8 θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία
Η ρωσική επίθεση της 24ης Φεβρουαρίου προκαλεί δικαιολογημένα σύγχυση και ερωτηματικά, όχι φυσικά για τον όλεθρο του πολέμου ή για την αξία της ειρήνης, αλλά για τη στάση που πρέπει να κρατήσει η Αριστερά, το προοδευτικό και δημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας και διεθνώς. Σε αυτήν την προσπάθεια, έχει τεράστια αξία η επιμονή σε ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια που οφείλει κανείς να έχει, αν τοποθετείται από την πλευρά του κινήματος ανατροπής, και όχι απλώς συναισθηματικά, αφηρημένα ή στρογγυλεμένα.
Θέση πρώτη: Δεν μπορούν σήμερα να μιλούν για ειρήνη όσοι άργησαν επτά χρόνια να καταλάβουν ότι γίνεται πόλεμος.
Η ρωσική επίθεση είναι ένας αναβαθμισμένος κρίκος στην αλυσίδα συγκρούσεων και αναταραχών που ξεκινά τουλάχιστον από το 2014 με την ανατροπή της φιλορωσικής κυβέρνησης του Γιανουκόβιτς και συνεχίζεται ως σήμερα. Από τότε, 14.000 περίπου άνθρωποι (άμαχοι και όχι στρατιώτες), έχασαν τη ζωή τους, δεκάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν ή ξεσπιτώθηκαν, εκατοντάδες γυναίκες βιάστηκαν, αντιφασίστες δολοφονήθηκαν, συνδικαλιστές κάηκαν ζωντανοί. Μόλις τρεις μέρες πριν, περιοχές της Ουκρανίας βομβαρδίζονταν από το ουκρανικό κράτος.
Τα θύματα της προηγούμενης περιόδου, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τους ρωσόφωνους πληθυσμούς της ανατολικής Ουκρανίας, με θύτες το καθεστώς του Κιέβου, αλλά και τις ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες που έχουν σήμα τη σβάστικα και ανεμίζουν τη νατοϊκή σημαία. Η παρατεταμένη και διαρκής επίθεση σε τμήμα του ουκρανικού λαού είχε εθνικό (στοιχεία εθνοκάθαρσης) αλλά και πολιτικό – ιδεολογικό (ακροδεξιό, φιλοναζιστικό) χαρακτήρα. Η διαδικασία που θα μπορούσε να αποσοβήσει την περαιτέρω όξυνση της κρίσης (Συμφωνία του Μινσκ) τινάχτηκε στον αέρα, πρώτα και κύρια από την ίδια την ουκρανική κυβέρνηση.
Τα παραπάνω δεν συνιστούν φιλορωσική ανάγνωση της πρόσφατης ουκρανικής ιστορίας αλλά μάλλον κοινός τόπος για όσους θέλουν να είναι στοιχειωδώς ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Σήμερα, κατόπιν εορτής, ακόμα και οι πλέον φιλοδυτικοί θα παραδεχτούν ότι “το Κίεβο το παράκανε”.
Επομένως η ρωσική επίθεση δεν διεξάγεται σε κενό ιστορίας, αποτελεί έναν αναβαθμισμένο στρατιωτικά κρίκο, σε μια ήδη υπάρχουσα αλυσίδα συγκρούσεων. Οι θάνατοι, ο ξεριζωμός πληθυσμών, οι βομβαρδισμοί περιοχών, ο όλεθρος και η καταστροφή δεν εμφανίστηκαν στην Ουκρανία το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της είναι καθημερινό καθεστώς, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη τάξη μεγέθους, τα τελευταία επτά χρόνια.
Θέση δεύτερη: Η διαρκής επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά, ήταν αντικειμενικά μια επιθετική πράξη εναντίον της Ρωσίας.
Το διακύβευμα της ουκρανικής κρίσης δεν είναι μόνο, ή κυρίως, η εσωτερική σύγκρουση. Δεν εισέβαλε η Ρωσία στην Ουκρανία απλώς για να προστατεύσει τους ρωσόφωνους πληθυσμούς, ούτε για να τιμωρήσει τους ακροδεξιούς που αιματοκύλισαν την Οδησσό. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας.
