτομο από μόνο του δεν μπορεί να ιδρύσει ένα κόμμα, χρειάζεται καλούς διοργανωτές, άτομα με εμπειρία και μια αξιόπιστη ομάδα.

Το BSW ιδρύθηκε από μια εντυπωσιακή ομάδα βουλευτών. Ποια τεχνογνωσία έχουν — ποιες είναι οι ειδικότητες και οι ιδιαίτεροι τομείς εμπλοκής τους;

Η κοινοβουλευτική ομάδα μας στην Bundestag, το γερμανικό κοινοβούλιο, έχει ισχυρό προσωπικό. Ο Κλάους Ερνστ, ο αναπληρωτής πρόεδρος, είναι ένας έμπειρος συνδικαλιστής από την IG–Metall, το συνδικάτο του μετάλλου, συνιδρυτής και πρόεδρος του wasg (της σιοσιαλδημοκρατικής διάσπασης του 2004) και αργότερα του Die Linke. Ο Αλεξάντερ Ούλριχ είναι επίσης συνδικαλιστής, επίσης έμπειρος κομματικός πολιτικός. Η Αμίρα Μοχάμεντ Άλι, η οποία προέδρευσε της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke, εργάστηκε ως δικηγόρος σε μια μεγάλη εταιρεία πριν δραστηριοποιηθεί στην πολιτική. Η Σεβίμ Νταγκντελέν είναι έμπειρη ειδικός στην εξωτερική πολιτική με εκτεταμένο δίκτυο, στη Γερμανία και παγκοσμίως. Άλλοι βουλευτές μας είναι οι Κρίστιαν Λάι, Τζέσικα Τάτι, Ζάκλιν Νάστιτς, Αλί Αλ Νταϊλάμι και Αντρέι Χούνκο. Υπάρχουν σημαντικά στοιχεία και εκτός της Bundestag.

Ποιο είναι το πρόγραμμά σας;

Το ιδρυτικό μας έγγραφο έχει τέσσερις βασικούς άξονες. Το πρώτο είναι μια οικονομική πολιτική κοινής λογικής. Αυτό ακούγεται θολό, αλλά αφορά την κατάσταση στη Γερμανία όπου οι κυβερνητικές πολιτικές καταστρέφουν τη βιομηχανική μας οικονομία. Και αν η βιομηχανία καταστραφεί, αυτό θα είναι καταστροφικό για τους εργαζόμενους και το κράτος πρόνοιας. Λοιπόν: μια λογική ενεργειακή πολιτική, μια λογική βιομηχανική πολιτική, αυτή είναι η πρώτη προτεραιότητα.

Μήπως αυτό σημαίνει μια εναλλακτική οικονομική στρατηγική βασισμένη στην εργασία, όπως η βρετανική αριστερά γύρω από τον Τόνι Μπεν που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970, ή θεωρείται συμβατική εθνική-βιομηχανική πολιτική;

