Το antapocrisis αναδημοσιεύει τη συνέντευξη της Σάρα Βάγκενκνεχτ στους Thomas Meaney & Joshua Rahtz η οποία δόθηκε πριν τις ευρωεκλογές. Η συνέντευξη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον μετά τις εκλογές, καθώς η Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ Λογική και Δικαιοσύνη, ξεκίνησε ως μειοψηφική διάσπαση του Die Linke, αλλά κατέγραψε υπερδιπλάσια ποσοστά από το Κόμμα της Αριστεράς, φτάνοντας στο 6.2%, έναντι 2,7% του Die Linke, θέτοντας ίσως σε άλλη βάση και μήκος κύματος τον προβληματισμό για το πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί η Αριστερά στην Ευρώπη. Οι θέσεις που διατυπώνει η Σάρα Βάγκενκνεχτ για το κοινωνικό και ταξικό ζήτημα, για την πράσινη μετάβαση, για τη μετανάστευση και τον πόλεμο στην Ουκρανία, είναι προφανές ότι θέτουν επί τάπητος μια αριστερή ταυτότητα εντελώς διαφορετική από την ισχύουσα δικαιωματική, δυτική, φιλοΝατοϊκή και συναινετική προς τον νεοφιλελευθερισμό πολιτική ατζέντα της παραπαίουσας Ευρωπαϊκής Αριστεράς, χωρίς φυσικά να ταυτίζεται αναγκαστικά κανείς με τις συγκεκριμένες θέσεις.
Η οικονομία της Γερμανίας αντιμετωπίζει πολλαπλές συγκλίνουσες κρίσεις, τόσο δομικές όσο και συγκυριακές. Αύξηση του ενεργειακού κόστους λόγω του πολέμου με τη Ρωσία, το σοκ του κόστους ζωής, με υψηλό πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια και πτώση πραγματικών μισθών, λιτότητα που επιβάλλεται από το συνταγματικά θεσπισμένο φρένο του χρέους, τη στιγμή που οι Αμερικανοί ανταγωνιστές προχωρούν σε δημοσιονομική επέκταση, πράσινη μετάβαση που θα χτυπήσει σημαντικούς τομείς όπως το μέταλλο και τα χημικά και η μετάβαση της Κίνας, ενός από τους πιο σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας, σε έναν ανταγωνιστή σε τομείς όπως τα ηλεκτρικά οχήματα. Θα μπορούσατε να μας πείτε πρώτα, ποιες περιοχές έχουν πληγεί περισσότερο από την ύφεση;
Υπάρχει μια γενική κρίση σε εξέλιξη, η πιο σοβαρή εδώ και δεκαετίες, με τη Γερμανία σε χειρότερη κατάσταση από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία. Οι βιομηχανικές περιοχές, η ραχοκοκαλιά του γερμανικού μοντέλου μέχρι σήμερα— το Μόναχο, η Βάδη-Βυδεμβέργη, η περιοχή του Ρήνου, η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το λιανικό εμπόριο και οι υπηρεσίες επλήγησαν περισσότερο. Αλλά τώρα οι μικρομεσαίες εταιρείες βρίσκονται υπό τεράστια πίεση. Το 2022 και το 2023, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις έντασης ενέργειας υπέστησαν μείωση της παραγωγής κατά 25 τοις εκατό. Αυτό είναι πρωτόγνωρο. Μόλις αρχίζουν να ανακοινώνουν μαζικές απολύσεις. Αυτές οι μικρές και μεσαίες οικογενειακές εταιρείες—πολλές από αυτές εξειδικευμένες στη μηχανική ή κατασκευαστές εργαλειομηχανών, ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ηλεκτρικού εξοπλισμού— είναι πραγματικά σημαντικές για τη Γερμανία. Είναι ως επί το πλείστο ιδιόκτητες ή οικογενειακά διοικούμενες, που σημαίνει ότι δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και συχνά έχουν αρκετά τραχύ χαρακτήρα. Αλλά έχουν τη δική τους επιχειρηματική κουλτούρα που επικεντρώνεται στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, στην επόμενη γενιά και όχι στις τριμηνιαίες αποδόσεις. Είναι ενσωματωμένες στις τοπικές τους κοινότητες και συχνά βρίσκονται σε συναλλαγή με άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις. Θέλουν να διατηρήσουν τους εργάτες τους, αντί να εκμεταλλεύονται κάθε κενό, όπως οι μεγάλες εταιρείες— από τις οποίες έχουμε επίσης πολλές.
Είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που υποφέρουν πραγματικά στην τρέχουσα κρίση. Με τις συνεχιζόμενες υψηλές τιμές ενέργειας, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να καταστραφούν σε μεγάλη κλίμακα θέσεις εργασίας στη μεταποίηση. Και όταν φεύγει η βιομηχανία, όλα καταστρέφονται, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αγοραστική δύναμη, κοινοτική συνοχή. Χρειάζεται μόνο να δείτε τη Βόρεια Αγγλία ή την αποβιομηχάνιση της ανατολικής Γερμανίας. Το γεγονός ότι έχουμε αυτή τη σταθερή βιομηχανική βάση σημαίνει ότι εξακολουθούμε να έχουμε σχετικά υψηλό αριθμό καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Αλλά οι μικρομεσαίες εταιρείες βρίσκονται υπό πίεση εδώ και πολύ καιρό. Στους μεγάλους πολιτικούς αρέσει ιδιαίτερα να τις επαινούν, επειδή είναι πολύ δημοφιλείς στη Γερμανία. Αποτελεί άλλωστε μεγάλο κατόρθωμα το να καταφέρει κανείς να διατηρήσει αυτές τις μικρές αλλά ταυτόχρονα ιδιαίτερα εξειδικευμένες οικογενειακές επιχειρήσεις απέναντι στην πίεση της εξαγοράς και στην παγκοσμιοποίηση. Βοηθούμενοι εν μέρει από το φθηνό ευρώ και το φτηνό ρωσικό φυσικό αέριο, μερικοί από αυτές έγιναν ηγέτες της παγκόσμιας αγοράς. Αλλά οι γερμανικές κυβερνήσεις, υποκινούμενες από το παγκόσμιο κεφάλαιο, έχουν αυστηροποιήσει τις συνθήκες λειτουργίας τους. Αυτό ήταν μέρος της νεοφιλελεύθερης στροφής υπό τον κοκκινοπράσινο (σοσιαλδημοκράτες και πράσινοι) συνασπισμό του Σρέντερ στις αρχές της χιλιετίας. Ο Σρέντερ κατήργησε το παλιό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο τοπικές τράπεζες κατείχαν μεγάλα τμήματα μετοχών σε τοπικές εταιρείες, το οποίο είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα ότι οι περισσότερες μετοχές δεν διαπραγματεύονταν ελεύθερα. Ο Σρέντερ χορήγησε επίσης απαλλαγή από τον φόρο του κέρδους, για να δελεάσει τις τράπεζες να πουλήσουν τις βιομηχανικές τους μετοχές—αν δεν το είχε κάνει, το μοντέλο αυτό σήμερα πιθανότατα δεν θα είχε σπάσει.
Δεν θέλω να εξιδανικεύσω τις εταιρείες αυτές. Υπάρχουν οικογενειακές εταιρείες που εκμεταλλεύονται τους υπαλλήλους τους αρκετά σκληρά. Αλλά εξακολουθεί να είναι μια διαφορετική κουλτούρα από αυτή των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών με διεθνείς, κυρίως θεσμικούς, επενδυτές, που ενδιαφέρονται μόνο να κυνηγήσουν διψήφιες αποδόσεις. Το να αφεθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην καταστροφή θα ήταν πραγματικό πολιτικό λάθος, γιατί πολλές πτυχές της οικονομικής κρίσης έχουν τις ρίζες τους σε κακές πολιτικές αποφάσεις – αποφάσεις όπως ο πόλεμος με τη Ρωσία, όπως ο τρόπος που γίνεται η διαχείριση της πράσινης μετάβασης, όπως η ανταγωνιστική στάση απέναντι στην Κίνα, όλα ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας. Ο Σρέντερ ήταν der Genosse der Bosse, ο σύντροφος των αφεντικών, όπως τον αποκαλούσαμε, αλλά, τουλάχιστον εξέτασε την κατάσταση και κατάλαβε τη σημασία της διασφάλισης της ροής οικονομικά προσιτού αερίου. Η σημερινή κυβέρνηση έχει στραφεί στο υψηλής τιμής αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο για καθαρά πολιτικούς λόγους. Και τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού—οι σοσιαλδημοκράτες, οι πράσινοι και οι φιλελεύθεροι— έπεσαν κατακόρυφα στις δημοσκοπήσεις επειδή οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας.
Αν μπορούσαμε να δούμε αυτές τις πολιτικές αποφάσεις, μία προς μία. Πρώτον, η τεράστια αύξηση του γερμανικού ενεργειακού κόστους είναι άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία. Κατά την άποψή σας, θα μπορούσε η ρωσική εισβολή να είχε αποτραπεί; Λέγεται συνήθως ότι οδηγήθηκε από τον ρεβανσιστικό εθνικισμό της Μεγάλης Ρωσίας, ο οποίος μπορούσε να σταματήσει μόνο με τη δύναμη των όπλων.