Τη δεκαετία του 90 η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης έφερε αναπόφευκτα τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με ρητό αντάλλαγμα τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς. Πριν περάσουν δέκα χρόνια, από το 1999, το ΝΑΤΟ άλλαξε στρατηγική, αποφασίζοντας τη διεύρυνσή του στο μέγιστο δυνατό βαθμό, με ειδική προτίμηση την ενσωμάτωση πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, περικυκλώνοντας τη Ρωσία. Βαλτικές δημοκρατίες, Πολωνία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, έγιναν μια περίκλειστη ζώνη με τις βάσεις και τους πυραύλους των ΗΠΑ να σφίγγουν απειλητικά τον κλοιό.
Αυτή η ασύδοτη επέκταση, πέρα από κάθε καταστατικό λόγο ύπαρξης του ίδιου του ΝΑΤΟ, αλλά και ενάντια στις συμφωνίες της προηγούμενης δεκαετίας (μέχρι το 2000 συζητούνταν και η ένταξη της ίδιας της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ), δεν ήταν αρκετή. Ο κλοιός έπρεπε να σφίξει περισσότερο. Η ίδια η εκλογή Μπάιντεν σηματοδότησε ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα ρίξει το βάρος της εναντίον της Ρωσίας. Έκλεισε η περίοδος Τραμπ που πριμοδότησε την αντιπαλότητα με την Κίνα στο πλαίσιο της υπεράσπισης των εγχώριων οικονομικών συμφερόντων των ΗΠΑ.
Η μετασοβιετική Ρωσία παρέμενε επί δεκαετίες ως η διάδοχη “αυτοκρατορία του κακού” για τις ΗΠΑ και τη δυτική προπαγάνδα, βλέποντας τη βορειοατλαντική συμμαχία όχι απλώς να την αναγάγει στον νούμερο ένα εχθρό της, αλλά να παίρνει θέσεις, να στήνει βάσεις, αντιαεροπορικά συστήματα, πυραυλικές εγκαταστάσεις γύρω από τα σύνορά της, ενσωματώνοντας σιγά σιγά τη μία χώρα μετά την άλλη, με κορυφαίο πετράδι στο στέμμα της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ την Ουκρανία.
Ωστόσο η Ρωσία του 2020 δεν είναι η Ρωσία του 1998. Η καπιταλιστική της τάξη έχει ανασυγκροτηθεί, το πολιτικό της προσωπικό δεν θυμίζει πλέον τσίρκο (με μόνιμα μεθυσμένο τσιρκολάνο), οι ενεργειακές ροές προς την Ευρώπη την ισχυροποίησαν, ενώ σε κάθε περίπτωση παραμένει μια στρατιωτική υπερδύναμη με πυρηνικό οπλοστάσιο. Η σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ, οι εσωτερικές αντιφάσεις της αμερικανικής υπερδύναμης, η ανάδυση της Κίνας, η κρίση της Ε.Ε., δίνουν χώρο και αυξάνουν την αυτοπεποίθηση στη Ρωσία. Από την κρίση του 2014 και μετά, θωρακίζεται ξέροντας ότι οι κυρώσεις εναντίον της θα είναι στην ημερήσια διάταξη του ευρωατλαντικού άξονα.
Θέση τρίτη: Το ΝΑΤΟ είναι ο εμπρηστής του πολέμου.
Κάθε δράση φέρνει αντίδραση. Πώς περιμένει κανείς να αντιδράσει η Ρωσία όταν ξετυλίγεται μια ακόμα πράξη της Νατοϊκής επέκτασης; Τι εκτιμά κανείς ότι θα γίνει ανάμεσα σε μια Ρωσία που είναι διατεθειμένη να πληρώσει βαρύ τίμημα για να σταματήσει η ασφυκτική της περικύκλωση, και στις ΗΠΑ, που επιθυμούν μεν την περικύκλωσή της, βάζοντας όμως ξένο κεφάλι στον ντορβά; Η οργάνωση του Μεϊντάν από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. ήταν η πρώτη πράξη της σύγκρουσης, τα πογκρόμ στην Ανατολική Ουκρανία ήταν η κλιμάκωση, και η ένταξη στο ΝΑΤΟ με τον εξοπλισμό μιας -ανοιχτά εχθρικής πλέον προς τη Ρωσία- Ουκρανίας, η κορύφωση.