Στη Γερμανία, δεν υπήρξε ποτέ η ίδια συνείδηση μιας εργατικής ταυτότητας όπως υπήρχε στη Βρετανία τις δεκαετίες του 1970 και του 80, κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων, ακόμα και αν δεν υπάρχει πλέον σήμερα. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ήταν πάντα περισσότερο μια κοινωνία της μεσαίας τάξης, στην οποία οι εργαζόμενοι έτειναν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μέρος της μεσαίας τάξης. Αυτό που έχει σημασία στη Γερμανία είναι το Mittelstand, το ισχυρό μπλοκ μικρότερων επιχειρήσεων που μπορούν να τοποθετηθούν ενάντια στις μεγάλες εταιρείες. Αυτή η αντίθεση είναι εξίσου σημαντική με την πολικότητα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Πρέπει να το πάρει κανείς στα σοβαρά στη Γερμανία. Εάν απευθύνεται κανείς στον κόσμο καθαρά σε ταξική βάση, δεν θα έχει ανταπόκριση. Αλλά αν τους απευθύνεστε ως μέρος του τομέα δημιουργίας πλούτου της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτητών εταιρειών, σε αντίθεση με τις γιγάντιες εταιρείες— των οποίων τα κέρδη διοχετεύονται στα μερίσματα και στους τοπ μάνατζερς. Οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν τι λέτε, μπορούν να ταυτιστούν με αυτό και να κινητοποιηθούν σε αυτή τη βάση για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Δεν βρίσκετε την ίδια αντίθεση στις μικρές επιχειρήσεις, γιατί συχνά παλεύουν οι ίδιες. Δεν έχουν το περιθώριο να αυξήσουν τους μισθούς, δεδομένου ότι οι χαμηλές τιμές τους υπαγορεύονται από τους μεγάλους παίκτες. Γνωρίζω όμως ότι η Γερμανία είναι κάπως διαφορετική από αυτή την άποψη, σε σύγκριση με τη Γαλλία, τη Βρετανία ή άλλες χώρες. Λοιπόν, μια κοινή λογική ενεργειακή πολιτική και βιομηχανική πολιτική θα ξεκινούσε λαμβάνοντας υπόψη τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τρόπο που να ενθαρρύνει τους ιδιοκτήτες και τις οικογένειές τους να συνεχίσουν αντί να πουλήσουν τις εταιρείες τους σε κάποιον οικονομικό επενδυτή.

Αυτό θα σήμαινε διάκριση με την κυβερνητική πολιτική τα τελευταία είκοσι χρόνια, τουλάχιστον, όπου— παρά τις συζητήσεις για τη στρατηγική στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων—η στρατηγική της Μέρκελ ήταν σαφώς προσανατολισμένη στις μεγάλες επιχειρήσεις και τις μεγάλες πόλεις, με λίγες δόσεις περιβαλλοντισμού. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τους Φιλελεύθερους και, στην πράξη, και για τους Πράσινους. Έτσι, για εσάς, το πιο σημαντικό όριο είναι η διαφορά μεταξύ χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και περιφερειακού ή μεσαίου επιπέδου κεφαλαίου;

Ναι, αλλά όπως είπα, ούτε αυτό θέλω να το εξιδανικεύσω. Σίγουρα υπάρχει εκμετάλλευση σε όλα τα επίπεδα. Ωστόσο, υπάρχει διαφορά σε σύγκριση με την Amazon, ας πούμε, και τις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Σήμερα, για παράδειγμα, παρόλο που η οικονομία συρρικνώνεται, οι εταιρείες του χρηματιστηρίου πληρώνουν περισσότερα μερίσματα από ποτέ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρείες διανέμουν ολόκληρα τα ετήσια κέρδη τους ή ακόμη περισσότερα. Χρόνια τώρα, η Γερμανία είχε πολύ χαμηλό δείκτη επενδύσεων, γιατί πληρώνονται πολλά χρήματα σε μερίσματα, λόγω της πίεσης των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών ομίλων. Ως αναλογία, οι μικρομεσαίες εταιρείες επενδύουν σημαντικά περισσότερα.

Ποια είναι τα υπόλοιπα σημεία του προγράμματός σας;