Η εντύπωσή μου είναι ότι η Ουάσιγκτον ποτέ δεν προσπάθησε πραγματικά να σταματήσει τη ρωσική εισβολή, παρά μόνο με στρατιωτικά μέσα. Με την Ουκρανία να κινείται γρήγορα προς την κατεύθυνση του να γίνει μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, θα έπρεπε να ήταν σαφές ότι χρειάζεται κάποιου είδους συμφωνημένο καθεστώς ασφάλειας ως διαβεβαίωση για τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας του ρωσικού κράτους. Αλλά οι ΗΠΑ τερμάτισαν το 2020 όλες τις συνθήκες ελέγχου των εξοπλισμών και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και τον χειμώνα του 2021–22 η κυβέρνηση Μπάιντεν αρνήθηκε να μιλήσει στη Ρωσία για το μελλοντικό καθεστώς της Ουκρανίας. Δεν χρειάζεται “ρεβανσιστικός εθνικισμός της Μεγάλης Ρωσίας” για να εξηγήσει κανείς το γιατί η Ρωσία πίστευε ότι δεν μπορούσε πλέον να αδιαφορήσει στο γεγονός πως η Ουκρανία μετατρέπονταν σε σημαντική βάση του ΝΑΤΟ.
Η Γερμανία δέχεται μεγάλη πίεση από τις ΗΠΑ για να μειώσει τους οικονομικούς της δεσμούς με την Κίνα. Πως βλέπεις αυτή τη σχέση;
Η κατάσταση είναι λίγο πιο διφορούμενη απ´ ότι με τη Ρωσία. Για το γεγονός ότι η Κίνα γίνεται ανταγωνιστής δεν φταίει η Γερμανία, αυτό είναι ξεκάθαρο. Αλλά αν αποκόπταμε τους εαυτούς μας από την κινεζική αγορά, επιπρόσθετα του να αποκοπούμε από τη φθηνή ενέργεια, τότε τα φώτα θα έσβηναν πραγματικά στη Γερμανία. Γι’ αυτό υπάρχει μια ορισμένη πίεση ακόμη και από την πλευρά των μεγάλων εταιρειών, με στόχο το να μην υιοθετηθεί μια στρατηγική απομόνωσης.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξάγουμε πολύ περισσότερα στην Κίνα από ότι η Αμερική, άρα η οικονομία μας εξαρτάται πολύ περισσότερο από αυτό. Αλλά οι Πράσινοι ήταν φανατικοί, τόσο εντελώς ευθυγραμμισμένοι με τις ΗΠΑ που έχουν υιοθετήσει μια άρρωστη θέση κατά της Κίνας. Η Μπέρμποκ, η υπουργός Εξωτερικών των Πρασίνων, έχει κάνει πραγματικές διπλωματικές γκάφες. Σε τουλάχιστον μία περίπτωση, στο κρατίδιο του Ζάαρλαντ, απομάκρυνε μια σημαντική κινεζική επένδυση με πολλές θέσεις εργασίας. Άρα, αυτή είναι μια ανησυχητική νέα εξέλιξη. Οι Κινέζοι κατέχουν πολλές εταιρείες στη Γερμανία, οι οποίες συχνά τα πάνε καλύτερα από αυτές που αναλαμβάνουν τα αμερικανικά hedge funds. Κατά κανόνα, οι Κινέζοι σχεδιάζουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όχι το είδος της τριμηνιαίας σκέψης που χαρακτηρίζει πολλές αμερικανικές χρηματοοικονομικές εταιρείες. Φυσικά και θέλουν να αποκομίσουν κέρδος και ούτε δεν είναι ανιδιοτελείς, αλλά παρέχουν και ασφαλείς θέσεις εργασίας.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την οικονομία μας. Δεν νομίζω ότι ο Σολτς έχει αποφασίσει ακόμη πώς να τοποθετηθεί επ´ αυτού. Οι Φιλελεύθεροι κάνουν επίσης ελιγμούς, υπό την ισχυρή πίεση των γερμανικών επιχειρήσεων. Διεξάγουν μια παράλληλη συζήτηση για τα παγωμένα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας, τα οποία εάν τα απαλλοτριώσουν, ακόμα και μόνο τα έσοδα από αυτά να απαλλοτρίωναν, θα έστελναν ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα στην Κίνα που θα την οδηγούσε στην αποφυγή των συναλλαγματικών αποθεμάτων σε ευρώ. Κάποια από αυτά ήδη ανταλλάσσονται με χρυσό. Η Αμερική δεν συμμετέχει στην απαλλοτρίωση ρωσικών αποθεμάτων και έχει καλό λόγο να μην το κάνει. Έτσι και πάλι μόνο οι Ευρωπαίοι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Καταστρέφουμε τις οικονομικές μας προοπτικές, έτσι ώστε οι Κινέζοι να μπορούν, γιατί στην πραγματικότητα εκεί στοχεύουν, να γίνουν όλο και πιο αυτάρκεις ούτως ή άλλως. Χρειάζονται ακόμα εμπόριο, αλλά ίσως σε είκοσι χρόνια να το χρειάζονται λιγότερο από όσο το χρειαζόμαστε εμείς.
Σύμφωνα με τον Χάμπεκ, τον Υπουργό Οικονομίας και πρώην συναρχηγό των Πρασίνων, η μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση της Γερμανίας είναι η έλλειψη εργαζομένων, ειδικευμένων και ανειδίκευτων — με περίπου 700.000 ανοιχτές θέσεις εργασίας. Δεδομένης της γηράσκουσας κοινωνίας, η κυβέρνηση εκτιμά ότι η χώρα θα έχει έλλειψη 7 εκατομμυρίων εργαζομένων έως το 2035. Αν η υγεία του γερμανικού καπιταλισμού αποτελεί προτεραιότητα για το κόμμα σας, δεν απαιτείται σημαντικό επίπεδο μετανάστευσης;
Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Ο αριθμός των νέων ενηλίκων χωρίς προσόντα αποφοίτησης από το σχολείο αυξάνεται συνεχώς από το 2015. Το 2022, 2,86 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας μεταξύ 20 και 34 ετών δεν είχαν απολυτήριο λυκείου, συμπεριλαμβανομένων πολλών ατόμων με μεταναστευτικό υπόβαθρο. Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα πέμπτο όλων των ανθρώπων αυτής της ηλικιακής ομάδας. Περισσότεροι από 50.000 μαθητές εγκαταλείπουν το σχολείο στη Γερμανία κάθε χρόνο χωρίς δίπλωμα— με δραματικές συνέπειες για τους ίδιους και την κοινωνία. Για αυτούς, η συζήτηση για την έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων ακούγεται σαν κοροϊδία. Προτεραιότητά μας είναι να φέρουμε αυτούς τους ανθρώπους στην επαγγελματική κατάρτιση.
Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη για κάποια μετανάστευση, δεδομένης της δημογραφικής κατάστασης στη Γερμανία. Πρέπει όμως να τη διαχειριστούμε, ώστε τα συμφέροντα όλων των πλευρών να διασφαλίζονται, οι χώρες προέλευσης, ο πληθυσμός της χώρας υποδοχής και οι ίδιοι οι μετανάστες. Αυτό χρειάζεται προετοιμασία και δεν υπάρχει τίποτα από αυτά αυτή τη στιγμή. Δεν πιστεύουμε ότι ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς μετανάστευσης, όπου όλοι μπορούν ουσιαστικά να πάνε οπουδήποτε και μετά πρέπει με κάποιο τρόπο να προσπαθήσουν να ταιριάξουν και να επιβιώσουν, είναι καλή ιδέα. Πρέπει να καλωσορίσουμε ανθρώπους που θέλουν να εργαστούν και να ζήσουν στη χώρα μας και θα πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ζωής όσων ζουν ήδη εδώ και δεν θα πρέπει να επιβαρύνει τους συλλογικούς πόρους, για τους οποίους άνθρωποι έχουν εργαστεί και πληρώνουν. Διαφορετικά, η άνοδος της ακροδεξιάς πολιτικής θα είναι αναπόφευκτη. Στην πραγματικότητα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία στη σημερινή της μορφή είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομιά της Άνγκελα Μέρκελ. Στη Γερμανία έχουμε μια δραματική έλλειψη στέγης, ειδικά για άτομα με χαμηλά εισοδήματα, και η ποιότητα της εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία έχει γίνει κατά τόπους φρικτή. Η ικανότητά μας να παρέχουμε στους μετανάστες ευκαιρίες ίσης συμμετοχής στην οικονομία και την κοινωνία μας δεν είναι χωρίς τέλος. Πιστεύουμε επίσης ότι είναι πολύ καλύτερο οι άνθρωποι να μπορούν να βρουν εκπαίδευση και απασχόληση στις χώρες καταγωγής τους, και θα πρέπει να νιώσουμε υποχρεωμένοι να τους βοηθήσουμε σ´ αυτό με καλύτερη πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια και ισότιμο εμπορικό καθεστώς και όχι απορροφώντας το πιο δραστήριο και ταλαντούχο κομμάτι της νεολαίας αυτών των χωρών για να καλύψουν το δημογραφικό κενό στη Γερμανία. Θα πρέπει επίσης να αποζημιώσουμε τις χώρες προέλευσης για το εκπαιδευτικό κόστος των εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης που μετακινούνται στη Γερμανία, όπως οι γιατροί. Και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πλευρά της εμπορίας ανθρώπων που αφορά την μετανάστευση, τις συμμορίες που κερδίζουν εκατομμύρια βοηθώντας ανθρώπους να περάσουν στην Ευρώπη χωρίς να χρειάζονται πραγματικά άσυλο.