Όταν μια στρατιωτική υπερδύναμη απειλείται από μια άλλη, θα αντιδράσει. Όταν βγάλει το πιστόλι στο τραπέζι, έχει αποφασίσει ότι θα το χρησιμοποιήσει. Έχοντας προετοιμαστεί για αυτό επί χρόνια. Η Ρωσία αποφάσισε ότι ήταν σε θέση να πληρώσει υψηλό τίμημα για να αποτρέψει την ολοκληρωτική περικύκλωσή της από το ΝΑΤΟ και την οριστική ένταξη της Ουκρανίας στο αντιρωσικό στρατόπεδο. Τίμημα πολύ μεγαλύτερο από τις κυρώσεις, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές, αν και αυτό μένει να κριθεί τους επόμενους μήνες.
Εάν τα πράγματα έχουν έτσι, φταίει η Ρωσία που αντιδρά αλλά όχι το ΝΑΤΟ που περικυκλώνει; Φταίει η Ρωσία που επεμβαίνει στρατιωτικά αλλά όχι η ευρωατλαντικού (και ακροδεξιού) προσανατολισμού ηγεσία του Κιέβου που προκάλεσε εκατόμβες με πολλαπλάσιο αριθμό δολοφονημένων, εκτοπισμένων, βασανισμένων και τρομοκρατημένων αμάχων; Φταίνε και οι δύο; Και αν ναι, δεν υπάρχει καμιά διαφορά;
Όσοι θέτουν εκ του ασφαλούς το ερώτημα αν έχει ή όχι δικαίωμα η Ουκρανία να μπει στο ΝΑΤΟ και να διαλέγει τους συμμάχους της, έχουν καταπιεί αμάσητο το ερώτημα αν είναι λογικό να υπάρχει το ΝΑΤΟ, όταν έχουν εκλείψει οι λόγοι ύπαρξής του. Ακόμα περισσότερο δεν απαντούν αν είναι θεμιτό, ηθικό, λελογισμένο και σε ειρηνική κατεύθυνση να περικυκλώνεται ασφυκτικά μια πυρηνική υπερδύναμη, η οποία μάλιστα έχει δαιμονοποιηθεί με κάθε πιθανό τρόπο.
Θέση τέταρτη: Η ουκρανική κυβέρνηση αποδείχθηκε ο χρήσιμος ηλίθιος, δείχνοντας τι σημαίνει να είσαι δεδομένος και πάντα πρόθυμος
Η στάση της Δύσης μετά τη ρωσική επίθεση αφήνει την ουκρανική κυβέρνηση ξεκρέμαστη. Τη χρησιμοποίησε για την Νατοϊκή περικύκλωση της Ρωσίας, της έδωσε διαβεβαιώσεις, χάιδεψε τα ναζιστικά παραστρατιωτικά τάγματα, γέλασε κάτω από τα μουστάκια της με τα πογκρόμ ενάντια στους αντιφασίστες και τους αντιφρονούντες, χάρηκε βλέποντας τη Συμφωνία του Μινσκ να καταρρέει, ενίσχυσε στρατιωτικά την Ουκρανία για να εκκαθαρίσει τις ανατολικές ρωσόφωνες περιοχές της, τη διαβεβαίωσε ότι θα σταθεί δίπλα της, αρκεί το Κίεβο να μείνει πιστό στις επιδιώξεις του ευρωατλαντικού άξονα.