Το δεύτερο σημείο είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό είναι απολύτως κεντρικό για εμάς. Ακόμη και όταν η οικονομία πήγαινε καλά, εξακολουθούσαμε να έχουμε έναν αυξανόμενο τομέα χαμηλών μισθών, αυξανόμενη φτώχεια και κοινωνική ανισότητα. Ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας είναι ζωτικής σημασίας. Η γερμανική υπηρεσία υγείας βρίσκεται υπό τεράστια πίεση. Μπορείτε να περιμένετε μήνες για να δείτε έναν ειδικό. Το νοσηλευτικό προσωπικό είναι τρομερά καταπονημένο και κακοπληρωμένο—, υποστηρίξαμε σθεναρά την απεργία του το 2021. Το σχολικό σύστημα επίσης αποτυγχάνει. Όπως είπα, ένα σημαντικό ποσοστό νέων τελειώνει τη μέση εκπαίδευση χωρίς να έχει τις στοιχειώδεις γνώσεις που χρειάζονται για να ξεκινήσουν ως μαθητευόμενοι ή εκπαιδευόμενοι. Και οι γερμανικές υποδομές καταρρέουν. Υπάρχουν περίπου τρεις χιλιάδες ερειπωμένες γέφυρες, οι οποίες δεν επισκευάζονται και κάποια στιγμή θα πρέπει να κατεδαφιστούν. Η Deutsche Bahn, η σιδηροδρομική υπηρεσία, έχει μονίμως καθυστέρηση. Η δημόσια διοίκηση έχει ξεπερασμένο εξοπλισμό. Οι κυρίαρχοι πολιτικοί τα γνωρίζουν καλά όλα αυτά, αλλά δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό.

Το τρίτο σημείο είναι η ειρήνη. Είμαστε αντίθετοι στη στρατιωτικοποίηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, με τις συγκρούσεις να κλιμακώνονται προς τον πόλεμο. Στόχος μας είναι μια νέα ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει τη Ρωσία μακροπρόθεσμα. Η ειρήνη και η ασφάλεια στην Ευρώπη δεν μπορούν να διασφαλιστούν με σταθερό και διαρκή τρόπο, εκτός εάν η σύγκρουση με τη Ρωσία, μια πυρηνική δύναμη, είναι εκτός τραπεζιού. Υποστηρίζουμε επίσης ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να επιτρέψει να παρασυρθεί σε καμία σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά θα πρέπει να επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα μέσω ποικίλων εμπορικών και ενεργειακών συνεργασιών. Όσον αφορά την Ουκρανία, ζητούμε κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ο πόλεμος είναι μια αιματηρή σύγκρουση μεσολάβησης μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες από τη Δύση για τον τερματισμό του μέσω διαπραγματεύσεων. Οι ευκαιρίες που υπήρχαν έχουν πεταχτεί. Ως αποτέλεσμα, η διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Όπως και να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, θα αφήσει την Ευρώπη με μια τραυματισμένη, φτωχή και ερημωμένη χώρα στο εσωτερικό της. Αλλά τουλάχιστον ο ανθρώπινος πόνος μπορεί να τερματιστεί.

Και το τέταρτο σημείο;

Το τέταρτο σημείο είναι η ελευθερία της έκφρασης. Υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη πίεση εδώ για συμμόρφωση σε ένα στενό φάσμα επιτρεπόμενης γνώμης. Έχουμε μιλήσει για τη Γάζα, αλλά το θέμα μας υπερβαίνει κατά πολύ αυτό. Η υπουργός Εσωτερικών των Σοσιαλδημοκρατών, Νάνσυ Φρέιζες, μόλις υπέβαλε ένα νομοσχέδιο για την προώθηση της δημοκρατίας που καθιστά το να μιλάει κανείς ενάντια στην κυβέρνησης ποινικό αδίκημα. Αντιτιθέμεθα σε αυτό, φυσικά, για δημοκρατικούς λόγους. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία έχει άσχημη παράδοση. Δεν χρειάζεται να επιστρέψει κανείς στην καταστολή της δεκαετίας του 1970, την προσπάθεια απαγόρευσης των “αριστερών εξτρεμιστών” από θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Υπήρξε άμεση προσφυγή σε ιδεολογικό εξαναγκασμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και ακόμη περισσότερο τώρα με την Ουκρανία και τη Γάζα. Έτσι, αυτές είναι τα τέσσερα κύρια σημεία. Ο γενικός μας στόχος είναι να το να γίνουμε καταλύτης μιας νέας πολιτικής αρχής και να διασφαλίσουμε ότι η δυσαρέσκεια δεν θα συνεχίσει να παρασύρεται προς τα δεξιά, όπως έκανε τα τελευταία χρόνια.