Πολλοί που μπορεί να συμπαθούν το κόμμα σας ανησυχούν ότι δηλώσεις όπως το σχόλιό σας τον περασμένο Νοέμβριο σχετικά με τη σύνοδο κορυφής για τη μεταναστευτική πολιτική στο Βερολίνο—Η Γερμανία είναι συγκλονισμένη, Η Γερμανία δεν έχει άλλο χώρο- συμβάλει σε μια αντιμεταναστευτική ατμόσφαιρα. Δεν είναι σημαντικό να είμαστε σαφείς σχετικά με την αποφυγή οποιασδήποτε πρότασης ρατσισμού ή ξενοφοβίας όταν συζητάμε ποια μπορεί να είναι μια δίκαιη μεταναστευτική πολιτική;
Ο ρατσισμός πρέπει πάντα να καταπολεμάται, όχι απλώς να αποφεύγεται, αλλά να καταπολεμάται. Αλλά το να επισημάνουμε τις πραγματικές κοινωνικές ελλείψεις, ζήτηση που ξεπερνά την ικανότητα, δεν είναι ξενοφοβικό. Είναι απλά γεγονότα. Για παράδειγμα, υπάρχει έλλειψη στέγης 700.000 σπιτιών στη Γερμανία. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας δασκάλων και καθηγητών ακάλυπτες. Φυσικά, η ξαφνική άφιξη μεγάλου αριθμού αιτούντων άσυλο που διέφυγαν από πολέμους— ένα εκατομμύριο το 2015, κυρίως από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ένα εκατομμύριο από την Ουκρανία το 2022— παράγει τεράστια αύξηση της ζήτησης, που δεν μπορεί να καλύψει καμία αύξηση στην προσφορά. Αυτό δημιουργεί έντονο ανταγωνισμό για σπάνιους πόρους, και αυτό τροφοδοτεί την ξενοφοβία. Αυτό δεν είναι δίκαιο για τους νεοαφιχθέντες, αλλά δεν είναι επίσης δίκαιο για τις γερμανικές οικογένειες που χρειάζονται οικονομικά προσιτή στέγαση ή των οποίων τα παιδιά πηγαίνουν σε σχολεία όπου οι δάσκαλοι επιβαρύνονται γιατί η μισή τάξη δεν μιλάει γερμανικά. Και αυτό είναι πάντα στις φτωχότερες κατοικημένες περιοχές, όπου οι άνθρωποι είναι ήδη υπό πίεση. Δεν βοηθά να αρνηθεί κανείς ή να αποσιωπήσει αυτά τα προβλήματα. Αυτό προσπάθησαν να κάνουν τα άλλα κόμματα και στο τέλος απλώς ενισχύθηκε το AfD. Η μετανάστευση θα συμβαίνει πάντα σε έναν ανοιχτό κόσμο και συχνά μπορεί να είναι εμπλουτιστική και για τις δύο πλευρές. Αλλά είναι σημαντικό η κλίμακα της να μην ξεφεύγει από τον έλεγχο και να διατηρούνται υπό έλεγχο οι ξαφνικές αυξήσεις της μετανάστευσης.
Λέτε ότι ο ρατσισμός πρέπει να καταπολεμηθεί, αλλά όταν το κόμμα σας γράφει στο μανιφέστο του για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι στη Γαλλία και τη Γερμανία υπάρχουν “παράλληλες κοινωνίες επηρεασμένες από τον ισλαμισμό” στις οποίες τα “παιδιά μεγαλώνουν μισώντας τη δυτική κουλτούρα”, αυτό ακούγεται σαν δαιμονοποίηση. Ωστόσο, ταυτόχρονα, η ηγεσία και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του κόμματός σας είναι αναμφίβολα η πιο πολυπολιτισμική σε σύγκριση με οποιουδήποτε γερμανικό κόμμα. Πως θα απαντούσατε σε αυτό;
Υπάρχουν τέτοια κομμάτια στη Γερμανία, όχι όσο στη Σουηδία ή τη Γαλλία, αλλά είναι αισθητά. Αν θεωρεί κανείς τους ανθρώπους μόνο ως παραγωγικούς παράγοντες, και την κοινωνία ακριβώς ως μια οικονομία που προστατεύεται από μια αστυνομική δύναμη, το γεγονός αυτό δεν χρειάζεται να ενοχλεί πολύ. Θέλουμε να αποφύγουμε ένα σπιράλ αμοιβαίας δυσπιστίας και εχθρότητας. Όσοι στην ομάδα μας έχουν αυτό που αποκαλείται πολυπολιτισμικό υπόβαθρο γνωρίζουν και τις δύο πλευρές και έχουν ζωτικό συμφέρον για μια κοινωνία στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να ζήσουν μαζί ειρηνικά, απαλλαγμένοι από την εκμετάλλευση. Γνωρίζουν από πρώτο χέρι την κενότητα των νεοφιλελεύθερων μεταναστευτικών πολιτικών— το “open borders” είναι ακριβώς αυτό— όταν έρχεται η ώρα της εκπλήρωσης των υποσχέσεων. Και οι γυναίκες της ομάδας μας ειδικότερα είναι χαρούμενες που ζουν σε μια χώρα που έχει ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό την πατριαρχία και δεν θέλουν να τη δουν να επανεισάγεται από την πίσω πόρτα.
Αναφέρατε τις πολιτικές πράσινης μετάβασης ως αντίθετες με τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας. Τι είχατε στο μυαλό σας;
Η προσέγγιση των Πρασίνων στην περιβαλλοντική πολιτική τιμωρεί οικονομικά την πλειοψηφία. Είναι υπέρ των υψηλών τιμών στο διοξείδιο του άνθρακα, καθιστώντας τα ορυκτά καύσιμα πιο ακριβά προκειμένου να δημιουργηθεί ένα κίνητρο για να τα ξεφορτωθούμε. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει για τους ευκατάστατους ανθρώπους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ηλεκτρικό αυτοκίνητο, αλλά αν δεν έχει κανείς πολλά χρήματα, σημαίνει απλώς ότι είναι σε χειρότερη. Οι Πράσινοι εκπέμπουν αλαζονεία απέναντι στους φτωχότερους ανθρώπους και ως εκ τούτου μισούνται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτό είναι κάτι που το AfD το παίζει, αυξάνεται επάνω στο μίσος για τους Πράσινους ή μάλλον για τις πολιτικές που ακολουθούν οι Πράσινοι. Στους ανθρώπους δεν αρέσει να τους λένε οι πολιτικοί τι να φάνε, πώς να μιλήσουν, πώς να σκεφτούν. Και οι Πράσινοι είναι μπροστάρηδες αυτής της ιεραποστολικής στάσης κατά την προώθηση της ψευδοπροοδευτικής ατζέντας τους. Σίγουρα, αν μπορείτε να αντέξετε οικονομικά ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, καλό θα είναι να το προτιμήσετε. Αλλά δεν πρέπει να πιστεύετε ότι είστε καλύτερος άνθρωπος από κάποιον που οδηγεί ένα παλιό αυτοκίνητο μεσαίας κατηγορίας ντίζελ επειδή δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά τίποτα άλλο. Αυτές τις μέρες, οι Πράσινοι ψηφοφόροι τείνουν να είναι ευκατάστατοι— το πιο ‘οικονομικά ικανοποιημένο’ κομμάτι, δείχνουν έρευνες, ακόμη περισσότερο και από τους ψηφοφόρους των Φιλελεύθερων. Ενσωματώνουν μια αίσθηση αυτοϊκανοποίησης, ακόμη και όταν αυξάνουν το κόστος ζωής για ανθρώπους που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα: “Είμαστε οι ενάρετοι, γιατί έχουμε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουμε βιολογικά προϊόντα. Μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά ένα ποδήλατο μεταφορών. Μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά την εγκατάσταση μιας αντλίας θερμότητας. Μπορούμε να τα αντέξουμε όλα”.
Είστε επικριτικοί για την προσέγγιση των Πρασίνων, αλλά ποιες περιβαλλοντικές πολιτικές θα ακολουθούσατε;
Πολιτικές με τις οποίες να μπορεί να ζήσει η ευρεία πλειοψηφία των ανθρώπων στη χώρα μας, οικονομικά και κοινωνικά. Χρειαζόμαστε εκτεταμένη δημόσια πρόβλεψη για τις άμεσες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, από τον πολεοδομικό σχεδιασμό έως τη δασοκομία, από τη γεωργία έως τις δημόσιες συγκοινωνίες. Αυτό θα είναι ακριβό. Προτιμούμε τις δημόσιες δαπάνες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής έναντι, για παράδειγμα, της αύξησης του λεγόμενου προϋπολογισμού για την άμυνα στο 3 τοις εκατό του ΑΕΠ ή και περισσότερο. Δεν μπορούμε να πληρώσουμε για όλα ταυτόχρονα. Χρειαζόμαστε ειρήνη με τους γείτονές μας, ώστε να μπορέσουμε να κηρύξουμε πόλεμο στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η καταστροφή της εγχώριας αυτοκινητοβιομηχανίας με το να καταστήσει κανείς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα υποχρεωτικά μόνο και μόνο για να πληρούνται ορισμένα αυθαίρετα πρότυπα εκπομπών δεν είναι αυτό που υποστηρίζουμε. Κανείς τώρα ζωντανός δεν θα ζήσει για να δει τις μέσες θερμοκρασίες να μειώνονται ξανά, ανεξάρτητα από το πόσο θα μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα. Εξοπλίστε πρώτα σπίτια για ηλικιωμένους και νοσοκομεία και κέντρα παιδικής μέριμνας με κλιματισμό με δημόσια δαπάνη και κάντε αντιπλημμυρικά έργα σε μέρη κοντά σε ποτάμια και ρέματα. Βεβαιωθείτε ότι το κόστος της επίτευξης φιλόδοξων στόχων μείωσης των εκπομπών δεν θα επιβάλλεται σε απλούς ανθρώπους που ήδη δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα.