Και όταν η Ρωσία επιτέθηκε, έκανε δηλώσεις συμπαράστασης, ξεκίνησε μαραθώνιο αναζήτησης “κυρώσεων” (αμφίβολης αποτελεσματικότητας μιας και η Μόσχα από το 2014 και μετά επιχείρησε να προετοιμαστεί απέναντι σε ένα τέτοιο εξαιρετικά αναμενόμενο μέτρο της Δύσης), και διαβεβαίωσε ότι …το ΝΑΤΟ δεν θα στείλει στρατό στην Ουκρανία. Το καθεστώς του Κιέβου έβγαλε τη βρώμικη δουλειά με τη συναίνεση, συμπαράσταση και καθοδήγηση της Δύσης αλλά όταν ήρθαν τα δύσκολα, έμεινε μόνο του. Άλλωστε ακόμα και αν η Ρωσία ρίσκαρε πυρηνικό επεισόδιο για να εξασφαλίσει τον “ζωτικό της χώρο” ή έστω ζώνη ασφαλείας, η Δύση δεν θα ρίσκαρε κάτι αντίστοιχο για να της τα στερήσει.
Το παράδειγμα της Ουκρανίας έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η Ελλάδα μπορεί να έχει μεγαλύτερη αποτρεπτική δύναμη από την Ουκρανία και η Τουρκία πολύ μικρότερη από τη Ρωσία, αλλά οι διαβεβαιώσεις των ευρωατλαντιστών στη χώρα μας ότι οι ΗΠΑ θα μας προστατεύσουν απέναντι στον Ερντογάν και στις επιδιώξεις του, γιατί είμαστε οι πιο πιστοί, δεδομένοι και πρόθυμοι σύμμαχοί τους, είναι θεωρία που χρεοκόπησε σε ζωντανή μετάδοση σε όλο τον κόσμο.
Θέση πέμπτη: Οι ίσες αποστάσεις δεν είναι ποτέ ίσες. Ευνοούν αυτόν που σήμερα είναι δυνατότερος.
Αν συμφωνήσουμε ότι η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει μόνο ως πρόσχημα την ασφάλεια των ρωσόφωνων ή την αποκατάσταση της δικαιοσύνης για τα εγκλήματα του Κιέβου στο Ντονμπάς και στην Οδησσό, θα αναγνωρίσουμε ως πραγματική αιτία της εισβολής την αποφυγή της περικύκλωσής της από το ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία προφανώς δεν είναι ανθρωπιστική επέμβαση. Ούτε εμπίπτει στην λενινιστική κατηγορία των “δίκαιων πολέμων”, έστω και αν η εκκαθάριση ρωσόφωνων πληθυσμών της Ουκρανίας, δίνει άφθονα επιχειρήματα στη Ρωσία. Το να διατηρεί όμως μια ιμπεριαλιστική δύναμη όπως η Ρωσία, με ένα αντιδραστικό καθεστώς όπως αυτό του Πούτιν, ένα ζωτικό χώρο ασφάλειας γύρω από τα σύνορά της (με όλο το αποκρουστικό ιστορικό φορτίο του όρου), δεν συνιστά ηθική δικαιολογία για πόλεμο, ούτε μπορεί να συγκινήσει τους προοδευτικούς ανθρώπους και το αριστερό κίνημα.
Η Ουκρανία μπορεί να είναι το θέατρο των επιχειρήσεων της αντιπαράθεσης, η σύγκρουση όμως περιλαμβάνει πολύ περισσότερα.
Αν από τη μια έχουμε τη Ρωσία που αποφεύγει την περικύκλωσή της και δημιουργεί ζωτικό χώρο γύρω από τα σύνορά της, από την άλλη, δεν έχουμε απλώς τον ακροδεξιό γελωτοποιό του Κιέβου και τις παραστρατιωτικές συμμορίες των Ουκρανών ναζί. Έχουμε το σχέδιο της Δύσης να κυριαρχήσει καθολικά, να στριμώξει τον πυρηνικό ανταγωνιστή της, να καταστήσει το ΝΑΤΟ μια απέραντη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, να επιβάλει δηλαδή έναν καταθλιπτικό μονόδρομο χωρίς εναλλακτική. Αυτή η απαίτηση, η φιλοδοξία, ή το σχέδιο “καθολικής κυριαρχίας” εξελίσσεται μάλιστα σε μια εποχή που αναδύονται αντικειμενικά περισσότεροι πόλοι παγκόσμιας ηγεμονίας και όχι μόνο ένας.