Ποια είναι τα εκλογικά σχέδια για τις επερχόμενες εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατιδίων; Τι συνασπισμούς θα λάβετε υπόψη στα τοπικά κοινοβούλια;

Όσον αφορά τους συνασπισμούς, ας μην μοιραζόμαστε τη γούνα της αρκούδας πριν σκοτωθεί, όπως λέμε. Είμαστε αρκετά διαφορετικοί από όλα τα άλλα μέρη ώστε να μπορούμε να εξετάσουμε οποιαδήποτε πρόταση θέλουν να κάνουν για συνασπισμούς ή άλλες μορφές συμμετοχής στην κυβέρνηση, όπως ανοχή ή ευέλικτες πλειοψηφίες. Προς το παρόν θέλουμε απλώς να πείσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους συμπολίτες μας ότι τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε καλά χέρια μαζί μας. Ως νέο κόμμα, θέλουμε μια ισχυρή εμφάνιση στις ευρωπαϊκές εκλογές, την πρώτη μας ευκαιρία να αναζητήσουμε υποστήριξη για τη νέα μας προσέγγιση στην πολιτική. Θα θέσουμε στους ψηφοφόρους ότι τα δημοκρατικά κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να είναι κυρίως υπεύθυνα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των κοινωνιών και των οικονομιών της Ευρώπης και όχι η γραφειοκρατία των Βρυξελλών.

Σχετικά με τον αυτοπροσδιορισμό σας ως “συντηρητική αριστερά”: έχετε μιλήσει θερμά για το παλιό CDU και την παράδοση του, το κοινωνικό του δόγμα και τον “εξευγενισμένο καπιταλισμό”. Πώς θα διαφοροποιούσατε το κόμμα σας από τους παλιούς Χριστιανοδημοκράτες, εάν είστε σύμμαχοι, ας πούμε, με την εξωτερική πολιτική του Βίλλυ Μπραντ;

Η μεταπολεμική Χριστιανοδημοκρατία ήταν συντηρητική με την έννοια ότι δεν ήταν νεοφιλελεύθερη. Το παλιό CDU-CSU συνδύαζε ένα συντηρητικό αλλά και ένα ριζοσπαστικό-φιλελεύθερο στοιχείο. Αυτό μπορούσε να το κάνει λόγω της πολιτικής φαντασίας ενός ανθρώπου όπως ο Κόνραντ Αντενάουερ— αν και κάτι παρόμοιο υπήρχε και στην Ιταλία. Ο συντηρητισμός τότε σήμαινε προστασία της κοινωνίας από τη δίνη της καπιταλιστικής προόδου, σε αντίθεση με την προσαρμογή της κοινωνίας στις ανάγκες του καπιταλισμού, όπως στον νεοφιλελεύθερο (ψευδο)συντηρητισμό. Από τη σκοπιά της κοινωνίας, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ακραίος, όχι συντηρητικός. Σήμερα το CDU, τώρα με επικεφαλής κάποιον σαν τον Μερτς, έχει ξεριζώσει με επιτυχία την παλιά χριστιανοδημοκρατική διορατικότητα ότι η οικονομία πρέπει να υπηρετεί την κοινωνία και όχι το αντίστροφο. Η Σοσιαλδημοκρατία, το παλιό SPD, είχε επίσης ένα συντηρητικό στοιχείο, με την εργατική τάξη και όχι την κοινωνία συνολικά στο επίκεντρο. Αυτό τελείωσε όταν ο Τρίτος Δρόμος στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Σρέντερ στη Γερμανία μετέτρεψαν την αγορά εργασίας και την οικονομία σε μια παγκοσμιοποιητική-τεχνοκρατική αγοραρχία. Όπως και στην εξωτερική πολιτική, πιστεύουμε ότι δικαιούμαστε να θεωρούμε τους εαυτούς μας νόμιμους κληρονόμους τόσο του “εξευγενισμένου καπιταλισμού” του μεταπολεμικού συντηρητισμού όσο και του σοσιαλδημοκρατικού προοδευτισμού, εγχώριου και ξένου.