Η Γερμανία βάλλεται επίσης επί του παρόντος από μια πολιτισμική κρίση σε σχέση με τη σφαγή περισσότερων από 30.000 Παλαιστινίων στη Γάζα από το Ισραήλ. Είστε ένας από τους λίγους πολιτικούς που αμφισβητήσατε τη γερμανική απαγόρευση των επικρίσεων κατά του Ισραήλ και έχετε μιλήσει κατά της Γερμανίας που προμηθεύει την κυβέρνηση Νετανιάχου με όπλα, μαζί με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η τρέχουσα φιλοσιωνιστική πολιτιστική επίθεση αντιπροσωπεύει τη λαϊκή γνώμη στη Γερμανία;
Λοιπόν, υπάρχει φυσικά ένα διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο στη Γερμανία, επομένως είναι κατανοητό και σωστό ότι έχουμε διαφορετική σχέση με το Ισραήλ από άλλες χώρες. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι η Γερμανία ήταν ο δράστης του Ολοκαυτώματος— δεν πρέπει ποτέ να ξεχνιέται αυτό το γεγονός. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την προμήθεια όπλων για τα τρομερά εγκλήματα πολέμου που συμβαίνουν τώρα στη Λωρίδα της Γάζας. Και αν κοιτάξετε τις δημοσκοπήσεις, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν το υποστηρίζει. Η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης είναι πάντα επιλεκτική φυσικά, αλλά ακόμα κι έτσι είναι προφανές ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να φύγουν, ότι βομβαρδίζονται βάναυσα. Οι άνθρωποι λιμοκτονούν, οι ασθένειες είναι αχαλίνωτες, τα νοσοκομεία δέχονται επίθεση και είναι απελπιστικά ανεπαρκώς εξοπλισμένα. Όλα αυτά είναι εμφανή, και στη Γερμανία υπάρχουν σίγουρα απόψεις που ασκούν τεράστια κριτική. Αλλά στην πολιτική, όποιος εκφράζει επικρίσεις, αμέσως χτυπιέται με την κατηγορία του αντισημιτισμού. Το ίδιο ισχύει και στον κοινωνικό και πολιτιστικό λόγο, όπως με την ανοιχτή τελετή απονομής των βραβείων της Berlinale: τη στιγμή που επικρίνει κανείς τις ενέργειες της ισραηλινής κυβέρνησης— και φυσικά πολλοί Εβραίοι τους επικρίνουν— είναι αντισημίτης. Και αυτό είναι φυσικά εκφοβιστικό, γιατί ποιος θέλει να γίνει αντισημίτης;
Τον Οκτώβριο του 2021, πολλοί πίστευαν ότι μία κυβέρνηση υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών θα αντιπροσώπευε μια στροφή προς τα αριστερά, μετά από δεκαέξι χρόνια καγκελαρίας της Μέρκελ. Αντίθετα, η Γερμανία έχει πάει προς τα δεξιά. Ο κυβερνητικός συνασπισμός αύξησε τον αμυντικό προϋπολογισμό κατά €100 δισεκατομμύρια. Η γερμανική εξωτερική πολιτική έχει πάρει επιθετικά ατλαντιστική τροπή. Το Zeitenwende του Σολτς σας προκάλεσε έκπληξη; Και ποιος ρόλος έχουν οι εταίροι του συνασπισμού σε αυτήν την πορεία;
Οι τάσεις υπάρχουν εδώ και αρκετό καιρό. Οι Σοσιαλδημοκράτες οδήγησαν τη Γερμανία στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1999 και στη συνέχεια στη στρατιωτική κατοχή του Αφγανιστάν το 2001. Ο Σρέντερ αντιτάχθηκε τουλάχιστον στους Αμερικανούς για την εισβολή στο Ιράκ, με ισχυρή υποστήριξη από το εσωτερικό του SPD. Αλλά το SPD έχει χάσει εντελώς την παλιά του προσωπικότητα και έχει γίνει πλέον ένα είδος πολεμικού κόμματος. Αυτό που είναι τρομακτικό είναι ότι υπάρχει τόσο λίγη αντιπολίτευση μέσα στο κόμμα. Οι σημερινοί ηγέτες του είναι πρόσωπα που πραγματικά δεν έχουν καθόλου δική τους θέση. Θα μπορούσαν να βρίσκονται στους Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές, θα μπορούσαν να είναι με τους Φιλελεύθερους. Γι’ αυτό το λόγο η δημόσια εικόνα τους έχει καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό. Δεν υπάρχει τίποτα το αυθεντικό πια. Δεν παλεύει πλέον για κοινωνική δικαιοσύνη. Αντίθετα, η χώρα γίνεται όλο και πιο άδικη, το κοινωνικό χάσμα έχει αυξηθεί και υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι που είναι πραγματικά φτωχοί ή κινδυνεύουν από φτώχεια. Και έχει εγκαταλείψει εντελώς την ειρηνευτική πολιτική. Φυσικά, το SPD ωθείται προς αυτή την κατεύθυνση από τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Οι Πράσινοι είναι πλέον το πιο πολεμοχαρές κόμμα στη Γερμανία. Αξιοσημείωτη εξέλιξη για μια ομάδα που προέκυψε από τις μεγάλες ειρηνευτικές διαδηλώσεις της δεκαετίας του 1980. Σήμερα είναι οι μεγαλύτεροι μιλιταριστές όλων, πιέζοντας πάντα για εξαγωγές όπλων και αυξημένες αμυντικές δαπάνες. Και αυτό απλώς ενισχύει την τάση μέσα στο SPD.
Η συσπείρωση εναντίον της Ρωσίας έχει προκύψει από αυτή τη δυναμική. Στην αρχή, φαινόταν ότι ο Σολτς ενέδιδε στην πίεση σε ορισμένα ζητήματα, αλλά όχι σε όλα. Για παράδειγμα, δημιούργησε ένα ειδικό ταμείο για την Ουκρανία, αλλά ήταν επιφυλακτικός στο να παρασυρθεί στη σύγκρουση και αρχικά παρέδωσε μόνο 5.000 κράνη. Αλλά μετά αυτό άλλαξε και προέκυψε ένα νέο μοτίβο. Ο Σολτς διστάζει στην αρχή. Στη συνέχεια δέχεται επίθεση από τον Φρίντριχ Μερτς, αρχηγό των Χριστιανοδημοκρατών και της αντιπολίτευσης. Στη συνέχεια οι εταίροι του στο συνασπισμό, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι, κλιμακώνουν την πίεση. Τέλος, ο Σολτς κάνει μια ομιλία ανακοινώνοντας ότι μια άλλη κόκκινη γραμμή έχει ξεπεραστεί. Η συζήτηση προχωράει σε τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, μετά σε άρματα μάχης και μετά σε μαχητικά αεροσκάφη. Ο Σολτς έλεγε πάντα “Nein” στην αρχή, μετά το όχι μετατράπηκε σε “και ναι και όχι”, ένα “no-yes”, και μετά κάποια στιγμή σε ένα “Ja”.
Τώρα έχει φτάσει στο σημείο που οι χώρες του ΝΑΤΟ και η Ουκρανία πιέζουν τη Γερμανία να προμηθεύσει πυραύλους Κρουζ Taurus, οι οποίοι μπορούν να επιτεθούν σε στόχους τόσο μακρινούς όσο η Μόσχα. Αντιπροσωπεύουν την πιο επικίνδυνη κλιμάκωση μέχρι σήμερα, γιατί είναι ξεκάθαρα επιθετική χρήση εναντίον ρωσικών στόχων. Δεν είμαι σίγουρη εάν η Γερμανία που τα παραδίδει, εργάζεται στην πραγματικότητα για το συμφέρον της Αμερικής, επειδή ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά υψηλός. Αν προμηθεύσουμε γερμανικά όπλα για να καταστραφούν ρωσικοί στόχοι όπως η γέφυρα του Κερτς μεταξύ της Κριμαίας και της ηπειρωτικής χώρας, τότε η Ρωσία θα αντιδράσει εναντίον της Γερμανίας. Ελπίζω αυτό να σημαίνει ότι δεν θα στείλουν όπλα. Αλλά δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, δεδομένης της ασπονδυλότητας και της τάσης του Σολτς να αναδιπλώνεται. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς έναν καγκελάριο που να έχει τόσο άθλιο συμπεριφορά. Όπως επίσης και ολόκληρος ο συνασπισμός. Δεν υπήρξε ποτέ κυβέρνηση στη Γερμανία που να ήταν τόσο νεκρή, μετά από μόλις δυόμισι χρόνια στην εξουσία. Και φυσικά, οι Χριστιανοδημοκράτες δεν αποτελούν εναλλακτική. Ο Μερτς είναι ακόμη χειρότερος στο ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης, και χειρότερος και σε οικονομικά ζητήματα. Η δεξιά δεν έχει στρατηγική, αλλά θα είναι ο κύριος δικαιούχος του θλιβερού ιστορικού της κυβέρνησης.