Η απαίτηση καθολικής κυριαρχίας και ασύδοτης επέκτασης του ΝΑΤΟ προχώρησε και επιβλήθηκε και όχι μόνο “ειρηνικά”, με πολιτικές αλλαγές, με διαδηλώσεις (ή πραξικοπήματα) και με εκλογές. Προχώρησε και με διώξεις, και με πογκρόμ, και με σφαγές. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα “τετελεσμένα” της Νατοϊκής επέκτασης είναι λογικό (ή ακόμα και δίκαιο) να “παγιώνονται” με μια ματωμένη ειρήνη εις το διηνεκές. Σαν κι αυτή που υπήρχε πριν τη ρωσική επίθεση. Το δίλημμα είναι κυνικό, αλλά είναι πραγματικό δίλημμα: Ματωμένη ειρήνη με πολλαπλάσια θύματα, παγιώνοντας τα αμερικανικά συμφέροντα, ή ρωσικός πόλεμος;
Έτσι ερχόμαστε στο πρόβλημα των ίσων αποστάσεων. Οι ίσες αποστάσεις ποτέ δεν είναι ίσες, γιατί η σύγκρουση δεν αφορά απλώς δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συγκρούονται η μία με την άλλη. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία που έχει φτάσει έξω από τα σύνορα μιας υποδεέστερης οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά δεύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης, με τη δεύτερη να αναζητά συνθήκες ασφαλείας και ζώνες ζωτικού χώρου. Η καταδίκη της ρωσικής επέμβασης σημαίνει αποδοχή των τετελεσμένων που έφερε το ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Θέση λογική για την ελληνική αστική τάξη, αλλά καθόλου λογική για την ελληνική Αριστερά.
Ίσες αποστάσεις στην πραγματική ζωή σπάνια υπάρχουν. Η σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας δεν έχει πολλά κοινά με τη σύγκρουση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου για να αντιγράφουμε τα τσιτάτα του 1915. Είναι ένα πράγμα να μην προσχωρείς σε κανένα ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο (θέση που ισχύει με απόλυτο τρόπο και τότε και σήμερα), και άλλο πράγμα να αξιολογείς με τον ίδιο τρόπο, την απάντηση του στριμωγμένου ρωσικού ιμπεριαλισμού, με την ασυδοσία και την επίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Ίδια ιεράρχηση και ίσες αποστάσεις ευνοούν αυτόν που έχει το πάνω χέρι στη σύγκρουση. Και αυτός, εδώ και τριάντα χρόνια τουλάχιστον, είναι σαφώς η Δύση. Ας μην κάνουμε επίκληση ούτε στον αριθμό και τις θέσεις των αμερικανικών βάσεων στον πλανήτη, ούτε στην εγκληματική ιστορία του ΝΑΤΟ. Ούτε ζητάμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν η Ρωσία ή η Κίνα έστηνε βάσεις στη μεξικανική μεθόριο με τις ΗΠΑ. Κάνουμε απλώς επίκληση στην κοινή λογική.
Θέση έκτη: Να ηττηθεί το σχέδιο του πιο επικίνδυνου εχθρού της ειρήνης. Έστω κι αν ηττηθεί από κάποιον που δεν είναι φίλος μας.
Η ρωσική επίθεση, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι η πρώτη φορά που μπλοκάρει τη Νατοϊκή ασυδοσία, μετά από τριάντα χρόνια. Μπορεί να μην μας αρέσει αυτός που το κάνει, αλλά η πραγματικότητα δεν κινείται με βάση τις επιθυμίες μας. Δεν υπάρχει σοσιαλιστικό στρατόπεδο να σταματήσει τον ιμπεριαλιστικό όλεθρο και ταυτόχρονα να ανοίξει δρόμο στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Η τοποθέτησή μας γίνεται με βάση την πραγματικότητα.