Διεθνώς, ποιες δυνάμεις στην ΕΕ και πέρα από αυτήν βλέπετε ως πιθανούς συμμάχους σας?

Δεν είμαι ο καλύτερος άνθρωπος για να ρωτήσετε για αυτό, καθώς η εστίασή μου είναι πραγματικά στην εσωτερική πολιτική. Ξέρω ότι οι άνθρωποι έχουν συχνά μια διαστρεβλωμένη άποψη για εμάς από το εξωτερικό και ελπίζω να μην βλέπω άλλες χώρες με διαστρεβλωμένο τρόπο. Τις πρώτες μέρες, είχαμε στενούς δεσμούς με το La France insoumise, αλλά δεν ξέρω πώς έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια. Στη συνέχεια, υπήρξε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, το οποίο είναι και πάλι λίγο διαφορετικό, αλλά υπάρχουν ορισμένα κοινά σημεία και εκεί. Γενικά, θα ήμασταν στο ίδιο μήκος κύματος με κάθε αριστερό κόμμα που είναι έντονα προσανατολισμένο στην κοινωνική δικαιοσύνη αλλά δεν έχει παγιδευτεί στον ταυτοτικό λόγο.

Λέτε ότι το Die Linke έχει γίνει “πιο πράσινοι από τους Πράσινους” στην περιθωριοποίηση κοινωνικών ζητημάτων. Αλλά οι ίδιοι οι Πράσινοι είχαν κάποτε ένα ισχυρό κοινωνικό πρόγραμμα, με μια πράσινη βιομηχανική στρατηγική που είχε μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα και, φυσικά, την αποστρατικοποίηση της Ευρώπης. Κατά την άποψή σας, τι συνέβη τη δεκαετία του 1990, όταν έχασαν αυτή τη διάσταση;

Ήταν το ίδιο με πολλά πρώην αριστερά κόμματα. Μέρος της απάντησης είναι ότι το περιβάλλον έχει αλλάξει. Τα αριστερά κόμματα ήταν παραδοσιακά αγκυροβολημένα στην εργατική τάξη, ακόμα κι αν τα καθοδηγούσαν διανοούμενοι. Αλλά το εκλογικό τους σώμα έχει αλλάξει. Ο Piketty το εντοπίζει με μεγάλη λεπτομέρεια στο βιβλίο του Κεφάλαιο και Ιδεολογία. Μια νέα, πανεπιστημιακή, επαγγελματική τάξη έχει επεκταθεί μαζικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, σχετικά αλώβητη από τον νεοφιλελευθερισμό επειδή έχει καλό εισόδημα και αυξανόμενο πλούτο σε περιουσιακά στοιχεία. Οι νέοι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον δεν γνώρισαν ποτέ κοινωνικό φόβο ή κακουχίες, επειδή προστατεύτηκαν από την αρχή. Αυτό είναι πλέον το κύριο περιβάλλον των Πρασίνων, άνθρωποι που είναι σχετικά ευκατάστατοι, που ανησυχούν για το κλίμα— που είναι υπέρ τους— αλλά στοχεύουν στην επίλυση του προβλήματος μέσω των ατομικών καταναλωτικών επιλογών. Άνθρωποι που πάντα είχαν, κάνουν κήρυγμα απάρνησης σε εκείνους που το να μην έχουν είναι μέρος της καθημερινής ζωής.