Ίσως η υποκλοπή των αρχηγών της Luftwaffe που συζητούν εάν θα χρειάζονταν γερμανικές μπότες στο έδαφος για τους πυραύλους Taurus— αποκαλύπτοντας ότι βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα είναι ήδη ενεργά στην Ουκρανία. Αλλά δεν είναι η στρατηγική του Mερτς το να προσελκύσει ψηφοφόρους του AfD; Δεν είχε αρκετή επιτυχία σε αυτό;
Ο Mερτς απλώς δεν έχει αξιόπιστη θέση στα περισσότερα ζητήματα. Το AfD έχει κερδίσει υποστήριξη με βάση τρία ζητήματα: πρώτον, τη μετανάστευση δηλαδή τον αριθμό των αιτούντων άσυλο στη Γερμανία, δεύτερον, τα lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημία και τρίτον, τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Mερτς τα δίνει όλα με τους αιτούντες άσυλο. Μερικές φορές είναι σαν να ακούς το AfD, ουρλιάζει περί μικρών πασάδων, μετά δέχεται επίθεση και τα παίρνει όλα πίσω ξανά. Αλλά φυσικά αυτή ήταν η κληρονομιά της Μέρκελ, οπότε οι Χριστιανοδημοκράτες δεν είναι αξιόπιστοι από αυτή την άποψη. Το ίδιο και με την κρίση του Covid: το CDU-CSU ήταν επίσης υπέρ του lockdown και του υποχρεωτικού εμβολιασμού και ενήργησε εξίσου άσχημα με όλους τους άλλους. Τότε τέθηκε το ζήτημα της ειρήνης, και αυτό είναι που είναι τόσο ύπουλο στη Γερμανία. Πριν ξεκινήσουμε το κόμμα μας, το AfD ήταν το μόνο κόμμα που υποστήριζε με συνέπεια μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων και τέθηκε κατά των παραδόσεων όπλων στην Ουκρανία, ζωτικό ζήτημα για πολλούς ψηφοφόρους στα ανατολικά. Το CDU-CSU ήθελε να προμηθεύσει ακόμη περισσότερα όπλα και το Die Linke ήταν διχασμένος για το θέμα. Αν ήθελες επιστροφή σε μια πολιτική του κατευνασμού, αν ήθελες διαπραγματεύσεις, αν δεν ήθελες να γίνεις συμβαλλόμενος στον πόλεμο προμηθεύοντας όπλα, δεν είχες κανέναν άλλον να στραφείς. Για το Ισραήλ, φυσικά, το AfD είναι αποφασισμένο να προμηθεύσει ακόμη περισσότερα όπλα, γιατί είναι ένα αντι-ισλαμικό κόμμα και προφανώς εγκρίνει τα τρομερά πράγματα που συμβαίνουν εκεί. Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους τελικά κάναμε το βήμα της ίδρυσης ενός νέου κόμματος, έτσι ώστε άνθρωποι που ήταν με το δίκιο τους δυσαρεστημένοι με το mainstream, αλλά δεν είναι δεξιοί εξτρεμιστές— και αυτό αφορά ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της Εναλλακτικής για τη Γερμανία – να αποκτήσουν ένα σοβαρό κόμμα να απευθυνθούν.
Θα συγκρίνατε το σημερινό CDU με το κόμμα του Χέλμουτ Κολ; Ήταν αυτός που ποδοπάτησε το σύνταγμα προκειμένου να ενσωματωθεί η Ανατολική Γερμανία.
Το CDU υπό τον Koλ είχε πάντα μια ισχυρή κοινωνική πτέρυγα, μια ισχυρή πτέρυγα εργασίας. Γι´ αυτό πάλεψε ο Νόρμπερτ Μπλουμ και ο Χάινερ Γκάισλερ, στην αρχή τουλάχιστον. Υποστήριξαν τα κοινωνικά δικαιώματα και την κοινωνική ασφάλιση, γεγονός που έκανε το CDU κάτι σαν λαϊκό κόμμα. Είχε πάντα ισχυρή υποστήριξη από τους εργαζόμενους, από τους λεγόμενους kleinen Leute, συνηθισμένοι άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα. Ο Μερτς υπερασπίζεται τον καπιταλισμό της BlackRock, όχι μόνο επειδή εργαζόταν για την BlackRock, αλλά επειδή αντιπροσωπεύει αυτή την άποψη με όρους πολιτικής οικονομίας. Θέλει να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης, πράγμα που σημαίνει νέα περικοπή συντάξεων. Θέλει να μειώσει τα κοινωνικά επιδόματα. Λέει ότι το κράτος πρόνοιας είναι πολύ μεγάλο και πρέπει να διαλυθεί. Είναι ενάντια σε έναν υψηλότερο κατώτατο μισθό, όλα όσα έλεγε το CDU παλιότερα. Οι Χριστιανοδημοκράτες ήταν μέρος του Καθολικού κοινωνικού δόγματος. Υποστήριζαν έναν εξευγενισμένο καπιταλισμό, μια οικονομική τάξη που είχε μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα, ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Και ήταν αξιόπιστοι, γιατί η πραγματική επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα στη Γερμανία έγινε το 2004 υπό τον Σρέντερ και την κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και πρασίνων. Τα πράγματα διαφέρουν κάπως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το CDU στην πραγματικότητα καθυστέρησε τη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Ο Μερτς αποτελεί τομή για αυτούς.
Θα μπορούσατε να εξηγήσετε γιατί αποφασίσατε να φύγετε από το Die Linke, μετά από τόσα χρόνια;
Το κύριο πράγμα ήταν ότι το ίδιο το Die Linke είχε αλλάξει. Θέλει τώρα να είναι πιο πράσινο από τους Πράσινους και αντιγράφει το μοντέλο τους. Η πολιτική των ταυτοτήτων κυριαρχεί και τα κοινωνικά ζητήματα βρίσκονται στο περιθώριο. Το Die Linke ήταν αρκετά επιτυχημένο— το 2009, έλαβε 12 τοις εκατό, πάνω από 5 εκατομμύρια ψήφους— αλλά μέχρι το 2021 οι ψήφοι έπεσαν κάτω από το 5 τοις εκατό, με μόνο 2,2 εκατομμύρια ψήφους. Αυτές οι προνομιακές συζητήσεις, αν μου επιτρέπεται να τις αποκαλώ έτσι, είναι δημοφιλείς στους μητροπολιτικούς ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά δεν είναι δημοφιλείς στους απλούς ανθρώπους που ψήφιζαν αριστερά. Τους διώχνει. Το Die Linke είχε ισχυρή βάση στην ανατολική Γερμανία, αλλά οι άνθρωποι εκεί δεν μπορούν να ασχοληθούν με τις συζητήσεις για τη διαφορετικότητα, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο με τον οποίο γίνονται. Είναι απλώς αποξενωτικές για τους ανθρώπους που απλά αποζητούν δίκαιες συντάξεις, δίκαιους μισθούς και φυσικά ίσα δικαιώματα. Είμαστε υπέρ του να μπορούν όλοι να ζουν και να αγαπούν όπως θέλουν. Αλλά υπάρχει ένας υπερβολικός τρόπος που γίνεται η πολιτική των ταυτοτήτων, με βάση τον οποίο πρέπει να ζητάει κανείς συγγνώμη εάν εκφέρει μια άποψη χωρίς να έχει ο ίδιο ας πούμε μεταναστευτικό υπόβαθρο ή αν είναι στρέιτ. Το Die Linke έχει βυθιστεί σε αυτό το είδος του λόγου και ως αποτέλεσμα έχει χάσει ψήφους. Κάποιοι έχουν μετακομίσει στο στρατόπεδο των μη ψηφοφόρων και κάποιοι στα δεξιά.
Δεν είχαμε πλέον πλειοψηφία στο κόμμα γιατί το περιβάλλον που υποστήριζε το Die Linke είχε αλλάξει. Ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Μια ομάδα από εμάς είπε στον εαυτό της, είτε θα συνεχίσουμε να βλέπουμε το κόμμα να παίρνει την κάτω βόλτα, είτε θα πρέπει να κάνουμε κάτι. Είναι σημαντικό όσοι είναι δυσαρεστημένοι να έχουν κάπου να πάνε. Πολλοί έλεγαν, δεν ξέρουμε πλέον ποιον να ψηφίσουμε, δεν θέλουμε να ψηφίσουμε το AfD, αλλά δεν μπορούμε να ψηφίσουμε και κανέναν άλλον. Αυτό ήταν το κίνητρο για να πούμε, ας κάνουμε κάτι μόνοι μας και ας ξεκινήσουμε ένα νέο κόμμα. Δεν προερχόμαστε όλοι από τα αριστερά. Είμαστε κάτι περισσότερο από μια αριστερή αναβίωση, ας πούμε. Έχουμε επίσης ενσωματώσει άλλες παραδόσεις σε κάποιο βαθμό. Το περιέγραψα στο βιβλίο μου, Die Selbstgerechten, ως συντηρητική αριστερά. Με άλλα λόγια: κοινωνικά και πολιτικά, βρισκόμαστε στα αριστερά, αλλά με κοινωνικο-πολιτιστικούς όρους, θέλουμε να συναντήσουμε ανθρώπους εκεί όπου βρίσκονται, όχι να τους προσηλυτίσουμε για πράγματα που απορρίπτουν.