Αν το ΝΑΤΟ είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός της ειρήνης, αν είναι μακράν η πιο φονική μηχανή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αν έχει καταστρατηγήσει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, αν έχει διαμελίσει χώρες, ανατρέψει κυβερνήσεις, βομβαρδίσει αμάχους, στήσει χούντες και διαλύσει κοινωνίες, δεν είναι θετικό να υποστεί μια ήττα;
Καταλαβαίνουμε να δυσανασχετούν με το πρόσκαιρο έστω μπλοκάρισμα της Νατοϊκής μηχανής όσοι υπηρέτησαν και υπηρετούν τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της χώρας, από δεξιά ή αριστερή σκοπιά. Δεν καταλαβαίνουμε όμως γιατί πρέπει να δυσανασχετούν με αυτό το ενδεχόμενο, όσοι, επί χρόνια, επί δεκαετίες, θεωρούσαν το ΝΑΤΟ τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ειρήνη, τη μεγαλύτερη απειλή για τους λαούς και τα απελευθερωτικά τους κινήματα.
Με τη ρωσική επίθεση μπήκε φρένο σε μια επιλογή (διεύρυνση στην Ανατολική Ευρώπη και περικύκλωση της Ρωσίας), που πίσω της στοιχήθηκε η ευρωατλαντική ηγεσία. Και ένα σύνολο χωρών βλέπει ότι οι αμερικανοΝατοϊκοί σχεδιασμοί δεν είναι αήττητοι, ούτε οι επιδιώξεις της Ουάσιγκτον αναπόφευκτες. Φυσικά αυτό είναι απλώς αναγκαία και καθόλου ικανή συνθήκη για την ανάταξη του αντίπαλου δέους στον καπιταλισμό.
Δεν είναι σημαντικό, τουλάχιστον για δυνάμεις που αναφέρονται στο μαρξισμό (και ακόμα περισσότερο στο λενινισμό) να αξιολογήσουν ως σημαντική την υποχώρηση του πιο επικίνδυνου εχθρού των λαών, της ελευθερίας τους και της ανεξαρτησίας τους, του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού; Δεν έχει σημασία να φάει χαστούκι η μηχανή παραγωγής ακροδεξιών, νεοναζιστικών μορφωμάτων στην Ανατολική Ευρώπη που ανεμίζουν τις σημαίες της Ε.Ε. και ζητούν την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ;
Δεν είναι βαθιά πολιτικό και εντελώς λενινιστικό να επιδιώκεις να αποδυναμώνεται ο κάθε φορά ισχυρότερος αντίπαλος των λαών και των εργαζόμενων τάξεων, ακόμα και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν προέρχεται από εσένα;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα σημαντικό επεισόδιο στην πορεία μετασχηματισμού του κόσμου του εικοστού αιώνα που κληρονόμησε ο εικοστός πρώτος: Από έναν πλανήτη με έναν και μοναδικό κυρίαρχο, τις ΗΠΑ, σε μια πολυπολική κατάσταση, όπου αναδύονται και άλλοι ισχυροί παίκτες σε παγκόσμιο επίπεδο και σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις, με αυξημένες αντιθέσεις και διαφορετικά συμφέροντα.