Αλλά αυτό δεν ισχύει και για τα κυρίαρχα κόμματα; Οι Πράσινοι πιο δραματικά, ίσως, σε σύγκριση με αυτό που ήταν τη δεκαετία του 1980. Αλλά το CDU, όπως λέτε, έχει εγκαταλείψει την κοινωνική του συνιστώσα. Το SPD οδήγησε τη νεοφιλελεύθερη στροφή. Υπάρχει βαθύτερη αιτία αυτής της κίνησης προς τα δεξιά, ή προς το οικονομικό ή παγκόσμιο κεφάλαιο;

Πρώτον, όπως έχουν αναλύσει πολύ καλά κοινωνιολόγοι όπως ο Αντρέας Ρέκβιτς, έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα ισχυρό και αυξανόμενο κοινωνικό στρώμα, ένα κοινωνικό στρώμα που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης, στην πολιτική, στις μεγάλες πόλεις όπου διαμορφώνονται απόψεις. Αυτοί δεν είναι οι ιδιοκτήτες μεγάλων εταιρειών, που είναι διαφορετικό επίπεδο. Αλλά είναι ισχυρή επιρροή και διαμορφώνει τους παίκτες σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Εδώ στο Βερολίνο, όλοι οι πολιτικοί κινούνται μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το CDU, το SPD—και τους κάνει έντονη εντύπωση. Οι λεγόμενοι καθημερινοί άνθρωποι, αυτοί σε μικρές πόλεις και χωριά, χωρίς πανεπιστημιακά πτυχία, έχουν όλο και λιγότερη πραγματική πρόσβαση στην πολιτική. Τα κόμματα ήταν ευρείας βάσης, γνήσια λαϊκά, το CDU μέσω των εκκλησιών, το SPD μέσω των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Όλα αυτά έχουν χαθεί τώρα. Τα κόμματα είναι πολύ μικρότερα και οι υποψήφιοι τους προέρχονται από μια στενότερη βάση, συνήθως την πανεπιστημιακή μεσαία τάξη. Συχνά η εμπειρία τους περιορίζεται στην αίθουσα διαλέξεων, στις δεξαμενές σκέψης, στις αίθουσες ολομέλειας. Γίνονται βουλευτές χωρίς ποτέ να έχουν βιώσει τον κόσμο πέρα από την επαγγελματική πολιτική ζωή.

Με το κόμμα μας προσπαθούμε να φέρουμε πολιτικούς νεοφερμένους που έχουν εργαστεί σε άλλους τομείς, σε πολλούς άλλους τομείς της κοινωνίας, προκειμένου να ξεφύγουμε από αυτό το περιβάλλον όσο μπορούμε. Αλλά το παλιό μοντέλο του λαϊκού κόμματος έχει φύγει, γιατί η βάση για αυτό δεν υπάρχει πλέον.

Μπορούμε να σας ρωτήσουμε, τέλος, για τη δική σας πολιτική και προσωπική διαμόρφωση. Ποιες θεωρείτε τις πιο σημαντικές επιρροές στην οπτική σας για τον κόσμο—βιωματική, διανοητική;

Έχω διαβάσει πολλά σε όλη μου τη ζωή και υπήρξαν στιγμές που με καθόρισαν, που με έκαναν να σκέφτομαι σε μια νέα κατεύθυνση. Μελέτησα τον Γκαίτε σε βάθος και τότε ήταν που άρχισα να σκέφτομαι την πολιτική και την κοινωνία, την ανθρώπινη συνύπαρξη και τα πιθανά μέλλοντα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν πάντα μια σημαντική προσωπικότητα για μένα, ιδιαίτερα τα γράμματά της. Μπορούσα να ταυτιστώ μαζί της. Ο Τόμας Μαν, φυσικά, σίγουρα με επηρέασε και με εντυπωσίασε. Όταν ήμουν μικρή, ο συγγραφέας και θεατρικός συγγραφέας Πίτερ Χακς ήταν ένας σημαντικός πνευματικός συνομιλητής μου. Ο Μαρξ ήταν μια σημαντική επιρροή πάνω μου και εξακολουθώ να βρίσκω πολύ χρήσιμες τις αναλύσεις του για τις καπιταλιστικές κρίσεις και τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Δεν είμαι υπέρ της συνολικής εθνικοποίησης ή του κεντρικού σχεδιασμού, αλλά με ενδιαφέρει να διερευνήσω τρίτες επιλογές, μεταξύ ιδιωτικής ιδιοκτησίας και κρατικής ιδιοκτησίας— ιδρύματα ή διαχειριστές, για παράδειγμα, που εμποδίζουν μια τον έλεγχο των εταιρειών από μετόχους, όπως περιγράφω στο βιβλίο μου Ευημερία χωρίς Απληστία.