Τι μαθήματα, αρνητικά ή θετικά, πήρες από την εμπειρία του Aufstehen, το κίνημα που ξεκίνησες το 2018;
To Aufstehen πέτυχε μια συντριπτική ανταπόκριση όταν ιδρύθηκε, με πάνω από 170.000 ενδιαφερόμενους. Οι προσδοκίες ήταν τεράστιες. Το μεγαλύτερο λάθος μου τότε ήταν ότι δεν προετοιμάστηκα για αυτό σωστά. Είχα την ψευδαίσθηση ότι οι δομές θα σχηματίζονταν όταν θα ξεκινούσαμε. Όταν θα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, όλα θα άρχιζαν να λειτουργούν. Αλλά σύντομα έγινε σαφές ότι οι δομές που απαιτούνται για μια λειτουργική κίνηση—στα κρατίδια, στις πόλεις, στους δήμους— δεν μπορούν να δημιουργηθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται χρόνος και φροντίδα. Αυτό ήταν ένα σημαντικό μάθημα για την ανάπτυξη του BSW, του κόμματός μας: κανένα άτομο από μόνο του δεν μπορεί να ιδρύσει ένα κόμμα, χρειάζεται καλούς διοργανωτές, άτομα με εμπειρία και μια αξιόπιστη ομάδα.
Το BSW ιδρύθηκε από μια εντυπωσιακή ομάδα βουλευτών. Ποια τεχνογνωσία έχουν — ποιες είναι οι ειδικότητες και οι ιδιαίτεροι τομείς εμπλοκής τους;
Η κοινοβουλευτική ομάδα μας στην Bundestag, το γερμανικό κοινοβούλιο, έχει ισχυρό προσωπικό. Ο Κλάους Ερνστ, ο αναπληρωτής πρόεδρος, είναι ένας έμπειρος συνδικαλιστής από την IG–Metall, το συνδικάτο του μετάλλου, συνιδρυτής και πρόεδρος του wasg (της σιοσιαλδημοκρατικής διάσπασης του 2004) και αργότερα του Die Linke. Ο Αλεξάντερ Ούλριχ είναι επίσης συνδικαλιστής, επίσης έμπειρος κομματικός πολιτικός. Η Αμίρα Μοχάμεντ Άλι, η οποία προέδρευσε της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke, εργάστηκε ως δικηγόρος σε μια μεγάλη εταιρεία πριν δραστηριοποιηθεί στην πολιτική. Η Σεβίμ Νταγκντελέν είναι έμπειρη ειδικός στην εξωτερική πολιτική με εκτεταμένο δίκτυο, στη Γερμανία και παγκοσμίως. Άλλοι βουλευτές μας είναι οι Κρίστιαν Λάι, Τζέσικα Τάτι, Ζάκλιν Νάστιτς, Αλί Αλ Νταϊλάμι και Αντρέι Χούνκο. Υπάρχουν σημαντικά στοιχεία και εκτός της Bundestag.
Ποιο είναι το πρόγραμμά σας;
Το ιδρυτικό μας έγγραφο έχει τέσσερις βασικούς άξονες. Το πρώτο είναι μια οικονομική πολιτική κοινής λογικής. Αυτό ακούγεται θολό, αλλά αφορά την κατάσταση στη Γερμανία όπου οι κυβερνητικές πολιτικές καταστρέφουν τη βιομηχανική μας οικονομία. Και αν η βιομηχανία καταστραφεί, αυτό θα είναι καταστροφικό για τους εργαζόμενους και το κράτος πρόνοιας. Λοιπόν: μια λογική ενεργειακή πολιτική, μια λογική βιομηχανική πολιτική, αυτή είναι η πρώτη προτεραιότητα.
Μήπως αυτό σημαίνει μια εναλλακτική οικονομική στρατηγική βασισμένη στην εργασία, όπως η βρετανική αριστερά γύρω από τον Τόνι Μπεν που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970, ή θεωρείται συμβατική εθνική-βιομηχανική πολιτική;
Στη Γερμανία, δεν υπήρξε ποτέ η ίδια συνείδηση μιας εργατικής ταυτότητας όπως υπήρχε στη Βρετανία τις δεκαετίες του 1970 και του 80, κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων, ακόμα και αν δεν υπάρχει πλέον σήμερα. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ήταν πάντα περισσότερο μια κοινωνία της μεσαίας τάξης, στην οποία οι εργαζόμενοι έτειναν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως μέρος της μεσαίας τάξης. Αυτό που έχει σημασία στη Γερμανία είναι το Mittelstand, το ισχυρό μπλοκ μικρότερων επιχειρήσεων που μπορούν να τοποθετηθούν ενάντια στις μεγάλες εταιρείες. Αυτή η αντίθεση είναι εξίσου σημαντική με την πολικότητα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Πρέπει να το πάρει κανείς στα σοβαρά στη Γερμανία. Εάν απευθύνεται κανείς στον κόσμο καθαρά σε ταξική βάση, δεν θα έχει ανταπόκριση. Αλλά αν τους απευθύνεστε ως μέρος του τομέα δημιουργίας πλούτου της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτητών εταιρειών, σε αντίθεση με τις γιγάντιες εταιρείες— των οποίων τα κέρδη διοχετεύονται στα μερίσματα και στους τοπ μάνατζερς. Οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν τι λέτε, μπορούν να ταυτιστούν με αυτό και να κινητοποιηθούν σε αυτή τη βάση για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Δεν βρίσκετε την ίδια αντίθεση στις μικρές επιχειρήσεις, γιατί συχνά παλεύουν οι ίδιες. Δεν έχουν το περιθώριο να αυξήσουν τους μισθούς, δεδομένου ότι οι χαμηλές τιμές τους υπαγορεύονται από τους μεγάλους παίκτες. Γνωρίζω όμως ότι η Γερμανία είναι κάπως διαφορετική από αυτή την άποψη, σε σύγκριση με τη Γαλλία, τη Βρετανία ή άλλες χώρες. Λοιπόν, μια κοινή λογική ενεργειακή πολιτική και βιομηχανική πολιτική θα ξεκινούσε λαμβάνοντας υπόψη τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τρόπο που να ενθαρρύνει τους ιδιοκτήτες και τις οικογένειές τους να συνεχίσουν αντί να πουλήσουν τις εταιρείες τους σε κάποιον οικονομικό επενδυτή.
Αυτό θα σήμαινε διάκριση με την κυβερνητική πολιτική τα τελευταία είκοσι χρόνια, τουλάχιστον, όπου— παρά τις συζητήσεις για τη στρατηγική στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων—η στρατηγική της Μέρκελ ήταν σαφώς προσανατολισμένη στις μεγάλες επιχειρήσεις και τις μεγάλες πόλεις, με λίγες δόσεις περιβαλλοντισμού. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τους Φιλελεύθερους και, στην πράξη, και για τους Πράσινους. Έτσι, για εσάς, το πιο σημαντικό όριο είναι η διαφορά μεταξύ χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και περιφερειακού ή μεσαίου επιπέδου κεφαλαίου;
Ναι, αλλά όπως είπα, ούτε αυτό θέλω να το εξιδανικεύσω. Σίγουρα υπάρχει εκμετάλλευση σε όλα τα επίπεδα. Ωστόσο, υπάρχει διαφορά σε σύγκριση με την Amazon, ας πούμε, και τις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Σήμερα, για παράδειγμα, παρόλο που η οικονομία συρρικνώνεται, οι εταιρείες του χρηματιστηρίου πληρώνουν περισσότερα μερίσματα από ποτέ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εταιρείες διανέμουν ολόκληρα τα ετήσια κέρδη τους ή ακόμη περισσότερα. Χρόνια τώρα, η Γερμανία είχε πολύ χαμηλό δείκτη επενδύσεων, γιατί πληρώνονται πολλά χρήματα σε μερίσματα, λόγω της πίεσης των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών ομίλων. Ως αναλογία, οι μικρομεσαίες εταιρείες επενδύουν σημαντικά περισσότερα.
Ποια είναι τα υπόλοιπα σημεία του προγράμματός σας;
Το δεύτερο σημείο είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό είναι απολύτως κεντρικό για εμάς. Ακόμη και όταν η οικονομία πήγαινε καλά, εξακολουθούσαμε να έχουμε έναν αυξανόμενο τομέα χαμηλών μισθών, αυξανόμενη φτώχεια και κοινωνική ανισότητα. Ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας είναι ζωτικής σημασίας. Η γερμανική υπηρεσία υγείας βρίσκεται υπό τεράστια πίεση. Μπορείτε να περιμένετε μήνες για να δείτε έναν ειδικό. Το νοσηλευτικό προσωπικό είναι τρομερά καταπονημένο και κακοπληρωμένο—, υποστηρίξαμε σθεναρά την απεργία του το 2021. Το σχολικό σύστημα επίσης αποτυγχάνει. Όπως είπα, ένα σημαντικό ποσοστό νέων τελειώνει τη μέση εκπαίδευση χωρίς να έχει τις στοιχειώδεις γνώσεις που χρειάζονται για να ξεκινήσουν ως μαθητευόμενοι ή εκπαιδευόμενοι. Και οι γερμανικές υποδομές καταρρέουν. Υπάρχουν περίπου τρεις χιλιάδες ερειπωμένες γέφυρες, οι οποίες δεν επισκευάζονται και κάποια στιγμή θα πρέπει να κατεδαφιστούν. Η Deutsche Bahn, η σιδηροδρομική υπηρεσία, έχει μονίμως καθυστέρηση. Η δημόσια διοίκηση έχει ξεπερασμένο εξοπλισμό. Οι κυρίαρχοι πολιτικοί τα γνωρίζουν καλά όλα αυτά, αλλά δεν κάνουν τίποτα γι’ αυτό.