Οι λαοί όλου του κόσμου και οι εργαζόμενες τάξεις έχουν να κερδίσουν περισσότερα από έναν μονοπολικό κόσμο όπου κυριαρχεί ο μονόδρομος, ή από έναν πολυπολικό κόσμο, έστω και με αντιτιθέμενες αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπου μπορούν όμως οι αντιθέσεις τους να δώσουν χώρο και ανάσες στο κίνημα της κοινωνικής απελευθέρωσης;
Η σύγχυση στην Αριστερά περισσεύει κι ο καθένας να ανασύρει από τους κλασσικούς αυτό που τον βολεύει, αλλά ο μαρξισμός δεν έχει καμιά σχέση με το να κρατάς απολύτως ίσες αποστάσεις από τα ξένα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, λες και κάνεις ασκήσεις στο χαρτί. Το εντελώς ανάποδο. Προτιμά την αποδυνάμωση του πιο επικίνδυνου κάθε φορά για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις αντιπάλου, έστω και αν αυτή η αποδυνάμωση δεν γίνεται από μια δύναμη κομμουνιστική ή προοδευτική, αλλά από μια δύναμη αντιδραστική και ιμπεριαλιστική. Οι λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του κινήματος γράφτηκαν όταν οι κομμουνιστές αποφάσισαν ότι δεν θα βγάζουν μεζούρα να μετρούν ίσες αποστάσεις στις ανακοινώσεις τους, αλλά να εκμεταλλευτούν κάθε ρωγμή στο αντίπαλο στρατόπεδο αποδυναμώνοντας τον πιο επικίνδυνο κάθε φορά αντίπαλο. Αυτό απέχει παρασάγγας από την ευκολία “ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με τον Πούτιν” και φυσικά δεν οδηγεί σε στράτευση υπό το Κρεμλίνο.
Αν αυτά είναι ψιλά γράμματα στρατηγικής, αξίζει να πάμε ένα βήμα παραπάνω: Πώς φαντάζεται κανείς ότι θα διαλυθεί το ΝΑΤΟ (θέση ελπίζουμε ακόμα κοινή – και όχι υπό αναίρεση) στην κομμουνιστική Αριστερά; Πώς μπορεί να διαλυθεί ως δια μαγείας (και μόνο υπό τα χτυπήματα του κομμουνιστικού κινήματος), χωρίς ήττες και γρατσουνιές, χωρίς κρίσεις και υποχωρήσεις στον ανταγωνισμό του με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Το ΝΑΤΟ θα διαλυθεί μόνο μετά από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, ή είναι πολιτικός στόχος με αξία στο σήμερα και στο αύριο;
Θέση έβδομη: Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη – ή αλλιώς: η ιστορία διαμορφώνεται από τους συσχετισμούς δύναμης.
Η ειρήνη είναι αξία ανεκτίμητη αλλά υπάρχει η ειρήνη που σταματά τους πολεμοκάπηλους, τους εμπρηστές, τους επικίνδυνους για τη ζωή και τον ανθρώπινο πολιτισμό και η ειρήνη που παγιώνει τετελεσμένα και συσχετισμούς που επιβλήθηκαν με το πιστόλι στο κρόταφο. Η ιστορία του αριστερού κινήματος ταυτίστηκε με τον φιλειρηνισμό και την αποπυρηνικοποίηση κατά τον 20ο αιώνα, όταν οι Αμερικάνοι έστηναν παντού επεμβάσεις ενάντια σε εθνικοαπελευθερωτικά και προοδευτικά κινήματα και απειλούσαν με την πυρηνική τους υπεροπλία. Τότε, οι αγωνιστές της ειρήνης ήταν ταυτόχρονα “πράκτορες της Μόσχας” για το δυτικό μηχανισμό προπαγάνδας.
Με πλήρη γνώση ότι δεν θα γίνουμε δημοφιλείς, οφείλουμε να θυμίσουμε ότι υπάρχει και η άδικη ειρήνη, η ειρήνη που υπογράφεται μετά από μια επιθετική επέμβαση, η ειρήνη που κατοχυρώνει έναν άδικο συσχετισμό, η ειρήνη που υπάρχει μόνο για να προκαλέσει έναν μεγαλύτερο πόλεμο, η ειρήνη που έχει περισσότερα θύματα, νεκρούς και ξεριζωμένους από έναν “κανονικό” πόλεμο. Ο εικοστός αιώνας είναι γεμάτος από τέτοια παραδείγματα.