Μια άλλη διαμορφωτική εμπειρία ήταν η αλληλεπίδραση με ανθρώπους στις εκδηλώσεις που διοργανώνουμε. Ήταν μια συνειδητή απόφαση να βγούμε στη χώρα, να κάνουμε πολλές συναντήσεις και να εκμεταλλευτούμε κάθε ευκαιρία για να μιλήσουμε στους ανθρώπους, να καταλάβουμε τι τους συγκινεί, πώς σκέφτονται. Είναι τόσο σημαντικό να μην κινείσαι μόνο μέσα σε μια φούσκα, μόνο να βλέπεις τους ανθρώπους που ήδη γνωρίζει κανείς. Αυτό έχει διαμορφώσει την πολιτική μου και ίσως με άλλαξε λίγο. Πιστεύω ότι ως πολιτικός, δεν πρέπει να πιστεύει κανείς ότι καταλαβαίνει τα πάντα καλύτερα από τους ψηφοφόρους. Υπάρχει πάντα μια αντιστοιχία μεταξύ συμφερόντων και απόψεων—όχι ένα προς ένα, αλλά συχνά, αν το σκεφτείτε, μπορείτε να καταλάβετε γιατί οι άνθρωποι λένε τα πράγματα που λένε.

Πως θα περιέγραφες την πολιτική σου τροχιά από τη δεκαετία του 1990;

Είμαι στην πολιτική για τρεις δεκαετίες τώρα. Κατείχα βασικές θέσεις στο PDS και το Die Linke. Είμαι μέλος της Bundestag από το 2009 και ήμουν συμπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke από το 2015 έως το 2019. Αλλά θα έλεγα ότι παρέμεινα πιστή στους στόχους για τους οποίους μπήκα στην πολιτική εξαρχής. Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα που να βάζει τους ανθρώπους στο επίκεντρο και όχι το κέρδος. Οι συνθήκες διαβίωσης σήμερα μπορεί να είναι εξευτελιστικές. Δεν είναι ασυνήθιστο για ηλικιωμένους να ψαχουλεύουν μέσα από κάδους σκουπιδιών αναζητώντας επιστρεφόμενα μπουκάλια για να τα βγάλουν πέρα. Δεν θέλω να αγνοώ τέτοια πράγματα, θέλω να αλλάξω τις υποκείμενες συνθήκες τους προς το καλύτερο. Είμαι πολύ στο δρόμο, και όπου κι αν πάω, αισθάνομαι ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν αισθάνονται πλέον ότι εκπροσωπούνται από κανέναν. Υπάρχει ένα τεράστιο πολιτικό κενό. Αυτό οδηγεί στο να θυμώνουν οι άνθρωποι, πράγμα που δεν είναι καλό για μια δημοκρατία. Ήρθε η ώρα να χτίσουμε κάτι νέο και να κάνουμε μια σοβαρή πολιτική παρέμβαση. Δεν θέλω να χρειαστεί να πω στον εαυτό μου κάποια στιγμή: υπήρχε ένα παράθυρο ευκαιρίας όταν θα μπορούσες να είχες αλλάξει τα πράγματα και δεν το έκανες. Ιδρύουμε το νέο μας κόμμα έτσι ώστε οι τρέχουσες πολιτικές, που διχάζουν τη χώρα μας και διακινδυνεύουν το μέλλον της, να ξεπεραστούν, μαζί με την ανικανότητα και την αλαζονεία της φούσκας του Βερολίνου.

Πηγή: Defend Democracy

Μετάφραση: antapocrisis