Το τρίτο σημείο είναι η ειρήνη. Είμαστε αντίθετοι στη στρατιωτικοποίηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, με τις συγκρούσεις να κλιμακώνονται προς τον πόλεμο. Στόχος μας είναι μια νέα ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει τη Ρωσία μακροπρόθεσμα. Η ειρήνη και η ασφάλεια στην Ευρώπη δεν μπορούν να διασφαλιστούν με σταθερό και διαρκή τρόπο, εκτός εάν η σύγκρουση με τη Ρωσία, μια πυρηνική δύναμη, είναι εκτός τραπεζιού. Υποστηρίζουμε επίσης ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να επιτρέψει να παρασυρθεί σε καμία σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά θα πρέπει να επιδιώκει τα δικά της συμφέροντα μέσω ποικίλων εμπορικών και ενεργειακών συνεργασιών. Όσον αφορά την Ουκρανία, ζητούμε κατάπαυση του πυρός και ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Ο πόλεμος είναι μια αιματηρή σύγκρουση μεσολάβησης μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες από τη Δύση για τον τερματισμό του μέσω διαπραγματεύσεων. Οι ευκαιρίες που υπήρχαν έχουν πεταχτεί. Ως αποτέλεσμα, η διαπραγματευτική θέση της Ουκρανίας έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Όπως και να τελειώσει αυτός ο πόλεμος, θα αφήσει την Ευρώπη με μια τραυματισμένη, φτωχή και ερημωμένη χώρα στο εσωτερικό της. Αλλά τουλάχιστον ο ανθρώπινος πόνος μπορεί να τερματιστεί.
Και το τέταρτο σημείο;
Το τέταρτο σημείο είναι η ελευθερία της έκφρασης. Υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη πίεση εδώ για συμμόρφωση σε ένα στενό φάσμα επιτρεπόμενης γνώμης. Έχουμε μιλήσει για τη Γάζα, αλλά το θέμα μας υπερβαίνει κατά πολύ αυτό. Η υπουργός Εσωτερικών των Σοσιαλδημοκρατών, Νάνσυ Φρέιζες, μόλις υπέβαλε ένα νομοσχέδιο για την προώθηση της δημοκρατίας που καθιστά το να μιλάει κανείς ενάντια στην κυβέρνησης ποινικό αδίκημα. Αντιτιθέμεθα σε αυτό, φυσικά, για δημοκρατικούς λόγους. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία έχει άσχημη παράδοση. Δεν χρειάζεται να επιστρέψει κανείς στην καταστολή της δεκαετίας του 1970, την προσπάθεια απαγόρευσης των “αριστερών εξτρεμιστών” από θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα. Υπήρξε άμεση προσφυγή σε ιδεολογικό εξαναγκασμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και ακόμη περισσότερο τώρα με την Ουκρανία και τη Γάζα. Έτσι, αυτές είναι τα τέσσερα κύρια σημεία. Ο γενικός μας στόχος είναι να το να γίνουμε καταλύτης μιας νέας πολιτικής αρχής και να διασφαλίσουμε ότι η δυσαρέσκεια δεν θα συνεχίσει να παρασύρεται προς τα δεξιά, όπως έκανε τα τελευταία χρόνια.
Ποια είναι τα εκλογικά σχέδια για τις επερχόμενες εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατιδίων; Τι συνασπισμούς θα λάβετε υπόψη στα τοπικά κοινοβούλια;
Όσον αφορά τους συνασπισμούς, ας μην μοιραζόμαστε τη γούνα της αρκούδας πριν σκοτωθεί, όπως λέμε. Είμαστε αρκετά διαφορετικοί από όλα τα άλλα μέρη ώστε να μπορούμε να εξετάσουμε οποιαδήποτε πρόταση θέλουν να κάνουν για συνασπισμούς ή άλλες μορφές συμμετοχής στην κυβέρνηση, όπως ανοχή ή ευέλικτες πλειοψηφίες. Προς το παρόν θέλουμε απλώς να πείσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους συμπολίτες μας ότι τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε καλά χέρια μαζί μας. Ως νέο κόμμα, θέλουμε μια ισχυρή εμφάνιση στις ευρωπαϊκές εκλογές, την πρώτη μας ευκαιρία να αναζητήσουμε υποστήριξη για τη νέα μας προσέγγιση στην πολιτική. Θα θέσουμε στους ψηφοφόρους ότι τα δημοκρατικά κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να είναι κυρίως υπεύθυνα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των κοινωνιών και των οικονομιών της Ευρώπης και όχι η γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Σχετικά με τον αυτοπροσδιορισμό σας ως “συντηρητική αριστερά”: έχετε μιλήσει θερμά για το παλιό CDU και την παράδοση του, το κοινωνικό του δόγμα και τον “εξευγενισμένο καπιταλισμό”. Πώς θα διαφοροποιούσατε το κόμμα σας από τους παλιούς Χριστιανοδημοκράτες, εάν είστε σύμμαχοι, ας πούμε, με την εξωτερική πολιτική του Βίλλυ Μπραντ;
Η μεταπολεμική Χριστιανοδημοκρατία ήταν συντηρητική με την έννοια ότι δεν ήταν νεοφιλελεύθερη. Το παλιό CDU-CSU συνδύαζε ένα συντηρητικό αλλά και ένα ριζοσπαστικό-φιλελεύθερο στοιχείο. Αυτό μπορούσε να το κάνει λόγω της πολιτικής φαντασίας ενός ανθρώπου όπως ο Κόνραντ Αντενάουερ— αν και κάτι παρόμοιο υπήρχε και στην Ιταλία. Ο συντηρητισμός τότε σήμαινε προστασία της κοινωνίας από τη δίνη της καπιταλιστικής προόδου, σε αντίθεση με την προσαρμογή της κοινωνίας στις ανάγκες του καπιταλισμού, όπως στον νεοφιλελεύθερο (ψευδο)συντηρητισμό. Από τη σκοπιά της κοινωνίας, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ακραίος, όχι συντηρητικός. Σήμερα το CDU, τώρα με επικεφαλής κάποιον σαν τον Μερτς, έχει ξεριζώσει με επιτυχία την παλιά χριστιανοδημοκρατική διορατικότητα ότι η οικονομία πρέπει να υπηρετεί την κοινωνία και όχι το αντίστροφο. Η Σοσιαλδημοκρατία, το παλιό SPD, είχε επίσης ένα συντηρητικό στοιχείο, με την εργατική τάξη και όχι την κοινωνία συνολικά στο επίκεντρο. Αυτό τελείωσε όταν ο Τρίτος Δρόμος στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Σρέντερ στη Γερμανία μετέτρεψαν την αγορά εργασίας και την οικονομία σε μια παγκοσμιοποιητική-τεχνοκρατική αγοραρχία. Όπως και στην εξωτερική πολιτική, πιστεύουμε ότι δικαιούμαστε να θεωρούμε τους εαυτούς μας νόμιμους κληρονόμους τόσο του “εξευγενισμένου καπιταλισμού” του μεταπολεμικού συντηρητισμού όσο και του σοσιαλδημοκρατικού προοδευτισμού, εγχώριου και ξένου.
Διεθνώς, ποιες δυνάμεις στην ΕΕ και πέρα από αυτήν βλέπετε ως πιθανούς συμμάχους σας?
Δεν είμαι ο καλύτερος άνθρωπος για να ρωτήσετε για αυτό, καθώς η εστίασή μου είναι πραγματικά στην εσωτερική πολιτική. Ξέρω ότι οι άνθρωποι έχουν συχνά μια διαστρεβλωμένη άποψη για εμάς από το εξωτερικό και ελπίζω να μην βλέπω άλλες χώρες με διαστρεβλωμένο τρόπο. Τις πρώτες μέρες, είχαμε στενούς δεσμούς με το La France insoumise, αλλά δεν ξέρω πώς έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια. Στη συνέχεια, υπήρξε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, το οποίο είναι και πάλι λίγο διαφορετικό, αλλά υπάρχουν ορισμένα κοινά σημεία και εκεί. Γενικά, θα ήμασταν στο ίδιο μήκος κύματος με κάθε αριστερό κόμμα που είναι έντονα προσανατολισμένο στην κοινωνική δικαιοσύνη αλλά δεν έχει παγιδευτεί στον ταυτοτικό λόγο.