Όσοι σήμερα φωνάζουν υπέρ της ειρήνης στην Ουκρανία, το 1963 στην κρίση της Κούβας θα φώναζαν υπέρ της ειρήνης; Θα κατηγορούσαν τον Κένεντι ως παράφρονα που απειλεί με πυρηνικό πόλεμο γιατί η Κούβα – μια ανεξάρτητη χώρα – αποφάσισε να εξοπλιστεί με σοβιετικούς πυραύλους; Ή μήπως θα δικαιολογούσαν την πυρηνική απειλή των ΗΠΑ λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρχουν πυρηνικές κεφαλές των σοβιετικών σε απόσταση αναπνοής από αμερικανικό έδαφος; Φυσικά, ισχύει και το ανάποδο.
Το αίτημα της ειρήνης εκφράζει πάντα έναν συμβιβασμό ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ο πασιφισμός, με την έννοια της επίκλησης της αξίας της ειρήνης σε ένα κόσμο που σφαδάζεται από συγκρούσεις και ανταγωνισμούς, παραβλέπει ότι οποιαδήποτε ειρήνη αποτυπώνει ένα συσχετισμό δύναμης. Ας ασχοληθούμε λοιπόν με αυτόν ακριβώς το συσχετισμό δύναμης και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βελτιωθεί για τους λαούς και τις εργαζόμενες τάξεις.
Θέση όγδοη: Είναι ζήτημα επιβίωσης να συγκροτήσουν οι λαοί το δικό τους στρατόπεδο
Από τη σύγκρουση στην Ουκρανία απουσιάζει η ανεξάρτητη και αυτοτελής φωνή των λαών και των συμφερόντων τους. Αλλά όχι μόνο από τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Ο κόσμος, από το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα και μετά, καθορίζεται αρνητικά από την εκκωφαντική απουσία του κομμουνιστικού κινήματος. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν νιώθουν καμιά απειλή για την ύπαρξή τους, παρά μόνο εγγενείς αντιφάσεις, ενδογενείς κρίσεις και εσωτερικούς ανταγωνισμούς. Ο αντιπολεμικός και αντιμπεριαλιστικός χώρος σήμερα έχει σημασία να συγκροτηθεί ως αποτρεπτικό πολιτικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο και τις πολιτικές που τον προκαλούν. Αυτή είναι η μόνη εγγύηση ότι η φωνή των λαών θα βρει την αυτοτελή της έκφραση και θα βαδίσει στο δρόμο της κοινωνικής ανατροπής.
Η ιστορία, σε τελική ανάλυση και στη μεγάλη της κλίμακα, εξακολουθεί να γράφεται από την ταξική πάλη σε όλη την πολυπλοκότητα των εκφράσεών της. Η υποχώρησή της δημιουργεί όρια, σύγχυση, αποπροσανατολισμό. Γεννά απολίτικες συμπεριφορές, αναζήτηση καθαρών λύσεων, απόσυρση από το πεδίο της καθημερινής πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού εθνικά, ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Η κομμουνιστική Αριστερά παραμένει αποσυγκροτημένη και σε αδυναμία, παλινδρομεί ανάμεσα στο φιλελευθερισμό των ατομικών δικαιωμάτων και την επαναστατική φλυαρία, αδυνατεί να λερώσει τα χέρια της και να καθαρίσει την οπτική της.
Η συγκρότηση της αυτοτελούς φωνής του λαϊκού στρατοπέδου, είναι προϋπόθεση για την επιβίωση, ανεξάρτητα από τις στροφές στις διεθνείς εξελίξεις και στο συσχετισμό δύναμης που αφορούν τους αντικειμενικούς όρους της ταξικής πάλης. Ανεξάρτητα από το αν η ρωσική επίθεση καθυστερήσει, μπλοκάρει, (ή ανάποδα επιταχύνει), τα Νατοϊκά σχέδια, η ήττα του ιμπεριαλισμού είναι υπόθεση του ανεξάρτητου κινήματος των λαών που στις σημαίες του θα γράφει το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ είναι πολιτική οργάνωση της Κομμουνιστικής Αριστεράς.
μια πολυ σοβαρη αναλυση απο ΜΛ ΑΠΟΨΗ που θαπρεπε να εχουν υποψη τους ολοι οσοι θελουν να λεγονται αριστεροι και πολυ περισσοτερο ακομη κομμουνιστες.