Λέτε ότι το Die Linke έχει γίνει “πιο πράσινοι από τους Πράσινους” στην περιθωριοποίηση κοινωνικών ζητημάτων. Αλλά οι ίδιοι οι Πράσινοι είχαν κάποτε ένα ισχυρό κοινωνικό πρόγραμμα, με μια πράσινη βιομηχανική στρατηγική που είχε μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα και, φυσικά, την αποστρατικοποίηση της Ευρώπης. Κατά την άποψή σας, τι συνέβη τη δεκαετία του 1990, όταν έχασαν αυτή τη διάσταση;
Ήταν το ίδιο με πολλά πρώην αριστερά κόμματα. Μέρος της απάντησης είναι ότι το περιβάλλον έχει αλλάξει. Τα αριστερά κόμματα ήταν παραδοσιακά αγκυροβολημένα στην εργατική τάξη, ακόμα κι αν τα καθοδηγούσαν διανοούμενοι. Αλλά το εκλογικό τους σώμα έχει αλλάξει. Ο Piketty το εντοπίζει με μεγάλη λεπτομέρεια στο βιβλίο του Κεφάλαιο και Ιδεολογία. Μια νέα, πανεπιστημιακή, επαγγελματική τάξη έχει επεκταθεί μαζικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, σχετικά αλώβητη από τον νεοφιλελευθερισμό επειδή έχει καλό εισόδημα και αυξανόμενο πλούτο σε περιουσιακά στοιχεία. Οι νέοι που έχουν μεγαλώσει μέσα σε αυτό το περιβάλλον δεν γνώρισαν ποτέ κοινωνικό φόβο ή κακουχίες, επειδή προστατεύτηκαν από την αρχή. Αυτό είναι πλέον το κύριο περιβάλλον των Πρασίνων, άνθρωποι που είναι σχετικά ευκατάστατοι, που ανησυχούν για το κλίμα— που είναι υπέρ τους— αλλά στοχεύουν στην επίλυση του προβλήματος μέσω των ατομικών καταναλωτικών επιλογών. Άνθρωποι που πάντα είχαν, κάνουν κήρυγμα απάρνησης σε εκείνους που το να μην έχουν είναι μέρος της καθημερινής ζωής.
Αλλά αυτό δεν ισχύει και για τα κυρίαρχα κόμματα; Οι Πράσινοι πιο δραματικά, ίσως, σε σύγκριση με αυτό που ήταν τη δεκαετία του 1980. Αλλά το CDU, όπως λέτε, έχει εγκαταλείψει την κοινωνική του συνιστώσα. Το SPD οδήγησε τη νεοφιλελεύθερη στροφή. Υπάρχει βαθύτερη αιτία αυτής της κίνησης προς τα δεξιά, ή προς το οικονομικό ή παγκόσμιο κεφάλαιο;
Πρώτον, όπως έχουν αναλύσει πολύ καλά κοινωνιολόγοι όπως ο Αντρέας Ρέκβιτς, έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα ισχυρό και αυξανόμενο κοινωνικό στρώμα, ένα κοινωνικό στρώμα που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης, στην πολιτική, στις μεγάλες πόλεις όπου διαμορφώνονται απόψεις. Αυτοί δεν είναι οι ιδιοκτήτες μεγάλων εταιρειών, που είναι διαφορετικό επίπεδο. Αλλά είναι ισχυρή επιρροή και διαμορφώνει τους παίκτες σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Εδώ στο Βερολίνο, όλοι οι πολιτικοί κινούνται μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το CDU, το SPD—και τους κάνει έντονη εντύπωση. Οι λεγόμενοι καθημερινοί άνθρωποι, αυτοί σε μικρές πόλεις και χωριά, χωρίς πανεπιστημιακά πτυχία, έχουν όλο και λιγότερη πραγματική πρόσβαση στην πολιτική. Τα κόμματα ήταν ευρείας βάσης, γνήσια λαϊκά, το CDU μέσω των εκκλησιών, το SPD μέσω των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Όλα αυτά έχουν χαθεί τώρα. Τα κόμματα είναι πολύ μικρότερα και οι υποψήφιοι τους προέρχονται από μια στενότερη βάση, συνήθως την πανεπιστημιακή μεσαία τάξη. Συχνά η εμπειρία τους περιορίζεται στην αίθουσα διαλέξεων, στις δεξαμενές σκέψης, στις αίθουσες ολομέλειας. Γίνονται βουλευτές χωρίς ποτέ να έχουν βιώσει τον κόσμο πέρα από την επαγγελματική πολιτική ζωή.
Με το κόμμα μας προσπαθούμε να φέρουμε πολιτικούς νεοφερμένους που έχουν εργαστεί σε άλλους τομείς, σε πολλούς άλλους τομείς της κοινωνίας, προκειμένου να ξεφύγουμε από αυτό το περιβάλλον όσο μπορούμε. Αλλά το παλιό μοντέλο του λαϊκού κόμματος έχει φύγει, γιατί η βάση για αυτό δεν υπάρχει πλέον.
Μπορούμε να σας ρωτήσουμε, τέλος, για τη δική σας πολιτική και προσωπική διαμόρφωση. Ποιες θεωρείτε τις πιο σημαντικές επιρροές στην οπτική σας για τον κόσμο—βιωματική, διανοητική;
Έχω διαβάσει πολλά σε όλη μου τη ζωή και υπήρξαν στιγμές που με καθόρισαν, που με έκαναν να σκέφτομαι σε μια νέα κατεύθυνση. Μελέτησα τον Γκαίτε σε βάθος και τότε ήταν που άρχισα να σκέφτομαι την πολιτική και την κοινωνία, την ανθρώπινη συνύπαρξη και τα πιθανά μέλλοντα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν πάντα μια σημαντική προσωπικότητα για μένα, ιδιαίτερα τα γράμματά της. Μπορούσα να ταυτιστώ μαζί της. Ο Τόμας Μαν, φυσικά, σίγουρα με επηρέασε και με εντυπωσίασε. Όταν ήμουν μικρή, ο συγγραφέας και θεατρικός συγγραφέας Πίτερ Χακς ήταν ένας σημαντικός πνευματικός συνομιλητής μου. Ο Μαρξ ήταν μια σημαντική επιρροή πάνω μου και εξακολουθώ να βρίσκω πολύ χρήσιμες τις αναλύσεις του για τις καπιταλιστικές κρίσεις και τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Δεν είμαι υπέρ της συνολικής εθνικοποίησης ή του κεντρικού σχεδιασμού, αλλά με ενδιαφέρει να διερευνήσω τρίτες επιλογές, μεταξύ ιδιωτικής ιδιοκτησίας και κρατικής ιδιοκτησίας— ιδρύματα ή διαχειριστές, για παράδειγμα, που εμποδίζουν μια τον έλεγχο των εταιρειών από μετόχους, όπως περιγράφω στο βιβλίο μου Ευημερία χωρίς Απληστία.
Μια άλλη διαμορφωτική εμπειρία ήταν η αλληλεπίδραση με ανθρώπους στις εκδηλώσεις που διοργανώνουμε. Ήταν μια συνειδητή απόφαση να βγούμε στη χώρα, να κάνουμε πολλές συναντήσεις και να εκμεταλλευτούμε κάθε ευκαιρία για να μιλήσουμε στους ανθρώπους, να καταλάβουμε τι τους συγκινεί, πώς σκέφτονται. Είναι τόσο σημαντικό να μην κινείσαι μόνο μέσα σε μια φούσκα, μόνο να βλέπεις τους ανθρώπους που ήδη γνωρίζει κανείς. Αυτό έχει διαμορφώσει την πολιτική μου και ίσως με άλλαξε λίγο. Πιστεύω ότι ως πολιτικός, δεν πρέπει να πιστεύει κανείς ότι καταλαβαίνει τα πάντα καλύτερα από τους ψηφοφόρους. Υπάρχει πάντα μια αντιστοιχία μεταξύ συμφερόντων και απόψεων—όχι ένα προς ένα, αλλά συχνά, αν το σκεφτείτε, μπορείτε να καταλάβετε γιατί οι άνθρωποι λένε τα πράγματα που λένε.
Πως θα περιέγραφες την πολιτική σου τροχιά από τη δεκαετία του 1990;
Είμαι στην πολιτική για τρεις δεκαετίες τώρα. Κατείχα βασικές θέσεις στο PDS και το Die Linke. Είμαι μέλος της Bundestag από το 2009 και ήμουν συμπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Die Linke από το 2015 έως το 2019. Αλλά θα έλεγα ότι παρέμεινα πιστή στους στόχους για τους οποίους μπήκα στην πολιτική εξαρχής. Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα που να βάζει τους ανθρώπους στο επίκεντρο και όχι το κέρδος. Οι συνθήκες διαβίωσης σήμερα μπορεί να είναι εξευτελιστικές. Δεν είναι ασυνήθιστο για ηλικιωμένους να ψαχουλεύουν μέσα από κάδους σκουπιδιών αναζητώντας επιστρεφόμενα μπουκάλια για να τα βγάλουν πέρα. Δεν θέλω να αγνοώ τέτοια πράγματα, θέλω να αλλάξω τις υποκείμενες συνθήκες τους προς το καλύτερο. Είμαι πολύ στο δρόμο, και όπου κι αν πάω, αισθάνομαι ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν αισθάνονται πλέον ότι εκπροσωπούνται από κανέναν. Υπάρχει ένα τεράστιο πολιτικό κενό. Αυτό οδηγεί στο να θυμώνουν οι άνθρωποι, πράγμα που δεν είναι καλό για μια δημοκρατία. Ήρθε η ώρα να χτίσουμε κάτι νέο και να κάνουμε μια σοβαρή πολιτική παρέμβαση. Δεν θέλω να χρειαστεί να πω στον εαυτό μου κάποια στιγμή: υπήρχε ένα παράθυρο ευκαιρίας όταν θα μπορούσες να είχες αλλάξει τα πράγματα και δεν το έκανες. Ιδρύουμε το νέο μας κόμμα έτσι ώστε οι τρέχουσες πολιτικές, που διχάζουν τη χώρα μας και διακινδυνεύουν το μέλλον της, να ξεπεραστούν, μαζί με την ανικανότητα και την αλαζονεία της φούσκας του Βερολίνου.
Πηγή: Defend Democracy
Μετάφραση: antapocrisis
Ηγετικό στέλεχος του Κόμματος της Αριστεράς στη Γερμανία, πρώην συμπρόεδρος και νυν κοινοβουλευτική εκπρόσωπος.